ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΠΔ.18/1989)
Το ΣτΕ ασκεί τις αρμοδιότητες του σε Ολομέλεια ή σε Τμήματα. Τα Τμήματα είναι έξι3 (Α’, Β’, Γ’, Δ’, Ε’ και ΣΤ’) και έχουν πενταμελή και επταμελή σύνθεση. Υπό επταμελή σύνθεση συνεδριάζει ένα Τμήμα, όταν η υπόθεση, είτε παραπέμπεται σ’ αυτό με απόφαση της πενταμελούς σύνθεσης, είτε εισάγεται απευθείας από τον πρόεδρο της επταμελούς συνθέσεως, λόγω της σπουδαιότητάς της. Οι κατηγορίες υποθέσεων που υπάγονται στην αρμοδιότητα καθενός από τα Τμήματα καθορίζονται με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από γνώμη της Ολομέλειας.
Η Ολομέλεια δεν επιλαμβάνεται υποθέσεων συγκεκριμένων κατηγοριών, παρά όσων παραπέμπονται σ’ αυτήν από τον πρόεδρο του ΣτΕ ή από τα Τμήματα. Οι λόγοι παραπομπής συνίστανται είτε σε υπόθεση που αφορά ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και ιδιαίτερης σπουδαιότητας, είτε σε αποφατικές συγκρούσεις αρμοδιότητας μεταξύ των Τμημάτων, είτε σε περιπτώσεις διαφορετικής απόφασης Τμήματος με απόφαση του Α.Π. ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αφορά την ουσιαστική συνταγματικότητα ή την έννοια τυπικού νόμου. Ειδικότερα, τα θέματα σχετικά με τη συγκρότηση και οργάνωση του ΣτΕ ρυθμίζονται τον κοινό νομοθέτη με ειδικούς νόμους.
Γενικότερα, οι αρμοδιότητες του ΣτΕ σήμερα απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 95 του Συντάγματος. Το Σύνταγμα διακρίνει στην §1 σε δικαστικές και διοικητικές αρμοδιότητες. Στις πρώτες ανήκουν η εκδίκαση
- των αιτήσεων ακυρώσεως,
- Η Συνταγματική κατοχύρωση της δικαστικής προστασίας (ά 20§1 Σ)
Το Σύνταγμα καθιερώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, ορίζοντας στο ά 20§14 ότι “καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει.” Το ά 20§1 αντανακλά το περιεχόμενο διεθνών διατάξεων, ήτοι το ά 10 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ του 1948 και το ά 6§1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) του 1950, καθώς επίσης και ανάλογες συνταγματικές διατάξεις άλλων κρατών.
Το ά 20§1, παρέχοντας στους πολίτες την εξουσία να προασπίζονται τα θιγόμενα συμφέροντά τους, κατοχυρώνει ένα ουσιαστικής φύσεως δικαίωμα. Το δικαίωμα αυτό λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της κρατικής δραστηριότητας και μάλιστα η άσκησή του γεννά υποχρεώσεις στα κρατικά όργανα που οφείλουν να ενεργούν ή να μην παραλείπουν πράξεις που σκοπό έχουν την ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού. Άλλωστε, ενεργητικό υποκείμενο του δικαιώματος αυτού είναι ο ιδιώτης, ενώ παθητικό η ίδια η πολιτεία που ασκεί κυριαρχική εξουσία (imperium), με την έννοια της επιβολής υποχρεώσεων στα όργανά και στους πολίτες της. Δεδομένης αυτής της σχέσης πολιτών και πολιτείας που δημιουργείται κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα δημοσίου δικαίου δικαίωμα. Ακόμα περισσότερο, το γεγονός ότι το ά 20§1 εντάσσεται στο κεφάλαιο του Συντάγματος περί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, του προσδίδει τον χαρακτήρα του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος.
- Η Συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως ακυρώσεως (ά. 95§1)
Ειδικότερη εκδήλωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας αποτελεί το ά. 95§1 Σ.11, κατά το οποίο παρέχεται στους διοικουμένους η δυνατότητα ασκήσεως ενώπιον του ΣτΕ αιτήσεως ακυρώσεως κατά εκτελεστών πράξεων της διοικήσεως για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου. Εν ολίγοις, μέσω της δυνατότητας που παρέχει το ά. 95§1 στους διοικουμένους να ασκούν το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως προκειμένου να ελεγχθεί και να αποκατασταθεί η νομιμότητα μιας διοικητικής πράξεως που είναι βλαπτική για αυτούς, προσβάλλει δηλαδή δικαιώματα και έννομα συμφέροντά τους, ουσιαστικά πραγματώνεται το αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας που καθιερώνει το ά. 20§1 Σ.
Το δικαίωμα ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα που έχει τις ρίζες του στο συνταγματικώς κατοχυρωμένο ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα του ά. 20§1. Άλλωστε, με συνταγματική διάταξη απονέμεται στον ενδιαφερόμενο διοικούμενο μια μορφή εξουσίας για την προάσπιση των δικαιωμάτων του που αναγνωρίζονται από την ισχύουσα έννομη τάξη. Μάλιστα, η άσκηση της εξουσίας αυτής από τον εκάστοτε πολίτη στρέφεται προς την υποχρέωση του κράτους να θέσει σε λειτουργία τον δικαστικό μηχανισμό, και εν 10
Η συνταγματική κατοχύρωση της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του ΣτΕ έχει την έννοια ότι δεν μπορεί ο νομοθέτης να αφαιρέσει από το ΣτΕ την αρμοδιότητά του αυτή να εκδικάζει τις ακυρωτικές διαφορές και να την υπαγάγει σε άλλα τακτικά διοικητικά δικαστήρια.
- Συνταγματικές αποκλείσεις της γενικής ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας
Το Σύνταγμα, με διατάξεις του, εισάγει κάποιες εξαιρέσεις στη γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ που κατοχυρώνει στο ά. 95§1 περ. α’. Όπως προαναφέρθηκε, δυνάμει του ά. 95§1 η εκδίκαση των ακυρωτικών διαφορών ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα στο ΣτΕ, χωρίς ο κοινός νομοθέτης να έχει την εξουσία να μεταφέρει τη δικαιοδοσία αυτή σε άλλα δικαστήρια. Όμως, ο περιορισμός αυτός είναι σχετικός και όχι απόλυτος, αφού υπάρχει μεν ονομαστικά στο ά. 95§1 το τεκμήριο της αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανατρέπεται όμως στην παράγραφο 3, καθώς “κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ενώ το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει”. Πράγματι, ο συνδυασμός του ά. 95§3 που επιτρέπει κατηγορίες ακυρωτικών διαφορών να εκδικαστούν και από άλλα διοικητικά δικαστήρια, και του ά. 94 Σ., που αναθέτει σε τακτικά διοικητικά δικαστήρια τις διοικητικές διαφορές ουσίας, δημιουργεί ένα νέο καθεστώς στην εκδίκαση των ακυρωτικών διαφορών. Μετά τη συνταγματική αυτή πρόβλεψη, ακολούθησε μια σειρά νομοθετημάτων που ουσιαστικοποιούσαν ένα μέρος των ακυρωτικών διαφορών και τις υπήγαγαν στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Ο κοινός νομοθέτης μπορεί να μεταφέρει κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του ΣτΕ στο διοικητικό εφετείο αλλά και στο διοικητικό πρωτοδικείο, ανάλογα με τη σπουδαιότητα και τη φύση των υποθέσεων. (ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΕ ΟΛ 3919/2010)
Εκτός από την περίπτωση του ά. 95§3 Σ. που παρέχει στον κοινό νομοθέτη τη δυνατότητα να αφαιρέσει μέρος ακυρωτικών διαφορών από την αρμοδιότητα του ΣτΕ, το Σύνταγμα προβλέπει και με άλλες διατάξεις του εξαιρέσεις από την ακυρωτική αρμοδιότητα που καθιερώνει το ά. 95§1 περ.α’. Συγκεκριμένα, στο ά. 90§6 Σ. ορίζεται ότι “οι αποφάσεις ή πράξεις κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου δεν προσβάλλονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας”. Το άρθρο αυτό αποκλείει τη δυνατότητα ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά του κύρους πράξεων που αφορούν προαγωγές, τοποθετήσεις μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις δικαστικών λειτουργών (90§1 Σ.), προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου του ΣτΕ, του Α.Π. και του Ε.Σ., στη θέση του εισαγγελέα του Α.Π, στη θέση του γενικού επιτρόπου του Ε.Σ. και των διοικητικών δικαστηρίων (90§5 Σ.). Αναλόγως, σύμφωνα με το ά 91§4 Σ., αποκλείεται η προσβολή των πειθαρχικών αποφάσεων, που εκδίδονται από τα σχετικά συμβούλια που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 3 του ιδίου άρθρου, ενώπιον του ΣτΕ. Τέλος, και στο ά. 98§3 Σ. ορίζεται ότι ούτε οι αποφάσεις που εκδίδει το Ελεγκτικό Συνέδριο, σχετικά με τις υποθέσεις που απαριθμούνται στην §1 του αυτού άρθρου, υπάγονται στον έλεγχο του ΣτΕ. Είναι φανερό ότι και οι τρεις αυτές διατάξεις καθιερώνουν άμεσο αποκλεισμό της ακυρωτικής αρμοδιότητας του ΣτΕ, χωρίς όμως να παραβιάζουν τη συνταγματική κατοχύρωση του ά. 95§1, γιατί προέρχονται από διάταξη ίσης τυπικής ισχύος και δη του ίδιου του Συντάγματος.
1. Η Αίτηση Ακυρώσεως
Η αίτηση ακυρώσεως είναι ένδικο μέσο, καθώς η άσκησή της θέτει σε κίνηση τη δικαστική λειτουργία του Κράτους και συγκεκριμένα του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό ένδικο μέσο, η άσκηση του οποίου είναι παραδεκτή όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα ασκήσεως άλλης προσφυγής κατά της προσβαλλόμενης πράξης. Η δικαστική λειτουργία, στην περίπτωση της αιτήσεως ακυρώσεως, κινείται προς επίλυση των αμφισβητήσεων του δικαίου, οι οποίες δημιουργούνται, είτε κατά την υλική πραγμάτωσή του, είτε από τις ίδιες τις πράξεις, από τις οποίες πηγάζουν κανόνες δικαίου, όταν αυτές πάσχουν από ελαττώματα εσωτερικής νομιμότητας33. Επομένως, η άσκηση της αίτησης ακυρώσεως συνιστά μία νομική επέμβαση του διοικουμένου που στόχο έχει την αποκατάσταση της ομαλότητας του δικαίου και την ειρήνευση του εννόμου αγαθού, τα οποία διαταράχθηκαν από την έκδοση μίας παράνομης διοικητικής πράξης.
Η ακυρωτική διαδικασία διαφέρει ουσιωδώς από τη διαδικασία ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων. Ενόψει της ιδιαιτερότητας της φύσεως της ακυρωτικής δικαιοδοσίας, ζήτημα γεννάται σχετικά με το χαρακτήρα της αιτήσεως ακυρώσεως και συναφώς της ακυρωτικής δίκης. Παλαιότερα, γινόταν δεκτός ο αντικειμενικός χαρακτήρας της ακυρωτικής δίκης, κυρίως εξαιτίας της αντιπαραβολής της με τον υποκειμενικό χαρακτήρα της εκδίκασης των διαφορών ουσίας από τα διοικητικά δικαστήρια. Στις τελευταίες επιζητείται η προστασία των υποκειμενικών δικαιωμάτων του πολίτη που τυχόν προσβλήθηκαν από τη διοίκηση, δια της αναγνωρίσεως και αποκαταστάσεως της έννομης σχέσης που διαταράχθηκε. Μάλιστα, στις διαφορές αυτές η διοίκηση είναι διάδικος στη δίκη και είναι πιθανό να καταδικαστεί σε καταβολή χρηματικής αποζημίωσης. Αντίθετα, στις ακυρωτικές διαφορές, το αντικείμενο της δίκης έγκειται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής δράσεως, δηλαδή προς αποκατάσταση του αντικειμενικού δικαίου. Η ακύρωση της πράξης επέρχεται στο όνομα της ορθής και νόμιμης διοικητικής δράσεως, γι’ αυτό και έχει απρόσωπο χαρακτήρα. Η αίτηση ακύρωσης δεν στρέφεται κατά της διοικήσεως ή κατά του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη.
2. Νομοθετική οριοθέτηση του δικαιώματος ασκήσεως αίτηση ακυρώσεως
Το παραδεκτό της αίτησης ακύρωσης, όπως και όλων των ενδίκων μέσων κρίνεται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή της συντέλεσης της προσβαλλόμενης παράλειψης. (ΆΡΘΡΟ 77 ΠΑΡ. 5 ΤΟΥ ΠΔ. 18/1989)
Α) Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης
Οι κανόνες δικαίου καθορίζουν πότε η αίτηση ακυρώσεως είναι στη διάθεση του διοικουμένου ως μέσο δικαστικής προστασίας κατά μιας παράνομης διοικητικής πράξης. Τέτοιου είδους κανόνες υπάρχουν, εν προκειμένω, στο Π.Δ. 18/1989, όπου στα ά. 45, 46, και 47, ορίζονται οι ειδικές προϋποθέσεις για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως και οι οποίες είναι το έννομο συμφέρον, η προθεσμία, η προηγούμενη άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, η φύση της προσβαλλόμενης πράξης και η έλλειψη παράλληλης προσφυγής. Οι προϋποθέσεις αυτές του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία, να ερμηνεύονται στενά, ώστε να μην καταλήγουν σε καταστρατήγηση και αποκλεισμό του εν λόγω δικαιώματος. Εκτός όμως από τις ειδικές προϋποθέσεις που καθορίζονται στο Π.Δ. 18/1989, υπάρχουν και οι γενικές προϋποθέσεις, οι οποίες απαιτούνται για την άσκηση οποιουδήποτε ένδικου βοηθήματος και είναι η ικανότητα να είναι κανείς διάδικος και η ικανότητα δικαστικής παράστασης.
i) Η ικανότητα διαδίκου
Σύμφωνα με το αστικό δικονομικό δίκαιο (ά. 62 ΚΠολΔ), η ικανότητα να είναι κανείς διάδικος συνδέεται με την ικανότητα δικαίου (ά. 34 ΑΚ), δηλαδή με την ικανότητα του προσώπου να είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Την ικανότητα αυτή έχουν όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, καθώς και το κυοφορούμενο. Το ά. 62 εδ. β’ ΚΠολΔ αναγνωρίζει την ικανότητα να είναι διάδικοι και σε ενώσεις προσώπων που έχουν κάποιο σκοπό, καθώς και σε εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα. Επίσης, σύμφωνα με τη νομολογία διάδικοι μπορούν να είναι η κοινοπραξία εταιριών, το πολιτικό κόμμα, η συμπλοιοκτησία, οι εφορευτικές επιτροπές εργατικών σωματείων και άλλα40. Στην περίπτωση της
Το έννομο συμφέρον δεν πρέπει να συγχέεται με την ενεργητική νομιμοποίηση, η οποία είναι προϋπόθεση του βασίμου της ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος και συνίσταται στην ύπαρξη δικαιώματος διεξαγωγής δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση.
ii) Η ικανότητα για δικαστική παράσταση
Η ικανότητα για δικαστική παράσταση συνίσταται στην εξουσία του διαδίκου να επιχειρεί διαδικαστικές πράξεις και να παρουσιάζεται στο δικαστήριο εξ’ ονόματός του. Η ικανότητα για δικαστική παράσταση απαιτεί ανεπτυγμένη κρίση, γι΄ αυτό και εξαρτάται από την ικανότητα προς δικαιοπραξία (ά.127-137 ΑΚ), η οποία αποτελεί προϋπόθεση της. Έτσι, η ικανότητα δικαστικής παράστασης απονέμεται σε όλα τα φυσικά πρόσωπα που έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα κατά τον Αστικό Κώδικα, ενώ ο δικαιοπρακτικά ανίκανος εκπροσωπείται από τον νόμιμο αντιπρόσωπό του και οι ανήλικοι από τους γονείς που ασκούν τη γονική μέριμνα. Όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, αυτά παρίστανται από τα φυσικά πρόσωπα που τα εκπροσωπούν.
iii) Το έννομο συμφέρον
Το ένδικο μέσο της αίτησης ακυρώσεως δεν είναι μία actio popularis, δεν μπορεί δηλαδή να ασκηθεί από οποιονδήποτε ιδιώτη, παρά το γεγονός ότι η άσκηση της σκοπό έχει την αποκατάσταση της αντικειμενικής νομιμότητας μιας διοικητικής πράξεως· η αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ μπορεί μόνο να ασκηθεί από τον διοικούμενο, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει έννομο συμφέρον. Το έννομο αυτό συμφέρον συνίσταται στην χρησιμότητα που έχει για τον διοικούμενο η εξαφάνιση μιας διοικητικής πράξης, με την οποία επέρχεται αποκατάσταση της νομικής του κατάστασης που έχει διαταραχθεί από την έκδοση της πράξης αυτής. Κατά το ά. 47 του Π.Δ. 18/1989 “αίτηση ακύρωσης δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη, ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά προσβάλλονται απ’ αυτή, καθώς και εκείνος που είναι μέλος του διοικητικού οργανισμού ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αν κατά την κατάρτιση των αποφάσεων τους έχουν παραβλεφθεί τα νόμιμα δικαιώματά του ως μέλους”.
Το έννομο συμφέρον αναγνωρίζεται στον αιτούντα την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης, όταν αυτή έχει προκαλέσει σ’ αυτόν υλική ή ηθική βλάβη, βάσει την έννομης σχέσης που τους συνδέει. Το έννομο συμφέρον είναι υλικό, όταν η βλάβη που προκαλείται από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη θίγει περιουσιακά του δικαιώματα και ηθικό, όταν αφορά καταστάσεις που έχουν ηθική αξία για τον αιτούντα.
Βάσει του νόμου και της σχετικής νομολογίας, τρεις είναι οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη και αναγνώριση εννόμου συμφέροντος στον διοικούμενο που ασκεί την αίτηση ακύρωσης· το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι προσωπικό, άμεσο και ενεστώς.
- Προσωπικό είναι το έννομο συμφέρον που συνδέεται με την προσωπικότητα του προσβάλλοντος διοικουμένου που υφίσταται τις βλαπτικές γι’ αυτόν συνέπειες της εκδόσεως της διοικητικής πράξης. Το χαρακτηριστικό αυτό αναφέρεται στην έννομη σχέση που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη, από την οποία προκαλείται σ’ αυτόν ηθική ή περιουσιακή βλάβη. Έτσι, η προϋπόθεση αυτή αποκλείει το χαρακτηρισμό της αίτησης ακύρωσης ως λαϊκής αγωγής που μπορεί να ασκηθεί από οποιονδήποτε υπέρ της αρχής της νομιμότητας. Προσωπικό έννομο συμφέρον μπορεί να έχουν, εκτός από τα φυσικά πρόσωπα, και τα νομικά πρόσωπα, όταν μια διοικητική πράξη ή παράλειψη θίγει υλικά συμφέροντα του ίδιου του νομικού προσώπου ή ηθικά συμφέροντα, των οποίων, βάσει του καταστατικού του, η προστασία και επιδίωξη τους περιλαμβάνονται στους σκοπούς του. Το νομικό πρόσωπο έχει προσωπικό έννομο συμφέρον να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως, προσβάλλοντας μια διοικητική πράξη ή παράλειψη, ακόμα και όταν αυτή θίγει συμφέροντα του συνόλου των μελών του, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η προάσπιση των συμφερόντων αυτών περιλαμβάνεται επίσης στους σκοπούς του νομικού προσώπου. Τα διοικητικά όργανα και οι δημόσιες αρχές δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως προσβάλλοντας πράξη που εκδόθηκε από άλλο διοικητικό όργανο42. Όμως, σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του ΣτΕ, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η ανατροπή του κανόνα αυτού με νομοθετική διάταξη.
- Άμεσο είναι το έννομο συμφέρον όταν τη βλάβη που προκαλείται από τη διοικητική πράξη ή παράλειψη υφίσταται ο ίδιος ο αιτών την ακύρωσή της. Για να θεμελιώνεται δηλαδή άμεσο έννομο συμφέρον πρέπει η βλάβη να συνδέεται απευθείας με το πρόσωπο του αιτούντος, υπό την έννοια ότι δεν νομιμοποιείται να ασκήσει αίτηση ακύρωσης συγγενής του υφισταμένου τη βλαπτική ενέργεια της διοικήσεως. Πάντως, η νομολογία σε ορισμένες περιπτώσεις έχει αναγνωρίσει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος και σε πρόσωπα που, έχουν “εύλογο ηθικό συμφέρον” για την επικράτηση της ευνομίας και της ηθικής τάξεως σε κάθε κλάδο της Διοικήσεως και για την εύρυθμη λειτουργία αυτής.
- Ενεστώς είναι το έννομο συμφέρον όταν η βλάβη υφίσταται τόσο κατά την έκδοση της πράξης, όσο και κατά την άσκηση και συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως.
Επομένως, το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει σε τρία χρονικά σημεία·
Α) κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης,
Β) κατά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης, διαφορετικά αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη,
Γ) και κατά την πρώτη συζήτησή της.
Σε περίπτωση που κατά την πρώτη συζήτηση εξέλειπε το έννομο συμφέρον, η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου. Η αίτηση ακυρώσεως είναι επίσης απαράδεκτη, όταν το έννομο συμφέρον είναι μέλλον, προσδοκώμενο ή ενδεχόμενο.
Έννομο συμφέρον δεν δημιουργείται όταν ο αιτών ζήτησε την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή συναίνεσε σ’ αυτή. Η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος αίρεται σε περίπτωση που ο διοικούμενος αποδέχθηκε την βλαπτική γι’ αυτόν διοικητική πράξη. Η αποδοχή αυτή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, υπό τον όρο ότι συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία ως προς την έννοιά της, όπως για παράδειγμα η συμμετοχή του.
Βλ. ΣτΕ 900/2003 (Το Σ. 2/2003), Διαγωνισμός ΑΣΕΠ, όπου κρίθηκε ότι η μη υποβολή σχετικής επιφύλαξης διαγωνιζομένου στην αίτηση συμμετοχής προς τους όρους του διαγωνισμού δεν είναι αρκετό για να άρει το έννομο συμφέρον άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, προσβάλλοντας τη νομιμότητα των όρων της προκήρυξης και των πράξεων που εκδίδονται βάσει των όρων αυτών, γιατί εκ του γεγονότος και μόνο ότι δεν περιέλαβε στην αίτησή του τη σχετική επιφύλαξη δεν συνάγεται σαφής και ανεπιφύλακτη αποδοχή των όρων αυτών. Επίσης, η αποδοχή πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη και να μην είναι αποτέλεσμα νόμιμης υποχρέωσης, οικονομικής ανάγκης ή παράνομης βίας ή απειλής προς το πρόσωπο του αποδέχοντος. Το έννομο συμφέρον παύει να υφίσταται υπέρ του αιτούντος, όταν η προσβληθείσα πράξη ανακληθεί, ακυρωθεί για οποιονδήποτε λόγο ή πάψει να ισχύει. Στην περίπτωση αυτή καταργείται αυτομάτως η ακυρωτική δίκη και μόνο αν ο αιτών προβάλει και δικαιολογήσει την ύπαρξη ιδιαίτερου εννόμου συμφέροντος που εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την εξαφάνιση της πράξης μπορεί να επιτύχει τη συνέχισή της. Τέλος, το έννομο συμφέρον αίρεται και όταν διακοπεί ο έννομος δεσμός που συνέδεε τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη, βάσει του οποίου αυτός γινόταν αποδέκτης της βλαπτικής της ενέργειας.
iv) Η προθεσμία
Για την παραδεκτή άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως ακυρώσεως, το ά. 46§1 του Π.Δ. 18/1989 προβλέπει ανατρεπτική προθεσμία 60 ημερών49, εντός της οποίας μπορεί ο ενδιαφερόμενος να υποβάλλει την αίτηση ακυρώσεως στο ΣτΕ. Σε περίπτωση που ο αιτών διαμένει στην αλλοδαπή, η προθεσμία αυτή παρατείνεται για 30 ακόμα ημέρες. Για την ασφάλεια του δικαίου, αλλά και για την ορθή λειτουργία της Διοικήσεως, ο νομοθέτης έχει προβλέψει την προθεσμία ως προϋπόθεση της παραδεκτής ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, ώστε αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η άσκηση του ενδίκου μέσου να καθίσταται απαράδεκτη. Κρίσιμος χρόνος για την εκτίμηση της εμπρόθεσμης άσκησης είναι ο χρόνος καταθέσεως του δικογράφου. Εναρκτήρια γεγονότα της προθεσμίας είναι η δημοσίευση, η κοινοποίηση ή η πλήρης γνώση της πράξεως. Συγκεκριμένα, όπου ο νόμος απαιτεί τη δημοσίευση μιας διοικητικής πράξεως, αυτή αποτελεί συστατικό τύπο, δηλαδή στοιχείο του υποστατού της, χωρίς το οποίο η πράξη δεν έχει νόμιμο κύρος.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Σε περίπτωση όπου μία κανονιστική διοικητική πράξη δεν δημοσιευθεί, δεν έχει νόμιμη υπόσταση. Η αίτηση ακυρώσεως ασκείται παραδεκτώς κατά ανυπόστατης κανονιστικής διοικητικής πράξης η οποία κρίνεται ακυρωτέα για λόγους ασφάλειας δικαίου. (ΣΤΕ ΟΛ 87/2011).
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ειδικές διατάξεις προβλέπουν διαφορετική προθεσμία από αυτή του ά. 46§1 Π.Δ. 18/1989 για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Βλέπε τη δημοσίευση των κανονιστικών πράξεων των Δήμων όπου σύμφωνα με το Β.Δ. του 1958 προβλέπεται ειδικός τρόπος δημοσίευσης, με τοιχοκόλληση του περιεχομένου των κανονιστικών πράξεων στο δημαρχιακό κατάστημα και παρουσία δύο μαρτύρων.
Η δημοσίευση λαμβάνει χώρα κατά κανόνα σε φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, του οποίου η ημερομηνία αποτελεί την ημερομηνία δημοσιεύσεως και την αρχή της προθεσμίας, εκτός και αν αυτή δεν συμπίπτει με την ημερομηνία κυκλοφορίας του· στην περίπτωση αυτή, η επομένη της ημερομηνίας κυκλοφορίας λαμβάνεται ως αφετηρία της προθεσμίας. Η ημερομηνία του φύλλου της ΕτΚ ξεκινά την προθεσμία για όλες τις κανονιστικές πράξεις, αλλά για τις δημοσιευτέες ατομικές, αυτή ισχύει μόνο για τους τρίτους, των οποίων τα έννομα συμφέροντα θίγονται με την δημοσιευθείσα παράνομο διοικητική πράξη.
Όσον αφορά τον αποδέκτη των ατομικών διοικητικών πράξεων, η προθεσμία, για να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως, αρχίζει από την επομένη της κοινοποίησης σ’ αυτόν ή της πλήρους γνώσης του περιεχομένου της πράξης. Στην περίπτωση της κοινοποίησης, για να αρχίσει η προθεσμία, πρέπει αυτή να είναι πλήρης, δηλαδή να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της πράξης, καθώς και την αιτιολογία και το διατακτικό της. Η κοινοποίηση πρέπει να αποδεικνύεται με σχετικό έγγραφο που έχει καταρτιστεί από το αρμόδιο όργανο και από το οποίο προκύπτει και η ημερομηνία. Η παράλειψη ή η πλημμέλεια της διοικήσεως να κοινοποιήσει την πράξη στον ενδιαφερόμενο εμποδίζει την έναρξη της προθεσμίας προσβολής της.
Όμως, αν ο ενδιαφερόμενος έλαβε πλήρη γνώση για το περιεχόμενο της πράξης πριν ακόμα αυτή του κοινοποιηθεί, μπορεί να ασκήσει παραδεκτά την αίτηση ακυρώσεως. Η πλήρης αυτή γνώση περιλαμβάνει και την αιτιολογία και προκύπτει είτε από τα στοιχεία του φακέλου, είτε από την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοση της πράξης για την οποία ο αιτών έχει εύλογο ενδιαφέρον.
(τεκμήριο πλήρους γνώσης του διοικουμένου).
Σε περίπτωση όπου δεν προκύπτει με ακρίβεια από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, η κοινοποίηση ατομικής διοικητικής πράξης σε χρόνο απέχοντα των εξήντα ημερών, τότε θεωρείται πάντοτε εμπρόθεσμη η αίτηση ακυρώσεως. (ΕΔΔΑ Καμβύσης Κατά Ελλάδος).
Η αίτηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως εκδικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία και διατάσσεται από τις επιτροπές αναστολών όταν η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη έχει τη μορφή θετικής διοικητικής πράξης (δεδομένου ότι η παράλειψη δεν μπορεί να ανασταλεί) και όχι γνήσιας αρνητικής πράξης και η εκτέλεση αυτής μπορεί να προκαλέσει στον αιτούντα άμεση προσωπική και ανεπανόρθωτη ζημία.
Στην περίπτωση προσβολής μιας διοικητικής παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η προθεσμία ξεκινά είτε από τη στιγμή που συμπληρώθηκαν όλες οι απαιτούμενες από τις σχετικές διατάξεις προϋποθέσεις και οι τασσόμενες από αυτές προθεσμίες, είτε από την παρέλευση άπρακτου τριμήνου από την ημερομηνία υποβολής του ενδιαφερομένου της σχετικής αίτησης προς τη διοίκηση.
Για την προσβολή σύνθετης διοικητικής ενέργειας ισχύουν τα όσα προαναφέρθηκαν για την προσβολή απλής διοικητικής πράξης, με τη διαφορά ότι προσβάλλεται η τελική πράξη και μαζί με αυτή συμπροσβάλλονται και ελέγχονται όλες οι προγενέστερες διοικητικές πράξεις που δεν έχουν προσβληθεί αυτοτελώς.
Η προθεσμία που έχει αρχίσει αναστέλλεται από 1η Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου(άρθρο 11 του Κώδικα των Νόμων Περί Δικών του Δημοσίου, σε συνδυασμό και με την απόφαση Πλατάκου Κατά Ελλάδος) και σε περίπτωση ανωτέρας βίας, δηλαδή όταν συντρέχει γεγονός αιφνίδιο και απρόβλεπτο που δικαιολογεί αδυναμία εμπρόθεσμης ασκήσεως του ενδίκου μέσου. Ο ισχυρισμός περί ανωτέρας βίας πρέπει να αποδεικνύεται, διαφορετικά δεν λαμβάνεται υπόψη και η αίτηση ακυρώσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Αντίθετα, σε περίπτωση διακοπής της προθεσμίας, μετά την άρση της αρχίζει νέα ισόχρονη προθεσμία. Σύμφωνα με την §2 του ά. 46 του Π.Δ. 18/1989, η προθεσμία διακόπτεται για το χρονικό διάστημα που ορίζεται για την έκδοση σχετικής πράξεως, διαφορετικά για 30 ημέρες, σε περίπτωση που ασκηθεί οποιαδήποτε διοικητική προσφυγή, εκτός της ενδικοφανούς προσφυγής, ακόμα και αίτηση θεραπείας δι’ αναφοράς στην αρχή που εξέδωσε την πράξη ή σε προϊστάμενη της. Τέλος, η προθεσμία διακόπτεται επίσης και στην περίπτωση άσκησης ειδικής διοικητικής προσφυγής του άρθρου 26 του Ν. 2690/1999.
Οι κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης μπορούν να προσβληθούν παραδεκτώς με αίτηση ακυρώσεως, εκτός αν έχουν κυρωθεί με νόμο, γιατί πλέον περιλαμβάνονται στις νομοθετικές και όχι στις διοικητικές πράξεις.
Σε περίπτωση του θανάτου του διοικουμένου προς άσκηση του ενδίκου μέσου, από την επομένη του θανάτου αυτού αρχίζει νέα προθεσμία υπέρ των καθολικών ή ειδικών διαδόχων του.
v) Η φύση της προσβαλλόμενης πράξης
Το ά. 95§1 του Σ. ορίζει ότι με αίτηση ακυρώσεως προσβάλλονται οι εκτελεστές πράξεις της διοικήσεως. Το ίδιο περιεχόμενο επαναλαμβάνει και η διάταξη του ά. 45§1 του Π.Δ. 18/1989, όπου διευκρινίζεται ότι οι πράξεις αυτές πρέπει να προέρχονται από τις διοικητικές αρχές και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Με τις διατάξεις αυτές προβλέπεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της ασκήσεως ακυρώσεως η προέλευση της προσβαλλόμενης πράξεως από διοικητικό όργανο, η οποία, θεσπίζοντας ατομικό ή απρόσωπο κανόνα δικαίου, έχει το χαρακτηριστικό της εκτελεστότητας. Στοιχεία που προσδιορίζουν και συνθέτουν τη διοικητική πράξη είναι η έκδοσή της από διοικητική αρχή, η οποία ασκεί την κυριαρχική της εξουσία, η ρύθμιση που περιέχει η πράξη αυτή για κάποια συγκεκριμένη περίπτωση και οι έννομες σχέσεις που δημιουργούνται και συνδέουν τον διοικούμενο με την πράξη αυτή και υπό τις οποίες αυτός γίνεται δέκτης της ενέργειας της.
Ως διοικητική αρχή ο νόμος εννοεί κάποιο όργανο του Κράτους ή άλλου νομικού προσώπου, που έχει αρμοδιότητα άσκησης δημόσιας εξουσίας, θεσπίζοντας κανόνες δικαίου με μόνη τη μονομερή βούλησή του. Παραδεκτή είναι η άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως μόνο κατά των πράξεων που εκδίδονται από τα όργανα αυτά και συνεπώς απαραδέκτως προσβάλλονται με το ένδικο αυτό μέσο οι πράξεις των οργάνων της νομοθετικής (π.χ. νόμοι) και της δικαστικής εξουσίας (π.χ. αποφάσεις δικαστηρίων), καθώς και οι πράξεις των διοικητικών οργάνων που αφορούν την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων. Για τον ίδιο λόγο δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι πράξεις των δημοσίων νομικών προσώπων που διέπονται μερικώς ή εξ’ ολοκλήρου από το ιδιωτικό δίκαιο, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση αν με αυτές ασκείται δημόσια εξουσία. Τέλος, το ίδιο το Σύνταγμα εξαιρεί στο ά. 90§6 από τη δυνατότητα ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως.
Για να είναι προσβλητέα ενώπιον του ΣτΕ μια διοικητική πράξη πρέπει να έχει το στοιχείο της εκτελεστότητας, δηλαδή να θεσπίζεται κανόνας δικαίου με τον οποίο ασκείται δημόσια εξουσία. Οι απλές υλικές πράξεις της διοικήσεως, οι οποίες ανακοινώνουν, επιβεβαιώνουν, γνωμοδοτούν, πληροφορούν, εκτελούν άλλες διοικητικές πράξεις ή αφορούν την εσωτερική λειτουργία των υπηρεσιών της διοικήσεως και άλλα σχετικά56, δεν περιέχουν κάποια ρύθμιση και συνεπώς, αφού δεν έχουν το στοιχείο της εκτελεστότητας, δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ.
Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ά. 45 του Π.Δ. 18/1989, σε αίτηση ακυρώσεως υπόκειται και η παράλειψη της αρχής να προβεί σε μια οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια. Συνήθως, το διοικητικό όργανο έχει τη δέσμια αρμοδιότητα να προβεί σε κάποια ενέργεια που του καθορίζουν οι κανόνες δικαίου και αφού υπαγάγει τη συγκεκριμένη περίπτωση στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, η κρίση του σταματά με τη συναγωγή του πορίσματος που δεν είναι άλλο από την υποχρέωση του να προβεί στην ανάλογη ενέργεια που του επιτάσσει ο κανόνας δικαίου.
vi) Η προηγούμενη άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής
Στο ά. 45§2 του Π.Δ. 18/1989 ορίζεται ότι όπου προβλέπεται από το νόμο η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής κατά μιας διοικητικής πράξης, η υποβολή της αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την παραδεκτή άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως.
Αν κατά της ρητής αυτής πράξης προβλέπεται εκ νέου προσβολή της με ενδικοφανή προσφυγή, η αίτηση ακυρώσεως απορρίπτεται και χωρεί μόνο κατά της πράξης που θα εκδοθεί επί της ενδικοφανούς προσφυγής.
Το όργανο ενώπιον του οποίου ασκείται η ενδικοφανής προσφυγή είναι είτε το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, είτε άλλη διοικητική αρχή που ορίζεται από το νόμο.
Επίσης, από το νόμο ορίζεται και η έκταση της εξουσίας ελέγχου και κρίσεως που έχει η αρμόδια διοικητική αρχή επί της πράξης. Το όργανο που κρίνει επί της ενδικοφανούς προσφυγής έχει πλήρη δικαιοδοσία, σε αντίθεση με την αίτηση ακυρώσεως· πέρα από τους λόγους νομιμότητας, συνεχίζει και εξετάζει και κατ’ ουσίαν την προσβαλλόμενη πράξη. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο μπορεί είτε να επικυρώσει την πράξη, είτε να την μεταρρυθμίσει, είτε να τη διορθώσει, είτε ακόμα και να την ακυρώσει, στέλνοντάς την πίσω στην αρχή που την εξέδωσε, για να εκδώσει νέα. Με την τελική κρίση του διοικητικού οργάνου επί της ενδικοφανούς προσφυγής, η προσβληθείσα πράξη χάνει την εκτελεστότητα της και η απόφαση, η οποία εκδίδεται ως αποτέλεσμα της κρίσης αυτής, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της (θετικής, απορριπτικής ή παραπεμπτικής), αποτελεί νέα εκτελεστή πράξη κατά της οποίας χωρεί πλέον η αίτηση ακυρώσεως.
Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία που τάσσει ο νόμος για την έκδοση απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή, αν δεν προβλέπεται τέτοια, μετά την πάροδο τριμήνου από την υποβολή της, χωρίς η διοίκηση να απαντά επ’ αυτής, τεκμαίρεται η σιωπηρή απόρριψη της προσφυγής. Ο διοικούμενος τότε, μπορεί παραδεκτά να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της τεκμαρτής αυτής απορριπτικής αποφάσεως της διοικητικής αρχής. Αν αργότερα και ενώ έχει ασκηθεί η αίτηση ακυρώσεως, η διοικητική αρχή εκδώσει απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής, αυτή θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται στην ακυρωτική δίκη, μπορεί πάντως να προσβληθεί και αυτοτελώς.
Τέλος, αν για την ενδικοφανή προσφυγή προβλέπονται περισσότερα στάδια κρίσης και το ενδιάμεσο όργανο παραλείπει να αποφανθεί, εντός της τασσόμενης προθεσμίας ή διαφορετικά σ’ ένα τρίμηνο από την υποβολή της, ο διοικούμενος έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο ανώτερο όργανο, στο οποίο και μεταβιβάζεται απ’ ευθείας η υπόθεση. Μόνο εάν και το όργανο αυτό δεν αποφανθεί τεκμαίρεται η απόρριψη της προσφυγής και μπορεί να ασκηθεί παραδεκτώς η αίτηση ακυρώσεως.
vii) Η έλλειψη παράλληλης προσφυγής
Στο ά. 45§1 του Π.Δ.18/1989 θεμελιώνεται και ένας ακόμη όρος του παραδεκτού της ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, η έλλειψη της παράλληλης προσφυγής· συγκεκριμένα ορίζοντας “…που δεν υπόκειται σε άλλο ένδικο μέσο ενώπιον δικαστηρίου”, θέτει την αρνητική προϋπόθεση της έλλειψης δυνατότητας ελέγχου της προσβληθείσας διοικητικής πράξης ενώπιον άλλου δικαστηρίου. Το ένδικο αυτό μέσο ονομάζεται, κατά την ορολογία που έχει επικρατήσει, “παράλληλη προσφυγή”. Όπου, λοιπόν, προβλέπεται η δυνατότητα ασκήσεως παράλληλης προσφυγής κατά μιας διοικητικής πράξης, η μόνη παραδεκτή είναι η άσκηση της προσφυγής αυτής, ενώ η άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, παρά την ύπαρξη τέτοιας προσφυγής, είναι απαράδεκτη ακόμα και αν η προσφυγή αυτή δεν ασκήθηκε ή ασκήθηκε ανεπιτυχώς.
Σε αντίθεση με την ενδικοφανή προσφυγή, για την οποία έγινε λόγος προηγουμένως, η παράλληλη προσφυγή δεν ασκείται ενώπιον μιας διοικητικής αρχής αλλά ενώπιον κάποιου δικαστηρίου, όπως στο ίδιο το ΣτΕ, το Ε.Σ. ή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Η διάταξη αυτή που θέτει ως αρνητική προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως την ύπαρξη τέτοιας προσφυγής για την προσβολή μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης, δεν περιορίζει το συνταγματικό δικαίωμα του ά. 95§1 περ.α’ του Σ., γιατί, σύμφωνα με τη νομολογία, η προσφυγή αυτή έχει το ίδιο ή ισοδύναμο αποτέλεσμα με την αίτηση ακυρώσεως.
Οι λόγοι ακυρώσεως διακρίνονται σε εκείνους που αφορούν την τυπική-εξωτερική νομιμότητα της πράξης (αναρμοδιότητα και παράβαση ουσιώδους τύπου) και σε εκείνους που αναφέρονται στην εσωτερική-ουσιαστική νομιμότητα ( παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου και κατάχρηση εξουσίας).
Β) Οι λόγοι ακυρώσεως
Μετά την κατάφαση του παραδεκτού της ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, το δικαστήριο προβαίνει στον έλεγχο των προβαλλομένων λόγων για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της εκτελεστής διοικητικής πράξης. Οι λόγοι αυτοί αποτελούν το βάσιμο της παραδεκτής ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως και αναφέρονται στη νομιμότητα της πράξης. Για να μπορούν να γίνουν δεκτοί κατ’ αρχήν οι προβαλλόμενοι λόγοι σε μια παραδεκτή αίτηση ακυρώσεως και το δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση τους, πρέπει να είναι βάσιμοι, ορισμένοι και να αποδεικνύονται, διαφορετικά, η αίτηση ακυρώσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη. Οι λόγοι που μπορούν να προβληθούν κατά των διοικητικών πράξεων, που προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως, αναφέρονται περιοριστικώς στο Σύνταγμα και το νόμο. Το Σύνταγμα στο άρθρο 95§1 περ. α’ αναφέρει ως λόγους ακυρώσεως μιας διοικητικής πράξης την υπέρβαση εξουσίας και την παράβαση νόμου. Στο άρθρο 48 του Π.Δ. 18/1989, εξειδικεύοντας τη διάταξη του Συντάγματος, ορίζεται ότι “λόγοι που θεμελιώνουν την αίτηση ακυρώσεως είναι:
1 .Αναρμοδιότητα της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την πράξη,
2.Παράβαση ουσιώδους τύπου που έχει ταχθεί για την ενέργεια της πράξης, 3.Παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου,
4.Κατάχρηση εξουσίας, όταν η πράξη της διοικήσεως φέρει μεν καθεαυτή όλα τα στοιχεία της νομιμότητας, γίνεται όμως για σκοπό καταδήλως άλλον από εκείνον για τον οποίο έχει νομοθετηθεί”.
i) Αναρμοδιότητα
Η αναρμοδιότητα αποτελεί μία από τις συνισταμένες της αρχής της νομιμότητας που πρέπει να διέπει τη συνολική δράση της διοικήσεως, γι’ αυτό και ως λόγος ακυρώσεως κατά μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το ακυρωτικό δικαστήριο.
Η αναρμοδιότητα ως λόγος ακυρώσεως συνίσταται στην έλλειψη της νόμιμης ικανότητας του διοικητικού οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη να προβεί στην έκδοση αυτής. Για να έχει μια διοικητική πράξη το τεκμήριο της νομιμότητας και της εκτελεστότητας, η αρμοδιότητα πρέπει να υπάρχει κατά την έκδοση της, γεγονός που κρίνεται βάσει των κανόνων της διοικητικής νομοθεσίας που καθορίζουν το αρμόδιο κατά περίπτωση όργανο. Αν πρόκειται για μονομελές διοικητικό όργανο, αυτό πρέπει να έχει νόμιμη υπόσταση ή χαρακτήρα de facto διοικητικού οργάνου, διαφορετικά οι πράξεις του πάσχουν ακυρότητας. Άλλωστε, οι πράξεις που εκδίδονται από πρόσωπα που δεν έχουν το χαρακτήρα διοικητικού οργάνου, κατά νόσφιση εξουσίας ή αντιποίηση αρχής, είναι ανυπόστατες. Επίσης, για λόγους ασφάλειας δικαίου, και οι πράξεις που εκδίδονται από όργανο αναρμόδιο “κατά κλάδο”, καθώς και αυτές που για την έκδοσή τους αρμόδιο είναι όργανο άλλης εξουσίας θεωρούνται ανυπόστατες λόγω βαριάς αναρμοδιότητας. Αν το όργανο που νομιμοποιείται να εκδώσει μια διοικητική πράξη είναι συλλογικό, εξετάζεται αν έχει νόμιμη συγκρότηση και σύνθεση, αν τελεί σε απαρτία, καθώς και το αν τηρήθηκαν όλοι οι διαδικαστικοί τύποι που απαιτεί ο νόμος για την έκδοση της.
Η αναρμοδιότητα μπορεί να έχει δύο εκφάνσεις. Πρώτον, το όργανο που εξέδωσε την πράξη θεωρώντας ότι έχει τη δικαιοδοσία αυτή, δεν είναι αρμόδιο αυτό αλλά άλλο όργανο. Σ’ αυτή την περίπτωση δικαιολογείται η προσβολή της διοικητικής πράξης λόγω αναρμοδιότητας, διότι υπάρχει παράβαση των κανόνων αναγκαστικού δικαίου που ρυθμίζουν την καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα, τη χρονική διάρκειά της, τη μεταβίβαση της και άλλα συναφή. Η δεύτερη περίπτωση αναρμοδιότητας συντρέχει όταν κανένα όργανο δεν είναι αρμόδιο για την έκδοση της πράξης, οπότε η πράξη ουσιαστικά εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και δεν έχει νομικό έρεισμα. Ως εκ τούτου δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και τυχόν ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η περίπτωση αυτή δεν πρέπει να συγχέεται με την περίπτωση της αρνητικής αρμοδιότητας, όπου το αρμόδιο διοικητικό όργανο αρνείται να εκδώσει την πράξη γιατί θεωρεί πως δεν έχει αρμοδιότητα για να το πράξει. Όταν συμβαίνει αυτό, η άρνηση αυτή είναι ακυρωτέα για παράβαση νόμου και όχι λόγω αναρμοδιότητας.
Τέλος, το ελάττωμα της αναρμοδιότητας δεν θεραπεύεται με επικύρωση της πράξης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, όμως αν γίνει μια τέτοια επικύρωση αυτή συνιστά νέα αυτοτελή πράξη, εκδοθείσα από το αρμόδιο πλέον όργανο και άρα νόμιμη.
ii) Παράβαση ουσιώδους τύπου
Για την έκδοση των διοικητικών πράξεων οι κανόνες της διοικητικής νομοθεσίας τάσσουν κάποιες διαδικαστικές ενέργειες, που συνηγορούν στη νόμιμη δράση της διοικήσεως και συνεπώς πρέπει να τηρούνται από τα διοικητικά όργανα. Οι διαδικαστικές αυτές ενέργειες αναφέρονται ως τύποι και διακρίνονται σε ουσιώδεις και μη ουσιώδεις. Ο δεύτερος, λοιπόν, λόγος ακυρώσεως συνίσταται στην παράλειψη ή την πλημμελή τέλεση των ουσιωδών μόνο τύπων που έχουν ταχθεί για την ενέργεια της πράξης. Η κρίση περί του ουσιώδους του τύπου στην ακυρωτική διαδικασία ανήκει στο δικαστή. Ως κριτήρια για την κρίση αυτή τίθενται κυρίως η σημασία που έχει η τήρηση του τύπου αυτού για την προστασία του διοικουμένου, η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, η καλή λειτουργία της διοίκησης αλλά και ο δικαστικός έλεγχος της πράξης, καθώς και το πόσο καθοριστική είναι, για τη ρύθμιση που περιέχει η πράξη, η συντέλεση της παράλειψης του τύπου.
Ένας τέτοιος ουσιώδης τύπος που τίθεται για την ενέργεια της πράξης είναι η αιτιολογία της. Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη κάθε φορά που εκδίδει μια διοικητική πράξη να αιτιολογεί γιατί προέβη στην ενέργειά της αυτή. Σύμφωνα με τη νομολογία, μέσα από την αιτιολογία γίνεται ο έλεγχος της νομιμότητας των σκοπών και των μέσων τη διοικητικής πράξης· έτσι μέσω της αιτιολογίας δίδεται η δυνατότητα στον δικαστήριο να ασκήσει τον ακυρωτικό του έλεγχο. Η έλλειψη αιτιολογίας, λοιπόν, στο σώμα της πράξης καθιστά αυτήν ακυρωτέα λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου. Αν στο σώμα της πράξης υπάρχει αιτιολογία, αλλά είναι όμως ελλιπής, πλημμελής ή εσφαλμένη, τότε και πάλι η πράξη μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως όχι όμως για το λόγο της παράβασης τύπου, αλλά για παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου. Πάντως, η αιτιολογία της διοικητικής πράξεως δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αλλά πρέπει να γίνει επίκληση του σχετικού λόγου από τον αιτούντα.
Εξίσου ουσιώδης τύπος για την έκδοση μιας διοικητικής πράξεως είναι η προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου, η οποία απαιτείται από το άρθρο 20 παρ 2 Σ και 6 του Ν. 2690/1999.
Να προσεχθεί η απόφαση ΣΤΕ ΟΛ 4447/2012 για το λυσιτελές προβολής του λόγου περί προηγούμενης ακρόασης με παράλληλη αναφορά των λόγων που θα προέβαλε στη Διοίκηση εάν είχε κληθεί ενώπιον της να εκθέσει τις απόψεις του πριν την έκδοση σε βάρος του της δυσμενούς διοικητικής πράξης.
Εκτός από την αιτιολογία και την προηγούμενη ακρόαση του διοικουμένου, έχει κριθεί ότι αποτελούν ουσιώδεις τύπους, η τήρηση των κανόνων για τη νόμιμη σύνθεση και λειτουργία των συλλογικών οργάνων.
iii) Παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου
Η παράβαση ουσιαστικής διατάξεως νόμου είναι ο τρίτος λόγος που θεμελιώνει το βάσιμο της αιτήσεως ακυρώσεως. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως αναφέρεται στην εσωτερική νομιμότητα της πράξης, δηλαδή στον κανόνα δικαίου βάσει του οποίου θεσπίστηκε και στην υπαγωγή των πραγματικών και νομικών περιστατικών στον κανόνα αυτόν. Ως ουσιαστική διάταξη νόμου νοείται κάθε ουσιαστικός και τυπικός κανόνας δικαίου, ο οποίος είναι σχετικός με το ρυθμιστικό περιεχόμενο της πράξης και πηγάζει από οποιαδήποτε πηγή του διοικητικού δικαίου. Κατά γενικήαρχή του δικαίου αυτού, η νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης εξετάζεται βάσει των κανόνων που ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσής της.
Ειδικότερα, παράβαση ουσιαστικής διατάξεως νόμου συντελείται στην περίπτωση που, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, το διοικητικό όργανο ενώ έχει υποχρέωση να εκδώσει μια πράξη, της οποίας η ρύθμιση επιβάλλεται από έναν κανόνα δικαίου, αυτό δεν συμμορφώνεται προς τη σχετική ρητή νομοθετική εντολή. Αυτό συμβαίνει κυρίως κατά την έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων βάσει δέσμιας αρμοδιότητας. Στην περίπτωση που το διοικητικό όργανο έχει δέσμια αρμοδιότητα να εκδώσει μια ατομική πράξη που του καθορίζει ένας κανόνας δικαίου, αρκείται μόνο στην διαπίστωση της ύπαρξης ή μη των νομίμων προϋποθέσεων, που απαιτούνται, και την απλή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον εν λόγω κανόνα, ώστε να εκδώσει πράξη με προκαθορισμένο από τις διατάξεις αυτές περιεχόμενο. Αν το διοικητικό όργανο που ενεργεί βάσει δέσμιας αρμοδιότητας υπερβεί την εξουσία του αυτή, εκδίδοντας πράξη με διαφορετικό από το προβλεπόμενο περιεχόμενο, η πράξη αυτή καθίσταται ακυρωτέα, καθώς η ενέργεια του αυτή συνιστά παράβαση ουσιαστικής διατάξεως νόμου. Το ίδιο αποτέλεσμα έχει και η αντίθετη περίπτωση της ρητής άρνησής του να εκδώσει μία πράξη, όταν αυτή επιβάλλεται από κανόνα δικαίου. Πρόκειται για τη λεγόμενη παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η οποία αποτελεί επίσης λόγο ακυρώσεως για παράβαση κατ’ ουσίαν διατάξεως νόμου.
Διαφορετική είναι η περίπτωση που το διοικητικό όργανο ενεργεί στα πλαίσια μιας διακριτικής ευχέρειας που του παρέχεται από τις σχετικές για την έκδοση της πράξης διατάξεις. Η εκδοθείσα ατομική ή κανονιστική πράξη δεν θα έχει το ίδιο περιεχόμενο με τους κανόνες που επιτρέπουν ή επιβάλλουν την έκδοσή της, καθώς αυτοί δεν προβλέπουν πιο θα είναι το ακριβές περιεχόμενό της, παρά αφήνουν ένα περιθώριο δράσης στο αρμόδιο όργανο. Όμως, και σε αυτή την περίπτωση, το διοικητικό όργανο, αφού υπαγάγει τα νομικά και πραγματικά περιστατικά στον σχετικό κανόνα δικαίου και αφού εκτιμήσει τη σκοπιμότητα για την έκδοση της πράξης, είναι υποχρεωμένο να εκδώσει μία πράξη που θα βρίσκεται σε αρμονία με τους κανόνες που προβλέπουν την έκδοσή της.
Στην περίπτωση των κανονιστικών διοικητικών πράξεων, επειδή εκδίδονται βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης, η οποία καθορίζει τα όρια εντός των οποίων μπορεί να κινηθεί το διοικητικό όργανο, ο ακυρωτικός έλεγχος συνίσταται στην εξέταση της υπέρβασης της εξουσιοδότησης αυτής. όσον αφορά τις ατομικές διοικητικές πράξεις, ο ακυρωτικός έλεγχος συνίσταται στην κρίση του αν ο συλλογισμός του διοικητικού οργάνου είναι ορθός και σύμφωνος με το σκοπό των κανόνων που προβλέπουν τη θέσπιση της υπό εξέταση ατομικής διοικητικής αυτής πράξης, καθώς και στην εκτίμηση για την καλή ή κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου, δηλαδή στην έρευνα της ενδεχόμενης υπέρβασης των άκρων ορίων της. Η κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο αλλά πρέπει να προταθεί από τον αιτούντα.
Μια διοικητική πράξη είναι επίσης ακυρωτέα για παράβαση νόμου όταν κατά την έκδοσή της συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα ή πλάνη περί το δίκαιο. Η πλάνη περί τα πράγματα συνίσταται στην εσφαλμένη αντίληψη του διοικητικού οργάνου ότι υφίστανται οι νόμιμες προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση της πράξης. Για να γίνει δεκτό το αίτημα του ενδιαφερομένου για ακύρωση της πράξης πρέπει η πλάνη περί τα πράγματα να είναι ουσιώδης και να αποδεικνύεται είτε από τα στοιχεία του φακέλου, είτε από τα στοιχεία που παρουσιάζει ο αιτών. Ο ακυρωτικός έλεγχος δεν εξετάζει αυτεπαγγέλτως την πλάνη αυτή, αλλά μόνο αφού προταθεί από τον αιτούντα, γιατί διαφορετικά δημιουργείται τεκμήριο ότι δεν υφίσταται τέτοια πλάνη.
Η πλάνη περί το δίκαιο, η οποία διαφέρει από την πλάνη περί τα πράγματα, συνίσταται στην εσφαλμένη ή ψευδή ερμηνεία μιας νομικής έννοιας ή ενός νομικού γεγονότος από το διοικητικό όργανο. Κατά την ορολογία που έχει επικρατήσει, μία διοικητική πράξη προσβάλλεται για παράβαση νόμου λόγω εσφαλμένου νομικού χαρακτηρισμού από το διοικητικό όργανο των πραγματικών περιστατικών με συνέπεια να τα υπαγάγει σε κάποιον απρόσωπο κανόνα δικαίου προκειμένου να τον εφαρμόσει, ενώ κατ’ ορθή εκτίμηση τα περιστατικά αυτά δεν πρέπει να υπαχθούν στον συγκεκριμένο κανόνα δικαίου.
Λόγο ακύρωσης μιας ατομικής διοικητικής πράξης για παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου αποτελεί και η πλημμελής αιτιολογία της πράξης καθώς και η έλλειψή της στην περίπτωση που αυτή δεν επιβάλλεται. Η νόμιμη αιτιολογία περιέχει το νόμιμο έρεισμα της πράξης και την ερμηνεία των κανόνων βάσει των οποίων εκδόθηκε, τις νόμιμες προϋποθέσεις που συνέτρεχαν κατά την έκδοσή της, την ουσιαστική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και τον νομικό χαρακτηρισμό τους που οδήγησε στην εφαρμογή του σχετικού απρόσωπου κανόνα δικαίου, καθώς και τις σκέψεις βάσει των οποίων κινήθηκε το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Επίσης, η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική, πλήρης και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Έτσι, ατομική διοικητική πράξη που περιέχει αιτιολογία, η οποία, για παράδειγμα, είναι αόριστη, αντιφατική, δεν στηρίζεται στο νόμο ή παρακάμπτει κάποια στοιχεία του φακέλου που είναι αντιφατικά είναι ακυρωτέα για παράβαση ουσιαστικής διατάξεως νόμου. Το ακυρωτικό δικαστήριο με τον έλεγχο της αιτιολογίας παρακολουθεί τη διαδικασία παραγωγής των διοικητικών πράξεων, εξετάζει δηλαδή την τήρηση όχι μόνο της τυπικής αλλά κυρίως της ουσιαστικής νομιμότητας κατά της έκδοσή τους.
Τέλος, ειδική περίπτωση παράβασης νόμου αποτελεί η παράβαση του δεδικασμένου. Σύμφωνα με τη ρητή συνταγματική επιταγή του ά.95§5 Σ., τα διοικητικά όργανα δεσμεύονται από το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από τα διοικητικά δικαστήρια και είναι υποχρεωμένα να συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις αυτών. Η διοίκηση δεσμεύεται επίσης από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων μόνο για τα ουσιαστικής φύσεως ζητήματα που κρίθηκαν στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου και αποτελούν τις νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση μιας διοικητικής πράξης.
iv) Κατάχρηση εξουσίας
Η κατάχρηση εξουσίας που συνιστά τον τέταρτο κατά σειρά λόγο που θεμελιώνει το βάσιμο της αιτήσεως ακυρώσεως, διαφέρει εννοιολογικά από την καταχρηστική άσκηση ιδιωτικού δικαιώματος του ά. 281 ΑΚ., αλλά και από την έννοια της καταχρηστικής ασκήσεως δημοσίου δικαιώματος από τους πολίτες έναντι της δημόσιας διοικήσεως του ά. 25§3 Σ. Σύμφωνα με το ά. 48του Π.Δ. 18/1989, κατάχρηση εξουσίας υπάρχει στην περίπτωση που, ενώ η διοικητική πράξη φέρει όλα τα στοιχεία που αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση της νομιμότητας της, γίνεται όμως προς σκοπό καταδήλως άλλον από εκείνον για τον οποίο νομοθετήθηκε. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως προβάλλεται μόνο κατά ατομικών διοικητικών πράξεων και αναφέρεται στην εξουσία που δίδεται στα διοικητικά όργανα κατά την έκδοση μιας τέτοιας πράξης· γι’ αυτό μπορεί να γίνει λόγος για κατάχρηση εξουσίας μόνο σε περίπτωση διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου για την έκδοση μιας πράξης, ενώ δε νοείται επίκληση του λόγου αυτού όταν το διοικητικό όργανο κινείται βάσει δέσμιας αρμοδιότητας.
Ο σκοπός στον οποίο πρέπει να αποβλέπουν όλες οι ενέργειες της δοικήσεως με την άσκηση δημόσιας εξουσίας δεν είναι άλλος από την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συγκεκριμενοποιείται κάθε φορά από τους σχετικούς κανόνες δικαίου. Κατάχρηση εξουσίας λοιπόν υπάρχει όταν κατά την έκδοση της πράξης το διοικητικό όργανο απέβλεψε σε σκοπό άλλο από το δημόσιο συμφέρον ή σχετικό με αυτό, αλλά διαφορετικό από αυτόν που καθορίζουν οι διατάξεις που προβλέπουν την έκδοση της πράξης, παρά το γεγονός ότι τυπικά η πράξη αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες που προβλέπουν την έκδοση της.
Όπως οι περισσότεροι λόγοι ακυρώσεως έτσι και αυτός πρέπει να προταθεί από τον αιτούντα για να εξετασθεί από το ακυρωτικό δικαστήριο. Για την αποδοχή του πάντως δεν αρκεί απλή πιθανολόγηση, αλλά πλήρης απόδειξή του, που να προκύπτει είτε από τα στοιχεία του φακέλου, είτε από το κείμενο της διοικητικής πράξεως, είτε από τα προσαγόμενα από τον αιτούντα στοιχεία.
- Αποτελέσματα της αιτήσεως ακυρώσεως
Η αίτηση ακυρώσεως, όπως προαναφέρθηκε, είναι το ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και με το οποίο ζητείται η εξαφάνιση μιας παράνομης διοικητικής ατομικής ή κανονιστικής πράξης. Ο ακυρωτικός δικαστής, αφού εξετάσει το παραδεκτό και το νόμω βάσιμο της υποβληθείσας αιτήσεως ακυρώσεως, εκδίδει οριστική απόφαση επί αυτής.
Το ά. 50 του Π.Δ. 18/1989 καθορίζει τις έννομες συνέπειες της ακυρωτικής αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η απόφαση που κάνει δεκτή την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ολική ή μερική ακύρωση της διοικητικής πράξης που είχε προσβληθεί με το ένδικο αυτό βοήθημα69. Η ακυρωτική αυτή απόφαση έχει διαπλαστικό αποτέλεσμα, αφού εξαφανίζει την προσβληθείσα διοικητική πράξη, και ισχύει έναντι όλων (erga omnes), ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για ατομική ή κανονιστική πράξη. Αντίθετα, η απόφαση που απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως ως απαράδεκτη ή ως νόμω αβάσιμη, έχει ισχύ μόνο μεταξύ των διαδίκων (inter parties). Για το λόγο αυτό, άλλωστε, σύμφωνα και με την παράγραφο 2 του άρθρου 50, μπορεί τρίτος, εφόσον στο πρόσωπο του αναγνωρίζεται το σχετικό δικαίωμα, να ασκήσει νέα αίτηση ακυρώσεως κατά της ίδιας διοικητικής πράξης, χωρίς η προηγούμενη απορριπτική απόφαση να έχει γι’ αυτόν κάποια συνέπεια.
Η δικαιοδοτική εξουσία του ακυρωτικού δικαστή περιορίζεται από το ίδιο το αντικείμενο της ακυρωτικής δίκης, που είναι σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις, ο έλεγχος της νομιμότητας της προσβληθείσας με το ένδικο αυτό μέσο διοικητικής πράξης και η δυνατότητα να την ακυρώνει. Πράγματι, όταν η αίτηση ακυρώσεως κριθεί ουσία βάσιμη, ο εν λόγω δικαστής δεν μπορεί να τροποποιήσει ή να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, ούτε να επιδικάσει αποζημίωση της διοικήσεως προς ικανοποίηση του αιτούντα· δεν μπορεί δηλαδή να πράξει τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την ακύρωσή της.
Η ακυρωτική απόφαση έχει αναδρομικά αποτελέσματα· η διοικητική πράξη που ακυρώθηκε κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως θεωρείται ότι δεν εκδόθηκε ποτέ. Από τη δημοσίευση της απόφασης επανέρχεται η πραγματική και νομική κατάσταση που υπήρχε πριν από το χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας διοικητικής πράξεως, χωρίς να απαιτούνται άλλες περαιτέρω διατυπώσεις από κάποιο όργανο της διοικήσεως.
Η απόφαση του Conseil d’ Etat (Ass.) 11 Μαίου 2004, Association AC e.a., έγινε αφορμή προβληματισμού και στην Ελλάδα σχετικά με την αρχή της αναδρομικής ισχύος της δικαστικής ακύρωσης των διοικητικών πράξεων. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, ο ακυρωτικός δικαστής, αφού εκτιμήσει τις υπέρμετρες συνέπειες που μπορεί να επιφέρει στο δημόσιο συμφέρον η αναδρομική ακύρωση μιας διοικητικής πράξεως, η οποία έχει ήδη τύχει εφαρμογής και έχει παραγάγει έννομα αποτελέσματα, και αφού λάβει υπόψη του και το ιδιωτικό συμφέρον των μερών, σε συνδυασμό με την αρχή της νομιμότητας και το δικαίωμα αποτελεσματικής παροχής δικαστικής προστασίας, μπορεί να αποκλίνει από την αρχή της ex tunc εξαφάνισης της διοικητικής πράξεως· μπορεί δηλαδή είτε να προβλέψει ότι δε θίγεται το σύνολο ή μέρος των αποτελεσμάτων που έχουν ήδη επέλθει με την ένταξη της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης στην έννομο τάξη, είτε ότι η ακύρωση της πράξης δεν ανατρέχει στο χρόνο έκδοσής της, αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο της δικαστικής αποφάσεως.
ΠΡΟΣΟΧΗ με τις νέες εξουσίες του ακυρωτικού δικαστή του άρθρου 50 παρ 3. Α του ΠΔ18/1989.
Να προσεχθεί η ΣΤΕ ΟΛ 20/2013 απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας για την συνταγματικότητα του Νόμου 2274/2014 που τροποπ. το άρθρο 50 παρ. 3 του ΠΔ 18/1989.
Ειδικότερα η Ολομέλεια κατόπιν διαλογικής συζήτησης αποφάσισε τα εξής:
- Η διάταξη του άρθρου 22 του ν. 2274/2014, με την οποία προστέθηκε παρ. 4 στο άρθρο 50 του π.δ./ 18/1989, αφενός δεν έρχεται σε αντίθεση προς το Σύνταγμα και αφετέρου κρίνεται σκόπιμη, δεδομένου ότι όπως έχει ήδη εκτεθεί, η χορήγηση στη Διοίκηση της δυνατότητας άρσεως της πλημμέλειας διοικητικής πράξεως αντί τα ακυρώσεως της για λόγους εξωτερικής τυπικής νομιμότητας απόκειται στην κρίση του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος θα αξιολογήσει κατά περίπτωση τις συντρέχουσες συνθήκες. Είναι όμως σκόπιμο να επεκταθεί η ρύθμιση και στις κανονιστικές πράξεις για τις οποίες υπάρχει ήδη σχετική νομολογία. (ΣΤΕ 1422/2013).
- Περαιτέρω όσον αφορά τον περιορισμό του αναδρομικού αποτελέσματος της ακυρωτικής απόφασης, η Ολομέλεια κρίνει ότι δεν ανακύπτει ζήτημα αντιθέσεως της προς το Σύνταγμα. Εξάλλου, ενδείκνυται η δυνατότητα μεταθέσεως του χρόνου έναρξης του ακυρωτικού αποτελέσματος να επεκταθεί και στις ατομικές διοικητικές πράξεις.
- Τέλος ως προς τη διάταξη, με την οποία προστίθεται παρ. 6 στο άρθρο 50 του Π.Δ. 18/1989, η Ολομέλεια κρίνει ότι δεν ανακύπτει ζήτημα αντιθέσεως προς το Σύνταγμα, δεδομένου ότι η ευχέρεια της μη ακύρωσης ατομικής πράξεως για παρανομία της παρεμπιπτόντως εξεταζόμενης κανονιστικής πράξης ανήκει στον ακυρωτικό δικαστή, ο οποίος θα εκτιμήσει το σύνολο των περιστάσεων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. (Βλ. ΣΤΕ Ολομ. 2035/2011).
Τέλος, η ακυρωτική απόφαση παράγει δεδικασμένο για τα κριθέντα σ’ αυτήν ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα, σε αντίθεση με τις απορριπτικές αποφάσεις του ακυρωτικού δικαστή.
Α) Τυπικό δεδικασμένο υπάρχει από την δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης, αφού αυτή δεν προσβάλλεται με άλλο ένδικο μέσο.
Β) Το ουσιαστικό δεδικασμένο είναι αυτό που διασφαλίζει το περιεχόμενο της αποφάσεως με το να μην επιτρέπει την κρίση του ιδίου θέματος για δεύτερη φορά.
Για να έχει δεσμευτική δύναμη απαιτείται ταυτότητα ιστορικής και νομικής βάσεως, ίδιο δικαίωμα και ίδιο έννομο συμφέρον. Το δεδικασμένο ισχύει καταρχήν μεταξύ των διαδίκων. Όμως, ειδικά στις ακυρωτικές αποφάσεις, εξαιτίας της διαπλαστικής ενέργειάς τους, να εξαφανίζουν ex tunc τις διοικητικές πράξεις, το δεδικασμένο επεκτείνεται σε όλους. Αυτό προκύπτει και από το συνδυασμό των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 50 του Π.Δ. 18/1989, από τις οποίες συνάγεται η απόλυτη (erga omnes) δεσμευτική δύναμη του δεδικασμένου των ακυρωτικών αποφάσεων, η οποία δεν είναι παρά αποτέλεσμα της μεταβολής που συντελείται στην έννομη τάξη με την ακύρωση μιας διοικητικής πράξεως.
2. Η υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Το άρθρο 95§5 του Συντάγματος του 1975/1986 όριζε ότι η Διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, η διάταξη αυτή απέκτησε μια γενικότερη διατύπωση που περιλαμβάνει όλες τις δικαστικές αποφάσεις και όχι μόνο τις ακυρωτικές. Σχετικά με τις τελευταίες, για τις οποίες γίνεται άλλωστε λόγος εν προκειμένω, η συνταγματική κατοχύρωση της σχετικής υποχρεώσεως της διοίκησης να συμμορφώνεται προς το περιεχόμενό τους, υπήρξε απόρροια αφενός της προαναφερθείσας θεμελιώδους ιδιαιτερότητας του ακυρωτικού δεδικασμένου και αφετέρου του γεγονότος ότι η αίτηση ακυρώσεως αποτελεί εγγύηση του Κράτους Δικαίου.
Συνεπώς, «οι διοικητικές αρχές, σε εκτέλεση της υποχρέωσης τους κατά το ά. 95§5 Σ., και άρθρο 1 του ν. 3068/2002 πρέπει να συμμορφώνονται, ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό». Η εν λόγω υποχρέωση της διοικήσεως συνίσταται στην υλική εκ μέρους της εκτέλεση όλων των θετικών εκείνων ενεργειών ή παραλείψεων που προσδιορίζονται από το περιεχόμενο της αποφάσεως του ΣτΕ και που είναι απαραίτητες για την πλήρη αποκατάσταση της νομιμότητας που διαταράχθηκε, με την παράνομη διοικητική πράξη, και την επαναφορά ων πραγμάτων στην προτέρα, της εκδόσεώς της κατάσταση.
Συγκεκριμένα:
• Αν η διοικητική πράξη που ακυρώθηκε είχε εκτελεστεί, η διοίκηση οφείλει να εκδώσει νέα πράξη με προκαθορισμένο από την απόφαση περιεχόμενο και η οποία ανακαλεί εξ’ αρχής την ακυρωθείσα και επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση
• Επί ακυρώσεως παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η διοίκηση οφείλει να εκδώσει την πράξη εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις και αυτό απαιτείται από την ακυρωτική απόφαση
• Αν η ακύρωση έγινε λόγω εσφαλμένης ερμηνείας, η διοίκηση οφείλει να εκδώσει ξανά την πράξη είτε με την ερμηνεία που δόθηκε από το ΣτΕ, είτε με την ερμηνεία σύμφωνα με την ορθή εφαρμογή των διατάξεων επαναλαμβάνοντας τη σχετική διαδικασία
• Αν η διοικητική πράξη ακυρώθηκε λόγω έλλειψης ουσιώδους τύπου, η διοίκηση μπορεί να εκδώσει πράξη με το ίδιο περιεχόμενο ακολουθώντας τη νόμιμη διαδικασία
• Αν η διοικητική πράξη ακυρώθηκε λόγω αναρμοδιότητας, εκδίδεται νέα πράξη από το αρμόδιο πλέον όργανο
• Αν η διοικητική πράξη ακυρώθηκε λόγω έλλειψης ή ελαττώματος της αιτιολογίας, εκδίδεται νέα πράξη με τη νόμιμη αιτιολογία και
• Αν απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως, η οποία αφορούσε διοικητική πράξη της οποίας η εκτέλεση είχε ανασταλεί, μετά από αποδοχή σχετικής αίτηση αναστολής του ενδιαφερομένου προς την Επιτροπή Αναστολών, δημιουργείται υποχρέωση της διοίκησης να πράξει άμεσα όλες εκείνες τις ενέργειες που προορίζονται για την εκτέλεση της πράξης και μάλιστα αναδρομικώς, ανατρέχοντας δηλαδή στο χρόνο που αυτή εκδόθηκε.
Οποιαδήποτε πράξη της Διοίκησης που δεν συμμορφώνεται προς την ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και είναι ακυρωτέα. Από το συνδυασμό των άρθρων 95§5 Σ. , 50§4 Π.Δ.18/1989 και άρθρο 1 του ν. 3068/2002 προκύπτει η ευθύνη της διοικήσεως για τη μη συμμόρφωσή της στην ακυρωτική απόφαση.
ΠΡΟΣΟΧΗ
Σε μια τέτοια περίπτωση κατ’ αρχήν η διοικητική αρχή:
Α) υπέχει αστική ευθύνη που συνεπάγεται την υποχρέωση της να αποζημιώσει τον διοικούμενο στον οποίο προκλήθηκε βλάβη από τη συμπεριφορά της αυτή,
Β) και κατά δεύτερον το ίδιο το διοικητικό όργανο που αρνήθηκε να συμμορφωθεί έχει και προσωπική ευθύνη προς αποζημίωση απέναντι του. Επίσης, το διοικητικό όργανο ευθύνεται και ποινικά βάσει του ά. 259 ΠΚ για παράβαση καθήκοντος, αλλά και πειθαρχικά αφού η μη συμμόρφωση του προς την ακυρωτική απόφαση συνιστά παράβαση του υπαλληλικού του καθήκοντος.
Να προσεχθεί επίσης το άρθρο 32 του ΠΔ. 18/1989:
. Mε την απόφαση ΣτΕ Ολ 3175/2014 [ΣτΕ Ολ 3175.2014], η Ολομέλεια ερμήνευσε διεξοδικά την παράγραφο 3 του άρθρου 32 του πδ 18/1989, παρέχοντας διευκρινίσεις ως προς τη λειτουργία που επιτελεί η νέα δικονομική δυνατότητα την οποία θεμελιώνει η εν λόγω διάταξη και ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής της. Με τη νέα αυτή ρύθμιση παρέχεται η δυνατότητα στον αιτούντα να αποτρέψει ο ίδιος την κατάργηση της δίκης στην περίπτωση λήξης, τροποποίησης ή αντικατάστασης της προσβαλλόμενης πράξης, με την έκδοση νεότερης πράξης όμοιου περιεχομένου, καταθέτοντας ιδιαίτερο δικόγραφο και προβάλλοντας ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου. Με τον τρόπο αυτό, μεταβάλλεται, ουσιαστικά, το αντικείμενο της δίκης, για τον λόγο δε αυτό προβλέπεται η δυνατότητα προβολής νέων λόγων ακύρωσης, που αφορούν στη νέα πράξη. Ειδικότερα, η διάταξη έχει διατυπωθεί ως εξής: «3. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο [2] παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξεως οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα, η δίκη δεν καταργείται αν ο αιτών προβάλει με δικόγραφο, κατατιθέμενο έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, σχετικό ισχυρισμό και ζητήσει τη συνέχιση της δίκης. Με το δικόγραφο αυτό, ο αιτών μπορεί να προβάλει και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως. Μπορεί επίσης με το ίδιο δικόγραφο να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν αντικείμενο. Με αίτημα του διαδίκου, που υποβάλλεται και προφορικώς στο ακροατήριο, η συζήτηση αναβάλλεται για σύντομο χρονικό διάστημα προκειμένου να κατατεθεί και να κοινοποιηθεί στον αντίδικο το δικόγραφο αυτό, μέσα στην ίδια προθεσμία πριν από τη νέα δικάσιμο».
2. Με τη διάταξη αυτή, ο νομοθέτης επιδιώκει να καλύψει ένα σημαντικό κενό στον μηχανισμό της κατάργησης της δίκης, το οποίο ανέκυψε όσον αφορά τις περιπτώσεις παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης που προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρου 32 του ΠΔ 18/1989. Ειδικότερα, επιχειρεί να αποτρέψει την καθυστέρηση παροχής ουσιαστικής δικαστικής προστασίας στον διάδικο όταν η Διοίκηση εκδίδει αλλεπάλληλες, παρόμοιες κατά περιεχόμενο, πράξεις, η έκδοση καθεμιάς από τις οποίες προκαλεί την κατάργηση της δίκης που είχε ανοίξει με την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά της προηγούμενης πράξης και αναγκάζει τον διοικούμενο να ασκήσει νέα αίτηση ακύρωσης. Τούτο συμβαίνει όταν η Διοίκηση είτε εκδίδει νέα πράξη με περιεχόμενο όμοιο προς αυτό της προσβαλλόμενης, της οποίας η ισχύς έληξε κατά την εκκρεμοδικία επειδή ήταν πράξη περιορισμένης χρονικής ισχύος, είτε αντικαθιστά ή τροποποιεί την προσβαλλόμενη πράξη χωρίς να την καταργεί ρητώς. Στη νομολογία διαμορφώθηκε η τάση κατάργησης της δίκης στις περιπτώσεις κατάργησης ή αντικατάστασης ή ουσιώδους τροποποίησης της προσβαλλόμενης πράξης –εκτός εάν ο αιτών επικαλεστεί και αποδείξει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης– και συνέχισής της όταν η νεότερη πράξη επιφέρει επουσιώδεις τροποποιήσεις, οπότε ο δικαστής τη θεωρεί συμπροσβαλλόμενη, διευρύνοντας έτσι το αντικείμενο της δίκης. Επομένως, το καθ’ύλην πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 3 είναι στενότερο αυτού της παραγράφου 2, η οποία καλύπτει κάθε περίπτωση λήξης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, ανεξαρτήτως του αν η Διοίκηση εξέδωσε ή όχι νέα πράξη. Περαιτέρω, στην παράγραφο 3, το έννομο συμφέρον έγκειται στον δυσμενή για τον αιτούντα χαρακτήρα της νέας πράξης, ενώ στην παράγραφο 2, ο αιτών πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον.
Ερμηνεία της διάταξης με την απόφαση ΣτΕ Ολ 3175/2014
3. Ερμηνεύοντας τη διάταξη της παραγράφου 3, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι θεσπίζει ειδική περίπτωση συνέχισης της ακυρωτικής δίκης, πέραν αυτής της παρ. 2 του άρθρου 32 του πδ 18/1989, η οποία έχει ανοιχθεί με την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά διοικητικής πράξης, της οποίας η ισχύς έπαυσε είτε διότι η πράξη ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη που εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα. Στην ειδική αυτή περίπτωση δεν διατηρείται απλώς, μετά τη σύννομη άσκηση του σχετικού δικαιώματος προς παροχή δικαστικής προστασίας από τον αιτούντα, το αρχικό αντικείμενο της δίκης, αλλά η δίκη συνεχίζεται με ουσιωδώς διευρυμένο αντικείμενο, το οποίο προσδιορίζεται από την προσβολή όχι μόνο της αρχικής, αλλά και της νεότερης διοικητικής πράξης, η οποία εκδόθηκε μετά την παύση της ισχύος της αρχικώς προσβληθείσης. Η δικονομική αυτή συνέπεια (ουσιώδης διεύρυνση κατ’ αντικείμενο της αρχικής δίκης) προκύπτει σαφώς από το γράμμα της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 32 του πδ 18/1989, η οποία παρέχει στον αιτούντα τη δυνατότητα να προβάλει με το κατατιθέμενο δικόγραφο «και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως», καθώς και «να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν πλέον αντικείμενο». Τα ανωτέρω προδήλως σημαίνουν ότι, ακόμη και στην περίπτωση που ο αιτών δεν προβάλει νέους λόγους ακύρωσης με το κατατεθέν δικόγραφο, ο νόμος θεωρεί ότι κατά της νέας πράξης προβάλλονται οι λόγοι που είχαν ήδη προβληθεί κατά της πράξης, της οποίας έπαυσε η ισχύς. Η νεότερη, εξάλλου, πράξη είναι σε κάθε περίπτωση συμπροσβαλλόμενη με την αρχική, αφού μόνο δια του τρόπου αυτού καθίσταται εφικτή η επίτευξη του σκοπού της διάταξης του άρθρου 32 παρ. 3 του π.δ/τος 18/1989 (βλ. αιτιολογική έκθεση άρθρου 31 ν. 3772/2009), που συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αποφυγή της ανάγκης να εγερθεί από τον αιτούντα νέα ακυρωτική δίκη κατά της νεότερης πράξης.
4. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον δηλαδή η κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 3 του π.δ 18/1989 «συνέχιση» της δίκης συνιστά σε κάθε περίπτωση ουσιώδη διεύρυνση του αρχικού αντικειμένου της υπό την εκτεθείσα έννοια, ο νόμος απαιτεί ρητώς την τήρηση έγγραφης προδικασίας, που συνίσταται στην κατάθεση και κοινοποίηση εντός ορισμένης προθεσμίας στον αντίδικο του αιτούντος αυτοτελούς δικογράφου, επέχοντος από δικονομικής απόψεως θέση συμπληρωματικού προς το αρχικό ενδίκου βοηθήματος. Και ναι μεν είναι δυνατόν ο νομοθέτης να καταστήσει με συγκεκριμένη ειδική ρύθμιση (βλ. π.χ. άρθρα 21 παρ. 6, 25 παρ. 1 εδ. τελευταίο, 49 παρ. 3 π.δ. 18/1989) σχετική και επομένως ιάσιμη τη δικονομική ακυρότητα διαδικαστικής πράξης του διαδίκου, που οφείλεται στη μη τήρηση διατάξεων που αφορούν τις κατά νόμο κοινοποιήσεις δικογράφου, αν οι υφιστάμενοι δικονομική βλάβη διάδικοι δεν αντιλέγουν, πλην, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η ως άνω ίαση της ακυρότητας είναι δυνατή και εν σιωπή του νόμου, όπως στην περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, τέτοια δυνατότητα δεν υφίσταται, αν δεν υπάρχει ρητή περί του αντιθέτου πρόβλεψη στο νόμο, ως προς την προθεσμία κατάθεσης του οικείου κατά περίπτωση δικογράφου. Τούτο δε, διότι η προθεσμία αυτή – αντιθέτως προς την προθεσμία της κοινοποίησης – δεν τίθεται μόνο ούτε κυρίως προς όφελος της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των διαδίκων κατά των οποίων στρέφεται το δικόγραφο, αλλά συνιστά αντικειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης του οικείου δικονομικού δικαιώματος, η μη τήρηση της οποίας προξενεί απόλυτη και όχι σχετική ακυρότητα της αντίστοιχης διαδικαστικής πράξης. Κατά συνέπεια, η μη τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 32 παρ. 3 του πδ 18/1989, με την κατάθεση από το αιτούν σωματείο αυτοτελούς δικογράφου έξι (6) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες προ της πρώτης συζήτησης (εν προκειμένω κατετέθη σχετικό υπόμνημα μόλις την προτεραία της συζήτησης), χωρίς μάλιστα να ζητηθεί και χορηγηθεί, εάν συντρέχει περίπτωση, η κατά το άρθρο 32 παρ. 3 εδ. τελευταίο του πδ 18/1989 προβλεπόμενη αναβολή συζήτησης της υπόθεσης σε σύντομη δικάσιμο, προκειμένου να τηρηθεί η νόμιμη προθεσμία, κατέστησε απολύτως άκυρη τη σχετική διαδικαστική πράξη του αιτούντος σωματείου και δεν επάγεται κατά νόμο τη συνέχιση της παρούσης δίκης, είναι δε αδιάφορο από την άποψη αυτήν ότι το Ελληνικό Δημόσιο παρέστη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης και δεν αντέλεξε ως προς την τήρηση της ανωτέρω προθεσμίας.
- Να προσεχθεί το θέμα της παραπομπής από το Διοικητικό Εφετείο στο ΣΤΕ και αντιστρόφως δυνάμει του άρθρου 34 παρ.1 εδ. τελευτ. του ν. 1968/1991, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 και 5Α του ν. 701/1977.
- Επίσης σε περίπτωση προδήλως απαραδέκτων ή αβασίμων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, τυγχάνει εφαρμογής η νεοπαγής διάταξη του άρθρου 34 Α του ΠΔ. 18/1989.(Βλέπε άρθρο 126 Α του ΚΔΔ), με την εν συμβουλίω διαδικασία.
- Επί προδήλως παραδεκτών και βάσιμων ένδικων βοηθημάτων και μέσων τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 34Β του ΠΔ. 18/1989.