12.ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ 5.2.2018

Σημειώσεις Διοικητικό Δίκαιο Δικαιοσύνη

BANNER1

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΑΥΤΟΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ .

Οι πράξεις της διοικήσεως πρέπει να προβλέπονται από το νόμο ή επί διακριτικής ευχέρειας , να εναρμονίζονται με αυτόν (αρχή της νομιμότητας).  Στα πλαίσια αυτά και υπό το φως της αρχής του κράτους-δικαίου,  έκφανση της οποίας στο χώρο του διοικητικού δικαίου αποτελεί η αρχή της νομιμότητας, η έννομη τάξη μας , οργανώνει τριπλό σύστημα ελέγχου της δράσεως της διοίκησης :

α) τον Κοινοβουλευτικό, που γίνεται από τους Βουλευτές με ερωτήσεις, επερωτήσεις κλπ, η ύλη του οποίου απασχολεί του κλάδο του Συνταγματικού δικαίου,

β) τον Δικαστικό, τον οποίο εξετάζει η διοικητική δικονομία και τέλος

γ)  τον Διοικητικό Αυτοέλεγχο.  Ο διοικητικός  αυτοέλεγχος  μπορεί να γίνεται  είτε από το ίδιο το όργανο που την εξέδωσε, είτε από ειδικό διοικητικό όργανο ή  ακόμη και από ειδικά όργανα με διοικητική αυτοτέλεια τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές.  Ο διοικητικός αυτοέλεγχος ασκείται είτε αυτεπαγγέλτως με βάση την αρχή της ιεραρχίας, είτε συνεπεία ασκήσεως διοικητικής προσφυγής από διοικούμενο.

Οι διοικητικές προσφυγές είναι αιτήσεις του διοικούμενου προς τη Διοίκηση κατά συγκεκριμένης ρητής δυσμενούς διοικητικής πράξης με αίτημα την ανάκληση ή ακύρωση της αυτής. Διακρίνονται στις απρόθεσμες (άτυπες) που είναι συνταγματικά προβλεπόμενες (αρθ.10 Σ και 24 ΚΔΔιαδ.) και λέγονται απλές προσφυγές και στις τυπικές που προβλέπονται και ρυθμίζονται από ειδική διάταξη νόμου που προβλέπει προθεσμία ασκήσεως τους (άρθρο 25 ΚΔΔιαδ) και διακρίνονται σε ειδικές και ενδικοφανείς. Κατά την μάλλον κρατούσα άποψη δεν ασκούνται νομίμως διοικητικές προσφυγές κατά της παράλειψης νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας ή της σιωπηρής διοικητικής πράξης , εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος.

Οι διοικητικές προσφυγές διακρίνονται μεθοδολογικά σε τρεις κατηγορίες : τις απλές, τις ειδικές και τις ενδικοφανείς και δεν πρέπει να τις συγχέουμε με τις δικαστικές προσφυγές,  αφού η διαφορά τους είναι προφανής , δεδομένου ότι οι διοικητικές προσφυγές ασκούνται ενώπιον διοικητικού οργάνου, ενώ οι δικαστικές είναι εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα, δηλ. απευθύνονται στα  διοικητικά δικαστήρια (ένδικα βοηθήματα).

Αναστολή εκτέλεσης της διοικητικής πράξης από τη Διοίκηση (άρθρο 26 ΚΔΔιαδ)

 Η άσκηση των διοικητικών προσφυγών, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, δεν συνεπάγεται την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης.

Η άσκηση όμως διοικητικής προσφυγής επιτρέπει στη Διοίκηση τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν άσκησης αυτοτελούς αίτησης από τον προσφεύγοντα διοικούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ΚΔΔιαδ.

Αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το αρμόδιο για την εξέταση της διοικητικής προσφυγής όργανο.

Προϋποθέσεις χορήγησης

– Άσκηση διοικητικής προσφυγής (αίτησης θεραπείας, ιεραρχικής, ειδικής ή ενδικοφανούς προσφυγής).

– Αίτηση του ενδιαφερομένου, που μπορεί να σωρευθεί στο δικόγραφο της διοικητικής προσφυγής ή να υποβληθεί χωριστά, ή και αυτεπαγγέλτως.

– Ανεπανόρθωτο ή δυσχερώς επανορθώσιμο της βλάβης του ενδιαφερομένου σε περίπτωση ευδοκίμησης της διοικητικής προσφυγής. Στάθμιση με το δημόσιο συμφέρον και το συμφέρον τρίτων προσώπων.

Η άσκηση ενδίκου μέσου ή η αίτηση δικαστικής αναστολής δεν εμποδίζει τη Διοίκηση να χορηγήσει αναστολή εκτέλεσης.

Διάρκεια ισχύος ανασταλτικού αποτελέσματος:Το ανασταλτικό αποτέλεσμα διαρκεί μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας διοικητικής προσφυγής ή την παρέλευση της προθεσμίας απάντησης επί αυτής (δηλαδή 30 ημέρες από την άσκηση της αίτησης θεραπείας, της ιεραρχικής και της ειδικής διοικητικής προσφυγής και 3 μήνες από την άσκηση της ενδικοφανούς, εκτός εάν από ειδικές διατάξεις προβλέπεται ειδική προθεσμία).

Η αναστολή αίρεται αυτοδικαίως μετά την απάντηση της Διοίκησης ή τη λήξη της προθεσμίας απάντησης.

ΟΙ ΑΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Ι.  ΑΠΛΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ (αρθ.10 §1,2 Σ , 13 ΕΣΔΑ και 24 ΚΔΔσιας).

Κάθε διοικούμενος, εφόσον  βλάπτεται ολικά ή μερικά από ατομική διοικητική πράξη, μπορεί να καταθέσει έγγραφο είτε στο διοικητικό όργανο που εξέδωσε την πράξη (αίτηση θεραπείας, ανακλήσεως, αναθεωρήσεως) είτε στο ιεραρχικώς προϊστάμενο όργανο ( ιεραρχική προσφυγή),  με αίτημα την ανάκληση ή την τροποποίηση της ατομικής διοικητικής  πράξης για λόγους είτε νομιμότητας είτε ουσίας.

Στο χώρο της διοικητικής πρακτικής απαντώνται με διάφορα ονόματα όπως : αίτηση ανακλήσεως, αίτηση θεραπείας, αίτηση αναθεώρησης, ένσταση κλπ.

Οι απλές προσφυγές δεν είναι αναγκαίο να προβλέπονται από κάποιο ειδικό νομοθέτημα, αν και αυτό δεν είναι ασύνηθες, διότι προβλέπονται ευθέως στο άρθρο 10§1 και 2 του Συντάγματος καθώς και από το σε εκτέλεση αυτού άρθρο 24 του ΚΔΔσιας. Στη περίπτωση αυτή έχουμε τυπική απλή προσφυγή και ο νομοθέτης μπορεί να προβλέψει την δυνατότητα αυτή να στρέφεται και κατά παραλείψεων ή να υπάρχει ρητή προθεσμίας απαντήσεως του οργάνου. Αν όμως ο νομοθέτης προβλέψει προθεσμία ασκήσεως τότε η προσφυγή είναι ενδικοφανής.

Αν δεν υπάρχει ρητή διάταξη που επιτρέπει την άσκηση αιτήσεως θεραπείας, αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν η διοίκηση για πρώτη φορά εκδίδει ατομική διοικητική πράξη για συγκεκριμένη υπόθεση. (βλ. ΣτΕ 1054/2006, Α τμ. 7μ με μειοψ.).

Σε κάθε περίπτωση η διοίκηση δεν μπορεί ν’ αρνηθεί το δικαίωμα άσκησης απλής προσφυγής (ΣτΕ 6561/1995).

Προϋποθέσεις ασκήσεως : Εάν το διοικητικό όργανο απορρίψει την προσφυγή λόγω έλλειψης των νομίμων προϋποθέσεων, τότε η απάντησή του αυτή είναι εκτελεστή πράξη και προσβάλλεται για τους λόγους αυτούς (ΣτΕ 2232/2011).

1.‘Εννομο συμφέρον: την απλή προσφυγή ασκεί μόνο ο βλαπτόμενος αναφερόμενος (ενδιαφερόμενος) στην προσβαλλόμενη δυσμενή ατομική διοικητική πράξη (25§1 ΚΔΔσιας). Το έννομο συμφέρον του ταυτίζεται με αυτό της αίτησης ακύρωσης ως προς τη διάρκειά του (ενεστώς). Όμως ειδικά στην περίπτωση που η προσφυγή ασκείται μετά την πάροδο της προθεσμίας της αιτήσεως ακυρώσεως θεωρώ ότι το έννομο συμφέρον αρκεί να υπάρχει κατά το χρόνο ασκήσεως της απλής προσφυγής.

2.Προθεσμία ασκήσεως: Είναι απρόθεσμες. Σκόπιμο είναι να ασκηθούν εντός της προθεσμίας της αιτήσεως ακυρώσεως ή της δικαστικής προσφυγής για να την διακόψουν άπαξ (ΣτΕ 3363/2011). Το διοικητικό όργανο όμως εάν δεν ορίζει άλλως ο νόμος έχει προθεσμία δυνητικής απάντησης 30 ημέρες από την υποβολή της σε αυτό (25§2 ΚΔΔσιας). Εάν η απλή προσφυγή υποβλήθηκε σε αναρμόδια αρχή , αυτή οφείλει να την διαβιβάσει στην αρμόδια αρχή εντός 5 ημερών (25§3). Πάντως μπορεί από τις ειδικές περιστάσεις να επιβάλλεται η άσκηση εντός ευλόγου χρόνου π.χ επι νομολογίας ομοίων πράξεων ή επι πανελλαδικών εξετάσεων ή κατατακτηρίων και εν γένει επι πράξεων περιορισμένης χρονικής ισχύος (ΣτΕ 166/1993).

3.Φύση προσβαλλόμενης πράξης: Προσβάλλονται μόνο ρητές δυσμενείς ατομικές πράξεις κατά των οποίων δεν προβλέπεται άσκηση ειδικής ή ενδικοφανούς προσφυγής (25§1 ΚΔΔσιας). Επί κανονιστικών πράξεων δεν χωρεί απλή προσφυγή  , δεδομένου ότι η Διοίκηση, είναι ελεύθερη να προβαίνει σε κανονιστική ρύθμιση και δεν υποχρεούται να την τροποποιήσει ή να την ανακαλέσει. Επομένως, πράξη απορρίπτουσα τέτοιου είδους αίτηση, δεν δύναται να έχει εκτελεστό χαρακτήρα (ΣτΕ 501/2009, 1818/2007, 2696/2003 επταμ., 3046/2002, 1817/1987, 2918/1984, 895/1977 – πρβλ. ΣτΕ 3767/1989, 312/1979).

 Κατά την θεωρία δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση άτυπων προσφυγών κατά σιωπηρών πράξεων ( επιχείρημα από την αιτιολογική έκθεση ΚΔΔιαδ). Πάντως στη περίπτωση αυτή είναι δυνατή η άσκηση αναφοράς κατά το άρθρο 27 του ΚΔΔσιας.

Δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση απλής προσφυγής όταν κατά της πράξεως προβλέπεται η άσκηση ειδικής ή ενδικοφανούς προσφυγής. Εάν το όργανο πάρα ταύτα επιληφθεί και εκδώσει ακυρωτική ή ανακλητική απάντησή , αυτή είναι άκυρη λόγω αναρμοδιότητας (ΣτΕ 1232,1228/2011).

Αντιφατική είναι η νομολογία στο θέμα εάν ασκείται απλή προσφυγή επι της απαντήσεως του ειδικού ή ενδικοφανούς οργάνου. Σε άλλες αποφάσεις απαντά η διατύπωση ότι «δεν χωρεί αίτηση θεραπείας κατά αποφάσεως που απορρίπτει ενδικοφανή προσφυγή» (ΣτΕ 3919/2007, 2231/1994). Ενώ με την απόφαση ΣτΕ 1787/2010, κρίθηκε ότι σε περίπτωση ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής στρεφόμενης κατά ορισμένου προσώπου που αφορά σε ζήτημα που κρίνεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων, το πρόσωπο αυτό που βλάπτεται από τυχόν αποδοχή της ενδικοφανούς προσφυγής μπορεί να υποβάλει αίτηση θεραπείας για επανεξέταση της υποθέσεως, κατά τις γενικές διατάξεις (βλ. ΣτΕ 7μ 1111/2005). Η άσκηση πάντως αίτησης θεραπείας κατά απόφασης που αποφαίνεται επί ενδικοφανούς προσφυγής δεν επιφέρει διακοπή της προθεσμίας άσκησης του ενδίκου βοηθήματος (ΣτΕ 2920/2002, 1960/1987, Ολ 1498/1979).

4. Τρόπος άσκησης : υποβάλλονται με κάθε πρόσφορο τρόπο και δεν απαιτείται αυτοπρόσωπη κατάθεση στην αρχή. Μπορεί να ασκηθούν περισσότερες από μιας φορές κατά της ίδιας πράξης αλλά η διακοπή της προθεσμίας των ενδίκων βοηθημάτων της αίτησης ακύρωσης και της προσφυγής επέρχεται μόνο την πρώτη φορά. Κατά κανόνα πρέπει να έχουν γραπτή μορφή και να υπογράφονται από τον αιτούντα ή πληρεξούσιό του. Η διατύπωση πρέπει να είναι στην ελληνική γλώσσα. Δεν υποχρεούται η διοίκηση να ενημερώσει για την δυνατότητα άσκησης απλής προσφυγής, δεδομένου ότι η μη άσκησή της δεν συνεπάγεται απώλεια δικαιωμάτων ή δικονομικών βαρών.

5. Λόγοι απλής προσφυγής : Κάθε λόγος νομιμότητας ή ουσίας.

Ειδικές περιπτώσεις που περιορίζουν τους λόγους της απλής προσφυγής αποτελούν ιδίως : α) η αίτηση επανεξέτασης στο συνταξιοδοτικό και κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο (βλ. ανωτέρω στο κεφ. της ανάκλησης).

Β) Στην αναδάσωση, μόνο πλάνη περί τα πράγματα (ΣτΕ 838/2014).

 Αποτελέσματα ασκήσεως : Διακρίνονται σε ουσιαστικά και δικονομικά.

α) Ουσιαστικά :

Κατά την πάγια νομολογία η διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια και δεν υποχρεούται ν΄ απαντήσει επί απλής προσφυγής. Συνεπώς η αδράνεια της διοίκησης ν΄ απαντήσει  δεν στοιχειοθετεί παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας ή σιωπηρά απόρριψη (ΣτΕ 100/10, 2914/96, 2830/99, ΣτΕ 1979/2013, 1294/2011, 3207/2010, 4046/2008, 2819/2001).

Η άσκηση απλής προσφυγής θεραπεύει την παράβαση της έλλειψης προηγούμενης ακρόασης (ΣτΕ 2787,1798/2014, 749/2005).

Επί αιτήσεων θεραπείας εφόσον το διοικητικό όργανο που είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη με απλή προσφυγή πράξη, εκδώσει απάντηση επί του αιτήματος της αιτήσεως θεραπείας, τότε η εκτελεστότητα της εξαρτάται από το στοιχείο της νέας έρευνας των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης (ΣτΕ ολομ. 1330/2000). Δηλαδή εάν κάνει νέα έρευνα τότε η πράξη της αυτή είναι η μόνη εκτελεστή πράξη και απορροφά την προηγούμενη, διότι το διοικητικό όργανο επιλαμβανόμενο της απλής προσφυγής με την μορφή αιτήσεως θεραπείας  δεν κάνει απλώς νέα έρευνα της υποθέσεως, αλλά στην ουσία ασκεί εκ νέου την αρμοδιότητα του (ΣτΕ 1303/01).  Η παλαιά πράξη ενσωματώνεται στην νέα αλλά χωρίς να μεταφέρει τις ακυρότητες που τυχόν είχε, όπως αντίθετα συμβαίνει στην συνήθη ενσωμάτωση πχ επι συνθέτου διοικητικής πράξης.

Αντίθετα εάν εμείνει, τότε η πράξη του στερείται εκτελεστότητας και είναι βεβαιωτική.

 Νέα έρευνα θεωρείται ότι γίνεται στις εξής περιπτώσεις :

α) Όταν γίνεται επίκληση στην πράξη που απαντά στην απλή προσφυγή μεταγενέστερων νέων ουσιωδών πραγματικών στοιχείων. Νέα είναι τα πραγματικά στοιχεία που δεν υπήρχαν κατά την έκδοση της πράξεως, είναι δηλαδή μεταγενέστερα (οψιγενή) της εκδόσεως της (ΣτΕ 2460/97,644/99). Ως μεταγενέστερα πρέπει να θεωρηθούν και τα πραγματικά περιστατικά που υπήρχαν μεν κατά την έκδοση της πράξεως , αλλά εξ΄ αντικειμενικών λόγων δεν ήταν δυνατόν να είναι γνωστά στη διοίκηση (οψιφανή). Αντίθετα δεν θεωρείται νέα έρευνα η από νομικής και μόνο πλευράς επανεξέταση της υπόθεσης (ΣτΕ 2/91,1585/97). Με την ΣτΕ 1915/86, έγινε δεκτό ότι ο μεταξύ δυο αιτήσεων διαδραμών χρόνος εφόσον είναι μεγάλος αποτελεί νέο στοιχείο ! Αντίθετα δεν αποτελεί νέο έρευνα η αυτοπρόσωπο ακρόαση του διοικουμένου κατά το στάδιο εξέταση της απλής προσφυγής και η προσκομιδή στοιχείων από αυτών εάν η πράξη που εν συνεχεία εκδίδεται ως απάντηση δεν λαμβάνει υπόψη τα νέα στοιχεία ( ΣτΕ2858/2016, Δ τμ. 7μ επι ακροάσεως στο ΕΣΡ μετά από απλή προσφυγή).

Αντίθετα είναι νέα έρευνα όταν επανεξετάζεται το είδος της κύρωσης (ΣτΕ 4005/2013 επι ΕΣΡ όπου η μειοψηφία τάχθηκε υπέρ της επιβολής συστάσεως αντί προστίμου).

β) Όταν επαναλαμβάνεται η διοικητική διαδικασία , είτε συνεπεία της προσφυγής είτε αυτεπαγγέλτως πχ γίνονται νέες εκθέσεις αυτοψίας, γνωμοδοτήσεις κλπ, χωρίς να είναι αναγκαία η επίκληση νέων στοιχείων (ΣτΕ ολομ. 970/98, 868/01, 1/00 αλλά και αντίθετη 2914/96). Ειδικά όμως επί κηρύξεως εκτάσεως ως αναδασωτέας, εκτελεστή είναι η πρώτη πράξη κήρυξης της αναδάσωσης , οι δε ακολουθούσες πράξεις μετά από νέες αυτοψίες ή διαδικασίες είναι βεβαιωτικές (ΣτΕ 1969/00).

γ) Όταν μεταβάλλεται η αιτιολογία της πράξεως (ΣτΕ 963/ 2003, 1303/01, 252/97).

δ) Όταν συνεπεία δικαστικής απόφασης που μετέβαλλε πραγματική ή νομική προϋπόθεση της υποθέσεως, επανεξετάζεται αυτή (ΣτΕ 2275/86).

ε) όταν λαμβάνεται υπόψη νομοθεσία που δεν ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της αρχικής πράξης (ΣτΕ 4470,4446/2010).

Από τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι  υφίσταται πάντοτε δυνατότητα του οργάνου ν΄ ανακαλέσει την πράξη του για λόγους νομιμότητας, ακόμη και εάν ο νόμος χαρακτηρίζει την πράξη αυτή ως οριστική (ανέκκλητη) ή εάν η πράξη αυτή εξεδόθη συνεπεία ασκήσεως ενδικοφανούς  προσφυγής (ΣτΕ 3261/98, 1654/98) με εξαίρεση τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής , όπου δεν μπορεί να γίνει ανάκληση ούτε για λόγους νομιμότητας (ΣτΕ 2148/99 7μ. μειοψ., 587/1999 παρ. 7μ .) ή τις περιπτώσεις που απαγορεύεται ανάκληση κατά το νόμο πχ φορολογικό δίκαιο.

Εάν η απρόθεσμη προσφυγή ασκηθεί στο ιεραρχικά προϊστάμενο όργανο ως ιεραρχική προσφυγή, αυτό ασκεί μόνο έλεγχο νομιμότητας, διότι εφόσον γίνει δεκτή τότε το προϊστάμενο όργανο ακυρώνει την πράξη και την αναπέμπει στο αρμόδιο για να προβεί σε έκδοση της νέας πράξης , εφόσον ειδική διάταξη δεν επιτρέπει την ιεραρχική υποκατάσταση (αρθ. 24 §1 infineΚΔΔσιας, ΣτΕ 2869/2012). Να σημειωθεί ότι όταν ασκείται ιεραρχική προσφυγή η αρχική πράξη δεν χάνει την εκτελεστότητα της και  συμπροσβάλλεται με την αρχική, επειδή η ιεραρχική προσφυγή επάγεται μόνον έλεγχο νομιμότητας (ΣτΕ 2869/2012, 2814/2011, ΣτΕ 804/2011, 3711/2010, ΣτΕ Ολ 1321/1976), εκτός εάν επιτρέπεται από ειδική διάταξη η ιεραρχική υποκατάσταση.

Β) Δικονομικές συνέπειες :

Α) Η απλή προσφυγή είναι απρόθεσμη εάν όμως ασκηθεί μέσα στην δικονομική προθεσμία ασκήσεως του ένδικου βοηθήματος, τότε την διακόπτει για 30 ημέρες (ΣτΕ 3859/97) ή μέχρι την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της απάντησης της Διοίκησης, εάν επέλθει νωρίτερα (άρθρο 46 παρ. 2 του πδ18/1989. Βλ. και ΣτΕ 2485/2013, 4525/2009, 457/2008, 3576/2005, 2863/2003).

Πρόκειται για δικονομική συνέπεια και  εφόσον απαντήσει το διοικητικό όργανο εντός των τριάντα ημερών ή μετά την άπρακτη πάροδο αυτών, αρχίζει και τρέχει νέα και τελευταία δικονομική προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος. Τέτοιο διακοπτικό αποτέλεσμα δεν αναγνωρίζεται όμως εάν κατά της πράξεως προβλέπεται ειδική ή ενδικοφανής προσφυγή και ο διοικούμενος αντ΄ αυτών ασκήσει απλή προσφυγή (ΣτΕ 3259/2011).

Β) Η άσκηση της αποτελεί τεκμήριο γνώσης της προσβαλλόμενης πράξης για την έναρξη της προθεσμίας του προβλεπόμενου ενδίκου βοηθήματος (ΣτΕ 3562/2013).

ΕΜΠΡΟΘΕΣΜΕΣ (ΤΥΠΙΚΕΣ) ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

ΙΙ. Η ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ (αρθ.25 ΚΔΔσιας).

          Σε αντίθεση με την απλή, η ειδική προσφυγή, προβλέπεται πάντοτε από ειδική διάταξη νόμου, που ορίζει επίσης  την προθεσμία ασκήσεως της καθώς και ότι η πράξη ελέγχεται μόνο ως προς την νομιμότητα της. Για το λόγο αυτό είναι δυνατή η άσκηση της ειδικής προσφυγής και κατά κανονιστικών πράξεων. Η ειδική προσφυγή ασκείται ενώπιον ειδικού διοικητικού οργάνου, συνήθως προϊστάμενου, το οποίο οφείλει ν΄ απαντήσει εντός του εκ του νόμου προβλεπόμενου χρόνου ή εάν δεν ορίζεται εντός 30 ημερών (αρθ. 25§2 ΚΔΔσιας).  Οι τυπικές προσφυγές (ειδική και ενδικοφανής) δύνανται να ασκούνται  και κατά παραλείψεων εάν το προβλέπει ο Νόμος (άρθρο 76 του Ν. 3669/2008, άρθρο 227 του Ν. 3852/2010, ΣτΕ 1316/2001, 1551/2006). Αντίθετα εφόσον δεν το προβλέπει κατά την μάλλον κρατούσα άποψη δεν ασκούνται (ΣτΕ 2517/2005). Όπως και στις απλές δεν υποχρεούται η διοίκηση να γνωστοποιεί την ειδική προσφυγή, αφού η μη άσκηση της δεν συνεπάγεται δικονομικές συνέπειες για τον διοικούμενο υπο την έννοια ότι δεν αποτελούν προϋπόθεση παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά π.χ. α.277 Ν.3852/10.

Σε άλλες περιπτώσεις ο νομοθέτης καταργεί ενδικοφανή διαδικασία και θεσπίζει ειδική π.χ Ν.4030/2011 για αυθαίρετα αρθ.33.

ΠΡΟΎΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ

1.Έννομο συμφέρον: Ταυτίζεται με αυτό της αιτήσεως ακυρώσεως και το ασκεί ο κατονομαζόμενος στην προσβαλλόμενη πράξη και όχι τρίτος μη κατονομαζόμενος (ΣτΕ 2221/2003).

2. Προθεσμία ασκήσεως : Η τριακονθήμερη προθεσμία ως μη δικαστική προθεσμία δεν υπόκειται σε αναστολή κατά το διάστημα των καλοκαιρινών διακοπών (ΣτΕ 3393/2005).

Σε περίπτωση αναρμοδίως ασκηθείσας ειδικής διοικητικής προσφυγής υφίσταται υποχρέωση παραπομπής της στο αρμόδιο όργανο εντός 5 ημερών (άρθρο 25 ΚΔΔιαδ). Δικονομική συνέπεια της εμπροθέσμου ασκήσεως της ειδικής προσφυγής είναι η διακοπή  της προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος της αίτησης ακυρώσεως ή της προσφυγής. Τόσο στην απλή όσο και την ειδική προσφυγή , η προθεσμία του ενδίκου βοηθήματος διακόπτεται μόνο μια φορά (ΣτΕ 3259/98). Αντίθετα η εκπρόθεσμη άσκηση της ειδικής προσφυγής δεν διακόπτει την προθεσμία  της αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 783/99). Πάντως η άσκηση ή όχι της ειδικής προσφυγής ανήκει στην ευχέρεια του διοικούμενου, αφού δεν αποτελεί , όπως η ενδικοφανής, αυτοτελή προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως (ΣτΕ 2097/00), ούτε και υπάρχει υποχρέωση της διοικήσεως να ενημερώσει τον διοικούμενο για την άσκηση της (ΣτΕ 1032/00, 2644/2011) εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος. Τέτοια περίπτωση έχουμε στην νεοπαγή ειδική προσφυγή του άρθρου 227 παρ.1-3 του Ν.3852/10 (Καλλικράτης) κατά πράξεων και παραλείψεων των ΟΤΑ ή των νπδδ αυτών,  στον Ελεγκτή Νομιμότητας, όπου σύμφωνα με την παρ.3 η άσκηση της ειδικής αυτής προσφυγής  αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού για την αίτηση ακυρώσεως ή την προσφυγή ουσίας.  Την προσφυγή ασκεί όποιος έχει έννομο συμφέρον εντός 15 ημερών από την επομένη της δημοσίευσης κλπ. και επί πνοε εντός 10 ημερών από την άπρακτη παρέλευση της ειδικής προθεσμίας που τάσσει ο νόμος για την έκδοση της πράξης ή από την παρέλευση του τριμήνου από της υποβολής της αιτήσεως του διοικουμένου. Ο Ελεγκτής αποφαίνεται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 2 μηνών η   άπρακτη πάροδος των οποίων τεκμαίρει σιωπηρά απόρριψη. Επίσης προβλέπεται η δυνατότητα αίτησης αναστολής και προσωρινής διαταγής από τον Ελεγκτή Νομιμότητας.

Η απάντηση του διοικητικού οργάνου επί της ειδικής προσφυγής: έχει πάντα εκτελεστό χαρακτήρα, ακόμη και εάν απορρίπτει την προσφυγή και  επιβεβαιώνει την προσβαλλόμενη πράξη και συμπροσβάλλεται ή θεωρείται συμπροσβαλλόμενη με την αρχική πράξη (ΣτΕ 3657/2013, 4322/2010,2411/2008, 1996/00, 1127/99). Η απάντηση πρέπει να λάβει χώρα εντός της προθεσμίας που ορίζει ο νόμος άλλως εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της ειδικής προσφυγής από το ειδικό όργανο (ΣτΕ 3349,2352/2009). Η προθεσμία απαντήσεως είναι ανατρεπτική (αποκλειστική) και μετά την πάροδο της το αρμόδιο όργανο καθίσταται κατά χρόνο αναρμόδιο (ΣτΕ 1680/2014, 501/2013,5320/2012 , αντίθετη 3964/2014, 7μ.). Εκτός εάν συγχωρείται λόγω της φύσης της έρευνας που απαιτούσε μεγαλύτερο χρόνο αναζήτησης αρχείων κλπ στοιχείων (ΣτΕ 840/1996,3245/90).

Εάν παρέλθει άπρακτο το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα , τότε τεκμαίρεται σιωπηρά άρνηση. Η ρητή απάντηση έχει πάντα εκτελεστό χαρακτήρα και εφόσον επικυρώνει την προσβαλλόμενη πράξη είναι συναφής με αυτήν και συμπροσβάλλεται. Η αρχική πράξη δεν ενσωματώνεται στην απόφαση επί της προσφυγής, δεδομένου ότι η προσφυγή επάγεται μόνον έλεγχο νομιμότητας, οπότε η αρχική πράξη δεν χάνει την εκτελεστότητά της (ΣτΕ 3678/2007. Έτσι και ΣτΕ 1323/2011, 3408, 428/2008). Το ένδικο βοήθημα στη περίπτωση αυτή θα στρέφεται κατά της αρχικής πράξεως αλλά και κατά της σιωπηράς απορρίψεως (ΣτΕ 1214/93,1319/93). Ως αιτιολογία της σιωπηράς απορριπτικής θεωρείται η αιτιολογία της αρχικής πράξης (ΣτΕ 1319/93). Επειδή η προθεσμία απαντήσεως είναι ανατρεπτική , το όργανο εφόσον απαντήσει εκπρόθεσμα και εκδώσει πράξη μετά την πάροδο της ανατρεπτικής προθεσμίας, η πράξη αυτή θα είναι παράνομη λόγω χρονικής αναρμοδιότητας. Εάν όμως αυτή η πράξη είναι απορριπτική της προσφυγής, τότε η αυτοτελής προσβολή της λόγω χρονικής αναρμοδιότητας , είναι αλυσιτελώς προβαλλόμενη. Αντίθετα εάν ήδη έχει ασκήσει κατά της σιωπηρής απόρριψης ένδικο βοήθημα , τότε θεωρείται συμπροσβαλλόμενη. Λυσιτελώς ομοίως προσβάλλεται η εκπρόθεσμη απάντηση του οργάνου επί ειδικής προσφυγής, εάν αυτή ακυρώνει την προσβαλλόμενη πράξη και την τεκμαιρόμενη σιωπηρά απόρριψη της προσφυγής (ΣτΕ 2145/99,783/99,1127/99,1319/99). Επίσης κατά της απαντήσεως δεν επιτρέπεται ν΄ ασκηθεί αίτηση θεραπείας, λόγω του ανατρεπτικού χαρακτήρα της προθεσμίας, διότι αυτό κατέστη χρονικά πλέον αναρμόδιο, ενώ και το ίδιο δεν μπορεί πλέον να επανέλθει οίκοθεν.

Εάν η ρητή απάντηση εκδοθεί μετά την πάροδο του χρόνου απαντήσεως η προσβολή της είναι αλυσιτελής λόγω χρονικής αναρμοδιότητας (ΣτΕ 287/2012,811/2011,392/2006). Μεταγενέστερο έγγραφο που πληροφορεί την απόρριψη έχει πληροφοριακό χαρακτήρα (ΣτΕ 2411/2008,5320/2012).

Κατά την θεωρία δεν επιτρέπεται η reformatio in pejus.

3. Φύση προσβαλλόμενης πράξης : Ατομικές και κανονιστικές. Δεν προσβάλλονται πράξεις που δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα ή είναι ανυπόστατες. Η ειδική απάντηση που απορρίπτει την προσφυγή λόγω εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης έχει εκτελεστό χαρακτήρα (ΣτΕ 3975/2011). Στις συμβάσεις όμως δημοσίων έργων προσβάλλεται με ειδική προσφυγή το πρακτικό της Επιτροπής με «αντιρρήσεις» (ΣτΕ 2059/2009). Συνεπώς μπορεί ο νομοθέτης να προβλέψει την άσκηση ειδικών προσφυών ή και ενδικοφανών και κατά μη εκτελεστών πράξεων με σκοπό να δημιουργήσεις τελικά εκτελεστές πράξεις.

Δεν ασκείται κατά σιωπηρών πράξεων εκτός αν άλλως ορίζει ειδική διάταξη νόμου πχ στο αρθ.277 ΔΚΚ παρ.1β .

4. Λόγοι : Μόνο λόγοι νομιμότητας. Ο προσφεύγων δεν επιτρέπεται με την προσφυγή του να επικαλεστεί νέους πραγματικούς ισχυρισμούς, διότι το όργανο επί της ειδικής προσφυγής κάνει μόνο έλεγχο νομιμότητας και δεν μπορεί να  εξετάσει νέους πραγματικούς ισχυρισμούς (ΣτΕ 1319/93).

 Άλλο είναι το θέμα ότι όταν ο διοικούμενος προσφύγει στη δικαιοσύνη και ασκήσει αίτηση ακυρώσεως μπορεί να επικαλεστεί λόγους ακυρώσεως που δεν είχε επικαλεστεί στην ειδική προσφυγή, εφόσον όμως αυτή ερείδονται επί των ίδιων πραγματικών περιστατικών που έκρινε η διοίκηση (ΣτΕ 4335/2009, 3256/01).  Δεν απαιτείται δηλαδή ταυτότητα αιτιάσεων ειδικής προσφυγής-αίτησης ακύρωσης (ΣτΕ 4335/2009, 3526/2001). Αντίθετα επί προσφυγής ενώπιον των Τακτικών Διοικ. Δικαστηρίων μπορεί να επικαλεστεί τόσον νέους λόγους όσον και ισχυρισμούς.

Το ειδικό όργανο δεν επιτρέπεται : α) Να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης ή την σκοπιμότητα ή τις διαλαμβανόμενες κρίσεις επι των πραγματικών περιστατικών παρά μέσα από τα άκρα όρια της διακριτικής ευχέρειας και της πλάνης περί τα πράγματα καθώς και στα πλαίσια των διδαγμάτων της κοινής λογικής και πείρας ( ΣτΕ 4541/2009, 3350/2009, 2695/2012,1892/2001).

Β) Ελέγχει και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους λόγους νομιμότητας, άσχετους με το έννομο συμφέρον του αιτούντος (ΣτΕ 2790/2003). Μπορεί να κάνει δηλαδή πλήρη έλεγχο νομιμότητας δεσμευόμενο μόνο από το τεκμήριο νομιμότητας. Δεν μπορεί όμως να κάνει έλεγχο αντισυνταγματικότητας

Τρόπος ασκήσεως : Υποβάλλεται με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο είτε στην αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη είτε στο ειδικό όργανο. Με την νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση ο διοικούμενος έχει διακόψει την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως για όσο διαρκεί κατά Νόμω η προθεσμία απαντήσεως ή άλλως για 30 ημέρες. Μετά την πάροδο αυτής αρχίζει νέα και τελευταία προθεσμία για την αίτηση ακύρωσης. Συνεπώς εάν καταθέσει στην αρχή που εξέδωσε την πράξη η διακοπή διαρκεί περισσότερο διότι δεν μετράει ο χρόνος αποστολής της ειδικής προσφυγής από την αρχή στο ειδικό όργανο , που μπορεί να είναι και πολλοί μήνες στην πράξη, αλλά η προθεσμία για την αίτηση ακύρωσης μετρά από την κοινοποίηση της ειδικής απάντησης ή γνώσης αυτής. Εδώ θα πρέπει να προσεχθεί ότι η κατάθεση στην αρχή σε συνδυασμό με το εύλογο ενδιαφέρον του διοικούμενου μπορεί να δημιουργήσουν τεκμήριο γνώσεως (ΣτΕ 2727/2011,2378/2010, 3044/2001).

Η ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΟΥ Α. 8 ΤΟΥ Ν. 3200/55

Η πιο γνωστή ειδική προσφυγή, την οποία θ΄ αναλύσουμε στο κεφάλαιο της αποκεντρώσεως, είναι η ειδική προσφυγή του άρθρου 8 του ν. 3200/55. (αρθ.1παρ.2 ν.2503/97 για τον ΓΓΠ), με την οποία προσβάλλεται κάθε πράξη του οργάνου αποκέντρωσης (τέως Νομάρχη, περιφερειακού διευθυντή, ΓΓΠ,  έως την 31-12-2010) του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας και σήμερα μετά το Ν. 3892/10 (Καλλικράτης) Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή και των οργάνων της  αποκεντρωμένης διοίκησης (ΣτΕ ολομ. 2762/89) ενώπιον του αρμοδίου Υπουργού. Αντίθετα όταν ο ΓΓΠ εκδίδει πράξεις ως όργανο εποπτείας του Νομάρχη (ως οργάνου της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης)   συνεπεία ειδικής προσφυγής κατά πράξης του Νομάρχη, οι πράξεις αυτές δεν προσβάλλονται με ειδική προσφυγή στον καθύλη αρμόδιο Υπουργό. Επίσης δεν προσβάλλονται αρνητικές πράξεις των ΓΓΠ και πράξεις για τις οποίες είναι συναρμόδιοι δυο ή περισσότεροι Υπουργοί.

Η προσφυγή αυτή δεν μπορεί να μετατραπεί από το νομοθέτη σε προσφυγή ουσίας λόγω της παρ.3 του αρθ.103 του Σ.

Ο έχων έννομο συμφέρον πρέπει να καταθέσει την ειδική προσφυγή, εντός 30 ημερών από την δημοσίευση ή την πλήρη γνώση ή κοινοποίηση ,είτε στην Γενική Γραμματεία της Περιφέρειας , είτε στη γραμματεία του καθύλη αρμόδιου Υπουργείου. Ο αρμόδιος Υπουργός οφείλει να απαντήσει εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 60 ημερών. Η προθεσμία αυτή δεν είναι δικονομική και δεν αναστέλλεται κατά το διάστημα από 1/7/ έως 15/9 κατ΄έτος (ΣτΕ 308/06).

Μετά την άπρακτο πάροδό της τεκμαίρεται σιωπηρή άρνηση και ο Υπουργός καθίσταται χρονικά αναρμόδιος. Τυχόν μεταγενέστερη ρητή απόρριψη του έχει κατά μια άποψη επιβεβαιωτικό χαρακτήρα και δεν προσβάλλεται ενώ κατά άλλη άποψη η αίτηση ακύρωσης είναι αλυσιτελής αφού ο Υπουργός είναι πλέον χρονικά αναρμόδιος.

Εάν η ειδική προσφυγή κατατεθεί στην Περιφέρεια τότε η εξηκονθήμερη προθεσμία προσβολής με αίτηση ακύρωσης της αρχικής πράξης του ΓΓΠ και της σιωπηράς αρνήσεως αρχίζουν για τον προσφεύγοντα από την κοινοποίηση της ρητής απορριπτικής απόφασης το Υπουργού ή την γνώση της σιωπηράς αρνήσεως η οποία μπορεί να συναχθεί και από την πάροδο μεγάλου χρόνου σε συνδυασμό με το δεδικαιολογημένο ενδιαφέρον (ΣτΕ 1630/10, 2953/07). Αντίθετα εάν η ειδική προσφυγή κατατέθηκε στο Υπουργείο τότε ο αιτών θα περιμένει από την επομένη της καταθέσεως 60 ημέρες να απαντήσει ο Υπουργός και εφόσον παρέλθει άπρακτη η τελευταία ημέρα τότε από την επομένη αρχίζει η 60νθήμερη προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 2114,804/07). Ο τρόπος αυτός καθορισμού του χρόνου ενάρξεως της προθεσμίας δεν παραβιάζει διάταξη υπέρτερης τυπικής ισχύος και, ειδικότερα, τα άρθρα 10 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), δεδομένου ότι δεν καθιστά ιδιαιτέρως δυσχερή για τον ενδιαφερόμενο την εμπρόθεσμη άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, εφ’ όσον η έναρξη της προθεσμίας συνδέεται με δικές του ενέργειες και με γεγονότα γνωστά στον ίδιο, δηλαδή με το χρόνο ασκήσεως της διοικητικής προσφυγής και με το χρόνο συμπληρώσεως της κατά νόμο αποκλειστικής προθεσμίας αποφάνσεως επί της προσφυγής, ο οποίος, σε περίπτωση καταθέσεως της απ’ ευθείας στο Υπουργείο, είναι γνωστός στον προσφεύγοντα η δε εκ μέρους του τήρηση της προθεσμίας είναι ευχερής εφ’ όσον αυτή απόκειται αποκλειστικώς στον ίδιο, ο οποίος οφείλει να γνωρίζει τις κατά νόμο συνέπειες των διαδικαστικών ενεργειών του. Εξ’ άλλου, ειδικώς ως προς την προσβολή της υπουργικής αποφάσεως, θα έβαινε πέραν των ορίων του συστήματος διοικητικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων η δυνατότητα ασκήσεως αυτοτελούς δικαστικού ελέγχου πράξεως, η οποία περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας άλλης διοικητικής πράξεως της οποίας, όμως, δεν είναι πλέον δυνατός, λόγω εκπροθέσμου, ο δικαστικός έλεγχος και η οποία ως εκ τούτου, θα παρέμενε, ούτως ή άλλως, ισχυρή (ΣτΕ2144/07,2912/2005)

Η ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗ

       Η ενδικοφανής προσφυγή (στις διαφορές του ν. 2522 ,3886/10 και ήδη 4412/2016που αφορούν δημόσιες συμβάσεις λέγεται και προδικαστική προσφυγή),  Η καθιέρωση του τύπου της διοικητικής προσφυγής ως ειδικής ή ενδικοφανούς ανήκει στην ευχέρεια του νομοθέτη , δεδομένου ότι το Σύνταγμα προβλέπει μόνο δικαίωμα δικαστικής προστασίας και όχι ενδικοφανούς προστασίας (ΣτΕ 2717/2006). Οι όροι και προϋποθέσεις όμως ασκήσεως δεν πρέπει να δυσχεραίνουν υπέρμετρα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (ΣτΕ 1973/2011). Η πρόβλεψη ενδικοφανούς διαδικασίας αποκλείει την άσκηση απλής προσφυγής.

Όπως και η ειδική πρέπει να προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου η οποία συγκεκριμένα θα πρέπει να καθορίζει τα εξής ειδικότερα στοιχεία :

Α) Το αρμόδιο ενδικοφανές όργανο, ή όργανα επί περισσοτέρων βαθμών κρίσεως (ΣτΕ 4406/96).

Β) Πρόβλεψη προθεσμίας ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής. Εάν ο νόμος προβλέπει προσφυγή , όργανο , αλλά δεν ορίζει προθεσμία ασκήσεως, τότε η προσφυγή είναι απλή. Η προθεσμία δεν αναστέλλεται κατά το διάστημα των καλοκαιρινών διακοπών αλλά μπορεί ν΄ ανασταλεί λόγω ανωτέρας βίας (ΣτΕ 2188/2002,151/1997)>

Γ) Πρόβλεψη της αρμοδιότητας του ενδικοφανούς οργάνου να εξετάσει εκ νέου τόσον τα πραγματικά όσο και τα νομικά περιστατικά (ΣτΕ 3834/99).

Η προθεσμία απαντήσεως δεν είναι αναγκαίο στοιχείο της ενδικοφανούς προσφυγής και εάν δεν ορίζεται τότε το όργανο οφείλει ν΄ απαντήσει εντός τριμήνου (αρθ.45παρ.2 πδ 18/89 και  αρθ.25 ΚΔΔσιας). Εάν παρέλθει άπρακτο το τρίμηνο τότε τεκμαίρεται σιωπηρά άρνηση.

Να σημειωθεί ότι οι ως άνω προθεσμίες είναι διοικητικές και όχι  δικονομικές και δεν αναστέλλονται κατά το διάστημα από 1/7/ έως 15/9 κατ΄έτος (ΣτΕ 308/06).

Δ) Φύση προσβαλλόμενων πράξεων. Όχι κατά κανονιστικών πράξεων εκτός εάν το ορίζει ο νόμος π.χ επι ήσσονος σημασίας πράξεις όπως οι προκηρύξεις διαγωνισμών (ΣτΕ αρθ.15§1 πδ 118/2007) . Δυνατή και η αντικειμενική σώρευση (ΣτΕ 4844/2014). Έννομο συμφέρον μόνο ο κατανομαζόμενος στην προσβαλλόμενη πράξη όχι και τρίτοι βλαπτόμενοι κατά τα άλλα ισχύει ότι και στην αίτηση ακυρώσεως. Αυτό συνάγεται και από τη λειτουργική αδυναμία της διοίκησης να ενημερώσει για το δικονομικό βάρος ασκήσεως της ενδικοφανούς στα τρίτα πρόσωπα. Στις περιπτώσεις που επιτρέπεται ενδοστρεφής δίκη, ενδικοφανή νομιμοποιείται να ασκούν και τα αρμόδια διοικητικά όργανα πχ ο Υπουργός Γεωργίας επι απόφασης της Επιτροπής Δασικών Αμφισβητήσεων (ΣτΕ 1038/88 ολομ), Υπαλληλικό πειθαρχικό δίκαιο (ΣτΕ 96/2013 Ολομ.).

Ασκείται και κατά σιωπηρών απορρίψεων εάν το ορίζει ρητά ο νόμος. Εάν δεν το ορίζει τίθεται θέμα ερμηνείας. Συνήθως στις διπλές ενδικοφανείς διαδικασίες υπό την προϋπόθεση της ενημέρωσης: “ειδικώς εν όψει του ότι, κατά νόμον, εις την υπό του άρθρ. 12 του Ν. 1418/1984 διαγραφομένην διοικητικήν διαδικασίαν δεν υπόκειται μόνον η ρητή πράξις, δια της οποίας απορρίπτεται, εν λόγω ή μέρει, διοικητικόν μέσον ασκηθέν υπό του αναδόχου, αλλά, κατά ρητήν πρόβλεψιν της διατάξεως ταύτης, και η σιωπηρά απόρριψις, η οποία συντελείται δια μόνης της παρόδου απράκτου της αποκλειστικής προθεσμίας, εντός της οποίας το αρμόδιον διοικητικόν όργανον οφείλει να αποφανθή επί της υπό του αναδόχου υποβληθείσης ενδικοφανούς προσφυγής η κατά τα ανωτέρω εκ μέρους της Διοικήσεως ενημέρωσις του ενδιαφερομένου, προκειμένου περί πράξεως της Διευθυνούσης Υπηρεσίας, η οποία υπόκειται εις ένστασιν και, εν συνεχεία εις αίτησιν θεραπείας, χωρεί δια της πράξεως της Διευθυνούσης Υπηρεσίας, από της εκδόσεως της οποίας συντρέχει υποχρέωσις της Διοικήσεως προς γνωστοποίησιν προς τον ανάδοχον ότι η πράξις αυτή υπόκειται εις ένστασιν, η ρητή ή σιωπηρά απόρριψις της οποίας υπόκειται, ακολούθως, εις αίτησιν θεραπείας, το διοικητικόν όργανον, ενώπιον του οποίου ασκείται τόσον η ένστασις, όσον και η αίτησις θεραπείας, ως και την υπό του νόμου τασσομένην αποκλειστικήν προθεσμίαν προς άσκησιν εκατέρου των ενδικοφανών τούτων προσφυγών” (ΣτΕ 1269/2004 παρ. σε 7μ. που δεν εκδόθηκε ποτέ, 3324/98, 837/99, 1636/99)

Σε αντίθεση με τις άλλες δυο διοικητικές προσφυγές , η ενδικοφανής προσφυγή αποτελεί αυτοτελή προϋπόθεση παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως και της προσφυγής (αρθ.45§ 2 πδ 18/89 και αρθ.63§3 ΚΔΔ) και ο διοικούμενος έχει δικονομικό βάρος , εφόσον έλαβε πλήρη ενημέρωση ,κατά την προεκτεθείσα έννοια, από την διοίκηση περί της ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής, να την ασκήσει, άλλως δεν μπορεί ενώπιον του Δικαστηρίου να ζητήσει την ακύρωση της πράξεως ως προλέχθηκε. Η ενημέρωση του διοικούμενου γίνεται είτε επί του εγγράφου της πράξεως είτε με το έγγραφο κοινοποίησης της πράξεως που όμως θα πρέπει αντίγραφο του να έχει υποχρεωτικώς συγκοινοποιηθεί με την διοικητική πράξη  (ΣτΕ1846/08,227/06,5709/95). Η ενημέρωση πρέπει να είναι πλήρης δηλαδή πρέπει ν’ αναφέρονται : το ενδικοφανές όργανο, η προθεσμία και οι συνέπειες παραλείψεως της ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής (ΣτΕ 2255/96,5709/95). Εάν προβλέπονται δυο βαθμοί ενδικοφανούς διαδικασίας, τότε η ενδικοφανής απάντηση του πρώτου βαθμού πρέπει να περιέχει και την ενημέρωση για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής σε δεύτερο βαθμό με την ως άνω βέβαια πληρότητα (ΣτΕ 113/10).

Η ρητή αλλά εσφαλμένη ενημέρωση ότι κατά της πράξεως προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή, ενώ στην πραγματικότητα δεν προβλεπόταν με αποτέλεσμα ο διοικούμενος ν΄ ασκήσει μη προβλεπόμενη προσφυγή και να χάσει την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως, αίρει το απαράδεκτο λόγω εκπροθέσμου της αίτησης ακυρώσεως και αυτή τεκμαίρεται ότι ασκήθηκε εμπρόθεσμα (ΣτΕ 1237/99). Εξ΄ άλλου η ρητή αλλά εσφαλμένη ενημέρωση του διοικούμενου ότι κατά της πράξεως δεν προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή αίρει το απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως λόγω μη ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής, αφού τεκμαίρεται ότι δεν έγινε ενημέρωση του διοικουμένου (ΣτΕ 582/2012, 1815/97).Η εκπρόθεσμη άσκηση της ενδικοφανούς στερεί δικαιοδοσία της Διοίκησης να επιληφθεί της υπόθεσης (ΣτΕ 5209/2012).

Ειδικά στις πραγματοπαγείς πράξεις η κοινοποίηση της πράξης και άρα η ενημέρωση του διοικούμενου γίνεται με την τοιχοκόλληση της πράξης.

Ειδικά όμως στο στάδιο των αποσπαστών πράξεων, επί διοικητικών συμβάσεων άνω των 5.0000.000 € (Οι συμβάσεις προμήθειας νοσοκομείων υπήγοντο στα ασφαλιστικά μέτρα του 2522/99 με το άρθρο 8 του ν.2955/01 που όμως καταργήθηκε ,με το άρθ.36παρ.2 του ν.3772/09 και άρα πλέον και αυτές υπάγονται βάσει του χρηματικού κατωφλίου στα ασφαλιστικά μέτρα του 3886/10.), η προβλεπόμενη ενδικοφανής διαδικασία αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και όχι της αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία μπορεί ν΄ ασκηθεί χωρίς προηγουμένως να ζητήσουμε προσωρινή δικαστική προστασία κατά το ν. 3886/10 και συνεπώς χωρίς ν΄ ασκήσουμε ενδικοφανή προσφυγή.

Κατ’ εξαίρεση, κρίθηκε ότι δεν απαιτείται ενημέρωση  για άσκηση προδικαστικής προσφυγής σε υποθέσεις δημοσίων συμβάσεων και, επομένως, δεν θεραπεύεται το απαράδεκτο του απευθείας ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος, δεδομένου ότι οι διατάξεις που προβλέπουν την ενδικοφανή προσφυγή, αφενός, χαρακτηρίζονται ως δικονομικές και, αφετέρου, απευθύνονται σε μικρό κύκλο αποδεκτών που οφείλουν να τις γνωρίζουν ενόψει της ιδιαιτερότητας του αντικειμένου (ΣτΕ Ολ 876/2013).

Η ενημέρωση, όπου απαιτείται, γίνεται με την ίδια την πράξη ή με αυτοτελές έγγραφο, με το οποίο γνωστοποιείται η δυνατότητα αυτή, το οποίο αρκεί να είναι διατυπωμένο με σαφήνεια στην ελληνική γλώσσα, διατηρουμένου βεβαίως ακεραίου του δικαιώματος του αλλοδαπού σε περίπτωση μη κατανόησης του επιδιδομένου σε αυτόν εγγράφου ή του σχετικού αποδεικτικού επίδοσής του να αρνηθεί την παραλαβή του επικαλούμενος άγνοια της ελληνικής γλώσσας, την οποία και οφείλει να αποδείξει (ΣτΕ 1592/2012).

Τρόπος ασκήσεως: Υποβάλλεται γραπτώς και εάν το προβλέπει ο νόμος και προφορικά (πχ α.120 ΚΑσφ.ΙΚΑ) στην αρμόδια αρχή (ΣτΕ 1992/2003, 7μ., 4610/1997). Κρίσιμη η ημέρα περιελεύσεως στην αρχή και όχι αυτή της κατάθεσης στο ταχυδρομείο. Για ΙΚΑ από την περιέλευση σε υπηρεσία του ΙΚΑ και όχι στην ΤΔΕ (ΣτΕ 2232/1993). Ο νόμος μπορεί να προβλέπει και κοινοποίηση σε τρίτους θιγόμενους (ΣτΕ 122/2007 Ολομ. επι έργων ΟΤΑ στον ΓΓΠ).  Ισχύει ο κανόνας της «άπαξ ασκήσεως» (ΣτΕ 134/2009).

Την ενδικοφανή προσφυγή έχει δικονομικό βάρος ν΄ ασκήσει ο ενδιαφερόμενος και όχι τρίτοι , οι οποίοι προσφεύγουν παραδεκτώς απευθείας κατά της πράξεως. Πάντως εάν μετά την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής άλλαξε  υπέρ του προσφεύγοντως και κατά τρίτου η αρχική πράξη τότε κατά μία νομολογιακή θέση που ισχύει στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ ο τρίτος δικαιούται να ασκήσει αίτηση θεραπείας ενώπιον του ενδικοφανούς οργάνου (ΣτΕ , Γ’ τμ. 7μ,1111/05 , ΔΕφΑθ 15/09),  εφόσον επικαλεσθεί ότι δεν είχε κληθεί να αναπτύξει τις απόψεις του κατά την συζήτηση της ενδικοφανούς προσφυγής (βλ. ΣτΕ 1054/2006, Α τμ. 7μ άποψη μειοψ). Κατ΄άλλη όμως νομολογιακή θέση , αν δεν υπάρχει ρητή διάταξη που επιτρέπει την άσκηση αιτήσεως θεραπείας, αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν η Διοίκηση για πρώτη φορά εκδίδει ατομική διοικητική πράξη για συγκεκριμένη υπόθεση (βλ. ΣτΕ 1054/2006, Α τμ. 7, μειοψ).

Συνέπειες άσκησης ενδικοφανούς διαδικασίας

Ι. Ουσιαστικές συνέπειες.

1.Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα : Η υπόθεση μετά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής μεταβαίνει στο ενδικοφανές όργανο που επανακρίνει την υπόθεση, περιοριζόμενο όμως στους πραγματικούς ισχυρισμούς της ενδικοφανούς προσφυγής. Το εκδόν όργανο χάνει την αρμοδιότητα ανακλήσεως της πράξης.

Αντίθετα το ενδικοφανές όργανο δεν χάνει την αρμοδιότητά του και μπορεί να επανέλθει και μετά τη πάροδο του χρόνου απάντησης συνεπεία αιτήσεως θεραπείας ή και οίκοθεν ιδίως επι αντικειμενικά κριθέντων ζητημάτων εφαρμόζοντας τους κανόνες ανακλήσεως εάν έχει εκδώσει ρητή πράξη (ΣτΕ 1787/2010,1111/2005).

Με το ένδικο βοήθημα πάντα δηλαδή προσβάλλεται η απάντηση του ενδικοφανούς οργάνου, που έχει πάντα εκτελεστό χαρακτήρα, ακόμη και εάν επικυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς η ενδικοφανής απάντηση προσβάλλεται αυτοτελώς οποτεδήποτε και εάν εκδοθεί. Αντίθετα εάν το όργανο δεν απαντήσει μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία ή εάν δεν προβλέπεται τέτοια, μετά την άπρακτη πάροδο τριμήνου, ο διοικούμενος πρέπει να προσβάλλει την τεκμαιρόμενη σιωπηρά απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής του. Στη περίπτωση αυτή αιτιολογία της σιωπηρής απόρριψης είναι η αιτιολογία της ενδικοφανώς προσβαλλόμενης πράξης (ΔΕφΑθ 238/05, ΣτΕ 1013/72). Η προσβαλλόμενη πράξη ενσωματώνεται στην ενδικοφανή απάντηση. Οι πλημμέλειες που έφερε η προσβαλλομένη πράξη μεταφέρονται κατά κανόνα και βλάπτουν και την ενδικοφανή απάντηση πχ μη ακρόαση, αναρμοδιότητα πρωτοβάθμιου οργάνου , κακή συγκρότηση (ΣτΕ 1087/2014, 1622/2011). Λιγότερο ουσιώδεις πλημμέλειες όμως θεραπεύονται πχ κακή σύνθεση του πρωτοβάθμιου (ΣτΕ 2122/2002) , ακρόαση κατά μια νομολογιακή άποψη. Η πρόβλεψη ενδικοφανούς προσφυγής ή ειδικής δεν θεραπεύει την έλλειψη της προηγούμενης ακρόασης (ΣτΕ 1027, 380/02). Πάντως, στην πρόσφατη απόφαση του ΣΤ΄Τμήματος, ΣτΕ 3521/2015, το δικαστήριο φαίνεται να δέχεται  ότι εφόσον δεν προβλήθηκε η έλλειψη ακροάσεως ως λόγος της ενδικοφανούς προσφυγής καλύπτεται, θεωρώντας την ενδικοφανή διαδικασία το πέρας της διοικητικής διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση κατά πάγια νομολογία δεν υπάρχει υποχρέωση της διοίκησης να καλέσει τον διοικούμενο πριν την έκδοση της ενδικοφανούς απαντήσεως.  Η έλλειψη κλήσης του ενδιαφερομένου για προηγούμενη ακρόαση πριν από την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου ( ΣτΕ 98/2015).

Η ύπαρξη ενδικοφανούς προσφυγής ερευνάται με βάση το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο εκδόσεως της ενδικοφανούς απάντησης ακόμη και εάν το νομοθετικό καθεστώς ήταν ηπιότερο όταν άσκησαν την αίτηση ακύρωσης (ΣτΕ 3266/1976, Ολομ.). Εξαίρεση στο κοινωνικοααφαλιστικό (ΣτΕ2804/2014).

Η προθεσμία απαντήσεως του ενδικοφανούς οργάνου κατά την νομολογία είναι ενδεικτική και όχι ανατρεπτική (ΣτΕ 1641/98). Συνεπώς το ενδικοφανές όργανο δεν καθίσταται χρονικά αναρμόδιο ( σε αντίθεση με την ειδική προσφυγή) αλλά μπορεί να εκδώσει την απάντηση και μετά την πάροδο της προθεσμίας. Εξ΄άλλου  μπορεί να επανέλθει συνεπεία αιτήσεως θεραπείας ή  επ΄ ευκαιρία δεύτερης ενδικοφανούς προσφυγής, οπότε η εκτελεστότητα θα εξαρτάται από το εάν έγινε νέα έρευνα της υπόθεσης (ΣτΕ 1654/98). Όμως εάν η ενδικοφανής απάντηση εκδοθεί μετά την συζήτηση της υποθέσεως στο αρμόδιο Δικαστήριο και προσβληθεί αυτοτελώς, η αίτηση ακυρώσεως θα απορριφθεί διότι στρέφεται κατά πράξεως εκδοθείσης  αναρμοδίως κατά χρόνο (ΣτΕ 1382/06, αντίθετη 949/04). Επί δασικών αμφισβητήσεων σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν.998/79  και εάν μετά την άπρακτη πάροδο του τριμήνου ο ενδικοφανώς προσφεύγων ζητήσει από το ενδικοφανές όργανο βεβαίωση για την σιωπηρά απόρριψη της προσφυγής και εφόσον το ενδικοφανές όργανο εκδώσει την βεβαίωση , τότε καθίσταται χρονικά αναρμόδιο, ενώ διαπράττει π.ν.ο.ε εάν δεν απαντήσει στην αίτηση έκδοσης της βεβαίωσης σιωπηράς απόρριψης (ΣτΕ 3915/10, 1518/10, ΣτΕ 7μ. 3627/03).

Εάν πριν απαντήσει το ενδικοφανές όργανο ασκηθεί πρόωρα η αίτηση ακυρώσεως  τότε μεν είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται ευθέως κατά της υποκείμενης σε ενδικοφανή προσφυγή πράξεως (αρθ. 45§4 εδαφ. γ΄), εφόσον όμως έως την συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως  έχει παρέλθει το τρίμηνο ή έχει εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής, η αίτηση ακυρώσεως θεωρείται ότι στρέφεται παραδεκτώς κατά αυτών των πράξεων, δηλαδή κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης  ή της απαντήσεως του ενδικοφανούς οργάνου. Ο κανόνας αυτός έχει αναπτυχθεί νομολογιακά για την ακυρωτική δίκη, ενώ για την δίκη ουσίας επί προσφυγής ρυθμίζεται ειδικά στο άρθρο 63§5 ΚΔΔ. Εάν όμως κατά της πράξεως προηγηθεί το ένδικο βοήθημα και εν συνεχεία ασκηθεί η ενδικοφανής προσφυγή, τότε, το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται στο σύνολο του ως απαράδεκτο.

Β) Ανασταλτικό : Εάν δεν ορίζεται άλλως η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής δεν έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα και μπορεί να γίνει ταμειακή βεβαίωση, όμως η άσκηση της δίδει δικαίωμα αντιταξιμότητας του οφειλέτη να μην προχωρήσει η εκτέλεση (ΣτΕ 2982/2007,7μ, 2092/2014).

Γ) Αρχή μη χειροτέρευσης (reformationonpejus). Κατά μίαν άποψη της θεωρίας κατά γενική αρχή με την ενδικοφανή διαδικασία δεν μπορεί να καταστεί χειρότερη η θέση του προσφεύγοντος (reformatio non pejus) (ΣτΕ Ολ 927/1940, 19/62, 1067/1979, 4202/1986, 3424/2006, ΣτΕ ΕΑ 68/2009, ΣτΕ 236/2016).Μπορεί όμως εάν υπάρχει αντίθετη νομοθετική πρόβλεψη όπως έκρινε πρόσφατα η ΣτΕ 236/2016.  Όταν η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή κρίνει επί προσφυγής ασφαλισμένου του αναιρεσείοντος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατά αποφάσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, η οποία (προσφυγή) οργανώνεται διαδικαστικά ως ενδικοφανής προσφυγή δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση αυτού, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ρητή αντίθετη ρύθμιση στη νομοθεσία του ως άνω Ιδρύματος, ούτε προκύπτει από τη νομοθεσία αυτή η δυνατότητα της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής να καταστήσει χειρότερη τη θέση του προσφεύγοντος ασφαλισμένου, ενόψει, άλλωστε, και του ότι, προβλέπεται πάντως η δυνατότητα του ασφαλιστικού αυτού οργανισμού (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) να ασκήσει προσφυγή κατά της γνωματεύσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, προκειμένου να μειωθεί το ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου. (αντίθ. μειοψ.). Η μεταβολή της αιτιολογίας της πράξης δεν συνιστά χειροτέρευση (ΣτΕ 245/1959).

ΙΙ.ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ.

1.Προυπόθεση παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης και της προσφυγής.

          Η διοίκηση, όπως προλέχθηκε, έχει υποχρέωση να ενημερώσει τον διοικούμενο για την ύπαρξη ενδικοφανούς προσφυγής, τις προϋποθέσεις ασκήσεως της, το χρόνο και τις συνέπειες μη ασκήσεως της , ήτοι ότι χάνει το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη για την ακύρωση της πράξεως (ΣτΕ  1846/08, ΣτΕ ολομ. 2892/93 ). Δεν χάνει βέβαια το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, διότι μπορεί κατά της παρανόμου πράξεως ν΄ ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως.  Αντίθετα δεν υπάρχει υποχρέωση ενημέρωσης περί των δικονομικών προϋποθέσεων ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων ή των ειδικών προσφυγών (ΣτΕ 1337/07, 1032/00).Θα πρέπει όμως να γίνει δεκτό με ανάλογη εφαρμογή και για την ενότητα του νομικού λόγου ότι υπάρχει ταυτόσημη υποχρέωση για την ειδική προσφυγή του άρθρου 227 του ν. 3852/10 (Καλλικράτη).

2. Προσβαλλόμενη πράξη : Μόνη η ρητή ή σιωπηρή ενδικοφανής απάντηση. Λόγω της ενσωμάτωσης είναι απαράδεκτη η προσβολή της αρχικής πράξης (ΣτΕ 710/2015, 4596/2014).

Εάν ο θιγόμενος από εκτελεστή πράξη δεν ασκήσει κατ΄ αυτής ενδικοφανή προσφυγή, δεν νομιμοποιείται εν συνεχεία ν΄ ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την ενδικοφανή προσφυγή που ασκήθηκε από άλλο θιγόμενο (ΣτΕ 2509/00).

3. Η κατά τόπον αρμοδιότης των Διοικητικών Δικαστηρίων όταν εκδικάζουν ακυρωτικές διαφορές προσδιορίζεται από την έδρα του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με ενδικοφανή πράξη και όχι από την έδρα του ενδικοφανούς οργάνου (αρθ. 3§2 ν. 702/77). Τα αυτά ισχύουν και για τις διαφορές ουσίας (αρθ.7§1 ΚΔΔ).

4. Παραίτηση : δεν είναι νοητή λόγω του εκκαθαριστικού αποτελέσματος (ΣτΕ 4190/2000).

5. Ταυτότητα λόγων ενδικοφανούς και αίτησης ακύρωσης: Οι λόγοι της ενδικοφανούς προσφυγής αποτελούν και τους λόγους ακυρώσεως, δηλαδή δεν μπορεί να γίνει κατά το στάδιο ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως επίκληση νέων πραγματικών ισχυρισμών ή νέων λόγων ακυρώσεως, εκτός εάν οι τελευταίοι προέκυψαν μετά την έκδοση της ενδικοφανούς απαντήσεως . Η ενδικοφανής προσφυγή οριοθετεί ουσιαστικά το αντικείμενο της διαφοράς πριν την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως.

Δηλαδή είναι απαράδεκτος ο λόγος ακυρώσεως που δεν είχε ήδη αναφερθεί στην ενδικοφανή προσφυγή (ΣτΕ 98/2015, 3256/01).ΣτΕ 98/2015: Η καθιέρωση από τη νομοθεσία ορισμένης διοικητικής προσφυγής ως ενδικοφανούς, δηλαδή, ως προϋποθέσεως παραδεκτής ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, όπως συμβαίνει με την έκθεση αυτοψίας και υπολογισμού προστίμων ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτων , αποσκοπεί προδήλως, κατά το νόμο, στην παροχή της δυνατότητας στο ειδικώς κατεστημένο για την εξέτασή της όργανο να αποφανθεί ως προς τη νομιμότητα, αλλά και το ουσιαστικό περιεχόμενο της υποκείμενης σε αυτήν πράξης, ώστε να αποφεύγεται η άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων επί υποθέσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν επιλυθεί εντός των κόλπων της Διοικήσεως. Η επίτευξη αυτού του νομοθετικού σκοπού δεν θα ήταν δυνατή αν ο διοικούμενος είχε τη δυνατότητα να αμφισβητεί τη νομιμότητα της υποκείμενης σε ενδικοφανή προσφυγή πράξης, στο σύνολό της ή ως προς ορισμένα της κεφάλαια, για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου, όπου, άλλωστε, δεν προσβάλλεται η υποκείμενη στην ενδικοφανή πράξη, αλλά η εκδιδόμενη επ’ αυτής.

Αντίθετα με την ενδικοφανή προσφυγή μπορούν να προβληθούν νέα στοιχεία αναφερόμενα την ουσία της υποθέσεως (ΣτΕ 1319/93).

Πράξη που υπέκειτο σε ενδικοφανή προσφυγή και ανακλήθηκε, καθιστά και την ανακλητική πράξη υποχρεωτικώς προσβαλλόμενη με την ίδια ενδικοφανή προσφυγή (ΣτΕ 2167/93).

Ενδικοφανής προσφυγή και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης

Η πρόβλεψη άσκησης ενδικοφανούς ή ειδικής προσφυγής δεν θεραπεύει την έλλειψη τήρησης του τύπου της προηγούμενης ακρόασης πριν την έκδοση της αρχικώς βλαπτικής πράξης διότι πρόκειται για ύστερη ακρόαση (άρθρο 6 παρ.4 ΚΔΔιαδ, ΣτΕ 2180/2013, 2283/2012, 3489/2011, 2521/2011, 3114/2010, 2159/2009). Πάντως η νομολογία των τμημάτων του ΣτΕ φαίνεται διχασμένη.

Το Α΄τμήμα του ΣτΕ έχει νομολογήσει ότι η υποχρέωση των ασφαλιστικών οργάνων να καλέσουν τον εργοδότη προς παροχή εξηγήσεων πριν από την έκδοση δυσμενών πράξεων (ΠΕΕ και ΠΕΠΕΕ), η επιβολή των οποίων συνδέεται κατά νόμον με την υποκειμενική συμπεριφορά του, δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τη δυνατότητα που παρέχεται σ’ αυτόν να ζητήσει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθόσον η ακρόαση του ενδιαφερομένου πρέπει να λαμβάνει χώρα οπωσδήποτε πριν από τη λήψη του δυσμενούς εις βάρος του μέτρου, πριν από την έκδοση, δηλαδή, της αρχικής εκτελεστής απόφασης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο (ΣτΕ 2348/2015, 2180/2013, 3489/2011, 2521/2011, 2383/2012, πρβλ. ΔΕΕ της 22.11.2012, C-277/11, M. κατά Ιρλανδίας, ). Το ίδιο και το Δ΄ Τμήμα, που έκρινε ότι η μη τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης στις υποθέσεις που διέπονται κατά χρόνον από τον ΚΔΔιαδ δεν καλύπτεται με την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής από τον διοικούμενο κατά της βλαπτικής των συμφερόντων του πράξης [ΣτΕ 3114/2010, 2159/2009]. Ομοίως και το Β΄ Τμήμα, επαναλαμβάνοντας την κρίση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 2370/2007, δέχθηκε, με την απόφαση ΣτΕ 2383/2012 για τις φορολογικές διαφορές, ότι «η συμμόρφωση της φορολογικής αρχής προς την υποχρέωσή της αυτή [της προηγούμενης ακροάσεως] αποτελεί προϋπόθεση νομιμότητος της σχετικής διαδικασίας και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τη δυνατότητα που παρέχεται στον επιτηδευματία, στον οποίο επιβλήθηκε το πρόστιμο, από την… διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 34 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, να ζητήσει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, μετά την έκδοση της πράξεως επιβολής προστίμου, επιδιώκοντας την εξαφάνιση ή την τροποποίησή της

Αντίθετα το ΣΤ΄ Τμήμα, φαίνεται να έχει αντίθετη θέση όταν βάσει της συγκεκριμένης ειδικής νομοθεσίας προβλέπονται ένα ή περισσότερα στάδια ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον ανώτερων οργάνων, η μη τήρηση του ως άνω τύπου της προηγούμενης ακροάσεως κατά τη διαδικασία εκδόσεως της αρχικής πράξης καλύπτεται, εφόσον, στα πλαίσια της προβλεπόμενης ενδικοφανούς προδικασίας καθώς και με το ασκηθέν ενώπιον του δικάσαντος Εφετείου ένδικο βοήθημα, ο διοικούμενος προέβαλε τους κρίσιμους, κατ’ αυτόν, ισχυρισμούς σχετικά με τη μη αποκλειστική υπαιτιότητά του για την καθυστέρηση περάτωσης του έργου και τη, συνεπεία αυτού, μη νόμιμη επιβολή ποινικής ρήτρας, η μη κλήση της για την προβολή των εν λόγω ισχυρισμών πριν την έκδοση της αρχικής πράξεως επιβολής ποινικής ρήτρας δεν καθιστά την πράξη αυτή ακυρωτέα για μη τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακροάσεως ( ΣτΕ 3521/2015).

Το ίδιο και το Ε΄ Τμήμα με τη 1392/2016 που νομολογεί ότι όταν βάσει της συγκεκριμένης ειδικής νομοθεσίας που διέπει την έκδοση της δυσμενούς διοικητικής πράξης προβλέπονται, πέραν της αρχικής προηγουμένης ακροάσεως, και ένα ή περισσότερα στάδια ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον ανωτέρων οργάνων η μη τήρηση του προβλεπομένου τύπου της προηγούμενης ακρόασης κατά την διαδικασία έκδοσης της αρχικής πράξης καλύπτεται, εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκήσει την ή τις ενδικοφανείς προσφυγές και προβάλει τους κρίσιμους, κατ’ αυτόν, ισχυρισμούς που δεν προέβαλε πριν την έκδοση της αρχικής πράξεως. Στην περίπτωση, μάλιστα αυτή, θα πρέπει να θεωρηθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη η τελικώς εκδιδομένη, μετά την άσκηση από τον ενδιαφερόμενο της ή των ενδικοφανών προσφυγών, διότι ως οριστική διοικητική πράξη είναι η τελικώς εκδιδομένη μετά την εξάντληση της ενδικοφανούς διαδικασίας (ΣτΕ Ολ 4447/2012). Συνεπώς κρίνει : «οτι εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλούσα άσκησε την ενδικοφανή προσφυγή του άρθρου 4 του π.δ. 267/1998 και προέβαλε τους κρίσιμους, κατ’ αυτήν, ισχυρισμούς που δεν προέβαλε πριν την έκδοση της έκθεσης αυτοψίας, η μη τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης κατά την διαδικασία έκδοσης της έκθεσης αυτοψίας καλύφθηκε”.  

 Παρόμοια και η ΣτΕ 98/2015: με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου, διότι της εκδόσεώς της δεν προηγήθηκε κλήση της εκκαλούσας να εκθέσει τις απόψεις της, τούτο δε είναι αντίθετο με το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος. Η παραδεκτώς προσβληθείσα απόφαση, όμως, της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων εκδόθηκε κατόπιν ενστάσεως της εκκαλούσας και, επομένως, ως προς την απόφαση αυτή, όπως και ως προς οποιαδήποτε πράξη εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως ή διοικητικής προσφυγής του διοικουμένου, συμπεριλαμβανομένης και της ενδικοφανούς, δεν συνέτρεχε υποχρέωση της Διοίκησης να καλέσει την εκκαλούσα να εκθέσει τις απόψεις της, τις οποίες προφανώς περιείχε η ασκηθείσα ένστασή της. Εφόσον, εξάλλου, ο λόγος ακυρώσεως είχε την έννοια ότι η απόφαση της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων ήταν ακυρωτέα διότι η εκκαλούσα δεν είχε κληθεί να εκθέσει τις απόψεις της πριν από την έκδοση της ίδιας της εκθέσεως αυτοψίας, ο λόγος ήταν, πάντως, απορριπτέος ως αλυσιτελής, διότι όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 1159/2013, Ολ 4447/ 2012, κ.ά.). για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγου ακυρώσεως περί μη τηρήσεως του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης πριν από την έκδοση δυσμενούς γι’ αυτόν πράξης, απαιτείται και παράλληλη αναφορά των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλλε προς τη Διοίκηση, αν είχε κληθεί.

ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ

Ενδικοφανείς διαδικασίες καθιερώνονται :  α) στο ΙΚΑ κάθε πράξη του Δν/τη του υποκαταστήματος του ΙΚΑ προσβάλλεται με ενδικοφανή προσφυγή (αίτηση θεραπείας) εντός 3 μηνών από της κοινοποιήσεως στη κατά τόπο αρμόδια Τοπική Διοικητική Επιτροπή του ΙΚΑ. Γενικότερα στο κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο καθιερώνεται σε όλους τους ΟΚΑ ενδικοφανής διαδικασία.

Β) Κατά εκθέσεως αυτοψίας αυθαιρέτου ασκείται «ένσταση» στην τοπικά αρμόδια Επιτροπή Αυθαιρέτων (αρθ. 4 πδ 267/98). Η έκθεση αυτοψίας είναι πραγματοπαγής διοικητική πράξη και η τριακονθήμερη προθεσμία ασκήσεως της ως άνω ενστάσεως αρχίζει από την επομένη τα τοιχοκολλήσεως της έκθεσης στο φερόμενο αυθαίρετο, η δε ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (ΣτΕ 7Μ., 4585/2009, 1244/08 παραπ. σε 7μελη με μειοψ., Βλ. όμως και 1167/11 που παρ σε 7μ.) Η πλειοψηφούσα άποψη καταλήγει, ενόψει της ανάγκης προστασίας και ταχείας αποκατάστασης του οικιστικού περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ. 2 Συντ.), στην κρίση ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ/τος 267/1998 τοιχοκόλληση της έκθεσης αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής στο αυθαίρετο συνιστά πρόσφορο τρόπο γνωστοποίησης του περιεχομένου της προς οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, προκειμένου αυτός να ασκήσει την προβλεπόμενη ενδικοφανή προσφυγή .Αντίθετα, περισσότερο εναρμονισμένη με τις ως άνω διατάξεις με υπερνομοθετική ισχύ είναι η άποψη της μειοψηφίας, κατά την οποία το εν λόγω «τεκμήριο» γνώσης της πράξης είναι μαχητό. Πράγματι, θα ήταν, με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας, αυστηρό να θεωρηθεί ότι συντελείται γνωστοποίηση της πράξεως με την απλή τοιχοκόλληση στο αυθαίρετο, και, μάλιστα, όχι μόνον για τον ιδιοκτήτη (ο οποίος μπορεί να το χρησιμοποιεί απλά ως εξοχική κατοικία), αλλά και για κάθε ενδιαφερόμενο.

Γ) Η πράξη του Δασάρχη που χαρακτηρίζει έκταση ως δασική προσβάλλεται με ενδικοφανή προσφυγή (αντιρρήσεις) στη Πρωτοβάθμια Επιτροπή Δασικών Αμφισβητήσεων και εν συνεχεία στη Δευτεροβάθμια , εντός προθεσμίας  2 μηνών  (αρθ.14 του ν. 998/79).

Δ) Στις φορολογικές διαφορές υπο το βάρος των μηνμονιακών υποχρεώσεων της χώρας   προστέθηκαν στο  Ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), τα άρθρα 70Α και 70Β που ρύθμιζαν τη σχετική διαδικασία. Ο Ν. 2238/1994 καταργήθηκε και από την 1/1/2014 ισχύει ο νέος κώδικας φορολογίας εισοδήματος (Ν. 4174/2013), το άρθρο 63 του οποίου ορίζει τα εξής:

 Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή

 1. Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση, « ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης» οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημα του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν.

2. Η Φορολογική Διοίκηση αποστέλλει την ενδικοφανή προσφυγή του υπόχρεου, συνοδευόμενη από σχετικά έγγραφα και τις απόψεις αυτής, εντός επτά (7) ημερών από την υποβολή, στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης, προκειμένου η τελευταία να αποφανθεί.

3. «Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%).»

4. Ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να υποβάλει, ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής της καταβολής που προβλέπεται στην παράγραφο 3. Η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης δύναται να αναστείλει την εν λόγω πληρωμή, μέχρι την “έκδοση” της απόφασης της [στον υπόχρεο], μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η πληρωμή θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης στη Φορολογική Διοίκηση, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί. Τυχόν αναστολή της πληρωμής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής  “των τόκων” λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου.

5. Εντός εξήντα (60) ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής στη Φορολογική Διοίκηση, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης εκδίδει απόφαση, την οποία κοινοποιεί στον υπόχρεο, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που έλαβε από τον υπόχρεο και τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που είναι σχετική με την υπόθεση. Αν η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης το κρίνει απαραίτητο, δύναται να καλέσει τον υπόχρεο σε ακρόαση. Σε περίπτωση που προσκομισθούν νέα στοιχεία στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης ή γίνει επίκληση νέων πραγματικών ριστατικών, ο υπόχρεος πρέπει να καλείται σε ακρόαση. «Αν, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, δεν εκδοθεί απόφαση τότε θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης και ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής.»

Στην περίπτωση των ενδικοφανών προσφυγών που υποβάλλονται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέχρι τις 28.2.2014 η προθεσμία του πρώτου εδαφίου επεκτείνεται σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες.

6. Αν με την απόφαση ακυρώνεται, μερικά ή ολικά, ή τροποποιείται η πράξη της φορολογικής αρχής, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης οφείλει να αιτιολογεί την απόφαση αυτή επαρκώς με νομικούς ή και πραγματικούς ισχυρισμούς. Σε περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, η αιτιολογία μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή των διαπιστώσεων της οικείας πράξης προσδιορισμού φόρου. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση πρέπει να περιέχει τουλάχιστον την οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου, το καταλογιζόμενο ποσό και την προθεσμία καταβολής αυτού.

«Η φορολογική αρχή, της οποίας η πράξη ακυρώνεται για τυπικές πλημμέλειες, εκδίδει νέα πράξη σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης.»

7. Η Φορολογική Διοίκηση δεν έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης.

8. Κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά οποιασδήποτε πράξης που εξέδωσε η Φορολογική Διοίκηση είναι απαράδεκτη.

 9. Ο Γενικός Γραμματέας δύναται να εκδίδει τις αναγκαίες κανονιστικές πράξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και ιδίως να καθορίζει τις λεπτομέρειες για τη λειτουργία της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης, την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων της.

Ε) Διαφορές από την εφαρμογή της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 περ. α΄ του Ν 702/1977.

Πρόκειται για την πολυπληθέστερη κατηγορία διαφορών που υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή, η οποία μάλιστα έχει αποδειχθεί ιδιαιτέρως αποτελεσματική. Ειδικότερα, για την αποφυγή της υπερφόρτωσης των διοικητικών δικαστηρίων με υποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης, καθιερώθηκε ένα υποχρεωτικό στάδιο διοικητικής επίλυσης των σχετικών αμφισβητήσεων από Τοπική Διοικητική Επιτροπή (ΤΔΕ) του ΙΚΑ, η οποία, ενόψει της συγκρότησής της και των εξουσιών ελέγχου που διαθέτει, παρέχει ικανοποιητικά εχέγγυα αμερόληπτης και αντικειμενικής κρίσης. Συγκεκριμένα, κατά την εκδίκαση των σχετικών ενστάσεων, η ΤΔΕ «ερευνά ελευθέρως τα πραγματικά και νομικά της υπόθεσης στοιχεία,… δύναται για την ανεύρεση της αλήθειας να καλέσει οποιονδήποτε για τη λήψη πληροφοριών, να εξετάσει μάρτυρες, να ενεργήσει αυτοψία, να προκαλέσει ιατρικές γνωματεύσεις, να ζητήσει πληροφορίες από κάθε αρχή και να λάβει υπόψη της οποιοδήποτε έγγραφο στοιχείο, χωρίς να δεσμεύεται από τα υποβληθέντα έγγραφα, αποφασίζει δε ελευθέρως και κατά συνείδηση, σύμφωνα, όμως προς τον νόμο και τους κανονισμούς του ΙΚΑ».

Κοινωνική νομοθεσία

Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ)

Κατά των αποφάσεων των οργάνων του ΟΕΚ με τις οποίες γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται αίτημα για χορήγηση στεγαστικής συνδρομής με τη μορφή της κλήρωσης κατοικίας ή παροχής σε δικαιούχο, είναι δυνατή, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 5 του Κανονισμού του ΟΕΚ , η διατύπωση αντιρρήσεων από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον εντός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης της αρμόδιας Διεύθυνσης Στεγαστικής Συνδρομής του ΟΕΚ προς αυτόν.

Προστασία ειδικών κοινωνικών ομάδων

Με τη διαδικασία του Ν 2643/1998, Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών, παρέχεται η δυνατότητα σε πρόσωπα που ανήκουν στις ειδικά προστατευόμενες ομάδες του νόμου να τοποθετηθούν σε θέσεις του ιδιωτικού ή δημοσίου τομέα. Κατά των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων πενταμελών Επιτροπών για την τοποθέτηση των ατόμων αυτών χωρεί η ενδικοφανής προσφυγή του άρθρου 9 ενώπιον των δευτεροβάθμιων Επιτροπών, οι οποίες μπορούν να ακυρώνουν εν όλω ή εν μέρει την πράξη ή να την τροποποιούν, προβαίνοντας αναλόγως και σε τοποθέτηση του προσφεύγοντος, ή να απορρίπτουν την προσφυγή.

Στ) Δημόσια έργα, προμήθειες, υπηρεσίες, εκπόνηση μελετών

Προσυμβατικό στάδιο (Ν 3886/2010)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν 3886/2010, πριν από την άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, είναι υποχρεωτική η προηγούμενη άσκηση διοικητικής προσφυγής κατά οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης του φορέα διενέργειας του διαγωνισμού. Η συγκεκριμένη προσφυγή έχει ενδικοφανή χαρακτήρα και έχει επικρατήσει για τον χαρακτηρισμό της ο όρος «προδικαστική προσφυγή» , αποτελεί δε τη μοναδική περίπτωση στην ελληνική νομοθεσία όπου μία διοικητική προσφυγή είναι όρος του παραδεκτού για την υποβολή αίτησης προσωρινής δικαστικής προστασίας .

Στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης (Ν 1418/1984)

Υποχρεωτική διαδικασία διοικητικής επίλυσης με διπλή ενδικοφανή προσφυγή καθιερώνει το άρθρο 12 του Ν 1418/1984 περί δημοσίων έργων. Η προβλεπόμενη ενδικοφανής διαδικασία είναι ιδιαίτερα τυπική και λεπτομερής και αφορά την επίλυση αμφισβητήσεων που προκαλούνται από πράξεις ή παραλείψεις της Διευθύνουσας Υπηρεσίας και θίγουν έννομο συμφέρον αναδόχου σύμβασης εκτέλεσης δημοσίου έργου, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν 1418/1984, με αντισυμβαλλόμενο είτε το Δημόσιο είτε ΝΠΔΔ είτε ΝΠΙΔ . Παρεμφερή διαδικασία (ένσταση και αίτηση θεραπείας) προβλέπει και το άρθρο 41 του Ν 3316/2005, περί δημοσίων συμβάσεων, συμβάσεων εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών.

Ζ) Φαρμακευτικό δίκαιο

Η) Κυρώσεις σε φαρμακοποιούς

Οι πράξεις επιβολής των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 15 του ΠΔ 121/2008 και επιβάλλονται στους φαρμακοποιούς για παραβίαση των υποχρεώσεων του άρθρου 4 σχετικά με τη χορήγηση φαρμάκων σε ασφαλισμένους υπόκεινται στην προβλεπόμενη στην παρ. 18 του ιδίου άρθρου ενδικοφανή προσφυγή. Αυτή ασκείται εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της πράξης επιβολής κυρώσεων ενώπιον της αρμοδίας Επιτροπής του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημοσίου (ΟΠΑΔ, άρθρο 41 του Ν 3329/2005) ή ενώπιον του Διοικητή του Ιδρύματος για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή ενώπιον του ΔΣ του ασφαλιστικού φορέα, για τους λοιπούς οργανισμούς. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής καθώς και η υποβολή της έχουν εκ του νόμου ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ίδρυση φαρμακείου ή φαρμακαποθήκης

Κατά των αποφάσεων του Νομάρχη (ήδη μετά τον Ν 3852/2010 ενν. Περιφερειάρχη) για ίδρυση φαρμακείου ή φαρμακαποθήκης, το άρθρο 10 του Ν 1963/1991 προβλέπει την άσκηση της διοικητικής προσφυγής του άρθρου 8 του Ν 3200/1955 ενώπιον του Υπουργού Υγείας, ο οποίος εξετάζει την απόφαση του Νομάρχη και κατ’ ουσίαν, δυνάμενος να την ακυρώσει ή να την τροποποιήσει. Της απόφασης του Υπουργού προηγείται γνωμοδότηση της Φαρμακευτικής Γνωμοδοτικής Επιτροπής. Η προσφυγή ασκείται από κάθε ενδιαφερόμενο εντός 30 ημερών από τη γνώση της απόφασης και έχει ενδικοφανή χαρακτήρα, αφού επιτρέπεται η πλήρης επανεξέταση της υπόθεσης . Η μη άσκησή της, εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει ενημερωθεί επαρκώς, καθιστά την απευθείας ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης απαράδεκτη. Ο Υπουργός πρέπει να αποφανθεί συναφώς εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των 60 ημερών, ειδάλλως στερείται της κατά χρόνο αρμοδιότητάς του για την τροποποίηση της προσβαλλόμενης πράξης .

Θ) Πειθαρχικό δίκαιο

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Σύμφωνα με το άρθρο 141 του Υπαλληλικού Κώδικα , κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών προϊσταμένων και του πειθαρχικού συμβουλίου, όταν αυτό κρίνει σε πρώτο βαθμό, με τις οποίες επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές, επιτρέπεται ένσταση, τόσο του υπαλλήλου όσο και της Διοίκησης, ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ή του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου αντίστοιχα. Η ένσταση που αποτελεί ενδικοφανή προσφυγή, όταν στρέφεται κατά απόφασης πειθαρχικού προϊσταμένου, κατατίθεται στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, ενώ όταν στρέφεται κατά απόφασης πειθαρχικού συμβουλίου κατατίθεται στο συμβούλιο αυτό, το οποίο τη διαβιβάζει άμεσα στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο . Η ένσταση ασκείται εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, ενώ η προθεσμία για την άσκησή της και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Κατ΄ εξαίρεση, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει την άμεση εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος εκτός εάν με αυτή έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού .

Η άσκηση της ένστασης συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της υπαλληλικής προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφετείο. Σε περίπτωση, ωστόσο, ελλιπούς ή παράλειψης ενημέρωσης του υπαλλήλου ως προς την προβλεπόμενη ένσταση, το απαράδεκτο της απευθείας ασκηθείσας υπαλληλικής προσφυγής αίρεται .

Ι) Στελέχη των ενόπλων δυνάμεων

Κατά των πράξεων επιβολής των «συνήθων» πειθαρχικών ποινών που προβλέπονται στην παρ. 5 του άρθρου 40 του Ν 3883/2010 για στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, παρέχεται, κατά την παρ. 10 του ιδίου άρθρου, η δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής εντός προθεσμίας 15 ημερών, υπολογιζόμενης από την επομένη της ημέρας κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε νομίμως γνώση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή παράλειψης. Αντίθετα, για τις ποινές που χαρακτηρίζονται από τη νομοθεσία ως «καταστατικές» δεν προβλέπεται στάδιο ενδικοφανούς διαδικασίας και ως εκ τούτου το κατ’ αυτών απευθείας ασκηθέν ένδικό βοήθημα είναι επιτρεπτό.

Αστυνομικοί

Κατά των αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών οργάνων του ΠΔ 120/2008 (Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού) προβλέπεται στο άρθρο 51 η δυνατότητα άσκησης προσφυγής από τον τιμωρηθέντα αστυνομικό εντός 15 ημερών από την επίδοση της απόφασης. Η προσφυγή διαβιβάζεται στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, το οποίο εξετάζει εκ νέου την υπόθεση, χωρίς να μπορεί να καταστήσει δυσμενέστερη τη θέση του προσφεύγοντος. Κατά τη διαδικασία της εκδίκασης δεν είναι υποχρεωτική η εξέταση μαρτύρων και η παρουσία του προσφεύγοντος, χωρίς όμως αυτό να αποκλείεται. Δυνατή είναι και η παράσταση του προσφεύγοντος με δικηγόρο, εφόσον όμως υποβληθεί σχετικό αίτημα. Η απόφαση που εκδίδεται είναι τελεσίδικη και επιδίδεται στον προσφεύγοντα, αφού συνταχθεί σχετικό αποδεικτικό επίδοσης.

Ομοίως, κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων, σύμφωνα με το άρθρο 53 του ιδίου ΠΔ, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή εντός 20 ημερών ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο επανεξετάζει την υπόθεση, εφαρμόζοντας τη διαδικασία των άρθρων 41-46, χωρίς να μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του προσφεύγοντος. Η αρχική πειθαρχική απόφαση εφόσον παρέλθει η προθεσμία άσκησης έφεσης ή η απόφαση του Δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου εφόσον ασκηθεί η παρεχόμενη διοικητική προσφυγή είναι τελεσίδικες και εκτελούνται άμεσα από την Υπηρεσία του τιμωρηθέντος με τις προβλεπόμενες εκ του νόμου πράξεις.

Οι παραπάνω προσφυγές κατά των πειθαρχικών αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών οργάνων ή των πειθαρχικών συμβουλίων της Αστυνομίας συνιστούν ενδικοφανή προσφυγή. Μόνες προσβλητές πράξεις ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων είναι οι αποφάσεις που εκδίδονται επί των ως άνω προσφυγών, με αποτέλεσμα αίτηση ακύρωσης κατά πειθαρχικής απόφασης σε βάρος αστυνομικού να είναι απαράδεκτη, αν δεν έχει τηρηθεί η προηγούμενη ενδικοφανής διαδικασία .

Πυροσβέστες

Κατά των πειθαρχικών αποφάσεων του πρωτοβάθμιου Ανακριτικού Συμβουλίου του ΝΔ 935/1971 επιτρέπεται στον πειθαρχικώς εγκαλούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 30, η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Ανακριτικού Συμβουλίου. Η προσφυγή μπορεί να ασκηθεί από τον εγκαλούμενο εντός 10 ημερών από την κοινοποίησή της και εντός 20 ημερών από τον Αρχηγό του οποίου το ερώτημα πειθαρχικής δίωξης υπηρετούντος υπαλλήλου απορρίφθηκε. Το Δευτεροβάθμιο Ανακριτικό Συμβούλιο επανεξετάζει την υπόθεση στην ουσία της και μπορεί να διατάξει τη διενέργεια νέας έρευνας. Η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Ανακριτικού ή η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης της προβλεπόμενης προσφυγής καθιστούν την εκδοθείσα απόφαση τελεσίδικη .

Κ) Δικηγόροι

Στο άρθρο 77 του ΝΔ 3026/1954, Κώδικας περί Δικηγόρων, προβλέπεται ότι κατά απόφασης του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου του οικείου δικηγορικού συλλόγου, με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές, ο τιμωρηθείς δικηγόρος δικαιούται εντός 10 ημερών από την επίδοση της απόφασης να ασκήσει έφεση κατά αυτής ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκησή της έχουν ανασταλτική δύναμη. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 78 του ίδιου ΝΔ, επιλαμβανόμενο της υπόθεσης, δικαιούται να διατάξει νέα ανάκριση, να καλέσει τον τιμωρηθέντα δικηγόρο, να μεταρρυθμίσει ή και να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η απόφαση εκδίδεται εντός τριμήνου, είναι αμετάκλητη από την έκδοσή της και πρέπει να εκτελείται από τον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, χωρίς καθυστέρηση.

Μέχρι πρόσφατα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 78 του ΝΔ 3026/1954, κατά των αποφάσεων του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων δεν ήταν επιτρεπτή η άσκηση αίτησης ακύρωσης. Με την ΣτΕ Ολ 189/2007, η σχετική απαγορευτική διάταξη του Κώδικα περί Δικηγόρων κρίθηκε αντισυνταγματική και ως εκ τούτου ανίσχυρη, καθόσον το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν συνιστά δικαστήριο, ούτε αποτελεί όργανο εντεταγμένο στη δικαστική οργάνωση του Κράτους, ανεξάρτητα της προβλεπομένης από τον νόμο συμμετοχής στο πενταμελές Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων και δύο τακτικών δικαστών πέραν των τριών μετεχόντων σε αυτό δικηγόρων . Αντίθετα, τόσο το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο όσο και τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια αποτελούν πειθαρχικά όργανα της Διοίκησης, οι αποφάσεις των οποίων υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Ύστερα λοιπόν από την εξέλιξη αυτή, εφόσον το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των δικηγόρων κρίθηκε ότι συνιστά συλλογικό όργανο της Διοίκησης, η προβλεπόμενη έφεση ενώπιον αυτού έχει, χωρίς αμφιβολία χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής , της οποίας η άσκηση, υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί κατάλληλη και επαρκής ενημέρωση, συνιστά όρο του παραδεκτού του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος.

Λ) Ιατροί

Κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των ιατρικών συλλόγων σχετικά με τους ιατρούς-μέλη αυτών στο άρθρο 70 του BΔ 11 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1957 προβλέπεται η άσκηση έφεσης από τον τιμωρηθέντα ιατρό ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου που εδρεύει στην Αθήνα. Η έφεση ασκείται εντός δέκα ημερών από την επίδοση της πειθαρχικής απόφασης. Προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης είναι η καταβολή παραβόλου 100 ευρώ, το οποίο συνιστά πόρο του οικείου ιατρικού συλλόγου, ενώ το πειθαρχικό συμβούλιο που εκδίδει την καταδικαστική απόφαση αποφαίνεται για το αν η άσκηση της έφεσης έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα .

Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 71 του ιδίου ΒΔ, έχει τη δυνατότητα διενέργειας νέας ανάκρισης, ακρόασης του ιατρού και εξουσία για την μεταρρύθμιση ή την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης. Η έφεση έχει αναμφίβολα χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής και η απόφαση επ’ αυτής πρέπει να εκδίδεται εντός τριμήνου από τη διαβίβαση της στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, έχει δε αμετάκλητο χαρακτήρα. Η απόφαση αυτή είναι πλέον η μόνη εκτελεστή πράξη και εκτελείται άμεσα από τον Πρόεδρο του οικείου ιατρικού συλλόγου, δυνάμενη πλέον να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί μόνο ύστερα από προσφυγή ουσίας ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο Διοικητικού Πρωτοδικείου .

Όσον αφορά τις πειθαρχικές αποφάσεις σχετικά με το ιατρικό προσωπικό του ΕΣΥ, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν 3329/2005 μπορεί να ασκηθεί ένσταση ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που εδρεύει σε κάθε Υγειονομική Περιφέρεια. Ομοίως, κατά των αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου όταν αυτό κρίνει σε πρώτο βαθμό είναι δυνατή η άσκηση έφεσης ενώπιον του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου, το οποίο υποχρεούται να εκδώσει απόφαση σε δύο μήνες από την ημέρα παραλαβής του σχετικού φακέλου. Η ένσταση ή η έφεση ασκείται σύμφωνα με την παρ. 5 από τον τιμωρηθέντα ιατρό εντός 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης και από τον Υπουργό Υγείας εντός 30 ημερών από την έκδοση της απόφασης. Η ένσταση και η έφεση, όπως προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις, συνιστούν ενδικοφανή προσφυγή και όρο του παραδεκτού της προσφυγής που μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, εντός 30 ημερών ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο Διοικητικού Εφετείου.

Ε) Οδοντίατροι

Κατά των αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου των οδοντιατρικών συλλόγων επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Ν 1026/1980 (Περί Οδοντιατρικών Συλλόγων κ.λπ.), η άσκηση έφεσης από τον τιμωρηθέντα οδοντίατρο ή το Δ.Σ. του Συλλόγου ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου των Οδοντίατρων. Η έφεση κατατίθεται εντός 30 ημερών στη γραμματεία του πειθαρχικού συμβουλίου συνοδευόμενη από παράβολο που αποτελεί πόρο του οικείου Οδοντιατρικού Συλλόγου. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκηση αυτής αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, ενώ η επί της έφεσης εκδιδόμενη απόφαση εκτελείται άμεσα σύμφωνα με το άρθρο 72 από τον Πρόεδρο του οικείου Συλλόγου.

Φαρμακοποιοί

Κατά των αποφάσεων επιβολής κυρώσεων των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων των οικείων φαρμακευτικών συλλόγων, σύμφωνα με το άρθρο 67 παρ. 9 Ν 3601/1928, επιτρέπεται έφεση που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή και ασκείται εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ενώπιον του Ανωτάτου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η άσκηση της έφεσης συνεπάγεται την αναστολή εκτέλεσης των ποινών μέχρι την έκδοση της απόφασης από το δευτεροβάθμιο όργανο. Οι εφέσεις που ασκούνται ενώπιον του Ανώτατου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων των Φαρμακευτικών Συλλόγων εισάγονται και εκδικάζονται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών μηνών το αργότερο από την κατάθεση. Εάν παρέλθει άπρακτη η αποκλειστική αυτή προθεσμία, η έφεση θεωρείται ως σιωπηρώς απορριφθείσα.

Μ) Μηχανικοί ΤΕΕ

Οι μηχανικοί που ανήκουν στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΤΕΕ) υπόκεινται στην πειθαρχική δικαιοδοσία του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου του ΤΕΕ . Κατά των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 32 του ΠΔ 27 Νοεμ./14 Δεκ.1926, έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου που κατατίθεται στη Γραμματεία των οικείων Πειθαρχικών Συμβουλίων, εντός 15 ημερών από την κοινοποίησή τους. Δικαίωμα έφεσης έχει ο καταδικασθείς και ο Πρόεδρος του ΤΕΕ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει έφεση και κατά των ανεκκλήτων αποφάσεων του Συμβουλίου. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Κατά την εκδίκαση της έφεσης, το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να διατάξει νέα ανάκριση και έχει την εξουσία να επικυρώσει, να μεταρρυθμίσει ή να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση με τον εξής περιορισμό: σε περίπτωση έφεσης του διωκόμενου δεν μπορεί να χειροτερεύσει την θέση του, ενώ σε περίπτωση έφεσης του Προέδρου του ΤΕΕ, δεν μπορεί να την καταστήσει ευνοϊκότερη. Η εκδοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου χαρακτηρίζεται από τις κείμενες διατάξεις ως αμετάκλητη.

Ν) Κληρικοί, μοναχοί

Η απόφαση του πρωτοβάθμιου επισκοπικού δικαστηρίου με την οποία επιβάλλονται σε κληρικούς και μοναχούς οι κυρώσεις του άρθρου 133 του Ν 5383/1932 που επηρεάζουν την υφιστάμενη υπηρεσιακή σχέση του κληρικού με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος ή με άλλο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο μπορεί να προσβληθεί με έφεση που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας 10 ημερών. Σύμφωνα με το άρθρο 135, η προθεσμία της έφεσης καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης, εκτός αν με αυτήν επιβάλλεται η ποινή της αργίας από κάθε ιεροπραξία. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως ο κατηγορούμενος κληρικός, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 142, η απόφαση επί της έφεσης δεν μπορεί να οδηγήσει σε χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος. Αντίθετα, δεν προσβάλλονται ούτε δια της διοικητικής ούτε δια της δικαστικής οδού οι ποινές που έχουν συνέπειες καθαρά πνευματικής φύσης, όπως το επιτίμιο της ακοινωνησίας .

Ξ) Νομοθεσία περί προστασίας καταναλωτών

Κατά των αποφάσεων των αρμοδίων αρχών περί ανάκλησης, απόσυρσης, διάθεσης υπό όρους, δέσμευσης, καταστροφής ακατάλληλων για την υγεία των καταναλωτών προϊόντων προβλέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 12 του Ν 2251/1994, περί προστασίας καταναλωτών, άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ενώπιον του Υπουργού Ανάπτυξης, ο οποίος αποφαίνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας 60 ημερών από την άσκησή της.

Π) Νομοθεσία για την αναγνώριση τίτλων σπουδών

Κατά των αποφάσεων απόρριψης αιτήματος αναγνώρισης τίτλου σπουδών, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να υποβάλει στο οικείο Τμήμα του ΔΣ του ΔΟΑΤΑΠ εντός ενός έτους από την κοινοποίηση της απόρριψης, αίτηση για επανεξέταση του θέματος, παραθέτοντας τους λόγους της επανεξέτασης και προσκομίζοντας νέα στοιχεία. Αν ο Πρόεδρος του ΔΟΑΤΑΠ είναι αρνητικός στο αίτημα, οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση σε Ειδική Επιτροπή Επανεξέτασης, η οποία θα εισηγηθεί προς το αρμόδιο Τμήμα του ΔΣ του ΔΟΑΤΑΠ, το οποίο και θα αποφανθεί οριστικά επί της αίτησης επανεξέτασης. Η αίτηση επανεξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 13 του Ν 3328/2005 συνιστά, κατά την έννοια του άρθρου 25 παρ. 2 του ΚΔΔιαδ, ενδικοφανή προσφυγή, στην οποία υπόκεινται μόνον οι πράξεις οργάνων του ΔΟΑΤΑΠ που αφορούν την αναγνώριση της ισοτιμίας και της ισοτιμίας και αντιστοιχίας των τίτλων σπουδών της αλλοδαπής, και όχι αυτές που αφορούν στη διαπίστωση της βαθμολογικής τους αντιστοιχίας προς τη βαθμολογική κλίμακα των ελληνικών ΑΕΙ.

Ρ) Περιβαλλοντική νομοθεσία

Σύμφωνα με το άρθρο 30 του Ν 3982/2011 , κατά των αποφάσεων της αδειοδοτούσας Αρχής με τις οποίες χορηγούνται άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας στις μεταποιητικές και συναφείς δραστηριότητες, καθώς επίσης και κατά των αποφάσεων με τις οποίες επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ιδίου νόμου, χωρεί προσφυγή για παράβαση νόμου. Ειδικώς όμως αν η αξία του μηχανολογικού εξοπλισμού υπερβαίνει το ποσό του 1.000.000 ευρώ ή η αποθηκευτική ικανότητα της αποθήκης υπερβαίνει τα 20.000 κ.μ., οι αποφάσεις της αδειοδοτούσας Αρχής, με τις οποίες απορρίπτονται αιτήματα για χορήγηση άδειας εγκατάστασης, υπόκεινται σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 31, που ασκείται μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της απορριπτικής απόφασης. Η άσκηση της προσφυγής κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου αποτελεί «προϋπόθεση για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων». Ωστόσο, για το παραδεκτό της άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής πρέπει να καταβάλλεται παράβολο ίσο προς το 0,5 % της αξίας του μηχανολογικού εξοπλισμού της δραστηριότητας ή το 2,5% της αποθηκευτικής ικανότητας της αποθήκης και μέχρι του ποσού των 1.500 ευρώ. Ενώπιον της επιτροπής εξέτασης της προσφυγής καλείται πάντοτε για την υποστήριξη της προσφυγής του ο ενδιαφερόμενος, ενώ η απόφαση εκδίδεται εντός 30 ημερών.

Σ) Νομοθεσία περί μεταλλείων και λατομείων

Μεταλλεία

Κατά των αποφάσεων του Επιθεωρητή Μεταλλείων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν 669/1977, περί εκμεταλλεύσεως λατομείων, και επιβάλλουν κυρώσεις εξαιτίας παράβασης όρων της άδειας εκμετάλλευσης ή του Κανονισμού μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών ή λόγω μη συμμόρφωσης σε υποδείξεις του Επιθεωρητή, προβλέπεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, η άσκηση διοικητικής προσφυγής. Η προβλεπόμενη προσφυγή έχει ενδικοφανή χαρακτήρα, ασκούμενη εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της πράξης επιβολής κυρώσεων, ενώπιον του Συμβουλίου Μεταλλείων, που αποτελεί συλλογικό διοικητικό όργανο, ενώ η άσκησή της δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Λατομεία

Κατά των απορριπτικών αποφάσεων του «Νομάρχου», ως οργάνου της αποκεντρωμένης διοίκησης, σχετικά με την εκμίσθωση και διαχείριση λατομείων (μετά τον Ν 3852/2010 νοείται ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης) προβλέπεται, στο άρθρο 22 του Ν 669/1977, ενδικοφανής προσφυγή, ασκούμενη εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης, ενώπιον του «Υπουργού Βιομηχανίας και Ενεργείας» (νυν Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής), ο οποίος, κατά τη ρητή διατύπωση της οικείας διάταξης, αποφαίνεται επ’ αυτής «κρίνων και ουσία» . Η προσφυγή αυτή ασκείται όχι μόνο κατά των ρητών απορριπτικών αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, αλλά και κατά οποιασδήποτε άλλης πράξης από την οποία μπορεί να συναχθεί απόρριψη αιτήματος .

Τ) Δασική νομοθεσία

Κατά των αποφάσεων του δασάρχη που αποφαίνονται για το χαρακτήρα μιας έκτασης ως δασικής ή μη επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν 998/1979 η υποβολή αντιρρήσεων , εντός δύο μηνών από τη νομότυπη δημοσίευση ή κοινοποίηση της απόφασης του δασάρχη, ενώπιον της πρωτοβάθμιας επιτροπής δασικών αμφισβητήσεων. Η επιτροπή δύναται να επανεξετάσει την υπόθεση, να διενεργήσει αυτοψία εφόσον το κρίνει αναγκαίο και να εκδώσει απόφαση εντός 3 μηνών. Κατά της απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής επιτρέπεται εντός 2 μηνών προσφυγή ενώπιον της δευτεροβάθμιας επιτροπής, η οποία οφείλει να εκδώσει ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση εντός 3 μηνών.

Υ) Πολεοδομική νομοθεσία

Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 391 του Κώδικα Πολεοδομικής Νομοθεσίας (άρθρο 4 του ΠΔ 267/1998 , επιτρέπεται άσκηση ένστασης που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή εντός 30 ημερών, από την τοιχοκόλληση της έκθεσης αυτοψίας για τον χαρακτηρισμό κτίσματος ως αυθαιρέτου στο αυθαίρετο κτίσμα . Μαζί με την ένσταση μπορούν να κατατεθούν και απόψεις και στοιχεία που αμφισβητούν την ορθότητα της εκτίμησης της αξίας του αυθαιρέτου και τον υπολογισμό των προστίμων, που αναφέρονται στην επίμαχη έκθεση. Η ένσταση εξετάζεται σε ημέρα και ώρα που υποχρεωτικά γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο, από τετραμελή επιτροπή υπαλλήλων της πολεοδομικής υπηρεσίας, η οποία μπορεί να την δεχθεί ή να την απορρίψει. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να αναγράφεται στο σώμα της ένστασης, υπογράφεται δε από όλα τα μέλη της επιτροπής.

Φ) Νομοθεσία περί αλλοδαπών

Απέλαση

Κατά της πράξης απέλασης του Αστυνομικού Διευθυντή που εκδίδεται δυνάμει του Ν 3386/2005 προβλέπεται η ενδικοφανής προσφυγή του άρθρου 77 του ιδίου νόμου ενώπιον του Υπουργού Δημόσιας Τάξης ή του εξουσιοδοτούμενου από αυτόν οργάνου (κατά κανόνα του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή) εντός προθεσμίας 5 ημερών. Η σχετική απόφαση εκδίδεται μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την άσκηση της προσφυγής. Εξ άλλου, κατά την ίδια διάταξη, η άσκηση της προσφυγής συνεπάγεται την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης απέλασης. Ειδικότερα, ο νομοθέτης με το ισχύον νομικό καθεστώς μετέφερε την αρμοδιότητα αυτή από τον Γενικό Γραμματέα της αρμόδιας κατά τόπο Περιφέρειας (ως βαθμού αποκεντρωμένης διοίκησης) σε όργανο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, δηλαδή σε όργανο που ανήκει στην ίδια διοικητική ιεραρχία με αυτό που αποφάσισε την απέλαση .

Παροχή ασύλου

Κατά αποφάσεων που απορρίπτουν ή ανακαλούν το αίτημα για διεθνή προστασία και εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του ΠΔ 114/2010 , προβλέπεται σε δεύτερο βαθμό επανάκριση του ζητήματος, ύστερα από την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 25 του ανωτέρω ΠΔ, εντός προθεσμίας που εξαρτάται από το είδος της προσβαλλόμενης πράξης. Οι προσφυγές κρίνονται από την Επιτροπή Προσφυγών του άρθρου 26 που συνιστάται και λειτουργεί στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και αποφαίνεται σε προθεσμία 3 ή 6 μηνών ανάλογα με την προσβαλλόμενη πράξη. Μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης από την Επιτροπή κατά την παρ. 2 του άρθρου 25 αναστέλλεται κάθε μέτρο απέλασης του αιτούντος.

Περαιτέρω, κατά των πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με το ΠΔ 220/2007 περί περιορισμού ή διακοπής της παροχής συνθηκών υποδοχής που αφορούν πρόσφυγες επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ως άνω ΠΔ, η άσκηση προσφυγής εντός 5 ημερών ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία του Κέντρου Φιλοξενίας. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται εντός 5 ημερών από την άσκησή της και είναι οριστική για τον ενδιαφερόμενο στον οποίο και επιδίδεται .

Ψ) Φορολογική νομοθεσία

Για πράξεις από τις οποίες αναφύονται φορολογικές διαφορές όταν το αμφισβητούμενο ποσό είναι άνω των 300.000 ευρώ προβλέπεται στο άρθρο 70Α του Ν 2238/1994 η άσκηση αίτησης διοικητικής επίλυσης ενώπιον της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (ΕΔΕΦΔ), που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, στα μέλη της δύο πρώην ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς ή δύο πρώην Νομικούς Συμβούλους του Κράτους . Με το άρθρο 4 του Ν 4051/2012 προσδόθηκε στην αίτηση επίλυσης ενδικοφανής χαρακτήρας: «απαιτείται, επί ποινή απαραδέκτου ασκήσεως της προσφυγής, να έχει προηγηθεί η αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ….. και η ολοκλήρωση αυτής, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της». Καθοριστικής σημασίας είναι εν προκειμένω η εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης από τη Διοίκηση . Η αίτηση κατατίθεται στην αρμόδια φορολογική αρχή και διαβιβάζεται, μαζί με το σχετικό φάκελο, από αυτή στην ΕΔΕΦΔ, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κατάθεσή της και η σχετική απόφαση εκδίδεται το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την περιέλευση της αίτησης . Ιδιαίτερα πρέπει να επισημανθεί η διατύπωση του νόμου ότι απαιτείται «η ολοκλήρωση» της διαδικασίας επίλυσης, με αποτέλεσμα να συνάγεται το συμπέρασμα ότι ειδικά στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η πρόωρη άσκηση του ενδίκου βοηθήματος κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 63 του ΚΔΔ, εάν προηγουμένως δεν ολοκληρωθεί η διαδικασία της επίλυσης ή δεν παρέλθει ο χρόνος απόφανσης της αρμόδιας επιτροπής. Περαιτέρω, είναι αναγκαία η παρουσία του υποχρέου κατά τη συζήτηση, εφόσον άλλως «ματαιώνεται η εξώδικη επίλυση της διαφοράς και η αίτησή του απορρίπτεται με σχετική απόφαση της Επιτροπής που επιδίδεται σ’αυτόν μέσω της αρμόδιας φορολογικής αρχής» .

Ω) Έλεγχος εποπτείας επί των ΟΤΑ

Η προσφυγή νομιμότητας του άρθρου 227 του Ν 3852/2010 ενώπιον του Ελεγκτή Νομιμότητας για πράξεις των οργάνων των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων ΟΤΑ, της οποίας η προηγούμενη άσκηση είναι υποχρεωτική για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος, αποτελεί ένα είδος υποχρεωτικού διοικητικού προσταδίου κατά την αντίστοιχη λογική καθιέρωσης της ενδικοφανούς προσφυγής .

Ελλείψει αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων ως προς τα ποσοστά ευδοκίμησης αυτών των προσφυγών και δεδομένου ότι ενώπιον των δικαστηρίων καταλήγει ένα μέρος των αποφάσεων που απορρίπτουν εν όλω ή εν μέρει την ενδικοφανή προσφυγή, είναι δύσκολο να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα ως προς την αποτελεσματικότητα εκάστης εξ αυτών.

Διαφορετικό καθεστώς των κατ’ιδίαν προσφυγών

Όπως προκύπτει από την ανωτέρω ενδεικτική παράθεση των κυριότερων περιπτώσεων ενδικοφανούς προσφυγής, οι διατάξεις που την καθιερώνουν είναι, ως επί το πλείστον, λακωνικές, ελλειπτικές και ενίοτε ασαφείς, με συνέπεια να ανακύπτουν συχνά ζητήματα ερμηνείας, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται διαφορετικοί και, ενίοτε, αμφιλεγόμενοι όροι όπως «ένσταση» , «αντιρρήσεις», «έφεση», «προσφυγή», «αίτηση θεραπείας», «αίτηση αναθεώρησης», «αίτηση επανεξέτασης». Μάλιστα, στην πλειονότητα των ανωτέρω περιπτώσεων, ο χαρακτηρισμός της προσφυγής ως ενδικοφανούς δίδεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο στηρίζεται στα κριτήρια της αποκλειστικής προθεσμίας άσκησης και απόφανσης επί της προσφυγής, στην εξουσία πλήρους επανεξέτασης της υπόθεσης και στον καθορισμό συγκεκριμένου οργάνου ενώπιον του οποίου ασκείται η παρεχόμενη διοικητική προσφυγή.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα προβληματικής ρύθμισης αποτελεί η νομοθεσία σχετικά με το δικαίωμα παραμονής και εργασίας των ελληνικής καταγωγής υπηκόων Αλβανίας, η οποία προβλέπει ότι με αιτιολογημένη απόφαση δεν χορηγείται και δεν ανανεώνεται το Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς (ΕΔΤΟ) σε άτομα σε βάρος των οποίων συντρέχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης και ιδίως σε άτομα που έχουν καταδικασθεί τελεσίδικα για κακούργημα σε οποιαδήποτε ποινή ή για πλημμέλημα που τελέστηκε με δόλο και επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Στην απόφαση απόρριψης αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης ΕΔΤΟ ενσωματώνεται απόφαση επιστροφής . Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της ανωτέρω απόφασης, να ασκήσει αίτηση θεραπείας ενώπιον της αρμόδιας Υπηρεσίας έκδοσης είτε προσφυγή ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου Αστυνομμικού Διευθυντή ή Διευθυντή Αλλοδαπών, οι οποίοι αποφασίζουν σχετικά εντός 30 ημερών. Με την άσκηση της προσφυγής και μέχρι την εξέταση αυτής, χορηγείται στον ενδιαφερόμενο η Ειδική Βεβαίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση ανάκλησης και αφαίρεσης του ΕΔΤΟ, με τη διαφορά ότι η μεν αίτηση θεραπείας ασκείται ενώπιον του Διευθυντή της κατά τόπον αρμόδιας Αστυνομικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης Αλλοδαπών και η προσφυγή ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή. Πρόκειται για ρυθμίσεις εντελώς ασαφείς, που δεν επιτρέπουν τη συναγωγή ασφαλούς συμπεράσματος ως προς τη νομική φύση των προβλεπόμενων προσφυγών ή τη μεταξύ τους σχέση.

Οι προγενέστερες διατάξεις όριζαν συναφώς ότι, σε περίπτωση κατά την οποία από τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιβεβαιώνεται η ελληνική καταγωγή, το αίτημα χορήγησης ΕΔΤΟ απορρίπτεται με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, κατά της οποίας ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα προσφυγής εντός 10 ημερών από την κοινοποίησή της, επί της οποίας αποφαίνεται ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, μετά από γνώμη Ειδικής Επιτροπής. Κατά τις ίδιες διατάξεις, το χορηγηθέν ΕΔΤΟ δύναται να ανακαλείται, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, με αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας. Κατά της απόφασης ανάκλησης ο ενδιαφερόμενος δύναται, εντός δεκαημέρου από την κοινοποίηση, να υποβάλει προσφυγή, επί της οποίας αποφαίνεται ο Προϊστάμενος Κλάδου Αστυνομίας και Ασφάλειας του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας. Η ερμηνεία των διατάξεων αυτών από το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν φαίνεται απολύτως πειστική. Με την πρόσφατη απόφαση ΣτΕ 2111/2012 δέχθηκε, κατ’αρχάς, ότι οι λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας, οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν στην ανάκληση χορηγηθέντος ΕΔΤΟ, αποτελούν λόγους που μπορούν επίσης να θεμελιώσουν την απόρριψη αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τέτοιου δελτίουκαι ότι η προβλεπόμενη ενδικοφανής προσφυγή αναφέρεται μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία αμφισβητείται η ελληνική καταγωγή του φερομένου ως ομογενούς όταν εξετάζεται το αίτημά του για χορήγηση ή ανανέωση του ΕΔΤΟ. Κατά συνέπεια, τέτοια ενδικοφανής προσφυγή δεν προβλέπεται στην περίπτωση απόρριψης του ως άνω αιτήματος για λόγους αναφερόμενους στη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Κατέληξε, πάντως, ότι η ενδικοφανής προσφυγή προβλέπεται μόνον επί ανάκλησης του ΕΔΤΟ. Λόγω όμως αντίθετης νομολογίας ως προς το ζήτημα του αν χωρεί ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον οργάνου του Αρχηγείου της Αστυνομίας και στις περιπτώσεις που το αίτημα για έκδοση ΕΔΤΟ απορρίπτεται για λόγους δημόσιας τάξης ή ασφαλείας, το Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση.

Εκτός των νομοθετικών κενών και ασυνεπειών, το νομικό καθεστώς κάθε ενδικοφανούς προσφυγής διαφέρει από αυτό των υπολοίπων. Ρυθμίζονται με διαφορετικό τρόπο η προθεσμία άσκησης, το αρμόδιο όργανο, και η προθεσμία απόφανσης. Ειδικότερα, ο νομοθέτης άλλοτε φαίνεται να δίνει προτεραιότητα στην ταχεία διευθέτηση της υπόθεσης με την πρόβλεψη σύντομης προθεσμίας άσκησης της διοικητικής προσφυγής και άλλοτε στον ενδελεχή έλεγχό της και στην επίλυση της διαφοράς με την πρόβλεψη πολύμηνης προθεσμίας, ούτως ώστε ο διοικούμενος να έχει τη δυνατότητα να προετοιμάσει πληρέστερα την άμυνά του . Περαιτέρω, ενίοτε προβλέπεται κοινοποίηση της προσφυγής στους θιγόμενους , καταβολή παραβόλου , γνωμοδότηση συλλογικού οργάνου , ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής, προθεσμία για την έκδοση απόφασης και συναγωγή τεκμηρίου απόρριψης ή αποδοχής μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής κ.λπ. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις οι διατάξεις που προβλέπουν την ενδικοφανή προσφυγή είναι λίαν διεξοδικές και ρυθμίζουν όλες σχεδόν τις λεπτομέρειες της σχετικής διαδικασίας , ενώ άλλοτε είναι ελλειπτικές, με συνέπεια πολλές πτυχές της διαδικασίας να παραμένουν αρρύθμιστες. Χαρακτηριστική περίπτωση λακωνικής και προβληματικής ρύθμισης αποτελεί το άρθρο 8 του ΠΔ 100/2010, Ενεργειακοί Επιθεωρητές κτιρίων, λεβήτων, εγκαταστάσεων θέρμανσης και κλιματισμού . Κατά τη διάταξη αυτή, επιτρέπεται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής εντός 40 ημερών ενώπιον του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής κατά των κυρώσεων που επιβάλλονται με απόφασή του στους Ενεργειακούς Επιθεωρητές, κατά των απορριπτικών αποφάσεων σε αιτήματα χορήγησης άδειας Ενεργειακών Επιθεωρητών και κατά των απορριπτικών αποφάσεων επί αιτημάτων αναβάθμισης άδειας Ενεργειακών Επιθεωρητών από Α΄ σε Β΄ τάξη. Ελλειπτικές είναι και οι ρυθμίσεις περί ενδικοφανών προσφυγών που προβλέπουν οι διατάξεις της αλιευτικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας των θαλασσίων μεταφορών. Ενώ το διαφορετικό περιεχόμενο των ρυθμίσεων δικαιολογείται από τις ιδιομορφίες κάθε κατηγορίας ενδικοφανούς προσφυγής, η διαφορετική κανονιστική πυκνότητα δεν συνάδει προς την κοινή ιδιότητά τους, αυτή της προϋπόθεσης του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος.

Εκτός από τα κενά των σχετικών, ειδικών διατάξεων, προβλήματα αναφύονται και ως προς το γενικότερο νομικό καθεστώς των ενδικοφανών διαδικασιών. Δυσχέρειες προκαλεί, κατ’αρχάς, η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της ενδικοφανούς προσφυγής, το κατά πόσον δηλαδή η εκδούσα την πράξη αρχή μπορεί να προβεί σε ανάκληση της πράξης ενόσω η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του αρμόδιου για την ενδικοφανή προσφυγή οργάνου, το οποίο όμως δεν έχει αποφανθεί ακόμη. Συναφές προς το μεταβιβαστικό αποτελέσμα είναι και το ζήτημα του επηρεασμού της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των διοικητικών οργάνων που συνεπάγεται η πρόβλεψη ενδικοφανούς προσφυγής. Ανακύπτει, ειδικότερα, το ερώτημα αν, σε περίπτωση άρνησης χορήγησης άδειας από το αρμόδιο όργανο, είναι επιτρεπτή η χορήγησή της από το επιλαμβανόμενο της ενδικοφανούς προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης οργάνου . Ατέρμονη φαίνεται και η συζήτηση ως προς τη δυνατότητα χειροτέρευσης της θέσης του ενδιαφερομένου σε περίπτωση μεταβολής του νομικού καθεστώτος, όχι όμως και διαφορετικών ουσιαστικών εκτιμήσεων της αρμόδιας αρχής. Διευκρινίσεων χρήζουν και ζητήματα σχετικά με το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της ενδικοφανούς προσφυγής, την έκταση της υποχρέωσης προσβολής και παραλείψεων οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, καθώς και την έναρξη της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής όσον αφορά τους τρίτους .