12. ΠΕΜΠΤΟ ΓΡΑΠΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ ΜΕ ΛΥΣΗ 28.3.2018

Πρακτικά Διοικητικό ΝΣΚ

BANNER1

Τέταρτο Γραπτό Διαγώνισμα Συνταγματικού δικαίου- Ακυρωτικών διαφορών και ουσίας

(Τμήμα Προχωρημένων) 28.3.2018

Προεδρικό διάταγμα ορίζει ότι σε περίπτωση μετατροπής υπαρχούσης οδού σε οδό ταχείας κυκλοφορίας ή αυτοκινητόδρομο τα ήδη λειτουργούνται πρατήρια καυσίμων παύουν να έχουν άμεση κυκλοφοριακή σύνδεση με την οδό μετά την έναρξη της λειτουργίας της ως κλειστής, μπορούν δε να συνεχίσουν να λειτουργούν, εφόσον συνδεθούν με το δευτερεύον οδικό δίκτυο.

Με πράξη του Διευθυντή της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων έργων διαπιστώθηκε ότι η εθνική οδός Α-Λ άρχισε να λειτουργεί ως κλειστή οδός μεταξύ των χιλιομετρικών θέσεων 1 έως 100 ,ενόψει δε τούτου , αποφασίσθηκε , κατ΄ εφαρμογή της προαναφερθείσης διάταξης, η παύση της άμεσης κυκλοφοριακής σύνδεσης των πρατηρίων, που λειτουργούν στο τμήμα αυτό της εν λόγω οδού, με την οδό αυτή.

Η ανωτέρω πράξη επιδόθηκε, μεταξύ άλλων και στον Α, ο οποίος εκμεταλλεύεται πρατήριο υγρών καυσίμων, στο 98 χιλιόμετρο της επίμαχης οδού, στις20.6.2017. Κατ΄αυτής ο Α άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ στις 6.11.2017 (ημέρα Δευτέρα). Με την αίτηση ζήτησε αφενός να ακυρωθεί η ανωτέρω πράξη αφετέρου να του επιδικαστεί αποζημίωση ύψους 50.000 ευρώ για την ζημία που υπέστη εκ διαφυγόντων κερδών λόγω της παύσεως της λειτουργίας του καταστήματός του.

Η Διοίκηση με το έγγραφο των απόψεων της προς το Δικαστήριο προέβαλε αφενός ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι απαράδεκτη , διότι α) ασκήθηκε εκπρόθεσμα , β) ότι ο Α εκμεταλλεύεται χωρίς νόμιμη άδεια λειτουργίας το επίμαχο πρατήριο γ) δεν άσκησε κατ΄αυτής την προβλεπόμενη ενδικοφανή προσφυγή, δ) ότι το αίτημα περί επιδικάσεως αποζημιώσεως είναι απαράδεκτο.

Ο Α με δικόγραφο πρόσθετών λόγων που κατέθεσε μαζί με την Β ιδιοκτήτρια του ακινήτου στο οποίο λειτουργεί το πρατήριο του Α , άσκησαν προσθέτου λόγους, με κατάθεση και επίδοση προς 15 ημερών από την δεύτερη συζήτηση της υπόθεσης στο ΣτΕ επικαλούμενοι: α) η ανωτέρω διάταξη του Προεδρικού Διατάγματος αντίκειται στα άρθρα 17 § 1 και 18 §5 του Συντάγματος, διότι επιβάλλουν περιορισμούς στο δικαίωμα χρήσεως και καρπώσεως του ανωτέρω ακινήτου, β) Παραβιάζεται το άρθρο 5§1 του Συντάγματος διότι επιβάλλει περιορισμούς στην ελευθερία ασκήσεως του επαγγέλματος, γ) παραβιάζει το άρθρο 4§1 του Συντάγματος διότι παρόμοιες επιχειρήσεις εξακολουθούν να λειτουργούν επι του εθνικού δικτύου δ) παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας, ε) το ποσό επιδικαστεί νομιμοτόκως.

Στη ενώπιον του ΣτΕ δίκη παρενέβησαν υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης με χωριστά δικόγραφα : α) ο Υπουργός Πολιτισμού ισχυριζόμενος ότι η προσβαλλόμενη πράξη αποβλέπει μεταξύ άλλων στην εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των οχημάτων σε παρακείμενο Ολυμπιακό στάδιο και β) η εταιρία, Ε η οποία με σύμβαση ανέλαβε την συντήρηση του κλειστού αυτού τμήματος των χιλιομετρικών θέσεων 1-100.

Να απαντήσετε σε όλα τα θέματα παραδεκτού και βασίμου των δικογράφων και παρεμβάσεων. Οι απόψεις της Διοίκησης να εξεταστούν μαζί με το σχετικούς ισχυρισμούς των αιτούντων καθώς και οι ισχυρισμοί των παρεμβάσεων. Τα απαράδεκτα δεν εμποδίζουν την εξέταση των βασίμων εφόσον τίθενται τέτοια ζητήματα. Το ουσία βάσιμο να θεωρηθεί δεδομένο.

Να γράψετε ονοματεπώνυμο.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

          Ι. ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ.

Ι.Α. Αιτήσεως ακυρώσεως.

          1. Δικαιοδοσία-Αρμοδιότητα :

Ενόψει της γενικής ακυρωτικής αρμοδιότητας που καθιερώνει το άρθρο 95§1 Σ σε συνδυασμό με την έλλειψη αντίθετης δικονομικής διάταξης η διαφορά που γεννάται από την πράξη του Διευθυντή της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων έργων είναι ακυρωτική και ανήκει στην αρμοδιότητα του κατά τόπον αρμόδιου διοικητικού εφετείου (τριμελές ακυρωτικός σχηματισμός) σύμφωνα με το άρθρο 1 περ. θ΄του Ν. 702/77 και κατ΄έφεση προσβάλλεται στο Δ΄ τμήμα του ΣτΕ σύμφωνα με το αρθ.4§1 του πδ 361/2001, κατά το σκέλος του δικογράφου που ζητείται ακύρωση αυτής.

Το ΣτΕ μπορεί να κρίνει ότι συντρέχει εν προκειμένω νόμιμος λόγος, συνιστάμενος στην οικονομία της δίκης, να κρατήσει και να δικάσει την υπόθεση σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991, Α΄150 (Σ.τ.Ε. 4/2011 σε Ολομέλεια και Συμβούλιο, πρβλ. Σ.τ.Ε. 1889/2006 Ολομ. σκ. 10, 1287/2004, 3038/2001, 3193/2000 Ολομ. σκ. 8 κ.ά.). 

Αντίθετα κατά το σκέλος του δικογράφου που ζητείται η επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω διαφυγόντων κερδών εξαιτίας της προσβαλλομένης πράξεως περί παύσεως της λειτουργίας της επιχειρήσεως του αιτούντο ς , αυτό αποτελεί αγωγή και γεννά κατά το άρθρο 1 §2 περ.η, διαφορά ουσίας υπαγόμενη στο κατά τόπο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο. Συνεπώς κατά το σκέλος αυτό και αφού εκδικαστεί η ένδικη αίτηση ακυρώσεως το δικόγραφο θα πρέπει να παραπεμφθεί δυνάμει του άρθρου 34 του Ν. 1968/1991 στο ως άνω Δικαστήριο, απορριπτομένου ως αβασίμου του αντιθέτου ισχυρισμού του αντιδίκου Υπουργού που προέβαλε υπό το στοιχείο (δ) στο υπόμνημά του.

           2. ¨Εννομο συμφέρον:  Ο Α δεν έχει έννομο συμφέρον για την ένδικη αίτηση ακύρωσης, διότι δεν ασκεί με νόμιμη άδεια την επιχείρηση πρατηρίου υγρών καυσίμων , όπως βασίμως διατείνεται η διοίκηση. 

          3.ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ: Η προσβαλλόμενη πράξη κοινοποιήθηκε την 20η.6.2017 και από 21.6.2017 άρχισε να τρέχει η εξηκονθήμερη προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως η οποία ανεστάλη την 10 ημέρα αυτής λόγω καλοκαιρινών διακοπών από 1 έως 15.9.2017, ότε και συνεχίστηκε να τρέχει (αρθ. 11 ΝΔ 26/1944 «Κώδικας Περί Δικών Δημοσίου». Συνεπώς η αίτηση ακυρώσεως ασκηθείσα την 6.11.2017 είναι εμπρόθεσμη αφού ασκήθηκε κατά παρέκταση την Δεύτερα , δεδομένου ότι το Σάββατο που έληγε ήταν εργάσιμη ενώ η Κυριακή ήταν εξαιρετέα (αρθ. 40 και 46 πδ/18/89 σε συνδυασμό με αρθ. 144 ΚΠολΔ επ.). Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του Υπουργού με το στοιχείο (β) του υπομνήματος του είναι συνεπώς αβάσιμος.

          4. Προηγούμενη άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής.

Παραδεκτώς ασκείται η ένδικη αίτηση αφού κατά της πράξεως δεν προβλέπεται ενδικοφανής διαδικασία και ο αντίθετος ισχυρισμός του Υπουργού , προβαλλόμενος με το στοιχείο (γ) του υπομνήματος του είναι αβάσιμος, ανεξαρτήτως ότι κατά την πάγια νομολογία και το άρθρο Η Διοίκηση είχε υποχρέωση να ενημερώσει τον αιτούντα για τυχόν προβλεπόμενη ενδικοφανή διαδικασία, άλλως το απαράδεκτο αίρεται (βλ. και αρθ.63§3 ΚΔΔ).

       Ι.Β. Παραδεκτό πρόσθετων λόγων ακυρώσεως.

Οι πρόσθετοι λόγοι είναι βοηθητικό του αρχικού δικογράφου δικόγραφο και δεν επιτρέπεται να διευρύνει υποκειμενικά ή αντικειμενικά τα όρια της δίκης. Συνεπώς δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση τους από πρόσωπα διάφορα των αρχικώς αιτούντων όπως και δεν είναι επιτρεπτή η προσβολή άλλων πράξεων από της αρχικώς με την αίτηση κυρώσεως προσβληθείσες. Συνεπώς απαραδέκτως ασκούνται οι πρόσθετοι λόγοι από την Β η οποία δεν είχε ασκήσει την ένδικη αίτηση ακυρώσεως (αρθ. 24§1 πδ 18/89, ΣτΕ 1997/2010, 7μ).

Περαιτέρω το άρθρο 25 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8) ορίζει ότι «Επιτρέπεται η υποβολή πρόσθετων λόγων με δικόγραφο που κατατίθεται … και κοινοποιείται, επί ποινή απαραδέκτου, δεκαπέντε τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επιμέλεια εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. …». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η υποβολή προσθέτων λόγων είναι επιτρεπτή έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του αρμοδίου σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μετά την συζήτηση αυτή δεν επιτρέπεται η υποβολή προσθέτων λόγων είτε ενώπιον του αυτού σχηματισμού είτε ενώπιον ανωτέρου σχηματισμού, προς τον οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση εν όλω ή εν μέρει, λόγω σπουδαιότητος ή, προκειμένου περί της Ολομελείας του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος. Τούτο δε, διότι λόγοι οικονομίας της δίκης και σταθερότητας των διοικητικών σχέσεων, με την ταχύτερη επίλυση των αμφισβητήσεων περί την νομιμότητα της προσβληθείσης διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως, επιβάλλουν όπως η διοικητική διαφορά οριοθετείται οριστικώς έως την πρώτη, κατ’ ουσίαν, συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου σχηματισμού του Δικαστηρίου (βλ. Σ.τ.Ε. 148/2014 Ολομ., 2325/1984 Ολομ., 4820/1984, 291/1995, 286/2011).

Συνεπώς οι πρόσθετοι λόγοι ασκούνται απαραδέκτως κατά την δεύτερη συζήτηση της υποθέσεως.

Εξ άλλου για την παραδεκτή άσκηση των προσθέτων λόγων απαιτείται η προηγούμενη προβολή έστω και ενός συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως στο κυρίως δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 2220/2008). Εάν υπάρχει ένας συγκεκριμένος λόγος που όμως προβάλλεται αορίστως είναι δυνατή η διόρθωση της αοριστίας με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων (ΣτΕ 204/1980).

Εν προκειμένω από την επισκόπηση του κυρίως δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως προκύπτει ότι αυτή στέφεται μεν κατά της προσβαλλόμενης πράξης κατά τρόπο συγκεκριμένο πλην όμως δεν αναφέρει κανένα συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως αλλά ζητείται απλώς η ακύρωση της προσβαλλόμενης αορίστως. Συνεπώς και κατά το σημείο αυτό οι ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι είναι απαράδεκτοι.

          Ι.Γ. ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ.

1. Παρέμβαση υπουργού Υπουργού Πολιτισμού. Στη παρούσα δίκη διάδικος -καθού η αίτηση ακυρώσεως είναι ο ΥΠΕΧΩΔΕ, ο οποίος επέχει θέση διαδίκου σύμφωνα με το άρθρο 21§2α του π.δ 18/89. Παράλληλα σύμφωνα με την περ. β΄του άρθρου 21§2 ο εποπτεύον υπουργός, εφόσον παθητικά νομιμοποιούμενο ως καθού η αίτηση ακυρώσεως είναι νομικό πρόσωπο που εποπτεύει, μπορεί να παρέμβει και προφορικά υπέρ ή κατά της πράξης του εποπτεύοντος νομικού προσώπου. Τέλος το άρθρο 49 προβλέπει παρέμβαση υπέρ του κύρους της πράξης τρίτου προσώπου μη διαδίκου.

Από το σύνολο ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι ο Υπουργός μπορεί να παρέμβει μόνο εφόσον συντρέχουν οι όροι του άρθρου 21§2β του πδ 18/89. Συνεπώς εν προκειμένω είναι απαράδεκτη η παρέμβασή που άσκησε υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης που εξέδωσε αρχή που υπάγεται στον ΥΠΕΧΩΔΕ, δεδομένου ότι παθητικά νομιμοποιούμενος διάδικος είναι ο Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, ο οποίος και εκπροσωπεί εν γένει το νομικό πρόσωπο του Δημοσίου στο οποίο εντάσσεται και ο Υπουργός Πολιτισμού, του οποίου η παρέμβαση μόνο ως υπόμνημα του ΥΠΕΧΩΔΕ μπορεί να λογιστεί.

2. Ως προς την παρέμβαση της εταιρίας Ε: Πρόκειται για παρέμβαση κατά τους όρους του άρθρου 49 του πδ 18/89. Η Ε είναι τρίτη σε σχέση με τους αρχικούς διαδίκους και βλάπτεται από την τυχόν ακύρωση της πράξης αφού αιτία για της σύναψη της συμβάσεως συντηρήσεως αποτελεί ο χαρακτηρισμός που έγινε από την προσβαλλόμενη πράξη του επίμαχου αυτοκινητόδρομου ως δρόμου ταχείας κυκλοφορίας. Συνεπώς εάν ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη θα πάψει και ο χαρακτήρας του αυτοκινητόδρομου ως ταχείας κυκλοφορίας και άρα δεν θα έχει δικαιοπρακτικό θεμέλιο η σύμβαση συντηρήσεως του. Συνεπώς η Ε βλάπτεται τόσο κατά το χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως όσο και κατά το χρόνο της συζητήσεως από την αίτηση ακύρωσης και την διωκόμενη με αυτή ακύρωση της ευμενούς για αυτή προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης.

ΙΙ. ΕΠΙ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ

α) Ως προς το ότι η   διάταξη του Προεδρικού Διατάγματος αντίκειται στα άρθρα 17 § 1 και 18 §5 του Συντάγματος, διότι επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα χρήσεως και καρπώσεως του ανωτέρω ακινήτου:

Καταρχήν το ως άνω Προεδρικό διάταγμα δεν προσεβλήθη με την αίτηση ακυρώσεως, οπότε τίθεται θέμα παραδεκτού προβολής του ανωτέρω λόγου δεδομένου ότι αφορά άλλη από την προσβαλλόμενη πράξη. Το διάταγμα αυτό έχει κανονιστικό χαρακτήρα αφού θέτει κανόνες και όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων υγρών καυσίμων (πρατηρίων) που λειτουργούν σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας , αποτελεί δε τη νομική βάση εκδόσεως των σχετικών ατομικών διοικητικών πράξεων, όπως είναι και η προσβαλλόμενη. Συνεπώς παραδεκτά προβάλλονται επ΄ευκαιρία προσβολής της προσβαλλόμενης ατομικής πράξης λόγοι που αφορούν την νομιμότητα του ως άνω κανονιστικού διατάγματος.

Ο λόγος αυτός, προβάλλεται καταρχήν απαραδέκτως, ήτοι άνευ εννόμου συμφέροντος από τον αιτούντα Α , εφόσον αυτός δεν φέρεται να έχει εμπράγματο δικαίωμα στο επίμαχο ακίνητο.

Περαιτέρω είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η προβλεπόμενη από την ανωτέρω διάταξη ρύθμιση, που υπαγορεύθηκε από λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένους στην εξασφάλιση της ασφαλούς κινήσεως των οχημάτων σε οδό ταχείας κυκλοφορίας, δεν προσκρούει στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξειςκαι ειδικότερα σε εκείνη του άρθρου 18 παρ. 5, το οποίο, αναφερόμενο σε πρόσκαιρη και εξ ιδιαιτέρων περιστάσεων επιβαλλόμενη στέρηση της ελεύθερης χρήσεως και καρπώσεως της ιδιοκτησίας, (πρβλ. Σ.τ.Ε.2770/2003, Δ τμ., 270-1/ 1984δεν έχει στάδιο εφαρμογής εν προκειμένω, εφόσον όχι μόνον στέρηση, αλλά ούτε και περιορισμός της ελεύθερης χρήσεως και καρπώσεως της ιδιοκτησίας δεν υπάρχει. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι συνιστά τέτοιο περιορισμό η αποκοπή της άμεσης προσβάσεως των παρακειμένων σε οδό ταχείας κυκλοφορίας ιδιοκτησιών προς την οδό αυτή δεδομένου ότι μπορεί να επιτευχθεί η απ’ ευθείας σύνδεσή με το παράπλευρο οδικό δίκτυο, ακόμη και αν αυτό έχει ως συνέπεια να μειώνεται η πελατεία της επιχειρήσεως λόγω μειώσεως του αριθμού των διερχομένων προ αυτών οχημάτων, πρόβλημα που συνεπάγεται δευτερογενώς μείωση της μισθωτικής αξίας του ακινήτου , αλλά όχι και πλήρη στέρηση αυτού ή της χρήσεως του, όπως αβασίμως διατείνεται η Β ως ιδιοκτήτρια αυτού και ο σχετικός λόγος είναι απορριπτέος. Εξ΄άλλου ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και από πλευράς προσβολής του δικαιώματος στη περιουσία δεδομένου ότι η άμεση πρόσβαση μιάς επιχειρήσεως σε σημαντική, από συγκοινωνιακής απόψεως, οδό, όπως είναι η Εθνική, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια της περιουσίας, την οποία προστατεύουν το Σύνταγμα και οι υπέρτερες του νόμου διατάξεις του άρθρου 1α του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ν.Δ. 53/1974 Α΄ 256). Επομένως, η διακοπή της συνδέσεως των εγκαταστάσεων της επιχειρήσεως απ΄ ευθείας με την Εθνική Οδό και η σύνδεσή τους με το παράπλευρο προς την Οδό αυτή οδικό δίκτυο, με συνέπεια ενδεχομένως τη μείωση της πελατείας της λόγω μειώσεως του αριθμού των διερχομένων προ των εγκαταστάσεών της οχημάτων, δεν συνιστά παραβίαση των προστατευτικών της περιουσίας διατάξεων (βλ. ΣτΕ1187/2005,  2770/2003 Δ τμ.). 

2) Ως προς τον λόγο ότι παραβιάζεται το άρθρο 5§1 του Συντάγματος διότι επιβάλλει περιορισμούς στην ελευθερία ασκήσεως του επαγγέλματος:

Ο λόγος αυτός προτείνεται καταρχήν απαραδέκτως από την Β η οποία δεν διατείνεται ότι ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά απλώς είναι η κυρία του επίμαχου ακινήτου που το εκμισθώνει στον Α.

Επίσης απαράδεκτος λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος είναι ο λόγος και ως προς τον Α , αφού η άσκηση της συγκεκριμένης επιχειρήσεως απαιτεί άδεια παρά της αρχής την οποία αυτός στερείται και άρα δεν έχει έννομο συμφέρον επίκλησης του παρόντος λόγου , δεδομένου ότι ασκεί παράνομη και όχι νόμιμη επιχειρηματική δραστηριότητα.

Ανεξαρτήτως αυτού ο λόγο είναι και αβάσιμος διότι όπως έχει γίνει δεκτό, στην, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 106 του Συντάγματος, ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας του επιχειρηματία, είναι δυνατόν να τίθενται περιορισμοί, δικαιολογούμενοι από λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 2770/2003, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2614/19892197-2200/2010, ΣτΕ 3619/2008 κ.ά.). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιβολή του μέτρου διακοπής της υφιστάμενης (άτυπης) συνδέσεως των εγκαταστάσεων της αιτούσης με την προ αυτών οδό, συνεπαγόμενη περιορισμούς στην ελευθερία επιλογής του τόπου ασκήσεως επιχειρηματικής δραστηριότητας, ερείδεται σε αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνδεόμενους με την ανάγκη διασφαλίσεως συνθηκών ομαλής και ασφαλούς κυκλοφορίας των οχημάτων, ιδίως δε της αποφυγής θανατηφόρων ή σοβαρών τροχαίων ατυχημάτων λόγω των ταχυτήτων που αναπτύσσονται (πρβλ. ΣτΕ 2688/2014,Δ τμ., ΣτΕ 2770/2003).

3. Ως πρός τον τρίτο λόγο περί παραβιάσεως της αρχής της ισότητας (4§1 Σ):

Ο λόγος αυτός προβάλλεται απαραδέκτως λόγω αοριστίας, δεδομένου ότι οι προβάλλοντες αυτόν δεν ισχυρίζονται με ακρίβεια ποιες συγκεκριμένες επιχειρήσεις , σε ποιο χιλιομετρικό ύψος και με ποιες συνθήκες(νόμιμα ή παράνομα) λειτουργούν μετά τον χαρακτηρισμό του δρόμου σε ταχείας κυκλοφορίας. Δεδομένου ότι άλλως δεν μπορεί να ελεγχθεί εάν τελούν σε όμοια περίπτωση με την επιχείρηση του Α και ιδιοκτησία της Β.

Ανεξαρτήτως του απαραδέκτου όμως τίθεται και θέμα ότι εάν λειτουργούν παρανόμως οι ως άνω επιχειρήσεις πάλιν είναι αβάσιμος ο λόγος δεδομένου ότι δεν υπάρχει ισότητα στην παρανομία.

4. Ως προς τον τέταρτο λόγο περί παραβιάσεως των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της αναλογικότητας:

Οι λόγοι αυτοί προβάλλονται αβασίμως κατά το μέρος που αφορούν την προσβαλλόμενη πράξη δεδομένου ότι κατά την σαφή βούληση του νομοθέτη εφόσον η οδός χαρακτηριστεί ταχείας κυκλοφορίας η διοίκηση έχει υποχρέωση κατά δεσμία αρμοδιότητα να προβεί σε παύση της κυκλοφοριακής σύνδεσης και άρα δεν καταλείπεται σε αυτήν διακριτική ευχέρεια ώστε να ελεγχθεί δια μέσου των ως άνω γενικών αρχών η τήρηση των άκρων ορίων της.

Κατά το μέρος που ο λόγος αυτός βάλλει κατά του νομοθετικού ερείσματος ήτοι το ως άνω κανονιστικού διατάγματος , ομοίως είναι αβασίμως προσβαλλόμενος δεδομένου ότι τα κανονιστικά διατάγματα δεν εκδίδονται κατά διακριτική ευχέρεια αλλά επι τη βάσει της οικείας νομοθετικής εξουσιοδότησης και συνεπώς μόνο λόγοι περί υπερβάσεως αυτής ή ελλείψεως ή εν γένει πλημμέλειας της είναι ακουστοί και προβαλλόμενοι παραδεκτώς και βασίμως.

Ε) Ως προς το Ε΄ αίτημα των προσθέτων λόγων, ήτοι της επιδικάσεως τόκων : Αυτό δεν μπορεί να εξεταστεί από τον ακυρωτικό δικαστή λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, αλλά από τον διοικητικό δικαστή όπου και θα παραπεμφθεί ως άνω το κυρίως δικόγραφο και οι πρόσθετοι λόγοι , κατά το αγωγικό τους σκέλος , στα πλαίσια εκδικάσεως της αγωγής αποζημιώσεως. Θα είναι δε απορριπτέο δεδομένου ότι οι τόκοι μπορεί να ζητηθούν είτε με το κυρίως δικόγραφο της αγωγή είτε με παρεμπίπτουσα κατά το άρθρο 77 ΚΔΔ και όχι με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων.