13. ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 4.12.2017

Σημειώσεις Διοικητικό ΝΣΚ

 

BANNER1

ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Τι είναι ο δημόσιος υπάλληλος;

Απ. Είναι το φυσικό πρόσωπο που έχει συνδεθεί μετά από αίτησή του  με την ειδική νομική σχέση δημοσίου δικαίου του διορισμού σε μόνιμη οργανική θέση υπηρεσίας του κρατούς ή νπδδ  ή ΟΤΑ και ως έμμεσο διοικητικό όργανο του κράτους έχει συγκεκριμένη  αρμοδιότητα σε ορισμένη υπηρεσιακή μονάδα του κράτους έναντι μισθού προβλεπόμενου στο προϋπολογισμό και πειθαρχικού καθεστώτος προσδιοριζόμενου στο Σ και τον Υπαλληλικού κώδικα.

Ο πρώτος υπαλληλικός κώδικας  του 1951 είχε υιοθετήσει τον ορισμό του καθηγητή Αγγελόπουλου και όριζε : «δηµόσιοςυπάλληλοςκαλείταιτοέµµεσονόργανοτου κράτουςτο διατελούνεναµέσωυπηρεσιακή, προαιρετικήκαιπειθαρχικήπροςαυτόσχέση».

5. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που διέπουν την ειδική έννομη σχέση του διορισμού;

Απ. Α) ¨Εχει συναφθεί προαιρετικά μετά από αίτηση του δημοσίου υπαλλήλου, β) δημιουργεί υποχρέωση να εκτελεί ο υπάλληλος τις αρμοδιότητες του εντός της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας, γ) αφορά μόνιμη οργανική θέση, ήτοι τον εντάσσει στην οργανωτική δομή της εκτελεστικής εξουσίας, δ) διέπεται από κανόνες κατά βάση του δημοσίου δικαίου.

6. Τι Είναι μονιμότητα;

Απ. Είναι ο συνταγματικά κατοχυρωμένος θεσμός δυνάμει του οποίου ο δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να απολυθεί από την οργανική θέση που υπηρετεί παρά  μόνο για σωματική ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια μετά από απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου αποτελούμενου κατά πλειοψηφία από δημόσιους υπαλλήλους ή μετά από την κατάργηση με νόμο της θέσης που υπηρετεί.

Είναι σημαντικός θεσμός του υπαλληλικού δικαίου συνυφασμένος με το κράτος δικαίου.

7. Τι διαφέρει από την ισοβιότητα;

Απ. Η ισοβιότητα αφορά τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς καθώς και οι καθηγητές ΑΕΙ και ΑΤΕΙ και σημαίνει ότι ακόμη και η θέση που υπηρετεί ο δικαστής ή καθηγητής ΑΕΙ να καταργηθεί με νόμο αυτός θα θεωρείται ότι υπηρετεί και θα έχει αξίωση καταβολής του μισθού του.

α) Ποια η έννοια της μονιμότητας;

Απάντηση :  Το άρθρο 103 παρ. 4, θεσπίζει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι, εφόσον οι θέσεις αυτές υπάρχουν Δηλαδή οι δημόσιοι υπάλληλοι που έχουν προσληφθεί ως μόνιμοι δεν είναι δυνατό να απολυθούν και να προσληφθούν άλλοι στη θέση τους, όσο διατηρείται η οργανική θέση. Δηλαδή η μονιμότητα θωρακίζει τους δημοσίους υπαλλήλους από την απόλυση χωρίς αιτία.

Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος προκύπτει ότι, εκτός από την περίπτωση απολύσεως λόγω πειθαρχικού παραπτώματος, η απομάκρυνση δημοσίου υπαλλήλου από την υπηρεσία χωρίς τις εγγυήσεις του εν λόγω άρθρου, δηλαδή χωρίς προηγούμενη κρίση υπηρεσιακού συμβουλίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα, είναι επιτρεπτή μόνον στις δύο περιοριστικώς προβλεπόμενες περιπτώσεις, δηλαδή την παύση συνεπεία δικαστικής αποφάσεως και την αποχώρηση λόγω συμπληρώσεως του κατ’ αρχήν ελευθέρως τασσόμενου από τον νόμο, γενικώς ή κατά κατηγορίες υπαλλήλων, ορίου ηλικίαςΔεν αποκλείεται από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις εκτός από την πρόβλεψη ορισμένου ορίου ηλικίας να θεσπισθεί από τον νόμο ως πρόσθετη προϋπόθεση η συμπλήρωση ορισμένου χρόνου πραγματικής υπηρεσίαςεφ’ όσον το μεν για την περίπτωση αυτή προβλεπόμενο τυχόν ειδικότερο όριο ηλικίας δεν απέχει κατά πολύ του γενικώς ισχύοντος για την αυτήν κατηγορία υπαλλήλων ως αυτοτελούς λόγου απολύσεως, ο δε χρόνος αυτός υπηρεσίας καθορίζεται αρκούντως μακρύς ώστε να επιτρέπει την με κανονικές συνθήκες απρόσκοπτη υπηρεσιακή εξέλιξη του υπαλλήλου και την απόληψη από αυτόν πλήρους συντάξεως ένεκα της υπηρεσίας αυτής, αποφευγομένης της καθ’ οιονδήποτε τρόπον πρόωρης αποχωρήσεως αυτού (ΣτΕ 2144-2150/1984 Ολομέλεια, 1877-1878/1980 Ολομέλεια, 1979/1976 Ολομέλεια). Με την έννοια αυτή, δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η πρόβλεψη στον νόμο της υποχρεωτικής και χωρίς προηγούμενη ουσιαστική κρίση του υπαλλήλου από υπηρεσιακό συμβούλιο, κατά τα προεκτεθέντα, αποχωρήσεως αυτού με μόνη την συμπλήρωση ορισμένου χρόνου πραγματικής υπηρεσίας, έστω και αρκούντως μακρού, όπως είναι η τριακονταπενταετής υπηρεσία, ει μη μόνον εφ’ όσον συνδέεται και προς ορισμένο όριο ηλικίας από την συμπλήρωση, του οποίου είναι δυνατή η αποχώρηση αυτή με την συνδρομή και της εν λόγω περαιτέρω προϋποθέσεως (ΣτΕ 2144-2150/1984).

Επίσης όπως προλέχθηκε ο δημόσιος υπάλληλος δεν προστατεύεται εφόσον με νόμο καταργηθεί η οργανική θέση στην οποία υπηρετεί ή και ολόκληρη η δημόσια υπηρεσία στην οποία εντάσσεσαι η θέση, οπότε και απολύεται αυτοδικαίως με διαπιστωτική πράξη ή μπορεί να τοποθετηθεί σε άλλη υπηρεσία (ΣτΕ 466/1984, 1003/1977 Oλομέλεια). Γίνεται σαφές ότι η μονιμότητα αποτελεί ισχυρό εχέγγυο για τους δημοσίους υπαλλήλους .

Πάντως ο νομοθέτης δεν είναι  απόλυτα ελεύθερος διότι κατά την επιλογή του τρόπου ρυθμίσεως των θεμάτων που σχετίζονται με την κατάργηση οργανικών θέσεων, πρέπει να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, δηλαδή να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των υπαλλήλων και να θεσπίζει κανόνες με αντικειμενικά κριτήρια (βλ. ΣτΕ ολομ. 3354/2013, 3226, 2597/2011, 2747/2010, 4237/2005 – πρβλ. ΣτΕ 2307, 2841/1988).

¨Έτσι κατά πάγια νομολογία  έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 655/2016 Ολομ, 3354/2013 Ολομ., 2934/1993), ότι δεν κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να καταργεί οργανικές θέσεις ή να τροποποιεί τις αρμοδιότητές τους, καθώς επίσης να επεκτείνει ή να συμπτύσσει την βαθμολογική κλίμακα, εφ’ όσον με τις ρυθμίσεις αυτές δεν παραβιάζεται ο κανόνας της οργανώσεως και στελεχώσεως της Διοικήσεως με μονίμους υπαλλήλους. Περαιτέρω, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 103 παράγραφος 4 του Συντάγματος, σε περίπτωση καταργήσεως της κατεχομένης από τον υπάλληλο θέσεως, είτε μεμονωμένως είτε με την κατάργηση ολόκληρης της δημοσίας υπηρεσίας στην οποία ανήκει η θέση, μπορεί ο υπάλληλος να απολυθεί ή να τοποθετηθεί σε άλλη υπηρεσία (βλ. ΣτΕ 466/1984, Ολομ. 1003/1977). Επί απολύσεως δημοσίου υπαλλήλου συνεπεία καταργήσεως όλων των ομοιοβάθμων θέσεων μιας υπηρεσίας δεν απαιτείται προηγούμενη απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου. Εξ άλλου ο κοινός νομοθέτης, κατά την επιλογή του τρόπου ρυθμίσεως των θεμάτων που σχετίζονται με την κατάργηση οργανικών θέσεων, πρέπει να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, δηλαδή να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των υπαλλήλων και να θεσπίζει κανόνες με αντικειμενικά κριτήρια (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3354/201332262587/20112747/20104237/2005). Δημοσιονομικοί λόγοι μπορεί να αποτελέσουν κριτήριο των επιλογών του νομοθέτη για τον ανακαθορισμό των λειτουργιών του Κράτους και την διοικητική αναδιοργάνωσή του, ωστόσο οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει αφ’ ενός να εισάγονται με τήρηση των συνταγματικών αρχών, σύμφωνα με τις οποίες επιβάλλεται να διασφαλίζονται η ορθολογική, αποτελεσματική και διαρκής λειτουργία της Διοικήσεως και η παροχή των υπηρεσιών που επιβάλλεται να εξασφαλίζονται για τους διοικουμένους στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου, και αφ’ ετέρου να εναρμονίζονται με τις αναφερθείσες συνταγματικές εγγυήσεις που αφορούν το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων (ΣτΕ Ολομ. 655/2016, ολομ.3354/2013). 

Έτσι κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 33 του ν. 4024/2011 που αφορούσαν την αυτοδίκαιη απόλυση υπαλλήλων αμέσως ή αφού τεθούν σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα, με συνέπεια την κατάργηση των οργανικών θέσεων τις οποίες κατείχαν οι υπάλληλοι αυτοί και την απομείωση αντίστοιχα του αριθμού των οργανικών θέσεων που προβλέπονται στους οικείους οργανισμούς, αντίκεινται στο προπαρατεθέν άρθρο 103 καθώς και στην επίσης συνταγματικώς κατοχυρούμενη αρχή της ισότητας. Και τούτο διότι η μεταβολή αυτή στο υπηρεσιακό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων που έχει συνέπειες στην οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, αφενός δεν βασίζεται σε προηγούμενο ανακαθορισμό των λειτουργιών του Κράτους και διοικητική αναδιοργάνωσή του κατ’ εκτίμηση των υπηρεσιακών αναγκών και με κριτήριο την αποτελεσματικότητα των δημόσιων υπηρεσιών, η δε κατάργηση των νομοθετημένων οργανικών θέσεων δεν επέρχεται ως συνέπεια της αναδιαρθρώσεως, και αφετέρου δεν ανάγεται σε πάγια αλλαγή του γενικού καθεστώτος που διέπει τους όρους λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως με απόλυση λόγω ορίου ηλικίας (από 60 σε 55) και τριακονταπενταετίας. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, ο επιδιωκόμενος, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, περιορισμός του Κράτους και η μείωση της δημόσιας δαπάνης διενεργείται μέσω της προπεριγραφείσας διαδικασίας αυτοδίκαιης απολύσεως υπαλλήλων αμέσως ή αφού προηγηθεί προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα, που έχει περιορισμένο χρονικά πεδίο εφαρμογής, καταλήγει δε στην αντίστοιχη κατά περίπτωση κατάργηση οργανικών θέσεων και την επακόλουθη τροποποίηση των οικείων οργανισμών των υπηρεσιών, χωρίς να βασίζεται σε προηγούμενο ανακαθορισμό των λειτουργιών του Κράτους και μεταρρύθμιση των οργανωτικών αναγκών της Διοικήσεως με ορθολογικό τρόπο, εν όψει και των υφισταμένων εν γένει πόρων και μέσων, με τήρηση του προεκτεθέντος συνταγματικού πλαισίου, η δε σκοπούμενη οργάνωση των επιμέρους υπηρεσιών είναι παρεπόμενο αποτέλεσμα διαδικασίας απομακρύνσεως μονίμων υπαλλήλων με κριτήρια (ηλικία υπαλλήλου και χρόνος υπηρεσίας) τυχαία και συμπτωματικά μη συνδεόμενα με τον επιδιωκόμενο σκοπό και θεσπιζόμενα κατ΄ απόκλιση των γενικώς και παγίως ισχυουσών διατάξεων (ΣτΕ 3354/2013 ολομ.)

   Της συνταγματικής κατοχύρωσης ή προστασίας της μονιμότητας απολαύουν (άρθρο 103 παρ. 4 και 6):

• Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις, εφόσον αυτές υφίστανται. Δηλαδή άπαντες οι τακτικοί πολιτικοί υπάλληλοι της Δημόσιας Διοίκησης ανεξαρτήτως κατηγορίας, κλάδου ή βαθμού καθώς και το πολιτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων.

• Οι κατέχοντες οργανικές θέσεις στη διοικητική ιεραρχία των Υπηρεσιών του Ελληνικού Κοινοβουλίου υπάλληλοι, οι οποίοι κατά τα λοιπά διέπονται εξ’ ολοκλήρου στις διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής.

• Οι κατέχοντες οργανικές θέσεις στη διοικητική ιεραρχία των Ο.Τ.Α. και τα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. μόνιμοι υπάλληλοι.

  Αντίθετα από τη μονιμότητα εξαιρούνται (άρθρο 103 παρ.5):

• Οι μετακλητοί υπάλληλοι, δηλαδή οι ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι που κατέχουν θέσεις εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, μπορεί να εξαιρεθούν εφόσον το προβλέψει Νόμος.

• Οι υπάλληλοι της Προεδρίας της Δημοκρατίας, των γραφείων του Πρωθυπουργού, των Υπουργών και των Υφυπουργών.

• Το προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου για την κάλυψη είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών.

 Ενδιάμεση  περίπτωση αποτελούν  οι ανώτατοι υπάλληλοί με θητεία, κατά την όποια  δεν μπορούν να απολυθούν, διότι απολαύουν κατά το χρόνο της θητείας το προνόμιο της μονιμότητας . Έτσι ο διοικητής των νοσοκομείων που υπάγονται στο άρθρο 13 παρ. 10 του Ν 2889/2001 , δηλαδή δεν ανήκουν στο εθνικό σύστημα υγείας (ΕΣΥΚΑ) ΝΠΔΔ, αλλά είναι ιδρυματικού χαρακτήρα ν.π.ι.δ,  είναι, υπό το καθεστώς του άρθρου 7 παρ. 7 Ν 3329/2005 ,ανώτατος υπάλληλος του νομικού προσώπου του νοσοκομείου, δεν τελεί σε ιδιαίτερη σχέση πολιτικής εμπιστοσύνης προς τον Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης παρά το γεγονός ότι υπόκειται στην πειθαρχική του εξουσία, ενόψει, ιδίως, του ότι δεν είναι ιεραρχικά υφιστάμενος αυτού, αλλά του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο ως «ανώτατο όργανο διοίκησης» του νοσοκομείου είναι υπεύθυνο έναντι του Υπουργείου και της αρμόδιας ΔΥΠΕ για την υλοποίηση των πολιτικών υγείας και κοινωνικής αλληλεγγύης στο νοσοκομείο. Εξάλλου, ενόψει  της ειδικής φύσεως της θέσης του και του περιεχομένου των αρμοδιοτήτων του, καθώς και των προσόντων διορισμού του, σύμφωνα με το Ν 3329/2005 , δεν είναι μετακλητός υπάλληλος, αλλά είναι, επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα, υπάλληλος νπδδ με θητεία, που απολαύει, κατά τη διάρκεια της θητείας του της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητας και, επομένως, δεν μπορεί να απολυθεί χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται κατά τα δύο τρίτα, τουλάχιστον από μονίμους υπαλλήλους, η οποία προσβάλλεται με προσφυγή ουσίας ενώπιον του ΣτΕ κατά τα προβλεπόμενα στις παρ. 4 και 6 του άρθρου 103 Συντ . Ως εκ τούτου, η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 7 Ν 3329/2005 , με την οποία προβλέπεται ότι επιτρέπεται η πρόωρη λήξη της θητείας των Διοικητών των νοσοκομείων μόνο με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατά το μέρος που καταλαμβάνει τους διοικητές των νοσοκομείων του άρθρου 13 παρ. 10 του Ν 2889/2001 , δηλαδή υπαλλήλους προστατευόμενους από τις συνταγματικές εγγυήσεις της μονιμότητας, αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 4 και 6 Συντ . και είναι ανίσχυρη (ΣτΕ 956/2011, Ολομ.).

Αντίθετα οι Δκτες νοσοκομείων του ΕΣΥΚΑ δεν είναι υπάλληλοι των ΝΠΔΔ, αλλά διοικούν, μαζί με το διοικητικό συμβούλιο, τα νοσοκομεία. Συνεπώς, η ένδικη διαφορά ανάγεται στην ειδική θεματική ενότητα των υποθέσεων που αφορούν μεταβολές της κατάστασης των οργάνων ή μελών συλλογικών οργάνων διοίκησης των ΝΠΔΔ και δεν ανήκει σε κάποια από τις κατηγορίες διαφορών που έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου∙ ως εκ τούτου, υπάγεται στη γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, αρμοδίως δε εισάγεται ενώπιον του Γ΄ Τμήματος, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 περ. α του π.δ. 361/2001, Α΄ 24 (βλ. ΣτΕ ΕΑ 45-47/2016, πρβλ. ΣτΕ 3242/2015, 387/2013). οι διοικητές των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ.Κ.Α. (με την επιφύλαξη όσων έχουν γίνει δεκτά για τα «ιδρυματικά» νοσοκομεία του άρθρου 13 του ν. 2889/2001, βλ. ΣτΕ 956/2011) είναι όργανα διοικήσεως των νοσοκομείων και όχι υπάλληλοι αυτών, διότι δεν τελούν σε ιεραρχική σχέση προς άλλο όργανο του νομικού προσώπου του νοσοκομείου, αλλά διοικούν, μαζί με το διοικητικό συμβούλιο, το νοσοκομείο. Εξάλλου, με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 4052/2012 δεν επήλθε καμία μεταβολή ως προς τη φύση της έννομης σχέσης και τις αρμοδιότητες των εν λόγω διοικητών, οι οποίοι εξακολουθούν να είναι όργανα διοίκησης του νοσοκομείου και όχι υπάλληλοι αυτού (πρβλ. ΣτΕ 227-230/2011 επτ.). Δεν έχουν, συνεπώς, εφαρμογή στους ανωτέρω διοικητές οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 4 και 6 του Συντάγματος περί μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και είναι δυνατή η πρόωρη λήξη της θητείας τους με απόφαση του αρμοδίου Υπουργού κατ’ εφαρμογή των μνημονευομένων διατάξεων του άρθρου 7 παρ. 7 του ν. 3323/2005, είτε για λόγους υποκειμενικούς, οι οποίοι αφορούν συγκεκριμένο διοικητή, είτε για λόγους αντικειμενικούς, οι οποίοι καθιστούν αναγκαία τη μεταβολή τής δημόσιας πολιτικής στον τομέα της υγείας, η οποία σχεδιάζεται από το Υπουργείο Υγείας (ΣτΕ 690/2017, 3242/2015).

Νέες Νομοθετικές Ρυθμίσεις

  

   Με το νόμο 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013−2016 − Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013−2016» επήλθαν αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο της κατάστασης των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ειδικότερα στο Τμήμα Ζ «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙOY ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ» αναφέρεται διεξοδικά το νέο πλαίσιο της μετάταξης, μεταφοράς και διαθεσιμότητας δημοσίων υπαλλήλων. Στην υποπαράγραφο Ζ.1 αναφέρεται ότι επιτρέπεται α)  η μετάταξη μόνιμων πολιτικών υπαλλήλων και υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που υπηρετούν σε υπηρεσίες, κεντρικές και περιφερειακές, του Δημοσίου, των ανεξάρτητων αρχών, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού και β) η μεταφορά υπαλλήλων των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο δημόσιο τομέα σε άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών, ιδίως στις περιπτώσεις που οι ανάγκες αυτές προκύπτουν λόγω μεταβολής των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών και των συναφών δραστηριοτήτων τους, όταν διαπιστώνεται μετά τη διενέργεια αξιολόγησης πλεονάζον προσωπικό ή για την καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Η παράγραφος 4 ορίζει ότι  ο αρμόδιος Υπουργός ή τα όργανα διοίκησης των φορέων της περίπτωσης 1 που έχουν ανάγκη ενίσχυσης με προσωπικό μπορεί να υποβάλλουν, στο τέλος κάθε ημερολογιακού τριμήνου, σχετικό αίτημα στο τριμελές συμβούλιο του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 4024/2011. Στην υποπαράγραφο Ζ.2 ορίζεται το καθεστώς διαθεσιμότητας. Συγκεκριμένα σύμφωνα με την παράγραφο 1  «Μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού οι θέσεις των οποίων καταργούνται, τίθενται σε διαθεσιμότητα. Αν καταργούνται ορισμένες μόνο θέσεις του ίδιου κλάδου, οι υπάλληλοι που τίθενται σε διαθεσιμότητα προσδιορίζονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 154 παρ. 2 Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 158 παρ. 2 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων)». 

   Αλλαγές όμως στο δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων επήλθαν και με το νόμο 4172/2013. Στο Δ’ Κεφάλαιό του ‘’Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης’’ στο άρθρο 90 ορίζεται ότι «Επιτρέπεται να καταργούνται θέσεις ανά κατηγορία, κλάδο ή και ειδικότητα σε υπουργεία, αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες, αποκεντρωμένες διοικήσεις, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του οικείου Υπουργού, σε εκτέλεση σχετικών αποφάσεων του Κυβερνητικού Συμβουλίου Μεταρρύθμισης, μετά από τεκμηρίωση που στηρίζεται σε εκθέσεις αξιολόγησης δομών και σχέδια στελέχωσης».

   Επίσης νομοθετείται η κινητικότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Με το άρθρο 91 του ανωτέρου νόμου η περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Ζ.1 της παρ. Ζ΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 αντικαθίσταται ως εξής:   «Επιτρέπεται: α) η μετάταξη μόνιμων πολιτικών υπαλλήλων και η μεταφορά υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που υπηρετούν σε υπηρεσίες, κεντρικές και περιφερειακές, του Δημοσίου, των ανεξάρτητων αρχών, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και β) η μεταφορά υπαλλήλων που διατηρούν τη δημοσιοϋπαλληλική τους ιδιότητα των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο δημόσιο τομέα σε άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. όταν επιβάλλεται από το συμφέρον της υπηρεσίας υποδοχής, ιδίως για την κάλυψη άμεσων υπηρεσιακών αναγκών και την καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Η μετάταξη ή μεταφορά του υπαλλήλου πρέπει να ανταποκρίνεται στην εργασιακή φυσιογνωμία του, όπως δεξιότητες ή επιδόσεις, ηθικές αμοιβές, πειθαρχικές ποινές, τις μακρόχρονες ή συστηματικά επαναλαμβανόμενες αναρρωτικές άδειες ή αδικαιολόγητες απουσίες, λαμβανομένων υπόψη των περιγραμμάτων θέσεων, εφόσον υπάρχουν, και των τυχόν αιτήσεων προτίμησης.

    Με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 4,6 του ισχύοντος Συντάγματος, όπως και με τις αντίστοιχες διατάξεις των προηγούμενων συνταγματικών κειμένων του 1911, 1927 και 1952 αντίστοιχα, προβλέπεται η διασφάλιση των κατεχόντων οργανικών θέσεων εν γένει δημοσίων υπαλλήλων έναντι της εκτελεστικής λειτουργίας από αυθαίρετες απολύσεις και άλλες πράξεις αυτής. Ο συντακτικός νομοθέτης, όμως, δεν απαγορεύει στη νομοθετική λειτουργία ή δεν της αφαιρεί το φυσικό της δικαίωμα με νομοθετικά μέτρα να καταργήσει μεμονωμένες θέσεις ή/και ολόκληρες υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου, αποσκοπώντας στην αναδιοργάνωση και την αναδιάρθρωση του τελευταίου. Πάνω σε αυτό το δεδομένο βασίστηκε και η σειρά αλλαγών που επήλθε στο δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία αναλύθηκε ανωτέρω.

Ήδη με την 15/2015 Ολομ. κρίθηκε ότι από τα άρθρα 102 παρ 2 και 4 και 103 παρ 4 και 6 Σ συνάγεται ότι η καθιερούμενη από το άρθρο 102 παρ 2 Σ διοικητική αυτοτέλεια των ΟΤΑ πρώτου βαθμού, έναντι της κρατικής διοικήσεως περιλαμβάνει την κατοχύρωση του διοικητικού έργου των οργανισμών αυτών, όχι όμως και την εξουσία να αποφασίζουν με δικά τους όργανα για θέματα όπως αυτά της υπηρεσιακής καταστάσεως, τα οποία δεν συνιστούν τοπική υπόθεση, όπως η θέση σε διαθεσιμότητα των υπαλλήλων της Δημοτικής Αστυνομίας. Περαιτέρω, οι ρυθμίσεις του ν 4172/13 περί καταργήσεως της Δημοτικής Αστυνομίας δεν προσκρούουν ούτε στο άρθρο 103 Σ, διότι η κατάργηση αυτή υπαγορεύθηκε από την μεταβολή αντιλήψεων του νομοθέτη ως προς τον τρόπο οργανώσεως δημοσίας υπηρεσίας της οποίας οι αρμοδιότητες εντάσσονται στον πυρήνα της κρατικής λειτουργίας, αλλά και από επιτακτικούς δημοσιονομικούς λόγους, λαμβανομένου υπόψη και του ότι οι υπηρετούντες στην Δημοτική Αστυνομία τελούσαν επίσης υπό ιδιαίτερο καθεστώς προσλήψεως, αλλά και υπό ιδιαίτερο υπηρεσιακό καθεστώς, λόγω της φύσεως των ασκουμένων από αυτούς καθηκόντων. Ενώ εξ΄άλλου το μέτρο της διαθεσιμότητας των υπηρετούντων στη Δημοτική Αστυνομία δεν αντίκειται στο άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ διότι δεν υφίσταται νόμιμη προσδοκία των υπηρετούντων στην ΔΑ στην εις το διηνεκές διατήρηση του υπαλληλικού τους δεσμού (16/2015 Ολομ). Και ότι με το άρθρο 91 παρ 2 ν 4172/13, η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δύναται να κινηθεί κατά τον καθορισμό των μοριοδοτούμενων διαδικασιών εισαγωγής στους φορείς του Δημοσίου και, μεταξύ των διαδικασιών αυτών, ρητώς αναφέρονται και οι διαδικασίες προσλήψεως που τελούν υπό την εποπτεία του ΑΣΕΠ. Εφ’ όσον οι διαδικασίες προσλήψεως στην Δημοτική Αστυνομία δεν περιλαμβάνονται ρητώς μεταξύ των εξαιρούμενων κατ’ άρθρο 14 παρ 2 ν 2190/94, η δυνάμει του άρθρου 26 παρ 1 ν 2819/00 εξαίρεσή τους από τον έλεγχο του ΑΣΕΠ δεν περιβάλλεται με συνταγματικές εγγυήσεις και είναι επομένως δυνατή η άρση της με νεότερο νόμο. Ο δημόσιος σκοπός, του οποίου η θεραπεία διώκεται με το άρθρο 91 παρ 2 ν 4172/13, είναι η εξασφάλιση της πραγματοποιήσεως της κινητικότητος υπό όρους αξιοκρατίας, ήτοι ένας σκοπός θεμιτός, ο οποίος δικαιολογεί την διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα και προέρχονται από διαφορετικούς φορείς, ανάλογα με την διαδικασία διορισμού τους. 17/2015 Ολομ.

Με την 655/2016 ολομ, κρίθηκε ότι κατ’ άρθρο 90 παρ 1 ν 4172/13 δεν επιβάλλεται η κατάργηση θέσεων προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών και φορέων προκειμένου να επιτευχθούν αριθμητικώς προσδιορισμένοι εκ των προτέρων στόχοι. Προβλέπεται αντιθέτως ότι είναι δυνατή η κατάργηση θέσεων κατά την θεσπιζομένη διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται υπ’ όψει οι λειτουργικές και οργανωτικές ανάγκες της υπηρεσίας και τεκμηριώνεται από τις σχετικές εκθέσεις αξιολόγησης δομών και τα σχέδια στελέχωσης ότι, και μετά την κατάργηση των θέσεων, διασφαλίζονται η ορθολογική, αποτελεσματική και διαρκής λειτουργία της Διοικήσεως καθώς και η παροχή των υπηρεσιών που επιβάλλεται να εξασφαλίζονται για τους διοικουμένους στο πλαίσιο της αποστολής του Κράτους. Η ίδια διάταξη προβλέπει άλλωστε, εκτός από την κατάργηση, και την δυνατότητα συστάσεως θέσεων σε δημόσιες υπηρεσίες και φορείς με κοινές υπουργικές αποφάσεις. Επιδιώκεται δηλαδή η εξυπηρέτηση θεμιτών, εντός των πλαισίων της οργανωτικής εξουσίας του νομοθέτη, σκοπών και, δευτερευόντως και μόνο θεσπίσθηκε η ρύθμιση αυτή για την θεραπεία δημοσιονομικών σκοπών.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι υπάγονται στο άρθρο 22§1β του Σ. και το δικαίωμα του εργαζομένου έναντι του εργοδότη για αμοιβή ίση προς την προσφερόμενη εργασία;

Απ. Αφορά μόνο τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Το Συµβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι το δικαίωμα αυτό δεν αφορά εργαζομένους µε σχέση δημοσίου δικαίου .Το δικαστήριο δηλαδή εξήρησε τον πυρήνα του δηµόσιου τοµέα από το πεδίο ισχύος αυτού του ατοµικού δικαιώµατος , µετατρέποντάς το µ’αυτόν τον τρόπο στο µόνο ατοµικό δικαίωµα που δεν ισχύει έναντι του κράτους .Η άποψη αυτή, που αντιτίθεται στην άποψη του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου , αλλά επικυρώθηκε από το Ανώτατο Ειδικό ∆ικαστήριο ,αντίκειται στην διεθνώς παραδεδοµένη έννοια του ατοµικού δικαιώματος και δεν έχει ούτε ηθική ούτε πρακτική δικαιολόγηση. Το ζήτηµα δεν θα είχε ίσως πρακτική σηµασία αν ο νοµοθέτης δεν περιόριζε την ισχύ του ν.1414/1984 για την ισότητα των φύλων στις εργασιακές σχέσεις , στους εργαζοµένους µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, όπως και σε όσους ασκούν ελευθέρια επαγγέλματα.

Υπάρχει υποχρέωση να εκτελέσω και παράνομες εντολές;

Απ. Η υποχρέωση υπακοής φτάνει μέχρι και του σημείου, να υποχρεώνεται ο υφιστάμενος να εκτελέσει και παράνομες διαταγές του προϊσταμένου του, διατηρώντας παράλληλα τη δυνατότητα να υποβάλει έγγραφη αναφορά, δηλώνοντας την αντίθεσή του. Αντίθετα, όσον αφορά τις προδήλως παράνομες διαταγές, όπως για παράδειγμα εντολές οι οποίες ενδεχομένως προσβάλουν συνταγματικά δικαιώματα των διοικουμένων, ο υφιστάμενος αφού υποβάλει έγγραφη αναφορά, υποχρεούται να τις εκτελέσει μόνο αν αυτές συνοδεύονται από ειδική αιτιολογία για τον εξυπηρετούμενο από αυτές λόγο δημοσίου συμφέροντος (Υπαλληλικός Κώδικας, άρθρο 25 § 2).

Η Διοίκηση υποχρεούται να αιτιολογεί την επιλογή υπαλλήλου ως ανώτατου;

Απ. ΟΧΙ καταρχήν. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά την δεκαετία του 1950 έθεσε τα θεμέλια μιας νομολογιακής κατασκευής η οποία φθάνει έως τις ημέρες μας και έχει ως βάση την έννοια της κατάδηλης υπεροχής. Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεχόταν παγίως ότι το υπουργικό συμβούλιο έχει ευρεία ευχέρεια κατά την επιλογή των προσώπων που καταλαμβάνουν τις θέσεις των Γενικών Διευθυντώναιτιολογία δε απαιτείται μόνον στην περίπτωση που ο παραλειφθείς υπάλληλος υπερέχει καταδήλως του προκριθέντος. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι ο παραλειφθείς, όταν ασκούσε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, όφειλε να επικαλεσθεί στοιχεία από τον ατομικό φάκελο τόσο τον δικό του όσο και του προκριθέντος από τα οποία να προκύπτει ότι διαθέτει σημαντική υπεροχή στα ουσιαστικά προσόντα έναντι του τελευταίου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας αξιολογούσε πρωτογενώς τα στοιχεία αυτά και εν τέλει αποφαινόταν αν πράγματι υφίστατο κατάδηλη υπεροχή. Σε καταφατική περίπτωση η επιλογή ακυρωνόταν και η υπόθεση αναπεμπόταν στο υπουργικό συμβούλιο είτε για να αιτιολογήσει για ποιους λόγους προτιμά υπάλληλο ο οποίος υστερεί εμφανώς έναντι αυτού που είχε προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας είτε για να επιλέξει αυτή τη φορά τον αρχικώς παραλειφθέντα.

Με την  ΣτΕ 711/2017 Ολομ. κρίθηκε ως αντισυνταγματική η διαδικασία επιλογής δντων σχολικών μονάδων  που προβλέπει ο Ν. 4327/2015 κυρίως λόγω της μυστικής διαδικασίας και της συμμετοχής μη υπηρεσιακού συμβουλίου, ήτοι παραβιάσεις των αρχών της ισότητας και αξιοκρατίας καθώς και της ελεύθερης πρόσβασης και σταδιοδρομίας. Ειδικότερα κρίθηκε ότι :  (Α) Ως εγγύηση τηρήσεως των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας και, ειδικότερα, της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας (άρθρο 4 παρ. 1 και 4 και άρθρο 5 παρ. 1 Σ.), της διαφάνειας (άρθρο 103 παρ. 7 Σ.), που κατά την έννοιά της, καταλαμβάνει όχι μόνο την διαδικασία εισόδου στο υπαλληλικό σώμα αλλά και, περαιτέρω, εν γένει τις διαδικασίες εξελίξεως (προαγωγής και αναθέσεως καθηκόντων) των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Σ.), επί διαδικασίας εξελίξεως υπαλλήλων του Δημοσίου με επιλογή υποψηφίων κατόπιν αξιολογήσεως των ουσιαστικών προσόντων και της προσωπικότητάς τους, επιβάλλεται το όργανο που είναι αρμόδιο για να εκφέρει σχετική κρίση να συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, σε πλαίσιο διαφανούς και αντικειμενικής διαδικασίας και περαιτέρω να προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου η διενεργηθείσα από το αρμόδιο αυτό όργανο σχετική κρίση και τα δεδομένα εν όψει των οποίων αυτή εξηνέχθη – Ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία προβλέπεται ότι η αξιολόγηση της προσωπικότητας, της ικανότητας και της εν γένει καταλληλότητας για την άσκηση των καθηκόντων διενεργείται μέσω συνεντεύξεως των υποψηφίων, πρέπει (α) να τηρείται πρακτικό στο οποίο να αναφέρεται, έστω συνοπτικά, το περιεχόμενο της συνεντεύξεως με μνεία των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν από το αρμόδιο όργανο και των απαντήσεων που δόθηκαν από τους υποψήφιους, (β) να εκφέρεται εξατομικευμένη για κάθε υποψήφιο κρίση από το αρμόδιο όργανο ως προς την αξιολόγηση της παρουσίας του και, ειδικότερα,για την προσωπικότητά του και την εν γένει ικανότητά του να ασκεί τα κρίσιμα καθήκοντα που απαιτούν ανάλογες ικανότητες και προσόντα (επί διευθυντικών στελεχών: ευχέρεια προγραμματισμού, συντονισμού, αναλήψεως πρωτοβουλιών, λήψεως αποτελεσματικών αποφάσεων και διαχειρίσεως κρίσεων) – Με την αιτιολόγηση της αναφερθείσας κρίσεως σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου αφενός εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις αμερόληπτης και αξιοκρατικής κρίσεως και αφετέρου καθίσταται γνωστή στους υποψήφιους και ελέγξιμη από τον ακυρωτικό δικαστή, εν όψει του κατά το άρθρο 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 εδ. α΄ Σ., η αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την σχετική διαδικασία
(Β) Κατά την προβλεπόμενη στο ν. 4327/2015 διαδικασία επιλογής και τοποθετήσεως διευθυντών σχολικών μονάδων ο σύλλογος διδασκόντων της οικείας σχολικής μονάδας, έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα για την αποτίμηση μέσω μυστικής ψηφοφορίας της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεως του υποψηφίου, κριτήριο το οποίο λαμβάνει συνολικά το ένα τρίτο (1/3) περίπου της μέγιστης συνολικά βαθμολογίας που μπορεί να συγκεντρώσει ο υποψήφιος – Μέσω της εν λόγω μυστικής ψηφοφορίας αποτιμώνται η προσωπικότητα, το ήθος, η εντιμότητα, το αίσθημα δικαιοσύνης, η δημοκρατική συμπεριφορά, η επαγγελματική ανάπτυξη και συνέπεια, καθώς και οι ικανότητες του υποψηφίου (όπως: ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας, ικανότητα ανάπτυξης πρωτοβουλιών και επίλυσης προβλημάτων, ικανότητα δημιουργίας κατάλληλου παιδαγωγικού περιβάλλοντος), δηλαδή με τον τρόπο αυτό αποτιμάται τόσο η προσωπικότητα του υποψηφίου όσο και προσόντα του, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προσόντων που συνεκτιμώνται κατά την μοριοδότηση των λοιπών προβλεπόμενων κριτηρίων – Κατά παράβαση όμως των προαναφερθεισών εγγυήσεων τηρήσεως των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας και, ειδικότερα, της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας ανατίθεται η εν λόγω αρμοδιότητα στον σύλλογο διδασκόντων, στον οποίο μετέχουν (αδιακρίτως) όλοι οι υπηρετούντες στην οικεία σχολική μονάδα μόνιμοι και αναπληρωματικοί εκπαιδευτικοί, και με την διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας (που ως διαδικασία αναδείξεως οργάνων εν γένει διοικήσεως προσιδιάζει σε αυτοδιοικούμενες μονάδες ή είναι πρόσφορη σε περίπτωση αναδείξεως εκπροσώπων στα όργανα αυτά), ενώ η διοίκηση των σχολικών μονάδων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, σύμφωνα με τις αναφερθείσες συνταγματικές αρχές, πρέπει να αναδεικνύεται από κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας (όπως είναι τα καθιερωμένα υπηρεσιακά συμβούλια της Διοικήσεως) και με διαφανή και αντικειμενική διαδικασία, κατάλληλη για την διασφάλιση της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής των οριζομένων κριτηρίων και στο πλαίσιο της ιεραρχικής δομής της Υπηρεσίας – Περαιτέρω τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και προσόντα του υποψηφίου που σχετίζονται με το κριτήριο της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεώς του, δεν αξιολογούνται με αιτιολογία, αφού η επίδικη διαδικασία καταλήγει στην βαθμολογική αποτίμηση του κριτηρίου αυτού, η οποία προκύπτει από την αναγωγή του ποσοστού των ψήφων που έλαβε αυτός κατά την μυστική ψηφοφορία σε ποσοστό επί του αριθμού των κατ’ ανώτατο όριο μονάδων που αναλογούν στο εν λόγω κριτήριο, η δε έλλειψη αιτιολογίας και ειδικότερα πρακτικού ή άλλου στοιχείου, στο οποίο διατυπώνονται ειδικές σκέψεις και κρίσεις που τεκμηριώνουν την αποτίμηση του κριτηρίου αυτού σύμφωνα με τον φάκελο, καθιστά την επίδικη διαδικασία αντίθετη στις προαναφερόμενες συνταγματικές αρχές, διότι δεν εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις αξιοκρατικής κρίσεως και αφετέρου δεν καθίσταται γνωστή στους υποψήφιους και ελέγξιμη από τον ακυρωτικό δικαστή η αξιολόγηση των υποψηφίων ως προς το μνησθέν κριτήριο – Επιπλέον ειδικά η σχετική διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας του συλλόγου διδασκόντων, κατά το μέρος που αφορά την αποτίμηση της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο του υποψηφίου, εκτός από το ότι κατά τα προαναφερθέντα δεν διενεργείται από κατάλληλο όργανο, δεν διασφαλίζει την έγκυρη αξιολόγηση με αντικειμενική και αξιοκρατική διαδικασία, δηλαδή κατά τρόπο που καθίσταται ελέγξιμη η ουσιαστική αποτίμηση, και άρα δεν είναι πρόσφορη για την αξιοκρατική επιλογή των ικανοτέρων, όπως είναι σχετικά πρόσφορος για την υπηρεσιακή εξέλιξη των υπαλλήλων ο θεσμός των υπηρεσιακών εκθέσεων αξιολογήσεώς τους – Για τους λόγους αυτούς κατά παράβαση των προαναφερθεισών συνταγματικών διατάξεων θεσπίζεται η επίδικη επιλογή διευθυντών σχολικών μονάδων βάσει της αποτιμήσεως του κριτηρίου της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεως από τον σύλλογο διδασκόντων με την προεκτεθείσα διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας 

24α. ¨Εχω υποβάλλει υποψηφιότητα για την πλήρωση θέσεως Γενικού Δντη αλλά η ειδική Επιτροπή το α.82§7 ΥΚ αφού πήρε συνέντευξη σε μένα και τους άλλους υποψηφίους δεν με επέλεξε διότι κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης δεν είχα θέση Γενικού Δντη, ούτε και είχα διατελέσει σε αυτήν. Η όλη διαδικασία διεξήχθη προφορικώς. Είναι νόμιμη;

Απ. Όχι πρέπει ως ουσιώδης τύπος της σύνθετης διοικητικής ενέργειας να συνταχθεί πρακτικό (ΣτΕ 3052/2009 Ολομ).

24β. Θέλω να προσβάλλω την πράξη που με θέτει σε αυτοδίκαιη αργία και είμαι ανώτατος υπάλληλος σε ποιο δικαστήριο θα προσφύγω;

Απ.  Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2944/2001 (Α΄ 222): «1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση των αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν : α) το διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων (πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου». Εξάλλου, η προβλεπόμενη στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου γενική εξαίρεση των αιτήσεων ακυρώσεως, που αφορούν το διορισμό και την υπηρεσιακή κατάσταση των ανωτάτων υπαλλήλων από την αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου, καταργήθηκε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 47 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας υποθέσεις, δυνάμει της σχετικής διατάξεως του πρώτου εδαφίου του άρθρου 50 του πιο πάνω νόμου. Συνεπώς θα ασκήσω αίτηση ακυρώσεως στο ΔΕΦ (ΣτΕ 1504/11).

24. Η διάκριση αυτή των δημ. Υπαλλήλων έχει δικονομικές συνέπειες;

Απ. Ναι. Μόνο η προαγωγή σε θέση ανώτατου υπαλλήλου προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης στο Γ΄ τμήμα του ΣτΕ. Όλες οι λοιπές διοικητικές πράξεις , ακόμη και αυτές που αφορούν το καθεστώς στην ανώτατη θέση μετά τον διορισμό υπάγονται στο κατά τόπον αρμόδιο ΔΕΦ (α.2στ’ ν. 702/77).

25. Οι φαντάροι είναι δημόσιου υπάλληλοι;

Απ. Όχι διότι στρατολογούνται υποχρεωτικά βλ. α.4§6 Σ.  Δεν υπάρχει η εκούσια αίτηση σύνδεσης.

26. Ο ΥΚ κάνει χρήση του όρου «δημόσιοι πολιτικοί και διοικητικοί υπάλληλοι», ενώ στο άρθρο 2§1 ομιλεί για «πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους και το Σ κάνει αναφορά στο άρθρο 103§5 στον όρο «διοικητικοί υπάλληλοι». Υπάρχει διαφορά;

Απ. Όχι πρόκειται για ταυτολογία που δείχνει την αντιδιαστολή των δημοσίων υπαλλήλων από τους υπηρετούντες στο ένοπλες δυνάμεις , τα σώματα ασφαλείας, καθώς και από τους δικαστικούς λειτουργούς και τους πολιτικούς υπαλλήλους που δεν εμπίπτουν στον υπαλληλικό κώδικα.

27. Είμαι πυροσβέστης . είμαι δημόσιος υπάλληλος;

ΑΠ. Όχι. Είσαι πολιτικός υπάλληλος και δεν διέπεσαι από τον ΥΚ.

28. Είμαι Ιατρός του ΕΣΥ είμαι δημόσιος υπαλληλος;

Απ. Ναι διέπεσαι καταρχήν από ειδικό καθεστώς αλλά και στον ΥΚ.

29. Είμαι υπάλληλος στο Υπουργείο εθνικής Άμυνης είμαι δημόσιος υπάλληλος;

Απ. Σίγουρα δεν εντάσσεσαι στους στρατιωτικούς.  Εάν διορίστηκες και δεν προσλήφθηκες σε οργανική θέση είσαι δημόσιος υπάλληλος και εφαρμόζεται ο ΥΚ

30. Τελικά πως διακρίνονται οι υπάλληλοι του κράτους;

Απ. Καταρχήν λόγω της τριμερούς διάκρισης τηε κρατικής εξουσίας (26Σ) σε: Α) Υπάλληλοι της Βουλής (65 Σ), β) Υπάλληλοι Εκτελεστικής εξουσίας και γ) υπάλληλοι της δικαστικής εξουσίας (91Σ).

31. Οι δημόσιοι λειτουργοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι;

Απ. Όχι . Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του δημοσίου λειτουργού είναι το γεγονός ότι συνδέεται με χαλαρότερη σε σχέση με το κράτος και τις προϊστάμενες αρχές του  απ΄ότι ο δημόσιος υπάλληλος. Η προσωπική και υπηρεσιακή του κατάσταση διέπεται από  λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία έναντι των προϊσταμένων του. Εκ του Συντάγματος λειτουργοί είναι οι καθηγητές ΑΕΙ και ΑΤΕΙ, οι δικαστικοί και εισαγγελικού λειτουργοί και τα μέλη του ΝΣΚ, μέλη των συνταγματικά κατοχυρωμένων ΑΔΑ. Χαρακτηριστικό επίσης των λειτουργών είναι ότι διαθέτουν ευχέρεια πρωτοβουλιών και επιλογών, καθώς και ότι στελεχώνουν ανώτερες συνήθως βαθμίδες της πολιτειακής δομής.

32. Οι υπάλληλοι της εκτελεστικής λειτουργίας είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι;

Απ. ΟΧΙ. Καταρχήν διακρίνουμε σε πολιτικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς. Οι στρατιωτικοί έχουν στενότατο δεσμό με την εκτελεστική λειτουργία και το κράτος , ενώ υπηρετούν την ιεραρχική δομή της κρατικής εξουσίας με στενότατα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας και υπακοή στις εντολές του προϊσταμένου καταρχήν κατά τρόπο μηχανιστικό . Η ειδική κυριαρχική σχέση του στρατιωτικού είναι η αυστηρότερη μετά από αυτή του φυλακισμένου Ο δεσμός τους με το κράτος είναι για τους επαγγελματίες στρατιωτικούς εκούσιος ενώ για τους έφεδρους είναι εκπλήρωση συνταγματικής υποχρέωσης κατά το α.4§6 του Σ.

Οι στρατιωτικοί είναι όσοι υπηρετούν στο Στρατό Ξηράς, στο Ναυτικό και στην Αεροπορία. Ειδική κατηγορία που προσομοιάζει με τους στρατιωτικούς στο περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων, την υπακοή και εν γένει στη στενότητα της κυριαρχικής σχέσης  αποτελούν οι εργαζόμενοι στα σώματα ασφαλείαςδηλαδή οι  αστυφύλακες, υπαξιωματικοί και αξιωματικού της Ελληνικής Αστυνομίας καθώς και τα στελέχη του Λιμενικού.

33. Οι πολιτικοί υπάλληλοι του κράτους  είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι;

Απ. Όχι βέβαια. Αυτό προκύπτει καταρχήν από το άρθρο 103 του Σ.

Οι πολιτικοί ή διοικητικοί  υπάλληλοι διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες: 

α) Μόνιμοι Υπάλληλοι με θητεία, των οποίων το υπηρεσιακό καθεστώς εξομοιώνεται με των δημοσίων υπαλλήλων, για όσο χρονικό διάστημα διατελούν τη θητεία τους, είναι δηλαδή έμμισθοι και διαθέτουν οργανική θέση διεπόμενοι από την αρχή της μονιμότητας Π.Χ  ο ελεγκτής Νομιμότητας του Ν. 3852/10 (Καλλικράτης), , γενικός γραμματέας δημοσίων εσόδων, οι διοικητές των  κρατικών νοσοκομείων (ΣτΕ 956/11).

β) Υπάλληλοι με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου σε οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού, βοηθητικού ή τεχνικού προσωπικού με σύμβαση αορίστου χρόνου (άρθρο 103 §3 Σ), οι οποίοι προσλαμβάνονται κατά το ιδιωτικό δίκαιο και απολύονται με καταγγελία .

γ) Μετακλητοί υπάλληλοι (π.χ. Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, Γενικός Γραμματέας Υπουργείου) οι οποίοι διορίζονται σε συγκεκριμένες οργανικές θέσεις . Οι μετακλητοί υπάλληλοι, όπως και η προηγούμενη κατηγορία υπαλλήλων, απολαμβάνουν την προσωπική εμπιστοσύνη αυτού που τους διορίζει και μπορούν να απολύονται χωρίς ειδικότερες εγγυήσεις, δεν απολαμβάνουν δηλαδή τη μονιμότητα της υπηρεσιακής τους θέσης.  Φέρουν βαθμό Α΄ ειδικών θέσεων. ΠΧ βλ. α. 103§5  οι διοριζόμενοι απευθείας με βαθμό πρεσβευτικό, οι υπάλληλοι της προεδρίας της Δημοκρατίας και των γραφείων του Πρωθυπουργού, των Υπουργών και Υφυπουργώ. 

δ) Υπάλληλοι με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, που προσλαμβάνονται για την αντιμετώπιση, απρόβλεπτων, επειγουσών ή παροδικών αναγκών. Είναι έμμισθοι, δεν διαθέτουν μονιμότητα, ούτε και οργανικοί θέση, ενώ χαρακτηρίζονται ως έκτακτοι πχ εποχιακοί πυροσβέστες ή καθηγητές για τις πανελλαδικές.

Ε) και τέλος Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι μόνιμοι υπάλληλοι των ΝΠΔΔ.

34. Ο Δ. Πολυζώης διορίστηκε, υπό το καθεστώς του άρθρου 7 παρ. 7 Ν 3329/2005 , ως Διοικητής του νοσοκομείου «ΚΑΛΗ ΨΥΧΗ» που είναι ιδρυματικού χαρακτήρα με διετή θητεία στο εν λόγω ΝΠΔΔ. Ο Υπουργός  Υγείας Παλίμβουλος με απόφαση του τον παύει διότι έμαθε ότι άλλαξε πολιτικό στρατόπεδο. Σε ποιο Δικαστήριο , με ποιο ένδικο βοήθημα και τι μπορεί να ισχυριστεί ο Πολυζώης; Θα άλλαζε κάτι εάν ήταν διορισμένος σε Νοσοκομείο ΝΠΔΔ;

Απ. Ο διοικητής του νοσοκομείου εκτός ΕΣΥΚΑ με βάσει τον ως άνω Νόμο είναι ανώτατος πολιτικός υπάλληλος με θητεία που απολαμβάνει μονιμότητα.

Επειδή, από το α.103 1-8Σ συνάγεται ότι οι οργανικές θέσεις του προσωπικού των δημοσίων εν γένει υπηρεσιών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, κατ’ αρχήν, απαιτείται να πληρούνται με τακτικούς υπαλλήλους, δεν αποκλείεται όμως και η πλήρωση αυτών, εξαιρετικώς, με υπαλλήλους επί θητεία, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της θητείας τους απολαύουν όλων των εγγυήσεων της μονιμότητας. Η παρέκκλιση όμως αυτή από τον κανόνα περί πληρώσεως των οργανικών θέσεων με τακτικούς υπαλλήλους είναι ανεκτή συνταγματικώςαν δικαιολογείται από την ιδιάζουσα φύση, την ειδική αποστολή και το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων ορισμένης υπηρεσίας ή θέσεως, κατά την κρίση γι’ αυτό του νομοθέτη, του κύρους των σχετικών διατάξεων ελεγχομένου συνταγματικώς υπό την ως άνω έννοια. Η πλήρωση, με τις ανωτέρω προϋποθέσεις, οργανικών θέσεων με διορισμό υπαλλήλων επί θητεία δεν αποκλείεται από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 103 του Συντάγματος , διότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στο διαφορετικό ζήτημα της προσλήψεως μετακλητών υπαλλήλων, οι οποίοι δεν καλύπτονται από τις συνταγματικές εγγυήσεις της μονιμότητας (ΣτΕ Ολ 1770, 1803-5/1983). Ειδικότερα, όπως παγίως έχει κριθεί ο υπάλληλος επί θητεία απολαύει κατά την διάρκεια της θητείας του, δηλαδή μέχρι την εκπνοή του χρόνου για τον οποίο διορίσθηκε στην κατεχόμενη από αυτόν θέση και εφόσον η θέση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται (δεν έχει καταργηθεί με νόμο), της ίδιας όπως και ο μόνιμος υπάλληλος συνταγματικής προστασίας, μη δυνάμενος να απολυθεί χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται κατά τα δύο τρίτα, τουλάχιστον, από μονίμους υπαλλήλους, υποκείμενη σε προσφυγή ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 6 του άρθρου 103 του Συντάγματος .

Συνεπώς πρέπει να ασκήσει κατά της Υπουργικής απόφασης αίτηση ακυρώσεως στο Γ΄ τμήμα του ΣτΕ και να επικαλεστεί παράβαση νόμου (ΣτΕ 956/11).

35. Όλοι οι μόνιμοι  υπάλληλοι υπάγονται στον υπαλληλικό κώδικα.

Απ. Όχι. Μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι , οι μόνιμοι υπάλληλοι των ΝΠΔΔ  και ΟΤΑ (α.2ΥΚ). ¨Άλλοι πολιτικοί υπάλληλοι δεν υπάγονται πχ Οι πυροσβέστες, ή υπάγονται συμπληρωματικά πχ σχολικοί σύμβουλοι.

36. Εάν υπάρχει αμφισβήτηση ως προς την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου τι μπορώ να κάνω;

Α. βλ. άρθρο 3 ΥΚ αίτηση στην Επιτροπή του ΣτΕ .

ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ

37. Με ποιο τρόπο εισέρχονται οι δημόσιοι υπάλληλοι στο υπαλληλικό σώμα;

Απ. Σήμερα και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, ορίζεται στο άρθρο 103 §7 Σ ότι: «Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5 [μετακλητοί ], γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει». Καταρχήν με γραπτό διαγωνισμό που διενεργεί η ανεξάρτητη αρχή , ΑΣΕΠ, με το Ν. 2190/94. Η αρχή αυτή συγκροτείται από 28 μέλη.

39.  Η προκήρυξη του ΑΣΕΠ και εν γένει του διαγωνισμού τι πράξη είναι;

Απ. Είναι κανονιστική και προσβάλλεται στο Γ΄τμήμα του ΣτΕ.

40. Εάν η προκήρυξη είναι παράνομη πως μπορώ να συμμετέχω στον διαγωνισμό;

Απ. Με επιφύλαξη.

41. Εάν δεν βάλω επιφύλαξη μπορώ αργότερα να επικαλεστώ την παρανομία;

Απ. ΝΑΙ ΒΛ. 1722/2014 , Γ τμ. 7μ. 3871/14,   non Venire contra factum proprium.

42. Πώς τελειώνει η διαδικασία του διαγωνισμού;

Απ. Με την κύρωση και δημοσίευση του πίνακα επιτυχόντων από το ΑΣΕΠ. Είναι σύνθετη διοικητική ενέργεια.

43. Η κύρωση τι πράξη είναι;

Απ. Σώρευση ατομικών , δημοσιευτέα, τελική. Για τους τρίτους, δηλαδή τους μη αναφερόμενους σε αυτή η προθεσμία προσβολής αρχίζει από την επομένη δημοσίευσης. Αυτή όπως και οι άλλες ατομικές πράξεις του ΑΣΕΠ προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως στο αρμόδιο ΔΕΦ και είναι ανέκκλητες εφόσον όλος ο διαγωνισμός διενεργήθηκε από το ΑΣΕΠ. Αντίθετα εάν ο διαγωνισμός έγινε από άλλο όργανο με ειδική διαδικασία και απλώς επικυρώθηκε από το ΑΣΕΠ, τότε ασκείται και έφεση στο Γ΄τμήμα του ΣτΕ (α.1περ.α Ν702/77 και 5Α).

44. Μπορώ να προσβάλλω την κύρωση του πίνακα για ελαττώματα προηγούμενων εκτελεστών πράξεων;

Απ. Ναι, αλλά θα πρέπει να έχεις προθεσμία.

45. Μπορώ να προσβάλλω ενδιάμεση πράξη ενώ έχει ήδη εκδοθεί η τελική;

Απ. Όχι διότι έχασε την εκτελεστότητα της.

50. Τι πράξη είναι ο διορισμός;

Απ. Ατομική διοικητική πράξη , δημοσιευτέα στο ΦΕΚ , εκδιδόμενη από τον  αρμόδιο Υπουργό, συναφής προς την κύρωση των αποτελεσμάτων από το ΑΣΕΠ, που επιδίδεται στον υπάλληλο εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση της ή κατά πλάσμα λογίζεται ότι επιδόθηκε την 30η ημέρα από την δημοσίευση και εφόσον ο υπάλληλος την αποδεχθεί εντός 30 ημέρων από της επιδόσεως , δια της ορκωμοσίας , ιδρύει την ειδική σχέση του δημοσίου υπαλλήλου με το κράτος (17 εώς 19ΥΚ).

Ο διορισμός του δημοσίου υπαλλήλου συνιστά μονομερή ατομική διοικητική πράξη (αντίθετη άποψη είχε ο καθ. Αγγελόπουλος που εσφαλμένα ομιλούσε περί συμβάσεως). Για να δημιουργηθεί, όμως, δημοσιοϋπαλληλική σχέση απαιτείται η αποδοχή διορισμού από το δημόσιο υπάλληλο. Η αποδοχή αυτή εκδηλώνεται με την ορκωμοσία του από την οποία ξεκινά η ανάληψη υπηρεσίας. Με την είσοδο ο υπάλληλος δεν εξασφαλίζει κεκτημένο δικαίωμα διατήρησης της σχέσεως με τους όρους που ιδρύθηκε , αλλά το κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια οργάνωσης της διοίκησης και των όρων (ΣτΕ 1942/59).

51. Ο διορισμός ανακαλείται;

Απ. Ναι εάν δεν τον αποδεχθεί ο υπάλληλος ή δεν εκπληρώσει άλλες υποχρεώσεις που θέτει ο νόμος. Εάν η πράξη διορισμού είναι παράνομη αλλά ο υπάλληλος καλόπιστος τότε δεν μπορεί ν΄ ανακληθεί μετά  την πάροδο διετίας.

Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται, εάν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 4-8 ΥΚ, δηλ. δεν είχε την ελληνική ιθαγένεια ή λόγω ποινικής καταδίκης ή κηρύχθηκε σε δικαστική συμπαράσταση.

52. Ο διορισθείς είναι μόνιμος;

Απ. Όχι  διανύει διετή δοκιμαστική υπηρεσία και διορίζεται στον έκτο βαθμό (στ).

53. Πόσες είναι οι κατηγορίες των υπαλλήλων και πόσες οι θέσεις;

Απ. 4 κατηγορίες, ΠΕ,ΤΕ,ΔΕ, ΥΕ και οι βαθμίδες από α εώς στ΄. Οι ΥΕ φθάνουν έως Γ΄βαθμίδα, ενώ οι ΔΕ εώς Β΄.

54. Τι είναι οργανική θέση;

Απ. Είναι θέση προβλεπόμενη αφηρημένα σε Νόμο και έχουσα πίστωση στον προϋπολογισμό. Στους μετακλητούς οι θέσεις είναι συγκεκριμένες εξειδικευμένων καθηκόντων.

46. Ποιες αρχές διέπουν την είσοδο στο υπαλληλικό σώμα;

Απ. Η αρχή της αξιοκρατίας, μια αρχή συνταγματικής περιωπής, η οποία συνιστά εφαρμογή τόσο της δημοκρατικής αρχής (άρθρο 1 §1 Σ) όσο και της αρχής της ισότητας (άρθρο 4 §1 Σ) αλλά και της ελεύθερής ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου (άρθρο 5 §1 Σ). 

47. Ο Δικαστής πώς ελέγχει την αρχή της ισότητας εάν τηρήθηκε από το Νομοθέτη;

Απ. Είναι έλεγχος ορίων με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείρισημε τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρουμη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβαρύνσεωςόσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (Σ.τ.Ε. Ολομ. 2396/04, 1252, 1253/2003).

48 . Η αρχή της αξιοκρατίας από πού απορρέει;

Απ. Η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 του Συντάγματος, υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους.

49. Βάσει του Νόμου επιβάλλεται να επιλέξω μια μόνο Νομαρχία στην οποία πρέπει να υπηρετήσω. Επιλέγω την Α΄ Νομαρχία που έχουν βάλει και οι περισσότεροι συνυποψήφιοι μου, ενώ στη Β΄ Νομαρχία έχουν βάλει πολύ λιγότερη. Τελικά γράφω με μέσο όρο 8/10 και έρχομαι πρώτος επιλαχών στην Α Νομαρχία , ενώ στη Β διορίζονται οι επιτυχόντες με μέσο όρο 7/10. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;

Απ. ΣτΕ 2396/04, ολομ. Παραβιάζεται η αρχή της αξιοκρατίας.

49α. Υπάρχουν υπάλληλοι που διορίζονται με άλλη διαδικασία;

Απ. Οι υπάλληλοι της Εθνικής Σχολής δημόσιας Διοίκησης (Ν.1388/83) κατατάσσονται στο  βαθμό Δ΄ ΠΕ και δεν διανύουν δοκιμαστική περίοδο, οι υπάλληλοι του Διπλωματικού (Κέντρο Διπλωματικών Σπουδών). Το ιατρικό προσωπικό , οι δικηγόροι , οι μηχανικοί με την μέθοδο συνεντεύξεων μετά από προκήρυξη, οι μετακλητοί υπάλληλοι.

55. Ποια είναι τα προσόντα διορισμού του ενδιαφερομένου ως υπαλλήλου;

Απ. Ειδικότερα, τα νομοθετικά προβλεπόμενα προσόντα διορισμού για το διορισμό σε θέση δημοσίου υπαλλήλου, είναι τα ακόλουθα: 

α) Ελληνική ιθαγένεια: Γίνεται όμως δεκτό, ότι και οι έχοντες την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να αποκτήσουν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, εκτός από θέσεις οι οποίες αφορούν την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Βλ. α. 45 ΣΛΕΕ. Αλλοδαποί επιτρέπεται να διοριστούν κατ΄εξαίρεση με ειδικό νόμο (ΥΚ 4§3).

β) Ηλικία: Το προσόν αυτό προσδιορίζεται στο νόμο, ενώ συνήθως κυμαίνεται μεταξύ δεκάτου όγδοου και τριακοστού πέμπτου έτους της ηλικίας. 

γ) Υγεία: Το προσόν αυτό αναφέρεται στην φυσική κατάσταση του δημοσίου υπαλλήλου, ο οποίος πρέπει να είναι σωματικά και ψυχικά ικανός να παράσχει δημόσια υπηρεσία. Η ισχύουσα νομοθεσία, όμως, προβλέπει και την πρόσληψη αναπήρων ή ατόμων με ειδικές ανάγκες, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις για την άσκηση συγκεκριμένων καθηκόντων, κατ’ εκπλήρωση και της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 21 §2 Σ.

δ) Ειδικά τυπικά προσόντα: Πρόκειται για τα ειδικά προσόντα που απαιτεί ο νόμος για την κατάληψη ορισμένων θέσεων, όπως είναι οι τίτλοι σπουδών, οι μεταπτυχιακοί ή διδακτορικοί τίτλοι, η γνώση ξένων γλωσσών ή άλλες ειδικές γνώσεις. Ειδικά για τους έχοντες την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτείται και η γνώση της ελληνικής γλώσσας.  

Εκτός από τα παραπάνω δεν είναι δυνατόν να απαιτηθεί η ύπαρξη κανενός άλλου τυπικού προσόντος, όπως φύλου, θρησκεύματος, ή συγκεκριμένων πολιτικών ή ιδεολογικών πεποιθήσεων, αφού κάτι τέτοιο θα συνιστούσε και παραβίαση της αρχής της ισότητας. 

Ειδικά για το φύλο ρητά ορίζει το 41 ΥΚ ότι διορίζονται Έλληνες και Ελληνίδες. Το άρθρο 116§2 προβλέπει την λήψη θετικών μέτρων για την άρση των ανισοτήτων των φύλων ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΎΕΙ ΤΗΝ ΟΠΟΊΑΔΉΠΟΤΕ διάκριση λόγω φύλου (ΣτΕ 1986/05 Ολομ. συνοριοφύλακες). Τα θετικά αυτά μέτρα έχει κριθεί ότι δεν αποτελούν διάκριση λόγω φύλου (ΣτΕ 879/09,2034/04).

Αρνητικές προϋποθέσεις (κωλύματα) για το διορισμό κάποιου ως δημοσίου υπαλλήλου, τα οποία συνιστούν αντίστοιχα και κωλύματα είναι:

 α) η παραπομπή ή καταδίκη του για κακούργημα ή για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα έχει ως συνέπεια την στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Η παραγραφή δεν αίρει το κώλυμα καθώς και η αμνηστία ή η αποκατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων. Η χάρη θα πρέπει να αναφέρει ρητά στο σχετικό διάταγμα την άρση όλων των συνεπειών της ποινής (8§2ΥΚ).

β) η κήρυξη του σε στερητική δικαστική συμπαράσταση, σε περιορισμό δηλαδή της δικαιοπρακτικής του ικανότητας με δικαστική απόφαση,

γ) η απόλυσή του για πειθαρχικούς λόγους από την θέση του δημοσίου υπαλλήλου με απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου. Το κώλυμα αυτό διαρκεί για πέντε έτη (9 ΥΚ).

 δ) η μη εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων 

ε) η πτώχευσή ,

στ) η μη εγγραφή στα μητρώα αρρένων και για τις γυναίκες στο δημοτολόγιο. 

ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ

64. Ποιες είναι οι υπηρεσιακές μεταβολές των δημ. Υπαλλήλων.

Απ.

α) Τοποθέτηση: Η τοποθέτηση συνίσταται στον καθορισμό με ατομική διοικητική πράξη, της υπηρεσιακής θέσης της δημόσιας αρχής στην οποία θα υπηρετήσει ο δημόσιος υπάλληλος. Την πράξη εκδίδει ο προϊστάμενος μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου (65§1ΥΚ). Η τοποθέτηση γίνεταιμε τον διορισμό ή τη μετάταξη αλλά είναι αυτοτελής πράξη. Πχ διορίστηκα δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Παιδείας και τοποθετήθηκα ως καθηγητής μαθηματικών  στο Γ΄ Λύκειο Αθηνών.

β) Μετακίνηση: Πρόκειται για υπηρεσιακή μεταβολή η οποία διενεργείται εντός της υπηρεσίας, με διοικητική πράξη του προϊσταμένου.  Η Μετακίνηση εκτός νομού ή σε νησί γίνεται με τη διαδικασία της μετάθεσης. Εξαιρούνται τα νησιά που έχουν οδική σύνδεση με χερσαία τμήματα της χώρας πχ Πελοπόννησος , Λευκάδα , Εύβοια (66§4).Πχ Ο Α δημόσιος υπάλληλος στο ΥΠΕΚΑ , τοπογράφος, μετακινείται από την κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου, στην Αθήνα, σε γραφεία του Υπουργείου στον Πειραιά πάλι ως τοπογράφος.

γ) Μετάθεση: Πρόκειται για μετακίνηση από τη μια δημόσια αρχή στην άλληείτε αυτεπαγγέλτωςείτε ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου, μετά από σύμφωνη γνωμοδότηση του υπηρεσιακού συμβουλίου και πράξη του αρμόδιου Υπουργού ή του διευθύνοντα του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου στο οποίο θα ασκήσει τα καθήκοντά του ο δημόσιος υπάλληλος και υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται κενή θέση. Δεν έχει σημασία εάν η νέα δημόσια αρχή βρίσκεται στην ίδια πόλη (67). Πχ Με απόφαση του Υπουργού ο Α καθηγητής μέσης εκπαιδεύσεως στο 3ο Λύκειο Αθηνών μετατίθεται στο 10ο Λύκειο Αθηνών η ο εφοριακός από την Α΄Δ.Ο.Υ στην Δ΄Δ.Ο.Υ. Δεν  έχει σημασία ότι οι δυο αυτές Δ.Ο.Υ στεγάζονται στο ίδιο κτίριο αλλά ότι έγινε αλλαγή της δημόσιας αρχής που υπηρετούσε.

δ) Απόσπαση: Πρόκειται για προσωρινή απομάκρυνση από τη θέση στην οποία υπηρετεί ο δημόσιος υπάλληλος, προκειμένου να παράσχει υπηρεσίες στο πλαίσιο άλλης υπηρεσιακής μονάδας ή άλλης δημόσιας αρχής ή και εντελώς άλλου υπουργείου (κλάδου), κατόπιν αιτήσεώς του, με πράξη του αρμόδιου Υπουργού ή του διευθύνοντα του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου στο οποίο θα ασκήσει τα καθήκοντά του ο δημόσιος υπάλληλος  υπουργών, ύστερα από γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Η απόσπαση δεν μπορεί να υπερβαίνει καταρχήν τα δύο έτη, ενώ είναι δυνατή για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών με απόφαση του οικείου Υπουργού ή του διευθύνοντα του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου στο οποίο θα ασκήσει τα καθήκοντά του ο δημόσιος υπάλληλος, με γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου για την κάλυψη έκτακτων αναγκών υπηρεσιακού χαρακτήρα. ΠΧ ο εφοριακός Α αποσπάται από την Δ ΄Δ.Ο.Υ για να υπηρετήσει στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Ουσιαστικά όλο το χρόνο της απόσπασης ο υπάλληλος είναι οργανικά συνδεδεμένος με την αρχική δημόσια αρχή και υπηρεσία που τοποθετήθηκε.

ε) Μετάταξη (Ν.4093/12 υποπαρ.Ζ1 και α.69-75 ΥΚ εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση στο ν.4039): Πρόκειται για μεταβολή της ειδικότερης ή γενικότερης κατηγορίας στην οποία ανήκει ο δημόσιος υπάλληλος, δηλαδή για μετακίνησή του σε κενή θέση άλλου κλάδου της ίδιας κατηγορίας ή κλάδου ανώτερης κατηγορίας του ίδιου ή άλλου υπουργείου ή δημόσιας υπηρεσίας στην οποία ασκεί τα καθήκοντά του.

Μπορεί να είναι αυτεπάγγελτη ή εκουσία και γίνεται με πράξη του αρμόδιου Υπουργού Διοικητικής μεταρρύθμισης, ύστερα από απλή γνωμοδότηση του υπηρεσιακού συμβουλίου και με την προϋπόθεση ότι ο μετατασσόμενος έχει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την κατάληψη της κενής θέσης. Η μετάταξη απαγορεύεται πριν από τη συμπλήρωση δυο ετών από το διορισμό ενός δημοσίου υπαλλήλου διενεργείται είτε κατόπιν αιτήσεώς του (εθελούσια) είτε με πρωτοβουλία της υπηρεσίας (υποχρεωτική). Ο μετατασσόμενος πρέπει να κατέχει τον απαιτούμενο για τον κάδο στον οποίο μετατάσσεται τίτλο σπουδών.

Η μετάταξη αναλύεται σε δυο ειδικότερες πράξεις : α) πράξη απόλυσης από την οργανική θέση που κατέχει και β) πράξη διορισμού σε άλλη οργανική θέση (ΣτΕ 1396/65). Η μεταβολή γίνεται χωρίς διακοπή έτσι ώστε να συνυπολογίζεται η πρότερη υπηρεσιακή κατάσταση. ΠΧ ο υπάλληλος ΥΕ λόγω λήψης πτυχίου μετατάσσεται σε ΠΕ ή Η Α γραμματέας των διοικητικών δικαστηρίων μετατάσσεται σε γραμματέα των πολιτικών δικαστηρίων, η Α από τμηματάρχης του Υπουργείου Εμπορίου μετατάσσεται σε τμηματάρχη του Υπουργείου Οικονομικών.

στ) Προαγωγή: Οι σχετικές προϋποθέσεις για την προαγωγή των δημοσίων υπαλλήλων τροποποιήθηκαν με τον Ν. 3839/2010 ο οποίος προέβλεψε ότι η εξέλιξη των υπαλλήλων σε ανώτερες βαθμίδες της υπαλληλικής ιεραρχίας λαμβάνει χώρα επί τη βάσει συστήματος αξιολόγησης της απόδοσής τους με ειδικές εκθέσεις. Ωστόσο, οι προαγωγές λαμβάνουν χώρα και στη βάση της αρχαιότητας και του χρόνου υπηρεσίας από τους Βαθμούς Ε έως και Α. Η προαγωγή πραγματοποιείται με πράξη του οικείου υπουργού ή του διευθύνοντα Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, ύστερα από απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου. Η ρύθμιση αυτή ουσιαστικά αντανακλά ένα μικρό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο ο υπάλληλος προάγεται έως το βαθμό Α΄ κατ’ αρχαιότητα, ενώ στους βαθμούς του Διευθυντή και του γενικού Διευθυντή προάγεται κατ’ εκλογή, ύστερα από εκτίμηση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων του από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο. Ειδικά για τους προϊσταμένους οργανικών μονάδων επιπέδου γενικής διεύθυνσης αρμόδιο είναι το Ειδικό Συμβούλιο Επιλογής Προϊσταμένων (ΕΙ.Σ.Ε.Π.) μετά από κοινή απόφαση-προκήρυξη του οικείου Υπουργού και του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. 

Η διαδικασία προαγωγής έχει το χαρακτήρα σύνθετης διοικητικής ενέργειας.

Με το Ν. 4024/2011 (α.12) καθιερώνεται η σύνδεση της μισθολογικής εξέλιξης με τη βαθμολογική. Σε κάθε βαθμό αντιστοιχούν συγκεκριμένα μισθολογικά κλιμάκια  τα οποία αποκτά ο υπάλληλος ανα διετία καταρχήν αυτοδικαίως.

ζ) Διαθεσιμότητα και αργία: Η επιβολή της διαθεσιμότητας προκαλείται από αντικειμενικούς ανυπαίτιους υπηρεσιακούς λόγους, ενώ η αργία οφείλεται σε υπαιτιότητα του δημοσίου υπαλλήλου. Στην περίπτωση της διαθεσιμότητας, ο δημόσιος υπάλληλος κατέχει τη  θέση αλλά δεν ασκεί προσωρινά τα καθήκοντά του, για ανυπαίτιους ως προς την άσκηση των καθηκόντων του λόγους.

Η διαθεσιμότητα προϋποθέτει την έκδοση πράξης του οικείου Υπουργού ή του διευθύνοντα του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου στο οποίο ο δημόσιος υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντά του. Η διαθεσιμότητα είναι μια ευνοϊκή για τον υπάλληλο ενδιάμεση κατάσταση αντί για την άμεση απόλυσή του (Ν. 4093/12 υποπαρ. 22 και ΥΚ 99-101). Λόγοι της διαθεσιμότητας : α) ιάσιμη ασθένεια με γνώμη της υγειονομικής επιτροπής που παρατείνεται πάνω από τη μέγιστη αναρρωτική άδεια αλλά δεν μπορεί να υπερβεί το 1 έτος και στα δυσίατα νοσήματα τα 2 έτη. Ο υπάλληλος εάν δεν θεραπευθεί απολύεται μετά τη λήξη της (α.100) και β) Λόγω κατάργησης της θέσης που κατέχει υπάλληλος (101 και 154§4). Διαρκεί για ένα έτος και μετά απολύεται. Κατά τη διάρκεια της μπορεί να μεταταγεί. Οι αποδοχές του περιορίζονται στο 75% του μισθού του.

 Η θέση του δημοσίου υπαλλήλου σε αργία σημαίνει την παύση των καθηκόντων του εξ αιτίας υπαιτιότητάς τουείτε διότι στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία εξ αιτίας της έκδοσης εναντίον του εντάλματος προσωρινής κράτησης είτε εξ αιτίας απόφασης πειθαρχικού συμβουλίου με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης (103 και α.14 Ν4111/2013).  Επίσης τίθεται και ο υπάλληλος που απολύθηκε ή του επιβλήθηκε προσωρινή παύση 6 μηνών και πέτυχε αναστολή μέχρι να εκδοθεί απόφαση του ΣτΕ.  Προβλέπεται και δυνητική  αργία. Η διάρκεια της είναι 1 έτος. Η αργία δεν είναι ποινή αλλά διοικητικό μέτρο αναγκαίο για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας.

Κατά την διάρκεια της γίνεται παρακράτηση των αποδοχών κατά το 1/3 (105§2και3). Σε καταπείγουσες περιπτώσεις επιβάλλεται το μέτρο της αναστολής άσκησης καθηκόντων  από τον προϊστάμενο εως ότου αποφανθεί του υπηρεσιακό συμβούλιο για την αργία και πάντως όχι πάνω από 30 ημέρες (104§2).

65. Πώς επέρχεται η λύση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης;

Απ. Η δημοσιοϋπαλληλική σχέση λύεται με τρεις τρόπους:

 (α) με παραίτηση,

(β) αυτοδίκαια και

(γ) με απόλυση (παύση)

Η υποβολή δήλωσης παραίτησης από τον δημόσιο υπάλληλο, επιφέρει τη λύση της σχέσης του με το Δημόσιο. Η δήλωση της παραίτησης πρέπει να είναι απαλλαγμένη από ελαττώματα της βούλησης, αιρέσεις, όρους ή προθεσμίες, καθώς επίσης και να μην υποβάλλεται, ενώ εκκρεμεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος του παραιτούμενου ή υπάρχει υποχρέωσή του για παροχή υπηρεσίας προς το Δημόσιο. Η λύση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης επέρχεται δια της αποδοχής της παραιτήσεως του δημοσίου υπαλλήλου, η οποία εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, εκτός αν επακολουθήσει και δεύτερη δήλωση παραίτησης, εντός δεκαπενθημέρου (15), οπότε και οριστικοποιείται. 

Η αυτοδίκαιη λύση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης επέρχεται λόγω:

α) θανάτου, εξ αιτίας του προσωποπαγούς της χαρακτήρα,

β) απώλειας της ελληνικής ιθαγένειας,

γ) διάπραξης των προβλεπόμενων στον Υπαλληλικό Κώδικα, ποινικών αδικημάτων,

δ) συμπλήρωση του ορίου ηλικίας ή τριακονταετούς υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή, ως όριο ηλικίας ορίζεται το εξηκοστό πέμπτο (65), εκτός αν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει συμπληρώσει τριακονταπενταετή (35) υπηρεσία, οπότε απαιτείται η συμπλήρωση του εξηκοστού εβδόμου (67) έτους της ηλικίας. Στην περίπτωση συμπλήρωσης τριακπονταπενταετούς (35) υπηρεσίας επαρκεί η συμπλήρωση του εξηκοστού (60) έτους της ηλικίας.

Τέλος, την αυτοδίκαιη λύση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης προκαλεί η λήξη της θητείας, του επί θητεία υπαλλήλου.

Η απόλυση επέρχεται στις περιπτώσεις που ο δημόσιος υπάλληλος εμφανίζει:

α) σωματική ή πνευματική ανικανότητα,

β) ανυπαίτια υπηρεσιακή ανεπάρκεια,

γ) διαπράττει σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο σύμφωνα με τον Υπαλληλικό Κώδικα, επιφέρει την ποινή της απόλυσης και

 δ) εξ αιτίας της κατάργησης της συνεστημένης οργανικής θέσης που κατέχει ο υπάλληλος εκτός αν έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, για τη διενέργεια της απόλυσης απαιτείται η προηγούμενη απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου. 

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

66. Τι είναι το πειθαρχικό υπαλληλικό δίκαιο ;

Απ. Πειθαρχικό δίκαιο είναι το σύνολο ουσιαστικών και διαδικαστικών διατάξεων που καθορίζουν τα πειθαρχικά παραπτώματα και ποινές, και τηνδιαδικασία της επιβολής των πειθαρχικών ποινών.

67. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των πειθαρχικών ποινών;

Απ. Αποτελούν : α)  διοικητικές πράξεις  κυρωτικού χαρακτήρα που πλήττουν στενά το υπηρεσιακό καθεστώς του υπάλληλου  για συγκεκριμένα παραπτώματα συνδεόμενα με την υπηρεσιακή συμπεριφορά του,

β) αυστηρά προσωποπαγείς (μη κληρονομητέες),

γ) επιβαλλόμενες με ειδική διαδικασία  από μονομελή ή συλλογικά διοικητικά όργανα 

δ) στοχεύουν να αποκαταστήσουν την διαταραχθείσα από την συμπεριφορά του υπαλληλουεύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας.

68.   Υπάρχουν κανόνες του πειθαρχικού δικαίου στο Σύνταγμα;

Απ. Μόνο ένας στο άρθρο 103§4Σ. Αφορά μόνο τους δημοσίους υπαλλήλους (τακτικούς υπαλλήλους) και ορίζει ότι οι πειθαρχικές ποινές της απόλυσης  καιτου υποβιβασμού επιβάλλεται από πειθαρχικό συμβούλιο που κατά τα 2/3 θα πρέπει να αποτελείται από δημοσίους υπαλλήλους. Οι πειθαρχικές αυτές ποινές προσβάλλονται με προσφυγή ουσίας (υπαλληλική) στο ΣτΕ.

69. Μπορεί ο νομοθέτης να αναθέσει τον δικαστικό έλεγχο των πειθαρχικών κυρώσεων στα ΔΕΦ;

Απ. Το ΣτΕ έχει κρίνει ότι με βάση το α.20§1Σ και 6 ΕΣΔΑ, ότι ο νομοθέτης έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να οργανώνει το εκάστοτε δικονομικό σύστημα . Συνεπώς μπορεί εκτός από την επιβολή της ποινή της απόλυσης (παύσης) και του υποβιβασμού  που πρέπει να κρίνεται με προσφυγή ουσίας στο ΣτΕ.

70. Η συνταγματική πρόβλεψη της υπαλληλικής προσφυγής αφορά μόνο αυτές τις δυο ποινές ;

Απ. Ναι. Συνεπώς μπορεί ο Νομοθέτης για τα άλλα πειθαρχικά παραπτώματα να ορίσει άλλο δικαστήριο και άλλο ένδικο βοήθημα. ¨Ηδη για τα λοιπά ασκείται υπαλληλική προσφυγή στο κατά αρμόδιο ΔΕΦ που αποφασίζει αμετάκλητα.

71. Μπορεί ο υπάλληλος να απολυθεί πριν εκπνεύσει η προθεσμία ασκήσεως της υπαλληλικής προσφυγής;

Απ. Ναι , διότι ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται από το Σ. και μπορεί να αποκλείσει το αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα της προθεσμίας ή της ασκήσεως της υπαλληλικής προσφυγής. Βλέπε τη ΣτΕ Ολομ. 3369/2015 που έκρινε αντίθετα με τις παραπεμπτικές. Συνεπώς ο υπάλληλος θα πρέπει με την υπαλληλική να ασκήσει και αίτηση αναστολής κατά το άρθρο 52 του πδ 18/89.Από το άρ. 103 παρ. 4 Σ. δεν μπορεί να συναχθεί ότι κατά τη διάρκεια της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής καθώς και η άσκηση αυτής κατά των αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων για την οριστική παύση δημοσίων υπαλλήλων αναστέλλεται η εκτέλεση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ώστε να κωλύεται η λύση της υπηρεσιακής σχέσης μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης του ΣτΕ – Αν ο κοινός νομοθέτης θεσπίσει ρύθμιση κατά την οποία η προθεσμία άσκησης της προσφυγής καθώς και η άσκηση αυτής δεν έχουν ή έχουν περιορισμένο χρονικά ανασταλτικό αποτέλεσμα, ο ενδιαφερόμενος έχει την κατά τη γενικώς ισχύουσα νομοθεσία προσωρινή δικαστική προστασία – Συνεπώς, θεμιτή η διάταξη του άρ. 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007 (Υ.Κ.), η οποία προβλέπει την εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής οριστικής παύσης ή υποβιβασμού, όταν η κατ’ αυτής προσφυγή ενώπιον του ΣτΕ δεν εκδικασθεί εντός έξι μηνών από την άσκησή της  

72. Γιατί λέγεται ότι τρίτος πειθαρχικός βαθμός είναι το ΣτΕ και τα ΤΔΔ;

Απ. Διότι αρμόδιος εν τέλει για την επιβολή πειθαρχικής ποινής είναι ο δικαστής του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων που κρίνει πάλι επι της ουσίας την διαφορά.

73. Πότε το ΣτΕ μπορεί να εξετάζει μάρτυρες ή τον διάδικο;

Απ. Όταν λειτουργεί ως τριτοβάθμιο πειθαρχικό, δηλ. επί υπαλληλικής προσφυγής.

74. Είμαι στρατιωτικός ή αστυνομικός και μου επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απόταξης (απόλυσης) γιατί δεν ασκώ υπαλληλική προσφυγή στο ΣτΕ αλλά κατά το Νόμο αίτηση ακυρώσεως στο ΔΕΦ;

Απ. Διότι το α.103§4Σ αφορά μόνο τους τακτικούς υπαλλήλους και όχι τους υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις.

75. Ποιοι νόμοι ρυθμίζουν το πειθαρχικό δίκαιο ;

Απ. Ο ΥΚ στα άρθρα 106 επ., όπως τροποποιήθηκε με το Ν 4057/2012   ιδίως με το δεύτερο άρθρο αυτού, με το οποίο αντικαθίσταται το Ε΄ μέρος του Υπαλληλικού Κώδικα, ήτοι οι διατάξεις των άρθρων 106-146 Ν 3528/2007  και εν συνεχεία ο Ν. 4325/2015. Πρωτεύων σκοπός του νομοθέτη του Ν 4325/2015, όπως αποτυπώνεται στον τίτλο του σχετικού άρθρου 3, ήταν η αποκατάσταση του τεκμηρίου αθωότητας του υπαλλήλου σε βάρος του οποίου έχει εκκινήσει πειθαρχική διαδικασία, ώστε να μην τίθεται αυτός σε αυτοδίκαιη αργία εκ μόνου του λόγου ότι έχει παραπεμφθεί σε ποινικό δικαστήριο ή στο πειθαρχικό συμβούλιο (Ι). Αντιστοίχως, περιορίστηκαν οι λόγοι θέσης υπαλλήλου σε δυνητική αργία (ΙΙ), μεταρρυθμίστηκε το ποσοστό των αποδοχών που περικόπτεται λόγω θέσης σε αργία (ΙΙΙ) και υιοθετήθηκαν μεταβατικές ρυθμίσεις για όσους έχουν τεθεί σε αργία δυνάμει των καταργηθεισών διατάξεων (ΙV).

Δευτερευόντως, με τις ίδιες ρυθμίσεις του Ν 4325/2015 ρυθμίστηκαν επιμέρους ζητήματα του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων, όπως η συγκρότηση των πειθαρχικών συμβουλίων, ο συγκεκριμένος καθορισμός των πειθαρχικών παραπτωμάτων για τα οποία επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης κ.λπ., τα οποία θα αναφερθούν αναλυτικά κατωτέρω (V – VII).

76. Στις διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου υπάγονται μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι μονιμοι των ΝΠΔΔ και ΟΤΑ;

Απ. Υπάγεται και το προσωπικό του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που υπηρετεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και κατέχει οργανικές θέσεις. Επίσης το προσωπικό των ΟΤΑ α’ βαθμού και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών που υπηρετεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Στο προσωπικό αυτό εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που αναφέρονται σε θέματα θέσης σε αργία καθώς και εκείνες με τις οποίες προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και πειθαρχικές ποινές (άρθρο τέταρτο του ν. 4057/2012 και παρ. 2, άρθρο πέμπτο του ν. 4057/2012). Mε τις ρυθμίσεις του ν.4057/2012 επέρχεται μια ριζική αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων που υπάγονται σε αυτόν προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι παθογένειες και δυσλειτουργίες του υφιστάμενου μέχρι σήμερα συστήματος.

77. Μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου καταγγέλλεται η σύμβαση εργασίας της υπαλλήλου Α.  Μπορεί να προσβάλλει με αίτηση ακυρώσεως ή υπαλληλική προσφυγή την σύμφωνη γνώμη και την καταγγελία;

Απ. Όχι διότι η θέση διέπεται από τους κανόνες του εργατικού δικαίου και δεν μπορεί η παρεμβολή του υπηρεσιακού συμβουλίου να προσδώσει χαρακτήρα διοικητικής διαφοράς στην υπόθεση. Αρμόδια τα πολιτικά (ΣτΕ 3429/11, 1112/11, 388/09,2126/08,1444/08,βλ. όμως και παλαιότερη αντίθετη1432/05).

78.  Τι είναι πειθαρχικό παράπτωμα ;

Απ. πράξη ή παράλειψη , υπαίτια και καταλογιστή του τακτικού υπαλλήλου που διαταράσσει την εύρυθμη εσωτερική ή εξωτερική λειτουργία της υπηρεσίας, η αποτελεί ποινικό αδίκημα περί την υπηρεσία ή και μη σχετιζομένου άμεσα ή πράξη σχετιζόμενη με την εν γένει συμπεριφορά του υπαλλήλου στην υπηρεσία που απάδει προς την ιδιότητα και την υπηρεσιακή θέση του.

Ειδικότερα, στο άρθρο 106 ΥΚ, όπως αντικαθίσταται, προβλέπεται μόνον ότι «Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου που μπορεί να του καταλογισθεί», χωρίς την αναφορά ότι ως τέτοιο νοείται «κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος», ενώ ακολούθως από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 107 ΥΚ που παραθέτει τα πειθαρχικά παραπτώματα, απαλείφεται η λέξη «ιδίως». Με τη συνδυασμένη αλλαγή των δύο αυτών διατάξεων, αφενός μεν εγκαταλείπεται πλέον η μέθοδος της γενικής ρήτρας, η οποία υιοθετήθηκε ήδη από τον πρώτο Υπαλληλικό Κώδικα (άρθρο 205 ΠΔ 611/1977 ) και εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται τόσο στον μετέπειτα ισχύσαντα Ν 2683/1999  όσο και στον τωρινό Ν 3528/2007 , όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 106, αφετέρου δε η απαρίθμηση των πειθαρχικών παραπτωμάτων από ενδεικτική καθίσταται πια αποκλειστική. Όπως αναφέρεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου νόμου, με την αλλαγή αυτή επιδιώκεται ο σαφής και αποκλειστικός προσδιορισμός των πειθαρχικών παραπτωμάτων, ο οποίος αποτελεί εγγύηση για τον δημόσιο υπάλληλο και αποσκοπεί στο να γνωρίζει αυτός εκ των προτέρων το πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλει να διαμορφώνει την ενγένει συμπεριφορά του. Πάντως, η πρακτική σημασία της, κατ’ αρχήν, ριζικής αυτής αλλαγής εξανεμίζεται από το γεγονός ότι η παράβαση του υπαλληλικού καθήκοντος που χρησιμοποιούνταν για τον ορισμό του πειθαρχικού παραπτώματος, αφαιρείται μεν από το άρθρο 106 ΥΚ, προστίθεται όμως στον περιοριστικό κατάλογο του άρθρου 107, αναγορευόμενη σε αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα στην περ. β΄

81. Ποια είναι τα πειθαρχικά παραπτώματα;

Απ.  Το άρθρο 107 προβλέπει 33 πειθαρχικά παραπτώματα.

82. Ισχύει στο πειθαρχικό δίκαιο η αρχή nullumcrimennulapoenasinelegecerta;

Απ. Όχι δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 7§1 του Σ. Τα πειθαρχικά αδικήματα έχουν ευρεία αντικειμενική υπόσταση.

83. Δηλαδή υπάρχουν διαφορές μεταξύ ποινικής και πειθαρχικής δίκης;

Απ. Σαφώς, αφού επιτελούν διαφορετικούς σκοπούς έχουν και διαφορές τόσο ουσιαστικές όσο και διαδικαστικές.

Α) Η πρώτη και θεμελιώδης διαφορά έγκειται στο ότι η πειθαρχική εξουσία στοχεύει στην αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας και άραπροϋποθέτει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και, επομένως, η απώλειά της οδηγεί, κατά κανόνα, σε λήξη της. Αντίθετα ενώ η ποινική εξουσία στοχεύει αφενός στην πάταξη της εγκληματικότητας και την απαλλαγή της κοινωνίας από αυτήν όσο και στον σωφρονισμό του εγκληματία.

 Β) Στο πειθαρχικό δίκαιο δεν έχουν εφαρμογή οι εγγυήσεις του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος και, ειδικότερα, η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege. Και τούτο διότι ο πειθαρχικώς διωκόμενος υπάλληλος κατηγορείται για πράξη που στοιχειοθετεί μόνον παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος και δεν συνιστά κατ’ ουσίαν εγκληματική πράξη, οι δε επιβαλλόμενες πειθαρχικές ποινές συνδέονται με την υπηρεσία και δεν διαθέτουν την ένταση των ποινικών ποινών που μπορεί να έχουν ως συνέπεια την επιβολή περιορισμών στην ελευθερία του προσώπου. Στο πλαίσιο αυτό, είναι επιτρεπτή και η ενδεικτική απαρίθμηση των πειθαρχικών παραπτωμάτων υπό την έννοια ότι συνδέονται αφενός με το υπαλληλικό καθήκον, δηλαδή με τη διαγωγή που πρέπει να τηρεί ο υπάλληλος εντός και εκτός υπηρεσίας ο οποίος τελεί σε οικειοθελή ειδική σχέση εξουσίασης προς το κράτος, και αφετέρου με το κύρος και τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Επομένως, δεν είναι δυνατό να προσδιορισθούν επακριβώς και εξαντλητικά εκ των προτέρων από τον νομοθέτη τα πειθαρχικά παραπτώματα, αφού συμπεριφορά του υπαλλήλου αντίθετη με το καθήκον του και βλαπτική για την υπηρεσία είναι δυνατό να εκδηλωθεί με πολλές και ποικίλες μορφές.

85. Υπάρχουν ομοιότητες στο πειθαρχικό και ποινικό δίκαιο;

Απ. Ναι :

1. Καταρχήν και τα δύο περιέχουν κυρωτικές διατάξεις με τη μορφή ποινών

2. Ομοιότητα της έννοιας του παραπτώματος του α.106 ΥΚ με το έγκλημα του α.14 ΠΚ που  ανάγονται στη λειτουργία της ευθύνης του διωκομένου, ήτοι απαιτείται η απόδειξη τέλεσης παράβασης, πράξης ή παράλειψης, που να είναι καταλογιστή και υπαίτια καθώς και ανυπαρξία λόγου που να αίρει τον καταλογισμό,

3. Ομοιότητες στη διαδικασία της δίωξης πχ κλήση σε απολογία , δικαίωμα ακροάσεως κλπ που έχουν θεσπιστεί προς διασφάλιση των διωκομένων,

4. Εφαρμόζεται η αρχή nebisinidem ( notagainforthesame). κατοχυρώνεται ο υπάλληλος από τον κίνδυνο νέας πειθαρχικής δίωξης για την ίδια πράξη ή παράλειψη. Η αρχή αυτή διαμορφώθηκε νομολογιακά και στη συνέχεια αποτυπώθηκε σε πλείστες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου διαφόρων κατηγοριών υπαλλήλων.

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εγγυήσεις των ποινικών κυρώσεων, όπως είναι η αρχή non bis in idem, επεκτείνονται και στην περίπτωση των σοβαρών πειθαρχικών κυρώσεων, όπως είναι η οριστική παύση και ο υποβιβασμός. Έτσι, εφόσον εν προκειμένω η πειθαρχική κατηγορία κατά του υπαλλήλου κρίθηκε τελεσιδίκως από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο κατά νόμο συγκροτείται από ανώτατους λειτουργούς και υπαλλήλους (έναν Αντιπρόεδρο του Ν.Σ.Κ., τέσσερις Νομικούς Συμβούλους, τρεις Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων και δύο εκπροσώπους της ΑΔΕΔΥ) υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, το οποίο δεν επιτρέπει την δεύτερη δίωξη του υπαλλήλου για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα (βλ. άρθρο 110 του ν. 3528/2007 και άρθρ. 57 του Κ. Ποιν. Δ., ΣτΕ 1670/13, Γ τμ., 7μ.). Επομένως, όταν ασκηθεί προσφυγή από τον τιμωρηθέντα υπάλληλο κατά της αποφάσεως του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών του Ε.Σ.Υ., η εκδίκαση της οποίας υπάγεται, καταρχήν, στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου, καθώς και προσφυγή από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κατά της αυτής αποφάσεως του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών του Ε.Σ.Υ. ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αρμόδιο δικαστήριο κατά νόμο για να κρίνει την υπόθεση, στο σύνολό της, καθίσταται το Συμβούλιο της Επικρατείας μη περιοριζόμενο ως προς την επιβλητέα πειθαρχική ποινή (ΣτΕ 392/12).

Το αρθ.108 ορίζει ότι οι Αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου και συνάδουν με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας. Εφαρμόζονται ιδίως οι αρχές και οι κανόνες που αφορούν:

 α) τους λόγους αποκλεισμού της υπαιτιότητας και της ικανότητας προς καταλογισμό,

 β) τις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής,

 γ) την έμπρακτη μετάνοια,

 δ) το δικαίωμα σιγής του πειθαρχικώς διωκομένου,

 ε) την πραγματική και νομική πλάνη,

 στ) το τεκμήριο της αθωότητας του πειθαρχικώς διωκομένου,

 ζ) την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων του πειθαρχικώς διωκομένου ή της υπηρεσίας για τη διατύπωση δυσμενών κρίσεων και εκφράσεων ή τη διενέργεια εκδηλώσεων εκ μέρους του εν λόγω υπαλλήλου εφόσον δεν στοιχειοθετείται το πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφοράς.

88. Τι σημαίνει ότι η πειθαρχική δίκη είναι ανεξάρτητη από την ποινική;

Απ. Είναι γενική αρχή του Πειθαρχικού δικαίου που αποτυπώνεται στο α.114 ΥΚ. Η αρχή αυτονοήτως έχει εφαρμογή μόνο στη περίπτωση που το πειθαρχικό παράπτωμα είναι και ποινικό αδίκημα. Σημαίνει ότι η έναρξη και πορεία της πειθαρχικής δίκης καταρχήν δεν κωλύεται από την έναρξη και πορεία της ποινικής και το πειθαρχικό όργανο δεν έχει υποχρέωση να αναμένει την ποινική απόφαση. Πάντως για εξαιρετικούς λόγους πχ το ανακριτικό υλικό βρίσκεται εις χείρας της ποινικής δικαιοσύνης και καλύπτεται από μυστικότητα) μπορεί να ανασταλεί η πειθαρχική διαδικασία έως ένα έτος. Η απόφαση της αναστολής είναι ανακλητή. Μετά την πάροδο της ετήσιας αναστολής δεν νομίζω ότι είναι δυνατή η εκ νέου αναστολή ακόμη και εάν δεν έχει ολοκληρωθεί η ποινική προδικασία, διότι εάν ο νομοθέτης το ήθελε θα το έλεγε ρητώς. Εξ΄άλλου αναστολή δεν επιτρέπεται εάν το παράπτωμα  προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας.

89. Υπάρχει εξαίρεση από την ανωτέρω γενική αρχή;

Απ. Ναι, στην παρ. 3 του α.114 ο νομοθέτης θεσπίζει κρίσιμη διάταξη η οποία καθιερώνει δέσμευση του πειθαρχικού οργάνου αναγόμενη στο ουσιαστικό περιεχόμενο της κρίσης του. Συγκεκριμένα, το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού αδικήματος. Αυτή η πολύ προσεκτικά διατυπωμένη διάταξη θέτει δύο προϋποθέσεις για τη δέσμευση του πειθαρχικού οργάνου από ποινική απόφαση: α) η κρίση του ποινικού δικαστηρίου πρέπει να έχει καταστεί αμετάκλητη, β) αφορά μόνον τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το ποινικό δικαστήριο δηλαδή στην αντικειμενική υπόσταση και δεν εκτείνεται στην αθώωση ή την καταδίκη του υπαλλήλου καθώς και στην υποκειμενική υπόσταση του δόλου ή της αμέλειας. Είναι αυτονόητο, βέβαια, ότι το πειθαρχικό όργανο οφείλει να διαλάβει δική του κρίση ως προς πειθαρχική ευθύνη του διωκομένου, ακόμα και όταν δεσμεύεται από την αμετάκλητη ποινική απόφαση, και, συνεπώς, δεν θα ήταν νόμιμη μια απόφαση όπου η ενοχή του υπαλλήλου θα λειτουργούσε ως «αυτόματη» συνέπεια της πειθαρχικής καταδίκης.

90. Εάν το ποινικό δικαστήριο με αθώωσε αμετάκλητα ο πειθαρχικός δικαστής πρέπει να με αθωώσει;

Απ. Όχι μπορεί να επιβάλλει πειθαρχική ποινή . Απλώς δεσμεύεται ως προς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως μπορεί να υπαγάγει διαφορετικά με αιτιολογημένη κρίση. Ειδικά μάλιστα στην αθωωτική απόφαση Μάλιστα κατά παλιά πάγια νομολογία το ΣτΕ πρόσθεσε έναν κρίσιμο όρο που δεν ήταν ρητά διατυπωμένος στη νομοθεσία: να μην έχει κηρυχθεί ο κατηγορούμενος αθώος λόγω αμφιβολιών. οπότε το πειθαρχικό όργανο δεν δεσμεύεται.

Η παγιωμένη αυτή πειθαρχική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως προς τη μη δέσμευση του πειθαρχικού οργάνου σε περίπτωση αθωωτικής ποινικής απόφασης λόγω αμφιβολιών, γνώρισε στροφή μετά την απόφαση του ΕΔΔΑ Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος. Συγκεκριμένα, μετά την ως άνω απόφαση, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε, επί υπαλληλικών πειθαρχικών διαφορών, ότι δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει την ίδια προεκτεθείσα νομολογία και ότι το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από αθωωτική ποινική απόφαση, έστω και αν είναι με αμφιβολίες. Το Συμβούλιο της Επικρατείας θεώρησε μάλιστα ότι, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, όπως αποδόθηκε στην απόφαση Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται απολύτως από ποινική αθωωτική απόφαση, έστω και με αμφιβολίες, και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να επιβάλει πειθαρχική ποινή στον υπάλληλο αν αυτός έχει ποινικά αθωωθεί για τα πραγματικά περιστατικά που έχουν αποτελέσει τη βάση της πειθαρχικής κατηγορίας (ΣτΕ 2690/2008 (7μ), 1670/2009, 116/2010, 2043/2011 κ.α.).

Τελικώς το ΣτΕ επανήλθε στην αρχική νομολογία του επ΄ευκαιρία προσβολής κανονιστικού διατάγματος για το πειθαρχικό δίκαιο των αστυνομικών που θεσμοθετούσε motamo την απόφαση Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας, και εξέδωσε την 4662/2012 Ολομ. απορριπτική απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέτασε λόγο ακυρώσεως που στρεφόταν κατά διάταξης του προσβληθέντος προεδρικού διατάγματος, η οποία ορίζει ότι η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική και ότι το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού αδικήματος, σε κάθε δε άλλη περίπτωση, η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου συνεκτιμάται στην πειθαρχική δίκη, αλλά το πειθαρχικό όργανο μπορεί να εκδώσει απόφαση διαφορετική από εκείνη του ποινικού δικαστηρίου. Οι αιτούσες ομοσπονδίες αστυνομικών υπαλλήλων προέβαλαν ότι ο ως άνω κανόνας δικαίου αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, κατά το μέρος που καθιερώνει το τεκμήριο αθωότητας, διότι επιτρέπει στο πειθαρχικό όργανο να εκτιμά διαφορετικά τη συμπεριφορά του αστυνομικού απ’ ότι το ποινικό δικαστήριο και να επιβάλει πειθαρχική ποινή σε αστυνομικό ο οποίος έχει αμετάκλητα αθωωθεί από ποινικό δικαστήριο για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα, η Ολομέλεια έκανε δεκτό ότι δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ οι επίμαχες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου του αστυνομικού προσωπικού στηρίζοντας την κρίση του στην αυτοτέλεια της πειθαρχικής έναντι της ποινικής δίκης, η οποία δικαιολογείται εκ του ότι οι διατάξεις που διέπουν την πειθαρχική ευθύνη των αστυνομικών υπαλλήλων αποβλέπουν αποκλειστικά στη διασφάλιση της εσωτερικής πειθαρχίας του σώματος η οποία έχει αναχθεί σε θεμελιώδη προϋπόθεση για την επίτευξη της αποστολής του και, ως εκ τούτου, τα προβλεπόμενα από τον νομοθέτη πειθαρχικά παραπτώματα και ποινές έχουν ως σκοπό τον υπηρεσιακό σωφρονισμό των αστυνομικών οι οποίοι τελούν σε σχέση διοικητικής εξάρτησης προς το κράτος. Ως εκ τούτου, εν όψει και της καθιερούμενης αυτοτέλειας της πειθαρχικής έναντι της ποινικής δίκης, τα πειθαρχικά όργανα δεν υποχρεούνται να προβαίνουν στην αθώωση του πειθαρχικώς διωκομένου για τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν πειθαρχικά παραπτώματα εκ μόνου του λόγου ότι ο πειθαρχικώς διωκόμενος έχει αθωωθεί από το ποινικό δικαστήριο. Συνεπώς, τα πειθαρχικά όργανα δεσμεύονται, κατά τη διαπίστωση της διάπραξης του πειθαρχικού αδικήματος, μόνον από την κρίση του ποινικού δικαστηρίου για τα πραγματικά περιστατικά και μπορεί να εκδώσουν απόφαση διαφορετική από εκείνο στηριζόμενα στις διαφορετικές προϋποθέσεις που θέτει το πειθαρχικό δίκαιο και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η αθώωση του υπαλλήλου από το ποινικό δικαστήριο.

91. Εάν η πειθαρχική δίκη προηγήθηκε και τιμωρήθηκα και εν συνεχεία εκδόθηκε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ασκεί επιρροή στην πειθαρχική δίκη που έγινε;

Απ. Καταρχήν όχι. Μόνο εάν η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ή βούλευμα για την πράξη ή την παράλειψη, για την οποία τιμωρήθηκε πειθαρχικά ο υπάλληλοςκαι αναφέρει ρητώς ότι δεν τέλεσε ο υπάλληλος της συγκεκριμένες πράξεις (παρ. 4).

92. Εάν απαλλάχτηκα πειθαρχικά αλλά ή μου επεβλήθη πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση και μετέπειτα καταδικάστηκα αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο για εγκλήματα και με την απόφαση διαπιστώνεται ότι τέλεσα πράξεις  : α) άρνησης του Συντάγματος ή αφοσίωσης στη πατρίδα, ή β) παράβασης καθήκοντος κατ΄ αρθ. 239ΠΚ, ή γ) δωροδοκήθηκα κατά την άσκηση των καθηκόντων μου ή με αφορμή τους ή δ) σοβαρή απείθεια θα ξαναγίνει η πειθαρχική δίκη ;

Απ. Ναι, η πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται με τη διαδικασία του α.143.

93. Εάν η ποινική απόφαση είναι οριστική επιδρά στη πειθαρχική δίκη;

Απ. Πρέπει να ληφθεί υπόψη αλλά δεν επιδρά υπο τις ανωτέρω έννοιες. Όμως εάν το πειθαρχικό δεν την γνώριζε και δεν την έλαβε υπόψη τότε η παρ. 5 ιδρύει ειδικό λόγο επανάληψης της πειθαρχικής δίκης.

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ

94.  Υπάρχει numerus clausus στις πειθαρχικές ποινές;

Απ. Ναι το άρθρο 109 προβλέπει επτά (7) ποινές με κλιμάκωση βαρύτητας που υποκρύπτει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας από το νομοθέτη.

  α) η έγγραφη επίπληξη,

  β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών,

  γ) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη,

  δ) η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου  οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη,

  ε) η αφαίρεση της άσκησης των καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε

επιπέδου για τη θητεία ή το υπόλοιπό της,

  στ) ο υποβιβασμός έως δύο (2) βαθμούς,

  ζ) η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών και

 η) η ποινή της οριστικής παύσης.

95. Η ποινή της οριστικής παύσης επιβάλλεται με διακριτική ευχέρεια;

Απ.  Με διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή της σε σχέση με τις άλλες ποινές αλλά με δεσμία αρμοδιότητα ως προς τα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία μπορεί να προστεθεί ως επιλογή στο οπλοστάσιο των ποινών. Συνεπώς από τον σκοπό του νομοθέτη προκύπτει ότι η επιβολή της παύσης ως ποινής είναι επικουρική και θα πρέπει να μην αξιολογείται ως ενδεχόμενο σε κάθε πaρaβατική συμπεριφορά αλλά μόνο στα συγκεκριμένα παραπτώματα που είναι δεσμευτικά τα εξής :

1) της παράβασης του άρθρου 107 παράγραφος 1α του παρόντος,

2)της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους,

3) της απόκτησης οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών,

4)της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός ή εκτός υπηρεσίας,

 5)της παράβασης της υποχρέωσης εχεμύθειας,

6) της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους ή πάνω από πενήντα (50) εντός μίας τριετίας,

7) της εξαιρετικώς σοβαρής απείθειας,

8)της άμεσης ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχής σε δημοπρασία την οποία διενεργεί επιτροπή μέλος της οποίας είναι ο υπάλληλος ή όταν η επιτροπή αυτή υπάγεται στην αρχή στην οποία ο υπάλληλος υπηρετεί,

8) της εμμονής σε άρνηση προσέλευσης για εξέταση από υγειονομική επιτροπή.

9) Επίσης, η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο για οποιοδήποτε παράπτωμα αν κατά την προηγούμενη της διάπραξής του διετία του είχαν επιβληθεί τρεις (3) τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές ανώτερες του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός ή κατά το προηγούμενο της διάπραξής του έτος είχε τιμωρηθεί για το ίδιο παράπτωμα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός.

ΠΡΟΣΟΧΗ: ειδικά στις περιπτώσεις 1,2,3,4,7 το πειθαρχικό έχει στενότατη διακριτική ευχέρεια , δηλαδή θα πρέπει αν επιλέξει με κατώτερη ποινή τον υποβιβασμό, την προσωρινή παύση και  την οριστική παύση (109§3).

96. Το πειθαρχικό συμβούλιο δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που έδωσε το κατηγορητήριο ή μπορεί να τα αλλάξει και να θεωρήσει ότι συντρέχουν τα παραπάνω πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία δικαιολογείται η ποινή της παύσης;

Απ. Όχι δεν δεσμεύεται μπορεί να τα αλλάξει.

97. Κατά την επιμέτρηση της ποινής τι στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψη για να είναι αιτιολογημένη η ποινή;

Απ. Για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε υπάλληλο συνεκτιμώνται οι ιδιαιτέρες

συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου, καθώς και η

υπηρεσιακή του εικόνα όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της

αναλογικότητας (109§2).

98. Ποια όργανα ασκούν την πειθαρχική εξουσία (πειθαρχικώς προϊστάμενοι);

Απ. Περιοριστικά (α. 116) :  α) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοί τους, δηλαδή τα πρόσωπα του α. 117 ΥΚ  και 120.

 β) το διοικητικό συμβούλιο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για τους υπαλλήλους του νομικού προσώπου. Θα πρέπει να προσεχθεί ότι στους υπαλλήλους των ΝΠΔΔ υπάρχουν δυο πειθαρχικώς προϊστάμενοι : αφενός ο προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης ή ο προϊστάμενος διεύθυνσης για τους υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτούς κλπ. , αφετέρου το ΔΣ του ΝΠΔΔ(117§3δ) και τέλος και ο Πρόεδρος –Δκτης του ΝΠΔΔ . Ο μονομελής προϊστάμενος  μπορεί να παραπέμψει την πειθαρχική υπόθεση στο ΔΣ του ΝΠΔΔ (α.118§6) ή να επιβάλλει πειθαρχική ποινή έγγραφης επίπληξης ή στέρησης αποδοχών (α.118 παρ.στ και ζ) η απόφαση αυτή προσβάλλεται με ένσταση στο πειθαρχικό (141) ενώ η ποινή του Δκτη απευθείας με υπαλληλική προσφυγή στο ΔΕΦ (142 §2α).

 γ) το πειθαρχικό συμβούλιο του οικείου φορέα,

 δ) το πειθαρχικό συμβούλιο του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης για τις περιπτώσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 117 του παρόντος,

 ε) το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο,

 στ) ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης,

 ζ), το διοικητικό εφετείο και

 η) το Συμβούλιο της Επικρατείας τα οποία λειτουργούν ως τελειωτικός βαθμός μετά όμως από άσκηση υπαλληλικής προσφυγής (τριτοβάθμια πειθαρχικά). Υπό αυτή την έννοια δικαιολογείται και ο όρος ένδικο μέσο στην υπαλληλική προσφυγή κατά το πδ 18/89.

99. Έχω τελέσει ένα παράπτωμα μπορεί ο πειθαρχικώς προϊστάμενος μου  να μην το στείλει στο πειθαρχικό αλλά να το τιμωρήσει αυτός;

Απ. Αν ο πειθαρχικώς προϊστάμενος, ο οποίος έχει επιληφθεί, κρίνει ότι το παράπτωμα επισύρει ποινή ανώτερη της αρμοδιότητας του, παραπέμπει την υπόθεση σε οποιονδήποτε ανώτερο αυτού πειθαρχικώς προϊστάμενο μέχρι και τον Υπουργό ή και το διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αν πρόκειται για υπάλληλο του νομικού προσώπου. Αν και ο Υπουργός ή το διοικητικό συμβούλιο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίουκρίνει ότι η προσήκουσα ποινή είναι ανώτερη και της δικής του αρμοδιότητας, παραπέμπει το θέμα στο πειθαρχικό συμβούλιο. Βλ. α. 118§3. Προσοχή πρέπει να ακολουθηθεί η ιεραρχία δεν είναι δυνατή απευθείας παραπομπή.

100.  Τι ποινές μπορεί να επιβάλλουν οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι ;

Απ. Όλοι οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι μπορούν να επιβάλουν την ποινή της έγγραφης επίπληξης. Την ποινή του προστίμου μπορούν να επιβάλλουν από 1 μήνα έως 3 εάν την επιβάλλει ο Υπουργός βλ. α.118. Ως υπουργός νοείται και ο υφυπουργός για τις αρμοδιότητες που του έχουν μεταβιβαστεί (ΣτΕ 5797, 3972/96). Τα ΔΣ των ΝΠΔΔ επιβάλλουν επίπληξη εως αποδοχές έως 3 μήνες (119).

 Η αρμοδιότητα των πειθαρχικώς προϊσταμένων είναι αμεταβίβαστη, εκτός εάν από διάταξη νόμου προβλέπεται διαφορετικά.

101. Ποια είναι η αρμοδιότητα των πειθαρχικών συμβουλίων;

Απ. Λειτουργούν και ως πρωτοβάθμια πειθαρχικά αλλά και ως δευτεροβάθμια δικάζοντας τις ενστάσεις κατά των ποινών των πειθαρχικώς προϊσταμένων . Έχουν γενική αρμοδιότητα να επιβάλλουν οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή. (α.120).

101. Ποιο είναι το αρμόδιο κατά τόπο πειθαρχικό συμβούλιο;

Απ. Αυτό της υπηρεσίας που υπάγεται οργανικά ο υπάλληλος κατά το χρόνο τέλεσης του παραπτώματος (118§3).

102.  Πότε παραγράφεται ένα πειθαρχικό παράπτωμα;

Απ. (α.112). Γενική παραγραφή μετά από 5 έτη από την ημέρα που διαπράχθηκαν πχ ο δημ. Υπάλληλος Α αντιμίλησε παρακούοντας τις εντολές του προϊσταμένου του την 29-5-2011 . Μπορεί να του επιβληθεί ποινή έως και την 29-5-2016.  Ειδικά για την δωροδοκία περί την υπηρεσία η παραγραφή αρχίζει από την γνώση αυτής από τον πειθαρχικό προϊστάμενο.

Ειδικά για τα σοβαρά πειθαρχική παραπτώματα : άρνηση συντάγματος, παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος και καθήκοντος του ΠΚ, δωροληψία, σοβαρή απείθεια και αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων ,παραγράφονται μετά από 7 έτη από την τέλεση τους. Στα ιδιαίτερα σοβαρά η  παραγραφή φτάνει εώς τα 10 έτη εάν συμβεί διακοπτικό γεγονός.

Προσοχή εάν το πειθαρχικό παράπτωμα είναι και ποινικό αδίκημα τότε ισχύει ο χρόνος παραγραφής του ποινικού αδικήματος εφόσον είναι μεγαλύτερος. Δηλαδή πριν παραγραφεί  το ποινικό έγκλημα δεν μπορεί να παραγραφεί το πειθαρχικό. Αντίθετα εάν η ποινική παραγραφή είναι μικρότερη τότε δεν ασκεί επιρροή στην πειθαρχική παραγραφή (ΣτΕ 2540/01).

Επίσης διακόπτεται η προθεσμία εάν τελέσω νέο πειθαρχικό για να συγκαλύψω το αρχικό. Οπότε η παραγραφή αρχίζει από το νέο.

Δεν τίθεται θέμα παραγραφής όταν εκδοθεί η πειθαρχική απόφαση σε πρώτο βαθμό.

103. Εάν την τελευταία μέρα της πενταετίας μου κοινοποιηθεί κλήση σε απολογία ή παραπομπή στο πειθαρχικό έχει παραγραφεί το παράπτωμα μου;

Απ. Όχι διότι η πενταετής παραγραφή  διεκόπη. Θα παραγραφεί σε 7 έτη και στα σοβαρά σε 10.

104. Εάν τέλεσα το πειθαρχικό με τον ΥΚ του 2007 (3528 και3584/07) που ήταν διετής η παραγραφή και στο μεταξύ εκδόθηκε ο 4057/12 (14.3.2012) καταλαμβάνομαι από αυτόν;

Απ. Όχι. Εάν πχ τέλεσες το παράπτωμα την 13.3.2010 θα πρέπει να σου κοινοποιηθεί κλήση σε απολογία έως την 12-3-2012 και η πειθαρχική ποινή θα πρέπει να σου επιβληθεί εώς 12-3-2015 (λόγω της προβλεπόμενης με τον παλαιό ΥΚ τριετούς διακοπής).

105. Το πρωτοβάθμιο παρά το ότι ήταν παραγεγραμμένο το παράπτωμά μου επέβαλε ποινή παύσης. Να ανησυχώ ή να συνεχίσω να εργάζομαι;

Απ. Πρέπει να προσφύγεις στο ΣτΕ με υπαλληλική. Προσφυγή.  Η παραγραφή πρέπει να διαγνωστεί δικαστικά.

106. Εάν η  πρώτη πειθαρχική ποινή ακυρώθηκε από το ΣτΕ για τυπικό λόγο και αναπέμφθηκε στο πειθαρχικό όργανο για νέα κρίση αλλά στο μεταξύ συμπληρώθηκαν επτά έτη . Έχει παραγραφεί η υπόθεση μου;

Α. ΟΧΙ. Δεν υπολογίζεται το διάστημα  από την έκδοση της ακυρωθείσης απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου  εως την ημέρα κοινοποίησης της ακυρωτικής απόφασης  του ΣτΕ στην υπηρεσία του υπαλλήλου.

107. Έχω τελέσει βαρύτατο πειθαρχικό παράπτωμα (υπεξαίρεση) δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί τι να κάνω για να μην χάσω την σύνταξη μου όταν θα με βρουν και θα με απολύσουν;

Απ. Να παραιτηθείς. Η απώλεια της υπαλληλικής ιδιότητας συνεπάγεται λόγο λήξης της πειθαρχικής ευθύνης εάν δεν έχει αρχίσει νωρίτερα η πειθαρχική διαδικασία. Βεβαίως ποινική ευθύνη και αστική με το 68 του ΚΝΕΣ ,όταν σε βρούνε θα έχεις.Εάν έχει αρχίσει τότε μόνο ο θάνατος σε «σώζει»!

ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ

108.  Πώς ασκείται η πειθαρχική δίωξη;

Απ. Με δύο τρόπους : α) είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές

πειθαρχικό όργανο  , β) είτε με την παραπομπή του στο πειθαρχικό συμβούλιο (α.122).

Πρέπει κατά κανόνα να ολοκληρωθεί εντός διμήνου. Άλλως συνεπάγεται ουχί ακυρότητα αλλά πειθαρχικές ευθύνες.

109. Η κλήση σε απολογία του άρθρου 122 τι σχέση έχει με την κλήση σε απολογία του 134; Μπορεί κάποια από τις δυο να παραληφθεί;

Απ. Όχι . Αποτελούν ουσιώδη τύπο της πειθαρχικής διαδικασίας. Στη πρώτη επειδή την ποινή θα επιβάλλει το μονομελές όργανο αυτό και υποχρεούται προτέρως να τον καλέσει σε απολογία. Στη δεύτερη περίπτωση του 134  την ευθύνη την έχει το πειθαρχικό που πρέπει αν ελέγξει την τήρηση του τύπου αυτού πριν επιβάλλει την ποινή.

110.  Είμαι πολίτης και ένας υπάλληλος της εφορίας με έβρισε τι μπορώ να κάνω;

ΑΠ. Από πλευράς πειθαρχικού δικαίου θα πρέπει να κάνεις γραπτή αναφορά στο προϊστάμενο του και να ζητάς να αναφέρει στον πειθαρχικώς προϊστάμενο για να τιμωρηθεί.

111. Και εάν ο προϊστάμενος του δεν προωθήσει την αναφορά μου;

Απ. Τότε θα έχει και αυτός πειθαρχική ευθύνη.

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ

112.  Τι είναι η προκαταρκτική εξέταση ;

Απ. Προκαταρκτική εξέταση είναι η άτυπη συλλογή και καταγραφή στοιχείων για να διαπιστωθεί η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες τέλεσης του (125).

113. Θέλω να καταγγείλω συναδέλφους μου γιατί βλέπω οτι κάτι δεν πάει καλά με αυτούς; Έχουν ακριβά αμάξια, ρολόγια , ο προϊστάμενος μου έχει ερωτική σχέση με νεαρή δόκιμη υπάλληλο ενώ είναι παντρεμένος κλπ. Μπορώ να το κάνω χωρίς να φοβάμαι ότι θα αποκαλυφθώ;

Απ. Ναι , α.125 παρ. Κατά την προκαταρκτική εξέταση που ενεργείται για υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα, προστατεύεται πλήρως η ανωνυμία των υπαλλήλων, οι οποίοι, χωρίς να εμπλέκονται καθ` οιονδήποτε τρόπο στην τέλεση των ως άνω πράξεων ή να αποβλέπουν σε ίδιον όφελος, συμβάλλουν ουσιωδώς, με τις πληροφορίες που παρέχουν, στην αποκάλυψη και δίωξη τους, ακόμα και αν αυτοί δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατά το άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξετάσεως η ανωνυμία του υπαλλήλου προστατεύεται εφόσον αυτός υπάγεται στο καθεστώς της παραγράφου 7 του άρθρου 9 του ν. 2928/2001

114. Πότε ολοκληρώνεται ;

Απ. Είτε με την κρίση ότι δεν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικής δίωξης με αιτιολογημένη έκθεση του μονομελούς πειθαρχικού οργάνου ,  είτε με την κλήση σε απολογία.

115. Τι είναι η Ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε);

Απ. Είναι η μυστική συλλογή στοιχείων  κάθε φορά  που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος.Η ένορκη διοικητική εξέταση δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης  αλλά έχει διερευνητικό σκοπό (126). Δεν είναι υποχρεωτικό στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας.

116. Ποιος την διενεργεί;

Απ. Η ένορκη διοικητική εξέταση διατάσσεται από οποιονδήποτε πειθαρχικώς προϊστάμενο και ενεργείται από μόνιμο υπάλληλο με βαθμό τουλάχιστον Γ` του ίδιου Υπουργείου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και σε καμία περίπτωση κατώτερου βαθμού εκείνου στον οποίο αποδίδεται η πράξη βλ. περαιτέρω α. 126.

117. Πότε ολοκληρώνεται ;

Απ. Εντός 2 μηνών ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης του

υπαλλήλου που την ενεργεί. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται, με όλα τα στοιχεία που

συγκεντρώθηκαν, στον πειθαρχικώς προϊστάμενο ο οποίος διέταξε τη διενέργεια της εξέτασης. Εφόσον με την έκθεση διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική δίωξη.

118. Παραπέμφθηκα  από το πειθαρχικό προϊστάμενο για το παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος στο πειθαρχικό και απαλλάχθηκα. Μπορεί να παραπεμφθώ πάλι από το ΔΣ του ΝΠΔΔ  για το ίδιο παράπτωμα;

Απ. Όχι , nebisinidem (α. 110 και 123§3, ΣτΕ 2742/11).

119. Η απόφαση της παραπομπής  ή η κλήση σε απολογία προσβάλλονται;

Απ. Όχι είναι μη εκτελεστές πράξεις, αποτελούν προπαρασκευαστικές ενέργειες (ΣτΕ 3012/11). Εάν έχουν ελαττώματα θα πάσχουν οι ποινές που τυχόν θα επιβληθούν για παράβαση ουσιώδους τύπου.

120. Τι σημαίνει είναι «αόριστη η πειθαρχική αγωγή» ;

Απ. Ότι στο  παραπεμπτήριο  έγγραφο  προσδιορίζονται επακριβώς κατά τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα και ο διωκόμενος υπάλληλος. Συμπλήρωση μπορεί να γίνεται με άλλο έγγραφο , όπως ΕΔΕ, αναφορά, προανακριτική πράξη κλπ., το οποίο όμως πρέπει να συγκοινοποιείται (ΣτΕ 2164/14,357/13). Δεν απαιτείται πάντως να υπάρχει ο πανηγυρικός τύπος : «παραπέμπουμε τον…». Ο νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών είναι αδιάφορος.

 Εάν ελλείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία το παραπεμπτήριο είναι αόριστο και συνεπάγεται ακυρότητα όλης της μετέπειτα πειθαρχικής διαδικασίας που ερευνάται αυτεπαγγέλτως (ΣτΕ 4055/13), εκτός εάν ο εγκαλούμενος έλαβε πλήρη γνώση αυτού σε μεταγενέστερο στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας πχ με την κλήση σε απολογία. Μπορεί να είναι και μερικώς αόριστο δηλαδή για κάποιες πράξεις (ΔΕΦΑΘ 17/12). Αμφισβητείται εάν στο παραπεμπτήριο καλύπτονται και πράξεις που τελέστηκαν από την έκδοση τους και εώς τη συνεδρίαση του πειθαρχικού (Όχι κατά την ΣτΕ 2721/07, ναι κατά την  1256/14.

121. Υπάρχει δυνατότητα άρσης των πλημμελειών του παραπεμπτηρίου;

Α. Ναι με την κλήση σε απολογία.

122. Μετά την έκδοση του παραπεμπτηρίου μπορεί το πειθαρχικό όργανο να διενεργήσει νέα ΕΔΕ ;

Απ. Όχι απεκδύεται πλήρως την πειθαρχική διαδικασία (124§3).

ΚΥΡΙΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

123. Ποιο είναι το συνταγματικό αντίκρυσμα της κλήσης σε απολογία κατ΄άρθρο 134 του ΥΚ;

Απ. Το δικαίωμα ακροάσεως α.20§2 Σ. Πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται, εάν ο υπάλληλος δεν κληθεί προηγουμένως σε απολογία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου. Ο τύπος αυτός ισχύει ακόμη και εάν ο υπάλληλος είχε κληθεί σε προγενε΄στερο στάδιο και είχε αναπτύξει απόψεις.  Η εξέταση του διωκομένου κατά το στάδιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης ή της πειθαρχικής ανάκρισης δεν αναπληρώνει την κλήση σε απολογία. Προσοχή όμως : ο σχετικός λόγος στην υπαλληλική προσφυγή  για την ταυτότητα του νομικού λόγου όπως και στην αίτηση ακύρωσης πρέπει να προβάλλεται λυσιτελώς, δηλαδή πρέπει να αναφέρει τι θα έλεγε εάν καλείτο νομίμως  σε απολογία (ΣτΕ 926/2015).

Το άρθρο 6 του ΚΔΔσιας δεν έχει εφαρμογή διότι εδώ ισχύουν οι ειδικές διατάξεις του ΥΚ.

124. Το πειθαρχικό με αθώωσε χωρίς να μου κοινοποιήσει κλήση σε απολογία. Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημ. Διοίκησης άσκησε προσφυγή στο ΔΕΦ επικαλούμενος παράβαση ουσιώδους τύπου. Βάσιμα;

Απ. Αβάσιμα. Η υποχρέωση υπάρχει μόνο επί επιβολής ποινής όχι εάν απαλλαγεί ο υπάλληλος.

125. Η κλήση σε απολογία δεν αναγράφει το άρθρο του ΥΚ που αναφέρει το συγκεκριμένο πειθαρχικό παράπτωμα αν και περιγράφει πλήρως τα πραγματικά περιστατικά τους είναι αόριστη;

ΑΠ.  Στην κλήση σε απολογία πρέπει να είναι γραπτή και να  καθορίζεται σαφώς το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα και να τάσσεται εύλογη προθεσμία για απολογία. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι βραχύτερη από δύο (2) ημέρες, όταν ο υπάλληλος καλείται σε απολογία από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο και από τρεις (3) ημέρες όταν αυτός καλείται από συμβούλιο. Η προθεσμία για απολογία μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά και έως το τριπλάσιο της αρχικής προθεσμίας μετά από αιτιολογημένη έγγραφη αίτηση του διωκομένου. Εκπρόθεσμη απολογία λαμβάνεται υποχρεωτικώς υπόψη, εφόσον υποβάλλεται πριν από την έκδοση της απόφασης. Η παράλειψη της κλήσης σε απολογία καλύπτεται από την υποβολή έγγραφης απολογίας.

Συνεπώς δεν ασκεί επιρροή η μη αναγραφή του συγκεκριμένου άρθρου εφόσον περιγράφεται πλήρως η πειθαρχικώς διωκόμενη  πράξη.

126. Παρά την μη κλήση μου σε απολογία εμφανίστηκα και ανάπτυξα τις απόψεις μου στο πειθαρχικό. Μπορώ τώρα να προσβάλλω την ποινή που μου επέβαλλε για παράβαση ουσιώδους τύπου;

Απ. Όχι, εφόσον ανέπτυξε έστω προφορικά τις απόψεις σου. Έπρεπε ή να μην εμφανιστείς καθόλου ή να εμφανιστείς και να εκφράσεις επιφυλάξεις και ο δικηγόρος σου να υπερασπιστεί την υπόθεση σου γενικά και τυπικά χωρίς να μπαίνει στην ουσία της και στα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά (4333/2014,1229/96,3598/95 και 3279/14 όπου έγινε δεκτός ο λόγο διότι κράτησε επιφύλαξη και δεν μπήκε η υπάλληλος  στην ουσία αλλά αποχώρησε).

127. Πώς γίνεται η απολογία του υπαλλήλου;

Απ. Η απολογία υποβάλλεται εγγράφως. Ενώπιον συλλογικού πειθαρχικού οργάνου επιτρέπεται στον διωκόμενο και η προφορική συμπληρωματική απολογία. Η απολογία παραδίδεται με απόδειξη στο όργανο το οποίο καλεί σε απολογία. Μπορεί όμως και να αποσταλεί ταχυδρομικώς με συστημένη επιστολή. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου το εμπρόθεσμο της υποβολής της κρίνεται από το χρόνο της ταχυδρόμησης.

Πριν από την απολογία ο διωκόμενος έχει δικαίωμα να λάβει γνώση και αντίγραφα, με δαπάνες του, του φακέλου της πειθαρχικής υπόθεσης. Το γεγονός ότι έλαβε γνώση αποδεικνύεται με πράξη η οποία υπογράφεται από τον υπάλληλο, ο οποίος τηρεί το φάκελο και τον διωκόμενο ή μόνο από τον πρώτο, αν ο δεύτερος αρνηθεί να υπογράψει. Αν ο διωκόμενος υπάλληλος δεν υπηρετεί στην έδρα του οργάνου που τον καλεί σε απολογία, του χορηγείται σχετική άδεια. Με την απολογία του ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να ζητήσει εύλογη προθεσμία για να υποβάλει έγγραφα στοιχεία. Η παροχή της προθεσμίας και η διάρκεια της εναπόκειται στην κρίση του οργάνου το οποίο τον καλεί σε απολογία.

128.  Μπορώ να μην απολογηθώ;

Απ. Βεβαίως είναι δικαίωμα σου, η σιωπή δεν μπορεί να εκληφθεί εις βάρος σου.

129. Μετά την απολογία τις γίνεται ;

Απ. Επακολουθεί  η κλήση του διωκομένου να παρασταθεί ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου . Η κλήση πρέπει να προσδιορίζει την ημέρα κατά την οποία θα συζητηθεί η

Υπόθεση, ώρα και ο τόπος της συνεδρίασης και κοινοποιείται  κατά το άρθρο 138 στον

διωκόμενο πριν από τέσσερις (4) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες.

130. Πώς παρίσταμαι;

Απ. Αυτοπροσώπως ή δια δικηγόρου.

131. Πώς γίνονται οι επιδόσεις στον διωκόμενο;

Απ. Η κλήση σε απολογία και κάθε πρόσκληση ή ειδοποίηση του διωκομένου επιδίδονται με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο στον ίδιο προσωπικά ή στην κατοικία, που έχει δηλώσει στην υπηρεσία του, σε πρόσωπο με το οποίο συνοικεί. Για την επίδοση αυτή συντάσσεται αποδεικτικό. Εάν δεν καταστεί δυνατή η επίδοση για οποιοδήποτε λόγο, συμπεριλαμβανομένης και της περιπτώσεως αγνώστου διαμονής του διωκομένου, το έγγραφο τοιχοκολλάται στο κατάστημα της υπηρεσίας του υπαλλήλου και συντάσσεται πρωτόκολλο που υπογράφεται από έναν μάρτυρα. Σε περίπτωση άρνησης παραλαβής, αυτός που διενεργεί την επίδοση συντάσσει πράξη στην οποία βεβαιώνεται η άρνηση (α.138).

132. θυροκόλληση μπορεί να γίνει;

Απ. Ναι αν και δεν το προβλέπει ρητά η διάταξη με ανάλογη εφαρμογή του α. 128 ΚΠολΔ (ΣτΕ 1784/14,  1190/12, ).

133. Πώς εκτιμώνται οι αποδείξεις από το πειθαρχικό;

Απ. Ελεύθερα (139).

140. Ποια η μορφή της πειθαρχικής απόφασης και ποια στοιχεί πρέπει να φέρει;

Απ. Η πειθαρχική απόφαση διατυπώνεται εγγράφως. Στην απόφαση μνημονεύονται:

 α) ο τόπος και ο χρόνος έκδοσης της, β) το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός του μονομελούς πειθαρχικού οργάνου ή των μελών του συλλογικού πειθαρχικού οργάνου, γ) το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός του κρινόμενου, δ) τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος, προσδιορισμένα κατά τόπο και χρόνο, ε) η υποβολή ή όχι απολογίας, στ) η αιτιολογία της απόφασης, ζ) η γνώμη των μελών του συλλογικού οργάνου που μειοψήφησαν και η) η απαλλαγή του κρινόμενου ή η ποινή που του επιβάλλεται (140).

 Αν η πειθαρχική απόφαση περί της ενοχής του διωκομένου λαμβάνεται κατά πλειοψηφία, όλα τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου ψηφίζουν για την επιβλητέα ποινή. Λευκή ψήφος ή αποχή από την ψηφοφορία δεν επιτρέπεται. Η παράλειψη των στοιχείων που αναφέρονται στα εδάφια α`, β` γ` εκτός του ονοματεπώνυμου, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης, εφόσον αυτά προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης. Η πειθαρχική απόφαση κοινοποιείται σε αντίγραφο με τη φροντίδα της υπηρεσίας στον υπάλληλο και γνωστοποιείται στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση. Η κοινοποίηση της απόφασης στον υπάλληλο ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 138 του παρόντος. Στον υπάλληλο γνωστοποιείται επίσης η τυχόν δυνατότητα ασκήσεως ενστάσεως ή προσφυγής, κατά περίπτωση, ενώπιον του αρμοδίου οργάνου και η σχετική προθεσμία ασκήσεως της. Η οριστική πειθαρχική απόφαση δεν ανακαλείται.

141. Εάν προσβάλλω την απόφαση με προσφυγή μπορεί το ΣτΕ ή ΔΕΦ να εξαφανίσει την απόφαση , να χαρακτηρίσει αλλιώς την πράξη και να διατάξει το πειθαρχικό να προβεί σε ανακριτικέ πράξεις εκ νέου;  Β )Η πράξη με την  οποία αποφασίζεται η παύση της πειθαρχικής δίωξης μπορεί να προσβληθεί ;

Απ. Α)  Ναι βλ. ΣτΕ 3506/07. Β) όχι με υπαλληλική αλλά με αίτηση ακύρωσης (ΣτΕ 446/09).

142. Στο πειθαρχικό συμβούλιο που με δίκασε μετείχε υπάλληλος που είχε κατώτερο βαθμό από τον δικό μου. Είναι νόμιμη η πειθαρχική απόφαση;

Απ. Όχι είναι παράνομη διότι κατά γενική αρχή του πειθαρχικού δικαίου δεν επιτρέπεται να μετέχει νομίμως υπάλληλος κατώτερος ή νεότερος του κρινόμενου (ΣτΕ 1470/88).

143. Ποια πρόσωπα κωλύονται να μετέχουν στη σύνθεση του  πειθαρχικού;

Απ. Μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου, που δεν δικαιούνται να διεξάγουν ανάκριση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 127 ή έχουν διενεργήσει πειθαρχική ανάκριση στην κρινόμενη υπόθεση, κωλύονται να μετάσχουν στη σύνθεση του κατά την κρίση της υπόθεσης αυτής δηλαδή : α) τα πρόσωπα στα οποία αποδίδεται το πειθαρχικό παράπτωμα, β) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι που έχουν εκδώσει την πειθαρχική απόφαση η οποία κρίνεται κατ` ένσταση, γ) τα πρόσωπα που έχουν ενεργήσει ένορκη διοικητική εξέταση και δ) τα πρόσωπα που έχουν ασκήσει την πειθαρχική δίωξη.

 Ο διωκόμενος μπορεί με έγγραφη αίτηση του να ζητήσει την εξαίρεση μελών του πειθαρχικού συμβουλίου με την προϋπόθεση ότι με τα υπόλοιπα μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά, υπάρχει απαρτία. Η αίτηση αυτή που υποβάλλεται δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τους λόγους της εξαίρεσης και να συνοδεύεται από τα στοιχεία με τα οποία αυτοί αποδεικνύονται. Τα μέλη που εξαιρούνται αντικαθίστανται από τα αναπληρωματικά τους. Αν εξαιρεθεί το τακτικό και το αναπληρωματικό του μέλος, το συμβούλιο συνεδριάζει με τα υπόλοιπα μέλη του εφόσον έχει απαρτία. Η εξαίρεση αναπληρωματικού μέλους μπορεί να ζητηθεί και την ημέρα της συνεδρίασης.  Στην περίπτωση της παραγράφου 4 του άρθρου 114 του παρόντος αποκλείεται να μετάσχει στο πειθαρχικό συμβούλιο ο ανακριτής ή αυτός που συμμετείχε στο πειθαρχικό συμβούλιο κατά την πρώτη κρίση. (137).

144. Μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου μπορεί να είναι μάρτυρας στην ΕΔΕ;

Απ. Ναι εάν δεν προκύπτει από την κατάθεση ιδιαίτερη εχθρότητα ή φιλία δεν παραβιάζεται το 7 ΚΔΔσιας (ΣτΕ 3461/07).

145. Ποια είναι η συγκρότηση των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων;

Απ. Τα πειθαρχικά συμβούλια είναι πενταμελή και αποτελούνται από:

 α) Τον Πρόεδρο, ο οποίος είναι πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή εφέτης ή πρόεδρος

πρωτοδικών ή πρωτοδίκης των διοικητικών ή των πολιτικών δικαστηρίων ή εισαγγελέας ή

αντεισαγγελέας εφετών ή εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας πρωτοδικών με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του οικείου δικαστηρίου ή από τον προϊστάμενο της οικείας εισαγγελίας.

β) Ένα (1) μέλος, ο οποίος είναι πάρεδρος ή δικαστικός πληρεξούσιος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 γ) Ένα (1) μέλος, ο οποίος είναι μόνιμος υπάλληλος, προϊστάμενος Διεύθυνσης Υπουργείου, Αποκεντρωμένης Διοίκησης, Περιφέρειας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του οργάνου που εκδίδει την απόφαση σύστασης του συμβουλίου της παραγράφου 1.

 δ) Δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους με τους αναπληρωτές τους οι οποίοι είναι μέλη του

Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου στο οποίο υπάγεται ο διωκόμενος υπάλληλος.»

Η θητεία είναι δυο ετών (146Β).

146. Ποια η νόμιμη συγκρότηση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού;

 Απ. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι ΄΄ένα για όλους του δημοσίους υπαλλήλους και συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, λειτουργεί σε τρία τμήματα και αποτελείται από:

  α) έναν (1) Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως Πρόεδρο, που υποδεικνύεται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

  β) έξι (6) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους με ισάριθμους αναπληρωτές τους, που

υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

  γ) δύο (2) εν ενεργεία προϊσταμένους γενικών διευθύνσεων του Υπουργείου Διοικητικής

Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης με δύο (2) αναπληρωτές τους εν ενεργεία προϊσταμένους γενικών διευθύνσεων ή διευθύνσεων του ίδιου Υπουργείου,

  δ) τον προϊστάμενο της γενικής διεύθυνσης που είναι αρμόδια για θέματα προσωπικού του

Υπουργείου στο οποίο υπάγεται η υπηρεσία ή το οποίο εποπτεύει την υπηρεσία ή το Ν.Π.Δ.Δ. όπου διαπράχθηκε το πειθαρχικό παράπτωμα, με αναπληρωτή του άλλον προϊστάμενο γενικής διεύθυνσης ή διεύθυνσης του ίδιου ως άνω Υπουργείου, οριζόμενους πριν από την έναρξη της θητείας με απόφαση του οικείου Υπουργού. Όταν η πειθαρχική υπόθεση αφορά υπάλληλο Περιφέρειας, στο Συμβούλιο μετέχει ο προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης της Περιφέρειας Αττικής, που είναι αρμόδιος για θέματα προσωπικού, οριζόμενος με απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής.

Προκειμένου για υπαλλήλους Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή Ν.Π.Δ.Δ. που εποπτεύονται από τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο μετέχει προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης με τον αναπληρωτή του προϊστάμενο γενικής διεύθυνσης ή διεύθυνσης του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και   ε) δύο (2) προϊσταμένους γενικών διευθύνσεων δήμων από τις Περιφερειακές Ενότητες της Περιφέρειας Αττικής, πλην της Περιφερειακής Ενότητας Νήσων, με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ύστερα από κλήρωση, κατ` ανάλογη εφαρμογή της παρ. 9 του άρθρου 146Β.

  Γραμματέας των τριών τμημάτων είναι υπάλληλος, κατηγορίας ΠΕ του Τμήματος Πειθαρχικής Ευθύνης και Δεοντολογίας του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης που ορίζεται με τρεις αναπληρωτές υπαλλήλους, κατηγορίας ΠΕ, του ίδιου Τμήματος με την απόφαση ορισμού μελών.

 «στ) Δύο (2) εκπροσώπους της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι είναι μόνιμοι υπάλληλοι δημοσίων υπηρεσιών, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή Περιφερειών και οι οποίοι υποδεικνύονται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.. Αν η Α.Δ.Ε.Δ.Υ. δεν υποδείξει μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την περιέλευση σε αυτήν εγγράφου ερωτήματος του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, η συγκρότηση του οργάνου είναι νόμιμη και χωρίς τη συμμετοχή των μελών αυτών.

 ζ) Δύο (2) εκπροσώπους της Π.Ο.Ε.-Ο.Τ.Α. με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι είναι μόνιμοι υπάλληλοι Δήμων και οι οποίοι υποδεικνύονται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Π.Ο.Ε.-Ο.Τ.Α.. Αν η Π.Ο.Ε. – Ο.Τ.Α. δεν υποδείξει μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την περιέλευση σε αυτήν εγγράφου ερωτήματος του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, η συγκρότηση του οργάνου είναι νόμιμη και χωρίς τη συμμετοχή των μελών αυτών.»

H ΕΝΣΤΑΣΗ

Η ένσταση είναι ενδικοφανής προσφυγή (ένδικο μέσο) που εισάγει την πειθαρχική διαφορά σε δεύτερο βαθμό ουσιαστικής κρίσης.

Προσβαλλόμενες ποινές : α) Όλες οι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταμένων καθώς και των συλλογικών οργάνων του α.123 (α.145).

Εκτός των περιπτώσεων του άρθ.142§2 που προσβάλλονται δικαστικά και είναι  : 1)  παρ.1α , ποινή που επιβάλλει ο Υπουργός.

2) παρ.΄2δ του διοικητή του Αγίου Όρους για όλους τους πολιτικούς υπαλλήλους που υπάγονται στην αρμοδιότητα του.

3)  και ε, Ο πρόεδρος ή ο επικεφαλής ανεξάρτητης διοικητικής αρχής για τους υπαλλήλους της

4) παρ.3α΄Ο διοικητής ή ο πρόεδρος του συλλογικού οργάνου, ο οποίος ασκεί διοίκηση, ο υποδιοικητής, ο γενικός γραμματέας ή ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας, για όλους τους υπαλλήλους του νομικού προσώπου

 και των συλλογικών οργάνων του α. 119 δηλαδή Τα διοικητικά συμβούλια νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που μπορεί να επιβάλουν τις ποινές της έγγραφης επίπληξης και του προστίμου έως και τις αποδοχές τριών (3) μηνών.”

Β) Οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων που κρίνουν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε

ένσταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου με τις εξής διακρίσεις :

α)  από τον υπάλληλο που τιμωρήθηκε, στις περιπτώσεις επιβολής της πειθαρχικής ποινής του προστίμου αποδοχών τεσσάρων (4) μηνών και άνω μέχρι την ποινή της οριστικής παύσης, καθώς και στις περιπτώσεις επιβολής ποινής προστίμου αποδοχών από ένα (1) έως τέσσερις (4) μήνεςεφόσον κατά της απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου έχει ασκηθεί ένσταση υπέρ της διοίκησης και

β) Για την διοίκηση όλες οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων που κρίνουν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, υπέρ της διοίκησης, κατά τα  οριζόμενα στην περίπτωση β` της επόμενης παραγράφου (141).

147. Είμαι δημ. Υπάλληλος και τιμωρήθηκα με την ποινή της επίπληξης ή προστίμου μέχρι ένα μήνα από το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό μπορώ να ασκήσω ένσταση στο δευτεροβάθμιο;  Αν τιμωρηθώ από το δευτεροβάθμιο ή τον πειθαρχικώς προϊστάμενο ;

Απ. Όχι , αλλά μπορείς να ασκήσεις αίτηση  ακύρωσης  στο ΔΕΦ. Ομοίως όχι.

 148. Το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό με τιμώρησε με την ποινή της παύσεως ή του υποβιβασμού. Θα ασκήσω ένσταση στο δευτεροβάθμιο;

Απ. Όχι , υπαλληλική προσφυγή απευθείας στο ΣτΕ σύμφωνα με το α. 141 §8 ΥΚ που ορίζει : Οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων που εκδίδονται μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Ν. 4152/9-5-2013) και επιβάλλουν τις πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού και της οριστικής παύσης δεν υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου αλλά σε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

149. Ποιο έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν ένσταση;

Απ. α) ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και β) υπέρ της διοίκησης ή υπέρ του υπαλλήλου, κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενος, οι πρόεδροι των συλλογικών οργάνων του άρθρου 119 του παρόντος, ο Υπουργός, καθώς και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης.

Εάν ενώπιον του πρωτοβάθμιου ασκηθούν αντίθετες ενστάσεις του Υπαλλήλου και του Γεν. Επιθεωρητή Δημ. Διοικησης τότε πρέπει να συνεκδικαστούν.

150. Ποια είναι η προθεσμία της ενστάσεως;

Απ.  (141§4)  Η ένσταση ασκείται μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ή την πλήρη γνώση αυτής από τον υπάλληλο ή από την πε-ριέλευσή της στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά είκοσι (20) ημέρες για εκείνους που διαμένουν στο εξωτερικό.

Ειδικά στην περίπτωση επιβολής ποινής προστίμου αποδοχών από ένα (1) έως τέσσερις (4) μήνες, όταν ασκείται ένσταση υπέρ της διοίκησης, η προθεσμία για την άσκηση ένστασης εκ μέρους του υπαλλήλου αρχίζει από την κοινοποίηση σε αυτόν αντιγράφων της πειθαρχικής απόφασης και της ένστασης υπέρ της διοίκησης ή από την πλήρη γνώση αυτών. Αν δεν ασκηθεί ένσταση υπέρ της διοίκησης, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής από τον υπάλληλο ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού εφετείου αρχίζει από την κοινοποίηση σε αυτόν αντιγράφου της πειθαρχικής απόφασης που συνοδεύεται από βεβαίωση περί μη ασκήσεως ενστάσεως από τη διοίκηση ή από την πλήρη γνώση αυτών.

151. Η προθεσμία της ενστάσεως αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής;

Απ. Ναι αυτοδικαίως εκτός εάν για λόγους δημοσίου συμφέροντος το πειθαρχικό αποφασίσει την άμεση εκτέλεση (§6). Κατά το 103 ο υπάλληλος τίθεται σε αργία.

152. Η άσκηση της ένστασης  μπορεί να  μου χειροτερεύσει την ποινή;

Απ.  Όχι. Τα πειθαρχικά συμβούλια και το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, όταν κρίνουν μετά από ένσταση του υπαλλήλου ή υπέρ του, δεν μπορούν να χειροτερεύουν τη θέση του. Όταν κρίνουν ένσταση υπέρ της διοίκησης, δεν μπορούν να επιβάλουν ελαφρότερη ποινή από αυτήν που επιβλήθηκε.  ΠΡΟΣΟΧΗ: εκτός εάν  ασκούνται αντίθετες  ενστάσεις τόσο από τον υπάλληλο όσο και υπέρ της διοίκησης, τότε  το οικείο συμβούλιο τις κρίνει από κοινού και δεν δεσμεύεται ως προς την ποινή που θα επιβάλει.

153. Πώς ασκείται η ένσταση;

Απ. (§7) Η ένσταση κατά των αποφάσεων των πειθαρχικώς προϊσταμένων κατατίθεται, με ποινή απαραδέκτου, στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, συντασσόμενης εκθέσεως. Η ένσταση κατά αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου που έκρινε σε πρώτο βαθμό κατατίθεται, με ποινή απαραδέκτου, σε αυτό, συντασσόμενης εκθέσεως, το οποίο τη διαβιβάζει αμελλητί στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο με τον πλήρη φάκελο της πειθαρχικής υπόθεσης. Η ένσταση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης αποστέλλεται σε κάθε περίπτωση με συστημένη αλληλογραφία στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο για τη σύνταξη εκθέσεως κατάθεσης. Ως ημερομηνία κατάθεσης λογίζεται η ημερομηνία κατάθεσης της συστημένης αλληλογραφίας από το Γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης στο Ταχυδρομικό Κατάστημα.

ΑΡΓΙΑ

Πότε τίθεταιαυτοδίκαιασε αργία ο Υπάλληλος;

Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία:

α)ο υπάλληλος πουστερήθηκε την προσωπική του ελευθερίαύστερα από πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή ένταλμα προσωρινής κράτησης,

β)ο υπάλληλος κατά του οποίουεκδόθηκε ένταλμα προσωρινής κράτησηςκαι στη συνέχεια ήρθη η προσωρινή κράτησή του ή αντικαταστάθηκε με περιοριστικούς όρους,

γ)ο υπάλληλος, ο οποίοςπαραπέμφθηκε αμετακλήτως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίουγια κακούργημα ή για τα αδικήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης (κοινής και στην υπηρεσία), απάτης, εκβίασης, πλαστογραφίας, δωροδοκίας, καταπίεσης, απιστίας περί την υπηρεσία, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, (άρθρο 14, παρ. 1 του Ν. 4111/2013),  

δ)ο υπάλληλος στον οποίοεπιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής ή της προσωρινής παύσης, και

ε)ο υπάλληλος ο οποίοςέχει παραπεμφθεί στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιογια τα παρακάτω παραπτώματα:

·  πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία,

·  η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους,

·  η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών,

· η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας,

·   η σοβαρή απείθεια,

·                     η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων,

·                     η χρησιμοποίηση της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ίδιου ή τρίτων προσώπων,

·                     η άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας, χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων κατά τη διεξαγωγή έρευνας, επιθεώρησης ή ελέγχου από Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου,

·                     η φθορά λόγω ασυνήθιστης χρήσης, η εγκατάλειψη ή η παράνομη χρήση πράγματος το οποίο ανήκει στην υπηρεσία,

·                     η παράλειψη από τα πειθαρχικά όργανα δίωξης και τιμωρίας πειθαρχικού παραπτώματος, με την επιφύλαξη της παρακάτω παραγράφου (άρθρο 110, παρ. 2 του Ν. 4057/12):

«Κατ’ εξαίρεση,για παραπτώματα που θα επέσυραν την ποινή της έγγραφης επίπληξης,η δίωξη απόκειται στη διακριτική εξουσία των πειθαρχικών οργάνων, τα οποία λαμβάνουν υπόψη αφ’ ενός το συμφέρον της υπηρεσίας και αφ’ ετέρου τις συνθήκες διάπραξής τους και την υπηρεσιακή γενικώς διαγωγή του υπαλλήλου. Αν το πειθαρχικό όργανο αποφασίσει να μην ασκήσει δίωξη, υποχρεούται να ενημερώσει, με αιτιολογημένη έκθεσή του, τον αμέσως ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο. Αντίγραφο της έκθεσης χορηγείται στον υπάλληλο και τίθεται στο προσωπικό του μητρώο. Το αντίγραφο αυτόδεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για δυσμενή κρίση του υπαλλήλου».

·                     η μη τήρηση του ωραρίου από τον υπάλληλο και η παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγχει την τήρησή του,

·                     τα ειδικά πειθαρχικά παραπτώματα, ήτοι (άρθρο 117, παρ. 4 στοιχείο α’ του Ν. 4057/12):

«ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους πολίτες, αδικαιολόγητη μη εξυπηρέτησή τους, μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους, άρνηση συνεργασίας με τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.), παράλειψη ανάρτησης ή πλημμελή ανάρτηση πράξεων (σ.σ. στο «Πρόγραμμα Διαύγεια») και μη εφαρμογή των περί απλούστευσης των διαδικασιών και καταπολέμησης της γραφειοκρατίας διατάξεων».

το ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα (άρθρο 25, παρ. 6 του Ν. 4203/2013):

«της μη απογραφής του υπαλλήλου εντός της οριζόμενης προθεσμίας εφόσον απαιτείται σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 3 της υπ’ αριθμ. Δ/Π/ΔΔ/Β2/2οικ. 21634 απόφασης του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνηση, όπως ισχύει»

Β.     Πότε επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του ο Υπάλληλος;

Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του,εάν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία. Ειδικότερα:

α.Υπάλληλος ο οποίος τέθηκε σε αργίαστις περιπτώσεις α΄ έως γ΄(βλέπε ενότηταΑ) ασκεί εκ νέου τα καθήκοντά τουαν αθωωθεί με τελεσίδικηδικαστική απόφαση.

β.Η αργία τηςπερίπτωσης δ΄(βλέπε ενότηταΑ)αρχίζειαπό την κοινοποίηση στον υπάλληλο της πειθαρχικής απόφασηςκαιλήγειμε την έναρξη της εκτέλεσης της πειθαρχικής ποινής της οριστικής ή προσωρινής παύσης που του επιβλήθηκεή με την έκδοση απόφασης σε δεύτερο βαθμό ή δικαστικής απόφασηςπου είτε απαλλάσσει τον υπάλληλο από την πειθαρχική ευθύνη είτε του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση.

γ.Η αργία τηςπερίπτωσης ε΄(βλέπε ενότηταΑ)αρχίζειαπό την κοινοποίηση στον υπάλληλο του παραπεμπτηρίου εγγράφουκαιλήγειμε την έκδοση πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης που τον απαλλάσσει ή του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση. Αν του επιβληθεί κάποια από τις ποινές αυτές η αργία συνεχίζεται και λήγει σύμφωνα με την προηγούμενη περίπτωση.

Γ.     Ποιο όργανο εκδίδει τη διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία;

Η διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία εκδίδεται αμελλητίαπό το αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλουόργανο.

Δ.     Ποιο όργανο και πότε εκδίδει την πράξη επανόδου στην υπηρεσία;

Η πράξη επανόδου του υπαλλήλου στην υπηρεσίαεκδίδεται από το ίδιο όργανο

α) μετά απότελεσίδικη αθωωτική απόφαση ποινικούδικαστηρίου,

β)μετάαπό βεβαίωσητης αρμόδιας μονάδας προσωπικούότι εκτελέστηκε η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσηςπου έχει επιβληθεί ή μετά από απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ή του αρμόδιου δικαστηρίου που απαλλάσσει τον υπάλληλο ή του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση, ή μετά από σχετική βεβαίωση του προέδρου του οικείου δικαστικού σχηματισμού, και

γ)μετάαπό απόφαση του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου με την οποία ο υπάλληλος απαλλάσσεται από την πειθαρχική ευθύνηή του επιβάλλεται πειθαρχική ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση για πειθαρχικό παράπτωμα τηςπερίπτωσης ε΄(βλέπε ενότηταΑ) ή μετά από σχετική βεβαίωση του προέδρου του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου. Ο υπάλληλοςεπανέρχεται στην υπηρεσία του από την κοινοποίηση σε αυτόν της αντίστοιχης διαπιστωτικής πράξης.

Ε.     Είναι δυνατή η αναστολή της αργίας;

Εφόσονέχει επιβληθεί αυτοδίκαιη αργίαστιςπεριπτώσεις β΄, γ΄, δ΄ και ε΄(βλέπε ενότηταΑ), η οποία δεν έχει αρθεί (βλέπε ενότηταΒ), και δεν έχει επιβληθεί στον υπάλληλο πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης,το πειθαρχικό συμβούλιο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση γνωμοδοτείμετά την πάροδο ενός έτουςαπό τη θέση του υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργίακαι κάθε επόμενο έτοςσχετικά με την τυχόν συνδρομή λόγων που καθιστούν μη αναγκαία τη συνέχισή της. Το όργανο που είναι αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλου, εφόσον κρίνει μετά την ανωτέρω γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου ή μετά από γνωμοδότηση του ίδιου συμβουλίου που μπορεί να ζητηθεί οποτεδήποτε, ότιμε βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, την υπηρεσιακή απόδοση του υπαλλήλου και το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν είναι αναγκαία η συνέχιση της αργίας, συνεκτιμώντας την τυχόν συνδρομή στο πρόσωπο του αιτούντος υπαλλήλου σοβαρών οικονομικών, κοινωνικών ή οικογενειακών λόγων, μπορεί να διατάσσει την αναστολή της και την επάνοδο του υπαλλήλου στα καθήκοντά του ή τη μετακίνησή του σύμφωνα με το άρθρο 66 του Υ.Κ. (βλέπε ενότηταΘ).

Την αναστολή της αργίας μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε και ο υπάλληλος με αίτησή του προς το αρμόδιο για το διορισμό όργανο, το οποίο αποφασίζει μετά την τήρηση της ως άνω διαδικασίας και εφόσον συντρέχουν αφενός οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις και αφετέρου στο πρόσωπο του αιτούντος υπαλλήλου σοβαροί οικονομικοί, κοινωνικοί ή οικογενειακοί λόγοι.Το αίτημα του υπαλλήλου διαβιβάζεται άμεσα στο πειθαρχικό συμβούλιο. Το εν λόγω συμβούλιο γνωμοδοτεί, σε κάθε περίπτωση υποβολής σχετικού αιτήματος, από τους κατά νόμο δικαιούμενους το αργότερο εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση σε αυτό του εν λόγω αιτήματος. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ως άνω προθεσμίας, το αρμόδιο όργανο έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει και χωρίς τη γνωμοδότηση. Μέχρι την τυχόν έκδοση απόφασης αναστολής της αργίας ο υπάλληλος παραμένει σε αργία. Η αναστολή της αργίας μπορεί να διατάσσεται και για ορισμένο χρόνο και να ανακαλείται οποτεδήποτε, εφόσον επιβάλλεται από το συμφέρον της υπηρεσίας και ιδίως σε περίπτωση υποτροπής, που οφείλεται στην τέλεση οποιουδήποτε νέου παραπτώματος από τον υπάλληλο.

5οΚεφάλαιο

ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΑΡΓΙΑ

ΣΤ.     Πότεμπορεί να τεθείσε αργία ο Υπάλληλος;

Αν συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος ή υπηρεσιακοί λόγοιμπορεί να τεθεί σε αργίαο υπάλληλος κατά του οποίου (Ν. 4093/2012):

α)έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων της περίπτωσης ε΄ (βλέπε ενότηταΑ), για τις οποίες επιβάλλεται αυτοδίκαιη αργία,

β)υπάρχουνσοβαρές ενδείξεις για άτακτη διαχείριση, η οποία στηρίζεται σε έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή του αρμόδιου επιθεωρητή,

γ)έχειπαραπεμφθεί αμετακλήτωςμε την ιδιότητα του μέλους υπηρεσιακού συμβουλίου και συλλογικού οργάνουεν γένει ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για τα αδικήματα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και της απιστίας περί την υπηρεσία Ν. 4210/2013),

δ)έχει ασκηθείμε την ιδιότητα του μέλους υπηρεσιακού συμβουλίουκαι συλλογικού οργάνουπειθαρχική δίωξηγια το πειθαρχικό παράπτωμα τηςπαράβασης καθήκοντοςκατά τον ποινικό κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους ή για το παράπτωμα τηςαναξιοπρεπούςήανάρμοστηςήανάξιαςγια υπάλληλο συμπεριφορά εκτός υπηρεσίας (4210/2013).

Z.     Πότε επιβάλλεται το μέτρο αναστολής άσκησης καθηκόντων;

Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις και εφόσον διακυβεύεται το συμφέρον της υπηρεσίας,μπορεί να επιβληθείστον υπάλληλο από τονάμεσο πειθαρχικώς προϊστάμενό τουτο μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων του, ακόμη και πριν επιληφθεί το πειθαρχικό συμβούλιο (βλέπε παρακάτω ενότητα H). Σε περίπτωση παράλειψης του άμεσου πειθαρχικώς προϊσταμένου του υπαλλήλου, το μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων μπορεί να επιβληθεί από κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενο ανώτερο από αυτόν. Η παράλειψη πειθαρχικώς προϊσταμένου να επιβάλει το ως άνω μέτρο ελέγχεται πειθαρχικά από κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενό του.Κατά τη διάρκεια της αναστολής άσκησης των καθηκόντων του ο υπάλληλος δεν προσέρχεται στην υπηρεσία. Η αναστολή άσκησης καθηκόντων του υπαλλήλου αίρεται αυτοδικαίως, εάν το πειθαρχικό συμβούλιο δεν επιληφθεί εντός της προθεσμίας (βλέπε παρακάτω ενότηταH).

Η.     Ποια η διαδικασία θέσης σε αργία υπαλλήλου;

Εφόσον συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Ν. 3528/07 – όπως τροποποιήθηκε και ισχύει – (βλέπε ενότηταΑ),το πειθαρχικό συμβούλιο συνέρχεται αμελλητίκαι γνωμοδοτεί για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία.Σε περίπτωση που έχει διαταχθεί το μέτρο της αναστολής των καθηκόντων του υπαλλήλου, το πειθαρχικό συμβούλιο συνέρχεται και γνωμοδοτεί το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη λήψη του μέτρου.

Το πειθαρχικό συμβούλιο γνωμοδοτείμέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερώνκαισε κάθε περίπτωσηπου ζητείται η γνώμη του από το όργανο που είναι αρμόδιο για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία. Η γνωμοδότηση εκδίδεται σε κάθε περίπτωση μετά από προηγούμενη κλήση του υπαλλήλου σε ακρόαση.Σε περίπτωση που το πειθαρχικό συμβούλιο δεν γνωμοδοτήσει μέσα στις ανωτέρω προθεσμίες, η απόφαση για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία εκδίδεται και χωρίς γνωμοδότηση. Στην περίπτωση αυτή ο υπάλληλος καλείται σε ακρόαση από το αρμόδιο όργανο και οφείλει να υποβάλει εγγράφως τις απόψεις του εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την κοινοποίηση της κλήσης.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:Μετά την πάροδο ενός έτους από τη θέση του υπαλλήλου σε αργία και κάθε επόμενο έτος το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να γνωμοδοτεί για τη συνέχιση ή μη της αργίας.

Θ.     Ποιο όργανο εκδίδει τη διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία;

Αρμόδιο όργανο για την έκδοση της πράξης με την οποία ο υπάλληλος τίθεται σε αργία είναι, κατά περίπτωση, ο οικείος Υπουργός ή τοανώτατο μονομελές όργανο διοίκησηςή ο πρόεδρος του συλλογικού οργάνου διοίκησης, αν δεν υπάρχει μονομελές όργανο διοίκησης. Η πράξη εκδίδεται μετά από γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου (βλέπε ενότηταΗ). Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της σχετικής πράξης.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:Τοόργανοπου είναι αρμόδιο για τη θέση υπαλλήλου σε δυνητική αργία μπορεί,εφόσον κρίνει ότι το μέτρο της αργίας δεν είναι απαραίτητο να επιβληθεί ή έχουν εκλείψει οι λόγοι για τους οποίους επιβλήθηκε,να διατάσσει για λόγους σχετικούς με το συμφέρον της υπηρεσίας τη μετακίνησητου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 66 του Υπαλληλικού Κώδικα, ήτοι:

«1. Μετακίνηση υπαλλήλου από μία οργανική μονάδα σε άλλη της ίδιας αρχής πραγματοποιείται με απόφαση του προϊσταμένου της.

2. Μετακίνηση προϊσταμένων γίνεται σε αντίστοιχης βαθμίδας οργανική μονάδα.

3. Για μετακίνηση σε οργανική μονάδα που εδρεύει σε περιοχή άλλου δήμου ή κοινότητας, το οικείο όργανο υποχρεούται να μετακινήσει τον υπάλληλο που έχει εκδηλώσει επιθυμία μετακίνησης στη συγκεκριμένη οργανική μονάδα, εκτός εάν αιτιολογημένοι λόγοι συμφέροντος της υπηρεσίας δεν επιτρέπουν τη μετακίνηση του. Στις λοιπές περιπτώσεις το οικείο όργανο υποχρεούται να λάβει υπόψη του κριτήρια όπως ο τόπος κατοικίας του υπαλλήλου, η κατάσταση υγείας του, η οικογενειακή του κατάσταση και η συνυπηρέτηση συζύγου.

4. Η μετακίνηση εκτός νομού ή σε νησί γίνεται με τη διαδικασία της μετάθεσης. Εξαιρούνται τα νησιά που έχουν οδική σύνδεση με χερσαία τμήματα της χώρας».

Ι.     Πότε επανέρχεται ο υπάλληλος στα καθήκοντά του;

α)Ο υπάλληλοςεπανέρχεται στα καθήκοντά του αυτοδίκαιααπό την έκδοση πειθαρχικής απόφασης, η οποία τον απαλλάσσει από την πειθαρχική ευθύνη ή του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση.

β)Ο υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντά του από τηνκοινοποίηση σχετικής απόφασηςτου οργάνου που τον έθεσε σε αργία, η οποία εκδίδεταιεφόσον έχουν εκλείψει οι λόγοι(βλέπε ενότηταΑ). Η απόφαση αυτή μπορεί να εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο οποτεδήποτε, ακόμη και χωρίς προηγούμενη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου.

ΙΑ.     Ποιες οι αποδοχές του υπαλλήλου που τίθεται σε αργία;

Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάστασηαργίας ή σε αναστολή άσκησηςκαθηκόντωνκαταβάλλεται το ένα τρίτο (1/3)των αποδοχών του. Το υπόλοιπο των αποδοχών του ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί στον υπάλληλο, μετά από αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον δεν τεθεί σε αργία ή απαλλαγεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.

Ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή για το παράπτωμα τηςαδικαιολόγητης αποχήςαπό την εκτέλεση των καθηκόντων του,δεν δικαιούταιαποδοχές αργίας.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ:

Ø    Το αρμόδιο για την εκδίκαση αίτησης αναστολής εκτελέσεως δικαστήριο, η οποία στρέφεται κατά πράξης με την οποία διαπιστώνεται η θέση υπαλλήλου σε κατάστασηαυτοδίκαιης αργίαςή με την οποία ο υπάλληλος τίθεται σεδυνητική αργία, μπορεί,εφόσον πιθανολογείται σοβαρά κίνδυνος βιοπορισμούτου υπαλλήλου ή της οικογένειάς του,να διατάσσει, ως προσωρινό μέτρο, την αύξηση των αποδοχών της αργίας μέχρι το 75%των νόμιμων αποδοχών του υπαλλήλου.

Ø    Στις περιπτώσειςαυτοδίκαιης αργίαςτηςπερίπτωσης ε΄(βλέπε ενότηταΑ), οι αποδοχές της αργίαςορίζονται στο 75%των νομίμων αποδοχών των υπαλλήλων.

ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
(αρθ.103 παρ.4 Σ και 41 επ. πδ 18/89)

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ

Προβλέφθηκε στο Σ. του 1911 (α.102) ως δικλίδα εξασφάλισης της μονιμότητας των Δημοσίων Υπαλλήλων.

Η πρώτη απόφαση του ΣτΕ εξεδόθη επι υπαλληλικής προσφυγής (1/1929) και αφορούσε κακή συγκρότηση του πειθαρχικού της Αστυνομίας Πόλεων με διορισμό  αλλοδαπού (Άγγλο υπήκοο).

Το Σ.75  την θεσμοθέτησε και για τους μόνιμους υπάλληλους των ΟΤΑ και της Βουλής.

Είναι το ελληνικής επινόησης ένδικο βοήθημα (στην ουσία μέσο αφού εισάγει σε τελικό βαθμό πειθαρχικής κρίσης την υπόθεση) κατά των πειθαρχικών ποινών των δημοσίων υπαλλήλων και μόνιμων υπαλλήλων των νπδδ  και των υπαλλήλων της Βουλής

Εντελώς περιγραφικά και σχηματικά θα μπορούσαμε να πούμε :

δημόσιος υπάλληλος + πειθαρχική ποινή = υπαλληλική προσφυγή, εκτός εάν άλλως προβλέπει ο νόμος , οπότε ασκείται αίτηση ακυρώσεως στο ΔΕΦ.

Παράδειγμα που προβλέπει ο νόμος άλλως : όταν επιβάλλει την ποινή της επίπληξης σε δασκάλους ο Γενικός Γραμματέας  του ΥΠΕθ. Παιδείας ασκείται αίτηση ακύρωσης διότι ο Γενικός Γραμματέας Υπουργείου Παιδείας,  που είναι πειθαρχικός προϊστάμενος για τους δασκάλους και για τους λοιπούς διοικητικούς υπαλλήλους κατ` άρθρο 117 Υ.Κ., δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των απαριθμούμενων στο άρθρο 121 του Υ.Κ. πειθαρχικώς προϊσταμένων, κατά των αποφάσεων των οποίων προβλέπεται η άσκηση προσφυγής. Επομένως, ένδικο μέσο στρεφόμενο κατά αποφάσεως Γενικού Γραμματέα υπουργείου, με την οποία επιβάλλεται πειθαρχική ποινή, έχει τον χαρακτήρα αιτήσεως ακυρώσεως και όχι προσφυγής ουσίας (πρβλ ΣτΕ 2813/2001,ΔΕΦ Αθ 200/2007)

Το ένδικο βοήθημα της υπαλληλικής προσφυγής είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο  αναφορικά με την οριστική παύση (είτε ως πειθαρχική ποινή είτε λόγω ανεπάρκειας) και του υποβιβασμού και ασκείται στη περίπτωση αυτή πάντα στο Γ΄ τμήμα του ΣτΕ , ανεξάρτητα του βαθμού του υπαλλήλου (ΣτΕ 2649/97 Ολομ). Την ίδια δυνατότητα έχουν και οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά το α.65§6Σ.

Επί άλλων απολύσεων  που εκδίδονται με δεσμία αρμοδιότητα, όπως λόγω ορίου λόγω ορίου ηλικίας ή υπηρεσίας ή λόγω ποινικής καταδίκης  ή λόγω κατάργησης όλων των θέσεων, που όλες γίνονται κατά δεσμία αρμοδιότητα χωρεί μόνο αίτηση ακύρωσης.

Αντίθετα επί  των άλλων πειθαρχικών ποινών η υπαλληλική προσφυγή ασκείται στο κατά τόπον αρμόδιο ΔΕΦ αμετάκλητα, αφού δυνατότητα αναίρεσης δεν προβλέπεται στο Νόμο ενώ το Σ κατοχυρώνει την αναίρεση μόνο κατά τελεσιδίκων αποφάσεων των ΤΔΔ (ΣτΕ 1805/2009).

ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ  :  α)  Οι δημόσιοι υπάλληλοι  : Σύμφωνα με το άρθρο 142 του ΥΚ  δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι συνεπώς δεν  προβλέπεται για του υπαλλήλους του δημοσίου με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Όμως τίθεται ερμηνευτικό πρόβλημα  μετά το Ν. 4057/12 διότι πλέον στις πειθαρχικές του διατάξεις υπάγονται όλοι οι υπάλληλοι του δημοσίου πλην των ορισμένου χρόνου. Πρέπει να δεχθούμε  οτι μπορούν να προσβάλλουν τις ποινές οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι σε σύμβαση ιδιωτικού δικαίου με αίτηση ακύρωσης  σύμφωνα με το άρθ.1§1γ του ν. 702/77. Οι ιατροί του ΕΣΥ και εν γένει το ιατρικό προσωπικό των νοσοκομείων του ΕΣΥ  έχει δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής με το α.11 παρ.2 του Ν 3329/05 άνευ διακρίσεως ποινής .

Το γεγονός ότι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία επι­βλήθηκε πειθαρχική ποινή στον προσφεύγοντα, η υπαλληλική σχέση του προσφεύγοντα  λύθηκε αυτοδικαίως  λόγω συμπλήρωσης  35ετούς  υπηρεσίας δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον του προς  άσκηση υπαλληλικής προσφυγής γιατί, παρά την αποχώρηση του από την υπηρεσία, διατηρείται η ηθική μείωση του από την επιβο­λή της επίδικης πειθαρχικής ποινής. Άλλωστε, επί πειθαρχικής απόφασης η οποία επιβάλει πρόστιμο, αυτή εκτελείται από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας, αν δε λυθεί η υπαλληλική σχέση το πρόστιμο εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ [ΔΕφθεσ 952/2006 και 2301/2004].

¨Έτσι εφόσον δεν προβλέπει το δικαίωμα  ο νόμος για τους άλλους υπαλλήλους  (με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, μετακλητούς κλπ) και στρατιωτικούς , σώματα ασφαλείας κλπ ασκείται κατά των πειθαρχικών ποινών τους ΜΟΝΟ αίτηση ακυρώσεως στο ΔΕΦ (αρθ.1 ν.702/77)  πχ πειθαρχικές ποινές κατά αστυνομικών προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως στο κατά τόπο αρμόδιο ΔΕΦ. Βλ. ΣτΕ 1183/06,ΣΤΕ ολομ.2649/87) .

Για του υπαλλήλους του Πυροσβεστικού σώματος πάγια είναι η νομολογία ότι με προσφυγή ουσίας στο ΣτΕ προσβάλλεται μόνο η πράξη του Δευτεροβάθμιου Ανωτάτου Συμβουλίου που κρίνει και παύσει τον αξιωματικό ως ευδοκίμως τερματίσαντα ή τον υποβιβάζει.. Κρίση που ερμηνεύεται ως ενέχουσα  μομφή  υπηρεσιακής ανεπάρκειας (ΣτΕ 187/07). Για τις άλλες ποινές ασκείται αίτηση ακυρώσεως στο ΔΕΦ.

Προσοχή οι πολιτικοί μόνιμοι υπάλληλοι των σωμάτων ασφαλείας και στρατού έχουν το δικαίωμα άσκησης της υπαλληλικής προσφυγής.

Περαιτέρω εννιαίως πλέον και για τους δυο βαθμούς ΟΤΑ  στο άρθρο 234 παρ 6 ν. 3853/10 (147 του ΔΚΚ και πρώην 184) προβλέπεται επίσης προσφυγή ουσίας  σε περίπτωση παύσεως των Δημοτικών αρχόντων η οποία όμως δεν έχει σχέση με το 103 του Σ  αλλά ούτε με το 102 που απλώς αποτελεί μια νομοθετική εύνοια προς τους εκλεγμένους άρχοντες των ΟΤΑ.

Με την ΣτΕ 2011/03 Ολομ. κρίθηκε ότι τα πειθαρχικά συμβούλια των σωφρονιστικών υπαλλήλων αν και συγκροτούνται αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς είναι ΣΔΟ και οι πράξεις τους προσβάλλονται με  υπαλληλική προσφυγή.

Τα μέλη ΑΕΙ και ΑΤΕΙ , δηλαδή Λέκτορες και καθηγητές δεν νομιμοποιούνται (ΣτΕ Ολομ.2238/99 και 3432-33/11). Επίσης δεν έχουν έννομο συμφέρον  οι κληρικοί  ( 2716/98)  και οι δικαστικοί υπάλληλοι.

Αντιρρησίες συνείδησης : Εκ των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι οι αναγνωριζόμενοι ως αντιρρησίες συνειδήσεως υποχρεούνται να προσφέρουν, αντί ενόπλου υπηρεσίας, εναλλακτική υπηρεσία, δια την εκπλήρωση δε αυτής της εναλλακτικής μορφής στρατιωτικής υπηρεσίας διατίθενται σε φορείς του δημoσίου τομέως. Κατά την διάρκεια εκπληρώσεως της εναλλακτικής υπηρεσίας, ουδεμία σχέση, υπαλληλική ή άλλης φύσεως, συνδέει τους αντιρρησίες συνειδήσεως με τους φορείς του δημοσίου τομέως στους οποίους αυτοί διατίθενται, τα δε όργανα των φορέων δεν έχουν αρμοδιότητες πειθαρχικού ελέγχου και τιμωρίας των αντιρρησιών συνειδήσεως, οι οποίοι έχουν διατεθεί εις αυτούς. Αντιθέτως, οι αντιρρησίες συνειδήσεως, κατά την διάρκεια εκπληρώσεως της εναλλακτικής πολιτικής κοινωνικής υπηρεσίας των, θεωρούνται οιονεί στρατευμένοι, μέχρι δε της απολύσεώς των, υπάγονται στην εποπτεία των αρμοδίων Στρατολογικών Γραφείων, τα οποία ελέγχουν την τήρηση εκ μέρους των αντιρρησιών συνειδήσεως των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει ο στρατολογικός νόμος. Ο έλεγχος αυτός γίνεται βάσει στοιχείων, τα οποία οι φορείς του δημοσίου τομέως οφείλουν να γνωστοποιούν στα αρμόδια Στρατολογικά Γραφεία. Εάν δε από τα στοιχεία αυτά προκύπτει συμπεριφορά συνιστώσα παράβαση των νομίμων υποχρεώσεων του αντιρρησίου, ο Διευθυντής του αρμόδιου Στρατολογικού Γραφείου δύναται να κινήσει την διαδικασία επιβολής της προβλεπομένης από τις ανωτέρω διατάξεις κυρώσεως, ήτοι της εκπτώσεως του αντιρρησίου συνειδήσεως από το δικαίωμα εκπληρώσεως εναλλακτικής πολιτικής κοινωνικής υπηρεσίας (πρβλ. ΣτΕ 1803/2003). Επομένως, προ της επιβολής της εκπτώσεως δεν απαιτείται προηγουμένη απόφαση του αρμοδίου δια τους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους πειθαρχικού οργάνου περί της συνδρομής των προϋποθέσεων επιβολής της πειθαρχικής ποινής της απολύσεως ή της λύσεως της υπηρεσιακής σχέσεως, αλλά ο Διευθυντής του οικείου Στρατολογικού Γραφείου, εφ’ όσον αιτιολογημένα και βάσει στοιχείων του οικείου φορέως κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση αθετήσεως εκ μέρους του αντιρρησίου συνειδήσεως των υποχρεώσεών του, επιβάλλει την έκπτωση (ΣτΕ 2838/2015).

 Η πρόβλεψη στην ερμηνευτική δήλωση κάτω από το άρθρο 4 του Συντάγματος καθώς και στα άρθρα 4 (παρ. 2β΄) της ΕΣΔΑ και 18 του ΔΣΑΠΔ (πρόβλεψη η οποία υλοποιήθηκε αρχικά με το ν. 2510/1997, και στη συνέχεια με τα άρθρα 59 επ. του ν. 3421/2005) δεν ιδρύει ατομικό δικαίωμα απαλλαγής από την υποχρέωση προς στράτευση των ικανών να φέρουν όπλα, ασκούμενο μάλιστα με την απλή επίκληση αντιρρήσεων συνείδησηςαλλά απλή ευχέρεια απαλλαγής τους, η οποία υφίσταται με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θεσπίζει ο νομοθέτης. Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει κρίνει ότι το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, είτε ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 4 της Συνθήκης αυτής, είτε λαμβάνεται αυτοτελώς υπόψη,  δεν κατοχυρώνει δικαίωμα στην αντίρρηση συνειδήσεως (βλ. ΕΔΔΑ 7.7.2011, BAYATYAN) – Παρόμοια κρίση έχει εκφέρει η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρου 18 παρ. 1 του ΔΣΑΠΔ – Επομένως, οι διατάξεις των άρθρων 59, 62 και 63 του ν. 3421/2005, και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσης απόφασης του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, με τις οποίες θεσπίζεται η διαδικασία και τα δικαιολογητικά στοιχεία τα οποία απαιτούνται για την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του ενδιαφερομένου προκειμένου να υπαχθεί στο καθεστώς του αντιρρησία συνείδησης, καθώς και οι συνέπειες σε περίπτωση μη (εμπρόθεσμης) υποβολής τους, είναι σύμφωνες με τις ανωτέρω διατάξεις του Σ., της ΕΣΔΑ και της ΔΣΑΠΔ, καθ’ όσον με αυτές επιτρέπεται να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για τη διαπίστωση της ειλικρίνειας και της σοβαρότητας των προβαλλομένων αντιρρήσεων συνειδήσεως (ΣτΕ 940/2015).

Β. Από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κατά αποφάσεων του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού που επιβάλλουν ποινές προσωρινής παύσης και υποβιβασμού .

Εδώ το αίτημα θα είναι μεταβολή προς το χειρότερο δηλαδή οριστική απόλυση.

Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης δεν έχει πλέον δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου κατά όλων των άλλων τελεσίδικων αποφάσεων μονομελών ή πειθαρχικών οργάνων. Η προσφυγή υπογράφεται από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και κατά τη συζήτηση παρίσταται μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η προθεσμία για την άσκηση των προαναφερόμενων ενστάσεων και προσφυγών αρχίζει από την υποχρεωτική κοινοποίηση των πειθαρχικών αποφάσεων στο Γραφείο του. Η Υπαλληλική Προσφυγή του Γενικού Επιθεωρητή Δημ. Διοίκησης έλκει στο ΣτΕ την προσφυγή στο ΔΕΦ του Υπαλλήλου (αρχή του φυσικού Δικαστή) μπορεί να καταστήσει χειρότερη η θέση του (ΣτΕ 81,82/2011, Γτμ.7μ). Με τις ως άνω αποφάσεις η δυνατότητα χειροτέρευσης της θέσης του υπαλλήλου κρίθηκε σύμφωνη με το 103 παρ.4 του Σ.

Ο ΓΕΔΔ παρίσταται με μέλος του νομικού συμβουλίου του κράτους πάρεδρό ή σύμβουλο .Αν ο υπάλληλος κατά της ποινής ήδη έχει ασκήσει υπαλληλική προσφυγή στο διοικητικό εφετείο τότε το διοικητικό εφετείο οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση στο Συμβούλιο Επικρατείας προς συνεκδίκαση .

Με την 4647/2015, 7μ. παραπέμπεται στην ολομέλεια το θέμα της επιβολής ποινών από ΓΕΔΔ ενώ ήδη έχει λήξει η θητεία του. Το τμήμα έκρινε ότι  είναι μεν ανεκτή η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας από Γενικό Επιθεωρητή του οποίου έληξε η θητεία, μόνον, όμως, εφόσον συντρέχουν συνθήκες όλως εξαιρετικές, οι οποίες καθιστούν αδύνατη την έγκαιρη επιλογή νέου Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης από το Υπουργικό Συμβούλιο, και πάντως όχι πέραν ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος, το οποίο κρίνεται κατά τις εκάστοτε συντρέχουσες περιστάσεις. Διαφορετική ερμηνεία των προεκτεθεισών διατάξεων, η οποία θα επέτρεπε τη χωρίς χρονικό περιορισμό συνέχιση της άσκησης προσφυγών από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μετά τη λήξη της θητείας του, δεν μπορεί να εύρει έρεισμα στην αρχή της συνέχειας των δημοσίων υπηρεσιών, δεδομένου ότι η επίμαχη αρμοδιότητα του εν λόγω Επιθεωρητή ανάγεται στον εσωτερικό έλεγχο της Δημόσιας Διοίκησης, αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και δεν αφορά στην παροχή υπηρεσιών προς πολίτες ή στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ανάγκη στενής ερμηνείας των ανωτέρω διατάξεων, ενόψει του ότι η άσκηση της δι’ αυτών καθιδρυόμενης αρμοδιότητας του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να οδηγήσει, στη χειροτέρευση της θέσης του πειθαρχικώς διωκομένου. (μειοψ.).

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ :

Παθητικά νομιμοποιείται  o  καθύλη αρμόδιος Υπουργός  ή το ΝΠΔΔ, στο οποίο ανήκε το όργανο από πράξη του οποίου γεννήθηκε η σχετική διοικητική διαφορά (βλ. άρθρο 21 παρ. 2 και 23 του ΠΔ 18/1989). Όταν το ένδικο Βοήθημα στρέφεται κατά ΝΠΔΔ, κύριος διάδικος είναι το νομικό αυτό πρόσωπο.

Επί υπαλληλικής προσφυγής, με την οποία ζητείται ακύρωση απόφασης του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ένσταση της προσφεύγουσας κατ’ απόφασης του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου Προσωπικού του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, υπάλληλο με βαθμό Α’ του κλάδου ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης με στέρηση αποδοχών για το πειθαρχι­κό παράπτωμα της άσκησης εργασίας ή έργου με αμοιβή, χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 106 παρ. 1 και 2,107 παρ. 1 εδαφ. θ’ Ν 2683/1999, μη νομίμως η ένδικη αίτησηστρέφε­ται και κατά του Υπουργού Μεταφορών και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου ΑΤΕ, αφού δεν προσβάλλεται πράξη εκδοθείσα από αυτούς ή από όργανο υποκείμενο στον έλεγχο τους, αλλά κατά τα ανωτέρω, προσβάλλεται πράξη του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, το οποίο λειτουργεί, κατ’ άρθρο 163α του Υπαλληλικού Κώδικα, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εσωτερικών [ΔΕφΑΘ966/2008].

Ομοίως, επί προσφυγής με την οποία διώκεται να εξαφανισθεί απόφαση του Διοικητού του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος τα προσφεύγουσας, υπαλλήλου του εν λόγω Οργανισμού, η πειθαρχική ποινή του προστίμου του 1/2 των μηνιαίων αποδοχών της για το πειθαρχικό παράπτωμα της άρνησης ή παρέλκυσης εκτέλεσης υπηρεσίας (άρθρον 107 παρ. 1 εδ. ε’ του Ν 2683/1999), δηλαδή έχει εκδοθεί από όργανο του ΟΑΕΔ, που αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Κατά συνέπεια δεν νο­μιμοποιείται παθητικώς στην δίκη ο ως άνω Υπουργός, εφόσον δεν προσβάλλεται πράξη ή παράλειψη του, ούτε πράξη ή παράλειψη οργάνου τελούντος έναντι αυτού σε ιεραρχική σχέση, ούτε άλλωστε κατά το άρθρο 44 του ΠΔ 18/1989 (ΦΕΚ Α’ 8) στη δίκη της προσφυγής χωρεί παρέμβαση του εποπτεύοντος Υπουργούπλην της περίπτωσης απόλυσης λόγω καταργήσεως θέσης (πρβλ. ΣτΕ 532/2002). Συνεπώς, αποβάλλεται από την δίκη ο ως άνω Υπουργός που δεν νομιμοποιείται παθητικά [ΔΕφΑΘ 321/2007, πρβλ. ΔΕφΑΘ 1021/2006,1022/2006 και 178/2006].

ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ – ΠΟΙΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΝΤΑΙ:

Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του διοικητικού εφετείου έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά:

1  Κατά των αποφάσεων των δευτεροβάθμιων συμβουλίων που επιβάλλουν πειθαρχικές ποινές υποβιβασμού και παύσης . Στην περίπτωση αυτή το ίδιο το σύνταγμα προβλέπει την υπαλληλική προσφυγή στο άρθρο 103 παράγραφος 4 και άρα ο νομοθέτης δεν μπορεί να υπαγάγει τη συγκεκριμένη διαφορά σε άλλα δικαστήρια. Συνεπώς ο τιμωρηθείς υπάλληλος θα πρέπει να ασκήσει στην υπαλληλική προσφυγή απευθείας στο συμβούλιο της επικρατείας. Μην ξεχνάμε ότι στην περίπτωση αυτή μπορεί να σωρευθεί υπαλληλική προσφυγή και αίτηση ακυρώσεως κατά της διαπιστωτικής πράξης που ακολουθεί την ποινή της απόλυσης όπου η δεύτερη θα έπρεπε κανονικά να ασκήσει στο διοικητικό εφετείο.

Επίσης και η απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου περί μη μονιμοποίησης προσβάλλεται με υπαλληλική προσφυγή στο Γ’  τμήμα του ΣτΕ ( 2143 /1993 ολομ.). Συνεπώς εάν ο υπάλληλος άσκηση αίτηση ακυρώσεως στο διοικητικό εφετείο αυτό πρέπει να την παραπέμψει στο συμβούλιο της επικρατείας με το άρθρο με το άρθρο 34 του νόμου 1968 του 91

2. Αποφάσεις των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων εφόσον η ποινή που επεβλήθη στον υπάλληλο είναι προστίμου αποδοχών τεσσάρων μηνών και εως την την ποινή της οριστικής παύσης.

Οι αποφάσεις των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών που επιβάλλουν ποινή έγγραφης επίπληξης και προστίμου αποδοχών έως 1 μήνα προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης δηλαδή δεν προσβάλλονται με υπαλληλική προσφυγή

 Να σημειώσουμε εδώ ότι οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων που είναι πρωτοβάθμια υπόκειται σε ένσταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου εφόσον η ποινή που επέβαλαν ήταν πρόστιμο αποδοχών από  τέσσερις μήνες και πάνω αντίθετα για το πρωτοβάθμιο επέβαλε ποινή προστίμου αποδοχών από ένα έως τέσσερις μήνες ο υπάλληλος ασκεί ένσταση μόνο στην περίπτωση που  η διοίκηση άσκησε ένσταση στο δευτεροβάθμιο δηλαδή πρέπει να προηγηθεί η ένσταση  της διοίκησης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου σε δευτεροβάθμιο για να ασκήσει και ο υπάλληλος ένσταση στο δευτεροβάθμιο. Η προσφυγή αυτή ασκείται στο διοικητικό εφετείο. Εάν η ποινή που επέβαλλε το πρωτοβάθμιο είναι από 2 μήνες έως 3 τότε ασκείται απευθείας υπαλληλική προσφυγή στο διοικη. Εφετείο.

3. Πειθαρχικές ποινές από τα απώτερο ιεραρχικά προϊστάμενο όργανα : δηλαδή από τον υπουργό  ή το διοικητή του Αγίου όρους η τον επικεφαλής ανεξάρτητης διοικητικής αρχής η του προέδρου συλλογικού οργάνου που ασκεί τη διοίκηση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Η προσφυγή αυτή ασκείται στο διοικητικό εφετείο. Θα πρέπει να επισημάνω ότι οι πειθαρχικές ποινές αυτών των οργάνων έχουν ως εξής: για τον υπουργό είναι οι αποδοχές τριών μηνών , για το διοικητή του αγίου όρους ή τον επικεφαλής της ανεξάρτητης αρχής  αποδοχές ενός μήνα. Στις περιπτώσεις αυτές ασκείται απευθείας προσφυγή στο διοικητικό εφετείο δηλαδή δεν μπορεί να ασκήσει ο υπάλληλος ένσταση στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό .

4.  Κατά των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων που επιβάλλουν πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών από 1 μήνα έως 4 μήνες οπότε ασκείται απευθείας υπαλληλική προσφυγή στο διοικητικό εφετείο αντίθετα εάν κατά της ποινής αυτής ασκήσει ένσταση η διοίκηση στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό τότε κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού άσκηση υπαλληλική προσφυγή και από τον υπάλληλο και μάλιστα ο υπάλληλος στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ασκήσει πρώτα ενδικοφανή προσφυγή ένσταση δηλαδή κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου και αυτός στο δευτεροβάθμιο και μετά να ασκήσει την υπαλληλική προσφυγή στο διοικητικό εφετείο

          Μετά το νόμο 4057 του 12 θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι δικαίωμα υπαλληλικής προσφυγής έχουν και οι υπάλληλοι με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και εν γένει όλες οι κατηγορίες υπαλλήλων του δημοσίου εκτός από αυτούς που είναι με σύμβαση ορισμένου χρόνου κι αυτοί όμως εφόσον επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές με τη διαδικασία την πειθαρχική που προβλέπει ο υπαλληλικός κώδικας θα πρέπει να δεχτούμε ότι μπορούν να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του τριμελούς διοικητικού εφετείου κατά το άρθρο 1 παράγραφος γ του νομού 702/1977.

Β. Από τον γενικό επιθεωρητή δημόσιας διοίκησης κατά αποφάσεων του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού που επιβάλλουν ποινές προσωρινής παύσης και υποβιβασμού. Εδώ το αίτημα θα είναι μεταβολή προς το χειρότερο δηλαδή απόλυση οριστική.

 ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΣΚΗΣΗΣ :

Κατά την μέχρι τώρα νομολογία η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί κατά το άρθρο 41 του ΠΔ 18/1989, όπως τροποποιήθηκε με το ν.4446/2016 και ισχύει από 24.12.2016, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών που αρχίζει από την κοινοποίηση ή αποδεδειγμένα πλήρη γνώση στον υπάλληλο της προσβαλλόμενης απόφασης , άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη [ΔΕφΑΘ 107/2006, ΔΕφΑΘ 1156/2003]. Η προθεσμία αυτή παρεκτείνεται για 30 ημέρες εάν ο υπάλληλος διαμένει στην αλλοδαπή (παρ.3 α.41).

Με την ΣτΕ 555/2011, Γ τμ. που παρ. στην 7μελη, κρίθηκε ότι κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 41 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989 , στον υπάλληλο που τιμωρήθηκε πειθαρχικώς ή κρίθηκε μη μονιμοποιητέος, απαιτείται η κοινοποίηση αντιγράφου της πειθαρχικής ή της περί μη μονιμοποιήσεώς του αποφάσεως, προκειμένου να αρχίσει η εξηκονθήμερη προθεσμία προς άσκηση της προσφυγής. Ήδη εξεδόθη η 1538/2012 επτ. που δεν δέχθηκε την παραπεμπτική και παρέμεινε στην παλαιά νομολογία. Ήδη όπως προαναφέραμε ισχύει και η αποδεδειγμένη πλήρης γνώση με βάση την αλλαγή με το Ν.4446/2016.

ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:  δεν έχει ούτε η προθεσμία για άσκηση της υπαλληλικής προσφυγής εκτός και αν επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού, οπότε η προθεσμία και η άσκηση της υπαλληλικής προσφυγής αναστέλλουν την ποινή της απόλυσης ή του υποβιβασμού. Θα πρέπει να προσεχθεί ότι οι δεν επιτρέπεται ο υπουργός να εκδώσει την διαπιστωτική πράξη της απόλυσης ή του υποβιβασμού πριν παρέλθει η προθεσμία ασκήσεως της υπαλληλικής προσφυγής ή επί ασκήσεως θα πρέπει να αναμένει την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και μετά να εκδώσει τη διαπιστωτική πράξη. Στην αντίθετη περίπτωση ο υπάλληλος μπορεί να προσβάλει με αίτηση ακυρώσεως στο διοικητικό εφετείο την διαπιστωτική πράξη της απόλυσης ή του υποβιβασμού και μάλιστα, όπως προλέχθηκε , μπορεί και να σωρεύσει την αίτηση ακυρώσεως με την υπαλληλική προσφυγή για οικονομία της δίκης.

Η ολομέλεια του Στε είχε κρίνει πριν το Ν. 4057/12, το άρθρο 142 ΥΚ  και είχε αποφανθεί , αντίθετα με τις παραπεμπτικές, ότι από το άρθρο 103παρ.4 του Σ.  δεν δύναται να συναχθεί ότι κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής καθώς και η άσκηση αυτής, κατά των αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων για τον υποβιβασμό ή την οριστική παύση δημόσιων υπαλλήλων, αναστέλλεται η εκτέλεση των αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων, ώστε να κωλύεται η λύση της υπηρεσιακής σχέσης των υπαλλήλων μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της ασκηθείσης προσφυγής.

Απόκειται συνεπώς στον κοινό νομοθέτη, κατά το Σύνταγμα, να ορίσει εάν η προθεσμία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Επομένως, εάν ο κοινός νομοθέτης θεσπίσει ρύθμιση, κατά την οποία η προθεσμία άσκησης της προσφυγής καθώς και η άσκηση της προσφυγής δεν έχουν ή έχουν περιορισμένο χρονικά ανασταλτικό αποτέλεσμα, ή σε περίπτωση σιωπής αυτού, ο ενδιαφερόμενος έχει την, κατά την γενικώς ισχύουσα νομοθεσία, προσωρινή δικαστική προστασία κατά της πράξεως της αρμόδιας κρατικής αρχής ή αρχής ν.π.δ.δ. Ενόψει των ανωτέρω η διάταξη του άρθρου 142 παρ.5 του ν 3528/ 2007 (Υ.Κ.) όπως ίσχυε εν προκειμένω, η οποία προβλέπει την εκτέλεση της πειθαρχικής αποφάσεως περί επιβολής ποινής οριστικής παύσεως ή υποβιβασμού όταν η κατ΄αυτής προσφυγή ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν εκδικασθεί εντός προθεσμίας έξι μηνών από την άσκησή της δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Κατά συνέπεια, στην εν λόγω ειδική περίπτωση δεν είναι εφαρμοστέα η προαναφερθείσα γενική διάταξη του άρθρου 42 παρ.1 του π.δ./τος 18/1989. 

Στις άλλες περιπτώσεις ποινών θα πρέπει να ασκήσει μετά την υπαλληλική προσφυγή και αίτηση αναστολής κατά το άρθρο 52 του προεδρικού διατάγματος 18 του 1989 στο διοικητικό εφετείο.

Η υπαλληλική προσφυγή δεν μπορεί να καταστήσει χειρότερη την θέση του υπαλλήλου εκτός όπως προείπαμε αν έχει ασκήσει υπαλληλική προσφυγή και ο γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης (reformationnonpejus).

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΑΣΚΗΣΗ  ΤΗΣ  ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ (εντάσεως του α. 141).

          Η τυχόν προβλεπόμενη από τη νομοθεσία δυνατότητα για άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής (λ.χ. άρθρο 141 ΥΚ Ν 3528/2007, ΦΕΚ Α’ 26) κωλύει την άσκηση της υπαλληλικής προσφυγής ενώπιον του διοικητικού εφετείου, η οποία αν ασκηθεί απορρίπτεται ως απαράδεκτη [πρβλ. ΣτΕ2486/2008,3061/2003 και 2533/2001].

ΛΟΓΟΙ  ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

Είναι ένδικο βοήθημα ουσίας και άρα λαμβάνονται υπόψη όλοι οι λόγοι ακυρώσεως αλλά και θέματα αναγόμενα στην εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 43 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989 αλυσιτελώς, προβάλλονται επί προσφυγής  ουσίας, λόγοι περί αναιτιολόγητου της πειθαρχικής απόφασης, κακής εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού, κακής χρήσης της διακριτικής  εξουσίας  από το πειθαρχικό συμβούλιο όπως και λόγοι αναφερόμενοι στην επι­μέτρηση της επιβληθείσας ποινής  [ΔΕφΑΘ 1615/2008, 645/2007, 1032/2006, 103/2006, 202/2006,1573/2004]. Αυτό διότι το Διοικητικό Εφετείο, εφόσον διαπιστώσει τη συνδρομή της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του πειθαρχικού παραπτώματος κρίνει στη συνέχεια αν, ενόψει της φύσης και της Βαρύτητας του πειθαρχικού παραπτώματος, είναι προσή­κουσα η πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση στον υπάλ­ληλο και σε αποφατική περίπτωση την μεταρρυθμίζει αναλόγως  [ΔΕφΑΘ 1222/2008, 1588/2008,2439/2008, πρβλ. ΔΕφΑΘ 1257/2008,1020/2008,1265/2008, 1615/2008].

Περιπτωσιολογία λόγων προσφυγής:

 Α) Παράβαση ουσιώδους τύπου : σε αντίθεση προς άλλες κατηγορίες διοικητικών διαφορών, κατά τη νομολογία, η πα­ράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας έκδοσης της διοικητικής πράξης στις  πειθαρχικές υποθέσεις δημοσίων υπαλλήλων, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως [ΣτΕ351/2006].

Τούτο, με το ειδικότερο αιτιολογικό ότι στο πεδίο αυτό η τήρηση των τύπων όπως λ.χ.η κλήση σε απολογία του πειθαρχικώς διωκομένου, επιβάλλεται από τη σύμφω­νη προς το Σύνταγμα (άρθρο 20) και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 6) ερμηνεία των οικείων νομοθετικών διατά­ξεων που διαγράφουν το πλαίσιο της διαδικασίας επιβολής των πειθαρχικών κυρώ­σεων, και υπαγορεύεται από το θεμελιώδεςδικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, που αποτελεί ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος υπεράσπισης του πειθαρχικώς διωκομένου υπαλλήλου [ΣτΕ 1881-1882/2003, 3743/2002 κ.ά.], αφού αποσκοπεί στην παροχή σε αυτόν της δυνατότητας να υπερασπίσει τον εαυτό του, αποκρούοντας, κατά τρόπο αποτελεσματικό, την εναντίον του κατηγορία.

Έτσι, λ.χ. η διαδικασία πάσχει από την πλημμέλεια  της  παράβασης  ουσιώδους τύπου, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενη, όταν δεν κοινοποιείται στην προσφεύγουσα έγγραφο,  με το οποίο να της γνωστοποιείται η ημέρα εκδίκασης της  πειθαρχικής υπόθεσης ενώπιον του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πειθαρχική απόφαση και ως εκ τούτου δεν παρέστη κατά την ημερομηνία αυτή [ΔΕφΑΘ 623/2004, 32/2008], ή όταν δεν κλήθηκε σε απολογία ο τιμωρούμενος [ΔΕφΑΘ 1029/2006,15/2006,883/2004, ΔΕφθεσ 160/2006], ή κλήθηκε ακύρως σε απολογία [ΔΕφθεσ 149/2008], ή στην κλή­ση σε απολογία δεν αναφέρονται συνοπτικά τα πραγματικά περιστατικά καθώς και οι διατάξει που θεμελιώνουν το πειθαρχικό παράπτωμα που αποδίδεται στην προ­σφεύγουσα [πρβλ. ΔΕφΑΘ 1615/2008], ή όταν το όργανο που επέβαλε την πειθαρχική ποινή, δεν προχώρησε στην εξέταση των μαρτύρων που η προσφεύγουσα είχε προ­τείνει με την απολογία της, των οποίων τη μαρτυρία στο στάδιο της ένορκης  διοικητικής  εξέτασης δεν της δόθηκε δυνατότητα να προτείνει, εφόσον δεν της έχει αποδοθεί αρχικά η διάπραξη συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος [ΔΕφΑΘ 321/2007], ή όταν δεν εκδόθηκε νόμιμο παραπεμπτήριο από το πειθαρχικό όργανο [ΔΕφθεσ 633/2008], ή το παραπεμπτήριο στο υπηρεσιακό συμβούλιο έγγραφο, επί του οποίου στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, έχει εκδοθεί αναρμοδίως από τον αντιπρόεδρο του ΔΣ του νοσοκομείου αντί του ΔΣ που είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα παραπομπής της υπόθεσης στο πειθαρχικό συμβούλιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην οικεία νομοθεσία [ΔΕφΑΘ 961/2004], ή διότι δεν δια­τάχθηκε κατά τα επιτασσόμενα από τον νόμο ανάκριση [ΔΕφθεσ 793/2006], ή ενόψει της αλλαγής των πραγματικών δεδομένων, στα οποία στηρίζεται η προσβαλλομένη δεν κλήθηκε εκ νέου ο υπάλληλος σε απολογία [ΔΕφθεσ 6162/2005]. Επίσης, είναι πλημμελής και ακυρωτέα η πειθαρχική απόφαση που επιβάλλεται από συλλογικό διοικητικό όργανο, λόγω μη νόμιμης σύνθεσης εξαιτίας παράβασης της αρχής της αμεροληψίας [ΔΕφθεσ 1044/2008], ή διότι κατά την κρίσιμη (μετ’ αναβολή) συνεδρίαση, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, αντί για το τακτικό συμμετείχε το αναπληρωματικό μέλος, με τη σημείωση ότι το τακτικό μέλος «απουσί­αζε λόγω κωλύματος», χωρίς όμως να προκύπτει προηγούμενη νομότυπη πρόσκλη­ση του ως άνω μέλους του πειθαρχικού συμβουλίου να μετάσχει στην παραπάνω συνεδρίαση ή εκ των προτέρων δήλωση του για κώλυμα συμμετοχής ή ύπαρξη αντικειμενικής αδυναμίας συμμετοχής του [ΔΕφΑΘ 108/2006, ΔΕφθεσ219/2005].

Β)  Παράβαση νόμου, που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το διοικητικό εφετείο, συντρέ­χει, μεταξύ άλλων, όταν το συλλογικό διοικητικό όργανο (πειθαρχικό συμβούλιο) που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση δεν συγκροτήθηκε νομίμως (βλ. ΣτΕ 2479/2000, 1308/1992, 1583, 1567 και 2697/1992) [ΔΕφΑΘ 899/2004, 101/2003, ΔΕΦθεσ 1312/2005,1486/2005].

Η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει ακυρωτέα  ουσιαστικά παράνομη, όταν από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν στοιχειοθετείται σε βάρος του προσφεύγοντος το αποδοθέν αλλά ούτε άλλο παράπτωμα [ΔΕφΑΘ 721/2007, ΔΕφΑΘ 118-119/2006, πρβλ. ΔΕφΑΘ 357/2006, 1495/2004, ΔΕφθεσ 1652/1653/2005], ή όταν ανακύπτουν αμφιβολίες ως προς την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος [ΔΕφΑΘ 3062/2004], ή όταν η πράξη είναι πλημμελής λόγω παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος [ΔΕ­φΑΘ 790/2007, 2081/2006, 2123/2004], ή όταν με την προσβαλλόμενη πράξη επιβλή­θηκε ποινή που δεν προβλεπόταν από τη σχετική διάταξη του νόμου, υπό την ισχύ του οποίου είχε τελεσθεί το τιμωρηθέν με την πράξη πειθαρχικό αδίκημα[ΔΕφΑΘ 355/2006].

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ  :

Στη δίκη της  προσφυγής δεν επιτρέπεται, κατά το άρθρο 44 του ΠΔ 18/1989, παρέμβαση, εκτός αν πρόκειται για απόλυση λόγω κατάργησης  θέσης, οπότε τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 49 και οι διατάξει του άρθρου 51 για την τρι­τανακοπή [ΥΚ 154Βλ. και ΣτΕ Ολ 734/2008]. Τυχόν δε ασκηθείσα παρέμβαση απορρίπτεται ως  απαράδεκτη [ΔΕφΑΘ 157/2004].

Ωστόσο, παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενα πράξης (πρακτικού του Υπηρεσιακού – Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων Δήμου), με το οποίο επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, υπάλληλο του δήμου, πειθαρχική ποι­νή προστίμου ίσου προς τις αποδοχές τριών (3) μηνών, για πειθαρχικό παράπτω­μα, ο εποπτεύων τον ως άνω Δήμο Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης [πρβλ. ΣιΕ 838/1997, 3509/2000, 2007/2001]. Η παρέμβαση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά χωρίς κατάθεση σχετικού δικογράφου, κατ’ άρθρο 21 παρ. 2Β’ του ΠΔ 18/1989 [ΔΕφθεσ 1044/2008,250/2006,308/2005].

Β. Έναρξη, διεξαγωγή και περάτωση της δίκης

 1. Παραδεκτά  σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο τα ένδικα βοηθήματα της αιτήσεις ακυρώσεως και της προσφυγής, λόγω συνάφειας των προσβαλλόμενων πράξεων, όταν συμπροσβάλλονται με τις αποφάσεις των υπηρεσιακών ή πειθαρχι­κών οργάνων και οι διοικητικές πράξεις, οι οποίες εκδίδονται για την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών [ΔΕφθεσ308/2005].

2. Κύρια διαδικασία – απόδειξη

Κατά τη διαδικασία ενώπιον του διοικητικού εφετείου επί υπαλληλικής προσφυγής, η συζήτηση της υπόθεσης νομίμως χωρεί απολινωμένου του προσφεύγοντος (ΔΕφ/40 107/2006].

3. Η συζήτηση στο ακροατήριο γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ΠΔ 18/1989, αποκλειστικά βάσει των δικογράφων και των εγγράφων που έχουν προσκομισθεί προαποδεικτικώς. Το δικαστήριο πάντως μπορεί να διατάξει, κατά την κρίση του, και κάθε συμπληρωματική απόδειξη και να υποχρεώσει οποιαδήποτε δημόσια αρχή να παράσχει έγγραφα ή πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση που δικάζεται [ΔΕφΑΘ 365/2006].

4. Όταν σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα διαπιστώνεται ρητώς η ύπαρξη ή η ανυπαρξία πραγματικών περιστατι­κών, αυτά γίνονται δεκτά στην πειθαρχική δίκη όπως στην ποινική απόφαση ή στο αμετάκλητο Βούλευμα (Βλ. ΣτΕ 3196/1991, 3109/1981). Η ίδια υποχρέωση γεννιέ­ται από αμετάκλητη ποινική απόφαση ή αμετάκλητο Βούλευμα και για το Συμβού­λιο της Επικρατείας (ή το Διοικητικό Εφετείο), όταν δικάζει επί προσφυγής κατά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εφόσον η ύπαρξη ή ανυπαρξία τους έχει διαπιστωθεί αμετάκλητα με ποινική απόφαση ή βούλευμα (Βλ. ΣτΕ 2689/2008, 2770/2006,1930/2006,250/2006) [ΔΕφΑΘ 1177/2008].

Περαιτέρω, ο πειθαρχικός δικαστής  δεσμεύεται από την αμετάκλητη  αθωωτική ποινική απόφαση ανεξαρτήτως αν τούτο εξέφερε κρίση μετά ή άνευ αμφιβολιών. Η δέσμευση αυτή του πειθαρχικού δικαστή από την αθωωτική ποινική απόφαση συντρέχει υπό την προϋπόθεση ότι τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία διώχθηκε ποινικώς ο υπάλληλος αλλά αθωώθηκε, ταυτίζονται πλήρως με αυτά για τα οποία του ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη (Βλ. απόφαση ΕΔΔΑ τη5 27.9.2007, Βασίλειος Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, ΣτΕ 2690/2008) [ΣτΕ 1670/2009 βλέπε όμως και αντίθετη Β΄ τμήματος  7μελούς 2067/2011].Μπορεί όμως να αποκλίνει και να επικυρώσει πειθαρχική ποινή σεβόμενος την αθωωτική απόφαση.

Εξάλλου, η έκδοση εκ των υστέρων αμετάκλητα αθωωτικής απόφασης δικαιολογεί, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται στη διάταξη του άρθρου 114 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν 3528/2007), ερμηνευόμενη υπό το φως  της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 της Σύμβασης που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθε­ριών» (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974, ΦΕΚ Α’ 256 (Βλ. απόφαση Δικα­στηρίου ΕΣΔΑ τη5 27.9.2007, Β. Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας 35522/2004), την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, τόσο στην περίπτωση που το ποινικό δικαστήριο κατέληξε στην κρίση περί της αθωότητας του κατηγορουμένου άνευ αμ­φιβολιών, όσο και στην περίπτωση που κατέληξε στην κρίση αυτή λόγω αμφιβολιών [ΣτΕ 1251/2008].

Σε αντίθεση με την αίτηση ακύρωσης επι προσφυγής η κλήση προς συζήτηση κοινοποιείται και στον προσφεύγοντα (21παρ.3δ πδ 18/89).

ΈΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ

Οι αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου επί υπαλληλικής προσφυγής δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα . Εξ΄άλλου εάν απολυθεί υπάλληλος λόγω κατάργησης μέρους των ομοιόβαθμων θέσεων και ασκήσει κατά της απόφασης του υπηρεσιακού προσφυγή στο ΣτΕ η απόφαση του ΣτΕ μπορεί να προσβληθεί με τριτανακοπή από τον υπάλληλο που έμεινε στην θέση.