15. ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ ΓΛΚ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ 12.2.2019

Σημειώσεις Προεγγραφές 2016

BANNER1

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ

Σύνταξη είναι η μηνιαία χρηματική παροχή που καταβάλλεται ισοβίως αντί μισθού και άρα έχει το χαρακτήρα της αμοιβής από το Δημόσιο Ταμείο καταρχήν στα έμμεσα όργανα του Κράτους μετά την απόλυσή τους τους από την υπηρεσία κυρίως λόγω της ειδικής σχέσης με το κράτος και προσιδιάζει στα συστήματα επαγγελματικής και όχι κοινωνικής ασφάλισης,  βαρύνει δε το κράτος . 

Ο όρος σύνταξη αφορά κατ΄αρχήν τις παροχές με τα ως άνω χαρακτηριστικά αν και χρησιμοποιείται καταχρηστικά και στο δίκαιο των Φ.Κ.Α. για χαρακτηρίσει την ασφαλιστική κάλυψη του κινδύνου του γήρατος.

Οι διαφορές την δύο εννοιών θα αναλυθούν παρακάτω.

Η  σύνταξη είναι δικαίωμα δημοσίου δικαίου και δεν κληρονομείται, αλλά κρίνεται κάθε φορά ενόψει των διατάξεων που ισχύουν κατά το χρόνο επαγωγής της. Τυπικά φέρει τα χαρακτηριστικά της διοικητικής πράξης που όμως πρέπει να προβλέπεται μόνο από τυπικό Νόμο με την διαδικασία του άρθρου 74παρ.3 του Σ , ενώ ουσιαστικά αποτελεί παροχή άνευ ανταλλάγματος που δίδεται με σκοπό την διαβίωση των υπαλλήλων για την επι σειρά ετών προσφορά εργασίας τους στο κράτος ή από λόγους κοινωνικής μέριμνας και πρόνοιας.

Κύρια χαρακτηριστικά της που την διακρίνουν από τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης του άρθρου 22 του Σ. είναι τα εξής :

Α) Αποτελεί ιδιαίτερο θεσμό συνδεδεμένο με την ιδιότητα των υπαλλήλων του κράτους και η υποχρέωση του Κράτους να απονέμει τέτοιες συντάξεις και να θεσπίσει ένα πρόσφορο σύστημα απονομής συντάξεων ερείδεται στα άρθρα  73 παρ. 2, 80 και 98 παρ. 1 περ. στ του Σ.

Β) Το Σύνταγμα προβλέπει ότι επιβάλλεται μόνο με ειδικό τυπικό νόμο και ειδική διαδικασία ψήφισης της, δηλαδή μόνο με νομοσχέδιο του Υπουργού οικονομικών και ειδικό νόμο (δεν περιέχει άσχετες διατάξεις παρά μόνο συνταξιδοτικές) αφού προηγηθεί γνωμοδότησή του ΕΣ που αποτελεί εξωτερικό τυπικό στοιχείο του υποστατού του Νόμου.

Γ) Η έλλειψη ανταποδοτικότητας αφού καταρχήν δεν προβλέπεται καταβολή εισφορών. Η θεσμοθέτηση  της υποχρέωσης καταβολής εισφορών- κρατήσεων είναι αδιάφορη για την έννοια της σύνταξης (βλ. ΕΣ 244/2017).

Δ) Οι αναφυόμενες συνταξιοδοτικές διαφορές επιλύονται από το ΕΣ(98). Ενώ οι διαφορές από συντάξεις του ΦΚΑ υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 94 του Σ) και  όχι του Ελεγκτικού Συνεδρίου (98 παρ. 1 περ.στ του Σ). Οι υπάλληλοι του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στο 22 Σ και στα ΤΔΔ.

Ε) Δεν είναι  παροχή κοινωνικής ασφάλισης , όπως οι λοιπές συντάξεις που παρέχουν οι ΦΚΑ και ρυθμίζονται στο άρθρο 22 § 5 Σ , αλλά συνέχεια της αμοιβής του υπαλλήλου.

Στ) Κατά την έννοια των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, ως σύνταξη νοείται η βασική (κύρια) σύνταξη. Άλλου είδους παροχές (επικουρικές συντάξεις, μερίσματα, εφάπαξ παροχές) εντάσσονται στην κοινωνική ασφάλιση, έχουν έρεισμα το 22 παρ. 5 του Σ και οι σχετικές διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

Συνεπώς, η σύνταξη, υπό την προεκτεθείσα της έννοια, όπως αποτυπώθηκε και στο Σύνταγμα, φέρει τον χαρακτήρα της «αμοιβής», που καταβάλλεται ως συνέχεια του μισθού της κατηγορίας αυτής δικαιούχων στο πλαίσιο της ειδικής νομικής τους σχέσης με το Κράτος (πρβλ. ΑΕΔ 28/2004 για τη μισθολογική φύση των διαφορών από τις εισφορές που επιβάλλονται για την μελλοντική καταβολή σύνταξης), ο κύριος δε κορμός του συστήματος ασφάλισης της κατηγορίας αυτής συνταξιούχων και όσων έλκουν κατά νόμο από αυτούς δικαίωμα σύνταξης, παρά τις όποιες δευτερεύουσες εξαιρέσεις και αποκλίσεις, όπως διαχρονικά οργανώθηκε από τον νομοθέτη σε εκτέλεση των σχετικών συνταγματικών ρυθμίσεων προσιδιάζει στα συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης. Τα συστήματα αυτά αφορούν σε ιδιαίτερες κατηγορίες εργαζομένων, όπως οι ανωτέρω, στο πλαίσιο δε της λειτουργίας αυτών, η συνταξιοδοτική παροχή καταβάλλεται λόγω της ειδικής αυτής σχέσης των δικαιούχων με τον εργοδότη, αποτελώντας όρο της απασχόλησής τους, όπως και στην περίπτωση του κατοχυρωθέντος με το Σύνταγμα θεσμού, ενώ, όπως προεκτέθηκε, για την απονομή της και τον καθορισμό του ύψους της εφαρμόζονται κανόνες συνδεόμενοι με την ιδιοτυπία της σχέσης δημοσίου δικαίου που συνδέει τον δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο με την Υπηρεσία (Ελ. Συν. Ολομ. 244/2017, 4324/2014, 1571/2011, απόφ. ΔΕΕ της 26.3.2009,  C-559/07 «Επιτροπή κατά Ελλάδος», σκ. 31, 32, 42, 52 της 1.4.2008, C-267/06 «Tadao Maruko κατά Versorgungsanstalt der deutschen Bühnen»,

Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΩΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Το Σύνταγμα υποδέχεται ως ιδιαίτερο θεσμό το ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων (ΕΣ 244/2017 Ολομ., ΑΕΔ 16/1983, ΑΠ 701/2014, 968/2013), η έννοια δε της «σύνταξης»  είναι νομικώς προκαθορισμένη από τις ρυθμίσεις των προϊσχυόντων Συνταγμάτων και ιδίως των νομοθετημάτων που είχαν εκδοθεί σε εκτέλεσή του (πρβλ. ΑΕΔ  1/2004, 4/2001, 5/1999). Στο πλαίσιο αυτό, και όπως συνάγεται από το σύνολο των ισχυουσών κατά τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975 συνταξιοδοτικών διατάξεων (βλ. μεταξύ άλλων τις διατάξεις του α.ν. 1854/1951  της  23/23 Ιουνίου 1951 «Περί απονομής των Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων», Α΄ 182, του ν. 3163/1955 «περί συνταξιοδοτήσεως του προσωπικού του Ι.Κ.Α.» Α΄ 71), ως «σύνταξη» προεχόντως νοείται η περιοδική παροχή που καταβάλλεται σε δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο ή στρατιωτικό αντί μισθού και ως συνέχεια αυτού, μετά την αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία, το κόστος της οποίας βαρύνει κατ’ αρχήν τον κρατικό προϋπολογισμό, ήτοι το Δημόσιο Ταμείο (βλ. τους διαχρονικώς ισχύοντες συνταξιοδοτικούς κώδικες ειδικότερα άρθρο 1 του β.δ/τος της 31ης Οκτωβρίου 1935, Α΄ 505, άρθρο 1 του α.ν. 1854/1951, άρθρο 1 του π.δ/τος 1041/1979, Α΄ 292, άρθρο 1 του π.δ/τος 166/2000, Α΄ 153 και άρθρο 1 του π.δ/τος 169/2007, Α΄ 210 και βλ. ΑΕΔ 28, 2/2004), το βάρος δε αυτό δύναται να αναδέχεται και ο προϋπολογισμός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (βλ. μεταξύ άλλων τον ανωτέρω ν. 3163/1955, Ελ. Συν. Ολομ. 1510/1996).

Για την απονομή της εφαρμόζονται ενιαίοι κανόνες, προσαρμοσμένοι στην ιδιομορφία της σχέσης δημοσίου δικαίου που συνδέει τον δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο με την υπηρεσία.

 Η έννοια αυτή διευρύνθηκε, χωρίς, όμως, να αλλοιωθεί ο πυρήνας της,  με την προσθήκη και άλλων κατηγοριών δικαιούχων, είτε διότι οργανικά ή λειτουργικά προσομοιάζουν με τους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς είτε λόγω της ιδιαίτερης προσφοράς τους προς την Πολιτεία (βλ. μεταξύ άλλων               π.δ. 167/2000 «Κώδικας Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων», Α΄ 154,              π.δ. 168/2007 «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο, με τον τίτλο “Κώδικας Πολεμικών Συντάξεων” των διατάξεων που ισχύουν για την απονομή των πολεμικών συντάξεων», Α΄  209, άρθρο 1 του  ν. 3075/2002, Α΄ 297 για τις συντάξεις των καλλιτεχνών και  Ελ. Συν. Ολομ. 1510/1996, 966/1999) ή με την δυνατότητα υπαλλήλων του δημοσίου ή ν.π.δ.δ. να επιλέγουν ως ασφαλιστικό καθεστώς εκείνο των κοινών ασφαλισμένων στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφάλισης  (βλ. μεταξύ άλλων την παρ. 6 του άρθρου 11 του ν.δ. 4277/1962,   Α΄ 191, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 4 του   ν.δ. 4579/1966, Α΄ 234), χωρίς όμως να μεταβάλλεται ούτε η φύση του δικαιώματός τους ούτε η δικαιοδοσία επί των σχετικών διαφορών (βλ. Ελ. Συν. 1668/2003, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2491/1988, ΣτΕ 387/1990).

Ειδική κατηγορία συνταξιοδοτούμενων με το ν.3163/1955

Οι τακτικοί υπάλληλοι του ΙΚΑ και τα μέλη της οικογένειάς τους δικαιούνται σύνταξης από αυτό «εφαρμοζομένων αναλόγως πασών των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων περί απονομής συντάξεως εις τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους».

Οι διατάξεις του ν.3163/1955 επεκτάθηκαν στη συνέχεια και στους τακτικούς υπαλλήλους των λοιπών ασφαλιστικών οργανισμών (άρθρο 11 ν.δ.4277/1962), όπως και στους υπαλλήλους του τακτικού προσωπικού πολλών άλλων ν.π.δ.δ. (ΕΡΤ, ΕΟΤ, Οργανισμού Βάμβακος, Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων, ΝΙΜΤΣ, ΟΕΔΒ, άρθρο 9 ν.δ.4579/1966)

Οι πράξεις κανονισμού σύνταξης των συνταξιούχων όλων των ως άνω ν.π.δ.δ. εκδίδονται από την αρμόδια διεύθυνση του ΙΚΑ. Με βάση τις διατάξεις του ν.3163/1955 και, όπου δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο αυτό, εφαρμόζονται αναλογικά οι περί συνταξιοδότησης των δημοσίων υπαλλήλων διατάξεις και οχι οι διατάξεις περί συνταξιοδότησης των κοινών ασφαλισμένων διατάξεις   ( Ε.Σ. ΙΙ Τμ. 110/2000, 92/2008, Ι Τμ.808/2011).

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ

  • α) με βάση το υποκείμενο (πολιτικές, στρατιωτικές, πολεμικές, καλλιτεχνών και εθνικής αντίστασης)
  • β) με βάση την αιτία συνταξιοδότησης (γήρατος – βάσει ετών υπηρεσίας και ανικανότητας)
  • γ) εξ ιδίου δικαιώματος και κατά μεταβίβαση
  • δ) βάσει των κοινών χαρακτηριστικών τους: Βάσει Νόμου σε πρόσωπα ανεξάρτητα από τη διαδρομή ορισμένου χρόνου ασφάλισης, σε παθόντες κατά τη διάρκεια πολεμικών γεγονότων, για λόγους συνταξιοδοτικής αποκατάστασης υπαλλήλων ή στρατιωτικών που απομακρύνθηκαν λόγω  της δραστηριότητάς τους από την υπηρεσία.Η συνταξιοδότηση των τελευταίων κατηγοριών γίνεται κατ’ επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος, ως ένδειξη τιμής (δικαιούχοι πολεμικών συντάξεων – π.δ.168/2007, παθόντες  στον εμφύλιο πόλεμο – ν.1863/1989, δικαιούχοι προσωπικών συντάξεων, οι έχοντες προσφέρει διακεκριμένες υπηρεσίες στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών – ν.δ.1086/1971, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, κ.ά.). Κοινό χαρακτηριστικό τους: η μη καταβολή συνταξιοδοτικών εισφορών (άρθρο 59 π.δ.169/2007), ήτοι απουσία οποιασδήποτε ανταποδοτικότητας, και η ψήφιση ειδικού συνταξιοδοτικού νόμου για την απονομή τους

αποφ. ΕΔΔΑ της 3.3.2011 «Klein κατά Αυστρίας», σκ. 57, της 2.2.2010 «Αizpurua Ortiz κλπ. κατά Ισπανίας», σκ. 38, της 22.10.2009 «Αποστολάκης κατά Ελλάδος», σκ. 29 και 35, απόφ. της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της 13.7.1988, «Sture Stigson»).

Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΕΛΕΙ ΣΕ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ.

Οι καταβαλλόμενες μετά τον τερματισμό του εργασιακού βίου συντάξεις πρέπει να τελούν σε αναλογία, ήτοι σε εύλογη ποσοτική σχέση με τις αποδοχές ενεργείας ( ΑΡΧΗ ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ ΕΝΕΡΓΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ), ώστε να διατηρείται ένα επαρκές ποσοστό αναπλήρωσης του εισοδήματος ενεργείας στους αποχωρούντες από την υπηρεσία δημοσίους υπαλλήλους, λειτουργούς και στρατιωτικούς, να μην διαταράσσεται σε δυσανάλογο βαθμό το βιοτικό επίπεδο των συνδεομένων με ειδική υπαλληλική ή λειτουργική με το Κράτος σχέση, σε σύγκριση με αυτό που είχαν εξασφαλίσει κατά τον ενεργό υπηρεσιακό τους βίο και να μην μειώνεται κατά τρόπο δραστικό και αιφνίδιο το εισόδημά τους, με την  ανατροπή καταστάσεων στις οποίες δικαιολογημένα είχαν αποβλέψει (βλ. σχετικώς την νομοθετική αποτύπωση της αρχής αυτής στο άρθρο 10 και 41 του β.δ/τος της 31ης Οκτωβρίου 1935, στα άρθρα 9 και 34 των Συνταξιοδοτικών Κωδίκων          α.ν. 1854/1951, του ν.δ/τος 1041/1979, του π.δ/τος 166/2000 και π.δ/τος 169/2007, που ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, Ελ. Συν. Πρακτ. Ολομ. 4ης Ειδ. Συν/σης της 31.10.2012).

Αυτό προκύπτει από τις συνταγματικές διατάξεις για το ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, από την κατά τα ανωτέρω διαχρονικώς διαπλασθείσα έννοια της «σύνταξης», όπως αποτυπώθηκε στο Σύνταγμα του 1975 σε συνδυασμό και προς τις συνταγματικές αρχές του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος), του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης,  καθώς και  του ατομικού δικαιώματος σεβασμού της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος), που περιλαμβάνει τόσο τα περιουσιακά δικαιώματα, όσο και τις νόμιμες προσδοκίες επί περιουσιακών δικαιωμάτων, όπως της αμοιβής από παρεχόμενη εργασία.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΓΓΥΗΤΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ . ΔΕΝ ΚΑΤΟΧΥΡΩΝΕΤΑΙ ΟΜΩΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΥΨΟΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ. ΕΧΕΙ ΕΥΧΕΡΕΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΣ ΤΗΣ , ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΜΕΝΟ ΟΜΩΣ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΥΤΗΣ

Η καταβολή της σύνταξης, τελεί υπό την εγγύηση του οικείου φορέα, στο πλαίσιο της υπηρεσιακής σχέσης, χωρίς να συνδέεται αναγκαίως με τον σχηματισμό διακριτού ασφαλιστικού κεφαλαίου από τις εισφορές των εν ενεργεία δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών. 

Ο νομοθέτης έχει, κατ’ αρχήν, την ευχέρεια να οργανώνει το σύστημα συνταξιοδότησης της κατηγορίας αυτής, ως προς τον τρόπο λειτουργίας του φορέα συνταξιοδότησης και των χρηματοδοτικών του μέσων (κρατικός προϋπολογισμός, σύσταση αποθεματικών κεφαλαίων ή ειδικών λογαριασμών για την χρηματοδότηση των συντάξεων), μεταφέροντας κατ’ αναλογία ρυθμίσεις ή αρχές της κοινωνικής ασφάλισης, σεβόμενος, όμως, τα βασικά χαρακτηριστικά του θεσμού όπως αποτυπώθηκαν στο Σύνταγμα και μόνον στον βαθμό που οι ρυθμίσεις και οι αρχές αυτές είναι συμβατές προς τις ιδιαιτερότητες του συστήματος συνταξιοδότησης, όπως αυτές απορρέουν από το Σύνταγμα και έχουν οργανωθεί από τον ίδιο τον νομοθέτη.

Συνακόλουθα το Κράτος εγγυάται κατά το Σύνταγμα και οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των συντάξεων και τη βιωσιμότητα του συστήματος συνταξιοδότησης των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών (Ελ. Συν. Πρακτ. Ολομ. 3ης Ειδ. Συν/σης της 24.6.2010).

Εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στην ευχέρεια του  νομοθέτη, ενόψει και των εκάστοτε δημοσιονομικών συνθηκών να μεταβάλλει για το μέλλον το μισθολογικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων, λειτουργών και στρατιωτικών, ως προς το ύψος του μισθού, τον τρόπο καθορισμού του, καθώς και ως προς τον συντελεστή αντιστοίχισης μεταξύ των αποδοχών ενεργείας και συντάξεων, χωρίς να επιβάλλεται η διατήρηση του υφιστάμενου μισθολογικού καθεστώτος ή του συστήματος κανονισμού, ανακαθορισμού ή αναπροσαρμογής των συντάξεων ορισμένης κατηγορίας λειτουργών ή υπαλλήλων του δημοσίου,  δοθέντος ότιδεν κατοχυρώνεται ούτε από την εθνική ούτε από την διεθνή έννομη τάξη δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου ύψους (Ελ. Συν. Ολομ. 287/2008 και ΙΙ Τμ. 5110/2015, 177/2012, 836/2009, 1443/2004 (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1286, 1283/2012 και  Ε.Δ.Δ.Α. Skorkiewicz κατά Πολωνίας, απόφαση επί του παραδεκτού της 1.6.1999, Νο 39860/98, Domalewski κατά Πολωνίας, απόφαση επί του παραδεκτού της 15.6.1999, Νο 34610/97, Kjartan Asmundsson κατά Ισλανδίας, απόφαση της 30.3.2005, No 60669/00, Lakicevic and Others κατά Μοντενέγκρο και Σερβίας, απόφαση της 13.3.2012, Νos 27458, 37205, 37207, 33604/07, σκ. 60 επ. ιδίως δε σκέψη 70, Stefanetti και άλλοι κατά Ιταλίας, απόφαση της 15.4.2014, Νos 21838, 21849, 21852, 21855, 21860, 21863, 21869 και 21870/10, σκ. 60 επ.). 

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ

Η ρυθμιστική, όμως, αυτή επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται ως εξής :

Α) Δεν δύναται να θίγει, ούτε το ιδιαίτερο μισθολογικό και συνταξιοδοτικό  καθεστώς κάθε κατηγορίας λειτουργών και υπαλλήλων του Κράτους, όπως αυτό απορρέει από το Σύνταγμα, αλλά ούτε και να παραβιάζει την αρχή της αναλογίας αποδοχών ενεργείας και συντάξεων (βλ. μεταξύ άλλων για τους δικαστικούς λειτουργούς απόφ. Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος 57/2010, 21, 13/2006, Ελ. Συν. Ολομ. 4327/2014 και 1316/2001, ΣτΕ Ολομ. 3540/2003, απόφ. ΕΔΔΑ της 26.4.2006, Zubko και λοιποί κατά Ουκρανίας, για τους στρατιωτικούς ΣτΕ Ολομ. 2192/2014, για τους ιατρούς του ΕΣΥ  Ελ. Συν. Ολομ. 7412/2015). 

Β) Να είναι αιτιολογημένη ,δηλαδή να εμπεριέχει την αναγκαία τεκμηρίωση, ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής αυτής.

Έτσι ο νομοθέτης έχει, κατ’ αρχήν την ευχέρεια, ενόψει της κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξίωσής του για εκπλήρωση του χρέους εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης προς διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, να επιβάλλει ακόμη και βάρη στις συντάξεις των υπαλλήλων και λειτουργών του δημοσίου, υπό την έννοια του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, με ποικίλες μορφές (περικοπή του ύψους της σύνταξης, επιβάρυνση αυτής με εισφορές κ.ά.).

Περιορισμοί στην εξουσία του νομοθέτη όμως αποτελούν :

α) οι αρχές της ισότητας ενώπιον του νόμου και της ισότητας στα δημόσια βάρη, υπό την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος. Οι αρχές αυτές  απαιτούν τα βάρη αυτά, που επιβάλλονται στο πλαίσιο της συνταξιοδοτικής σχέσης, να τελούν σε συνάφεια τόσο προς το ιδιαίτερο συνταξιοδοτικό καθεστώς της κατηγορίας αυτής, όσο και προς τον σκοπό που επιδιώκει η νομοθετική παρέμβαση, ενόψει και του γενικότερου κανονιστικού πλαισίου.

Β) Απαιτείται, αναλόγως της φύσης του επιβαλλόμενου βάρους, της διάρκειάς του, του διαρθρωτικού ή μη χαρακτήρα του, να αιτιολογείται ειδικώς η επιλογή της κατηγορίας αυτής, η σύνδεσή της με την εισαγόμενη ρύθμιση, η ιδιαίτερη ικανότητα συνεισφοράς της, ενόψει και των λοιπών βαρών που της έχουν επιβληθεί, η τήρηση μίας, κατ’ αρχήν δίκαιης, ισορροπίας μεταξύ του υπηρετούμενου σκοπού και των παρεμβάσεων στο ύψος της σύνταξης, με την εξέταση τυχόν εναλλακτικών λύσεων, καθώς και η διασφάλιση της αρχής της αναλογίας σύνταξης και μισθού ενεργείας (Ελ. Συν. Ολομ. 4327/2014 και πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2287-2290/2015).

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΑΡΟΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘ. 22 §5 Σ.

Η λειτουργία, άλλωστε, της σύνταξης, υπό την προεκτεθείσα έννοια, ως στοιχείου της ειδικής νομικής σχέσης των κατηγοριών αυτών πολιτών με το Κράτος σαφώς διακρίνεται από τις παροχές που καταβάλλονται στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφάλισης, θεσμού κατοχυρωθέντος ρητά στο Σύνταγμα μόλις με την αναθεώρηση του 1975 που όριζε στο άρθρο 22 παρ. 4 αυτού ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει» (ήδη άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, μετά την δημοσίευση του από 6.4.2001 ψηφίσματος της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής στο υπ’ αριθ. 84/17.4.2001, Α΄),  η οποία συνίσταται στην έναντι καταβολής εισφοράςπροστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.) που μειώνουν ή εξαλείφουν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβίωσής του (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2287-2290/2015).

Τούτο δε, ακόμη και όταν από τις παροχές αυτές δύνανται να επωφελούνται και οι δημόσιοι λειτουργοί, υπάλληλοι ή στρατιωτικοί (ΣτΕ 226/2012) ή όταν πρόκειται για κοινωνικοασφαλιστικές παροχές που χαρακτηρίζονται σε επίπεδο νόμου ως «συντάξεις», υπό την έννοια της περιοδικώς καταβαλλόμενης παροχής, καθόσον αυτές δεν έχουν χαρακτήρα αμοιβής, όπως οι κατά τις ανωτέρω ρυθμίσεις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, λειτουργών και στρατιωτικών που χορηγούνται στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης που τους συνδέει με το Κράτος, αλλά τον χαρακτήρα ασφαλιστικής παροχής μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου (ΑΕΔ 2/2004). Πάντως, τυχόν κατάργηση της «σύνταξης» υπό την προεκτεθείσα συνταγματική έννοια που είναι ιστορικά συνυφασμένη με το ειδικό υπηρεσιακό και ασφαλιστικό καθεστώς των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών ή η πλήρης εξομοίωσή της με παροχή κοινωνικής ασφάλισης θα έθιγε τον πυρήνα των ως άνω διατάξεων του Συντάγματος, στερώντας τους κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα (Ελ. Συν. Πρακτ. Ολομ. 3ης Ειδικής Συνεδρίασης της 24.6.2010).

ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΔΕΝ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΔΗΜΟΣΙΑ ΒΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ 4§5 Σ .

ΔΕΝ ΤΕΛΟΥΝ ΣΕ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΄’ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ’ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ.

 Ο φορέας παροχής της σύνταξης των δημοσίων υπαλλήλων, λειτουργών και στρατιωτικών και δη το Δημόσιο ή άλλος φορέας, που αναλαμβάνει την παροχή σύνταξης στους αποχωρούντες από την υπηρεσία δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους και στρατιωτικούς δεν ενεργεί ως οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης (Ελ. Συν. Ολομ. 992/2015, 918/2012, 3299/2013, ΣτΕ 1296/2015, 2087/2012, 3037/2007, 1970/2002 κ.ά.).

Τούτο δε, ακόμη και μετά τη θεσμοθέτηση της υποχρέωσης καταβολής εισφορών- κρατήσεων, ως όρου για την παροχή σύνταξης στην κατηγορία αυτή δικαιούχων (βλ. άρθρα 6 του 1902/1990, Α΄ 138 και 20 παρ. 2 του ν. 2084/1992 Α΄ 165), οι οποίες κατ’ αναλογία προς τα ισχύοντα στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης δεν συνιστούν δημόσια βάρη  υπό την έννοια του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, αλλά επιβάλλονται ως προϋπόθεση για τη γένεση συνταξιοδοτικής προσδοκίας και δη για την απονομή σύνταξης μετά την έξοδο από την υπηρεσία, ενόψει της αρχής της ανταποδοτικότητας(πρβλ. ΣτΕ 2083/2013, 3302, 3143, 1898, 475/2011, 3553/2010).

Λειτουργούν, περαιτέρω, και ως μέσο χρηματοδότησης των συντάξεων της κατηγορίας αυτής, στο πλαίσιο της επαγγελματικής και διαγενεακής αλληλεγγύης, χωρίς να τελούν υποχρεωτικά σε ευθεία αναλογία προς το ύψος της καταβλητέας σύνταξης (Ελ. Συν. Ολομ. 1/2014, 2651/2011, 2298/2010, 1296/2006, 2366/2004, πρβλ. ΣτΕ 1970/2002, 1022/2005, 3487/2008).

Οι εισφορές, άλλωστε, αυτές παρακρατούμενες από τις αποδοχές ενεργείας του λειτουργού, υπαλλήλου ή στρατιωτικού από τον εργοδότη, ήτοι το Δημόσιο  ή άλλο ν.π.δ.δ. αποτελούν, κατ’ αρχήν, κοινό έσοδο του φορέα αυτού για την αντιμετώπιση του συνόλου των εξόδων του, σύμφωνα με την αρχή της καθολικότητας του προϋπολογισμού και την απορρέουσα από την τελευταία αρχή του μη ειδικού προορισμού των δημοσίων εσόδων.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ.

ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΒΑΡΗ ΔΙΟΤΙ ΔΙΩΚΟΥΝ ΩΦΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΝΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟ

Η, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, κοινωνική ασφάλιση, όπως προεκτέθηκε, κατοχυρώνεται ως υποχρεωτική, παρέχεται δε αποκλειστικώς από το Κράτος ή από νομικά πρόσωπα με δημόσιο κατά τούτο χαρακτήρα (ΑΕΔ 5/2002, 87/1997 και πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2287-2290/2015, 3096-3101/2001, 2690, 2692/1993, 5024/1987).

Η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) εκδηλώνεται με την ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, ανάγεται δε κατ’ αρχήν στην ευχέρεια του νομοθέτη η ίδρυση ενός ή περισσοτέρων διακριτών φορέων κοινωνικής ασφάλισης (πολλαπλές ασφαλιστικές κοινότητες), με κριτήρια τη φύση της επαγγελματικής ιδιότητας  των ασφαλισμένων σε αυτούς και το είδος των καλυπτόμενων κινδύνων,  τον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, την άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχείρισης της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων (ΣτΕ Ολομ. 3099/2001, 2692/1993). ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΦΚΑ, ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΓΕΝΕΑΚΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ: Η μέριμνα αυτή περιλαμβάνει τη θέσπιση μέτρων για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου των ασφαλιστικών οργανισμών, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2287-2290/2015, 2200/2010, 2180/2004, πρβλ. ΑΕΔ 5, 4, 3/2007, Πρακτ. Επεξ. Ολομ. ΣτΕ 240/2006), μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, και με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας των ασφαλιστικών οργανισμών και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων προϋποθέσεων για την καταβολή ασφαλιστικών παροχών, με την πρόβλεψη λοιπών, πλην των ασφαλιστικών εισφορών πόρων υπέρ των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, και, κυρίως, με την απ’ ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού (Ελ. Συν. Ολομ. Πρακτ. 3ης Ειδ. Συν/σης της 24.6.2010, ΣτΕ Ολομ. 2287-2290/2015). Ειδικότερα, βασικό μέσο χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος και εγγενές στοιχείο της ασφάλισης συνιστά η εισφορά του εργαζομένου και του εργοδότη που καταβάλλεται στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης στον οικείο ασφαλιστικό φορέα και η οποία, προεχόντως, σκοπεί στην ασφαλιστική προστασία του πρώτου, ήτοι στην γένεση προσδοκίας για ορισμένη ασφαλιστική παροχή (αρχή της ανταποδοτικότητας), χωρίς να κατοχυρώνεται συνταγματικά η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ Ολομ. 2287-2290/2015, 3487/2008).

Περαιτέρω, με την εισφορά, η οποία δεν συνιστά δημόσιο βάρος υπό την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, λόγω αφενός της σύνδεσής της με την εργασιακή σχέση, αλλά και της ωφέλειας που προσδοκάται από την καταβολή της (ΣτΕ 2083/2013, 3302/2011, 3143/2011, 1898/2011, 475/2011, 3553/2010), πραγματώνεται και η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης, κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, καθόσον επιτυγχάνεται τόσο η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων μελών της οικείας ασφαλιστικής ομάδας (κοινωνική – ενδοταμειακή – ενδογενεακή αλληλεγγύη), όσο και η βιωσιμότητα και αειφορία  του ασφαλιστικού κεφαλαίου υπέρ και των επόμενων γενεών (κοινωνική – ενδοταμειακή – διαγενεακή αλληλεγγύη) (βλ. και αποφ. ΔΕΚ της βλ. 22.1.2002, C- 218/00 «CisaldiBattistelloVenanzio & C. Sasκαι Istitutonazionaleperl’assicurazionecontrogliinfortunisullavoro (INAIL)», σκ. 38, 39, 40, 42, της 17.2.1993, συνεκδ. υποθ. C-159/91 και C-160/91, Poucet και Pistre κατά AGF και Cancava σκ. 8 επ.). Όταν δε επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλει εισφορές και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, καθορίζεται από τον νόμο, με βάση τις αρχές της ανταποδοτικότητας, της αλληλεγγύης και της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού κεφαλαίου, η ασφαλιστική δε παροχή χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερο και ανάλογο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου (ΣτΕ Ολομ. 2287-2290/2015).

ΕΠΙΒΟΛΗ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΠΑΡΟΧΩΝ

Στο πλαίσιο αυτό της ενδοταμειακής – ενδογενεακής – διαγενεακής κοινωνικής αλληλεγγύης είναι επιτρεπτή η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή ασφαλιστικών παροχών ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών, ακόμη δε και  η μη χορήγηση ασφαλιστικών παροχώνπαρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελίωσης του ασφαλιστικού δικαιώματος (ΣτΕ Ολομ. 2287-2290/2015).

Όμως ο νομοθέτης κατά τη θέσπιση των κανόνων που αφορούν στη συμβολή των ασφαλισμένων στην βιωσιμότητα του ασφαλιστικού κεφαλαίου και δη κατά τον καθορισμό του ύψους των εισφορών και των χορηγούμενων ασφαλιστικών παροχών, αναλόγως και του τρόπου με τον οποίο έχει επιλέξει να οργανώσει το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα και την διανομή του ασφαλιστικού κεφαλαίου, οφείλει να σέβεται τις αρχές της ανταποδοτικότηταςτης αναλογίας, της ενδογενεακής και διαγενεακής αλληλεγγύης, υπό την προεκτεθείσα έννοια, κατανέμοντας ισομερώς το βάρος διασφάλισης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού κεφαλαίου μεταξύ των μελών της αυτής γενεάς και των γενεών μεταξύ τους (εργαζόμενοι – συνταξιούχοι).

ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΒΑΡΩΝ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΕΑΝ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΤΕΛΕΙ ΣΕ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΕΡ ΟΥ Ο ΠΟΡΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΦΟΡΕΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥΣ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΝΤΙΒΑΙΝΕΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ.

Εξ άλλου, για τη χρηματοδότηση και ενίσχυση του ασφαλιστικού συστήματος και στο πλαίσιο της κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος κοινωνικής αλληλεγγύης το Κράτος δύναται ΚΑΙ εκτός του πεδίου των εργασιακών σχέσεων και της καταβολής εισφορών υπό την ανωτέρω έννοια, να επιβάλλει σε συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές ομάδες οικονομικές επιβαρύνσεις (κοινωνικούς πόρους),  που συνιστούν δημόσια βάρη υπό την έννοια του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, μόνον, όμως, στο μέτρο που η βαρυνόμενη ομάδα τελεί σε συνάφεια με τον υπέρ ου ο πόρος ασφαλιστικό φορέα και τους ασφαλισμένους σε αυτόν, μόνον εντός των ορίων που χαράσσουν οι αρχές της ισότητας ενώπιον του νόμου (4 παρ. 1 του Συντάγματος), της ισότητας στα δημόσια βάρη (4 παρ. 5 του Συντάγματος) αλλά και η αρχή της αναλογικότητας (25 παρ. 1 του Συντάγματος) (βλ. επί της έννοιας αυτής ΑΠ Ολομ. 10/1994, ΣτΕ 1170/2006, 2854, 622/2002) και μόνο στον βαθμό που η θεσμοθέτηση των πόρων αυτών δεν αντιβαίνει στις διατάξεις και αρχές του ενωσιακού δικαίου (βλ. απόφ. ΔΕΚ της 19.3.2002, C-426/98 «Επιτροπή κατά Ελλάδος», σκ. 35, της 21.9.2000, συνεκδ. υποθ. C-441/98 και 442/98 ««Καπνική Μιχαηλίδης ΑΕ» σκ. 16 και 19).

Η ΔΙΑΤΑΜΕΙΑΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΕ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΟ ΟΣΟ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ.

Ο νομοθέτης, περαιτέρω, δύναται για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος να θεσμοθετεί και μορφές διαταμειακής κοινωνικής αλληλεγγύης τόσο σε οργανωτικό επίπεδο με ενοποιήσεις και συγχωνεύσεις ασφαλιστικών φορέων, όσο και σε αμιγώς χρηματοοικονομικό επίπεδο με τημεταφορά πλεονασμάτων από οικονομικά εύρωστους σε οικονομικά ασθενέστερους φορείς, στον βαθμό που από τις οργανωτικές διαρθρωτικές αυτές μεταβολές δεν θίγονται οι ασφαλιστικές παροχές που καταβάλλονται στους ασφαλισμένους (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3099/2001, ΣτΕ 2710/2004, 3969/2003 και πρβλ. απόφ. ΔΕΕ της 5.3.2009, C-350/07 «KattnerStahlbauGmbHκατά Maschinenbau- undMetall- Berufsgenossenschaft», σκ. 48). Στο ίδιο πλαίσιο διαταμειακής αλληλεγγύης ο νομοθέτης δύναται να θεσπίζει κανόνες για τη σύσταση κεφαλαίων αποθεματικών κοινωνικής ασφάλισης (Social Security/Public Pension Reserve Funds) με σκοπό την χρηματοδότηση των ελλειμμάτων των επιμέρους φορέων κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία τροφοδοτούνται κατ’ αρχήν από τμήμα των εσόδων των φορέων που συμμετέχουν σε αυτά, από το προϊόν της επένδυσης της περιουσίας των ασφαλιστικών φορέων, καθώς και από ειδικώς συνεστημένους κοινωνικούς πόρους ή από κρατική συνδρομή [βλ. άρθρο 67 του ν. 2084/1992 για τη σύσταση του “Λογαριασμού Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφαλίσεως (ΛΑΦΚΑ)” με  σκοπό την οικονομική ενίσχυση των ελλειμματικών φορέων της κοινωνικής ασφάλισης και επί του οργανωτικού σκέλους αυτού βλ. ΣτΕ Ολομ. 1461/1995, πρβλ. στο γαλλικό δίκαιο την κανονιστική πράξη 96-50, της 24ης Ιανουαρίου 1996, περί της εξόφλησης του κοινωνικοασφαλιστικού χρέους (JORF της            25ης Ιανουαρίου 1996) για τη σύσταση ταμείου απόσβεσης του κοινωνικοασφαλιστικού χρέους (Cades)].

 Σε κάθε, όμως, περίπτωση, εγγυητή της βιωσιμότητας του εν γένει κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και των κατ’ ιδίαν φορέων κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί το ίδιο το Κράτος, το οποίο συμμετέχει απ’ ευθείας στη χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, οφείλει δε να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών, φέροντας την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (Ελ. Συν Ολομ. Πρακτ. 3ης Ειδ. Συν/σης της 24.6.2010, ΣτΕ Ολομ. 2287-2290/2015 και άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 2084/1992, Α΄ 165, περί της τακτικής χρηματοδότησης των οργανισμών υποχρεωτικής κύριας ασφάλισης από τον κρατικό προϋπολογισμό). Το ύψος της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης  – συμμετοχής η οποία πρέπει, ενόψει της συνταγματικής κατοχύρωσης της κοινωνικής ασφάλισης και της διασφάλισης της πρακτικής αποτελεσματικότητας της οικείας συνταγματικής επιταγής,  να είναι επαρκής για την εξυπηρέτηση των προεκτεθέντων συνταγματικώς επιβεβλημένων σκοπών (επάρκεια παροχών προς διασφάλιση ικανοποιητικού κατά τα ανωτέρω επιπέδου διαβίωσης και διασφάλιση της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα) – προσδιορίζεται εκάστοτε από τον κρατικό προϋπολογισμό και σύμφωνα με τις διαδικαστικές εγγυήσεις εκτέλεσης του προϋπολογισμού προς διασφάλιση των αρχών της δημοσιονομικής διαφάνειας και ισορροπίας [βλ. τις διατάξεις του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995, Α΄ 247) περί μεταφοράς πιστώσεων (άρθρο 15 παρ. 3-5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 3871/2010, Α΄ 141∙ ήδη άρθρο 71 παρ. 2-5 ν. 4270/2014, Α΄ 143) και περί συμπληρωματικών προϋπολογισμών (άρθρο 8Α του ν. 2362/1995, που προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3871/2010∙ ήδη άρθρο 60 ν. 4270/2014) και ΣτΕ Ολομ. 2287-2290/2015].

Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης υποχρεούται να διοχετεύει μέρος των εσόδων του, είτε από τη γενική φορολογία  είτε από άλλες πηγές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είτε χρηματοδοτώντας απευθείας τους ασφαλιστικούς οργανισμούς είτε τροφοδοτώντας τα κεφάλαια αποθεματικών που έχουν συσταθεί και σκοπούν στην κάλυψη των ελλειμμάτων τους. Δύναται δε να επιβάλει ακόμη και πρόσθετα φορολογικής φύσης βάρη στους πολίτες προς ενίσχυση της κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο της εθνικής κοινωνικής αλληλεγγύης κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, με βάση τις αρχές της ισότητας ενώπιον του νόμου και της ισότητας στα δημόσια βάρη κατανέμοντας αυτά με κριτήρια αντικειμενικά και επί τη βάσει συγκεκριμένης πρόσφορης για τη ανάδειξη της φοροδοτικής ικανότητας ύλης (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1241/2015 και αποφ. Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου Νο 90-285 της 28ης Δεκεμβρίου 1990, Νο 96-384  της 19ης Δεκεμβρίου 1996,  Νο 2000-437 της 19ης Δεκεμβρίου 2000, περί της Γενικευμένης κοινωνικής εισφοράς για την χρηματοδότηση του γαλλικού κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και επί της φύσης της εισφοράς αυτής από την οπτική του κοινοτικού δικαίου βλ. αποφ. ΔΕΚ της 15.2.1998, C-34/98 Eπιτροπή κατά Γαλλίας και της 15.2.1998,                 C-169/98 Επιτροπή κατά Γαλλίας).

ΔΕΣΜΙΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ,

 Ενόψει του γεγονότος ότι, με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, περιεβλήθη με συνταγματικό κύρος η αρχή της κοινωνικής ασφάλισης, με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου  (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2200/2010, 2180/2004), η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, επιβάλλει η λειτουργία των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης αφενός να εντάσσεται στον ευρύτερο δημοσιονομικό σχεδιασμό του Κράτους και αφετέρου να στηρίζεται σε επιστημονική βάση, η οποία διασφαλίζεται με την σύνταξη αναλογιστικών ή οικονομικών μελετών (βλ. σχετικώς την νομοθετική αποτύπωση της συνταγματικής αυτής αρχής στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 71 του ν. 2084/1992 και πρβλ. ΣτΕ Πρακτ. Επεξ. 566/2002). Απαιτείται, περαιτέρω, από τον συντακτικό νομοθέτη και προς διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της συνταγματικής κατοχύρωσης της κοινωνικής ασφάλισης ως βιώσιμου θεσμού, η κατάρτιση, από κάθε ασφαλιστικό φορέα, αναλογιστικών ή οικονομικών  μελετών, όχι μόνο σε τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά σε κάθε περίπτωση μεταβολής των αναλογιστικών δεδομένωνδηλαδή των όρων χρηματοδότησης ή παροχών του φορέα αυτού(βλ. και άρθρο 70 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας που κυρώθηκε με το ν. 1136/1981, Α΄ 61 και άρθρο 71 της  ΔΣΕ 102/1952, κυρωθείσας με τον ν. 3251 της 1/2-6-55, Α΄ 140), η δε σύνταξη αναλογιστικής μελέτης είναι, κατά την έννοια της ως άνω συνταγματικής διάταξης, υποχρεωτική, μη υποκείμενη στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (ΣτΕ  Πρακτ. Επεξ. 148, 157, 200, 240/2007, 184/2006, 130/2005, 566/2002 κ.ά.). Ειδικότερα, προκειμένου περί ρυθμίσεων με τις οποίες επέρχονται διαρθρωτικής φύσης μεταβολές στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα είτε σε οργανωτικό επίπεδο με τη συγχώνευση, ενοποίηση ή κατάργηση ασφαλιστικών φορέων ή τη σύσταση κεφαλαίων αποθεματικών της κοινωνικής ασφάλισης, είτε σε επίπεδο ύψους ασφαλιστικών παροχών και επιβολής εισφορών ή άλλων οικονομικών επιβαρύνσεων,  με την σύνταξη αναλογιστικής ή οικονομικής μελέτης εξασφαλίζεται – εν όψει της διττής, κατά τα ως άνω, μέριμνας του συντακτικού νομοθέτη, αφενός μεν, για την ασφαλιστική κάλυψη ολοκλήρου του εργαζομένου πληθυσμού (ή, κατ’ άλλη διατύπωση, για την προαγωγή της κοινωνικής ασφάλισης (ΣτΕ 3465/2006, 29/2004, 2330/2003, 139/2003, 3744/1999 κ.ά.), αφετέρου δε, για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου κάθε ασφαλιστικού οργανισμού – ότι, με βάση τα συγκεκριμένα αναλογιστικά και οικονομικά δεδομένα εκάστου φορέα, οι συγκεκριμένες εκάστοτε ρυθμίσεις για την αναδιοργάνωση των ασφαλιστικών φορέων ή την αναπροσαρμογή των παροχών ή για την επιβολή κοινωνικών πόρων ή εν γένει εισφορών υπέρ του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος είναι επιβεβλημένες ήτοι, πρόσφορες και απολύτως αναγκαίες για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Το περιεχόμενο, δηλαδή, της αναλογιστικής ή οικονομικής μελέτης είναι κρίσιμο για την διασφάλιση της διαφανούς και συνεκτικής νομοθέτησης στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, συμβάλλοντας στην αιτιολόγηση των νομοθετούμενων μέτρων ενόψει των αρχών του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου, η σύνταξη δε σχετικής μελέτης συνιστά αναγκαίο όρο τόσο για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του συστήματος όσο και για την τήρηση των αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας (βλ. μειοψ. ΣτΕ Ολομ. 1286/2012).

ΕΠΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

Σε περιπτώσεις  εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκώνπου επιδρούν στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και οδηγούν σε ανατροπή της ισορροπίας του, όταν προκύπτει αιτιολογημένα ότι το Κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή, κατά τα ανωτέρω, χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς από τους υφιστάμενους δημόσιους πόρους, ο νομοθέτης υποχρεούται, ενόψει και της αρχής της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, να λάβει μέτρα σκοπούντα τόσο στην αύξηση των πόρων του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, όσο και στην μείωση των δαπανών του. Δοθέντος δε, ότι στις περιπτώσεις αυτές η ανάγκη υλοποίησης της αρχής της αλληλεγγύης αναδεικνύεται με μεγαλύτερη ένταση σε σχέση με την αρχή της ανταποδοτικότητας, ο νομοθέτης δύναται, κατ’ αρχήν, να λάβει μέτρα αφορώντα στους ευθέως ωφελούμενους από το ασφαλιστικό κεφάλαιο έκαστης ασφαλιστικής κοινότητας και δη μέτρα αυτοχρηματοδότησής τους (ενδοταμειακά μέτρα), συνιστάμενα στην μεταβολή των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, σε αύξηση των εισφορών των ενεργών ασφαλισμένων αναλόγως του ύψους του εισοδήματός τους ή/και σε μείωση των παροχών προς τους ασφαλισμένους για τους οποίους έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, είτε με περικοπή των παροχών προς αυτούς είτε με την επιβάρυνσή τους με εισφορά  (ΣτΕ 3744/1999), ώστε να διασφαλίζεται η κατά το δυνατόν ισομερής συμβολή των γενεών στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού κεφαλαίου (ενδοταμειακή – ενδογενεακή – διαγενεακή αλληλεγγύη)

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ

Και στις εξαιρετικές όμως αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), που προϋποθέτει στάθμιση από τον ίδιο τον νομοθέτη του υπηρετούμενου από τα θεσπιζόμενα μέτρα σκοπού αφενός και της επέμβασής του στα δικαιώματα και τις νόμιμες προσδοκίες των ασφαλισμένων, αφετέρου, κατά τρόπο ώστε να δικαιολογείται ότι το συγκεκριμένο μέτρο είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος, κατ’ αποκλεισμό άλλων λιγότερο επαχθών εναλλακτικών λύσεων (ΣτΕ Ολομ. 668/2012, 1286/2012, 3410, 3663/2010 και  ΣτΕ 2192-2196/2014). 

ΟΡΙΟ Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ, ΔΗΛΑΔΗ Η ΑΞΙΟΠΡΕΠΗΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥ

Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί,  τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υπόστασης, αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2287-2290/2015). 

Στο πλαίσιο αυτό, οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις πρέπει ενόψει των αρχών του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου να αιτιολογούνται, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω , προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των ανωτέρω αρχών και να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός τους έλεγχος. Πηγή δε αιτιολόγησης των μέτρων αυτών συνιστά, μεταξύ άλλων, και η επιβαλλόμενη, από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, αναλογιστική ή οικονομική μελέτη, στην οποία απεικονίζεται η κατάσταση του φορέα και οι πραγματικές ανάγκες χρηματοδότησής του, αποτελώντας την αναγκαία αιτιολογική βάση για την συνεκτική ενσωμάτωση των μέτρων στο πλαίσιο των διαρθρωτικών μεταβολών που επιχειρούνται στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και η αναγκαιότητα και προσφορότητα των μέτρων. 

Αντίθετα η  οξύτητα της δημοσιονομικής κρίσης και η διακινδύνευση της ασφαλιστικής ισορροπίας συνιστούν λόγους που σταθμίζονται κατά την δικαιολόγηση της επιβολής των μέτρων και της έκτασης αυτών, αλλά δεν αποτελούν, όμως, θεμιτούς κατά το Σύνταγμα λόγους απόκλισης από τις ανωτέρω ελάχιστες αναγκαίες ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις, για τη συμβατότητα των θεσπιζόμενων μέτρων προς τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις.

ΕΥΡΥΤΕΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΙΑΝΟΜΗΣ

Παράλληλα προς τα ανωτέρω ενδοταμειακά μέτρα, ο νομοθέτης για την αντιμετώπιση της κρίσης του ασφαλιστικού συστήματοςδύναται να προβαίνει στην ενεργοποίηση ή και στην το πρώτον θεσμοθέτηση ευρύτερων μορφών κοινωνικής αλληλεγγύης και αναδιανομής,όταν αιτιολογημένα και βάσει των κατά τα ανωτέρω αναλογιστικών μελετών προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η συμβολή του Κράτους μέσω της χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος ή η κατά τα ανωτέρω αυτοχρηματοδότηση των ασφαλιστικών κοινοτήτων από τους ασφαλισμένους που ευθέως ωφελούνται από το ασφαλιστικό κεφάλαιο και μετέχουν στους κινδύνους αυτού. Στο πλαίσιο αυτό, είναι νοητή, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η ανάπτυξη θεσμών διαταμειακής αλληλεγγύης, με την μεταφορά πόρων από πλεονασματικούς ασφαλιστικούς φορείς σε ελλειμματικούς, την αναδιανομή των ήδη συνεστημένων υπέρ των ασφαλιστικών φορέων πόρων και την διοχέτευσή  τους προς τους πλέον ελλειμματικούς ή με την τροφοδότηση των Κεφαλαίων Αποθεματικών Κοινωνικής Ασφάλισης και την κάλυψη μέσω αυτών των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών φορέων, ενώ υπό τις ίδιες προϋποθέσεις αιτιολόγησης,  παρίσταται συμβατή με το Σύνταγμα η αύξηση του ύψους ή η θεσμοθέτηση νέων κοινωνικών πόρων ή ακόμη και η αύξηση της φορολογίας ή η θεσμοθέτηση γενικευμένων φορολογικών βαρών, στο πεδίο της εθνικής κοινωνικής αλληλεγγύης με σκοπό την ενίσχυση της κοινωνικής ασφάλισης. Η επιλογή του επιπέδου, στο οποίο ενεργοποιείται η αρχή της αλληλεγγύης (ενδοταμειακό – διαταμειακό – εθνικό) εναπόκειται στην κατ’ αρχήν ευχέρεια του νομοθέτη, πρέπει, όμως, να είναι επαρκώς αιτιολογημένη, η δε επιβολή των σχετικών βαρών πρέπει να συνάδει, όπως προεκτέθηκε, με τις ανωτέρω αρχές της ισότητας ενώπιον του νόμου, της ισότητας στα δημόσια βάρη, καθώς και της αναλογικότητας.

Στη χώρα μας ήδη από το 1995 είχε διαφανεί ο κίνδυνος κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος. Ήδη από το έτος 2015 η γήρανση του πληθυσμού (με αναλογία 1,7 εργαζομένων για κάθε 1 συνταξιούχο, ενώ κατά το έτος 1950 η αναλογία ήταν 4 προς 1, αντιστοίχως, με την προοπτική 5.000.000 συνταξιούχων σε πληθυσμό 11.000.000) και η αναντιστοιχία εισφορών-παροχών  και οι διαρκείς υπερβάσεις ετησίως στον κρατικό προϋπολογισμό προέρχονταν συστηματικά από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, με αποκορύφωμα την αύξηση της τακτικής και έκτακτης κρατικής χρηματοδότησης το έτος 2009 στα 17 δισεκατομμύρια ευρώ ή στο ποσοστό 7,22% του ΑΕΠ, κατέστησαν αναγκαία, κατά την κρίση του νομοθέτη, την προώθηση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης προκειμένου το σύστημα να τεθεί εκ νέου σε υγιή βάση. Η πολλοστή αυτή «μεταρρύθμιση» υλοποιήθηκε με τον ν. 3863/2010 με τον οποίο ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης μεταβάλλει προσανατολισμό, επιτείνοντας τη λειτουργία της ανταποδοτικότητας έναντι της αλληλεγγύης (μέσω της ενίσχυσης της σύνδεσης εισφορών και παροχών), προσιδιάζουσας σε διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών, ώστε μέρος του κινδύνου για τη  βιωσιμότητα του συστήματος αναλαμβάνουν και οι ασφαλισμένοι. Η δομική αυτή διαφοροποίηση συνεπάγεται την σταδιακή υποχώρηση του Κράτους, το οποίο, επιδιώκοντας να αποδεσμεύσει πόρους προς αναπτυξιακές δραστηριότητες, περιορίζει προοδευτικά την αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε ποσοστό 2,5% του ΑΕΠ, ποσοστό το οποίο και αποτελεί εφεξής (για το χρονικό διάστημα 2010-2060) την οροφή της αύξησης της χρηματοδότησης και θέτει ως στόχο το ύψος της συνολικής κρατικής χρηματοδότησης προς τους ασφαλιστικούς φορείς σταθερά σε ποσοστό 5% του Α.Ε.Π. μέχρι το έτος 2030.

 Στο πλαίσιο αυτό, για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του υφιστάμενου συστήματος και προκειμένου να καταστεί ομαλή η μετάβαση στο νέο, το κενό που καταλείπεται αναλαμβάνουν να καλύψουν, για όσο χρόνο αυτό είναι αναγκαίο ώστε να αποδώσουν τα μακροπρόθεσμα μέτρα, οι ίδιοι οι συνταξιούχοι («αυτοχρηματοδότηση», κατά την αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010) και, μάλιστα, οι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, περισσότερο ευνοημένοι από αυτούς, στο πλαίσιο της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης.

ΤΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Στο πλαίσιο χρηματοδότησης του δημοσίου συστήματος συνταξιοδότησης των δημοσίων λειτουργών, δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών, του κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και του κατοχυρωμένου στο άρθρο 21 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Συντάγματος συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, που τελεί υπό την εγγύηση του Κράτους, o νομοθέτης έχει την ευχέρεια να ιδρύει συνταξιοδοτικά αποθεματικά κεφάλαια (Pension Reserve Funds), για την κάλυψη των υποχρεώσεων όλων των ανωτέρω συστημάτων.  Στόχος της σύστασης των κεφαλαίων αυτών είναι η μακροπρόθεσμη ενεργοποίησή τους για την κάλυψη μελλοντικών υποχρεώσεων του συνταξιοδοτικού, ασφαλιστικού και προνοιακού συστήματος (Αποθεματικά Εθνικής Σύνταξης – Sovereign Pension Reserve Funds), είναι δε οργανωμένα στη βάση της εθνικής – διαγενεακής κοινωνικής αλληλεγγύης. Τα κεφάλαια αυτά χρηματοδοτούνται προεχόντως από το Κράτος ή από άλλους ειδικώς συνεστημένους πόρους, η δε λειτουργία τους είναι παρεπόμενη του συνταξιοδοτικού, κοινωνικοασφαλιστικού και προνοιακού συστήματος. Στον βαθμό δε που ο νομοθέτης θεσπίζει δημόσια βάρη για την τροφοδότηση των κεφαλαίων αυτών, τόσο υπό συνθήκες δημοσιονομικής ομαλότητας όσο και υπό συνθήκες δημοσιονομικής και ασφαλιστικής κρίσης οφείλει να αιτιολογεί τις επιλογές του σεβόμενος αφενός τις βασικές αρχές λειτουργίας και οργάνωσης των υπό χρηματοδότηση συστημάτων, όπως αυτές απορρέουν από το Σύνταγμα και τον νόμο κατά τα προεκτεθέντα, με τη σύνταξη σχετικών αναλογιστικών ή οικονομικών μελετών, από τις οποίες θα προκύπτουν με διαφάνεια οι όροι διάθεσης του προϊόντος των κεφαλαίων αυτών και οι αποδέκτες αυτού και αφετέρου τις αρχές της ισότητας ενώπιον του νόμου, της καθολικότητας και της αναλογικότητας των δημοσίων βαρών.

Η  ΕΙΣΦΟΡΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ

Oνομοθέτης μπροστά στο αδιέξοδο θέσπισε την  Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ). Κατά τη ρητώς, εξ άλλου, αποτυπωθείσα στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010 βούληση του νομοθέτη, η επιβολή της εισφοράς δεν έχει ως αφετηρία μόνον την κοινωνική αλληλεγγύη και την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών υπερβάσεων, αλλά λειτουργεί και με στοιχεία ανταποδοτικότητας έστω εν ευρεία εννοία, υπό την έννοια της ωφέλειας που αντλούν οι βαρυνόμενοι από τον χρηματοδοτούμενο με την εισφορά θεσμό, αφού, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία έκθεση, κάθε βαρυνόμενος με την επίμαχη εισφορά «θα είναι ο αποδέκτης της σχετικής ωφέλειας που θα συντελέσει στην αύξηση ή και στη διατήρηση σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο ύψος της σύνταξης που λαμβάνει (μελλοντική ανταποδοτικότητα του συστήματος)».

Στο πλαίσιο, όμως, αυτό  με την υπ΄αριθμ. 244/2017 απόφαση της Ολομέλειας του ΕΣ κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι η ομοιόμορφη μεταχείριση, αφενός των συνταξιούχων του Δημοσίου, πρώην δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων, και στρατιωτικών και όσων λαμβάνουν σύνταξη με βάση το σύστημα αυτό συνταξιοδότησης και αφετέρου των κοινών ασφαλισμένων των ΦΚΑ, και η θεσμοθέτηση υποχρέωσης της πρώτης κατηγορίας να συμβάλει διά του επίμαχου διαταμειακού βάρους στην βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, αντίκειται στην αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και της ισότητας στα δημόσια βάρη κατά τα άρθρα 4 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, όπως βασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων.

Και τούτο, διότι, οι δημόσιοι λειτουργοί, υπάλληλοι, και στρατιωτικοί, όταν συνταξιοδοτούνται, συνιστούν ιδιαίτερη κατηγορία που δεν μετέχει στους κινδύνους του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος υπό την ιδιότητα του ασφαλισμένου και ευθέως ωφελουμένου από την ύπαρξή του, η όποια δε επιβάρυνσή τους με σκοπό την χρηματική ενίσχυση του συγκεκριμένου τομέα της κρατικής δράσης και την κάλυψη των ελλειμμάτων αυτού του σκέλους του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης ή για την καταβολή μελλοντικών συντάξεων στο πλαίσιο του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, πρέπει να γίνεται, όπως για κάθε πολίτη, στο πλαίσιο της εθνικής – κοινωνικής αλληλεγγύης και με βάση την αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρα 4 παρ. 5 και  25 παρ. 4 του Συντάγματος). Εφ’ όσον, στην προκείμενη περίπτωση, ο Ειδικός Λογαριασμός της ΕΑΣ και ο ΑΚΑΓΕ , Κεφάλαια Εθνικής Σύνταξης με σκοπό την χρηματοδότηση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και εν μέρει και της κοινωνικής πρόνοιας, λόγω της προσθήκης προνοιακών στοιχείων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (βασική σύνταξη), δεν συνδέονται με το Δημόσιο, ως συνταξιοδοτικό φορέα, η θεσμοθετούμενη σε βάρος των συνταξιούχων του Δημοσίου εισφορά αλληλεγγύης έχει τουλάχιστον ως προς αυτούς χαρακτήρα κοινωνικού πόρου,. Συνεπώς, στον βαθμό που δεν έχει επιβληθεί ο πόρος στο πλαίσιο της εθνικής κοινωνικής αλληλεγγύης, με την επιβάρυνση όλων των πολιτών αναλόγως των δυνάμεών τους, ενόψει και της αρχής της καθολικότητας των δημοσίων βαρών (πρβλ. σχετικώς το Γαλλικό σύστημα της Γενικευμένης Κοινωνικής Εισφοράς και της Εισφοράς για την Απόσβεση του Κοινωνικού Χρέους, στο πλαίσιο του οποίου σχετικός κοινωνικός πόρος – φορολογική επιβάρυνση «impositiondetoutenature» έχει επιβληθεί στο σύνολο του ασφαλισμένου πληθυσμού της Γαλλίας, τόσο των ενεργών, όσο και των μη ενεργών, απόφ. Γαλ. Συντ/κού Συμβουλίου Νο 90-285 της 28ης Δεκεμβρίου 1990) και στο μέτρο που οι συνταξιούχοι του Δημοσίου δεν αντλούν καμία άμεση ωφέλεια από το υπό χρηματοδότηση σύστημα με την ιδιότητά τους ως συνταξιούχων, αντίκειται στην αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και της ισότητας στα δημόσια βάρη η επιβολή του επίμαχου πόρου στην κατηγορία αυτή συνταξιούχων και μάλιστα,  επί της σύνταξής τους, συνιστά αμοιβή, καταβαλλόμενη στο πλαίσιο της ειδικής νομικής σχέσης που τους συνέδεε με το Κράτος, η οποία τελεί σε αναλογία προς τους μισθούς ενεργείας των μισθωτών  του Δημοσίου και όχι ασφαλιστική παροχή, υποκείμενη στους δημοσιονομικούς κινδύνους του κοινωνικοασφαλιστικού κεφαλαίου.  

 Η γραμματική διατύπωση του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 επανελήφθη, εν πολλοίς, και στο άρθρο 11 του ν. 3865/2010, που συνιστά, τον ειδικό συνταξιοδοτικό νόμο για τους δημοσίους υπαλλήλους, λειτουργούς και στρατιωτικούς, στο οποίο ομοίως ορίσθηκε ότι σκοπός του Ειδικού Λογαριασμού του ΑΚΑΓΕ είναι η κάλυψη ελλειμμάτων των ΦΚΑχωρίς ειδική αναφορά στο Δημόσιο, ως έστω δυνητικού αποδέκτη της εισφοράς, παρά την αντίθετη αναφορά στην αιτιολογική έκθεση του οικείου νομοσχεδίου . Δοθέντος δε, ότι το προηγηθέν νομοσχέδιο (ν. 3863/2010) του οποίου απλή εξειδίκευση αποτελεί ο ειδικός συνταξιοδοτικός νόμος 3865/2010 (βλ. σχετικώς και τα Πρακτικά της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου της 4ηςΕιδικής Συν/σης της 29.6.2010) δεν συνοδεύεται από αναλογιστική μελέτη έχουσα ενσωματώσει το εν λόγω διαρθρωτικό και πάγιο μέτρο χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης στους αναλογιστικούς δείκτες εκάστου ασφαλιστικού σχήματος περιλαμβανομένου και του Δημοσίου, ώστε να είναι δυνατόν να διαγνωσθεί ο βαθμός ωφέλειας του συνταξιοδοτικού σχήματος στο οποίο υπάγεται η εν λόγω κατηγορία συνταξιούχων, καθίσταται ανέφικτη η επιβεβαίωση των όσων αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, περί κάλυψης με το προϊόν της εισφοράς και ελλειμμάτων του Δημοσίου. Εξ άλλου, δεν συνιστά επαρκές κριτήριο σύνδεσης της εν λόγω κατηγορίας βαρυνομένων (συνταξιούχων του Δημοσίου) με τα ελλείμματα των ΦΚΑ ή την χρηματοδότηση μελλοντικών συντάξεων, το γεγονός ότι διά της συμβολής τους εξοικονομεί πόρους το Δημόσιο (βλ. σχετικές αναφορές στις αιτιολογικές εκθέσεις των ν. 3863/2010, 3865/2010 και 3986/2011), το οποίο κατά το ποσό των εισφορών της εν λόγω κατηγορίας συνταξιούχων θα αποφύγει την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού με την αντίστοιχη δαπάνη, στο πλαίσιο εκπλήρωσης της δικής του πλέον εγγυητικής ευθύνης για την κάλυψη των ελλειμμάτων των ΦΚΑ ή την εν γένει χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 του Σ/τος και θα ενισχύει την δική του δημοσιονομική δυνατότητα να καλύπτει και την δαπάνη των συντάξεων της κατηγορίας αυτής. Και τούτο, διότι πρόκειται για έμμεση μόνο ωφέλεια η οποία θα ίσχυε σε κάθε περίπτωση ωφελουμένου από τον κρατικό προϋπολογισμό  και δεν δικαιολογεί την επιβάρυνση μόνον των συνταξιούχων του Δημοσίου, ούτε θεμελιώνει συνάφεια μεταξύ αυτών και του σκοπού για τον οποίο διατίθενται τα ποσά της ΕΑΣ.

Η επιβάρυνση των συνταξιούχων του Δημοσίου με το χρέος χρηματοδότησης ΦΚΑ εκτός του πλαισίου της καθολικής εθνικής – κοινωνικής αλληλεγγύης, που προϋποθέτει την αντίστοιχη επιβάρυνση όλων των πολιτών, θίγει και τις συνταγματικώς κατοχυρωμένες αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας και της προστατευομένης εμπιστοσύνης, αφού θα σήμαινε την ένεκα της απλής ιδιότητάς τους ως συνταξιούχων αιφνίδια και χωρίς ειδική αιτιολόγηση σύνδεσή τους, με ένα σύστημα ασφάλισης και τα ήδη γεγενημένα ελλείμματά του, στα οποία ουδέποτε μετείχαν. Οι παραδοχές αυτές δεν αναιρούνται, ούτε από τις εξαιρετικές δημοσιονομικές περιστάσεις που εκτίθενται ανωτέρω, ούτε από τη δημοσιονομική πρόβλεψη περί κάλυψης του ημίσεος σχεδόν του προϊόντος της ΕΑΣ από την συνεισφορά των συνταξιούχων του Δημοσίου, σύμφωνα με τις σχετικές εκθέσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αλλά ούτε και από την παραδοχή ότι εάν οι συνταξιούχοι του Δημοσίου δεν συμμετείχαν στον θεσμό της ΕΑΣ, που λειτουργεί υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης, θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να τους επιβληθεί μία ενδεχομένως αντίστοιχου ύψους περικοπή ή εισφορά υπέρ του Δημοσίου(βλ. σχετικώς άρθρο  26 του ν. 2592/1998, Α΄ 57 περί επιβολής συναφούς εισφοράς σε βάρος των συνταξιούχων του Δημοσίου υπέρ του τελευταίου και Ελ. Συν. Ολομ. 3097/2010 περί αντίθεσης της εν λόγω εισφοράς, που είχε χαρακτηρισθεί ως πόρος υπέρ τρίτων στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, λόγω μη προσδιορισμού του σκοπού για τον οποίο επιβλήθηκε και της συγκεκριμένης ωφέλειας που αντλούσαν οι βαρυνόμενοι σε αντιστάθμισμα της περιουσιακής τους απώλειας). Τούτο δε, διότι οι περιστάσεις αυτές επιβάλλουν μεν την λήψη άμεσων μέτρων για την περίσωση του συνταξιοδοτικού και του ασφαλιστικού συστήματος, τελούν, όμως, υπό την επιφύλαξη της μη παραβιάσεως συνταγματικών αρχών, ενώ οι όποιες παρεμβάσεις δημοσιονομικού και διαρθρωτικού χαρακτήρα στο συνταξιοδοτικό και κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα πρέπει να εντάσσονται συνεκτικά και με συνέπεια σ’ αυτά όπως προδιαγράφονται από το Σύνταγμα και οργανώνονται από τον νομοθέτη. Η δε κρίση περί της συμβατότητας των σχετικών μέτρων προς τους σχετικούς συνταγματικούς κανόνες και αρχές γίνεται με βάση τις συγκεκριμένες κάθε φορά ρυθμίσεις και όχι με εκείνες που θα μπορούσαν να είχαν θεσπισθεί με το αυτό αποτέλεσμα ως προς τις θιγόμενες κατηγορίες.

 Εξ άλλου, ενόψει των αρχών της καθολικότητας και αναλογικότητας των βαρών κατά τα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, ως προς το μέτρο συμβολής των συνταξιούχων στην χρηματοδότηση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος σε σχέση με τους ενεργούς ασφαλισμένους και παρά την κατ’ αρχήν μη συγκρισιμότητα των εισφορών έκαστης κατηγορίας, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, έπρεπε να αιτιολογηθεί από τον νομοθέτη εάν με την ΕΑΣ στο ύψος που αυτή επιβάλλεται, γίνεται, τηρουμένων των αναλογιών, σύμμετρη για την εξισορρόπηση του ασφαλιστικού συστήματος κατανομή του βάρους της διαγενεακής αλληλεγγύης στους συνταξιούχους.  Στο μέτρο, τέλος, που η ΕΑΣ δεν αποτελεί έκτακτο δημοσιονομικό μέτρο προς ελάφρυνση του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης, αλλά διαρθρωτικού χαρακτήρα παρέμβαση, υπό μορφή πάγιου μηχανισμού χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης, εντασσόμενη στο πλαίσιο της επιχειρηθείσας με τους νόμους 3863 και 3865/2010 κοινωνικοασφαλιστικής μεταρρύθμισης, και μόνη η έλλειψη ώριμης, πλήρους και επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης, από την οποία να προκύπτει το αναγκαίο και πρόσφορο τόσο της επιβολής της εισφοράς στην κατηγορία των συνταξιούχων, όσο και του ύψους της για την βιωσιμότητα του συστήματος,  συνιστά παραβίαση της απορρέουσας από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος σχετικής υποχρέωσης του νομοθέτη, , για την διασφάλιση της αναλογιστικής και οικονομικής βιωσιμότητας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος αλλά και της συνταγματικής αρχής της ασφάλειας δικαίου.

 Κατ’ ακολουθία κρίθηκε κατά πλειοψηφία οτι οι διατάξεις των άρθρων 38 του ν. 3863/2010, 11 του ν. 3865/2010, καθ’ ο μέρος επιβλήθηκε με αυτές εισφορά αλληλεγγύης στις συντάξεις του Δημοσίου, και συνακόλουθα και οι ρυθμίσεις των άρθρων 44 παρ. 10 του ν. 3986/2011 και 2 παρ. 13 του ν. 4002/2011 καθ’ ο μέρος αυξήθηκε με αυτές το ύψος της επίμαχης εισφοράς για του συνταξιούχους του Δημοσίου είναι αντίθετες προς τις ρυθμίσεις των άρθρων 4 παρ.1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και τις από αυτά απορρέουσες αρχές. Δοθέντος δε, ότι οι συνταγματικές αυτές διατάξεις παρέχουν μείζονα προστασία από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που επιβάλλει συγκεκριμένη στάθμιση ως προς την τήρηση της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του υπηρετούμενου με τα μέτρα επέμβασης στην περιουσία δημοσίου συμφέροντος και των θιγόμενων περιουσιακών δικαιωμάτων (βλ. μεταξύ άλλων αποφ. ΕΔΔΑ της 7.5.2013 Ιωάννα Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, της 3.10.2013 Γιαβή κατά Ελλάδος και της 25.9.2014 Βιαροπούλου κατά Ελλάδς), παρέλκει η εξέταση τυχόν παραβίασης της διάταξης αυτής.

Η ως άνω απόφαση παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον διότι διατάζει την έναρξη  των αποτελεσμάτων της απόφασης από την δημοσίευση της και όχι από το χρόνο εγέρσεως της αγωγής, περιορίζοντας έτσι χωρίς όμως αιτολόγηση τα αποτελέσματα της καθ’ αναλογία με τα ισχύοντα στο άρθρο 50 παρ3 του πδ 18/89 και την σχετική νομολογία του ΣτΕ.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΣ 
ΕΠΙ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΩΝ

Άρθρο 73 παρ. 2 του Σ : «Νομοσχέδια που αναφέρονται στην απονομή σύνταξης υποβάλλονται μόνο από τον Υπουργό Οικονομικών, ύστερα από γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου»

          Η υποχρέωση τήρησης της διαδικασίας γνωμοδοτικής επεξεργασίας από το ΕΣ δεν υφίσταται για τα κοινωνικοασφαλιστικά νομοσχέδια όταν αφορούν όρους και προϋποθέσεις απονομής «σύνταξης» στους ασφαλισμένους των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει πάγια δεχθεί (Ολομ. Ελ.Σ. 55/1967, 48671979, 69/89, 1117/1992, 1118/1996, 4932/2013) ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή ότι η θεσπιζόμενη γνωμοδοτική αρμοδιότητα αυτού κατά τη διαδικασία ψήφισης συνταξιοδοτικών νόμων είναι εξαιρετικής φύσεως και ιδιαίτερης σημασίας, γιατί προνοεί για τη διαφώτιση της Βουλής κατά τη ψήφιση των ειδικών αυτών νόμων και την προφύλαξή της από τη θέσπιση διατάξεων που αντιβαίνουν σε βασικούς κανόνες της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας ή που δημιουργούν προνόμια για ορισμένη κατηγορία συνταξιούχων. Η τήρηση της ίδιας διάταξης αναφέρεται στα εξωτερικά τυπικά στοιχεία καταρτίσεως του νόμου και υπόκειται στον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας (ΑΕΔ 4/1988, Ολομ. Ελ.Σ. 310/1985).  Πρόκειται δηλαδή για externacorporis και όχι για internacorporis . Ολ.Ε.Σ. 310/1985: «δι’ αυτού επιτάσσεται η δια το θέμα τούτο αποκλειστική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία, συνεπώς, δεν δύναται να αναπληρωθεί υπό του νομοθετικού οργάνου». Οι διατάξεις του 73 παρ. 2 του Σ πρέπει να ελέγχονται από τα Δικαστήρια . Συνταξιοδοτικός νόμος χωρίς προηγούμενη γνωμοδότηση του ΕΣ στερείται κύρους λόγω αντισυνταγματικότητας και δεν εφαρμόζεται από τα Δικαστήρια Ολ.Ε.Σ.1576/2011.

Κατά την νομολογία όμως του ΣτΕ και ΑΠ: η μη τήρηση κατά την ψήφιση συνταξιοδοτικού νόμου του τύπου της προηγούμενης γνωμοδότησης του ΕΣ συνιστά παράβαση μη υποκείμενη στον έλεγχο τους, διότι εμπίπτει στα εσωτερικά τυπικά στοιχεία του νόμου (interna corporis της Βουλής).

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΣ,  κάθε συνταξιοδοτικός νόμος που εκδόθηκε χωρίς την προηγούμενη γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ανίσχυρος και δεν εφαρμόζεται λόγω αντιθέσεώς του με το Σύνταγμα. Περαιτέρω, ενόψει των μακροχρονίων δημοσιονομικών επιπτώσεων που συνεπάγονται οι συνταξιοδοτικές παροχές, οι οποίες όχι μόνο είναι ισόβιες αλλά επιπλέον μεταβιβάζονται και στις οικογένειες των αρχικών δικαιούχων και προκειμένου να περιορισθούν στο μέτρο του κοινωνικά αναγκαίου και δημοσιονομικά εφικτού, ο συνταγματικός νομοθέτης αξίωσε, όπως οι διατάξεις που θεσμοθετούν τις παροχές αυτές και αφορούν όλους ανεξαιρέτως του υπαλλήλους και λειτουργούς του δημοσίου (πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους, εκπαιδευτικούς, δικαστικούς, ιατρούς κ.λπ.) να θεσπίζονται αποκλειστικά και μόνο με ειδικό τυπικό νόμο και μάλιστα με την τήρηση μιας ειδικής σύνθετης και τυπικά αυστηρής διαδικασίας, στην οποία απαιτείται η σύμπραξη των αρμοδίων συντεταγμένων οργάνων, ήτοι :

α)  του Υπουργού Οικονομικών(νομοσχέδιο),

β) του Ελεγκτικού Συνεδρίου (γνωμοδότηση επί της πρότασης νόμου),

γ) του Κοινοβουλίου (συζήτηση και ψήφιση νόμου) και 

δ) του Προέδρου της Δημοκρατίας (έκδοση και δημοσίευση του νόμου).

Η συνταγματική αυτή ρύθμιση λόγω της γενικότητάς της δεν επιτρέπει καμία εξαίρεση ή απόκλιση για κάποια κατηγορία υπαλλήλων.

Έτσι με την ΕΣ 4932/2013 Ολομ. επήλθε μεταστροφή στη μέχρι τότε νομολογία του ΕΣ (βλ. παλαιότερες αντίθετες ολομέλειες 241/09 κ.α  ) ούτε ειδικότερα για τους συνταξιούχους υπαλλήλους της Βουλής. Σε διαφορετική άλλωστε περίπτωση, θα παραβιαζόταν ως προς αυτούς η συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού θα επιτρεπόταν κατά παρέκκλιση ρύθμιση, ειδικά γι΄ αυτή την κατηγορία των συνταξιούχων χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που να την δικαιολογούν. Σε κάθε περίπτωση, ο συνταγματικός νομοθέτης με τη διάταξη του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος αξιώνει την προηγούμενη γνωμοδότηση του ΕλεγκτικούΣυνεδρίου επί του σχεδίου κάθε νόμου (είτε ειδικού τυπικού είτε ιδιότυπου), που πρόκειται να ψηφισθεί από τη Βουλή και που αφορά την απονομή συντάξεως ή την τροποποίηση γενικότερα της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας και δεν θέλησε να περιορίσει την τήρηση της προϋπόθεσης αυτής μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η σχετική ρύθμιση γίνεται με ειδικό τυπικό νόμο. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορεί ο σοβαρόςδημοσιονομικός σκοπόςπου επιδιώκεται με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 73 του Συντάγματος και ένεκα του οποίου, σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί, δεν δικαιολογείται καμία εξαίρεση. Από τη χρήση δε του όρου «νομοσχέδιο» στις διατάξεις αυτές δεν μπορεί να αντληθεί αποφασιστικό επιχείρημα υπέρ της αντίθετης εκδοχής, αφού ο συνταγματικός νομοθέτης αναφέρεται με τον όρο αυτό στο συνήθως συμβαίνον, ενώ στη βούλησή του προέχει ο προαναφερόμενος σκοπός, για την επίτευξη του οποίου είναι αναγκαία η απαρέγκλιτη τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος αναφορικά με το σχέδιο οποιουδήποτε τύπου συνταξιοδοτικού νόμου (άρα και εκείνου του Κανονισμού της Βουλής, όταν περιέχει συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις). Με τον τρόπο αυτό, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, δεν θίγεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτονομία της Βουλής, η οποία σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 65 παρ. 6 και 103 παρ. 6 του Συντάγματος, όσον αφορά τους υπαλλήλους της με τον Κανονισμό της μπορεί να ρυθμίζει όλα τα σχετικά με την υπηρεσιακή τους εξέλιξη θέματα, αλλά όχι τα σχετικά με τη συνταξιοδότησή τους, αφού αυτά αφενός μεν δεν άπτονται αμέσως του τρόπου οργανώσεως και λειτουργίας της, αφετέρου δε, πρέπει να ρυθμίζονται εντός του πλαισίου και των περιορισμών που τίθενται από τις λοιπές συνταγματικές διατάξεις και να μην προσκρούουν σε αυτές (βλ. και Πρακτ. 5ης Ειδ. Συν. Ολομ. Ελ.Σ./17.12.2012, 1ης Ειδ. Συν. Ολομ. Ελ.Σ./9.1.2013 επί σχεδίων νόμων που αφορούσαν σε συνταξιοδοτικά θέματα υπαλλήλων της Βουλής). Εξάλλου, οι συντάξεις των υπαλλήλων αυτών κανονίζονται με πράξεις όχι του Προέδρου της Βουλής αλλά της συνταξιοδοτικής διοίκησης (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους) και οι σχετικές δαπάνες δεν βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Βουλής, αλλά τον κρατικό προϋπολογισμό.

Δεν απαιτείται η έκδοση νόμου συνταξιοδοτικού χαρακτήρα κατά τους ορισμούς του άρθρου 73 παρ.2 του Συντάγματος, για την περίπτωση που αναπροσαρμόζεται η σύνταξη συνεπεία γενικής αύξησης των μισθών   καθόσον διατάξεις με τέτοιο χαρακτήρα είναι οι προαναφερθείσες διατάξεις των παρ.3 και 5 του άρθρου 34 του Σ.Κ. (ΕΣ ολομ. 879/2016, Πρακτ. Ολομ. Ε.Σ. 24ης Γεν. Συν. της 2.10.2002, βλ. 814/2004 απόφ. Ολομ. Ελ.Συν.).

Ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 73§2 Σ το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει παγίως κρίνει ότι η θεσπιζόμενη γνωμοδοτική αρμοδιότητα αυτού κατά τη διαδικασία ψήφισης συνταξιοδοτικών νόμων είναι εξαιρετικής φύσεως και ιδιαίτερης σημασίας, γιατί στοχεύει στη διαφώτιση της Βουλής κατά την ψήφιση των ειδικών αυτών νόμων και την προφύλαξή της από την θέσπιση διατάξεων που αντιβαίνουν σε βασικούς κανόνες της κείμενης συνταξιοδοτικής νομοθεσίας ή δημιουργούν προνόμια για ορισμένη κατηγορία συνταξιούχων. Κατά συνέπεια, κάθε νόμος συνταξιοδοτικού περιεχομένου, ήτοι που αφορά στην απονομή συντάξεως και στις προϋποθέσεις της, ο οποίος εκδόθηκε χωρίς προηγουμένως να προκληθεί η σχετική προς το περιεχόμενό του γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ανίσχυρος, λόγω αντιθέσεώς του προς το Σύνταγμα και δεν εφαρμόζεται (Ε.Σ. 69/1989).  Αντίθετα εάν ο κρινόμενος νόμος είναι μισθολογικός νόμος και οι ρυθμίσεις του δεν είναι συνταξιοδοτικού περιεχομένου, δεν απαιτείται η έκδοση της προβλεπόμενης στο άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος γνωμοδότησης του Ελεγκτικού Συνεδρίου ( Ε.Σ. Ολομ.πρακτικά ΓΣ 24/16.12.2015, ΕΣ Ολομ. 4932/2013). Παράδειγμα : η οικογενειακή παροχή αποτελεί επίδομα που προσαυξάνει το μισθό του υπαλλήλου (Ε.Σ. Ολομ. 2377/2011) και στη συνέχεια αποτελεί παρακολούθημα της σύνταξης και όχι προσαύξηση αυτής.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗΣ

        Η αναγνώριση της προϋπηρεσίας γίνεται κατά κανόνα μετά την έξοδο του υπαλλήλου από την υπηρεσία. Εξαίρεση :

α) όταν υπάρχει αδυναμία απόδειξης (14παρ4),

β) όταν πρόκειται για αναγνώριση με εξαγορά σε τομείς εκτός δημοσίου κλπ.

Απαγορεύεται η καταβολή διπλής σύνταξης από το δημόσιο ταμείο (58 παρ8 με εξ.9).

Δικαιούχος σύνταξης είναι καταρχήν η χήρα ή ο χήρος σύζυγος  κατά ποσοστό 7/10 της σύνταξης που είχε δικαιωθεί ο αποβιώσας. Εάν όμως ο δικαιούχος χήρος ή χήρα δικαιούνται και αυτοί συντάξεως από το δημόσιο τότε καταβάλλεται η μεγαλύτερη εκτός εάν δηλώσει ότι επιθυμεί την μικρότερη(απαγόρευση καταβολής διπλής σύνταξης).Η χήρα  του υπαλλήλου θα πρέπει να είχε συμπληρώσει δυο πλήρη έτη γάμου από το θάνατο ή ο αποβιώσας θα έπρεπε να είχε από το γάμο και μετά συμπληρώσει ένα έτος πραγματική συντάξιμη υπηρεσία (5παρ.1 και 2).

Εάν ο γάμος ακυρώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση μετά τον κανονισμό σύνταξης , ανακαλείται η πράξη κανονισμού σύνταξης. Εάν τώρα άλλος γάμος αναγνωριστεί με τον ίδιο τρόπο ως υποστατός και υφιστάμενος μέχρι το χρόνο θανάτου του υπαλλήλου, τότε η σύνταξη κανονίζεται  για την νέα δικαιούχο αλλά τα οικονομικά αποτελέσματα δεν μπορεί να ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της τριετίας από της εκδόσεως της (ΕΣ Ολομ.1260/05).

Στην ελεύθερη συμβίωση δεν εφαρμόζονται διασταλτικά οι ανωτέρω διατάξεις (ΕΣ Ολομ. 1308/03).Οι συνταξιοδοτικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να μην επιτρέπει διασταλτική ερμηνεία ή ανάλογη εφαρμογή. Η προϋπόθεση της συμπλήρωσης διετίας έγγαμης συμβίωσης για τη μεταβίβαση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος στη χήρα στοχεύει να προστατεύσει το θεσμό του γάμου και να διασφαλίσει τα συμφέροντα του Δημοσίου Ταμείου από την τέλεση καταχρηστικών γάμων. Η ελεύθερη συμβίωση δεν αποτελεί όμοια ή νομοθετικά αρρύθμιστη περίσταση, αλλά γνωστή πραγματική κατάσταση, νομοθετικά αντιδιαστελλόμενη στην έννομη κατάσταση του γάμου. Η διάταξη του άρθρου 31 § 1 του κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών δεν αντίκειται στα άρθρα 2 § 1, 5 και 21 § 1 του συντάγματος και δεν επιτρέπεται να εφαρμοσθεί αναλόγως ή διασταλτικά το άρθρο 31 § 1 του κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων σε περιπτώσεις ελεύθερης συμβίωσης ούτε για τη συμπλήρωση της διετίας έγγαμου βίου (ΕΣ 110/10, ΙΙΙ τμ.).

Τα τέκνα δικαιούνται σύνταξης εφόσον :

α) τα κορίτσια είναι άγαμα. Λύση του γάμου δεν αναβιώνει το δικαίωμα (εξ. 5 παρ. 1γ’ για τις διαζευγμένες θυγατέρες) είτε αυτή γίνει πριν το θάνατο του υπαλλήλου  είτε μετά (ΕΣ ΙΙ 437/04). Όπως προλέχθηκε για την διαζευγμένη θυγατέρα εισάγεται εξαίρεση από τον κανόνα ότι η λύση του γάμου δεν αναβιώνει το δικαίωμα εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθ.5 παρ.11 γ’ κατά το χρόνο θανάτου του πατέρα ή εάν τότε δεν έχει διαζευχθεί. Συνεπώς δικαιούται συντάξεως εάν αργότερα λυθεί ο γάμος της (ΕΣολ.716/92). Δεν ασκεί επίδραση τυχόν προ του θανάτου χωρισμός προγενέστερου πρώτου γάμου. Έχει κριθεί ότι η διαφοροποίηση αυτή των διαζευγμένων έναντι των λοιπών αγάμων θυγατέρων δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας διότι  δεν πρόκειται για όμοια περίπτωση (ΕΣ 193/97).

β) τα αγόρια έως 18 ετών . Μετά δε τα 18 εφόσον είναι ανίκανα για εργασία κατά 50% και άγαμα (ΕΣ ολομ. 410/96) . Η ανικανότητα βεβαιώνεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ Επιτροπής. Αν η ανικανότητα το αγοριού επέλθει μετά το θάνατο του υπαλλήλου πατέρα, δικαιούται συντάξεως εφόσον δεν λαμβάνει σύνταξη από άλλο φορέα ή το μηνιαίο εισόδημα του δεν ξεπερνά το κατώτατο όριο της συντάξεως που καταβάλλει το δημόσιο.

Η συνταγματικότητα της ειδικής αυτής ρύθμισης.

Αν και αρχικώς είχε κριθεί ότι η ρύθμιση αυτή , που η μόνη προϋπόθεση συνταξιοδοτήσεως για τις θυγατέρες είναι η αγαμία,  αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Σ και άρα πρέπει να επεκταθεί  και στους άρρενες, αυτεπαγγέλτως διότι πρόκειται για πλημμέλεια που αφορά την νόμιμη βάση (ΕΣ 193/07). Συνεπώς και οι άρρενες δικαιούνται συντάξεως με μόνη προϋπόθεση να είναι άγαμοι, ανακαθοριζομένης από την 1η του μήνα εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης της ΕΠΚΣ και όχι της δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης.

Ήδη  με την 1824/2010 Ολομ. έχουμε μεταστροφή της νομολογίας κατά πλειοψηφία, αφού η διάκριση που εισάγεται με το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β΄ του π.δ. 166/2000 αποτελεί εξαιρετική διάταξη, που αποσκοπεί στην προστασία των θυγατέρων που έλκουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από γονείς που προσλήφθηκαν στο Δημόσιο μέχρι 31.12.1982 και οι οποίες λόγω των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν δεν είχαν ίση με τους άνδρες πρόσβαση σε επαγγέλματα ή εργασιακούς χώρους. Συνεπώς, η επιπλέον προϋπόθεση της ανικανότητας για εργασία που απαιτείται για τη συνταξιοδότηση των άγαμων γιων των ανωτέρω δεν εισάγει αδικαιολόγητη εξαίρεσή τους από τον κανόνα της συνταξιοδότησης με βάση την αγαμία και επομένως, δεν είναι δυνατόν να επεκταθεί και σ’ αυτούς ο εν λόγω κανόνας. Ενόψει αυτών, τα άρρενα ενήλικα τέκνα θανόντων υπαλλήλων ή συνταξιούχων του Δημοσίου δικαιούνται σύνταξη κατά μεταβίβαση από το Δημόσιο Ταμείο μόνο στην περίπτωση που, εκτός από άγαμα, είναι ταυτόχρονα και ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω.

Η διάταξη καταλαμβάνει και τα τέκνα εκτός γάμου που έχουν δικαίωμα παράλληλα με την σύζυγο που επιζεί (ΕΣ Ολομ. 639/05).

Η ΠΑΤΡΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ (6) .  Αν ο ασφαλισμένος υπάλληλος πέθανε μετά τη συμπλήρωση δεκαετούς πραγματικής υπηρεσίας άγαμος ή χήρος ή διαξευγμένος και στις δυο περιπτώσεις χωρίς παιδιά σύνταξη λαμβάνουν : α) ό άπορος πατέρας ή αν έχει πεθάνει η χήρα μητέρα και οι άπορες άγαμες αδελφές, εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνετηρούντο κυρίως από τον θανόντα.  Κατά την νομολογία παρά το ότι ο υπάλληλος απεβίωσε παντρεμένος, παραμένει δικαιούχος το μέλος της πατρικής οικογένειας, εφόσον η χήρα δεν δικαιούται συντάξεως σύμφωνα με την παρ.1 και 2 του αρθ.5. (ΕΣ ΙΙ τμ. 1748/04).

ΥΨΟΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ –ΣΥΝΤΑΞΙΜΟΣ ΜΙΣΘΟΣ (9).

         Η σύνταξη κανονίζεται , ανακαθορίζεται , αναπροσαρμόζεται με βάση το βασικό μηνιαίο μισθό του βαθμού που έφερε ο υπάλληλος κατά το χρόνο εξόδου από την υπηρεσία, προσαυξημένο με το επίδομα του χρόνου υπηρεσίας, όπως τα μεγέθη αυτά προσδιορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές καταστάσεις. Δεν επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη όμως άλλες παροχές όπως έξοδα παράστασης, κίνησης, επιδόματα κλπ εκτός εάν ρητά προβλέπονται από ειδική συνταξιοδοτική διάταξη. Πάντως η εξουσία του νομοθέτη ελέγχεται και έτσι δεν μπορεί να ονομάσει μια αποδοχή ενεργείας σαν «επίδομα» ή «αποζημίωση» εάν αυτή δίδεται για την κάλυψη των βιοποριστικών αναγκών και όχι για την κάλυψη επαγγελματικών δαπανών (Ολομ.345/06, 1317/01) πχ είναι μισθός η πάγια αποζημίωση του αρθ.2παρ.6 του ν.2521/97 στους δικαστές, ενώ το επίδομα της παρ.3 για βιβλιοθήκη κλπ δεν είναι (Ολομ.326/07).

Τυχόν εσφαλμένη κατάταξη του υπαλλήλου σε Μ.Κ. ανώτερο εκείνου που ορίζουν οι οικείες διατάξεις, η οποία είχε ως συνέπεια να του καταβάλλεται κατά το χρόνο της αποχωρήσεώς του από την ενεργό υπηρεσία μισθός μεγαλύτερος του δικαιουμένου, ελέγχεται παρεμπιπτόντως κατά τον κανονισμό της σύνταξης του υπαλλήλου, από τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα ή από το Ελεγκτικό Συνέδριο, σε περίπτωση άσκησης έφεσης ( ΕΣ Ολομ.2077/10). Οφείλουν δηλαδή, κατά την αληθή έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 9, τα συνταξιοδοτικά όργανα και το Ελεγκτικό Συνέδριο να ελέγχουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της κατάταξης του υπαλλήλου στα μισθολογικά κλιμάκια, σύμφωνα με τον ισχύοντα κατά την έξοδό του από την υπηρεσία μισθολογικό νόμο, όπως και της πράξης χορήγησης σ’ αυτόν επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, καθόσον δεν δύνανται να λάβουν υπόψη τους για τον κανονισμό της σύνταξης το μισθολογικό κλιμάκιο, στο οποίο εσφαλμέ­να κατετάγη από την υπηρεσία του ο υπάλληλος, έστω και αν αυτός κατά την έξοδό του από την υπηρεσία εμισθοδοτείτο βάσει της εσφαλμένης αυτής κατάταξης, παρά μόνο εάν περί της μισθολογικής κατάστασης αυτού έχει εκδοθεί απόφαση αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου που παράγει δεδικασμένο, το οποίο δεσμεύει τόσο τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους) όσο και το Ελεγκτικό Συνέδριο (Ολ. Ε.Σ. 409/1996, 1265/2006). Η υποχρέωση δε αυτή των συνταξιοδοτικών οργάνων ν’ ασκούν παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητας στα στοιχεία που απαρτίζουν το συντάξιμο μισθό και να καθορίζουν τη σύνταξη του υπαλλήλου βάσει του νόμιμου μισθολογικού κλιμακίου και χρονοεπιδόματοςδεν αντίκειται στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, καθόσον, ο κανονισμός της σύνταξης αποτελεί αυτοτελή διαδικασία διακεκριμένη απολύτως από την υπηρεσιακή και μισθολογική εξέλιξη του υπαλλήλου. Ούτε αντιβαίνει και στην ομοίου περιεχομένου αρχή του κοινοτικού δικαίου, αφού, τόσο το σύστημα προσδιορισμού του συντάξιμου μισθού, όσο και ο καθορισμός του εύρους των αρμοδιοτήτων των συνταξιοδοτικών οργάνων κάθε κράτους – μέλους δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του κοινοτικού δικαίου. Ούτε, τέλος, παραβιάζει το ανωτέρω άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., δεδομένου ότι δεν υφίσταται ήδη γεγενημένη βάσει διάταξης του εθνικού δικαίου απαίτηση του υπαλλήλου, η οποία αποτελεί μέρος της περιουσίας του.

 Συνεπώς οποιαδήποτε μεταβολή των μεγεθών αυτών υποχρεώνει σε αναπροσαρμογή της σύνταξης ανεξάρτητα από το χρόνο τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας (ΕΣ ολομ. 373/04) και χωρίς την έκδοση ειδικού συνταξιοδοτικού νόμου ,αφού τέτοιος είναι το άρθρο 9 (Ολομ. 1105/07). Πχ Η αναπροσαρμογή του μισθού των δημοσίων υπαλλήλων αυξάνει και την σύνταξη των συνταξιούχων. Μάλιστα εφόσον η αύξηση αυτή θεσμοθετήθηκε για τους δημ. Υπαλλήλους αποτελεί στοιχείο της περιουσίας του συνταξιούχου κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και δεν μπορεί να καταργηθεί παρά μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΕΣΟλομ. 2274/97). Πάντως για την επιβολή περιορισμών για λόγους δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει να αναφέρεται ρητά στο νομοθετικό κείμενο ή στην αιτιολογική έκθεση ο δικαιολογητικός λόγος (ΕΣ Ι’, 1423/06). Προσοχή όμως για τον προσδιορισμό της κατηγορίας που ανήκει ο υπάλληλος (ΠΕ,ΤΕ,ΔΕ) κρίσιμος είναι ο χρόνος εξόδου και είναι αδιάφορη η τυχόν μεταγενέστερη αλλαγή των κριτηρίων ένταξης (ΕΣ ΙΙ 754/06).

Χρόνος εξόδου είναι  η ημέρα συμπλήρωσης 35 ετών και όχι η τυχόν μεταγενέστερη ημέρα πραγματικής εξόδου και συνεπώς δεν λαμβάνονται υπόψη προαγωγές κλπ που έλαβαν μεταγενέστερα χρόνο. Το άρθρο 14 παρ.1 του ΥΚ που υπολογίζει την υπηρεσία του υπαλλήλου μέχρι την ημέρα δημοσίευσης στο ΦΕΚ της απόλυσης του δεν καταλαμβάνει την περίπτωση της 35τους συντάξιμης υπηρεσίας (ΕΣ 1313/00).

ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΙΜΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ (11)

Η θεμελίωση δικαιώματος συντάξεως τελεί υπο τον όρο της συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου συντάξιμης υπηρεσίας, ο οποίος παραλλάσει ανάλογα με τη αιτία εξόδου από την υπηρεσία, εκτός εάν εξήλθε λόγω αναπηρίας εξαιτίας της υπηρεσίας, οπότε θεμελιώνει δικαίωμα μόνο από τη αιτία αυτή. Πάντως ουδεμία υπηρεσία αναγνωρίζεται ως συντάξιμη μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που είναι το 65 (31 Δεκεμβρίου για όλους)  και εάν δεν έχει συμπληρώσει 35 χρόνια  πραγματικής υπηρεσίας τότε έως την συμπλήρωση αλλά ποτέ μετά το 67 (ΥΚ). 

      Δεν προσμετρούνται οι αυθαίρετες αποχές για τις οποίες επεβλήθη πειθαρχική ποινή (Ολομ. 1445/06) καθώς και το χρονικό διάστημα που η πειθαρχική απόφαση είχε ανασταλεί λόγω άσκησης υπαλληλικής προσφυγής (Ολομ.962/00).

      Ομοίως και ο χρόνος που τελεί σε κατάσταση αργίας (αυτοδίκαιης ή δυνητικής) και δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (ΟΛομ.1492/02).

      Ομοίως δεν αναγνωρίζεται  ως συντάξιμος και ο χρόνος από την λύση της υπαλληλικής σχέσης λόγω πειθαρχικής απόλυσης (με την δημοσίευση στο ΦΕΚ)  έως την επαναφορά στην υπηρεσία λόγω χάρης (Ολομ. 7/03).

      Ο χρόνος όμως δικαιολογημένης αποχής λογίζεται συντάξιμος και στον υπολογισμό της 35 ετίας εφόσον κατεβλήθη η προβλεπόμενη εισφορά.

      Ομοίως συνυπολογίζεται ο χρόνος κανονικής άδειας άνευ αποδοχών εφόσον καταβληθεί  ειδικής εισφορά οπότε συνυπολογίζεται και για την 35ετία.

      Όχι όμως και η πέραν της τριετίας εκπαιδευτική άδεια έστω και άνευ αποδοχών (Γ’ Κλιμ. 14/05).

ΕΝΑΡΞΗ ΚΑΙ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (14)

         Αφετηρία υπολογισμού είναι η ημέρα δημοσίευσης στο ΦΕΚ της πράξης διορισμού. Σε περίπτωση που υπάρχει αδυναμία έγγραφης απόδειξης της συντάξιμης υπηρεσίας, τότε για το τμήμα της που δεν μπορεί να αποδειχθεί από επίσημα στοιχεία, προσδιορίζεται με πράξη της Επιτροπής του αρθ.14 παρ.4. Η πράξη της Επιτροπής είναι υποχρεωτική αλλά υπόκειται σε αναθεώρηση (αρ. 48 ΚΝΕΣ) στην ίδια την Επιτροπή για κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγου του αρθ.48 ΚΝΕΣ. Νέα κρίσιμα έγγραφα είναι έγγραφα που δεν ετέθεσησαν υπόψη της Επιτροπής είτε διότι υπήρχαν αλλά ήταν ανέφικτη η προσκόμισή τους είτε διότι είναι οψιγενή (Ολομ.728/07).

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΠΑΘΟΝΤΟΣ (23)

         Η σωματική ή πνευματική ανικανότητα δημ. υπαλλήλου λόγω παθήματος κατά την υπηρεσία σε ποσοστό τουλάχιστον 25% είναι λόγος σύνταξης.

Η εξακρίβωση των περιστάσεων γίνεται από Δικαστή που ορίζει ο Πρόεδρος Πρωτοδικών και στη συνέχεια αποφαίνεται η κατά τόπο αρμόδια Επιτροπή Απαλλαγών με πλήρη και αιτιολογημένη γνωμάτευση για το είδος του παθήματος, αν αυτό προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εκ της υπηρεσίας, για το χρόνο εκδήλωσης και για το βαθμό ανικανότητας του παθόντος.

Εάν το πάθημα οφείλεται σε βαρύ πταίσμα του στρατιωτικού (βαρεία αμέλεια) τότε δεν γεννάται συνταξιοδοτικό δικαίωμα (ΕΣ Ολομ.27/01).

 Για τα θέματα αυτά αποφαίνεται η Ανώτατη του Στρατού  Υγειονομική Επιτροπή (ΑΣΥΕ), η οποία αφού λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου και εξετάσει τον παθόντα, διατυπώνει κατά την ανέλεγκτη επιστημονικά κρίση της σχετική γνωμάτευση. Η γνωμάτευση αυτή είναι υποχρεωτική για τα αποφασίζοντα συνταξιοδοτικά όργανα και για το Ελεγκτικό Συνέδριο  εφόσον είναι ομόφωνη (ΕΣ Ολομ.248/01). Το ΕΣ  κρίνει εάν η απόφαση της ΑΣΥΕ είναι αιτιολογημένη, άλλως οφείλει να παραπέμψει εκ νέου την υπόθεση για συμπλήρωση της αιτιολογίας ή και νέας αιτιολογία (ΕΣ Ολομ. 1287/02).

Αίτηση επανεξέτασης κατά το άρθρο 53 από την ΑΣΥΕ δεν επιτρέπεται εάν ήδη έχει εκδοθεί  τελεσίδικη απόφαση του ΕΣ (ΕΣ Ολομ. 121/03). Στη περίπτωση αυτή  η τυχόν επανεξέταση δεν δημιουργεί νέο δικαίωμα.

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ (ΑΡΘ.60).

          Σύμφωνα με το άρθρο 60 δεν επιτρέπεται σε καμία ανεξαιρέτως περίπτωση ν΄αναγνωριστούν αναδρομικά σε βάρος του Δημοσίου οικονομικά δικαιώματα από συντάξεις για χρονικό διάστημα πέραν των τριών ετών από την πρώτη του μήνα  κατά την οποία εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση, δηλαδή αποκλειστικά η πράξη  του Δ/ντη του ΓΛΚ που κανονίζει ή αναπροσαρμόζει την σύνταξη ή η πράξη της ΕΕΠΚΣ.

Αν το Δημόσιο αρνηθεί παρανόμως να κανονίσει  ή αναπροσαρμόσει σύνταξη και η άρνηση αυτή ακυρωθεί με απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου , τότε το ΓΛΚ υποχρεούται να καταβάλει την σύνταξη  αναδρομικά επι τριετία. Ο Συνταξιούχος όμως έχει δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ να ζητήσει αποζημίωση για αποκατάσταση  της ζημίας που υπέστη από τη στέρηση της αυξημένης σύνταξης του για πέραν της τριετίας χρονικό διάστημα. Με την έγερση της αγωγής δεν επιδιώκεται η καταβολή συντάξεων αλλά η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο συνταξιούχο κατά το προγενέστερο της τριετίας διάστημα. Η αγωγή αυτή είναι συναφής με την συνταξιοδοτική διαφορά , διότι  για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη το ύψος της σύνταξης (ΕΣ Ολομ. 146-149/07). Συνεπώς η αγωγή αυτή δεν κωλύεται από το χρονικό περιορισμό του άρθρου 60 γιατί δεν είναι συνταξιοδοτικού περιεχομένου. Εξ’ άλλου η διάταξη του άρθρου 60 υποχωρεί και δεν εφαρμόζεται όταν ο κανονισμός της συντάξεως γίνεται συνεπεία μεταβολής της υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου συνεπεία αποφάσεως του ΣτΕ και αναδρομικής κατάταξης του υπαλλήλου σε προγενέστερο της τριετίας. Τότε υπάρχει υποχρέωση συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ.5 (ΕΣ Ολομ. 1102/07).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ (61)

Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων άλλα και των κληρονόμων τους (αρθ.90 παρ.5 ΚΔΛ) είναι δύο ετών από το τέλος του έτους που γεννήθηκε η απαίτηση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη.  Η υποβολή αιτήσεως από τον δικαιούχο για την πληρωμή των εκ της συντάξεως απαιτήσεων διακόπτει την παραγραφή για μια διετία , που αρχίζει από την χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρχής ή αν δεν απαντήσουν , μετά την πάροδο 6 μηνών από την χρονολογία υποβολής της αίτησης. Το Δημόσιο δεν επιβαρύνεται με τόκους σε καμία ανεξαιρέτως περίπτωση.

       Με το άρθρο 90 παρ.5 του ΚΔΛ η διετής παραγραφή των αξιώσεων του συνταξιούχου επεξετάθη και στους κληρονόμους του (παλαιά ήταν εξάμηνη η παραγραφή γι’ αυτούς βλ. 61παρ.3 ΚΠΣΣ) εφόσον η σύνταξη  έχει αναγνωρισθεί και είναι καθυστερούμενη.  Παροδικά λοιπόν φάνηκε ότι η διάταξη του άρθρου 61 παρ.3 όμως , δηλαδή η εξάμηνη παραγραφή, εξακολουθεί να ισχύει στις μη αναγνωρισθείσες συντάξεις. Έτσι σε περίπτωση αδράνειας των κληρονόμων για πάνω από 6 μήνες  παραγράφεται το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα υπέρ του δημοσίου. Με την ΕΣ Ολομ.2437/07 κρίθηκε ότι παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας αφού η δυσανάλογη παρέκκλιση από την γενική παραγραφή του άρθρου 61 και 90 παρ.5 ΚΔΛ, όσο και από τις παραγραφές του κληρονομικού δικαίου του ΑΚ και είναι ανίσχυρη.

ΑΠΩΛΕΙΑ –ΑΝΑΣΤΟΛΗ

Ο Γενικός συνταξιοδοτικός κανόνας είναι ότι ΟΛΟΙ οι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται συντάξεως , εφόσον πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις. Με το άρθρο 62 εισάγονται όμως εξαιρέσεις.Η  διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β΄ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000 και ήδη 169/2007) ορίζει ότι: «Το δικαίωμα σύνταξης χάνεται … αν ο δικαιούχος καταδικαστεί αμετάκλητα είτε όταν ήταν στην ενέργεια είτε ως συνταξιούχος, σε ποινή κάθειρξης για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, πλαστογραφία, απιστία, παραποίηση, ή σε φυλάκιση για δωροδοκία ή δωροληψία εφόσον τα αδικήματα αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου καθώς και αν καταδικασθεί αμετάκλητα για κάποιο από τα αδικήματα των άρθρων 270 και 272 του Ποινικού Κώδικα. Αν παρασχεθεί χάρη με άρση των συνεπειών ή επέλθει δικαστική αποκατάσταση το δικαίωμα πάλι αποκτάται με τους όρους της παρ. 2 του επόμενου άρθρου».

Κατά δε το άρθρο 64 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα «η σύζυγος και τα τέκνα αυτού που καταδικάστηκε σύμφωνα με την προηγούμενη διάταξη δικαιούνται με τους όρους του Κώδικα τη σύνταξη που τους ανήκει σαν αυτός που καταδικάσθηκε να είχε πεθάνει».

Αντίθετα εάν καταδικαστεί για άλλα εγκλήματα σε ποινή κάθειρξης , τότε απλώς αναστέλλεται το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα μέχρι να λήξει η ποινή του. Στις περιπτώσεις αυτές όσο διαρκεί η αναστολή την σύνταξη παίρνει η σύζυγος, ακόμη και εάν παντρεύτηκε μετά την καταδίκη και τα τέκνα (ΕΣ Ολομ.109/01).

Εάν απολυθεί υπό όρον τότε ο χρόνος αυτός λογίζεται ως έκτιση ποινής (ΕΣ Ολομ.614/01). 

Ήδη με την υπ΄αριθμ. 477/2014 απόφαση της ολομέλειας του ΕΣ κρίθηκε η ρύθμιση αντισυνταγματική καθώς και ότι η οριστική  απώλεια του συνόλου της σύνταξης και όχι μόνο ποσοστού της, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι μέρος αυτής αντιστοιχεί σε καταβληθείσες από τον υπάλληλο εισφορές και μάλιστα αυτοδικαίως, ήτοι χωρίς να καταλείπεται κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας καθώς και η απώλεια όλων των παροχών κοινωνικής ασφάλισης συμπεριλαμβανομένων και των παροχών ασφαλίσεως λόγω ασθενείας, συνιστά μέτρο ιδιαίτερα επαχθές για τον εξελθόντα από την ενεργό υπηρεσία δημόσιο υπάλληλο που τον ακολουθεί μέχρι το πέρας του βίου του και θέτει σε κίνδυνο τη διαβίωσή του, στερώντας από αυτόν τα στοιχειώδη μέσα για την αντιμετώπιση των βιοτικών του αναγκών, σε μια ηλικία, κατά την οποία η δυνατότητα αναπλήρωσης της σύνταξής του, μέσω άλλων πόρων, είναι σε μεγάλο βαθμό αβέβαιη, αν όχι ανύπαρκτη. Άλλωστε, η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά του υπαλλήλου, ανεξαρτήτως αν είναι πλημμεληματική ή κακουργηματική, δεν τελεί σε άμεση σχέση με το συνταξιοδοτικό καθεστώς αυτού, ώστε να μπορεί να καταστεί κριτήριο για την απώλεια του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος, αλλά σχετίζεται άμεσα με την υπηρεσιακή του κατάσταση δυνάμενη να οδηγήσει στην απόλυση του υπαλλήλου. Περαιτέρω, οι προαναφερθείσες δυσμενείς συνέπειες που συνεπάγεται η εν λόγω διάταξη είναι δυσανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, καθώς το επιβαλλόμενο μέτρο είναι τέτοιας έντασης και διάρκειας που τον υπερακοντίζει προδήλως, ενώ ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέτρα εξίσου αποτελεσματικά αλλά λιγότερο επαχθή. Συνιστά, εκ του λόγου τούτου, κύρωση, η οποία εκτείνεται χρονικά και μετά την έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε και προσβάλλει κατά τούτο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγμ.), ενώ πλήττει το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας αυτού(άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγμ.). Άλλωστε, το γεγονός ότι η σύνταξη του υπαλλήλου μεταβιβάζεται στην οικογένειά του δεν αρκεί για να αποκαταστήσει την ως άνω οριστική και αυτοδίκαιη απώλεια του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος δεδομένου ότι, αφενός μεν, το ποσό της σύνταξης που μεταβιβάζεται στην οικογένειά του ανέρχεται στα 7/10 της δικαιούμενης από αυτόν σύνταξης, αφετέρου δε, τίποτε δεν εγγυάται ότι η οικογενειακή του κατάσταση θα συνεχιστεί έτσι στο μέλλον και δεν θα  υποστεί μεταβολές. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ρύθμιση του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, η οποία επιβάλλει στην Διοίκηση να εκδώσει, κατά δεσμία αρμοδιότητα, πράξη  που συνεπάγεται την αυτοδίκαιη, οριστική και πλήρη στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος η οποία συνιστά την αναγκαία και ικανή συνθήκη ανατροπής της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των ατομικών δικαιωμάτων και του δημοσίου συμφέροντος, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα  Και αυτό διότι η  πλήρης στέρηση της σύνταξης και μάλιστα με την ως άνω μορφή (οριστική και αυτοδίκαιη) δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από το δημόσιο συμφέρον, όσο επιτακτικό και αν ήταν αυτό, γιατί υποβάλλει τον συνταξιούχο σ’ ένα υπερβολικό και δυσανάλογο βάρος (βλ. ΕΔΔΑ υπόθεση KjartanAsmundssonκατά Ισλανδίας, προσφυγή 6069/00 Απόφ. 12.12.2004). Η περίπτωση βέβαια αυτή είναι διακριτή από τις άλλες περιπτώσεις «ενδιαμέσων μορφών στέρησης» της σύνταξης (όπως η δυνητική πλήρης και η αυτοδίκαιη μερική) κατά τις οποίες είναι ελεγκτέο από το Δικαστήριο κατά πόσο με τις σχετικές ρυθμίσεις ανατρέπεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του θιγόμενου προσώπου. (απόφ. ΕΔΔΑ της 22-10-2009 Αποστολάκης κατά Ελλάδος,  2797/2011 Ολομ. ΙΙ Τμήμ. 526/2011, 2395/2011, 2499/2011, 2503/2012 και 602/2013). Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Γεωργίου Βοΐλη, η στέρηση βάσει του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β΄ του Σ.Κ. από δημόσιο υπάλληλο του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος λόγω αμετάκλητης ποινικής του καταδίκης για τα ιδιαίτερης ηθικής απαξίας και συνδεόμενα με την υπηρεσία ποινικά αδικήματα της δωροδοκίας και της δωροληψίας συνιστά σκληρό μεν πλην όμως αναγκαία και συνάμα πρόσφορο μέτρο αποτροπής τέλεσης αυτών των αδικημάτων, τα οποία τελούνται πάντοτε εκ δόλου, πλήττουν βάναυσα το δημόσιον συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου πρέπει να είναι ταγμένοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και αποσκοπούν στον αθέμιτο, παράνομο και προκλητικό πλουτισμό αυτών των υπαλλήλων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου και κατά συνέπεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την ανωτέρω συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Άλλωστε η άποψη αυτή επιρρωννύεται και από το γεγονός ότι ο νομοθέτης σε απόλυτη αρμονία με το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος λειτουργώντας προστατευτικά μεριμνά για την διαβίωση της οικογένειας προβλέπει όχι την πλήρη απώλεια αλλά την μεταβίβαση αυτής στην οικογένεια του καταδικασθέντα.