16. ΠΡΟΣ ΜΕΛΕΤΗ ΑΡΧΗ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΤΕΛΜΗΡΙΩΜΕΝΗ 14.4.2020

Σημειώσεις Διοικητικό Δίκαιο Δικαιοσύνη

BANNER1

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Η αρχή της ισότητας νοείται στο Σύνταγμα μας , ως αναλογική ισότητα , δηλαδή ως ίση μεταχείριση ομοίων περιπτώσεων και άνιση μεταχείριση ανόμοιων.

ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΟΜΟΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΟΜΟΙΩΝ

Συνεπώς κρίθηκε με την ΣτΕ 3353/2015, ότι συνάδει με την αρχή της ισότητας η νομοθετική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία, πρέπει αν γίνει διάκριση κατά τη διαδικασία πρόσληψης προσωρινών αναπληρωτών και ωρομισθίων καθηγητών στον κλάδο ΠΕ23 Ψυχολόγων, ναι μεν είναι επιτρεπτή η συμμετοχή όχι μόνο εκείνων που διαθέτουν ειδίκευση στη σχολική ή παιδαγωγική ψυχολογία αλλά και εκείνων που δεν έχουν ειδίκευση, πλην όμως οι πρώτοι (ειδικευμένοι) προηγούνται στους διορισμούς των δεύτερων (ανειδίκευτων),

Εξ΄άλλου με την ΣτΕ 3235/2015 κρίθηκε ότι η μοριοδότηση για παρακολούθηση προγραμμάτων ή σεμιναρίων επαγγελματικής κατάρτισης του ΟΑΕΔ, κατ’ αποκλεισμό σεμιναρίων ιδιωτικών ΚΕΚ, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας , αφού η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται διότι τα προγράμματα ή σεμινάρια επαγγελματικής κατάρτισης του ΟΑΕΔ (και ήδη της εταιρείας «Επαγγελματική Κατάρτιση ΑΕ») διέπονται από ειδικό νομοθετικό και πραγματικό καθεστώς (ΣτΕ 1268/2014), τα δε προγράμματα ή σεμινάρια επαγγελματικής κατάρτισης ιδιωτικών ΚΕΚ τελούν σε διαφορετικό καθεστώς, ενώ ο περαιτέρω έλεγχος της ουσιαστικής εκτίμησης της ανωτέρω νομοθετικής επιλογής εκφεύγει των ορίων του δικαστικού ελέγχου. 

Με την ΣτΕ 2950/2015 κρίθηκε ότι για την πρόσληψη Αξιωματικών ειδικών καθηκόντων (ψυχολόγοι) της ΕΛ.Α.Σ, είναι συνταγματική η μοριοδότηση της προϋπηρεσίας τουλάχιστον ενός έτους του υποψηφίου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, κατ’ αποκλεισμό της άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος (άρθρα 3 παρ. 1 περ. ε΄ και 6 παρ. 2 περ. β΄ στοιχείο (4) του π.δ. 373/2002). 
Οι επίμαχες διατάξεις ευρίσκονται εντός των ορίων που διαγράφουν οι συνταγματικές αρχές της ισότητας, της ίσης πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις και της αξιοκρατίας, διότι (α) λειτουργούν κατά τρόπο γενικό και απρόσωπο και εφαρμόζονται σε όλους ανεξαιρέτως τους υποψηφίους κατά την αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων πρόσληψής τους, η περαιτέρω δε αξιολόγηση της ουσιαστικής ορθότητάς τους όσον αφορά τον καθορισμό των πρόσθετων προσόντων και του τρόπου μοριοδότησής τους, εκφεύγει των ορίων του δικαστικού ελέγχου (πρβλ. ΣτΕ 1797-1798/2014, 2756/2011, 1252-1253/2003 Ολ.), (β) ενόψει της ιδιαιτερότητας που εμφανίζει, κατά κοινή πείρα, η απασχόληση του ψυχολόγου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όσον αφορά το είδος και τις συνθήκες άσκησης των καθηκόντων που συνδέονται με την απασχόληση αυτή, οι ψυχολόγοι που έχουν αποκτήσει εμπειρία και έχουν προϋπηρεσία στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε τομείς της ειδικότητάς τους τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τους ψυχολόγους που έχουν αποκτήσει εμπειρία και έχουν προϋπηρεσία ως ελεύθεροι επαγγελματίες,  (γ) η εμπειρία η οποία αποκτάται από την άσκηση των καθηκόντων του ψυχολόγου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και η σχετική με την ειδικότητα αυτή προϋπηρεσία, αποτελούν γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία συνάπτονται άμεσα με την ικανότητα των υποψηφίων για πρόσληψη σε θέσεις ψυχολόγων της ΕΛ.ΑΣ. να ασκήσουν επιτυχώς τα καθήκοντά τους και δικαιολογεί την επίδικη διαφορετική μεταχείριση .

Εξ’ άλλου δεν τίθεται θέμα παραβιάσεως της αρχής όταν υπάρχει διαφοροποίηση που προβλέπεται από άλλη συνταγματική διάταξη, λόγω της τυπικής ισοδυναμίας των συνταγματικών διατάξεων.

Έτσι κρίθηκε με την ΣτΕ Ολομ. 4308/2015 ότι με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 6 Σ. παρέχεται στον κοινό νομοθέτη ευρεία εξουσιοδότηση να καθορίσει το όριο ηλικίας για την αποχώρηση των καθηγητών Α.Ε.Ι. από την ενεργό υπηρεσία . Με την ίδια συνταγματική διάταξη επιβάλλεται επίσης η αποχώρηση αυτή να είναι κατ’ αρχήν πλήρης, να έχει δηλαδή ως συνέπεια την απώλεια οποιασδήποτε ακαδημαϊκής ή διοικητικής ιδιότητας του αποχωρούντος μέλους Δ.Ε.Π. Συνεπώς, η ενεργός ακαδημαϊκή ιδιότητα πρέπει όχι μόνο να συντρέχει κατά την εκλογή του Πρύτανη, αλλά και να διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του .Το ενδεχόμενο Πρύτανης προερχόμενος από αλλοδαπό Α.Ε.Ι. να μην υπόκειται σε όριο ηλικίας υποχρεωτικής αποχωρήσεώς του από το ίδρυμα αυτό ή να μην υπόκειται στο ίδιο όριο με τους καθηγητές των ημεδαπών Α.Ε.Ι., δεν μπορεί να οδηγήσει, κατ’ επίκληση της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρ. 4 παρ. 1 Σ. ), σε μη εφαρμογή όσων εκτέθηκαν ανωτέρω για τους Πρυτάνεις οι οποίοι είναι καθηγητές ημεδαπών Α.Ε.Ι, διότι ανεξαρτήτως του ότι οι δύο αυτές κατηγορίες καθηγητών τελούν προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες ως προς τους όρους κατοχής της ενεργού ακαδημαϊκής ιδιότητας, πάντως, λόγω της τυπικής ισοδυναμίας όλων των συνταγματικών διατάξεων και αρχών, η επίκληση της αρχής της ισότητας δεν είναι δυνατό να καταστήσει ανεφάρμοστη την παραπάνω επιταγή του άρθρου 16 παρ. 6 Σ. [με μειοψηφία τεσσάρων μελών της σύνθεσης].

ΙΣΟΤΗΤΑ ΦΥΛΩΝ

Το κύριο πεδίο εμφάνισης παραβιάσεων είναι η απαγόρευση πρόσβασης στην εργασία. Η παραβίαση συναντιέται με νόμους ή πρακτικές της διοίκησης που εισάγουν άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις ως κριτήρια για την συμμετοχή σε διαγωνισμούς ή την πρόσληψη και εν γένει στον τρόπο πρόσβασης στην εργασία,την επαγγελματική προώθηση και τις συνθήκες εργασίας.

Το όλο ζήτημα αντιμετωπίζεται με συνδυασμό των άρθρων 4 παρ.2 και 116 παρ.2 του Συντάγματος και του Ενωσιακού δικαίου.

Στο ενωσιακό δίκαιο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 παρ. 2 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ C321E της 29.12.2006, σ. 37 επ.) [νυν άρθρα 2 και 3 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ)], αλλά και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης, η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης.

Η ισότητα ανδρών και γυναικών διακηρύσσεται ως «καθήκον» και «στόχος» της Ένωσης και επιβάλλει την θετική υποχρέωση προαγωγής της στο πλαίσιο όλων των δραστηριοτήτων των οργάνων της ¨Ενωσης.

Με την Οδηγία 76/207/ΕΟΚ «περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας» (ΕΕ L 39 της 14-2-1976, σελ. 40), όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2002/73/ΕΚ (ΕΕ L 269 της 5-10-2002, σελ. 15), ορίσθηκε οτι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα. ¨Αμεση διάκριση είναι η θετική ενέργεια με την ένα πρόσωπο πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φύλου, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο ένα άλλο πρόσωπο του άλλου φύλου σε ανάλογη κατάσταση.

Αντίθετα η “έμμεση διάκριση”: είναι εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θέτει κατ΄αποτέλεσμα σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τους εκπροσώπους του ενός φύλου σε σύγκριση με τους εκπροσώπους του άλλου φύλου.

Προβλέπεται όμως ότι μπορεί να θεσμοθετηθούν αποκλίσεις αν δικαιολογούνται αντικειμενικώς από το νόμιμο σκοπό και τα μέσα για την επίτευξη του και εφόσον είναι ξένοι προς την διάκριση λόγω φύλου αλλά κρίνονται πρόσφορες και αναγκαίες, ιδίως όταν, εκ της φύσεως των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή λόγω του πλαισίου στο οποίο ασκούνται, τα χαρακτηριστικά που θέτουν αποτελούν πραγματική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση.

Η Οδηγία 2002/73/ΕΚ μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη μας με τον ν. 3488/2006 «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά στην πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και ανέλιξη, στους όρους και στις συνθήκες εργασίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 191), με το άρθρο 20 παρ. 1 του οποίου ορίσθηκε ότι «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη νόμων, διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων … εφόσον αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου». H Οδηγία 76/207/ΕΟΚ καταργήθηκε στη συνέχεια, από 15-7-2009, με την Οδηγία 2006/54/ΕΚ «για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναδιατύπωση)» (ΕΕ L 204 της 26-7-2006, σελ. 23), με την οποία οι διατάξεις της πρώτης αντικαταστάθηκαν με νεώτερες αντίστοιχου κατά βάση περιεχομένου. Η εν λόγω Οδηγία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με τον ν. 3896/2010 «Εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης – Εναρμόνιση της κείμενης νομοθεσίας με την Οδηγία 2006/54/ΕΚ …» (Α΄ 207). 

Οι οδηγίες αυτές είναι αμέσου εφαρμογής και απαγορεύουν κάθε διάκριση λόγω φύλου, άμεση ή έμμεση, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Από το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω Οδηγιών δεν εξαιρούνται τα μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη – μέλη σχετικά με την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και τις συνθήκες εργασίας ακόμη και στις ένοπλες δυνάμεις (ή άλλα στρατιωτικώς οργανωμένα σώματα), με σκοπό τη διασφάλιση του αξιόμαχου αυτών χάριν της δημόσιας ασφάλειας, εξωτερικής και εσωτερικής (C-273/97 Sirdar), η δε υιοθέτηση παρεκκλίσεων από την ως άνω αρχή είναι επιτρεπτή μόνον σε ειδικές και σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις απειλής κατά της δημόσιας ασφάλειας, τηρουμένης πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας, που επιβάλλει τέτοιου είδους παρεκκλίσεις να μην βαίνουν πέραν του καταλλήλου και αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού μετρου (C-222/84 Johnston, C-273/97 Sirdar, C-285/98 Kreil)., Η διαφορετική αυτή, κατ’ αποτέλεσμα, μεταχείριση πρέπει να οφείλεται σε παράγοντες, οι οποίοι δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου (C-100/95 Kording, C-243/95 Hill, C-187/00 Kutz-Bauer, C-196/02 Νικολούδη κατά ΟΤΕ).

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος θεσπίζει, μεταξύ άλλων, και την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα, καθώς και στην εκπαίδευση, που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών. Για την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής αυτής, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6-4-2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το παραπάνω Ψήφισμα, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, υποχρεώνει τον νομοθέτη, κοινό ή κανονιστικό, αλλά και τα λοιπά όργανα του Κράτους, όταν διαπιστώνουν ότι εις βάρος ενός φύλου έχουν αναμφισβήτητα δημιουργηθεί στην πράξη τέτοιες διακρίσεις, ώστε η απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής της ισότητας κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση, που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών, να καταλήγει σε μία κατ’ επίφαση μόνο ισότητα, ενώ ουσιαστικά παγιώνει και διαιωνίζει μια υφιστάμενη άνιση κατάσταση υπέρ του ενός μόνο φύλου, να θεσπίζουν υπέρ του υποαντιπροσωπευόμενου φύλου και ιδίως των γυναικών θετικά μέτρα, που είναι πρόσφορα και αναγκαία για ορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να μειώνονται οι ανισότητες, μέχρις ότου εγκαθιδρυθεί μια πραγματική ισότητα μεταξύ των φύλων στη συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς και στην εκπαίδευση, που είναι αναγκαία για την πρόσβαση σε αυτή.

Εξάλλου, από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της, συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης, με σκοπό την αποκατάσταση μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, θέλησε να θεσπίσει ρητώς τη δυνατότητα λήψεως θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών και, γενικότερα, να καταστήσει ακόμη ευνοϊκότερο, σε σχέση με το διασφαλιζόμενο από το αναθεωρηθέν Σύνταγμα, το νομικό καθεστώς προστασίας τους και πρόσβασής τους στα διάφορα επαγγέλματα και, συνεπώς, αυστηρότερες τις προϋποθέσεις αποκλίσεων από την αρχή της ισότητας των φύλων.

Περαιτέρω, όμως, ο συντακτικός νομοθέτης, όπως συνάγεται από την ως άνω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, δεν απαγόρευσε απολύτως, σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη συνδρομή συγκεκριμένων και σοβαρών (αποχρώντων) λόγων, που ανάγονται στη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, οποιαδήποτε απόκλιση από την ως άνω αρχή της ισότητας των φύλων. Μια απόλυτη απαγόρευση θα έπρεπε να ορίζεται ρητά ή τουλάχιστον να συνάγεται σαφώς από τις οικείες συνταγματικές διατάξεις. Ενόψει των ανωτέρω, αποκλίσεις από την αρχή αυτή, εκτός από την περίπτωση των θετικών μέτρων, είναι, κατ’ εξαίρεση, συνταγματικά θεμιτές μόνον εφόσον προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει από τον νόμο αυτό ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι οι αποκλίσεις αυτές θεσπίστηκαν με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν οι εισαγόμενες αποκλίσεις δικαιολογούνται πλήρως από τη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της εργασίας και είναι απολύτως αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (ΣΕ 1986/2005 Ολομ., 3018/2014 Ολομ. κ.ά.).

Κατά την νομολογία της Ολομέλειας απόκλιση από την ισότητα των φύλων είναι κατ΄ εξαίρεση συνταγματικά θεμιτή μόνον εφόσον :

Α) προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου

Β) Προκύπτει από το νόμο αυτό ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι η απόκλιση αυτή θεσπίστηκε με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν η εισαγόμενη απόκλιση δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους και είναι αναγκαία και πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού .

Όμως όταν από τον ίδιο το νόμο προκύπτει ο στόχος σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας,ιδίως όταν η αποστολή υπηρετεί τη δημόσια ασφάλεια και απαιτεί ειδικές ικανότητες καθώς και όταν το ποσοστό εισαγομένων στην ειδική αυτή κατηγορία είναι μικρό σε σχέση με το σύνολο των εισαγομένων , τότε δεν απαιτείται ειδικότερη έκθεση των συγκεκριμένων αναγκών της υπηρεσίας, στην προκήρυξη ή τις προπαρασκευαστικές της εργασίες (ΣτΕ 1016/2015, Γ τμ.).

Υπό αυτές και μόνο τις προϋποθέσεις η απόκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, δεν αντιβαίνει στα ως άνω άρθρα του Συντάγματος, ούτε σε άλλες διατάξεις ή αρχές του συνταγματικού δικαίου ή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, γενικότερα, του διεθνούς δικαίου, εφόσον προκύπτει ότι ο παράγοντας του φύλου διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην άσκηση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης, ενώ, απεναντίας, η εν λόγω απόκλιση δεν δικαιολογείται και αντιβαίνει στις προαναφερόμενες διατάξεις, αν προκύπτει ότι ο παράγοντας του φύλου δεν παίζει κανένα ρόλο ή έχει ασήμαντη επιρροή στην άσκηση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης ( Ολομ. ΣτΕ 1323/2016 1988/2005, 3018/2014).

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΥΨΟΥΣ- ΣΧΟΛΕΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΩΝ

Ήδη με την ΣτΕ Γ΄ Τμ. 1420/2016 επταμ., διατυπώνεται προδικαστικό ερώτημα προς το ΔΕΕ χωρίς να λαμβάνεται θέση επ’ αυτού εάν: Η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003, με την οποία τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 2 του π.δ. 4/1995 και ορίζεται ότι οι ιδιώτες υποψήφιοι για τις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας πρέπει, μεταξύ άλλων προσόντων, «να έχουν ανάστημα (άνδρες και γυναίκες) τουλάχιστον 1,70μ.», είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των Οδηγιών 76/207/ΕΟΚ, 2002/73/ΕΚ και 2006/54/ΕΚ, οι οποίες απαγορεύουν κάθε έμμεση διάκριση λόγω φύλου όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας στον δημόσιο τομέα (εκτός εάν η διαφορετική αυτή, κατ’ αποτέλεσμα, μεταχείριση οφείλεται σε παράγοντες, οι οποίοι δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου, δεν βαίνει δε πέραν του κατάλληλου και αναγκαίου για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρου); Η υπόθεση έφθασε μετά από έφεση που άσκησε το Δημόσιο κατά της ακυρωτικής 734/2008 του ΔΕΦΑθηνών που έκρινε ότι αποτελεί έμμεση διάκριση εις βάρος της αιτούσης , δεδομένου ότι οι γυναίκες κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας έχουν μέσο όρο ύψους 1,63 cm.

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΟΠΛΙΤΕΣ- ΜΟΝΟ ΑΝΔΡΕΣ- ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ- ΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗ

Με την Ολομ. ΣτΕ 1323/2016 (μειοψ. 1 Συμβούλου) κρίθηκε οτι η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2936/2001, με την οποία προβλέπεται η κατάταξη των γυναικών Επαγγελματιών Οπλιτών μόνο σε ειδικότητες διοικητικής μέριμνας και υποστήριξης και ο αποκλεισμός τους από το σύνολο των επιχειρησιακών και τεχνικών ειδικοτήτων συνιστά απόκλιση από την αρχή της ισότητας των φύλων κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα ΕΠ.ΟΠ και την εκπαίδευση που απαιτείται για την άσκησή του.

Αυτό διότι από το περιεχόμενο των διατάξεων του νόμου αυτού δεν προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης, για τη θέσπιση της ως άνω απόκλισης, έλαβε υπόψη του και εκτίμησε συγκεκριμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες δραστηριότητες και τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στις αρμοδιότητες των επιχειρησιακών και τεχνικών ειδικοτήτων των ΕΠ.ΟΠ, όπως περιγράφονται αναλυτικά στον Στρατιωτικό Κανονισμό (ΣΚ 105-2/1999), για την άσκηση των οποίων, λόγω της φύσης τους και των συνθηκών υπό τις οποίες ασκούνται, θεώρησε ότι ο παράγοντας του φύλου διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο. Επομένως, δεν προκύπτουν κριτήρια συγκεκριμένα και πρόσφορα να δικαιολογήσουν τον θεσπιζόμενο με τις προαναφερόμενες διατάξεις πλήρη αποκλεισμό των γυναικών από το σύνολο των επιχειρησιακών και τεχνικών ειδικοτήτων των ΕΠ.ΟΠ και να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να ελέγξει αν η πρόσβαση αποκλειστικά και μόνον των ανδρών στις συγκεκριμένες δραστηριότητες δικαιολογείται πράγματι από τη φύση των καθηκόντων αυτών, δηλαδή αν πρόκειται για καθήκοντα, η άσκηση των οποίων απαιτεί δυνατότητες που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, διαθέτουν κατά κανόνα σε μεγαλύτερο βαθμό οι άνδρες. Τέτοια δε κριτήρια συγκεκριμένα και πρόσφορα να δικαιολογήσουν τον ανωτέρω αποκλεισμό σε βάρος των γυναικών δεν προκύπτουν ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 2936/2001 και, συγκεκριμένα, από την προεκτεθείσα εισηγητική έκθεση και τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή (βλ. πρακτικά συζητήσεων στη Βουλή -Ι΄ Περίοδος, Σύνοδος Α΄, Τμήμα Διακοπής Εργασιών Βουλής Θέρους 2001, Συνεδριάσεις Δ΄ και Ε΄ της 28.6.2001 και της 3.7.2001). Και ναι μεν από την εισηγητική έκθεση προκύπτει ότι ο θεσμός των ΕΠ.ΟΠ. συνδέεται και με τη μείωση της στρατιωτικής θητείας, η οποία βαρύνει μόνο τους άνδρες, τούτο, όμως, δεν αρκεί να δικαιολογήσει την εν λόγω απόκλιση, καθόσον στα πρακτικά των συζητήσεων αναφέρεται σαφώς ότι δεν πρόκειται να υποκαταστήσει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία , ενώ ο εν λόγω θεσμός αποβλέπει εξίσου και στη στελέχωση των Ενόπλων Δυνάμεων με εξειδικευμένο μόνιμο προσωπικό για το χειρισμό και τη συντήρηση των νέων προηγμένων οπλικών συστημάτων.

Άλλωστε εν συνεχεία ο νομοθέτης επέδειξε αντιφατική συμπεριφορά αφού σε χρόνο μεταγενέστερο από τον κρίσιμο για την ένδικη υπόθεση, μετά την δημοσίευση του ν. 3488/2006 «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά στην πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και ανέλιξη, στους όρους και στις συνθήκες εργασίας και άλλες συναφείς διατάξεις» (Α΄ 191) και σε εφαρμογή του, με την Φ. 429.1/3/61674/2007 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας (Β΄ 334/12.3.2007), η ως άνω Φ. 400/202761/Σ.4497/ 2001 (Β΄ 1174), όπως είχε τροποποιηθεί, αντικαταστάθηκε ως προς το Παράρτημα Α΄ με τις επιχειρησιακές και τεχνικές ειδικότητες ανδρών του Στρατού Ξηράς και καταργήθηκε το Παράρτημα Β΄ με τις ειδικότητες διοικητικής μέριμνας και υποστήριξης ανδρών – γυναικών, προβλέφθηκαν δε ενιαία, χωρίς διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών, ειδικότητες επαγγελματιών οπλιτών Στρατού Ξηράς (βλ. άρθρα 1 και 2 της Φ. 429.1/3/61674/2007 απόφασης). Συνεπώς, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην έκτη σκέψη, ο θεσπιζόμενος με τις προαναφερόμενες διατάξεις πλήρης αποκλεισμός των γυναικών από τις εν λόγω ειδικότητες ΕΠ.ΟΠ συνιστά απόκλιση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, η οποία βαίνει πέραν αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας των ενόπλων δυνάμεων.

Με τα δεδομένα αυτά, οι ανωτέρω διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2936/2001 προσκρούουν στις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ.

ΘΕΜΙΤΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗ – ΛΙΜΕΝΙΚΟ

Με την ΣτΕ 1016/2015 , Γ τμ., που αφορούσε διαγωνισμό για τη σχολή δοκίμων υπαξιωματικών του Λιμενικού Σώματος κρίθηκε ότι η κανονιστική ρύθμιση περί προσαύξησης της βαθμολογίας των υποψηφίων που υπηρέτησαν ως έφεδροι αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί στις Ένοπλες Δυνάμεις ρύθμιση ναι μεν θέτει σε μειονεκτική θέση τις γυναίκες, διότι οι άνδρες οι οποίοι, σε αντίθεση με τις γυναίκες, μπορεί να έχουν υπηρετήσει σε τέτοιες θέσεις, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας τους, αλλά δικαιολογείται αντικειμενικά, δεδομένου ότι η εμπειρία στις θέσεις αυτές ευλόγως αποτελεί προσόν για την άσκηση των καθηκόντων του Υπαξιωματικού του Λιμενικού Σώματος, στρατιωτικά συντεταγμένου Σώματος Ασφαλείας. Η ρύθμιση αυτή επιτελεί επιπλέον και  αντισταθμιστική λειτουργία προς την επιβάρυνση των ανδρών από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Εξάλλου, η μοριοδότηση της ανωτέρω εμπειρίας δεν είναι ιδιαίτερα σημαντική σε σχέση με τα λοιπά προσόντα που μοριοδοτούνται .

Υπό τα δεδομένα αυτά, η επίμαχη διάταξη δεν εισάγει ανεπίτρεπτη (κατά το Σύνταγμα, την Οδηγία και το ν. 3488) έμμεση δυσμενή διάκριση σε βάρος των γυναικών, διότι, ενόψει και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, δικαιολογείται αντικειμενικά από νόμιμο στόχο, τη δημόσια ασφάλεια, με επιλογή προσωπικού του Λιμενικού Σώματος, που έχει αυξημένα, συναφή με τα καθήκοντά του, προσόντα, για την επίτευξη του οποίου δεν είναι απρόσφορη και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου.

Η πρόβλεψη από την προκήρυξη τεσσάρων θέσεων για την Κατηγορία «Ειδικές Δυνάμεις» (Καταδρομέας Aλεξιπτωτιστής, Πεζοναύτης, Καταστροφέας), θέτει μεν σε μειονεκτική θέση τις γυναίκες, πλην δεν εισάγει ανεπίτρεπτη έμμεση δυσμενή διάκριση σε βάρος τους, διότι δικαιολογείται από λόγους δημόσιας ασφάλειας, ενόψει της πρόδηλης σημασίας της στελέχωσης του Λιμενικού Σώματος και με προσωπικό με εξαιρετικά, για δύσκολες αποστολές, προσόντα, για την επίτευξη των οποίων δεν είναι απρόσφορη και, ενόψει και του ότι ο αριθμός των σχετικών θέσεων είναι πολύ μικρός, δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου, για τον ίδιο δε λόγο αρκεί η συναγωγή των ανωτέρω συμπερασμάτων από το σύστημα του νόμου σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας.

ΣΩΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ-ΕΙΔΙΚΟΙ ΦΡΟΥΡΟΙ- ΘΕΜΙΤΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΘΗΤΕΙΑ

Με την ΣτΕ 456/2016, Γ τμ., κρίθηκε ότι από τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 5 και 6 του Ν. 2734/1999, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, προκύπτει ότι ως προϋπόθεση για την πρόσληψη ειδικών φρουρών στην Ελληνική Αστυνομία τέθηκε η πραγματική εκπλήρωση από τους άνδρες υποψηφίους των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων, μη δυναμένης να θεωρηθεί ως τέτοιας της νόμιμης απαλλαγής των υποψηφίων αυτών από τις εν λόγω υποχρεώσεις για οποιονδήποτε λόγο – Η απαίτηση, εξάλλου, του νόμου για πραγματική εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων μόνο από τους άνδρες υποψηφίους δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών (άρθρο 4 παρ. 2 Σ.) ούτε σε άλλες, προστατευτικές της ίσης μεταχειρίσεως των δύο φύλων διατάξεις (όπως, ιδίως, οι διατάξεις της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, διότι, κατά την ισχύουσα στρατολογική νομοθεσία, οι Ελληνίδες δεν υπέχουν, κατά κανόνα, υποχρέωση στρατεύσεως σε καιρό ειρήνης και επομένως δεν τελούν, ως προς την εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων, υπό τις ίδιες συνθήκες με τους άνδρες υποψηφίους ειδικούς φρουρούς. Το δίκαιο, άλλωστε, της ΕΕ δεν απαγορεύει την επιβολή μόνο στους άνδρες υποχρεώσεως για εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας, δεδομένου ότι οι σχετικές αποφάσεις των κρατών μελών εκφράζουν εθνικές επιλογές ως προς τη στρατιωτική οργάνωση και τη διασφάλιση της άμυνας αυτών, και δεν έχει εφαρμογή ως προς τις αποφάσεις και επιλογές αυτές το δίκαιο της ΕΕ (βλ. ΔΕΚ C-186/01, Dory και ΣτΕ 2061/2006) . Ενόψει των ανωτέρω, νομίμως ανακλήθηκε ο διορισμός του εκκαλούντος ως ειδικού φρουρού με την αιτιολογία ότι δεν πληρούσε την προαναφερόμενη προϋπόθεση πραγματικής εκπληρώσεως των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, δεδομένου ότι είχε απαλλαγεί από αυτές (για λόγους υγείας).

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ-ΚΟΙΝΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ – ΘΕΜΙΤΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ.

Με την ΣτΕ 4300/2015, Γ τμ. 7μ., Κρίθηκε οτι η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 7 του π.δ. 135/2006, σύμφωνα με την οποία οι άνδρες και οι γυναίκες υποψήφιοι για διορισμό στην δημοτική αστυνομία υποβάλλονται σε αθλητικές δοκιμασίες με κοινά όρια επιδόσεων, είναι συναφής με το αντικείμενο της ρυθμίσεως και του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην στελέχωση της δημοτικής αστυνομίας με προσωπικό που διαθέτει ορισμένα σωματικά προσόντα αναγκαία, κατά την ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη, για την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής του – Η ρύθμιση δεν ενέχει αθέμιτη (έμμεση) διάκριση, απορρέουσα από το ότι οι άνδρες, κατά κοινή πείρα, υπερέχουν των γυναικών ως προς την φυσική δύναμη και αντοχή, διότι δικαιολογείται αντικειμενικά από λόγους δημοσίου συμφέροντος άσχετους με το φύλο των υποψηφίων, συναπτόμενους προς τις απαιτήσεις του επαγγέλματος του δημοτικού αστυνομικού, που προϋποθέτει πολύ καλή φυσική κατάσταση και σωματική αντοχή, τα δε (κοινά) όρια των αθλητικών δοκιμασιών δεν είναι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαιτέρως υψηλά, ώστε να μην μπορούν οι γυναίκες να τα επιτύχουν – Επομένως η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του π.δ. 135/2006 δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 (παρ. 1 και 2), 116 (παρ. 2), 25 (παρ. 1) Σ. και των Οδηγιών 2002/73/ΕΚ και 2006/54/ΕΚ ( μειοψηφία ενός Παρέδρου).

ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΕΣ- ΚΟΙΝΑ ΑΓΩΝΙΣΜΑΤΑ- ΘΕΜΙΤΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗ

Με την ΣτΕ 978/2016 επταμ., Γ τμ. Κρίθηκε ότι
ο καθορισμός με το άρθρο 7 του π.δ. 19/2006 κοινών – και για τα δύο φύλα – ορίων των επιδόσεων στις αθλητικές δοκιμασίες των υποψηφίων για πρόσληψη στο Πυροσβεστικό Σώμα (σύμφωνα με τη γενική πρόβλεψη του άρθρου 12 παρ. 3 του ν.3387/2005, κατά την οποία τα προσόντα των υποψηφίων και οι προκαταρκτικές εξετάσεις, στις οποίες υποβάλλονται οι υποψήφιοι των Σχολών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας είναι κοινές και για τα δύο φύλα) δεν είναι απρόσφορη, αλλά βρίσκεται σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρύθμισης και του επιδιωκόμενου από τον κανονιστικό νομοθέτη σκοπού, ο οποίος συνίσταται στη στελέχωση του Πυροσβεστικού Σώματος με προσωπικό που διαθέτει ορισμένα σωματικά προσόντα αναγκαία, κατά την ουσιαστική του εκτίμηση, για την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής του . Η ρύθμιση αυτή, ναι μεν ενέχει έμμεση διάκριση λόγω φύλου, η οποία προκύπτει από το δεδομένο της κοινής πείρας ότι οι γυναίκες, λόγω βιολογικών διαφορών, υστερούν κατά κανόνα των ανδρών στα σωματικά και φυσικά προσόντα, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνουν χαμηλότερες επιδόσεις στα αθλητικά αγωνίσματα, αλλά δικαιολογείται αντικειμενικά από λόγους δημοσίου συμφέροντος άσχετους προς το φύλο των υποψηφίων, συναπτόμενους προς τις απαιτήσεις του επαγγέλματος του εν λόγω προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος, δεδομένου ότι η ύπαρξη ορισμένων αναγκαίων, κατά τα ανωτέρω, σωματικών προσόντων, που διαπιστώνεται με τις εν λόγω αθλητικές δοκιμασίες, αποτελεί προϋπόθεση αναγκαία και πρόσφορη για την αποτελεσματική εκτέλεση του έργου του, το οποίο, κατά την εκπλήρωση της αποστολής του, ασκεί δραστηριότητες που απαιτούν ιδιαιτέρως καλή φυσική κατάσταση . Ειδικότερα, οι περιγραφόμενες στο ως άνω άρθρο 7 του π.δ. 19/2006 αρμοδιότητες του Πυροσβεστικού Σώματος και τα αντίστοιχα καθήκοντα, καθώς και οι συνθήκες άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών, συνιστούν κριτήρια συγκεκριμένα και πρόσφορα που δικαιολογούν, κατά κοινή πείρα, τη θεσπιζόμενη ως άνω έμμεση διάκριση σε βάρος των γυναικών κατά τη διαδικασία πρόσληψης, διότι και οι γυναίκες υποψήφιες πρέπει να έχουν τα αυτά σωματικά προσόντα με τους άνδρες, ώστε να μπορούν να ασκούν, όπως και αυτοί, με την ίδια επιτυχία τα κύρια καθήκοντα του εν λόγω προσωπικού (πρβλ. ΣτΕ 1247/2008) .

ΣΥΖΥΓΟΙ-ΧΩΡΙΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ

Με την ΣτΕ Β΄ Τμ. 1215/2017, ερμηνεύθηκε το
άρθρου 67 παρ. 1 του Ν. 4172/2013 και υπό το φως των αρχών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ισότητας (γενικά, των φύλων και ενώπιον των δημόσιων βαρών), της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της αναλογικότητας [άρ. 2 (παρ. 1), 4 (παρ. 1, 2 και 5), 5 (παρ. 1) και 25 (παρ. 1) Σ. και άρ. 8 και 14 ΕΣΔΑ] κρίθηκε ότι είναι δικαίωμα της συζύγου, κατοίκου ημεδαπής, να υποβάλλει (στην αρμόδια γι’ αυτήν Δ.Ο.Υ.) δήλωση αυτοτελώς σε σχέση με τον σύζυγό της, φορολογικό κάτοικο αλλοδαπής, εγγεγραμμένο στη Δ.Ο.Υ. κατοίκων εξωτερικού, ακόμα κι αν αυτός υποχρεωθεί σε ορισμένο φορολογικό έτος σε υποβολή δήλωσης για εισόδημά του που προκύπτει στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει διακοπή της έγγαμης συμβίωσης.

Ενόψει του ότι, βάσει των γενικότερων κοινωνικών και ηθικών αντιλήψεων της εποχής αλλά και ανάλογα με τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα των συζύγων, είναι νοητή η χωριστή κατοικία αυτών, σε περίπτωση που έγγαμο φυσικό πρόσωπο δεν είναι  υπόχρεο σε υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος στην Ελλάδα, για τον λόγο ότι το ίδιο δεν έχει τη φορολογική κατοικία του σ’ αυτήν, δεν τίθεται εν πάση περιπτώσει ζήτημα υποβολής κοινής δήλωσης φόρου εισοδήματος, κατ’ άρθρο 67 παρ. 4 του ν. 4172/2013, με τον ή τη σύζυγό του, αποκλειστικώς και μόνον επειδή ο ή η σύζυγος πληροί τα κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του εν λόγω νόμου κριτήρια για να χαρακτηρισθεί φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, και τούτο ανεξαρτήτως αν η υποχρέωση υποβολής κοινής δήλωσης είναι ή όχι σύμφωνη με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος (ΣτΕ 1445/2016 επταμ.).Εξάλλου, δεν ασκούν επιρροή περιορισμοί τυχόν ανακύπτοντες από τις τεχνικές ρυθμίσεις και δυνατότητες του συστήματος της κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου 67 ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος, διότι το σύστημα αυτό θα πρέπει να προσαρμόζεται στους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας και να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ορθής εφαρμογής της και όχι η εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας να προσαρμόζεται στις δυνατότητες του συστήματος .Τέλος, δεν ασκεί επιρροή από την ανωτέρω άποψη η στην αυτή παρ. 1 του άρθρου 67 πρόβλεψη της δυνατότητας υποβολής έγχαρτης δήλωσης σε εξαιρετικές περιπτώσεις οριζόμενες κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 7 του ίδιου άρθρου στο μέτρο που δεν έχει θεσπισθεί εξαίρεση από την υποχρέωση υποβολής ηλεκτρονικής δηλώσεως στην επίμαχη περίπτωση.


ΣΥΝΤΑΞΗ ΙΣΟΒΙΑ ΣΕ ΠΟΛΥΤΕΚΝΗ ΜΗΤΕΡΑ- ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΥΤΑΙ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑ

ΣτΕ 2196/2015,Ισότητα των φύλων – Προστασία πολύτεκνης οικογένειας (άρ. 21 Σ.) – Ισόβια σύνταξη πολύτεκνης μητέρας.


Η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 63 ν. του 1892/1990, κατά το μέρος που δεν προβλέπει ότι, σε περίπτωση θανάτου της δικαιούχου της ισόβιας συντάξεως μητέρας, τη σύνταξη μπορεί να λάβει ο επιζών σύζυγός της, δεν είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 (παρ. 1 και 2) και 21 (παρ. 1, 2 και 5) Σ., γιατί το άρθρο 21 Σ. επιβάλλει την προστασία της πολύτεκνης οικογένειας, την οποία αποτελούν, πλην των τέκνων, και οι δύο σύζυγοι – Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά ανεκτό να χορηγείται στον ένα μόνο από τους συζύγους (στη μητέρα) παροχή υπό την ιδιότητα του πολύτεκνου γονέα, σε περίπτωση δε θανάτου να μη λαμβάνει την παροχή αυτή ο επιζών σύζυγος, απομειούμενης με τον τρόπο αυτό της προς την πολύτεκνη οικογένεια προστασίας (βλ. ΣτΕ 314, 1213/2007 Ολομ. κ.ά.) – Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η ισόβια σύνταξη θα πρέπει να καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο και στην περίπτωση κατά την οποία η πολύτεκνη μητέρα, ελάμβανε ήδη πριν τον θάνατό της την ως άνω παροχή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 63 παρ. 4 του ν. 1892/1990.

ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ- ΑΡΧΗ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ

Για την πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες η αρχή της ισότητας συνδυάζεται με την αρχή της αξιοκρατίας και, ειδικότερα, της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας (άρθρο 4 παρ. 1 και 4 και άρθρο 5 παρ. 1 Σ.), και την αρχή της διαφάνειας (άρθρο 103 παρ. 7 Σ.) καθώς και του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Σ.). Οι αρχές αυτές διέπουν όχι μόνο την διαδικασία εισόδου στο υπαλληλικό σώμα αλλά και, περαιτέρω, εν γένει τις διαδικασίες εξελίξεως (προαγωγής και αναθέσεως καθηκόντων) των δημοσίων υπαλλήλων.

Το ΣτΕ δέχεται ότι στη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 103 Σ., κατοχυρώνονται συνταγματικά οι αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά το διορισμό στο Δημόσιο, οι οποίες, άλλωστε, συνάγονται, κατ’ αρχήν και από τις γενικότερες διατάξεις της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, Οι αρχές αυτές αποτελούν ειδικότερη έκφραση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και του δικαιώματος για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και συμμετοχή στην οικονομική ζωή της Χώρας (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Σ.).

Σύμφωνα με αυτές ότι η πρόσληψη των υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή, βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (ΑΣΕΠ) . Τα κριτήρια αυτά πρέπει να είναι κατάλληλα για την άσκηση των καθηκόντων της θέσεως, ο δε καθορισμός τους επαφίεται, κατ΄ αρχήν, στο νόμο και περαιτέρω, στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση (ΣτΕ 1120/2016, ολομ).

Πάντως συνταγματικό δικαίωμα πρόσβασης με βάση τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές στις δημόσιες υπηρεσίες έχουν μόνο οι ¨Έλληνες πολίτες.

Με την ΣτΕ 2946/2015 επταμ., κρίθηκε ότι
με τις διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 2594/1998, με τις οποίες τίθεται ως προϋπόθεση, για τον διορισμό ως υπαλλήλου στο Υπ.Εξ. (συμπεριλαμβανομένης της ένταξης σε κλάδο των μονίμων υπαλλήλων του Υπ.Εξ. υπαλλήλου με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) αλλοδαπού, που απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση, η συμπλήρωση τριών ετών από την πολιτογράφησή του, θεσπίζεται για μία, αντικειμενικώς καθοριζόμενη, κατηγορία Ελλήνων πολιτών, περιορισμός του δικαιώματος προσβάσεως αυτών σε δημόσια λειτουργία, ο περιορισμός, όμως, αυτός δεν οδηγεί σε πλήρη και οριστικό αποκλεισμό αυτών από το εν λόγω δικαίωμα και, κατά συνέπεια, δεν αντίκειται στις περί ισότητας διατάξεις του άρθρου 4 Σ. (βλ. ΣτΕ 564/1972 Ολομ., πρβλ. Π.Ε. 252/2006, 245/2007)
[με μειοψηφία δύο Συμβούλων, που υποστήριξαν ότι η διάταξη αντίκειται στο άρθρο 4 Σ., που εγγυάται την ίση πρόσβαση όλων των Ελλήνων πολιτών στις δημόσιες λειτουργίες και δεν επιτρέπει την διάκριση αυτών αναλόγως της εθνικής τους καταγωγής].

ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΣΤΟ ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ΤΩΝ ΕΠΙΤΥΧΟΝΤΩΝ ΣΕ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε. 

Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 12 του ν. 3899/2010, στην οποία ορίζεται ότι οι υποψήφιοι της υπ’ αριθμ. 9Κ/2008 προκηρύξεως του ΑΣΕΠ, των κλάδων ΤΕ και ΔΕ, οι οποίοι επέτυχαν σε διαδικασία επιλογής με σειρά προτεραιότητας για να προσληφθούν σε ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας, προσλαμβάνονται σε φορέα του δημοσίου, στο ν.π.δ.δ. ΙΚΑ – ΕΤΑΜ., αποκλειομένης της εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 11 του ν. 3833/2010 (περί περιορισμού των προσλήψεων στο δημόσιο τομέα), εισάγει ρύθμιση αποκλίνουσα από την συνταγματική αρχή της ισότητας, τούτο δε, διότι χωρίς αποχρώντα λόγο δημοσίου συμφέροντος εξαιρεί τους επιτυχόντες της ανωτέρω προκηρύξεως από τον ισχύοντα για όλους περιορισμό των προσλήψεων, δηλαδή την αναλογία μιας προσλήψεως προς πέντε (ή δέκα) αποχωρήσεις, που αποσκοπεί στην «περαιτέρω μείωση των λειτουργικών δαπανών» του δημόσιου τομέα για την αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης, ενώ διατηρείται ο περιορισμός αυτός για τους επιτυχόντες της υπ’ αριθμ. 8Κ/2008 προκηρύξεως (αφορώσας στην πλήρωση, με σειρά προτεραιότητας, θέσεων τακτικού προσωπικού σε διάφορους τομείς του δημοσίου τομέα, μεταξύ των οποίων και του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ) , οι οποίοι με βάση τα προσόντα τους ήταν καταλληλότεροι για τις θέσεις του φορέα, για τον οποίο διαγωνίσθηκαν, σε αντίθεση με τους υποψήφιους της υπ’ αριθμ. 9Κ/2008 προκηρύξεως, οι οποίοι, κατά παράβαση, μάλιστα, του άρθρου 103 παρ. 7 Σ., προσελήφθησαν στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, αφού κρίθηκαν επιτυχόντες σε άλλες ειδικότητες και κατόπιν συνεκτιμήσεως διαφορετικών, εν μέρει, προσόντων, κατάλληλων για άλλο φορέα από αυτόν στον οποίο, τελικά, προσελήφθησαν . Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά λόγο δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί την άμεση και κατά προτεραιότητα έναντι των εφεσιβλήτων πρόσληψη των επιτυχόντων της υπ’ αριθμ. 9Κ/2008 προκηρύξεως του ΑΣΕΠ στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ η αναφορά της αιτιολογικής εκθέσεως ότι η ρύθμιση του άρθρου 12 του ν. 3899/2012 συνδέεται με την βιωσιμότητα της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας και αποτελεί μέρος του σχεδίου εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης της εν λόγω Τράπεζας (ΣτΕ 1120/2016, ολομ).


ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΩΝ – ΟΧΙ ΜΥΣΤΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ- ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ

Με την ΣτΕ Ολομ. 711/2017 κρίθηκε ότι η προβλεπόμενη στο ν. 4327/2015 επιλογή διευθυντών σχολικών μονάδων (βάσει της αποτιμήσεως του κριτηρίου της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεως από τον σύλλογο διδασκόντων) με διαδικασία μυστικής ψηφοφορίας και χωρίς αιτιολογημένη αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων, παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 4 (παρ. 1 και 4), 5 (παρ. 1), 103 (παρ. 7), 25 (παρ. 1), 20 (παρ. 1) και 95 (παρ. 1) Σ. 
Η διαδικασία εξελίξεως υπαλλήλων του Δημοσίου με επιλογή υποψηφίων κατόπιν αξιολογήσεως των ουσιαστικών προσόντων και της προσωπικότητάς τους, επιβάλλεται το όργανο που είναι αρμόδιο για να εκφέρει σχετική κρίση να συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, σε πλαίσιο διαφανούς και αντικειμενικής διαδικασίας και περαιτέρω να προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου η διενεργηθείσα από το αρμόδιο αυτό όργανο σχετική κρίση και τα δεδομένα εν όψει των οποίων αυτή εξηνέχθη. Ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία προβλέπεται ότι η αξιολόγηση της προσωπικότητας, της ικανότητας και της εν γένει καταλληλότητας για την άσκηση των καθηκόντων διενεργείται μέσω συνεντεύξεως των υποψηφίων, πρέπει (α) να τηρείται πρακτικό στο οποίο να αναφέρεται, έστω συνοπτικά, το περιεχόμενο της συνεντεύξεως με μνεία των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν από το αρμόδιο όργανο και των απαντήσεων που δόθηκαν από τους υποψήφιους, (β) να εκφέρεται εξατομικευμένη για κάθε υποψήφιο κρίση από το αρμόδιο όργανο ως προς την αξιολόγηση της παρουσίας του και, ειδικότερα, για την προσωπικότητά του και την εν γένει ικανότητά του να ασκεί τα κρίσιμα καθήκοντα που απαιτούν ανάλογες ικανότητες και προσόντα (επί διευθυντικών στελεχών: ευχέρεια προγραμματισμού, συντονισμού, αναλήψεως πρωτοβουλιών, λήψεως αποτελεσματικών αποφάσεων και διαχειρίσεως κρίσεων) . Με την αιτιολόγηση της αναφερθείσας κρίσεως σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου αφενός εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις αμερόληπτης και αξιοκρατικής κρίσεως και αφετέρου καθίσταται γνωστή στους υποψήφιους και ελέγξιμη από τον ακυρωτικό δικαστή, εν όψει του κατά το άρθρο 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 εδ. α΄ Σ., η αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την σχετική διαδικασία
Έτσι η προβλεπόμενη στο ν. 4327/2015 διαδικασία επιλογής και τοποθετήσεως διευθυντών σχολικών μονάδων ο σύλλογος διδασκόντων της οικείας σχολικής μονάδας, έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα για την αποτίμηση μέσω μυστικής ψηφοφορίας της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεως του υποψηφίου, κριτήριο το οποίο λαμβάνει συνολικά το ένα τρίτο (1/3) περίπου της μέγιστης συνολικά βαθμολογίας που μπορεί να συγκεντρώσει ο υποψήφιος . Μέσω της εν λόγω μυστικής ψηφοφορίας αποτιμώνται η προσωπικότητα, το ήθος, η εντιμότητα, το αίσθημα δικαιοσύνης, η δημοκρατική συμπεριφορά, η επαγγελματική ανάπτυξη και συνέπεια, καθώς και οι ικανότητες του υποψηφίου (όπως: ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας, ικανότητα ανάπτυξης πρωτοβουλιών και επίλυσης προβλημάτων, ικανότητα δημιουργίας κατάλληλου παιδαγωγικού περιβάλλοντος), δηλαδή με τον τρόπο αυτό αποτιμάται τόσο η προσωπικότητα του υποψηφίου όσο και προσόντα του, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προσόντων που συνεκτιμώνται κατά την μοριοδότηση των λοιπών προβλεπόμενων κριτηρίων. Κατά παράβαση όμως των προαναφερθεισών εγγυήσεων τηρήσεως των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας και, ειδικότερα, της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας ανατίθεται η εν λόγω αρμοδιότητα στον σύλλογο διδασκόντων, στον οποίο μετέχουν (αδιακρίτως) όλοι οι υπηρετούντες στην οικεία σχολική μονάδα μόνιμοι και αναπληρωματικοί εκπαιδευτικοί, και με την διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας (που ως διαδικασία αναδείξεως οργάνων εν γένει διοικήσεως προσιδιάζει σε αυτοδιοικούμενες μονάδες ή είναι πρόσφορη σε περίπτωση αναδείξεως εκπροσώπων στα όργανα αυτά), ενώ η διοίκηση των σχολικών μονάδων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, σύμφωνα με τις αναφερθείσες συνταγματικές αρχές, πρέπει να αναδεικνύεται από κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας (όπως είναι τα καθιερωμένα υπηρεσιακά συμβούλια της Διοικήσεως) και με διαφανή και αντικειμενική διαδικασία, κατάλληλη για την διασφάλιση της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής των οριζομένων κριτηρίων και στο πλαίσιο της ιεραρχικής δομής της Υπηρεσίας . Περαιτέρω τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και προσόντα του υποψηφίου που σχετίζονται με το κριτήριο της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεώς του, δεν αξιολογούνται με αιτιολογία, αφού η επίδικη διαδικασία καταλήγει στην βαθμολογική αποτίμηση του κριτηρίου αυτού, η οποία προκύπτει από την αναγωγή του ποσοστού των ψήφων που έλαβε αυτός κατά την μυστική ψηφοφορία σε ποσοστό επί του αριθμού των κατ’ ανώτατο όριο μονάδων που αναλογούν στο εν λόγω κριτήριο, η δε έλλειψη αιτιολογίας και ειδικότερα πρακτικού ή άλλου στοιχείου, στο οποίο διατυπώνονται ειδικές σκέψεις και κρίσεις που τεκμηριώνουν την αποτίμηση του κριτηρίου αυτού σύμφωνα με τον φάκελο, καθιστά την επίδικη διαδικασία αντίθετη στις προαναφερόμενες συνταγματικές αρχές, διότι δεν εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις αξιοκρατικής κρίσεως και αφετέρου δεν καθίσταται γνωστή στους υποψήφιους και ελέγξιμη από τον ακυρωτικό δικαστή η αξιολόγηση των υποψηφίων ως προς το μνησθέν κριτήριο . Επιπλέον ειδικά η σχετική διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας του συλλόγου διδασκόντων, κατά το μέρος που αφορά την αποτίμηση της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο του υποψηφίου, εκτός από το ότι κατά τα προαναφερθέντα δεν διενεργείται από κατάλληλο όργανο, δεν διασφαλίζει την έγκυρη αξιολόγηση με αντικειμενική και αξιοκρατική διαδικασία, δηλαδή κατά τρόπο που καθίσταται ελέγξιμη η ουσιαστική αποτίμηση, και άρα δεν είναι πρόσφορη για την αξιοκρατική επιλογή των ικανοτέρων, όπως είναι σχετικά πρόσφορος για την υπηρεσιακή εξέλιξη των υπαλλήλων ο θεσμός των υπηρεσιακών εκθέσεων αξιολογήσεώς τους. Για τους λόγους αυτούς κατά παράβαση των προαναφερθεισών συνταγματικών διατάξεων θεσπίζεται η επίδικη επιλογή διευθυντών σχολικών μονάδων βάσει της αποτιμήσεως του κριτηρίου της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεως από τον σύλλογο διδασκόντων με την προεκτεθείσα διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας.

         

ΘΕΜΙΤΕΣ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ.

Ο νομοθέτης (και άρα όχι η διοίκηση) κατ΄εξαίρεση δύναται να θεσπίζει ρυθμίσεις, οι οποίες αποκλίνουν από τις ως άνω αρχές, εφ’ όσον :

1. Είναι αντικειμενικοί, δηλαδή ισχύουν για όλους.

2.Δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος,

3.Είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού και

4. Δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, όταν οι τιθέμενοι περιορισμοί αφορούν την πρόσβαση σε δημόσια θέση, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να είναι εμφανής και σαφώς διαγνώσιμη η ανάγκη που επιβάλλει την κατ’ εξαίρεση θέσπιση των περιορισμών για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτούς σκοπούς (ΣτΕ 959/2015 Ολ., 1621/2012, 2764/2011, 3665/2005 Ολομ.)

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ-ΘΕΜΙΤΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗ Η ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ

Με την ΣτΕ Γ΄ Τμ. 2625/2016, επταμ. , κρίθηκε ότι οι στρατιωτικοί του δικαστικού Σώματος των ενόπλων δυνάμεων , με ελαφρά παχυσαρκία (Ι2), είναι ακατάλληλοι για διορισμό σε θέση ανθυπασπιστή γραμματέα του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων. Από τις διατάξεις του Β.Δ. 794/1970 και του Π.Δ. 133/2002 προκύπτει ότι επί διαγωνισμού προς πλήρωση κενών θέσεων ανθυπασπιστών-γραμματέων του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, οι υποψήφιοι που πάσχουν από «ελαφρά παχυσαρκία» (με βάρος 2/10 – 3/10 πάνω από το φυσιολογικό) κρίνονται «ικανοί δεύτερης κατηγορίας» (Ι2) και ως εκ τούτου «ακατάλληλοι» προς κατάταξη, με συνέπεια να αποκλείονται του διαγωνισμού. Ο αποκλεισμός των υποψηφίων αυτών δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, δοθέντος ότι οι δικαστικοί γραμματείς των Ενόπλων Δυνάμεων ανήκουν στο στρατιωτικό προσωπικό αυτών, τα δε καθήκοντά τους, ως εκ του προεχόντως στρατιωτικού χαρακτήρα τους, ανάγονται εν τέλει στην Εθνική Άμυνα της Χώρας (αρ. 1 Ν. 2292/1995). Εξ άλλου, οι δικαστικοί γραμματείς των Ενόπλων Δυνάμεων δεν υποχρεούνται να εκτελούν μόνο τα καθήκοντα της κυρίας θέσεώς τους, αλλά, ως αξιωματικοί στρατιωτικής Υπηρεσίας, υποχρεούνται σε «[…] εκτέλεση ασκήσεων [και] ειδική εκπαίδευση […] σύμφωνα με τους οικείους Κανονισμούς και Διαταγές των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων […]», ενώ, περαιτέρω, «δεν υπηρετούν μόνο σε στρατιωτικά δικαστήρια αλλά και […] σε Μονάδες, Συγκροτήματα και Σχηματισμούς των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων» (βλ. το από 10.3.2015 υπόμνημα του ΥΕΘΑ και πρβλ. τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 15 του Ν. 3843/2010) . Εξ όλων αυτών παρέπεται ότι το σύνολο των καθηκόντων και υποχρεώσεων των δικαστικών γραμματέων των Ενόπλων Δυνάμεων δικαιολογεί τη θέσπιση ειδικών προσόντων διορισμού στις αντίστοιχες θέσεις, τα οποία ανάγονται όχι μόνο στην ηθική και πνευματική συγκρότηση αλλά και στη σωματική ικανότητα των υποψηφίων για την πλήρωση των θέσεων αυτών.Συνεπώς, η θέσπιση ειδικών σωματικών προσόντων, μεταξύ των οποίων το επίδικο ειδικό προσόν του σωματικού βάρους κάτω του ορίου της «ελαφράς παχυσαρκίας», δεν αντιβαίνει ούτε στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Σ. ούτε στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας [μειοψ. μίας Συμβούλου και των δύο Παρέδρων] .

ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΗΛΙΚΙΑ

Κατά την νομολογία του ΣτΕ κατ΄αρχήν η ηλικία θεωρείται ότι αποτελεί ένα αντικειμενικό κριτήριο διάκρισης , υπο τον όρο να τελεί σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο ζήτημα και να μην είναι αυθαίρετο.

Εξ άλλου η διαφορετική μεταχείριση με βάση το κριτήριο της ηλικίας συνάδει κατ΄αρχήν με τα διεθνή στάνταρντ και τους κανόνες των νομικών συστημάτων των κρατών μελών της ΕΣΔΑ αλλά και της ΕΕ. Κυρίως χρησιμοποιείται για την προστασία των ανηλίκων, των γήρατος (συνταξιούχοι) , της πρόσβασης στην εργασίας και εν γένει την επαγγελματική εξέλιξη.

ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ

Όσον αφορά την πρόσβαση στην εργασία αποτελεί Γενική Αρχή του Ενωσιακού Δικαίου η απαγόρευση διακρίσεων λόγω ηλικίας.

Με την ΣτΕ 1898/2015, Γ τμ. 7μ., κρίθηκε ότι από το άρθρο 6, παρ. 1 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2000/78/ΕΚ προκύπτει ότι διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη στην ηλικία επιτρέπεται εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής καταρτίσεως και υπό την προϋπόθεση ότι τα μέσα επιτεύξεως του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία . Τέτοιοι θεμιτοί στόχοι είναι οι σχετιζόμενοι με την κοινωνική πολιτική, όπως οι στόχοι που συνδέονται με την πολιτική της απασχολήσεως, της αγοράς εργασίας ή της επαγγελματικής καταρτίσεως . Το επίμαχο ανώτατο όριο ηλικίας των 45 ετών το οποίο θεσπίσθηκε χάριν της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων  και  αποφυγής των προβλημάτων που δημιουργεί η αναγκαστική τοποθέτηση ατόμων μεγαλύτερων ηλικιών, καταργήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 11 του ν. 3051/2002, σε συμμόρφωση προς τις επιταγές της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ, μόνο καθόσον αφορά την πρόσληψη ή το διορισμό των προστατευόμενων ατόμων του ν. 2643/1998 στο Δημόσιο, ν.π.δ.δ. και ο.τ.α. α΄ και β΄ βαθμού με την παραδοχή από τον νομοθέτη ότι δεν συνέτρεχαν θεμιτοί στόχοι στον τομέα της απασχολήσεως που να δικαιολογούν την διαφοροποίηση της προσβάσεως στην απασχόληση με βάση αυτό το όριο ηλικίας . Ωστόσο διατηρήθηκε το εν λόγω όριο ηλικίας για την πρόσληψη των προστατευομένων προσώπων στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, χωρίς να προκύπτει από τις εισηγητικές εκθέσεις των άρθρων 10 παρ. 11 του ν. 3052/2002 και 14 παρ. 1 του ν. 3144/2003 η επιδίωξη θεμιτών στόχων, υπό την προεκτεθείσα έννοια, δεν συνιστά δε τέτοιο στόχο η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων . Συνεπώς κρίθηκε οτι η διάταξη που προβλέπει το όριο αυτό αντίκειται στα άρθρα 2, 3 και 6 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ .

ΗΛΙΚΙΑΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΩΣ ΘΕΜΙΤΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ

Κρίθηκε ότι η προβλεπόμενη περικοπή των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους συνταξιούχους οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους και έως τη συμπλήρωση του ηλικιακού αυτού ορίου, δεν ενέχει ανεπίτρεπτη δυσμενή μεταχείριση της κατηγορίας αυτής έναντι των λοιπών συνταξιούχων που έχουν συμπληρώσει την ηλικία αυτή, διότι η ηλικία αποτελεί ένα αντικειμενικό κριτήριο, που τελεί σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο ζήτημα, το δε προβλεπόμενο όριο ηλικίας δικαιολογείται, αφενός, από τη μέριμνα για την προστασία των μεγαλύτερων σε ηλικία συνταξιούχων και αφετέρου από το γεγονός ότι, για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, ο νομοθέτης προέβη με το Ν. 3863/2010 (στο πλαίσιο της προσπάθειας να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, μεταξύ άλλων, και με τον περιορισμό των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων) στην αύξηση των ορίων ηλικίας για τη συνταξιοδότηση και καθόρισε το 60ό έτος ως σημείο αναφοράς για την πρόωρη συνταξιοδότηση με βάση το νέο σύστημα [ΣτΕ 1031/2015, Γ τμ. επταμ., αντίθετη μειοψηφία].

ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η διάταξη του Ποινικού Κώδικα της Ρωσίας που προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής ισόβιάς κάθειρξης για ορισμένα ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα, αλλά εξαιρεί τις γυναίκες, τους ανήλικους (κάτω των 18 ετών) κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος και όσους είναι πάνω από 65 ετών κατά το χρόνο της καταδίκης επιδιώκει την θεραπεία των αρχών της δικαιοσύνης και του ανθρωπισμού, μέσω της λήψης υπόψη της ηλικίας και των φυσιολογικών χαρακτηριστικών των παραβατών και μπορεί να θεωρηθεί θεμιτός, στο πλαίσιο της πολιτικής ποινών, για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 5 και 14 ΕΣΔΑ. H εξαίρεση των ανήλικων δικαιολογείται από την ανάγκη διευκόλυνσης της αναμόρφωσής τους, την τεκμαιρόμενη ανωριμότητά τους, πνευματική και συναισθηματική, και τη μεγαλύτερη ικανότητά τους για αναδιαμόρφωση της προσωπικότητας , ενώ η εξαίρεση των άνω των 65 ετών στηρίζεται επίσης σε αντικειμενική και εύλογη δικαιολογητική βάση, συγκεκριμένα στην ανάγκη να είναι υπαρκτή και όχι απλώς θεωρητική η πιθανότητα και προοπτική πρόωρης απόλυσης. Δεν στοιχειοθετείται παραβίαση του συνδυασμού των άρθρων 14 και 5 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 24.1.2017, Κhamtokhu and Aksenchik v. Russia (60367/08 & 961/11).

ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΒΑΣΕΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΑΝΑΠΗΡΟΙ -ΘΥΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΕΚΝΑ ΑΥΤΩΝ

Οι αναγκαστικές τοποθετήσεις αναπήρων και θυμάτων πολέμου ή τέκνων τους ως και των αναπήρων της ειρηνικής περιόδου σε θέσεις κλητήρων, νυκτοφυλάκων και καθαριστριών των αναφερομένων στο νόμο δημοσίων υπηρεσιών, υπηρεσιών ν.π.δ.δ. κ.λπ. δικαιολογούνται επαρκώς από λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι επιβάλλουν είτε αμέσως είτε εμμέσως, (όπως για τα τέκνα), την ευμενή μεταχείριση εκείνων που υπέστησαν θυσίες για την πατρίδα, και για τον λόγο αυτό δεν προσκρούει στην κατοχυρουμένη από το άρθρο 4 Σ. ισότητα των Ελλήνων πολιτών, διότι δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια, πέρα από τα οποία το παρεχόμενο από το νόμο προνόμιο θα εμφανιζόταν ως καταδήλως αδικαιολόγητο και υπαγορεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 2 Σ., από την οποία προκύπτει ότι δικαιούνται της ειδικής φροντίδας του Κράτους οι ανάπηροι, τα θύματα πολέμου και οι οικογένειές τους (βλ. ΣτΕ 41/1993 επταμ., 3474/1989), αλλά και οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, εφόσον κατέστησαν ανάπηροι ή ανίκανοι ή τραυματίστηκαν, καθώς και οι οικογένειές τους (βλ. άρθρο 1 παρ. 1 α΄ ν. 1648/1986, πρβλ. ΣτΕ 2860/1993 επταμ., 2778/1991) .

Πρόκειται όχι για παραβίαση της ισότητας αλλά για αποκατάσταση της. Αφού η λαμβανόμενη κατά τα ανωτέρω μέριμνα, έχει σκοπό να αντισταθμίσει την εξ ορισμού μειονεκτική θέση, στην οποία περιήλθαν ή ευρίσκονται τα πρόσωπα αυτά στο πλαίσιο της συνεισφοράς τους προς την πατρίδα. Μάλιστα δεν αποσκοπεί μόνον στην κάλυψη οικονομικών, εν στενή εννοία, αναγκών τους, αλλά και στην παροχή διευκολύνσεων, προκειμένου να αποκατασταθεί, κατά το δυνατόν, ως προς αυτούς, η ισότητα ευκαιριών, την οποία αποστερήθηκαν συνεπεία της συγκεκριμένης συνεισφοράς τους. Επομένως, η προς αυτούς ειδική φροντίδα του Κράτους μπορεί, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, να συνίσταται στην παροχή ποικίλων άλλων διευκολύνσεων, που θεμιτώς κατατείνουν στον ανωτέρω σκοπό, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτές είναι συναφείς και πρόσφορες προς τούτο ( ΣτΕ ολομ. 1470/2016, πρβλ. υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1952, ΣτΕ 1463-4/1978).

Αντίθετα όταν ο νομοθέτης επιβάλλει την πρόσληψη των ως άνω ειδικών κατηγοριών σε ιδιωτική επιχείρηση, τότε συνιστά, από την φύση της, περιορισμό της, συνταγματικώς επίσης κατοχυρουμένης, οικονομικής ελευθερίας (ως ελευθερίας του επιχειρηματία να προσλαμβάνει και να απολύει προσωπικό κατ’ εκτίμηση των αναγκών της επιχειρήσεώς του και να επιλέγει τα πρόσωπα που επιθυμεί να προσλάβει). Το ΣτΕ θεωρεί συνταγματικά ανεκτό τον περιορισμό αυτό εφόσον βεβαίως συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας με την νομολογιακή κατασκευή της υποχρεωτικής «κοινωνικής ευθύνης και αλληλεγγύης των επιχειρήσεων στην κοινωνία. Η νομολογιακή αυτή κατασκευή, που εισάγει ευθύ περιορισμό στην επαγγελματική ελευθερία και σηματοδοτεί την αναλογική υποχώρηση της οικονομικής-επιχειρηματικής ελευθερίας υπέρ των κοινωνικών δικαιωμάτων των κατηγοριών αυτών αυτή στηρίζεται στο άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος. Πρόκειται στην ουσία για γνήσια σύγκρουση ατομικού και κοινωνικού δικαιώματος , όπου το ΣτΕ δέχεται ως κατ΄αρχήν συνταγματικά ανεκτό τον περιορισμό του ατομικού δικαιώματος της επαγγελματικής ελευθερίας υπέρ του κοινωνικού δικαιώματος της προστασίας των αναπήρων και θυμάτων πολέμου, λελογισμένα όμως με βάση την αρχή της αναλογικότητας, σε ένα ποσοστό που κρίνεται κάθε φορά από τον ακυρωτικό δικαστή. Αντίθετα υπέρβαση συντρέχει όταν ο περιορισμός υπερακοντίζει τον σκοπό του συντακτικού νομοθέτη ή εισάγει προνόμια που δεν δικαιολογούνται για την εξυπηρέτηση του εν λόγω σκοπού ή παραβιάζει την δίκαιη και αναγκαία ισορροπία μεταξύ των σκοπών της αρχής της ισότητας και της ελευθερίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας αφενός, και της ανάγκης προστασίας των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης αφετέρου.

Εξ άλλου ο κοινωνικός αυτός περιορισμός , όπως εξ΄άλλου και όλοι οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων , πρέπει να ερμηνευτεί στενά, δηλαδή δεν επιτρέπεται να θάλπονται και πρόσωπα που δεν είναι παθόντες ή τέκνα παθόντων , αλλά απλώς συμμετέχοντες ή πολλώ δε μάλλον τέκνα συμμετεχόντων σε πόλεμο . Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται παρά για αντισυνταγματικό προνόμιο.

Με την ΣτΕ Ολομ. 1470/2016 κρίθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 γ΄ σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2643/1998, προβλέπεται η αναγκαστική πρόσληψη ή τοποθέτηση σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, τόσο των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, όσο και των τέκνων τους. Σε αντίθεση, όμως, με όλες τις προϊσχύουσες διατάξεις, δεν απαιτείται, για την άμεση ή έμμεση υπαγωγή στις εν λόγω προστατευτικές ρυθμίσεις, η ιδιότητα του καθ’ οιονδήποτε τρόπο παθόντος, αλλ’ αρκεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ιδιότητα του συμμετασχόντος .Με το περιεχόμενο αυτό οι εν λόγω διατάξεις οδηγούν στην εισαγωγή υπέρ των ανωτέρω κατηγοριών προσώπων προνομίου, το οποίο πλήττει τόσο την αρχή της ισότητας μεταξύ των ελλήνων πολιτών, όσο και την οικονομική ελευθερία, δεδομένου ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 21 παρ. 2 του Συντάγματος, υπό τις οποίες θα καθίστατο θεμιτή η ανωτέρω ευμενής μεταχείριση, διότι ως κριτήριο θεσπίζεται η απλή (χωρίς καμία ειδικότερη προϋπόθεση είτε ιδιαίτερης συμβολής είτε, συνεπεία της συμμετοχής στην εθνική αντίσταση, συνδρομής οποιασδήποτε μορφής αναπηρίας ή ανικανότητας του ενδιαφερομένου) ιδιότητα του αγωνιστή της εθνικής αντίστασης, η οποία μάλιστα συνάπτεται με λίαν παρωχημένες καταστάσεις (απώτατο χρονικό σημείο λήξεως της εθνικής αντίστασης 28.5.1945, βλ. άρθρο 1 παρ. 2 ν. 1285/1982), με βάση το χρόνο θέσπισης του ν. 2643/1998, και, πολύ περισσότερο, με βάση το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης . Η μη δικαιολογημένη, κατά τα ως άνω, ευμενής μεταχείριση, συντρέχει πολλώ μάλλον επί ατόμου που έχει μόνο την ιδιότητα του τέκνου αγωνιστή εθνικής αντίστασης, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται ούτε άμεση σύνδεση του ιδίου του δικαιούχου με την εθνική αντίσταση . Επομένως, οι επίμαχες διατάξεις του ν. 2643/1998 αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Σ., ενώ δεν αρκεί για να τις καταστήσουν ανεκτές οι προβλέψεις του ιδίου νόμου για εξαίρεση επιχειρήσεων με ζημίες ή για δυνατότητα απαλλαγής επιχειρήσεων με αναστολή εργασιών [με μειοψηφία 4 μελών του Δικαστηρίου]
Το θέμα έχει παραπεμφθεί στο Α.Ε.Δ., λόγω αντίθεσης προς την απόφαση 1643/2012 του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι οι διατάξεις της παρ. 1 περ. γ εδ. α του άρθρου 1 του ν. 2643/1998 είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα και, ειδικότερα, με το άρθρο 4 παρ. 1 Σ.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ

Με ΣτΕ 13/2015 επταμ., κρίθηκε ότι το άρθρο 21 παρ1 του Σ προστατεύει την μητρότητα και στην πρόσβαση στο επάγγελμα (Πυροσβεστική). Πρόκειται για θετική διάκριση υπέρ της εγκυμονούσας υποψήφιας που έχει εξ΄αντικειμένου αδυναμία συμμετοχής της στις αθλητικές εξετάσεις. Μη νόμιμος ο αποκλεισμός της, διότι συντρέχει υποχρέωση αναβολής της εξέτασής της σε χρόνο μετά τη γέννηση.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΜΕΛΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΠΕΣΟΝΤΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΕΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ.

Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθων 103 (παρ. 1 και 7) και 118 (παρ. 6) Σ., εξαιρέσεις από το θεσπισθέν με το ν. 2190/1994 σύστημα προσλήψεων υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ, όπως το σύστημα αυτό είχε διαμορφωθεί έως την ψήφιση της αναθεωρήσεως του Συντάγματος του 2001, εξακολουθούν να ισχύουν, εφ’ όσον διετηρούντο σε ισχύ στις 6-4-2001 – Το ίδιο ισχύει και όταν οι εξαιρέσεις αυτές επαναλαμβάνονται σε μεταγενέστερες της ανωτέρω αναθεωρήσεως ρυθμίσεις, εφ’ όσον αποτελούν επέκταση του προϋφισταμένου αυτής καθεστώτος και δεν επιχειρούνται όλως ασυνδέτως προς το καθεστώς αυτό (πρβλ. ΣΕ 527/2015 Ολομ.).

Η προβλεπόμενη από το άρθρο 14 παρ. 20 του ν. 2266/1994 δυνατότητα διορισμού στο Δημόσιο συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων (συγγενών πρώτου βαθμού εργαζόμενου στο δημόσιο τομέα που απεβίωσε κατά και εξαιτίας της εκτέλεσης του υπηρεσιακού καθήκοντος) κατ’ εξαίρεση από την κείμενη περί ΑΣΕΠ νομοθεσία, είναι συνταγματικώς ανεκτή, δεδομένου ότι προϋφίστατο της συνταγματικής αναθεωρήσεως του 2001, διατηρήθηκε δε σε ισχύ, με ήσσονος σημασίας μεταβολές του περιεχομένου της, και μετά την ως άνω αναθεώρηση, ως επέκταση του προηγουμένου της αναθεωρήσεως καθεστώτος . Η ρύθμιση αυτή δεν είναι αντίθετη προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, δεδομένου ότι αφ’ ενός μεν συνιστά εκδήλωση της κατά το άρθρο 21 παρ. 1 Σ. μέριμνας του Κράτους για την παροχή προστασίας προς τις οικογένειες των εργαζομένων του δημοσίου τομέα οι οποίοι χάνουν τη ζωή τους κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και εξ αιτίας αυτής, αφ’ ετέρου δε εξαρτά το διορισμό των δικαιούχων από την κατοχή των νομίμων προσόντων για την κατάληψη της οικείας θέσεως («θέση ανάλογη των προσόντων που διαθέτει ο διοριζόμενος»), η συνδρομή των οποίων ελέγχεται κατά περίπτωση από την αρμόδια αρχή . Άλλωστε, ο νόμος προβλέπει ρητώς την προηγούμενη παραίτηση από το ίδιο δικαίωμα τυχόν άλλων δικαιούχων, την αμετάκλητη παραίτηση του διοριζομένου από τυχόν οικονομικές απαιτήσεις του, καθώς και την αναστολή του τυχόν συνταξιοδοτικού του δικαιώματος (ΣτΕ 2931/2015).

Με την ΣτΕ 3361/2015 κρίθηκε ότι το δικαίωμα διορισμού στο ΥΕΘΑ μελών της οικογένειας οπλίτη θανόντος κατά την εκτέλεση υπηρεσίας με τις
διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1-2 του ν. 1911/1990 (όπως αυτές επεκτάθηκαν και τροποποιήθηκαν, αντίστοιχα, με τις διατάξεις των άρθρων 30 παρ. 1 του ν. 1947/1991 και 12 παρ. 2-3 του ν. 2109/1992, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 του ν. 2913/2001), με τις οποίες καθιερώνεται, μεταξύ άλλων, υπέρ των ειδικώς αναφερομένων μελών της οικογένειας των οπλιτών γενικώς (του/της συζύγου ή ενός τέκνου ή ενός γονέα ή ενός αδελφού ή μίας αδελφής), θανόντων κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας και ένεκα αυτής, δικαίωμα διορισμού τους ως μόνιμων υπαλλήλων στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας σε θέση ανάλογη με τα προσόντα τους, είναι σύμφωνες προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας (πρβλ. ΣτΕ 2931/2015 επταμ.), ερμηνευόμενες ενόψει του αποκαταστατικού σκοπού για τον οποίον θεσπίσθηκαν, καταλαμβάνουν δε περιπτώσεις θανάτων που έχουν επισυμβεί όχι μόνον μετά αλλά και πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 1911/1990.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ

Με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 21 Σ. παρέχεται έντονη υπόδειξη προς τον κοινό νομοθέτη για τη λήψη μέτρων κοινωνικής προστασίας για τις πολύτεκνες οικογένειες, με σκοπό την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της Χώρας, χωρίς να επιβάλλεται η λήψη συγκεκριμένων μέτρων (ΣτΕ 2391/2013, 3503/2004). Συνεπώς καταλείπεται, στον κοινό νομοθέτη η ευχέρεια να σταθμίζει τις εκάστοτε ισχύουσες κοινωνικές συνθήκες και επί τη βάσει αυτών να θεσπίζει, να επεκτείνει ή να περιορίζει τα κατά την κρίση του ληπτέα ευεργετικά μέτρα ειδικής φροντίδας των μελών των πολύτεκνων οικογενειών, διαθέτοντας ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς τη μορφή και την έκταση της παρεχόμενης προστασίας (ΣτΕ 2391/2013). Περαιτέρω, από την ίδια συνταγματική διάταξη δεν επιτάσσεται ούτε η εξομοίωση των τέκνων πολυτέκνων με τους πολύτεκνους γονείς ούτε η ευεργετική μεταχείριση των τέκνων πολυτέκνων σε κάθε ανεξαιρέτως διαγωνισμό για την επιλογή και πρόσληψη υπαλλήλων του Δημοσίου (ΣτΕ 2391/2013, 43/2009). Εξάλλου, ενόψει της παρ. 5 του άρθρου 21 Σ., σύμφωνα με την οποία αποτελεί υποχρέωση του Κράτους η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της Χώρας, δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος o νομοθέτης να θεσπίζει ευνοϊκές ρυθμίσεις (λ.χ. μοριοδότηση κατά την πρόσληψη σε δημόσιες θέσεις), υπέρ όχι μόνο των μελών των πολύτεκνων οικογενειών αλλά και υπέρ των τριτέκνων και των τέκνων τους, εφόσον τούτο δεν οδηγεί στον περιορισμό ή την υποβάθμιση της παρεχομένης στους πολυτέκνους ειδικής φροντίδος, άνευ αποχρώντος λόγου.

Συνεπώς, η προβλεπόμενη με ΥΑ και με τη σχετική προκήρυξη διαγωνισμού πρόσληψης ειδικών φρουρών προσθήκη πέντε μονάδων στον υποψήφιο γονέα πολύτεκνης οικογένειας και τεσσάρων μονάδων στον υποψήφιο γονέα τριών τέκνων, έναντι τριών μονάδων στο τέκνο πολύτεκνης οικογένειας, όπως ο εκκαλών (και δύο μονάδων στα τέκνα τρίτεκνων οικογενειών) δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 Σ.( ΣτΕ 902/2016).

ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Με ΣτΕ 2837/2015 κρίθηκε ότι η απόρριψη αιτήματος απαλλαγής μοναχού από τη στράτευση, με βάση το άρθρο 13 παρ. 1 εδαφ. ζ΄ και 6 του ν. 3421/2005, με το οποίο καταργήθηκε η απαλλαγή από την στράτευση των μοναχών πλην αυτών του Αγίου Όρους, διότι δεν είναι βάσιμος ο λόγος περί παράβασης της συνταγματικής αρχής της ισότητας διότι οι μοναχοί του Αγίου Όρους τελούν σε ιδιαίτερο συνταγματικό καθεστώς (αρθ.105 Σ). Εξ΄άλλου ενδεχόμενη αντισυνταγματικότητα της ανωτέρω εξαιρετικής ρύθμιση δεν θα μπορούσε πάντως να επεκταθεί και στον αιτούντα. 

ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΉ ΕΦΑΡΜΟΓΉ ΙΣΟΤΗΤΑΣ


Θα πρέπει κατ΄αρχήν ο αιτών να έχει έννομο συμφέρον για την επίκληση της παραβίασης της αρχής της ισότητας και την επεκτατική εφαρμογή της. Με την ΣτΕ Γ΄ Τμ. 1442/2017 επταμ. (παραπεμπτική στην Ολομέλεια) κρίθηκε ότι η προνομιακή μεταχείριση ορισμένων κατηγοριών αθλητών, μέσω της εισαγωγής τους, καθ’ υπέρβαση του προβλεπόμενου αριθμού εισακτέων, σε σχολές των ΑΕΙ της προτίμησής τους, συμπεριλαμβανομένων των ιατρικών σχολών , προσδίδει έννομο συμφέρον προβολής του λόγου περί άνισης μεταχείρισης του αιτουντος έναντι διακριθέντων αθλητών, δεδομένου ότι, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, όπως προβάλλεται, η πρόβλεψη ποσοστού πρόσθετων θέσεων υπέρ των διακριθέντων αθλητών, θα είναι δυνατή, σε συμμόρφωση προς την απόφαση του Δικαστηρίου, η εγγραφή του αιτούντος ως υπεράριθμου σε μία εκ των ιατρικών σχολών της χώρας [αντίθετη μειοψηφία].

Οι διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 2725/1999, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, παραβιάζουν τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μέτρου/σκοπού, προβλέποντας την πριμοδότηση αθλητών ακόμα και για λιγότερο σημαντικές επιτυχίες (πανελλήνια σχολικά πρωταθλήματα) και την καθ’ υπέρβαση εισαγωγή τους στις ανώτατες σχολές στο δυσανάλογα υψηλό ποσοστό του 4,5% των προβλεφθεισών θέσεων . Σύμφωνα με συγκλίνουσα άποψη, (α) η εισαγωγή υποψήφιων σπουδαστών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση επιβάλλεται να διενεργείται, ενόψει των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας, με κριτήρια αμιγώς ακαδημαϊκά, ήτοι βάσει των ικανοτήτων και δεξιοτήτων των υποψηφίων, (β) η ιδιότητα του διακριθέντος σε αγώνες αθλητή δεν συνδέεται καταρχήν με ικανότητες και δεξιότητες συναφείς με το γνωστικό αντικείμενο των ιατρικών σχολών και (γ) η προνομιακή μεταχείριση αθλητών όσον αφορά την εισαγωγή τους σε σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον κατ’ εξαίρεση σε περιπτώσεις ιδιαίτερα σημαντικών διακρίσεων σε αγώνες (πρώτες θέσεις σε Ολυμπιακούς Αγώνες, Παγκόσμια και Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα) και εφόσον η αθλητική δραστηριότητα των υποψήφιων σπουδαστών έχει κάποια συνάφεια με το γνωστικό αντικείμενο της σχολής στην οποία επιδιώκεται η εισαγωγή (π.χ. ΤΕΦΑΑ).

Ειδικά για το συντελεστή βαρύτητας του μαθήματος Νεοελληνικής Γλώσσας κατά την πλειοψηφήσασα άποψη: Ναι μεν η αξιολόγηση του επιπέδου της γλωσσικής επάρκειας ενός υποψηφίου, ανεξαρτήτως του προσανατολισμού των σπουδών του, είναι θεμιτή, διότι, αφενός, η γλωσσική καλλιέργεια υπηρετεί την ανάπτυξη της σκέψης και των πνευματικών δεξιοτήτων του ατόμου, και, αφετέρου, η εξέταση της γλωσσικής επάρκειας του υποψηφίου επιτρέπει μια αποτίμηση της συνολικότερης συγκρότησής του, η απόδοση όμως της ίδιας βαρύτητας στην εξέταση του μαθήματος γενικής παιδείας της Νεοελληνικής Γλώσσας και στην εξέταση ενός μαθήματος της Ομάδας Προσανατολισμού, όπως εν προκειμένω της Φυσικής, αποτελεί ρύθμιση απρόσφορη για την επίτευξη του από το νόμο επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος, της επιλογής δηλ. των καταλληλότερων υποψηφίων σπουδαστών των ιατρικών σχολών, δεδομένου και ότι η επαρκής γνώση της νεοελληνικής γλώσσας προκύπτει ήδη σε μεγάλο βαθμό από την κατοχή του απολυτηρίου Λυκείου και η πρόσβαση στις ανώτατες σχολές πρέπει να κρίνεται κατά κύριο λόγο με βάση τις επιδόσεις στα συναφή προς τις επιδιωκόμενες σπουδές αντικείμενα [με αντίθετη μειοψηφία]

Προφορική εξέταση του μαθήματος Νεοελληνικής Γλώσσας για κατηγορίες υποψηφίων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Πλειοψηφήσασα άποψη: Η μη πρόβλεψη από το νομοθέτη χωριστών θέσεων στις ανώτατες σχολές για τα άτομα τα οποία εξετάζονται προφορικώς δεν παραβιάζει τα όρια της ευχέρειας του νομοθέτη να διαμορφώσει κατά τρόπο αξιοκρατικό το σύστημα επιλογής των σπουδαστών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, λαμβανομένου ιδίως υπ’ όψη ότι τα θέματα στα οποία εξετάζονται προφορικώς οι υποψήφιοι είναι κοινά με αυτά στα οποία εξετάζονται οι υποψήφιοι της γενικής κατηγορίας και συνεπώς δεν πρόκειται για εξετάσεις μειωμένης δυσκολίας [με αντίθετη μειοψηφία].Παραπομπή των ζητημάτων στην Ολομέλεια.


ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΒΑΡΗ

Τοκοφορία αξίωσης αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων. Από την επομένη άσκησης της προσφυγής και όχι μετά από ένα εξάμηνο από την κοινοποίησης της απόφασης στην εφορία. Γεγονότα τα οποία δεν ελέγχει ο διοικούμενος δεν μπορεί να αποτελούν κριτήρια δυσμενούς διάκρισης του έναντι της αντιδίκου αρχής (ΣτΕ Ολομ. 2190/2014)..

Οι διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, κατά το μέρος που ορίζουν ότι, επί επιστροφής φόρων, δασμών κλπ., που κατεβλήθησαν αχρεωστήτως κατά τα κριθέντα με οριστική δικαστική απόφαση, η τοκοφορία αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποιήσεως στην φορολογική αρχή της δικαστικής αποφάσεως, έχουν ως συνέπεια την μη προσήκουσα αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του αχρεωστήτως καταβαλόντος τον φόρο, η οποία προκλήθηκε από την διαγνωσθείσα ως εξαρχής αχρεώστητη καταβολή του φόρου, διότι η υποχρέωση καταβολής τόκων, που εξ ορισμού έχουν ως σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας από στέρηση περιουσιακών στοιχείων, περιορίζεται στο χρονικό διάστημα μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποιήσεως στην φορολογική αρχή της αποφάσεως του αρμοδίου δικαστηρίου. Η ρύθμιση αυτή, που αφήνει ακάλυπτο μακρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο φορολογούμενος υφίσταται μη νομίμως περιουσιακή ζημία και του οποίου χρονικού διαστήματος η διάρκεια εξαρτάται από γεγονότα που ευρίσκονται εκτός του πεδίου επιρροής του, όπως είναι κυρίως ο χρόνος συζητήσεως της υποθέσεως και της δημοσιεύσεως και κοινοποιήσεως της αποφάσεως, είναι ασύμβατη τόσο με το άρθρο 4 παρ. 5 Σ., όσο και με τα άρθρα 17 παρ. 1 Σ. και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ Ο χρόνος ενάρξεως της τοκοφορίας ρυθμίζεται από την προγενέστερη διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944, κατά την έννοια της οποίας τόκοι οφείλονται από την άσκηση της προσφυγής, με την οποία υποβάλλεται το αίτημα για επιστροφή φόρου κλπ. που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως (ΣτΕ Ολομ. 2190/2014).


Με την ΣτΕ 239/2015 Ολομ. κρίθηκε η ανταλλαγή και “κούρεμα” ομολόγων του Δημοσίου δεν παραβιάζει την ισότητα ενώπιον των δημόσιων βαρών διότι το επίμαχο μέτρο εντάσσεται στο πλαίσιο ευρύτερων νομοθετικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους και οι επενδυτές ήξεραν ότι δεν είναι απαλλαγμένοι ευρύτερων κινδύνων. Συνεπώς αποτελούσαν ιδιαίτερη κατηγορία που επιτρέπει την διαφοροποίηση έναντι των λοιπών Ελλήνων που ήδη έχουν επιβαρυνθεί από την δημοσιονομική κρίση και περαιτέρω επιβάρυνση τους θα παραβίαζε το άρθρο 4παρ5 Σ.

“21. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2198/1994 […] από τη διάθεση άυλων τίτλων εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου γεννάται πιστωτική σχέση με ενοχικά δικαιώματα μη διαφοροποιούμενα επί τη βάσει των υποκειμενικών στοιχείων κάθε πιστωτή και αναιτιώδη. Συνεπώς, η αρχή της ισότητας δεν επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο να επιφυλάσσει ιδιαίτερη ευνοϊκή μεταχείριση σε ορισμένους από τους πιστωτές του, οι οποίοι αντλούν τα δικαιώματά τους από τίτλους που διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2198/1994, με κριτήρια α) μια ιδιότητα άλλη σε σχέση με την αδιαφοροποίητη ιδιότητα του πιστωτή [όπως η ιδιότητα του προμηθευτή φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, χημικών αντιδραστηρίων και ορθοπεδικού υλικού, που έχουν οι αιτούσες] ή β) την υποκειμένη αιτία της πιστωτικής σχέσης. Αντιθέτως, μάλιστα, η αρχή της ισότητας, όπως κατά τα διεθνή συναλλακτικά ήθη εφαρμόζεται ειδικότερα επί σχέσεων πλειόνων πιστωτών με τον ίδιο οφειλέτη (εκδότη τίτλων), γνωστή ως αρχή «pari passu», επιβάλλει την πορεία μέχρι την τελική λύση των σχέσεων «με ίσο βήμα» (“on equal footing”), ώστε σε περίπτωση αδυναμίας ικανοποιήσεως του συνόλου των απαιτήσεων των πιστωτών κάθε πιστωτής να ικανοποιηθεί ανάλογα με το ύψος της απαίτησής του («pro rata»). Για την εξυπηρέτηση δε αυτού του σκοπού επιβάλλεται η δέσμευση των μη συναινούντων πιστωτών (binding effect) […]. Επειδή, τα έκτακτα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση μιας απρόβλεπτης συγκυρίας, εξαιρετικά δυσμενούς για την εθνική οικονομία και παρατεταμένης, δεν είναι επιτρεπτό, σύμφωνα με το άρθρα 2 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, να επιρρίπτονται αδιαφοροποίητα στο κοινωνικό σύνολο και, μάλιστα, στους πολίτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των φορολογικών και λοιπών υποχρεώσεών τους (ΣτΕ 668, 1283 – 6/2012). Το κοινωνικό σύνολο έχει επιβαρυνθεί με σειρά νομοθετικών μέτρων περί επιβολής νέων φόρων και εισφορών, με αύξηση της ήδη υπάρχουσας φορολογίας (εισοδήματος, ακίνητης περιουσίας, κατανάλωσης και λοιπής) και με σοβαρές περικοπές των αποδοχών των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα και των συντάξεων [βλ. ν. 3833/2010 (Α΄ 40), ν. 3845/2010 (Α΄ 65), ν. 3986/2011 (Α΄ 152), ν. 4021/2011 (Α΄ 218), ν. 4024/2011 (Α΄ 226)], με άλλα δε νομοθετικά μέτρα, τα οποία έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση της οικονομικής συγκυρίας μέσω και της αναδιάρθρωσης της εθνικής οικονομίας, έχουν θιγεί και οι εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα [Π.Υ.Σ. 6/2012, Α΄ 38]. Εν προκειμένω, ο περιορισμός των απαιτήσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου με τις διατάξεις του ν. 4050/2012 έθιξε τους φορείς δικαιωμάτων από έννομες σχέσεις παροχής οικονομικής πίστης στο Ελληνικό Δημόσιο, των οποίων (δικαιωμάτων) η απόλαυση δεν ήταν απαλλαγμένη κινδύνων, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα. Η ρύθμιση αυτών των εννόμων σχέσεων με τις διατάξεις του ν. 4050/2012 και της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012, ήτοι με περιορισμό, κατόπιν σχετικής διαπραγμάτευσης, των απαιτήσεων των πιστωτών έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και με σύμμετρη ικανοποίηση κάθε πιστωτή «pro rata», ανάλογα με το ύψος του κεφαλαίου του που αντιστοιχεί στο δημόσιο χρέος προς τον Ιδιωτικό Τομέα, εντάσσεται στο πλαίσιο των ανωτέρω ευρύτερων, επιβαρυντικών για το κοινωνικό σύνολο, νομοθετικών παρεμβάσεων που αποβλέπουν στην αντιμετώπιση της δεδομένης εξαιρετικά δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. […]”

Με την ΣτΕ 532/2015 Ολομ. κρίθηκε ότι είναι συνταγματική η επιβολή του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ) άρθρων 27 επ. Ν. 3842/2010 και δεν προσβάλλει την Φορολογική ισότητα και το Δικαίωμα Περιουσίας.

“9. […] Από τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ.1 αυτού, που καθορίζει τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές), συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ΄ αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες με διάφορους τρόπους, περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι συγκεκριμένα η καθολικότητα της επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευόμενη με τον, κατ΄ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης φορολογητέας ύλης, που μπορεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 78 παρ.1 του Συντάγματος, να είναι το εισόδημα, η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. Κατά την έννοια δε των ίδιων ως άνω συνταγματικών διατάξεων, ο φόρος δεν αποκλείεται να βαρύνει ορισμένο μόνο κύκλο προσώπων ή πραγμάτων, εφόσον πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη, η οποία, κατ’ αυτό τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση του συγκεκριμένου αυτού κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα (βλ. ΣτΕ 2527-2531,3342-3349/2013 Ολ., 1972/2012 Ολ., 2469-2471/2008 Ολ., 2113/1963 Ολ.). Από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος συνάγεται επίσης ότι ο νομοθέτης έχει ευρεία ευχέρεια να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείο φορολογικό σύστημα, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεση ότι οι  σχετικές ρυθμίσεις γίνονται βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, καθώς και να φορολογεί ή να μη φορολογεί ορισμένη κατηγορία φορολογικών στοιχείων, όπως τα ακίνητα, εκτιμώντας τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (βλ. ΣτΕ 2975/2011, 3028/2009, 3485/2007, 3348-9/2005 7μ., 2972, 2974/2001 7μ., 3037/1990).

10. Με τις διατάξεις [του άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ] με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεώς τους κατ’ εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της υπάρξεως αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών. Ως εκ τούτου, επιβολή φορολογικής υποχρεώσεως που συνιστά υπερβολικό βάρος για τα πρόσωπα που βαρύνονται με αυτήν ή κλονίζει ριζικά την οικονομική τους κατάσταση αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (βλ. ΣτΕ 3342-3349/2013 Ολ., 1972/2012 Ολ., 2366-2367/2013∙ ΕΕΔΑ απόφαση της 16.1.1995, Ricardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ.15117/89, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 11036/84).

11. Επειδή, ο νομοθέτης, θεσπίζοντας, εν συνεχεία παλαιοτέρων νομοθετημάτων φορολογήσεως της ακίνητης περιουσίας (βλ. ν. 11/1975, άρθρα 19-36 ν. 1249/1982, άρθρα 21-35 ν. 2459/1997), τον επίδικο φόρο ακίνητης περιουσίας [27 επ. του ν. 3842/2010], απέβλεψε, επιτρεπτώς κατά το άρθρο 78 παρ.1 του Συντάγματος, στην φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ανωτέρω ακίνητης περιουσίας ως φορολογητέας ύλης (άλλως, πηγής πλούτου) διαφορετικής από το εισόδημα, δοθέντος ότι, κατά τη συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνο το εισόδημα, αλλά, αυτοτελώς, και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. Ως εκ τούτου, και κατ’ αρχήν, ούτε η ύπαρξη προσόδου από το συγκεκριμένο ακίνητο αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στον Φ.Α.Π. ούτε, άλλωστε, η μη συνεκτίμηση, κατά την επιβολή του επίδικου φόρου, της υπάρξεως (ή μη) εισοδήματος από το βαρυνόμενο ακίνητο συνιστά, μόνη αυτή, παράβαση της συνταγματικής αρχής της ίσης, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου, επιβαρύνσεως. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, ότι δηλαδή μόνο το εισόδημα μπορεί να αποτελέσει βάση φορολογίας και δείκτη προσδιορισμού της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών, δεν ευρίσκει έρεισμα στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε, άλλωστε, ανταποκρίνεται στην αρχή της φορολογικής ισότητας η απαλλαγή από την φορολογία κάθε απρόσοδης περιουσίας (πρβλ. ΣτΕ 3342-3349/2013 Ολ.,1972/2012 Ολ. για την επιβολή του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.˙ πρβλ. επίσης -χωρίς ρητή σκέψη- ΣτΕ 2060, 3037/1990, 264/1989 σχετικά με τον επιβληθέντα με το ν. 1249/1982 φόρο ακίνητης περιουσίας και ΣτΕ 2975/2011, 3028/2009, 3485/2007, 3348-9/2005 7μ., 2972, 2974/2001 7μ. σχετικά με το φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας του ν. 2459/1997, όπου δεν γίνεται σύνδεση του παραγόμενου από την επιβαρυνόμενη ακίνητη περιουσία εισοδήματος με το επιβαλλόμενο φορολογικό βάρος). Περαιτέρω, […] όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, για τον προσδιορισμό της αξίας της ακίνητης περιουσίας, που αποτελεί αντικείμενο της ένδικης φορολογικής επιβαρύνσεως, λαμβάνονται υπόψη γενικά και αντικειμενικά κριτήρια (τιμές εκκίνησης ή αφετηρίας, επιφάνεια ακινήτου, συντελεστές αυξομείωσης, ποσοστό συνιδιοκτησίας ανάλογα με το είδος του εμπράγματου δικαιώματος – βλ. αναλυτικά άρθρο 32 του νόμου) και επίσης προβλέπονται: α) απαλλαγές από το φόρο (άρθρο  29 του νόμου) που αφορούν κυρίως ακίνητη περιουσία αντικειμενικά μη εκμεταλλεύσιμη, β) αφορολόγητο ποσό, ανερχόμενο από 1.1.2011 σε 200.000 ευρώ  και γ) για τον υπολογισμό του φόρου φυσικών προσώπων, προοδευτικός συντελεστής από 0,2% έως 1% ανά κλιμάκιο φορολογητέας αξίας (βλ. άρθρο 36 παρ.2 του νόμου όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 33 παρ. 1  του ν. 3986/2011), και για τα έτη 2010, 2011 και 2012 σε φορολογητέα αξία περιουσίας άνω των 5.000.000 ευρώ συντελεστής 2% για την αξία άνω των 5.000.000 ευρώ (άρθρο 36  παρ.3 του νόμου).

Με τα δεδομένα αυτά, η επιβολή του επίδικου φόρου δεν υπερβαίνει τα όρια της κατά τα ανωτέρω διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείο φορολογικό σύστημα  και να καθορίζει τον ενδεδειγμένο τρόπο φορολογήσεως διαφόρων κατηγοριών φορολογικών στοιχείων και, επομένως, δεν παραβιάζει τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Συνεπώς, όσα περί του αντιθέτου προβάλλει ο προσφεύγων, επικαλούμενος την απώλεια του εισοδήματός του από τη ραγδαία πτώση της επαγγελματικής του δραστηριότητας κατά τα τελευταία τρία έτη και την έλλειψη προσόδων από τα επιβαρυνόμενα ακίνητά του καθώς και την ιδιότητά του ως ψιλού κυρίου  δύο ακινήτων από τα φορολογούμενα με τον ένδικο φόρο, ο οποίος δεν έχει, κατά το νόμο, την εξουσία χρήσεως αυτών (όπως ο επικαρπωτής) και, επομένως, δεν μπορεί να τα εκμισθώσει ώστε να αποκτήσει εισόδημα, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξάλλου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, δεν υπάρχει φορολογική εξομοίωση του ψιλού κυρίου με τον επικαρπωτή, όπως επικαλείται ο προσφεύγων. Και τούτο διότι η φορολογική επιβάρυνση του ψιλού κυρίου με τον επίδικο φόρο είναι μειωμένη σε σχέση με εκείνη του επικαρπωτή, αφού για τον υπολογισμό του ΦΑΠ λαμβάνεται υπόψη η αξία της ψιλής κυριότητας, η οποία προκύπτει αν από την αξία της πλήρους κυριότητας αφαιρεθεί η αξία της επικαρπίας (βλ. άρθρο 30 του νόμου). […].. Επειδή, περαιτέρω, ο προσφεύγων προβάλλει ότι η επιβολή του ένδικου φόρου αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, διότι σε συνδυασμό με τις λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις της ακίνητης περιουσίας [Ενιαίο Τέλος Ακινήτων (Ε.Τ.ΑΚ.), Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ), Έκτακτο Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.), συμπληρωματικός φόρος εισοδήματος στα εισοδήματα από ακίνητα] και τους φόρους για την απόκτηση των ακινήτων (φόρος μεταβιβάσεως ακινήτων, φόρος προστιθέμενης αξίας στα νεόδμητα ακίνητα, φόρος κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών) καταλήγει σε δήμευση της περιουσίας. Όμως το Ενιαίο Τέλος Ακινήτων (Ε.Τ.ΑΚ.) επιβλήθηκε με τα άρθρα 5-21 του ν. 3634/2008 (A΄9) ως φόρος επί της κατοχής ακίνητης περιουσίας για έτη προηγούμενα από τον επίδικο Φ.Α.Π. (2008 και 2009), καταργήθηκε δε με το άρθρο 56 του ν. 3842/2010 από το έτος 2010, από το οποίο άρχισε η επιβολή του Φ.Α.Π. Το δε Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (άρθρο 24 του ν. 2130/1993, Α΄ 62), το οποίο επιβάλλεται υπέρ των δήμων και κοινοτήτων, λόγω του πολύ χαμηλού ύψους του (συντελεστής τέλους 0,25‰ έως 0,75‰) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά, ακόμη και σε συνδυασμό με το επίδικο φορολογικό βάρος, υπέρμετρη επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας. Εξάλλου, όπως έχει ήδη κριθεί με τις 1972/2012 και 3342-3349/2013 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας,  το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.), που επιβλήθηκε σε βάρος της ακίνητης περιουσίας με το άρθρο 53 του ν. 4021/2011 (Α΄ 218) για τα έτη 2011 και 2012, δεν καθιστά, ιδίως ενόψει του έκτακτου χαρακτήρα του, σε συνδυασμό με τις λοιπές φορολογίες που συνδέονται με την κατοχή της ακίνητης περιουσίας, δημευτικό το εθνικό σύστημα φορολογίας των ακινήτων. Περαιτέρω, ανεξαρτήτως του ότι ο προσφεύγων δεν ισχυρίζεται ότι του έχουν επιβληθεί φόροι για την απόκτηση της περιουσίας του (οι οποίοι επιβάλλονται εφάπαξ), ο συμπληρωματικός φόρος εισοδήματος και οι φόροι για την απόκτηση της περιουσίας που επικαλείται δεν αφορούν  την κατοχή της ακίνητης περιουσίας, όπως ο ένδικος ΦΑΠ. Συνεπώς, ενόψει του δημόσιου σκοπού, για τον οποίο θεσπίστηκε  ο ΦΑΠ, δηλαδή της δίκαιης ανακατανομής των φορολογικών υποχρεώσεων στο πλαίσιο αναμορφώσεως της φορολογήσεως εισοδημάτων και περιουσιών (βλ. εισηγητική έκθεση του νόμου) και λαμβανομένων υπόψη α) του ύψους των προβλεπόμενων για τον υπολογισμό του επίδικου φόρου επί της ακίνητης περιουσίας φυσικών προσώπων προοδευτικών συντελεστών, β) του αφορολόγητου ποσού, που από 1.1.2011 ανέρχεται σε 200.000 ευρώ και γ) των απαλλαγών του άρθρου 29, ο επίδικος φόρος για τα φυσικά πρόσωπα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά δυσανάλογη επέμβαση στην περιουσία των φορολογουμένων αντίθετη προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Άλλωστε στην περίπτωση του προσφεύγοντος το ύψος του φόρου που επιβάλλεται με τα προσβαλλόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα (14.887,03 ευρώ για κάθε ένα από τα έτη 2011 και 2012) σε σχέση με την  αξία της περιουσίας  του (2.048.702 ευρώ)  δεν οδηγεί μέσα σε λίγα χρόνια, όπως ισχυρίζεται, στην καταβολή του ισόποσου της αξίας των ακινήτων του σε φόρους. Το ίδιο ισχύει και για τις παρεμβαίνουσες […]

15. Επειδή, τέλος, η μη πρόβλεψη απαλλαγής της κύριας κατοικίας από τον Φ.Α.Π., κατά το πρότυπο αντίστοιχης προβλέψεως του άρθρου 9 του ν.  3634/2008 για το Ε.Τ.ΑΚ., όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού από το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του ν. 3763/2009 (Α΄ 80), δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 4 του Συντάγματος που ορίζει ότι: «Η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που την στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Κράτους». Και τούτο διότι ο κοινός νομοθέτης έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να καθορίζει το σύστημα φορολογίας της ακίνητης περιουσίας, στην προκειμένη δε περίπτωση προβλέπει για τα φυσικά πρόσωπα αφορολόγητο όριο, το οποίο αρχικά ανερχόταν σε 400.000 ευρώ και από 1.1.2011 ανέρχεται σε 200.000 ευρώ. To όριο δε αυτό, σύμφωνα με το δικόγραφο των απόψεων του Δημοσίου, εξασφαλίζει το αφορολόγητο της κύριας κατοικίας των φορολογουμένων, αφού, στατιστικά, η αξία της κύριας κατοικίας του μέσου Έλληνα δεν  υπερβαίνει το όριο αυτό. Συνεπώς, και ανεξαρτήτως του ότι ο προσφεύγων δεν προβάλλει ότι κάποιο από τα βαρυνόμενα με τον επίδικο φόρο ακίνητα χρησιμοποιείται ως κύρια κατοικία από αυτόν και την οικογένειά του, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την προσφυγή είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.”

Με την ΣτΕ 1183/2015 κρίθηκε ότι το άρθρο 91 παρ.2 του παλαιού δημοσίου λογιστικού (παρόμοιο ισχύει και σήμερα) ήτοι του ν.δ. 321/1969, (για αξιώσεις που γεννήθηκαν πριν από την 1.1.1996) που προβλέπει τριετή παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου από αχρεώστητη καταβολή ενώ κατ΄απόκλιση από τη γενική πενταετή παραγραφή για λοιπές χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου, δικαιολογείται από την περιοδικότητα καταβολής των φόρων και την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών φορολογικών διαφορών, ενόψει και του μεγάλου αριθμού και του ύψους τους, ώστε να μην ανατρέπονται, μετά από την πάροδο μακρού χρόνου, τα οικονομικά δεδομένα κατ’ εκτίμηση των οποίων διενεργείται ο δημοσιονομικός σχεδιασμός . Εξάλλου η προβλεπόμενη τριετής παραγραφή δεν παρακωλύει ουσιωδώς την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος ένδικης προστασίας – Συνεπώς η ως άνω διάταξη δεν αντίκειται στο Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1), στην ΕΣΔΑ (άρθρα 6 παρ. 1, 13 και 14) ή στο ΔΣΑΠΔ (άρθρα 2 παρ. 3, 14 και 26)  .

Η φορολόγηση της αποζημίωσης , που δεν έχει τα χαρακτηριστικά εισοδήματος, περιουσίας, δαπάνης είναι αντίθετη στη φορολογική ισότητα.

Με την ΣτΕ Ολομ. 1853/2015 κρίθηκε ότι η Φορολόγηση του επιμίσθιου εξωτερικού εκπαιδευτικών ένόψει της φύσεως και του σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε το επίμαχο επιμίσθιο, το οποίο ελάμβαναν, κατά το κρίσιμο έτος, οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως ελληνικών σχολείων της Βαυαρίας, προκειμένου να ανταποκριθούν, κατά τη ρητή διάταξη του νόμου, στην ανάγκη αντιμετωπίσεως των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως σε κάθε χώρα, συνεπώς δε προς κάλυψη των δαπανών, στις οποίες αυτοί υποβάλλονται εξαιτίας της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, δεν επιτρέπεται, κατά τα άρθρα 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, δεδομένου ότι έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα . Το χαρακτήρα αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι παρέχεται ανεξάρτητα από την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για τη διενέργεια δαπανών, διότι οι σχετικές δαπάνες είναι αναμενόμενες και άρρηκτα συνδεδεμένες με την υπηρεσία, την οποία ο εκπαιδευτικός προσφέρει ευρισκόμενος στην αλλοδαπή, καθώς και με το κόστος ζωής στη χώρα, στην οποία υπηρετεί, για το λόγο δε, άλλωστε, αυτό το ύψος του επιδόματος καθορίζεται για κάθε χώρα – Συνεπώς, οι διατάξεις νόμου με τις οποίες υπήχθη σε φόρο εισοδήματος το επίδικο επιμίσθιο αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος.

ΜΕΙΖΟΝΕΣ ΣΕ ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ

ΣτΕ 2397/2004 Ολομ.

Πάγια μείζων σχετική με ερμηνεία αρχής ισότητας. Πρόκειται για έλεγχο ορίων (περιθώριο εκτίμησης διοίκησης το οποίο επηρεάζει και την έκταση του δικαστικού ελέγχου). Πάντως ο έλεγχος δεν είναι οριακός σε όλες τις περιπτώσεις αλλά εξαρτάται από την έκταση της απόκλισης από την αρχή ισότητας. Βλ.ιδιώς περιορισμοί στην είσοδο στα ελευθέρια επαγγέλματα.

4. Επειδή, η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματοςαποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογώναναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ’ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου μη συνδεομένου προςαξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκεςμε βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (Σ.τ.Ε. Ολομ12521253/2003).

Εξ άλλου, η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 του Συντάγματος, υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους

ΑΡΧΗ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

Η αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται στον έλεγχο της αρχής της ισότητας;

Αρχικά η νομολογία ΣτΕ δεν συνέδεε την αρχή της ισότητας με την αρχή της αναλογικότητας και ο έλεγχος ήταν αυτός που ορίστηκε παραπάνω στη σκ. 4 της ολομελειακής απόφασης. Στην πορεία, εμφανίζονται αποφάσεις του ΣτΕ οι οποίες θέτουν το ζήτημα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας κατά την εξέταση της τήρησης της αρχής της ισότητας από τον δικαστή (βλ. ΣτΕ 1943/2018 Ολομ., η οποία προσθέτει στην κλασική μείζονα ότι σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί ο νομοθέτης να ορίζει αποκλίσεις, υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές αποκλίσεις δεν παραβιάζουν την αρχή αναλογικότητας, δεχόμενο ότι σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατός ο περιορισμός της αρχής της ισότητας, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεση τήρησης της αρχής αναλογικότητας ).