ΕΝΝΟΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Χωροταξικό δίκαιο είναι το σύνολο κανόνων δικαίου δημοσίου δικαίου που ρυθμίζουν το κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι σε εκτεταμένο αλλά συγκεκριμένο χώρο (φυσικού περιβάλλοντος).
Το χωροταξικό δίκαιο προσπαθεί να επιτύχει μια ρεαλιστική ισορροπία ανάμεσα στην αρχή της αειφορίας και την οικονομική ανάπτυξη με βάση την ελευθερία της αγοράς. Στόχος του είναι η βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Οποιαδήποτε συνεπώς δραστηριότητα στο χώρο επιβάλλει σοβαρή προπαρασκευή και μελέτη των χωροταξικών διατάξεων καθώς και πλήθος αδειοδοτήσεων. Ακόμη και τα ακίνητα που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και εντάσσονται στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων δεν περιέρχονται στο ιδιαίτερο καθεστώς δημοσίου δικαίου των Νόμων 3986/2011 και 4062/2012 διά μόνης της μεταβιβάσεώς τους στο ΤΑΙΠΕΔ, διότι για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών απαιτείται η έκδοση των προβλεπομένων στο ίδιο κεφάλαιο διοικητικών πράξεων (ΕΣΧΑΔΑ, πράξεις παραχωρήσεως της χρήσεως αιγιαλού, παραλίας, όχθης και παρόχθιας ζώνης και του δικαιώματος εκτελέσεως λιμενικών έργων κ.ο.κ.), κατόπιν τηρήσεως ειδικών διοικητικών διαδικασιών, οι οποίες υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Με το Ν.4062/12 συγκροτήθηκε ο Μητροπολιτικός Πόλος Ελληνικού – Αγίου Κοσμά διά της ενοποιήσεως τριών ακινήτων για να επιτευχθεί ο νέος σκοπός του νομοθέτη ήτοι η άνευ ετέρου άρση των προϋφιστάμενων χαρακτηρισμών του Ελληνικού ως αεροπορικής εγκαταστάσεως και των δύο άλλων ακινήτων ως αθλητικών κέντρων (ΣτΕ 1903/2014 Ολομ. ,ΣτΕ 1415/2013 Δ, 7μ).
Τα χωροταξικά σχέδια
Το σώμα των κανόνων δικαίου που αφορούν την χωροταξία είναι κυρίως δημοσίου δικαίου αφού σκιαγραφεί τη διαδικασία επέμβασης του κράτους σε μεγάλες γεωγραφικές ενότητες (περιφέρεια, νομός) ή και σε ολόκληρη την χώρα με σκοπό των συντονισμό τόσο των κρατικών και ιδιωτικών ενεργειών που επιδρούν στο χώρο ιδίως στα πεδία της πολεοδομίας, περιφερειακής και οικονομικής ανάπτυξης, αγροτικής πολιτικής, συγκοινωνιακών δικτύων, προστασίας του περιβάλλοντος, φυσικού και πολιτιστικού (ΣτΕ 1421/13). Κομβική είναι η διάταξη του το άρθρο 24§1 & 2 του Συντάγματος μας που συνδυάζεται με τα άρθρα 79§8 ,106, 17 και 5§1. Η χωροταξία και το χωροταξικό δίκαιο ρυθμίζουν το φυσικό σχεδιασμό σε κοινωνικοοικονομική βάση. Διαμορφώνουν έτσι το παρόν και προγραμματίζουν το μέλλον κατά τέτοιο τρόπο που εντάσσονται στους πρωταρχικούς σκοπούς του σύγχρονου κοινωνικού κράτους. Η προστασία του περιβάλλοντος, οι άριστοι δυνατοί όροι διαβιώσεως του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας (βιώσιμης αναπτύξεως) επιτυγχάνονται μόνο με τον καλά σχεδιασμένο και εφαρμόσιμο χωροταξικό σχεδιασμό.
Βασικό στρατηγικό εργαλείο τα χωροταξικά σχέδια. Τα ορθολογικά χωροταξικά σχέδια μόνο μπορούν να θέτουν, με βάση την ανάλυση των δεδομένων και την πρόγνωση των μελλοντικών εξελίξεων, τους μακροπρόθεσμους στόχους της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως και να ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών, των περιοχών ασκήσεως παραγωγικών δραστηριοτήτων και των ελεύθερων χώρων στις εκτός σχεδίου περιοχές (ΣτΕ 2669/2007, 3175/2009, 4534/2009, 4073/2014).
Η έγκριση των ειδικών χωροταξικών πλαισίων με βάση τις παραπάνω διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 7 του Ν. 2742/1999, ανατίθετο σε ένα ευρείας συνθέσεως συλλογικό κυβερνητικό όργανο, εξοπλισμένο με επιτελικού και αποφασιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες χωροταξικού σχεδιασμού, της κατ’ άρθρο 3 του ίδιου Ν. 2742/1999 Επιτροπής Συντονισμού του Κυβερνητικού Έργου. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων της περιλαμβάνεται η χάραξη της εθνικής χωροταξικής πολιτικής και η εποπτεία και αξιολόγηση της εφαρμογής της. Οι αποφάσεις της ΕΣΚΕ οι οποίες λαμβάνονται κατόπιν γνώμης του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξικού Σχεδιασμού (παρ. 3 και 4) και σύμφωνα με διατάξεις του άρθρου 7.
Τα ειδικά χωροταξικά πλαίσια αναθεωρούνται ανά πενταετία βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται για την έγκρισή τους, εφόσον από την αξιολόγηση των βασικών επιλογών, προτεραιοτήτων και κατευθύνσεών τους, προκύπτει ανάγκη αναθεώρησής τους. Ειδικότερα, τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, τα οποία αποτελούν, κατά το σύστημα του νόμου, το δεύτερο στάδιο χωροταξικού σχεδιασμού, περιλαμβάνουν, αφενός επιλογές στρατηγικού χαρακτήρα, συναρτώμενες με μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις εντασσόμενες στα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που εγκρίνονται από την Ολομέλεια της Βουλής κατά το άρθρο 79 παρ. 8 του Συντάγματος, και αφετέρου γενικές κατευθύνσεις και ειδικότερες ρυθμίσεις, συνδεόμενες αρρήκτως με τα ανωτέρω ζητήματα, για τη θέσπιση των οποίων παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στο παραπάνω κυβερνητικό όργανο με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 2742/1999. Περαιτέρω, νομική δεσμευτικότητα αναπτύσσουν όχι μόνο κατά την έγκριση ρυθμιστικών και γενικών πολεοδομικών σχεδίων και κάθε είδους σχεδίων χρήσεων γης, αλλά και κατά την έκδοση εγκρίσεων και αδειών για την εγκατάσταση και λειτουργία έργων ανάπτυξης των σχετικών παραγωγικών δραστηριοτήτων, τόσο οι γενικές κατευθύνσεις που περιέχονται στα ειδικά χωροταξικά σχέδια, αν και καταλείπουν ευρύτατη ευχέρεια κατά την εφαρμογή τους από τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης, όσο και οι ειδικότερες ρυθμίσεις των ειδικών χωροταξικών σχεδίων, κατά τρόπον ώστε να μην ανατρέπονται οι βασικές επιλογές και η συνολική ισορροπία των σχεδίων αυτών. Ενόψει τούτων, οι κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων πράξεις έγκρισης ειδικών χωροταξικών σχεδίων υπόκεινται καταρχήν σε προσβολή με αίτηση ακυρώσεως, δεδομένου ότι επάγονται ευθέως έννομες συνέπειες (ΣτΕ 1422/2013, Ε 7μ).
Οι διακρίσεις του χωροταξικού σχεδιασμού
Ο χωροταξικός σχεδιασμός και συνακόλουθα τα σχετικά χωροταξικά σχέδια ,διακρίνεται:
α) Στον υπερκείμενο χωροταξικό σχεδιασμό : που είναι συνοπτικός , υπερέχων σχεδιασμός των παραγωγικών δυνατοτήτων σε υπερτοπικό επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο εθνικό ή περιφερειακό . Είναι γενικές προτάσεις χωροταξικής οργάνωσης του εθνικού και περιφερειακού χώρου (ΣτΕ Ολομ. 3920/10). Περιέχει επιλογές στρατηγικού χαρακτήρα εντασσόμενες στα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που κατά το άρθρο 79§8 του Συντάγματος εγκρίνονται από την Ολομέλεια της Βουλής και κυρίως έχουν πολιτική δεσμευτικότητα, περιέχει όμως και ειδικότερες ρυθμίσεις με μεγαλύτερη κανονιστική δεσμευτικότητα (ΣτΕ 2814/2013).
Ο υπερκείμενος σχεδιασμός είναι η χωρική έκφραση των προγραμμάτων κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης για την βιώσιμη ανάπτυξη σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας (ΣτΕ 2814/13,1421/13).
β) Στον υποκείμενο ρυθμιστικό-πολεοδομικό σχεδιασμό που είναι τοπικός ,αφού οργανώνει τις παραγωγικές δραστηριότητες σε επίπεδο δήμου ή δήμων ή ακόμη και σε επίπεδο συνοικισμού. Σε αυτόν εντάσσονται ο Γενικός Πολεοδομικός σχεδιασμός (τοπικά χωρικά σχέδια- ειδικά χωρικά σχέδια) και τα ρυμοτομικά σχέδια (πολεοδομική μελέτη και πράξη εφαρμογής, νυν ρυμοτομικά σχεδία εφαρμογής).
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΏΣΗ
Από τις διατάξεις του άρθρου 24, καθώς και των άρθρων 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός ανατίθεται στην Πολιτεία, που οφείλει να θεσπίζει τις αναγκαίες ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος, οι άριστοι δυνατοί όροι διαβιώσεως του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας (βιώσιμης αναπτύξεως).
Η τήρηση αυτής της συνταγματικής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή ο οποίος πρέπει να διακριβώσει κάθε φορά αν με τις θεσπιζόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση ρυθμίσεις επέρχεται ή όχι υποβάθμιση του περιβάλλοντος (ΣτΕ 87/2014,808/2014).
Με το Σύνταγμα του 1975, όπως αναθεωρήθηκε το 1986 και 2001, : 1.Αναγνωρίστηκε αφενός η υποχρέωση του Κράτους για την προστασία του περιβάλλοντος στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας, η οποία, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τη διεθνώς αποδεκτή άποψη, στοχεύει στην ισόρροπη ανάπτυξη των τριών πυλώνων της, της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής συνοχής και της προστασίας του περιβάλλοντος και αφετέρου του δικαίωματος του πολίτη στο περιβάλλον, ως ατομικού, κοινωνικού και πολιτικού δικαιώματος.
2. Στο πλαίσιο της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος προσδιορίστηκαν οι έννοιες του δάσους και των δασικών εκτάσεων, θεσπίστηκε ένα κοινό καθεστώς προστασίας των δημόσιων και ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων και διασφαλίστηκε ο αναδασωτέος χαρακτήρας δασών και δασικών εκτάσεων που έχουν καταστραφεί ή τελούν υπό καταστροφή, όπως και όσων αποψιλώνονται ή αποψιλώθηκαν με άλλο τρόπο (116).
3.Αποβλέποντας στην προστασία του περιβάλλοντος, ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 αναφέρθηκε στην υποχρέωση του Κράτους για σύνταξς Κτηματολογίου και Δασολογίου, με αποτέλεσμα τη δυνατότητα στοιχειοθέτησης, βάσει της σχετικής συνταγματικής ρύθμισης, παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας εις βάρος της Διοίκησης σε περίπτωση μη ολοκλήρωσής τους σε εύλογο χρόνο (βλ. ΣτΕ 2818/1997). Εξάλλου οι δασικοί χάρτες, θα πρέπει να έχουν καταρτισθεί και κυρωθεί σύμφωνα με όσα κρίθηκαν με την 32/2013 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου. Τούτο διότι, με την απόφαση αυτή κρίθηκαν ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3208/2003, και συνεπώς δεν μπορούν να εφαρμοσθούν κατά την κατάρτιση των δασικών χαρτών, ούτε να ληφθούν υπόψη κατά την έκδοση πράξεων χαρακτηρισμού. Ως εκ τούτου, παράλειψη της Διοίκησης να ολοκληρώσει τη διαδικασία κύρωσης των δασικών χαρτών κατά το ως άνω χρονικό σημείο, καθιστά την περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης νομικώς πλημμελή. Η σύνταξη των δασικών χαρτών πρέπει να προηγείται της διαδικασίας κτηματογράφησης, άλλως αυτή είναι παράνομη (ΣτΕ 805/2017, Ε τμ.7μ).
4. Επιπλέον, σε μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η έως τότε αδυναμία ορθολογικού σχεδιασμού και δημιουργίας των κοινόχρηστων χώρων, επιβλήθηκαν από τον συντακτικό νομοθέτη του 1975 αφενός η εισφορά γης, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, των ιδιοκτητών ακινήτων σε περιοχές που αναγνωρίζονται ως οικιστικές ή αναπλάθονται, με σκοπό τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων ή την παραχώρηση οικοπέδων σε πολίτες των οποίων οι ιδιοκτησίες ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου, και αφετέρου η συμμετοχή των άνω ιδιοκτητών στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων (εισφορά σε χρήμα). Ως αντάλλαγμα της υποχρεωτικής παραχώρησης αστικών εκτάσεων θεωρείται η αξιοποίηση και ανατίμηση της περιοχής, οι οποίες προκύπτουν από την αναγνώρισή της ως οικιστικής ή την πολεοδομική της ενεργοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό προβλέφθηκε μάλιστα η δυνατότητα της συμμετοχής σε γη με τη μορφή αντιπαροχής ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικώς ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της οικιστικής περιοχής. Στο ίδιο πνεύμα θεσπίστηκαν μέτρα χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής, όπως ο αστικός αναδασμός και η αναγκαστική συνιδιοκτησία .
5.Προβλέφθηκε ένα ειδικό καθεστώς για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, τους αρχαιολογικούς χώρους και θησαυρούς, τα σπήλαια, τον υπόγειο πλούτο γενικά, καθώς και για τις λιμνοθάλασσες και τις μεγάλες λίμνες(18).
6.Ομοίως για λόγους δημόσιας ωφέλειας υπέρ του Δημοσίου εξελίχθηκε ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης με την πρόβλεψη ειδικών διατάξεων αναφορικά με την απαλλοτρίωση για την κάλυψη μελλοντικών αναγκών (τράπεζα γης) και την εκτέλεση έργων γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας (17).
7. Επιπλέον με το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 2001, σε μια προσπάθεια ορθολογικής κατανομής μεταξύ εθνικού και περιφερειακού σχεδιασμού και ανάθεσης της προστασίας του περιβάλλοντος στους τοπικά αρμόδιους φορείς, αφενός προβλέπεται η με νόμο ανάθεση στους ΟΤΑ της άσκησης «αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους» και αφετέρου καθιερώνεται τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ των ΟΤΑ για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων.
8.Τέλος, επιδιώκοντας τον περιορισμό του εύρους του ακυρωτικού ελέγχου, ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001, προέβλεψε ότι «οι τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις σε θέματα χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού γίνονται σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης» (αρ.24§2β Σ).
9. Ταυτόχρονα, σε αρμονία με τις ευρωπαϊκές τάσεις τις δεκαετίας του ’70 υπέρ της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, ο συντακτικός νομοθέτης προέβλεψε την ψήφιση Νόμου για την επιβολή των περιοριστικών μέτρων της ιδιοκτησίας, του τρόπου και του είδους της αποζημίωσης των ιδιοκτητών, εισάγοντας με το άρθρο 24§6 μια καινοτόμο εξαίρεση από το άρθρο 17 του Συντάγματος. Εξάλλου, με σκοπό τη διεύρυνση του αντικειμένου και του περιεχομένου της σχετικής προστασίας, αυτός προέβη σε μια ενδεικτική απαρίθμηση των προστατευτέων αγαθών. Η θέση της νομολογίας υπήρξε ανέκαθεν υπέρ μιας συνδυαστικής προστασίας του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδιασμού, λόγω της αλληλεπίδρασης και της αλληλεξάρτησής τους . Η έννοια του πολιτιστικού περιβάλλοντος, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι ευρύτατη καθώς, εκτός των μνημείων, αυτή περιλαμβάνει κάθε στοιχείο προερχόμενο από την ανθρώπινη δραστηριότητα και το οποίο συνθέτει την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της χώρας(ΣτΕ 2801/1998 Ολομ). Ανάλογη τάση διεύρυνσης του αντικειμένου της πολιτιστικής κληρονομιάς υιοθετήθηκε από τον νομοθέτη, από τη σύσταση του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους έως τον τελευταίο Ν 3028/2002 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς».
Η νομολογία του ΣτΕ και ιδίως του Ε ΄τμήματος διαδραμάτισε κυριαρχικό ρόλο στην διαμόρφωση και προστασία περιβάλλοντος ιδίως:
Α) Με την αναγνώριση και εφαρμογή της αρχής του πολεοδομικού ή οικιστικού κεκτημένου, σύμφωνα με την οποία οι τροποποιήσεις των ισχυουσών πολεοδομικών ρυθμίσεων πρέπει να επιδιώκουν τη βελτίωση των όρων διαβίωσης και σε περίπτωση υποβάθμισής από το απλό νομοθέτη οι σχετικές τροποποιήσεις κρίνονται αντισυνταγματικές και ανεφάρμοστες από τον ακυρωτικό δικαστή (ΣτΕ 88/1987 Ολομ. υπόθεση Στέλλας Πλουμπή).
Β) Με την αρχή της προφύλαξης, σύμφωνα με την οποία η διαχείριση των οικολογικών διακινδυνεύσεων επαφίεται στη λήψη προληπτικών μέτρων, ακόμα και αν οι κίνδυνοι και τα αρνητικά αποτελέσματα ενός έργου ή μιας δραστηριότητας δεν μπορούν να θεμελιωθούν από επιστημονικής απόψεως κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο.
Στο χώρο του Διοικητικού Δικαίου για τις ανάγκες των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων :
α) Κρίθηκε ότι καταρχήν οι σχετικές διαφορές είναι ακυρωτικές υπαγόμενες στην γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ.
β) διευρύνθηκαν αφενός η έννοια της διοικητικής πράξης με τη διαμόρφωση από τη νομολογία και τη θεωρία της ατομικής πράξης γενικού περιεχομένου και της σωρευτικής διοικητικής πράξης.
γ) Η έννοια του έννομου συμφέροντος διευρύνθηκε στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη . Στο επίπεδο των φυσικών προσώπων η άνω διεύρυνση, έχοντας ως άξονα τις έννοιες της οικολογικής γειτνίασης και του περίοικου, οριοθετήθηκε επί θεμάτων ιδιοκτητών και κατοίκων αρχικώς στη γεωγραφική έκταση του οικείου ΟΤΑ όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία ή η κατοικία για να επεκταθεί στη συνέχεια, με αφορμή την προστασία του δασικού περιβάλλοντος, του αστικού πρασίνου και των ακτών, στα όρια ευρύτερων οικιστικών περιοχών, όπως αυτές του λεκανοπεδίου Αττικής και της Θεσσαλονίκης σε συνδυασμό με τις δυσμενείς συνέπειες που τυχόν υφίστατο ο κάτοικος του λεκανοπεδίου από την για παράδειγμα η άδεια κοπής δένδρων στην Πεντέλη. Μάλιστα είναι αδιάφορο εάν ο αιτών κατοικεί σε αυθαίρετο πολεοδομικά οίκημα.
Από τις πρώτες αποφάσεις και η Ολομέλεια 2281/1992 με την οποία γίνεται δεκτό το έννομο συμφέρον κατοίκου των Αθηνών να προσβάλει οικοδομικές άδειες και κοπής δέντρων στις υπώρειες του Πεντελικού όρους. Επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ολομέλεια 2152/2015 με την οποίαν κατά πλειοψηφία γίνεται δεκτό έννομο συμφέρον όχι μόνο των κατοίκων της πόλης των Αθηνών και της Αττικής αλλά και της επαρχίας (κάτοικοι Κιμώλου και Σύμης) να προσβάλουν την έγκριση περιβαλλοντικών όρων της ανάπλασης της οδού Πανεπιστημίου λόγω της εμβληματικής και εθνικής σημασίας του έργου στον κέντρο της πρωτεύουσας ( βλ. και Ολομέλεια 3059/2009 για την διπλή ανάπλαση Ελαιώνα – λεωφόρο Αλεξάνδρας).
Ειδικά στο επίπεδο των νομικών προσώπων η διεύρυνση του έννομου συμφέροντος ακολούθησε δύο φάσεις. Σε μια πρώτη φάση αυτό αναγνωρίστηκε, με αποσύνδεση του χωρικού στοιχείου, δηλαδή του τόπου της έδρας του νομικού προσώπου, σε πάσης φύσεως ενώσεις και συλλόγους με άμεσο ή έμμεσο σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος και οι οποίοι διέθεταν νομική προσωπικότητα και κατά το καταστατικό τους είχαν σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος. Σε μια δεύτερη φάση (από το 2009) έγινε δεκτό από τη νομολογία του ΣτΕ το έννομο συμφέρον ενώσεων προσώπων οι οποίες στερούνται νομικής προσωπικότητας, υπό την προϋπόθεση της αναγνώρισής τους από την έννομη τάξη ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε ορισμένο κύκλο σχέσεων ή δραστηριοτήτων στον οποίο εμπίπτει το συναφές με το περιβάλλον αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης(βλ. Σ.τ.Ε. 3059/2009 Ολομ., σκέψη 7,1970/2012,ολομ., 2302/1995 Ολομ.,3573/2002). Με βάση τις διατάξεις της διεθνούς συμβάσεως του Άαρχους διευρύνθηκε και το έννομο συμφέρον των συλλογικών φορέων αφού έγινε δεκτό δηλαδή ότι και οι ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, όπως μη κυβερνητικές οργανώσεις, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, συνδικαλιστικοί φορείς μπορούν να ασκήσουν αίτηση ακύρωσης για θέματα περιβάλλοντος (ΣτΕ 3059/2009 και 1970/2012 Ολομέλειες).
Στην περίπτωση των ΟΤΑ αρχικώς το έννομο συμφέρον αυτών έγινε δεκτό με βάση το χωρικό κριτήριο της ένταξης του προστατευτέου περιβαλλοντικού στοιχείου στα όριά τους για να επεκταθεί στη συνέχεια και σε ΟΤΑ οι οποίοι βρίσκονται στα όρια της ευρύτερης περιοχής όπου εκδηλώνεται η περιβαλλοντική βλάβη. Το κριτήριο αυτό επεκτάθηκε για μεγάλα πολεοδομικά έργα και στο φυσικό πρόσωπο εφόσον γειτνιάζει στην επίμαχη περιοχή (ΣτΕ 1970/2012 Ολομ. σκ.9).
Στην περίπτωση των ειδικών πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού λόγω του ότι αποτελούν γενική πρόταση χωροταξικής οργάνωσης, μιας παραγωγικής δραστηριότητας σε συγκεκριμένο εθνικό επίπεδο ,που συνεπάγεται ευρύτερες διατοπικές συνέπειες> Το ΣτΕ δέχεται το έννομο συμφέρον ακόμη και σε περιπτώσεις ειδικών χωροταξικών πλαισίων με περιορισμένη κατά τόπο ή περιεχόμενο εμβέλεια ακόμη και για επαγγελματικά σωματεία όπως οι δικηγορικοί σύλλογοι. Μάλιστα για το ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για τις υδατοκαλλιέργειες προσέφυγαν 469 αιτούντες μεταξύ των οποίων η Κεντρική ‘Ενωση Δήμων Ελλάδας διότι το θέμα ετίθετο σε σχέση με την παράκτια περιοχή όλης της χώρας.
Γ) Εμπλουτίστηκαν οι λόγοι ακύρωσης για παράβαση νόμου στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη, αφενός με τη διεύρυνση των περιπτώσεων της πλάνης περί τα πράγματα και της νομικής πλάνης και αφετέρου με την προσθήκη γενικών αρχών δικαστικού ελέγχου κατά τον έλεγχο των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας. Πρόκειται για τις αρχές της προφύλαξης, της στάθμισης κόστους-οφέλους, της αναζήτησης της προσφορότερης για το περιβάλλον τεχνικής λύσης, του πρόδηλου σφάλματος της διοικητικής πράξης, η οποία ελήφθη στο πλαίσιο της ευρείας διακριτικής ευχέρειας, και της εμπεριστατωμένης μελέτης του φακέλου σε συνδυασμό με την ανάγκη ελέγχου από τους αρμόδιους επιστήμονες.
Κατά άρθρο 24 παρ 2 Σ ουσιώδες στοιχείο της ορθολογικής χωροταξίας και πολεοδομίας και καθορίζουν την πολεοδομική φυσιογνωμία κάθε οικισμού, πρέπει να αναζητείται ο πλέον πρόσφορος τρόπος θεραπείας των πολεοδομικών αναγκών, δυνάμει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, ενώ λόγοι αναγόμενοι στην υφιστάμενη πραγματική κατάσταση και στην εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων λαμβάνονται υπόψη μόνον επιβοηθητικώς. Το άρθρο 24 παρ 2 Σ έχει την έννοια ότι ειδικά κατά τη θέσπιση χωροταξικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων τόσο η Διοίκηση, όσο και ο κοινός νομοθέτης, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τα πορίσματα και τις εφαρμογές των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας, αλλά και κάθε άλλης επιστήμης, που αφορά τη συγκεκριμένη ρύθμιση και επομένως, νομοθετική ρύθμιση με τέτοιο περιεχόμενο είναι συνταγματικώς επιτρεπτή, μόνον αν έχει ψηφισθεί μετά από εκτίμηση ειδικής επιστημονικής μελέτης (ΣτΕ 123/2007 Ολομ.).
Δ) Ομοίως εμπλουτίστηκαν οι περιπτώσεις χορήγησης αναστολής εκτέλεσης με τη θεώρηση της προσβολής του περιβάλλοντος είτε ως ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης είτε ως λόγου δημόσιου συμφέροντος, με αποτέλεσμα την αποδοχή ή, συνηθέστερα στη δεύτερη περίπτωση, την απόρριψη της αίτησης αναστολής ή ακόμα την επιβολή από την Επιτροπή Αναστολών άλλου καταλληλότερου μέτρου. Βλ. και άρθρο 52Α του π.δ 18/89.
Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Ο ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1975 ΕΩΣ 1993)
ΤΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΑ
Ο πρώτος νόμος που ανέλαβε να εξειδικεύσει τις ως άνω συνταγματικές επιταγές ήταν ο N. 360/1976 «Περί χωροταξίας και περιβάλλοντος». Ο νόμος αυτός εισήγαγε τρεις κατηγορίες χωροταξικών σχεδίων και προγραμμάτων (Εθνικό, Τομεακά και Περιφερειακά) που ήταν ιεραρχικά διαρθρωμένα μεταξύ τους, ώστε το κατώτερο γεωγραφικά ή το ειδικότερο να αναφέρεται πάντοτε και να ευθυγραμμίζεται προς το ανώτερο γεωγραφικά και το γενικότερο. Ο νόμος αυτός δεν λειτούργησε και μετά το 1985, εγκαταλείφθηκε από τη Διοίκηση η οποία προσέφυγε σε υποκατάστατα εργαλεία χωροταξικού σχεδιασμού.
Τα σπουδαιότερα χωροταξικά υποκατάστατα εκείνης της περιόδου ήταν:
α) Η Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου (ΖΟΕ) του άρθρου 29 του ν. 1337/1983, μέσω της οποίας επιδιώχθηκε ο έλεγχος των χρήσεων γης και της οικιστικής ανάπτυξης σε περιαστικές περιοχές και σε περιοχές που έχρηζαν ειδικής προστασίας λόγω των ιδιαίτερων φυσικών ή πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους και
Β) Παράλληλα, μετά την έκδοση της ΚΥΑ 69269/5387/1990 (ΦΕΚ 678 Β’), με την οποία μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο οι διατάξεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, γενικεύθηκε η χρήση του θεσμού της προέγκρισης χωροθέτησης ως υποκατάστατου του ελλείποντος χωροταξικού σχεδιασμού.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1993 ΕΩΣ 2014)
Με τις κλασικές αποφάσεις του 1993 για τα ιχθυοτροφεία (ΣτΕ 304/1993 και 2844/1993), το Συμβούλιο της Επικρατείας εξήγγειλε απερίφραστα τον κανόνα, τον οποίο θεμελίωσε στο άρθρο 24 παρ.2 Συντ., ότι δεν συγχωρείται ατομική (σημειακή ) χωροθέτηση εάν δεν έχει προηγηθεί ευρύτερος χωροταξικός σχεδιασμός, έστω και μερικού χαρακτήρα, όπως είναι αυτός που εμπεριέχεται σε Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου του άρθρου 29 του ν. 1337/1983 ή σε Ζώνη Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων του άρθρου 24 του ν. 1650/1986. Συνεπώς η προέγκριση χωροθέτησης και η έγκριση δεν αρκούν χωρίς ευρύτερη χωροταξική σχεδίαση , για να προσδώσουν νομιμότητα στην άδεια λειτουργίας της επιχείρησης.
Η ίδια νομολογία επιβεβαιώνεται και από την υπ΄αριθμ.2489/2006 Ολομ, δηλαδή δεν συγχωρείται η έκδοση διοικητικών πράξεων με τις οποίες καθορίζεται θέση για τη λειτουργία ιχθυοτροφικής μονάδας πριν θεσπισθεί στην περιοχή ζώνη αναπτύξεως ιχθυοτροφείων κατά τη διαδικασία του άρθρου 24 ν 1650/86, εκτός αν προβλέπεται χωροθέτηση ιχθυοτροφείου από εγκεκριμένη ΖΟΕ ή από εγκεκριμένο χωροταξικό ή ρυθμιστικό ή άλλο αντίστοιχο σχέδιο, αντίκειται δε στο άρθρο 24§2 Σ, η δυνατότητα επ’ αόριστον χρήσεως της ευχέρειας που προέβλεπε ο Ν. 2242/1994, να καθορίζεται η θέση εγκαταστάσεως δραστηριοτήτων κατά τη διαδικασία προεγκρίσεως χωροθετήσεως, η οποία χορηγήθηκε με τον Ν. 2732/1999 και μάλιστα με αναδρομική ισχύ.
Σύμφωνα με την Νομολογία του ΣτΕ εκείνης της περιόδου έως ότου η πολιτεία θεσπίσει κατά ορθολογικό τρόπο τα ολοκληρωμένα, Εθνικό και Περιφερειακό, χωροταξικά σχέδια, ο κοινός νομοθέτης πρέπει να προσφεύγει ποικιλοτρόπως στο μερικό τουλάχιστον σχεδιασμό και προγραμματισμό των παραγωγικών δραστηριοτήτων, ούτως ώστε να διαφυλάσσονται οι δυνατότητες της ευρύτερης χωροταξικής οργανώσεως.
Τέτοια θεωρήθηκαν :
Α) Η έγκριση των Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε), των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων του ν. 1337/83. Όπως προείπαμε η εγκατάλειψη, μετά το 1985, του Ν. 360/1976 συνδυάσθηκε με την προσφυγή της Διοίκησης σε υποκατάστατα εργαλεία χωροταξικού σχεδιασμού. Μεταξύ των εργαλείων αυτών προέχουσα θέση κατέλαβε η Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου (ΖΟΕ) του άρθρου 29 του Ν. 1337/1983, μέσω της οποίας επιδιώχθηκε ο έλεγχος των χρήσεων γης και της οικιστικής ανάπτυξης σε περιαστικές περιοχές και σε περιοχές που χρήζουν ειδικής προστασίας λόγω των ιδιαίτερων φυσικών ή πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους. Παράλληλα, μετά την έκδοση της ΚΥΑ 69269/5387/1990 (ΦΕΚ 678 Β’), με την οποία μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο οι διατάξεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, γενικεύθηκε η χρήση του θεσμού της προέγκρισης χωροθέτησης ως υποκατάστατου του ελλείποντος χωροταξικού σχεδιασμού.
ΣτΕ 4846/2012 Ε.: Πρόσφορο μέσο προς επίτευξη του στόχου του ΡΣΑ (Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας) αποτελεί ο καθορισμός ΖΟΕ, η οποία συνιστά προσωρινό υποκατάστατο της αξιούμενης από το Σύνταγμα ορθολογικής χωροταξίας. Όταν τα μέτρα που λαμβάνονται προς το σκοπό προστασίας μιας περιοχής, καίτοι έχουν θεσπισθεί βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, έχουν ως αποτέλεσμα την μη αναμενόμενη ουσιώδη στέρηση της χρήσεως της ιδιοκτησίας σε σχέση με τον προορισμό της, δεν αναιρείται εκ μόνου του λόγου αυτού η νομιμότητά τους, αλλά γεννάται αξίωση των τυχόν θιγομένων ιδιοκτητών προς αποζημίωση, ανάλογα με την έκταση, την ένταση και την χρονική διάρκεια της ζημίας, αδιαφόρως αν έχει περιληφθεί ειδική ρήτρα στην κανονιστική πράξη επιβολής των περιοριστικών όρων και απαγορεύσεων, υπό την αυτονόητη πάντοτε προϋπόθεση ότι το επιβαλλόμενο βάρος υπερβαίνει το εύλογο όριο ανοχής και αλληλεγγύης, μεταβάλλεται δηλαδή σε θυσία ελαχίστων, κατά παράβαση του άρθρου 4 § 5 Σ.
Η νομολογία συνεπώς του ΣτΕ (Α΄ και Ε τμήματος) δέχεται ότι υφίσταται αξίωση αποζημίωσης εφόσον από την επιβολή ΖΟΕ θίγονται οι ιδιοκτησίες. Η αποζημίωση που οφείλεται για περιορισμούς οι οποίοι επιβάλλονται σε ακίνητο εκτός σχεδίου εξαιτίας της δημιουργίας ΖΟΕ πρέπει να προσδιορίζεται, βάσει της στερήσεως της δυνατότητας εκμεταλλεύσεως για τις επιτρεπτές για περιοχές εκτός σχεδίου χρήσεις του ακινήτου, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται κατ’ αρχήν οικοδομική εκμετάλλευση (ΣτΕ 1611/2006 Α’, 7μ.).
Μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος που προβλέπει το άρθρο 22 παρ 4 Ν. 1650/86 ο θιγόμενος από την δημιουργία ΖΟΕ ιδιοκτήτης έχει την δυνατότητα, κατ’ εφαρμογή της παρ 1 του άρθρου 22 ν 1650/86 να επιδιώξει με άσκηση ευθείας αγωγής κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου την επιδίκαση αποζημίωσης η οποία αντιστοιχεί στην κατά προορισμό χρήση του ακινήτου, όπως αυτή προβλέπεται από το ειδικό χωροταξικό και πολεοδομικό καθεστώς που ισχύει στην επίδικη περιοχή και στην περίπτωση αυτή δεν τίθεται ζήτημα υποβολής από τον θιγόμενο ιδιοκτήτη σχετικής αίτησης στην Διοίκηση. (ΣτΕ 4283/2013 Α’, 7μ.). Το θέμα παραπέμπεται στην Ολομέλεια λόγω αντίθετης νομολογίας του Ε ΄τμήματος (βλ. ΣτΕ 487/2018 Α τμ., 7μ).
Β) Ο θεσμός των Ζωνών Αναπτύξεως Παραγωγικών δραστηριοτήτων, που προβλέπεται στο άρθρο 24 του Ν. 1650/86
Γ) Οι ΠΕΠΔ : Οι Περιοχές Ελέγχου και Περιορισμού της Δόμησης είναι περιοχές που θεσπίζονται μέσω των ΓΠΣ / ΣΧΟΟΑΠ προκειμένου να περιοριστεί και να ρυθμιστεί η εκτός σχεδίου δόμηση σε περιοχές που αντιμετωπίζουν πιέσεις από ασύμβατες χρήσεις γης ή την ένταση της οικοδομικής δραστηριότητας.
Οι ΠΕΠΔ αποτελούν ένα από τα διαθέσιμα μέσα του χωροταξικού – πολεοδομικού σχεδιασμού που συμβάλλει στην ισόρροπη οικιστική ανάπτυξη αστικού, περιαστικού και αγροτικού χώρου μέσω των όρων και περιορισμών δόμησης που θέτει για περιοχές εκτός σχεδίου πόλεων και ορίων οικισμών. Ο ρόλος των ΠΕΠΔ δύναται να είναι τόσο η διατήρηση του χαρακτήρα της εν λόγω περιοχής μέσω της θέσπισης συγκεκριμένων χρήσεων γης, όσο και ο έλεγχος της εκτός σχεδίου δόμησης με την υιοθέτηση αντίστοιχων όρων και περιορισμών.
Δ) Οι ΠΕΡΠΟ (Περιοχές Ειδικά Ρυθμιζόμενης Πολεοδόμησης): είναι περιοχές εκτός σχεδίου και εκτός οικισμών που ορίζονται μέσω των ΓΠΣ / ΣΧΟΟΑΠ και δύνανται να πολεοδομηθούν με ιδιωτική πρωτοβουλία, για την κάλυψη οικιστικών κυρίως αναγκών, αλλά και αναγκών παραγωγικών τομέων.
Για να οριστεί μια έκταση ως ΠΕΡΠΟ πρέπει να πληροί κάποια βασικά κριτήρια, πέραν της ανάγκης προσφοράς πολεοδομημένου χώρου για την κάλυψη οικιστικών ή άλλων αναγκών, και ειδικότερα:
• Να βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης και εκτός ορίων οικισμών (προ του 1923 ή κάτω των 2.000 κατοίκων),
• Να ανήκει κατά κυριότητα σε ένα ή σε περισσότερα εξ αδιαιρέτου φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου,
• Να περιλαμβάνεται στα όρια εγκεκριμένου ΓΠΣ ή ΣΧΟΟΑΠ του Ν.2508/97,
• Να είναι ενιαία, να έχει επιφάνεια τουλάχιστον 50 στρέμματα και να μπορεί να αποτελέσει μία τουλάχιστον πολεοδομική ενότητα. Η έκταση που διακόπτεται από υφιστάμενες εγκεκριμένες οδούς (εθνικές, επαρχιακές, δημοτικές, κοινοτικές) δεν θεωρείται ενιαία. Η επιφάνεια υφιστάμενων μη εγκεκριμένων οδών, καθώς και εκτάσεων που απαγορεύεται βάσει της νομοθεσίας να πολεοδομηθούν (π.χ. ρέματα, δασικές εκτάσεις, αρχαιολογικοί χώροι) δεν περιλαμβάνεται στη συνολική επιφάνεια της ΠΕΡΠΟ (οι εκτάσεις αυτές παραμένουν εκτός σχεδίου).
Για τον καθορισμό ΠΕΡΠΟ, θα πρέπει προ της έγκρισης του σχετικού ΓΠΣ / ΣΧΟΟΑΠ να έχουν εγκριθεί από τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. γενικές κατευθύνσεις ειδικά ρυθμιζόμενης πολεοδομικής δραστηριότητας που θα καλύπτουν τουλάχιστον την περιφέρεια ενός Νομού ή Νομ. Διαμερίσματος
Ε) Οι ΠΟΤΑ (Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης). Ο χαρακτηρισμός περιοχής ως ΠΟΤΑ και η οριοθέτησή τους συνιστούν περίπτωση χωροταξικού σχεδιασμού και υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/42 (ΣτΕ 3650/2010 Ολομ παρ ΔΕΕ (C-177/11) παρ Ολομ (εκδόθηκε η 786/2014 Ολομ)).
Η απόφαση περί χαρακτηρισμού και οριοθετήσεως περιοχής εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως και εκτός οικισμού ως ΠΟΤΑ έχει κανονιστικό χαρακτήρα (ΣτΕ 33967/2010 Ολομ).
Στ) Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠΔ): Ως ΠΟΑΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.2742/1999 (ΦΕΚ 207/Α/07-10-1999), χαρακτηρίζονται θαλάσσιες ή και χερσαίες εκτάσεις που είναι πρόσφορες για την ανάπτυξη παραγωγικών ή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του πρωτογενή, δευτερογενή ή τριτογενή τομέα, καθώς και πειραματικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Οι περιοχές αυτές μπορεί να εξειδικεύονται ανά κλάδο ή παραγωγικό τομέα και να διακρίνονται σε περιοχές αποκλειστικής χρήσης ή περιοχές κύριας χρήσης (όπου επιτρέπονται υπό όρους και άλλες δραστηριότητες).
Ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτηση ΠΟΑΠΔ σε περιοχές που καλύπτονται από ΓΠΣ ή ΣΧΟΟΑΠ πρέπει να γίνεται σε ζώνες που προορίζονται για την ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων σύμφωνα με τα σχέδια αυτά.
Οι περιοχές αυτές χαρακτηρίζονται και οριοθετούνται σύμφωνα με αίτηση φορέα οποιασδήποτε νομικής μορφής, στον οποίο μπορεί να συμμετέχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα, νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημοσίου τομέα, καθώς και ενώσεις, κοινοπραξίες κ.λπ. Η εδαφική έκταση της προς οριοθέτηση και χαρακτηρισμό ΠΟΑΠΔ πρέπει να ανήκει στην κυριότητα του εν λόγω φορέα ή να του έχει παραχωρηθεί με μακροχρόνια μίσθωση, και μπορεί να πολεοδομηθεί με πρωτοβουλία του εν λόγω φορέα.
Ζ) Οι ΠΕΠ: Οι Περιοχές Ειδικής Προστασίας αποτελούν το είδος των περιοχών που θεσπίζεται στο πλαίσιο ενός ΓΠΣ / ΣΧΟΟΑΠ προκειμένου μέσω ειδικών περιορισμών και όρων δόμησης να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος και η διατήρηση και ανάδειξη της πολιτιστικής, αρχιτεκτονικής και ιστορικής κληρονομιάς.Τέτοιες περιοχές μπορούν να είναι περιοχές Natura, τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, μνημεία της φύσης, υγρότοποι / υδροβιότοποι, δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, αρδευόμενη γεωργική γη, υποθαλάσσιες περιοχές ιδιαίτερης οικολογικής σημασίας, τοπία και κορυφογραμμές, διαδρομές και μονοπάτια φυσιολατρικής και πολιτιστικής αξίας κ.λπ. Επιπλέον, μπορούν να είναι αρχαιολογικοί χώροι κηρυγμένοι και μη, ιστορικά μνημεία νεότερα και βυζαντινά, αξιόλογα αρχιτεκτονικά σύνολα και συνδυασμοί φυσικών και πολιτιστικών στοιχείων του χώρου.
Στην ουσία ο ρόλος των ΠΕΠ είναι να ενισχυθεί το καθεστώς προστασίας αυτών των στοιχείων σε συνδυασμό με τις ειδικότερες μελέτες που διεξάγονται για αυτά ή το ειδικότερο θεσμικό πλαίσιο που τα διέπει ώστε όχι μόνο να διατηρήσουν την υπόσταση και το χαρακτήρα τους έναντι αρνητικών πιέσεων ανάπτυξης αλλά και για να καθίσταται δυνατή η βιώσιμη αξιοποίηση τους.
Η) Τα Ρυθμιστικά Σχέδια Αθηνών και Θεσσαλονίκης (των ν. 1515/85 και 1561/85 αντιστοίχως κ.λ.π.).Το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (ν. 1515/1985, Α´ 18), που αποτελεί κατ’ ουσίαν το πλαίσιο χωροταξικού σχεδιασμού της Περιφέρειας Αττικής, μαζί με τις ρυθμίσεις του προεδρικού διατάγματος περί καθορισμού ζώνης οικιστικού ελέγχου της εκτός σχεδίου περιοχής της Λαυρεωτικής (π.δ. της 17.2.1998, Δ´ 125).
Το εντός μιας περιοχής που καλύπτεται από το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας σύστημα μεταφορών, στο οποίο περιλαμβάνεται και το οδικό δίκτυο, πρέπει να εξειδικεύεται κατά τρόπο σύμφωνο και οπωσδήποτε συμβατό με τις ρυθμίσεις του ΡΣΑ και, συνεπώς, να διασφαλίζει κατά τη χάραξη μιας οδού που συνδέει παραδοσιακό οικισμό με άλλους οικισμούς τη διατήρηση του χαρακτήρα του οικισμού αυτού με τη λήψη μέτρων που εξουδετερώνουν τις επιπτώσεις (ΣτΕ 4152/2011, Ε).
Μόνον οι νομίμως υφιστάμενοι οικισμοί δεν θίγονται από τις διατάξεις του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας, ενώ, για τις εν τοις πράγμασι διαμορφωθείσες οικιστικές περιοχές (αυθαίρετα) επιδιώκεται η επιλεκτική και σε περιορισμένο βαθμό ένταξή τους στο σχέδιο πόλεως. Πρόσφορο μέσο προς επίτευξη του στόχου του ΡΣΑ αποτελεί ο καθορισμός ΖΟΕ, η οποία συνιστά προσωρινό υποκατάστατο της αξιούμενης από το Σύνταγμα ορθολογικής χωροταξίας ( ΣτΕ 4846/2012 ,Ε).
Για την ανάπλαση του ιστορικού κέντρου της Πρωτεύουσας που επιχειρείται με την υπουργική απόφαση δηλαδή ο ριζικός ανασχεδιασμός των κεντρικότερων σημείων της πρωτεύουσας του Κράτους, κρίθηκε από την Ολομέλεια με την 2152/2015 οτι: Με την προσβαλλόμενη πράξη η Διοίκηση επιχειρεί την περιβαλλοντική αδειοδότηση της όλης παρέμβασης στην οδό Πανεπιστημίου, κατά τρόπο, μάλιστα, ώστε να επηρεάζεται περιοχή κατά πολύ ευρύτερη της κεντρικής αυτής αρτηρίας των Αθηνών, με την διαδικασία της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων έργου. Αυτή, όμως, προβλέπεται από την νομοθεσία προκειμένου περί έργων και δραστηριοτήτων που εκτελούνται, κατασκευάζονται ή αναπτύσσονται στο πλαίσιο προγραμμάτων και σχεδίων αφορώντων, μεταξύ άλλων, πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό, και όχι για τα ίδια τα προγράμματα και σχέδια αυτά, η εκτίμηση των επιπτώσεων των οποίων στο περιβάλλον έχει άλλα χαρακτηριστικά και διενεργείται με διαφορετικά κριτήρια και σύμφωνα με άλλη διαδικασία. Για την θεσμοθέτηση της παρέμβασης αυτής η Διοίκηση, η οποία έχει υπό το καθεστώς του ν 4277/14, την ευχέρεια επιλογής μεταξύ των εργαλείων σχεδιασμού του άρθρου 14 παρ 3 ν 4277/14, είχε, κατά τον χρόνο που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη ανάλογη ευχέρεια επιλογής μεταξύ των μορφών σχεδιασμού που και τότε προέβλεπε η νομοθεσία. Το περιεχόμενο, όμως, του σχεδιασμού δεν είναι επιτρεπτό να προεξοφληθεί με την έγκριση περιβαλλοντικών όρων του μόνου υποσυνόλου της παρέμβασης που έχει τον χαρακτήρα έργου. Κατά συνέπεια, μη νομίμως ο ίδιος ο σχεδιασμός της επιχειρούμενης παρέμβασης αποτελεί αντικείμενο της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων επέκτασης του τραμ, και μάλιστα με την θέση και έγκριση στόχων, οι οποίοι ρητώς χαρακτηρίζονται ως σχεδιαστικοί στην εγκριθείσα μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Εξάλλου, η επίμαχη μητροπολιτική παρέμβαση, η οποία μη νομίμως αδειοδοτείται ως έργο, δεν επιχειρείται, πάντως, εντός των πλαισίων και κατευθύνσεων του υφιστάμενου κατά τον χρόνο που εκδόθηκε η πράξη υπερκείμενου σχεδιασμού (ΡΣΑ ν 1515/85).
Οι νομαρχιακές αποφάσεις, με τις οποίες καθορίζονται ζώνες παραγωγής και αλιείας οστρακοειδών, δεν μπορούν να θεωρηθούν υποκατάστατα του απαιτούμενου περιφερειακού χωροταξικού σχεδιασμού, δεδομένου ότι ο καθορισμός αυτός δεν γίνεται βάσει χωροταξικών κριτηρίων, αλλά, κατ’ εφαρμογήν κριτηρίων, των οποίων προέχων είναι ο υγειονομικός χαρακτήρας. (ΣτΕ 4901/2013).
Όμως αυτή η ανοχή της νομολογίας στο μερικό χωροταξικό σχεδιασμό δεν συνεχίστηκε επ΄αόριστον. Με την Ολομ. 3396-7/2010 κρίθηκε ότι κατά το άρθρο 24 Σ δεν επιτρέπεται επ’ αόριστον ο σχεδιασμός και η πραγματοποίηση έργων και δραστηριοτήτων συνεπαγομένων σημαντικές επεμβάσεις στο χώρο και στο περιβάλλον, χωρίς προηγούμενη ολοκλήρωση των χωροταξικών σχεδίων και άρα ο καθορισμός περιοχής ως ΠΟΤΑ λόγω των επιπτώσεων στο φυσικό, οικιστικό και πολιτιστικό περιβάλλον πρέπει να αποτελεί αντικείμενο προηγούμενου χωροταξικού σχεδιασμού, χωρίς να δύναται να αναπληρωθεί η έλλειψη σχεδιασμού από την έγκριση γενικών κατευθύνσεων τουριστικής πολιτικής.
Εγκατάσταση βιομηχανικών η βιοτεχνικών επιχειρήσεων
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 2, 6 παρ. 1 περ. α και 2 ν. 3325/2005 (Α΄ 68), σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 24 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2742/1999 (Α΄ 207), ερμηνευομένων εν όψει των επιταγών του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος περί αποτελεσματικής προστασίας του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος και ορθολογικής χωροταξικής αναδιάρθρωσης της χώρας, η εγκατάσταση βιομηχανικής ή βιοτεχνικής επιχειρήσεως είναι επιτρεπτή μόνο σε ειδικώς εκ των προτέρων καθορισμένες περιοχές και όχι σε όσες περιοχές απλώς και μόνο δεν απαγορεύεται ρητά η συγκεκριμένη χρήση. Ειδικότερα, η εγκατάσταση αυτή, που από τη φύση της επάγεται οχλήσεις και για τις οικιστικές περιοχές και για το περιβάλλον, είναι επιτρεπτή, ενόψει των ορισμών των άρθρων 24 παρ. 2 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, μόνο σε περιοχές που εκ των προτέρων και με βάση νόμιμα κριτήρια έχουν καθορισθεί ως περιοχές προοριζόμενες για την ανάπτυξη της εν λόγω δραστηριότητας. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να ανάγονται τόσο στην ανάγκη αναπτύξεως της παραγωγικής αυτής δραστηριότητας, όσο και στην ανάγκη προστασίας του φυσικού, οικιστικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, ούτως ώστε η ανάπτυξη που επιδιώκεται με την εγκατάσταση της επιχειρηματικής μονάδας να παραμένει στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Μέχρι δε να εκπονηθούν και εγκριθούν τα χωροταξικά σχέδια, και εφ’ όσον το ζήτημα του τόπου ασκήσεως της σχετικής δραστηριότητος δεν γίνεται με εγκεκριμένο ρυθμιστικό ή χωροταξικό ή πολεοδομικό σχέδιο ή με Ζ.Ο.Ε. ή με την πρόβλεψη βιομηχανικής ή βιοτεχνικής ζώνης, η εγκατάσταση βιομηχανιών επιτρέπεται, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε περιοχές οργανωμένης ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων (Π.Ο.Α.Π.Δ.), καθοριζόμενες κατά το άρθρο 24 του ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 2742/1999.
Συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτή η εγκατάσταση βιομηχανίας ή βιοτεχνίας σε περιοχή που δεν έχει αναγνωρισθεί με διοικητική πράξη ως κατάλληλη για την ανάπτυξη βιομηχανικής ή βιοτεχνικής δραστηριότητος (ΣΕ 2468/2011 7μ., 3825/2010, 3460/2009, 2269/2007, 2319/2002).
Από τον κανόνα αυτόν μπορούν να εξαιρεθούν στοιχειώδεις μόνο, ως προς την κλίμακα και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, παραγωγικές δραστηριότητες χαμηλής οχλήσεως, εφ’ όσον η συγκεκριμένη δραστηριότητα είναι σχετική με παραδοσιακές καλλιέργειες της περιοχής ή την αναπτυσσόμενη σ’ αυτήν κτηνοτροφία ή δασοπονία (ΣΕ 3825/2010, 3175/2009, πρβλ. ΣΕ 2468/2011 7μ.). Περαιτέρω, εφ’ όσον με χωροταξικό ή ρυθμιστικό σχέδιο προβλέπονται περιοχές, όπου είναι μεν κατ’ αρχήν επιτρεπτή η άσκηση βιομηχανικής ή βιοτεχνικής δραστηριότητας, δεν έχουν όμως καθορισθεί βιομηχανικές ή βιοτεχνικές ζώνες ή ανάλογες περιοχές ή ζώνες, αναγνωριζόμενες κατά τρόπο συγκεκριμένο με διοικητική πράξη εκδιδόμενη δυνάμει των οικείων διατάξεων ως προοριζόμενες για τον ανωτέρω σκοπό, για την εγκατάσταση και λειτουργία ορισμένης μονάδας στις περιοχές αυτές απαιτείται η αξιολόγηση της καταλληλότητας της συγκεκριμένης θέσεως εγκαταστάσεως της μονάδας είτε κατά τη διαδικασία της προεγκρίσεως χωροθετήσεως, η οποία προβλεπόταν αρχικά στον ν. 1650/1986, ή κατά τη διαδικασία προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτιμήσεως, υπό τους όρους του ν. 3010/2002, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, τροποποίησε τον ανωτέρω νόμο (βλ. ΣΕ 2696/2017 παρ. στην 7μ, 380/2014, 3825/2010, 3460/2009, 2951/2006 7μ.).
Οι Ν.2508/1997 και Ν.2742/99
Ο χωροταξικός σχεδιασμός, σύμφωνα με τον ν. 2742/1999, πραγματοποιείτο σε δύο επίπεδα: εθνικό και περιφερειακό. Στο πρώτο από αυτά, ο χωροταξικός σχεδιασμός ασκείτο μέσω του Γενικού και των Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (άρθρα 6-7), ενώ αντιστοίχως στο δεύτερο μέσω των Περιφερειακών Πλαισίων που καταρτίζονταν για κάθε μια από τις 13 Περιφέρειες της χώρας (άρθρο 8). Πρέπει να παρατηρηθεί πάντως ότι η διάρθρωση των επιπέδων του χωροταξικού σχεδιασμού δεν είχαν πλήρη αντιστοιχία με τη διοικητική διαίρεση της χώρας.
Κανένα έργο δεν μπορεί να αυτοπροσδιορίζει τον χαρακτήρα του αλλά ο προσδιορισμός πρέπει να γίνεται από τα χωροταξικά σχέδια. Για την επέκταση λιμένα τοπικής σημασίας σε κομβικό απαιτείται πρόβλεψη σε εθνικό περιφερειακό σχέδιο και χωροθέτηση (ΣτΕ 1340/2007 Ε).
Το Σύνταγμα δεν απαγορεύει την πραγματοποίηση σημαντικών έργων οικονομικής ανάπτυξης της χώρας εάν αυτά δεν έχουν προβλεφθεί σε χωροταξικό σχέδιο, επίσης τέτοια απαγόρευση δεν προκύπτει και από το Ευρωπαϊκό δίκαιο. Από τις διατάξεις των ν 2742/99, 2508/97 και 3010/02 σε συνδυασμό προς τις επιταγές του άρθρου 24 Σ προκύπτει ότι η πραγματοποίηση έργων ανάπτυξης παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων είναι επιτρεπτή μόνο σε περιοχές, οι οποίες εκ των προτέρων και με βάση νόμιμα κριτήρια έχουν καθορισθεί ως περιοχές για την ανάπτυξη των εν λόγω δραστηριοτήτων, ιδίως, μάλιστα, προκειμένου περί συνθέτων και ειδικών έργων μεγάλης κλίμακας, τα οποία λόγω της φύσεως των εγκαταστάσεων και του είδους και της εντάσεως της λειτουργίας τους, έχουν σημαντικές και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο φυσικό, πολιτιστικό και οικιστικό περιβάλλον της περιοχής. Ο καθορισμός των ανωτέρω περιοχών πρέπει να γίνεται με την έγκριση των νομίμως προβλεπομένων κατά περίπτωση σχεδίου χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, ιδίως δε μετά την έγκριση των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Τα ανωτέρω σχέδια στα οποία προβλέπονται οι επιτρεπόμενες ανά περιοχή χρήσεις γης και οι λοιποί όροι, διά των οποίων καθίσταται κατάλληλη περιοχή για την υποδοχή συγκεκριμένων δραστηριοτήτων πρέπει να εκπονούνται εντός του πλαισίου του οικείου ΠΠΧΣΑΑ. Και τούτο ανεξαρτήτως των εφαρμοζομένων επί μέρους μεγεθών και χαρακτηριστικών του έργου, ως και του εύρους της πληρότητας και επάρκειας των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, διότι αυτές εκπονούνται και αφορούν στο τελικό επίπεδο εφαρμογής και δεν δύνανται να υποκαταστήσουν το ελλείπον ενδιάμεσο και κρίσιμο στάδιο χωροταξικού σχεδιασμού(ΣτΕ 3920/2010 Ολομ).
Δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται η δημιουργία καταστάσεων που αντιβαίνουν στις αρχές του ορθού χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των αρχών της προστατευομένης εμπιστοσύνης και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων ιδίως σε περιπτώσεις που η κατάσταση δημιουργήθηκε κατά παράβαση συνταγματικών διατάξεων (ΣτΕ 1792/2011 Ολομ ).
Τα χωροταξικά σχέδια πρέπει να έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο. Ο χωροταξικός σχεδιασμός διέπεται από τις αρχές της ισόρροπης σχέσης μεταξύ πυκνοκατοικημένου και υπαίθριου χώρου, της διασφάλισης υγιεινών συνθηκών διαβίωσης στο σύνολο των περιοχών, της ισόρροπης ανάπτυξης σε έργα υποδομής, της προστασίας της φύσης και του τοπίου, της πρόληψης της βλάβης του περιβάλλοντος, της διαφύλαξης των ελεύθερων χώρων ως χώρων αναψυχής, καθώς και της διαφύλαξης των πρώτων υλών. Στηριζόμενα στις αρχές αυτές τα χωροταξικά σχέδια αναφέρονται στην εξέλιξη του πληθυσμού και τις συνθήκες απασχόλησης, στη διάρθρωση των οικισμών και των ελεύθερων χώρων, στα δίκτυα συγκοινωνιών και λοιπών υποδομών, στην ενέργεια καθώς και στη διαχείριση των υδάτων και των στερεών και υγρών αποβλήτων (ΣτΕ 3628/2009 Ε, 7μ.).
Από καμία διάταξη δεν προκύπτει ότι τα στρατιωτικά έργα και εγκαταστάσεις, τα οποία εντάσσονται σύμφωνα με την ειδική πολεοδομική λειτουργία τους στην κατηγορία άλλες ειδικές χρήσεις, εξαιρούνται από τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής στην οποία κατασκευάζονται (ΣτΕ 1347/2014 Ε).
Τα ΓΠΧΣΑΑ πλαίσια ήταν τριών κατηγοριών το Γενικό που είχε θεσπιστεί το 2008, το Περιφερειακό που αφορούσε 12 περιφέρειες πλην της αττικής, που θεσπίστηκε το 2003 και σε μερικές περιπτώσεις το 2004, και τα Ειδικά που αφορούσαν : τα καταστήματα κράτησης το 2001, τις ΑΠΕ, Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, το 2008, τη βιομηχανία του 2009, τουρισμό του 2009.
Από τις τρεις κατηγορίες χωροταξικών πλαισίων μόνο τα ειδικά πλαίσια έχουν εφαρμοστεί με σχετική επιτυχία. Οι άλλες δύο κατηγορίες είχαν μικρή απόδοση μέχρι σήμερα , διότι το μεν γενικό πλαίσιο απέτυχε λόγω κυρίως του γενικού χαρακτήρα του και τις αδυναμίες του ως σχεδιαστικό εργαλείο , τα δε περιφερειακά πλαίσια που αποτελούν διεθνώς την πιο συνήθη κατηγορία χωροταξικού σχεδιασμού στην Ελλάδα απέτυχαν κατά βάση , ενώ χρησίμευσαν μόνο για την τροφοδότηση κάποιων περιφερειακών επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ 2000-2006. Να σημειωθεί μάλιστα οτι ακυρώθηκαν από το ΣτΕ οι χωροθετήσεως τριών μεγάλων έργων.
Τα Ειδικά Πλαίσια αντίθετα ανεδείχθησαν αρκετά αποτελεσματικό σχεδιαστικό εργαλείο που επέτρεψε την προώθηση ορισμένων μεγάλων επενδύσεων και μάλιστα όχι με απαγορευμένες σημειακές ad hoc διαδικασίες αλλά με την ένταξή τους σε ένα συνολικό μακρό σχεδιασμό του εθνικού χώρου ειδικά στην περίπτωση των ΑΠΕ, δεδομένου ότι η νομολογία του ΣτΕ με την 2569/2004 τις είχε σταματήσει . Στην περίπτωση του τουρισμού χάρι στα Ειδικά Πλαίσια είχαμε την εισαγωγή της έννοιας «συνθέτη και ολοκληρωμένη τουριστική υποδομή μικτής χρήσης» που λειτούργησε ως το πρώτο βήμα για την επιχειρησιακή ρύθμιση των μικτών τουριστικών επενδύσεων δηλαδή κλασικό ξενοδοχείο – τουριστική κατοικία -ειδική τουριστική υποδομή με το νόμο 4002/2011 και τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα. Παράλληλα χάρι σε αυτά υπήρξε ένας μερικός εξορθολογισμός της εκτός σχεδίου χωροθέτησης αν και η έξαρση το 2008 και μετά σε ΓΠΣ μείωσε την αποτελεσματικότητα τους.
Δεν απαιτείται η έκδοση Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού για το οδικό δίκτυο της χώρας, ενώ η κατ’ αρχήν επιλογή της δημιουργίας αυτοκινητοδρόμου μέσω σχεδιασμού επιπέδου Περιφερείας συνάδει με το άρθρο 24 Σ (ΣτΕ 3043/2011 ,Ε).
Για την χορήγηση άδειας εγκαταστάσεως φωτοβολταϊκού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας απαιτείται, μεταξύ άλλων, και η εξέταση και εκτίμηση των περιβαλλοντικών και άλλων επιπτώσεων από την εγκατάσταση σταθμού στην πέριξ αυτού περιοχή, η εκτίμηση δε αυτή γίνεται, κατ’ αρχήν, κατά το στάδιο της εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων εγκαταστάσεως και λειτουργίας του, που γίνεται σύμφωνα με τους ορισμούς του Ν. 1650/86. Κατά την αξιολόγηση αυτή λαμβάνονται υπ’ όψιν οι όροι των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης των περιφερειών της χώρας καθώς και το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού για τις ΑΠΕ (ΣτΕ 1226/2014 ,Ε).
Η έγκριση των ειδικών χωροταξικών πλαισίων ανατίθεται με το άρθρο 7 παρ 4 Ν. 2742/99 σε ένα ευρείας συνθέσεως κυβερνητικό συλλογικό όργανο, εξοπλισμένο με επιτελικού και αποφασιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες χωροταξικού σχεδιασμού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η χάραξη της εθνικής χωροταξικής πολιτικής και η εποπτεία και αξιολόγηση της εφαρμογής της. Συγκεκριμένα, τα ειδικά χωροταξικά πλαίσια, τα οποία αποτελούν την γενική πρόταση χωροταξικής οργάνωσης συγκεκριμένων τομέων παραγωγικών δραστηριοτήτων εθνικής σημασίας, που διατυπώνεται μετά από εκτίμηση των βασικών κατευθύνσεων και προτεραιοτήτων της οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής της χώρας σε συγκεκριμένους τομείς και των προβλεπομένων επιπτώσεών τους στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, εξειδικεύουν και συμπληρώνουν τις κατευθύνσεις του γενικού πλαισίου, συγκροτούν δε με αυτό ένα συνεκτικό σύνολο γενικών κατευθύνσεων χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης σε εθνικό επίπεδο. Ειδικότερα, τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, τα οποία αποτελούν, κατά το σύστημα του νόμου, το δεύτερο στάδιο χωροταξικού σχεδιασμού, περιλαμβάνουν, αφενός επιλογές στρατηγικού χαρακτήρα, συναρτώμενες με μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις εντασσόμενες στα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που εγκρίνονται από την Ολομέλεια της Βουλής κατά το άρθρο 78§9 Σ, και, αφετέρου γενικές κατευθύνσεις και ειδικότερες ρυθμίσεις, συνδεόμενες αρρήκτως με τα ανωτέρω ζητήματα, για την θέσπιση των οποίων παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στο παραπάνω κυβερνητικό όργανο με τις διατάξεις του ν 2742/99. Περαιτέρω, νομική δεσμευτικότητα αναπτύσσουν όχι μόνον κατά την έγκριση ρυθμιστικών και γενικών πολεοδομικών σχεδίων και κάθε είδους σχεδίων χρήσεως γης, αλλά και κατά την έκδοση εγκρίσεων και αδειών για την εγκατάσταση και λειτουργία έργων ανάπτυξης των σχετικών παραγωγικών δραστηριοτήτων, τόσο οι γενικές κατευθύνσεις που περιέχονται στα ειδικά χωροταξικά σχέδια, αν και καταλείπουν ευρύτατη ευχέρεια κατά την εφαρμογή τους από τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης, όσο και οι ειδικότερες ρυθμίσεις των ειδικών χωροταξικών σχεδίων, κατά τρόπο ώστε να μην ανατρέπονται οι βασικές επιλογές και η συνολική ισορροπία των σχεδίων αυτών. Ενόψει τούτων, οι πράξεις έγκρισης ειδικών χωροταξικών σχεδίων υπόκεινται κατ’ αρχήν σε προσβολή με αίτηση ακυρώσεως. Η έγκριση του σχεδίου ή του προγράμματος δεν επιτρέπεται να χωρήσει προ της εγκρίσεως της στρατηγικής μελέτης, με την οποία ολοκληρώνεται η διαδικασία στρατηγικής εκτίμησης, τούτο, όμως, ουδόλως αποκλείει την ταυτόχρονη έγκριση της μελέτης και του σχεδίου, υπό την προϋπόθεση ότι το εγκρίνον όργανο έχει αρμοδιότητα εγκρίσεως τόσο του σχεδίου όσο και της μελέτης. Σε κάθε περίπτωση η ενάσκηση της ευχέρειας αυτής δεν είναι επιτρεπτή αν έχει ως αποτέλεσμα την πλημμελή συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας για τη στρατηγική εκτίμηση. Δεν αποτελεί ρητή απαίτηση των διατάξεων του παραρτήματος III της κυα 107017/06 η διακεκριμένη αναφορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιμέρους εδαφικών υποδιαιρέσεων της περιοχής μελέτης και των προστατευόμενων από την εθνική και την κοινοτική νομοθεσία περιοχών, ούτε η αναλυτικότερη παρουσίαση των επιπτώσεων που αφορούν κάθε μια εξ αυτών. Από εγκεκριμένα περιφερειακά σχέδια δεν απορρέουν δεσμεύσεις ως προς το περιεχόμενο ειδικών χωροταξικών σχεδίων που εγκρίνονται μεταγενεστέρως. (ΣτΕ 4189/2014 Ε, 7μ.).
Τα ειδικά χωροταξικά σχέδια υπερισχύουν των υποκατάστατων. Πράξη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων για έργο διαθέσεως απορριμμάτων είναι παράνομη, εφόσον δεν προηγήθηκαν οι τασσόμενοι από την ειδική νομοθεσία διαχειρίσεως απορριμμάτων ειδικοί σχεδιασμοί, ασχέτως του αν έχει χωρήσει προέγκριση χωροθετήσεως με πολεοδομικό, χωροταξικό ή ρυθμιστικό σχέδιο.(ΣτΕ 973/2005 , Ε).
Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ
Σε αντιδιαστολή προς τα κλασικά πολεοδομικά σχέδια που περιέχουν λεπτομερείς ρυθμίσεις για τις προβλεπόμενες πολεοδομικές επεμβάσεις και τον έλεγχο της οικιστικής ανάπτυξης, τα χωροταξικά σχέδια που εισάγονται με τον Ν. 2742/1999 χαρακτηρίζονται ως «πλαίσια», δηλαδή ως «σύνολα κειμένων ή/και διαγραμμάτων» με τα οποία καθορίζονται οι αρχές και κατευθύνσεις της ακολουθητέας χωροταξικής πολιτικής και παρέχονται οδηγίες προς τη Διοίκηση για τη σύνταξη ειδικότερων σχεδίων και προγραμμάτων ή για την έκδοση κανονιστικών και ατομικών διοικητικών πράξεων. Εν όψει του κατευθυντηρίου χαρακτήρα τους, τα χωροταξικά σχέδια του Ν. 2742/1999 χαρακτηρίζονται από ορισμένους συγγραφείς ως «στρατηγικά», ενώ, κατ’ άλλους, εξομοιώνονται προς τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Υπό την εκδοχή αυτή, υποστηρίζεται μάλιστα ότι το Γενικό Πλαίσιο «προσεγγίζει πολύ περισσότερο την έννοια της πολιτικής, παρά αυτήν της έννομης τάξης».
Από τυπικής λοιπόν απόψεως, το Γενικό Πλαίσιο συνιστά μια sui generis νομική πράξη.
Από ουσιαστικής απόψεως, το Γενικό Πλαίσιο αποτελεί προϊόν συμφωνίας της Κυβέρνησης και της Βουλής με στοιχεία συμπράξεως των κοινωνικών και επιστημονικών φορέων της χώρας που μετέχουν στο Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξικού Σχεδιασμού. Ζήτημα γεννάται εν προκειμένω αν η συμφωνία αυτή, εν όψει και της ιδιαίτερης διαδικασίας του άρθρου 79 παρ. 8 Συντ., έχει μόνον πολιτικό ή και νομικό περιεχόμενο, δηλαδή αν επάγεται συγκεκριμένες νομικές δεσμεύσεις για την Κυβέρνηση και τη Βουλή κατά την άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας σε θέματα που αφορούν τον εθνικό χωροταξικό σχεδιασμό. Ως προς το ζήτημα αυτό έχουν υποστηριχθεί διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, η δέσμευση αυτή είναι προεχόντως πολιτική.
Η θέση του ΣτΕ
Στις λίγες πάντως περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο ήρθε αντιμέτωπο με το ζήτημα της νομικής δεσμευτικότητας των χωροταξικών σχεδίων, φάνηκε να θεωρεί ανεπίτρεπτη οποιαδήποτε ρύθμιση ή έργο αποκλίνει από υφιστάμενα χωροταξικά σχέδια, ακόμη και όταν οι επίμαχες προβλέψεις διατυπώνονται με τη μορφή συστάσεων και κατευθύνσεων και όχι πλήρων κανόνων δικαίου.
Το ΣτΕ σε σχέση με τις πράξεις έγκρισης των ειδικών χωροταξικών πλαισίων είχε δεχθεί ότι είναι δυνατή η προσβολή τους με αίτηση ακυρώσεως ως κανονιστικού χαρακτήρα . Το δικαστήριο είχε δεχθεί τη νομική δεσμευτικότητα τόσο των γενικών κατευθύνσεων όσο και των ειδικότερων ρυθμίσεων όχι μόνο ρυθμιστικών και γενικών πολεοδομικών σχεδίων αλλά και κατά την έκδοση εγκρίσεων και αδειών για την εγκατάσταση και λειτουργία έργων ανάπτυξης των σχετικών παραγωγικών δραστηριοτήτων ( ΣτΕ 1421, 1422/ 2013. 2784 4013/ 13 επταμελής).
Έτσι, με την υπ’ αρ. 3488/2003 απόφασή του, το ΣτΕ έκρινε κατά πλειοψηφία ως παράνομη την πράξη χωροθέτησης νέου αεροδρομίου στη Μήλο σε άλλη θέση από αυτή που προέβλεπε το χωροταξικό σχέδιο του νησιού, το οποίο είχε εγκριθεί με απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος του έτους 1981 κατ’ εφαρμογή του ν. 360/1976. Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο ερμήνευσε τη ρήτρα του σχετικού χωροταξικού σχεδίου περί διατήρησης, βελτίωσης και επέκτασης του υφιστάμενου αεροδρομίου ως απαγορευτική για τη δημιουργία σε άλλη τοποθεσία νέου αεροδρομίου ή διαδρόμου προσγειώσεως-απογειώσεως .
Αντίστοιχα, με την υπ’ αρ. 3858/2007 απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε μη νόμιμη την εκτέλεση νέου υδροηλεκτρικού έργου στον ποταμό Άραχθο, στο νομό Άρτας, ως αντίθετη στο Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού της Περιφερείας Ηπείρου, στο οποίο, μεταξύ άλλων, είχε ορισθεί γενικά ότι «δεν συνιστάται η κατασκευή υδροηλεκτρικών έργων στα Τζουμέρκα (Καλαρύτικος, Άραχθος) για λόγους περιβαλλοντικής προστασίας». Με τις αποφάσεις αυτές φαίνεται να επιβεβαιώνεται η τάση του Δικαστηρίου, που είχε διαγνωσθεί ήδη κατά την ερμηνεία των ν. 1515/1985 και 1561/1985 περί Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας και Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, να θεωρεί ευθέως δεσμευτικές για τη Διοίκηση τις εξειδικευμένες χωροταξικές προβλέψεις που διαθέτουν επαρκή σαφήνεια και κανονιστική πυκνότητα ώστε να παρίστανται δεκτικές άμεσης εφαρμογής.
Το πρόβλημα της εκτελεστότητας των ειδικών πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού
Τα ΕΠΧΣ εμφανίζουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό : εγκρίνονται από την επιτροπή συντονισμού της κυβερνητικής πολιτικής και αποτελούν εξειδίκευση ανά τομέα ή κλάδο παραγωγικής δραστηριότητας του γενικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης. Το τελευταίο εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 8 του Συντάγματος. Η εμπλοκή αυτή της Βουλής στον τομέα του εθνικού προγραμματισμού θα μπορούσε να δημιουργήσει αμφισβητήσεις στην νομική φύση των ειδικών πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού ως εκτελεστών διοικητικών πράξεων.
Κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας με τα ειδικά χωροταξικά πλαίσια τίθεται οι μακροπρόθεσμοι στόχοι οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και οι ρυθμίσεις τους έχουν έννομες συνέπειες όχι μόνον κατά την έγκριση ρυθμιστικών και γενικών πολεοδομικών σχεδίων και κάθε είδους χρήσεων γης αλλά και κατά την έκδοση εγκρίσεων και αδειών για την εγκατάσταση έργων ανάπτυξης,αναπτύσσουν δηλαδή κατά την πάγια νομολογία του δικαστηρίου πλήρη κανονιστική ισχύ και έχουν εκτελεστό χαρακτήρα. Το δικαστήριο επισημαίνει ότι ο έλεγχος του ακυρωτικού δικαστή σε σχέση με τη διοικητική πράξη που εκκρίνει την ανάπτυξη συγκεκριμένης παραγωγικής δραστηριότητας δεν είναι έλεγχος συμβατότητας, αλλά έλεγχος μη αντίθεσης( ΣτΕ 1421/ 2013 σκέψη 5).
Πάντως σε κάθε περίπτωση η νομολογία του ΣτΕ δέχεται τη νομική δεσμευτικότητα που αναπτύσσουν κατά την έγκριση ρυθμιστικών και γενικών πολεοδομικών σχεδίων και κάθε είδους σχεδίων χρήσεως γης τόσο οι γενικές κατευθύνσεις που περιέχονται στα ειδικά χωροταξικά σχέδια, αν και καταλείπουν ευρύτατη ευχέρεια κατά την εφαρμογή τους από τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης, όσο και οι ειδικότερες ρυθμίσεις των ειδικών χωροταξικών σχεδίων, κατά τρόπο ώστε να μην ανατρέπονται οι βασικές επιλογές και η συνολική ισορροπία των σχεδίων αυτών (ΣτΕ 4189/2014 Ε, 7μ).
Συνολικά έχουν εκδοθεί τριάντα τέσσερις αποφάσεις του ΣτΕ εκ των οποίων μόνο μία ήταν εν μέρει ακυρωτική ( ΣτΕ 807/ 2014) που αφορούσε το ειδικό χωροταξικό πλαίσιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ακύρωσε την εγκριτική πράξη διότι δεν επέβαλε τη σύνταξη ειδικής ορνιθολογικής μελέτης για τις περιοχές εκτός ζωνών ειδικής προστασίας που χαρακτηρίζονται ως σημαντικές περιοχές για τα πουλιά
Με την ΣτΕ 1421/2013, τα προβλεπόμενα από το άρθρο 7 του Ν. 2742/1999 ειδικά πλαίσια χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης, αποτελούν πράξεις της εκτελεστικής λειτουργίας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και αντικείμενο σε σχέση με τις πράξεις της Διοικήσεως που εκδίδονται με βάση εξουσιοδότηση τυπικού νόμου και έχουν αμιγώς κανονιστικό περιεχόμενο, διότι, όπως εκτίθεται ανωτέρω, περιέχουν στρατηγικές επιλογές, για την υλοποίηση των οποίων, μπορούν να εισάγονται συγκεκριμένες δεσμευτικές ρυθμίσεις, συναρτώμενες με τις αναγκαίες για το σκοπό αυτό τεχνικές εκτιμήσεις. Το αντικείμενο δε των ρυθμίσεων που επιτρέπεται να θεσπιστούν με τα εν λόγω ειδικά σχέδια προσδιορίζεται με το άρθρο 7 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του Ν. 2742/1999. Περαιτέρω, ενόψει του κατά τα ανωτέρω ιδιόμορφου χαρακτήρα των ειδικών πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης και του αντικειμένου τους που αποτελεί εξειδίκευση κατά τομέα ή κλάδο παραγωγικών δραστηριοτήτων του Γενικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης, στο οποίο περιέχονται τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που εγκρίνονται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής με βάση την ειδική διαδικασία, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 79§8 του Συντάγματος, επιτρεπτώς, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ορίζεται με το προαναφερόμενο άρθρο 7 του ν. 2742/1999, ότι τα ειδικά αυτά πλαίσια εγκρίνονται με απόφαση της Επιτροπής Συντονισμού της Κυβερνητικής Πολιτικής στον τομέα του χωροταξικού σχεδιασμού και της αειφόρου ανάπτυξης, ύστερα από γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΣτΕ 4966/2014 υδατοκαλλιέργειες).Δηλαδή επιτρεπτώς αποκλίνουν με ειδική συνταγματική πρόβλεψη από τον κανόνα της ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης προς τον ΠτΔ.
Ειδικότερα, τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, τα οποία αποτελούν, κατά το σύστημα του νόμου, το δεύτερο στάδιο χωροταξικού σχεδιασμού, περιλαμβάνουν, αφενός επιλογές στρατηγικού χαρακτήρα, συναρτώμενες με μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις εντασσόμενες στα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που εγκρίνονται από την Ολομέλεια της Βουλής κατά το άρθρο 79 παρ. 8 του Συντάγματος, και αφετέρου γενικές κατευθύνσεις και ειδικότερες ρυθμίσεις, συνδεόμενες αρρήκτως με τα ανωτέρω ζητήματα, για τη θέσπιση των οποίων παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στο παραπάνω κυβερνητικό όργανο με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 2742/1999 (βλ. ΣτΕ 4784, 4785, 1421, 1422/2013, 7/λούς, 4966, 4983/2014) (…) οι σχετικές δε ρυθμίσεις ελέγχονται κατά το κανονιστικό τους μέρος (ΣτΕ 4966/2014), (…) αναπτύσσουν νομική δεσμευτικότητα και προσβάλλονται παραδεκτώς (ΣτΕ 4189/2014, 3632/2015 Ολομ.).
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΩΝ Σ.Δ.Ο ΤΟΥ ΚΔΔ
Για το ειδικό χωροταξικό του Τουρισμού η Ολομέλεια έκρινε ότι «(…) Επί συλλογικών οργάνων η βούληση εκφράζεται από την πλειοψηφία των μελών (…)» και το ακύρωσε διότι δεν τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία γνωμοδότησης του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας: «(…) με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 4 και 4 παρ. 3 εδάφιο τρίτο του ν. 2742/1999, για την έγκριση των Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης από την Επιτροπή Συντονισμού της Κυβερνητικής Πολιτικής στον τομέα του Χωροταξικού Σχεδιασμού και της Αειφόρου Ανάπτυξης επιβάλλεται, ως ουσιώδης τύπος της σχετικής διαδικασίας η προηγουμένη γνωμοδότηση του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Συνεπώς, η παράλειψη του τύπου αυτού ή η πλημμελής τήρησή του επάγεται την ακυρότητα του τελικώς εκδιδομένου Ειδικού Πλαισίου. Το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης έχει τον χαρακτήρα συλλογικού διοικητικού οργάνου, του οποίου η συγκρότηση, η σύνθεση και η λειτουργία διέπονται από το ν. 2742/1999 και τον, κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού εκδοθέντα, Κανονισμό Λειτουργίας, περαιτέρω δε, για ζητήματα για τα οποία δεν υπάρχει ιδία ρύθμιση, από τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Εξ άλλου, κατά τα γενικώς παραδεδεγμένα (πρβλ. ΣτΕ 1068/1949) επί συλλογικών διοικητικών οργάνων η βούληση αυτών εκφράζεται κατόπιν ψηφοφορίας των μελών αυτού. Και ναι μεν στην ειδικότερη περίπτωση που το συλλογικό όργανο έχει αρμοδιότητα προς διατύπωση απλής γνωμοδοτήσεως, όπως έχει εν προκειμένω το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, δεν απαιτείται απαραιτήτως η διατύπωση τελικής ενιαίας κρίσεως, δεδομένου ότι σκοπός της γνωμοδοτήσεως είναι η διαφώτιση του αποφασίζοντος οργάνου επί των ανακυπτόντων ζητημάτων και διαμορφουμένων απόψεων, όμως, και στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 15 παρ. 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η οποία άλλωστε αποτυπώνει γενική αρχή (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2953/1967, 87/1947, 1423/1946) και έχει εν προκειμένω εφαρμογή ελλείψει ειδικής διατάξεως που να ρυθμίζει το σχετικό ζήτημα στο ν. 2742/1999 και τον Κανονισμό Λειτουργίας του Εθνικού Συμβουλίου, για το έγκυρο της γνώμης απαιτείται να παρατεθούν οι διατυπωθείσες περισσότερες γνώμες και να καταχωρισθούν οι ψήφοι που συγκέντρωσε κάθε γνώμη(ΣτΕ 3632/2015 Ολομ.).
Πάντως θα πρέπει το γνωμοδοτικό ΣΔΟ να συνεδριάσει και να λάβει χώραν η σχετική ψηφοφορία έστω και με τηλεδιάσκεψη και δεν αρκεί η ανταλλαγή απόψεων ,με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Με την ΠΕ 32 /2015 το Ε΄ τμήμα έκρινε ότι : (…) Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που συνοδεύουν το παρόν σχέδιο, η μνημονευόμενη στο προοίμιο γνωμοδότηση της Επιτροπής Φύση 2000 δεν ελήφθη σε κανονική συνεδρίαση των μελών της ή σε συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε με τηλεδιάσκεψη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω κ.υ.α. ΔΙΑΔΠ/Α/7841/2005, αλλά υπήρξε προϊόν ανταλλαγής απόψεων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (βλ. σχετικώς την από 6.10.2014 επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής προς το Υπουργείο ΠΕΚΑ, συνοδευόμενη από τα μηνύματα που αντηλλάγησαν ηλεκτρονικώς, στα οποία και διατυπώνονται οι επιφυλάξεις μελών ως προς τον προαναφερθέντα τρόπο λειτουργίας του οργάνου). Με τα δεδομένα, όμως, αυτά, δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος στο άρθρο 21 του ν. 1650/1986 ουσιώδης τύπος της διαδικασίας (πρβλ. ΣΕ 1785/2003). Συνεπώς, προεχόντως για τον λόγο αυτό, το παρόν σχέδιο διατάγματος δεν προτείνεται νομίμως (ΠΕ 32/2015).
ΤΟ ΚΑΤΩΤΕΡΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
Τι είναι τα ΓΠΣ / ΣΧΟΟΑΠ του Ν. 2508/1997;
Τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ) και τα Σχέδια Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ) αποτελούν τις βασικές μελέτες-εργαλεία χωρικού σχεδιασμού σε επίπεδο Ο.Τ.Α. (μπορούν να περιλαμβάνουν περισσότερους του ενός Ο.Τ.Α. ή και τμήματα της εδαφικής περιφέρειάς τους, ωστόσο δεν ξεπερνούν την εδαφική περιφέρεια του κατά το άρθρο 48 του Ν.2218/1994 συμβουλίου περιοχής).
Αποσκοπούν στη διαμόρφωση του ενδεδειγμένου πλαισίου και προγράμματος για την οργανωμένη ανάπτυξη της περιοχής μελέτης με χωροταξικούς-πολεοδομικούς όρους, με βάση την Αρχή της Αειφόρου Ανάπτυξης και με σεβασμό στις γενικότερες κατευθύνσεις που θέτουν τα υπερκείμενα επίπεδα σχεδιασμού (Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Γ.Π.Χ.Σ.Α.Α., Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (π.χ. για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, για τη Βιομηχανία, για τον Τουρισμό, κλπ.) Ε.Π.Χ.Σ.Α.Α,
Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, Π.Π.Χ.Σ.Α.Α. ).
Σε γενικές γραμμές ορίζουν:
• το πρότυπο οικιστικής ανάπτυξης και χωρικής οργάνωσης της περιοχής μελέτης
• τις περιοχές ειδικής προστασίας – δεν προορίζονται για πολεοδόμηση και περιλαμβάνουν περιοχές αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, δασικές περιοχές, γεωργική γη προτεραιότητας, κ.ά.
• τις περιοχές ελέγχου και περιορισμού της δόμησης – εκτός σχεδίου και ορίων οικισμών περιοχές όπου κρίνεται αναγκαία η επιβολή όρων και περιορισμών της δόμησης
• τις περιοχές θεσμοθετημένων οικιστικών υποδοχέων (σχέδια πόλης, οριοθετημένοι οικισμοί) και τις προς πολεοδόμηση περιοχές
• τις περιοχές ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων
• τις απαραίτητες ενέργειες – έργα στον τομέα των δικτύων υποδομής (μεταφορικό, τηλεπικοινωνιακό, ύδρευσης-αποχέτευσης, κ.λπ.)
• τις χρήσεις γης και τους όρους δόμησης στο σύνολο της περιοχής μελέτης
• τα προγραμματικά μεγέθη και τις ανάγκες σε γη για κοινωνικές υποδομές (μονάδες εκπαίδευσης, πρόνοιας, αθλητισμού, αστικό πράσινο, κοιμητήρια, διοίκηση κλπ.) .
Ποια η διαφορά μεταξύ ΓΠΣ και ΣΧΟΟΑΠ;
Το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο και το Σχέδιο Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής Πόλης δεν διαφέρουν ως προς το χαρακτήρα, το περιεχόμενο, τους στόχους και τη θεσμική ισχύ. Ωστόσο, το ΓΠΣ αναφέρεται στο σχεδιασμό του αστικού και περιαστικού χώρου ενώ το ΣΧΟΟΑΠ στο σχεδιασμό του μη αστικού χώρου (ανοικτή πόλη).
Για το λόγο αυτό, το ΓΠΣ εκπονείται:
α) στο πλαίσιο εφαρμογής ρυθμιστικού σχεδίου για δήμο ή κοινότητα ανεξάρτητα από το πληθυσμιακό τους μέγεθος,
β) για περιοχή που δεν μπορεί να ξεπερνά την εδαφική περιφέρεια του κατά το άρθρο 48 του Ν.2218/1994 συμβουλίου περιοχής (συνήθως περιφέρεια πρωτοβάθμιου Ο.Τ.Α.), στην οποία περιλαμβάνεται ένας οικισμός άνω των 2000 κατοίκων σύμφωνα με την τελευταία απογραφή πληθυσμού.
Το ΣΧΟΟΑΠ δεν διαφέρει από το ΓΠΣ σε σχέση με την εδαφική περιφέρεια που δύναται να καλύπτει, αφορά ωστόσο σχεδιασμό σε μη αστικό χώρο – καθένας από τους οικισμούς που περιλαμβάνει η περιοχή μελέτης θα πρέπει να καταγράφει κατά την τελευταία εκάστοτε απογραφή, πληθυσμό έως 2.000 κατοίκων.
Τι αλλάζει άμεσα και τι μακροπρόθεσμα με την ψήφιση ενός ΓΠΣ/ ΣΧΟΟΑΠ;
Το εγκεκριμένο ΓΠΣ / ΣΧΟΟΑΠ δημοσιεύεται σε ΦΕΚ στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης το οποίο περιλαμβάνει το κείμενο του ΓΠΣ / ΣΧΟΟΑΠ και τους χάρτες που το συνοδεύουν.
Από την ημέρα δημοσίευσής του ισχύουν όλες οι διατάξεις του.
Στις διατάξεις αυτές περιγράφονται οι νέες συνθήκες ανάπτυξης του χώρου στον οποίο αναφέρεται το ΓΠΣ/ ΣΧΟΟΑΠ για χρονικό ορίζοντα 5-20 ετών. Η νέα δομή και οργάνωση του χώρου προκύπτει μέσα από την οριοθέτηση περιοχών ειδικής προστασίας, έλεγχου και περιορισμού δόμησης, ζωνών παραγωγικών δραστηριοτήτων, επεκτάσεων οικισμών εκτός σχεδίου περιοχών, ΠΕΡΠΟ κ.λπ.Οι περιοχές αυτές αποκτούν αυτό το χαρακτήρα με τη δημοσίευση του ΦΕΚ. Για αυτές καθορίζονται όροι και περιορισμοί δόμησης στις διατάξεις του ΦΕΚ, ,λαμβάνονται μέτρα και προβλέπονται έργα που πρέπει να γίνουν προκειμένου να λειτουργήσουν σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίο οριοθετήθηκαν.
Εάν δεν απαιτούνται περαιτέρω διαδικασίες για την λειτουργική ανάπτυξη των περιοχών αυτών, οι νέες συνθήκες που προβλέπονται για αυτές ισχύουν αμέσως. Διαφορετικά προβλέπονται οι διαδικασίες και το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την τελική λειτουργική τους ανάπτυξη. Ωστόσο, επειδή σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι εκ των πραγμάτων δυνατόν να γίνουν άμεσες αλλαγές στις περιοχές αυτές, είναι δυνατόν να προβλέπονται μεταβατικές διατάξεις, παρεκκλίσεις ή εξαιρέσεις σε επιμέρους όρους ανάπτυξης κάθε περιοχής.
Ποια τα πολεοδομικά καθεστώτα των οικισμών;
Ένας οικισμός μπορεί να ανήκει στις παρακάτω κατηγορίες με βάση το θεσμικό καθεστώς που τον διέπει:
1.Οικισμοί άνω των 2.000 κατοίκων. Αφορά στους οικισμούς της χώρας οι οποίοι κατά την εκάστοτε τελευταία απογραφή έχουν πληθυσμό άνω των 2.000 κατοίκων. Για την ένταξη σε σχέδιο ή επέκταση ορίων οικισμών άνω των 2.000 καταρτίζεται γενικό πολεοδομικό σχέδιο.
2. Οικισμοί μέχρι 2000 κατοίκους. Αφορά στους οικισμούς της χώρας οι οποίοι κατά την εκάστοτε τελευταία απογραφή έχουν πληθυσμό μέχρι και 2.000 κατοίκους. Η οριοθέτηση των οικισμών αυτών οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί μέχρι την ισχύ του νόμου 1337/1983 έχει γίνει με τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος της 24.4/3.5.1985 ΦΕΚ 181 Δ. Από την ισχύ του νόμου 1337/1983 και μέχρι την ισχύ του νόμου 2508/1997, τα όρια των οικισμών αυτών έχουν καθοριστεί με απόφαση νομάρχη που έχει δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από την ισχύ του νόμου 2508/ 1997, για τους ήδη οριοθετημένους οικισμούς δεν είναι επιτρεπτή η περαιτέρω διεύρυνση των ορίων τους με νέα διοικητική πράξη. Μπορούν να πολεοδομηθούν και να επεκταθούν μόνο υπό την ύπαρξη εγκεκριμένου ΣΧΟΟΑΠ.
3. Προϋφιστάμενοι του 1923. Είναι οι οικισμοί που στερούνται εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου και η δόμηση για αυτούς ορίζεται από το Π.Δ. 2.2.81./ΦΕΚ 138/Δ/81. Τα όρια των οικισμών που προϋπάρχουν της 16-8-1923 μπορεί να καθορίζονται με απόφαση του οικείου νομάρχη, ενώ αν πρόκειται για οικισμούς μέχρι 2.000 κατοίκους ακολουθούνται οι ισχύουσες διατάξεις.
Τι είναι οι περιοχές επεκτάσεων;
Περιοχές επεκτάσεων εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών προϋφιστάμενων του 1923 ή οικισμών μεταγενέστερων του 1923 που στερούνται εγκεκριμένου σχεδίου, καλούνται οι προς πολεοδόμηση περιοχές που προορίζονται για την κάλυψη των μελλοντικών οικιστικών – κυρίως – αναγκών των πόλεων και οικισμών αυτών.
Ο ορισμός επεκτάσεων και κατ’ επέκταση η πολεοδόμηση των περιοχών αυτών, αποτελεί απόφαση του σχεδιασμού όταν καθίσταται απολύτως αναγκαία προϋπόθεση ανάπτυξης της πόλης ή του οικισμού εν όψει κυρίως της δημογραφικής εξέλιξης, της ανάπτυξης οικιστικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων και γενικότερα ποιοτικότερων πολεοδομικών συνθηκών και βασίζεται στην αρχή διατήρησης της γης ως πολύτιμου πόρου για τις επόμενες γενιές.
Για την πολεοδόμηση μιας περιοχής επέκτασης απαιτείται εγκεκριμένο ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ και εκπόνηση πολεοδομικής μελέτης που εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις του. Οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε περιοχές που πολεοδομούνται για πρώτη φορά υποχρεούνται να συμμετάσχουν σε εισφορά σε γη για τη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και κοινωφελών χρήσεων και σε εισφορά σε χρήμα για την αντιμετώπιση της δαπάνης για την κατασκευή κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων.
Με ποια βασικά κριτήρια προτείνονται επεκτάσεις-πολεοδομήσεις των υφιστάμενων οικιστικών υποδοχέων;
Η βασική αρχή που διέπει τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό σύμφωνα με τον Ν. 2508/97 είναι η αρχή της αειφόρου ανάπτυξης, που ορίζεται ως «ανάπτυξη που καλύπτει τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες».
Τα κριτήρια λοιπόν με βάση τα οποία προτείνονται επεκτάσεις, δηλαδή νέα πολεοδομημένη γη, υπακούν στην αρχή αυτή και αφορούν την κάλυψη των αναγκών του παρόντος (την 10ετία έως 20ετία που είναι ο ορίζοντας των μελετών ΓΠΣ ή ΣΧΟΟΑΠ) χωρίς να διακινδυνεύουν την αλόγιστη σπατάλη περιβαλλοντικών, οικονομικών ή κοινωνικών πόρων.
Οι βασικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στις μελέτες ΓΠΣ / ΣΧΟΟΑΠ για την εκτίμηση των αναγκών δημιουργίας νέας πολεοδομημένης γης έχουν τόσο ποσοτικό όσο και ποιοτικό χαρακτήρα, και παρουσιάζονται εδώ επιγραμματικά:
Α. Έλεγχος χωρητικότητας υφιστάμενων θεσμοθετημένων οικιστικών υποδοχέων: Σύμφωνα με την Υ.Α. 10788/2004 (ΦΕΚ 285/ Δ/ 05-03-2004) υπολογίζεται σε αριθμό κατοίκων η χωρητικότητα κάθε θεσμοθετημένου οικιστικού υποδοχέα, που αποτελεί συνάρτηση του μέσου ισχύοντος συντελεστή δόμησης, της έκτασης του υποδοχέα, σταθεροτύπων για κατοικία και κοινωνική-τεχνική υποδομή, και του συντελεστή κορεσμού λ. Ακολούθως ελέγχεται η επάρκεια των υποδοχέων σε σχέση με τον μελλοντικό πληθυσμό (10ετίας έως 20ετίας).
Β. Ρυθμοί οικοδομικής δραστηριότητας: Από στοιχεία οικοδομικών αδειών που διατίθενται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΣΥΕ) αναλύεται το εύρος και ο ρυθμός της οικοδομικής δραστηριότητας.
Γ. Εκτίμηση αμέσων ή εμμέσων συνεπειών από μεγάλα έργα υποδομής (π.χ. γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου) ή γενικά παράγοντες τέτοιας εμβέλειας που μπορούν να επηρεάσουν τη χωρική ανάπτυξη της περιοχής μελέτης (π.χ. διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων).
Δ. Έλεγχος γεωλογικής καταλληλότητας: Ελέγχονται οι εντός σχεδίου ή εντός ορίων οικισμών εκτάσεις ως προς την γεωλογική τους καταλληλότητα για πολεοδόμηση.
Ε. Έλεγχος χωροταξικής καταλληλότητας: Εφόσον κάποιος υποδοχέας έχει ανάγκη επέκτασης (σύμφωνα με τα παραπάνω) ελέγχεται η περιοχή πέριξ των ορίων του για να διαπιστωθεί κατά πόσον σε περίπτωση επέκτασης θίγονται σημαντικοί περιβαλλοντικοί ή πολιτιστικοί πόροι (π.χ. αρδευόμενη γεωργική γη, προστατευόμενη περιοχή φυσικού περιβάλλοντος, κηρυγμένα μνημεία ή αρχαιολογικοί χώροι, κ.λπ.).
ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ο Ν. 4269/2014
Ο πρόσφατος νόμος 4269/2014 εισάγει σημαντική αλλαγή , αφού διακρίνει το Χωρικό σχεδιασμό και τα χωρικά σχέδια σε δυο κατηγορίες :
α) Στρατηγικός σχεδιασμός (υπερκείμενος): Είναι το πρώτο και υπερέχον σύστημα χωροταξικού σχεδιασμού με στρατηγικό χαρακτήρα και ενδεικτικό περιεχόμενο που αποσκοπεί στον σχεδιασμό του χώρου σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο καθαρά δηλαδή γεωγραφικά- μορφολογικά.
Καταργείται το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου αναπτύξεως καθώς και τα Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού σχεδιασμού και Αειφόρου Αναπτύξεως και προβλέπονται τα Εθνικά Χωροταξικά Πλαίσια.
Επίσης καταργούνται τα Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού με τις 12 περιφέρειες και θεσπίζονται τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια (12) στα οποία εντάσσεται και το Ρυθμιστικό σχέδιο της Αθήνας. Τα λοιπά Ρυθμιστικά καταργούνται.
β) Ρυθμιστικός σχεδιασμός (υποκείμενος- τοπικός): είναι ιεραρχικά κατώτερο σύστημα πολεοδομικού σχεδιασμού με κανονιστικό – ρυθμιστικό περιεχόμενο σε επίπεδο δημοτικό ή διαδημοτικό ή ανεξαρτήτως διοικητικών ορίων με κριτήρια τις ομοιότητες στη μορφολογία και στις ανάγκες ορισμένων περιοχών, καθορίζοντας χρήσεις γης και όρους και περιορισμούς δομήσεως σε εντός και εκτός σχεδίου περιοχές.
Καταργείται ο ΓΠΣ, από τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια και τα ΣΧΟΑΠ,ΠΟΤΑ,ΠΟΑΔΠ κλπ από τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια. Η έγκριση τους πλέον γίνεται με Προεδρικό διάταγμα. Τα τοπικά χωρικά σχέδια και τα ειδικά σχέδια μπορεί να τροποποιούν όρους δόμησης και ρυθμίσεις των ΖΟΕ εφόσον συντρέχουν ειδικοί πολεοδομικοί λόγοι , σύμφωνα με το νέο άρθρο 8 παράγραφος 5 που εισάγει μία σημαντική διαφορά σε σχέση με τον προϊσχύσαντα Ν. 2.508/97.Να σημειωθεί ότι και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει μετατοπίσει σταδιακά την απόλυτη μορφή πολεοδομικού κεκτημένου στην πιο σχετική μορφή. Δέχεται έτσι, υπό αυστηρές βέβαια προϋποθέσεις και εφόσον προκύπτουν ειδικοί πολεοδομικοί λόγοι ενδεχομένως και σε συνδυασμό με άλλους λόγους δημοσίου συμφέροντος , ότι μπορεί να δικαιολογηθεί η μεταβολή των πολεοδομικών χαρακτηριστικών μιας περιοχής . Είναι δηλαδή δυνατή η δυνατότητα τροποποίησης όρων και ρυθμίσεων των ζωνών οικιστικού ελέγχου εφόσον βεβαίως υπάρχει ειδική πολεοδομική τεκμηρίωση στα σχέδια αυτά ακόμα και αν υπήρχε την επιδείνωση των όρων εφόσον δικαιολογείται από τα στοιχεία που συνοδεύουν το σχέδιο ( ΣτΕ 376/2014 ολομέλεια, 415/2011 ολομέλεια , 3059 /2009).
Επίσης καταργείται η Πολεοδομική Μελέτη και η Πράξη εφαρμογής από τα Ρυμοτομικά Σχέδια Εφαρμογής που θεσπίζονται με πράξεις των Γενικών Γραμματέων Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Στην κατηγορία των ειδικών χωρικών σχεδίων εντάσσονται και οι ειδικοί σχεδιασμοί για τους οργανωμένους υποδοχείς δραστηριοτήτων. Πρόκειται για περιοχές που αναπτύσσουν τη βάση ενιαίου σχεδιασμού προκειμένου να λειτουργήσουν κατά κύρια η αποκλειστική χρήση ως οργανωμένοι χώροι ανάπτυξης παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων όπως είναι τα επιχειρηματικά πάρκα οι περιοχές ολοκληρωμένης τουριστικής ανάπτυξης (ΠΟΤΑ), οι περιοχές οργανωμένης ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων, τα εμπορευματικά κέντρα, τα τοπικά ρυμοτομικά σχέδια, τα ειδικά σχέδια χωρικής ανάπτυξης δημοσίων ακινήτων.
Έτσι επιχειρείται για πρώτη φορά η ένταξη των ειδικών εργαλείων χωροταξικής πολιτικής στο συνολικό σύστημα χωροταξικής σχεδίασης ώστε οι ειδικοί αυτοί οι σχεδιασμοί να υπόκειται στον υπερκείμενο χωροταξικό σχεδιασμό . Μπορούν μάλιστα υπό προϋποθέσεις να τροποποιούν προγενέστερα τοπικά χωρικά σχέδια αλλά χωρίς να ανατρέπεται η χωροταξική λειτουργία της ευρύτερης περιοχής όπως αυτή προσδιορίζεται από τα εθνικά και περιφερειακά χωροταξικά πλαίσια.
Τα όργανα έγκρισης.
Τα εθνικά και περιφερειακά σχέδια εντάσσονται στο στρατηγικό χωρικό σχεδιασμό και έχουν επιτελικό και κατευθυντήριο χαρακτήρα και κατά συνέπεια εγκρίνονται με υπουργικές αποφάσεις δεδομένου ότι θα εξειδικευθούν περαιτέρω με πολεοδομικά σχέδια , δηλαδή με προεδρικά διατάγματα και άλλες διοικητικές πράξεις , καταλείπουν δε ευρύτατη ευχέρεια στα αρμόδια όργανα της διοίκησης. Το ΣτΕ σε σχέση με τις πράξεις έγκρισης των ειδικών χωροταξικών πλαισίων είδαμε παραπάνω ότι έχει δεχθεί ότι είναι δυνατή η προσβολή τους με αίτηση ακυρώσεως. Το δικαστήριο είχε δεχθεί τη νομική δεσμευτικότητα τόσο των γενικών κατευθύνσεων όσο και των ειδικότερων ρυθμίσεων όχι μόνο ρυθμιστικών και γενικών πολεοδομικών σχεδίων αλλά και κατά την έκδοση εγκρίσεων και αδειών για την εγκατάσταση και λειτουργία έργων ανάπτυξης των σχετικών παραγωγικών δραστηριοτήτων ( ΣτΕ 1421, 1422/ 2013. 2784 4013/ 13 επταμελής).
Προβληματισμό για την υποδοχή τους από τη νομολογία μπορεί να αποτελέσουν τα άρθρα 5 και 6 του νέου νόμου που παρέχουν νομοθετική εξουσιοδότηση στα όργανα της διοίκησης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων και όχι προεδρικών διαταγμάτων. Το ΣτΕ στο θέμα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ,επ’ ευκαιρία προσβολής του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας , απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως θεωρώντας ότι αποτελούσαν εξειδίκευση κατά τομέα του γενικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού στο οποίο περιέχονταν τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που εγκρίνονται με απόφαση της ολομέλειας της βουλής κατά τα άρθρα 79 παρ. 8 του Συντάγματος (ΣτΕ 1421/2013, το ίδιο και για το ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για τις υδατοκαλλιέργειες βλ. ΣτΕ 4966/ 2014).
Αντίθετα για τα πολεοδομικά σχέδια που εντάσσονται πλέον στο πεδίο του ρυθμιστικού σχεδιασμού όσον αφορά την πρώτη βαθμίδα αυτών δηλαδή τα τοπικά χωρικά σχέδια και τα ειδικά χωρικά σχέδια έχουν κανονιστικό χαρακτήρα κατά το μέρος που καθορίζουν όρους δόμησης και χρήσεις γης ενώ κατά τα άλλα έχουν χαρακτήρα ατομικής πράξης γενικής εφαρμογής για το λόγο αυτό προβλέπεται η έγκριση τους με προεδρικά διατάγματα και όχι με υπουργικές αποφάσεις όπως συνέβαινε με το προϊσχύσαν καθεστώς του γενικού πολεοδομικού σχεδιασμού . Υπάρχει δηλαδή μία κανονιστική αντιστροφή αφού πλέον τα τοπικά χωρικά σχέδια , τα σχέδια που λέμε πρώτης βαθμίδας αναπτύσσουν πλήρη κανονιστική ισχύ και άμεση νομική δεσμευτικότητα και η ρύθμισή τους δεν ανατρέπονται στο επόμενο στάδιο σχεδιασμού δηλαδή του ρυμοτομικού σχεδίου εφαρμογής, όπως αντίθετα μπορούσε να συμβεί κατά το γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό στο στάδιο της έγκρισης πολεοδομικής μελέτης. Έτσι ο κανονιστικός νομοθέτης κατά την κατάρτιση των ρυμοτομικών σχεδίων εφαρμογής δεσμεύεται πλέον τόσο στην οριοθέτηση των οικιστικών περιοχών όσο και των ειδικότερων περιοχών των προς πολεοδόμηση . Για το λόγο αυτό η έγκριση των τελευταίων, δηλαδή των ρυμοτομικών σχεδίων εφαρμογής γίνεται με πράξη των Γενικών Γραμματέων Αποκεντρωμένης Διοίκησης αντί προεδρικού διατάγματος, διότι δεν εισάγουν το πρώτον γενικές πολεοδομικές ρυθμίσεις , αλλά εφαρμόζουν και εξειδικεύουν τις ήδη τεθείσες ρυθμίσεις στα τοπικά χωρικά σχέδια και ειδικά χωρικά σχέδια.
Πάντως ο νέος νόμος δεν φαίνεται να παίρνει σαφή θέση στον κοινωνικό διάλογο αλλά μάλλον να τον υποβαθμίζει . Ενδυναμώνει όμως σημαντικά το ρόλος του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας.
Τα όργανα της εθνικής χωροταξικής πολιτικής
Εθνική χωροταξική στρατηγική είναι κείμενο αρχών που αφορά την Κυβέρνηση και τους επιμέρους φορείς με βασικούς άξονες τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους χωρικής ανάπτυξης , τα προτεινόμενα μέσα δράσης με σκοπό της βιώσιμη ανάπτυξη και οργάνωση του εθνικού χώρου.
Ανατίθεται στο ΥΠΕΧΩΠΕ. Όργανα του είναι το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας και η Εκτελεστική Επιτροπή. Το ΕΣΧ είναι όργανο κοινωνικού διαλόγου και διαβούλευσης ενώ η ΕΚΕΠ είναι συντονιστικό και εκτελεστικό όργανο υπαγόμενο στο ΕΣΧ.
Ο ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΧΩΡΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ( α.5-6 Ν 4269/14)
Με τον όρο στρατηγικός χωρικός σχεδιασμός εννοούμε τη κοινωνική διαδικασία συντονισμού εταίρων και θεσμών σε περιβάλλοντα όπου επικρατεί κατακερματισμός και αβεβαιότητα, προκειμένου να ενισχυθούν και να κινητοποιηθούν βασικοί συμμέτοχοι (stakeholders) και να παραχθεί ένα πλαίσιο αποφάσεων για τη διαχείριση της χωρικής αλλαγής.
Περιλαμβάνει : α) Τα εθνικά χωροταξικά σχέδια που αντικατέστησαν το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και δεν εγκρίνονται πλέον από την ολομέλεια της Βουλής αλλά τον ΥΠΕΚΑ και τον κατά περίπτωση αρμόδιο υπουργό. β) τα περιφερειακά χωροταξικά σχέδια που αντικατέστησαν τα περιφερειακά πλαίσια χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρο ανάπτυξης. Αφορούν όλες τις περιφέρειες της χώρας πλήν της Περιφέρειας Αττικής. Είναι σχεδιασμός σε επίπεδο περιφέρειας ή δήμου. Καταργoυνται τα ΠΧΠ για την περιφέρεια Αττικής όπου οι ρυθμίσεις προβλέπονται στο Νέο Ρυθμιστικό σχέδιο Αθηνών.
Αμφότερα εκπονούνται από το ΥΠΕΚΑ , υποβάλλονται σε ΣΜΠΕ και γνωμοδοτεί η εκτελεστική επιτροπή, στα περιφερειακά και το οικείο περιφερειακό συμβούλιο και δημοσιεύονται στο ΦΕΚ.
Ο ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
Το ΤΧΣ αντικατέστησε το ΓΠΣ. Είναι Προεδρικό Διάταγμα που περιέχει κείμενα και διαγράμματα με τα οποία καλύπτονται εκτάσεις μιας ή περισσότερων Δημοτικών ενοτήτων ή όλος ο Δήμος ή και σε διαδημοτικό επίπεδο. Καταργείται ο διαχωρισμός που έκανε το ΓΠΣ σε περιοχές άνω ή κάτω των 2000 κατοίκων.
Προβλέπονται 4 περιοχές εκπόνηση ΤΧΣ : α) οικιστικές περιοχές, β) παραγωγικές και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ,γ) περιοχές προστασίας και δ) περιοχές ελέγχου χρήσεων γής.
Αρμόδιο όργανο : εκπονούνται από ΥΠΕΚΑ ή οικείο Δήμο + Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) + γνωμοδότηση οικείου ΟΤΑ και ΣΥΜΠΟΘΑ (Συμβούλιο Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων) και έγκριση με Προεδρικό διάταγμα που συνδημοσιεύεται με την ΣΜΠΕ.
Στο ίδιο ιεραρχικό επίπεδο βρίσκονται και τα Ειδικά Χωρικά Σχέδιο. Η διαφορά τους έγκειται ότι τα ΕΧΣ εκπονούνται με βάση τις παραγωγικές και επιχειρηματικές δράσεις και όχι με γεωγραφικά κριτήρια.
Τα Ρυμοτομικά Σχέδια Εφαρμογής
Τα Ρυμοτομικά Σχέδια Εφαρμογής αποτελούν το κατώτερο στάδιο του Ρυθμιστικού Χωρικού Σχεδιασμού. Τα ΡΣΕ αντικατέστησαν την Πολεοδομική Μελέτη.
Είναι η πράξη με την οποία εξειδικεύεται σε επίπεδο πόλης ή οικισμού ή σε τμήμα αυτών ή σε ζώνες ή περιοχές ειδικών χρήσεων το ΤΧΣ ή το ΕΧΣ περί χρήσεων γης και όρων δόμησης καθορίζοντας επακριβώς τους κοινόχρηστους χώρους , τους οικοδομήσιμους κλπ Πρόκειται για μικτή πράξη που σε παλαιότερους νόμους ονομάζεται Σχέδιο Πόλης.
Το ΡΣΕ εκπονείται από το Δήμο ή την αποκεντρωμένη διοίκηση μετά από ενημέρωση του οικείου Δήμου και εγκρίνεται με απόφαση του Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης που κυρώνει και την οικεία Πράξη Εφαρμογής με δημοσίευση στο ΦΕΚ. Κατ΄ εξαίρεση εγκρίνεται από το Δημοτικό Συμβούλιο εάν έχει μεταβιβαστεί η αρμοδιότητα έγκρισης στον Δήμο.
Πρέπει πριν να γνωμοδοτήσει ο οικείος ΣΥΜΠΟΘΑ μετά από εισήγηση της Περιφέρειας και να αναρτηθούν τα σχέδια στο Δήμο και να δημοσιευθούν σε 2 εφημερίδες. Η εφαρμογή του ΡΣΕ υπόκειται σε έλεγχο κατά την διάρκεια του οποίου μπορεί να γίνει τροποποίηση . Η τροποποίηση γίνεται ανά πενταετία ενώ στο μεσοδιάστημα μόνο κατ΄ εξαίρεση είναι δυνατή.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ
Εκπονείται πριν την έγκριση ενός σχεδίου ή προγράμματος ή νόμου Εθνικού ή περιφερειακού ή Νομαρχιακού τοπικού χαρακτήρα που ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον (αρχή της προφύλαξης).
Δεν εκπονείται για σχέδια εθνικής άμυνας ή δημοσιονομικά ή συγχρηματοδοτούμενα.
Αρμόδια αρχή το ΥΠΕΚΑ ή σε επίπεδο περιφέρειας η Περιφέρεια.
Κατά την νομολογία πρέπει κατά την κατάρτιση της να συμμετέχουν και ειδικοί επιστήμονες με βάση το είδος των επιπτώσεων (ΣτΕ 2713/2013, ΣτΕ Ολομ. 674/10). Δεν απαιτείται πάντως η συγκεκριμένη αναφορά των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των επιμέρους εδαφικών υποδιαιρέσεων της περιοχής μελέτης και των προστατευόμενων περιοχών, ούτε η αναλυτική παρουσίαση των επιπτώσεων που αφορούν κάθε μια εξ΄αυτών (ΣτΕ 3874/14).
Με το νέο νόμο θεσπίζεται υποχρέωση υπαγωγής όλων των χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων εθνικού περιφερειακού και τοπικού χαρακτήρα στη διαδικασία της στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης εξαιρούνται : τα ρυμοτομικά σχέδια εφαρμογής.
Οι σχετικές μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων εγκρίνονται πλέον με την πράξη έγκρισης του πλαισίου και όχι με αυτοτελή διοικητική πράξη όπως προβλεπόταν. Πρόκειται για γενίκευση του συστήματος ταυτόχρονης έγκρισης του σχεδίου και της σχετικής στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων με την ίδια διοικητική πράξη. Το σύστημα αυτό είχε εγκαινιαστεί επ’ευκαιρία της εγκρίσεως των ειδικών χωροταξικών πλαισίων για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας για την βιομηχανία και τον τουρισμό βλέπε (ΣτΕ 1421/2013 επταμελής, σκέψη 12). Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει νομολογήσει ότι δεν αποκλείεται η ταυτόχρονη έγκριση της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικής εκτίμησης και του σχεδίου ή προγράμματος. Στις περιπτώσεις αυτές οι σχετικές εγκριτικές πράξεις προσλαμβάνουν το χαρακτήρα έγκρισης περιβαλλοντικών όρων του πλαισίου ή του σχεδίου καθ’ εαυτού ενώ οι εγκρινόμενοι όροι αποτελούν το ελάχιστο όριο προστασίας του περιβάλλοντος και καθίστανται δεσμευτικοί κατά την περιβαλλοντική αδειοδότηση των έργων που θα υλοποιήσουν το πλαίσιο ή το σχέδιο.
Ειδικά για το ρυθμιστικό σχέδιο της Αθηνάς το ΣτΕ νομολόγησε ότι δεν απαιτείται ΣΜΠΕ. Διότι εφόσον η πράξη εντάσσεται σε μια ιεραρχία χωροταξικών πράξεων που έχουν αυτές αποτελέσει αντικείμενο Μ.Π.Ε. και συνεπώς ρυθμιστικό σχέδιο Αθήνας αποτελεί κατά την κρατούσα γνώμη σχέδιο με ακριβείς κανόνες χρήσεως και δεν απαιτεί περαιτέρω στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση (ΣτΕ 2996/14 Ολομ.).