Αριθ. 169/2010, Ολομελείας
Περίληψη: Από τις διατάξεις του άρθρου 57 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) προκύπτει ότι το δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται μετά την αναίρεση η υπόθεση, οφείλει να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση, μη δυνάμενο να αποφανθεί διαφορετικά για τα ζητήματα που έχουν κριθεί με την απόφαση αυτή. Την ίδια δε υποχρέωση υπέχει και το Συμβούλιο Επικρατείας όταν δικάζει, σε Ολομέλεια ή στην αυξημένη (επταμελή) σύνθεση του οικείου Τμήματος, αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε από το δικαστήριο της παραπομπής. Περαιτέρω, δεν υφίσταται κατ’ άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση Τμήματος του Συμβουλίου τη Επικρατείας να παραπέμψει στην Ολομέλεια ζήτημα αντιθέσεως διατάξεως τυπικού νόμου προς διάταξη διεθνούς συμβάσεως, που έχει κυρωθεί με νόμο, εφόσον στην περίπτωση αυτή δεν τίθεται ζήτημα αντιθέσεως διατάξεως τυπικού νόμου προς συνταγματική διάταξη. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 300 του Αστικού Κώδικα, το οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε αποζημίωση από οποιαδήποτε αιτία και αν προέρχεται, άρα και στην περίπτωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του ΕισΝ Αστ. Κώδικα, συνάγεται ότι, αν συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος –η ύπαρξη του οποίου αποτελεί νομική έννοια που ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν δικάζει κατ’ αναίρεση–, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τα δικαστήρια της ουσίας απόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, αφού εκτιμήσει ελευθέρως τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων είναι ο βαθμός του πταίσματος του ζημιωθέντος, να επιδικάσει ολόκληρη την αποζημίωση ή να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση ή και να μειώσει μόνο το ποσό της αποζημίωσης. Η κατ’ ενάσκηση της διακριτικής αυτής εξουσίας κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας όταν δικάζει κατ’ αναίρεση.
Πρόεδρος: Π. Πικραμμένος
Εισηγητής: Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλος
Δικηγόροι: Δημ. Πανταρώτας, Κων. Σκολιδης, Αθ. Τσιώκος – Πλαπούτας, Θεοδ. Γιαννακόπουλος
3. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 2259/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτή έγινε εν μέρει μόνο δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος Δήμου κατά της 2250/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και αναγνωρίσθηκε ότι ο Δήμος υποχρεούται να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 117.388,11 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο του υιού του, συνεπεία πρόσκρουσης του Ι.Χ. ιδιωτικού αυτοκινήτου που οδηγούσε ο τελευταίος σε διαφημιστική πινακίδα, η οποία παρανόμως δεν είχε απομακρυνθεί από τα αρμόδια όργανα του Δήμου. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είχε εκδοθεί ύστερα από αναίρεση προηγουμένης αποφάσεως του ίδιου Εφετείου (3636/2005) με την 910/2007 απόφαση του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την αναιρεθείσα απόφαση είχε γίνει καθ’ ολοκληρία δεκτή έφεση του Δήμου κατά της προαναφερθείσης 2250/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε αναγνωρισθεί ότι ο Δήμος υπεχρεούτο να καταβάλλει στον αναιρεσίβλητο ποσό 586.940,57 ευρώ για την ίδια αιτία (ψυχική οδύνη).
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της από 15.5.2009 πράξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου, λόγω μείζονος σπουδαιότητος (άρθρο 14 παρ. 2 εδ. Α΄ του π.δ/τος 18/1989 ΦΕΚ Α΄ 8).
5. Επειδή, ο αιτών Δήμος παραιτήθηκε με προφορική και έγγραφη δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων του στο ακροατήριο από τον έκτο λόγο αναιρέσεως του αρχικού δικογράφου.
6. Επειδή, στο άρθρο 57 του πρ. διατάγματος 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α΄ 8), υπό τον τίτλο «Συνέπειες αναίρεσης» ορίζονται τα εξής: «1. Το Συμβούλιο όταν δέχεται την αίτηση αναιρεί την απόφαση και οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από αυτήν … 2. Αν αναιρεθεί, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, η απόφαση που είχε προσβληθεί, το Συμβούλιο παραπέμπει την υπόθεση είτε στο δικαστήριο που είχε εκδώσει την απόφαση είτε σε άλλο ομοειδές και ομοιόβαθμο, εκτός αν η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό μέρος οπότε αποφασίζει και περαιτέρω για αυτή. Σε καμιά περίπτωση το δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να αποστεί από την απόφαση του Συμβουλίου ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν από αυτό».
7. Επειδή, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται μετά την αναίρεση η υπόθεση, οφείλει να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση, μη δυνάμενο να αποφανθεί διαφορετικά για τα ζητήματα που έχουν κριθεί με την απόφαση αυτή. Την ίδια δε υποχρέωση υπέχει και το Συμβούλιο Επικρατείας όταν δικάζει αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε από το δικαστήριο της παραπομπής. Εξάλλου, λόγω της σπουδαιότητας εμφανιζομένων ζητημάτων, προβλέπεται στο άρθρο 14 (παρ. 2 και 5) του ίδιου πρ. διατάγματος η δυνατότητα απ’ ευθείας εισαγωγής ή παραπομπής υποθέσεων στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ή στην αυξημένη (επταμελή) σύνθεση του οικείου τμήματος. Και αν όμως ακόμη η Ολομέλεια ή το τμήμα με επταμελή σύνθεση αποφανθούν αντιθέτως προς όσα έκρινε προγενέστερη, σε άλλη υπόθεση, αναιρετική απόφαση του Τμήματος με συνήθη σύνθεση, το δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η τελευταία αυτή υπόθεση καθώς και το Τμήμα που δικάζει αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως επί της παραπομπής δεν μπορούν, κατ’ επίκληση της αποφάσεως της Ολομελείας ή του Τμήματος με επταμελή σύνθεση, να κρίνουν διαφορετικά για τα ζητήματα που έκρινε η αναιρετική απόφαση. Ότι αυτή είναι η έννοια των παρατεθεισών διατάξεων συνάγεται όχι μόνο από τη διατύπωση του άρθρου 57 παρ. 2 του πρ. διατάγματος 18/1989, κατά την οποία το δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί «σε καμία περίπτωση» να αποστεί από την αναιρετική απόφαση, αλλά και από την ίδια τη φύση της αναιρετικής αποφάσεως, η οποία θα εστερείτο των βασικών χαρακτηριστικών της αν τα κριθέντα μπορούσαν και πάλι να αμφισβητηθούν και μάλιστα κατ’ επίκληση μεταγενεστέρων νομολογιακών δεδομένων (ΣΕ 173/1990, 1459/1993, 155, 2922/2006, 1190, 1641/2008 κ.ά.).
8. Επειδή, με την 910/2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι από τη διάταξη του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, με την οποία θεσπίζεται η ευθύνη προς αποζημίωση του Ελληνικού Δημοσίου από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημοσίας εξουσίας, η οποία έχει ανατεθεί σ’ αυτά, συνάγεται ότι για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, μεταξύ άλλων, όπως η πράξη ή η παράλειψη ή η υλική ενέργεια των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου είναι μη νόμιμη, ήτοι με αυτή να παραβιάζεται κανόνας δικαίου, με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον. Δεδομένου δε ότι οι όροι του αδίκου καθορίζονται είτε με τυπικό νόμο είτε με κανονιστική πράξη της διοικήσεως, εκδιδόμενη βάσει εξουσιοδοτήσεως νόμου, παρέπεται ότι ευθύνη του Δημοσίου κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος δεν γεννάται από την ψήφιση και κύρωση νόμου από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας καθώς και από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, πλην εάν ο νόμος ή η παράλειψη της νομοθετήσεως ευρίσκονται σε αντίθεση προς υπερκείμενους κανόνες δικαίου, όπως είναι οι διατάξεις του Συντάγματος και οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων, οι οποίες από της επικυρώσεώς τους δια νόμου υπερισχύουν, κατ’ άρθρο 28 του Συντάγματος, των απλών νόμων (ΣτΕ 1141/1999 7με¬λής). Περαιτέρω, με τον ν. 1604/1986 (ΦΕΚ Α΄ 81) εκυρώθηκαν μεταξύ των άλλων οι διεθνείς συμβάσεις α) για την οδική κυκλοφορία και β) για την οδική σήμανση και σηματοδότηση που υπεγράφησαν στην Βιέννη την 8.11.1968. Στο άρθρο 4 της δευτέρας συμβάσεως, υπό το κεφάλαιο Ι με τίτλο «γενικές διατάξεις» ορίζονται τα εξής: «Τα Συμβαλλόμενα Μέλη συμφωνούν ότι απαγορεύεται: a) η αναγραφή ή προσάρτησις εις πινακίδα σημάνσεως, το υποστήριγμα αυτής, ή πάσαν άλλην συσκευήν ρυθμίσεως της κυκλοφορίας, πάσης προσθήκης μη σχετικής προς τον σκοπόν της τοιαύτης πινακίδος σημάνσεως, υποστηρίγματος ή συσκευής, εν πάση όμως περιπτώσει, εάν τα Συμβαλλόμενα Μέρη ή όργανα αυτών ήθελον εξουσιοδοτήσει μη κερδοσκοπικόν οργανισμόν όπως εγκαταστήση πληροφοριακός πινακίδας, δύνανται να επιτρέψουν όπως το έμβλημα του τοιούτου οργανισμού εμφανίζεται επ’ αυτών ή του υποστηρίγματός των, υπό την προϋπόθεσιν ότι δεν ήθελεν εκ τούτου καταστή ολιγώτερον εύληπτος η πινακίς σημάνσεως, b) η εγκατάστασις πάσης πινακίδος, ειδοποιήσεως, διαγραμμίσεων ή συσκευής, ήτις θα ηδύνατο να επιφέρει σύγχυσιν μετά των πινακίδων σημάνσεως ή άλλων συσκευών ρυθμίσεως της κυκλοφορίας, ή να καταστήση ταύτας ολιγώτερον ορατάς ή αποτελεσματικός, είτε να προκαλέση εκθάμβωσιν εις τους χρησιμοποιούντας τας οδούς, είτε απόσπασιν της προσοχής των, κατά τρόπον δυνάμενον να επιδράση επί της ασφαλείας της κυκλοφορίας». Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο ν. 2696/1999 με τίτλο «Κύρωση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας» (ΦΕΚ Α΄ 57), όπως ίσχυε, προ της τροποποιήσεώς του με τον ν. 3212/2003, οριζόταν ότι: «1. Απαγορεύεται κάθε διαφήμιση που πραγματοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, στα εκτός κατοικημένης περιοχής τμήματα των χαρακτηρισμένων εθνικών και επαρχιακών οδών και σε ζώνη μέχρι εκατόν πενήντα (150) μέτρων και από τις δύο πλευρές του άξονα των οδών αυτών και είναι ορατή από τους χρήστες των οδών. Η παραπάνω ζώνη απαγόρευσης περιορίζεται στα σαράντα (40) μέτρα και από τις δύο πλευρές του άξονα των ανωτέρω τμημάτων εθνικών και επαρχιακών οδών, που διέρχονται μέσα από κατοικημένη περιοχή, αν το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας στα τμήματα αυτά είναι ανώτερο των 70 km/h. Προκειμένου περί οδών που βρίσκονται εντός κατοικημένων περιοχών και το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας είναι 70 km/h ή κατώτερο, επιτρέπεται η διαφήμιση, με την επιφύλαξη των κατωτέρω απαγορεύσεων, στο χώρο της οδού και μέχρι τη ρυμοτομική γραμμή. Στις οδούς των ανωτέρω κατηγοριών που θα χαρακτηρισθούν με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων σαν πρωτεύον αστικό οδικό δίκτυο και ανήκει σε αυτόν η αποκλειστική αρμοδιότητα για τη συντήρησή τους, δύναται να καθορίζονται οδοί, τμήματα οδών ή χώροι στους οποίους οι διαφημίσεις απαγορεύονται, είτε στο χώρο της οδού (οδόστρωμα, διαχωριστική νησίδα, νησίδα ασφαλείας, οδός παρόδιου εξυπηρέτησης, πεζοδρόμιο) είτε εντός των ρυμοτομικών γραμμών ή δύναται να επιτρέπονται σε ειδικά πλαίσια, κατασκευασμένα και τοποθετημένα σύμφωνα με εγκεκριμένες προδιαγραφές του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. 2. Απαγορεύεται γενικά η τοποθέτηση επιγραφών ή διαφημίσεων ή η εγκατάσταση οποιασδήποτε πινακίδας, αφίσας, διαγράμμισης ή συσκευής, σε θέση ή κατά τρόπο που μπορεί να έχει οποιεσδήποτε αρνητικές επιπτώσεις στους χρήστες της οδού ή να επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο την κυκλοφορία. Ιδίως απαγορεύεται η τοποθέτηση ή εγκατάσταση των ανωτέρω σε τέτοιες θέσεις, ώστε να παρεμποδίζεται η θέα των πινακίδων κατακόρυφης σήμανσης ή φωτεινών σηματοδοτών ή να δημιουργείται σύγχυση με πινακίδες σήμανσης ή με κυκλοφοριακή διαγράμμιση ή με άλλη συσκευή ρύθμισης της κυκλοφορίας ή να τις καταστήσει λιγότερο ορατές ή αποτελεσματικές ή να προκαλέσει θάμβωση στους χρήστες της οδού και γενικά να αποσπάσουν την προσοχή τους κατά τρόπο που μπορεί να έχει δυσμενή επίδραση στην οδική ασφάλεια γενικά. 3. … 8. Διαφημίσεις, επιγραφές, πινακίδες, αφίσες, διαγραμμίσεις ή συσκευές που τοποθετούνται κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού αφαιρούνται ή εξαλείφονται ή, εφόσον είναι φωτεινές, τίθενται εκτός λειτουργίας, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 2130/ 1993. Σε περίπτωση που τα αρμόδια όργανα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων ή της Πε¬ρι¬φέ¬ρειας διαπιστώσουν την παράλειψη τήρησης των υποχρεώσεων του προηγούμενου εδαφίου από τους προς τούτο υπόχρεους, δύνανται να τους καλούν προς εκτέλεση των αναγκαίων ενεργειών, τάσσοντάς τους σχετική προθεσμία ενέργειας. Αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, τα αρμόδια όργανα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων ή της Περιφέρειας δύνανται να προβούν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες καθ’ υποκατάσταση των οργανισμών αυτοδιοίκησης. Η υποκατάσταση αυτή περιλαμβάνει κάθε πρόσφορη ενέργεια για την αφαίρεση, εξάλειψη ή θέση εκτός λειτουργίας των διαφημίσεων και επιγραφών από οποιονδήποτε χώρο της οδού, ανεξάρτητα από το φορέα που τη συντηρεί….». Εξάλλου, με το άρθρο 18 παρ. 3 του ν. 2130/1993 (Α΄ 62) αντικαταστάθηκε το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 1491/1984 «Μέ¬τρα για τη διευκόλυνση της διακίνησης των ιδεών, τον τρόπο διενέργειας της εμπορικής διαφήμισης, την ενίσχυση της αποκέντρωσης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 173) ως εξής: «Ο δήμος ή η κοινότητα στην περιφέρεια του οποίου έγινε παράβαση κατά τη διενέργεια των πράξεων του νόμου αυτού είναι υπόχρεος και αρμόδιος για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ανεξάρτητα αν η πράξη ή διαφήμιση έγινε σε χώρους που ανήκουν στο Δημόσιο, τον Ο.Τ.Α. ή ιδιώτες. Οι κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου αναγραφόμενες, αναρτώμενες ή επικολλώμενες διαφημίσεις αφαιρούνται ή εξαλείφονται, τα δε τοποθετούμενα πλαίσια στοιχεία επιγραφών ή διαφημίσεων κατεδαφίζονται υποχρεωτικά και αφαιρούνται τα υλικά αντικείμενα από συνεργεία του δήμου ή της κοινότητας, ύστερα από απόφαση του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας, αφού προηγουμένως γίνει διαπίστωση της παράβασης από τη δημοτική αστυνομία ή την οικεία αστυνομική αρχή… Η απόφαση του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας για κατεδάφιση και αφαίρεση των πλαισίων στοιχείων εκδίδεται μετά από κλήτευση, πριν πέντε (5) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, του κυρίου ή κατόχου του πλαισίου στοιχείου (διαφημιστή). Κατά της απόφασης του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας επιτρέπεται προσφυγή μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίηση, ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου…». Από τις διατάξεις αυτές εκρίθη με την προαναφερθείσα απόφαση ότι η διεθνής σύμβαση επιβάλλει σύστημα σημάνσεως και σηματοδοτήσεως των οδών, με ενιαία – διεθνή χαρακτηριστικά το οποίο αποσκοπεί στην ενίσχυση της ασφαλείας για τους χρήστες των οδών. Το σύστημα αυτό, για το οποίο υπεύθυνο είναι το Κράτος, παραβλάπτεται όταν παρεμβάλλονται ξένα –και κυρίως προερχόμενα από την εμπορική διαφήμιση– αντικείμενα τα οποία προορίζονται να αποσπάσουν την προσοχή των Οδηγών από τους κανόνες της οδικής κυκλοφορίας και να την κατευθύνουν προς αυτά. Εξ ου και η Σύμβαση προτάσσει όλων των διατάξεων περί των σημάτων κ.λπ., την υποχρέωση των συμβαλλομένων Κρατών να απαγορεύουν την τοποθέτηση στον ευρύτερο χώρο των οδών πάσης επιγραφής ή εγκαταστάσεως, που θα ηδύνατο να προκαλέσει σύγχυση με τις (δημόσιες) πινακίδες κυκλοφορίας, να προκαλέσει θάμβωση τους χρήστες των οδών ή να τους αποσπά την προσοχή. Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ερμηνευομένων βάσει και των δεδομένων της κοινής πείρας, αποκλείεται εν πάση περιπτώσει η τοποθέτηση τέτοιων πινακίδων διαφημίσεων και δη μεγάλων διαστάσεων επί του οδοστρώματος της οδού ή του πεζοδρομίου. Επομένως, οι ανωτέρω διατάξεις των εδ. γ΄ και δ΄ της παρ. 1 άρθρου 11 του ν. 2696/1999, επιτρέπουσες κατ’ αρχήν την εγκατάσταση διαφημίσεων επί του οδοστρώματος και των πεζοδρομίων οδών ευρισκομένων εντός κατοικημένων περιοχών (με όριο ταχύτητος μέχρι 70 χιλ./ώρα) και αναγνωρίζοντας στην Διοίκηση την δυνατότητα χορηγήσεως αδειών εγκαταστάσεως διαφημίσεων και στους ανωτέρω χώρους είναι αντίθετες προς την ως άνω Διεθνή Σύμβαση και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρες. Τούτο ενισχύεται και από το ότι οι διατάξεις των εδαφίων αυτών καταργήθηκαν ρητώς με το εδάφιο θ΄ της παρ. 12 του άρθρου 13 του ν. 3212/ 2003 (Α΄ 308) με τη σκέψη, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, ότι εθεωρούντο κατηργημένα από τις ειδικότερες και αυστηρότερες διατάξεις του ν. 2946/2001 (Α΄ 224), οποίος ερρύθμιζε τα θέματα υπαιθρίου διαφημίσεως. Από τις παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει περαιτέρω, ότι, εφόσον υφίστανται σε πεζοδρόμια των οδών του εδαφίου γ΄ του άρθρου 11 του ν. 2696/1999 διαφημιστικές πινακίδες κατά παράβαση των ορισμών της Διεθνούς Συμβάσεως, γεννάται υποχρέωση αφαιρέσεώς τους, εξαλείψεώς τους ή θέσεώς τους εκτός λειτουργίας κατά πρώτο λόγο από το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας εντός των διοικητικών ορίων του οποίου δήμου ή κοινότητας κείνται οι εν λόγω πινακίδες και κατά δεύτερο λόγο από την κρατική διοίκηση (αρμόδιο όργανο της Γενικής Γραμματείς Δημοσίων Έργων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ή της Περιφέρειας), η οποία υπό τις τασσόμενες στην παρ. 8 του άρθρου 11 του ν. 2696/1999 προϋποθέσεις, ασκεί την ανωτέρω αρμοδιότητά της καθ’ υποκατάσταση των προαναφερόμενων οργάνων των Ο.Τ.Α. στο πλαίσιο της διοικητικής εποπτείας επ’ αυτών (ΣτΕ 1274, 1766/2005).
9. Επειδή, όπως έγινε δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σε συνδυασμό με την πρωτόδικη, από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων, η από 12.2.2000 έκθεση αυτοψίας και το υπό την ίδια ημερομηνία σχεδιάγραμμα του τόπου και των πιθανών συνθηκών του ενδίκου αυτοκινητικού ατυχήματος, που τη συνοδεύει, του Τμήματος Οδικών Τροχαίων Ατυχημάτων (Τ.Ο.Τ.Α.) της Τροχαίας Αττικής και οι από Απρίλιο 2000 και 26.2.2002 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων Π.Μ. και Π.Λ. αντιστοίχως προέκυπτε ότι στις 12.2.2000 και περί ώρα 03.45, ο υιός του αναιρεσίβλητου Δ.Τ., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ΥΗΝ-8840 ΙΧΕ αυτοκίνητό του, μάρκας CITROEN SAXO 1.600 cc με συνεπιβάτιδα, στη θέση του συνοδηγού, την Π.Χ., εκινείτο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της λεωφόρου Κατεχάκη, με κατεύθυνση από Μεσογείων προς Καρέα και σε απόσταση 400-500 μέτρα μετά τη διασταύρωση αυτής με την οδό Πίνδου – Κοκκινοπούλου (περιοχή Δήμου Παπάγου) και τους εκεί φωτεινούς σηματοδότες, με ταχύτητα τουλάχιστον 80 km/h (όπως αναφέρεται στην έκθεση του ορισθέντος από το Τ.Ο.Τ.Α. Αθηνών πραγματογνώμονα Π.Μ.), και 90-100 km/h (όπως αναγράφεται στην έκθεση του ορισθέντος από τη CITROEN ΑΒΕΕ πραγματογνώμονα Π.Λ.). Η λεωφόρος, στο σημείο εκείνο, είχε τρεις λωρίδες κυκλοφορίας κατά κατεύθυνση, το δε πλάτος του οδοστρώματος ήταν 10,50 μέτρα και του χωμάτινου πεζοδρομίου 2 μέτρα. Τα ρεύματα κυκλοφορίας χωρίζονταν από νησίδα ασφαλείας με πλάτος 3,50 μέτρα, επί της οποίας υπήρχαν σιδερένια κυγκλιδώματα. Επί του πεζοδρομίου υπήρχε μεγάλη μεταλλική φωτεινή διαφημιστική πινακίδα, την οποία η εταιρεία «ΑΛΜΑ ΑΤΕΡΜΩΝ Α.Ε.» είχε εγκαταστήσει τουλάχιστον από το έτος 1977, κατόπιν σχετικής συμβάσεως με το Δήμαρχο Παπάγου. Η λεωφόρος ήταν ευθεία σε αρκετή απόσταση, το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας ορίζετο, με βάση ρυθμιστική πινακίδα, σε 50 km/h, ενώ δεν υπήρχαν φωτεινοί σηματοδότες. Η ορατότητα περιοριζόταν λόγω νύκτας και ανεπαρκούς τεχνητού φωτισμού, το δε οδόστρωμα ήταν υγρό λόγω προηγηθείσης βροχοπτώσεως. Η κυκλοφορία οχημάτων ήταν αραιή. Όταν το πιο πάνω αυτοκίνητο έφτασε σε απόσταση 400-500 μέτρα από την προαναφερόμενη διασταύρωση, ο οδηγός του έχασε αιφνιδίως τον έλεγχό του, το αυτοκίνητο παρεξέκλινε της πορείας του και αφού διήνυσε ανεξέλεγκτη, διαγώνια προς τα δεξιά πορεία (πλαγιολίσθηση), αφήνοντας ίχνη πλάγιας τριβής επί του οδοστρώματος, μήκους 19,20 μέτρων, προσέκρουσε με σφοδρότητα στην τσιμεντένια βάση της ως άνω διαφημιστικής πινακίδας με αποτέλεσμα να ανοίξουν οι πόρτες του, να διαγράψει τούτο περιστροφή 180 μοιρών, να βρεθεί τελικά στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας του προς Ηλιούπολη ρεύματος κυκλοφορίας, κάθετα στο οδόστρωμα και να εκτιναχθούν από αυτό ο οδηγός και η συνοδηγός, οι οποίοι, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 12 παρ. 3 του Κ.Ο.Κ., δεν είχαν κάνει χρήση των ζωνών ασφαλείας. Συνέπεια του ατυχήματος ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός του οδηγού του αυτοκινήτου (βαριές κακώσεις κεφαλής, αυχένα, θώρακα, κοιλίας και αριστερού άνω άκρου) και ο σοβαρός τραυματισμός της συνοδηγού (ενδοκοιλιακή αιμορραγία, πνευμονικές θλάσεις – μικρό πνευμονοθώρακα αριστερά, κατάγματα αριστερού άνω άκρου και ρήξη σπλήνας). Για το ατύχημα αυτό η συνοδηγός του αυτοκινήτου Παναγιώτα Χατζοπούλου στην από 5.4.2000 ένορκη προανακριτική της κατάθεση αναφέρει ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου είχε αναπτύξει ταχύτητα μεγαλύτερη του κανονικού, δεν υπήρχε καλός φωτισμός, είχε ομίχλη και ψιλόβρεχε, το οδόστρωμα ήταν βρεγμένο, το αυτοκίνητο απότομα παρεξέκλινε ολισθαίνοντας προς τα αριστερά, ο οδηγός προσπάθησε να το επαναφέρει «κόβοντας» το τιμόνι προς τα δεξιά, όμως λόγω της ολισθηρότητας του οδοστρώματος το αυτοκίνητο διήνυσε 20 περίπου μέτρα προς τα δεξιά και προσέκρουσε στη διαφημιστική πινακίδα, από δε την πρόσκρουση άνοιξαν οι πόρτες και «πετάχθηκαν» και οι δύο έξω από το αυτοκίνητο, το οποίο ακινητοποιήθηκε κάθετα στο οδόστρωμα, κάνοντας στροφή 180 μοιρών και ότι για το ατύχημα δεν ευθύνεται κανείς άλλος, παρά μόνο η ολισθηρότητα του οδοστρώματος και η ταχύτητα που είχε αναπτύξει ο οδηγός και δεν μπόρεσε να «κρατήσει» το αυτοκίνητο, όταν τούτο άρχισε να ολισθαίνει. Επίσης, η μοναδική, εκτός της συνοδηγού, αυτόπτης μάρτυς Φ.Π. στην από 24.2.2000 ένορκη προανακριτικής της κατάθεση αναφέρει ότι η ίδια με το αυτοκίνητό της ακολουθούσε, σε απόσταση 300-400 μέτρα, το αυτοκίνητο του θανόντος, όταν είδε ότι αυτό έκανε αρχικά έναν ελιγμό προς τα αριστερά και στη συνέχεια έφυγε δεξιά και προσέκρουσε στη διαφημιστική πινακίδα. Εξ άλλου, την κατά τα άνω διαφημιστική πινακίδα τοποθέτησε τουλάχιστον από το έτος 1997 στο πεζοδρόμιο της Λεωφ. Κατεχάκη και σε απόσταση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του σχεδιαγράμματος της Τροχαίας, 1,20 μ. από το ρείθρο του πεζοδρομίου, η εταιρεία «ΑΤΕΡΜΩΝ Α.Ε.», σύμφωνα με τις προσκομισθείσες συμβάσεις (συμφωνητικά) μισθώσεως του κοινόχρηστου αυτού χώρου που αυτή είχε συνάψει με το Δήμαρχο Παπάγου, μετά τη διενέργεια δημοπρασίας και την έγκριση του αποτελέσματος αυτής με αποφάσεις της Δημαρχιακής Επιτροπής. Η σύμβαση αυτή κατηρτίσθη, αφού προηγουμένως, με την 76/28.4.1993 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου καθορίσθηκαν οι χώροι, μεταξύ των οποίων και η Λεωφ. Κατεχάκη, για την τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων (βλ., μεταξύ άλλων, τα 5634/28.12.1995, 4090/14.9.1995, 1517/20.5.1996, 2272/9.7.1997 και 1726/8.10.1999 ιδιωτικά συμφωνητικά μισθώσεως μαζί με τις 60/25.8.1995, 14/20.3.1995, 21/1996 46/2007 και 27/1999 αποφάσεις της Δημαρχιακής Επιτροπής). Επίσης από τις προσκομισθείσες πρωτοδίκως 37321/2000, 37322/2000, 37324/2000, 39958/2000, 37959/2000, 3708/2001, 3709/2001, 3710/ 2001, 6977/2001, 89501/2001, 89502, 89503/2001 και 89530/2001, αποφάσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες λόγω μη ασκήσεως ενδίκου μέσου κατ’ αυτών, προκύπτει ότι ο Αναστάσιος Μιχαλόπουλος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω μισθώτριας εταιρείας «ΑΤΕΡΜΩΝ Α.Ε.», αθωώθηκε από την κατηγορία ότι είχε τοποθετήσει σε διάφορα σημεία της Λεωφ. Κατεχάκη, στο ρεύμα προς Γλυφάδα, δίπλα στο οδόστρωμα, πριν και μετά τη διασταύρωση αυτής με την οδό Πίνδου, έγχρωμες ηλεκτρονικές φωτεινές εναλλασσόμενες διαφημιστικές πινακίδες, οι οποίες μπορούσαν να δημιουργήσουν σύγχυση με πινακίδες σήμανσης, ή να προκαλέσουν θάμβωση στους οδηγούς, ή να τους αποσπάσουν την προσοχή, με δυσμενή επίδραση στην ασφάλεια της κυκλοφορίας, κατά παράβαση των ταυτόσημων διατάξεων του άρθρου 10 παρ. 9 και 10 του προϊσχύσαντος Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2094/1992, Α΄ 182). Στη συνέχεια, ο αναιρεσίβλητος άσκησε κατά του Δήμου Παπάγου την από 20.5.2003 αγωγή, κατά τα άρθρα 105-106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, με την οποία ζητούσε, κατόπιν μετατροπής σε αναγνωριστικό του σχετικού καταψηφιστικού αιτήματος, να αναγνωρισθεί ότι ο αναιρεσείων Δήμος υποχρεούται να του καταβάλει ποσό 5.000.000.000 δραχμών ή 14.673.514,30 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για τον θάνατο του υιού του, συνεπεία πρόσκρουσης του Ι.Χ. αυτοκινήτου που οδηγούσε ο τελευταίος σε διαφημιστική πινακίδα, η οποία δεν είχε απομακρυνθεί από τα αρμόδια όργανα του Δήμου, κατά παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’ αριθμόν 2250/2004 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, μετά από συνεκτίμηση ιδίως της εκθέσεως αυτοψίας της Τροχαίας και της πραγματογνωμοσύνης του Π.Μ., κρίθηκε ότι υφίστατο ευθύνη του Δήμου Παπάγου, λόγω της τοποθετήσεως της διαφημιστικής πινακίδας, επικίνδυνης ως εκ του τρόπου κατασκευής της. Περαιτέρω δε το Διοικητικό Πρωτοδικείο, προσδιόρισε την αξίωση του αναιρεσιβλήτου για αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης κατ’ αρχήν στο ποσό των 250.000.000 δραχμών, μειωμένο κατά 20%, λόγω συνυπαιτιότητας του θανόντος υιού του αναιρεσιβλήτου για το ένδικο τροχαίο δυστύχημα και περιόρισε το αρχικώς ζητηθέν ποσό αποζημιώσεως λόγω ψυχικής οδύνης σε 586.940,57 ευρώ (200.000.000 δραχμές). Κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκαν εφέσεις τόσο από τον αναιρεσίβλητο όσο και από τον αναιρεσείοντα Δήμο. Με την υπ’ αριθμ. 3635/2005 απόφασή του, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε την έφεση του αναιρεσίβλητου και δέχθηκε την έφεση του Δήμου Παπάγου, δεχόμενο ότι δεν συνέτρεχε λόγος να αφαιρέσουν τα όργανα του Δήμου την επίμαχη διαφημιστική πινακίδα και δεν συνδέεται ο θάνατος του οδηγού του αυτοκινήτου με την τοποθέτηση και μη αφαίρεση της εν λόγω πινακίδας από τα όργανα του Δήμου (έλλειψη αιτιώδους συνάφειας), άλλως η διαφημιστική αυτή πινακίδα δεν αποτελεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την πρόσφορη, κατά νόμο, αιτία για τον θανάσιμο τραυματισμό του. Κατά της εφετειακής αυτής απόφασης ο αναιρεσίβλητος άσκησε αίτηση αναιρέσεως, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 910/2007 απόφαση του Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε, μεταξύ άλλων ότι η ανωτέρω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου «είναι αναιρετέα διότι προέβη σε εφαρμογή διατάξεως νόμου (ν. 2696/1999 άρθρο 11 παρ. 1 εδάφιο γ΄), η οποία δεν ίσχυε ως αντίθετη προς διάταξη κανόνα υπέρτερης τυπικής ισχύος (άρθρο 4 της Διεθνούς Συμβάσεως της Βιέννης) για να καταλήξει στην κρίση περί του ότι δεν υφίστατο στη συγκεκριμένη περίπτωση ευθύνη του αναιρεσίβλητου Δήμου, ούτε είναι νόμιμη η επάλληλη σκέψη περί αποκλεισμού του αιτιώδους συνδέσμου, δεδομένου ότι η παράνομη παράλειψη του δήμου να απομακρύνει την διαφημιστική πινακίδα και η διατήρηση αυτής στη συγκεκριμένη θέση (και συναφώς η πρόσκρουση του αυτοκινήτου) αποτελεί πρόσφορη αιτία για την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος». Ακολούθως δε η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Διοικητικό Εφετείο για νέα νόμιμη κρίση. Τέλος, εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2259/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία αφενός απερρίφθη η έφεση του αναιραισίβλητου και αφετέρου έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος Δήμου, κριθέντος ότι πρέπει (κατ’ αρχήν) να αναγνωριστεί στον αναιρεσίβλητο αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης ποσού 100.000.000 δραχμών, μειωμένη κατά 60%, λόγω συνυπαιτιότητας του θανόντος υιού του αναιρεσιβλήτου για το ένδικο τροχαίο δυστύχημα, ήτοι εν τέλει αξίωση για ποσό 40.000.000 δραχμών (ή 117.388,11 ευρώ), μεταρρυθμισθείσας κατά τούτο της πρωτόδικης απόφασης. Ειδικότερα, το Εφετείο έκρινε ότι συνέτρεχε στη συγκεκριμένη περίπτωση ευθύνη του αναιρεσείοντος Δήμου υιοθετώντας κατά τούτο την κρίση της 910/2007 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας.
10. Επειδή, προβάλλεται με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα γιατί δεν απάντησε στον ισχυρισμό που προ¬έβαλε ο Δήμος στην μετ’ αναίρεση δίκη ενώπιόν του κατά τον οποίο το εφετείο δεν έπρεπε να θεωρήσει εαυτό δεσμευόμενο από την αναιρετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το κριθέν από αυτή ζήτημα της αντιθέσεως των διατάξεων του άρθρου 11 παρ. 1 εδ. γ΄ και δ΄ του ν. 2696/ 1999 προς την κυρωθείσα με τον ν. 1604/1986 Διεθνή Σύμβαση της Βιέννης εφόσον η απόφαση αυτή αγόμενη σε κρίση περί αντιθέσεως των διατάξεων τυ¬πικού νόμου προς διάταξη του Συντάγματος και συγκεκριμένα προς το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος έπρεπε να μην κρίνει οριστικώς την υπόθεση αλλά να παραπέμψει το ζήτημα αυτό, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 100 παρ. 5 του Συ¬ντά¬γματος, στην Ολομέλεια προς επίλυση. Ο λόγος αυτός, είναι σύμφωνα με όσα έχουν γίνει δεκτά στην έβδομη σκέψη περί της δεσμεύσεως του δικαστηρίου της παραπομπής από την αναιρετική απόφαση απορριπτέος ως απαράδεκτος. Ανεξαρτήτως, όμως, του ζητήματος της δεσμεύσεως του δικαστηρίου της παραπομπής δεν υφίσταται κατ’ άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση Τμήματος του Συμβουλίου τη Επικρατείας να παραπέμψει στην Ολομέλεια ζήτημα αντιθέσεως διατάξεως τυπικού νόμου προς διάταξη διεθνούς συμβάσεως που έχει κυρωθεί με νόμο εφόσον στην περίπτωση αυτή δεν τίθεται ζήτημα αντιθέσεως διατάξεως τυπικού νόμου προς συνταγματική διάταξη. Τούτο διότι το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος κατά το οποίο «Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου…» θέτει κανόνα ιεραρχίας σε περίπτωση αντιθέσεως διατάξεως νόμου με διάταξη διεθνούς συμβάσεως ορίζοντας ότι στην περίπτωση αυτή υπερισχύει η διεθνής σύμβαση.
11. Επειδή, οι λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι το εφετείο δεν δεσμευόταν από την κρίση της αναιρετικής αποφάσεως περί υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παρανόμου παραλείψεως του Δήμου να απομακρύνει την διαφημιστική πινακίδα και του θανάτου του υιού του αναιρεσίβλητου που επήλθε συνεπεία της προσκρούσεως του αυτοκινήτου του σ’ αυτή, καθώς και ότι δεν συνεκτιμήθηκαν τα απαλλακτικά βουλεύματα των ποινικών δικαστηρίων τα οποία είχαν καταλήξει στο αντίθετο συμπέρασμα της μη υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου και μη παρανόμου τοποθετήσεως της επίμαχης πινακίδος είναι επίσης απορριπτέοι ως απαράδεκτοι διότι με αυτούς πλήττεται ευθέως η αναιρετική κρίση της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικώτερα, ως προς τη μη συνεκτίμηση από το εφετείο των απαλλακτικών βουλευμάτων των ποινικών δικαστηρίων (Συμβούλια του Αρείου Πάγου, Εφετών και Πλημμελειοδικών) η αναιρετική απόφαση διέλαβε ειδική κρίση –προς την οποία συμμορφώθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη– ότι δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψει διότι δεν ερμήνευσαν και εφήρμοσαν τη Διεθνή Σύμβαση της Βιέννης.
12. Επειδή, στο άρθρο 300 του Αστικού Κώδικα, το οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε αποζημίωση από οποιαδήποτε αιτία και αν προέρχεται, άρα και στην περίπτωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του ΕισΝ Αστ. Κώδικα, ορίζεται ότι: «Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει…». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, αν συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος –η ύπαρξη του οποίου αποτελεί νομική έννοια που ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν δικάζει κατ’ αναίρεση–, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τα δικαστήρια της ουσίας απόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, αφού εκτιμήσει ελευθέρως τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων είναι ο βαθμός του πταίσματος του ζημιωθέντος, να επιδικάσει ολόκληρη την αποζημίωση ή να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση ή και να μειώσει μόνο το ποσό της αποζημίωσης. Η κατ’ ενάσκηση της διακριτικής αυτής εξουσίας κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας όταν δικάζει κατ’ αναίρεση (πρβλ. ΑΠ 1483/1990, ΣΕ 1408/2006).
13. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι «στο θανάσιμο τραυματισμό του συντέλεσε και ο ίδιος ο υιός του εφεσίβλητου – εκκαλούντος, εφόσον από αμέλειά του και από έλλειψη της προσοχής του μέσου συνετού οδηγού σε μεταμεσονύκτια ώρα, με ανεπαρκή φωτισμό, νεφελώδη καιρό και ολισθηρότητα του οδοστρώματος, λόγω προηγηθείσας βροχόπτωσης, κινούνταν με την υπερβολική, για τις περιστάσεις, ταχύτητα που δεν ήταν κατώτερη των 80 χιλιομέτρων την ώρα, σύμφωνα με την έκθεση του πραγματογνώμονα Π.Μ. ή των 90-100 χιλιομέτρων την ώρα, σύμφωνα με την έκθεση του πραγματογνώμονα Π.Λ., παρά την ύπαρξη σήμανσης με ανώτατο όριο ταχύτητας 50 χιλιόμετρα την ώρα, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου, να προσκρούσει στην τσιμεντένια βάση της ανωτέρω πινακίδας και να εκτιναχθεί ο οδηγός», καθώς και ότι ο θανών «κατά παράβαση του άρθρου 12 παρ. 5 του Κ.Ο.Κ., δεν είχε κάνει χρήση της ζώνης ασφαλείας», εν όψει δε αυτών το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι «ο υιός του εφεσίβλητου – εκκαλούντος κατέστη συνυπαίτιος σε ποσοστό 60% στον τραυματισμό του, κατά τον εν μέρει βάσιμο λόγο της έφεσης του Δήμου Παπάγου», μεταρρυθμίζοντας κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε δεχθεί για τον ένδικο δυστύχημα συνυπαιτιότητα του υιού του αναιρεσίβλητου κατά ποσοστό 20%. Ενόψει της κρίσεως αυτής της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ο λόγος αναιρέσεως που προβάλλεται με το δικόγραφο προσθέτων λόγων ότι αναιτιολογήτως το εφετείο έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υφίστατο συνυπαιτιότητα του αναιρεσείοντος Δήμου, εφόσον αποκλειστικός υπαίτιος του θανατηφόρου δυστυχήματος ήταν ο θανών υιός του αναιρεσίβλητου είναι απορριπτέος διότι πλήττει την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του βαθμού συνυπαιτιότητας του θανόντος οδηγού (ΣΕ 1408/2006, 334/2008 επταμ.). Εξάλλου, και ο συναφής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος Δήμου που προβάλλεται με το αρχικό δικόγραφο ότι δεν ελήφθη υπόψη από το εφετείο ως προς το θέμα της αποκλειστικής υπαιτιότητος του θανόντος υιού του αναιρεσιβλήτου η 1778/2005 αμετάκλητη απόφαση του πολιτικού Εφετείου Αθηνών (την οποία ο αναιρεσείων Δήμος είχε επικαλεσθεί παραδεκτώς ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου), η οποία εξεδόθη επί της αγωγής της συνεπιβάτιδος – συνοδηγού του θανόντος που τραυματίσθηκε στο δυστύχημα και η οποία εστρέφετο κατά των κληρονόμων του είναι, κατ’ αρχήν απορριπτέος ως αβάσιμος εφόσον η απόφαση αυτή του πολιτικού δικαστηρίου αφορούσε σε δίκη μεταξύ άλλων διαδίκων και, συνεπώς, το διοικητικό δικαστήριο δεν υπεχρεούτο να την συνεκτιμήσει, ενώ εξάλλου και από το κείμενο της αποφάσεως αυτής όπως παρατίθεται στην κρινόμενη αίτηση κατά το οποίο ο υιός του αναιρεσίβλητου ήταν «οπωσδήποτε» υπαίτιος του τροχαίου ατυχήματος και όχι αποκλειστικώς συνάγεται ότι και με αυτήν δεν εκρίθη αποκλειστικός υπαίτιος ο οδηγός του οχήματος, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο Δήμος.
14. Επειδή, ο περαιτέρω προβαλλόμενος λόγος ότι το εφετείο απέρριψε με πλημμελή αιτιολογία τον ισχυρισμό του Δήμου περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής του αναιρεσίβλητου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού η αναιρεσιβαλλόμενη απάντησε σ’ αυτόν ότι η αγωγή ήταν σαφής και ωρισμένη παραθέτοντας τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το άρθρο 73 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας για το ωρισμένο της αγωγής, τα οποία άλλωστε και το αναιρετικό δικαστήριο κρίνει επαρκή.
15. Επειδή, προβάλλεται, τέλος, με το δικόγραφο προσθέτων λόγων ότι το εφετείο έπρεπε να απορρίψει ως απαράδεκτη την αγωγή του αναιρεσιβλήτου γιατί, μετά τον χωρισμό του αρχικού δικογράφου με το οποίο ο τελευταίος στρεφόταν τόσο κατά του Δήμου, όσο και κατά του Δημοσίου, είχε ασκήσει δύο χωριστές αγωγές κατά του Δήμου και κατά του Δημοσίου, με τις οποίες ζητούσε το ίδιο ποσό ψυχικής οδύνης και από τους δύο εναγομένους (Δήμο και Δημόσιο) για την ίδια αιτία, ενώ, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος Δήμου το ποσό αυτό έπρεπε να επιμερισθεί αναλόγως του βαθμού υπαιτιότητος εκάστου υποχρέου, είτε να διαληφθεί στο αιτητικό της αγωγής το αίτημα της καταδίκης των υποχρέων εις ολόκληρον ο καθένας, σύμφωνα με το άρθρο 481 του Αστικού Κώδικα.
16. Επειδή, στο άρθρο 926 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι «Αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία». Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 481 του Αστικού Κώδικα, επί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, ο δανειστής δικαιούται να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μόνο μια φορά. Κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως δεν υπάρχει υποχρέωση και μάλιστα επί ποινή απαραδέκτου της σχετικής αγωγής του δανειστή – δικαιούχου της απαιτήσεως να αξιώσει την αποζημίωση από τους εις ολόκληρον ευθυνόμενους, είτε με χωριστές αγωγές συμμέτρως είτε με κοινή αγωγή εις ολόκληρο. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 482 του Αστικού Κώδικα επί οφειλής εις ολόκληρον ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμησή του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικά είτε μερικά, εξυπακουομένου ότι σε περίπτωση που η αποζημίωση καταβληθεί πλήρως από ένα των εις ολόκληρο υποχρέων, η ενοχή εις ολόκληρον όσον αφορά τη σχέση του δικαιούχου με τους συνευθυνόμενους αποσβέννυται και ο δικαιούχος δεν μπορεί πλέον να ζη¬τήσει από άλλο υπόχρεω την εκ νέου καταβολή της αποζημιώσεως (άρθρο 483 ΑΚ, βλ. ΑΠ 538/1966, 585/1966, 582/1967, 616/1967). Επομένως, εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αναιρεσείων εστράφη με δύο χωριστές αγωγές κατά των εις ολόκληρον ευθυνομένων Δήμου Παπάγου και Δημοσίου και, μάλιστα με αναγνωριστικό αίτημα, ορθώς έστω και με διαφορετική αιτιολογία (ότι δηλαδή κατά το άρθρο 121 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν απαιτείται κατά την άσκηση χωριστών αγωγών κατά των διαδίκων που είχαν εναχθεί με αρχική κοινή αγωγή, η οποία απερρίφθη για έλλειψη ομοδικίας, να επιμερισθεί το ζητούμενο με την αρχική αγωγή ποσό σε καθένα από τους αρχικούς εναγομένους) απερρίφθη ο σχετικός λόγος εφέσεως από το εφετείο και είναι απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα.
17. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 206 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως, κατά το άρθρο 40 του π.δ. 18/1989, στην ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διαδικασία, υπόκεινται σε διαγραφή εκφράσεις, περιλαμβανόμενες σε ενώπιον του υποβαλλόμενα δικόγραφα, στα οποία περιλαμβάνεται και το υπόμνημα, εφόσον οι εκφράσεις αυτές είναι ανάρμοστες, δηλαδή καταφρονητικές για το κύρος του Δικαστηρίου ή μέλους του, χωρίς να είναι αναγκαίες για την αποτελεσματική υπεράσπιση της υποθέσεως ή για την υποστήριξη συγκεκριμένων λυσιτελών ισχυρισμών. Είναι δε, κατά την ανωτέρω έννοια, ανάρμοστες και οι εκφράσεις, με τις οποίες προσάπτεται αναποδείκτως στο Δικαστήριο ή μέλος του ότι εκ των προτέρων επιδιώκουν την, κατά συγκεκριμένο τρόπο, αντίθετο προς τα συμφέροντα του διαδίκου, επίλυση της εκκρεμούς διαφοράς. Ενόψει των ανωτέρω είναι διαγραπτέες οι περιλαμβανόμενες στο δικόγραφο προσθέτων λόγων της κρινομένης αιτήσεως εκφράσεις ότι η 910/2007 απόφαση του Δικαστηρίου είναι «ατυχής και πεπλενημένη».
18. Επειδή, δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως και, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.