ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ.
Ο ΑΒ, μόνιμος υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισμού (ΥΠ. ΠΟ.), ορίσθηκε υπόλογος διαχειριστής των 301 και 302, οικονομικού έτους 2002, χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής (Χ.Ε.Π.), ποσού 45.000 και 35.000 αντίστοιχα, τα οποία εκδόθηκαν εις βάρος του τακτικού προϋπολογισμού του Υπουργείου αυτού, για την εκτέλεση εργασιών αναστήλωσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών (το πρώτο) και για την οργάνωση έκθεσης προϊστορικών αρχαιοτήτων (το δεύτερο), με ημερομηνία λήξης της προθεσμίας απόδοσης λογαριασμού, την 28.2.2003.
Με τη λήξη της προθεσμίας αυτής, ο ΑΒ συγκέντρωσε τα δικαιολογητικά διαχείρισης του προϊόντος του Χ.Ε.Π. 301 και τα υπέβαλε στην Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου του ΥΠ. ΠΟ. Για προέλεγχο, από τον οποίο διαπιστώθηκε ότι, ορισμένα από αυτά είχαν αλλοιώσεις και διορθώσεις. Εν όψει τούτου, διατάχθηκε ο Επιθεωρητής Δημοσίων Διαχειρίσεων ΕΖ, να διενεργήσει έλεγχο, στη διαχείριση του ανωτέρω Χ.Ε.Π. Από τον έλεγχο αυτό, προέκυψαν τα ακόλουθα: i)ορισμένα τιμολόγια είχαν πλαστογραφηθεί στα ποσά, ii) για ορισμένα υλικά που αγοράσθηκαν δεν υπήρχαν δελτία εισαγωγής και πρωτόκολλα παραλαβής τους, iii) ορισμένες δαπάνες (αγορά γραφικής ύλης και αναλώσιμων Η/Υ) ήταν άσχετες προς τον σκοπό για τον οποίο εκδόθηκε το Χ.Ε.Π. και iv) στη διαχείριση του Χ.Ε.Π. είχε αναμειχθεί διενεργώντας πληρωμές, ο ΓΔ, συνάδελφος του ΑΒ. Κατόπιν αυτών, ο Επιθεωρητής ΕΖ, θεωρώντας ότι το ποσό που αντιστοιχεί στις ανωτέρω δαπάνες, συνιστά διαχειριστικό έλλειμμα, καταλόγισε με την 30/1.9.2003 απόφασή του, εις ολόκληρον τη χήρα σύζυγο και τα δύο ενήλικα τέκνα (εξ αδιαιρέτου κληρονόμους) του ήδη αποβιώσαντος ΓΔ και τον ΑΒ, με το ποσό των 24.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε στις δαπάνες αυτές, πλέον προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, ποσού 3.000 ευρώ.
Αναφορικά με το Χ.Ε.Π. 302, ο υπόλογος ΑΒ, αφού συγκέντρωσε τα δικαιολογητικά της διαχείρισής του, τα τοποθέτησε μαζί με το ποσό των 3.000 ευρώ που είχε παραμείνει αδιάθετο από το προϊόν του Χ.Ε.Π., στο χρηματοκιβώτιο της Υπηρεσίας, που βρισκόταν στο γραφείο του Προϊσταμένου του Λογιστηρίου ΗΘ, προκειμένου να τα υποβάλει την επομένη, στον αρμόδιο Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου για έλεγχο. Μεταβαίνοντας όμως την επομένη στην υπηρεσία του, για να παραλάβει τα δικαιολογητικά και το χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ, διαπίστωσε ότι, δεν βρισκόντουσαν στο χρηματοκιβώτιο της Υπηρεσίας. Διενεργήθηκε ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.) για τις συνθήκες της απώλειας, από την οποία προέκυψε ότι, εξαιτίας της αμελούς συμπεριφοράς, τόσο του φύλακα του κτιρίου όπου στεγαζόταν η Υπηρεσία, ο οποίος απουσίασε από τη θέση του κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νύκτας για μερικές ώρες αδικαιολογήτως, όσο και του ΗΘ, ο οποίος , έχοντας την αποκλειστική ευθύνη για την ασφάλεια του χρηματοκιβωτίου, δεν φρόντισε για τη φύλαξη των κλειδιών του σε ασφαλές μέρος, αλλά τα τοποθέτησε σε συρτάρι του γραφείου του, το οποίο δεν κλείδωνε, εισήλθαν άγνωστοι στο κτίριο, οι οποίοι κατάφεραν να παραβιάσουν την πόρτα του γραφείου του Λογιστηρίου, να βρουν τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου και να αφαιρέσουν το περιεχόμενό του. Ο ΑΒ, εξοργισθείς από την αμελή συμπεριφορά του ΗΘ, διαπληκτίσθηκε έντονα και συνεπλάκη μαζί του, γεγονός που είχε ως συνέπεια αφενός μεν, την ανατροπή του φωτοτυπικού μηχανήματος που βρισκόταν στο Λογιστήριο και την πρόκληση σημαντικών φθορών σ’ αυτό, αφετέρου δε, τον σοβαρό τραυματισμό του παραβρισκόμενου συναδέλφου τους ΛΜ, ο οποίος υπέστη, εξαιτίας της πτώσης του μηχανήματος, κάταγμα κνήμης και δαπάνησε για τη νοσηλεία του , το ποσό των 20.000 ευρώ. Η αποκατάσταση των φθορών του φωτοτυπικού μηχανήματος (αξία ανταλλακτικών και εργασιών αντικατάστασης των καταστραφέντων εξαρτημάτων), ανήλθε στο ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο καταλογίσθηκε εις βάρος του ΑΒ με την 5/10.10.2003 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Με την ίδια απόφαση καταλογίσθηκε εις βάρος του και το ποσό των 1.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μέρος των αποδοχών μηνός Ιουνίου 2003, που εισέπραξε χωρίς να δικαιούται, λόγω εσφαλμένης εκκαθάρισής τους.
Στη συνέχεια ο ΑΒ, υπέβαλε στο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αίτηση, στην οποία επισύναψε την πορισματική έκθεση της Ε.Δ.Ε. και με την οποία ζήτησε την απαλλαγή του, από την ευθύνη του για την απώλεια (κλοπή) των δικαιολογητικών της διαχείρισης του Χ.Ε.Π. 302 και του αδιάθετου υπολοίπου των 3.000 ευρώ. Το Κλιμάκιο, με την 500/30.9.2003 πράξη του, αποφάνθηκε ότι, δεν πρέπει να απαλλαγεί αυτός από την ευθύνη του. Κατόπιν τούτου, ο αρμόδιος για τον έλεγχο των δικαιολογητικών απόδοσης λογαριασμού του ανωτέρω Χ.Ε.Π., Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καταλόγισε, με την 51/3.10.2003 πράξη του, τον υπόλογο ΑΒ με το συνολικό ποσό του Χ.Ε.Π. αυτού (ήτοι με 35.000 ευρώ).
Ι) Κατά της 30/1.9.2003 καταλογιστικής απόφασης του Επιθεωρητή ΕΖ ασκήθηκαν εφέσεις:
(Α) από τον ΑΒ, ο οποίος υποστήριξε ότι (i) όσον αφορά τις δαπάνες που στηρίζονται σε αναληθή και ελλιπή δικαιολογητικά, αφενός μεν δεν συνιστούν έλλειμμα, αφού διενεργήθηκαν προς εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίο εκδόθηκε το Χ.Ε.Π., αφετέρου δε, δεν ευθύνεται γι’ αυτές ο ίδιος, αφού διενεργήθηκαν από τον συνάδελφό του ΓΔ, ο οποίος τον υποκατέστησε εν τοις πράγμασι στη διαχείριση του Χ.Ε.Π. και (ii) όσον αφορά τις δαπάνες για την αγορά γραφικής ύλης και αναλωσίμων Η/Υ, δεν φέρει καμιά ευθύνη, καθόσον αυτές διενεργήθηκαν κατά προτροπή του Προϊσταμένου του, για την εξυπηρέτηση άμεσων υπηρεσιακών αναγκών και
(Β) από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του ΓΔ (τη χήρα σύζυγό του και τα δύο ενήλικα τέκνα τους), δια κοινού δικογράφου, οι οποίοι υποστήριξαν ότι (i) δεν βαρύνονται για τις υπηρεσιακές ενέργειες του δικαιοπαρόχου τους και ότι σε κάθε περίπτωση, αυτός δεν ευθυνόταν για την αναπλήρωση του επίδικου ελλείμματος, αφού δεν είχε ορισθεί υπόλογος του Χ.Ε.Π. και ενεργούσε πληρωμές μόνο καθ’ υπόδειξη και προς εξυπηρέτηση του ΑΒ και (ii) δεν είναι νόμιμος ο καταλογισμός τους, κατά το μέρος που αφορά τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, αφού ο δικαιοπάροχός τους δε βαρυνόταν με δόλο ή βαριά αμέλεια, για τη δημιουργία του επίμαχου ελλείμματος.
ΙΙ) Κατά της 5/10.10.2003 καταλογιστικής απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού άσκησε έφεση ο ΑΒ, υποστηρίζοντας ότι (i) αναρμοδίως ο εν λόγω Υπουργός προέβη στον καταλογισμό του και (ii) η απόφαση αυτή πάσχει ακυρότητα, καθόσον έπρεπε να συγκαταλογισθεί για μεν το ποσό των 5.000 ευρώ, ο ΗΘ ως συνυπαίτιος για τη ζημιά που προκλήθηκε στο φωτοτυπικό μηχάνημα, για δε το ποσό των 1.000 ευρώ ο ΙΚ, εκκαθαριστής των αποδοχών του, ως υπεύθυνος για την εσφαλμένη εκκαθάρισή τους.
Να απαντήσετε αιτιολογημένα στα ακόλουθα ερωτήματα:
1)Είναι νόμω βάσιμοι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται με τις εφέσεις του ΑΒ και των κληρονόμων του ΓΔ;
2)Πως θα αξιολογούνταν νομικώς από το Δικαστήριο οι δια δικογράφου προσθέτων λόγων, παραδεκτώς ασκουμένου, προβαλλόμενοι ισχυρισμοί των κληρονόμων του ΓΔ ότι: (i) το καταλογισθέν εις βάρος τους ποσό, πρέπει να συμψηφισθεί με ανταπαίτηση του δικαιοπαρόχου τους κατά του Δημοσίου από αναδρομικές αποδοχές του, ύψους 5.000 ευρώ, η οποία έχει αναγνωρισθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, (ii) δεν τους κοινοποιήθηκε η καταλογιστική απόφαση, (iii) η έκδοση εις βάρος τους, της καταλογιστικής απόφασης , έλαβε χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο, δεν είχε παρέλθει η προς αποποίηση της κληρονομίας προθεσμία και (iv) η απόφαση του καταλογισμού πάσχει ακυρότητα ως υπερβαίνουσα το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας.
3) Τι αποτέλεσμα θα είχε η άσκηση έφεσης, εκ μέρους του ΑΒ κατά της 500/30.9.2003 πράξης του κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με επικαλούμενο λόγο ότι εσφαλμένα δεν έγινε δεκτή η έλλειψη ευθύνης του, για την απώλεια (κλοπή) των δικαιολογητικών της διαχείρισής του και του αδιάθετου υπολοίπου των 3.000 ευρώ.
4) Με δεδομένο την επιγενόμενη του καταλογισμού του υπολόγου ΑΒ, από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου με το ποσό των 35.000 ευρώ, σύλληψη των δραστών της κλοπής και κατάσχεση στα χέρια τους των κλαπέντων δικαιολογητικών της διαχείρισης του Χ.Ε.Π. 302, σε ποιες ενέργειες θα μπορούσε να προβεί αυτός (ΑΒ) ή το Ελεγκτικό Συνέδριο;
5) Πως θα κρινόταν από το Δικαστήριο αυτοτελές αίτημα του ΑΒ, υποβαλλόμενο στο πλαίσιο της δίκης που ανοίχθηκε με την έφεση που άσκησε αυτός κατά της 5/10.10.2003 καταλογιστικής απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού, με περιεχόμενο την απαλλαγή του από την έναντι του Δημοσίου ευθύνη του για την αποζημίωση, ύψους 20.000 ευρώ, που υποχρεώθηκε αυτό να καταβάλει στον ΛΜ;
ΘΕΜΑ: Δημοσιονομικού Δικαίου.
Το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Β, με απόφασή του, αρνήθηκε την έγκριση του απολογισμού του έτους 2001, με την αιτιολογία ότι, δεν παρουσίαζε την πραγματική οικονομική κατάσταση του Δήμου, καθόσον υπήρξε διαχείριση ποσών, για την οποία δεν είχαν ακολουθηθεί οι κανόνες του Δημοσίου Λογιστικού και η οποία δεν εμφανιζόταν στον απολογισμό. Ο Δήμαρχος, δεχόμενος την ύπαρξη εξωταμιακής διαχείρισης, ζήτησε τη διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου, η οποία διενεργήθηκε από τους Οικονομικούς Επιθεωρητές Α και Δ, της Γενικής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών. Σύμφωνα δε με το από 3.7.2003 πόρισμα των ανωτέρω, διαπιστώθηκε ότι, στο Δήμο Β, του οποίου η ταμειακή υπηρεσία διεξαγόταν από την αρμόδια Δ. Ο. Υ., υπήρξε διαχείριση χρηματικών ποσών, τα οποία δεν εμφανίζονταν στον απολογισμό του οικείου οικονομικού έτους. Ειδικότερα ο Δήμος εισέπραξε 1.772,56 ευρώ από πώληση βιβλίου, 3.550,99 ευρώ από επιχορήγηση του Λιμενικού Ταμείου για τον καθαρισμό των λιμενικών χώρων και 6.696,99 ευρώ από εισπράξεις λαϊκής αγοράς (συνολικό ποσό 12.020,545 ευρώ). Το πρώτο ποσό, αντί να κατατεθεί στον τηρούμενο λογαριασμό του Δήμου στη Δ. Ο. Υ. Β, κατατέθηκε μετά από απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, σε λογαριασμό ταμιευτηρίου της Α. Τ. Ε., στο όνομα του Δημάρχου και των δύο μελών της Δημαρχιακής Επιτροπής και διατέθηκε τελικώς, για την έκδοση ημερολογίου του Δήμου. Τα λοιπά ποσά, διατέθηκαν για την πληρωμή εργατών καθαριότητας. Περαιτέρω, ο Δήμος Β, επιβαρύνθηκε με ποσό ύψους 2.082,51 ευρώ, λόγω προστίμου που του επέβαλε το Ι. Κ. Α., για την μη ασφάλιση σ’ αυτό του Ε. Κ. εργάτη καθαριότητας του Δήμου. Για την υπόθεση αυτή, διενεργήθηκε αρμοδίως, Ένορκη Διοικητική Εξέταση (Ε. Δ. Ε.), στα πλαίσια της οποίας εξετάσθηκε και ο Δήμαρχος. Με βάση τα ευρήματα του ελέγχου, εκδόθηκαν από τη Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών του Υπουργείου Οικονομικών, οι 1000 και 1001/2003 καταλογιστικές αποφάσεις. Με την πρώτη από αυτές (1000/2003), καταλογίσθηκε εις βάρος του Δημάρχου και υπέρ του Δήμου Β, ως έλλειμμα στη χρηματική διαχείριση του Δήμου, από μη νόμιμη εξωταμιακή διαχείριση, κατά τα έτη 2001 και2002, το συνολικό ποσό των 15.841 ευρώ, το οποίο αποτελείται από το ποσό των 1.772,56 ευρώ, που εισπράχθηκαν από την πώληση του βιβλίου, πλέον προσαυξήσεων 1.169,89 ευρώ, το ποσό των 3.550,99 ευρώ από την επιχορήγηση του Λιμενικού Ταμείου, πλέον προσαυξήσεων 976,52 ευρώ και το ποσό των 6.696,99 ευρώ, από εισπράξεις λαϊκής αγοράς πλέον προσαυξήσεων 1.674 ευρώ. Με τη δεύτερη καταλογιστική απόφαση (1001/2003), καταλογίσθηκε εις βάρος του Δημάρχου και υπέρ του Δήμου Β, το ποσό των 2.082,51 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη ζημία που προκλήθηκε στο Δήμο, λόγω της επιβολής ισόποσου προστίμου από το Ι. Κ. Α. Κοινοποιήθηκαν δε στον καταλογισθέντα, οι 1003 και 1004/2003 ατομικές προσκλήσεις της ίδιας ως άνω Διεύθυνσης, για καταβολή των καταλογισθέντων ποσών. Κατά των ανωτέρω καταλογιστικών αποφάσεων, καθώς και των ατομικών προσκλήσεων, ο Δήμαρχος άσκησε την από 20.9.2003 έφεση, το δικόγραφο της οποίας απέστειλε στη Γραμματεία του IVΤμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ταχυδρομικώς από το κατάστημα των ΕΛ. ΤΑ της περιοχής του. Η συζήτηση της έφεσης, ορίσθηκε για τη δικάσιμο της 25.5.2004. Κατ’ αυτή, οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν και με αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, στο Ελεγκτικό Συνέδριο, η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 12.10 2004. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, στην μετ΄αναβολή δικάσιμο, ο εκκαλών δεν παραστάθηκε. Αντί αυτού παραστάθηκε ο υπογράφων το δικόγραφο της έφεσης, δικηγόρος, ο οποίος δήλωσε ότι, την προηγούμενη ημέρα, είχε λάβει τηλεφωνικώς εντολή από τον εκκαλούντα, να τον εκπροσωπήσει στο δικαστήριο και να υποστηρίξει την έφεσή του. Από την έρευνα των στοιχείων του φακέλου, διαπιστώθηκε ότι, η κλήση προς συζήτηση της υπόθεσης στην μετ’ αναβολή δικάσιμο, δεν επιδόθηκε στον εκκαλούντα, πλην όμως είχε επιδοθεί στον οριζόμενο, με το δικόγραφο της έφεσης αντίκλητο αυτού, πέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο.
Α. Με την έφεσή του ο εκκαλών υποστηρίζει τα ακόλουθα:
1) Δεν του δόθηκε η δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασής του από τη Διοίκηση.
2) Δεν υπάρχει πραγματική ζημία του Δήμου, αφού τα χρηματικά ποσά που εισπράχθηκαν, διατέθηκαν για την πληρωμή πραγματικών δαπανών του Δήμου και δεν υπήρξε εκ μέρους του παράνομη ιδιοποίηση, οποιουδήποτε χρηματικού ποσού. Ως εκ τούτου, ο Δήμος θα καταστεί πλουσιότερος εις βάρος του, με την είσπραξη των καταλογισθέντων ποσών.
3) Η πληρωμή της αμοιβής του προσωπικού καθαριότητας, γινόταν κατ’ ανάγκη εξωταμιακά, επειδή δεν είχε ψηφιστεί κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ο προϋπολογισμός του Δήμου, ο οποίος εγκρίθηκε στις 15.4.2001.
Β. Επίσης, με το από 20.9.2004 δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, που κατατέθηκε 10 ημέρες πριν από την ως άνω ορισθείσα μετ’ αναβολή δικάσιμο και κοινοποιήθηκε στους λοιπούς διαδίκους, ο εκκαλών υποστήριξε ότι:
1) Συντρέχει συγγνωστή πλάνη στο πρόσωπό του, καθόσον θεώρησε ότι, ο κίνδυνος βλάβης των συμφερόντων του Δήμου, από την αναβολή πληρωμής των εργατών καθαριότητας, μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την εξωλογιστική διαχείριση χρημάτων του Δήμου που φέρεται ότι διαχειρίστηκε.
2) Έπρεπε να καταλογισθεί και ο αντιδήμαρχος, ο οποίος επίσης ενήργησε ορισμένες από τις επίμαχες πληρωμές.
3) Υπάρχει υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, η οποία προέβη στην έκδοση καταλογιστικών αποφάσεων, μολονότι δεν υπήρξε ζημία του Δήμου.
4) Παρανόμως επιβλήθηκαν εις βάρος του προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, από τις οποίες ζήτησε να απαλλαγεί.
Να αναπτύξετε σύντομα και δικαιολογημένα τις απόψεις σας σε όλα τα θέματα, δικονομικά και ουσιαστικά, που τίθενται με την έφεση και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, καθώς και σε οποιοδήποτε ζήτημα εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Επισημαίνεται ότι, πρέπει να αναπτύξετε τις απόψεις σας ως προς το βάσιμο, ακόμα και αν καταλήγετε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει πρόβλημα ως προς το παραδεκτό.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Πρόκειται για καταλογισμό Δημάρχου ως υπολόγου της διαχείρισης του Οικείου ΟΤΑ του έτους 2001 μετά από έλεγχο που διενήργησε αρμοδίως Οικονομικός επιθεωρητής στον απολογισμό του οικείου ΟΤΑ Α’ βαθμού. Η σχετική διαφορά υπάγεται στην αρμοδιότητα του VII Τμήματος (αρθ.5 περ.Ζ της 1ης ΓΣ της Διοικ. Ολομ. του ΕΣ /1.1.2014).
Η έφεση παραδεκτώς υπογράφεται από τον φερόμενο ως πληρεξούσιο Δικηγόρο και παραστάντα κατά την μετ΄αναβολή συζήτηση (αρθ.16 πδ 1225/81), αλλά ασκήθηκε απαραδέκτως ταχυδρομικώς , ήτοι χωρίς να τηρηθεί ένας εκ των τριών προβλεπόμενων τύπων ασκήσεως (ΕΣ 1932/2016, 431/2018 Ολομ).Το άρθρο 52 παρ. 1- 4 του π.δ. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (Α΄ 306), προβλέπονται τρεις διαφορετικοί τρόποι κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης, που εκδικάζεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο: α) με παράδοση του πρωτοτύπου δικογράφου στην αρμόδια Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, β) με παράδοση του πρωτοτύπου δικογράφου σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή, η οποία οφείλει να διαβιβάσει τούτο, χωρίς καθυστέρηση, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και γ) με κοινοποίηση του πρωτοτύπου δικογράφου δια δικαστικού επιμελητή στο Γραμματέα του Δικαστηρίου (βλ. και άρθρο 74 του ν. 4055/2012, με το οποίο προστέθηκε παρ. 2Α στο άρθρο 52 του π.δ. 1225/1981 και με το οποίο προβλέπεται πλέον η άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης και με ηλεκτρονικά μέσα). Κατά την κατάθεση του δικογράφου με έναν από τους προαναφερόμενους τρόπους συντάσσεται επ’ αυτού σχετική πράξη, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 30 του π.δ. 1225/1981, περιλαμβάνει τον τόπο και το χρόνο κατάθεσης, τον αύξοντα αριθμό καταχώρισης είτε στο οικείο βιβλίο καταχώρισης εισαγωγικών δικογράφων, όταν το δικόγραφο κατατίθεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο, είτε στο πρωτόκολλο εισερχομένων εγγράφων της δημόσιας αρχής, όταν η κατάθεση γίνεται σε δημόσια αρχή, καθώς και το ονοματεπώνυμο και την υπογραφή του παραλαμβάνοντος και του καταθέτη. Επομένως, έφεση που περιέρχεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο με άλλο, πλην των ανωτέρω περιοριστικώς καθοριζομένων τρόπων κατάθεσης, όπως με αποστολή του δικογράφου ταχυδρομικώς, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι η άσκηση της έφεσης με αποστολή του δικογράφου προς το Ελεγκτικό Συνέδριο ή οποιαδήποτε δημόσια αρχή διά του Ταχυδρομείου δεν συνιστά έγκυρο τρόπο κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η δε νομιμότητα της κατάθεσης ενδίκου βοηθήματος ή μέσου είναι ζήτημα που ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο(βλ. αποφ. Ελ. Συν. Ι Τμ. 6505, 1741, 1744/2015, ΙΙ Τμ. 2473/2014, 2252/2012, 1455/2010, 2831/2009, 2796/2009, 2786/2008, ΙΙΙ Τμ. 2521/2011, 174/2008, ΙV Τμ. 708/2010).
Ομοίως απαραδέκτως η έφεση στρέφεται κατά των οι 1003 και 1004/2003 ατομικών ειδοποιήσεων, αφού στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα. Παραδεκτώς στρέφεται κατά των 1000 και 1001/2003 καταλογιστικών αποφάσεων με την ίδια έφεση αλλά τίθεται θέμα συνάφειας αυτών. Συνάφεια υπάρχει όταν οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν την ίδια νομική βάση και την ίδια κατά τα ουσιώδη στοιχεία πραγματική βάση (αναλ. εφαρμογή μέσω 123 πδ1225/81 του άρθρου 122 ΚΔΔ).
Εν προκειμένω η μεν πρώτη προσβαλλόμενη 1000/2003 πράξη καταλογίζει έλλειμμα στο υπόλογο Δήμαρχο ενώ με την δεύτερη καταλογιστική απόφαση (1001/2003), καταλογίσθηκε εις βάρος του Δημάρχου και υπέρ του Δήμου Β, το ποσό των 2.082,51 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη ζημία που προκλήθηκε στο Δήμο, λόγω της επιβολής ισόποσου προστίμου από το Ι. Κ. Α. Ο καταλογισμός ζημίας στον ΟΤΑ από αιρετό όργανο γίνεται βάσει άλλης νομική βάσεως ήτοι του άρθρου 232 του Καλλικράτη (Ν. 3852/2010) με πράξη που εκδίδει Διοικητική Επιτροπή και οι σχετικές διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Εφετείων με προσφυγή. Συνεπώς ως προς την δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει το viiΤμήμα του ΕΣ να παραπέμψει την διαφορά με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 12 ΚΔΔ στο αρμόδιο ΔΕΦ , αφού δεν έχει δικαιοδοσία να την δικάσει.
Η έφεση ασκείται εμπροθέσμως αφού δεν προκύπτει ότι έλαβε γνώση των προσβαλλόμενων πράξεων σε χρόνο προγενέστερο των έξη μηνών την 20.9.2003 που άσκησε την έφεση.
Ως προς το παραδεκτό της συζητήσεως: Από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι επίδοση της κλήσης προς συζήτηση έγινε νομοτύπως στον εκκαλούντα. Αυτό διότι η επίδοση γίνεται κατά το άρθρο 59 π.δ 1225/81 , ήτοι «Η κλήσις προς συζήτησιν επιδίδεται προς τους διαδίκους τουλάχιστον οκτώ πλήρεις ημέρας προ της συζητήσεως(…)». Και στο άρθρο 65 ότι• «1. Εάν τις των διαδίκων δεν εμφανισθή κατά την συζήτησιν, το δικαστήριον εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν εκλητεύθη νομίμως και εμπροθέσμως. 2. Εάν τις των διαδίκων δεν εκλητεύθη ή δεν εκλητεύθη νομίμως και εμπροθέσμως, το δικαστήριον κηρύσσει απαράδεκτον την συζήτησιν, ορίζει νέαν τακτήν δικάσιμον, δι’ απλής σημειώσεως επί του πινακίου και διατάσσει την κατ’ αυτήν εγγραφήν της υποθέσεως και την νόμιμον κλήτευσιν των διαδίκων, εκτός εάν ο διάδικος εμφανισθή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκφώνησιν και ζητήση την εκδίκασιν της υποθέσεώς του οπότε καλύπτεται η ακυρότης. 3 (…)». Κατά την έννοια δε των παρατεθεισών διατάξεων του άρθρου 65, σε περίπτωση που, μετά τη συζήτηση και κατά το στάδιο της διάσκεψης, το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι κάποιος από τους διαδίκους, που απουσίασε, δεν είχε κλητευθεί καθόλου ή δεν είχε κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως, τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού διατάσσονται με απόφασή του. Περαιτέρω, στο άρθρο 16 του ιδίου ως άνω π.δ/τος (1225/1981) ορίζεται ότι «Οι άλλοι πλην του Δημοσίου διάδικοι παρίστανται μετά ή διά πληρεξουσίου δικηγόρου (…)». Στο άρθρο 17 ότι• «1. Ο διορισμός του πληρεξουσίου γίνεται δι’ εγγράφου ή διά προφορικής δηλώσεως ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την συζήτησιν της υποθέσεως, καταχωριζομένης εις τα Πρακτικά. 2. Το παρέχον την πληρεξουσιότητα έγγραφον δύναται να είναι δημόσιον ή ιδωτικόν. Η γνησιότης της υπογραφής του εντολέως πρέπει να βεβαιούται επί του ιδιωτικού εγγράφου υπό συμβολαιογράφου ή υπό δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής Αρχής. 3. (…)». Και στο άρθρο 21 παρ. 1 ότι «Δια τας προπαρασκευαστικάς πράξεις και κλήσεις μέχρι της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, θεωρείται υπάρχουσα πληρεξουσιότης, δια δε την επ’ ακροατηρίου συζήτησιν απαιτείται ρητή πληρεξουσιότης κατά τους ορισμούς του άρθρου 17 του παρόντος, ης μη υπαρχούσης, κηρύσσονται άκυροι όλαι αι πράξεις και αυταί αι πρότερον επιχειρηθείσαι υπό του ενεργήσαντος ως πληρεξουσίου ως και αι κλήσεις προς συζήτησιν (…)».
Συνεπώς κλήση προς συζήτηση όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου έγινε προ 5 ημερών και όχι προ 8 ημερών από την συζήτηση και όχι προς τον εκκαλούντα , αλλά προς τον φερόμενο αντίκλητο του που ορίζετο με το δικόγραφο της έφεσης το οποίο όμως δεν είχε υπογράψει ο ίδιος ο εκκαλών αλλά ο παρασταθείς δικηγόρος. Συνεπώς δεν είχε διοριστεί ο αντίκλητος κατά τους όρους του άρθρου 43 του πδ 1225/81 με έγγραφο απευθυνόμενο στο ΕΣ που υπέγραψε ο ίδιος ο εκκαλών.
Στη μετ΄αναβολή συζήτηση παρεστάθη ο εκκαλών δια του υπογράφοντος την έφεση δικηγόρου , πλην όμως δεν προκύπτει ότι νομιμοποιήθηκε προσηκόντως με πληρεξούσιο κατά τους όρους του άρθρου 17 πδ 1225/81 ή ότι έλαβε προθεσμία νομιμοποιήσεως από τον Πρόεδρο του Τμήματος.
Συνεπώς το Τμήμα κατά τα ανωτέρω θα πρέπει να κηρύξει απαράδεκτη την συζήτηση και την εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, σε δικάσιμο που θα οριστεί αρμοδίως, και τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των διαδίκων να παραστούν στη νέα συζήτηση ( ΕΣ 953/09, IV ΤΜ.) .
Ως προς το παραδεκτό των προσθέτων λόγων : Με το από 20.9.2004 δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, που κατατέθηκε 10 ημέρες πριν από την ως άνω ορισθείσα μετ’ αναβολή δικάσιμο και κοινοποιήθηκε στους λοιπούς διαδίκους. Συνεπώς το δικόγραφο είναι απαράδεκτο διότι πρέπει να κατατεθεί 15 ημέρες πρό της ορισθείσης δικασίμου και να επιδοθεί 7 ημέρες πριν από τη πρώτη συζήτηση της εφέσεως.
ΕΠΙ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΕΦΕΣΕΩΣ
1) Δεν του δόθηκε η δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασής του από τη Διοίκηση.:
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου κοινοποιήθηκαν στον καταλογισθέντα, οι 1003 και 1004/2003 ατομικές προσκλήσεις της ίδιας ως άνω Διεύθυνσης, για καταβολή των καταλογισθέντων ποσών, χωρίς να προκύπτει αφενός ότι το τέθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 54 ΚΔΛ προθεσμία των 48 ωρών προς αναπλήρωση το ελλείμματος αλλά ούτε και η οικεία πορισματική έκθεση. Περαιτέρω από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει καν εάν συνετάχθη πορισματική. Συνεπώς σύμφωνα με το άρθρο 6 ΚΔΔσιας και 54 ΚΔλ που ίσχυε τότε πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη.
2) Δεν υπάρχει πραγματική ζημία του Δήμου, αφού τα χρηματικά ποσά που εισπράχθηκαν, διατέθηκαν για την πληρωμή πραγματικών δαπανών του Δήμου και δεν υπήρξε εκ μέρους του παράνομη ιδιοποίηση, οποιουδήποτε χρηματικού ποσού. Ως εκ τούτου, ο Δήμος θα καταστεί πλουσιότερος εις βάρος του, με την είσπραξη των καταλογισθέντων ποσών.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι ο ένδικος καταλογισμός υπέρ του Δήμου οδηγεί στον αδικαιολόγητο πλουτισμό του νομικού αυτού προσώπου που χωρίς νόμιμη αιτία, θα καταστεί πλουσιότερο, κατά την έννοια του άρθρου 904 του Α.Κ., ως δικαιούχος του καταλογιζόμενου σε βάρος του εκκαλούντος ποσού, το οποίο διετέθη για την κάλυψη αναγκών που εμπίπτουν στους σκοπούς λειτουργίας του.
Σύμφωνα με τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις των άρθρων 904 – 913 του Α.Κ., όποιος καθίσταται πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία, από την περιουσία ή επί ζημία άλλου υποχρεούται να του αποδώσει την ωφέλεια. Για την εφαρμογή, συνεπώς, των ανωτέρω διατάξεων απαιτείται αφενός περιουσιακή μετακίνηση και, ειδικότερα, επαύξηση της περιουσίας ενός προσώπου εις βάρος κάποιου άλλου, αφετέρου η περιουσιακή αυτή μετακίνηση να θεωρείται από την έννομη τάξη αδικαιολόγητη.
Κατ’ ακολουθίαν ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί καταρχήν ως αορίστως προβαλλόμενος και τούτο διότι πέρα από απλή επίκληση των στοιχείων του νόμου, ο εκκαλών, ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του, δεν επικαλείται κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο τη συνδρομή των προϋποθέσεων της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατά το άρθρο 904 ΑΚ, που είναι : α) ο πλουτισμός του Δήμου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του εκκαλούντος, γ) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη, δηλαδή η μεσολάβηση παροχής (καταβολής) εκ μέρους του εκκαλούντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, γιατί έληξε ή δεν επακολούθησε ή για αιτία παράνομη, δηλαδή ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της αιτίας βάσει της οποίας γίνεται η περιουσιακή μετακίνηση (VII Τμήμ. 986/2015, 575/2014, 5016/2013, 2506/2013).
Περαιτέρω αν και εν προκειμένω, πρόκειται περί τυπικού ελλείμματος, ήτοι ελλείμματος, το οποίο δεν αντιστοιχεί σε ισόποση πραγματική ζημία του Δήμου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεων, καθόσον νόμιμη αιτία της επίμαχης περιουσιακής μετακίνησης συνιστούν οι ειδικές και κατισχύουσες δημοσιολογιστικές ρυθμίσεις του άρθρου 56 του ν. 2362/1995, σύμφωνα με τις οποίες κάθε διενεργηθείσα, χωρίς τη νόμιμη διαδικασία, πληρωμή λογίζεται ως έλλειμμα, καταλογιστέο εις βάρος εκείνου που προκάλεσε την επέλευσή του (Ε.Σ. Ολομ. 477/2019, 1929/2018). Άλλωστε, ο ισχυρισμός περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του υπέρ ου ο καταλογισμός νομικού προσώπου, στο μέτρο που συνδέεται με την έρευνα της φύσης του ελλείμματος, ήτοι εάν αυτό είναι ουσιαστικό ή τυπικό (πρβλ. Ε.Σ. Ολομ. 2339/2009), κατατείνει κατ’ ουσία στο ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα με την εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, η οποία, δύναται να οδηγήσει, μετά από στάθμιση από το Δικαστήριο και των λοιπών κρίσιμων στοιχείων, σε μείωση ή ακόμη και πλήρη εξάλειψη, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του καταλογισθέντος εις βάρος του υπολόγου ποσού.
3. Η πληρωμή της αμοιβής του προσωπικού καθαριότητας, γινόταν κατ’ ανάγκη εξωταμειακά, επειδή δεν είχε ψηφιστεί κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ο προϋπολογισμός του Δήμου, ο οποίος εγκρίθηκε στις 15.4.2001.
Η απόφαση ανάληψης υποχρέωσης για να εγκριθεί από τον διατάκτη της δαπάνης θα πρέπει να έχει ένα ελάχιστο περιεχόμενο, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει εκτός από τις διατάξεις των νόμων που προβλέπουν την οικεία δαπάνη, το είδος και την αιτία αυτής την συνολική επιβάρυνση του προϋπολογισμού, το οικονομικό έτος πραγματοποίησης αυτής καθώς και τον κωδικό αριθμό εξόδου (βλ. άρθρο 3 του π.δ.113/2010( ΦΕΚ Α΄ 194) που εφαρμόζεται και στους ΟΤΑ με το άρθρο 1Β το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν.3871/2010 (ΦΕΚ Α΄ 141) μετά το άρθρο 1 του ν.2362/1995). Την πρόβλεψη του ΚΑΕ την επιβάλλει η αρχή της ειδικότητας των πιστώσεων του προϋπολογισμού ώστε για τα έξοδα (δαπάνες) να καθορίζεται το ποσό της επιβάρυνσης του προϋπολογισμού κατά είδος εξόδου καθώς και ο σκοπός για τον οποίο προορίζεται. Η ύπαρξη ΚΑΕ αναφέρεται σε κάθε περίπτωση στον ήδη ψηφισθέντα και εκτελούμενο προϋπολογισμό και πάντως δεν είναι δυνατή η δημιουργία νέων ΚΑΕ εκτός των προβλεπόμενων. Αυτό αφορά κάθε δαπάνη σε εκπλήρωση νόμιμης υποχρέωσης του Δήμου καθώς και αυτές που αφορούν στην συνέχιση εκτέλεσης έργων προμηθειών ή άλλων παροχών ή ακόμη στην παροχή επιχορηγήσεων για την επίτευξη των νόμιμων σκοπών των Δήμων για τις οποίες έχουν εγκριθεί οι οικείες πιστώσεις από τους προϋπολογισμούς που συνενώθηκαν του προηγούμενου οικονομικού έτους, ενώ δεν αφορά σε νέες δαπάνες έστω και αν είναι επιτακτικές, για τις οποίες δεν υπάρχει πρόβλεψη στον εκτελούμενο προϋπολογισμό.
Συνεπώς ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επι των προσθέτων λόγων .
1) Συντρέχει συγγνωστή πλάνη στο πρόσωπό του, καθόσον θεώρησε ότι, ο κίνδυνος βλάβης των συμφερόντων του Δήμου, από την αναβολή πληρωμής των εργατών καθαριότητας, μπορούσε ν’ αντιμετωπιστεί με την εξωλογιστική διαχείριση χρημάτων του Δήμου που φέρεται ότι διαχειρίστηκε.
Εν προκειμένω πρέπει να ερευνηθεί η εφαρμογή της ειδικής διάταξης του άρθρου 37 παρ. 1 του ν.3801/2009 (βλ. 105 ΚΝΕΣ). Για την απαλλαγή του υπολόγου η οικεία πράξη καταλογισμού πρέπει να αφορά σε δαπάνες που, ως εν προκειμένω, να πληρώθηκαν μέχρι την 1.7.2005 και να συντρέχει στο πρόσωπό του «συγγνωστή πλάνη» για το δημιουργηθέν έλλειμμα. Είναι δε, κατά την έννοια του πιο πάνω άρθρου, συγγνωστή η πλάνη όταν ο υπόλογος όχι μόνο αγνοεί αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει το μη νόμιμο χαρακτήρα των πράξεων του, έστω κι αν κατέβαλε την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή, εν όψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων του.
Στο πλαίσιο αυτό, εν προκειμένω, εξάλλου, ο εκκαλών όλως αορίστως προβάλλει τον εν λόγω ισχυρισμό, αρκούμενος μόνο σε απλή επίκληση ότι συντρέχει στο πρόσωπό του συγγνωστή πλάνη για το δημιουργηθέν έλλειμμα, χωρίς καμία έκθεση των δεδομένων που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλάνη του και ειδικότερα το πώς ήταν δυνατόν να μην γνωρίζει, ακόμη και εκ της θέσεως του ως Δημάρχου που ασχολείται με τα κοινά, ότι για την πληρωμή ακόμη και έκτακτων δαπανών απαιτείται ΚΑΕ και η τήρηση των διατάξεων περί ταμειακής διαχείρισης. Εξ΄άλλου με τον τρίτο λόγο εφέσεως του προβάλλει ακριβώς αυτό, ήτοι σημασία υπάρξεως προϋπολογισμού ο οποίος και ψηφίστηκε εν τέλει.
2) Έπρεπε να καταλογισθεί και ο αντιδήμαρχος, ο οποίος επίσης ενήργησε ορισμένες από τις επίμαχες πληρωμές.
Ο λόγος αυτός προβάλλεται πρωτίστως αλυσιτελώς δεδομένου ότι ο υπόλογος Δήμαρχος ευθύνεται εις ολόκληρον μαζί με τυχόν άλλα συνευθυνόμενα ή συνυπόλογα πρόσωπα. Είναι δε και αβάσιμος διότι για την αποκατάσταση του ελλείμματος τα αρμόδια κατά το νόμο όργανα εκδίδουν αποφάσεις καταλογισμού, ήτοι εκτελεστές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες αυτά διαπιστώνουν την απαίτηση του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. κατά ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου (βεβαίωση εν ευρεία εννοία) και προσδιορίζουν το ποσό αυτής, προς το σκοπό της περαιτέρω βεβαιώσεως και εισπράξεώς του από το αρμόδιο δημόσιο ταμείο (βεβαίωση εν στενή εννοία ή ταμειακή βεβαίωση), κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων (βλ. αποφ. 399, 1706/2007 IV Τμ. Ελ. Συν.). Με την έκδοση δε της καταλογιστικής αποφάσεως το έλλειμμα αποκαθίσταται, υπό την έννοια ότι στη θέση αυτού υπεισέρχεται η, ενσωματωμένη στη διοικητική πράξη του καταλογισμού, αξίωση του νομικού προσώπου έναντι των υπολόγων. Η καταλογιστική πράξη μπορεί να στρέφεται είτε κατά όλων των καταλογιζομένων προσώπων είτε κατά ορισμένων , χωρίς για το λόγο αυτό να πάσχει ακυρότητα λόγω της εις ολόκληρον ενοχής (481ΑΚ) των προσώπων αυτών.
Αντίθετα δεν είναι νόμιμη η, μετά την έκδοση του αρχικού καταλογισμού, νέα (εν ευρεία εννοία) βεβαίωση ποσού καταλογιστέου για την ίδια πραγματική και νομική αιτία με αυτόν, χωρίς να προηγηθεί ανάκληση αυτού, έστω και εις βάρος διαφορετικών προσώπων, αφού αυτή (η νέα καταλογιστική) θα είχε ως συνέπεια την εκ νέου αποκατάσταση ήδη τακτοποιημένου, με την έκδοση του αρχικού καταλογισμού, ελλείμματος. Παράλληλα, θα οδηγούσε σε είσπραξη από το δικαιούχο ν.π.δ.δ. του ποσού του ελλείμματος περισσότερες φορές για την ίδια αιτία, καθιστώντας αυτό παρανόμως πλουσιότερο. Μόνο εάν, στην προεκτεθείσα περίπτωση σύμπτωσης πραγματικής και νομικής αιτίας καταλογισμού εις βάρος πλειόνων υπολόγων, η βεβαίωση του καταλογιστέου ποσού με την καταλογιστική απόφαση χωρήσει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον (υπό την έννοια της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής του άρθρου 481 Α.Κ.) με τους αρχικώς καταλογισθέντες, είναι νόμιμη η μεταγενέστερη (μετά την αρχική) απόφαση καταλογισμού, επιφυλλασσομένων τυχόν λοιπών πλημμελειών αυτής. Τέλος, σε περίπτωση μη νόμιμου νέου καταλογισμού κατά τα προεκτεθέντα, η καταλογιστική απόφαση πάσχει ως νομικά πλημμελής και η πλημμέλεια αυτή ελέγχεται αυτεπαγγέλτως (άρθρο 49 του π.δ/τος 1225/1981) από το κατ’ έφεση δικάζον Δικαστήριο, όπως, άλλωστε, κάθε πλημμέλεια που αφορά στο νόμω βάσιμο αυτής (πρβλ. αποφ.ΕΣ 1821/2018, 1212/1995 Ολομ., 1599/1999, 205/2003, 1706/2007 ΙV Τμ. Ελ. Συν.).
3) Υπάρχει υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, η οποία προέβη στην έκδοση καταλογιστικών αποφάσεων, μολονότι δεν υπήρξε ζημία του Δήμου.
Ο λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος διότι η έκδοση της καταλογιστικής πράξης γίνεται κατά δεσμία αρμοδιότητα , όπως σαφώς συνάγεται από το άρθρο 56 του ΚΔΛ και 152 του ΔΛ.
4) Παρανόμως επιβλήθηκαν εις βάρος του προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, από τις οποίες ζήτησε να απαλλαγεί.
Το άρθρο 37 παρ. 1 του ν.3801/2009 (ΦΕΚ 163 Α΄), το οποίο έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 105 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.4129/2013 (ΦΕΚ 52 Α΄) “Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο”. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές , κατά την εκδίκαση έφεσης κατά πράξης καταλογισμού, που έχει εκδοθεί από οικονομικό επιθεωρητή σε βάρος αιρετών οργάνων δήμων, για έλλειμμα που έχει δημιουργηθεί μέχρι 1.7.2005, και δεν αφορά σε αποδοχές και αποζημιώσεις εν γένει υπαλλήλων ή σε έξοδα παράστασης αιρετών οργάνων, το Δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του εκκαλούντος, μπορεί: α) Να απαλλάξει τον καταλογισθέντα υπόλογο από το συνολικό ποσό του καταλογισμού, αν κρίνει ότι συνέτρεχε στο πρόσωπό του συγγνωστή πλάνη για το δημιουργηθέν έλλειμμα ή β) να μειώσει το ποσό του καταλογισμού ως το ένα δέκατο του καταλογισθέντος ποσού. Παράλληλα, μπορεί ν’ απαλλάξει τον καταλογισθέντα υπόλογο από τις προσαυξήσεις επί του καταλογισθέντος κεφαλαίου, και αν ακόμη υφίσταται βαρεία αμέλεια αυτού, κατά την αληθή έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όπως αυτή συνάγεται, κατά διορθωτική ερμηνεία της διατύπωσης της θεσπιζόμενης ρύθμισης, προς αποκατάσταση της αληθούς βούλησης του νομοθέτη, καθόσον, διαφορετικά, αυτή θα καθίστατο κενή κανονιστικού περιεχομένου, αφού, σε περίπτωση ελαφράς αμέλειας του υπολόγου δεν επιβάλλονται προσαυξήσεις επί του καταλογισθέντος σ’ αυτόν κεφαλαίου, ενώ, περαιτέρω, δεν θα είχε νόημα η επιβαλλόμενη από τις ίδιες διατάξεις, για την ως άνω απαλλαγή, συνεκτίμηση «του βαθμού υπαιτιότητας του καταλογισθέντος», εφόσον η υπαιτιότητά του θα συνίστατο μόνο στον βαθμό της ελαφράς αμέλειας. Τα κριτήρια δε που τίθενται και τα οποία συνεκτιμά το Δικαστήριο για την ως άνω μείωση ή μη του ποσού του καταλογισμού και την επιμέτρηση αυτής της μείωσης, εντός του οριζόμενου πλαισίου μέχρι του ενός δεκάτου του καταλογισθέντος ποσού, καθώς και για την απαλλαγή του υπολόγου από τις προσαυξήσεις επί του καταλογισθέντος ελλείμματος, είναι ο βαθμός της υπαιτιότητας αυτού, η προσωπική και οικογενειακή οικονομική του κατάσταση, η βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης, οι συνθήκες τέλεσής της και το επελθόν από αυτή αποτέλεσμα (βλ. ΕΣ 985/2015 VIIτμ. και Ολ. Ελ. Συν.2318, 2319, 2973 – 2978/2012, όπου και μειοψηφία ως προς την έννοια των ως άνω διατάξεων του άρθρου 37 παρ. 1 του ν.3801/2009).
ΘΕΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ.
Ι. 1. Ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Υπουργείο Υ, αρνήθηκε με την 127/2005 πράξη του, να θεωρήσει το 769/2005 χρηματικό ένταλμα της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) στο ίδιο ως άνω Υπουργείο, ποσού 1.700.000 ευρώ, που εκδόθηκε υπέρ της εταιρείας Α.Ε. σε εκτέλεση του 1887/2004 πρακτικού, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που εγκρίθηκε από τον Υφυπουργό Οικονομικών και με το οποίο επιλύθηκε συμβιβαστικώς, κατά το στάδιο εκκρεμοδικίας, διαφορά μεταξύ της φερόμενης ως δικαιούχου εταιρείας και του Ελληνικού Δημοσίου, με την αναγνώριση ισόποσης απαίτησης αυτής, εξ οφειλής συμβατικού τιμήματος από την εκτέλεση σύμβασης εγκατάστασης και λειτουργίας ολοκληρωμένου πληροφορικού συστήματος, επί της οποίας (σύμβασης), σημειωτέον, ο διενεργηθείς από το οικείο κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας, είχε αποβεί θετικός.
Ως αιτιολογία της άρνησής του ο Επίτροπος προέβαλε ότι: α) η γενόμενη από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, όπως και ο συμβιβασμός σε διαφορές με αυτό, δεν δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο και, ως εκ τούτου, δεν παρέχει στην αρμόδια Υπηρεσία, τη δυνατότητα καταβολής των εγκριθέντων ποσών, παρά μόνο εφόσον η οικεία δαπάνη κριθεί νόμιμη, από το Ελεγκτικό Συνέδριο, στο πλαίσιο του προληπτικού ελέγχου, β) στην προκειμένη περίπτωση από τα υποστηρίζοντα την εντελλόμενη δαπάνη δικαιολογητικά, δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα κατά τις οριζόμενες στη σχετική σύμβαση, διατυπώσεις, παράδοση από τον ανάδοχο και έγκριση εκ μέρους του Δημοσίου της τελευταίας φάσης του ανατεθέντος έργου, αφού δεν υπάρχει πρωτόκολλο παραλαβής, της προς τούτο ορισθείσας επιτροπής, ζήτημα για το οποίο ανέκυψε διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων που ήχθη στο δικαστήριο και γ) το χρηματικό ένταλμα έπρεπε να εκδοθεί υπέρ της τραπεζικής εταιρείας Τ, προς την οποία η ανάδοχος εταιρεία είχε ενεχυριάσει την κατά του Δήμου απαίτησή της, για εξασφάλιση από παροχή δανείου, όπως τούτο προέκυπτε εκ του κοινοποιηθέντος αντιγράφου της σχετικής σύμβασης ενεχυρίασης.
Η Υ.Δ.Ε. στο Υπουργείο Υ με έγγραφό της, επανυπέβαλε το ένταλμα για θεώρηση, με αντίθετη επιχειρηματολογία στους δύο από τους προβληθέντες λόγους διαφωνίας, υποστηρίζοντας ότι, σύμφωνα με το άρθρο 100 Α του Συντάγματος, που ανήγαγε σε συνταγματικό επίπεδο την αρμοδιότητα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για ανάγνωση απαιτήσεως κατά του Δημοσίου, το Ελεγκτικό Συνέδριο κωλύεται να ελέγξει την ουσία του επιτευχθέντος με το προαναφερόμενο πρακτικό συμβιβασμού και ότι, η σύσταση ενεχύρου επί ονομαστικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτου, προς εξασφάλιση πιστώτριας ανώνυμης εταιρείας από παροχή δανείου, δεν επάγεται μεταβολή στο πρόσωπο του φορέα της απαίτησης.
Ο Επίτροπος ενέμεινε στις απόψεις του και με σχετική έκθεσή του, στην οποία περαιτέρω ανέδειξε συγκεκριμένη , ουσιώδη πλημμέλεια της διαγωνιστικής διαδικασίας ανάδειξης της ανωτέρω αναδόχου εταιρείας, που αφορούσε στον παράνομο αποκλεισμό συμμετάσχουσας εταιρείας, υπέβαλε την υπόθεση στο αρμόδιο (IV)Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για να αρθεί η ανακύψασα διαφωνία. Ερωτάται: Ποια πρέπει να είναι η κρίση του Τμήματος επί των ανωτέρω λόγων διαφωνίας του Επιτρόπου;
2.Mε την από 10.5.2003 αγωγή, ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, οι απασχολούμενοι στον οδοκαθαρισμό μόνιμοι υπάλληλοι του Δήμου Δ, ζήτησαν να υποχρεωθεί ο οικείος Δήμος να τους καταβάλλει εντόκως, το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην αξία του γάλακτος, έτους 1998, που ο Δήμος παρέλειψε να τους χορηγήσει. Πριν από τη συζήτηση της αγωγής, η Δημαρχιακή Επιτροπή, της οποίας προΐσταται ο Δήμαρχος, προήλθε σε συμβιβασμό με τους ενάγοντες και εκδόθηκε το 1327, οικονομικοί έτους 2003, χρηματικό ένταλμα πληρωμής, ποσού 15.000 ευρώ. Ο ταμίας του Δήμου αμφισβήτησε τη νομιμότητα του εντάλματος για τον αποκλειστικό λόγο ότι, δεν παρέχεται ευχέρεια αποτίμησης της αξίας, της ως άνω παροχής σε χρήμα, αφού με τον τρόπο αυτό μεταβάλλεται ο χαρακτήρας του παρεχόμενου είδους προστασίας σε επίδομα. Ο Δήμαρχος και τα λοιπά της Δημαρχιακής Επιτροπής, απέρριψαν τον προβληθέντα από τον διαφωνήσαντα ταμία λόγω αμφισβήτησης και το ένταλμα εκτελέστηκε. Ακολούθησε η διαδικασία του κατά προτεραιότητα ελέγχου του εντάλματος, από τον αρμόδιο Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 236 παρ.3 του π.δ. 410/95, όπως ισχύει), ο οποίος έκρινε ότι, η πληρωθείσα δαπάνη δεν ήταν νόμιμη, καθόσον η αξίωση των δικαιούχων υπαλλήλων του Δήμου, είχε υποπέσει σε παραγραφή και περαιτέρω ότι, ο εξώδικος συμβιβασμός, δεν αποτελεί δεδικασμένο δεσμευτικό για το Ελεγκτικό Συνέδριο. Με βάση δε τη σχετική έκθεση και το προσχέδιο πράξης καταλογισμού του Επιτρόπου, δεδομένου ότι το οικείο Φύλλο Μεταβολών και ελλείψεων (Φ.Μ.Ε.) δεν εκτελέσθηκε, εκδόθηκε από το Β΄ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η 80/2003 καταλογιστική πράξη, με την οποία καταλογίστηκαν εις ολόκληρο, τα μέλη της Δημαρχιακής Επιτροπής, με το ποσό των 15.000 ευρώ, πλέον των νόμιμων προσαυξήσεων. Η εν λόγω καταλογιστική πράξη κοινοποιήθηκε νομοτύπως στους καταλογισθέντες και μέχρι τη λήξη της προθεσμίας προσβολής της, με έφεση (30.11.2004) δεν ασκήθηκε έφεση κατ’ αυτής.
Στις 20.1.2005, ο Δήμαρχος και το μέλος της Δημαρχιακής Επιτροπής Μ.Α., κατέθεσαν στη Γραμματεία του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κοινή έφεση κατά της ως άνω καταλογιστικής πράξης, σωρεύοντας και αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με αίτημα να κηρυχθεί παραδεκτή η εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεσή τους, αναφέροντες ότι, λόγω τραυματισμού τους σε τροχαίο ατύχημα, που έλαβε χώρα στις 20.11.2004, νοσηλεύθηκαν στο νοσοκομείο Ν. μέχρι τις 10.12.2004 και συνεπεία του γεγονότος τούτου που συνιστά ανώτερη βία, δεν μπόρεσαν να τηρήσουν την προθεσμία της έφεσης.
Με την έφεσή τους οι εκκαλούντες προέβαλαν ότι, μη νομίμως εχώρησε ο εις βάρος τους καταλογισμός και ζήτησαν την ακύρωση της πληττόμενης πράξης. Κατά τη συζήτηση δε αυτής, κατέβαλε το νόμιμο παράβολο μόνο ο δεύτερος από τους εκκαλούντες (.Α.), ο οποίος επιπροσθέτως, ισχυριζόμενος ότι, δεν υποχρεούται στην καταβολή του, καθόσον οι οικείες διατάξεις που προβλέπουν τη σχετική υποχρέωση, μόνο για τους ιδιώτες διαδίκους, αντίκεινται στο συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα της δικαστικής προστασίας, καθώς και στην επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της δικονομικής ισότητας και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρες, ζήτησε να του αποδοθεί ως αχρεωστήτως καταβληθέν. Εξάλλου ο εφεσίβλητος Δήμος, αρνούμενος τη βασιμότητα της έφεσης ως στρεφόμενης κατά νομίμως εκδοθείσας καταλογιστικής πράξης, συναφώς δε και της σωρευθείσας αίτησης, ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι, αυτή (έφεση) είναι απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε εκπροθέσμως και ειδικώς ως προς τον πρώτο εκκαλούντα Δήμαρχο και για τον επιπρόσθετο λόγο της μη καταβολής του νόμιμου παραβόλου.
ΕΡΩΤΑΤΑΙ: Ποια πρέπει να είναι η κρίση του Τμήματος επί της εφέσεως και των προβληθέντων ισχυρισμών των διαδίκων;
Οι απαντήσεις πρέπει να είναι συνοπτικές αλλά αιτιολογημένες και να δίδονται χωριστά και σε αντιστοίχιση προς τα τεθέντα ζητήματα – ερωτήματα.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Ι. ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ.
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΘΑ ΔΩΘΕΙ ΤΟΣΟ ΜΕ ΤΑ ΤΟΤΕ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΟΣΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ ΥΠΟ ΤΟΝ Ν.4055/2012 ΚΑΙ άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 4170/2013, ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕ ΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΝΣΚ.
Στο άρθρο 98 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α) ο έλεγχος των δαπανών του Κράτους … 2. Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος ορίζει. …». Σε εφαρμογή αυτών, στο άρθρο 17 του προϊσχύοντα Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980, Α΄ 189 ) ,οριζόταν ότι: «1. Το Ελεγκτικόν Συνέδριον α) … β) Ασκεί τον κατά το άρθρον 98 του Συντάγματος έλεγχον των δαπανών του Κράτους, … επί τω τέλει της βεβαιώσεως ότι, υπάρχει δια ταύτας νομίμως κεχορηγημένη πίστωσις και ότι κατά την πραγματοποίησιν τούτων ετηρήθησαν αι διατάξεις του κώδικος “περί δημοσίου λογιστικού” και παντός άλλου νόμου ή διατάγματος ή κανονιστικής αποφάσεως. … 3. Κατά τον υπό του Συνεδρίου ασκούμενον έλεγχον επιτρέπεται η εξέτασις και των παρεμπιπτόντως αναφυομένων ζητημάτων, επιφυλασσομένων των περί δεδικασμένου διατάξεων. …» (βλ. ήδη τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 περ. β΄ και 3 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο).Περαιτέρω, στο άρθρο 100Α του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84), ορίζεται ότι: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση και τη λειτουργία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους … Στην αρμοδιότητα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ανήκουν ιδίως … η αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου ή ο συμβιβασμός σε διαφορές με αυτό …». Σε εκτέλεση της τελευταίας συνταγματικής διάταξης εκδόθηκε ο ν. 3086/2002 «Οργανισμός Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατάσταση των Λειτουργών και των Υπαλλήλων του» (Α΄ 324), στο άρθρο 2 του οποίου οριζόταν ότι: «Στην αρμοδιότητα του Ν.Σ.Κ. υπάγονται: α) … ζ) η αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, ο συμβιβασμός σε διαφορές με αυτό …», στο άρθρο 6 ότι: «1. Οι Επιτροπές γνωμοδοτούν: Για τη συμβιβαστική επίλυση διαφορών ή αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, … εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς … δεν υπερβαίνει το ποσό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου …» και στο άρθρο 7, όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 4170/2013, ότι: «1. … 5. Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων … εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Πρακτικά γνωμοδοτήσεων … με χρηματικό αντικείμενο μέχρι ποσού 6.000 ευρώ εγκρίνονται από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ. … Τα πρακτικά αυτά δεν έχουν ισχύ ούτε εκτελούνται χωρίς την έγκριση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ή του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., κατά περίπτωση, … Τα πρακτικά πριν από την έγκρισή τους δεν δημιουργούν δικαίωμα υπέρ οποιουδήποτε τρίτου, … Μετά από την έγκρισή τους, εκτελούνται υποχρεωτικά από τη Διοίκηση και δεν υπόκεινται σε οποιονδήποτε παραπέρα έλεγχο. …». Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με τα πρακτικά Ολομ. Ε.Σ. της 17ης Γ.Σ./4.6.2003, από τις ανωτέρω διατάξεις – όπως αυτές ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης των εν λόγω πρακτικών – προκύπτει ότι η επελθούσα, με την αναθεώρηση του Συντάγματος (άρθρο 100Α), μεταβολή περιορίζεται στην αναγωγή σε συνταγματικό επίπεδο της ήδη προβλεπόμενης αρμοδιότητας του Ν.Σ.Κ., να αναγνωρίζει απαιτήσεις σε βάρος του Δημοσίου και να συμβιβάζεται σε διαφορές με αυτό, ούτως ώστε τυχόν αφαίρεσή της από το Ν.Σ.Κ. από τον κοινό νομοθέτη και ανάθεσή της σε άλλο όργανο της διοίκησης να μην είναι πλέον δυνατή. Ουδόλως όμως αναδεικνύεται από τη διάταξη του άρθρου 100Α του Συντάγματος μεταβολή της φύσης του Ν.Σ.Κ. ως διοικητικής αρχής, ούτε θεσπίζεται εξαίρεσή του από το επίσης συνταγματικώς προβλεπόμενο σύστημα δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας της δημοσιονομικής δράσης της δημοσίας διοίκησης. Τούτο σαφώς προκύπτει όχι μόνο από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 100Α του Συντάγματος, που δεν καλύπτει την περί ανελέγκτου των οικείων πρακτικών ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 5 του π.δ. 282/1996 και την ήδη επίσης ισχύουσα όμοια ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 5 του ν. 3086/2002, αλλά και από τη συνδυασμένη ερμηνεία της με τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 εδάφιο α΄ του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία το Ελεγκτικό Συνέδριο και μετά την αναθεώρηση του άρθρου 98 εξακολουθεί να παραμένει αποκλειστικά αρμόδιο για τον προληπτικό έλεγχο των δημοσίων δαπανών, δικαιούμενο με μόνη την επιφύλαξη του τυχόν απορρέοντος από τελεσίδικη δικαστική απόφαση δεδικασμένου, να εξετάζει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα όλων των παραγωγικών των δαπανών αυτών πράξεων και να επιτρέπει την εκταμίευση του δημοσίου χρήματος, μόνο αφού διαπίστωσε και το κατά το ουσιαστικό δίκαιο υπαρκτό της απαίτησης, σε εξόφληση της οποίας αυτή πραγματοποιείται. Η ως άνω θεσμική εγγύηση θα καθίστατο κενή περιεχομένου σε περίπτωση που το Ελεγκτικό Συνέδριο, ως προς το ζήτημα της ύπαρξης δικαιώματος ουσιαστικού δικαίου του φερομένου ως πιστωτή του Δημοσίου, θα δεσμευόταν από τις μη παράγουσες δεδικασμένο πράξεις του Ν.Σ.Κ., διοικητικής αρχής υπαγομένης στο διατάκτη (υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών), το προσωπικό της οποίας δεν απολαμβάνει πρωτογενώς από το Σύνταγμα της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας που το Σύνταγμα επιφυλάσσει αποκλειστικά στους δικαστικούς λειτουργούς. Συνεπώς, το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον ασκούμενο απ’ αυτό δικαστικό προληπτικό έλεγχο των δημοσίων δαπανών, που προκαλούνται από πρακτικά του Ν.Σ.Κ. που εκδίδονται σε αίτηση τρίτου και τα οποία γίνονται αποδεκτά από τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών με τα οποία αναγνωρίζονται εκ μέρους του Ν.Σ.Κ. απαιτήσεις τρίτων κατά του Δημοσίου ή περιέχεται συμβιβασμός σε διαφορές με αυτό, δεν δεσμεύεται από τα πρακτικά αυτά και εξακολουθεί (το Ελεγκτικό Συνέδριο) και μετά τη συνταγματική αναθεώρηση, σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος, να δικαιούται να ερευνά όχι μόνο: α) την ύπαρξη σχετικής πίστωσης στον προϋπολογισμό του Κράτους για τη δαπάνη που απορρέει από το Πρακτικό αυτό του Ν.Σ.Κ., β) το υπαρκτό και έγκυρο του κατ’ εφαρμογή ειδικής νομοθετικής ρύθμισης καταρτισθέντος οικείου Πρακτικού του Ν.Σ.Κ. και γ) την έγκριση αυτού από το αρμόδιο όργανο (υπουργό κ.λπ.), αλλά και τα παρεμπιπτόντως αναφυόμενα ζητήματα, δηλαδή τη νομιμότητα των δημιουργικών της δαπάνης διοικητικών πράξεων και την ύπαρξη σχετικού δικαιώματος του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή την ουσία της γενομένης αναγνώρισης απαίτησης κατά του Δημοσίου ή του επιτευχθέντος συμβιβασμού σε διαφορές με αυτό, με την επιφύλαξη ύπαρξης δεδικασμένου παραγομένου από δικαστική απόφαση, αφού από τα Πρακτικά του Ν.Σ.Κ. δεν παράγεται δεδικασμένο. Επομένως τα εν λόγω Πρακτικά του Ν.Σ.Κ. δεν παρέχουν στην αρμόδια υπηρεσία την ευχέρεια καταβολής των εγκριθέντων με αυτά ποσών, εκτός αν κριθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο ότι η σχετική δαπάνη είναι νόμιμη.
Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με τα πρακτικά Ολομ. Ε.Σ. της 3ης Γ.Σ./26.1.2011, από τις ανωτέρω διατάξεις – όπως αυτές ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης των εν λόγω πρακτικών – προκύπτει ότι στο κανονιστικό περιεχόμενο του καθιερούμενου από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., θεμελιώδους δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, περιλαμβάνεται, εκτός από την οριστική και προσωρινή δικαστική προστασία και η αναγκαστική εκτέλεση, ως ισότιμη μορφή δικαστικής προστασίας και ως αναγκαία αυτοτελής δικονομική προέκταση του ουσιαστικού δικαιώματος και όχι αποκλειστικά ως προέκταση κάποιας διαγνωστικής διαδικασίας. Έτσι, με τις ανωτέρω διατάξεις, δεν κατοχυρώνεται απλώς η εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά η αναγκαστική εκτέλεση, ως έκφανση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Τούτο έχει την έννοια ότι η αναγκαστική εκτέλεση, ως αντικείμενο του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, αφορά στην υποχρέωση της πολιτείας όπως παρέχει, με τα αρμόδια όργανά της, την προσήκουσα συνδρομή, για τη λήψη των εξαναγκαστικών εκείνων μέσων, ώστε να διαμορφωθεί η κατά νόμον αποκατάσταση κατά τρόπο συνάδοντα με το περιεχόμενο της ενσαρκούμενης στον εκτελεστό τίτλο ουσιαστικής αξίωσης. Είναι δε αδιάφορο το θεμέλιο στο οποίο στηρίζεται αυτή η μετάβαση: είτε δηλαδή η αναγκαστική εκτέλεση διεξάγεται με βάση εκτελεστό τίτλο που είναι δικαστική (ή διαιτητική) απόφαση είτε με βάση τους άλλους αναφερόμενους στο άρθρο 904 του Κ.Πολ.Δ. εκτελεστούς τίτλους, γιατί η έννομη τάξη δεν αρκεί να αναγνωρίζει απλώς δικαιώματα, αλλά πρέπει και να εξασφαλίζει και τον τρόπο αναγκαστικής ικανοποίησής τους (πραγμάτωσης του δικαιώματος), για την ύπαρξη και το περιεχόμενο των οποίων τα ενδιαφερόμενα μέρη, σε περίπτωση αμφισβήτησης, μπορούν να προσφύγουν στη δικαστική διάγνωση, είτε πριν, είτε μετά την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων, στα οποία έχουν επεκταθεί τα προνόμια αυτού, για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που πηγάζουν από κάθε αιτία, με βάση τους αναφερόμενους στον Κ.Πολ.Δ. εκτελεστούς τίτλους, ενόψει και της δυνατότητας καθοριστικής επέμβασης της δικαιοδοτικής λειτουργίας στις περιπτώσεις που αναφύονται αμφισβητήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, η δε προαναφερθείσα νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, όπως το τρίτο εδάφιο αυτού προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004, με την οποία αφαιρείται η εκτελεστότητα από τους προαναφερθέντες εκτελεστούς τίτλους, είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη προς τις αρχές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που κατοχυρώνουν οι διατάξεις του άρθρου 20 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. πρακτικά Ολομ. Ε.Σ. της 9ης Γ.Σ./19.5.2010, 7ης Γ.Σ./19.3.2003, Α.Π. 2347/2009).
Περαιτέρω, όσον αφορά τη σχέση των ανωτέρω εκτελεστών τίτλων με τον ενεργούμενο από το Ελεγκτικό Συνέδριο προληπτικό έλεγχο των δαπανών, βάσει του άρθρου 17 του π.δ. 774/1980, προκύπτει ότι, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας των δαπανών, το Ελεγκτικό Συνέδριο εξετάζει για την πραγματοποίηση της δαπάνης, όταν απαιτείται, και την ύπαρξη δικαιώματος του δανειστή (πιστωτή) του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών ν.π.δ.δ. Εφόσον δε για το ανωτέρω δικαίωμα υπάρχει δεδικασμένο από δικαστική απόφαση, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεσμεύεται από αυτό. Και τούτο, γιατί η ισχύς του δεδικασμένου τούτου, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Ε.Σ. είναι αποτέλεσμα της διαγνωστικής διαδικασίας για το κατά το νόμο και το ουσία βάσιμο της απαιτήσεως, η οποία διαδικασία προηγείται.
Όταν, όμως, για την αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου δαπάνης σε βάρος του Δημοσίου ή Ο.Τ.Α. ή ν.π.δ.δ., το δικαίωμα αυτού για πραγματοποίηση της δαπάνης, στηρίζεται σε τίτλο εκτελεστό από τους αναφερόμενους στο άρθρο 904 Κ.Πολ.Δ., με βάση τον οποίο, όπως προεκτέθηκε, μπορεί να επισπευθεί αναγκαστική εκτέλεση, το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά τον ενεργούμενο υπ’ αυτού έλεγχο, υποχρεούται, αφού διαπιστώσει το τύποις υποστατό του επικαλούμενου εκτελεστού τίτλου, να προβεί σε θεώρηση του χρηματικού εντάλματος, που εκδίδεται υπέρ του φερόμενου δικαιούχου στον εκτελεστό τίτλο. Και τούτο, διότι και το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται να συμμορφωθεί με τον υπάρχοντα νόμιμο εκτελεστό τίτλο, αφού δεν αποτελεί, κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του π.δ. 774/1980, παρεμπιπτόντως αναφυόμενο ζήτημα, κατά τον ασκούμενο υπό του Ελεγκτικού Συνεδρίου έλεγχο, ο έλεγχος της ορθότητας ή μη του εκτελεστού τίτλου, δηλαδή η νομιμότητα ή μη της περιεχόμενης σ’ αυτόν ουσιαστικής αξίωσης του υπέρ ου εκδόθηκε, αλλά ο εκτελεστός αυτός τίτλος αποτελεί για το Ελεγκτικό Συνέδριο νόμιμο και πλήρες δικαιολογητικό. Αντίθετη εκδοχή θα είχε ως αποτέλεσμα την, χωρίς την τήρηση της προσήκουσας διαγνωστικής διαδικασίας, εν τοις πράγμασι κατάλυση της ισχύος του εκτελεστού τίτλου από το Ελεγκτικό Συνέδριο, με συνέπεια την αντίστοιχη κατάλυση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας του αναφερόμενου στον εκτελεστό τίτλο δικαιούχου προσώπου, που, όπως προαναφέρθηκε, προστατεύεται από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. και μειοψηφία στα πρακτικά Ολομ. Ε.Σ. της 7ης Γ.Σ./19.3.2003, θέμα Α΄).
Μετά την τροποποίηση του άρθρου 7 του Οργανισμού του Ν.Σ.Κ. με το άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 4170/2013, τα πρακτικά εξώδικου συμβιβασμού του Ν.Σ.Κ., μετά την πάροδο 60 ημερών από την έγκρισή τους, αποτελούν εκτελεστούς τίτλους, οι οποίοι παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης, παρέχουν τη δυνατότητα επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Δημοσίου και δημιουργούν πειθαρχική ευθύνη των δημοσίων υπαλλήλων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Ως εκ τούτου, οι παραδοχές που έγιναν με τα πρακτικά Ολομ. Ε.Σ. της 3ης Γ.Σ./26.1.2011 ως προς τους εκτελεστούς τίτλους που αναφέρονται στο άρθρο 904 Κ.Πολ.Δ. και τη δέσμευση του Ελεγκτικού Συνεδρίου από αυτούς κατά την άσκηση του προληπτικού ελέγχου των δαπανών, θα πρέπει, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, να γίνουν δεκτές και στην περίπτωση των πρακτικών εξώδικου συμβιβασμού του Ν.Σ.Κ., αφού και αυτά, κατά ρητή επιταγή του νόμου, αποτελούν πλέον εκτελεστούς τίτλους (βλ. ιδίως άρθρο 904 παρ. 2 εδ. δ΄ Κ.Πολ.Δ. ως προς τα συμβολαιογραφικά έγγραφα και πρβλ. απόφ. VII Τμ. 2000/2014,πρ. Ι Κλ. Ε.Σ. 271/2013 ως προς τα πρακτικά δικαστικού συμβιβασμού του άρθρου 293 Κ.Πολ.Δ.). Τυχόν δε μη αναγνώριση στα πρακτικά εξώδικου συμβιβασμού του Ν.Σ.Κ. συνεπειών συγγενών με εκείνες των λοιπών εκτελεστών τίτλων, θα οδηγούσε σε παραβίαση των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ., στο κανονιστικό περιεχόμενο των οποίων, όπως προαναφέρθηκε, περιλαμβάνεται και η αναγκαστική εκτέλεση, ως ισότιμη μορφή δικαστικής προστασίας και ως αναγκαία αυτοτελής δικονομική προέκταση του ουσιαστικού δικαιώματος, και όχι αποκλειστικά ως προέκταση κάποιας διαγνωστικής διαδικασίας (πρβλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 28.10.2010 Βλαστός κατά Ελλάδας). Ενόψει αυτών, το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται να συμμορφωθεί με τον υπάρχοντα νόμιμο εκτελεστό τίτλο και, εν προκειμένω με τα κατ’ άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 4170/2013 πρακτικά εξώδικου συμβιβασμού του Ν.Σ.Κ., αφού δεν αποτελεί, κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, παρεμπιπτόντως αναφυόμενο ζήτημα, κατά τον ασκούμενο από το Δικαστήριο έλεγχο, η εξέταση της ορθότητος ή μη του τίτλου αυτού, δηλαδή η νομιμότητα ή μη της περιεχόμενης σ’ αυτόν ουσιαστικής αξίωσης του υπέρ ου ο τίτλος, αλλά ο εκτελεστός αυτός τίτλος, αποτελεί για το Ελεγκτικό Συνέδριο νόμιμο και πλήρες δικαιολογητικό, του προληπτικού ελέγχου περιοριζομένου μόνον στην εξέταση του τύποις υποστατού του σχετικού τίτλου. Εξάλλου, αντίθετη ερμηνεία δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στις παραδοχές των πρακτικών Ολομ. Ε.Σ. της 17ης Γ.Σ./4.6.2003, αφενός, διότι με τα πρακτικά αυτά κρίθηκε το διαφορετικό ζήτημα αν η συνταγματική κατοχύρωση του Ν.Σ.Κ. δύναται να οδηγήσει στην εξαίρεση των πρακτικών του από τον διενεργούμενο, βάσει του άρθρου 98 παρ. 1 του Συντάγματος, προληπτικό έλεγχο των δαπανών και, αφετέρου, διότι ο Οργανισμός του Ν.Σ.Κ., όπως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης των εν λόγω πρακτικών, δεν περιείχε διατάξεις ανάλογες με αυτές του άρθρου 41 παρ. 3 του ν. 4170/2013 ως προς την εκτελεστότητα των πρακτικών εξώδικου συμβιβασμού του Ν.Σ.Κ. και την υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς αυτά. Ούτε, άλλωστε, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 41 παρ. 3 του ν. 4170/2013 θίγουν τον πυρήνα ή την πρακτική αποτελεσματικότητα του συνταγματικώς κατοχυρωμένου προληπτικού ελέγχου των δαπανών (άρθρο 98 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος), αφενός, ενόψει των όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω για το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης ως έκφανση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και, αφετέρου, διότι οι διατάξεις του ν. 4170/2013 δεν αφορούν σε γενική κατηγορία δαπανών, προσδιοριζόμενων ποσοτικά ή ποιοτικά, που αποκλείονται αυτομάτως του ελέγχου (βλ. άρθρο 1 του π.δ. 136/2011, Α΄ 267, όπως ισχύει), αλλά σε ειδική μόνο κατηγορία υποθέσεων, που, κατά περίπτωση, αποτελούν αντικείμενο εξώδικου συμβιβασμού (ΕΣ 314.2014, Ι τμ.).
Συνεπώς το Κλιμάκιο θα πρέπει να διατάξει την θεώρηση του σχετικού Χ.Ε επιλύοντας την διαφωνία υπέρ του Διατάκτη.
ΙΙ. Επι της ασκηθείσης εφέσεως.
Η έφεση αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση στο VIIτμήμα του ΕΣ λόγω του ότι αφορά καταλογισμό ελλείμματος πρωτοβάθμιου ΟΤΑ.
Περαιτέρω παραδεκτώς σωρεύονται ενεργητικά περισσότερα πρόσωπα λόγω του δεσμού της ομοδικίας, αφού η καταλογιστική πράξη αφορά άπαντες και εκδίδεται επι της ίδιας νομικής βάσεως και πραγματικής αιτίας. Η σωρευόμενη αίτηση επαναφοράς θα αναγνωστεί ως ισχυρισμός του δικογράφου της εφέσεως δεδομένου ότι μετά το 2006 αναλογική εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ΚΔΔ μέσω το άρθρου 123 του πδ 1225/81 και όχι ο ΚΠολΔ που προβλέπει την εν λόγω αίτηση . Αντιθέτως στο άρθρο 67 του ΚΔΔ δεν προβλέπεται μεν αναστολή της προθεσμίας της προσφυγής λόγω ανωτέρας βίας, όπως ρητώς προβλέπεται στη ακυρωτική δικονομία του πδ 18/89, αλλά παγίως γίνεται δεκτό σε συνδυασμό και με το προβλεπόμενο στη δίκη ουσίας ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας η ανωτέρα βία ως λόγος αναστολής της προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος , δεδομένου ότι από το άρθρο 2§1 του Συντάγματος ουδείς μπορεί να υποχρεούται τα υπεράνθρωπα. Για το βάσιμο του ισχυρισμού αυτού όμως ο διάδικος πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι επρόκειτο για γεγονός έκτακτο και μη προβλεπόμενο με μέτρα άκρας σύνεσης και επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου, το οποίο τον καθιστά καθ΄όλη την διάρκεια το πλήρως ανίκανο να επιμεληθεί των υποθέσεων , ήτοι να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του και να προνοήσει για την άσκηση του ενδίκου μέσου . Εν προκειμένω οι εκκαλούντες δεν αποδεικνύουν τι είδους τραυματισμούς υπέστησαν και γιατί δεν μπορούσαν να επιμεληθούν των υποθέσεων τους και μάλιστα γιατί 10 ημέρες μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο άσκησαν την ένδικη έφεση. Συνεπώς ο σχετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και η έφεση ως εκπρόθεσμη.
Β) Ως προς το θέμα του παραβόλου.
Επειδή, από το άρθρο 73 περι παραβόλου του ΚΝΕΣ σε συνδυασμό με το άρθρο 20§1 του Σ. και 652 της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι η υποχρέωση καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ασκουμένων ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενδίκων βοηθημάτων και μέσων από τους ιδιώτες διαδίκους, δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στο καθιερούμενο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, καθόσον αποβλέπει στην αποτροπή ασκήσεως απερίσκεπτων και αστήρικτων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας του δικαστηρίου και της ανάγκης αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης. Η ως άνω δε ρύθμιση είναι πρόσφορη για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, ενόψει μάλιστα του ότι: α) στις περιπτώσεις που θεσπίζεται η υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου για την άσκηση του ενδίκου μέσου, οι σχετικές διατάξεις θέτουν ανώτατο όριο (οροφή) στο ποσό του καταβλητέου μέχρι την πρώτη συζήτηση παραβόλου (1.500 ευρώ), β) προβλέπεται η δυνατότητα αποδόσεως του κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών καταβληθέντος ποσού παραβόλου όχι μόνο επί παραδοχής του ενδίκου μέσου, αλλά και κατόπιν δικαστικής κρίσεως περί του δικαιολογημένου της ασκήσεως αυτής και γ) στις περιπτώσεις του αναλογικού παραβόλου, η σχετική οικονομική επιβάρυνση είναι ανάλογη με το οικονομικό αντικείμενο της υπόθεσης (ποσοστό ένα τοις εκατό -1%- του αμφισβητούμενου ποσού), προκειμένου να λειτουργήσει πράγματι αποτρεπτικά ως προς την άσκηση του ενδίκου μέσου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 56 του πδ 774/80 και νυν 73 ΚΝΕΣ, όπως ισχύουν, δεν αντιβαίνουν προς τις διατάξεις περί παροχής «δίκαιης» δικαστικής προστασίας των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της Συμβάσεως της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, ούτε προς την αρχή της αναλογικότητας που ρητώς προβλέπεται από το άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. δ΄ του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1035/2009, 1201, 1583/2010, 2969, 1266/2011, 136/2013). Εξάλλου, οι σχετικές διατάξεις, ότι δηλαδή για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται με την κατάθεσή της η προσκόμιση αποδεικτικού καταβολής παραβόλου είναι απολύτως σαφείς και δεν είναι αντικειμενικώς ικανές να γεννήσουν αμφιβολίες ούτε ως προς την υποχρέωση προσκόμισης του σχετικού αποδεικτικού καταβολής του παραβόλου συγχρόνως με την κατάθεση της αιτήσεως ή εντός πέντε ημερών από την πρώτη συζήτηση αυτής ούτε ως προς την επερχόμενη έννομη συνέπεια του απαραδέκτου της αναιρέσεως λόγω μη προσκόμισης του ως άνω αποδεικτικού καταβολής του παραβόλου (ΕΣ 4327/2013 Ολομ).
Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 73 του ν. 4129/2013 είναι σαφείς τόσο ως προς την υποχρέωση προσκόμισης του σχετικού αποδεικτικού καταβολής του παραβόλου, όσο και ως προς την επερχόμενη συνέπεια του απαραδέκτου της έφεσης λόγω μη προσκόμισης εντός των προθεσμιών που ορίζονται από το νόμο του ως άνω αποδεικτικού. Ακόμη, από καμμία διάταξη δεν συνάγεται υποχρέωση του Δικαστηρίου για επισήμανση παράλειψης καταβολής παραβόλου στον διάδικο, καθώς και για την καταβολή του, όταν μάλιστα ο υπόχρεος διάδικος παρίσταται νομίμως κατά την συζήτηση της υπόθεσής του και ζητεί την εκδίκασή της, λαμβάνοντας μάλιστα και προθεσμία για κατάθεση υπομνήματος, και συνεπώς οφείλει να γνωρίζει και να τηρήσει την δικονομική του υποχρέωση για καταβολή παραβόλου (Ολ. Ε.Σ. 2799/2011). Επίσης, ζήτημα αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 139Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας – που προβλέπει τη δυνατότητα κάλυψης τυπικών παραλείψεων και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, ύστερα από σχετική πρόσκληση του Δικαστηρίου – δεν τίθεται, καθόσον οι προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 73 του ν. 4129/2013 έχουν αυτάρκεια και ρυθμίζουν ειδικώς το ζήτημα της καταβολής του παραβόλου και τις συνέπειες από τη μη κατάθεσή του, εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών (ΕΣ 47/2016 Ολομ).
Συνεπώς θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί ισχυρισμοί των εκκαλούντων.
Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 73§2 επι ομοδικίας εφόσον η απαίτηση είναι εις ολόκληρον , όπως εν προκειμένω επι καταλογισμού ελλείμματος καταβάλλεται ένα παράβολο και συνεπώς η έφεση είναι παραδεκτή, άλλο δε είναι το ζήτημα του αναγωγικού δικαιώματος του δευτέρου των εκκαλούντων κατά των λοιπών για την αναλογία του παραβόλου που κατέβαλε μόνο αυτός.
ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ.
ΘΕΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ 2006.
Με την 100/1.2.2006 πράξη του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μετά τη διενέργεια επιτόπιου κατασταλτικού ελέγχου του Δήμου Α΄ και των ν.π.δ.δ. αυτού, για το έτος 2000, καταλογίστηκε ο Δήμαρχος αυτού, ο ελεγκτής εσόδων – εξόδων και ο ταμίας, με το ποσό των ήδη 10.000 € πλέον τόκων υπερημερίας, ποσού 1.500€, υπολογισθέντων ως ετήσιο ποσοστό του καταλογιζομένου κεφαλαίου, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την αιτιολογία ότι, η πληρωμή των λογαριασμών του έργου «Διαμόρφωση αυλείου χώρου Λυκείου» δεν ήταν νόμιμη, διότι αφενός δεν συνέτρεχαν οι λόγοι κατεπείγοντος για την απευθείας ανάθεση του εν λόγω έργου και αφετέρου, γιατί δεν είχε συσταθεί νομίμως η Δημαρχιακή Επιτροπή που επελήφθη της διαδικασίας αναθέσεως του έργου. Επιπλέον ο Δήμαρχος, ως πρόεδρος του Διοικητικοί Συμβουλίου του από το 1999 συσταθέντος «Συλλόγου Σ» (ν.π.δ.δ.), καταλογίστηκε με το ποσό των ήδη 1.000€ για δαπάνες συνεστίασης που παρέθεσε στα μέλη του Συλλόγου το έτος 2000.
Ο Δήμαρχος με το από 1.6.2006 δικόγραφο της έφεσής του, προσβάλλει την ως άνω καταλογιστική πράξη του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αρνούμενος την ιδιότητά του ως υπολόγου και υποστηρίζοντας ότι, ευθύνεται μόνο ως διατάκτης. Υποστηρίζει δε ότι, η πράξη του Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου πάσχει ακυρότητα, διότι αυτός έπρεπε να είχε κληθεί ενώπιον τούτου, για να αναπτύξει τις απόψεις του. Επίσης ισχυρίζεται ότι, μη νόμιμα το Β΄ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, άσκησε παρεμπίπτοντα έλεγχο επί της νομιμότητας της σύνθεσης της Δημαρχιακής Επιτροπής που επελήφθη της διαδικασίας του ως άνω έργου, διότι το Ελεγκτικό Συνέδριο ασκεί παρεμπίπτοντα έλεγχο, μόνο κατά τον προληπτικό έλεγχο. Στη συνέχεια, για την καταλογισθείσα εις βάρος του δαπάνη συνεστίασης των μελών του «Συλλόγου Σ», προβάλλει τον ισχυρισμό ότι, κακώς καταλογίσθηκε, αφού ο ως άνω Σύλλογος δεν υπόκειται σε κατασταλτικό έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο, καθόσον είναι σωματείο που τυπικά έχει συσταθεί ως ν.π.δ.δ., στην ουσία όμως δεν χρηματοδοτείται από το Δημόσιο, αλλά από συνεισφορές των μελών του και δεν ασκεί δημόσια εξουσία. Εν πάση περιπτώσει ισχυρίζεται ότι, η αξίωση του Δημοσίου έχει ήδη παραγραφεί. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι, δεν υφίσταται στην πραγματικότητας έλλειμμα του Δήμου, αφού το ως άνω έργο ολοκληρώθηκε χωρίς προβλήματα και επομένως, ο εις βάρος του καταλογισμός, δεν τελεί σε εύλογη σχέση με τη συμπεριφορά που ο ίδιος επέδειξε και συνεπώς , ο καταλογισμός αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Τέλος υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 3274/2004 «Οργάνωση και λειτουργία των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού» και σε κάθε περίπτωση έχουν νομιμοποιηθεί οι δαπάνες που πληρώθηκαν μέχρι 31.12.2003 από Δήμους και Κοινότητες, ν.π.δ.δ. αυτών, καθώς και συνδέσμους πρωτοβαθμίων ΟΤΑ εις βάρος των προϋπολογισμών τους, εφόσον αυτές « 1.(…) α) προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις ή συνάδουν με την αποστολή και τις αρμοδιότητες των παραπάνω φορέων, β) έχουν εγκριθεί και βεβαιωθεί από τα αρμόδια όργανα, γ) διενεργήθηκαν για σκοπό που έχει επιτελεστεί και δ) δεν έχουν ακυρωθεί, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. 2. Καταλογισμοί που έχουν γίνει εις βάρος αιρετών οργάνων ή υπαλλήλων των ανωτέρω φορέων, για δαπάνες της προηγούμενης παραγράφου, αίρονται, τυχόν δε βεβαιωθέντα ποσά από την ίδια αιτία διαγράφονται.
Ο ελεγκτής εσόδων-εξόδων στην από 1.7.2006έφεσή του υποστηρίζει ότι, δεν είναι υπόλογος για την ως άνω δαπάνη και εν πάση περιπτώσει η ευθύνη του περιορίζεται σε εκείνη του συνευθυνομένου. Τέλος υποστηρίζει ότι, ο καταλογισμός τόκων υπερημερίας είναι μη νόμιμος και ζητεί την ολοσχερή απαλλαγή του ως προς αυτούς.
Ο ταμίας του Δήμου με την από 1.4.2006 έφεσή του, που την κατέθεσε στον ίδιο το Δήμο Α και αντίγραφο της οποίας στις 29.9.2006 κοινοποιήθηκε στο ΝΣΚ και αυθημερόν κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ελ. Συν., ισχυρίζεται ότι δεν υπέχει καμιά ευθύνη, αφού κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, λόγω φόρτου εργασίας, μέρος της δημοσιονομικής διαχείρισης είχε αναλάβει με δική του εντολή, ο με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενος στο Δήμο, ιδιώτης Ι. Εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να αντιταχθεί στις πιέσεις του Δημάρχου, αφού δεν υπάρχει κάποια νομική οδός διαφυγής.
Απαντήστε σύντομα και αιτιολογημένα, ποια πρέπει να είναι η απόφαση του Δικαστηρίου στους λόγους της πρώτης, δεύτερης και τρίτης έφεσης;
Β΄
Με την από 25.1.2000 αίτηση ενώπιον του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της χήρας Λ.Κ., πολιτικής συνταξιούχου από μεταβίβαση, ζητείται να ανασταλεί η εκτέλεση της 125739/27.12.1999 πράξης του Υπουργού Οικονομικών (45ης Δ/νσης του ΓΛΚ), με την οποία καταλογίσθηκε εις βάρος της το σε ευρώ αντίστοιχο ποσό των 2.697.532 δρχ., το οποίο εισέπραξε αχρεώστητα από το Δημόσιο Ταμείο, κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.1997 μέχρι 8.11.1999, λόγω καταβολής σ’ αυτήν ποσοστού συντάξεως 7/10, αντί εκείνου των 3,5/10 που δικαιούτο, δεδομένου ότι, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατεβλήθη και στην άγαμη και άνεργη θυγατέρα της, ποσοστό 3,5/10. Η αιτούσα έχει ασκήσει ενώπιον του αυτού Κλιμακίου Α΄, νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά της 125739/27.12.1999 πράξης του Υπουργού Οικονομικών, την από 25.1.2000 ένσταση, η οποία είναι ήδη εκκρεμής.
Καλείστε να απαντήσετε αιτιολογημένα αν το Κλιμάκιο έχει αρμοδιότητα χορηγήσεως αναστολής εκτελέσεως των, ενώπιόν του προσβαλλομένων με ένσταση διοικητικών καταλογιστικών πράξεων και εν πάση περιπτώσει, υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να χορηγηθεί η ως άνω αναστολή.
ΘΕΜΑ 1ΟΝ.
Τον Ιανουάριο 2007 υποβλήθηκε στο αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για έλεγχο νομιμότητας σχέδιο προγραμματικής σύμβασης μεταξύ της Περιφέρειας Αττικής, του Δήμου Αθηναίων και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία Α.Ε.Δ.Α. Α.Ε. «Αναπτυξιακή Εταιρεία Δήμου Αθηναίων» για το σχεδιασμό και το συντονισμό της Τελικής Φάσης του Πανευρωπαϊκού Κυπέλλου Μπάσκετ 2007, προϋπολογισθείσας δαπάνης 1.900.000 € πλέον Φ.Π.Α.
Στην υπό έλεγχο προγραμματική σύμβαση ορίζεται στο άρθρο 3 ότι, ο Δήμος Αθηναίων θα προχωρήσει σε ενέργειες που θα καλύψουν την ανάγκη για την πλέον άρτια προετοιμασία και τον πιο ολοκληρωμένο σχεδιασμό για τη διασφάλιση της επιτυχούς και ασφαλούς διοργάνωσης, ότι η Α.Ε.Δ.Α Α.Ε. θα υλοποιήσει όλες εκείνες τις ενέργειες που θα καλύψουν τις παραπάνω ανάγκες , με τρόπο άμεσο και αποτελεσματικό στο πλαίσιο και σύμφωνα με τους όρους της ως άνω σύμβασης και στο άρθρο 6.1, ότι η Περιφέρεια Αττικής αναλαμβάνει με διάθεση τμήματος του προσωπικού της, να εποπτεύει την εφαρμογή της σύμβασης στο πλαίσιο του συνόλου των άρθρων αυτής. Περαιτέρω στο άρθρο 4 περιγράφεται το σύνολο των υπηρεσιών που συνιστούν το αντικείμενο της σύμβασης, η υλοποίηση του οποίου ανατίθεται εξ’ ολοκλήρου από το Δήμο Αθηναίων στην Α.Ε.Δ.Α. Α.Ε. σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 της σύμβασης. Εξάλλου για την εκτέλεση του ανωτέρω συμβατικού αντικειμένου, η Α.Ε.Δ.Α. Α.Ε. θα εισπράξει το χρηματικό ποσό των 1.900.000 € πλέον Φ.Π.Α., προερχόμενο από πιστώσεις του Δήμου Αθηναίων, ενώ για την πιστοποίηση της ανταπόκρισης της Α.Ε.Δ.Α. Α.Ε. στις υποχρεώσεις της , καθώς και για την παρακολούθηση της εφαρμογής των όρων της σύμβασης προβλέπεται η συγκρότηση αντίστοιχης επιτροπής, με τη συμμετοχή και εκπροσώπων της Περιφέρειας Αττικής (άρθρο 8 και 9 της σύμβασης).
ΕΡΩΤΑΤΑΙ:
Ποια πρέπει να είναι η απόφαση (πράξη) του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας της ως άνω αναφερόμενης σύμβασης; Κωλύεται ή όχι η υπογραφή της σύμβασης αυτής και γιατί;
Να απαντήσετε αιτιολογημένα.
ΘΕΜΑ 2ΟΝ
Στον ομώνυμο Δήμο Ρ., πρωτεύουσας νομού, πληθυσμού άνω των είκοσι χιλιάδων (20.000) κατοίκων, με τις αρ. 3/1996, 37/1999, 48/1999 και 14/2000 αποφάσεις του Δημάρχου, αποφασίστηκε η πρόσληψη με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αντίστοιχα των: α) Γ.Κ. ως ειδικού συμβούλου του Δήμου για θέματα πολιτιστικά, ιστορικά και απόδημου ελληνισμού, β) του Δ.Μ. ως ειδικού συμβούλου σε θέματα ευρωπαϊκής ένωσης και σε αναπτυξιακά προγράμματα του Δήμου, γ) της Λ.Γ. ως ιδιαιτέρας γραμματέως του Δημάρχου και δ) του Ρ.Φ. ως ειδικού συνεργάτη για θέματα μελετών δημοτικών έργων κσι προγραμματισμού Η/Υ του δήμου. Για την καταβολή της αμοιβής στους ανωτέρω, για τις υπηρεσίες τους που προσέφεραν κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως 31-12-2001 εκδόθηκαν διάφορα χρηματικά εντάλματα οικον. ετών 2000 και 2001 συνολικών χρηματικών ποσών για τους δύο πρώτους 27.000.000 δρχ., για την Τρίτη εξ’ αυτών 12.000.000 δρχ. και για τον τέταρτο 10.000.000 δρχ. Ο Γ.Γ. που είχε ορισθεί αντιδήμαρχος με την 67/1999 απόφαση του Δημάρχου Ζ.Χ. και στον οποίο, με την 73/1999 απόφαση του ως άνω Δημάρχου, μεταβιβάστηκε μεταξύ άλλων και το δικαίωμα υπογραφής όλων των χρηματικών ενταλμάτων μισθοδοσίας, με έγγραφό του, έδωσε εντολή στην ταμειακή υπηρεσία του δήμου, να εξοφλήσει τα ως άνω χρηματικά εντάλματα. Ο προϊστάμενος της ταμειακής υπηρεσίας του δήμου, αμφισβήτησε τη νομιμότητα των εντελλομένων με τα ανωτέρω χρηματικά εντάλματα δαπανών, με την αιτιολογία ότι η σύνταξη των μισθοδοτικών καταστάσεων του ως άνω προσωπικού, δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της 99751/8911/26-11-1984 κοινής Υπουργικής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών και αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, η οποία ρυθμίζει θέματα αποδοχών προσωπικού ειδικών θέσεων των δήμων.
Σημειωτέον ότι με την 2302/24-2-1983 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση τοτ άρθρου 23 παρ. 2 του ν. 1288/1982, καθορίστηκαν οι αποδοχές των ειδικών συμβούλων, επιστημονικών συνεργατών και ειδικών συνεργατών, σε ποσοστιαία συνάρτηση με τις αποδοχές των υπαλλήλων ειδικών θέσεων α΄ βαθμού, ως εξής: Ειδικοί σύμβουλοι 85%, επιστημονικοί συνεργάτες 75%, ειδικοί συνεργάτες μέχρι 70%. Στη συνέχεια κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 1416/1984 εκδόθηκε η 99751/8911/26-11-1984 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με την οποία καθορίστηκαν οι αποδοχές των ειδικών συμβούλων και ειδικών συνεργατών των δήμων, σε ποσοστιαία συνάρτηση με τις αποδοχές των υπαλλήλων ειδικών θέσεων α΄ βαθμού του Δημοσίου ως εξής: «……Ειδικοί σύμβουλοι 60%, επιστημονικοί συνεργάτες 55%, ειδικοί συνεργάτες 50%».
Ο αντιδήμαρχος Γ.Γ., παρά τις αντιρρήσεις του Προϊσταμένου Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου, με έγγραφό του, έδωσε στον τελευταίο την εντολή να εξοφλήσει τα ανωτέρω χρηματικά εντάλματα, τα οποία εκδόθηκαν με βάση την εκκαθάριση των αποδοχών των ως άνω υπαλλήλων, που έγινε σύμφωνα με την ως άνω αναφερόμενη 2302/24-2-1983 κοινή υπουργική απόφαση και όχι με την επίσης ως άνω αναφερόμενη 99751/8911/26-11-1984 κοινή υπουργική απόφαση. Ο Προϊστάμενος της Ταμειακής Υπηρεσίας τελικώς, εξόφλησε τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα, καταβάλλοντας στους φερόμενους ως δικαιούχους τα σ’ αυτά χρηματικά ποσά. Με την πληρωμή των ως άνω χρηματικών ενταλμάτων, προέκυψε διαφορά συνολικού χρηματικού ποσού 10.400.000 δρχ σε βάρος των οικονομικών του δήμου, από την εφαρμογή της 2302/24-2-1983 κοινής υπουργικής απόφασης που ήταν ευμενέστερη για τους ως άνω υπαλλήλους, προέβλεπε μεγαλύτερες αμοιβές και έγινε παρά τις αντιρρήσεις του Προϊσταμένου της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου, κατά την εκκαθάριση των αποδοχών των ως άνω υπαλλήλων.
ΕΡΩΤΑΤΑΙ:
- 1)Είναι νόμο βάσιμες οι αντιρρήσεις που προέβαλε ο Προϊστάμενος της Ταμειακής Υπηρεσίας προς τον αντιδήμαρχο Γ.Γ., ως προς τη νομιμότητα των εντελλόμενων δαπανών, καθ’ ότι η εκκαθάριση αυτών, δεν είχε γίνει σύμφωνα με την 99751/8911/26-11-1984 κοινή υπουργική απόφαση, αλλά έγινε με την οικονομικά ευμενέστερη για τους εν λόγω υπαλλήλους 2302/24-2-1983 ως άνω αναφερόμενη απόφαση;
- 2)Σε περίπτωση που οι αντιρρήσεις του Προϊσταμένου της Ταμειακής Υπηρεσίας είναι νόμο βάσιμες, θα πρέπει να γίνει καταλογισμός. Σε περίπτωση καταλογισμού, ποιος θα καταλογισθεί; Ο Δήμαρχος, ο αντιδήμαρχος και οι δύο μαζί ή ένας εξ αυτών και υπό ποια ιδιότητα. 1) του υπολόγου; 2) του συνευθυνομένου; 3) του διατάκτη; και γιατί;
- 3)Μετά την εξόφληση των χρηματικών ενταλμάτων που έγινε όπως προαναφέρθηκε, να περιγράψετε: α) βήμα – βήμα όλα τα στάδια προκειμένου να γίνει ο καταλογισμός και μέχρι να καταστεί αυτός αμετάκλητος υπέρ ή κατά του καταλογισθέντος.
Απαντήστε αιτιολογημένα και συνοπτικά.
ΘΕΜΑ 3ΟΝ
Κατά τον προληπτικό έλεγχο ενός χρηματικού εντάλματος του Δήμου Αθηναίων, το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφάνθηκε περί της μη θεώρησης τούτου. Κατά της πράξης του εν λόγω Τμήματος, ασκήθηκε από το δήμο αίτηση ανάκλησης, η οποία απορρίφθηκε. Στη συνέχεια ο Υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, αρμόδιος για ζητήματα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, ζήτησε τη θεώρηση του εν λόγω χρηματικού εντάλματος με δική του ευθύνη. Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μετά την πάροδο ενός (1) μηνός από της θεωρήσεως του ως άνω χρηματικού εντάλματος, συνέταξε σχετικό έγγραφο, το οποίο υπέβαλε στη Βουλή και στο Υπουργικό Συμβούλιο. Η Βουλή δεν ενέκρινε το ως άνω χρηματικό ένταλμα και το αρμόδιο για τον έλεγχο των Ο.Τ.Α. Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μετά από αίτηση του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καταλόγισε τον Υφυπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.
Να απαντηθεί αιτιολογημένα, αν νομίμως εχώρησεν η ως άνω αναφερόμενη δια δικασία καταλογισμού.
ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 2008.
1Ο ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου Ασφάλισης Αρτεργατών Νομού Πιερίας (νπδδ), αποφάσισε να αναθέσει τις υπηρεσίες καθαριότητας του κτιρίου του για το έτος 2006, σε ανάδοχο ιδιωτική εταιρεία. Για το σκοπό αυτό ενέκρινε πίστωση για το οικονομικό έτος 2006 ύψους 310.000 €, από το συνολικό ποσό της προϋπολογισθείσας δαπάνης ύψους 1.200.000 €. Μετά τη σύναψη της σχετικής σύμβασης, συμβατικού ποσού 990.000 € (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ) με την ανάδοχο ιδιωτική εταιρεία Χ και σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, εκδόθηκε από το ως άνω Ταμείο το 238/2006 χρηματικό ένταλμα, ποσού 310.000 € για την καταβολή της αμοιβής της εταιρείας Χ για παρασχεθείσες από αυτήν υπηρεσίες καθαριότητας για το έτος 2006. Το χρηματικό ένταλμα, στα δικαιολογητικά του οποίου ήταν συνημμένη και η 34/2006 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ως άνω Ταμείου περί απευθείας ανάθεσης της σύμβασης στην εταιρεία Χ για λόγους επείγοντος, εξοφλήθηκε από τον Ταμία του νομικού προσώπου.
Μετά την υποβολή του απολογισμού του οικονομικού έτους 2006 από το ως άνω ασφαλιστικό ταμείο στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό Πιερίας, η Επίτροπος διενήργησε κατασταλτικό έλεγχο στις δαπάνες του νομικού προσώπου και διαπίστωσε έλλειμμα στη χρηματική διαχείριση, ύψους 1.200.000 €, το οποίο καταλόγισε με την 14/2007 πράξη της, σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και του ταμία αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ως υπολόγων της χρηματικής διαχείρισης του Ταμείου, που ενέκριναν τον απολογισμό του νομικού προσώπου. Σύμφωνα με την καταλογιστική πράξη, το έλλειμμα δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι, α) η σύμβαση ανάθεσης των υπηρεσιών καθαριότητας ήταν άκυρη, αφού δεν υποβλήθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τη διενέργεια του προσυμβατικού ελέγχου και επομένως όλες οι απορρέουσες από αυτή δαπάνες, δεν είναι νόμιμες και β) το 238/2006 χρηματικό ένταλμα, εξοφλήθηκε χωρίς να έχει θεωρηθεί από τον αρμόδιο Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Κατά της καταλογιστικής αυτής πράξης, οι καταλογισθέντες, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και ταμίας του ως άνω νομικού προσώπου, άσκησαν έφεση ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και προβάλλουν τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
- Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ισχυρίζονται ότι, δεν είναι υπόλογοι, αφού δεν διενήργησαν καμία διαχειριστική πράξη, αλλά διατάκτες. Τρία από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, ισχυρίζονται ότι δεν μετείχαν στη συνεδρίαση έγκρισης του απολογισμού οικονομικού έτους 2006.
- Δε γνώριζαν ότι έπρεπε να θεωρηθεί από τον αρμόδιο Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου το 238/2006 χρηματικό ένταλμα πριν την εξόφλησή του και σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν αυτοί κατά νόμο αρμόδιοι για την υποβολή του, αλλά ο Προϊστάμενος Οικονομικών Υπηρεσιών, ο οποίος και μόνο ευθύνεται.
- Η συγκεκριμένη σύμβαση δεν έπρεπε να υποβληθεί σε προσυμβατικό έλεγχο, καθόσον το συμβατικό της ποσό, το οποίο τελικά πρόκειται να εκταμιευθεί, ήταν κάτω του ορίου των 1.000.000 €. Συγγνωστώς υπέβαλαν ότι, η συγκεκριμένη σύμβαση δεν ήταν απαραίτητο να αποσταλεί για τη διενέργεια προσυμβατικού ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο, καθόσον ομοίου περιεχομένου σύμβαση του προηγούμενου έτους, είχε υποβληθεί σε προσυμβατικό έλεγχο και δεν είχαν διαπιστωθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ουσιώδεις νομικές πλημμέλειες στη σχετική διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση το αρμόδιο όργανο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να ελέγξει τη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης, κατά τη διενέργεια του κατασταλτικού ελέγχου.
- Η καταλογιστική πράξη εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο.
- Δεν ικανοποιήθηκε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, αφού δεν κλήθηκαν πριν από την έκδοση της καταλογιστικής πράξης να εκθέσουν τις απόψεις τους.
- Η καταλογιστική πράξη είναι αναιτιολόγητη, καθόσον δεν αναφέρονται στο σώμα της πράξης, αλλά ούτε προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου οι συγκεκριμένες παραλείψεις των καταλογισθέντων, οι οποίες δημιούργησαν το έλλειμμα.
- Σε κάθε περίπτωση, η καταλογιστική πράξη είναι νομικά πλημμελής, καθόσον το ποσό του ελλείμματος δεν είναι 1.200.000 €, αλλά 310.000 € και δεν αναγράφεται σε αυτήν το υπέρ ου ο καταλογισμός νομικό πρόσωπο.
ΕΡΩΤΑΤΑΙ:
Α) Που θεμελιώνεται νομικά ο προληπτικός και ο κατασταλτικός έλεγχος δαπανών νπδδ από το Ελεγκτικό Συνέδριο;
Β) Ποιο είναι το αρμόδιο όργανο διενέργειας προσυμβατικού ελέγχου δημοσίων συμβάσεων; Υπάρχει δυνατότητα επανελέγχου των δημοσίων συμβάσεων;
Γ) Να απαντηθούν στην ουσία τους οι λόγοι έφεσης.
2ο ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ.
Με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Δήμου Δ, ανατέθηκε στην εταιρεία Α, η οποία αναδείχθηκε μειοδότρια μετά από δημόσιο μειοδοτικό διαγωνισμό, η εκτέλεση του έργου «Ανάπλαση πλατείας Ε με πρόβλεψη υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων» και υπογράφηκε η σχετική σύμβαση. Με απόφαση του Δ.Σ., η οποία εκδόθηκε μετά τη θετική γνωμοδότηση του Νομαρχιακού Συμβουλίου Δημοσίων Έργων (Ν.Σ.Δ.Ε.), εγκρίθηκε ο 1ο ανακεφαλαιωτικός Πίνακας Εργασιών της αρχικής σύμβασης και η 1η Συμπληρωματική Σύμβαση (Σ.Σ.) του ως άνω έργου και ανατέθηκε απ’ ευθείας στην αρχική ανάδοχο η εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών αξίας 950.000 €. Στη συνέχεια, με νέα απόφαση τοτ Δ.Σ., εγκρίθηκε μετά από γνωμοδότηση του Ν.Σ.Δ.Ε., ο 1ος Ανακεφαλαιωτικός Πίνακας της 1ης Σ.Σ. και ο 2ος Ανακεφαλαιωτικός Πίνακας Εργασιών τηα Αρχικής Σύμβασης, οι οποίοι συνοδεύουν την 2η Σ.Σ., αξίας 229.908 €. Η σύναψη της 2ης Σ.Σ., σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον 2ο Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών της Κύριας Σύμβασης, κατέστη αναγκαία διότι έπρεπε να εκτελεστούν νέες εργασίες, απαραίτητες για την ολοκλήρωση του έργου, οι οποίες αφορούν στην πλήρη εγκατάσταση πυρόσβεσης-πυρανίχνευσης ισχυρών ρευμάτων, εξαερισμού και ανίχνευσης CO, στην τοποθέτηση δύο (2) επιπλέον ανελκυστήρων αυτοκινήτων, καθώς και πλαστικού φρεατίου, φωτιστικού σώματος πλατείας και πεζοδρομίου. Η αρμόδια Επίτροπος που ασκεί τον προληπτικό έλεγχο δαπανών του ως άνω Δήμου, αρνήθηκε να θεωρήσει χρηματικό ένταλμα που αφορούσε στην εξόφληση του 1ου λογαριασμού της 2ης Σ.Σ., για το λόγο ότι οι ως άνω συμπληρωματικές εργασίες (2ης Σ.Σ.) ανατέθηκαν στην εταιρεία Α (αρχική ανάδοχο), χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την ανάθεσή τους, αφού δεν κατέστησαν αναγκαίες, λόγω απροβλέπτων περιστάσεων (άρθρο 8 του ν. 1418/1984), η δ απόφαση του Δ.Σ. δεν είναι ειδικώς αιτιολογημένη. Για την εν λόγω δημοσιολογιστική διαφορά που ανέκυψε μεταξύ της Επιτρόπου και του Δήμου Δ, μετά την τήρηση της προδικασίας που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 1 του π.δ. 774/1980, αποφάνθηκε το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τη Ν Πράξη του. Με την Πράξη αυτή κρίθηκε ότι οι ως άνω εργασίες της 2ης Σ.Σ. και αν ακόμα υποτεθεί ότι από τη φύση τους δεν ήταν δυνατόν να διαχωριστούν από το τεχνικό αντικείμενο του έργου και ότι ήταν αναγκαίες για την αποπεράτωσή του, δεν αποδείχθηκε ότι οφείλονταν σε απρόβλεπτες περιστάσεις, τουναντίον, ήταν δυνατόν να προβλεφθούν από την Αναθέτουσα Αρχή και οφείλονται σε πλημμελή εκπόνηση της αρχικής μελέτης του έργου. Κατά συνέπεια, το Τμήμα έκρινε ότι, δεν πρέπει να θεωρηθεί το σχετικό χρηματικό ένταλμα που αφορούσε στην πληρωμή του 1ου λογαριασμού της 2ης Σ.Σ. Κατά της ως άνω Πράξης του Τμήματος, η ανάδοχος και φερόμενη ως δικαιούχος εταιρεία Α, άσκησε αίτηση ανάκλησης, προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
- Το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον προληπτικό έλεγχο δαπάνης χρηματικού εντάλματος που αφορά σε πληρωμή εκτελέσεως εργασιών δημοσίου έργου, δεν δικαιούται να ερευνά και να ελέγχει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών, ο οποίος έχει καταστεί οριστικός με την έγκρισή του, από το αρμόδιο όργανο και δεν μπορεί να ανακληθεί, καλυπτόμενος από το τεκμήριο νομιμότητας. 2) Η μη θεώρηση του εκδοθέντος χρηματικού εντάλματος είναι αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 200 και 288 του Αστικού Κώδικα, που επιβάλλουν την ερμηνεία για την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων, όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν καταβάλλεται η συμφωνημένη αμοιβή, αν και η εταιρεία εκτέλεσε πλήρως τις συμβατικές της υποχρεώσεις και το έργο έχει ήδη παραδοθεί στο Δήμο. 3) Πριν τη σύναψη της 2ης Σ.Σ., το Ν.Σ.Δ.Ε. είχε γνωμοδοτήσει θετικά για τη σύναψη της 1ης Σ.Σ. και η Επίτροπος θεώρησε το ένταλμα που αφορούσε στην εξόφληση του λογαριασμού της 1ης Σ.Σ. και 4) Ο Δήμος Δ δεν είχε πρόθεση καταστρατήγησης των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων , αλλά ενήργησε από συγγνωστή πλάνη θεωρώντας ότι, μπορούσε να προβεί στη σύναψη της 2ης Σ.Σ., δοθέντος ότι οι εργασίες που αυτή αφορά, ήταν αναγκαίες για την τεχνική αρτιότητα και τη λειτουργικότητα του υπό κρίση έργου.
Κατά της ίδιας Πράξης του Τμήματος, ο Δήμος Δ άσκησε έφεση, επικαλούμενος ότι οι Πράξεις του Τμήματος είναι διοικητικές, εφόσον εκδίδονται στα πλαίσια άσκησης των ελεγκτικών του αρμοδιοτήτων, (άρθρα 17 παρ.1 περιπτ. β΄και 21 του π.δ. 774/1980) συνεπώς παραδεκτώς προσβάλλονται με έφεση, με την οποία το Τμήμα, επί τη βάσει νομίμων λόγων, επανεξετάζει την κρίση του και μπορεί να αναθεωρήσει το διατακτικό της Πράξης που εξέδωσε. Αντίθετη εκδοχή παραβιάζει, σύμφωνα με ισχυρισμό του Δήμου, τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, με τα οποία καθιερώνεται η αρχή της δικαστικής προστασίας.
- Να απαντηθούν οι λόγοι της αίτησης ανάκλησης που άσκησε η εταιρεία Α (ανάδοχος του έργου) κατά της ως άνω Πράξης του Τμήματος.
- α) Να απαντήσετε στον ισχυρισμό του Δήμου, σχετικά με τη φύση της δημοσιονομικής διαδικασίας, για την επίλυση της διαφωνίας που ανέκυψε μεταξύ της Επιτρόπου και του ιδίου ως Αναθέτουσας Αρχής και κατ’ επέκταση της φύσης των Πράξεων που εκδίδονται από τα Τμήματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όταν αυτά καλούνται να επιλύσουν τις δημοσιολογιστικές διαφορές για τη νομιμότητα των δαπανών και την εντεύθεν θεώρηση των ενταλμάτων. β) Παραδεκτώς ο Δήμος άσκησε την έφεση αυτή;
ΠΡΟΣΟΧΗ:
- 1)Να απαντηθούν και τα 2 Πρακτικά Θέματα.
- 2)Οι απαντήσεις να είναι συνοπτικές αλλά αιτιολογημένες.
- 3)Να θεωρηθεί ότι δεν τίθεται θέμα αοριστίας των προβαλλομένων λόγων.
- 4)Μπορείτε να απαντήσετε στα επί μέρους θέματα με τη σειρά που επιθυμείτε, αρκεί να τα αριθμήσετε σωστά.
- 5)Απαγορεύεται η χρήση σχολιασμένων νόμων και Κωδίκων.
Άρθρο 8 Ν. 1418/1984 (όπως ισχύει):
« 1. Τα έργο εκτελείται σύμφωνα με τη σύμβαση και τα τεύχη και σχέδια που τη συνοδεύουν. Αν προκύψει ανάγκη εκτέλεσης συμπληρωματικών εργασιών που δεν περιλαμβάνονται στο αρχικό ανατεθέν έργο, ούτε στην πρώτη συναφθείσα σύμβαση και οι οποίες κατέστησαν κατά την εκτέλεση του έργου αναγκαίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην περίπτωση δ΄ της παρ. 3 του άρθρου 8 του Π.Δ. 334/2000 (ΦΕΚ 279 Α΄), συνάπτεται σύμβαση με τον ανάδοχο του έργου…. Η εκτέλεση των συμπληρωματικών εργασιών είναι υποχρεωτική για τον ανάδοχο του έργου και προκειμένου να υπογραφεί η σύμβαση ανάθεσης των συμπληρωματικών εργασιών, απαιτείται γνώμη του οικείου τεχνικού συμβουλίου. … Οι συμπληρωματικές εργασίες παραλαμβάνονται μαζί με τις εργασίες της αρχικής σύμβασης…».
Άρθρο 43 π.δ. 609/1985:
« 1. Ο φορέας κατασκευής του έργου, έχει το δικαίωμα. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής του έργου, να αναθέτει την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών, μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν. 1418/84 (ΦΕΚ- 23 Α΄)… Για την εκτέλεση των ανωτέρω συμπληρωματικών εργασιών, απαιτείται η σύναψη σύμβασης. 2. Κάθε σύμβαση επόμενη της αρχικής, συνοδεύεται από ‘’Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών’’ που ιδίως περιλαμβάνει τις ενδείξεις των εργασιών, τις τιμές μονάδος των εργασιών, τα μεγέθη των ποσοτήτων, τις δαπάνες του προϋπολογισμού του αρχικά ανατεθέντος έργου, του προϋπολογισμού της αμέσως προηγούμενης σύμβασης και του προϋπολογισμού της προς κατάρτιση καινούργιας σύμβασης…».
ΘΕΜΑ: ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΝΙΚΟ 2009 ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ.
Σε διαχειριστικό έλεγχο της Δημοτικής Επιχείρησης «Πεταλούδες» του Δήμου Ιαλυσού Ρόδου, που διενεργήθηκε κατά τις διατάξεις του ν.δ.1264/1942 από Οικονομικό Επιθεωρητή, διαπιστώθηκε χρηματικό έλλειμμα ποσού 10.000 ευρώ για το διάστημα από 2000 έως 2002. Στις 10.1.2004, ο Οικονομικός Επιθεωρητής εξέδωσε τη σχετική πορισματική έκθεση και κάλεσε τον Ταμία του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω Δημοτικής Επιχείρησης, να αναπληρώσει το έλλειμμα εντός 48 ωρών, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 56 ου ν.2362/1995. Επειδή όμως, αυτός δεν προέβη στην αιτούμενη αναπλήρωση του ελλείμματος , ο Οικονομικός Επιθεωρητής εξέδωσε στις 20.1.2004 καταλογιστική απόφαση εις βάρος του και υπέρ της ανωτέρω Δημοτικής Επιχείρησης.
Ο Ταμίας άσκησε έφεση στο Ελεγκτικό Συνέδριο, προβάλλοντας τους λόγους:
α) ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως υπόλογος για τι σύνολο της συγκεκριμένης διαχείρισης, διότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 2000, δεν είχε ακόμη εκδοθεί η πράξη διορισμού και ασκούσε τη διαχείριση κατά προτροπή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Δημοτικής Επιχείρησης,
β) ότι η καταλογιστική απόφαση δεν είναι νόμιμη, διότι δεν τηρήθηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης,
γ) ότι δεν πρέπει να καταλογισθεί, αφού έχει ήδη αθωωθεί με αμετάκλητη απόφαση του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου και
δ) ότι εν πάση περιπτώσει, είναι οικονομικά αδύναμος να επιστρέψει το καταλογισθέν εις βάρος του ποσό.
Ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σε σχετικό του υπόμνημα, υποστήριξε ότι, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει τη σχετική διαφορά, διότι:
α) Η Δημοτική Επιχείρηση είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που δεν έχει υπαχθεί στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και επομένως, δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί κατασταλτικός έλεγχος στη διαχείριση αυτής και
β) τα έσοδα της Δημοτικής Επιχείρησης δεν προέρχονται αποκλειστικά από επιχορηγήσεις του Δήμου Ιαλυσού, αλλά και από το αντίτιμο των εισιτηρίων των επισκεπτών της κοιλάδας με τις πεταλούδες και επομένως, δεν αποτελούν αμιγώς δημόσιο χρήμα.
Να εξεταστεί η βασιμότητα των λόγων του εκκαλούντος, καθώς και τα επιχειρήματα του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
ΘΕΜΑ: ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ 2008 ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ.
Η Α΄, υπάλληλος του Τμήματος Φορολογίας Εισοδήματος της Δ.Ο.Υ, κατά τα έτη 2000, 2001 και 2002, διενήργησε σειρά έκνομων πράξεων, οι οποίες συνίστανται στη σύνταξη και υποβολή στην ανωτέρω Δ.Ο.Υ. ψευδών δηλώσεων φόρου εισοδήματος ανύπαρκτων προσώπων και στην κατά κατάχρηση των καθηκόντων της, εκκαθάριση των δηλώσεων αυτών, σύνταξη των σχετικών ατομικών φύλλων εκπτώσεως και εκτέλεση αυτών, προς όφελος της ίδιας και συγγενικών της προσώπων, ακολούθως δε, στην εξαφάνιση των δηλώσεων και των φύλλων εκπτώσεως φόρου. Ειδικότερα, κατά το άνω χρονικό διάστημα, συνέταξε και υπέβαλε στην ανωτέρω Δ.Ο.Υ. αρχικές και συμπληρωματικές δηλώσεις φόρου εισοδήματος, σε ονόματα ανύπαρκτων προσώπων, από τις οποίες θα προέκυπτε επιστροφή φόρου, μικρότερου των 250.000 δρχ. Μετά την εκκαθάριση, η ανωτέρω συμπλήρωνε έντυπο επιστροφής φόρου, στο όνομα του ανύπαρκτου προσώπου, καθώς και εξουσιοδότηση του ίδιου προσώπου προς οικείο αυτής πρόσωπο και αφού θεωρούσε το γνήσιο της υπογραφής, το «εξουσιοδοτημένο» ως άνω πρόσωπο, εισέπραττε το ποσό αυτό από την Τράπεζα. Περαιτέρω, σε αρκετές περιπτώσεις φορολογικών δηλώσεων υπαρκτών προσώπων, αφού προέβαινε σε χειρόγραφη εκκαθάριση αυτών και σύνταξη των σχετικών ατομικών φύλλων εκπτώσεως, τα οποία υπέγραφε η ίδια, καθώς και ο Προϊστάμενος της οικείας Δ.Ο.Υ., στη συνέχεια παραποιούσε τα στοιχεία ταυτότητας του δικαιούχου και το επιστρεπτέο ποσό, με την προσθήκη αριθμών στην αρχή ή στο τέλος του ποσού και διαβίβαζε αυτά στο Τμήμα Εσόδων, το οποίο, μετά τη διενέργεια της απαιτούμενης διαδικασίας, προέβαινε στην επιστροφή του αλλοιωμένου και συνήθως υπέρογκου ποσού. Η επιστροφή των ποσών αυτών γινόταν απευθείας στην ίδια, με πλαστές εξουσιοδοτήσεις, ενώ για άλλους δικαιούχους επιστροφής φόρου εισοδήματος, αυτή συμπλήρωνε πλαστή αίτηση μεταφοράς του ποσού σε τραπεζικούς λογαριασμούς, τους οποίους είτε είχε ανοίξει η ίδια και εμφανιζόταν συνδικαιούχος , είτε ο σύζυγός της. Κατόπιν αυτών, διενεργήθηκε διαχειριστικός έλεγχος από αρμόδιο Οικονομικό Επιθεωρητή στο πλαίσιο του οποίου κλήθηκε και κατέθεσε και η Α. Ακολούθως, μετά την έκδοση της πορισματικής έκθεσης του Οικονομικού Επιθεωρητή με την οποία αποδόθηκε στην Α ευθύνη, για τη δημιουργία ελλείμματος στην ως άνω Δ.Ο.Υ. ύψους 184.000 ευρώ από τις ως άνω ενέργειές της, ο τελευταίος της απηύθυνε πρόσκληση, να προβεί μέσα σε 48 ώρες στην αναπλήρωση του ελλείμματος. Μετά την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αυτής, εκδόθηκε Α/2006 πράξη του ίδιου Οικονομικού Επιθεωρητή, με την οποία καταλογίσθηκε η Α, με το ποσό των 184.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στο πιο πάνω έλλειμμα, πλέον νομίμων προσαυξήσεων προσθέτου καταβολής ποσού 147.000 ευρώ (συνολικό ποσό καταλογισμού 331.000 ευρώ). Κατά της καταλογιστικής αυτής πράξεως, που της κοινοποιήθηκε στις 15.04.2006, η ανωτέρω άσκησε στις 4.11.2006 έφεση, την οποία κοινοποίησε στο αντίδικό της Ελληνικό Δημόσιο. Παρά ταύτα, το τελευταίο παρέστη στη δίκη και ζήτησε την απόρριψη της εφέσεως, υποστηρίζοντας α) ότι είναι εκπρόθεσμη, διότι ασκήθηκε μετά τη λήξη της προβλεπόμενης από το άρθρο 30 παρ.4 εδ. β’ του π.δ. 774/1980 εξάμηνης προθεσμίας και β) σε περίπτωση που ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο ως εμπρόθεσμη, ότι είναι αβάσιμη στην ουσία, υποβάλλοντας στο Δικαστήριο και υπόμνημα, με εκτενή παράθεση των απόψεών του.
Ερωτάται:
- Ποια είναι κατά τη γνώμη σας, να είναι η κρίση του Δικαστηρίου, ως προς το παραδεκτό της συζήτησης, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των οριζομένων στο άρθρο 51 του π.δ. 774/1980, όπως η παράγραφος 2 αυτού αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 9 του άρθρου 58 του ν.3160/2003.
- Υποτιθεμένου ότι η συζήτηση χωρεί παραδεκτώς, ποια πρέπει να είναι η κρίση του Δικαστηρίου ως προς το εμπρόθεσμο ή μη της εφέσεως, ενόψει των υποστηριζομένων α) από την εκκαλούσα ότι, η προθεσμία για την άσκηση της εφέσεώς της ανεστάλη, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου), κατ’ εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή των οριζομένων στο άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989 και 11 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί των δικών του Δημοσίου» και β) από το αντίδικό της Ελληνικό Δημόσιο ότι, η προθεσμία αυτή δεν ανεστάλη κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 31 του π.δ. 774/1980 και 45 παρ. 4 του π.δ. 1225/1981, η δε διάταξη που επικαλείται η εκκαλούσα, δεν αφορά στους ιδιώτες διαδίκους.
Με την έφεσή της η Α προέβαλε ότι:
- Ο επιβληθείς εις βάρος της καταλογισμός δεν είναι νόμιμος, διότι από ουδεμία διάταξη προκύπτει ότι, αυτή φέρει την ιδιότητα της υπολόγου, ούτε είχε ανατεθεί σ’ αυτήν η διαχείριση χρημάτων ή άλλων αποτιμητών σε χρήμα αξιών.
- Σε κάθε περίπτωση, μη νόμιμα καταλογίσθηκε με το ποσό των 1.600 ευρώ (περιλαμβανόμενο στο συνολικό ποσό του καταλογισμού), το οποίο αντιστοιχεί σε τόκους, που απέφερε η κατάθεση σε διάφορους τραπεζικούς λογαριασμού των ανωτέρω επιστρεφόμενων ποσών φόρων, διότι το ποσό αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπεξαιρεθέν.
- Παραβιάσθηκε το προστατευόμενο από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης αυτής, δεδομένου ότι με αίτηση που κατέθεσε την ίδια μέρα κατά την οποία κοινοποιήθηκε σ’ αυτήν η πρόσκληση του Οικονομικού Επιθεωρητή, να καταβάλει εντός 48 ωρών το ποσό του καταλογισμού, ζήτησε από την Οικονομική Επιθεώρηση, τη χορήγηση σ’ αυτήν αντιγράφων της συνταχθείσας πορισματικής έκθεσης και των σχετικών εγγράφων, ώστε αφού ενημερωθεί για την αποδιδόμενη σ’ αυτήν ευθύνη, να αντικρούσει τουε σχετικούς ισχυρισμούς, πλην όμως η Διοίκηση απάντησε αρνητικά στο αίτημά της.
- Εν όψει του υπέρογκου ποσού του καταλογισμού και της κακής οικονομικής της κατάστασης, προς απόδειξη της οποίας προσκομίζει τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματός της, των τελευταίων πέντε ετών, βρίσκεται σε πλήρη οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος εις βάρος της ποσού.
- Η αξίωση του Δημοσίου για αποκατάσταση της επελθούσας σε αυτό ζημίας, από τις ως άνω ενέργειές της, έχει παραγραφεί, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα (άρθρο 38 του ν. 2683/1999).
Να απαντήσετε αιτιολογημένα, αν οι προβαλλόμενοι λόγοι εφέσεως πρέπει να γίνουν δεκτοί ή να απορριφθούν.
ΙΣΤ΄ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ.
- 1.Από το φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) απαλλάσσονται οι ενδοκοινοτικές παραδόσεις αγαθών, δηλ. οι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, εγκατεστημένο στο εσωτερικό της χώρας προς άλλο πρόσωπο, εγκατεστημένο σε άλλο κράτος – μέλος της Κοινότητας. Για τις πράξεις αυτές, το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, δικαιούται να ζητήσει την επιστροφή του ποσού του Φ.Π.Α. που έχει ήδη πληρώσει στους προμηθευτές του, για τις προς αυτόν πωλήσεις αγαθών και δεν μπορεί να το επιρρίψει στους πελάτες του κατά την πώληση, αφού αυτή απαλλάσσεται από το φόρο. 2. Η ατομική επιχείρηση με το διακριτικό τίτλο « SHINY SHOES» και αντικείμενο την κατασκευή και εμπορία υποδημάτων, υπέβαλε στη ΔΟΥ Καβάλας αιτήσεις, για επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., που αντιστοιχούσε σε ενδοκοινοτικές παραδόσεις αγαθών, που είχε πραγματοποιήσει κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 30.6.2002. Μετά την επεξεργασία των αιτήσεων αυτών και των σχετικών δικαιολογητικών τους, εκδόθηκαν από τον Προϊστάμενο της εν λόγω ΔΥΟ, ως αρμόδιο κατά το νόμο όργανο, πέντε (5) αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α. και τα αντίστοιχα Ατομικά Φύλλα Έκπτωσης (Α.Φ.ΕΚ) Φ.Π.Α., βάσει των οποίων επιστράφηκε στην ως άνω επιχείρηση, το συνολικό ποσό των 423.788 ευρώ. Ειδικότερα, με το πρώτο από τα ανωτέρω Α.Φ.ΕΚ., επιστράφηκε ποσό 102.012 ευρώ, με το δεύτερο ποσό 89.478 ευρώ, με το τρίτο ποσό 124.709 ευρώ με το τέταρτο ποσό 57.553 ευρώ και με το πέμπτο ποσό 50.036 ευρώ. Τα τρία πρώτα από τα εν λόγω Α.Φ.ΕΚ., εξοφλήθηκαν από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης Γ, ενώ τα δύο τελευταία από τον Δ, που υπήρξε πρώην λογιστής του και για το λόγο αυτό ήταν γνωστός στον ταμία της ΔΥΟ, εισέπραξε δε τα σχετικά ποσά, χωρίς να προσκομίσει σχετική εξουσιοδότηση από τον Γ. Ο Δ. παρακράτησε τα ως άνω ποσά και δεν τα απέδωσε ποτέ στον Γ, λόγω οφειλών του τελευταίου, απέναντί του. 3. Μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από αρμόδιους Οικονομικούς Επιθεωρητές της Οικονομικής Επιθεώρησης Ανατολικής Μακεδονίας, διαπιστώθηκε ότι οι ανωτέρω επιστροφές Φ.Π.Α., εισπράχθηκαν παράνομα από τους ανωτέρω, γιατί τα αναφερόμενα στις ενδοκοινοτικές παραδόσεις αγαθών τιμολόγια που προσκομίστηκαν, ήταν εικονικά και απεικόνιζαν παραδόσεις υποδημάτων σε ανύπαρκτες εταιρείες, συναλλαγές δηλ. που ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν. Ως εκ τούτου, δεν είχε ποτέ καταβληθεί στο Δημόσιο Φ.Π.Α. γι’ αυτές τις συναλλαγές. Ενόψει αυτών, οι ως άνω επιθεωρητές, εξέδωσαν πράξη καταλογισμού, συνολικού ποσού 625.455 ευρώ που αναλύεται α) σε έλλειμμα 423.788 ευρώ και β) σε αναλογούντες στο ανωτέρω κεφάλαιο τόκους υπερημερίας, ποσού 201.667 ευρώ, ο υπολογισμός των οποίων έγινε από τη δημιουργία του ελλείμματος. 4. Η ως άνω πράξη καταλογισμού, εκδόθηκε στις 2.11.2007 εις ολόκληρον σε βάρος: α) του Α, Προϊσταμένου της προαναφερόμενης ΔΥΟ, β) του Β ταμία της ΔΥΟ που εξόφλησε τα σχετικά Α.Φ.ΕΚ., γ) του Γ και δ) του Δ που τα εισέπραξαν, κοινοποιήθηκε δε και στους τέσσερις στις 5.1.2008. 5. Κατά της καταλογιστικής αυτής πράξης, οι δύο πρώτοι, άσκησαν στις 5.8.2008 ενώπιον του αρμοδίου Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έφεση με κοινό δικόγραφο, το οποίο υπέγραψε ο δικηγόρος Ε. Το δικόγραφο της έφεσης αυτής, κοινοποιήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο στις 3.2.2009, κατατέθηκε δε το σχετικό αποδεικτικό στη Γραμματεία του ανωτέρω Τμήματος στις 12.3.2009. Για την άσκηση της ίδιας έφεσης καθένας από τους προαναφερόμενους, κατέβαλε παράβολο ύψους 1.563,63 ευρώ που αντιστοιχεί στο 2,5%, επί του συνολικού ποσού του καταλογισμού.
6) Ο Γ στις 18.7.2008 υπέβαλε ενώπιον των ανωτέρω Επιθεωρητών, αίτηση για την «επανεξέταση της υπόθεσής του, προβάλλοντας ότι η καταλογιστική απόφαση εκδόθηκε λόγω πλάνης περί τα πράγματα, αφού τόσο οι συναλλαγές για τις οποίες ζήτησε την επιστροφή Φ.Π.Α. όσο και οι αντισυμβαλλόμενες εταιρίες, είναι πραγματικές.
7) Ο Δ υπέβαλε στις 8.3.2008 αίτηση στην Οικονομική Επιθεώρηση Ανατολικής Μακεδονίας με την οποία ζήτησε την ανάκληση της απόφασης καταλογισμού, ισχυριζόμενος ότι ι) νόμιμα κράτησε τα χρήματα, γιατί ο Γ του τα όφειλε και ιι) δε φέρει καμία απολύτως ευθύνη για τις παράνομες πληρωμές, αφού σε κάθε περίπτωση και για τα χρήματα που εισέπραξε ο ίδιος από τη ΔΥΟ, υπόχρεος να τα επιστρέψει είναι ο Γ, ο οποίος προσκόμισε τα εικονικά τιμολόγια. Η ως άνω Οικονομική Επιθεώρηση δεν απάντησε στην αίτησή του και ο ίδιος στις 18.9.2008, άσκησε έφεση, κατά της σιωπηρής απόρριψης, εκ μέρους της υπηρεσίας αυτής του αιτήματός του, να ανακαλέσει την σε βάρος του καταλιγιστική απόφαση.
8) Η δικάσιμος της από κοινού έφεσης των Α και Β, ορίσθηκε στις 5.5.2009. Από τους εκκαλούντες ο Α, δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση, ο δε Β παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Η κλίση προς τον Α για παράσταση στη συζήτηση, δεν επιδόθηκε στην κατοικία του, αλλά στο γραφείο του δικηγόρου Ε και συγκεκριμένα, επειδή αυτός απουσίαζε και ο συνεργάτης του αρνήθηκε να την παραλάβει, ο αρμόδιος υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προέβη σε θυροκόλληση.
9) Ως λόγους εφέσεως, οι ανωτέρω πρόβαλαν τα εξής:
α) Ο Α ότι: i) αναρμοδίως καταλογίσθηκε με πράξη του Οικονομικού Επιθεωρητή, γιατί στην προκειμένη περίπτωση το ποσό των 423.788 ευρώ δεν συνιστά έλλειμμα στη διαχείριση της ΔΟΥ, αλλά ζημία, ii) η προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη εκδόθηκε πριν την οριστική, από τον εκάστοτε φυσικό του δικαστή, κρίση, ότι συντρέχει ποινική ή πειθαρχική ευθύνη στο πρόσωπό του, iii) το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή καταλογισμού σε βάρος του, έχει ήδη παραγραφεί και iv) αδυνατεί να επιστρέψει το σε βάρος του καταλογισθέν ποσό.
β) Ο Β προέβαλε ότι δεν φέρει καμία απολύτως ευθύνη για την παράνομη πληρωμή, καθόσον ο ίδιος εξόφλησε απλώς τα Α.Φ.ΕΚ. που είχαν εκδοθεί από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ.
γ) Τέλος και οι δύο προέβαλαν ότι: i) εις βάρος τους δεν πρέπει να επιβληθούν τόκοι υπερημερίας και ότι σε κάθε περίπτωση αυτοί, δεν υπολογίζονται από την ημέρα εκταμίευσης των ποσών από τη ΔΟΥ, αλλά από την ημερομηνία επιβολής του καταλογισμού και ii) οι Οικονομικοί Επιθεωρητές στην καταλογιστική απόφασή τους, δεν τεκμηριώνουν ότι συντρέχει υπαιτιότητά τους, ώστε να επιβληθούν οι ανωτέρω τόκοι εις βάρος τους.
ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ-ΖΗΤΗΜΑΤΑ
- 1.Να εξεταστούν τα ζητήματα παραδεκτού α) της κοινής έφεσης των Α και Β και β) της συζήτησής της, όπως προκύπτουν από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά.
- 2.Με ποια ιδιότητα καταλογίσθηκε καθένα από τα ανωτέρω πρόσωπα;
- 3.Να απαντηθούν οι λόγοι έφεσης.
- 4.α) Προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου η δυνατότητα επανεξέτασης από τους Οικονομικούς Επιθεωρητές καταλογιστικής πράξης που έχουν εκδώσει; β) Σε καταφατική απάντηση, ποια είναι η από το νόμο προβλεπόμενη προσφυγή; γ) Με τα δεδομένα πραγματικά περιστατικά θα μπορούσε να θεωρηθεί παραδεκτή η αίτησή του; δ) Είναι παραδεκτός ο προβαλλόμενος λόγος;
- 5.α) Είναι παραδεκτή η άσκηση έφεσης εκ μέρους του Δ κατά της σιωπηρής απόρριψης από την Οικονομική Επιθεώρηση Ανατολικής Μακεδονίας της αίτησής του, για ανάκλησή της σε βάρος του καταλογιστικής πράξης; β) Σε περίπτωση απαραδέκτου, θα μπορούσε το δικαστήριο να ερευνήσει την ουσία της υπόθεσης και με ποια προϋπόθεση;
- 6.Αν ο Γ είχε ασκήσει εμπρόθεσμα έφεση, κατά της καταλογιστικής πράξης, προβάλλοντας ότι μη νόμιμα καταλογίσθηκε γιατί, με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, έχει ήδη απαλλαγεί αμετάκλητα για απάτη, σε βάρος του Δημοσίου, λόγω αμφιβολιών ως προς την υπαιτιότητά του, θα έπρεπε να απαλλαγεί του καταλογισμού;
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Να απαντηθούν συνοπτικά αλλά αιτιολογημένα τα ζητήματα που ανακύπτουν στην ανωτέρω υπόθεση.
Η απάντηση σε κάθε ζήτημα να είναι κατά το δυνατόν αυτοτελής, έστω και με παραπομπή σε προηγουμένως δοθείσα απάντηση.
Τυχόν απαράδεκτα, δεν εμποδίζουν την περαιτέρω εξέταση των λοιπών ζητημάτων.