18/2005 ΑΕΔ
(ΔΦΟΡΝ 2006/286, ΕΔΚΑ 2006/113, ΔΙΚΗ 2006/141) Διαταγή πληρωμής απαίτησης προερχομένης από εργολαβική σύμβαση διεπόμενη από τις διατάξεις περί δημοσίων έργων. Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση ανακοπής κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, καθώς ο έλεγχος των αποφάσεων ενεργείται υποχρεωτικά, κατά τις επιταγές του συντάγματος, από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο. Εφόσον, λοιπόν, η διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από πολιτικό δικαστή, και η ανακοπή κατ` αυτής υπάγεται στην αρμοδιότητα πολιτικού δικαστή. Αντίθετη μειοψηφία. Με παρατηρήσεις Κώστα Μπέη στη ΔΙΚΗ.
Αριθ. Απόφ. 18/2005 Α.Ε.Δ.
Πρόεδρος: Χρίστος Γεραρής, Πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Εισηγητής: Νικόλαος Ρόζος, Σύμβουλος της Επικρατείας Δικηγόροι: Αλεξάνδρα Αποστολίδου-Ανδρικοπούλου, Χρήστος Κωνσταντινίδης
1. Επειδή, με τη ν 10595/11.10.2000 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών …έγινε δεκτή αίτηση του …και διατάχθηκε ο Δήμος …να καταβάλει σε αυτόν χρηματικό ποσό που αφορούσε απαίτηση προερχόμενη από εργολαβικές συμβάσεις διεπόμενες από τις σχετικές περί δημοσίων έργων διατάξεις. Ανακοπή του Δήμου …κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής απορρίφθηκε με την 9771/28.11.2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την αιτιολογία ότι η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, η οποία και αποτελεί εκτελεστό τίτλο και όχι δικαστική απόφαση, δεν
προκαλεί διαγνωστική διαφορά, που γεννάται για πρώτη φορά με την άσκηση της ανακοπής, η οποία όμως, λόγω της φύσεως των ανωτέρω συμβάσεων ως διοικητικών,
δημιουργεί διοικητική διαφορά ουσίας, για την επίλυση της οποίας έχουν δικαιοδοσία τα διοικητικά δικαστήρια. Με την αυτή δε αιτιολογία απορρίφθηκε με την 8462/22.10.2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών η από 29.1.2002 έφεση του προαναφερόμενου Δήμο/Εκατά της πρωτοδικειακής αποφάσεως. Παραλλήλως ο Δήμος …άσκησε κατά της ίδιας διαταγής πληρωμής ανακοπή και ενώπιον του Μονομελούς
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο με την απόφασή του 13657/31.10.2003
την απέρριψε με την αιτιολογία ότι, εφ` όσον η δίκη περί την εκτέλεση υπάγεται στην ίδια δικαιοδοσία με την διαγνωστική δίκη, δικαιοδοσία για την εκδίκαση της ανακοπής έχει το Πρωτοδικείο Αθηνών, που εξέδωσε και τη διαταγή πληρωμής. Με την κρινόμενη αίτησή του, για την οποία έγιναν οι απαιτούμενες από το νόμο κοινοποιήσεις, ο Δήμος …επικαλούμενος την 8462/22.10.2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και την 13657/31.10.2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις οποίες, κατά τα ήδη εκτεθέντα, απορρίφθηκαν λόγω ελλείψεων δικαιοδοσίας ανακοπή του κατά της αυτής διαταγής πληρωμής, ζητεί την άρση της αποφατικής συγκρούσεως που προκλήθηκε με τις αποφάσεις αυτές.
2. Επειδή η ενεννηκονθήμερη προθεσμία που προβλέπει η παρ. 1 του άρθρου 46 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν. 345/1976 (ΦΕΚ 141 Α` Κώδικα περί του Α.Ε.Δ., εντός της οποίας πρέπει να κατατεθεί η αίτηση για την άρση της αποφατικής συγκρούσεως, αρχίζει από την τελεσιδικία εκείνης της αποφάσεως από
αυτές που έχουν προκαλέσει τη σύγκρουση, η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη βραδύτερα σε σχέση με την άλλη (Α.Ε.Δ. 5/2001, 79/1997, 53/1995, 4/1992, 5/1989). Εξ άλλου, με το άρθρο 92 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α`) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δικ.) ορίζεται ότι “1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό. 2. Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν χρηματικές διαφορές αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών…”, με το άρθρο 94 του αυτού Κώδικα ότι “1. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης είναι εξήντα (60) ημερών και αρχίζει από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. 2. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση αν έχουν περάσει τρία (3) χρόνια από τη δημοσίευση της απόφασης” και με το άρθρο 126 ότι “1…2. Τα ένδικα μέσα ασκούνται με δικόγραφο, το οποίο … κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.”. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κώδικα περί Δικών του Δημοσίου (Κ.Δ. από 26.6-10.7.194 4, ΦΕΚ 139 Α`), το άρθρο 75 του Ν. 1416/1984 (ΦΕΚ 18 Α`), το άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α`) και το άρθρο 23 του Κώδικα Α.Ε.Δ., στις δίκες μεταξύ ν.π.δ.δ. ή μεταξύ ιδιωτών και ν.π.δ.δ., οι προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών και αρχίζουν από την επόμενη της λήξεώς τους
ημέρα (16 Σεπτεμβρίου).
3. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση η 13657/31.10.2003 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, που αφορά χρηματική διαφορά με αντικείμενο μεγαλύτερο των 200.000 δραχμών και για το λόγο αυτό υπόκειται σε έφεση, επιδόθηκε στον αιτούντα Δήμο κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (14.7.2004). Επομένως, η εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση κατ` αυτής εφέσεως άρχισε την 16.9.2004 και έληξε την 15.11.2004, διότι η προηγουμένη ημέρα ήταν Κυριακή. Συνεπώς, η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικος την 16.11.2004, ημερομηνία από την οποία αρχίζει η αναφερόμενη στην προηγούμενη σκέψη ενεννηκονθήμερη προθεσμία.
Οπως δε προκύπτει από την 33885/2004/1.12.2004 βεβαίωση της Προϊσταμένης του 17ου Τμήματος Μονομελούς του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της ανωτέρω αποφάσεως δεν έχει ασκηθεί έως 30.11.2004 κανένα ένδικο μέσο και, συνεπώς, εμπροθέσμως ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση στις 14.12.2004, απορριπτομένων ως αβασίμων των ισχυρισμών του καθ` ού ότι η αίτηση ασκήθηκε εκπροθέσμως.
4. Επειδή, περαιτέρω, ο καθ` ού ισχυρίζεται ότι η κρινόμενη αίτηση εισάγεται
απαραδέκτως προς συζήτηση λόγω υπάρξεως εκκρεμοδικίας εκ του ότι εκκρεμεί δεύτερη ανακοπή του αιτούντος Δήμου κατά της 10595/11.10.2000 διαταγής πληρωμής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως διότι η ανωτέρω ανακοπή αποσύρθηκε και δεν επανήλθε προς συζήτηση (βλ. την 1369/2005/18.2.2005 βεβαίωση της Γραμματέας του Τμήματος Πινακίων Τακτικής Διαδικασίας του Πρωτοδικείου Αθηνών).
5. Επειδή με το άρθρο 93 του Συντάγματος ορίζεται ότι “1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς
νόμους” ενώ με το άρθρο 94 ότι ” 1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει”.
6. Επειδή το Σύνταγμα, με τις προμνησθείσες διατάξεις, οργανώνει την απονομή
της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντίστοιχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Εξάλλου, ενόψει του προβλεπομένου από το Σύνταγμα οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο, υπό την επιφύλαξη ότι δεν πρόκειται για πράξεις που συνιστούν άσκηση αρμοδιότητας διοικητικής φύσεως (πρβλ. ΑΕΔ 23/1990). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως εκτίθεται στην πρώτη σκέψη, η διαφορά προκλήθηκε από την άσκηση ανακοπής και στη συνέχεια εφέσεως ενώπιον πολιτικού
δικαστηρίου κατά διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε από πολιτικό δικαστή, κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του Κώδικα Πολιτ. Δικονομίας. Δεδομένου ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας, ο έλεγχος της ορθότητας της αποφάσεως του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, που δέχθηκε την αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής για απαίτηση από σύμβαση δημοτικού έργου, ανήκει, κατά τα προεκτεθέντα, αποκλειστικά στα πολιτικά δικαστήρια. Συνεπώς, ορθώς, αν και με διάφορη αιτιολογία, απορρίφθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών η ανακοπή του Δήμου Αχαρνών κατά της 10595/2000 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ, αντιθέτως, εσφαλμένως το Πολιτικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε έφεση του Δήμου Αχαρνών κατά της αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που είχε απορρίψει για έλλειψη δικαιοδοσίας ανακοπή του Δήμου κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής. Υπό τα συντρέχοντα πραγματικά και νομικά δεδομένα της υποθέσεως, παρέλκει η έρευνα του ζητήματος
της φύσεως της διαταγής πληρωμής, ως γνησίας δικαστικής αποφάσεως ή απλού εκτελεστού τίτλου, το δε Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία οφείλει να περιορισθεί στην άρση της προκληθείσης συγκρούσεως υπέρ της δικαιοδοσίας του (πολιτικού) Εφετείου Αθηνών, το οποίο θα κρίνει αν είναι κατά νόμο επιτρεπτή η έκδοση και από ποιο όργανο διαταγής πληρωμής για την ικανοποίηση απαιτήσεως
προερχομένης από διοικητική σύμβαση. Κατά την ειδικότερη όμως γνώμη των μελών
του Δικαστηρίου Αθ. Ράντου και Κ. Καλαβρού, του ζητήματος της δικαιοδοσίας προηγείται το ζήτημα αν είναι καν νοητή η έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του Ελληνικού Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.) και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) εν όψει του άρθρου 20 του Ν. 3301/ 2004 (ΦΕΚ 263 Α` με το οποίο, στο άρθρο 1 του εκτελεστικού του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 94 του Συντάγματος Ν. 3068/2002 (ΦΕΚ 274 Α`), προστέθηκε εδάφιο κατά το οποίο δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ` -ζ` της παρ. 2 του άρθρου 904 Κ.Πολ.Δ., πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων”. Στους τίτλους δε αυτούς περιλαμβάνεται και η διαταγή πληρωμής. Η ρύθμιση αυτή, κατά την ανωτέρω ειδικότερη γνώμη, ως περιστέλλουσα ανεπιτρέπτως την κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 94 του Συντάγματος έννοια της δικαστικής αποφάσεως, αντίκειται στη συνταγματική αυτή διάταξη. Και τούτο διότι ως αποφάσεις, κατ` αυτήν, νοούνται όχι μόνο οι υπό τη στενή έννοια δικαστικές απαράσεις, δηλαδή οι εκδιδόμενες από δικαστήρια, αλλά και οι εξομοιούμενες λειτουργικώς με αυτές γιατί αφ` ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ`
ετέρου δε παράγουν τις χαρακτηριστικές ενέργειες των δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες και ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας. Τέτοια δε δικαστική απόφαση είναι και η διαταγή πληρωμής, εφ` όσον εκδίδεται από δικαστή και μπορεί υπό προϋποθέσεις να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (άρθρ.
633 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Τούτου έπεται, κατά τη γνώμη του δευτέρου των ανωτέρω μελών, ότι, εφ` όσον είναι νοητή η έκδοση διαταγής πληρωμής κατά Ο.Τ.Α., ο περαιτέρω έλεγχος αυτής πρέπει να γίνει στους κόλπους της δικαιοδοσίας στην οποία ανήκει ο δικαστής ο οποίος την έχει εκδώσει, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά από την κρατήσασα γνώμη. Κατά τη γνώμη δε του πρώτου των ανωτέρω μελών,
εφ` όσον είναι νοητή η έκδοση διαταγής πληρωμής κατά Ο.Τ.Α., ο περαιτέρω έλεγχος αυτής εν προκειμένω δεν ανήκει στα διοικητικά αλλά στα πολιτικά δικαστήρια για το λόγο ότι η εντεύθεν γεννώμενη διαφορά δεν είναι διοικητική,
έστω και αν η απαίτηση για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής απορρέει
από διοικητικές συμβάσεις. Και τούτο διότι το κρινόμενο κατά τον έλεγχο της διαταγής πληρωμής ζήτημα δεν ανάγεται στην υποκείμενη σχέση δημοσίου δικαίου αλλά εντοπίζεται στον έλεγχο των προϋποθέσεων εκδόσεώς της, όπως αυτές προβλέπονται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Κατά τον έλεγχο δε αυτόν το
πολιτικό δικαστήριο έχει, σε κάθε περίπτωση, κατά το άρθρο 2 Κ.Πολ.Δ., την αρμοδιότητα να εξετάσει παρεμπιπτόντως τυχόν αναφυόμενα ζητήματα δημοσίου δικαίου. Τέλος το μέλος του Δικαστηρίου Ν. Ρόζος διατύπωσε την ακόλουθη ειδικότερη γνώμη: Η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 94 του Συντάγματος, αναφερόμενη στην υπό την επιφύλαξη του νόμου εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και, συνεπώς, και στον καθορισμό των εκτελεστών τίτλων, παραπέμπει, όσον αφορά στο ζήτημα της εκτελέσεως στις διοικητικές διαφορές ουσίας, στις διατάξεις του Κ.Δ.Δι κ. Τούτου έπεται ότι δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του Δημοσίου, Ο.ΤΑ. και ν.π.δ.δ. από τον πολιτικό δικαστή, κατά τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ., για την ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεως από σχέση διοικητικής φύσεως. Περαιτέρω, οι διατάξεις του Κ.Δ.Δικ., εφ` όσον δεν προβλέπουν την έκδοση διαταγής πληρωμής στις ανωτέρω διαφορές, δεν την περιλαμβάνουν στους παρατιθέμενους στο άρθρο 199 του ανωτέρω Κώδικα εκτελεστούς τίτλους. Προβλέπεται δε από τις διατάξεις αυτές επί εγέρσεως καταψηφιστικής αγωγής, όπως θα ήταν δυνατόν να είχε συμβεί
εν προκειμένω, επαρκής προστασία του δανειστή του Δημοσίου, συνισταμένη στην ύστερα από αίτησή του α) προσωρινή επιδίκαση σε αυτόν μέχρι του ημίσεος της απαιτήσεώς του με απόφαση που αποτελεί τίτλο εκτελεστό (άρθρα 211 και 215 παρ. 1 και 7 Κ.Δ.Δικ.) καθώς και β) έκδοση αποφάσεως περί προσωρινής ρυθμίσεως καταστάσεως, με την οποία διατάσσεται κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του δικαστηρίου μέτρο. Οι διατάξεις αυτές, με τις οποίες παρέχεται στο δανειστή άμεση και δραστική έννομη προστασία, δεν είναι αντίθετες προς την αρχή της ισότητας λόγω άνισης μεταχειρίσεως του ιδιώτη κατά την εκδίκαση διοικητικών διαφορών ουσίας έναντι της προστασίας της οποίας τυγχάνει στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, όπου προβλέπεται η έκδοση διαταγής πληρωμής. Και τούτο διότι, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η προαναφερόμενη συνταγματική διάταξη, αναφερόμενη στην εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, εννοεί κάθε εκτελεστό τίτλο που προβλέπεται από νόμο ο οποίος υφίσταται κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος της, πάντως από καμία συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη δεν συνάγεται ότι επιβάλλεται στο νομοθέτη η υποχρέωση να μεταφέρει στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο θεσμούς του αστικού δικονομικού δικαίου, όπως η διαταγή πληρωμής, εν όψει των θεμελιωδών διαφορών ιδιωτικού και του δημοσίου δικαίου, λόγω ακριβώς των οποίων και προβλέπονται διαφορετικές δικαιοδοσίες. Τούτων έπεται ότι το Εφετείο Αθηνών έπρεπε, δεχόμενο την έφεση του ήδη αιτούντος Δήμου Αχαρνών, να εξαφανίσει την απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και, δεχόμενο εν συνεχεία την ανακοπή του ανωτέρω Δήμου, να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής ως εκδοθείσα όχι λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, αλλά λόγω ελλείψεως νομίμου προϋποθέσεως, της υπάρξεως δηλαδή χρηματικής απαιτήσεως από ιδιωτική διαφορά. Και τούτο διότι, εφ` όσον η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, δεν μπορεί να ακυρωθεί λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας του δικαστή που την έχει εκδόσει.
7. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση άρσεως συγκρούσεως μεταξύ πολιτικού και διοικητικού δικαστηρίου, να εξαφανισθεί η 8462/22.10.2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και να παραπεμφθεί σε αυτό, ως έχον δικαιοδοσία, προκειμένου να εκδικασθεί η έφεση του Δήμου Αχαρνών κατά της 9771/29.11.2001 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.