Σεμινάριο της 17.12.2015
Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Εισήγηση του Συμβούλου Επικρατείας Ε. Αντωνόπουλου
Η υποχρέωση συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και ιδίως προς εκείνες που ακυρώνουν πράξη ή και παράλειψη των διοικητικών οργάνων είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ίδια τη φύση του Δικαστηρίου αυτού που ελέγχει την νομιμότητα της διοικητικής δράσεως. Πράγματι, δεν θα είχε κανένα νόημα η ακύρωση μιας διοικητικής πράξεως , αν το ακυρωτικό αποτέλεσμα παρέμενε ανενεργό για τον λόγο ότι η Διοίκηση δεν το υλοποιούσε συμμορφούμενη προς όσα της επέτασσε η ακυρωτική δικαστική απόφαση. Μέχρι την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 οι σχετικές διατάξεις όλων των συνταγμάτων που θεσπίσθηκαν μετά την έναρξη λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας προέβλεπαν την υποχρέωση συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου απειλώντας σε αντίθετη περίπτωση ευθύνη του υπαιτίου οργάνου όπως θα την όριζε ο σχετικός νόμος. Ο νόμος αυτός που δεν ήταν άλλος , παρά η νομοθεσία που διείπε το Συμβούλιο της Επικρατείας προέβλεψε πράγματι την απειλή ποινικής ευθύνης κατά το άρθρο 259 του Π.Κ. ( παράβαση καθήκοντος )και υποχρεώσεως αποζημιώσεως για τον παραβάτη. ( άρθρο 50 παρ 4 του π.δ. 18/1989 και του ν.δ. 170/1973 ) . Αλλά , η διάταξη αυτή ουδέποτε έτυχε εφαρμογής λόγω της διαχύσεως της ευθύνης στη διοικητική ιεραρχία με αποτέλεσμα να παραμείνει επί μακρόν γράμμα κενό και να εμπνεύσει τον γνωστό συγγραφέα Μ.Κουμανταρέα να γράψει τον « Ωραίο Λοχαγό » .Φθάσαμε έτσι στο έτος 1984 όπου με τον ν.1470 του έτους αυτού προβλέφθηκε η σύσταση Επιτροπής που θα παρακολουθούσε την συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τις ακυρωτικές αποφάσεις και θα συνέτασσε πρακτικό που διαπίστωνε την μη συμμόρφωση , το οποίο και θα υπέβαλε στη συνέχεια στον Πρωθυπουργό , του Υπουργό Δικαιοσύνης και σε εκείνον τον διάδικο που είχε υποβάλει το σχετικό αίτημα αν διαπιστωνόταν αδικαιολόγητη μη συμμόρφωση ή καθυστέρηση στη συμμόρφωση.. Φαίνεται , όμως , ότι και η διαδικασία αυτή δεν ήταν ικανοποιητική , με αποτέλεσμα να επακολουθήσει και καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας από το Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Στρασβούργου στην γνωστή σε όλους υπόθεση Hornsby . Ύστερα και από την εξέλιξη αυτή το κλίμα ήταν πρόσφορο και με την ευκαιρία της αναθεωρήσεως του Συντάγματος του έτους 2001 προσετέθη στην παράγραφο 5 του άρθρου 95 του Συντάγματος εδάφιο που ανέθετε στον κοινό νομοθέτη την δυνατότητα να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα για την συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις. Και πράγματι, ο νομοθέτης ανταποκρίθηκε με τον ν.3068/2002 που προέβλεψε στο άρθρο 3 την διαδικασία διαπιστώσεως της μη συμμορφώσεως της Διοικήσεως και προέβλεψε για πρώτη φορά και την δυνατότητα επιβολής κυρώσεων από το αρμόδιο όργανο ( τριμελές δικαστικό συμβούλιο ) για να καταστήσει τη διαδικασία αυτή περισσότερο αποτελεσματική . Πριν να αναφερθώ στις πλέον πρόσφατες εξελίξεις της νομολογίας της Επιτροπής αυτής σε θέματα συμμορφώσεως θα ήθελα να αναφερθώ και σε μία νομολογία της Ολομελείας ( 1820/1989 κατόπιν παραπομπής από το Γ΄Τμήμα ) και στη συνέχεια του Γ΄Τμήματος του Δικαστηρίου που είχε προσπαθήσει προ του ν.3068/2002 μέσω μίας κατασκευής να επιλύσει το ζήτημα της μη συμμορφώσεως της Διοικήσεως στην περίπτωση των αλλεπαλλήλων ακυρώσεων αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων που αφορούσαν την μη προαγωγή ή την αποστρατεία στρατιωτικών και υπηρετούντων στα σώματα ασφαλείας .Εκρίθη, λοιπόν αρχικά από την Ολομέλεια και στη συνέχεια από το Τμήμα αυτό με σειρά αποφάσεων ότι αν η Διοίκηση για τρίτη φορά μετά από δύο προηγούμενες ακυρώσεις αδυνατούσε να αιτιολογήσει την δυσμενή κρίση περί μη προαγωγής ή περί αποστρατείας τούτο συνιστούσε κακή χρήση της διακριτικής της ευχερείας και την υποχρέωνε να προχωρήσει στην προαγωγή ή την μη αποστρατεία
Με τον ν.3068/2002 διευρύνεται κατ’ αρχήν η υποχρέωση συμμορφώσεως της Διοικήσεως , αφού πλέον δεν αφορά μόνον τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και τις αναιρετικές ( υπ’ αριθμ’ 15/2015 απόφαση του Τριμελούς Συμβουλίου ).Η τελευταία αυτή εξέλιξη ήταν αναμενόμενη ενόψει και της ουσιαστικοποιήσεως πολλών ακυρωτικών διαφορών με πρόσφατα νομοθετήματα σε μία προσπάθεια να αποσυμφορηθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας από υποθέσεις ήσσονος σημασίας και για τις οποίες υπήρχε ήδη διαμορφωμένη νομολογία του Δικαστηρίου, αλλά και της τάσεως των αναιρετικών τμημάτων να κρατούν την υπόθεση μετά την αναίρεση και να την δικάζουν κατ’ ουσίαν. Είναι στο σημείο αυτό χαρακτηριστική και η προαναφερθείσα απόφαση της Τριμελούς Επιτροπής υπ’ αριθμ’ 15/2015 που έκρινε την συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τα κριθέντα με αναιρετική απόφαση του Δικαστηρίου που αφού ανήρεσε απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου ακύρωσε στη συνέχεια την άρνηση της Διοικήσεως να εκδώσει βεβαιωτική πράξη αυτοδικαίας άρσεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως λόγω ρυμοτομίας λόγω μη καταβολής της αποζημιώσεως που είχε καθορισθεί δικαστικώς.
Ένα, άλλο ζήτημα που ρυθμίσθηκε με τον νόμο αυτό ήταν το ποιός δικαιούται να υποβάλει αίτηση προς την Επιτροπή για να διαπιστωθεί η μη συμμόρφωση της Διοικήσεως προς την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας . Στο άρθρο 3 του νόμου αυτού προβλέπεται ότι η αίτηση υποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο. Ο όρος αυτός έχει ερμηνευθεί με σειρά αποφάσεων της Επιτροπής ότι εννοεί τον διατελέσαντα διάδικο στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου και όχι οποιονδήποτε τρίτο που ενδιαφέρεται για την συμμόρφωση της Διοικήσεως προς την απόφαση . Στην πλέον πρόσφατη από τις αποφάσεις αυτές την υπ’ αριθμ’ 22/2015 κρίθηκε ότι δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν την αίτηση για διαπίστωση της μη συμμορφώσεως προς ακυρωτική απόφαση της Ολομελείας πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις που δεν συμμετείχαν ως διάδικοι στη δίκη επί της οποίας εξεδόθη η συγκεκριμένη απόφαση και αυτό , παρά το γεγονός ότι διάδικος στη δίκη ήταν η τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση πανελληνίου επιπέδου και θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη ότι εκπροσωπούσε και τις πρωτοβάθμιες οργανώσεις ή τα μέλη τους. Επίσης σε δίκες όπου υπάρχουν περισσότεροι του ενός διάδικοι που ομοδικούν την αίτηση μπορούν να υποβάλλουν και οι διάδικοι εκείνοι των οποίων το ένδικο μέσο είχε απορριφθεί για έλλειψη νομιμοποιήσεως στην κατ’ αναίρεση δίκη , ενώ είχαν παραστεί στη δίκη ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας , γεγονός που έχει ίσως τη σημασία του γιατί και αυτοί έγιναν δεκτοί ενώπιον της Επιτροπής ( υπ’ αριθμ’ 15/2015 απόφαση της Επιτροπής που έχει ήδη προαναφερθεί )
Σχετικά με την διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής εξεδόθη κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 παρ8 του ν.3068/2002 το προεδρικό διάταγμα 61/2004 που συμπληρώνει τις ρυθμίσεις του νόμου. Έτσι, ο νομιμοποιούμενος υποβάλλει την σχετική αίτηση ατελώς στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση και ορίζεται εισηγητής Aν διαπιστωθεί ότι υπάρχει κατ’ αρχήν βασιμότητα στο σχετικό αίτημα καλείται η διοικητική αρχή να υποβάλλει στην Επιτροπή τις απόψεις της . Στη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής που δεν είναι δημόσια μπορεί να ζητηθεί από αυτήν ή να επιτραπεί ύστερα από υποβολή σχετικού αιτήματος η παράσταση , τόσο εκπροσώπου και υπαλλήλου της αρχής , όπως και του αιτούντος ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Η δυνατότητα αυτή χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, τόσο από το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, όσο και από τον διάδικο.
Η πρώτη φάση που ακολουθεί μετά την αποστολή από την Διοίκηση των στοιχείων που ζητούνται και την σχετική συζήτηση ενώπιον της Επιτροπής είναι η διαπίστωση της συμμορφώσεως ή της μη συμμορφώσεως προς την απόφαση. Τα πράγματα είναι σχετικά εύκολα αν διαπιστωθεί από την Επιτροπή ότι η Διοίκηση συμμορφώθηκε πράγματι προς τα επιτασσόμενα με την απόφαση. Σε μία περίπτωση που αντιμετωπίσθηκε με τη υπ’ αριθμ’ 15/2015 απόφαση της Επιτροπής και αφορούσε το ζήτημα της συμμορφώσεως προς απόφαση της Ολομελείας που ακύρωσε την άρνηση της Διοικήσεως να άρει συντελεσθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση λόγω ρυμοτομίας , κρίθηκε από την Επιτροπή ότι με την έκδοση σχετικού προεδρικού διατάγματος που ενέκρινε την σχετική τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου στην επίδικη περιοχή , γεγονός που συνιστούσε ταυτόχρονα άρση και επανεπιβολή της απαλλοτριώσεως επήλθε η συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τα κριθέντα με την αναιρετική απόφαση. Το περαιτέρω ζήτημα που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ενώ η απόφαση της Ολομελείας εξεδόθη το 2008 η έκδοση του προαναφερθέντος προεδρικού διατάγματος έλαβε χώρα το έτος 2013 , η Επιτροπή έκρινε ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση επιβολής χρηματικής κυρώσεως λόγω της καθυστερήσεως της Διοικήσεως να συμμορφωθεί , εφόσον η κύρωση αυτή επιβάλλεται με σκοπό να εξαναγκασθεί η Διοίκηση σε συμμόρφωση και όχι για να αποζημιωθεί ο ενδιαφερόμενος για την ζημία που υπέστη εξαιτίας της καθυστερήσεως αυτής. Με τον τρόπο αυτό οριοθετείται και η έκταση της αρμοδιότητας της Επιτροπής σε σχέση με τη τυχόν ευθύνη του Δημοσίου για αποζημίωση του κυρίου του απαλλοτριωθέντος ακινήτου από τυχόν υπαίτια καθυστέρηση της Διοικήσεως να συμμορφωθεί , η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Μια περισσότερο περίπλοκη περίπτωση αντιμετωπίσθηκε με την υπ’ αριθμ’ 24/2014 απόφαση της Επιτροπής. Επρόκειτο για το θέμα της συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς τη υπ’ αριθμ’ 460/2013 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε αντίθετες προς το Σύνταγμα διατάξεις του ν.3838/2010 με τις οποίες απονεμόταν ιθαγένεια με βάση το δίκαιο του εδάφους , καθώς και εκλογικά δικαιώματα σε υπηκόους τρίτων χωρών στις εκλογές για την ανάδειξη αιρετών οργάνων των ΟΤΑ Α΄ Βαθμού. Μια πρώτη κρίση της Επιτροπής ασχολήθηκε με τις συνέπειες της αντισυνταγματικότητος των διατάξεων περί απονομής ιθαγενείας , η οποία είχε διαπιστωθεί επ’ ευκαιρία της προσβολής κανονιστικής αποφάσεως που ρύθμιζε την διαδικασία και τα δικαιολογητικά για τη απονομή αυτή. Κρίθηκε λοιπόν, ότι η ακύρωση της κανονιστικής αυτής αποφάσεως δεν είχε σαν αυτόθροη συνέπεια και την ακύρωση των ατομικών διοικητικών πράξεων περί απονομής που είχαν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή της αποφάσεως αυτής , εφόσον κατ’ αυτών δεν είχε ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως . Εξάλλου, η Επιτροπή αξιοποίησε στο σημείο αυτό και το γεγονός ότι, όπως βεβαιωνόταν ρητά και αποδεικνυόταν από τα στοιχεία του φακέλου η Διοίκηση με εγκύκλιό της είχε αναστείλει τη εφαρμογή των διατάξεων του νόμου που είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με την απόφαση του Δικαστηρίου , αλλά , και , περαιτέρω , το γεγονός ότι προωθείτο και νομοθετική ρύθμιση του θέματος κατά τρόπο σύμφωνο προς τα επιτασσόμενα με την απόφαση αυτή . Στο σημείο αυτό διαπιστώνεται ότι και ενέργειες της Διοικήσεως που δεν έχουν ακόμη λάβει δεσμευτική μορφή μπορούν να στηρίξουν την κρίση της Επιτροπής ότι η Διοίκηση δεν αδράνησε και προχωρεί στην συμμόρφωση προς την απόφαση. Η πρωτοτυπία της κρίσεως της Επιτροπής συνεχίσθηκε και ως προς το σκέλος της αποφάσεως που αφορούσε την συμμετοχή των υπηκόων τρίτων χωρών στις εκλογές για την ανάδειξη αιρετών οργάνων των ΟΤΑ Α΄Βαθμού. Εδώ, πέραν της βεβαιώσεως της διοικήσεως ότι και στο σημείο αυτό προωθείτο σχετική νομοθετική ρύθμιση σύμφωνη προς τα επιτασσόμενα με την απόφαση – γεγονός που βέβαια δεν είχε και τόση σημασία αφού ενόψει της αντισυνταγματικότητος των σχετικών διατάξεων του νόμου , θα ίσχυε πλέον το προηγούμενο καθεστώς- η Επιτροπή έλαβε υπόψη της και τις ρητές διαβεβαιώσεις της Διοικήσεως ότι ουδείς υποψήφιος εξελέγη από την κατηγορία αυτή , όπως προβλεπόταν στην κριθείσα ως αντισυνταγματική διάταξη, και ότι ο αριθμός των εκλογέων που συμμετείχαν στις εκλογές των ΟΤΑ και ανήκαν στις ανωτέρω κατηγορίες προσώπων ουδόλως επηρέασε το εκλογικό αποτέλεσμα, αφού μάλιστα, δεν εγέρθηκε και σχετική αμφισβήτηση.
To γεγονός ότι με την ακυρωτική απόφαση δεν καταλείπεται έδαφος συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς τα κριθέντα με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας πραγματεύεται η υπ’ αριθμ’ 44/2013 απόφαση της Επιτροπής . Στην περίπτωση αυτή, επρόκειτο για την ακύρωση με την υπ’ αριθμ’ 1970/2012 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου της οικοδομικής άδειας και της πράξεως αναθεωρήσεως της αδείας αυτής στο κτίριο του Ολυμπιακού Κέντρου στο Γουδί, που είχε χρησιμοποιηθεί για την διεξαγωγή του αγωνίσματος της αντιπτέρησης ( επί το ελληνικότερον BADMINTON ). To σωματείο και οι ιδιώτες διάδικοι στη δίκη αυτή εζήτησαν να διαπιστωθεί η μη συμμόρφωση της Διοικήσεως προς την απόφαση της Ολομελείας που έγκειτο στο γεγονός της μη ανακλήσεως των πράξεων που ακυρώθηκαν και της κατεδαφίσεως του κλειστού γηπέδου αντιπτέρησης . Η Επιτροπή αφού διαπίστωσε αρχικά ότι η ακύρωση της οικοδομικής αδείας και της πράξεως αναθεωρήσεως σήμαινε και την παύση ισχύος τους , χωρίς να χρειάζεται και η ανάκλησή τους , επεσήμανε στη συνέχεια ότι με προεδρικό διάταγμα που δημοσιεύθηκε μετά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο ανεστάλη η κατεδάφιση του επίδικου κτιρίου μέχρι την λήξη της συμβάσεως που είχε καταρτισθεί με τον ανάδοχο και έκρινε περαιτέρω , ότι εφόσον η νεώτερη αυτή πολεοδομική ρύθμιση δεν απετέλεσε αντικείμενο της δίκης ενώπιον της Ολομελείας , αφού υλοποιήθηκε μετά τον κρίσιμο χρόνο της συζητήσεως της υποθέσεως δεν μπορούσε να εξετασθεί παρεμπιπτόντως από αυτήν και , συνεπώς, η Διοίκηση δεν παρέλειψε την υποχρέωσή της να συμμορφωθεί προς την απόφαση, υποδεικνύοντας , με τον τρόπο αυτό στους ενδιαφερόμενους ότι θα έπρεπε να προσβάλουν αυτοτελώς την επακολουθήσασα ρύθμιση.
Στη συνέχεια , θα αναφερθώ σε δύο αποφάσεις της Επιτροπής Συμμορφώσεως που αναδεικνύουν την ευελιξία του οργάνου αυτού στο χειρισμό της διαδικασίας αυτής . Πρόκειται για τις υπ΄αριθμ’ 4/2013 και 10 /2013 αποφάσεις της με τις οποίες , παρά το ότι τούτο δεν προβλέπεται ρητώς στην σχετική νομοθεσία ανεβλήθη η εξέταση της αιτήσεως, στην πρώτη μεν περίπτωση διότι ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ( Δικηγορικός Σύλλογος ) , το οποίο ήταν υπόχρεο προς συμμόρφωση που παρέστη κατά τη διαδικασία δήλωσε ότι ο Σύλλογος με απόφασή του που δεν είχε ακόμη καθαρογραφεί είχε συμμορφωθεί προς τα επιτασσόμενα με την υπ’ αριθμ’ 2771/2011 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου , την οποία η Επιτροπή τον εκάλεσε να προσκομίσει εντός δύο μηνών για να διαπιστώσει την συμμόρφωση , στην δε δεύτερη περίπτωση η αναβολή εχώρησε διότι η Διοίκηση είχε αποστείλει στοιχεία ως προς την συμμόρφωσή της μόνο ως προς το ένα κριθέν ζήτημα και όχι και ως προς το άλλο.
Και ερχόμαστε τώρα στο κατ’ εξοχήν ουσιαστικό στάδιο του έργου της Επιτροπής Συμμορφώσεως που είναι η διαπίστωση , κατ’ αρχήν , της μη συμμορφώσεως και, στη συνέχεια, εφόσον η Διοίκηση δεν συμμορφωθεί εντός της ταχθείσης από την Επιτροπή προθεσμίας, στην επιβολή σ’ αυτήν των καταλλήλων χρηματικών κυρώσεων. Τα στάδια αυτά προβλέπονται άλλωστε ρητώς στον ν.3028/2002 και στο π.δ. 61/2004.
Ας ξεκινήσουμε με τις πρόσφατες αποφάσεις της Επιτροπής αυτής που διαπιστώνουν την μη συμμόρφωση και τάσσουν στη Διοίκηση προθεσμία για να συμμορφωθεί. Η πρώτη υπόθεση αφορούσε την διαπίστωση της συμμορφώσεως η μη Δικηγορικού Συλλόγου προς την υπ’ αριθμ’ 2771/2011 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου. Επρόκειτο για το γνωστό θέμα της αρνήσεως του συλλόγου αυτού να χορηγηθεί πιστοποιητικό ασκήσεως σε ασκούμενο δικηγόρο που ενεγράφη στα μητρώα ασκουμένων ως πτυχιούχος νομικής σχολής γαλλικού πανεπιστημίου για να μετάσχει στις εξετάσεις υποψηφίων δικηγόρων . Το ζήτημα της μη συμμορφώσεως είχε καταστεί περίπλοκο διότι μετά την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου που είχε ακυρώσει την άρνηση του δικηγορικού συλλόγου να χορηγήσει το πιστοποιητικό ασκήσεως και την αναβολή της συζητήσεως ενώπιον της Επιτροπής , ο δικηγορικός σύλλογος προσεκόμισε , μετά την αναβολή ,απόφαση περί χορηγήσεως του πιστοποιητικού αυτού , πλην , όμως, η Επιτροπή Διενεργείας των Εξετάσεων , τον απέκλεισε προβαίνοντας σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της ισοτιμίας του πτυχίου του. Ο δικηγορικός σύλλογος ισχυρίσθηκε ότι ενόψει της εξελίξεως αυτής και του γεγονότος ότι η Επιτροπή των Εξετάσεων δεν είναι όργανό του , αλλά, όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης , δεν ετίθετο θέμα μη συμμορφώσεώς του. Η Επιτροπή ανέβαλε εκ νέου τη συζήτηση ζητώντας από το Υπουργείο Δικαιοσύνης να διευκρινήσει κατ’ ουσίαν αν η Επιτροπή αυτή Εξετάσεων ήταν πράγματι όργανο του Υπουργείου. Το Υπουργείο απήντησε πράγματι ότι η Επιτροπή αυτή συγκροτείται εκ του νόμου και είναι ανεξάρτητη από αυτό και τον Υπουργό. Η Επιτροπή , με βάση το σκεπτικό της αποφάσεως της Ολομελείας έκρινε ( υπ’ αριθμ’ 7/2013 απόφαση ) ότι ο δικηγορικός σύλλογος εκδίδοντας τελικά το πιστοποιητικό ασκήσεως του αιτούντος συνεμορφώθη πλήρως προς τα κριθέντα με την απόφαση αυτή. Στη συνέχεια και αφού θεώρησε ότι η διαδικασία για τον διορισμό δικηγόρου είναι ενιαία και εντάσσεται σε αυτήν και η Επιτροπή Εξετάσεων , η τελευταία δεσμεύεται από τα όσα έχει κρίνει η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το ζήτημα της αναγνωρίσεως του τίτλου και, συνεπώς , η άρνησή της να δεχθεί το πτυχίο του αιτούντος για μόνο τον λόγο ότι δεν αποδεικνυόταν η ακαδημαική του ισοτιμία με αντίστοιχο ελληνικό πανεπιστημιακό τίτλο συνιστούσε μη συμμόρφωση προς την απόφαση του δικαστηρίου που την δέσμευε. Έτσι , δέχθηκε την μη συμμόρφωση της Επιτροπής Εξετάσεων καλώντας την να συμμορφωθεί μέσα σε τρείς μήνες απ ό την κοινοποίηση του πρακτικού ή , εναλλακτικά , μέχρι τις επόμενες εξετάσεις διενεργώντας τον επιτασσόμενο από την απόφαση του Δικαστηρίου έλεγχο της αντιστοιχίας γνώσεων και προσόντων. Ο ίδιος δικηγορικός σύλλογος απασχόλησε την Επιτροπή για το ίδιο περίπου θέμα και στην υπ’ αριθμ’ 8/2013 απόφασή της , όπου διαπιστώθηκε μη συμμόρφωση του συλλόγου προς την υπ’ αριθμ’ 2770/2011 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου που ακύρωσε άρνησή του να εγγράψει την αιτούσα ως ασκουμένη. Αντικείμενο της μη συμμορφώσεως ήταν στην περίπτωση αυτή η αδράνεια του αρμοδίου οργάνου του συλλόγου ( διοικητικό συμβούλιο ) να προβεί σε έλεγχο της επαγγελματικής ισοτιμίας των βρετανικών τίτλων που είχε προσκομίσει η αιτούσα ενώπιόν του , ώστε σε περίπτωση θετικής κρίσεως να την εγγράψει ως ασκουμένη. Η Επιτροπή κατέληξε στην κρίση περί μη συμμορφώσεως αφού δεν έλαβε υπόψη της τους ισχυρισμούς του συλλόγου ότι η αιτούσα δεν είχε υποβάλει σχετική αίτηση μετά την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως και ότι το ζήτημα αυτό θα αποτελούσε αντικείμενο συζητήσεως και προτάσεων ρυθμίσεων στον νέο Δικηγορικό Κώδικα θεωρώντας και , ευλόγως, ότι η υποχρέωση συμμορφώσεως ήταν πλήρως και σαφώς προσδιορισμένη από την απόφαση και έταξε τρίμηνη προθεσμία στον σύλλογο να συμμορφωθεί. Η τελευταία υπόθεση με την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση της Διοικήσεως και της τάχθηκε προθεσμία ήταν εκείνη που αφορούσε την μη συμμόρφωσή της προς τις υπ’ αριθμ’ 2193-6/2014 αποφάσεις της Ολομελείας που έκριναν αντίθετες προς σειρά συνταγματικών διατάξεων διατάξεις του ν.4093/2012 περί περικοπής των αποδοχών των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας. ( αποφάσεις 10-13/2014 της Επιτροπής )Πριν να αναφερθώ στα ειδικώτερα ζητήματα που έθετε η συγκεκριμένη υπόθεση θα ήθελα να επισημάνω μία σημαντική προσθήκη που υπάρχει στη μείζονα σκέψη της αποφάσεως αυτής και αφορά στην οριοθέτηση της υποχρεώσεως της Διοικήσεως προς συμμόρφωση. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι η συμμόρφωση της Διοικήσεως πρέπει να είναι πλήρης και , κατά το δυνατόν άμεση, και ότι η αρμόδια υπόχρεη αρχή δεν μπορεί να αδρανεί επικαλούμενη λόγους που δεν εδράζονται σε συνταγματικές διατάξεις , γιατί αλλιώς αναιρείται ο σκοπός της θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 95 παρ5 του Συντάγματος . Θα δούμε στη συνέχεια γιατί υιοθετήθηκε η συγκεκριμένη σκέψη. Ένα πρώτο ζήτημα που ετίθετο στις υποθέσεις αυτές ήταν η έκταση της υποχρεώσεως συμμορφώσεως της Διοικήσεως , όπως οριοθετείτο από τις αποφάσεις της Ολομελείας . Με τις αποφάσεις αυτές , αφενός ακυρώθηκε κοινή υπουργική απόφαση που προέβαινε σε αναδρομική περικοπή των αποδοχών των στρατιωτικών και των υπηρετούντων στα σώματα ασφαλείας και αφετέρου με αφορμή την ευθεία προσβολή της αποφάσεως αυτής κρίθηκαν αντίθετες προς διατάξεις του Συντάγματος οι ρυθμίσεις του ν.4093/2012 που προέβλεπαν την περικοπή των αποδοχών της κατηγορίας αυτής προσώπων από την θέση σε ισχύ του νόμου αυτού. Επομένως, η πρώτη άμεση συνέπεια ήταν η υποχρέωση της Διοικήσεως να επιστρέψει τις αναδρομικές μειώσεις που επεβλήθησαν με την ακυρωθείσα υπουργική απόφαση. Μία δεύτερη συνέπεια ήταν η υποχρέωση επιστροφής της διαφοράς των αποδοχών για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που ίσχυσε ο ν.4093/2012 σε σχέση με τις αποδοχές που προέβλεπε το προηγούμενο καταργηθέν με τον νόμο αυτό μισθολόγιο του ν. 3205/2003 . Ειδικότερα το χρονικό όριο αφορούσε το διάστημα από την θέση σε ισχύ του ν.4093/2012 μέχρι την δημοσίευση των αποφάσεων της Ολομελείας , αλλά, και τον χρόνο που θα διέρρεε μετά την δημοσίευση των αποφάσεων αυτών μέχρι την θέσπιση νέου μισθολογίου . σύμφωνου προς τα κριθέντα με τις δικαστικές αποφάσεις . Ειδικώτερα, για το τελευταίο αυτό μισθολόγιο η Επιτροπή έκρινε ότι ναι μεν η Διοίκηση θα μπορούσε να θεσπίσει εφεξής νέες μισθολογικές ρυθμίσεις , με τις οποίες , όμως, οι αποδοχές της κατηγορίας αυτής δεν θα ήταν αντίστοιχες και , κατά μείζονα λόγο κατώτερες των προβλεπομένων στον κριθέντα ως ανίσχυρο λόγω αντιθέσεως προς το Σύνταγμα ν.4093/2012. Η Επιτροπή προέβη στην κρίση ότι το χρονικό διάστημα του διμήνου που διέρρευσε από την δημοσίευση των αποφάσεων της Ολομελείας δεν αξιοποιήθηκε από την Διοίκηση για να ξεκινήσει την διαδικασία συμμορφώσεως προς τα κριθέντα με τις αποφάσεις , έστω και αν η Επιτροπή δέχθηκε ότι η άμεση συμμόρφωση παρουσίαζε δυσχέρειες λόγω των δημοσιονομικών συνεπειών , τούτο , όμως , δεν εμπόδιζε την Διοίκηση να αρχίζει να εξετάζει την επίλυση των προβλημάτων αυτών . Μάλιστα, και εδώ αξιοποιείται και η προαναφερθείσα προσθήκη στην μείζονα σκέψη δεν μπορούσε , κατά την Επιτροπή , να αποτελέσει δικαιολογία της καθυστερήσεως η σύνδεση του ζητήματος αυτού με άλλα νομοθετήματα ή η διαπραγμάτευσή του με τους εκπροσώπους των δανειστών, αφού οι λόγοι αυτοί δεν εδράζονται σε συνταγματική διάταξη ή αρχή συνταγματικού επιπέδου. Εν τέλει η Επιτροπή κατέληξε ότι η Διοίκηση δεν είχε συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις της Ολομελείας και της έθεσε προθεσμία δύο μηνών για να συμμορφωθεί , επιφυλασσόμενη , κατά την επάνοδο , μετά την πάροδο της ταχθείσης προθεσμίας να καλέσει και να ακούσει τόσο τους εκπροσώπους της Διοικήσεως, όσο και των αιτούντων.
Και για να μην διασπασθεί η ενότητα των όσων κρίθηκαν με τις αποφάσεις αυτές της Επιτροπής ας δούμε και την συνέχεια των υποθέσεων αυτών που αντιμετωπίσθηκε με τα πρακτικά 18-21/2015 της Επιτροπής αυτής και αφορούσε πλέον το ζήτημα ,κατά πόσον η Διοίκηση συμμορφώθηκε με τα κριθέντα από τις αποφάσεις της Ολομελείας και τις διαπιστώσεις των προαναφερθέντων πρακτικών της Επιτροπής. Μέσα στο χρονικό διάστημα του διμήνου που ετάχθη στη Διοίκηση ψηφίσθηκε ο ν. 4307/2014 που θέσπισε νέο μισθολόγιο των στρατιωτικών και των υπηρετούντων στα σώματα ασφαλείας και, παραλλήλως, εξεδόθη και κοινή υπουργική απόφαση, κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού , με την οποία προεβλέφθη η κατά δόσεις επιστροφή της διαφοράς αποδοχών μεταξύ του ν.3205/2003 και του ν.4093/2012 μειωμένων , όμως, κατά το ήμισυ. Ειδικότερα , ως προς την ρύθμιση αυτή της υπουργικής αποφάσεως η Επιτροπή έκρινε κατά πλειοψηφία , ότι συνέτρεχε περίπτωση μερικής μη συμμορφώσεως της Διοικήσεως , χωρίς να προβεί και σε κρίση περί αντισυνταγματικότητος των νεωτέρων ρυθμίσεων του νόμου και της υπουργικής αποφάσεως στηριζόμενη σε δύο διαπιστώσεις Πρώτον , ότι η μερική αυτή συμμόρφωση προέκυπτε από τις συζητήσεις στη Βουλή και , δεύτερον ότι η διαδικασία ψηφίσεως του νόμου αυτού άρχισε ικανό χρονικό διάστημα μετά την δημοσίευση των αποφάσεων της Ολομελείας και την έκδοση των πρακτικών που διαπίστωναν την μη συμμόρφωση. Περαιτέρω συνέπεια ήταν η επιβολή χρηματικής κυρώσεως. Η μειοψηφία υπεστήριξε ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να υπεισέλθει σε θέματα συμμορφώσεως του νομοθέτη τυπικού ή κανονιστικού προς δικαστικές αποφάσεις εν όψει και του ότι κατά της νεωτέρας αυτής κανονιστικής αποφάσεως εκκρεμεί ήδη ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση ακυρώσεως . Αντίθετα η Επιτροπή ομοφώνως έκρινε ότι δεν μπορούσε να υπεισέλθει στην έρευνα του κατά πόσον οι αποδοχές που θεσπίσθηκαν με τον ν. 4307/2014 ήταν προσήκουσες , εφόσον το ζήτημα αυτό ετίθετο εκ νέου στο δικαστήριο με τις αιτήσεις ακυρώσεως που εστρέφοντο κατά της κανονιστικής υπουργικής αποφάσεως.
Τέλος, με το υπ’ αριθμ’ 33/2015 πρακτικό της Επιτροπής επεβλήθη και νέα κύρωση στη Διοίκηση για μη συμμόρφωση σε προηγηθείσα απόφασή του του έτους 2012 , με την οποία είχε επιβληθεί το πρώτον χρηματική κύρωση για μη συμμόρφωση προς ακυρωτικές αποφάσεις της Ολομελείας του έτους 2005 ,με τις οποίες είχε ακυρωθεί υπουργική απόφαση περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων επεκτάσεως Κέντρου Υπερυψηλής Τάσεως . , οι δε σχετικές εγκαταστάσεις έχουν χαρακτηρισθεί αυθαίρετες και κατεδαφιστέες , αφού 10 έτη μετά την ακύρωση η πρόοδος της διαδικασίας για την εκ νέου έγκριση των περιβαλλοντικών όρων είναι ελάχιστη.