2.Η ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ 10.12.2019

Σημειώσεις Δημοσιονομικό Δικαιοσύνη

BANNER1

Η ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
( 46§1ΚΝΕΣ, 56§3 ΚΔΛ,161 ΠΔ 1225/81 ΚΑΙ 12 ΝΔ 1264/42).

Η καταλογιστική απόφαση είναι δυσμενής ατομική διοικητική πράξη  που  εκδίδεται κατά δέσμια αρμοδιότητα , διαπιστώνει το έλλειμμα και καταλογίζει με αυτό τον υπόλογο , συνευθυνόμενο , αχρεωστήτως λαβόντα εις ολόκληρον, ομού ή κεχωρισμένωςκαθώς και τις προσαυξήσεις ( ή τόκους)  καθιστώντας τους έτσι  οφειλέτες του Δημοσίου ή του ΝΠ υπέρ του οποίου καταλογίστηκε το έλλειμμα (βεβαίωση ευρείας εννοίας) και  αποτελεί νόμιμο τίτλο που εκδίδεται με σκοπό την  περαιτέρω ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση στενής έννοιας) κατά ΚΕΔΕ.

 Βεβαίως μπορεί να καταλογιστούν και αυτοτελώς οι εμπλεκόμενοι (ΕΣ  Ολομ 3283/13).

ΠΡΟΣΟΧΗ:  δεν εμπίπτουν στην έννοια της καταλογιστικής πράξης , άλλες διοικητικές πράξεις που δεν είναι νόμιμοι τίτλοι και δεν βεβαιώνονται ταμειακά αλλά αποτελούν δηλώσεις συμψηφισμούόπως για παράδειγμα οι εντολές παρακράτησης  αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών που κοινοποιεί στον υπάλληλο ή συνταξιούχο η αρμόδια υπηρεσία. Αυτές προσβάλλονται με προσφυγή στο αρμόδιο διοικητικό Πρωτοδικείο.

Η καταλογιστική πράξη πρέπει να εκδοθεί από το αρμόδιο προς καταλογισμό  όργανο «επί τούτο εντεταλμένο» , άλλως δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και μάλιστα η αναρμοδιότητα εξετάζεται και αυτεπάγγελτα.

Επειδή εκδίδεται με δεσμία αρμοδιότητα καθιστά απαράδεκτους λόγους  εφέσεως για υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας και ειδικά της αρχής της χρηστής διοίκησης ή της αναλογικότητας (ΕΣ Ι τμ. 1519/11).  Προσοχή άλλο είναι να παραπονείται ο εκκαλών οτι η καταλογιστική πράξη εξεδόθη καθ΄υπέρβαση της αρχής της αναλογικότητας, οπότε ο λόγος είναι απαράδεκτος  και άλλο επι τυπικού ελλείμματος οτι ο Νόμος που προβλέπει τον καταλογισμό παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας οπότε είναι παραδεκτός και πρέπει να εξεταστεί απο το Δικαστήριο η βασιμότητά του ( ΕΣ4314/13 Ολομ).

ΟΥΣΙΩΔΗ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

1.Η καταλογιστική πράξη πρέπει να αναφέρει σωστά το υπερού Νομικό Πρόσωπο για το οποίο προέκυψε το έλλειμα, άλλως είναι άκυρη, διότι δεν επιφέρει απόσβεση η καταβολή σε λάθος πρόσωπο (417 ΑΚ) και αυτό εξετάζεται αυτεπάγγελτα (πάγια νομολογία του Δικαστηρίου  βλ. αποφ. Ολ. Ε.Σ. 1212/95, ΙV Τμ. 2213,2155/2005, 2058, 2073, 3320/2011 κ.α).  

Απαραίτητο λοιπόν στοιχείο της καταλογιστικής απόφασης, η οποία αποτελεί εν ευρεία εννοία βεβαίωση, είναι η αναγραφή σ’ αυτή του αληθούς δικαιούχου υπέρ του οποίου διενεργείται ο καταλογισμός, ο οποίος έχει ενεργό απαίτηση για το  βεβαιωθέν ποσό κατ’ αυτού που στρέφεται ο καταλογισμός, αφού διαφορετικά η σχετική καταβολή σε μη δικαιούχο πρόσωπο δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως και την απόσβεση της απαίτησης. Συνεπώς, η εσφαλμένη αναγραφή δικαιούχου, δηλαδή η έκδοση της  καταλογιστικής  απόφασης υπέρ προσώπου που δεν έχει ενεργό απαίτηση για το βεβαιωθέν ποσό, καθιστά την πράξη αυτή νομικά πλημμελή και, ως εκ τούτου, ακυρωτέα. Η εν λόγω δε πλημμέλεια ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ως αναγόμενη στο νόμω βάσιμο της προσβαλλόμενης πράξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 49 του π.δ/τος 1225/1981.

2.Πρέπει  επίσης ν’ αναφέρει το ποσό του ελλείμματος και τις τυχόν προσαυξήσεις. Ο τρόπος υπολογισμού όμως δεν χρειάζεται να αναφέρεται στο σώμα της καταλογιστικής πράξης. Προσοχή : Εάν η καταλογιστική πράξη δεν αναγράφει προσαυξήσεις δεν είναι άκυρη αλλά σημαίνει ότι η διοίκηση δεν τις καταλόγισε και δεν τις αναζητά.

Σύμφωνα με το α.46§3 ΚΝΕΣ σε βάρος του υπολόγου καταλογίζονται οι προσαυξήσεις που καθορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για το δημόσιο λογιστικό και για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Οι προσαυξήσεις αυτές υπολογίζονται, για μεν την παράλειψη εισπράξεωναπό τότε που ο υπόλογος όφειλε να ενεργήσει την είσπραξη, για δε την παράλειψη εισαγωγής των εισπράξεωναπό τότε που αυτός όφειλε να εισαγάγει τα εισπραχθέντα στο δημόσιο ταμείο.

Σε περίπτωση ελλείμματος, οι προσαυξήσεις υπολογίζονται από την ημέρα κατά την οποία εξακριβώθηκε ότι έλαβε χώρα το έλλειμμα και εφόσον η εξακρίβωση αυτή καθίσταται αδύνατη, από τότε που ανακαλύφθηκε κατά την επιθεώρηση ή την παράδοση της διαχείρισης του υπολόγου το έλλειμμα. Αν η εξακρίβωση του ελλείμματος γίνεται μετά τη λήξη του οικονομικού έτους στη διαχείριση του οποίου αναφέρεται το έλλειμμα και είναι αδύνατος ο προσδιορισμός της ημέρας ή του μήνα που έλαβε χώρα τούτο, οι προσαυξήσεις υπολογίζονται από τη λήξη του οικονομικού έτους της διαχείρισης (ΕΣ Ολομ. 723/12).

Ο υπόλογος απαλλάσσεται των προσαυξήσεων, εφόσον αποδείξει ότι η παράλειψη ή το έλλειμμα δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλειά του(46§3 in fine ΚΝΕΣ).

Ο συνευθυνόμενος επίσης βαρύνεται με προσαυξήσεις ακριβώς όπως ο υπόλογος (ΕΣ 1447/2000).

Αντίθετα  οι αχρεωστήτως λαβόντες δεν καταλογίζονται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής με την πράξη καταλογισμού, δηλαδή πριν την ταμειακή βεβαίωση. Αυτοί καταλογίζονται μόνο για το ποσό τους ελλείματος που έλεβαν αχρεώστητα . Το καταλογισμό τον κάνουν οι επίτροποι και τα λοιπά όργανα που έχουν εξουσία καταλογισμού ,όπως οι οικονομικοί επιθεωρητές που σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν.δ/τος 1264/42 καταλογίζουν «…όταν το έλλειμμα συνίσταται σε πληρωμή που πραγματοποιήθηκε χωρίς νόμιμο τίτλο, καταλογιστέοι, εκτός από τους υπολόγους, τυγχάνουν και «οι ανοικείως λαβόντες τα χρήματα» υπάλληλοι ή ιδιώτες». Σε αντίθεση, όμως, με τους πρώτους (υπολόγους και συνευθυνομένους) , που τα χρέη τους από καταλογισμούς καθίστανται ληξιπρόθεσμα και βαρύνονται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ήδη «από την ημέρα που εξακριβώθηκε ότι δημιουργήθηκε το έλλειμμα» (βλ. άρθρα 5 παρ. 5 και 6 παρ. 1 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων),  για τους αχρεωστήτως λαβόντες δεν προβλέπεται αντίστοιχη επιβάρυνση. Έτσι για αυτούς ισχύει ο γενικός κανόνας ότι το χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο μόνον αφότου βεβαιωθεί «εν στενή εννοία» προς είσπραξη , δηλαδή ταμειακά (βλ. άρθρο 5 παρ. 1 του προαναφερόμενου Κώδικα). Επομένως, μη νομίμως επιβάλλονται, με την καταλογιστική απόφαση που εκδίδεται σε βάρος του λαβόντος το ποσό της ανοίκειας πληρωμής, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, αφού η απόφαση αυτή προηγείται της ταμειακής βεβαίωσης και το χρέος δεν έχει, μέχρι τότε, καταστεί ληξιπρόθεσμο για αυτούς ( ΕΣ , IVτμ., 1548/08, 1140/2002 απόφαση Ι Τμ. Ελ. Συν.).

ΤΟΚΟΙ

ΠΡΟΣΟΧΗ : Δεν επιτρέπεται να επιβληθούν αντί προσαυξήσεων, τόκοι και εάν συμβεί η καταλογιστική πράξη είναι κατά το σκέλος αυτό άκυρη. Το αυτό ισχύει και στην αίτηση καταλογισμού του Γενικού Επιτρόπου του ΕΣ προς το ΕΣ για τον καταλογισμό θετικής ζημίας σε υπάλληλο κατά το άρθρο 68 ΚΝΕΣ, διότι δεν προβλέπεται στη περίπτωση αστικής ευθύνης υπαλλήλου κατά το άρθρο 68 επιβολή τόκων. Θα πρέπει να προσεχθεί ότι με το Ν 4224/2013 (ισχύς από 31.12.13) καταργούνται οι προσαυξήσεις και επιβάλλονται τόκοι.

Εξαίρεση : α) Στις περιπτώσεις των εκκαθαριστών κληροδοτημάτων

β) Των  πράξεων δημοσιονομικής διόρθωσης.

γ) Επι καταλογισμών των κλιμακίων κατ΄άρθρο 86 του Ν. 1892/90

δ) Στον υπόλογο του Ταμείου Παρακαταθηκών και δανείων δεδομένης της εξαίρεσης του Τ.Π.Δ. από την εφαρμογή αυτής της  διάταξης του α.46 του ΚΝΕΣ διάταξης (βλ. άρθρο μόνο του π.δ/τος 772/1977, A΄ 250).

 Εκ των ποσών των τόκων όμως, μπορεί, εφαρμοζόμενων αναλόγως όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω περί απαλλαγής των καταλογιζόμενων υπολόγων ν.π.δ.δ. από τις προσαυξήσεις του Κ.Ε.Δ.Ε., ο καταλογιζόμενος υπόλογος να απαλλαγεί, αν αποδείξει ότι δεν ευθύνεται σε βαθμό δόλου ή βαρείας αμέλειας για τη δημιουργία του ελλείμματος (βλ. ΕλΣ Ολομ. 478/2014,  Ολομ. 643/2009, IV Τμ. αποφάσεις 2667/2007, 997, 994/2005, 717/2005, 169/2004).

Οι προσαυξήσεις διαφέρουν από τους τόκους διότι επιβάλλονται επί μηνιαίας βάσεως και όχι ετήσιας όπως οι τόκοι, έχουν δε ανώτατο όριο (ΕΣ 2202/05).

Η οικονομική αδυναμία του υπολόγου και συνευθυνομένου δεν αποτελεί καταρχήν λόγο απαλλαγής των.

Η ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
( 141,142 ΠΔ 1225/81, 12§1 ΝΔ 1264/42, 56§3 ΚΔΛ , 17 ΚΔΔΣΙΑς)

Η καταλογιστική πράξη είναι  εκ  του νόμου αιτιολογητέα και κατά συνέπεια πρέπει να περιλαμβάνει στο σώμα της ένα ελάχιστο περιεχόμενο που να καθιστά τον διοικούμενο γνώστη της αιτίας του καταλογισμού.

Στο άρθρο 12 παρ. 1 του ν.δ/τος 1264/1942 διαλαμβάνεται ότι σε περίπτωση που οι επιθεωρητές διαπιστώσουν έλλειμμα χρημάτων, αξιών ή υλικών σε δημόσια διαχείριση «προβαίνουσιν εις την έκδοσιν ητιολογημένης καταλογιστικής αποφάσεως κατά του υπολόγου και των τυχόν αλληλεγγύως μετ’ αυτού συνευθυνομένων, εάν η εξακριβωθείσα έλλειψις δεν ήθελεν αναπληρωθεί (…)»

Επίσης στο άρθρο 56 παρ. 3 του Δημοσίου Λογιστικού  αναφέρονται τα χαρακτηριστικά της καταλογιστικής πράξης ειδικώς για τους δημοσίους υπολόγους. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με τη διάταξη του άρθρου 17 του ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Δσιας και άλλες διατάξεις», συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η ατομική διοικητική πράξη καταλογισμού υπολόγου ή συνευθυνομένου, ως εκ του νόμου αιτιολογητέα, πρέπει να περιλαμβάνει στο σώμα της, έστω και συνοπτικά, την αναγκαία ιστορική και νομική αιτία που δικαιολογεί την υφιστάμενη δημοσιονομική ενοχή, χωρίς πάντως να απαιτείται η παράθεση, υπό το σχήμα του δικανικού συλλογισμού, των πραγματικών και νομικών όρων του επιβληθέντος καταλογισμού. Επίσης όταν καταλογίζει ο Επίτροπος και κλιμάκια εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 141 και 142 του ΠΔ/τος 1225/1981. Συνεπώς  ότι η καταλογιστική πράξη του Επιτρόπου (παλαιά Κλιμακίου) (στο «αιτιολογικό» της πρέπει να περιλαμβάνει την αναγκαία ιστορική και νομική αιτία που δικαιολογεί την υφιστάμενη δημοσιονομική ενοχή.

Ειδικότερα νομολογιακά γίνεται δεκτό ότι πρέπει να έχει τα εξής στοιχεία στο σώμα της ως αιτιολογία τα οποία εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως:

1.Τα στοιχεία δηλαδή εκείνα που δικαιολογούν την ιδιότητα του υποχρέου ως υπολόγου έναντι του δικαιούχου ιδίως την υπαλληλική του ιδιότητα ή απασχόληση από την οποία να προκύπτει η ιδιότητα αυτού ως υπολόγου,

2.Το  χρόνο και το αντικείμενο της διαχείρισης αυτού,

3.Το έλλειμμα ή απώλεια και ο τρόπος που προέκυψε και διαπιστώθηκε τούτο, ο χρόνος δημιουργίας του ,

4.Κάθε άλλο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της διαχείρισης του υπολόγου και του ελλείμματος. Να σημειωθεί ότι η αιτιώδης συνάφεια διακόπτεται από τυχόν πράξεις τρίτων (ΕΣ Ολ.192/10).

5.Το καταλογιζόμενο σε βάρος του ποσό με τις αναλογούσες τυχόν συγκεκριμένες προσαυξήσεις και πώς το κάθε ποσό προκύπτει σε συνδυασμό με τη νομική του θεμελίωση (ΕΣ VIII951/10). Δεν απαιτείται να γίνεται μαθηματική ανάλυση.

7. Επι τυπικού ελλείμματος πρέπει η καταλογιστική πράξη να αιτιολογεί την ουσιαστική νομιμότητα των δαπανών (ΕΣ 3947/14).

Η υπαιτιότητα των καταλογιζομένων δεν αποτελεί στοιχείο της αιτιολογίας  (ΕΣ Ι τμ. 436/12, Ολομ.723/2325/12).

Η αιτιολογία περαιτέρω μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.

Δεν αποτελεί αιτιολογία ο αποδεικτικός συλλογισμός αλλά μόνο το αποδεικτικό συμπέρασμα (ΕΣ Ολομ.1396/2000).

Η ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗ ΠΡΑΞΗ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΟΡΘΩΣΗΣ

Από τα άρθρα 102 και 104 του   ν. 2362/1995 και της κατ’ εξουσιοδότηση του τελευταίου αυτού άρθρου εκδοθείσας 907/052/2.7.2003 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Γεωργίας , Εργασίας και Κοιωνικών Ασφαλίσεων προκύπτει ότι ο φορέας (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) που ανέλαβε, ως τελικός δικαιούχος των πόρων, την ευθύνη για την εκτέλεση του έργου υποχρεούται να επιστρέψει εκουσίως το ποσό της χρηματοδότησης αυτής, άλλως το ποσό αυτό καταλογίζεται εις βάρος του με αιτιολογημένη απόφαση του αρμοδίου οργάνου. Είναι δε αιτιολογημένη η καταλογιστική απόφαση, όταν, μεταξύ άλλων, αναφέρεται, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 της προαναφερόμενης κοινής υπουργικής απόφασης, «η αιτία της επιστροφής του αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντος ποσού με ειδικότερη αναφορά στην έκθεση ελέγχου», προκειμένου ο φορέας (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), στον οποίο διατέθηκε η χρηματοδότηση και από τον οποίο αναζητείται το αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέν ποσό, να λάβει γνώση με απόλυτη σαφήνεια της υποχρέωσης, την οποία παραβίασε και εξαιτίας της οποίας καταλογίζεται. Για το σκοπό αυτό, η περιεχόμενη στην έκθεση ελέγχου αναφορά της αιτίας, στην οποία μπορεί σύμφωνα με τα ανωτέρω να παραπέμπει η απόφαση καταλογισμού, πρέπει να είναι σαφής και αναλυτική και να συνοδεύεται από απαρίθμηση των στοιχείων εκείνων που στοιχειοθετούν την παραβατική συμπεριφορά του καταλογιζομένου (ΕΣ Ολομ.486/2014)

Η ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΑΚΡΟΑΣΗ

Το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι: «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο, που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του».

Το δικαίωμα  πρέπει να το επικαλεσθεί με ειδικό λόγο ο καταλογιζόμενος υπόλογος ή συνευθυνόμενος διότι δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Μπορεί πάντως το πρώτον να προταθεί στην αναίρεση εάν προκύπτει η παραβίαση της ακρόασης από τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε και περιγράφει η αναιρεσιβαλλόμενη (ΕΣ Ολομ. 717/2010).

ΑΚΡΟΑΣΗ ΕΠΙ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ

Το συνταγματικό αυτό δικαίωμα του διοικούμενου για προηγούμενη ακρόασή του από τη Διοίκηση πριν από την έκδοση σε βάρος του δυσμενούς διοικητικής πράξης, όπως είναι η έκδοση καταλογιστικής πράξης κατά δημόσιου υπολόγου από τον αρμόδιο Οικονομικό Επιθεωρητή για διαπιστούμενο έλλειμμα, ικανοποιείται, εφ` όσον παρασχεθεί στον υπόλογο η ευχέρεια να εκφέρει τις απόψεις του πριν από τη λήψη του δυσμενούς για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του διοικητικού μέτρου.

Προκειμένου δε να μην είναι πλημμελής η τήρηση του ως άνω διαδικαστικού τύπου και να μην φαλκιδεύεται η υποχρέωση προηγούμενης ακρόασης, πρέπει, εφόσον ζητηθείνα τίθεται υπόψη του προς καταλογισμό προσώπου ο πλήρης φάκελος  της υπόθεσης, ώστε αυτός να είναι δυνατόν να αμυνθεί αποτελεσματικά επί του συνόλου των διαθέσιμων στοιχείων, βάσει των οποίων η Διοίκηση προτίθεται να προχωρήσει στον καταλογισμό του. Ειδικότερα, πρέπει να τίθεται υπόψη του, πριν από την κλήση για αναπλήρωση του ελλείμματος και πριν από την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης, κατά κύριο λόγο, η πορισματική έκθεση, στην οποία αναφέρονται αναλυτικά τα ευρήματα του διαχειριστικού ελέγχουη αιτιολογία του επικείμενου καταλογισμού και τα ποσά του καταλογισμού, καθώς και κάθε άλλο κρίσιμο στοιχείο, που θα ζητήσει, διότι μόνον με τον τρόπο αυτό υφίσταται ουσιαστική δυνατότητα να εκφράσει τις αντιρρήσεις του, προσκομίζοντας και τα σχετικά στοιχεία, ενδεχόμενη αποδοχή των οποίων είναι δυνατόν να οδηγήσει σε μείωση του ποσού του καταλογισμού ή και μη έκδοση της καταλογιστικής απόφασης. Εξάλλου, σε περίπτωση που κατά τον χρόνο της κλήσης για αναπλήρωση του ελλείμματος δεν έχουν τεθεί υπόψη του ανωτέρω όλα τα κρίσιμα στοιχεία υποχρεούται η Διοίκηση, αν αυτά ζητηθούν, αφενός μεν να τα χορηγήσει και αφετέρου να παράσχει εύλογο χρόνο, ούτως ώστε, αφού ενημερωθεί πλήρως ο ενδιαφερόμενος, να αναπτύξει τις απόψεις του αναφορικά με το αποδιδόμενο σ’ αυτόν έλλειμμα. Αν η Διοίκηση παραβιάσει την ως άνω υποχρέωση και προβεί στην έκδοση της καταλογιστικής απόφασης πριν ικανοποιηθεί το σχετικό αίτημα του υπολόγου για πλήρη, σύμφωνα προς τα ανωτέρω, ενημέρωσή του και παρασχεθεί σ’ αυτόν πραγματική δυνατότητα άμυνας, τότε η εκδοθείσα κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων καταλογιστική απόφαση είναι ακυρωτέα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η πλημμέλεια της μη τήρησης του ανωτέρω ουσιώδους τύπου της διαδικασίας δεν μπορεί να θεραπευθεί από το γεγονός ότι πριν από την πρόσκληση για αναπλήρωση του ελλείμματος, ο Οικονομικός Επιθεωρητής κάλεσε τον υπόλογο και έλαβε κατάθεση αυτού στο πλαίσιο διενεργηθείσας ένορκης διοικητικής εξέτασης, αφού με την κατάθεση αυτή, στην οποία αντιμετωπίζεται ως ουδέτερος μάρτυς και όχι ως υπεύθυνος εις βάρος του οποίου επίκειται η έκδοση δυσμενούς πράξης, δεν υλοποιείται πλήρως το συνταγματικό δικαίωμά του για προηγούμενη ακρόαση ούτε τηρείται ο ανωτέρω ουσιώδης διαδικαστικός τύπος, καθόσον κατά το στάδιο αυτό δεν έχει ακόμα συνταχθεί η πορισματική έκθεση, που αποκρυσταλλώνει τις βασικές διαπιστώσεις του ελεγκτικού οργάνου (Ολομ. Ελ.Συν. 3093/2010, 2337/2012 κ.ά.)  και δεν έχει εξαχθεί το τελικό αποτέλεσμα του ελέγχου και ως εκ τούτου στερείται της δυνατότητας να έχει στη διάθεσή του όλα τα κρίσιμα στοιχεία που στηρίζουν τον επικείμενο καταλογισμό (Ολομ. Ελ.Συν. 3863/2014, 1717/2009, 1731/2010 κ.ά.).

 Θα πρέπει να  προσεχθεί ότι με την ΕΣ Ολομ. 3863/2014 σε αντίθεση με την νομολογία του ΣτΕ ( Ολομ.4447/2012) δεν χρειάζεται για το λυσιτελές του λόγου να επικαλεστεί ο καταλογιζόμενος τους ισχυρισμούς που θα προέβαλε στον Οικονομικό Επιθεωρητή (αντίθετη μειοψ.  τριών συμβούλων  στην ως άνω 3863/2014).

Το δικαίωμα πρέπει να τηρηθεί και για τον αχρεωστήτως λαβόντα μόνο στην περίπτωση που του επισυνάπτεται παραβατική συμπεριφορά συνεπεία διαχειριστικού ελέγχου (ΕΣ 470/10, Ολομ., ,1311/10 , 1610/2010). Αντίθετα επί μη νομίμων πληρωμών δεν απαιτείται ακρόαση διότι ο καταλογισμός γίνεται επι αντικειμένων δεδομένων δυνάμει του άρθρου 56§6 ΚΔΛ και αυτός ενέχει αντικειμενική ευθύνη (ΕΣ 287/2017 Ολομ).

Το δικαίωμα σε περίπτωση επανάληψης της διαδικασίας θα πρέπει να τηρείται εκ νέου (ΕΣ τμ.VII 1610/2010).

Συμπερασματικά πρέπει να ακολουθούνται τα εξής βήματα  :

1. Έκδοση πορισματικής έκθεσης.

2. Επίδοση στον Υπόλογο πορισματικής χωριστά ή με την κλήση για να αποκαταστήσει το έλλειμμα εντός 48 ωρών.  Δεν αρκεί να έχει εκδοθεί η πορισματική αλλά θα πρέπει να κοινοποιείται στον υπο καταλογισμό υπόλογο, ανεξάρτητα από το εάν αυτός την ζητά ή όχι. Δηλαδή δεν αρκεί η δυνατότητα πρόσβασης στην πορισματική αλλά η επίδοση της (ΕΣ Ολομ. 3863/2014). Δεν απαιτείται να τηρηθεί η ειδική διαδικασία πρόσκλησης προς ακρόαση του άρθρο 6 του ΚΔΔσιας (ΕΣ ολομ. 192/2010).

3. Καταλογισμός μετά την πάροδο των 48 ωρών εφόσον δεν αναπληρωθεί το έλλειμμα και απορριφθούν οι αιτιάσεις της ακρόασης ή περάσει άπρακτη η εν λόγω προθεσμία. Με βάση τον όγκο της πορισματικής ο υπο καταλογισμό υπόλογος μπορεί να ζητήσει από τον Οικονομικό Επιθεωρητή επιμήκυνση της προθεσμίας των 48 ωρών. Εάν το αίτημα αυτό απορριφθεί αδικαιολόγητα τότε ισοδυναμεί με παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως.

ΑΡΜΟΔΙΑ ΟΡΓΑΝΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ

Από την διατύπωση του άρθρου 98§1 δ και ε΄ , η καταλογιστική αρμοδιότητα  δεν επιφυλάχθηκε μόνου υπέρ του ΕΣ (Ολομ.1936/00). Η αρμοδιότητα του ΕΣ είναι συντρέχουσα με τα άλλα όργανα  δημοσιονομικής διοίκησης (ΕΣ Ολομ 196/10). Συνεπώς  κατασταλτικός έλεγχος  διακρίνεται σε  Δικαστικό όταν διενεργείται από τους Επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και Διοικητικό  όταν διενεργείται από την δημοσιονομική διοίκηση , ήτοι τους Οικονομικούς Επιθεωρητές και τους διατάκτες.

Οι δημόσιοι υπόλογοι, μέσα σε δύο μήνες το αργότερο από τη λήξη κάθε οικονομικού έτους ή από τη λήξη της διαχειρίσεώς τους με οποιονδήποτε τρόπο, οφείλουν να λογοδοτούν για τη διαχείρισή τους αυτή στο Ελεγκτικό Συνέδριο, υποβάλλοντες τους λογαριασμούς τους απ’ ευθείας σ’ αυτό, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο. Ειδικότερα, όσον αφορά τους υπολόγους που υπηρετούν σε  έμμισθες προξενικές αρχές, αυτοί οφείλουν να υποβάλλουν τους λογαριασμούς τους προς έλεγχο στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέσα στους τρεις πρώτους μήνες  από τη λήξη εκάστου οικονομικού έτους. Το αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και πλέον ο Επίτροπος αποφαίνεται περί της ορθότητας των λογαριασμών με πράξη του ή καταλογίζει τον ελεγχόμενο υπόλογο με το διαπιστωθέν έλλειμμα ή με αυτό που προκύπτει από την παράλειψη εισπράξεων ή βεβαιώνει σε πίστωση του υπολόγου το τυχόν διαπιστωθέν πλεόνασμα. Ο υπόλογος καταλογίζεται επίσης και με τις προβλεπόμενες από τις ισχύουσες διατάξεις (περί δημοσίου λογιστικού και εισπράξεως δημοσίων εσόδων) προσαυξήσεις, εκτός αν αποδείξει ότι το διαπιστωθέν έλλειμμα δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια αυτού. 

Α. Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ  ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Ο ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ

Η διάταξη του άρθρου 22 του π.δ/τος 774/1980 «Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (βλ. ήδη άρθρο 38 του ν. 4129/2013, Α΄ 52/28.2.2013), όπως αυτή είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 9 παρ. 9 του ν. 1160/1981 (Α΄ 147) όριζε ότι τα Κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι αρμόδια για τον έλεγχο των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων, τους απολογισμούς των ΟΤΑ και των άλλων ΝΠΔΔ καθώς και των ειδικών λογαριασμών που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 15 του π.δ. 774/1980.

Με τα πρακτικά της 5 Γενικής Συνεδρίασης της Ολομ. του ΕΣ , 6-3-2013 αποφασίστηκε ότι σύμφωνα με την 9627/1991 Κανονιστική Απόφαση της Ολομέλειας (ΦΕΚ Β΄, 366) στην αρμοδιότητα του Β΄ Κλιμακίου εμπίπτει ο έλεγχος διαχειρίσεων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 85 και 86 του ν.1892/1990 ή με άλλες ειδικές διατάξεις.

Με το  άρθρο 79 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 1 και 2 . Με τη διάταξη του άρθρου 79 του ν. 4055/2012 από 2.4.2012 (βλ. άρθρο 113 του ν. 4055/2012, με εξαίρεση τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του Κλιμακίου – άρθρο 110 παρ. 19 αυτού) οι αρμοδιότητες του Κλιμακίου σχετικά με την εκδίκαση των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων και των απολογισμών των ν.π.δ.δ., των ο.τ.α. α΄ και β΄ βαθμού και των ειδικών λογαριασμών μεταβιβάστηκαν στους Επιτρόπους των αρμόδιων κεντρικών ή περιφερειακών Υπηρεσιών Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Την ίδια πρόβλεψη έχει και το άρθρο 38 του Ν.4129/13 αλλά και ο  νεοπαγής Ν. 4270/2014 (ΔΗΜΟΣΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ισχύς από 1-1-2015) στο άρθρο 152.

Στην έννοια του ελέγχου των λογαριασμών εμπίπτει η αρμοδιότητα των Επιτρόπων είτε να κηρύσσουν ως ορθώς έχοντες τους λογαριασμούς είτε να καταλογίζουν τους υπολόγους με τα διαπιστωθέντα ελλείμματα ( Ε.Σ. Πρακτικά 2ης/19.1.2011 και 12ης/16.5.2012 Γεν. Συν. Ολομ.).

 Έτσι οι Επίτροποι των κεντρικών και περιφερειακών Υπηρεσιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι πλέον αρμόδιοι για την επεξεργασία και τον έλεγχο των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων και των απολογισμών των ν.π.δ.δ., των ο.τ.α. α΄ και β΄ βαθμού και των ειδικών λογαριασμών.

Ειδικά  στην περίπτωση των ο.τ.α. α΄ βαθμού, σύμφωνα με το άρθρο 276 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87) «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης» ορίζει ότι: «1. Από το Ελεγκτικό Συνέδριο διεξάγεται υποχρεωτικά κατασταλτικός έλεγχος των λογαριασμών των δήμων (…) 3. Αρμόδιος για τον κατασταλτικό έλεγχο, είναι ο ίδιος Επίτροπος, που είναι αρμόδιος για τον προληπτικό έλεγχο των δαπανών των υπόχρεων φορέων». Με την  ΦΓ8/4913/19.1.2011 (Β΄ 226) απόφαση της Ολομέλειας του ΕΣ κατανεμήθηκαν οι αρμοδιότητες μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών των Επιτρόπων ( ΕΣ , I τμ. 2208/2014). Αμφισβητήσεις που ανακύπτουν από τον ως άνω καθορισμό των αρμοδιοτήτων, επιλύονται κάθε φορά με απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αρμοδιότητα καταλογισμού εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά το άρθρο 49 του πδ 1225/81, με συνέπεια να ακυρώνεται η πράξη εάν έχει καταλογίσει αναρμόδιος Επίτροπος ή άλλο όργανο που δεν έχει εξουσία καταλογισμού.

Μάλιστα κατά την νομολογία ο Επίτροπος μπορεί να προβεί σε καταλογισμό του υπολόγου και πριν αποφανθεί για τους λογαριασμούς του (ΕΣ πρ.295,572/12, Β΄κλιμ).

Εξουσία καταλογισμού έχουν  οι ελεγκτές υπάλληλοι του ΕΣ (135 πδ 1225/81 ΕΣ ,πραξ.Β κλιμ. 90,/309/11). .Τα όργανα αυτά έχουν το καθεστώς των ανακριτικών υπαλλήλων.

Έκθεση αμφιβολιών : Δυνάμει του α.38 §6 ΚΝΕΣ ο επίτροπος μπορεί να υποβάλλει έκθεση αμφιβολιών στο αρμόδιο  Κλιμάκιο  ως προς την ερμηνεία  συγκεκριμένης διάταξης που πρέπει να εφαρμόσει . Δεν επιτρέπεται όμως στον κατά προτεραιότητα  κατασταλτικό (α.175§3 ν.3463/06 και ΕΣ Β’ Κλιμ. πραξ.61/2013,229,246/08). Ο Πρόεδρος δύναται επί σπουδαίου θέματος να το εισάγει στην Ολομέλεια η οποία εκδίδει πρακτικό.

ΧΡΟΝΟΣ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΕΣ.

Σύμφωνα με το άρθρο 56 §3 του ΚΔΛ η  αρμοδιότητα του ΕΣ υφίσταται για 10 έτη από την υποβολή των λογαριασμών στο ΕΣ (Ολομ. 892/05). Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής το ΕΣ καθίσταται χρονικά αναρμόδιο. Η ratio  είναι η ταχεία διεκπεραίωση των ελέγχων και η ανάκτηση των ελλειμμάτων (ΕΣ Ολομ.892/05, Ι τμ. 489/04). Με τη θέσπιση της άνω διάταξης ο νομοθέτης επεδίωξε την καθιέρωση, ειδικά για το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο ασκεί συστηματικά και συνολικά τον έλεγχο των δημοσίων υπολόγων, ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος (δέκα έτη), μέσα στο οποίο πρέπει να ολοκληρώνεται ο έλεγχος αυτός, ώστε αφενός να καθίσταται ταχύς, επίκαιρος και αποτελεσματικός ο εντοπισμός, ο καταλογισμός αλλά και η ανάκτηση των δημοσίων ελλειμμάτων, αφού με τον τρόπο αυτό ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος να υποκύπτουν σε παραγραφή τα καταλογισθέντα με καθυστέρηση ελλείμματα και αφετέρου να μην διαιωνίζεται εις βάρος των υπολόγων για μεγάλο χρονικό διάστημα η απειλή για πιθανό καταλογισμό τους από ιδιαιτέρως παλαιές διαχειρίσεις. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί δηλαδή τόσο στη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου όσο και στην προστασία των διοικουμένων με την προαγωγή της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων. Για την επιτυχία του σκοπού αυτού ο νομοθέτης, με το ν. 2362/1995 (ΚΔΛ), έθεσε για πρώτη φορά χρονικό όριο στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου να καταλογίζει τους δημοσίους υπολόγους, δεδομένου ότι με το προϊσχύσαν νομοθετικό διάταγμα 321/1969 «Περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» (Α΄ 205), έθετε ενδεικτική μόνο προθεσμία για τον έλεγχο των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων, ορίζοντας στο άρθρο 82 ότι αυτός «δέον να συντελείται υπό του Ελεγκτικού Συνεδρίου εντός εξαμήνου από της υποβολής αυτώ των σχετικών δικαιολογητικών».

ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΩΝ.

Από το άρθρο 93 του ν.4129/2013 «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο» (ΦΕΚ Α΄ 52/28.2.2013) προκύπτει ότι: «1. Τα δικαιολογητικά ενταλμάτων πληρωμής και κάθε διαχείρισης φυλάσσονται για δέκα χρόνια από το οικονομικό έτος το οποίο αφορούν, εφόσον ελεγχθούν μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα. Σε κάθε άλλη περίπτωση φυλάσσονται για είκοσι χρόνια, χωρίς πάντως να επιτρέπεται η καταστροφή ή η εκποίησή τους πριν παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων. 2. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται, και πριν από την παρέλευση των προθεσμιών της προηγούμενης παραγράφου, η καταστροφή των παραπάνω δικαιολογητικών που έχουν ελεγχθεί, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου…».

Κατά την νομολογία του ΕΣ  για την καταστροφή των δικαιολογητικών της διαχείρισης υπολόγων θα πρέπει τα δικαιολογητικά  :

 α) Να  έχουν ελεγχθεί,

β) Να  παρήλθε  δεκαετία από το οικονομικό έτος στο οποίο αυτά ανάγονται και

γ) Να έχει παρέλθει  η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων (εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση)

 Στην περίπτωση αυτή μπορούν  να καταστραφούν ή να εκποιηθούν χωρίς απόφαση (κρίση) της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. Πρακτικά Ολομ. της 6ης Γεν. Συνεδρ. της 9.4.2008, της 17ης Γεν. Συνεδρ. της 21.10.2009, της 17ηςΓεν. Συνεδρ. της 1.6.2011, της 23ης Γεν. Συνεδρ. της 21.10.2011, της 7ης Γεν. Συνεδρ. της 7.3.2012 επί της ταυτόσημης διάταξης του άρθρου 84 παρ. 1 του π.δ.774/1980, ΦΕΚ Α΄ 189).

Κατ΄ εξαίρεση όταν  συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις, με απόφαση της Ολομέλειας, ειδικώς αιτιολογημένη, μπορεί να εγκριθεί καταστροφή των ως άνω δικαιολογητικών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 251/1976 (ΦΕΚ Α΄ 19), και πριν από την πάροδο των καθοριζόμενων στο νόμο προθεσμιών, αλλά υπό τις προϋποθέσεις :

Α)  ότι έχουν ελεγχθεί,

Β)  έχει παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση, κατά περίπτωση, των προβλεπόμενων ένδικων βοηθημάτων ή μέσων και δεν εκκρεμεί καμία δίκη σχετικά με αυτά.

Εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την έννοια της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 93 του ν. 4129/2013, είναι εκείνες που εκφεύγουν των συνήθων και αναμενόμενων αναγκών φύλαξης των δικαιολογητικών, ενώ δεν συνιστά από μόνη της εξαιρετική περίπτωση, η έλλειψη χώρου προς αποθήκευση αυτών ή η πληρότητα των υφιστάμενων αποθηκευτικών χώρων μιας Υπηρεσίας (Πρακτικά Ολομ. της 7ης Γεν. Συνεδρ./27.3.2013). 

Θα πρέπει να προσεχθεί ότι  η Ολομέλεια δεν έχει αρμοδιότητα ν’ αποφαίνεται για την καταστροφή ή εκποίηση εγγράφων ή βιβλίων, τα οποία φυλάσσονται σε κάθε υπηρεσία υπό μορφή αρχείου. Για την καταστροφή αυτών αποφαίνεται κυριαρχικώς και αυτοβούλως η κάθε υπηρεσία σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί εκκαθαρίσεως αρχείων και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 93 του ν.4129/2013 (Πρακτ. Ολομ.10ης ΓΣ 3.7.2015, 13ης Γεν. Συν./18.9.2013).

Β. Ο ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ:

2α. Οι οικονομικοί Επιθεωρητές :

Με το άρθρο 1 του ν.δ. 1264/1942 «Περί τροποποιήσεως και  συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως» (ΦΕΚ Α΄, 100) ορίζεται ότι: «Αντικείμενο αρμοδιότητος της εν τω Υπουργείω των Οικονομικών Υπηρεσίας της Οικονομικής Επιθεωρήσεως είναι η επ’ ονόματι του Υπουργού των Οικονομικών: α) άσκησις (…) του ελέγχου (…) διαχειρίσεως πάντων ανεξαιρέτως των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (…). β) έρευνα της οικονομικής καταστάσεως των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αυτόνομων οργανισμών (…), γ) ενέργεια ελέγχου της διαχειρίσεως παντός δημοσίου υπολόγου, διαχειριζόμενου οπωσδήποτε έστω και άνευ προσηκούσης εξουσιοδοτήσεως χρήματα, τίτλους ή υλικόν ανήκοντα εις το Δημόσιον ή τα κατά το εδάφ. β΄ νομικά πρόσωπα κ.λπ. (…)». Περαιτέρω με το άρθρο 12 του ιδίου ν.δ/τος ορίζεται ότι: «1. Ο Γενικός Οικονομικός Επιθεωρητής και οι Οικονομικοί Επιθεωρηταί Δημοσίων Υπολόγων και Νομικών Προσώπων και πας Οικονομικός υπάλληλος εκτελών χρέη Οικονομικού Επιθεωρητού Δημοσίων Υπολόγων και Νομικών Προσώπων εφ’ όσον κατά την ενέργειαν επιθεωρήσεως οιασδήποτε δημοσίας ή μη διαχειρίσεως (…) διαπιστώσωσι την ύπαρξιν ελλείμματος προερχομένου εξ ελλείψεως χρημάτων ή υλικού ή αξιών εν γένει, προβαίνουσιν εις την έκδοσιν ητιολογημένης καταλογιστικής αποφάσεως κατά του υπολόγου και των  τυχόν αλληλεγγύως μετ’ αυτού συνευθυνομένων, εάν η εξακριβωθείσα  έλλειψις δεν ήθελε αναπληρωθή (…) συμφώνως προς τας διατάξεις (…) “περί Δημοσίου Λογιστικού”(…)».

 Με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2241/1952 «Περί του Οργανισμού της Διευθύνσεως Γενικής Οικονομικής Επιθεωρήσεως»  (ΦΕΚ Α΄, 280) ορίζεται ότι «Εις την (…) Δ/νσιν Γενικής Οικονομικής Επιθεωρήσεως ανήκει  η αρμοδιότης, δια την επ’ ονόματι του Υπουργού των Οικονομικών: α) Έρευναν της οικονομικής καταστάσεως και την άσκησιν διαχειριστικού ελέγχου παντός είδους κρατικών επιχειρήσεων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου εν γένει, δήμων και κοινοτήτων (…)         γ) Ενέργειαν διαχειριστικού ελέγχου παντός διαχειριζομένου οπωσδήποτε χρήματα, τίτλους ή υλικόν ανήκοντα εις (…) δήμους και κοινότητας (…)» και με το άρθρο 2 του ιδίου νόμου ότι:  «3. Εις τους Οικονομικούς Επιθεωρητάς ανήκει η άσκησις των κατά την παρ. 3 του προηγουμένου άρθρου αρμοδιοτήτων (…)   5. Ο Προϊστάμενος της Διευθύνσεως Γενικής Οικονομικής  Επιθεωρήσεως Γενικός Επιθεωρητής (…) ως και οι Επιθεωρηταί δημοσίων υπολόγων και Οικονομικοί Επιθεωρηταί έχουσι τας ευθύνας, υποχρεώσεις, τα καθήκοντα και δικαιώματα τα προβλεπόμενα υπό των διατάξεων του Ν.Δ. 1264/1942».  Ακολούθως, με το άρθρο 2 του ν. 2343/1995 «Αναδιοργάνωση υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και  άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄, 211) ορίστηκε ότι:  «1. Συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομικών υπηρεσία με τον τίτλο «Οικονομική Επιθεώρηση», υπαγόμενη απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών ως και ιδιαίτερος κλάδος προσωπικού με το τίτλο «Οικονομικοί Επιθεωρητές» (…)   3. (…). Στις αρμοδιότητες της Οικονομικής Επιθεώρησης περιλαμβάνεται και η διενέργεια ελέγχων και ερευνών που αφορούν:  α) Την  οικονομική κατάσταση και τη διαχείριση των Ν.Π.Δ.Δ., των Ο.Τ.Α. (…)» και με το άρθρο 3 παρ. 1 του π.δ/τος 211/1996 «Σύσταση Οικονομικών Επιθεωρήσεων» (ΦΕΚ Α΄, 166), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του τελευταίου αυτού νόμου, καθορίσθηκε η κατά τομείς αρμοδιότητα της Οικονομικής Επιθεωρήσεως ως εξής: «Γ) Τομέας Επιθεώρησης Δημοσίων Διαχειρίσεων, Ν.Π.Δ.Δ. και ΔΕΚΟ. Η διενέργεια ελέγχων και ερευνών που  αφορούν:  α)  Στην οικονομική κατάσταση και στη διαχείριση των Ν.Π.Δ.Δ., των Ο.Τ.Α.… γ) Ο καταλογισμός τυχόν ελλειμμάτων ή πληρωμής μη νομίμων δαπανών και φθοράς ή απώλειας τίτλων και απαιτήσεων του δημοσίου, στις περιπτώσεις πρόκλησης ζημίας στο δημόσιο που δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία ή απρόβλεπτα γεγονότα, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις».

Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι Επιθεωρητές της Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών είναι αρμόδιοι για τη διενέργεια διαχειριστικών ελέγχων σε όλες εν γένει τις δημόσιες διαχειρίσεις, στις οποίες συγκαταλέγονται οι διαχειρίσεις των πρωτοβάθμιων Ο.Τ.Α., καθώς και για τον καταλογισμό των υπολόγων με τα ελλείμματα που διαπιστώνονται κατά τη διενέργεια των ελέγχων αυτών.

Οι οικονομικοί επιθεωρητές  μόνο βάσει εντολής διενεργούν δημοσιονομικό έλεγχο οπότε μπορούν να καταλογίσουν κάθε πρόσωπο. Αντίθετα όταν δεν διενεργούν έλεγχο δεν είναι αρμόδιοι να καταλογίσουν εκτός εάν ρητά τους παρέχεται η εξουσία στη συγκεκριμένη περίπτωση με ειδικό νόμο. Πάντως μπορούν αντί να καταλογίσουν να διαβιβάσουν  την πορισματική έκθεση στο ΕΣ.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 56 του ν. 2362/1995 και 1 και 12 του ν.δ. 1264/1942, έχουν γενική μεν αρμοδιότητα καταλογισμού μόνο όμως στις περιπτώσεις διενέργειας ελέγχου στις δημόσιες διαχειρίσεις και τους υπολόγους τους και στην περίπτωση διαπίστωσης ελλείμματος σ’ αυτές, οπότε προχωρούν στον καταλογισμό όχι μόνο του υπολόγου αλλά και του συνευθυνομένου και του αχρεωστήτως λαβόντα. 

Αντίθετα στην περίπτωση διαπίστωσης πληρωμής μη νομίμων δαπανών που γίνεται από μόνη της και ανεξάρτητα από τη διενέργεια ελέγχου στη διαχείριση δημοσίου υπολόγου έχουν αρμοδιότητα καταλογισμού μόνο όπου ρητά τους παρέχεται. Στις περιπτώσεις αυτές δεν εμπίπτουν και οι μη νόμιμες δαπάνες που έχουν πληρωθεί όμως με χρηματικά εντάλματα .Οι διατάξεις του άρθρου 33 του ν. 2362/1995 αφορούν ειδικά στον καταλογισμό υπαλλήλων και αχρεωστήτως λαβόντων σε περίπτωση πληρωμής μη νομίμων δαπανών, οι οποίες όμως διαπιστώνονται ανεξάρτητα από τη διενέργεια ελέγχου στη διαχείριση ενός δημοσίου υπολόγου και τη διαπίστωση ελλείμματος σ’ αυτή.  Οι διατάξεις αυτές απονέμουν αρμοδιότητα καταλογισμού στον Οικονομικό Επιθεωρητή σε βάρος του αχρεωστήτως λαβόντα, μόνο όταν οι μη νόμιμες δαπάνες καταβλήθηκαν σ’ αυτόν με τίτλους πληρωμής που δεν έχουν εκδοθεί από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου. Αντίθετα, ο Οικονομικός Επιθεωρητής δεν έχει αρμοδιότητα να καταλογίσει μη νόμιμες δαπάνες όταν αυτές καταβλήθηκαν με χρηματικά εντάλματα πληρωμής που εκδόθηκαν από τις εν λόγω Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου. Για τον καταλογισμό των αχρεωστήτως λαβόντων με τις δαπάνες αυτές που έγιναν με χρηματικά εντάλματα, είναι αρμόδιος, μόνο ο διατάκτης και μόνο στην ειδική περίπτωση που διαπιστωθεί εκ των υστέρων, βάσει νέων στοιχείων, ότι η πληρωμή έγινε με μη νόμιμα δικαιολογητικά ή λανθασμένο υπολογισμό ( ΕΣ Ι τμ., 2626/2006) .

Μετά την περάτωση του ελέγχου και πριν την έκδοση καταλογιστικής πράξης πρέπει να εκδώσουν πορισματική έκθεση. Η πορισματική έκθεση πρέπει να έχει χρονολογία εκδόσεως προγενέστερη της πράξης καταλογισμού και να επιδοθεί σε αυτόν πριν την πράξη καταλογισμού σε διάστημα τουλάχιστον 48 ωρών, άλλως έχει παραβιασθεί το δικαίωμα ακροάσεως του. Πρέπει να σημειωθεί ότι η νομοθεσία για την οικονομική επιθεώρηση δεν προβλέπει τη σύνταξη πορισματικής έκθεσης. Η σύνταξη πορισματικής έκθεσης εξυπηρετεί την αναγκαιότητα ενημέρωσης του διοικητικού οργάνου (Υπουργού Οικονομικών), το οποίο έδωσε την εντολή διενέργειας του διαχειριστικού ελέγχου  και παράλληλα καλύπτει και το δικαίωμα ακροάσεως του καταλογιζομένου που δεν μπορεί να καλυφθεί με την τυχόν διενεργηθείσα κατάθεσή του στην ΕΔΕ ή σε Ποινικό Δικαστήριο ή σε ποινική προδικασία (ανάκριση, προανάκριση, προκαταρκτική εξέταση)

Οι οικονομικοί επιθεωρητές δεν μπορούν όμως να καταλογίσουν αστική ευθύνη (καταλογισμός θετικής ζημίας)  κατ΄άρθρο 68 ΚΝΕΣ, διότι αυτή βάσει της αρχής της νομιμότητας καθορίζει ως αρμόδιο όργανο το Ελεγκτικό Συνέδριο.

2.β. Ο ΔΙΑΤΑΚΤΗΣ

Ο Διατάκτης  (46§4 ΚΝΕΣ,33 και 56§4 ΚΔΛ και 96§2 ΔΛ). Είναι αρμόδιος να καταλογίσει πληρωμές  μη νόμιμων δαπανών  που δεν εκδίδονται από τις ΥΔΕ, δηλ. δεν υπόκεινται  σε προληπτικό έλεγχο. Καταλογίζεται ο εκκαθαριστής αποδοχών και ο αχρεωστήτως λαβών. (ΕΣ Ολομ.1758/10, Ι τμ.1090/12,490,2789,2790/11). Επίσης καταλογίζει τους αχρεωστήτως λαβόντες βάσει νέων στοιχείων που προέκυψαν εκ των υστέρων για πληρωμές που έγιναν βάσει χρηματικού εντάλματος αλλά μετά από λογιστικό σφάλμα ή χωρίς νόμιμα δικαιολογητικά. Παράλληλα ευθύνονται για μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με οποιοδήποτε τίτλο και καταλογίζονται και οι υπάλληλοι που από δόλο ή βαρεία αμέλεια συνέπραξαν ή προέβησαν ή συνέπραξαν ως συνευθυνόμενοι στην έκδοση των τίτλων πληρωμής για μη νόμιμη δαπάνη. Δηλαδή εδώ η ευθύνη των συνευθυνομένων είναι μόνο για δόλο ή βαρειά αμέλεια. Αντίθετα ο αχρεωστήτως λαβών ευθύνεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητα.

Σε επίπεδο υπουργείων  καταλογίζουν οι  Διευθύνσεις Εκκαθάρισης, Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Αποδοχών του Γ.Λ.Κ.

 Ο δήμαρχος είναι εκκαθαριστής αποδοχών και δεν έχει αρμοδιότητα καταλογισμού των αχρεωστήτως λαβόντων υπαλλήλων.

Ο δήμαρχος όμως έχει αρμοδιότητα : α)  να καταλογίζει για χρηματικά ελλείμμα­τα μόνον τους υπολόγους χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής (άρθρο 32 Β.Δ 1958), τους διαχειριστές της πάγιας προκαταβολής (άρθρο 35) και τους ταμειακούς υπολόγους (άρθρο 77) (ΕΣ 2635/2014, VII τμ.).

β) Επίσης μπορεί να  καταλογίσει αχρεωστήτως λαβόντες  που πληρώθηκαν με τίτλους πληρωμής των ΥΔΕ εάν εκ των υστέρων βάσει νέων στοιχείων προκύψει ότι η πληρωμή  έγινε με μη νόμιμα δικαιολογητικά  ή με λανθασμένα (ΕΣ IV 869/12, Ι τμ. 2626/06).

Γ) Να καταλογίζει  υπολόγους ΝΠΔΔ που δεν έχουν λογιστικό ή οικονομικό κανονισμό και έχουν εξαιρεθεί από το ν.δ 496/74 (ΕΣ Ολομ. 750/2002).

Αντίθετα δεν μπορεί να καταλογίσει τα ΝΠΔΔ που υπάγονται στο νδ 496/74 (ΕΣ IV 715/10).

Επίσης  μπορούν να καταλογίσουν οι εκκλησιαστικοί διατάκτες  και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔΙΣ) βλ. ΕΣ Ολομ. 1026/11, 196/10.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ :

Το ν.δ. 721/1970 «Περί Οικονομικής μερίμνης και Λογιστικού των Ενόπλων Δυνάμεων» (ΦΕΚ Α’, 251) ορίζει, στο άρθρο 19, ότι «1. Την ανωτά- την οικονομικήν εξουσίαν εν τω Υπουργείω Εθνικής Αμύνης ασκεί ο Υπουρ­γός, συμφώνως προς τας γενικάς διατάξεις περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστι­κού και τας ειδικώς διατάξεις του παρόντος. 2. Η Οικονομική εξουσία δύναται … να μεταβιβάζηται … εις κεντρικά και περιφερειακά όργανα της Διοικήσεως των Ενόπλων Δυνάμεων …», στο άρθρο 20, ότι «1. Αι δαπάναι των Ενόπλων Δυνάμεων εντέλλονται υπό του Κυρίου Διατάκτου ή των Επιτρόπων τούτου Δευτερευόντων Διατακτών. 2. Κύριος Διατάκτης του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης, ήτοι ανώτατον όργανον εντολής των δαπανών εις βάρος του Δημοσί­ου, είναι ο Υπουργός, δυνάμενος, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων της παρα­γράφου 2 του άρθρ. 19 του παρόντος να μεταβιβάζη το όλον ή μέρος της ειδι­κής ταύτης εξουσίας του εις έτερον ή έτερα όργανα της Ιεραρχίας εν εκάστω Κλάδω …», στο άρθρο 23, ότι «1. Παρά τω Αρχηγείω Ενόπλων Δυνάμεων, ως και παρ’ εκάστω Κλάδω των Ενόπλων Δυνάμεων, οργανούνται ειδικαί Οικο- νομικαί Υπηρεσίας αίτινες αποτελούν τα όργανα διά των οποίων εκδηλούται η οικονομική μέριμνα, …», στο άρθρο 24, ότι «1. Η οργάνωσις των Υπηρεσιών δι’ ων ασκείται η οικονομική μέριμνα … βασίζεται επί της αρχής της διακρί- σεως τούτων, εις: α. Διεύθυνσιν. β. Εκτέλεσιν. γ. Οικονομικόν Έλεγχον. δ. Οι­κονομικήν Επιθεώρησιν. 2. Εκάστη των ανωτέρω λειτουργιών … περιλαμβάνει τα κάτωθι: α … β. … γ, Ο “Οικονομικός Ελεγχος” την εκκαθάρισιν λογαρια­σμών πάσης κατηγορίας …» και στο άρθρο 108, ότι «1. … 3. Επί θεμάτων, περί ων δεν προβλέπει το παρόν … εφαρμόζονται αι ισχύουσαι διατάξεις περί Κώδι- κος Δημοσίου Λογιστικού». Συναφώς ο ν. 2362/1995 «Περί Δημόσιου Λογι­στικού, ελέγχου των δαπανών του κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’, 247), όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης όρι­ζε, στο άρθρο 23, ότι «1. … 2. Οι Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου και τα Ειδικά Λογιστήρια είναι υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών (Γενικό Λο­γιστήριο του Κράτους), ανεξάρτητες από τους φορείς των οποίων ελέγχουν ης δαπάνες. 3. … 4. Οι Υ.Δ.Ε. έχουν ης ακόλουθες γενικές αρμοδιότητες: α) … β) Ελέγχουν τη νομιμότητα και κανονικότητα και προβαίνουν στην εκκαθάριση και εντολή πληρωμής των δημοσίων δαπανών … 5. Τα Ειδικά Λογιστήρια έ­χουν ης αρμοδιότητες α), στ), ζ) και η) της προηγούμενης παραγράφου, όσον αφορά τις δαπάνες του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας», στο άρθρο 26, ότι 1. Οι δαπάνες του Δημοσίου ελέγχονται, εκκαθαρίζονται και εντέλλονται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου … 5. Η εκκαθάριση και εντολή πληρω­μής των δαπανών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας ενεργείται σύμφωνα με τη διέπουσα αυτό νομοθεσία» και στο άρθρο 33, ότι «1. Μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με οποιονδήποτε τίτλο πληρωμής καταλογίζονται: α) … β) στο λαβόντα … σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής, ανεξάρτητα από υπαι­τιότητα αυτού. 2. Αρμόδιο όργανο για τον καταλογισμό μη νόμιμων δαπανών, που πληρώθηκαν με τίτλους πληρωμής που δεν εκδίδονται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου, είναι ο διατάκτης και οι κάθε ειδικότητας επιθεω­ρητές … και σε κάθε περίπτωση το Ελεγκτικό Συνέδριο. … Ο ανωτέρω διατά- κτης είναι αρμόδιος και για τον καταλογισμό των αχρεωστήτως λαβόντων με τίτλους πληρωμής της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου, εφόσον διαπι­στωθεί εκ των υστέρων, βάσει νέων στοιχείων, ότι η πληρωμή έγινε με μη νό­μιμα δικαιολογητικά ή λανθασμένο υπολογισμό». Τέλος, σύμφωνα με το άρ­θρο 3 του, ισχύοντος κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης π. δ. 206/2001 «Σύσταση Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου και Ειδικού Λογι­στηρίου …» (ΦΕΚ Α’ 163), «Στη Γενική Γραμματεία Δημοσιονομικής Πολιτι­κής – Γ.Λ Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών, συνιστάται Ειδικό Λογι­στήριο στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας…», μεταξύ των αρμοδιοτήτων του ο­ποίου δεν περιλαμβάνεται η εκκαθάριση και εντολή πληρωμής των δαπανών των Ενόπλων Δυνάμεων.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω μη νόμιμες δαπάνες στην έννοια των οποίων περιλαμβάνεται και κάθε αχρεώστητη πληρωμή, μπορούν να καταλογιστούν σε βάρος των λαβόντων και με απόφαση του αρμόδιου διατάκτη, εφόσον πρό­κειται για δαπάνες που δεν πληρώθηκαν με τίτλους πληρωμής (χρηματικά εντά­λματα) που εκδόθηκαν από ης Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου του Υπουρ­γείου Οικονομικών. Οι δαπάνες του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας εκκαθαρίζο­νται από τις ειδικές οικονομικές υπηρεσίες των Ενόπλων Δυνάμεων και εντέλλονται από τον κύριο διατάκτη τους δηλαδή τον Υπουργό, τους δευτερεύοντες διατάκτες ή άλλα κεντρικά ή περιφερειακά όργανα των Ενόπλων Δυνάμεων, κατά το μέρος που η σχετική εξουσία τους έχει μεταβιβαστεί, και όχι από Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου, καθόσον το Ειδικό Λογιστήριο στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, που υπάγεται στο Υπουργείο Οικονομικών, δεν είναι αρμόδιο για την εκκαθάριση και την έκδοση εντολών πληρωμής των δα­πανών του Υπουργείου. Ως εκ τούτου κάθε μη νόμιμη δαπάνη του Υπουργείου που αφορά σε χρηματικό ποσό που καταβλήθηκε αχρεωστήτως μέσω χρηματι­κού εντάλματος ή με άλλο τίτλο πληρωμής αρμοδίως καταλογίζεται με από­φαση του Υπουργού ή των εξουσιοδοτημένων από αυτόν οργάνων του Υπουρ­γείου Εθνικής Άμυνας ανεξαρτήτως του αν η πληρωμή της στηρίχθηκε σε μη νόμιμα δικαιολογητικά ή λανθασμένο υπολογισμό.[ΕΣ 2991/2014, V τμ.].

ΠΥΡΟΠΑΘΕΙΣ :  Αρμόδιος καταλογισμού είναι οι Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.).

Με την υπ΄αριθμ.  2/42589/0026/2.6.2008 “Διαδικασία ελέγχου των δικαιολογητικών των Οικονομικών Ενισχύσεων των πυροπαθών από τις πυρκαγιές κατά το έτος 2007” κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών – Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ 1096 Β΄), η οποία ορίζει, στην παρ. 10, ότι «Στις περιπτώσεις μη νομίμων πληρωμών, η οικεία Υ.Δ.Ε. αποστέλλει στον λαβόντα δύο έγγραφες ειδοποιήσεις για την άμεση επιστροφή του ποσού, με ημερολογιακή απόσταση μεταξύ τους δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών και από την ημερομηνία αποστολής της τελευταίας ειδοποίησης, ο λαβών θεωρείται αχρεωστήτως εισπράξας και εμπίπτει στις διατάξεις της επόμενης παραγράφου» και, στην επόμενη παρ. 11, ότι «Σε περίπτωση διαπίστωσης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, καταλογίζεται ο λαβών κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου δεύτερου του ν.3624/2007 … Εάν διαπιστωθεί ότι έχουν πραγματοποιηθεί πληρωμές από υπαλλήλους της πληρώτριας τράπεζας με την υποβολή της αίτησης-υπεύθυνης δήλωσης συμπληρωμένης με ανακριβή στοιχεία ταυτότητας ή με εκπρόθεσμες αιτήσεις, καταλογίζεται εις ολόκληρον και η πληρώτρια Τράπεζα ή το πιστωτικό ίδρυμα (παρ. 2 άρθρου 33 του ν. 2362/1995). Αρμόδιος για τον καταλογισμό μη νομίμων δαπανών είναι ο Προϊστάμενος της οικείας Υ.Δ.Ε.».(ΕΣ, τμ.Ι 2195/2012 ).

Επίσης με νεότερο νόμο και ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης διοίκησης.