ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
Θεσμικό πλαίσιο : το ΠΔ 18/1989 και εφόσον υπάρχει θέμα που δεν ρυθμίζεται από αυτό , εφαρμόζεται αναλογικά ο ΚΠολΔ (α.40 πδ 18/89).
Εάν δικάσει υπόθεση ουσίας επι πιλοτικής δίκης εφαρμόζει τον ΚΔΔ. Επίσης στην αναίρεση εφαρμόζει και τον ΚΔΔ για να διαγνώσει τυχόν δικονομικό λάθος της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης.
Δικάζει επι των εξής ενδίκων βοηθημάτων και μέσων:
1.Ακυρωτικό ένδικο βοήθημα : Αίτηση ακύρωσης.
2.Ακυρωτικά ένδικα μέσα :
Α) Έφεση επι οριστικών αποφάσεων των πρωτοβάθμιων ακυρωτικών Δικαστηρίων (58).
Β) Τριτανακοπή επι οριστικών ακυρωτικών αποφάσεων (51)
Γ) Αίτηση επανασυζητήσεως (27§5) .
Δ) Αίτηση κατά της εν συμβουλίω αποφάσεως του άρθρου 34Α και 34Β για επ΄ακροατηρίου συζήτηση (34Α §2, 34Β §2).
Ε) Αίτηση διόρθωσης και ερμηνείας των αποφάσεων ( 68και 69).
Στ) Αίτηση επανάληψης διαδικασίας (69Α).
3. Ένδικα βοηθήματα ουσίας : υπαλληλική προσφυγή (41), προσφυγές αιρετών ΟΤΑ, προσφυγή του άρθρου 18§3 Σ.
4. Ένδικα μέσο επι διαφορών ουσίας : Αναίρεση κατά ανέκκλητων ή τελεσίδικων αποφάσεων των Δικαστηρίων ουσίας.
Οιονεί ένδικα βοηθήματα :
1.Αίτηση πρότυπης δίκης (α.1 Ν3900/10).
2.Αίτηση επιτάχυνσης (α.33Α πδ 18/89)
3.Αίτηση δίκαιης ικανοποίησης (52-55 ν.4055/12).
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΑΚΥΡΩΤΙΚΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ (17).
Περιεχόμενο δικογράφου αρ. 17 § 2
1) Όνομα αιτούντος, πατρώνυμο δεν απαιτείται. Σε κάθε περίπτωση εάν το όνομα δεν αναφέρεται αλλά προκύπτει από το δικόγραφο με βεβαιότητα η ταυτότητα του αιτούντος δεν είναι απαράδεκτο το δικόγραφο (υπόθεση τέως βασιλέα Κωνσταντίνου).
2) Διεύθυνση Κατοικίας
3) Χρονολογία : Δεν επιφέρει απαράδεκτο εφόσον βεβαιούται στο σώμα του δικογράφου από τον αριθμό και χρονολογία καταθέσεως κατά αρ. 19 §1
4) Προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση.
Η αόριστη μνεία ότι ζητείται η ακύρωση σε κάθε συναφούς πράξης ή απόφασης δεν υποχρεώνει το δικαστήριο να ερευνήσει το αίτημα και είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας (αρ. 17 § 3)
5) Ιδιόχειρη υπογραφή από δικηγόρο διορισμένο σε πρωτοδικείο της χώρας, ενώ στην υπαλληλική μπορεί να υπογράφει ο ίδιος ο αιτών. Τα δικόγραφα του δημοσίου τα υπογράφει λειτουργός του ΝΣΚ ή και δικηγόρος, ενώ των ΝΠΔΔ και των ανεξάρτητων αρχών Δικηγόρος εφόσον δεν εκπροσωπούνται από το ΝΣΚ , άλλως και το ΝΣΚ (πχ ΙΚΑ).
Εάν δεν υπάρχει υπογραφή το δικόγραφο είναι απαράδεκτο εκτός εάν υπάρχει υπογραφή στη πράξη κατάθεσης και προκύπτει με σαφήνεια η ταυτότητα και η σοβαρότητα της προθέσεως του καταθέντος να ασκήσει το ένδικο βοήθημα.
6) Συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως.
Τα ίδια ισχύουν και για τα λοιπά βοηθητικά ή επικουρικά μη αυτοτελή δικόγραφα (προσθετοί λόγοι, παρέμβαση, τριτανακοπή κλπ).
Αντίκλητος αρ. 18
Αντίκλητος είναι το φυσικό πρόσωπο που μπορεί να δέχεται επιδόσεις διαδικαστικών εγγράφων αντί και για λογαριασμό του διαδίκου.
Προυποθέσεις
1. Κάτοικος Αθηνών (απόρροια του ανακριτικού συστήματος)
2. Αναφορά διεύθυνσης
Τρόποι διορισμού
1. Δικόγραφο
2. Δήλωση στη Γραμματεία
3. Συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο
4. Ρήτρα σε σύμβαση
Αυτοδικαίως λογίζεται ο δικηγόρος που υπογράφει το δικόγραφο, εφόσον να είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο Αθηνών ή Πειραιά. Άλλως πρέπει να διοριστεί πρόσωπο που κατοικεί στην Αθήνα. Ο Δικηγόρος ,που παραστάθηκε στο ακροατήριο είναι αντίκλητος αυτοδικαίως μέχρι και την έκδοση της οριστικής απόφασης. Σύμφωνα με το άρθρο 21§2 περ.3 επί ακυρωτικής εφέσεως παραδεκτώς η κοινοποίηση αυτής γίνεται στον δικηγόρο του εφεσίβλητου ιδιώτη που παρατάθηκε κατά την έκδοση της οριστικής απόφασης , εφόσον δεν έχει γνωστοποιηθεί στο Δικαστήριο αλλαγή του.
Οι κοινοποιήσεις γίνονται είτε στον διάδικο είτε στον αντίκλητο αρ. 18§5
ΤΡΟΠΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΚΥΡΩΤΙΚΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΩΝ (Α. 17 ΚΑΙ 19)
Οι τρόποι ασκήσεως της αίτησης ακύρωσης και υπαλληλικής προσφυγής είναι τρείς : α) κατάθεση στη γραμματεία του ακυρωτικού δικαστηρίου, β) κατάθεση σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή και γ) ηλεκτρονική κατάθεση.
Ειδικότερα :
α) Με αυτοπρόσωπη κατάθεση του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του Δικηγόρου (η πληρεξουσιότητα τεκμαίρεται) στη γραμματεία του ακυρωτικού Δικαστηρίου. Ο καταθέτης μπορεί να είναι και εξουσιοδοτημένο πρόσωπο από τους ανωτέρω , άρα μπορεί και ο ασκούμενος δικηγόρος (αρ. 17 §1).
Ο καταθέτης πρέπει να παραδώσει στο γραμματέα το πρωτότυπο δικόγραφο που πρέπει να είναι υπογεγραμμένο από Δικηγόρο διορισμένο σε πρωτοδικείο της χώρας (αρ. 19 § 1).Η υπαλληλική προσφυγή μπορεί να υπογράφεται από και από τον ίδιο τον προσφεύγοντα (αρθ. 17§4). Συνεπώς δεν είναι δυνατή η άσκηση με συστημένη επιστολή ή η με άλλο τρόπο υποβολή του δικογράφου στη γραμματεία πχ με courier.
Ο γραμματέας προβαίνει σε άμεση καταχώριση σε ειδικό βιβλίο στο οποίο υπογράφει και ο καταθέτων. Υπερισχύει η χρονολογία του βιβλίου σε περίπτωση αμφισβήτησης. Αν το δικόγραφο που κατατέθηκε δεν είναι υπογεγραμμένο από δικηγόρο είναι καταρχήν απαράδεκτο. Μπορεί όμως να αναπληρωθεί η έλλειψη υπογραφής εάν ο Δικηγόρος εμφανιστεί κατά την συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως και επιδείξει την σοβαρή πρόθεση να συζητηθεί η υπόθεση οπότε διασώζεται το δικόγραφο εφόσον προκύπτει ότι έχει υπογράψει στο ειδικό βιβλίο καταθέσεως δικογράφων.
Β) Κατάθεση σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή (19§2).
Πάλι απαιτείται αυτοπρόσωπη κατάθεση του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του Δικηγόρου (η πληρεξουσιότητα τεκμαίρεται) και το αρμόδιο όργανο συντάσσει πράξη καταθέσεως η οποία ενσωματώνεται στο δικόγραφο ή επισυνάπτεται αν δεν υπάρχει χώρος στο δικόγραφο σε ιδιαίτερο έγγραφο (αρ. 19 § 7). ΠΧ κατάθεση της αίτησης ακύρωσης που απευθύνεται στο ΣτΕ στο Αστυνομικό τμήμα, στο Ειρηνοδικείο, στην 16η Μεραρχία, στη Γραμματεία του Καποδιστριακού. Προσοχή όχι σε εσωτερικές γραμματείες , όπως πχ στην γραμματεία του πρυτάνεως. Πρέπει να είναι αρχή που έχει εξωτερική επαφή με το κοινό. Πχ ΚΕΠ (νπδδ).
Εάν την αίτηση ακύρωσης την ασκεί δημόσια αρχή πχ ΟΤΑ δεν επιτρέπεται να γίνει κατάθεση στη γραμματεία του. Πρέπει να καταθέσει σε άλλη δημόσια αρχή Αντίθετα ο διάδικος εφόσον είναι ιδιώτης μπορεί να καταθέσει το δικόγραφο και στην δημόσια αρχή που εξέδωσε την πράξη.
Η δημόσια αρχή πρέπει να καταχωρίσει το πρωτότυπο δικόγραφο στο πρωτόκολλο της δίδοντας του αύξοντα αριθμό και χρονολογία κατάθεσης. Εν συνεχεία θα πρέπει να συντάξει πάνω στο κατατεθέν πρωτότυπο την πράξη κατάθεσης ή ένα δεν υπάρχει χώρος να την συντάξει σε ιδιαίτερο έγγραφο που θα επισυνάψει νομοτύπως στο πρωτότυπο. Η αρχή θα πρέπει να στείλει εν συνεχεία υπηρεσιακώς το πρωτότυπο στο ακυρωτικό Δικαστήριο προς το οποίο αυτό απευθύνεται. Σε κάθε περίπτωση εάν η αρχή δεν το περάσει στο πρωτόκολλο η ακυρότητα δεν μπορεί να αντιταχθεί στον αιτούντα διότι είναι εκτός της σφαίρας της επιρροής του.
Η πράξη κατάθεσης πρέπει να φέρει :
1. Τον αριθμό πρωτοκόλλου, αν δεν φέρει αριθμό πρωτοκόλλου αναπληρούται από το αριθμό που αναγράφεται στο πρωτόκολλο εισερχομένων
2. Χρονολογία , αν δεν φέρει χρονολογία δεν είναι άκυρο εφόσον προκύπτει από το πρωτόκολλο εισερχομένων. Η χρονολογία του πρωτοκόλλου υπερισχύει σε περίπτωση διαφοράς με την χρονολογία της πράξης κατάθεσης.
3.Υπογραφή καταθέτη. Εάν ελλείπει αναπληρούται από την υπογραφή του επί του δικογράφου .
4. Υπογραφή του δημοσίου οργάνου που παρέλαβε το δικόγραφο.
Οι ελλείψεις στην πράξη κατάθεσης δεν μπορεί να οδηγούν σε ακυρότητα του δικογράφου εάν οφείλονται σε λάθος της δημόσιας αρχής ( Κούτρας κατά Ελλάδος ακώλυτη άσκηση δικαιώματος και πρόσβαση στη δικαστική προστασία 6 § 1 ΕΣΔΑ).
Ειδικά η κατάθεση ακυρωτικής έφεσης (19§5): Με κατάθεση ΜΟΝΟ στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την οριστική ακυρωτική εκκαλουμένη απόφαση . Συντάσσεται έκθεση σε ιδιαίτερο βιβλίο ενδίκων μεσών και υπογράφει ο καταθέτων.
Ειδικά η αναίρεση (19§6): κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και συντάσσεται πάνω στο πρωτότυπο του δικογράφου της αναίρεσης πράξη κατάθεσης.
Γ) Με ηλεκτρονικό μέσο που φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή (19§8).
Μετά την κατάθεση
Κατά το ανακριτικό σύστημα το Δικαστήριο προχωρεί στις εξής ενέργειες :
Ο Πρόεδρος σε εύλογο χρόνο εκδίδει πράξη αρ. 20 για ορισμό εισηγητή και ορισμό δικασίμου, η οποία σημειώνεται και στο πινάκιο και δίνει εντολή να ανακοινωθεί η δικογραφία στον εισηγητή.
Κοινοποίηση (αρ. 21).
Γίνονται κατόπιν εντολής του Προέδρου με επιμέλεια της Γραμματείας προς τον καθού κοινοποίηση αντιγράφου του δικογράφου και της πράξης του προέδρου του αρ. 20. Τουλάχιστον 20 ημέρες πρίν την δικάσιμο.
Εξαίρεση στην αναίρεση που τις κοινοποιήσεις τις κάνει ο αναιρεσείων αρ. 21 § 4. Αλλά και τους προσθέτους λόγους και την παρέμβαση.
Το άρθρο δεν προβλέπει κοινοποίηση στον αιτούντα αν και στην πράξη η γραμματεία κοινοποιεί. Πάντως έχει κριθεί ότι δεν παραβιάζεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας καθώς ο αιτών έχει εύλογο ενδιαφέρον και πρέπει να ενδιαφέρεται για το ένδικο μέσο που άσκησε και το πότε αυτό θα συζητηθεί.
Εξαιρέσεις όπου το δικαστήριο έχει υποχρέωση κοινοποίησης στον αιτούνται για:
I. νέα συζήτηση (πχ επι αιτήσεως επανασυζητήσεως αρ. 27§5)
II. περαίτερω συζήτηση (αρ. 21 § 5)
III. παραπομπών στο αρμόδιο δικαστήριο ή τμήμα (νομολογία).
Εφόσον υπάρχει υποχρέωση κοινοποίησης και δεν έγινε από την γραμματεία τότε υπάρχει ανωτέρα βία κατά άρθρο27 § 5 και μπορεί να ασκηθεί αίτηση επανασυζήτησης.
Εφόσον δεν κατοικούν στην Αθήνα ούτε ο αιτών ούτε ο αντίκλητος δεν υπάρχει υποχρέωση κοινοποίησης κατά την νομολογία.
Θεραπεία ελλείψεως κοινοποίησης αν παρίσταται και δεν αντιλέγει ο διάδικος αρ. 21 § 6.
Οι κοινοποιήσεις γίνονται για να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμα ακροάσεως. Αν δεν αντιλέγει σημαίνει οτι παραιτείται ad hoc από το δικαίωμά του.
Αν δεν παρασταθεί ο διάδικος τότε θεωρείται οτι αντιλέγει. Αν αντιλέξει ο διάδικος τότε κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και αναβάλλεται η συζήτηση σε νέα δικάσιμο.
Οι διατάξεις ως προς τις κοινοποιήσεις λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.
Σε ποια πρόσωπα πρέπει να γίνουν οι κοινοποιήσεις (αρ. 21§2)
1. Εφόσον προσβάλλεται πράξη του δημοσίου , τότε αντίδικος είναι ο καθύλη αρμόδιος Υπουργός. Αν γίνει σε αναρμόδιο υπουργό είναι απαράδεκτη η συζήτηση, οπότε αναβολή και νέα δικάσιμος. Από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι αντίδικος στην ακυρωτική δίκη είναι ο καθύλη υπουργός για κάθε πράξη οργάνων του υπουργείου του και όχι γενικά το Ελληνικό Δημόσιο.
2. Πράξη ΝΠΔΔ στο ΝΠΔΔ και στον εποπτεύονται Υπουργό (μπορεί να παρέμβει και υπερ. και κατά του κύρους της πράξης επ΄ακροατηρίου χωρίς κατάθεση δικογράφου)
3. Πράξη ΝΠΔΔ που εγκρίθηκε με πράξη εποπτεύοντος οργάνου στο ΝΠΔΔ και αρμόδιο Υπουργός που προΐσταται του εποπτεύοντος όργανου.
4. Πράξη υπηρεσιακού συμβουλίου κρίσης υπαλλήλων ΝΠΔΔ στο νπ που υπηρετεί ο υπάλληλος και στον Υπουργό που προΐσταται του οργάνου.
5. Έφεση στον εφεσίβλητο ιδιώτη είτε στον δικηγόρο που υπέγραψε αίτηση ακύρωσης ή παρέστη στη συζήτηση
Πότε δεν χρειάζεται κοινοποίηση.
1. Αν εκείνος που άσκησε το ένδικο μέσο και ο αντίκλητός του δεν κατοικούν στην διεύθυνση που δηλώθηκε αρχικά ή μεταγενέστερα
2. Αν δεν έγινε διορισμός αντικλήτου αρ. 18§3
3. Αν αντίκλητος και αιτών δεν κατοικούν στην Αθήνα
Εξουσίες Εισηγητή (αρ. 22 §§2-3)
Μπορεί να ζητεί από τους διαδίκους να προσκομίσουν όλα τα χρήσιμα, κατά την εκτίμησή του, αποδεικτικά στοιχεία (έγγραφα, εκθέσεις αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνες κλπ), Οι δημόσιες αρχές έχουν υπηρεσιακή υποχρέωση να αποστέλλουν τα στοιχεία και τις πληροφορίες που τους ζητούνται. Ο ιδιώτης έχει απλώς δικονομικό βάρος
ΣτΕ 4600/05 –> υποχρέωση αποστολής και των απόρρητων εγγράφων. Αυτά τα έγγραφα μπορούν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό της αρχής της ελέυθερης πρόσβασης του διαδίκου στα στοιχεία του φακέλου, δεν μπορούν όμως επουδενί να δικαιολογήσουν τη μη διαβίβαση στο δικαστήριο των στοιχείων που η διοίκηση χαρακτηρίζει ως απορρήτων.
Υπομνήματα
Για τον επιτιθέμενο (αιτούντα , εκκαλούντα , προσφεύγοντα , αναιρεσείοντα κλπ) είναι βοηθητικά διαδικαστικά έγγραφα και δεν επιτρέπεται να διευρύνουν το αντικειμένου της δίκης ούτε κατά το πραγματικό ούτε κατά το νομικό μέρος. Συνεπώς είναι απαράδεκτοι νέοι λόγοι ακυρώσεως, εφέσεως κλπ ή νέοι ισχυρισμοί, ή διόρθωση της αοριστίας του εισαγωγικού δικογράφου. Με το υπόμνημα απλώς ο επιτιθέμενος μπορεί να επικαλεστεί πρόσθετα επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά περιστατικά σε σχέση με του προβαλλομένους λόγους του στο κυρίως ένδικο βοήθημα ή τους προσθετούς λόγους ή να επικαλεστεί αποδεικτικά στοιχεία των λόγων και ισχυρισμών του ή να αντικρούσει ισχυρισμούς του αντιδίκου. Επιτρέπεται επίσης ο περιορισμός του αντικειμένου της δίκης (αφαίρεση, περιορισμός, παραίτηση από λόγους ακυρώσεως).
Εξαιρέσεις όπου το υπόμνημα μπορεί να περιέχει νέους ισχυρισμούς :
I. Όταν η έκθεση της Διοίκησης αποκρούει λόγους ακυρώσεως και άρα έχει εκ των πραγμάτων νέους ισχυρισμούς (οψιγενείς).
II. Όταν υποβάλλεται μετά από προδικαστική απόφαση για προσκόμιση νέων αποδεικτικών και περαιτέρω συζήτησης (αρ. 21§5) μπορεί με το υπόμνημά του να αντικρούσει τα νέα στοιχεία με νέους ισχυρισμούς
III. Επί ενδοστρεφούς δίκης, αφού ο καθ’ου δεν έχει δυνατότητα έκθεσης απόψεων .
Λόγοι που λαμβάνονται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο μπορεί να προταθούν το πρώτον με το υπόμνημα απαραδέκτως μεν αλλά ως “ευχή” προς το δικαστήριο για να τους λάβει αυτεπάγγελτα υπόψη (πχ παραδεκτό, δικαιοδοσία, ακυρότητες, αντισυνταγματικότητας κλπ).
Αντίθετα το υπόμνημα του αμυνόμενου είναι το εισαγωγικό του αμυντικό δικόγραφο και μπορεί να προτάξει το πρώτον ισχυρισμούς και πραγματικά περιστατικά.
Τρόπος άσκησης: Με κατάθεση στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εκκρεμεί το κυρίως δικόγραφο υπογραφόμενα από Δικηγόρο 6 μέρες πριν την συζήτηση. Στην ίδια προθεσμία πρέπει να κατατεθούν(προαποδεικτικά ) και όλα τα επικαλούμενα στο υπόμνημα ή το κυρίως δικόγραφο αποδεικτικά μέσα. ¨Άλλως είναι απαράδεκτα.
Επίσης με άδεια του Προέδρου μπορούν σε προθεσμία που θα ορίσει αυτός να κατατεθούν και υπομνήματα αντικρούσεως των ισχυρισμών που αναπτύχθηκαν στο ακροατηρίου από κάθε διάδικο που θα το συζητήσει.
Πληρεξουσιότητα του αρ. 27
Τρόποι Παροχής της αρ. 27 § 1
Ι. Από φυσικό πρόσωπο
α) Γενική ή ειδική συμβολαιογραφική πράξη
Γενική συμβολαιογραφική πράξη ισχύει για 5 χρόνια αρ. 97 § 3 ΚΠολδ
β) Συνυπογραφή από τον ιδιώτη στο δικόγραφο. Θεωρείται ως βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής. Πρέπει όμως να παρασταθεί ο δικηγόρος στο ακροατήριο για να αποδείξει την δικηγορική του ιδιότητα (ΟλΣτΕ 1570/2001). Αν δεν παρασταθεί πρέπει να προσκομισθεί συμβολαιογραφική πράξη είτε να εμφανισθεί ο διάδικος στο ακροατήριο να τον νομιμοποιήσει είτε να παρασταθεί ο διάδικος με άλλο δικηγόρο. Αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτο ως ανομιμοποίητο. Στην πράξη δίνεται αναβολή από το ΣτΕ για νομιμοποίηση κατ’ αίτηση του διαδίκου ή εμφανιζόμενου ως πληρεξουσίου (αρ. 27 § 3)
γ) Προφορική δήλωση του διαδίκου στο ακροατήριο
ΙΙ. Από νομικό πρόσωπο
α) Γενικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο και η άδεια του ΔΣ , αν δεν υπάρχει άδεια οργάνου τεκμαίρεται οτι ο νόμιμος αντιπρόσωπος ενεργεί με την άδεια του οργάνου, δεν αφορούν το δικαστήριο οι εσωτερικές σχέσεις του νπ.
β) Ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο πρέπει να περιέχει εντολή για τη συγκεκριμένη δίκη (αρ. 27 § 1).
γ) Προφορική δήλωση στο ακροατήριο
ΠΡΟΣΟΧΗ : απαιτείται πάντα η προσκόμιση του τελευταίου Καταστατικού του ΝΠ για να προκύπτει ο νόμιμος εκπρόσωπος.
Αναδρομικότητα πληρεξουσίου αρ. 27 § 2. Τεκμαίρεται οτι το πληρεξούσιο ισχύει αναδρομικά και καλύπτει πράξεις προδικασίας και υπογραφή αιτήσεως ακυρώσεως ακόμη και από άλλο δικηγόρο.
Μεταγενέστερη προσκόμιση στοιχείων νομιμοποίησης με αίτηση του διαδίκου αρ.(27 § 3)
Ο Δικηγόρος που παραστάθηκε στο ακροατήριο χωρίς πληρεξούσιο μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο κατά την συζήτηση της υπόθεσης να προσκομίσει το πληρεξούσιο οπότε το δικαστήριο μπορεί : α) να αναβάλει τη συζήτηση, ή β) να τάξει εύλογη προθεσμία που δεν παρατείνεται , για να το προσκομίσει στην γραμματεία. Εάν δεν προσκομιστεί τότε θεωρείται ότι ο δικηγόρος δεν παραστάθηκε και δικάζεται ερήμην ο διάδικος. Στη περίπτωση αυτή το Δικαστήριο εξετάζει την νομιμοποίηση του υπογράφοντος δικηγόρου που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που πρέπει να ισχύει κατά την συζήτηση (εντός της τελευταίας πενταετίας) και εάν δεν υπάρχει τότε το δικόγραφο απορρίπτεται ως απαράδεκτο (ανομιμοποίητο).
Κλήση για συμπλήρωση στοιχείων νομιμοποίησης μέσα σε εύλογη προθεσμία εφόσον (αρ. 27 § 3 και 33 § 3).
Προϋπόθεση να υπάρχει πληρεξουσιότητα αλλά με ελλείψεις. Αποτελεί ευχέρεια του εκτιμητική ευχέρεια δικαστηρίου
Διάρκεια ισχύος του γενικού πληρεξουσίου – χρόνος νομιμοποίησης (αρ. 27 § 6)
Γενικό πληρεξούσιο η ισχύς του οποίου έχει παύσει κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, κατά το άρθρο 97 § 3 ΚπολΔ, δεν λαμβάνεται υπόψιν για τη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου, έστω και αν ίσχυε κατά το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου ( Ο ν. 4055/12 υιοθέτησε την άποψη της μειοψηφίας ΟλΣτΕ 607/2002). Αν έχει περάσει η 5ετία από την χορήγηση του γενικού πληρεξουσίου πρέπει να δοθεί καινούργιο. To πληρεξούσιο ισχύει απεριόριστα για το παρελθόν και για 5 έτη για το μέλλον (αρ. 27 §§ 2, 6)
Πληρεξουσιότητα επι παραπομπής αρ. 34 § 2 Ν 1968/1991
Η κρίση περί νομιμοποίησης ανήκει στο αρμόδιο δικαστήριο. Άρα τυχόν νομιμοποίηση που έγινε στο αναρμόδιο δεν ωφελεί τον αιτούντα. Θα πρέπει να νομιμοποιηθεί εκ νέου.
Θάνατος διαδίκων αρ. 31
Αν κάποιος διάδικος πεθάνει
1) Η δίκη συνεχίζεται αν ο διάδοχος ή ο καθ’ ου κάνει δήλωση συνεχίσεως
2) Αν δεν γίνει δήλωση η δίκη αναβάλλεται για εύλογο χρόνο μέχρι κάποιος να κάνει δήλωση
3) Αν όχι καταργείται η δίκη
Κατάργηση της δίκης μετά από ανάκληση, ακύρωση και λήξη ισχύος (αρ.
32)
32 § 1 : Δυσμενείς πράξεις που ανακλήθηκαν ex tunc, ακυρώθηκαν ή εξαφανίστηκαν καταργούν την δίκη.
32 § 2 : Πράξεις με περιορισμένη χρονική ισχύ ή που λόγω ex nunc ανάκλησης έπαυσαν να ισχύουν, εφόσον έληξαν μετά την αίτηση ακυρώσεως, καταργούν την δίκη εκτός αν αποδειχθεί ιδιαίτερο, άμεσο, έννομο, υλικό ή ηθικό συμφέρον. Και επι ατομικών και επι κανονιστικών. Το ιδιαίτερο αυτό έννομο συμφέρον αναφέρεται κυρίως στο γεγονός οτι τα εξ αυτών απορρέοντα αποτελέσματα δεν έχουν εξαφανιστεί εξ υπαρχής (ex tunc), αλλά συνεχίζουν να προκαλούν δυσμενείς διοικητικές συνέπειες στον διοικούμενο.
Η δήλωση συνέχισης ασκείται
α) Με ιδιαίτερη γραπτή δήλωση στο δικαστήριο ως την πρώτη συζήτηση-> αναφέρει κ΄ ιδιαίτερο έννομο συμφέρον
β) Με δήλωση στο ακροατήριο του ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος και ανάλυση με το υπόμνημα πχ ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για συνταξιοδοτικά δικαιώματα .
32 § 3 : α) Αν μια δυσμενής πράξη με περιορισμένη χρονική ισχύ έπαυσε να υπάρχει μετά την αίτηση, δεν καταργείται η δίκη αν εκδόθηκε νέα πράξη ομοίου δυσμενούς περιεχομένου. Ο αιτών πρέπει να αποδείξει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον και να καταθέσει δικόγραφο 6 πλήρεις μέρες πριν από την συζήτηση. Το δικόγραφο δεν χρειάζεται να επιδοθεί, θα μπορούσε να είχε τον τίτλο “υπόμνημα συνεχίσεως”. Δηλώνεται και με αίτηση στο ακροατήριο.
Β) Αν μια διοικ. πράξη και ανακλήθηκε ex tunc και βγήκε και νέα ομοίου περιεχομένου (συνδυασμός §§1, 3) τότε εφαρμόζεται η § 3 (ΟλΣτΕ 31/2013)
Αν η πράξη ίσχυε κατά την συζήτηση σε τμήμα του ΣτΕ, τότε δεν τίθεται ζήτημα κατάργησης της δίκης αν μετά παραπέμφηκε στην Ολομέλεια
Υπόθεση “Γιαννούσης κατά Ελλάδος” : Το ΣτΕ έκρινε οτι επι προσβολής με αίτηση ακυρώσεως της ανακλητικής της πράξης περιορισμένης χρονικής ισχύος η δίκη καταργείται γιατί δεν μπορεί ο αιτών να επικαλεστεί επιτυχώς ιδιαίτερο έννομο συμφέρον. Η αίτηση ακυρώσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αλυσιτέλειας διότι ακόμη και να ακυρωθεί η ανακλητική πράξη, η διοικητική πράξη δεν μπορεί να αναβιώσει γιατί θα έχει λήξει η ισχύς της. Το ΕΔΔΑ θεώρησε στην υπόθεση “Γιαννούσης κατά Ελλάδος” την πρακτική αυτή
ως “νομικό τέχνασμα” αντίθετο στο 6 ΕΣΔΑ καθώς στοχεύει στο να αποφύγει το ΣτΕ να εξετάσει την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.
Αίτηση ακυρώσεως αρ. 45 πδ
ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ
Έννομο συμφέρον
Ιδιαίτερος δεσμός του αιτούντος, ιδιότητα ή κατάστασή του που τον συνδέει με την πράξη και επίκληση και απόδειξη υλικής ή ηθικής βλάβης από την πράξη (αρ. 47§1).
Πρέπει να είναι έννομο δηλαδή να μη αντιτίθεται στο δίκαιο ώστε να είναι άξιο έννομης προστασίας.
Δεν υπάρχει στις εξής περιπτώσεις :
1. Αλυσιτελής αίτηση ακύρωσης : όταν δεν θα έχει ο αιτών καμία ωφέλεια από την ακύρωση ή δεν συντρέχουν νόμιμες προϋποθέσεις ικανοποίησης αιτούντος. Λόγοι που είναι αλυσιτελείς σχετικά με την σύνθεση ή συγκρότηση οργάνου είναι σωρευτικώς:
α. δέσμια αρμοδιότητα οργάνου
β. μη αμφισβήτηση πραγματικών περιστατικών
γ. ούτως ή άλλως δεν ήταν επιτρεπτή η έκδοση πράξης με το περιεχόμενο που
θέλει ο διοικούμενος
2. Ευνοική πράξη
3. Ανυπόστατη πράξη
4. Ακύρωση, ανάκληση, εξαφάνιση πράξεως μετά την άσκηση (αρ. 32§1 πδ) ex tunc
Το έννομο συμφέρον μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό.
Χαρακτηριστικά του εννόμου συμφέροντος :
1. Άμεσο δηλαδή η βλάβη να αφορά απευθείας τον αιτούντα.
2. Προσωπικό να το επικαλείται και να αφορά τον ίδιο τον αιτούντα με δεσμό ιδιαίτερο λόγω σχέσης ή ιδιότητας. Στα νομικά πρόσωπα πρέπει να προκύπτει από το σκοπό που περιγράφεται στο καταστατικό τους. Εάν είναι επαγγελματικά σωματεία τότε μπορεί να αφορά κάποιο μέλος τους υπό τον όρο να είναι προσωπικό ως προς το μέλος αυτό και να μην έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των υπολοίπων μελών.
3. Ενεστώς : δηλαδή παρόν ώστε το δικαστήριο να το εντοπίζει ως συνεχόμενο σε τρία χρονικά σημεία Πρέπει να συντρέχει σε τρία χρονικά σημεία σωρευτικά: Α) κατά την έκδοση πράξης, β) άσκησης αίτησης και γ) συζήτησης της αίτησης. Αντίθετα για την παρέμβαση αρκεί να υπάρχει κατά τον χρόνο άσκησης και συζήτησης αυτής.
Απόδειξη απο το φάκελο της υπόθεσης ή απο στοιχεία που προσκομίζει ο αιτών προαποδεικτικώς (αρ.33§1 πδ)
Λόγοι εκλείψεως του εννόμου συμφέροντος :
1. αιτών έχασε την ιδιότητα
2. ανάκληση, ακύρωση ή κατάργηση πράξης αρ. 32§2
3. παύει να υφίσταται το αντικείμενο της πράξης ή παράλειψης
4. αποδοχή πράξης σαφής και ανεπιφύλακτη ή να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις
ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ(46)
60 ( ή 90 ημέρες εάν ο αιτών διαμένει στην αλλοδαπή) από την πλήρη γνώση της ατομικής πράξης ή από την δημοσίευση της (ένα είναι δημοσιευτέα ) για τους τρίτους. Εάν δεν προκύπτει πλήρης γνώση τότε από την επομένη της κοινοποίησης. Στις ατομικές γενικού περιεχομένου από την επομένη της δημοσίευσης , εκτός εάν αφορά ιδιοκτήτες απαλλοτριωμένων ή ακινήτων που περιλαμβάνονται στον καθορισμό οριογραμμής αιγιαλού οπότε γι΄αυτούς από την κοινοποίηση.
Στις κανονιστικές από την επομένη της δημοσίευσης με βάση την πραγματική κυκλοφορία του ΦΕΚ.
Η προθεσμία διακόπτεται εάν μέσα σε αυτήν ασκηθεί απλή προσφυγή ή εμπρόθεσμη ειδική.
ΦΥΣΗ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ (45)
Η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να είναι διοικητική πράξη.
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ (45§2)
Προσβάλλεται πάντα η ενδικοφανής απάντηση ή η σιωπηρή απόρριψη που ενσωματώνει την αρχική διοικητική πράξη. Εάν είναι εκπρόθεσμη η ενδικοφανής είναι εκπρόθεσμη και η αίτηση ακύρωσης, εκτός εάν η διοίκηση έδωσε λάθος πληροφορίες για την προθεσμία ή για την ύπαρξη ενδικοφανούς που όμως κατά το Νόμο δεν προβλεπόταν.
ΕΛΛΕΙΨΗ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
Η διοικητική πράξη να μην προσβάλλεται από άλλα ένδικο βοήθημα που παρέχει ισοδύναμη ακυρωτική προστασία με την αίτηση ακύρωσης. Η ανακοπή του α.217 ΚΔΔ κατά πράξεων εκτελέσεως δεν είναι παράλληλη προσφυγή.