Ο ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΑΥΤΟΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ .
Οι πράξεις της διοικήσεως πρέπει να προβλέπονται από το νόμο ή επί διακριτικής ευχέρειας , να εναρμονίζονται με αυτόν (αρχή της νομιμότητας). Στα πλαίσια αυτά και υπό το φως της αρχής του κράτους-δικαίου, έκφανση της οποίας στο χώρο του διοικητικού δικαίου αποτελεί η αρχή της νομιμότητας, η έννομη τάξη μας , οργανώνει τριπλό σύστημα ελέγχου της δράσεως της διοίκησης :
α) τον Κοινοβουλευτικό, που γίνεται από τους Βουλευτές με ερωτήσεις, επερωτήσεις κλπ, η ύλη του οποίου απασχολεί του κλάδο του Συνταγματικού δικαίου,
β) τον Δικαστικό, τον οποίο εξετάζει η διοικητική δικονομία και τέλος
γ) τον Διοικητικό Αυτοέλεγχο. Ο διοικητικός αυτοέλεγχος μπορεί να γίνεται είτε από το ίδιο το όργανο που την εξέδωσε, είτε από ειδικό διοικητικό όργανο ή ακόμη και από ειδικά όργανα με διοικητική αυτοτέλεια τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές. Ο διοικητικός αυτοέλεγχος ασκείται είτε αυτεπαγγέλτως με βάση την αρχή της ιεραρχίας, είτε συνεπεία ασκήσεως διοικητικής προσφυγής από διοικούμενο.
Οι διοικητικές προσφυγές είναι αιτήσεις του διοικούμενου προς τη Διοίκηση κατά συγκεκριμένης ρητής δυσμενούς διοικητικής πράξης με αίτημα την ανάκληση ή ακύρωση της αυτής. Διακρίνονται στις απρόθεσμες (άτυπες) που είναι συνταγματικά προβλεπόμενες (αρθ.10 Σ και 24 ΚΔΔιαδ.) και λέγονται απλές προσφυγές και στις τυπικές που προβλέπονται και ρυθμίζονται από ειδική διάταξη νόμου που προβλέπει προθεσμία ασκήσεως τους (άρθρο 25 ΚΔΔιαδ) και διακρίνονται σε ειδικές και ενδικοφανείς. Κατά την μάλλον κρατούσα άποψη δεν ασκούνται νομίμως διοικητικές προσφυγές κατά της παράλειψης νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας ή της σιωπηρής διοικητικής πράξης , εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος.
Οι διοικητικές προσφυγές διακρίνονται μεθοδολογικά σε τρεις κατηγορίες : τις απλές, τις ειδικές και τις ενδικοφανείς και δεν πρέπει να τις συγχέουμε με τις δικαστικές προσφυγές, αφού η διαφορά τους είναι προφανής , δεδομένου ότι οι διοικητικές προσφυγές ασκούνται ενώπιον διοικητικού οργάνου, ενώ οι δικαστικές είναι εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα, δηλ. απευθύνονται στα διοικητικά δικαστήρια (ένδικα βοηθήματα).
Αναστολή εκτέλεσης της διοικητικής πράξης από τη Διοίκηση (άρθρο 26 ΚΔΔσιας)
Η άσκηση των διοικητικών προσφυγών, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, δεν συνεπάγεται την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης.
Η άσκηση όμως διοικητικής προσφυγής επιτρέπει στη Διοίκηση τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν άσκησης αυτοτελούς αίτησης από τον προσφεύγοντα διοικούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ΚΔΔσιας.
Αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το αρμόδιο για την εξέταση της διοικητικής προσφυγής όργανο.
Προϋποθέσεις χορήγησης
– Άσκηση διοικητικής προσφυγής (αίτησης θεραπείας, ιεραρχικής, ειδικής ή ενδικοφανούς προσφυγής).
– Αίτηση του ενδιαφερομένου, που μπορεί να σωρευθεί στο δικόγραφο της διοικητικής προσφυγής ή να υποβληθεί χωριστά, ή και αυτεπαγγέλτως.
– Ανεπανόρθωτο ή δυσχερώς επανορθώσιμο της βλάβης του ενδιαφερομένου σε περίπτωση ευδοκίμησης της διοικητικής προσφυγής. Στάθμιση με το δημόσιο συμφέρον και το συμφέρον τρίτων προσώπων.
Η άσκηση ενδίκου μέσου ή η αίτηση δικαστικής αναστολής δεν εμποδίζει τη Διοίκηση να χορηγήσει αναστολή εκτέλεσης.
Διάρκεια ισχύος ανασταλτικού αποτελέσματος: Το ανασταλτικό αποτέλεσμα διαρκεί μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας διοικητικής προσφυγής ή την παρέλευση της προθεσμίας απάντησης επί αυτής (δηλαδή 30 ημέρες από την άσκηση της αίτησης θεραπείας, της ιεραρχικής και της ειδικής διοικητικής προσφυγής και 3 μήνες από την άσκηση της ενδικοφανούς, εκτός εάν από ειδικές διατάξεις προβλέπεται ειδική προθεσμία).
Η αναστολή αίρεται αυτοδικαίως μετά την απάντηση της Διοίκησης ή τη λήξη της προθεσμίας απάντησης.
ΟΙ ΑΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Ι. ΑΠΛΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ (αρθ.10 §1,2 Σ , 13 ΕΣΔΑ και 24 ΚΔΔσιας).
Κάθε διοικούμενος, εφόσον βλάπτεται ολικά ή μερικά από ατομική διοικητική πράξη, μπορεί να καταθέσει έγγραφο είτε στο διοικητικό όργανο που εξέδωσε την πράξη (αίτηση θεραπείας, ανακλήσεως, αναθεωρήσεως) είτε στο ιεραρχικώς προϊστάμενο όργανο ( ιεραρχική προσφυγή), με αίτημα την ανάκληση ή την τροποποίηση της ατομικής διοικητικής πράξης για λόγους είτε νομιμότητας είτε ουσίας.
Στο χώρο της διοικητικής πρακτικής απαντώνται με διάφορα ονόματα όπως : αίτηση ανακλήσεως, αίτηση θεραπείας, αίτηση αναθεώρησης, ένσταση κλπ.
Οι απλές προσφυγές δεν είναι αναγκαίο να προβλέπονται από κάποιο ειδικό νομοθέτημα, αν και αυτό δεν είναι ασύνηθες, διότι προβλέπονται ευθέως στο άρθρο 10 § 1 και 2 του Συντάγματος καθώς και από το άρθρο 24 του ΚΔΔσιας. Λόγω της Συνταγματικής της πρόβλεψης η διοίκηση δεν μπορεί ν’ αρνηθεί το δικαίωμα άσκησης απλής προσφυγής (ΣτΕ 6561/1995). Ούτε βεβαίως μπορεί να το αφαιρέσει ο απλός νομοθέτης, εκτός εάν προβλέπει κατά της συγκεκριμένης πράξης την άσκηση ειδικής ή διοικητικής προσφυγής.
Εάν η απλή προσφυγή προβλέπεται σε ειδικό Νόμο τότε πρόκειται όχι για άτυπη αλλά για τυπική απλή προσφυγή και ο νομοθέτης μπορεί να προβλέψει την δυνατότητα αυτή να στρέφεται και κατά παραλείψεων ή να υπάρχει ρητή προθεσμίας απαντήσεως του οργάνου ή να προβλέπονται και άλλες τυπικές-διαδικαστικές προϋποθέσεις άσκησης της , πλην της προθεσμίας ασκήσεως. Αν όμως ο νομοθέτης προβλέψει προθεσμία ασκήσεως τότε η προσφυγή είναι ενδικοφανής. Το κύριο χαρακτηριστικό των απλών προσφυγών είναι το απρόθεσμο της ασκήσεων των, γι΄αυτό και τις λέμε και «απρόθεσμες προσφυγές».
Η απλή προσφυγή ασκείται μόνο κατά της για πρώτη φορά εκδιδόμενης διοικητικής πράξης για την συγκεκριμένη υπόθεση, εκτός αν άλλως ορίζει ειδική διάταξη Νόμου ( ΣτΕ 1054/2006, Α’ τμ. 7μ με μειοψ.).
Προϋποθέσεις ασκήσεως : Εάν το διοικητικό όργανο απορρίψει ρητά την προσφυγή λόγω έλλειψης των νομίμων προϋποθέσεων, για παράδειγμα λόγω έλλειψης εννόμους συμφέροντος ή γιατί η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή ή γιατί δήθεν είναι εκπρόθεσμη , η απάντησή του αυτή είναι πάντα εκτελεστή πράξη και προσβάλλεται μόνο ως προς αυτούς τους τυπικούς λόγους απόρριψης (ΣτΕ 2232/2011).
1.‘Εννομο συμφέρον: την απλή προσφυγή ασκεί μόνο ο βλαπτόμενος αναφερόμενος (ενδιαφερόμενος) στην προσβαλλόμενη δυσμενή ατομική διοικητική πράξη (25§1 ΚΔΔσιας). Το έννομο συμφέρον του ταυτίζεται με αυτό της αίτησης ακύρωσης ως προς τη διάρκειά του (ενεστώς- παρόν). Δηλαδή πρέπει να υπάρχει τόσο κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, της ασκήσεως της απλής προσφυγής και της εκδόσεως της διοικητικής πράξης -απάντησης ή παράλειψης επι της διοικητικής προσφυγής.
2.Προθεσμία ασκήσεως: Είναι απρόθεσμες. Σκόπιμο όμως είναι να ασκηθούν εντός της προθεσμίας της αιτήσεως ακυρώσεως ή της δικαστικής προσφυγής για να την διακόψουν άπαξ (ΣτΕ 3363/2011). Το διοικητικό όργανο εάν δεν ορίζει άλλως ο νόμος, έχει προθεσμία δυνητικής απάντησης 30 ημέρες από την υποβολή της σε αυτό (25§2 ΚΔΔσιας). Εάν η απλή προσφυγή υποβλήθηκε σε αναρμόδια αρχή , αυτή οφείλει να την διαβιβάσει στην αρμόδια αρχή εντός 5 ημερών (25§3). Πάντως μπορεί από τις ειδικές περιστάσεις να επιβάλλεται η άσκηση εντός ευλόγου χρόνου π.χ επι νομολογίας ομοίων πράξεων ή επι πανελλαδικών εξετάσεων ή κατατακτηρίων και εν γένει επι πράξεων περιορισμένης χρονικής ισχύος (ΣτΕ 166/1993).
Η υποβολή της απλής προσφυγής μπορεί να γίνει και με συστημένη επιστολή, οπότε ημερομηνία υποβολής θεωρείται εκείνη της κατάθεσης της επιστολής (αρθ. 10§3 ΚΔΔσιας).
3.Φύση προσβαλλόμενης πράξης: Προσβάλλονται μόνο ρητές δυσμενείς ατομικές πράξεις κατά των οποίων δεν προβλέπεται άσκηση ειδικής ή ενδικοφανούς προσφυγής (25§1 ΚΔΔσιας).Συνεπώςδεν είναι επιτρεπτή η άσκηση απλής προσφυγής όταν κατά της πράξεως προβλέπεται η άσκηση ειδικής ή ενδικοφανούς προσφυγής. Εάν το όργανο πάρα ταύτα όμως επιληφθεί και εκδώσει θετική πράξη, δηλαδή η απάντησή του είναι ακυρωτική ή ανακλητική της αρχικής προσβαλλόμενης πράξης, τότε η απάντηση αυτής θα είναι άκυρη λόγω αναρμοδιότητας, αφού αρμόδιο είναι το όργανο που προβλέπει η ειδική ή ενδικοφανής που πρέπει να εκδώσει απάντηση επι τη βάσει άλλης διαδικασίας που δεν ακολουθήθηκε (ΣτΕ 1232,1228/2011).
Αντιφατική είναι η νομολογία στο θέμα εάν ασκείται απλή προσφυγή επι της απαντήσεως του ειδικού ή ενδικοφανούς οργάνου. Σε άλλες αποφάσεις απαντά η διατύπωση ότι «δεν χωρεί αίτηση θεραπείας κατά αποφάσεως που απορρίπτει ενδικοφανή προσφυγή» (ΣτΕ 3919/2007, 2231/1994). Ενώ με την απόφαση ΣτΕ 1787/2010, κρίθηκε ότι σε περίπτωση ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής στρεφόμενης κατά πράξεως που αφορά σε ζήτημα που κρίνεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων και έχει εκδοθεί υπερ ορισμένου προσώπου, εφόσον αυτή γίνει δεκτή , το πρόσωπο αυτό που βλάπτεται πλέον από την αποδοχή της ενδικοφανούς προσφυγής μπορεί να υποβάλει αίτηση θεραπείας για επανεξέταση της υποθέσεως, κατά τις γενικές διατάξεις περί απλών προσφυγών (βλ. ΣτΕ 7μ 1111/2005). Η άσκηση πάντως αίτησης θεραπείας κατά απόφασης που αποφαίνεται επί ενδικοφανούς προσφυγής δεν επιφέρει διακοπή της προθεσμίας άσκησης του ενδίκου βοηθήματος (ΣτΕ 2920/2002, 1960/1987, Ολ 1498/1979).
Επί κανονιστικών πράξεων δεν χωρεί απλή προσφυγή , δεδομένου ότι η Διοίκηση, είναι ελεύθερη να προβαίνει σε κανονιστική ρύθμιση και δεν υποχρεούται να την τροποποιήσει ή να την ανακαλέσει. Επομένως, πράξη απορρίπτουσα τέτοιου είδους αίτηση, δεν δύναται να έχει εκτελεστό χαρακτήρα (ΣτΕ 501/2009, 1818/2007, 2696/2003 επταμ., 3046/2002, 1817/1987, 2918/1984, 895/1977 – πρβλ. ΣτΕ 3767/1989, 312/1979).
Κατά την θεωρία δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση άτυπων προσφυγών κατά σιωπηρών πράξεων ( επιχείρημα από την αιτιολογική έκθεση ΚΔΔιαδ). Πάντως στη περίπτωση αυτή είναι δυνατή η άσκηση αναφοράς κατά το άρθρο 27 του ΚΔΔσιας.
4. Τρόπος άσκησης : υποβάλλονται με κάθε πρόσφορο τρόπο και δεν απαιτείται αυτοπρόσωπη κατάθεση στην αρχή. Η υποβολή της απλής προσφυγής μπορεί να γίνει και με συστημένη επιστολή, οπότε ημερομηνία υποβολής θεωρείται εκείνη της κατάθεσης της επιστολής (αρθ. 10§3 ΚΔΔσιας).
Μπορεί να ασκηθούν περισσότερες από μιας φορές κατά της ίδιας πράξης αλλά η διακοπή της προθεσμίας των ενδίκων βοηθημάτων της αίτησης ακύρωσης ή της προσφυγής του ΚΔΔ επέρχεται μόνο την πρώτη φορά. Κατά κανόνα πρέπει να έχουν γραπτή μορφή και να υπογράφονται από τον αιτούντα ή πληρεξούσιό του. Η διατύπωση πρέπει να είναι στην ελληνική γλώσσα. Δεν υποχρεούται η διοίκηση να ενημερώσει για την δυνατότητα άσκησης απλής προσφυγής, δεδομένου ότι η μη άσκησή της δεν συνεπάγεται απώλεια δικαιωμάτων ή δικονομικών βαρών.
5. Λόγοι απλής προσφυγής : Κάθε λόγος νομιμότητας ή ουσίας.
Ειδικές περιπτώσεις που περιορίζουν τους λόγους της απλής προσφυγής αποτελούν ιδίως : α) η αίτηση επανεξέτασης στο συνταξιοδοτικό και κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο (βλ. ανωτέρω στο κεφ. της ανάκλησης).
Β) Στην αναδάσωση, όπου μπορεί να γίνει επίκληση μόνο πλάνης περί τα πράγματα (ΣτΕ 838/2014).
Αποτελέσματα ασκήσεως .
Διακρίνονται σε ουσιαστικά και δικονομικά.
α) Ουσιαστικά :
Κατά την πάγια νομολογία η διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια και δεν υποχρεούται ν΄ απαντήσει επί απλής προσφυγής. Συνεπώς η αδράνεια της διοίκησης ν΄ απαντήσει δεν στοιχειοθετεί παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας ή σιωπηρά απόρριψη (ΣτΕ 100/10, 2914/96, 2830/99, ΣτΕ 1979/2013, 1294/2011, 3207/2010, 4046/2008, 2819/2001).
Η άσκηση απλής προσφυγής, σε αντίθεση με τις τυπικές προσφυγές, θεραπεύει την παράβαση της έλλειψης προηγούμενης ακρόασης (ΣτΕ 2787,1798/2014, 749/2005). Αυτό προκύπτει και a contrario από την διατύπωση του άρθρου 6§4 του ΚΔΔσιας όπου ρητά ορίζει ότι η παραβίαση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης δεν θεραπεύεται ακόμη και όταν οι σχετικές με τη δυσμενή διοικητικής πράξη διατάξεις προβλέπουν άσκηση διοικητικής προσφυγής, δηλαδή ειδικής ή ενδικοφανούς, σε αντίθεση με την απλή που δεν χρειάζεται να προβλέπεται και άρα εάν ασκηθεί καλύπτει την έλλειψη της προηγούμενης ακρόασης.
Επί αιτήσεων θεραπείας εφόσον το διοικητικό όργανο που είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη με απλή προσφυγή πράξη, εκδώσει απάντηση επί του αιτήματος της αιτήσεως θεραπείας, τότε η εκτελεστότητα της εξαρτάται από το στοιχείο της νέας έρευνας των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης (ΣτΕ Ολομ. 1330/2000). Δηλαδή εάν το διοικητικό όργανο , επ΄ευκαιρία ασκήσεως της απλής προσφυγής, κάνει νέα έρευνα των πραγματικών περιστατικών και όχι και των νομικών , τότε η απάντηση που τυχόν εκδώσει θα έχει πάντα εκτελεστό χαρακτήρα, ακόμη και εάν εμμένει στην αρχική ρύθμιση και απορρίπτει επι της ουσίας την απλή προσφυγή. Η απάντηση αυτή θα είναι η μόνη εκτελεστή πράξη και θα απορροφά την προηγούμενη προσβαλλόμενη πράξη, διότι θεωρείται ότι το διοικητικό όργανο επελήφθη εκ νέου της αρμοδιότητας του (ΣτΕ 1303/2001). Η παλαιά προσβαλλόμενη πράξη ενσωματώνεται στην νέα πράξη απάντηση, αλλά χωρίς να μεταφέρει τις ακυρότητες που τυχόν είχε, όπως αντίθετα συμβαίνει στην συνήθη ενσωμάτωση ,όπως για παράδειγμα συμβαίνει επι συνθέτου διοικητικής πράξης.
Αντίθετα εάν το διοικητικό όργανο απαντήσει επι της απλής προσφυγής αλλά εμείνει στην αρχική ρύθμιση χωρίς νέα έρευνα των πραγματικών περιστατικών και απορρίπτοντας επι της ουσίας την προσφυγή ή σιωπήσει, η πράξη του στερείται εκτελεστότητας και είναι βεβαιωτική της αρχικής πράξης.
Νέα έρευνα θεωρείται ότι γίνεται στις εξής περιπτώσεις :
α) Όταν γίνεται επίκληση στην νέα απαντητική πράξη επι της απλής προσφυγή μεταγενέστερων νέων ουσιωδών πραγματικών στοιχείων. Νέα είναι τα πραγματικά στοιχεία που δεν υπήρχαν κατά την έκδοση της πράξεως, είναι δηλαδή μεταγενέστερα (οψιγενή) της εκδόσεως της (ΣτΕ 2460/97,644/99). Ως μεταγενέστερα πρέπει να θεωρηθούν και τα πραγματικά περιστατικά που υπήρχαν μεν κατά την έκδοση της πράξεως , αλλά εξ΄ αντικειμενικών λόγων δεν ήταν δυνατόν να είναι γνωστά στη διοίκηση (οψιφανή). Αντίθετα δεν θεωρείται νέα έρευνα η από νομικής και μόνο πλευράς επανεξέταση της υπόθεσης (ΣτΕ 2/91,1585/97). Είναι όμως νέα έρευνα όταν επανεξετάζεται το είδος της κύρωσης και συγκρίνεται με άλλες κυρώσεις επι τη βάσει των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης (ΣτΕ 4005/2013 επι ΕΣΡ όπου η μειοψηφία τάχθηκε υπέρ της επιβολής συστάσεως αντί προστίμου με βάση τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ).
Με την ΣτΕ 1915/86, έγινε δεκτό ότι εάν μεταξύ δυο απλών προσφυγών προσδιαδραμών χρόνος είναι μεγάλος , κάτι που το κρίνει κυριαρχικά το Δικαστήριο, τότε αποτελεί νέο στοιχείο .
Με την ΣτΕ 2858/2016 επταμελούς συνθέσεως λύθηκε η αντιφατική νομολογία των πενταμελών τμημάτων του Δ Τμήματος και κρίθηκε ότι δεν αποτελεί νέο στοιχείο η αυτοπρόσωπη ακρόαση του διοικουμένου κατά το στάδιο εξέτασης της απλής προσφυγής καθώς και η προσκομιδή νέων στοιχείων από αυτόν , εάν η απαντητική πράξη που εν συνεχεία εκδίδεται δεν λαμβάνει υπόψη τα νέα στοιχεία και εμμένει στα αρχικά στοιχεία του φακέλου και την αρχική προσβαλλομένη πράξη ( ΣτΕ2858/2016, Δ τμ. 7μ επι ακροάσεως στο ΕΣΡ μετά από απλή προσφυγή).
β) Όταν επαναλαμβάνεται η διοικητική διαδικασία , είτε συνεπεία της προσφυγής είτε αυτεπαγγέλτως , όπως για παράδειγμα γίνονται νέες εκθέσεις αυτοψίας της πολεοδομίας, γνωμοδοτήσεις κλπ, χωρίς να είναι αναγκαία και η προσκομιδή ή επίκληση νέων στοιχείων (ΣτΕ Ολομ. 970/98, 868/01, 1/00 αλλά και αντίθετη 2914/96). Ειδικά όμως επί κηρύξεως εκτάσεως ως αναδασωτέας, εκτελεστή είναι η πρώτη πράξη κήρυξης της αναδάσωσης , οι δε ακολουθούσες πράξεις μετά από νέες αυτοψίες ή διαδικασίες είναι βεβαιωτικές (ΣτΕ 1969/2000).
γ) Όταν μεταβάλλεται η αιτιολογία της πράξεως ως προς τα πραγματικά περιστατικά, όχι όμως σε νέα νομική θεμελίωση (ΣτΕ 963/ 2003, 1303/01, 252/97).
δ) Όταν συνεπεία δικαστικής απόφασης που μετέβαλλε πραγματική ή νομική προϋπόθεση της υποθέσεως, επανεξετάζεται αυτή επι της ουσίας σε συμμόρφωση προς την απόφαση (ΣτΕ 2275/86).
ε) Όταν λαμβάνεται υπόψη νομοθεσία που δεν ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της αρχικής πράξης που προσδίδει νέα δεδομένα και η απάντηση επι της απλής προσφυγής εκδίδεται μετά από υπαγωγή και συνεκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στα νέα νομικά δεδομένα (ΣτΕ 4470,4446/2010, Ε τμ., νέα προεδρικά διατάγματα και νέα αυτοψία και εκτίμηση πραγματικών περιστατικών ).
Εφόσον η απάντηση επι της απλής προσφυγής είναι θετική και εκδίδεται από το ίδιο το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη , θα πρόκειται στην ουσία περί ανάκλησης της αρχικής διοικητικής πράξης συνεπεία ασκήσεως αιτήσεως θεραπείας (αίτηση ανάκλησης), ενώ εάν γίνεται από το ιεραρχικά προϊστάμενο όργανο συνεπεία ιεραρχικής προσφυγής θα πρόκειται περί ακύρωσης της πράξης.
Από τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι υφίσταται πάντοτε αρμοδιότητα του οργάνου ν΄ ανακαλέσει την πράξη του για λόγους νομιμότητας, ακόμη και εάν ο νόμος χαρακτηρίζει την πράξη αυτή ως οριστική (ανέκκλητη) ή εάν η πράξη αυτή εξεδόθη συνεπεία ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής (ΣτΕ 3261/98, 1654/98) με εξαίρεση τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής , όπου δεν μπορεί να γίνει ανάκληση ούτε για λόγους νομιμότητας (ΣτΕ 2148/99 7μ. μειοψ., 587/1999 παρ. 7μ .) ή τις περιπτώσεις που απαγορεύεται ανάκληση κατά το νόμο , όπως στο φορολογικό δίκαιο.
Εάν η απρόθεσμη προσφυγή ασκηθεί στο ιεραρχικά προϊστάμενο όργανο ως ιεραρχική προσφυγή, αυτό ασκεί μόνο έλεγχο νομιμότητας, διότι εφόσον γίνει δεκτή τότε το προϊστάμενο όργανο ακυρώνει την πράξη και την αναπέμπει στο αρμόδιο για να προβεί σε έκδοση της νέας πράξης , εκτός εάν ειδική διάταξη επιτρέπει την ιεραρχική υποκατάσταση (αρθ. 24 §1 infineΚΔΔσιας, ΣτΕ 2869/2012). Να σημειωθεί ότι όταν ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή και γίνει δεκτή , δεν έχουμε ενσωμάτωση της προσβαλλόμενης αρχικής διοικητικής πράξης , η οποία δεν χάνει την εκτελεστότητα της. Έτσι δικαστικώς προσβαλλόμενες είναι τόσο η απάντηση επι της ιεραρχικής προσφυγής όσο και η αρχική πράξη , διότι η ιεραρχική προσφυγή επάγεται μόνον έλεγχο νομιμότητας (ΣτΕ 3988/2014, Γ τμ., 7μ, 2869/2012, 2814/2011, ΣτΕ 804/2011, 3711/2010, ΣτΕ Ολ 1321/1976), Εξαίρεση υπάρχει, εάν επιτρέπεται από ειδική διάταξη η ιεραρχική υποκατάσταση, οπότε υπάρχει και πλήρης απορρόφηση της αρχικά προσβαλλόμενης πράξης από την ιεραρχική απάντηση.
Β) Δικονομικές συνέπειες :
Α) Η απλή προσφυγή είναι απρόθεσμη , εάν όμως ασκηθεί μέσα στην δικονομική προθεσμία ασκήσεως του ένδικου βοηθήματος , τότε την διακόπτει για 30 ημέρες (ΣτΕ 3859/97) εκτός εάν η απάντηση της διοίκησης κοινοποιηθεί ή γίνει πλήρως γνωστή νωρίτερα (βλ. αρθ. 46§3 π.δ 18/1989, 63§3 ΚΔΔ και 113§2 ΚΔΕΣ,ΣτΕ 2485/2013, 4525/2009, 457/2008, 3576/2005, 2863/2003).
Πρόκειται για δικονομική συνέπεια που διακόπτει την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως σύμφωνα με το άρθρο 46§2 του π.δ. 18/89 και της προσφυγής ουσίας κατ΄άρθρο 63§3 του ΚΔΔ. Εφόσον απαντήσει το διοικητικό όργανο εντός των τριάντα ημερών ή μετά την άπρακτη πάροδο αυτών, αρχίζει και τρέχει νέα και τελευταία δικονομική προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος. Τέτοιο διακοπτικό αποτέλεσμα δεν αναγνωρίζεται όμως εάν κατά της πράξεως προβλέπεται ειδική προσφυγή και ο διοικούμενος αντ΄ αυτής ασκήσει απλή προσφυγή (ΣτΕ 3259/2011). Ομοίως δεν επέρχεται διακοπτικό αποτέλεσμα εάν προβλέπεται ενδικοφανής διαδικασία (ΣτΕ3073/1978). Εδώ θα πρέπει να γίνει ερμηνευτικά δεκτό ότι όμως ο διοικούμενος είχε ενημερωθεί προσηκόντως από τη διοίκηση για το δικονομικό βάρος της άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής και επέλεξε ν΄ ασκήσει απλή προσφυγή . Εάν όμως δεν είχε ενημερωθεί τότε πρέπει να δεχθούμε ότι η άσκηση της απλής προσφυγής θα πρέπει να έχει διακοπτικό αποτέλεσμα ως προς την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως ή της προσφυγής.
Β) Η άσκηση της απλής προσφυγής αποτελεί τεκμήριο πλήρους γνώσης της προσβαλλόμενης πράξης, γεγονός που σημαίνει ότι μετά την διακοπή που επιφέρει, αρχίζει να τρέχει για τον διοικούμενο νέα και τελευταία προθεσμία για την αίτηση ακυρώσεως ή την προσφυγή ουσίας κατά της διοικητικής πράξης που αρχικά προσέβαλλε με την απλή προσφυγή (ΣτΕ 3562/2013).
ΤΥΠΙΚΕΣ ( ΄Η ΕΜΠΡΟΘΕΣΜΕΣ) ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
ΙΙ. Η ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ (αρθ.25 ΚΔΔσιας).
Σε αντίθεση με την απλή, η ειδική προσφυγή προβλέπεται πάντοτε από ειδική διάταξη νόμου, που ορίζει επίσης την προθεσμία ασκήσεως της καθώς και ότι η πράξη ελέγχεται μόνο ως προς την νομιμότητα της. Για το λόγο αυτό είναι δυνατή η άσκηση της ειδικής προσφυγής και κατά κανονιστικών πράξεων. Η ειδική προσφυγή ασκείται ενώπιον ειδικού διοικητικού οργάνου, συνήθως προϊστάμενου, το οποίο οφείλει ν΄ απαντήσει εντός του εκ του νόμου προβλεπόμενου χρόνου ή εάν δεν ορίζεται εντός 30 ημερών (αρθ. 25§2 ΚΔΔσιας). Οι τυπικές προσφυγές (ειδική και ενδικοφανής) δύνανται να ασκούνται και κατά παραλείψεων εάν το προβλέπει ο ειδικός νόμος (άρθρο 76 του Ν. 3669/2008, άρθρο 227 του Ν. 3852/2010, ΣτΕ 1316/2001, 1551/2006). Αντίθετα εάν δεν το προβλέπει κατά την μάλλον κρατούσα άποψη δεν ασκούνται (ΣτΕ 2517/2005).
Όπως ισχύει και στις απλές , επι ειδικής προσφυγής η εκδούσα διοικητική αρχή , δεν υποχρεούται να την γνωστοποιεί στον καθού διοικούμενο , αφού η μη άσκηση της δεν συνεπάγεται δυσμενείς δικονομικές συνέπειες για τον διοικούμενο, υπο την έννοια ότι δεν αποτελεί, όπως η ενδικοφανής, προϋπόθεση παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος. Μπορεί πάντως ο νομοθέτης να προβλέψει ειδικά τέτοια υποχρέωση, όπως για παράδειγμα το κάνει στο άρθρο 277 του Ν.3852/10 για την ειδική προσφυγή κατά πράξεων των ΟΤΑ στον Ελεγκτή Νομιμότητας. Εξ΄άλλου ο νομοθέτης μπορεί να καταργεί την πρόβλεψη ειδικής προσφυγής, αφού δεν είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη ή να την μετατρέπει σε ενδικοφανή ή και το αντίστροφο , όπως συνέβη με το άρθρο 33 του Ν.4030/2011 όπου αντικατέστησε την ενδικοφανή διαδικασία κατά της έκθεσης αυτοψίας αυθαιρέτου κτίσματος στην Επιτροπή Αυθαιρέτων με ειδική προσφυγή.
ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ
1.Έννομο συμφέρον: Ταυτίζεται με αυτό της αιτήσεως ακυρώσεως και την ασκεί ο κατονομαζόμενος στην προσβαλλόμενη πράξη και όχι τρίτος μη κατονομαζόμενος σε αυτή (ΣτΕ 2221/2003).
2. Προθεσμία ασκήσεως : Είναι τριακονθήμερη προθεσμία εκτός εάν άλλως προβλέπει ο Νόμος. Η διοικητική αυτή προθεσμία δεν υπόκειται σε αναστολή κατά το διάστημα των καλοκαιρινών διακοπών, αφού δεν είναι δικαστική προθεσμία (ΣτΕ 3393/2005).
Σε περίπτωση αναρμοδίως ασκηθείσας ειδικής διοικητικής προσφυγής υφίσταται υποχρέωση παραπομπής της στο αρμόδιο όργανο εντός 5 ημερών (άρθρο 25 ΚΔΔσιας).
Δικονομική συνέπεια της εμπροθέσμου ασκήσεως της ειδικής προσφυγής είναι η διακοπή της προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος της αίτησης ακυρώσεως ή της προσφυγής του α.63 ΚΔΔ ( βλ. αρθ. 46§3 π.δ 18/1989, 63§3 ΚΔΔ και 113§2 ΚΔΕΣ).
Όπως και στην απλή προσφυγή έτσι και στην ειδική , η προθεσμία του ενδίκου βοηθήματος διακόπτεται μόνο μια φορά (ΣτΕ 3259/98).
Αντίθετα η εκπρόθεσμη άσκηση της ειδικής προσφυγής δεν διακόπτει την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 783/99). Κατά κανόνα η εκπρόθεσμη άσκηση της ειδικής προσφυγής θα συνεπάγεται και συνακόλουθα εκπρόθεσμη άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ή προσφυγής. Πάντως η άσκηση ή όχι της ειδικής προσφυγής ανήκει στην ευχέρεια του διοικούμενου, αφού δεν αποτελεί , όπως η ενδικοφανής, αυτοτελή προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως (ΣτΕ 2097/00), ούτε και υπάρχει υποχρέωση της διοικήσεως να ενημερώσει τον διοικούμενο για την άσκηση της (ΣτΕ 1032/00, 2644/2011) εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος. Τέτοια περίπτωση έχουμε στην νεοπαγή ειδική προσφυγή του άρθρου 227 παρ.1-3 του Ν.3852/10 (Καλλικράτης) κατά πράξεων και παραλείψεων των ΟΤΑ ή των νπδδ αυτών, στον Ελεγκτή Νομιμότητας, όπου σύμφωνα με την παρ.3 η άσκηση της ειδικής αυτής προσφυγής αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού για την αίτηση ακυρώσεως ή την προσφυγή ουσίας. Την προσφυγή ασκεί όποιος έχει έννομο συμφέρον εντός 15 ημερών από την επομένη της δημοσίευσης κλπ. και επί πνοε εντός 10 ημερών από την άπρακτη παρέλευση της ειδικής προθεσμίας που τάσσει ο νόμος για την έκδοση της πράξης ή από την παρέλευση του τριμήνου από της υποβολής της αιτήσεως του διοικουμένου. Ο Ελεγκτής αποφαίνεται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 2 μηνών η άπρακτη πάροδος των οποίων τεκμαίρει σιωπηρά απόρριψη. Επίσης προβλέπεται η δυνατότητα αίτησης αναστολής και προσωρινής διαταγής από τον Ελεγκτή Νομιμότητας.
Η απάντηση του διοικητικού οργάνου επί της ειδικής προσφυγής έχει πάντα εκτελεστό χαρακτήρα, ακόμη και εάν απορρίπτει την προσφυγή και επιβεβαιώνει την προσβαλλόμενη πράξη. Συνεπώς συμπροσβάλλεται ως συναφής συμπροσβαλλόμενη πράξη με την αρχική (ΣτΕ 3657/2013, 4322/2010,2411/2008, 1996/00, 1127/99). Η απάντηση της διοίκησης επι της ειδικής προσφυγής πρέπει να λάβει χώρα εντός της προθεσμίας που ορίζει ο νόμος άλλως ,κατά γενική αρχή ,εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της ειδικής προσφυγής από το ειδικό όργανο (ΣτΕ 3349,2352/2009). Η προθεσμία απαντήσεως είναι για το διοικητικό όργανο ανατρεπτική (αποκλειστική) ώστε μετά την άπρακτη πάροδο της καθίσταται κατά χρόνο αναρμόδιο (ΣτΕ 1680/2014, 501/2013,5320/2012 , αντίθετη 3964/2014, 7μ.). Εξαίρεση μπορεί να υπάρξει όταν η υπέρβαση του χρόνου της ανατρεπτικής προθεσμίας συγχωρείται λόγω της φύσης της έρευνας που απαιτούσε τον καθ΄ υπέρβαση του αρχικού , μεγαλύτερο χρόνο αναζήτησης αρχείων και λοιπών στοιχείων (ΣτΕ 840/1996,3245/90).
Εάν παρέλθει άπρακτο το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα απαντήσεως ή άλλως το τριακονθήμερο , τεκμαίρεται σιωπηρά άρνηση. Σε αντίθεση δηλαδή τις απλές προσφυγές όπου η παράλειψη απαντήσεως δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα , στις ειδικές δημιουργεί σιωπηρά άρνηση εκτελεστού χαρακτήρα. Ως αιτιολογία της σιωπηράς απορριπτικής θεωρείται η αιτιολογία της αρχικής πράξης (ΣτΕ 1319/93).
Στις ειδικές προσφυγές δεν υπάρχει ενσωμάτωση της προσβαλλόμενης πράξης δεδομένου ότι η ειδική προσφυγή επάγεται μόνον έλεγχο νομιμότητας της αρχικής πράξης, οπότε αυτή δεν χάνει την εκτελεστότητά της (ΣτΕ 3678/2007, ΣτΕ 1323/2011, 3408, 428/2008). Δικονομικώς πρέπει το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως ή της προσφυγής ουσίας να στρέφεται τόσο κατά της αρχικής πράξεως όσο και κατά της σιωπηράς απορρίψεως (ΣτΕ 1214/93,1319/93).
Επειδή η προθεσμία απαντήσεως στις ειδικές προσφυγές είναι ανατρεπτική , το ειδικό όργανο εφόσον απαντήσει εκπρόθεσμα και εκδώσει πράξη μετά την πάροδο της ανατρεπτικής προθεσμίας, η πράξη αυτή θα είναι παράνομη λόγω χρονικής αναρμοδιότητας. Εάν όμως αυτή η πράξη είναι απορριπτική της προσφυγής, τότε η αυτοτελής προσβολή της λόγω χρονικής αναρμοδιότητας , είναι αλυσιτελώς προβαλλόμενη. Αντίθετα εάν ήδη έχει ασκήσει κατά της σιωπηρής απόρριψης ένδικο βοήθημα , τότε θεωρείται συμπροσβαλλόμενη. Λυσιτελώς ομοίως προσβάλλεται η εκπρόθεσμη απάντηση του οργάνου επί ειδικής προσφυγής, εάν αυτή ακυρώνει την προσβαλλόμενη πράξη και την τεκμαιρόμενη σιωπηρά απόρριψη της προσφυγής (ΣτΕ 2145/99,783/99,1127/99,1319/99).
Λόγω του ανατρεπτικού χαρακτήρα της προθεσμίας της ειδικής προσφυγής , δεν επιτρέπεται κατά της απαντήσεως της διοίκησης επι της ασκηθείσης ειδικής προσφυγής ν΄ ασκηθεί αίτηση θεραπείας. Αυτό είναι αυτονόητο , διότι μετά την πάροδο της ανατρεπτικής προθεσμίας το διοικητικό όργανο έχει καταστεί χρονικά πλέον αναρμόδιο και δεν μπορεί πλέον να επανέλθει στην εξέταση της ειδικής προσφυγής ούτε και οίκοθεν (ΣτΕ 287/2012,811/2011,392/2006). Τυχόν μεταγενεστέρως εκδοθέν έγγραφο της διοίκησης που πληροφορεί τον διοικούμενο για την απόρριψη της ειδικής προσφυγής, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα αλλά έχει πληροφοριακό και επιβεβαιωτικό της σιωπηράς απόρριψής της (ΣτΕ 2411/2008,5320/2012).
Κατά την θεωρία επι ασκήσεως ειδικής προσφυγής, εφόσον δεν γίνεται έλεγχος ουσίας αλλά μόνο νομιμότητας , δεν επιτρέπεται η μεταβολή της διοικητικής πράξης επι τα χείρω για τον προσφεύγοντα (non reformatio in pejus).
3. Φύση προσβαλλόμενης πράξης : προσβάλλονται ρητές ατομικές διοικητικές πράξεις και κανονιστικές πράξεις. Δεν ασκείται ειδική προσφυγή κατά σιωπηρών ατομικών διοικητικών πράξεων, εκτός αν άλλως ορίζει ρητά ή σαφώς συνάγεται από την ειδική διάταξη νόμου που την προβλέπει ή και από άλλη .
Δεν προσβάλλονται πράξεις που δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα ή είναι ανυπόστατες. Στις συμβάσεις όμως δημοσίων έργων προσβάλλεται με ειδική προσφυγή (αντιρρήσεις) το πρακτικό της Επιτροπής του διαγωνισμού, που δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα (ΣτΕ 2059/2009). Συνεπώς μπορεί ο νομοθέτης να προβλέψει την άσκηση ειδικών προσφυγών ή και ενδικοφανών και κατά μη εκτελεστών πράξεων με σκοπό να δημιουργήσει με τις απαντήσεις επ΄ αυτών εκτελεστές πράξεις και να καταστεί ευχερής η δικαστική προστασία.
Η ειδική απάντηση που απορρίπτει την ειδική προσφυγή λόγω εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης έχει εκτελεστό χαρακτήρα (ΣτΕ 3975/2011).
4. Λόγοι : Πρέπει να προβάλλονται και εξετάζονται μόνο λόγοι νομιμότητας. Ο προσφεύγων δεν επιτρέπεται με την προσφυγή του να επικαλεστεί νέους πραγματικούς ισχυρισμούς, διότι το όργανο επί της ειδικής προσφυγής κάνει μόνο έλεγχο νομιμότητας και δεν μπορεί να εξετάσει νέους πραγματικούς ισχυρισμούς (ΣτΕ 1319/93).
Άλλο είναι το θέμα ότι όταν ο διοικούμενος προσφύγει στη δικαιοσύνη και ασκεί την αίτηση ακυρώσεως μπορεί να επικαλεστεί λόγους ακυρώσεως που δεν είχε επικαλεστεί στην ειδική προσφυγή, εφόσον όμως αυτοί ερείδονται επί των ίδιων πραγματικών περιστατικών που έκρινε η διοίκηση (ΣτΕ 4335/2009, 3256/01). Δεν απαιτείται δηλαδή ταυτότητα αιτιάσεων ειδικής προσφυγής -αίτησης ακύρωσης , όπως συμβαίνει στην ενδικοφανή προσφυγή (ΣτΕ 4335/2009, Γ τμ., 3526/2001). Αντίθετα ασκήσεως επί προσφυγής του άρθρου 63 του ΚΔΔ ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων, ο προσφεύγων μπορεί να επικαλεστεί τόσον νέους λόγους προσφυγής που δεν είχε προβάλλει ενώπιον της διοίκησης με την ειδική προσφυγή του όσον και πραγματικούς ισχυρισμούς που δεν αποτελούν στοιχεία του διοικητικού φακέλου, αφού το Διοικητικό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα ως πλήρους δικαιοδοσίας Δικαστήριο να εξετάσει εκ νέου όλα τα ενώπιον της έδρας του φερόμενα και επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά.
Επι ειδικής προσφυγής το αρμόδιο διοικητικό όργανο έχει αρμοδιότητα να επανεξετάσει πλήρως από πλευράς νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξη και πέραν των προβαλλόμενων λόγων της ειδικής προσφυγής. Ελέγχει και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους λόγους νομιμότητας ακόμη και άσχετους με το έννομο συμφέρον του αιτούντος, αφού έχει αρμοδιότητα να κάνει ευρύτατο έλεγχο νομιμότητας (ΣτΕ 2790/2003). Δεσμεύεται μόνο από το τεκμήριο νομιμότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης και το τυχόν δεδικασμένο.
Δεν επιτρέπεται όμως να ελέγξει :
α) Ευθέως την ουσία της υπόθεσης ή την σκοπιμότητα της ή τις διαλαμβανόμενες κρίσεις επι των πραγματικών περιστατικών . Έμμεσος έλεγχος είναι δυνατός μέσα από την εξέταση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας και της πλάνης περί τα πράγματα καθώς και στα πλαίσια των διδαγμάτων της κοινής λογικής και πείρας ( ΣτΕ 4541/2009, 3350/2009, 2695/2012,1892/2001) και
β) δεν μπορεί όμως να προβεί σε έλεγχο αντισυνταγματικότητας διάταξης νόμου ή να ελέγξει την υπέρβαση ή έλλειψη νομοθετικής εξουσιοδότησης της κανονιστικής πράξης που αποτελεί το νόμιμο έρεισμα της προσβαλλόμενης ατομικής.
Τρόπος ασκήσεως : Η ειδική προσφυγή υποβάλλεται απευθυνόμενη στο ειδκό όργανο , με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, για παράδειγμα με συστημένη επιστολή (αρθ.10§3 ΚΔΔσιας) είτε δια της αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη είτε απευθείας στο ειδικό όργανο.
Μόνο με την νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκησή της, διακόπτεται η προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως ή της προσφυγής ουσίας και μόνο για όσο διαρκεί κατά Νόμω η προθεσμία απαντήσεως του ειδικού οργάνου ή άλλως για 30 ημέρες. Μετά την πάροδο αυτής αρχίζει νέα και τελευταία προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αίτηση ακύρωσης ή της προσφυγής ουσίας. Εάν η ειδική προσφυγή κατατεθεί στην αρχή που εξέδωσε την πράξη, η διακοπή διαρκεί περισσότερο , διότι δεν μετράει ο χρόνος της υπηρεσιακής διαβίβασης της ειδικής προσφυγής από την αρχή αυτή προς το ειδικό όργανο. Ο νεκρός αυτός χρόνος μπορεί στην πράξη να είναι αρκετοί μήνες. Στη περίπτωση αυτή η δικονομική προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αίτησης ακύρωσης ή της προσφυγής ουσίας δεν τρέχει. Όταν η ειδική προσφυγή περιέλθει υπηρεσιακώς στο ειδική όργανο , τότε ξεκινά η προθεσμία απαντήσεως των τριάντα (30) ημερών του ειδικού οργάνου ή αυτή που τυχόν ορίζει ειδική διάταξη. Για τον διοικούμενο η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως ή προσφυγής ουσίας , στη περίπτωση αυτή ,ξεκινά από την επομένη της κοινοποίησης της αρνητικής απάντησης επι ειδικής προσφυγής εκτός ένα έχει προηγηθεί πλήρης γνώση αυτής, οπότε ξεκινά από την επομένη της πλήρους γνώσης. Εδώ θα πρέπει να προσεχθεί ότι εάν επιλεγεί ως τρόπος άσκησης η κατάθεση στην αρχή που εξέδωσε την πράξη , αυτό εγκυμονεί τον κίνδυνο της συναγωγής τεκμηρίου γνώσεως σε συνδυασμό με το εύλογο ενδιαφέρον του διοικούμενου και την τυχόν πάροδο μακρού χρόνου από την κατάθεση στην εκδούσα αρχή έως την περιέλευση στο ειδικό όργανο και την άπρακτη πάροδο των τριάντα ημερών για την απάντηση του επι της ειδικής προσφυγής (ΣτΕ 2727/2011,2378/2010, 3044/2001).
Η ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΟΥ άρθρου 8 ΤΟΥ Ν. 3200/55
Η πιο γνωστή ειδική προσφυγή, την οποία θ΄ αναλύσουμε στο κεφάλαιο της αποκεντρώσεως, είναι η ειδική προσφυγή του άρθρου 8 του ν. 3200/55 (αρθ.1παρ.2 ν.2503/97 για τον ΓΓΠ), με την οποία προσβάλλεται κάθε πράξη του οργάνου αποκέντρωσης (τέως Νομάρχη, περιφερειακού διευθυντή, Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας (ΓΓΠ), έως την 31-12-2010, και μετά το Ν. 3892/10 (Καλλικράτης) Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης (ΓΑΔ) και νυν Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, εφεξής ΣΑΔ) ενώπιον του αρμοδίου Υπουργού. Η προσφυγή αυτή λόγω του άρθρου 102§4Σ είναι πάντα προσφυγή νομιμότητας και δεν επιτρέπεται ο απλός νομοθέτης να τη τρέψει σε απλή ή ενδικοφανή.
Αντίθετα όταν το όργανο αποκέντρωσης εκδίδει πράξεις ως όργανο εποπτείας των ΟΤΑ δεύτερης βαθμίδας κατά το άρθρο 102§4Σ , συνεπεία ειδικής προσφυγής κατά πράξης του Περιφερειάρχη, η απάντησή του επι της ειδικής προσφυγής δεν προσβάλλονται με περαιτέρω ειδική προσφυγή στον καθύλη αρμόδιο Υπουργό.
Δεν προσβάλλονται με την ειδική προσφυγή του άρθρου 8 του Ν. 3200/55, οι αρνητικές πράξεις του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης και οι πράξεις για τις οποίες είναι συναρμόδιοι δυο ή περισσότεροι Υπουργοί.
Ο έχων έννομο συμφέρον πρέπει να καταθέσει την ειδική προσφυγή, εντός 30 ημερών από την δημοσίευση ή την πλήρη γνώση ή κοινοποίηση ,είτε στην Γενική γραμματεία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης , είτε στη γραμματεία του καθύλη αρμόδιου Υπουργείου. Ο αρμόδιος Υπουργός οφείλει να απαντήσει εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 60 ημερών. Η προθεσμία αυτή δεν είναι δικονομική και δεν αναστέλλεται κατά το διάστημα από 1/7/ έως 15/9 κατ΄ έτος (ΣτΕ 308/06). Μετά την άπρακτο πάροδό της τεκμαίρεται σιωπηρή άρνηση και ο Υπουργός καθίσταται χρονικά αναρμόδιος. Τυχόν μεταγενέστερη ρητή απόρριψη του έχει κατά μια άποψη επιβεβαιωτικό χαρακτήρα και δεν προσβάλλεται ενώ κατά άλλη άποψη η αίτηση ακύρωσης είναι αλυσιτελής αφού ο Υπουργός είναι πλέον χρονικά αναρμόδιος.
Εάν η ειδική προσφυγή κατατεθεί στην γραμματεία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, τότε η εξηκονθήμερη προθεσμία προσβολής με αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή ουσίας, της αρχικής πράξης του ΣΑΔ και της σιωπηράς αρνήσεως του Υπουργού, αρχίζουν για τον προσφεύγοντα από την κοινοποίηση σε αυτόν της ρητής απορριπτικής απόφασης του Υπουργού εκτός εάν έχει προηγηθεί γνώση της σιωπηράς αρνήσεως, η οποία μπορεί να συναχθεί και από την πάροδο μεγάλου χρόνου από την άσκηση της ειδικής προσφυγής εως την κοινοποίηση της απορριπτικής πράξης του Υπουργού, σε συνδυασμό με το δεδικαιολογημένο ενδιαφέρον του προσφεύγοντος (ΣτΕ 1630/10, 2953/07). Αντίθετα εάν η ειδική προσφυγή κατατέθηκε στο Υπουργείο τότε ο αιτών θα περιμένει από την επομένη της καταθέσεως 60 ημέρες ν’ απαντήσει ο Υπουργός και εφόσον παρέλθει άπρακτη η τελευταία ημέρα τότε από την επομένη αρχίζει η 60νθήμερη προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 2114,804/07). Ο τρόπος αυτός καθορισμού του χρόνου ενάρξεως της προθεσμίας δεν παραβιάζει διάταξη υπέρτερης τυπικής ισχύος και, ειδικότερα, τα άρθρα 10 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), δεδομένου ότι δεν καθιστά ιδιαιτέρως δυσχερή για τον ενδιαφερόμενο την εμπρόθεσμη άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, εφ’ όσον η έναρξη της προθεσμίας συνδέεται με δικές του ενέργειες και με γεγονότα γνωστά στον ίδιο, δηλαδή με το χρόνο ασκήσεως της διοικητικής προσφυγής και με το χρόνο συμπληρώσεως της κατά νόμο αποκλειστικής προθεσμίας αποφάνσεως επί της προσφυγής, ο οποίος, σε περίπτωση καταθέσεως της απ’ ευθείας στο Υπουργείο, είναι γνωστός στον προσφεύγοντα η δε εκ μέρους του τήρηση της προθεσμίας είναι ευχερής εφ’ όσον αυτή απόκειται αποκλειστικώς στον ίδιο, ο οποίος οφείλει να γνωρίζει τις κατά νόμο συνέπειες των διαδικαστικών ενεργειών του. Εξ’ άλλου, ειδικώς ως προς την προσβολή της υπουργικής αποφάσεως, θα έβαινε πέραν των ορίων του συστήματος διοικητικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων η δυνατότητα ασκήσεως αυτοτελούς δικαστικού ελέγχου πράξεως, η οποία περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας άλλης διοικητικής πράξεως της οποίας, όμως, δεν είναι πλέον δυνατός, λόγω εκπροθέσμου, ο δικαστικός έλεγχος και η οποία ως εκ τούτου, θα παρέμενε, ούτως ή άλλως, ισχυρή (ΣτΕ2144/07,2912/2005).
Η ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
Η ενδικοφανής προσφυγή (στις διαφορές του ν. 2522 ,3886/10 και ήδη 4412 και 4413/2016 που αφορούν δημόσιες συμβάσεις λέγεται και προδικαστική προσφυγή), είναι διοικητική προσφυγή που πρέπει να προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου τόσον από πλευράς προθεσμίας ασκήσεως και ειδικού οργάνου που θα την εξετάσει, όσο και από πλευράς ελέγχου που πρέπει να είναι πλήρης , δηλαδή και νομιμότητας και ουσίας.
Η διοίκηση , σε αντίθεση με την ειδική και απλή προσφυγή, έχει υποχρέωση να ενημερώσει τον διοικούμενο, είτε με το έγγραφο της προσβαλλόμενης πράξης , είτε με άλλο εμπροθέσμως γνωστοποιηθέν έγγραφο, για το δικονομικό του βάρος ν’ ασκήσει την ενδικοφανή προσφυγή, την προθεσμία της , τον τρόπο άσκησης και τις συνέπειες μη άσκησης (βλ. αρθ. 111§3 ΚΔΕΣ, 63§3 in fine ΚΔΔ). Ο διοικούμενος στη περίπτωση αυτή έχει δικονομικό βάρος ασκήσεως της, υπό την έννοια ότι εάν δεν ανταποκριθεί και δεν ασκήσει την ενδικοφανή προσφυγή αλλά ασκήσει απευθείας το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως ή προσφυγής θα είναι αυτό απαράδεκτο. Πάντως εάν το ενδικοφανές στάδιο δεν ορίζεται ως προϋπόθεση παραδεκτού του σχετικού ενδίκου βοηθήματος, δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση ενημέρωσης, όπως για παράδειγμα στη προϊσχύσασα δικονομία του Ελεγκτικού Συνεδρίου στις υποθέσεις που αφορούσαν τον καταλογισμό αχρεωστήτων συντάξεων ή εκτέλεση συντάξεων, όπου η προβλεπόμενη ενδικοφανής ένσταση του άρθρου 91 ΚΝΕΣ στο Α΄ Κλιμάκιο δεν αποτελούσε προϋπόθεση παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος της Εφέσεως και άρα δεν υφίστατο υποχρέωση ενημέρωσης, αλλά το δικάζον Τμήμα στη περίπτωση αυτή παρέπεμπε την ασκηθείσα έφεση στο Α΄ Κλιμάκιο προκειμένου να εκδικαστεί ως ένσταση του άρθρου 90 του ΚΝΕΣ. Μετά πάντως την ισχύ του Κώδικα Δικονομίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ( Ν. 4700/2020) και από 16.9.2020 προβλέπεται στο άρθρο 111§3 ω προϋπόθεση παραδεκτού της εφέσεως η πρότερη άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, ενώ παράλληλα καταργείται η ένσταση του άρθρου 90 στο Α΄ Κλιμάκιο (αρθ. 352 και 353 ΚΝΕΣ).
Η καθιέρωση του τύπου της διοικητικής προσφυγής ως ειδικής ή ενδικοφανούς ανήκει στην ευχέρεια του νομοθέτη , δεδομένου ότι το Σύνταγμα προβλέπει μόνο δικαίωμα δικαστικής προστασίας και όχι ενδικοφανούς προστασίας (ΣτΕ 2717/2006). Οι όροι και προϋποθέσεις όμως ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής δεν πρέπει να δυσχεραίνουν υπέρμετρα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (ΣτΕ 1973/2011). Η πρόβλεψη ενδικοφανούς διαδικασίας αποκλείει την άσκηση απλής προσφυγής ενώ τυχόν ασκηθείσα απλή προσφυγή δεν επιφέρει διακοπή της προθεσμίας της αιτήσεως ακυρώσεως ή προσφυγής. Αυτό πρέπει να γίνει δεκτό ότι συντρέχει μόνο εάν έγινε ενημέρωση από τη διοίκηση στο διοικούμενο για το δικονομικό βάρος ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής. Αντίθετα εάν δεν έγινε θα πρέπει να δεχθούμε ότι η τυχόν άσκηση απλής προσφυγής διακόπτει την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως, δεδομένου ότι υπο την αντίθετη εκδοχή κινδυνεύει να χάσει την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως ο καλόπιστος διοικούμενος από παράνομη παράλειψη της διοίκησης.
Η άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής συνεπάγεται την απώλεια της αρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου που εξέδωσε την αρχική πράξη να επιληφθεί της υπόθεσης. Πλέον αρμόδιο καθίσταται το ενδικοφανές όργανο η απάντηση του οποίου απορροφά την αρχικά προσβαλλόμενη πράξη. Η ενδικοφανής απάντηση απορροφά την προσβαλλόμενη πράξη που έτσι χάνει την εκτελεστότητά της. Πλέον η μόνη εκτελεστή πράξη είναι η ενδικοφανής απάντηση ή η σιωπηρά απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής.
Η ειδική διάταξη νόμου που προβλέπει την ενδικοφανή προσφυγή καθώς και η ενημέρωση της διοίκησης προς τον διοικούμενο γι΄αυτή θα πρέπει να περιέχει τα εξής ειδικότερα στοιχεία :
Α) Το αρμόδιο ενδικοφανές όργανο, ή όργανα επί περισσοτέρων βαθμών κρίσεως (ΣτΕ 4406/96).
Β) Πρόβλεψη προθεσμίας ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής. Εάν ο νόμος προβλέπει προσφυγή και όργανο ασκήσεως , αλλά δεν ορίζει προθεσμία ασκήσεως, τότε η προσφυγή είναι απλή. Η προθεσμία δεν αναστέλλεται κατά το διάστημα των καλοκαιρινών διακοπών αλλά μπορεί ν΄ ανασταλεί λόγω ανωτέρας βίας (ΣτΕ 2188/2002,151/1997). Επίσης αναστέλλεται εάν το ορίζει ρητά ο Νόμος, όπως συμβαίνει επι φορολογικών διαφορών.
Η εκπρόθεσμη άσκηση της ενδικοφανούς στερεί την αρμοδιότητα της Διοίκησης να επιληφθεί της υπόθεσης (ΣτΕ 5209/2012). Συνεπώς εάν επιληφθεί η πράξη που θα εκδώσει θα είναι άκυρη ως εκδοθείσα από κατά χρόνον αναρμόδιο όργανο.
Γ) Πρόβλεψη της αρμοδιότητας του ενδικοφανούς οργάνου να εξετάσει εκ νέου τόσον τα πραγματικά όσο και τα νομικά περιστατικά (ΣτΕ 3834/99).
Η προθεσμία απαντήσεως δεν είναι αναγκαίο στοιχείο της ενδικοφανούς προσφυγής και εάν δεν ορίζεται τότε το όργανο οφείλει ν΄ απαντήσει εντός τριμήνου (αρθ.45παρ.2 πδ 18/89 , 63§3 ΚΔΔ, 111§4 ΚΔΕΣ, αρθ.25 ΚΔΔσιας). Εάν παρέλθει άπρακτο το τρίμηνο τότε τεκμαίρεται σιωπηρά άρνηση. Το ένδικο βοήθημα δεν είναι απαράδεκτο εάν ασκηθεί πρόωρα πριν την πάροδο του τριμήνου εφόσον όμως κατά την συζήτηση αυτού έχει συμπληρωθεί το τρίμηνο (αρθ.45παρ.2 πδ 18/89 , 63§3 ΚΔΔ, 111§4 ΚΔΕΣ).
Σε κάθε περίπτωση το όργανο μπορεί να απαντήσει και μετά την προθεσμία αυτή, αφού παραμένει χρονικά αρμόδιο. Είναι κάτι που συνηθίζεται στην πράξη. Ο διοικούμενος μπορεί μετά την πάροδο του τριμήνου, εντός 60 ή 90 ημερών, εάν διαμένει στην αλλοδαπή, ν΄ ασκήσει το προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα κατά της σιωπηρής απόρριψης. Εάν εν συνεχεία εκδοθεί η ρητή απόρριψη τότε αυτή θεωρείται συμπροσβαλλόμενη. Σε κάθε περίπτωση η μεταγενέστερη ρητή απάντηση είναι και αυτοτελώς προσβαλλόμενη πράξη και η έκδοση της συνεπάγεται έναρξη νέας προθεσμίας για την αυτοτελή προσβολή της (πδ 18/89 αρθ. 45§2 και αρθ.63§6 ΚΔΔ).
Να σημειωθεί ότι οι ως άνω προθεσμίες είναι διοικητικές και όχι δικονομικές και δεν αναστέλλονται κατά το διάστημα από 1/7/ έως 15/9 (ΣτΕ 308/2006), εκτός αν άλλως ορίζει ειδική διάταξη Νόμου , όπως επι φορολογικών διαφορών.
Από δικονομικής πλευράς πέραν του θέματος της απώλειας εκτελεστότητας της αρχικά προσβαλλόμενης πράξης, γεννώνται και τα εξής ζητήματα :
α) ‘Εννομο συμφέρον :Έννομο συμφέρον έχει μόνο ο κατονομαζόμενος στην προσβαλλόμενη πράξη όχι και τρίτοι βλαπτόμενοι. Αυτό συνάγεται και από τη λειτουργική αδυναμία της διοίκησης να ενημερώσει για το δικονομικό βάρος ασκήσεως της ενδικοφανούς τα τρίτα , μη κατονομαζόμενα αλλά βλαπτόμενα πρόσωπα. Στις περιπτώσεις που επιτρέπεται ενδοστρεφής δίκη, ενδικοφανή προσφυγή νομιμοποιείται να ασκούν και τα αρμόδια διοικητικά όργανα, όπως για παράδειγμα ο Υπουργός Γεωργίας επι απόφασης της Επιτροπής Δασικών Αμφισβητήσεων (ΣτΕ 1038/88 ολομ), ή στο Υπαλληλικό πειθαρχικό δίκαιο (ΣτΕ 96/2013 Ολομ.).
β) Η διάδικος αρχή -εκπροσώπηση: Το ένδικο βοήθημα που θα ασκηθεί θα στρέφεται όσον αφορά την προσβαλλόμενη πράξη , κατά της ενδικοφανούς απάντησης ή σιωπηράς απόρριψης ενώ όσον αφορά την διάδικο αρχή , κατά της διοικητικής αρχής που εξέδωσε όχι την προσβαλλόμενη ενδικοφανή απάντηση αλλά την αρχικά με την ενδικοφανή προσφυγή προσβαλλόμενη και πλέον μη εκτελεστή πράξη. Έτσι για παράδειγμα επι φορολογικής προσφυγής κατ΄άρθρο 63 του ΚΔΔ ενώπιον του αρμοδίου Διοικητικού Δικαστηρίου , αυτή θα στρέφεται κατά της ενδικοφανούς απάντησης ή απόρριψης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών όμως παθητικώς νομιμοποιούμενος διάδικος θα είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο θα εκπροσωπείται αφενός από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), αφετέρου από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) που εξέδωσε την αρχικά προσβαλλόμενη πράξη.
γ) Τοπική αρμοδιότητα: Η τοπική αρμοδιότητα εξευρίσκεται όχι από τη προσβαλλόμενη με το ένδικο βοήθημα πράξη, δηλαδή την ενδικοφανή απάντηση, αλλά από την προσβληθείσα με την ενδικοφανή πράξη που απορροφήθηκε. Έτσι αρμόδιο τοπικά είναι το δικαστήριο της Αρχής που εξέδωσε την προσβληθείσα με την ενδικοφανή πράξη (αρθ.3§2 πδ.702/1977 και 7§1 ΚΔΔ). Ο κανόνας αυτό ισχύει για κάθε διοικητική προσφυγή.
δ) Φύση προσβαλλόμενων πράξεων- σώρευση . Η ενδικοφανής προσφυγή δεν μπορεί να στρέφεται κατά κανονιστικών πράξεων εκτός εάν ρητά το ορίζει ο νόμος , όπως για παράδειγμα επι ήσσονος σημασίας κανονιστικές πράξεις όπως οι Προκηρύξεις των διαγωνισμών δημοσίων έργων ( αρθ.15§1 πδ 118/2007).
Είναι δυνατή και η αντικειμενική σώρευση με την προσβολή με την ενδικοφανή προσφυγή πολλών συναφών πράξεων (ΣτΕ 4844/2014).
Η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται και κατά σιωπηρών απορρίψεων εάν το ορίζει ρητά ο νόμος. Εάν όμως δεν το ορίζει τίθεται θέμα ερμηνείας. Συνήθως προσβολή και σιωπηρών πράξεων υπάρχει στις ενδικοφανείς διαδικασίες με δυο ενδικοφανείς βαθμούς, υπό την προϋπόθεση της ενημέρωσης, όπως για παράδειγμα στην προϊσχύσασα υπό το άρθρ. 12 του Ν. 1418/1984 διαδικασία επι δημοσίων έργων (ΣτΕ 1269/2004 παρ. σε 7μ. που όμως δεν δικάστηκε , 3324/98, 837/99, 1636/99).
ε) Ως προϋπόθεση παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος της αίτησης ακυρώσεως, προσφυγής ουσίας και εφέσεως στο Ελεγκ. Συνέδριο και το θέμα της ενημέρωσης του διοικούμενου από τη διοίκηση : Σε αντίθεση με τις άλλες δυο διοικητικές προσφυγές , η ενδικοφανής προσφυγή αποτελεί αυτοτελή προϋπόθεση παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως , της προσφυγής στα Δικαστήρια ουσίας και της εφέσεως στο Ελεγκτ. Συνέδριο (αρθ.45§ 2 πδ 18/89 και αρθ.63§3 ΚΔΔ και 111§3 ΚΔΕΣ) . Ο διοικούμενος, όπως προείπαμε , έχει δικονομικό βάρος , εφόσον έλαβε πλήρη ενημέρωση ,κατά την προεκτεθείσα έννοια, να την ασκήσει, άλλως δεν μπορεί ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου να ζητήσει την ακύρωση της πράξεως αφού θα ελλείπει αυτή η προϋπόθεση παραδεκτού. Η ενημέρωση του διοικούμενου γίνεται είτε επί του εγγράφου της προσβαλλόμενης πράξεως , είτε με το αποδεικτικό κοινοποίησης της διοικητικής πράξης, που όμως θα πρέπει αντίγραφο του αποδεικτικού κοινοποίησης να έχει υποχρεωτικώς συγκοινοποιηθεί μαζί με την διοικητική πράξη (ΣτΕ1846/08,227/06,5709/95). Η ενημέρωση πρέπει να είναι πλήρης δηλαδή πρέπει ν’ αναφέρονται : το ενδικοφανές όργανο, η προθεσμία και οι συνέπειες παραλείψεως της ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής (ΣτΕ 2255/96,5709/95). Εάν προβλέπονται δυο βαθμοί ενδικοφανούς διαδικασίας, τότε η ενδικοφανής απάντηση του πρώτου βαθμού πρέπει να περιέχει και την ενημέρωση για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής σε δεύτερο βαθμό με την πληρότητα που προαναφέραμε (ΣτΕ 113/2010).
Η εσφαλμένη ενημέρωση από τη διοίκηση ότι δήθεν κατά της πράξεως προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή, ενώ στην πραγματικότητα δεν προβλεπόταν, που παρέσυρε το διοικούμενο ν’ ασκήσει μη προβλεπόμενη ενδικοφανή προσφυγή και να ασκήσει εκπρόθεσμα το προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα, δεν άγει σε απαράδεκτο λόγω εκπροθέσμου, διότι νομολογιακά τεκμαίρεται ότι ασκήθηκε εμπρόθεσμα (ΣτΕ 1237/99). Εξ΄ άλλου η ρητή αλλά εσφαλμένη ενημέρωση του διοικούμενου ότι κατά της πράξεως δεν προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή ενώ προβλεπόταν, αίρει το απαράδεκτο του ενδίκου βοηθήματος λόγω μη ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής, αφού τεκμαίρεται ότι δεν έγινε ενημέρωση του διοικουμένου (ΣτΕ 582/2012, 1815/97).
Ειδικά στις πραγματοπαγείς πράξεις, η κοινοποίηση της πράξης και άρα η ενημέρωση του διοικούμενου , γίνεται με την τοιχοκόλληση της πράξης.
Κατ’ εξαίρεση, κρίθηκε ότι δεν απαιτείται ενημέρωση για άσκηση προδικαστικής προσφυγής σε υποθέσεις δημοσίων συμβάσεων και, επομένως, δεν θεραπεύεται το απαράδεκτο του απευθείας ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος, δεδομένου ότι οι διατάξεις που προβλέπουν την ενδικοφανή προσφυγή, αφενός, χαρακτηρίζονται ως δικονομικές και, αφετέρου, απευθύνονται σε μικρό κύκλο αποδεκτών που οφείλουν να τις γνωρίζουν ενόψει της ιδιαιτερότητας του αντικειμένου (ΣτΕ Ολ 876/2013).
Η ενημέρωση, όπου απαιτείται, γίνεται με την ίδια την πράξη ή με αυτοτελές έγγραφο, με το οποίο γνωστοποιείται η δυνατότητα αυτή, το οποίο αρκεί να είναι διατυπωμένο με σαφήνεια στην ελληνική γλώσσα, διατηρουμένου βεβαίως ακεραίου του δικαιώματος του αλλοδαπού σε περίπτωση μη κατανόησης του επιδιδομένου σε αυτόν εγγράφου ή του σχετικού αποδεικτικού επίδοσής του ν’ αρνηθεί την παραλαβή του επικαλούμενος άγνοια της ελληνικής γλώσσας, την οποία και οφείλει να αποδείξει (ΣτΕ 1592/2012).
Τρόπος ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής: Υποβάλλεται γραπτώς και εάν το προβλέπει ο νόμος και προφορικά (όπως για παράδειγμα στο α.120 ΚΑσφ.ΙΚΑ) στην αρμόδια αρχή (ΣτΕ 1992/2003, 7μ., 4610/1997). Μπορεί ν΄ ασκηθεί και με συστημένη επιστολή, οπότε για μεν τον διοικούμενο χρόνος άσκησης της λογίζεται η ημέρα κατάθεσης στη ταχυδρομική υπηρεσία (αρθ.10§3 ΚΔΔσιας). Αντίθετα για την ενδικοφανή Αρχή, κρίσιμος χρόνος για την έναρξη της τρίμηνης προθεσμίας απαντήσεως είναι η ημέρα περιελεύσεως της ενδικοφανούς προσφυγής στην Αρχή και όχι η ημέρα κατάθεσης στο ταχυδρομείο. Ειδικά για την ενδικοφανή προσφυγή (ένσταση) στη Τοπική Διοικητική Επιτροπή κατά πράξεως του Δ/ντη υποκαταστήματος του ΕΦΚΑ η προθεσμία της τρίμηνης απάντησης ξεκινά από την περιέλευση της ένστασης σε υπηρεσία του ΕΦΚΑ και όχι από την περιέλευση στην Τοπική Διοικητική Επιτροπή (ΣτΕ 2232/1993). Ο νόμος μπορεί να προβλέπει και κοινοποίηση της ενδικοφανούς προσφυγής σε τρίτους θιγόμενους από αυτή (ΣτΕ 122/2007 Ολομ. επι έργων ΟΤΑ κοινοποίηση και στον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας πλέον Σ.Α.Δ).
Όπως και στις λοιπές διοικητικές προσφυγές και για τις ενδικοφανείς ισχύει ο κανόνας της «άπαξ ασκήσεως» (ΣτΕ 134/2009).
Την ενδικοφανή προσφυγή έχει δικονομικό βάρος ν΄ ασκήσει ο ενδιαφερόμενος, δηλαδή ο κατονομαζόμενος στη προσβαλλόμενη πράξη και όχι τυχόν τρίτοι που μπορεί να θίγονται, έμμεσα από αυτήν. Αυτοί προσφεύγουν παραδεκτώς απευθείας κατά της πράξεως με το προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου. Πάντως εάν μετά την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής άλλαξε υπέρ του προσφεύγοντος και κατά τρίτου η αρχική πράξη ,ειδικά επι διαγωνισμών του ΑΣΕΠ, ο τρίτος δικαιούται να ασκήσει αίτηση θεραπείας ενώπιον του ενδικοφανούς οργάνου κατά της ενδικοφανούς απαντήσεως (ΣτΕ , Γ’ τμ. 7μ,1111/05 , ΔΕφΑθ 15/09), εφόσον επικαλεσθεί ότι δεν είχε κληθεί να αναπτύξει τις απόψεις του κατά την συζήτηση της ενδικοφανούς προσφυγής (βλ. ΣτΕ 1054/2006, Α τμ. 7μ άποψη μειοψ). Κατ΄ άλλη όμως νομολογιακή θέση , αν δεν υπάρχει ρητή διάταξη που επιτρέπει την άσκηση αιτήσεως θεραπείας, αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν η Διοίκηση για πρώτη φορά εκδίδει ατομική διοικητική πράξη για συγκεκριμένη υπόθεση (βλ. ΣτΕ 1054/2006, Α τμ. 7, μειοψ).
Συνέπειες άσκησης ενδικοφανούς διαδικασίας
Η άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής συνεπάγεται διττές συνέπειες, τόσο από άποψη ουσιαστικού διοικητικού δικαίου όσο και από άποψη διοικητικής δικονομίας.
Ι. Ουσιαστικές συνέπειες.
1.Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα : Η υπόθεση μετά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής μεταβαίνει στο ενδικοφανές όργανο που επανακρίνει την υπόθεση, περιοριζόμενο όμως στους πραγματικούς ισχυρισμούς της ενδικοφανούς προσφυγής. Το εκδόν όργανο χάνει την αρμοδιότητα ανακλήσεως της πράξης.
Αντίθετα το ενδικοφανές όργανο δεν χάνει την αρμοδιότητά του μετά την πάροδο του χρόνου απαντήσεως (τριμήνου) και μπορεί να επανέλθει είτε συνεπεία αιτήσεως θεραπείας είτε οίκοθεν ιδίως επι αντικειμενικά κριθέντων ζητημάτων. Εάν είχε εκδώσει ρητή πράξη μπορεί να την ανακαλέσει εφαρμόζοντας τους κανόνες ανακλήσεως (ΣτΕ 1787/2010, 1111/2005).
Η ενδικοφανής απάντηση, ρητή ή σιωπηρή, είναι πάντα η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη, ακόμη και εάν επικυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι την απορροφά. Συνεπώς ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου προσβάλλεται μόνο η ρητή ή σιωπηρή πράξη του ενδικοφανούς οργάνου και απαραδέκτως συμπροσβάλλεται η αρχική πράξη που λόγω της ενσωματώσεως της έχει αποβάλλει τον εκτελεστό χαρακτήρα. Συνεπώς η ενδικοφανής απάντηση προσβάλλεται αυτοτελώς οποτεδήποτε και εάν εκδοθεί. Εάν ο διοικούμενος προσβάλλει την τεκμαιρόμενη σιωπηρά απόρριψη επι της ενδικοφανούς προσφυγής του αιτιολογία της σιωπηρής απόρριψης είναι η αιτιολογία της ενδικοφανώς προσβαλλόμενης πράξης (ΔΕφΑθ 238/05, ΣτΕ 1013/72).
Κατά κανόνα και λόγω της ενσωματώσεως οι πλημμέλειες που έφερε η αρχικά προσβαλλομένη πράξη μεταφέρονται και βλάπτουν και την ενδικοφανή απάντηση , εφόσον γίνεται επίκληση τους στην ενδικοφανή προσφυγή όπως για παράδειγμα η μη ακρόαση (αμφ.), η αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου οργάνου , η κακή συγκρότηση (ΣτΕ 1087/2014, 1622/2011). Λιγότερο ουσιώδεις πλημμέλειες θεραπεύονται όπως για παράδειγμα η κακή σύνθεση του πρωτοβάθμιου (ΣτΕ 2122/2002) , η ακρόαση κατά μια νομολογιακή άποψη (αμφ.). Μετά την ισχύ του ΚΔΔσιας (Ν. 2690/1999, ΦΕΚ Α΄45/9.3.1999), η πρόβλεψη ενδικοφανούς ή ειδικής προσφυγής, σε αντίθεση με τις απλές προσφυγές, δεν θεραπεύει την έλλειψη της προηγούμενης ακρόασης λόγω της ρητής διατύπωσης του άρθρου 6§4 (ΣτΕ 1027, 380/02). Κατά πάγια νομολογία όμως η έλλειψη κλήσης του ενδιαφερομένου για προηγούμενη ακρόαση πριν από την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου ( ΣτΕ 98/2015).
Η ενδικοφανής προσφυγή ερευνάται με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης με την ενδικοφανή προσφυγή απάντηση ακόμη και εάν το νομοθετικό καθεστώς κατέστη ηπιότερο κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης ακύρωσης ή συζήτησης αυτής (ΣτΕ 3266/1976, Ολομ.). Εξαίρεση στο κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο, όπου ισχύει η γενική αρχή της εφαρμογής της ηπιότερης διάταξης, εάν άλλως δεν ορίζει ο Νόμος (ΣτΕ2804/2014).
Η προθεσμία απαντήσεως του ενδικοφανούς οργάνου κατά την νομολογία είναι ενδεικτική και όχι ανατρεπτική (ΣτΕ 1641/98). Αυτό έχει ως συνέπεια το ενδικοφανές όργανο να μην καθίσταται χρονικά αναρμόδιο μετά την πάροδο του τριμήνου. Μπορεί δηλαδή το ενδικοφανές όργανο να εκδώσει αρμοδίως την πράξη και μετά την πάροδο του τριμήνου αλλά πάντως θα πρέπει να την εκδώσει εντός ευλόγου χρόνου κατά τις περιστάσεις χρόνου, που θα κρίνει κυριαρχικά το Δικαστήριο υπο τις συγκεκριμένες για κάθε υπόθεση συνθήκες (ΣτΕ 1787/2010). Μετά την άπρακτη πάροδο του εύλογου χρόνου όμως , το ενδικοφανές όργανο στερείται πλέον αρμοδιότητας να αποφανθεί , εκτός από την περίπτωση που επιλαμβάνεται συνεπεία δικαστικής απόφασης για λόγους ασφαλείας του δικαίου και δημιουργίας σταθερών διοικητικών καταστάσεων (ΣτΕ 2011/1996, ΔΕΦΑΘ 131/2016).
Συνεπώς το ενδικοφανές όργανο δεν καθίσταται χρονικά αναρμόδιο ( σε αντίθεση με την ειδική προσφυγή) αλλά μπορεί να εκδώσει την απάντηση και μετά την πάροδο της προθεσμίας έως την συζήτηση επ΄ακροατηρίου της υποθέσεως, όποτε και καθίσταται χρονικά αναρμόδιο. Εξ΄άλλου μπορεί να επανέλθει συνεπεία αιτήσεως θεραπείας ή επ΄ ευκαιρία δεύτερης ενδικοφανούς προσφυγής, οπότε η εκτελεστότητα θα εξαρτάται από το εάν έγινε νέα έρευνα της υπόθεσης (ΣτΕ 1654/98). Όμως εάν η ενδικοφανής απάντηση εκδοθεί μετά την συζήτηση της υποθέσεως στο αρμόδιο Δικαστήριο και προσβληθεί αυτοτελώς, η αίτηση ακυρώσεως θα απορριφθεί διότι στρέφεται κατά πράξεως εκδοθείσης αναρμοδίως κατά χρόνο (ΣτΕ 1382/06, αντίθετη 949/04). Επί δασικών αμφισβητήσεων σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν.998/79 και εάν μετά την άπρακτη πάροδο του τριμήνου ο ενδικοφανώς προσφεύγων ζητήσει από το ενδικοφανές όργανο βεβαίωση για την σιωπηρά απόρριψη της προσφυγής και εφόσον το ενδικοφανές όργανο εκδώσει την βεβαίωση , τότε καθίσταται χρονικά αναρμόδιο, ενώ διαπράττει π.ν.ο.ε εάν δεν απαντήσει στην αίτηση έκδοσης της βεβαίωσης σιωπηράς απόρριψης (ΣτΕ 3915/10, 1518/10, ΣτΕ 7μ. 3627/03).
Εάν πριν απαντήσει το ενδικοφανές όργανο ασκηθεί πρόωρα η αίτηση ακυρώσεως τότε μεν είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται ευθέως κατά της υποκείμενης σε ενδικοφανή προσφυγή πράξεως (αρθ. 45§4 εδαφ. γ΄), εφόσον όμως έως την συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως έχει παρέλθει το τρίμηνο ή έχει εκδοθεί απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής, η αίτηση ακυρώσεως θεωρείται ότι στρέφεται παραδεκτώς κατά αυτών των πράξεων, δηλαδή κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης ή της απαντήσεως του ενδικοφανούς οργάνου. Ο κανόνας αυτός έχει αναπτυχθεί νομολογιακά για την ακυρωτική δίκη, ενώ για την δίκη ουσίας επί προσφυγής ρυθμίζεται ειδικά στο άρθρο 63§5 ΚΔΔ και 11§5 του ΚΔΕΣ. Εάν όμως κατά της πράξεως προηγηθεί το ένδικο βοήθημα και εν συνεχεία ασκηθεί η ενδικοφανής προσφυγή, τότε, το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται στο σύνολο του ως απαράδεκτο.
Β) Ανασταλτικό αποτέλεσμα: Εάν δεν ορίζεται άλλως η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής δεν έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα και μπορεί να γίνει ταμειακή βεβαίωση, όμως η άσκησή της δίδει δικαίωμα αντιταξιμότητας του οφειλέτη να μην προχωρήσει η εκτέλεση (ΣτΕ 2982/2007,7μ, 2092/2014).
Γ) Αρχή μη χειροτέρευσης (reformatio non pejus). Κατά μίαν άποψη της θεωρίας κατά γενική αρχή με την ενδικοφανή διαδικασία δεν μπορεί να καταστεί χειρότερη η θέση του προσφεύγοντος (reformatio non pejus) (ΣτΕ Ολ. 927/1940, 19/62, 1067/1979, 4202/1986, 3424/2006, ΣτΕ ΕΑ 68/2009, ΣτΕ 236/2016, Α΄τμ. παρ.7μ, και 29/2017 Α τμ. 7μ.).Μπορεί όμως εάν υπάρχει αντίθετη ΡΗΤΗ νομοθετική πρόβλεψη (ΣτΕ 29/2017, Α τμ.7μ.). Η μεταβολή της αιτιολογίας της πράξης δεν συνιστά χειροτέρευση (ΣτΕ 245/1959).
ΙΙ. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ.
1. Αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης και της προσφυγής.
Η διοίκηση, όπως προλέχθηκε, έχει υποχρέωση να ενημερώσει τον διοικούμενο για την ύπαρξη ενδικοφανούς προσφυγής, τις προϋποθέσεις ασκήσεως της, το χρόνο και τις συνέπειες μη ασκήσεως της , ήτοι ότι χάνει το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη για την ακύρωση της πράξεως (ΣτΕ 1846/08, ΣτΕ Ολομ. 2892/93). Δεν χάνει βέβαια πλήρως το δικαίωμα δικαστικής προστασίας αφού ενδεχομένως μπορεί κατά της παρανόμου πράξεως ν΄ ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως. Αντίθετα δεν υπάρχει υποχρέωση ενημέρωσης περί των δικονομικών προϋποθέσεων ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων ή των ειδικών προσφυγών (ΣτΕ 1337/07, 1032/00).Θα πρέπει όμως να γίνει δεκτό με ανάλογη εφαρμογή και για την ενότητα του νομικού λόγου ότι υπάρχει ταυτόσημη υποχρέωση για την ειδική προσφυγή του άρθρου 227 του ν. 3852/10 (Καλλικράτη).
2. Προσβαλλόμενη πράξη : Μόνη η ρητή ή σιωπηρή ενδικοφανής απάντηση. Λόγω της ενσωμάτωσης είναι απαράδεκτη η προσβολή της αρχικής πράξης (ΣτΕ 710/2015, 4596/2014).
Εάν ο θιγόμενος από εκτελεστή πράξη δεν ασκήσει κατ΄ αυτής ενδικοφανή προσφυγή, δεν νομιμοποιείται εν συνεχεία ν΄ ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την ενδικοφανή προσφυγή που ασκήθηκε από άλλο θιγόμενο (ΣτΕ 2509/00).
3. Η κατά τόπον αρμοδιότης των πρωτοβάθμιων ακυρωτικών Δικαστηρίων προσδιορίζεται από την έδρα του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με ενδικοφανή πράξη και όχι από την έδρα του ενδικοφανούς οργάνου (αρθ. 3§2 ν. 702/77). Τα αυτά ισχύουν και για τις διαφορές ουσίας (αρθ.7§1 ΚΔΔ).
4. Παραίτηση : δεν είναι νοητή παραίτηση από την ενδικοφανή, λόγω του εκκαθαριστικού αποτελέσματος (ΣτΕ 4190/2000).
5. Ταυτότητα λόγων ενδικοφανούςπροσφυγής και αίτησης ακύρωσης: Οι λόγοι της ενδικοφανούς προσφυγής αποτελούν και τους λόγους ακυρώσεως, δηλαδή δεν μπορεί να γίνει κατά το στάδιο ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως επίκληση νέων πραγματικών ισχυρισμών ή νέων λόγων ακυρώσεως, εκτός εάν οι τελευταίοι προέκυψαν μετά την έκδοση της ενδικοφανούς απαντήσεως . Η ενδικοφανής προσφυγή οριοθετεί ουσιαστικά το αντικείμενο της διαφοράς πριν την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως.
Συνεπώς είναι απαράδεκτος ο λόγος ακυρώσεως που δεν είχε ήδη αναφερθεί στην ενδικοφανή προσφυγή (ΣτΕ 98/2015,επι αυθαιρέτων, 3256/2001).Αυτό διότι η ενδικοφανής διαδικασία αποσκοπεί να εξετάσει το ειδικά κατεστημένο ενδικοφανές όργανο το σύνολο της υποθέσεως, ώστε εάν είναι δυνατόν το θέμα να επιλυθεί εντός των κόλπων της διοίκησης. Για το λόγο αυτό εξ΄άλλου προσβάλλεται εν συνεχεία στο αρμόδιο Δικαστήριο μόνο η ενδικοφανής απάντηση. Όμως παραδεκτά με την ενδικοφανή προσφυγή μπορούν να προβληθούν νέα στοιχεία αναφερόμενα την ουσία της υποθέσεως (ΣτΕ 1319/93).
Σαφώς εννοείται ότι προβάλλονται για πρώτη φορά με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ή αιτήσεως ακυρώσεως ισχυρισμοί για αντισυνταγματικότητα ή παραβίαση του Ενωσιακού δικαίου ή διατάξεων με υπερνομοθετική ισχύ, η θέματα υπέρβασης της νομοθετικής εξουσιοδότησης κατά το άρθρο 43§2 Σ. Αυτό διότι η εξουσία του Δικαστηρίου είναι αυτεπάγγελτη και προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και δεν μπορεί να περιοριστεί από την ως άνω γενική αρχή, ενώ παράλληλα η προβολή τέτοιων ισχυρισμών στη Διοίκηση δεν έχει κανένα αποτέλεσμα διότι αυτή πρέπει βάσει της αρχής της νομιμότητας να εφαρμόσει το Νόμο και δεν επιτρέπεται να κάνει έλεγχο της συνταγματικότητας αυτού.
Το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και για άλλους αυτεπαγγέλτους εξεταζόμενους λόγους δημόσιας τάξης που δεν έχουν υπερνομοθετική ισχύ, όπως για παράδειγμα η το πρώτον προτεινόμενη αναρμοδιότητα του εκδόντος την αρχική πράξη οργάνου η οποία ενσωματώθηκε στην ενδικοφανή απάντηση, διότι προτάθηκε μεν αλλά απορρίφθηκε εσφαλμένα από το ενδικοφανές όργανο. Εξ΄άλλου για τα θέματα αυτά οφείλει να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως και το ενδικοφανές όργανο και εφόσον δεν τα εξήτασε αυτεπαγγέλτως παρανόμησε και άρα υπάρχει και αυτοτελής λόγος παρανομίας και της ενδικοφανούς σιωπηρής ή ρητής μόνης προσβαλλομένης απαντήσεως (ΣτΕ 2690 /2012, Γ τμ., 1622/2011).
Πράξη που υπόκειτο σε ενδικοφανή προσφυγή και ανακλήθηκε, καθιστά και την ανακλητική πράξη υποχρεωτικώς προσβαλλόμενη με την ίδια ενδικοφανή προσφυγή (ΣτΕ 2167/93).
Ενδικοφανής προσφυγή και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης
Η πρόβλεψη άσκησης ενδικοφανούς ή ειδικής προσφυγής δεν θεραπεύει την έλλειψη τήρησης του τύπου της προηγούμενης ακρόασης πριν την έκδοση της αρχικώς βλαπτικής πράξης διότι πρόκειται για ύστερη ακρόαση και ρητά το απαγορεύει του άρθρο 6§4 ΚΔΔσιας για πράξεις που εξεδόθησαν μετά την ισχύ του ΚΔΔσιας , ήτοι μετά την 9.3.1999 (ΣτΕ 2180/2013, 2283/2012, 3489/2011, 2521/2011, 3114/2010, 2159/2009).Αντίθετα για προγενέστερα εκδοθείσες διοικητικές πράξεις η παράβαση θεραπεύεται από το ενδικοφανές στάδιο κατά γενική αρχή που ίσχυε ως την εισαγωγή του ΚΔΔσιας για όλες τις διοικητικές προσφυγές (ΣτΕ 4447/2012).
Πάντως η νομολογία των τμημάτων του ΣτΕ φαίνεται διχασμένη.
Το Α΄ τμήμα του ΣτΕ έχει νομολογήσει ότι η υποχρέωση των ασφαλιστικών οργάνων να καλέσουν τον εργοδότη προς παροχή εξηγήσεων πριν από την έκδοση δυσμενών πράξεων (ΠΕΕ και ΠΕΠΕΕ), η επιβολή των οποίων συνδέεται κατά νόμον με την υποκειμενική συμπεριφορά του, δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τη δυνατότητα που παρέχεται σ’ αυτόν να ζητήσει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθόσον η ακρόαση του ενδιαφερομένου πρέπει να λαμβάνει χώρα οπωσδήποτε πριν από τη λήψη του δυσμενούς εις βάρος του μέτρου, πριν από την έκδοση, δηλαδή, της αρχικής εκτελεστής απόφασης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο (ΣτΕ 2348/2015, 2180/2013, 3489/2011, 2521/2011, 2383/2012, πρβλ. ΔΕΕ της 22.11.2012, C-277/11, M. κατά Ιρλανδίας, ). Το ίδιο και το Δ΄ Τμήμα, που έκρινε ότι η μη τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης στις υποθέσεις που διέπονται κατά χρόνον από τον ΚΔΔσιας δεν καλύπτεται με την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής από τον διοικούμενο κατά της βλαπτικής των συμφερόντων του πράξης [ΣτΕ 3114/2010, 2159/2009]. Ομοίως και το Β΄ Τμήμα, επαναλαμβάνοντας την κρίση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 2370/2007, δέχθηκε, με την απόφαση ΣτΕ 2383/2012 για τις φορολογικές διαφορές, ότι «η συμμόρφωση της φορολογικής αρχής προς την υποχρέωσή της αυτή [της προηγούμενης ακροάσεως] αποτελεί προϋπόθεση νομιμότητας της σχετικής διαδικασίας και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τη δυνατότητα που παρέχεται στον επιτηδευματία, στον οποίο επιβλήθηκε το πρόστιμο, από την… διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 34 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, να ζητήσει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, μετά την έκδοση της πράξεως επιβολής προστίμου, επιδιώκοντας την εξαφάνιση ή την τροποποίησή της
Αντίθετα το Στ΄ Τμήμα, φαίνεται να έχει αντίθετη θέση όταν βάσει της συγκεκριμένης ειδικής νομοθεσίας προβλέπονται ένα ή περισσότερα στάδια ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον ανώτερων οργάνων, η μη τήρηση του ως άνω τύπου της προηγούμενης ακροάσεως κατά τη διαδικασία εκδόσεως της αρχικής πράξης καλύπτεται, εφόσον, στα πλαίσια της προβλεπόμενης ενδικοφανούς προδικασίας καθώς και με το ασκηθέν ενώπιον του δικάσαντος Εφετείου ένδικο βοήθημα, ο διοικούμενος προέβαλε τους κρίσιμους, κατ’ αυτόν, ισχυρισμούς σχετικά με τη μη αποκλειστική υπαιτιότητά του για την καθυστέρηση περάτωσης του έργου και τη, συνεπεία αυτού, μη νόμιμη επιβολή ποινικής ρήτρας και συνεπώς η μη κλήση του για την προβολή των εν λόγω ισχυρισμών πριν την έκδοση της αρχικής πράξεως επιβολής ποινικής ρήτρας, δεν καθιστά την πράξη αυτή ακυρωτέα για μη τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακροάσεως, αφού καλύφθηκε από το στάδιο της ενδικοφανούς διαδικασίας ( ΣτΕ 3521/2015).
Το ίδιο και το Ε΄ Τμήμα με τη 1392/2016 που νομολογεί ότι όταν βάσει της συγκεκριμένης ειδικής νομοθεσίας που διέπει την έκδοση της δυσμενούς διοικητικής πράξης προβλέπονται, πέραν της αρχικής προηγουμένης ακροάσεως, και ένα ή περισσότερα στάδια ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον ανωτέρων οργάνων η μη τήρηση του προβλεπόμενου τύπου της προηγούμενης ακρόασης κατά την διαδικασία έκδοσης της αρχικής πράξης καλύπτεται, εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκήσει την ή τις ενδικοφανείς προσφυγές και προβάλει τους κρίσιμους, κατ’ αυτόν, ισχυρισμούς που δεν προέβαλε πριν την έκδοση της αρχικής πράξεως. Στην περίπτωση, μάλιστα αυτή, θα πρέπει να θεωρηθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη η τελικώς εκδιδομένη, μετά την άσκηση από τον ενδιαφερόμενο της ή των ενδικοφανών προσφυγών, διότι ως οριστική διοικητική πράξη είναι η τελικώς εκδιδομένη μετά την εξάντληση της ενδικοφανούς διαδικασίας (ΣτΕ Ολ 4447/2012). Συνεπώς κρίνει : «οτι εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλούσα άσκησε την ενδικοφανή προσφυγή του άρθρου 4 του π.δ. 267/1998 και προέβαλε τους κρίσιμους, κατ’ αυτήν, ισχυρισμούς που δεν προέβαλε πριν την έκδοση της έκθεσης αυτοψίας, η μη τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης κατά την διαδικασία έκδοσης της έκθεσης αυτοψίας καλύφθηκε.
Το λεπτό ζήτημα που δεν ετέθη στην ως άνω απόφαση ανακύπτει όμως εάν ο ενιστάμενος με την ενδικοφανή προβάλλει στο ενδικοφανές όργανο τον ειδικό ισχυρισμό ότι δεν του έγινε ακρόαση πριν εκδοθεί η έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτου ( εννοείται που έχει εκδοθεί μετά την ισχύ του ΚΔΔσιας) και εν συνεχεία αναπτύσσει σε αυτό και τους ισχυρισμούς που θα έλεγε αν καλείτο νομοτύπως στην Πολεοδομία, πριν αυτή εκδώσει την η αρχική πράξη της έκθεσης αυτοψίας. Κατά την άποψη μου στη περίπτωση αυτή, αφού ο ενιστάμενος είχε θέσει ειδικό λόγο ενδικοφανούς την έλλειψη ακροάσεως και με δεδομένο ότι πρέπει να δίδεται η δυνατότητα στο διοικούμενο να αναπτύξει τους ισχυρισμούς στην αρμόδια αρχή πριν αυτή εκδώσει την βλαπτική για τα συμφέροντα του πράξη , ώστε να την επηρεάσει στην διαμόρφωση της κρίσης της πριν τον σχηματισμό τελικής αρχικής της θέσης που εν συνεχεία άγει στην έκδοση της προσβαλλόμενης δια της ενδικοφανούς προσφυγής πράξης, θα πρέπει να γίνει δεκτή η ενδικοφανής προσφυγή για παραβίαση της ακρόασης και να παραπέμπεται η υπόθεση στην πολεοδομική Αρχή για να τηρήσει το τύπο της ακροάσεως. Δηλαδή πρέπει επι ποινή ακυρότητας ης ενδικοφανώς προσβαλλόμενης πράξης, η παράθεση των απόψεων να γίνεται στο αρχικό στάδιο έτσι ώστε κατά το ενδικοφανές στάδιο να μπορεί αν διατυπωθούν οι τελικοί ισχυρισμοί με βάση την θέση που διατύπωσε το αρχικά αρμόδιο όργανο μετά την λήψη υπόψη των ουσιωδών ισχυρισμών του διοικουμένου (ΣτΕ 168/2018, Β τμ.). Συνεπώς εφόσον αυτό δεν έλαβε χώραν και εφόσον ο ενιστάμενος ειδικά το επικαλείται με την παράθεση των ισχυρισμών αυτών, οφείλει το ενδικοφανές όργανο να εκτιμήσει την λυσιτέλεια και εάν είναι βάσιμη να ακυρώσει την πράξη και να αποστείλει την υπόθεση προς νέα κρίση στο αρμόδιο όργανο. Εάν δεν το πράξει και προβεί σε κρίση επι της ουσίας της υπόθεσης θα έχει παραβιάσει το δικαίωμα ακροάσεως, διότι θα έχει κρίνει πρωτογενώς την υπόθεση χωρίς να την έχει κρίνει το αρχικά και κατ΄εξοχήν επι της ουσίας αρμόδιο όργανο, το οποίο ενδεχομένως μετά την τήρηση του τύπου να μην είχε εκδώσει πράξη ή να είχε εκδώσει πράξη με καταφανώς άλλο περιεχόμενο από αυτό της πράξης που προσβάλλεται με την ενδικοφανή προσφυγή. Αντίθετα τώρα εάν κρίνει ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί δεν είναι λυσιτελείς μπορεί ειδικά αιτιολογημένα ν΄ απορρίψει τον λόγο περί παράβασης της προηγούμενης ακρόασης και να κρίνει στην ουσία της την υπόθεση εκ νέου.
Με τη ΣτΕ 98/2015 κρίθηκε ότι εφόσον στην ενδικοφανή προσφυγή ο διοικούμενος επικαλείται παραβίαση ακροάσεως θα πρέπει ν’ αναφέρει με λυσιτέλεια στην ενδικοφανή προσφυγή τους ισχυρισμούς που θα διατύπωνε στο αρχικό όργανο.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ
Ενδικοφανείς διαδικασίες καθιερώνονται : α) στο ΙΚΑ και από 1.1.2017 ΕΦΚΑ, κάθε πράξη του Δν/τη του υποκαταστήματος του ΙΚΑ προσβάλλεται με ενδικοφανή προσφυγή (αίτηση θεραπείας) εντός 3 μηνών από της κοινοποιήσεως στη κατά τόπο αρμόδια Τοπική Διοικητική Επιτροπή του ΙΚΑ. Γενικότερα στο κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο καθιερώνεται σε όλους τους ΟΚΑ ενδικοφανής διαδικασία.
Β) Κατά εκθέσεως αυτοψίας αυθαιρέτου ασκείται «ένσταση» στην τοπικά αρμόδια Επιτροπή Αυθαιρέτων (αρθ. 4 πδ 267/98). Η έκθεση αυτοψίας είναι πραγματοπαγής διοικητική πράξη και η τριακονθήμερη προθεσμία ασκήσεως της ως άνω ενστάσεως αρχίζει από την επομένη τα τοιχοκολλήσεως της έκθεσης στο φερόμενο αυθαίρετο, η δε ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (ΣτΕ 7Μ., 4585/2009, 1244/08 παραπ. σε 7μελη με μειοψ., Βλ. όμως και 1167/11 που παρ σε 7μ.) Η πλειοψηφούσα άποψη καταλήγει, ενόψει της ανάγκης προστασίας και ταχείας αποκατάστασης του οικιστικού περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ. 2 Συντ.), στην κρίση ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ/τος 267/1998 τοιχοκόλληση της έκθεσης αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής στο αυθαίρετο συνιστά πρόσφορο τρόπο γνωστοποίησης του περιεχομένου της προς οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, προκειμένου αυτός να ασκήσει την προβλεπόμενη ενδικοφανή προσφυγή .Αντίθετα, περισσότερο εναρμονισμένη με τις ως άνω διατάξεις με υπερνομοθετική ισχύ είναι η άποψη της μειοψηφίας, κατά την οποία το εν λόγω «τεκμήριο» γνώσης της πράξης είναι μαχητό. Πράγματι, θα ήταν, με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας, αυστηρό να θεωρηθεί ότι συντελείται γνωστοποίηση της πράξεως με την απλή τοιχοκόλληση στο αυθαίρετο, και, μάλιστα, όχι μόνον για τον ιδιοκτήτη (ο οποίος μπορεί να το χρησιμοποιεί απλά ως εξοχική κατοικία), αλλά και για κάθε ενδιαφερόμενο.
Γ) Η πράξη του Δασάρχη που χαρακτηρίζει έκταση ως δασική προσβάλλεται με ενδικοφανή προσφυγή (αντιρρήσεις) στη Πρωτοβάθμια Επιτροπή Δασικών Αμφισβητήσεων και εν συνεχεία στη Δευτεροβάθμια , εντός προθεσμίας 2 μηνών (αρθ.14 του ν. 998/79).
Δ) Στις φορολογικές διαφορές υπο το βάρος των μηνμονιακών υποχρεώσεων της χώρας προστέθηκαν στο Ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), τα άρθρα 70Α και 70Β που ρύθμιζαν τη σχετική διαδικασία. Ο Ν. 2238/1994 καταργήθηκε και από την 1/1/2014 ισχύει ο νέος κώδικας φορολογίας εισοδήματος (Ν. 4174/2013), το άρθρο 63 του οποίου ορίζει τα εξής:
Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή
1. Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση, « ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης» οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημα του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν.
2. Η Φορολογική Διοίκηση αποστέλλει την ενδικοφανή προσφυγή του υπόχρεου, συνοδευόμενη από σχετικά έγγραφα και τις απόψεις αυτής, εντός επτά (7) ημερών από την υποβολή, στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης, προκειμένου η τελευταία να αποφανθεί.
3. «Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%).»
4. Ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να υποβάλει, ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής της καταβολής που προβλέπεται στην παράγραφο 3. Η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης δύναται να αναστείλει την εν λόγω πληρωμή, μέχρι την “έκδοση” της απόφασης της [στον υπόχρεο], μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η πληρωμή θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης στη Φορολογική Διοίκηση, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί. Τυχόν αναστολή της πληρωμής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής “των τόκων” λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου.
5. Εντός εξήντα (60) ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής στη Φορολογική Διοίκηση, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης εκδίδει απόφαση, την οποία κοινοποιεί στον υπόχρεο, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που έλαβε από τον υπόχρεο και τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που είναι σχετική με την υπόθεση. Αν η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης το κρίνει απαραίτητο, δύναται να καλέσει τον υπόχρεο σε ακρόαση. Σε περίπτωση που προσκομισθούν νέα στοιχεία στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης ή γίνει επίκληση νέων πραγματικών ριστατικών, ο υπόχρεος πρέπει να καλείται σε ακρόαση. «Αν, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, δεν εκδοθεί απόφαση τότε θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης και ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής.»
Στην περίπτωση των ενδικοφανών προσφυγών που υποβάλλονται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέχρι τις 28.2.2014 η προθεσμία του πρώτου εδαφίου επεκτείνεται σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες.
6. Αν με την απόφαση ακυρώνεται, μερικά ή ολικά, ή τροποποιείται η πράξη της φορολογικής αρχής, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης οφείλει να αιτιολογεί την απόφαση αυτή επαρκώς με νομικούς ή και πραγματικούς ισχυρισμούς. Σε περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, η αιτιολογία μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή των διαπιστώσεων της οικείας πράξης προσδιορισμού φόρου. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση πρέπει να περιέχει τουλάχιστον την οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου, το καταλογιζόμενο ποσό και την προθεσμία καταβολής αυτού.
«Η φορολογική αρχή, της οποίας η πράξη ακυρώνεται για τυπικές πλημμέλειες, εκδίδει νέα πράξη σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης.»
7. Η Φορολογική Διοίκηση δεν έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης.
8. Κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά οποιασδήποτε πράξης που εξέδωσε η Φορολογική Διοίκηση είναι απαράδεκτη.
9. Ο Γενικός Γραμματέας δύναται να εκδίδει τις αναγκαίες κανονιστικές πράξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και ιδίως να καθορίζει τις λεπτομέρειες για τη λειτουργία της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης, την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων της.
Ε) Διαφορές από την εφαρμογή της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 περ. α΄ του Ν 702/1977.
Πρόκειται για την πολυπληθέστερη κατηγορία διαφορών που υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή, η οποία μάλιστα έχει αποδειχθεί ιδιαιτέρως αποτελεσματική. Ειδικότερα, για την αποφυγή της υπερφόρτωσης των διοικητικών δικαστηρίων με υποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης, καθιερώθηκε ένα υποχρεωτικό στάδιο διοικητικής επίλυσης των σχετικών αμφισβητήσεων από Τοπική Διοικητική Επιτροπή (ΤΔΕ) του ΙΚΑ, η οποία, ενόψει της συγκρότησής της και των εξουσιών ελέγχου που διαθέτει, παρέχει ικανοποιητικά εχέγγυα αμερόληπτης και αντικειμενικής κρίσης. Συγκεκριμένα, κατά την εκδίκαση των σχετικών ενστάσεων, η ΤΔΕ «ερευνά ελευθέρως τα πραγματικά και νομικά της υπόθεσης στοιχεία,… δύναται για την ανεύρεση της αλήθειας να καλέσει οποιονδήποτε για τη λήψη πληροφοριών, να εξετάσει μάρτυρες, να ενεργήσει αυτοψία, να προκαλέσει ιατρικές γνωματεύσεις, να ζητήσει πληροφορίες από κάθε αρχή και να λάβει υπόψη της οποιοδήποτε έγγραφο στοιχείο, χωρίς να δεσμεύεται από τα υποβληθέντα έγγραφα, αποφασίζει δε ελευθέρως και κατά συνείδηση, σύμφωνα, όμως προς τον νόμο και τους κανονισμούς του ΙΚΑ».
Κοινωνική νομοθεσία
Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ)
Κατά των αποφάσεων των οργάνων του ΟΕΚ με τις οποίες γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται αίτημα για χορήγηση στεγαστικής συνδρομής με τη μορφή της κλήρωσης κατοικίας ή παροχής σε δικαιούχο, είναι δυνατή, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 5 του Κανονισμού του ΟΕΚ , η διατύπωση αντιρρήσεων από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον εντός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης της αρμόδιας Διεύθυνσης Στεγαστικής Συνδρομής του ΟΕΚ προς αυτόν.
Προστασία ειδικών κοινωνικών ομάδων
Με τη διαδικασία του Ν 2643/1998, Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών, παρέχεται η δυνατότητα σε πρόσωπα που ανήκουν στις ειδικά προστατευόμενες ομάδες του νόμου να τοποθετηθούν σε θέσεις του ιδιωτικού ή δημοσίου τομέα. Κατά των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων πενταμελών Επιτροπών για την τοποθέτηση των ατόμων αυτών χωρεί η ενδικοφανής προσφυγή του άρθρου 9 ενώπιον των δευτεροβάθμιων Επιτροπών, οι οποίες μπορούν να ακυρώνουν εν όλω ή εν μέρει την πράξη ή να την τροποποιούν, προβαίνοντας αναλόγως και σε τοποθέτηση του προσφεύγοντος, ή να απορρίπτουν την προσφυγή.
Στ) Δημόσια έργα, προμήθειες, υπηρεσίες, εκπόνηση μελετών προβλέπεται πλέον ενδικοφανής διαδικασία (προδικαστική προσφυγή στο Ν. 4413 και 4414/2016).
Ζ) Φαρμακευτικό δίκαιο- Κυρώσεις σε φαρμακοποιούς.
Οι πράξεις επιβολής των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 15 του ΠΔ 121/2008 και επιβάλλονται στους φαρμακοποιούς για παραβίαση των υποχρεώσεων του άρθρου 4 σχετικά με τη χορήγηση φαρμάκων σε ασφαλισμένους υπόκεινται στην προβλεπόμενη στην παρ. 18 του ιδίου άρθρου ενδικοφανή προσφυγή. Αυτή ασκείται εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της πράξης επιβολής κυρώσεων ενώπιον της αρμοδίας Επιτροπής του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημοσίου (ΟΠΑΔ, άρθρο 41 του Ν 3329/2005) ή ενώπιον του Διοικητή του Ιδρύματος για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή ενώπιον του ΔΣ του ασφαλιστικού φορέα, για τους λοιπούς οργανισμούς. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής καθώς και η υποβολή της έχουν εκ του νόμου ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Ίδρυση φαρμακείου ή φαρμακαποθήκης
Κατά των αποφάσεων του Νομάρχη (ήδη μετά τον Ν 3852/2010 ενν. Περιφερειάρχη) για ίδρυση φαρμακείου ή φαρμακαποθήκης, το άρθρο 10 του Ν 1963/1991 προβλέπει την άσκηση της διοικητικής προσφυγής του άρθρου 8 του Ν 3200/1955 ενώπιον του Υπουργού Υγείας, ο οποίος εξετάζει την απόφαση του Νομάρχη και κατ’ ουσίαν, δυνάμενος να την ακυρώσει ή να την τροποποιήσει. Της απόφασης του Υπουργού προηγείται γνωμοδότηση της Φαρμακευτικής Γνωμοδοτικής Επιτροπής. Η προσφυγή ασκείται από κάθε ενδιαφερόμενο εντός 30 ημερών από τη γνώση της απόφασης και έχει ενδικοφανή χαρακτήρα, αφού επιτρέπεται η πλήρης επανεξέταση της υπόθεσης . Η μη άσκησή της, εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει ενημερωθεί επαρκώς, καθιστά την απευθείας ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης απαράδεκτη. Ο Υπουργός πρέπει να αποφανθεί συναφώς εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των 60 ημερών, ειδάλλως στερείται της κατά χρόνο αρμοδιότητάς του για την τροποποίηση της προσβαλλόμενης πράξης .
Θ) Πειθαρχικό δίκαιο δημοσίων υπαλλήλων , στρατιωτικών κλπ. : προβλέπεται ειδική διαδικασία ενστάσεων.
Α) ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Σύμφωνα με το άρθρο 141 του Υπαλληλικού Κώδικα , κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών προϊσταμένων και του πειθαρχικού συμβουλίου, όταν αυτό κρίνει σε πρώτο βαθμό, με τις οποίες επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές, επιτρέπεται ένσταση, τόσο του υπαλλήλου όσο και της Διοίκησης, ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ή του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου αντίστοιχα. Η ένσταση που αποτελεί ενδικοφανή προσφυγή, όταν στρέφεται κατά απόφασης πειθαρχικού προϊσταμένου, κατατίθεται στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, ενώ όταν στρέφεται κατά απόφασης πειθαρχικού συμβουλίου κατατίθεται στο συμβούλιο αυτό, το οποίο τη διαβιβάζει άμεσα στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο . Η ένσταση ασκείται εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, ενώ η προθεσμία για την άσκησή της και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Κατ΄ εξαίρεση, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει την άμεση εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος εκτός εάν με αυτή έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού .
Η άσκηση της ένστασης συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της υπαλληλικής προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφετείο. Σε περίπτωση, ωστόσο, ελλιπούς ή παράλειψης ενημέρωσης του υπαλλήλου ως προς την προβλεπόμενη ένσταση, το απαράδεκτο της απευθείας ασκηθείσας υπαλληλικής προσφυγής αίρεται .
Β) ΣΤΕΛΕΧΗ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Κατά των πράξεων επιβολής των «συνήθων» πειθαρχικών ποινών που προβλέπονται στην παρ. 5 του άρθρου 40 του Ν 3883/2010 για στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, παρέχεται, κατά την παρ. 10 του ιδίου άρθρου, η δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής εντός προθεσμίας 15 ημερών, υπολογιζόμενης από την επομένη της ημέρας κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε νομίμως γνώση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή παράλειψης. Αντίθετα, για τις ποινές που χαρακτηρίζονται από τη νομοθεσία ως «καταστατικές» δεν προβλέπεται στάδιο ενδικοφανούς διαδικασίας και ως εκ τούτου το κατ’ αυτών απευθείας ασκηθέν ένδικό βοήθημα είναι επιτρεπτό.
Γ) ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ
Κατά των αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών οργάνων του ΠΔ 120/2008 (Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού) προβλέπεται στο άρθρο 51 η δυνατότητα άσκησης προσφυγής από τον τιμωρηθέντα αστυνομικό εντός 15 ημερών από την επίδοση της απόφασης. Η προσφυγή διαβιβάζεται στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, το οποίο εξετάζει εκ νέου την υπόθεση, χωρίς να μπορεί να καταστήσει δυσμενέστερη τη θέση του προσφεύγοντος. Κατά τη διαδικασία της εκδίκασης δεν είναι υποχρεωτική η εξέταση μαρτύρων και η παρουσία του προσφεύγοντος, χωρίς όμως αυτό να αποκλείεται. Δυνατή είναι και η παράσταση του προσφεύγοντος με δικηγόρο, εφόσον όμως υποβληθεί σχετικό αίτημα. Η απόφαση που εκδίδεται είναι τελεσίδικη και επιδίδεται στον προσφεύγοντα, αφού συνταχθεί σχετικό αποδεικτικό επίδοσης.
Ομοίως, κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων, σύμφωνα με το άρθρο 53 του ιδίου ΠΔ, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή εντός 20 ημερών ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο επανεξετάζει την υπόθεση, εφαρμόζοντας τη διαδικασία των άρθρων 41-46, χωρίς να μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του προσφεύγοντος. Η αρχική πειθαρχική απόφαση εφόσον παρέλθει η προθεσμία άσκησης έφεσης ή η απόφαση του Δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου εφόσον ασκηθεί η παρεχόμενη διοικητική προσφυγή είναι τελεσίδικες και εκτελούνται άμεσα από την Υπηρεσία του τιμωρηθέντος με τις προβλεπόμενες εκ του νόμου πράξεις.
Οι παραπάνω προσφυγές κατά των πειθαρχικών αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών οργάνων ή των πειθαρχικών συμβουλίων της Αστυνομίας συνιστούν ενδικοφανή προσφυγή. Μόνες προσβλητές πράξεις ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων είναι οι αποφάσεις που εκδίδονται επί των ως άνω προσφυγών, με αποτέλεσμα αίτηση ακύρωσης κατά πειθαρχικής απόφασης σε βάρος αστυνομικού να είναι απαράδεκτη, αν δεν έχει τηρηθεί η προηγούμενη ενδικοφανής διαδικασία .
Δ) ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΕΣ
Κατά των πειθαρχικών αποφάσεων του πρωτοβάθμιου Ανακριτικού Συμβουλίου του ΝΔ 935/1971 επιτρέπεται στον πειθαρχικώς εγκαλούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 30, η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Ανακριτικού Συμβουλίου. Η προσφυγή μπορεί να ασκηθεί από τον εγκαλούμενο εντός 10 ημερών από την κοινοποίησή της και εντός 20 ημερών από τον Αρχηγό του οποίου το ερώτημα πειθαρχικής δίωξης υπηρετούντος υπαλλήλου απορρίφθηκε. Το Δευτεροβάθμιο Ανακριτικό Συμβούλιο επανεξετάζει την υπόθεση στην ουσία της και μπορεί να διατάξει τη διενέργεια νέας έρευνας. Η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Ανακριτικού ή η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης της προβλεπόμενης προσφυγής καθιστούν την εκδοθείσα απόφαση τελεσίδικη .
Ε) ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ
Στο άρθρο 77 του ΝΔ 3026/1954, Κώδικας περί Δικηγόρων, προβλέπεται ότι κατά απόφασης του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου του οικείου δικηγορικού συλλόγου, με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές, ο τιμωρηθείς δικηγόρος δικαιούται εντός 10 ημερών από την επίδοση της απόφασης να ασκήσει έφεση κατά αυτής ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκησή της έχουν ανασταλτική δύναμη. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 78 του ίδιου ΝΔ, επιλαμβανόμενο της υπόθεσης, δικαιούται να διατάξει νέα ανάκριση, να καλέσει τον τιμωρηθέντα δικηγόρο, να μεταρρυθμίσει ή και να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η απόφαση εκδίδεται εντός τριμήνου, είναι αμετάκλητη από την έκδοσή της και πρέπει να εκτελείται από τον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, χωρίς καθυστέρηση.
Μέχρι πρόσφατα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 78 του ΝΔ 3026/1954, κατά των αποφάσεων του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων δεν ήταν επιτρεπτή η άσκηση αίτησης ακύρωσης. Με την ΣτΕ Ολ 189/2007, η σχετική απαγορευτική διάταξη του Κώδικα περί Δικηγόρων κρίθηκε αντισυνταγματική και ως εκ τούτου ανίσχυρη, καθόσον το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν συνιστά δικαστήριο, ούτε αποτελεί όργανο εντεταγμένο στη δικαστική οργάνωση του Κράτους, ανεξάρτητα της προβλεπομένης από τον νόμο συμμετοχής στο πενταμελές Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων και δύο τακτικών δικαστών πέραν των τριών μετεχόντων σε αυτό δικηγόρων . Αντίθετα, τόσο το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο όσο και τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια αποτελούν πειθαρχικά όργανα της Διοίκησης, οι αποφάσεις των οποίων υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Ύστερα λοιπόν από την εξέλιξη αυτή, εφόσον το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των δικηγόρων κρίθηκε ότι συνιστά συλλογικό όργανο της Διοίκησης, η προβλεπόμενη έφεση ενώπιον αυτού έχει, χωρίς αμφιβολία χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής , της οποίας η άσκηση, υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί κατάλληλη και επαρκής ενημέρωση, συνιστά όρο του παραδεκτού του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος.
Στ) ΙΑΤΡΟΙ
Κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των ιατρικών συλλόγων σχετικά με τους ιατρούς-μέλη αυτών στο άρθρο 70 του BΔ 11 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1957 προβλέπεται η άσκηση έφεσης από τον τιμωρηθέντα ιατρό ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου που εδρεύει στην Αθήνα. Η έφεση ασκείται εντός δέκα ημερών από την επίδοση της πειθαρχικής απόφασης. Προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης είναι η καταβολή παραβόλου 100 ευρώ, το οποίο συνιστά πόρο του οικείου ιατρικού συλλόγου, ενώ το πειθαρχικό συμβούλιο που εκδίδει την καταδικαστική απόφαση αποφαίνεται για το αν η άσκηση της έφεσης έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα .
Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 71 του ιδίου ΒΔ, έχει τη δυνατότητα διενέργειας νέας ανάκρισης, ακρόασης του ιατρού και εξουσία για την μεταρρύθμιση ή την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης. Η έφεση έχει αναμφίβολα χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής και η απόφαση επ’ αυτής πρέπει να εκδίδεται εντός τριμήνου από τη διαβίβαση της στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, έχει δε αμετάκλητο χαρακτήρα. Η απόφαση αυτή είναι πλέον η μόνη εκτελεστή πράξη και εκτελείται άμεσα από τον Πρόεδρο του οικείου ιατρικού συλλόγου, δυνάμενη πλέον να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί μόνο ύστερα από προσφυγή ουσίας ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο Διοικητικού Πρωτοδικείου .
Όσον αφορά τις πειθαρχικές αποφάσεις σχετικά με το ιατρικό προσωπικό του ΕΣΥ, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν 3329/2005 μπορεί να ασκηθεί ένσταση ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που εδρεύει σε κάθε Υγειονομική Περιφέρεια. Ομοίως, κατά των αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου όταν αυτό κρίνει σε πρώτο βαθμό είναι δυνατή η άσκηση έφεσης ενώπιον του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου, το οποίο υποχρεούται να εκδώσει απόφαση σε δύο μήνες από την ημέρα παραλαβής του σχετικού φακέλου. Η ένσταση ή η έφεση ασκείται σύμφωνα με την παρ. 5 από τον τιμωρηθέντα ιατρό εντός 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης και από τον Υπουργό Υγείας εντός 30 ημερών από την έκδοση της απόφασης. Η ένσταση και η έφεση, όπως προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις, συνιστούν ενδικοφανή προσφυγή και όρο του παραδεκτού της προσφυγής που μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, εντός 30 ημερών ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο Διοικητικού Εφετείου.
Ζ) ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΙ
Κατά των αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου των οδοντιατρικών συλλόγων επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Ν 1026/1980 (Περί Οδοντιατρικών Συλλόγων κ.λπ.), η άσκηση έφεσης από τον τιμωρηθέντα οδοντίατρο ή το Δ.Σ. του Συλλόγου ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου των Οδοντίατρων. Η έφεση κατατίθεται εντός 30 ημερών στη γραμματεία του πειθαρχικού συμβουλίου συνοδευόμενη από παράβολο που αποτελεί πόρο του οικείου Οδοντιατρικού Συλλόγου. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκηση αυτής αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, ενώ η επί της έφεσης εκδιδόμενη απόφαση εκτελείται άμεσα σύμφωνα με το άρθρο 72 από τον Πρόεδρο του οικείου Συλλόγου.
Η) ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΙ
Κατά των αποφάσεων επιβολής κυρώσεων των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων των οικείων φαρμακευτικών συλλόγων, σύμφωνα με το άρθρο 67 παρ. 9 Ν 3601/1928, επιτρέπεται έφεση που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή και ασκείται εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ενώπιον του Ανωτάτου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η άσκηση της έφεσης συνεπάγεται την αναστολή εκτέλεσης των ποινών μέχρι την έκδοση της απόφασης από το δευτεροβάθμιο όργανο. Οι εφέσεις που ασκούνται ενώπιον του Ανώτατου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων των Φαρμακευτικών Συλλόγων εισάγονται και εκδικάζονται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών μηνών το αργότερο από την κατάθεση. Εάν παρέλθει άπρακτη η αποκλειστική αυτή προθεσμία, η έφεση θεωρείται ως σιωπηρώς απορριφθείσα.
Θ) ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΤΕΕ
Οι μηχανικοί που ανήκουν στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΤΕΕ) υπόκεινται στην πειθαρχική δικαιοδοσία του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου του ΤΕΕ . Κατά των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 32 του ΠΔ 27 Νοεμ./14 Δεκ.1926, έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου που κατατίθεται στη Γραμματεία των οικείων Πειθαρχικών Συμβουλίων, εντός 15 ημερών από την κοινοποίησή τους. Δικαίωμα έφεσης έχει ο καταδικασθείς και ο Πρόεδρος του ΤΕΕ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει έφεση και κατά των ανεκκλήτων αποφάσεων του Συμβουλίου. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Κατά την εκδίκαση της έφεσης, το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να διατάξει νέα ανάκριση και έχει την εξουσία να επικυρώσει, να μεταρρυθμίσει ή να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση με τον εξής περιορισμό: σε περίπτωση έφεσης του διωκόμενου δεν μπορεί να χειροτερεύσει την θέση του, ενώ σε περίπτωση έφεσης του Προέδρου του ΤΕΕ, δεν μπορεί να την καταστήσει ευνοϊκότερη. Η εκδοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου χαρακτηρίζεται από τις κείμενες διατάξεις ως αμετάκλητη.
Ι) ΚΛΗΡΙΚΟΙ, ΜΟΝΑΧΟΙ
Η απόφαση του πρωτοβάθμιου επισκοπικού δικαστηρίου με την οποία επιβάλλονται σε κληρικούς και μοναχούς οι κυρώσεις του άρθρου 133 του Ν 5383/1932 που επηρεάζουν την υφιστάμενη υπηρεσιακή σχέση του κληρικού με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος ή με άλλο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο μπορεί να προσβληθεί με έφεση που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας 10 ημερών. Σύμφωνα με το άρθρο 135, η προθεσμία της έφεσης καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης, εκτός αν με αυτήν επιβάλλεται η ποινή της αργίας από κάθε ιεροπραξία. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως ο κατηγορούμενος κληρικός, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 142, η απόφαση επί της έφεσης δεν μπορεί να οδηγήσει σε χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος. Αντίθετα, δεν προσβάλλονται ούτε δια της διοικητικής ούτε δια της δικαστικής οδού οι ποινές που έχουν συνέπειες καθαρά πνευματικής φύσης, όπως το επιτίμιο της ακοινωνησίας .
Κ) ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ
Κατά των αποφάσεων των αρμοδίων αρχών περί ανάκλησης, απόσυρσης, διάθεσης υπό όρους, δέσμευσης, καταστροφής ακατάλληλων για την υγεία των καταναλωτών προϊόντων προβλέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 12 του Ν 2251/1994, περί προστασίας καταναλωτών, άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ενώπιον του Υπουργού Ανάπτυξης, ο οποίος αποφαίνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας 60 ημερών από την άσκησή της.
Λ) ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Κατά των αποφάσεων απόρριψης αιτήματος αναγνώρισης τίτλου σπουδών, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να υποβάλει στο οικείο Τμήμα του ΔΣ του ΔΟΑΤΑΠ εντός ενός έτους από την κοινοποίηση της απόρριψης, αίτηση για επανεξέταση του θέματος, παραθέτοντας τους λόγους της επανεξέτασης και προσκομίζοντας νέα στοιχεία. Αν ο Πρόεδρος του ΔΟΑΤΑΠ είναι αρνητικός στο αίτημα, οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση σε Ειδική Επιτροπή Επανεξέτασης, η οποία θα εισηγηθεί προς το αρμόδιο Τμήμα του ΔΣ του ΔΟΑΤΑΠ, το οποίο και θα αποφανθεί οριστικά επί της αίτησης επανεξέτασης. Η αίτηση επανεξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 13 του Ν 3328/2005 συνιστά, κατά την έννοια του άρθρου 25 παρ. 2 του ΚΔΔιαδ, ενδικοφανή προσφυγή, στην οποία υπόκεινται μόνον οι πράξεις οργάνων του ΔΟΑΤΑΠ που αφορούν την αναγνώριση της ισοτιμίας και της ισοτιμίας και αντιστοιχίας των τίτλων σπουδών της αλλοδαπής, και όχι αυτές που αφορούν στη διαπίστωση της βαθμολογικής τους αντιστοιχίας προς τη βαθμολογική κλίμακα των ελληνικών ΑΕΙ.
Μ) ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Σύμφωνα με το άρθρο 30 του Ν 3982/2011 , κατά των αποφάσεων της αδειοδοτούσας Αρχής με τις οποίες χορηγούνται άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας στις μεταποιητικές και συναφείς δραστηριότητες, καθώς επίσης και κατά των αποφάσεων με τις οποίες επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ιδίου νόμου, χωρεί προσφυγή για παράβαση νόμου. Ειδικώς όμως αν η αξία του μηχανολογικού εξοπλισμού υπερβαίνει το ποσό του 1.000.000 ευρώ ή η αποθηκευτική ικανότητα της αποθήκης υπερβαίνει τα 20.000 κ.μ., οι αποφάσεις της αδειοδοτούσας Αρχής, με τις οποίες απορρίπτονται αιτήματα για χορήγηση άδειας εγκατάστασης, υπόκεινται σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 31, που ασκείται μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της απορριπτικής απόφασης. Η άσκηση της προσφυγής κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου αποτελεί «προϋπόθεση για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων». Ωστόσο, για το παραδεκτό της άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής πρέπει να καταβάλλεται παράβολο ίσο προς το 0,5 % της αξίας του μηχανολογικού εξοπλισμού της δραστηριότητας ή το 2,5% της αποθηκευτικής ικανότητας της αποθήκης και μέχρι του ποσού των 1.500 ευρώ. Ενώπιον της επιτροπής εξέτασης της προσφυγής καλείται πάντοτε για την υποστήριξη της προσφυγής του ο ενδιαφερόμενος, ενώ η απόφαση εκδίδεται εντός 30 ημερών.
Ν) ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΛΑΤΟΜΕΙΩΝ
Μεταλλεία
Κατά των αποφάσεων του Επιθεωρητή Μεταλλείων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν 669/1977, περί εκμεταλλεύσεως λατομείων, και επιβάλλουν κυρώσεις εξαιτίας παράβασης όρων της άδειας εκμετάλλευσης ή του Κανονισμού μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών ή λόγω μη συμμόρφωσης σε υποδείξεις του Επιθεωρητή, προβλέπεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, η άσκηση διοικητικής προσφυγής. Η προβλεπόμενη προσφυγή έχει ενδικοφανή χαρακτήρα, ασκούμενη εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της πράξης επιβολής κυρώσεων, ενώπιον του Συμβουλίου Μεταλλείων, που αποτελεί συλλογικό διοικητικό όργανο, ενώ η άσκησή της δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Λατομεία
Κατά των απορριπτικών αποφάσεων του «Νομάρχου», ως οργάνου της αποκεντρωμένης διοίκησης, σχετικά με την εκμίσθωση και διαχείριση λατομείων (μετά τον Ν 3852/2010 νοείται ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης) προβλέπεται, στο άρθρο 22 του Ν 669/1977, ενδικοφανής προσφυγή, ασκούμενη εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης, ενώπιον του «Υπουργού Βιομηχανίας και Ενεργείας» (νυν Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής), ο οποίος, κατά τη ρητή διατύπωση της οικείας διάταξης, αποφαίνεται επ’ αυτής «κρίνων και ουσία» . Η προσφυγή αυτή ασκείται όχι μόνο κατά των ρητών απορριπτικών αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, αλλά και κατά οποιασδήποτε άλλης πράξης από την οποία μπορεί να συναχθεί απόρριψη αιτήματος .
Ξ) ΔΑΣΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Κατά των αποφάσεων του δασάρχη που αποφαίνονται για το χαρακτήρα μιας έκτασης ως δασικής ή μη επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν 998/1979 η υποβολή αντιρρήσεων , εντός δύο μηνών από τη νομότυπη δημοσίευση ή κοινοποίηση της απόφασης του δασάρχη, ενώπιον της πρωτοβάθμιας επιτροπής δασικών αμφισβητήσεων. Η επιτροπή δύναται να επανεξετάσει την υπόθεση, να διενεργήσει αυτοψία εφόσον το κρίνει αναγκαίο και να εκδώσει απόφαση εντός 3 μηνών. Κατά της απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής επιτρέπεται εντός 2 μηνών προσφυγή ενώπιον της δευτεροβάθμιας επιτροπής, η οποία οφείλει να εκδώσει ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση εντός 3 μηνών.
Ο) ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 391 του Κώδικα Πολεοδομικής Νομοθεσίας (άρθρο 4 του ΠΔ 267/1998 , επιτρέπεται άσκηση ένστασης που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή εντός 30 ημερών, από την τοιχοκόλληση της έκθεσης αυτοψίας για τον χαρακτηρισμό κτίσματος ως αυθαιρέτου στο αυθαίρετο κτίσμα . Μαζί με την ένσταση μπορούν να κατατεθούν και απόψεις και στοιχεία που αμφισβητούν την ορθότητα της εκτίμησης της αξίας του αυθαιρέτου και τον υπολογισμό των προστίμων, που αναφέρονται στην επίμαχη έκθεση. Η ένσταση εξετάζεται σε ημέρα και ώρα που υποχρεωτικά γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο, από τετραμελή επιτροπή υπαλλήλων της πολεοδομικής υπηρεσίας, η οποία μπορεί να την δεχθεί ή να την απορρίψει. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να αναγράφεται στο σώμα της ένστασης, υπογράφεται δε από όλα τα μέλη της επιτροπής.
Π) Νομοθεσία περί αλλοδαπών
Ρ) Φορολογική νομοθεσία
Για πράξεις από τις οποίες αναφύονται φορολογικές διαφορές όταν το αμφισβητούμενο ποσό είναι άνω των 300.000 ευρώ προβλέπεται στο άρθρο 70Α του Ν 2238/1994 η άσκηση αίτησης διοικητικής επίλυσης ενώπιον της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (ΕΔΕΦΔ), που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, στα μέλη της δύο πρώην ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς ή δύο πρώην Νομικούς Συμβούλους του Κράτους . Με το άρθρο 4 του Ν 4051/2012 προσδόθηκε στην αίτηση επίλυσης ενδικοφανής χαρακτήρας: «απαιτείται, επί ποινή απαραδέκτου ασκήσεως της προσφυγής, να έχει προηγηθεί η αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ….. και η ολοκλήρωση αυτής, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της». Καθοριστικής σημασίας είναι εν προκειμένω η εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης από τη Διοίκηση . Η αίτηση κατατίθεται στην αρμόδια φορολογική αρχή και διαβιβάζεται, μαζί με το σχετικό φάκελο, από αυτή στην ΕΔΕΦΔ, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κατάθεσή της και η σχετική απόφαση εκδίδεται το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την περιέλευση της αίτησης . Ιδιαίτερα πρέπει να επισημανθεί η διατύπωση του νόμου ότι απαιτείται «η ολοκλήρωση» της διαδικασίας επίλυσης, με αποτέλεσμα να συνάγεται το συμπέρασμα ότι ειδικά στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η πρόωρη άσκηση του ενδίκου βοηθήματος κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 63 του ΚΔΔ, εάν προηγουμένως δεν ολοκληρωθεί η διαδικασία της επίλυσης ή δεν παρέλθει ο χρόνος απόφανσης της αρμόδιας επιτροπής. Περαιτέρω, είναι αναγκαία η παρουσία του υποχρέου κατά τη συζήτηση, εφόσον άλλως «ματαιώνεται η εξώδικη επίλυση της διαφοράς και η αίτησή του απορρίπτεται με σχετική απόφαση της Επιτροπής που επιδίδεται σ’αυτόν μέσω της αρμόδιας φορολογικής αρχής» .
Σ) Έλεγχος εποπτείας επί των ΟΤΑ
Η προσφυγή νομιμότητας του άρθρου 227 του Ν 3852/2010 ενώπιον του Ελεγκτή Νομιμότητας για πράξεις των οργάνων των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων ΟΤΑ, της οποίας η προηγούμενη άσκηση είναι υποχρεωτική για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος, αποτελεί ένα είδος υποχρεωτικού διοικητικού προσταδίου κατά την αντίστοιχη λογική καθιέρωσης της ενδικοφανούς προσφυγής .
Ελλείψει αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων ως προς τα ποσοστά ευδοκίμησης αυτών των προσφυγών και δεδομένου ότι ενώπιον των δικαστηρίων καταλήγει ένα μέρος των αποφάσεων που απορρίπτουν εν όλω ή εν μέρει την ενδικοφανή προσφυγή, είναι δύσκολο να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα ως προς την αποτελεσματικότητα εκάστης εξ αυτών.
Διαφορετικό καθεστώς των κατ’ιδίαν προσφυγών
Όπως προκύπτει από την ανωτέρω ενδεικτική παράθεση των κυριότερων περιπτώσεων ενδικοφανούς προσφυγής, οι διατάξεις που την καθιερώνουν είναι, ως επί το πλείστον, λακωνικές, ελλειπτικές και ενίοτε ασαφείς, με συνέπεια να ανακύπτουν συχνά ζητήματα ερμηνείας, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται διαφορετικοί και, ενίοτε, αμφιλεγόμενοι όροι όπως «ένσταση» , «αντιρρήσεις», «έφεση», «προσφυγή», «αίτηση θεραπείας», «αίτηση αναθεώρησης», «αίτηση επανεξέτασης». Μάλιστα, στην πλειονότητα των ανωτέρω περιπτώσεων, ο χαρακτηρισμός της προσφυγής ως ενδικοφανούς δίδεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο στηρίζεται στα κριτήρια της αποκλειστικής προθεσμίας άσκησης επί της προσφυγής, στην εξουσία πλήρους επανεξέτασης της υπόθεσης και στον καθορισμό συγκεκριμένου οργάνου ενώπιον του οποίου ασκείται η παρεχόμενη διοικητική προσφυγή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα προβληματικής ρύθμισης αποτελεί η νομοθεσία σχετικά με το δικαίωμα παραμονής και εργασίας των ελληνικής καταγωγής υπηκόων Αλβανίας, η οποία προβλέπει ότι με αιτιολογημένη απόφαση δεν χορηγείται και δεν ανανεώνεται το Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς (ΕΔΤΟ) σε άτομα σε βάρος των οποίων συντρέχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης και ιδίως σε άτομα που έχουν καταδικασθεί τελεσίδικα για κακούργημα σε οποιαδήποτε ποινή ή για πλημμέλημα που τελέστηκε με δόλο και επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Στην απόφαση απόρριψης αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης ΕΔΤΟ ενσωματώνεται απόφαση επιστροφής . Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της ανωτέρω απόφασης, να ασκήσει αίτηση θεραπείας ενώπιον της αρμόδιας Υπηρεσίας έκδοσης είτε προσφυγή ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου Αστυνομμικού Διευθυντή ή Διευθυντή Αλλοδαπών, οι οποίοι αποφασίζουν σχετικά εντός 30 ημερών. Με την άσκηση της προσφυγής και μέχρι την εξέταση αυτής, χορηγείται στον ενδιαφερόμενο η Ειδική Βεβαίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση ανάκλησης και αφαίρεσης του ΕΔΤΟ, με τη διαφορά ότι η μεν αίτηση θεραπείας ασκείται ενώπιον του Διευθυντή της κατά τόπον αρμόδιας Αστυνομικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης Αλλοδαπών και η προσφυγή ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή. Πρόκειται για ρυθμίσεις εντελώς ασαφείς, που δεν επιτρέπουν τη συναγωγή ασφαλούς συμπεράσματος ως προς τη νομική φύση των προβλεπόμενων προσφυγών ή τη μεταξύ τους σχέση.
Οι προγενέστερες διατάξεις όριζαν συναφώς ότι, σε περίπτωση κατά την οποία από τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιβεβαιώνεται η ελληνική καταγωγή, το αίτημα χορήγησης ΕΔΤΟ απορρίπτεται με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, κατά της οποίας ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα προσφυγής εντός 10 ημερών από την κοινοποίησή της, επί της οποίας αποφαίνεται ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, μετά από γνώμη Ειδικής Επιτροπής. Κατά τις ίδιες διατάξεις, το χορηγηθέν ΕΔΤΟ δύναται να ανακαλείται, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, με αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας. Κατά της απόφασης ανάκλησης ο ενδιαφερόμενος δύναται, εντός δεκαημέρου από την κοινοποίηση, να υποβάλει προσφυγή, επί της οποίας αποφαίνεται ο Προϊστάμενος Κλάδου Αστυνομίας και Ασφάλειας του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας. Η ερμηνεία των διατάξεων αυτών από το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν φαίνεται απολύτως πειστική. Με την πρόσφατη απόφαση ΣτΕ 2111/2012 δέχθηκε, κατ’αρχάς, ότι οι λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας, οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν στην ανάκληση χορηγηθέντος ΕΔΤΟ, αποτελούν λόγους που μπορούν επίσης να θεμελιώσουν την απόρριψη αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τέτοιου δελτίουκαι ότι η προβλεπόμενη ενδικοφανής προσφυγή αναφέρεται μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία αμφισβητείται η ελληνική καταγωγή του φερομένου ως ομογενούς όταν εξετάζεται το αίτημά του για χορήγηση ή ανανέωση του ΕΔΤΟ. Κατά συνέπεια, τέτοια ενδικοφανής προσφυγή δεν προβλέπεται στην περίπτωση απόρριψης του ως άνω αιτήματος για λόγους αναφερόμενους στη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Κατέληξε, πάντως, ότι η ενδικοφανής προσφυγή προβλέπεται μόνον επί ανάκλησης του ΕΔΤΟ. Λόγω όμως αντίθετης νομολογίας ως προς το ζήτημα του αν χωρεί ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον οργάνου του Αρχηγείου της Αστυνομίας και στις περιπτώσεις που το αίτημα για έκδοση ΕΔΤΟ απορρίπτεται για λόγους δημόσιας τάξης ή ασφαλείας, το Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση.
Εκτός των νομοθετικών κενών και ασυνεπειών, το νομικό καθεστώς κάθε ενδικοφανούς προσφυγής διαφέρει από αυτό των υπολοίπων. Ρυθμίζονται με διαφορετικό τρόπο η προθεσμία άσκησης, το αρμόδιο όργανο, και η προθεσμία απόφανσης. Ειδικότερα, ο νομοθέτης άλλοτε φαίνεται να δίνει προτεραιότητα στην ταχεία διευθέτηση της υπόθεσης με την πρόβλεψη σύντομης προθεσμίας άσκησης της διοικητικής προσφυγής και άλλοτε στον ενδελεχή έλεγχό της και στην επίλυση της διαφοράς με την πρόβλεψη πολύμηνης προθεσμίας, ούτως ώστε ο διοικούμενος να έχει τη δυνατότητα να προετοιμάσει πληρέστερα την άμυνά του . Περαιτέρω, ενίοτε προβλέπεται κοινοποίηση της προσφυγής στους θιγόμενους , καταβολή παραβόλου , γνωμοδότηση συλλογικού οργάνου , ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής, προθεσμία για την έκδοση απόφασης και συναγωγή τεκμηρίου απόρριψης ή αποδοχής μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής κ.λπ. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις οι διατάξεις που προβλέπουν την ενδικοφανή προσφυγή είναι λίαν διεξοδικές και ρυθμίζουν όλες σχεδόν τις λεπτομέρειες της σχετικής διαδικασίας , ενώ άλλοτε είναι ελλειπτικές, με συνέπεια πολλές πτυχές της διαδικασίας να παραμένουν αρρύθμιστες. Χαρακτηριστική περίπτωση λακωνικής και προβληματικής ρύθμισης αποτελεί το άρθρο 8 του ΠΔ 100/2010, Ενεργειακοί Επιθεωρητές κτιρίων, λεβήτων, εγκαταστάσεων θέρμανσης και κλιματισμού . Κατά τη διάταξη αυτή, επιτρέπεται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής εντός 40 ημερών ενώπιον του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής κατά των κυρώσεων που επιβάλλονται με απόφασή του στους Ενεργειακούς Επιθεωρητές, κατά των απορριπτικών αποφάσεων σε αιτήματα χορήγησης άδειας Ενεργειακών Επιθεωρητών και κατά των απορριπτικών αποφάσεων επί αιτημάτων αναβάθμισης άδειας Ενεργειακών Επιθεωρητών από Α΄ σε Β΄ τάξη. Ελλειπτικές είναι και οι ρυθμίσεις περί ενδικοφανών προσφυγών που προβλέπουν οι διατάξεις της αλιευτικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας των θαλασσίων μεταφορών. Ενώ το διαφορετικό περιεχόμενο των ρυθμίσεων δικαιολογείται από τις ιδιομορφίες κάθε κατηγορίας ενδικοφανούς προσφυγής, η διαφορετική κανονιστική πυκνότητα δεν συνάδει προς την κοινή ιδιότητά τους, αυτή της προϋπόθεσης του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος.
Εκτός από τα κενά των σχετικών, ειδικών διατάξεων, προβλήματα αναφύονται και ως προς το γενικότερο νομικό καθεστώς των ενδικοφανών διαδικασιών. Δυσχέρειες προκαλεί, κατ’αρχάς, η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της ενδικοφανούς προσφυγής, το κατά πόσον δηλαδή η εκδούσα την πράξη αρχή μπορεί να προβεί σε ανάκληση της πράξης ενόσω η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του αρμόδιου για την ενδικοφανή προσφυγή οργάνου, το οποίο όμως δεν έχει αποφανθεί ακόμη. Συναφές προς το μεταβιβαστικό αποτελέσμα είναι και το ζήτημα του επηρεασμού της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των διοικητικών οργάνων που συνεπάγεται η πρόβλεψη ενδικοφανούς προσφυγής. Ανακύπτει, ειδικότερα, το ερώτημα αν, σε περίπτωση άρνησης χορήγησης άδειας από το αρμόδιο όργανο, είναι επιτρεπτή η χορήγησή της από το επιλαμβανόμενο της ενδικοφανούς προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης οργάνου . Ατέρμονη φαίνεται και η συζήτηση ως προς τη δυνατότητα χειροτέρευσης της θέσης του ενδιαφερομένου σε περίπτωση μεταβολής του νομικού καθεστώτος, όχι όμως και διαφορετικών ουσιαστικών εκτιμήσεων της αρμόδιας αρχής. Διευκρινίσεων χρήζουν και ζητήματα σχετικά με το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της ενδικοφανούς προσφυγής, την έκταση της υποχρέωσης προσβολής και παραλείψεων οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, καθώς και την έναρξη της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής όσον αφορά τους τρίτους .