2. ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΔΕΛΛΗΣ

Uncategorized

ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΔΕΛΛΗΣ – ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ

  • ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΟΥ

3670/2006 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) (418524)

                               

Δημόσια έργα και βασικός μέτοχος. Ασυμβίβαστες ιδιότητες στο πρόσωπο του

βασικού μετόχου, μέλους οργάνου διοίκησης ή διευθυντικού στελέχους  συγκεκριμένης εταιρείας, η οποία ανεδείχθη ανάδοχος σε συγκεκριμένο διαγωνισμό δημοσίων έργων και προκειμένου να συναφθεί η σχετική σύμβαση, κατά τα οριζόμενα στο νόμο 3021/2002. Πιστοποιητικό του ΕΣΡ περί μη συνδρομής ασυμβιβάστου. Η παρέμβαση που άσκησε υπέρ του κύρους του πιστοποιητικού το σωματείο “Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Περιοδικού Τύπου” είναι απαράδεκτη εφόσον το σωματείο δεν είναι διάδικος σε εκκρεμή δίκη για τη συνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων του νόμου αυτού. Το προσβαλλόμενο πιστοποιητικό έχει εκτελεστό χαρακτήρα και η αναφυόμενη διαφορά είναι ακυρωτική και υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΣτΕ, ανεξαρτήτως της φύσεως της συμβάσεως, για τη σύναψη της οποίας εκδόθηκε, ως διοικητικής ή ιδιωτικής. Ποιοι έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν αίτηση ακύρωσης. Το γεγονός ότι διαγωνισθείς, του οποίου η προσφορά κρίθηκε ως υπερβολικά χαμηλή δεν προσήλθε να την αιτιολογήσει, δεν ισοδυναμεί με παραίτηση αυτού από το δικαίωμά του να συμμετάσχει στη διαδικασία. Ο ανωτέρω νομιμοποιείται να ασκήσει αίτηση ακύρωσης.

 Αντίθετη μειοψηφία. Εναρξη ισχύος του Ν. 3021/2002 από 19/6/2002, οπότε δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ. Εφαρμογή των διατάξεων αυτών από το ΕΣρ, έστω και αν η κατακυρωτική πράξη είχε εκδοθεί πριν από την ημερομηνία αυτή. Συνταγματικές απαγορεύσεις του άρθρου 14 παρ. 9.του Συντάγματος. Παρένθετα πρόσωπα κατά τη διάταξη αυτή είναι οι σύζυγοι, οι συγγενείς και τα οικονομικά εξαρτημένα άτομα ή εταιρείες και έννοια του όρου.

Θέσπιση τεκμηρίου ότι τα ανωτέρω πρόσωπα λειτουργούν ως παρένθετα πρόσωπα σε σχέση προς τους ιδιοκτήτες, βασικούς μετόχους, εταίρους και διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης που μπορεί να ασκούν αθέμιτη επιρροή στη διαδικασία ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων. Το τεκμήριο είναι μαχητό.

Αντίθετη μειοψηφία. Οι διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 περ. α΄ και 3 παρ. 2 του Ν. 3021/2002, κατά το μέρος που ορίζεται ότι οι συγγενείς των ανωτέρω προσώπων (ιδιοκτήτη, βασικού μετόχου κλπ.) δεν λογίζονται ως παρένθετα πρόσωπα αν αποδείξουν ότι διαθέτουν οικονομική αυτοτέλεια, αντίκεινται στο άρθρο 14 παρ. 9 του Συντάγματος. Αντίθετη μειοψηφία. ΄Εννοια των επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη. Σε αυτές περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις που εκδίδουν ημερήσια πολιτική εφημερίδα. Λόγοι που επιβάλλουν την έρευνα αν οι ανωτέρω διατάξεις του Ν. 3021/2002 είναι συμβατοί προς άλλους, μη εθνικούς, κανόνες δικαίου. Αντίθετη μειοψηφία. Δεν απαιτείται διατύπωση προδικαστικού ερωτήματος προς το ΔΕΚ.

Το ζήτημα του συμβατού της ανωτέρω διάταξης προς άλλους, μη εθνικούς, κανόνες δικαίου πρέπει να εξεταστεί με βάση το σύνολο της ρύθμισης της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης. Αντίθετη μειοψηφία. Οδηγία 93/37/ΕΟΚ “περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων”.

Αποκλεισμός υποψηφίου εργολήπτη κατά το άρθρο 24 της Οδηγίας. Ο κανόνας δικαίου που θεσπίζεται από το άρθρο 19 παρ. 4 του Συντάγματος, όπως εξειδικεύεται με το Ν. 3021/2002, θεσπίζει πέραν του άρθρου 24 της Οδηγίας και κατά παράβαση αυτού, έναν ακόμη λόγο αποκλεισμού υποψηφίων αναδόχων από τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων. Αντίθετη μειοψηφία.

Διατύπωση προς το ΔΕΚ προδικαστικού ερωτήματος για το εάν η απαρίθμηση λόγων αποκλεισμού εργοληπτών δημοσίων έργων κατά το άρθρο 24 της Οδηγίας είναι περιοριστική ή όχι και αν δεν είναι περιοριστική, αν η απαγόρευση ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είναι συμβατή με την κοινοτική αρχή της αναλογικότητας. 

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Το ΣτΕ αφού ερμήνευσε την συνταγματική διάταξη με τρόπο που να εναρμονίζεται με το κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα με την κοινοτική αρχή της αναλογικότητας -η οποία συνέβαινε να είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή- όπως την ερμήνευσε το ΔΕΕ επί της προαναφερθείσης υποθέσεως C-213/07 στη συγκεκριμένη περίπτωση, έκρινε περαιτέρω ότι η προβλεπόμενη νομοθετική ρύθμιση του νόμου 3012/20012 αντίκειται στο Σύνταγμα. Στην απόφασή του το ΔΕΚ δεν έθιξε καθόλου το ζήτημα της τυπικής υπεροχής του ενωσιακού δικαίου έναντι του εθνικού και μάλιστα έναντι του Συντάγματος. Δεν χρειαζόταν άλλωστε να το κάνει, αφού δεν υπήρχε αμφιβολία ως προς το ότι η ρύθμιση υπαγόταν, σε ότι αφορά το ρυθμιστικό της πεδίο, στην κοινοτική δικαιοδοσία ή έστω διασταυρωνόταν με την δικαιοδοσία αυτή. Ο κοινοτικός δικαστής απέφυγε άλλωστε επιμελώς να υποδείξει ερμηνευτικά κριτήρια που να αντλούνται από οποιαδήποτε σχέση τυπικής ιεραρχίας ή τυπικής υπεροχής του κοινοτικού έναντι και του Συντάγματος, όπως θα δούμε αναλυτικά στο δεύτερο μέρος της εισήγησης.

α) Συνοπτικό ιστορικό της υπόθεσης. Σκοπός και πολιτικό διακύβευμα της ρύθμισης: η πάταξη της αθέμιτης διαπλοκής ΜΜΕ-εργολάβων του Δημοσίου-πολιτικής εξουσίας.

Ο σκοπόςτης επίμαχης συνταγματικής διάταξης και κατ΄ επέκταση και της νομοθετικής, ήταν η διασφάλιση της διαφάνειας και πολυφωνίας στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ και γενικότερα στην οικονομική λειτουργία του κράτους,προς αποτροπή του κινδύνου αθέμιτης επιρροής από τα μέσα μαζικής ενημέρωσηςτης διαδικασίας αναθέσεως των δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών και έμμεσα της απόκτησης μέσω αυτή της διαδικασίαςπρονομιακής θέσης και δυνατότητας αθέμιτης επιρροής στην διαδικασία λήψης των πολιτικών αποφάσεων.  Ο συντακτικός νομοθέτης επιδίωξε με την εν λόγω ρύθμιση να αποκλείσει την δυσαπότρεπτη, άλλως, δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν τα ΜΜΕ από εκείνους που τα ελέγχουν προκειμένου να καταστούν οι προνομιακοί αντισυμβαλλόμενοι του δημόσιου στο τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Η συνταγματική ρύθμιση είχε, πράγματι, κατά βάση προληπτικό χαρακτήρα: σκόπευε νααποτρέψει το ‘ενδεχόμενο’αθέμιτης επιρροής των εργολάβων ή προμηθευτών του δημοσίου, μέσω των ΜΜΕ, στη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Και αυτή ηγενική, προληπτική και απόλυτη, ρύθμιση είναι που προκάλεσε τις ενστάσεις αντισυνταγματικότητας και αντισυμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο και αυτή είναι που κρίθηκε τελικά αντισυνταγματική από το ΣτΕ μετά την γνωμοδότηση του ΔΕΚ.Με πολιτικούς όρους της εποχής που καθιερώθηκε, η συνταγματική πρόβλεψη του ασυμβιβάστου απέβλεπε στηνπροληπτικήπάταξη μιας σχέσης αθέμιτης ‘διαπλοκής’-όπως αποκλήθηκε και καθιερώθηκε στην κοινή γνώμη-μεταξύ πολιτικής, οικονομικής και μιντιακής εξουσίας. Η συγκεκριμένη ρύθμιση, όπως και η σχετική αναθεωρητική πρόβλεψη, συνάντησαν μια ευρύτατη κοινοβουλευτική συναίνεση, πρωτοφανή σε αριθμό βουλευτών.Στόχος θεμιτός, συνταγματικά, και πάντως όχι αντίθετος –από μόνος του- με το κοινοτικό δίκαιο, αν δεν συνοδευόταν από έναν τόσο απόλυτο διαχωρισμό των δύο ιδιοτήτων καθώς και από μια λεπτομερειακού χαρακτήρα διατύπωση, που καθιέρωνε, ρητά, ως κανόνα, ένα γενικό και απόλυτο ασυμβίβαστο ή ένα «προληπτικό ασυμβίβαστο» και όχι ένα «ασυμβίβαστο πράξεων».  

ΑΠΟΦΑΣΗ C 213-2007 ( ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΑΣΙΚΟ ΜΕΤΟΧΟ)

Το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνικές διατάξεις οι οποίες, καίτοι επιδιώκουν τους θεμιτούς σκοπούς της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, καθιερώνουν αμάχητο τεκμήριο ασυμβιβάστου μεταξύ, αφενός, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που ασκεί δραστηριότητα στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και, αφετέρου, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Με τον κοινοτικό συντονισμό των διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, τόσο η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποβάλλοντες προσφορά κατά τη σύναψη μιας σύμβασης όσο και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου μια δημόσια αναθέτουσα αρχή να καθορίσει τη στάση της βάσει εκτιμήσεων ξένων προς τη συγκεκριμένη σύμβαση.

3470/2007 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)

Διοικητική δικονομία. Φορολογικές υποθέσεις. Παράβολο εφέσεως. Η θέσπιση (με το άρθρο 277 του ΚΔΔ), επί ποινή απαραδέκτου, υποχρέωσης καταβολής αναλογικού παραβόλου εφέσεως, που ανέρχεται σε ποσοστό του αντικειμένου της διαφοράς, χωρίς να ορίζεται και ανώτατο όριο για το ποσό του καταβλητέου παραβόλου, αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Η διάταξη του άρθρου 277 ΚΔΔ ως αντισυνταγματική, δεν εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το ύψος του παραβόλου που θα προέκυπτε. Διαφορετική μειοψηφία. Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ΄ αριθμ. 2067/2005 απόφαση του Β΄ Τμήματος και αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 5227/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

ΠΡΟΣΟΧΗ

Η νομολογία αυτή για το αναλογικό παράβολο της έφεσης επί φορολογικών διαφορών έχει μεταστραφεί.

Πλέον έχει κριθεί συνταγματικό με την ΣΤΕ 1619/2012.

3. Επειδή, με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 1 του ν. 3900/2010 εισάγεται ο θεσμός της «δίκης- πιλότου» ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε θέματα που, ως εκ της φύσεως τους, έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές δίνεται η δυνατότητα στους διαδίκους και στα διοικητικά δικαστήρια να απευθύνονται απ` ευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας ώστε αυτό να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου). Ειδικότερα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εφ` όσον αίτημα διαδίκου να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας ένδικο βοήθημα ή μέσο αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τον λόγο ότι τίθεται με αυτό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων, γίνει δεκτό από την προβλεπομένη από τις διατάξεις αυτές τριμελή Επιτροπή, η οποία αποφασίζει εκ των ενόντων βάσει των προβαλλομένων ισχυρισμών και των στοιχείων του φακέλου που διαθέτει, το Δικαστήριο αυτό εκδικάζει σε Ολομέλεια ή σε Τμήμα το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ/τος 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμου για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (ΦΕΚ Α` 8) και κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις (ΣτΕ Ολομ. 601/2012). 5. Επειδή, με το άρθρο 22 του ν. 3900/2010 προστέθηκε στο άρθρο 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/99, ΦΕΚ Α` 97) παράγραφος 3, που έχει ως εξής: «Προκειμένου για χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό 50% του οφειλομένου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κυρίου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 209 Α. Το καταβλητέο ποσό υπολογίζεται από την αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή, η οποία συντάσσει ατελώς, μετά από αίτηση του εκκαλούντος, ειδικό σημείωμα, με το οποίο βεβαιώνεται και η καταβολή του».

6. Επειδή, στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής επιτρέπεται μεν στον κοινό νομοθέτη η θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή προστασίας από τα δικαστήρια, οι προϋποθέσεις όμως αυτές πρέπει, αφ` ενός μεν να συνάπτονται και να είναι ανάλογες με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, αφ` ετέρου δε να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων θα συνεπήγοντο την κατάλυσή του, κατά την εν λόγω διάταξη, δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Εξ άλλου, η συνταγματική αυτή διάταξη δεν κατοχυρώνει μεν την ύπαρξη και δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, όμως, όταν αυτή προβλέπεται νομοθετικώς, διέπει και την άσκηση ενδίκου μέσου ενώπιον δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (Σ.τ.Ε. Ολομ. 3470/2007, 647/2004 κ.ά.).

7. Επειδή, κατ` άρθρο 74 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α` 151) οι οριστικές αποφάσεις των πρωτοβάθμιων διοικητικών δικαστηρίων αποτελούν τίτλο βεβαιώσεως του φόρου που προκύπτει βάσει αυτών, με αποτέλεσμα, επί απορρίψεως της προσφυγής του φορολογουμένου, να είναι αμέσως καταβλητέο το σύνολο του φόρου. Εξάλλου, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, η κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 υποχρέωση καταβολής του 50% του οφειλομένου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της εφέσεως, αποβλέπει στον συγκερασμό «της ανάγκης άμβλυνσης των δυσμενών για το Δημόσιο συνεπειών από τη διατήρηση επί μακρό χρονικό διάστημα δικαστικών εκκρεμοτήτων στις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις», καθώς και στην «αποθάρρυνση της άσκησης ενδίκων μέσων με μόνο σκοπό την καθυστέρηση στην εκπλήρωση νόμιμων υποχρεώσεων, ιδίως εκείνων που αφορούν την καταβολή φόρων», ενώ περαιτέρω αναφέρεται ότι «δύναται να λειτουργήσει αποτρεπτικά για όσους ασκούν την έφεση με μόνο σκοπό να καθυστερήσουν την εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων συντελώντας με τον τρόπο αυτό στην υπερφόρτωση των Δικαστηρίων και στις συνέπειες που αυτή έχει στην απονομή της δικαιοσύνης». Ενόψει των ανωτέρω, η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 ότι ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει το 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, διότι άλλως η ασκηθείσα έφεση είναι απαράδεκτη, δεν αντίκειται στα άρθρα, 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α` 256) δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή το μεν αναφέρεται σε υποθέσεις για τις οποίες έχει ήδη εξενεχθεί δικαστική κρίση, αφ` ετέρου δε διότι κατά το άρθρο 209 (Α) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που έχει προστεθεί με το άρθρο 33 του ν. 3900/2010) παρέχεται η δυνατότητα αναστολής εκτελέσεως της πρωτόδικης απόφασης αν το ένδικο μέσο της εφέσεως κρίνεται προδήλως βάσιμο.

ΣΤΕ 460/2013

5. Επειδή, προκειμένου περί των τυχερών παιγνίων, με την άσκηση των οποίων επιδιώκεται, αμέσως ή εμμέσως, ο προσπορισμός χρηματικού κέρδους, συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος, συνδεόμενοι με την προστασία των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό ή ακόμη και την απαγόρευση της ασκήσεώς 
τους και την αποφυγή, με αυτόν τον τρόπο, του ενδεχομένου να αποτελέσουν πηγή ατομικού οφέλους. Και τούτο, διότι τα εν λόγω παίγνια ενέχουν υψηλό κίνδυνο εγκλημάτων και απάτης, αλλά και συνιστούν ενθάρρυνση της σπατάλης, η οποία μπορεί να έχει επιβλαβείς συνέπειες επί ατομικού και κοινωνικού επιπέδου (βλ. ΣτΕ 2144/2009, ΕΑ 218/2013). Εξ άλλου, οι προβλεπόμενες από την ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία κυρώσεις, σχετικά με την λειτουργία των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών (άρθρο 4 ν. 2328/1995, Α΄ 159), αποβλέπουν στην αποτελεσματική επιβολή αρχών και κανόνων δεοντολογίας προς τον σκοπό της εκπληρώσεως της συνταγματικής 
επιταγής για τη βελτίωση της ποιοτικής στάθμης των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων (άρθρο 15 παρ. 2 Συντάγματος). Εν όψει δε του εντόνου αυτού δημοσίου συμφέροντος επιβάλλεται, κατ’ αρχήν, η άμεση και επίκαιρη εκτέλεση των κυρώσεων που επιβάλλονται σε τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς (βλ. ΕΑ 218/2013, 536/2012). Δύναται, πάντως, να δικαιολογηθεί η κατ’ εξαίρεσιν αναστολή εκτελέσεως πράξεων περί επιβολής χρηματικών κυρώσεων (προστίμων) κατά τις ανωτέρω διατάξεις, αν η άμεση εκτέλεσή τους συνεπάγεται τον οικονομικό κλονισμό της επιχείρησης που εκμεταλλεύεται τον σταθμό (βλ. ΕΑ 536/2012, 543/2012). Προς τεκμηρίωση δε, προβαλλόμενου με το δικόγραφο της αιτήσεως αναστολής, σχετικού ισχυρισμού πρέπει να προσκομίζονται επίκαιρα και συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει όχι μόνο η γενικότερη, αλλά και η τρέχουσα δυσμενής οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως (πρβλ. ΕΑ 218/2013).

281/2001 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)

Αστυνομικές ταυτότητες. ‘Οργανα αρμόδια για την έκδοσή τους κατά το νδ 127/1969. Στοιχεία που αναγράφονται στις αστυνομικές ταυτότητες. Η αναγραφή του θρησκεύματος είναι ένα από τα στοιχεία που πρέπει να αναγράφονται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. 20 του νδ 127/69.

Η διάταξη αυτή είναι αντίθετη στο άρθρο 13 του Συντάγματος. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις διατάξεις τουν. 2472/1997.Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα δελτία ταυτότηταςαποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και η αναγραφή τους συνιστάεπεξεργασία. Μη νόμιμη η υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος. Οιδιεθνείς συμβάσεις, που έχουν επικυρωθεί με νόμο, υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου, όχι όμως και των διατάξεων του Συντάγματος.  Η αναγραφή της ιθαγένειας στις ταυτότητες είναι νόμιμη.

Αντίθετη μειοψηφία.

10. Επειδή, περαιτέρω, η θρησκευτική ελευθερία, υπό τη θετική της έκφανση,  της εκδήλωσης δηλαδή των θρησκευτικών πεποιθήσεων, συνίσταταιστο δικαίωμα του  καθενός να εκδηλώνει ανεμπόδιστα το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει  πεποιθήσεις του με ποικίλους τρόπους, ατομικά ή από κοινού με άλλους, ιδιωτικά ή  δημόσια, εφ` όσον δεν προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη και υπό τους  περιορισμούς της παραγρ. 4 του άρθρου 13 του Συντάγματος. Ωστόσο η ελευθερία  αυτή δεν περιλαμβάνει και το δικαίωμα των ατόμων να εκδηλώνουν το θρήσκευμα που ακολουθούν ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις τους με την αναγραφή αυτών,  όταν το επιθυμούν, και σε κρατικά έγγραφα, όπως είναι τα δελτίαταυτότητας. Το  άρθρο 13 του Συντάγματος όχι μόνο δεν παρέχει τέτοια αξίωση στους φορείς του  δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, άλλωστε τούτο ως ατομικό δικαίωμα  θεμελιώνει κατ` αρχήν μόνον αξίωση του ατόμου έναντι της κρατικής εξουσίας για  αποχή από επεμβάσεις των οργάνων της που θα παρεμπόδιζαν την άσκησή του και όχι  αξίωση θετικής ενέργειας, αλλά απαγορεύει και την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος ή των θρησκευτικών εν γένει πεποιθήσεων στα δελτία ταυτότητας, ως  μέσο εκδήλωσης και απόδειξης αυτών. Η αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια την  προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας, υπό την αρνητική της έκφανση, εκείνων των  Ελλήνων, οι οποίοι δεν θα επιθυμούσαν να εκδηλώσουν τις θρησκευτικές τους  πεποιθήσεις με αυτόν τον τρόπο, αναιρώντας παράλληλα και τη θρησκευτική  ουδετερότητα του Κράτους, όσον αφορά την άσκηση του ατομικού αυτού δικαιώματος,  που επιβάλλεται από το άρθρο 13 του Συντάγματος. Πράγματι, όσοι Έλληνες αρνηθούν  να αναγράφεται το θρήσκευμα ή οι όποιες θρησκευτικές τους πεποιθήσεις στο δελτίο  ταυτότητας, η άρνηση δε αυτή βεβαιώνεται από δημόσια αρχή σε κρατικό έγγραφο,  που μάλιστα επιδεικνύεται σε κάθε αρχή και υπηρεσία καθώς και σε οποιονδήποτε  ιδιώτη για την αναγνώριση του κατόχου του, αναγκάζονται να αποκαλύψουν εμμέσως  και οιονεί δημόσια, μία πλευρά της ενδιάθετης στάσης τους απέναντι στο θείο. Ταυτόχρονα δε διαφοροποιούνται παρά τη θέλησή τους και με την επέμβαση κρατικών  οργάνων, από εκείνους τους Έλληνες που ομολογούν τις θρησκευτικές τους  πεποιθήσεις με την αναγραφή αυτών στα δελτία ταυτότητας. Πέραν αυτών, η αναγραφή  του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας παρέχει και έδαφος ενδεχόμενων  διακρίσεων, δυσμενών ή ευμενών και ενέχει συνεπώς τον κίνδυνο προσβολής της  θρησκευτικής ισότητας, που κατοχυρώνεται με τη θεμελιώδη διάταξη της παραγρ. 1  του άρθρου 13 του Συντάγματος. Αβασίμως δε ο αιτών ισχυρίζεται, επικαλούμενος το  άρθρο 3 του Συντάγματος, που αναγνωρίζει ως “Επικρατούσα θρησκεία” στην Ελλάδα  τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ότι πάντως, εν όψει  της διάταξης αυτής, το Σύνταγμα παρέχει ειδικώς στους Έλληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς το δικαίωμα να εκδηλώνουν και να αποδεικνύουν το θρήσκευμά τους,  όταν το επιθυμούν, και με κρατικά έγγραφα και άρα και με τα δελτία ταυτότητας.  Το άρθρο 3, που άλλωστε εντάσσεται στο Τμήμα Β? του πρώτου μέρους του  Συντάγματος, που αφορά τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, δεν επηρεάζει την  άσκηση του κατοχυρούμενου με το άρθρο 13 ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής  ελευθερίας, που περιλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος με αντικείμενο  τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ούτε εισάγει προνομιακή μεταχείριση υπέρ  των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Κάτι  τέτοιο, άλλωστε, θα αντέβαινε και στην ειδική διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου  13, που επιβάλλει την ίση μεταχείριση στην απόλαυση και των ατομικών  δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από θρησκευτικές πεποιθήσεις. Συνεπώς, η αναγραφή του  θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας, έστω και αν αυτή είναι προαιρετική, έστω  δηλαδή και αν γίνεται με τη συγκατάθεση του προσώπου, συνιστά παραβίαση του  άρθρου του 13 του Συντάγματος και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του  αντιθέτου λόγος ακυρώσεως. Κατά την άποψη των Συμβούλων Γ. Παναγιωτόπουλου, Π. Πικραμμένου, Θ. Παπαευαγγέλου, Α. Ράντου, Δ. Μαρινάκη, Σ. Χαραλάμπους και Γ.  Παπαγεωργίου το Σύνταγμα ούτε επιβάλλει ούτε απαγορεύει την υποχρεωτική ή  προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας, δεν κατοχυρώνει δε  πάντως ατομικό δικαίωμα αναγραφής του στοιχείου αυτού στο δελτίο ταυτότητας. Το  ζήτημα αυτό καταλείπεται από το συντακτικό νομοθέτη προς ρύθμιση στον κοινό  νομοθέτη. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως ότι επιβάλλεται από το Σύνταγμα η  αναγνώριση της δυνατότητος κάθε πολίτη να αναγράφεται προαιρετικώς το θρήσκευμά  του στο δελτίο ταυτότητος θα έπρεπε να απορριφθή γι` αυτόν τον λόγο. 

ΙΔΙΩΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

3545/2002  ΣΤΕ (325267)

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έγινε αποκλειστικώς για

δημοσιογραφικούς σκοπούς. Η ελευθερία της έκφρασης, και ιδιαίτερα του πληροφορείν και πληροφορείσθαι (αρ. 5 παρ. 1 Συντ.) και η ελευθερία του εγγράφου τύπου (αρ. 14 παρ. 1) δεν περιλαμβάνει και την ελευθερία διάδοσης πληροφοριών που ανάγονται στην απαραβίαστη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής. Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων δεν είναι επιτρεπτή, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι υπήρχαν υποψίες ότι τα άτομα, των οποίων τις δραστηριότητες αφορούσαν τα αρχεία, είχαν υποπέσει σε ποινικώς ελεγκτέα  συμπεριφορά.

ΣΤΕ  1901/2014 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)

ΕΡΤ και αίτηση ακύρωσης της κυα ΟΙΚ.02/2013 για την κατάργηση της ΕΡΤ. Η ΠΝΠ που εκδόθηκε στις 10.6.2013 κυρώθηκε με νόμο  εντός των προθεσμιών που ορίζει το Σύνταγμα και οι ρυθμίσεις της καθίστανται ρυθμίσεις του κυρωτικού νόμου και μάλιστα αναδρομικώς. Από το Σύνταγμα δεν επιβάλλεται η λειτουργία δημόσιου φορέα ραδιοτηλεόρασης, αλλά ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια, συνεκτιμώντας την οικονομική δυνατότητα του Κράτους, να επιλέξει αν είναι αναγκαίο και δυνατό να ιδρυθεί τέτοιος φορέας. Δεν υφίσταται αντίθεση των εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 προς το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος.

Αντίθετη μειοψηφία. Για την έκδοση της προσβαλλόμενης κυα δεν απαιτείτο συνυπογραφή από τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Απαράδεκτα προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης. Συντρέχουν δύο από τις τρεις διαζευκτικά τιθέμενες από το άρθρο 14Β του ν. 3429/2005 προϋποθέσεις για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. Δεν παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας.

Αντίθετη μειοψηφία. Η αρμοδιότητα θεσμοθέτησης και οργάνωσης συστήματος δημόσιας ραδιοτηλεόρασης ανήκει στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών της ΕΕ και δεν διέπεται από το δίκαιο αυτής. Η κατάργηση της ΕΡΤ Α.Ε. και των θυγατρικών της δεν παραβιάζει το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι άκυρη επειδή βεβαιώνεται ότι από τις διατάξεις της προκαλείται δαπάνη εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, «το ύψος της οποίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί».  Αντίθετη μειοψηφία. Η ΕΡΤ Α.Ε. εξαιρείτο από την εφαρμογή των διατάξεων για τις ομαδικές απολύσεις. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Αναπληρωτή Προέδρου του ΣτΕ.

16. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η  ελευθερία της έκφρασης, βασική εκδήλωση της οποίας αποτελεί το δικαίωμα καθενός να διαδίδει με τη χρήση των μέσων ενημέρωσης (Τύπου, ραδιοφωνίας, τηλεόρασης) ειδήσεις, σχόλια και απόψεις  (δικαίωμα του πληροφορείν). Με τις ίδιες συνταγματικές διατάξεις, σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 5 Α παρ. 1 του Συντάγματος, κατοχυρώνεται, εξ άλλου, το δικαίωμα του καθενός να ενημερώνεται τακτικά και ελεύθερα από κάθε διαθέσιμη πηγή για κάθε θέμα που τον ενδιαφέρει (, αλλά και ως συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η  δικαίωμα του πληροφορείσθαι). Με το πλέγμα των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων, σε  συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, προστατεύονται οι ελευθερίες του  πληροφορείν και του πληροφορείσθαι, ως αναγκαία προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμουάσκηση των ελευθεριών αυτών υπόκειται μόνο στους απολύτως αναγκαίους περιορισμούς που προβλέπονται από τις αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις. Όπως γίνεται γενικά δεκτό, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (τύπος, ραδιοτηλεόραση, διαδικτυακά μέσα) επιτελούν πολλαπλές, κατ’ ιδίαν, λειτουργίες στη δημοκρατική κοινωνία. Ενδεικτικά: Πληροφορούν τους πολίτες και αποτελούν fora ανοιχτής ανταλλαγής ιδεών συμβάλλοντας στο να σχηματίσουν αυτοί ελεύθερα και δημόσια τη δική τους γνώμη για τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Ελέγχουν την πολιτική εξουσία και καθιστούν διαφανή τον τρόπο άσκησής της. Ενισχύουν την κοινωνική συνοχή δίνοντας στους πολίτες τη δυνατότητα να συμμετέχουν ως ενεργά μέλη ενός συνόλου στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Επιδρούν στην πολιτιστική καλλιέργεια και ικανοποιούν τις ποικίλες προσωπικές ανάγκες του κοινού (ψυχαγωγία, θέματα υγείας, δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου κ.ά.). Ειδικά ως προς τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, ο συνταγματικός νομοθέτης, έχοντας υπόψη τη μεγάλη εμβέλεια, την χρονική αμεσότητα και την ιδιαίτερη δύναμη επιρροής που διαθέτουν, με τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος όρισε ότι η λειτουργία τους υπάγεται στον άμεσο έλεγχο του κράτους. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει τόσο τη χορήγηση αδείας λειτουργίας, όσο και τη μέριμνα ώστε κατά τη λειτουργία τους να εξυπηρετούνται συγκεκριμένοι σκοποί δημοσίου ενδιαφέροντος. Οι σκοποί αυτοί είναι: η αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών, ειδήσεων, προϊόντων λόγου και τέχνης, η ποιοτική στάθμη των προγραμμάτων σε αντιστοιχία με την κοινωνική αποστολή των εν λόγω μέσων και την πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου και η προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Η χορήγηση των αδειών, ο έλεγχος της εξυπηρέτησης των ανωτέρω σκοπών δημοσίου συμφέροντος και η επιβολή κυρώσεων ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή, το «Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης». Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος (εδάφιο πρώτο έως τέταρτο) προβλέπεται η έκδοση νόμων για τη γνωστοποίηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, της οικονομικής κατάστασης και των μέσων χρηματοδότησης των μέσων ενημέρωσης, καθώς και για τη θέσπιση μέτρων και περιορισμών αναγκαίων για την πλήρη διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας στην ενημέρωση, ορίζεται δε ότι απαγορεύεται η συγκέντρωση του ελέγχου περισσότερων μέσων ενημέρωσης της αυτής ή άλλης μορφής (όταν μάλιστα πρόκειται για ηλεκτρονικά μέσα απαγορεύεται η συγκέντρωση περισσότερων του ενός ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης της αυτής μορφής). Με το σύνολο των εν λόγω διατάξεων το κράτος καθίσταται ο ρυθμιστής της λειτουργίας της ραδιοτηλεόρασης και ο εγγυητής του πλουραλισμού των ιδεών και των πληροφοριών που μεταδίδονται. Το κράτος (η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία, καθώς και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή) υποχρεούται, απέχοντας από επεμβάσεις στο περιεχόμενο των εκπομπών, να λαμβάνει όλα τα αναγκαία θετικά μέτρα (νομοθετικά, οργανωτικά, διοικητικά και ουσιαστικά), περιλαμβανομένης της επιβολής και εκτέλεσης των προβλεπομένων κυρώσεων, ώστε να διασφαλίζεται η καθολική παροχή της ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας στην εθνική επικράτεια με πλήρη σεβασμό των προαναφερομένων συνταγματικών αξιών, με διαφάνεια ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς, την οικονομική κατάσταση και τη χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης, καθώς και με την αποτροπή της συγκέντρωσης του ελέγχου των μέσων αυτών. Από τις ως άνω όμως συνταγματικές διατάξεις δεν προκύπτει ότι επιβάλλεται η λειτουργία δημόσιου φορέα ραδιοτηλεόρασης. Ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια, συνεκτιμώντας την οικονομική δυνατότητα του Κράτους σε κάθε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, να επιλέξει αν, με κριτήριο την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών για τη ραδιοτηλεόραση, είναι αναγκαίο και δυνατό να ιδρυθεί δημόσιος φορέας ραδιοτηλεόρασης. Σε περίπτωση, κατά την οποία επιλεγεί η ίδρυση δημόσιου φορέα ραδιοτηλεόρασης, σύμφωνα με το Σύνταγμα αυτός επιβάλλεται:
·         να έχει πλουραλιστική δομή, 
·         να οργανώνεται κατά τρόπο που αποτρέπει κυβερνητικές και κομματικές επιρροές, 
·         και να λειτουργεί αυστηρά με βάση τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της πολυφωνίας,
·         Οίκοθεν νοείται ότι η εκάστοτε νομοθετική επιλογή υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο ως προς τη συμφωνία της με τις προμνημονευόμενες συνταγματικές επιταγές. 

95/2017 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)

Tηλεοπτικές άδειες. Αίτηση ακύρωσης της αριθ. 4297/2016 απόφασης του Υπουργού Επικρατείας, περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων της οικείας διαγωνιστικής διαδικασίας στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, καθώς και της συναφούς 10214/2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας περί συστάσεως – συγκροτήσεως Ειδικής Επιτροπής διενέργειας του διαγωνισμού. Με αποφάσεις του ΣτΕ έχει κριθεί ότι η επ΄ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών που ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παράνομα αντίκειται στο Σύνταγμα. Δεν υφίστατο, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4339/2015 συγκροτημένο ΕΣΡ, διότι είχε λήξει η θητεία των μελών του και η οποία μπορούσε να παραταθεί μόνο για εύλογο χρονικό διάστημα. Η αιτούσα εταιρεία, η οποία διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο την παροχή τηλεοπτικών υπηρεσιών και προτίθεται να λάβει μέρος στη διαγωνιστική διαδικασία, έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει την ένδικη αίτηση ακύρωσης, έστω και αν κατά το χρόνο άσκησής της δεν είχε εκδοθεί η προκήρυξη για τη διενέργεια του επίμαχου διαγωνισμού. Δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον της αιτούσας το γεγονός ότι η άδεια που της είχε χορηγηθεί έληξε στις 31/12/2015. Αντίθετες μειοψηφίες ως προς το έννομο συμφέρον της αιτούσας. Ενόψει των σκοπών που επιτελεί το ΕΣΡ, ως ανεξάρτητη αρχή, δεν είναι επιτρεπτό, σε περίπτωση μη συγκροτήσεώς του, οι αρμοδιότητές του να ασκηθούν από άλλα όργανα, άλλως παραβιάζονται συνταγματικές διατάξεις.

Η παρ. 2 του άρθρου 2Α του ν. 4339/21015, όπως προστέθηκε με το άρθρο τρίτο του ν. 4367/2016, με την οποία η αρμοδιότητα για τη διενέργεια της διαγωνιστικής διαδικασίας για τη χορήγηση τηλεοπτικών αδειών ανατίθεται στον Υπουργό, στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, αντίκειται στο άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος. Αντίθετες μειοψηφίες. Η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, ερειδόμενη στην ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη που κρίθηκε ως αντισυνταγματική, είναι μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί. Συνακυρωτέα είναι και η δεύτερη συμπροσβαλλόμενη πράξη. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ.

ΠΙΟ  ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ:

Ραδιοτηλεόραση (άρ. 15 παρ. 2Σ.) – Αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ. για τους όρους και τις άδειες λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών – Συγκρότηση του Ε.Σ.Ρ. (άρ. 101Α Σ.) – Σχέση μεταξύ διατάξεων του Συντάγματος
(A) Όπως συνάγεται από τις εργασίες αναθεωρήσεως του Συντάγματος του 2001, σκοπός της συνταγματικής κατοχυρώσεως του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.) ως ανεξάρτητης αρχής ήταν, εν όψει της ιδιαίτερης δύναμης επιρροής που διαθέτουν οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί στη διαμόρφωση της γνώμης των πολιτών ως προς τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα και της αναγκαίας για την πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας ποιοτικής στάθμης των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων, η διασφάλιση αφ’ ενός μεν του κρατικού ελέγχου στη λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων και αφ’ ετέρου της πολυφωνίας και της αντικειμενικής και με ίσους όρους μεταδόσεως πληροφοριών, ειδήσεων, προϊόντων λόγου και τέχνης, ώστε να αποτρέπονται κυβερνητικές και κομματικές επιρροές και να επιτυγχάνεται η οργάνωση των ραδιοτηλεοπτικών μέσων με βάση τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της πολυφωνίας – Εν όψει δε του σκοπού στον οποίο αποβλέπει η συνταγματική κατοχύρωση του Ε.Σ.Ρ., από την διατύπωση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 15 Σ., όπου γίνεται λόγος για αποκλειστική αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ. για τον έλεγχο και την επιβολή κυρώσεων, μεταξύ άλλων, και στους τηλεοπτικούς σταθμούς, δεν δύναται να συναχθεί ότι η αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ. εξαντλείται, κατά το Σύνταγμα, στην έκδοση μόνον ατομικών διοικητικών πράξεων ελέγχου ή επιβολής κυρώσεων στους σταθμούς αυτούς, αλλά ότι, εν όψει του ανωτέρω σκοπού, το Ε.Σ.Ρ. είναι και αυτό, παράλληλα με την νομοθετική εξουσία και τα άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, φορέας του κατά το Σύνταγμα αμέσου ελέγχου των ανωτέρω σταθμών και στο προγενέστερο της ενάρξεως λειτουργίας αυτών στάδιο, δηλαδή στο στάδιο της χορηγήσεως των αδειών λειτουργίας τέτοιων σταθμών (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1901/2014 σκέψη 16, 3914/2015 σκέψη 17) – Η σχετική με την χορήγηση των εν λόγω αδειών αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ. δεν έγκειται απλώς στην τυπική έκδοση της τελικής πράξεως χορηγήσεως της άδειας, μετά από διαδικασία που έχει διενεργήσει άλλο όργανο, που δεν έχει τα εχέγγυα του Ε.Σ.Ρ., και υπό προϋποθέσεις που το άλλο αυτό όργανο έχει καθορίσει μονομερώς χωρίς καμία σύμπραξη με το Ε.Σ.Ρ., αλλά περιλαμβάνει και  όλη την διαδικασία η οποία θα καταλήξει στην χορήγηση της άδειας, διότι η ανάγκη οργανώσεως των ραδιοτηλεοπτικών μέσων κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την αντικειμενικότητα, την αμεροληψία και την πολυφωνία και να αποτρέπει κυβερνητικές και γενικότερα μονομερείς επιρροές που μπορεί να επηρεάσουν τους όρους του πολιτικού ανταγωνισμού με τον έλεγχο της διαμορφώσεως της κοινής γνώμης, ανακύπτει ήδη στο στάδιο χορηγήσεως των αδειών, κατά το οποίο καθορίζεται ποιοί σταθμοί θα λειτουργήσουν στο μέλλον – Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την έννοια του άρθρου 15 παρ. 2 Σ., (α) καθίσταται υποχρεωτική η σύμπραξη του Ε.Σ.Ρ. στην άσκηση αρμοδιοτήτων, με τις οποίες, σε συνεργασία ενδεχομένως και με άλλες ανεξάρτητες αρχές, όπου αυτό απαιτείται λόγω της τεχνικής φύσεως των τιθεμένων ζητημάτων, καθορίζονται οι όροι λειτουργίας και αδειοδοτήσεως, μεταξύ άλλων, και των τηλεοπτικών σταθμών, και (β) σε περίπτωση επιλογής του συστήματος της κατόπιν διαγωνισμού χορηγήσεως των αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, καθίσταται υποχρεωτική η διενέργεια αποκλειστικώς από το Ε.Σ.Ρ. της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας
) Εν όψει της σημασίας που ο αναθεωρητικός νομοθέτης απέδωσε στο ρόλο των ανεξάρτητων αρχών (ως οργάνων που θα διασφαλίζουν ότι ορισμένοι τομείς κρατικής δράσεως δεν θα επηρεάζονται από κυβερνητικές και γενικότερα μονομερείς επιρροές), όπως είναι το Ε.Σ.Ρ., θέσπισε με το άρθρο 101Α του Συντάγματος συγκεκριμένο τρόπο συγκροτήσεως των αρχών αυτών, ώστε να εξασφαλίζεται συνεργασία των δραστηριοποιουμένων εκάστοτε στην πολιτική ζωή της χώρας πολιτικών δυνάμεων κατά την επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τις αρχές αυτές και ότι οι λαμβανόμενες από τις εν λόγω αρχές αποφάσεις θα απηχούν συγκερασμό απόψεων κατά το δυνατόν ευρύτερου φάσματος πολιτικών δυνάμεων και, κατά συνέπεια, και μεγαλύτερου αριθμού πολιτών – Ειδικότερα, ο αναθεωρητικός νομοθέτης όρισε στην παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 101Α ότι η επιλογή των προσώπων, τα οποία στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές και πρέπει να έχουν τα ανάλογα προσόντα, «γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της», χωρίς να προβλέψει επικουρικό μηχανισμό για την περίπτωση αδυναμίας επιτεύξεως ομοφωνίας ή πλειοψηφίας των τεσσάρων πέμπτων, η παράλειψη δε προβλέψεως τέτοιου επικουρικού μηχανισμού φαίνεται να ήταν ηθελημένη, εφ’ όσον, όπως προκύπτει από τις συζητήσεις στη Βουλή, είχε προταθεί να προβλεφθεί ένας τέτοιος μηχανισμός, πρόταση, η οποία, τελικώς, δεν έγινε δεκτή – Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Σύνταγμα ανέχεται, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, οι αρμοδιότητες, οι οποίες κατά το Σύνταγμα πρέπει να ασκούνται από ανεξάρτητη αρχή, τα μέλη της οποίας απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, να μεταβιβασθούν από τον κοινό νομοθέτη σε άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ δεν ασκεί δε επιρροή από την εξεταζόμενη άποψη αν κατά την άσκηση συγκεκριμένης αρμοδιότητας, εν όψει του συγκεκριμένου τρόπου οργανώσεώς της, παρέχεται ή όχι στην ανεξάρτητη αρχή διακριτική ευχέρεια – Αν οι εκπροσωπούμενες στο Κοινοβούλιο πολιτικές δυνάμεις δεν χωρήσουν στην επιτασσόμενη από το Σύνταγμα συγκρότηση της ανεξάρτητης αρχής, το Σύνταγμα εμμέσως παραβιάζεται – Δεν μπορεί, όμως, σε καμία περίπτωση η τυχόν αυτή εκ πλαγίου παράβαση του Συντάγματος να θεραπευθεί με άλλη, ευθεία, πλέον, παραβίασή του, όπως με την παράκαμψη αρμόδιας ανεξάρτητης αρχής, που προβλέπεται ρητώς από το Σύνταγμα – Δεδομένου δε ότι το Σύνταγμα προβλέπει εκείνο, ευθέως και αποκλειστικώς, τις καταστάσεις ανάγκης που δικαιολογούν την αναστολή εφαρμογής ή την τυχόν παράκαμψη ορισμένων, εκ των προτέρων καθορισμένων, διατάξεών του, δεν είναι νοητή η παράκαμψη της εφαρμογής ρητών συνταγματικών διατάξεων σε περίπτωση δυσχερειών, από την φύση τους μάλιστα παροδικών, κατά την εφαρμογή τους – Συνεπώς, έως ότου συγκροτηθεί ανεξάρτητη αρχή, όπως είναι το Ε.Σ.Ρ., κατά την προβλεπόμενη από το ανωτέρω άρθρο 101Α του Συντάγματος διαδικασία, οι αρμοδιότητες αυτής δεν μπορεί να ασκηθούν από άλλα όργανα ακόμη και όταν η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών επιβάλλεται για την επίτευξη σκοπών, στην θεραπεία των οποίων αποβλέπουν άλλες συνταγματικές διατάξεις – Και τούτο διότι δεν υπάρχει ιεραρχία μεταξύ των διατάξεων του Συντάγματος, αλλά όλες οι διατάξεις αυτού είναι νομικά τυπικά ισοδύναμες, με συνέπεια να μην μπορεί να παρακαμφθεί, από τον κοινό νομοθέτη ή την εκτελεστική εξουσία, η εφαρμογή καμιάς συνταγματικής διατάξεως με την επίκληση της ανάγκης τηρήσεως άλλης συνταγματικής διατάξεως, ανεξαρτήτως αν ο κοινός νομοθέτης ή η εκτελεστική εξουσία αποδίδει στην τελευταία αυτή διάταξη μεγαλύτερη σημασίαΕξ άλλου, το γεγονός ότι έχουν ενδεχομένως αναληφθεί από το Ελληνικό Κράτος διεθνείς υποχρεώσεις δεν απαλλάσσει την νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία, κατά την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων, από την υποχρέωση τηρήσεως των συνταγματικών διατάξεων, μεταξύ των οποίων είναι και οι διατάξεις που προβλέπουν ανεξάρτητες αρχές και την συγκρότηση και τις αρμοδιότητές τους – Και ναι μεν με την ΣτΕ Ολομ. 3515/2013 κρίθηκε ότι, κατά την έννοια του άρθρου 101Α του Συντάγματος, είναι  ανεκτή η συνέχιση της λειτουργίας των ανεξαρτήτων αρχών μετά τη λήξη της θητείας των μελών τους και μέχρι την επιλογή των νέων μόνον για εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο κρίνεται κατά τις εκάστοτε συντρέχουσες περιστάσεις, και ότι, μετά την πάροδο του ευλόγου χρόνου, το Σύνταγμα δεν ανέχεται πλέον την παράταση της θητείας των μελών της ανεξάρτητης αρχής, η δε ανεξάρτητη αρχή δεν διαθέτει, από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής, νόμιμη συγκρότηση, αλλά τούτο δεν έχει την έννοια ότι από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής (ή έστω για περιορισμένο χρονικό διάστημα) είναι δυνατή η άσκηση των κατά το Σύνταγμα αρμοδιοτήτων της ανεξάρτητης αρχής από άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά ότι οι εκπροσωπούμενες στο Κοινοβούλιο πολιτικές δυνάμεις είναι υποχρεωμένες, με αμοιβαίες υποχωρήσεις και μετά από διαδικασία διαβουλεύσεων, να μεριμνήσουν για την κατά το ταχύτερον δυνατόν νόμιμη συγκρότηση του Ε.Σ.Ρ.
(Γ) Εν όψει των ανωτέρω, οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2Α του ν. 4339/2015, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο τρίτο του ν. 4367/2016, με τις οποίες η αρμοδιότητα για την διενέργεια διαγωνιστικής διαδικασίας για την χορήγηση αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας κατά την πρώτη εφαρμογή του θεσπιζομένου με τον ανωτέρω ν. 4339/2015 συστήματος ανατίθεται στον Υπουργό, στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, αντίκεινται στο άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, την αντίθεση δε αυτή των ανωτέρω διατάξεων στο Σύνταγμα δεν μπορεί να θεραπεύσει το γεγονός ότι κατά την θέσπισή τους δεν είχε επιτευχθεί (όπως ούτε και έως την συζήτηση της κρινομένης αιτήσεως είχε επιτευχθεί) η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα πλειοψηφία των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής για την επιλογή των μελών του Ε.Σ.Ρ., ασχέτως των λόγων στους οποίους οφειλόταν τούτο [με αντίθετη μειοψηφία, σύμφωνα με την οποία μορφή «αμέσου ελέγχου» του Κράτους, κατά την έννοια του άρ. 15 παρ. 2 Σ., που δεν ανήκει αποκλειστικώς στο Ε.Σ.Ρ. αλλά και σε άλλα κρατικά όργανα, αποτελεί και η εφαρμογή, με την έκδοση ατομικών πράξεων, των νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων περί αδειοδότησης των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών και οι προηγούμενες αυτών πράξεις της σχετικής, διαγωνιστικής ή μη, διαδικασίας].

ΣτΕ Ολομ. 95/2017 
Ένδικη προστασία – Αίτηση ακύρωσης κανονιστικής πράξης – Έννομο συμφέρον – Απόφαση του Υπουργού Επικρατείας περί μεταβίβασης στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας αρμοδιοτήτων για τη διενέργεια της διαγωνιστικής διαδικασίας χορήγησης αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών

(Α) Το έννομο συμφέρον για την προσβολή κάθε κανονιστικής πράξεως εξετάζεται αυτοτελώς και ασχέτως με το ενδεχόμενο εκδόσεως ή μη άλλων συναφών πράξεων, κανονιστικών ή ατομικών, κατ’ εφαρμογή της κανονιστικής, το δικαίωμα δε για αποτελεσματική δικαστική προστασία προκειμένου περί κανονιστικής πράξεως επιτάσσει να παρέχεται σε εκείνον που επικαλείται ότι έχει ιδιότητα ή τελεί σε νομική κατάσταση, η οποία επηρεάζεται από τα επερχόμενα από την κανονιστική πράξη έννομα αποτελέσματα, η δυνατότητα να αμφισβητήσει, επικαίρως, την νομιμότητα της εν λόγω πράξεως ήδη από την στιγμή που αυτή δημοσιεύεται και αναπτύσσει κανονιστική ισχύ, ώστε, αν διαπιστωθεί ότι δεν είναι νόμιμη, να ακυρωθεί και να εκβληθεί από την έννομη τάξη και να μη αναμένεται η έκδοση, με βάση αυτήν, άλλων διοικητικών πράξεων.

(Β) Κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, το άμεσο του εννόμου συμφέροντος δεν σημαίνει ότι, προκειμένου περί κανονιστικής πράξεως, πρέπει να επέρχεται στον αιτούντα βλάβη ήδη κατά την έκδοση της πράξεως, διότι η βλάβη από τέτοια πράξη δεν επέρχεται αναγκαίως με την έκδοση της πράξεως αυτής, αλλά, κατά το συνήθως συμβαίνον, με την έκδοση ατομικών πράξεων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της κανονιστικής, η δε αποδοχή τέτοιας απόψεως περί θα οδηγούσε κατ’ ουσίαν σε κατάργηση του ευθέος ελέγχου των κανονιστικών πράξεων
(Γ) Κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, το συμφέρον προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως δεν παύει να είναι έννομο εκ μόνου του γεγονότος ότι ο αιτών φέρεται να έχει παραβιάσει διάταξη της κείμενης νομοθεσίας, διότι η ανωτέρω διάταξη αποβλέπει και αρκείται στην ύπαρξη δεσμού που επιτρέπει στον αιτούντα να αμφισβητήσει την αντικειμενική νομιμότητα της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως, προκειμένου να επιτύχει αποτέλεσμα μη αποδοκιμαζόμενο, καθ’ εαυτό, από την έννομη τάξη, η δε θεραπεία της τυχόν παρανομίας της νομικής καταστάσεως του αιτούντος δεν επέρχεται με την στέρηση του εννόμου συμφέροντος αυτού προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως εκδιδομένης κατ’ εφαρμογή νομοθεσίας συναφούς με τη διάταξη που φέρεται να έχει παραβιάσει ο ίδιος, αλλά με την δυνατότητα της Διοικήσεως να επιβάλει την άρση της εκ μέρους του αιτούντος παραβάσεως.

Η ενδεχόμενη διαπίστωση ότι οι διατάξεις που διέπουν τη διενέργεια του διαγωνισμού χορήγησης αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών αντίκεινται σε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, με περαιτέρω συνέπεια να μη είναι δυνατή η διενέργεια της διαγωνιστικής διαδικασίας με βάση αυτούς και να ανακύψει ενδεχομένως, ως εκ τούτου, νομοθετικό κενό έως την εκ μέρους του νομοθέτη εκ νέου ρύθμιση του ζητήματος και καθυστέρηση στην χορήγηση αδειών, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να στερηθεί η αιτούσα του εννόμου συμφέροντος να ζητήσει την ακύρωση διοικητικής πράξεως, εκδοθείσης κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, δηλαδή να θεωρηθεί ότι, εν όψει των συνεπειών που θα μπορούσε να έχει ενδεχόμενη ακύρωση της διοικητικής πράξεως (νομοθετικό κενό ως προς την χορήγηση αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών), η αιτούσα επιδιώκει αποτέλεσμα αποδοκιμαζόμενο από την έννομη τάξη, διότι τέτοια άποψη θα είχε ως συνέπεια ότι, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, ορισμένες διοικητικές πράξεις δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, κατά παράβαση του κατοχυρωμένου από το Σύνταγμα δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας
(Δ) Ασκεί με έννομο συμφέρον την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως εταιρεία η οποία διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο την παροχή τηλεοπτικών υπηρεσιών (λειτουργεί τηλεοπτικό σταθμό εθνικής εμβέλειας) και προτίθεται, κατά τους ισχυρισμούς της, να λάβει μέρος στην διαγωνιστική διαδικασία που θα διενεργηθεί με βάση το σύστημα του προαναφερθέντος ν. 4339/2015, και ειδικότερα με βάση το άρθρο 2Α αυτού, έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τις εκτελεστές διοικητικές πράξεις, οι οποίες εκδόθηκαν βάσει του ανωτέρω νόμου και εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαγωνιστικής διαδικασίας για την πρώτη εφαρμογή του θεσπισθέντος με βάση τον εν λόγω νόμο συστήματος με την χορήγηση τεσσάρων αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας – Εξάλλου, ενόψει των παραπάνω, (i) δεν αναιρείται το έννομο συμφέρον της από το γεγονός ότι κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως και της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως δεν είχε εκδοθεί η προκήρυξη για την διενέργεια του επιδίκου διαγωνισμού και, περαιτέρω, από το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο αυτό, δεν μπορούσε να είναι βέβαιο ότι η αιτούσα θα συμμετείχε στη διαγωνιστική διαδικασία, στην προετοιμασία διεξαγωγής της οποίας απέβλεπε η επίδικη πράξη, εφόσον αυτή ασκεί, πάντως, επιχείρηση με αντικείμενο σχετικό με το αντικείμενο της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας και, συνεπώς, έχει ιδιότητα που της επιτρέπει, κατ’ αρχήν, την συμμετοχή στην εν λόγω διαδικασία και (ii) δεν επηρεάζεται το έννομο συμφέρον της από το νόμιμο ή μη της λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού της
[με αντίθετη μειοψηφία ως προς αμφότερα τα ζητήματα
]
 

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

1991/2005 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)

 ‘Ιδρυση  καταστημάτων οπτικών ειδών. Προϋποθέσεις για τη χορήγηση της σχετικής άδειας. Δυνατή, υπό προϋποθέσεις, η ίδρυση τέτοιων καταστημάτων από εταιρείες με οποιαδήποτε νομική μορφή. Κρίνεται ότι οι διατάξεις του που επιβάλλουν απόλυτο αποκλεισμό της δυνατότητας επιχειρηματικής εκμετάλλευσης καταστήματος οπτικών ειδών από εταιρεία ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, αντίκεινται στην οικονομική και επαγγελματική ελευθερία που κατοχυρώνει το Σύνταγμα.

6. Επειδή, κατά τα παγίως κριθέντα, με το άρ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος προστατεύεται η οικονομική ελευθερία και δή η ελευθερία ασκήσεως επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας. Οι συνταγματικές όμως αυτές διατάξεις δεν αποκλείουν τη θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη ή την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση περιορισμών της ελευθερίας αυτής για λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, όπως η προστασία της δημόσιας υγείας. Οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να είναι αναγκαίοι και πρόσφοροι για την επίτευξη του επιδιωκομένου από το νόμο σκοπού (βλ. ήδη και άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την τελευταία αναθεώρηση).

καταστημάτων οπτικών ειδών” (Α` 223), κατ` εφαρμογήν του οποίου εκδόθηκε

η προσβαλλόμενη πράξη, ορίζει στο άρθρο 6 τα εξής:

 “1. Η διάθεσις ομματοϋαλίων διορθωτικών των διαθλαστικών ανωμαλιών των οφθαλμών και γενικώτερον όλων των συναφών προς την όρασιν ειδών γίνεται μόνον υπό των καταστημάτων οπτικών ειδών, τα οποία ιδρύονται και λειτουργούν συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου.

 2 (…..). εντός των φαρμακείων. Οσα καταστήματα οπτικών ειδών στεγάζονται εντός φαρμακείων ή ετέρων καταστημάτων κατά τη δημοσίευσιν του παρόντος νόμου συνεχίζουν να λειτουργούν εφ` όσον πληρούν τους όρους των παραγράφων 2, 4 και  5 του παρόντος άρθρου και διευθύνονται υπό οπτικού, όστις κέκτηται σχετικήν άδειαν ασκήσεως επαγγέλματος ή τίτλον προσωπικής ικανότητος οπτικού.

4 (……). της 2 του άρθρου 8, τα καταστήματα οπτικών ειδών διευθύνονται προσωπικώς υπό των κατόχων της σχετικής αδείας λειτουργίας των.

 ‘ Εκαστος οπτικός διευθύνει έν μόνον κατάστημα οπτικών ειδών. Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν δι` οιονδήποτε λόγον απουσιάζει ο υπεύθυνος οπτικόςν πέραν του ενός μηνος, οφείλει, διά δηλώσεώς του εις την αρμοδίαν Διεύθυνσιν ή εις το αρμόδιον Τμήμα ………., να ορίση έτερον οπτικόν ως υπεύθυνον του οπτικού του καταστήματος”.

 Ο αυτός νόμος ορίζει, περαιτέρω, στο άρθρο 7 παράγραφος 1 ότι “Τα καταστήματα οπτικών ειδών ιδρύονται μόνον υπό κατόχων αδείας ασκήσεως επαγγέλματος οπτικού και λειτουργούν κατόπιν αδείας της αρμόδιας δημόσιας αρχής”, στο ίδιο άρθρο παράγραφος 2 ότι “Η άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας καταστήματος οπτικών ειδών χορηγείται υπό των κατά τόπον αρμοδίων …….” και προβλέπει, τέλος, στο άρθρο 8 τα εξής:

 “1. Η άδεια λειτουργίας του καταστήματος οπτικών ειδών είναι προσωπική και αμεταβίβαστος. τους ανηλίκους υιούς των αποβιούντων οπτικών, εις τους οποίους εχορηγήθησαν άδειαι λειτουργίας καταστήματος οπτικών ειδών, να συνεχίσουν την λειτουργίαν του καταστήματος, εφ` όσον εγένοντο κληρονόμοι του αποβιώσαντος οπτικού. Εις την περίπτωσιν αυτήν, οι ανωτέρω κληρονόμοι υποχρεούνται να αναθέτουν την διεύθυνσιν του καταστήματος οπτικών ειδών εις οπτικόν κεκτημένον άδειαν ασκήσεως επαγγέλματος οπτικού ή τίτλον προσωπικής ικανότητος οπτικού. Η σύναψις γάμου εκ μέρους της χήρας και της θυγατρός, ως και η ενηλικίωσις του υιού αυτού συνεπάγεται απώλειαν του δικαιώματος συνεχίσεως της λειτουργίας του καταστήματος οπτικών ειδών”.

 Με τις μεταγενέστερες του χρόνου εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 4 του Ν. 2646/1998 και του άρθρου 21 του Ν. 3204/2003 τροποποιήθηκε η επίμαχη ρύθμιση του Ν. 971/1979 και κατέστη δυνατή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις η ίδρυση καταστημάτων οπτικών ειδών και από εταιρείες με οποιαδήποτε νομική μορφή.

την έκδοση της αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας καταστήματος οπτικών ειδών επ` ονόματι, αποκλειστικώς ενός και μόνου κατόχου αδείας ασκήσεως του επαγγέλματος του οπτικού, έτσι ώστε ο κάθε επαγγελματίας οπτικός να έχει την οικονομική εκμετάλλευση του καταστήματός του και την ευθύνη λειτουργίας του.

Οι διατάξεις αυτές, όπως ίσχυαν προ της θεσπίσεως του άρθρου 27 παράγραφος 4 του Ν. 2646/1998 και του άρθρου 21 Ν. 3204/2003, αποκλείουν, επομένως, την οικονομική εκμετάλλευση καταστήματος οπτικών ειδών από εταιρεία οιασδήποτε μορφής. Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό, οι εν λόγω διατάξεις αντίκεινται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται η οικονομική και επαγγελματική ελευθερία. Και τούτο, διότι η προστασία της  δημόσιας υγείας, στην οποία αποβλέπουν κατά την οικεία εισηγητική έκθεση,οι εισαγόμενοι με τις διατάξεις αυτές περιορισμοί της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας, διασφαλίζεται πλήρως με την υποχρεωτική, κατά το άρθρο 6 παράγραφος 6 του Ν. 971/1979, διεύθυνση του καταστήματος οπτικών ειδών από κάτοχο αδείας ασκήσεως του επαγγέλματος το οπτικού, ο οποίος υποχρεούται, κατά την αυτή διάταξη, να ασκεί προσωπικώς τη διεύθυνση και να έχει την επιστημονική ευθύνη του καταστήματος, καθώς και να ορίζει, σε περίπτωση απουσίας του πέραν του μηνός, αντικαταστάτη του, κάτοχο, ομοίως, αδείας ασκήσεως του επαγγέλματος του οπτικού (πρβλ. και τη διάταξη του άρθρου 6 παράγραφος 3 του Ν. 971/1979, η οποία επιβάλλει να διευθύνεται προσωπικώς, από κάτοχο αδείας ασκήσεως του επαγγέλματος του οπτικού, κατάστημα οπτικών ειδών που λειτουργεί, κατ` εξαίρεση, εντός φαρμακείου ή άλλου καταστήματος, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 8 παράγραφος 2 του αυτού νόμου, η οποία επιβάλλει αντίστοιχη υποχρέωση, σε περίπτωση κατά την οποία το κατάστημα εκμεταλλεύονται οι κληρονόμοι θανόντος οπτικού). Οι επί πλέον περιορισμοί της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας που θεσπίζονται με τις εκτεθείσες διατάξεις και οι οποίοι συνίστανται, μεταξύ άλλων, στον απόλυτο αποκλεισμό της δυνατότητας επιχειρηματικής εκμετάλλευσης καταστήματος οπτικών ειδών τόσον από εταιρεία οιασδήποτε μορφής όσον και καθ` οιονδήποτε άλλο τρόπο πλην αυτού που επιβάλλεται από το σύστημα των διατάξεων του Ν. 971/1979, απαγορεύοντας σε κάθε περίπτωση την έκδοση αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας καταστήματος οπτικών ειδών επ` ονόματι εταιρείας, η οποία και θα εκμεταλλεύεται για λογαριασμό της το κατάστημα, δεν παρίστανται αναγκαίοι για τη διασφάλιση του επιδιωκομένου με αυτές σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας. Εν όψει, συνεπώς, των μη αναγκαίων αυτών περιορισμών που υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο από το νόμο σκοπό, το σύστημα των διατάξεων του Ν. 971/1979, υπό το ανωτέρω εκτεθέν περιεχόμενό τους, αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος.

ΣΤΕ  ΟΛ 100/2017

Πολεοδομική νομοθεσία. ‘Αδεια ίδρυσης υπεραγοράς λιανικού εμπορίου σε εντός σχεδίου περιοχή. Απόρριψη της σχετικής αίτησης με απόφαση του Νομαρχιακού Συμβουλίου, κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας και η οποία έγινε αποδεκτή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Με έννομο συμφέρον ασκήθηκε κατά της τελευταίας απόφασης αίτηση ακύρωσης από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. Αντίθετη μειοψηφία. Οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2323/1995, βάσει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του Νομαρχιακού Συμβουλίου, αντίκεινται στο Σύνταγμα και στα άρθρα 5, 24 και 106 αυτού. Λόγοι για τους οποίους οι διατάξεις αυτές αντίκεινται στο Σύνταγμα και ειδικότερες γνώμες του Δικαστηρίου για το ζήτημα αυτό. Η ανάθεση, με την επίμαχη διάταξη, στο νομαρχιακό συμβούλιο, ήτοι σε όργανο τοπικής αυτοδιοίκησης, το οποίο δεν έχει πολεοδομικές αρμοδιότητες, της έκδοσης άδειας σκοπιμότητας για την ίδρυση υπεραγοράς, αντίκειται στο άρθρο 24 του Συντάγματος. Αντίθετη μειοψηφία. Ορθά ακυρώθηκε απόφαση του Νομαρχιακού Συμβουλίου. Απορρίπτεται η έφεση. (Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την 2194/2006 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ). Εν όψει των ανωτέρω, το άρθρο 10 του Ν. 2323/1995 αντίκειται στο Σύνταγμα για τους εξής λόγους: Με την επίμαχη νομοθετική διάταξη εισάγεται ειδικό σύστημα αδειοδοτήσεως των υπεραγορών, σύμφωνα με το οποίο, στις προβλεπόμενες στο νόμο περιπτώσεις, η Διοίκηση αποφαίνεται επί του αιτήματος χορηγήσεως αδείας ιδρύσεως υπεραγοράς κατ` εκτίμηση σειράς κριτηρίων, ένα έκαστο των οποίων ανάγεται σε διαφορετικές, εξ ίσου θαλπόμενες από το Σύνταγμα, πτυχές του δημοσίου συμφέροντος (επιπτώσεις στο πρόγραμμα αναπτύξεως της περιοχής και στην αγροτική οικονομία της, επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, ανάγκη συγκρατήσεως του πληθυσμού στη συγκεκριμένη περιοχή, επίδραση στο επίπεδο τιμών των προϊόντων, κανονικότητα του εφοδιασμού των καταναλωτών, συμβολή στη διατήρηση ή αύξηση των θέσεων εργασίας, επιπτώσεις στο περιβάλλον κ.λπ.), χωρίς να είναι δυνατόν να συναχθεί, ούτε από το κείμενο της διατάξεως, ούτε από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, ο προέχων σκοπός δημοσίου ενδιαφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπει η εισαγωγή του εν λόγω συστήματος αδειοδοτήσεως.

Είναι δε, κατά τούτο, χαρακτηριστικό ότι στην οικεία εισηγητική έκθεση αναφέρεται, αφ` ενός μεν ότι “η επέκταση των υπεραγορών (…) είχε πολλαπλές και αντικρουόμενες συνέπειες”, αφ` ετέρου δε ότι κατά τη χορήγηση της σχετικής αδείας “πρέπει να σταθμίζονται κατ` αρχήν τα επί μέρους πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα”.

Υπό τα δεδομένα, όμως, αυτά, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες ανέχεται, κατά τα εκτεθέντα, το Σύνταγμα την υπαγωγή της ιδρύσεως εμπορικού καταστήματος σε σύστημα αδειοδοτήσεως. Τούτο δε διότι ο νόμος δεν καθορίζει, εκ των προτέρων και με την επιβαλλομένη σαφήνεια, τον συγκεκριμένο σκοπό  δημοσίου ενδιαφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου σκοπεί προεχόντως το θεσπιζόμενο σύστημα, αλλά καταλείπει τις σχετικές σταθμίσεις στη Διοίκηση, με αποτέλεσμα ο προέχων προς εξυπηρέτηση σκοπός δημοσίου ενδιαφέροντος να καθορίζεται, κατά περίπτωση, από τη Διοίκηση, εξ αφορμής της αποφάνσεως επί συγκεκριμένου αιτήματος χορηγήσεως αδείας ιδρύσεως υπεραγοράς (βλ. την προμνησθείσα εισηγητική έκθεση, κατά την οποία η στάθμιση πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων καταλείπεται στις “αρμόδιες αρχές της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι γνώστες όλων των πτυχών του σημαντικού αυτού τοπικού προβλήματος”). Η έλλειψη δε αυτή σαφούς και εκ των προτέρων καθορισμού από το νόμο του προέχοντος σκοπού δημοσίου ενδιαφέροντος, προς εξυπηρέτηση του οποίου εισάγεται το επίμαχο σύστημα αδειοδοτήσεως επιτείνεται εκ του γεγονότος ότι η απαρίθμηση των κριτηρίων, κατ` εκτίμηση των οποίων αποφαίνεται η Διοίκηση επί των σχετικών αιτημάτων, είναι, όπως ρητώς προβλέπει ο νόμος, απλώς ενδεικτική, πράγμα που καθιστά δυνατή τη λήψη υπ` όψη από τη Διοίκηση και άλλων κριτηρίων, συνδεομένων, κατά την εκάστοτε εκτίμηση της, με άλλες, μη ρητώς μνημονευόμενες στο νόμο, πτυχές του δημοσίου συμφέροντος και καθιστά, επομένως, τη χορηγούμενη συναφώς στη Διοίκηση διακριτική ευχέρεια ιδιαιτέρως ευρεία. Η χορήγηση, εξ άλλου, στη Διοίκηση διακριτικής ευχέρειας, μάλιστα δε τόσον ευρείας, κατά την απόφανση επί αιτήματος χορηγήσεως αδείας ιδρύσεως υπεραγοράς δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί ούτε από την ανάγκη λήψεως υπ` όψη των, κατά περίπτωση, τοπικών συνθηκών, ούτε από άλλα στοιχεία, αναγόμενα στην ειδική φύση του ρυθμιζόμενου  αντικειμένου.  Πράγματι, ο νομοθέτης (ή, κατόπιν σχετικής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, ανταποκρινόμενης στις απαιτήσεις του άρθρου 43 παράγραφος 2 του Συντάγματος, η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση) έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει, στην τοπική κλίμακα, την οποία θα κρίνει εκάστοτε κατάλληλη (περιοχή ορισμένης Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, περιοχή ορισμένου Δήμου ή Κοινότητος, ορισμένο νησί ή ορισμένος οικισμός κ.λπ.) και λαμβάνοντας υπ` όψη τις επικρατούσες στη συγκεκριμένη περιοχή ειδικές συνθήκες, τον συγκεκριμένο σκοπό δημοσίου ενδιαφέροντος (όπως, λόγου χάριν, την ιδιαίτερη ανάγκη προστασίας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων ή την ιδιαίτερη ανάγκη δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας ή την ιδιαίτερη ανάγκη προστασίας παραδοσιακών οικισμών ή παραδοσιακών οικονομικών δραστηριοτήτων), στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπει, προεχόντως, η θέσπιση συστήματος αδειοδοτήσεως υπεραγορών στη συγκεκριμένη περιοχή και εν αναφορά προς τον οποίον θα ασκεί τη σχετική αρμοδιότητα της η Διοίκηση, χωρίς να αποκλείεται και η πλήρης από το νόμο απαγόρευση της ιδρύσεως υπεραγορών σε ορισμένη περιοχή, εάν ο λόγος δημοσίου ενδιαφέροντος, κατ` επίκληση του οποίου επιβάλλεται η απαγόρευση, δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με ηπιότερο μέσο. 

 ‘Αλλωστε, τα κριτήρια, τα οποία καθορίζονται  στην παράγραφο 2 του άρθρου 10 του Ν. 2323/1995, ως  ληπτέα υπ` όψη από τη Διοίκηση, κατά την απόφανση επί αιτήματος χορηγήσεως αδείας ιδρύσεως υπεραγοράς, περιλαμβάνονται μεταξύ των κριτηρίων, βάσει των οποίων οφείλει ο νομοθέτης, κοινός ή κανονιστικός, να ρυθμίζει, σε συμμόρφωση προς την επιταγή που του απευθύνουν οι διατάξεις του άρθρου 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος, τη χωροταξική ανάπτυξη και την πολεοδομική διαμόρφωση της Χώρας κατά τρόπο, διασφαλίζοντα την τήρηση της αρχής της αειφορίας (βιώσιμης αναπτύξεως), βάσει ορθολογικού σχεδιασμού και κατ` εκτίμηση, μεταξύ άλλων, της ιδιομορφίας, της φυσιογνωμίας και των αναγκών κάθε περιοχής.

Η ανάγκη, επομένως, αντιμετωπίσεως του ρυθμιζόμενου εν προκειμένω ζητήματος της ιδρύσεως υπεραγορών εκτός των Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης και των μεγάλων, εκτός των Νομών τούτων, πολεοδομικών συγκροτημάτων δεν δικαιολογεί τη θέσπιση συστήματος αδειοδοτήσεως, όπως το επίμαχο, δηλαδή συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου επιτρέπεται στη Διοίκηση να χωρεί, κατ` ενάσκηση ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας και επ` ευκαιρία συγκεκριμένου αιτήματος, σε κατά περίπτωση και, ως εκ τούτου, αποσπασματικές σταθμίσεις, εφ` όσον, εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα τούτο ανάγεται, κατ` ουσίαν, σε ζήτημα χωροταξικού σχεδιασμού, στο πλαίσιο του οποίου η Πολιτεία, βάσει σταθμίσεων, οι οποίες χωρούν σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης (βλ. τη σχετική ρητή επιταγή του άρθρου 24 παράγραφος 2 του Συντάγματος) και επί τη βάσει αναλύσεως των δεδομένων και προγνώσεως των μελλοντικών εξελίξεων, οφείλει να θέτει τους μακροπρόθεσμους στόχους της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως και να θεσπίζει, πλην άλλων, τους κανόνες που διέπουν την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στον χώρο (πρβλ. ΣτΕ 2489/2006 Ολομελείας, 705/2006 Ολομελείας, 1569/2005 Ολομελείας).

ΣΤΕ 2811/2012 ΣΤΕ

Επιτροπή Ανταγωνισμού και επιβολή προστίμων για παραβάσεις του ν.703/1977 περί γνωστοποίησης της συγκέντρωσης επιχειρήσεων. Η αναίρεση είναι παθητικά ανομιμοποίητη καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία στερείτο νομικής προσωπικότητας κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Η αναιρεσείουσα ανέπτυξε, πριν να εκδοθεί η σε βάρος της εκτελεστή πράξη, τις απόψεις της ενώπιον της Επιτροπής και ικανοποιήθηκε η  απαίτηση της προηγούμενης ακρόασης. Η ακτοπλοΐα υπάγεται στις ρυθμίσεις του ν. 703/1977. Τα δρομολογημένα πλοία συνιστούν επιχειρήσεις, κατά το άρθρο 4 του ν. 703/1977, και η συγκέντρωση πρέπει να γνωστοποιείται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Το άρθρο 4β του ν.702/1977, κατά το μέρος που η υποχρέωση γνωστοποίησης εξαρτάται από το μερίδιο αγοράς των προϊόντων ή υπηρεσιών που αποκτάται ή αυξάνεται με τη συγκέντρωση, δεν είναι ούτε σαφές  ούτε πλήρες. Η κρίση ότι στοιχειοθετήθηκαν οι παραβάσεις που καταλογίσθηκαν στην αναιρεσείουσα, δεν είναι νόμιμη, καθ’ όσον στηρίχθηκε σε διάταξη, που δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί. Δεκτή η αναίρεση (αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 2861/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).

Σκέψη 11
11. Επειδή, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 703/1977 έχει εισαχθεί γενικό και αντικειμενικό σύστημα προληπτικού ελέγχου ορισμένων συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, ο οποίος διενεργείται πριν από την πραγματοποίησή τους. Στον προληπτικό αυτό έλεγχο, ειδικότερα, υπόκεινται, κατά τη ρύθμιση του άρθρου 4β, μόνον οι συγκεντρώσεις, στις οποίες το μερίδιο  αγοράς των προϊόντων ή υπηρεσιών που αποκτάται ή αυξάνεται ή ο συνολικός κύκλος εργασιών όλων μαζί των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση και εκείνος καθεμίας χωριστά από δύο τουλάχιστον συμμετέχουσες επιχειρήσεις, υπερβαίνουν ορισμένα όρια, ήτοι το 35% του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που θεωρούνται ως ομοειδή από τον καταναλωτή (περ. α’) ή τα ποσά των 150.000.000 και 15.000.000 ευρώ (περ. β’). Στις περιπτώσεις αυτές η συγκέντρωση πρέπει να γνωστοποιείται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, μέσα σε δέκα εργάσιμες ημέρες από τη σύναψη της σχετικής συμφωνίας, προκειμένου η Επιτροπή, ασκώντας τον πιο πάνω προληπτικό έλεγχο, να κρίνει αν η συγκέντρωση περιορίζει ή μη σημαντικά τον ανταγωνισμό (άρθρα 4γ-4δ ν. 703/1977). Η δε συγκέντρωση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί προτού εκδοθεί απόφαση κατά τις παραγράφους 2 έως και 7 του άρθρου 4δ (άρθρο 4ε παρ. 1). Η υπαίτια παράλειψη της σχετικής υποχρέωσης -να γνωστοποιηθεί, δηλαδή, η συγκέντρωση στην Επιτροπή Ανταγωνισμού- επιφέρει ως κύρωση την επιβολή προστίμου σε βάρος των υποχρέων (πρβλ. ΣΕ 1733, 1734/2001 7μ.). Κατά το μέρος που η διάταξη του άρθρου 4β υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να προβούν στις σχετικές γνωστοποιήσεις αν ο συνολικός κύκλος εργασιών αυτών που συμμετέχουν στη συγκέντρωση, καθώς και ο συνολικός κύκλος εργασιών καθεμίας χωριστά δύο τουλάχιστον από αυτές, υπερβαίνει ορισμένα όρια, η σχετική υποχρέωση, ερειδόμενη σε απόλυτα συγκεκριμένα δεδομένα (150.000.000 ευρώ και 15.000.000 ευρώ, αντιστοίχως), είναι σαφής και πλήρης. Κατά το μέρος, όμως, που η σχετική υποχρέωσή τους εξαρτάται από το αν το μερίδιο αγοράς των προϊόντων ή υπηρεσιών που αποκτάται ή αυξάνεται με τη συγκέντρωση, αντιπροσωπεύει στην εθνική αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της ορισμένο ποσοστό του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που θεωρούνται ως ομοειδή από τον καταναλωτή, δεν είναι ούτε σαφής ούτε πλήρης. Και τούτο, διότι, αναφερόμενη σε απόλυτα καθορισμένο ποσοστό (35%) μιας μη προσδιορισμένης αγοράς, υποχρεώνει κατ’ ουσίαν τις επιχειρήσεις, προκειμένου να προφυλάσσονται από τον καταλογισμό σχετικής παράβασης, να προβαίνουν σε γνωστοποίηση κάθε συγκέντρωσης, ερχόμενη έτσι σε αντίθεση προς τη γενική αρχή της ασφάλειας του δικαίου που επιβάλλει την ανάγκη σαφούς προσδιορισμού, με τρόπο ταχύ και προβλέψιμο, των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μία συγκέντρωση πρέπει να γνωστοποιείται (πρβλ. ΠΕΚ, απόφαση της 14-7-2006, Τ-417/05, Endesa κατά Επιτροπής, σκ. 132). Συνεπώς, δεν μπορεί να στηρίξει νόμιμα την επιβολή κύρωσης για μη τήρηση της υποχρέωσης αυτής (πρβλ. ΔΕΚ, αποφάσεις της 28/6/2005, C-189/02 P, σκ. 215-223, 6/4/2006, C-274/04, σκ. 15, 28/10/2010, C-367/09, σκ. 61, ΠΕΚ αποφάσεις της 5/4/2006, Τ- 279/02, σκ. 66-67, 30/5/2006, Τ-198/03, σκ. 68, 27/9/2006, Τ-43/02, σκ. 71 επ. κ.α.). Προφανώς, άλλωστε, για το λόγο αυτό, το κριτήριο του μεριδίου αγοράς καταργήθηκε μεταγενέστερα με το άρθρο 4 ν. 3373/2005, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του οποίου «η προηγούμενη γνωστοποίηση απαιτεί σαφήνεια και ταχύτητα …», διατηρήθηκε δε μόνο το κριτήριο του κύκλου εργασιών που ορίζεται με ποσοτικά στοιχεία, στα πρότυπα του παράγωγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. κανονισμούς 4064/1989, L 395, 139/2004, L 24, καθώς και προμνημονευθείσες ανακοινώσεις της Επιτροπής, κατά τις οποίες «Τα κατώτατα όρια έχουν καθαρά ποσοτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στον υπολογισμό του κύκλου εργασιών και όχι στο μερίδιο αγοράς ή σε άλλα κριτήρια. Τα κατώτατα όρια εξυπηρετούν τον στόχο της παροχής ενός απλού και αντικειμενικού μηχανισμού που να είναι εύκολο να εφαρμοσθεί από τις επιχειρήσεις που μετέχουν σε μία συγκέντρωση προκειμένου να κρίνουν κατά πόσον η πράξη τους έχει κοινοτική διάσταση και, συνεπώς, χρήζει κοινοποίησης»). Συνεπώς, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν επιτρέπεται η επιβολή κύρωσης για παράβαση της κατ’ άρθρο 4β παρ. 1 περ. α του ν. 703/1977, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 2837/2000, υποχρέωσης γνωστοποίησης.

                 

3167/2014 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)

Τυχερά παίγνια. Πότε αντιβαίνει σα άρθρα 43 και 49 ΕΚ εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία παρέχει το αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διαχειρίσεως, οργανώσεως και λειτουργίας των τυχερών παιγνίων σε έναν και μόνον οργανισμό. Σε περίπτωση που η εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν συμβιβάζεται προς τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να μην αποφαίνονται επί αιτήσεων που  αφορούν τη χορήγηση αδειών στον τομέα των τυχερών παιγνίων. Εφαρμοστέο νομικό καθεστώς σε περίπτωση εκδόσεως νέας διοικητικής πράξης, μετά την ακυρωτική απόφαση. Παραχώρηση στην Ο.Π.Α.Π. Α.Ε. του αποκλειστικού δικαιώματος διεξαγωγής, διαχειρίσεως, οργανώσεως και λειτουργίας τυχερών παιχνιδιών. Το υφιστάμενο νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο στον τομέα των τυχερών παιγνίων στην Ελλάδα είναι συμβατό με τις επιταγές του δικαίου της ΕΕ και τις διατάξεις της Συνθήκης τις σχετικές με το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη περιοχή υπηρεσιών. Η ένδικη αίτηση, στρεφόμενη κατά της παραλείψεως της Διοικήσεως να  αποφανθεί επί  αιτήσεως χορηγήσεως σε ιδιώτη άδειας οργανώσεως των ήδη υφισταμένων στην ελληνική αγορά τυχερών παιγνιδιών, καθώς και άδεια οργανώσεως, διαχειρίσεως, διεξαγωγής και λειτουργίας  στοιχημάτων προκαθορισμένης ή μη αποδόσεως επί αθλητικών ή μη γεγονότων, είναι απορριπτέα  ως αλυσιτελής, διότι η τυχόν ακύρωσή της δεν θα ωφελούσε την αιτούσα, εφόσον η αίτησή της δεν θα ήταν δυνατόν να ικανοποιηθεί, μετά την εισαγωγή των νεότερων, συμβατών με το δίκαιο της ΕΕ, νομοθετικών ρυθμίσεων. Αντίθετη μειοψηφία. Απορρίπτονται οι αιτήσεις ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη εκ νέου στην Ολομέλεια, μετά την απόφαση του ΔΕΕ επί των προδικαστικών ερωτημάτων που είχαν διατυπωθεί  με την υπ΄ αριθ. 231/2011 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ.

Επειδή, ενόψει των αμφιβολιών που ανέκυψαν ως προς τη συμβατότητα των μνημονευόμενων στις σκέψεις 6 και 7 της παρούσης αποφάσεως ρυθμίσεων της ελληνικής νομοθεσίας σχετικά με την παραχώρηση στην Ο.Π.Α.Π. Α.Ε. του αποκλειστικού δικαιώματος διεξαγωγής, διαχειρίσεως, οργανώσεως και λειτουργίας τυχερών παιχνιδιών προς τις διατάξεις των άρθρων 43 και 49 της 
Συνθήκης Ε.Κ. (ήδη άρθρα 49 και 56 της ΣΛΕΕ) που αφορούν, αντίστοιχα, στο δικαίωμα εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου, με την προαναφερόμενη 231/2011 απόφασή της, διατύπωσε, σύμφωνα με το άρθρο 234, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης Ε.Κ. (ήδη άρθρο 267 ΣΛΕΕ), προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα : (1) «Είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ εθνική ρύθμιση, η οποία, προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του περιορισμού της προσφοράς τυχερών παιχνιδιών, παραχωρεί το αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας τυχερών παιχνιδιών σε μία μόνον επιχείρηση, η οποία έχει την μορφή ανώνυμης εταιρείας και είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο, όταν, μάλιστα, επιπλέον, η επιχείρηση αυτή διαφημίζει τα τυχερά παιχνίδια που οργανώνει, επεκτείνεται σε χώρες του εξωτερικού, οι παίκτες συμμετέχουν ελεύθερα και το μέγιστο ποσό στοιχηματισμού και κέρδους ορίζεται ανά δελτίο και όχι ανά παίκτη ;». (2) «Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ εθνική ρύθμιση, η οποία, επιδιώκοντας, αυτοτελώς, την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, μέσω της ασκήσεως ελέγχου επί των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον εν λόγω τομέα, ώστε να διασφαλισθεί ότι οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται μόνον εντός ελεγχομένων κυκλωμάτων, παραχωρεί το αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας τυχερών παιχνιδιών σε μία μόνον επιχείρηση, ακόμη και όταν η παραχώρηση αυτή έχει ως παράλληλο αποτέλεσμα την χωρίς περιορισμό ανάπτυξη της σχετικής προσφοράς; Ή θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, και προκειμένου ο εν λόγω περιορισμός να θεωρηθεί πρόσφορος για την επίτευξη του σκοπού της καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας, η ανάπτυξη της προσφοράς να είναι, πάντως, ελεγχόμενη, δηλαδή τόση και μόνον όση απαιτείται για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού; Σε περίπτωση δε που η ανάπτυξη αυτή πρέπει, οπωσδήποτε, να είναι ελεγχόμενη, μπορεί να θεωρηθεί ως ελεγχόμενη, από της απόψεως αυτής, η ανάπτυξη, αν η παραχώρηση αποκλειστικού δικαιώματος στον εν λόγω τομέα γίνεται σε έναν οργανισμό, με τα χαρακτηριστικά που εκτέθηκαν στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα; Τέλος, σε περίπτωση, κατά την οποία η παραχώρηση του εν λόγω αποκλειστικού δικαιώματος θεωρηθεί ότι οδηγεί σε ελεγχόμενη ανάπτυξη της προσφοράς των τυχερών παιγνιδιών, η εν λόγω παραχώρηση σε μία και μόνη επιχείρηση υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, υπό την έννοια ότι ο ίδιος σκοπός μπορεί να εξυπηρετηθεί, λυσιτελώς, και με την παραχώρηση του δικαιώματος αυτού σε περισσότερες από μία επιχειρήσεις;». (3) «Αν, κατόπιν των ανωτέρω δύο προδικαστικών ερωτημάτων, κριθεί ότι η παραχώρηση, με τις κρίσιμες εν προκειμένω εθνικές διατάξεις, αποκλειστικού δικαιώματος διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας τυχερών παιχνιδιών δεν είναι συμβατή με τα άρθρα 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ: 
(α) Είναι ανεκτό, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών της Συνθήκης, να μην εξετάζουν οι εθνικές αρχές, κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου, αναγκαίας για να θεσπισθούν συμβατές με τη Συνθήκη ΕΚ ρυθμίσεις, αιτήσεις αναλήψεως σχετικών δραστηριοτήτων υποβαλλόμενες από πρόσωπα εγκατεστημένα νομίμως σε άλλα κράτη μέλη; 
(β) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, βάσει ποίων κριτηρίων καθορίζεται η διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου; 
(γ) Αν δεν συγχωρείται μεταβατική περίοδος, βάσει ποίων κριτηρίων πρέπει να κρίνονται από τις εθνικές αρχές οι σχετικές αιτήσεις;». Επί των ερωτημάτων αυτών, εκδόθηκε η ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης της 24.1.2013 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-186/11 και C-209/11), με την οποία το ΔΕΕ απάντησε στα ερωτήματα αυτά ως εξής : 

1) Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτά εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, η οποία παρέχει το αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διαχειρίσεως, οργανώσεως και λειτουργίας των τυχερών παιγνίων σε έναν και μόνον οργανισμό, εφόσον, αφενός, η ρύθμιση αυτή δεν ανταποκρίνεται όντως στη μέριμνα για μείωση των δυνατοτήτων συμμετοχής σε παίγνια και για περιορισμό των δραστηριοτήτων στον τομέα αυτόν με συνεπή και συστηματικό τρόπο και, αφετέρου, εφόσον δεν διασφαλίζεται αυστηρός έλεγχος από τις δημόσιες αρχές της επεκτάσεως του τομέα των τυχερών παιγνίων αποκλειστικώς και μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την καταπολέμηση της συναφούς προς τα παίγνια εγκληματικότητας, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει.

2) Σε περίπτωση που η εθνική κανονιστική ρύθμιση στον τομέα της οργανώσεως τυχερών παιγνίων δεν συμβιβάζεται προς τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, οι εθνικές αρχές δεν μπορούν, κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου, να μην αποφαίνονται επί αιτήσεων όπως οι επίμαχες στις κύριες δίκες, οι οποίες αφορούν τη χορήγηση αδειών στον τομέα των τυχερών παιγνίων.

3) Υπό συνθήκες όπως αυτές των υποθέσεων των κυρίων δικών, οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να εκτιμούν τις αιτήσεις χορηγήσεως αδείας οργανώσεως τυχερών παιγνίων που τους υποβάλλονται με γνώμονα το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως το οποίο σκοπούν να διασφαλίσουν, βάσει όμως αντικειμενικών κριτηρίων που δεν εισάγουν διακρίσεις.

ΟΡΙΑ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΑΓΟΡΩΝ

1934/1998 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)

Δημοτική και κοινοτική νομοθεσία. Ο νομοθέτης παρέχει στους Δήμους και τις Κοινότητες τη δυνατότητα να αναθέτουν, για συγκεκριμένο χρονικόδιάστημα και κατ` εξαίρεση την άσκηση ορισμένης αρμοδιότητάς τους στοΚράτος ή άλλο νομικό πρόσωπο, το οποίο μπορεί να είναι είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου. Οι σχετικές αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με την αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 του συνολικού αριθμού των μελών των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων. Αντίθετη μειοψηφία. Οι χώροι στάθμευσης των αυτοκινήτων στις πόλεις καθορίζονται βάσει ειδικής κυκλοφοριακής και περιβαλλοντικής μελέτης, με κριτήρια τέτοια ώστε οκαθορισμός και η κατανομή των θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων να γίνεται κατά τρόπο ορθολογικό και από την άποψη της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και από την άποψη της προστασίας του περιβάλλοντος. Οι διατάξεις του άρθρου 36 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και του άρθρου 45 του ν. 2218/1994, κατά το μέρος που προβλέπουν ευθέως ή επιτρέπουν τηνανάθεση αστυνομικής φύσεως αρμοδιοτήτων σε νπιδ, αντίκεινται στα άρθρα 1 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης των προσβαλλομένων αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων αναφορικά με την εφαρμογή του Συστήματος της Ηλεκτρονικώς Ελεγχόμενης Στάθμευσης στην πόλη των Αθηνών.

469/2012 ΣΤΕ

Ηλεκτρική ενέργεια. Η απόφαση ΠΔ5/ΗΛ/Β/Φ1Β/12924/2007 του Υπουργού Ανάπτυξης δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και το άρθρο 3 της Οδηγίας  2003/54/ΕΚ, που ούτε την ευνοϊκή  τιμολογιακή μεταχείριση κατηγοριών καταναλωτών όπως οι πολύτεκνοι αποκλείουν, ούτε την ενιαία ανά κατηγορία καταναλωτών τιμολόγηση απαγορεύουν. Από την 1.7.2007 η αγορά προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να είναι ανοικτή στον ανταγωνισμό. Εφόσον δεν έχει εκδοθεί ο Κώδικας Διαχείρισης Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών, δεν μπορεί να χορηγηθεί άδεια προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στα ΜΔΝ σε επιχειρήσεις άλλες εκτός της Δ.Ε.Η. Εφόσον δεν έχει χορηγηθεί από την Επιτροπή σχετική παρέκκλιση, η διατήρηση του επίμαχου μονοπωλιακού καθεστώτος αντιβαίνει προς τις διατάξεις της οδηγίας 2003/54/ΕΚ. Η παροχή στη ΔΕΗ οικονομικού  ανταλλάγματος σε αντιστάθμιση του κόστους, για την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς της παροχής ΥΚΩ στους καταναλωτές των ΜΔΝ, και η επιβάρυνση με το αντάλλαγμα αυτό όλων των  επιχειρήσεων, που προμηθεύουν με ηλεκτρική ενέργεια τους καταναλωτές στην υπόλοιπη Χώρα, αντιβαίνει προς το άρθρο 3 της οδηγίας.

Μη νόμιμες οι προσβαλλόμενες πράξεις, με τις οποίες ορίσθηκε το αντάλλαγμα για τα έτη 2008 και 2009 και οι συντελεστές επιμερισμού του ανά κατηγορία καταναλωτών. Δεκτές οι αιτήσεις ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος με πράξη του Προέδρου του.

1906/2014 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)

ΕΥΔΑΠ και αίτηση ακύρωσης της απόφασης της ΔΕΕΑ, κατά το μέρος που μεταβιβάζονται χωρίς αντάλλαγμα από το Ελληνικό Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε.» μετοχές της «ΕΥΔΑΠ Α.Ε.» που αντιστοιχούν σε ποσοστό 34,033% του μετοχικού κεφαλαίου. Η απόφαση αυτή υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο του ΣτΕ και η αίτηση ακύρωσης ασκείται με έννομο συμφέρον από τους αιτούντες, που συναλλάσσονται με την εταιρεία, ενώ δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον των πολιτών. Αντίθετη μειοψηφία. Η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας, όπως υδρεύσεως και αποχετεύσεως, δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Με την προσβαλλόμενη πράξη η ΕΥΔΑΠ ιδιωτικοποιείται όχι μόνον τύποις, αλλά και κατ’ ουσίαν, μετατρεπόμενη σε ιδιωτική επιχείρηση, μετά την αποξένωση του Ελληνικού Δημοσίου από την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, κατά παράβαση των άρθρων 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος. Αντίθετη μειοψηφία. Μερικά δεκτή η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ. (Παρατηρήσεις Α. Καιδατζή ΑΡΜ 2014,120

                       

      

ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Επειδή, επί του κοινού ενδιαφέροντος των Ελλήνων πολιτών για το νομικό και ιδιοκτησιακό καθεστώς, το οποίο διέπει τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, δεν θεμελιώνεται έννομο συμφέρον για την προσβολή, με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, των διοικητικών πράξεων που αφορούν τις εν λόγω επιχειρήσεις, διότι άλλως το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως θα προσελάμβανε τον χαρακτήρα της λαϊκής αγωγής. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλουν οι αιτούντες ότι ασκούν παραδεκτώς την κρινόμενη αίτηση ως Έλληνες πολίτες ενδιαφερόμενοι για το δημόσιο συμφέρον, το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους βλάπτεται από την προσβαλλομένη απόφαση, δυνάμει της οποίας αποξενώνεται το Ελληνικό Δημόσιο από το μετοχικό κεφάλαιο δημοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφελείας.

       

 14. Επειδή, η «Δημόσια Επιχείρηση Παροχής Αερίου (ΔΕΠΑ) Α.Ε. δεν λειτουργεί ως επιχείρηση μονοπωλίου στον τομέα της ενέργειας, αλλά ως επιχείρηση παροχής φυσικού αερίου σε ελεύθερη αγορά (βλ. ν. 3428/2005 «Απελευθέρωση Αγοράς Φυσικού Αερίου», Α΄ 313), ενώ παράλληλα έχει την κυριότητα των μετοχών του συσταθέντος με το π.δ. 33/2007 (Α΄ 31) «Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) Α.Ε.». Ως εκ τούτου, οι αιτούντες, οι οποίοι ενδιαφέρονται για κατανάλωση ενέργειας οικιακής χρήσεως σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, έχουν εναλλακτικές λύσεις και δεν απειλούνται με στέρηση αγαθού απολύτως απαραίτητου για τις

βιοτικές ανάγκες τους, ώστε να δύναται να θεμελιωθεί επί απειλής αυτής της τάξεως το έννομο συμφέρον τους για τη διατήρηση των μετοχών της ΔΕΠΑ Α.Ε. στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Εξ άλλου, οι αιτούντες δεν προβάλλουν ότι συνδέονται με κάποια έννομη σχέση με τον «Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) Α.Ε.», αλλά όλως αορίστως ότι χρησιμοποιούν «τακτικά τόσο για επαγγελματικούς λόγους όσο και για αναψυχή, τις υπηρεσίες θαλάσσιας συγκοινωνίας στον λιμένα του Πειραιώς» και ότι οι εξ αυτών κάτοικοι Πειραιώς έχουν «εντονότερο έννομο συμφέρον». 
Τέλος, ο μόνος φερόμενος ως κάτοικος Θεσσαλονίκης αιτών, Βασίλειος Βαφειάδης, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 4), οι δε λοιποί αιτούντες δεν προβάλλουν ότι συνδέονται με κάποια έννομη σχέση με την «Εταιρία Υδρεύσεως – Αποχετεύσεως Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ) Α.Ε.» και με τον «Οργανισμό Λιμένος Θεσσαλονίκης (ΟΛΘ) Α.Ε.». Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος των αιτούντων κατά το μέρος της, με το οποίο ζητείται η ακύρωση της μεταβιβάσεως στο ΤΑΙΠΕΔ 
μετοχών των ΔΕΠΑ Α.Ε., ΟΛΠ Α.Ε., ΕΥΑΘ Α.Ε και ΟΛΘ Α.Ε. 
       

 15. Επειδή, τέλος, προς θεμελίωση εννόμου συμφέροντος για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως της ΔΕΑΑ κατά το μέρος της, το οποίο αφορά τη μεταβίβαση 36.245.240 μετοχών της «Εταιρίας Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Πρωτευούσης (ΕΥΔΑΠ) Α.Ε.» στο ΤΑΙΠΕΔ, οι αιτούντες προβάλλουν ότι με την απόφαση 195/27.10.2011 της ΔΕΑΑ (Β΄ 2501/2011) και, ακολούθως, με την προσβαλλομένη απόφαση μεταβιβάσθηκε στο Ταμείο, προς περαιτέρω διάθεση σε ιδιώτες επενδυτές, το σύνολο των μετοχών που είχε στην κυριότητά του το Ελληνικό Δημόσιο, ήτοι ποσοστό (27,297% + 34,033% =) 61,33% του μετοχικού κεφαλαίου, καθώς και ότι λόγω της ως άνω πλήρους αποξενώσεως του Ελληνικού Δημοσίου από το μετοχικό κεφάλαιο της εν λόγω επιχειρήσεως κοινής ωφελείας τίθεται σε κίνδυνο η προς αυτούς παροχή υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως, οι οποίες (υπηρεσίες) είναι απολύτως αναγκαίες για τις βιοτικές ανάγκες τους, διότι κυρίως «το νερό αποτελεί αγαθό υψίστης ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο, χωρίς τη συνεχή, αδιάλειπτη και ποιοτική παροχή του οποίου η επιβίωση του ανθρώπου είναι, κατά κυριολεξία, αδύνατη». Όλοι δε οι αιτούντες αποδεικνύουν, με νομίμως προσκομισθέντα έγγραφα, ότι είναι συμβεβλημένοι με την ΕΥΔΑΠ Α.Ε., ως χρήστες των υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως.

22. Επειδή, η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Τούτο ισχύει και προκειμένου περί των υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως, τις οποίες δύναται να παρέχει μια δημόσια επιχείρηση που λειτουργεί υπό νομικό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου ως ανώνυμη εταιρεία. Ο χαρακτήρας, όμως, της δημοσίας επιχειρήσεως αναιρείται στην περίπτωση της αποξενώσεως του Ελληνικού Δημοσίου από τον έλεγχο της ανωνύμου εταιρείας δια του μετοχικού κεφαλαίου, ήτοι της αποξενώσεώς του από εκείνο το ποσοστό των μετοχών (μεγαλύτερο του 50% σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας και το καταστατικό) που εξασφαλίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και τη δυνατότητα εκλογής, από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, της πλειοψηφίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο είναι το ανώτατο διοικητικό όργανο της εταιρείας που διαμορφώνει τη στρατηγική και πολιτική της ανάπτυξής της και διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία της. Στην περίπτωση αυτή η δημόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται όχι μόνον τύποις, δια της υπαγωγής της στις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου που διέπουν τις ανώνυμες εταιρείες, αλλά και κατ’ ουσίαν, μετατρεπόμενη σε ιδιωτική επιχείρηση, διότι παρέχεται σε ιδιώτες επενδυτές η νομική δυνατότητα συγκεντρώσεως του ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου που εξασφαλίζει τον ιδιοκτησιακό έλεγχο και την εκλογή της πλειοψηφίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας. Η δε κατ’ ουσίαν μετατροπή της δημοσίας επιχειρήσεως σε ιδιωτική, που λειτουργεί με γνώμονα το κέρδος, καθιστά αβέβαιη τη συνέχεια της εκ μέρους της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας, και δη υψηλής ποιότητας, η οποία δεν εξασφαλίζεται πλήρως με την κρατική εποπτεία. Σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις, οι υπηρεσίες της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. παρέχονται μονοπωλιακώς, σε μεγάλο πληθυσμό διαβιούντα υπό δυσμενείς οικιστικές συνθήκες στον περιορισμένο χώρο της Αττικής, από δίκτυα που είναι μοναδικά στην περιοχή και ανήκουν στα πάγια περιουσιακά στοιχεία  της εταιρείας. Συνίστανται δε οι υπηρεσίες αυτές στην ύδρευση και στην αποχέτευση που είναι αναγκαίες για την υγιεινή διαβίωση και, ιδίως, στην παροχή του πόσιμου ύδατος, φυσικού αγαθού απαραίτητου για την επιβίωση που καθίσταται σπανιότερο συν τω χρόνω. Αβεβαιότητα ως προς τη συνέχεια της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας με αυτόν τον βαθμό αναγκαιότητας δεν συγχωρείται από το άρθρο 5 του Συντάγματος, ειδικότερα δε από τη διάταξη της παραγράφου 5 που προσετέθη με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής και κατοχυρώνει το δικαίωμα στην προστασία της υγείας, καθώς και από το άρθρο 21 παρ. 3 που ορίζει ότι το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών. Συνεπώς, η αποξένωση του Ελληνικού Δημοσίου από την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., του οποίου η διατήρηση είναι αναγκαία – υπό το δεδομένο νομικό καθεστώς – για να μη μετατραπεί η δημόσια επιχείρηση σε ιδιωτική, συνιστά παράβαση των άρθρων 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος και για τον λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση της ΔΕΑΑ κατά το μέρος της, με το οποίο μεταβιβάζονται στο ΤΑΙΠΕΔ και οι τελευταίες μετοχές της εταιρείας που έχει στην κυριότητά του το Ελληνικό Δημόσιο [36.245.240 μετοχές που αντιστοιχούν σε ποσοστό 34,033% του μετοχικού κεφαλαίου] αλυσιτελούς καθισταμένης της εξετάσεως των λοιπών προβαλλομένων λόγων

  

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ

982/2005 ΣΤΕ

Συνταγματική προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας. Σχέδια πόλεως. Πρόθεση ανέγερσης ξενοδοχειακού συγκροτήματος σε περιοχή εκτός σχεδίου. Απαγόρευση κατασκευής αυτού. Η απαγόρευση αυτή δεν συνιστά περιορισμό της περιουσίας, δεν συνεπάγεται την απαγόρευση διαθέσεως και ούτε αποτελεί de facto αναγκαστική απαλλοτρίωση.

Αριθ. 982/2005 Τμ. Ε΄

  (Απόσπασμα): Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της σιωπηρής άρνησης της Διοικήσεως να προβεί στην κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου ιδιοκτησίας της αιτούσης, εκτάσεως 160 στρεμμάτων στη θέση «Β.**» της Χερσονήσου Σ.** της Κοινότητας Ε.** νομού Λασηθίου. (…).

Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων η ιδιοκτησία προστατεύεται ως δικαίωμα κατόπιν του πρωτογενούς καθορισμού του περιεχομένου του, δηλαδή του προορισμού της ιδιοκτησίας, ο οποίος περιλαμβάνει το φάσμα των δυνατών χρήσεων της. Ο καθορισμός αυτός του προορισμού της ιδιοκτησίας γίνεται είτε απ` ευθείας από συνταγματικές διατάξεις είτε από το νομοθέτη ή, κατ` εξουσιοδότησή του, από τη Διοίκηση σε συμφωνία με το Σύνταγμα. Βασικός διαχωρισμός του προορισμού της ακίνητης ιδιοκτησίας περιέχεται στην §2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, η οποία, αναφερομένη στην υπό τη ρυθμιστική αρμοδιότητα του Κράτους αναγνώριση, ανάπτυξη, πολεοδόμηση και επέκταση μόνο των πόλεων και των οικιστικών περιοχών θέτει τον κανόνα ότι μόνο κατ` εξαίρεση είναι δυνατόν να δομηθεί η μη αστική γη και μάλιστα κατ` αρχήν για χρήσεις υποβοηθητικές του κύριου προορισμού της (γεωργική, κτηνοτροφική, δασοπονική εκμετάλλευση και αναψυχή του κοινού). Επιτρέπεται δε : α) η μεταβολή του προορισμού της ιδιοκτησίας, εφ` όσον τούτο επιβάλλεται από το Σύνταγμα ή γίνεται βάσει νομίμων εν γένει κριτηρίων, όπως των χωροταξικών, οπότε και προβλέπεται, εν όψει του είδους και των επιπτώσεων της μεταβολής, η δυνατότητα χορηγήσεως αποζημιώσεως ή πωλήσεως ή απαλλοτριώσεως της ιδιοκτησίας καθώς και β) η θέσπιση περαιτέρω δευτερογενών ρυθμίσεων αναγομένων σε περιορισμούς των εξουσιών που πηγάζουν από τον καθορισμό του προορισμού της ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι είναι συναφείς με αυτόν και ότι με αυτούς δεν εξαφανίζεται η ιδιοκτησία ή δεν καθίσταται αδρανής σε σχέση με τον προορισμό της (ΣτΕ 4575/ 1998). Όπως η μεταβολή του προορισμού, έτσι και η θέσπιση των ανωτέρω περιορισμών είναι δυνατή και στην περίπτωση που τούτο επιβάλλεται για την επίτευξη συνταγματικών στόχων, οπότε και πρέπει να είναι συναφείς προς αυτούς. Τέτοιος συνταγματικός στόχος είναι η αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, επιστημονική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει αφ` ενός μεν τη διηνεκή διατήρηση, τη συντήρηση και την αποκατάσταση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων, αφ` ετέρου δε την κατά τα ανωτέρω δυνατότητα μεταβολής του προορισμού μιας ιδιοκτησίας ή τη θέσπιση ρυθμίσεων αναγομένων σε περιορισμούς των εξουσιών που πηγάζουν από τον καθορισμό του προορισμού της. Τα μέτρα αυτά (μεταβολή του προορισμού ή περιορισμοί), με τα οποία σκοπείται η αποτροπή οποιασδήποτε βλάβης, αλλοιώσεως ή υποβαθμίσεως των πολιτιστικών στοιχείων ή του χώρου που τα περιβάλλει, ερείδονται αποκλειστικά στο άρθρο 24 του Συντάγματος και μπορεί να έχουν κατ` αρχήν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος. Η επιβολή των ανωτέρω περιορισμών δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως του θιγομένου ιδιοκτήτη κατά την §6 του άρθρου 24 του Συντάγματος όταν με αυτούς επέρχεται ουσιώδης, προσωρινή ή οριστική, στέρηση της χρήσεως της ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της. Η υποχρέωση δε αποζημιώσεως αυτή είναι άσχετη προς την προβλεπόμενη από το άρθρο 51 του κ.ν. 5351/1932 ευχέρεια του ιδιοκτήτη να ζητήσει την απαλλοτρίωση του ακινήτου. Πράγματι, η ευχέρεια αυτή, η οποία είναι αντίθετη προς τη συνταγματική υποχρέωση καθ` όσο καταλήγει στην αποδέσμευση του ακινήτου όταν παρέρχεται άπρακτη η διετία, υποχρεώνει τη Διοίκηση να αποδεχθεί τη σχετική αίτηση μόνον αν οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί συνεπάγονται την ολική και οριστική στέρηση της χρήσεως του ακινήτου κατά τον προορισμό του (ΣτΕ 784/1999, πρβλ. ΟλΣτΕ 3146/ 1986, 4575/1998, 3135/2002 Ολ.).

 Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η αιτούσα απέκτησε με αγορά τα έτη 1972, 1973 και 1974 την πιο πάνω έκταση, η οποία ευρίσκεται σε περιοχή που έχουν εντοπισθεί και ανασκαφεί σημαντικότατες αρχαιότητες των ιστορικών, βυζαντινών και μεσαιωνικών χρόνων (νεκροταφείο και οικισμός της  αρχαίας Ολούντος, αρχαία λατομεία, παλαιοχριστιανικές βασιλικές, μεσαιωνικό μνημείο Αλκυών κ.ά.). Η περιοχή Ολούντος – Σπιναλόγκας είχε κηρυχθεί ως τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους με την 9397/12.9.1970 απόφαση του Υφυπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως (Β` 666). Εξ άλλου η περιοχή της Ελούντας, συμπεριλαμβανομένης της Χερσονήσου Σπιναλόγκας, είχε κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος με την α/Φ31/ 24456/1834 π.έ/5.5.1976 Υπουργική Απόφαση (Β` 699). Το 1976 η αιτούσα ζήτησε άδεια για την ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας. Με την ΥΠΠΕ/ΑΡΧΑΙΟΤ/Α/Φ40/ 66398/7664/28.1.1977 Απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων εγκρίθηκε κατ` αρχήν και υπό όρους η χορήγηση   αδείας ανεγέρσεως συγκροτήματος δωματίων τουριστικής χρήσεως περιορισμένου εύρους και όγκου. Η άδεια αυτή είχε ισχύ ενός έτους. Στη συνέχεια με την ΥΠΠΕ/ ΔΙΟΙΚ/Ο-Ε/26390/20.5.1983 απόφαση Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδόθηκε μετά την 11/26.3.1984 γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.), δεν εγκρίθηκε η ανέγερση ξενοδοχειακού συγκροτήματος από την αιτούσα στην ως άνω έκταση με το αιτιολογικό ότι «η ιδιοκτησία της βρίσκεται μέσα στον κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο και τόπο φυσικού κάλλους, πολύ κοντά σε ανασκαμμένη παλαιοχριστιανική βασιλική, γνωστό και πολύ σημαντικό μνημείο, στα οποία η δημιουργία της ξενοδοχειακής μονάδας θα προκαλούσε σημαντικές βλάβες». Με το ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ24/20935/ 867/22.5.1989 έγγραφο του Υπουργού Πολιτισμού γνωστοποιήθηκε στην αιτούσα σε απάντηση νεότερης αιτήσεως της ότι το αίτημα της για ανανέωση της κατ` αρχήν εγκρίσεως του έτους 1977, η οποία έπαυσε σε κάθε περίπτωση να ισχύει με την απόρριψη της αιτήσεως του έτους 1984, είναι άνευ αντικειμένου και δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Ακόμη με τις αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού ΥΠΠΕ/ΑΡΧ/Α1/Φ24/35209/ 1213/ 28,6.1984  και ΥΠΠΕ/ΑΡΧ/Α1/Φ24/27108/ 1062/30.6.1986 η περιοχή που κείται το συγκεκριμένο ακίνητο εντάχθηκε στη Ζώνη Α της Ελούντας, δηλ. σε περιοχή που απαγορεύεται η δόμηση και επιτρέπεται η αγροτική και κτηνοτροφική χρήση. Με το ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/ Α1/Φ24/38472/1601/8.9.1989 έγγραφο του Υπουργού Πολιτισμού ζητήθηκε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων η θέσπιση στην περιοχή Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου και γνωστοποιήθηκαν οι απόψεις του Υπουργείου Πολιτισμού. Μετά από νεότερη αίτηση της αιτούσης το θέμα εισήχθη εκ νέου στο ΚΑΣ (πράξη 7/23.2.1993), το οποίο ζήτησε τις απόψεις της αρμόδιας 13ης Εφορείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων Κρήτης. Η τελευταία με το 665/8.3.1993 έγγραφο της ανέφερε ότι «δεν είναι δυνατή η οποιαδήποτε ανέγερση οικοδομής στην περιοχή αυτή χωρίς την άμεση βλάβη της αρχαιολογικά ελεγχόμενης περιοχής. Η θέση της ιδιοκτησίας της εν λόγω εταιρείας ευρίσκεται εντός της αδόμητης ζώνης Α, όπου και η Παλαιοχριστιανική Βασιλική της Ολούντος». Ακολούθως, η αιτούσα με την από 2.3.1993 αίτηση πληρεξουσίου δικηγόρου της, η οποία πρωτοκολλήθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού στις 4.3.1993 (αρ. πρωτ. 1663), ζήτησε την καταβολή 2.000.000.000 δραχμών ως αποζημίωση για τη de facto απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας της και την και τυπική απαλλοτρίωση της. Στο 760/18.6.1993 έγγραφο της ΚΔ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων προς τη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων αναφέρεται ότι «σε πρόσφατη αυτοψία δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη επιφανειακών αρχαιοτήτων στο τμήμα της ιδιοκτησίας που ήταν βατό (ελαιόφυτο). Μεγάλο μέρος της καλύπτεται από πυκνή θαμνώδη βλάστηση που δεν επιτρέπει τη διενέργεια ολοκληρωμένης αυτοψίας. Από την πλευρά των αρμοδιοτήτων της Εφορείας μας εισηγούμαστε να διατηρήσει το ακίνητο την υπάρχουσα γεωργοκτηνοτροφική του χρήση, όποιας εξ άλλου προβλέπεται και από τους όρους της Ζώνης Α` της αρ. Φ 24/ 27108/1062/30.6.86 Απόφασης σας, ρητώς και σαφώς». Με το 2043/3.9.1993 έγγραφο της ίδιας υπηρεσίας διαβιβάσθηκε στην ανωτέρω Διεύθυνση το 9207/17.8. 1993 έγγραφο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Αγίου Νικολάου Ν. Λασηθίου, στο οποίο περιέχεται εκτίμηση της αξίας του ακινήτου της αιτούσης (1.000 δραχμές ανά τ.μ.). Ακολούθησε το 1050/10.8.1993 έγγραφο της 13ης Εφορείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων Κρήτης, σύμφωνα με το οποίο, σε απάντηση του αιτήματος της αιτούσης για απαλλοτρίωση του αγροκτήματος της, εντοπίσθηκαν αρχαιότητες στο βαθμό εξακρίβωσης που επέτρεπε η πυκνή θαμνώδης βλάστηση, ενώ το πλησιέστερο όριο του αγροκτήματος ευρίσκεται σε απόσταση 200 μ. από την Παλαιοχριστιανική Βασιλική που έχει ανασκαφεί.

Συμπερασματικά διατυπώνεται η άποψη ότι δεν συντρέχει λόγος απαλλοτρίωσης ή απ` ευθείας εξαγοράς του αγροκτήματος ή τμήματος αυτού, δεδομένης της απόστασης, εξ αιτίας της οποίας δεν δημιουργείται πρόβλημα για την Παλαιοχριστιανική Βασιλική, ακόμη και στην περίπτωση που ήθελε επιχειρηθεί οικοδομικό έργο μέσα στο εν λόγω αγρόκτημα. Σύμφωνα με εισήγηση των δύο αρμοδίων Εφορειών (ΚΔ` Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και 13ης Εφορείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων Κρήτης), η οποία υπεβλήθη στις 28.9.1993 «Θέμα ανέγερσης ξενοδοχειακής μονάδας στο παραπάνω ακίνητο που έχει ήδη απορριφθεί από το ΚΑΣ από το 1984, δεν υφίσταται στην χαρακτηρισμένη αδόμητη Ζώνη Α` απόλυτης προστασίας, διότι, βάσει των  διατάξεων του αρχαιολογικού νόμου, θα επέφερε όπως αναφέρει η 13η ΕΒΑ στην αριθ. 665/8.3.93 εισήγηση της, “άμεση βλάβη της αρχαιολογικά ελεγχόμενης περιοχής”, η οποία αποτελεί προστατευόμενο σύνολο μνημείων διαφόρων περιόδων, άρρηκτα συνδεδεμένο με τη γεωμορφολογία της περιοχής, η οποία αποτελεί και κηρυγμένο τόπο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Οιαδήποτε δόμηση στο παραπάνω ακίνητο θα σήμαινε διάσπαση του συνόλου και ανεπανόρθωτη βλάβη».

 Στη συνέχεια η αιτούσα εταιρεία με την από 3.8.1998 αίτηση της, η οποία επιδόθηκε στους Υπουργούς Πολιτισμού και Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Οικονομικών στις 25.8.1998, ζήτησε από τη Διοίκηση να προβεί σε κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας της. Μετά τη συντέλεση της προσβαλλομένης σιωπηρός αρνήσεως εκδόθηκε η ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ24/5842/278/14.2.2000 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού «Ακριβής οριοθέτηση διά συντεταγμένων των Ζωνών Α και Β και καθορισμός χρήσεων γης στη Ζώνη Α προστασίας του αρχαιολογικού χώρου Ελούντας στο Δήμο Αγίου Νικολάου Μιραμπέλλου, νομού Λασιθίου» (Δ` 304), με βάση την οποία το ακίνητο της οποίας τοποθετείται στη Ζώνη Α` όπου απαγορεύεται οιαδήποτε αλλοίωση της μορφής του εδάφους, η δόμηση και οιαδήποτε κατασκευή, επιτρέπονται δε οι ανοικτές καλλιέργειες με ελαφρά άροση και η βοσκή των ζώων ως παραδοσιακή από αιώνων χρήση της γης.

Επειδή, με την αίτηση και τους προσθέτους λόγους προβάλλεται ότι η περιοχή που κείται η ιδιοκτησία της αιτούσης είναι τουριστική. Επομένως, η απαγόρευση δόμησης συνεπάγεται καθ` ολοκληρία αποδυνάμωση και αδρανοποίηση του περιεχομένου της ιδιοκτησίας, η οποία προστατεύεται από τα άρθρα 17 §§1, 2 και 5 §1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του προσθέτου πρωτοκόλλου της ευρωπαϊκής σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου όχι μόνο ως τυπικό εμπράγματο δικαίωμα, αλλά και ως αξία. Περαιτέρω, περιεχόμενο της ακίνητης ιδιοκτησίας είναι η οικονομικά επωφελής για τον ιδιοκτήτη αξιοποίηση της με τη μεταβολή της φυσικής της κατάστασης. Συνεπώς, στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες το κράτος επιβάλλει απαγόρευση δόμησης ακινήτων για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, κατ` εφαρμογή του άρθρου 24 του Συντάγματος, και αυτή διαρκεί επί μακρό χρόνο, επέρχεται πλήρης αποδυνάμωση των εξουσιών της ιδιοκτησίας και πρέπει να κηρύσσεται αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου ή να καταβάλλεται αποζημίωση στον ιδιοκτήτη ανάλογη με την αξία του. Στην προκειμένη περίπτωση, η αγορά των ακινήτων έγινε αποκλειστικά για την ανέγερση τουριστικού ξενοδοχειακού συγκροτήματος, χρήση επιτρεπτή σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας για την εκτός σχεδίου δόμηση, η δε για είκοσι πέντε περίπου έτη απαγόρευση της προσήκουσας αυτής εκμετάλλευσης συνιστά de facto απαλλοτρίωση με συνέπεια να υφίσταται υποχρέωση είτε για κήρυξη της, είτε για άρση των επιβληθέντων περιορισμών, η επιβολή των οποίων προσκρούει άλλωστε στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι, όπως αναφέρεται σε προηγούμενη σκέψη, υποχρέωση της Διοικήσεως να αποδεχθεί αίτηση για την κήρυξη απαλλοτριώσεως ακινήτου, στο οποίο έχουν επιβληθεί περιορισμοί υπαγορευόμενοι από σκοπό  δημοσίου συμφέροντος, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και του φυσικού περιβάλλοντος, συντρέχει μόνον αν οι  επιβαλλόμενοι περιορισμοί συνεπάγονται την ολική και οριστική στέρηση της χρήσεως του ακινήτου κατά τον προορισμό του. Τούτο όμως δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, δοθέντος ότι η απαγόρευση δόμησης σε αρχήθεν εκτός σχεδίου περιοχή, δηλ. σε περιοχή με κατά προορισμό χρήση την αγροτική, κτηνοτροφική και δασοπονική εκμετάλλευση καθώς και την αναψυχή του κοινού, δεν επιφέρει ολική και οριστική στέρηση της εξουσίας διαθέσεως της ιδιοκτησίας και δεν συνιστά απαλλοτρίωση. Εξ άλλου, είναι διάφορο θέμα η τυχόν επιδίωξη αποζημιώσεως στο βαθμό που οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί της ιδιοκτησίας είναι εξαιρετικά επαχθείς για τους ιδιοκτήτες.Επειδή, με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων δεν επιτρέπεται διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης. Επομένως, απαραδέκτως υποβάλλεται με αυτό, και μάλιστα το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου, επικουρικό αίτημα να αρθούν οι περιορισμοί που έχουν επιβληθεί στην ιδιοκτησία της αιτούσης. (…)

613/2002 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) (310824)

Προστασία περιβάλλοντος. Αίτηση ακυρώσεως κατ` αποφάσεως Γενικού Γραμματέα ΠΕΧΩΔΕ με την οποία εγκρίνονται οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία εγκαταστάσεων παραγωγής χρυσού στη Χαλκιδική. Ακυρωτέα η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω των δυσμενών περιβαλλοντικών συνεπειών τέτοιας εγκαταστάσεως.

Αριθμός 613/2002

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Ιανουαρίου 2001,  με την εξής  σύνθεση: Χ. Γεραρής, Πρόεδρος, Π.Ζ. Φλώρος, Π. Χριστόφορος, Σ. Χαραλαμπίδης, Γ.  Παναγιωτόπουλος, Σ. Καραλής, Κ. Μενουδάκος, Γ. Ανεμογιάννης, Σ. Ρίζος, Γ.  Παπαμεντζελόπουλος, Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Α. Θεοφιλοπούλου, Α. Συγγούνα, Ν.  Ρόζος, Α. Γκότσης, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Σάρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Δ.  Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Σύμβουλοι, Ε. Τσούμπα,  Δ. Γρατσίας, Πάρεδροι.  Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.

  Για να δικάσει την από 15 Νοεμβρίου 2000 αίτηση:   του ………………………… ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο  Αγγ. Χαροκόπου (Α.Μ. 1280), που την διόρισε με πληρεξούσιο,   κατά του ………………………………. ο οποίος παρέστη  με τον Δημ. Αναστασόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και κατά των παρεμβαινόντων: ……………………. οι οποίοι παρέστησαν  με τους δικηγόρους 1) Φιλ. Σπυρόπουλο (Α.Μ. 7310) και 2) Ελ. Στεφάνου (Α.Μ.  2575), που τους διόρισαν με πληρεξούσια, ………………………. η οποία παρέστη με τους δικηγόρους 1) Χρ. Πολίτη  (Α.Μ. 2740) και 2) Ιω. Δρυλλεράκη (Α.Μ. 2279), που τους διόρισε με πληρεξούσιο.

  Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 20  Νοεμβρίου 2000 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της  σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α του Π.Δ. 18/1989. Με την αίτηση αυτή ο αιτών Δήμος επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ? αριθμ. πρωτ.  110005/18.9.2000 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του ΥΠΕΧΩΔΕ και κάθε άλλη σχετική  πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.  Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Α.  Ράντου.

  Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αιτούντος Δήμου, η οποία  ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει  δεκτή η αίτηση, τους πληρεξούσιους των παρεμβαινόντων και τον αντιπρόσωπο του  Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.  Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του  δικαστηρίου κ α ι

  Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

  Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο ν   Ν ό μ ο

  1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμο, η  καταβολή τελών (άρθρο 304 π.δ/τος 410/1995, Δ.Κ.Κ) και παραβόλου (άρθρο 36 παρ.  1 π.δ/τος 18/1989). 

  2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της  Ολομελείας δυνάμει ειδικής πράξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου, λόγω μείζονος  σπουδαιότητος, ο αιτών Δήμος ζητεί την ακύρωση της υπ? αριθ. πρωτ.  110005/18.9.2000 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ, με την  οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία των εγκαταστάσεων παραγωγής χρυσού της εταιρείας με την επωνυμία “TVX HELLAS Ανώνυμη  Εταιρεία Μεταλλείων και Βιομηχανίας Χρυσού” στην Ολυμπιάδα Χαλκιδικής. Στην δίκη  παρεμβαίνουν υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως με χωριστά δικόγραφα αφ?  ενός μεν η ανωτέρω εταιρεία, αφ? ετέρου δε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών  Ελλάδος (ΓΣΕΕ) και άλλοι.

  3. Επειδή, ο αιτών Δήμος, στην διοικητική περιφέρεια του οποίου εμπίπτει, κατά  το μεγαλύτερο μέρος, ο χώρος των επιμάχων εγκαταστάσεων, με έννομο συμφέρον και  εν γένει παραδεκτώς ασκεί την κρινομένη αίτηση.

  4. Επειδή με έννομο συμφέρον ασκείται η παρέμβαση της εταιρείας TVX HELLAS A.E.,   στην οποία έχει παραχωρηθή η εκμετάλλευση των ως άνω εγκαταστάσεων.

  5. Επειδή με έννομο συμφέρον ασκείται η κοινή παρέμβαση σωματείων εργαζομένων  στα μεταλλεία Κασσάνδρας, του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Ν. Χαλκιδικής και της  ΓΣΕΕ εφ’ όσον έχουν ως σκοπό, κατά τα καταστατικά τους, την προάσπιση και  προαγωγή των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών τους, τα οποία θίγονται, κατά  τα προβαλλόμενα με το δικόγραφο της παρεμβάσεως, από τυχόν ακύρωση της  προσβαλλομένης πράξεως, η οποία θα είχε ως συνέπεια την παρεμπόδιση δημιουργίας  σημαντικού αριθμού θέσεων εργασίας στην ευρύτερη περιοχή. Επίσης, με έννομο  συμφέρον ασκείται η παρέμβαση αυτή και από τον Δήμο Παναγίας Ν. Χαλκιδικής, η διοικητική περιφέρεια του οποίου γειτνιάζει με αυτή των επιμάχων εγκαταστάσεων,  καθώς και από κατοίκους του αιτούντος Δήμου υπό την ειδικότερη ιδιότητα του μεν  πρώτου ως μέλους του Δημοτικού Συμβουλίου που μειοψήφησε στην απόφαση για την  άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, των δε λοιπών ως μελών τοπικών συμβουλίων  δημοτικών διαμερισμάτων του Δήμου, οι οποίοι επικαλούνται το ενδιαφέρον τους για  την απασχόληση του εργατικού δυναμικού και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής.

  6. Επειδή, στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο  εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, οριζόταν ότι “Η προστασία του φυσικού και  πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Για τη διαφύλαξή του  το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά  μέτρα….”. Διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος και για την αρχή της  αειφόρου αναπτύξεως περιέχουν, εξ άλλου, τόσο η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή ?Ενωση, όσο και η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, όπως ισχύουν μετά την  τροποποίησή τους με την Συνθήκη του ?Αμστερνταμ, που κυρώθηκε με τον ν.  2691/1999 (Α? 47) και τέθηκε σε ισχύ από 1.5.1999 (ανακοίνωση της 6.4.1999, Α?  87). Ειδικότερα, η μεν Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή ?Ενωση ορίζει μεταξύ των στόχων  της Ενώσεως την επίτευξη ισόρροπης και αειφόρου αναπτύξεως (έβδομη παράγραφος  του προοιμίου και άρθρο Β, ήδη άρθρο 2 με την νέα αρίθμηση), η δε Συνθήκη για  την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ορίζει ως αποστολή της Κοινότητος την προαγωγή αρμονικής, ισόρροπης και αειφόρου αναπτύξεως των οικονομικών δραστηριοτήτων και  ότι η πολιτική της Κοινότητος στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό  επίπεδο προστασίας και στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στις αρχές της προφυλάξεως και  της προληπτικής δράσεως (άρθρα 2 και 130 Ρ παρ. 2, ήδη άρθρα 2 και 174 παρ. 2 με  την νέα αρίθμηση). Εν όψει της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής εξεδόθη ο ν. 1650/1986 (Α? 160), με τον οποίο θεσπίζονται κανόνες αναφερόμενοι, πλην άλλων,  στις προϋποθέσεις και στην διαδικασία για την έγκριση της εγκαταστάσεως  δραστηριοτήτων ή εκτελέσεως έργων από τα οποία απειλούνται δυσμενείς επιπτώσεις  στο περιβάλλον, ενώ, με βάση εξουσιοδοτήσεις των άρθρων 3, 4 παράγραφοι 10 και  11 και 5 παράγραφος 1 του νόμου αυτού αλλά και σε συμμόρφωση προς τις Οδηγίες  84/360/ΕΟΚ και 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ε.Κ., εξεδόθη η κοινή υπουργική απόφαση 69269/5387/24.10.1990 (Β? 678) με την οποία καθορίζονται, μεταξύ άλλων,  τα απαιτούμενα στοιχεία και προδιαγραφές του περιεχομένου των μελετών  περιβαλλοντικών επιπτώσεων καθώς και η διαδικασία εγκρίσεως περιβαλλοντικών  όρων.

  7. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις, το φυσικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε  αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό προκειμένου να εξασφαλισθή η οικολογική ισορροπία  και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάρη και των επομένων γενεών. Όπως  προκύπτει, μάλιστα, από την προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη, ο συντακτικός  νομοθέτης δεν αρκέσθηκε στην πρόβλεψη δυνατότητας να θεσπίζονται μέτρα για την  προστασία του περιβάλλοντος αλλά επέβαλε στα όργανα του Κράτους που έχουν  σχετική αρμοδιότητα να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για την διαφύλαξη του προστατευομένου αγαθού και, ειδικότερα, να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά  και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά, μέτρα, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο  βαθμό και στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα. Κατά την  λήψη, εξ άλλου, των μέτρων αυτών τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής  εξουσίας οφείλουν, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ερμηνευομένης εν όψει  και των άρθρων 106 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, να σταθμίζουν και άλλους  παράγοντες αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, όπως είναι εκείνοι που σχετίζονται με τους σκοπούς της οικονομικής αναπτύξεως, της αξιοποιήσεως του εθνικού πλούτου, της ενισχύσεως της περιφερειακής αναπτύξεως  και της εξασφαλίσεως εργασίας στους πολίτες, δηλαδή σκοπούς για τους οποίους  λαμβάνεται πρόνοια στο Σύνταγμα και, συγκεκριμένα, στα προαναφερόμενα άρθρα 106  και 22 παρ. 1. Η επιδίωξη όμως των σκοπών αυτών και η στάθμιση των  προστατευομένων αντιστοίχων εννόμων αγαθών πρέπει να συμπορεύεται προς την  υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά γιατην προστασία του περιβάλλοντος κατά  τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη, στην οποία απέβλεψε ο  συντακτικός αλλά και ο κοινοτικός νομοθέτης. Κατά την στάθμιση εξ άλλου αυτή, σεσυμμόρφωση προς την αρχή της προλήψεως και προφυλάξεως στον τομέα της προστασίας  του περιβάλλοντος, που απορρέει από τις ανωτέρω διατάξεις, τα αρμόδια όργανα της  Πολιτείας πρέπει να λαμβάνουν προεχόντως υπ’ όψιν την τυχόν ύπαρξη ιδιαιτέρου  κινδύνου για το φυσικό περιβάλλον από την κατασκευή και λειτουργία συγκεκριμένου  έργου ή την ανάπτυξη συγκεκριμένης δραστηριότητας και να μη παρέχουν τη σχετική  έγκριση αν διαπιστώσουν αιτιολογημένα ότι ο κίνδυνος αυτός, στον οποίο περιλαμβάνεται και ο επαπειλούμενος από ενδεχόμενη πλημμελή λειτουργία του  έργου, υπερακοντίζει προδήλως τα προσδοκώμενα οφέλη από τηνλειτουργία του. Σε  κάθε, πάντως, περίπτωση πρέπει, προκειμένου στάθμιση αυτή να γίνεται κατά  τρόπο ανταποκρινόμενο στην ανάγκη προστασίας των εκατέρωθεν διακυβευομένων  εννόμων αγαθών, να εκτίθενταικαι να συνεκτιμώνται κατά τρόπο επαρκή αφ? ενός  μεν ο τρόπος και ημέθοδος κατασκευής και λειτουργίας της συγκεκριμένης  εγκαταστάσεως και αφ’ ετέρου ο ειδικότερος χαρακτήρας του δημοσίου συμφέροντος,  το οποίο προσδοκάται ότι θα εξυπηρετηθή από το έργο ή την δραστηριότητα αυτή,δεδομένου ότι η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη στάθμιση συναρτάται εκάστοτε με το  είδος και την έκταση της επαπειλούμενης βλάβης και τηνφύση της εξυπηρετούμενης  με την εκτέλεση του έργου ανάγκης. Περαιτέρω,σε περίπτωση προσβολής με αίτηση  ακυρώσεως των διοικητικών πράξεων πουεκδίδονται κατά την διαδικασία με την  οποία τα αρμόδια όργανα της Διοικήσεως εκτιμούν εκ των προτέρων τις αναμενόμενες  συνέπειες για το περιβάλλον από σχεδιαζόμενα έργα ή δραστηριότητες και κρίνουν  αν καιμε ποιούς όρους μπορεί να πραγματοποιηθή το έργο ή η δραστηριότητα ώστε  να μη παραβιάζεται η αρχή της βιώσιμης αναπτύξεως, ο ακυρωτικόςδικαστής ερευνά  εάν τηρήθηκε συννόμως από ουσιαστική και τυπική άποψηη διαδικασία αυτή και αν  τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η ελεγχόμενηδιοικητική πράξη είναι σύμφωνα με  τους σχετικούς ορισμούς της νομοθεσίας και επαρκή για να προσδώσουν έρεισμα στην  πράξη. Ειδικότερα, κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου, στον οποίο περιλαμβάνεται και η πλάνη περί τα πράγματα, ο δικαστής εξετάζει, μεταξύ άλλων,  αν η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που αποτελεί τοβασικό μέσο εφαρμογής  της αρχής της προλήψεως και προφυλάξεως,ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του  νόμου και αν το περιεχόμενό τηςείναι επαρκές ώστε να παρέχεται στα αρμόδια  διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και αξιολογούν τους κινδύνους και  τις Συνέπειες  του έργου ή της δραστηριότητος και να εκτιμούν αν ηπραγματοποίησή  του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και τις συνταγματικές  επιταγές, καθώς και αν το προσδοκώμενο από αυτό όφελος τελεί σε σχέση αναλογίας  με την τυχόν επαπειλούμενη βλάβη του φυσικού περιβάλλοντος. Η ευθεία, όμως, αξιολόγηση εκ μέρους του δικαστή των συνεπειών ορισμένου έργου η δραστηριότητος  και η κρίση αν η πραγματοποίησή του αντίκειται στηναρχή της βιώσιμης αναπτύξεως  εξέρχονται των ορίων του ακυρωτικούελέγχου διότι προϋποθέτουν διαπίστωση  πραγματικών καταστάσεων, διερεύνηση τεχνικών θεμάτων, ουσιαστικές εκτιμήσεις και  στάθμιση στηριζομένη στις εκτιμήσεις αυτές. Κατ? ακολουθίαν, παράβαση της αρχήςτης βιώσιμης αναπτύξεως, μπορεί να ελεγχθή ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή  μόνον αν από τα στοιχεία της δικογραφίας και με βάση τα διδάγματα της κοινής  πείρας προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το έργο ήτην δραστηριότητα βλάβη για το  περιβάλλον είναι μη επανορθώσιμη ή είναι προφανώς δυσανάλογη με το προσδοκώμενο  όφελος και έχει τέτοιαέκταση και συνέπειες ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται την  ανωτέρωσυνταγματική αρχή (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 3478/2000).

 8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την επίδικη πράξη εγκρίθηκαν οι  περιβαλλοντικοί όροι κατασκευής και λειτουργίας εγκαταστάσεων παραγωγής χρυσού  της παρεμβαινούσης εταιρείας στην Ολυμπιάδα Χαλκιδικής σε θέση, η ακριβής  χωροθέτηση της οποίας είχε προεγκριθή με την υπ? αριθμ. πρωτ.  11369/2228/14.5.1999 απόφαση του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ. Το  έργο περιλαμβάνει αφ? ενός μεντην ανάπτυξη και αναβάθμιση των υφισταμένων  εγκαταστάσεων του μεταλλείου Ολυμπιάδος, δηλαδή υπόγειων μεταλλευτικών  εγκαταστάσεωνεξορύξεως μεικτών θειούχων μεταλλευμάτων παραγωγής 2.700 t/d σε  ξηρό μετάλλευμα, εγκαταστάσεων εμπλουτισμού για την επεξεργασία των μεταλλευμάτων και την παραγωγή θειούχων συμπυκνωμάτων μολύβδου, ψευδαργύρου και  χρυσοφόρων σιδηροπυριτών ημερησίας δυναμικότητος 2000t, λίμνης τελμάτων για την  υπόθεση των καταλοίπων της παραγωγικής διαδικασίας εμβαδού 265 στρεμμάτων και  σωρών ήδη εξορυχθέντος σιδηροπυρίτου εμβαδού 25 στρεμμάτων, αφ? ετέρου δε την  εγκατάσταση εργοστασίου χρυσού, ημερησίας δυναμικότητος 805 t συμπυκνώματος σιδηροπυρίτου, και των βοηθητικών του μονάδων για την ανάκτηση του εμπεριεχόμενου στον σιδηροπυρίτη χρυσού και την δημιουργία νέας λίμνης τελμάτων  εμβαδού 925 στρεμμάτων. Οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις καλύπτουν συνολικά έκταση  430 στρεμμάτων, ενώ οι προγραμματιζόμενες νέες εγκαταστάσεις θα καταλάβουν  συνολική έκταση 1755 στρεμμάτων. Κατά τα στοιχεία του φακέλου, (βλ. ιδίως την  τελική έκδοση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων που εξεπόνησε η  παρεμβαίνουσα εταιρεία κατά την διαδικασία εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως),  η όλη δραστηριότητα τοποθετείται στην βορειοανατολική Χαλκιδική, όπου η  παρεμβαίνουσα εταιρεία είναι δικαιούχος μεταλλειοκτησίας σε συνολική έκταση  314.000 στρεμμάτων. Στην έκταση αυτή αναπτυσσόταν μεταλλευτική δραστηριότητα από  την αρχαιότητα, τελευταίος δε δικαιούχος πριν από την παρεμβαίνουσα ήταν η  Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, η οποία εν συνεχεία  ετέθη υπό ειδική εκκαθάριση. Η παρεμβαίνουσα εταιρεία απέκτησε τα δικαιώματα επί  της εκτάσεως κατόπινδιεθνούς διαγωνισμού και υπογραφής της σχετικής από  21.12.1995 συμβάσεως μεταξύ αυτής, του εκκαθαριστού και του Ελληνικού Δημοσίου,  η σύμβαση δε αυτή, αφού τροποποιήθηκε με την νεότερη από 26.4.1996 σύμβαση,  κυρώθηκε με τον ν. 2436/1996 (Α? 192). Από την σύμβαση αυτή και τις άλλες  σχετικές πράξεις (έγκριση εισαγωγής κεφαλαίων εξωτερικού κλπ) προκύπτει ότι το  αρχικώς προβλεπόμενο ύψος της επενδύσεως θα είναι 46.000.000.000 δραχμές, θα  απασχοληθούν δε στις εγκαταστάσεις 477 εργαζόμενοι. Φέρεται να είναι η  μεγαλύτερη ιδιωτική μεταλλευτική επένδυση των τελευταίων ετών στην Ελλάδα. Εξ  άλλου, η ευρύτερη μεταλλευτική περιοχή γειτνιάζει με τον κηρυγμένο αρχαιολογικό  χώρο των Σταγείρων, (υπ? αριθ. ΥΠΠΟ/ ΑΡΧ/Α1/Φ.16/11265/613/7.3.1995 απόφαση Υπουργού Πολιτισμού, Β? 212), κείται εκτός των ορίων του, έχουν όμως ήδη  ανευρεθή στην περιοχή των εγκαταστάσεων διάσπαρτες σημαντικές αρχαιότητες.  Μεγάλο τμήμα της περιοχής των εγκαταστάσεων είναι δασικές εκτάσεις, τμήμα των  οποίων έχει, λόγω της ιδιαίτερης οικολογικής του αξίας, προταθεί προς ένταξη στο  προβλεπόμενο από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ Ευρωπαϊκό δίκτυο NATURA 2000. H περιοχή  διαρρέεται από υδατορέματα, σημαντικότερο από τα οποία είναι εν προκειμένω το  ρέμα “Κηπουρίστρα”, ενώ γειτνιάζει με τους οικισμούς Ολυμπιάδος του αιτούντος  Δήμου, που απέχει 2,5 χιλιόμετρα και Καλυβίων Βαρβάρας του Δήμου Αρναίας, που απέχει 500 μέτρα. Κατά τα στοιχεία του φακέλου, τα υφιστάμενα στην περιοχή  κοιτάσματα σιδηροπυρίτη και αρσενοπυρίτη, στα οποία εμπεριέχεται χρυσός  σε  αναλογία περίπου 8 γραμμάρια τουμεταλλεύματος, υπάγονται στην κατηγορία  των “δυσκατέργαστων” χρυσοφόρων μεταλλευμάτων λόγω της σχετικώς αυξημένης  δυσκολίας στην ανάκτηση του υφισταμένου χρυσού και της, ως εκ τούτου, ανάγκης προσφυγής σε πλέον εξειδικευμένες τεχνικές μεθόδους. Στα αρχικά στάδια της  εκμεταλλεύσεως θα χρησιμοποιείται κατά προτεραιότητα μετάλλευμα που έχει ήδη  εξαχθή από το μεταλλείο και παραμένει επί έτη ανεκμετάλλευτο σε σωρούς καθώς και  υπολείμματα παλαιάς μεταλλευτικής δραστηριότητος που θα τύχουν νέας  επεξεργασίας. Κατά την διαδικασία παραγωγής του χρυσού, το μετάλλευμα θα  υφίσταται αρχικώς θραύση και λειοτρίβηση σε επιφανειακές εγκαταστάσεις ώστε να  κονιοποιηθεί και στη συνέχεια θα μεταφέρεται σε εργοστάσιο εμπλουτισμού όπου θα  παράγονταισυμπυκνώματα των μεταλλευμάτων. Τα συμπυκνώματα αυτά θα υφίστανται  μία οξειδωτική κατεργασία σε άλλο εργοστάσιο, το εργοστάσιο χρυσού, με τις εντελώς εξειδικευμένες τεχνολογικές μεθόδους της “βιοξειδώσεως”, με την χρήση  βακτηριδίων, και της “υδατικής οξειδώσεως υπό πίεση”, με σκοπό την αφαίρεση του  εμπεριεχομένου θείου και την αδρανοποίηση του επίσης εμπεριεχομένου αρσενικού,  εν συνεχεία δε θα επιχειρείται η απόκτηση του χρυσού με την τεχνολογία της  κυανώσεως και χρήση της τοξικής ενώσεως “κυάνιο” και την ηλεκτρόλυση. Τα  κατάλοιπα της κυανώσεως θα υφίστανται επεξεργασία με την ειδική μέθοδο INCO ώστε  να αδρανοποιηθεί το κυάνιο, τέλος δε τα κατάλοιπα της επεξεργασίας  θα  μεταφέρονται με κλειστό αγωγό μήκους 3 χιλιομέτρων σε νεοδημιουργούμενη λίμνη  τελμάτων όπου θα απορρίπτονται. Για την δημιουργία της λίμνης αυτής τελμάτων που θα καταλαμβάνει, κατά τα ήδη εκτεθέντα, έκταση 950 περίπου στρεμμάτων, θα  κατασκευασθή στην κοιλάδα του ρέματος Κηπουρίστρας ειδικό φράγμα τελικού ύψους  104 μέτρων, ο πυθμένας της λίμνης θα επιστρωθή με αδιαπέραστη γεωμεμβράνη, ενώ  θα κατασκευασθή και άλλο φράγμα ύψους 30 μέτρων για την εκτροπή του ρέματος,  ώστε αυτό να παρακάμπτει την λίμνη τελμάτων. Η λίμνη κατασκευάζεται σε δασική έκταση, ενώ για την πρόσβαση στις διάφορες εγκαταστάσεις προβλέπεται η διάνοιξη,  δυνάμει αδειών της δασικής υπηρεσίας, δασικών οδών. Η λειτουργία της μονάδας  απαιτεί την χρήση σημαντικών ποσοτήτων ύδατος, ενώ απαιτείται και παροχή  αυξημένης ποσότητας ηλεκτρικής ενεργείας που διασφαλίζεται με την δημιουργία  νέων ειδικών εγκαταστάσεων της Δ.Ε.Η. Στην περιοχή των εργοστασίων εμπλουτισμού  μεταλλευμάτων και χρυσού προβλέπεται η κατασκευή μονάδων παραγωγής οξυγόνου και  κατεργασίας των υδάτων του μεταλλείου, στην δε ευρύτερη περιοχή θα δημιουργηθή λατομείο ασβεστολίθου και σημεία απολήψεως αδρανών υλικών (“δανειοθάλαμοι”) για  την κατασκευή των φραγμάτων. Προβλεπόμενη διάρκεια ζωής των εγκαταστάσεων είναι  τα δέκα οκτώ έτη, μετά πάροδο των οποίων προβλέπεται διαδικασία αποκαταστάσεως,  κατά το δυνατόν, της περιοχής.

 9. Επειδή, κατά την διαδικασία ελέγχου της εκπονηθείσης από την παρεμβαίνουσα  εταιρεία μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την κατασκευή και λειτουργία του  έργου, η διοίκηση συγκρότησε οικειοθελώς “Επιστημονική Επιτροπή ?Εργου  Συγκριτικής Αξιολόγησης” τωνπροτεινομένων από την παρεμβαίνουσα εταιρεία  τεχνικών μεθόδωνπαραγωγής χρυσού, αποτελούμενη από έξι Καθηγητές Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο  Θεσσαλονίκης, Πανεπιστήμιο Κρήτης). Η Επιτροπή υπέβαλε την από 21.1.1999 μελέτη  της, όπου εκτιμάται ότι τα στοιχεία της αρχικής μελέτης της παρεμβαινούσης ήσαν  ανεπαρκή και η τεκμηρίωση των συμπερασμάτων της αμφισβητήσιμη, ότι η  προτεινόμενη από την εταιρεία μέθοδος της βιοξειδώσεως (ΒΙΟΞ) δεν έχει  παγκοσμίως εφαρμοσθή στοσύνολο των αντιστοίχων παραγωγικών διαδικασιών, η δε  μερική εφαρμογήτης έχει γίνει σε πολύ μικρότερης δυναμικότητας μονάδες, ότι η  μέθοδοςχαρακτηρίζεται από την αστάθεια του βιολογικού παράγοντα και απαιτείτον  χειρισμό ιδιαιτέρως επικινδύνων υλικών, ότι η λειτουργική της επικινδυνότητα  είναι αυξημένη λόγω δημιουργίας αερίων κυανιούχων ενώσεων, μεταφοράς μεγάλων  ποσοτήτων διαλύματος αρσενικού και χρήσεωςμεγάλης ποσότητας κυανιούχων ενώσεων,  ότι η οικονομική αξιολόγηση τηςπροτεινομένης μεθόδου παραγωγής χρυσού δεν είναι  δυνατή λόγω ελλιπώνστοιχείων και ότι, συγκριτικώς, η μέθοδος της υδατικής  οξειδώσεως υπόπίεση (ΥΟΞΠ) φαίνεται να εμφανίζει λιγότερα μειονεκτήματα σε  σχέση μετη μέθοδο της βιοξειδώσεως (ΒΙΟΞ). Μετά την υποβολή της μελέτης αυτής,η παρεμβαίνουσα υπέβαλε νέα μελέτη, με την οποία πρότεινε την κατάειδικό τρόπο  συνδυασμένη εφαρμογή των δύο μεθόδων, η δε διοίκηση, μετο υπ? αριθ. πρωτ.  46658/30.4.1999 έγγραφο ειδικής εξ υπαλλήλωνεπιτροπής, δεν προέβαλε για την  μέθοδο αυτή αντιρρήσεις, δεν υπέβαλεόμως το ζήτημα εκ νέου υπό την κρίση της  ειδικής επιστημονικήςεπιτροπής, την οποία (κρίση) είχε εν τούτοις η ίδια  αρχικώς επιζητήσει. Εξ άλλου, η Γενική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, με το υπ? αριθμ. πρωτ.94578/1939/29.5.2000 έγγραφό της, εκφράζοντας τις κατά νόμο απόψεις της επί της  υποβληθείσης από την παρεμβαίνουσα μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παρατηρεί  ότι “οι επιπτώσεις του έργου στα δάση της περιοχής, στα φυσικά οικοσυστήματα,  στο τοπίο, στα εδάφη, στην ατμόσφαιρα, στην υδρολογία εμφανίζονται στη μελέτη  μηδαμινές, αμελητέες… επειδή οι θιγόμενες δασικές εκτάσεις αντιπροσωπεύουνμικρό ποσοστό του συνόλου των δασικών εκτάσεων της Χαλκιδικής ή τηςΕλλάδος,  (ενώ) οι επιπτώσεις στο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλοντης περιοχής και  στην εθνική οικονομία εμφανίζονται θετικές” αλλά ότιοι εγκαταστάσεις  καταλαμβάνουν σημαντική επιφάνεια δασικής βλαστήσεως”χωρίς δυνατότητα  αποκατάστασης”, ότι “δεν πρόκειται για κάποια μορφή ανατρέψιμης υποβάθμισης αλλά  για οριστικό αφανισμό. Αν δεχθούμε ότι η επίπτωση αυτή είναι ασήμαντη, το ίδιο  θα πρέπει να δεχόμαστε σε κάθε έργο με αναλογική κατάργηση δασικών εκτάσεων ή  γενικώς να μη λαμβάνουμε υπόψη την παρουσία δασών και φυσικών οικοσυστημάτων”,  ότι “οι επιπτώσεις στο τοπίο δεν είναι ασήμαντες, (διότι) από το δρόμο Ολυμπιάδας – Βαρβάρας, (που) είναι ο μόνος δρόμος προσέγγισης του Στρατονικού  και εφαπτόμενος της περιοχής ΝΑTURA, θα είναι ορατά το σύνολο των εγκαταστάσεων  και επεμβάσεων”, ότι “θα υπάρξουν επίσης επιπτώσεις στα νερά της περιοχής, γιατί  δεσμεύονται τεράστιες ποσότητες του υδατικού δυναμικού της περιοχής” ότι “στη  λίμνη τελμάτωντης Κηπουρίστρας θα πρέπει να αποκλειστούν κατασκευαστικές  αστοχίες και να ληφθεί κατά το σχεδιασμό των έργων υπόψη ότι η περιοχή του έργουγειτνιάζει με την εξαιρετικά σεισμογενή περιοχή της Βόλβης, αλλά και ο ίδιος ο  χώρος της Κηπουρίστρας φαίνεται να έχει μία σχετική έντονη σεισμική δράση”, ότι  “η περιοχή του έργου εμπίπτει στην πρώτη ζώνη επικινδυνότητας εκδήλωσης δασικής  πυρκαϊάς και μία ενδεχόμενη καταστροφή της βλάστησης στη λεκάνη της Κηπουρίστρας  θα προκαλέσειαύξηση της επιφανειακής απορροής υδάτων και των φερτών υλών…οι οποίες θα μειώνουν τη χωρητικότητα (της λίμνης τελμάτων)… Ο παράγοντας αυτός  δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπόψη στη μελέτη” και ότι” κατόπιν των ανωτέρω έχουμε  τη γνώμη ότι θα πρέπει να ληφθούν πρόσθετα  μέτρα ως προς την ασφάλεια του  συστήματος διαχείρισης των τελμάτων στο διηνεκές, διότι δεν είναι λίγα τα  ατυχήματα από μεγάλες διαρροές τοξικών αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας  χρυσού…”. Περαιτέρω, κατά την κατά νόμο έκφραση των απόψεών της επί της αυτής  μελέτης, ηΓενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ, με το υπ? αριθ. πρωτ. οικ. 84698/21.7.2000 έγγραφό της, παρατηρεί, μεταξύ άλλων, ότι από τα 925  στρέμματα της λίμνης τελμάτων Κηπουρίστρας τα 317 ευρίσκονται εντός της περιοχής  NATURA και γενικότερα, ότι, “είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο  έργο με εξίσου σημαντικές επιπτώσεις στον άνθρωπο και στο φυσικό περιβάλλον.  Στην απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων θα πρέπει να προβλεφθεί η εκπόνηση ειδικής μελέτης για την εκτίμηση του κινδύνου σε περίπτωση ρύπανσης συνεπεία  ατυχήματος και σχέδιο εκτάκτου ανάγκης. Η σπουδαιότητα της μελέτης κινδύνου  είναι ιδιαιτέρως επίκαιρη μετά το τελευταίο ατύχημα στη Ρουμανία (30.1.2000)  όπου, σύμφωνα με δημοσιεύματα τύπου, έσπασε φράγμα ορυχείου χρυσού με αποτέλεσμα  να προκληθεί διαρροή κυανίου και άλλων βαρέων μετάλλων σε παραπόταμο του  Δούναβη. Στην προαναφερόμενη ειδική μελέτη θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το έργο  είναι μεγάλο και οι επιπτώσεις στο περιβάλλον σε περίπτωση ατυχηματικής ρύπανσης  είναι εξαιρετικά σημαντικές. Θα πρέπει να διαχωρίζονται οι επιπτώσεις που προκύπτουν όταν το έργο δουλεύει υπό κανονικές συνθήκες από αυτές υπό μη  κανονικές συνθήκες. Οι ανώμαλες καταστάσεις μπορεί να οφείλονται σε κακή  λειτουργία του ίδιου του έργου (μη ικανοποιητική συντήρηση, λάθος χειρισμούς,  αποτυχία του σχεδιασμού του έργου κλπ) ή σε κάποιο εξωτερικό γεγονός (π.χ.  σεισμός, πυρκαγιά, σαμποτάζ, ανώμαλα ακραίες καιρικές συνθήκες κλπ)…”. Στο  ζήτημα της εν γένει επικινδυνότητος της μεταλλουργίας χρυσού αναφέρεται και το  υπ? αριθ. Β4 – 0410/94 ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Ε.Ε. των Ε.Κ., αριθ. C/341/169/5.12.1994) εν σχέσει προς τότε προβλεπόμενο και εν συνεχεία εγκαταλειφθέν σχέδιο εγκαταστάσεως εργοστασίου παραγωγής χρυσού πλησίον της  Περγάμου και του Αδραμυττίου στην Τουρκία, στο οποίο επισημαίνονται ειδικότερα  οι κίνδυνοι από την χρησιμοποίηση κυανιούχων ουσιών στην διαδικασία παραγωγής  χρυσού.

10. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις, η επιχειρηθείσα από  την διοίκηση με την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως και με βάση τα ανωτέρω  εκτιμηθέντα από αυτήν στοιχεία στάθμιση μεταξύ του προσδοκώμενου οφέλους από την  εκτέλεση του έργου και της επαπειλούμενης βλάβης στο φυσικό περιβάλλον από την  κατασκευή και λειτουργία του είναι πλημμελής και παραβιάζει την αρχή της  βιώσιμης αναπτύξεως. Και τούτο για τον λόγο ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία αυτά, το αναλισκόμενο για την κατασκευή του έργου φυσικό κεφάλαιο, δηλαδή  δασικές εκτάσεις, υδατορέματα και ο εν γένει καταλαμβανόμενος από τις  εγκαταστάσεις χώρος, καθώς και οι επαπειλούμενοι από την λειτουργία του  κίνδυνοι, ενόψει της επιλεγείσης μεθόδου παραγωγής του χρυσού, εμφανίζονται  δυσανάλογοι εν σχέσει προς το προσδοκώμενο όφελος από την εισαγωγή στην χώρα  νέας τεχνολογίας για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου  και την αύξηση της  απασχολήσεως του εργατικού δυναμικού της περιοχής, που είναι τα προκύπτοντα από  τον φάκελο και ληφθέντα υπ? όψιν από την διοίκηση οφέλη από την εγκατάσταση.  Συνεπώς, η προσβαλλομένη πράξη, που παρίσταται ως προϊόν πλημμελούς σταθμίσεως μεταξύ αφενός σκοπών θαλπομένων μεν από τον νόμο και το Σύνταγμα αλλά όχι  επαρκών να αντισταθμίσουν την επαπειλούμενη βλάβη του φυσικού περιβάλλοντος και  αφετέρου της τελευταίας αυτής βλάβης, είναι μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθή για  τον λόγο αυτόν.

Δ ι ά     τ α ύ τ α

  Δέχεται την κρινομένη αίτηση.

  Ακυρώνει την υπ’ αριθ. πρωτ. 110005/18.9.2000 απόφαση του Γενικού Γραμματέως του  Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ, κατά το σκεπτικό.

  Απορρίπτει τις παρεμβάσεις.

  Επιβάλλει εις βάρος του Δημοσίου και των παρεμβαινόντων συμμέτρως την δικαστική  δαπάνη του αιτούντος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των επτακοσίων εξήντα (760)  ευρώ.

  Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου και στις 6 Απριλίου 2001 και   η    απόφαση   δημοσιεύθηκε   σε   δημόσια  συνεδρίαση  την 1η Μαρτίου 2002.

  Ο Πρόεδρος                                         Ο Γραμματέας

  Χ. Γεραρής                                          Μ. Καλαντζής

 

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

  Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την  παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και  τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους  ζητηθεί.

  Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

  Αθήνα, ……………………………………….

  Ο Πρόεδρος                                   Ο Γραμματέας

1492/2013 ΣΤΕ

Προστασία περιβάλλοντος και αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου. Αίτηση ακύρωσης της ΚΥΑ περί εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων εγκαταστάσεων μεταλλείων. Ο δικαστής εξετάζει αν η ΜΠΕ ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του νόμου και αν το περιεχόμενό της είναι επαρκές. Πότε η παράβαση της αρχής της βιώσιμης αναπτύξεως μπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή. Η κρίση της Διοίκησης που εμπεριέχεται στην ΠΠΕΑ σχετικά με τη συμβατότητα του έργου προς τις υφιστάμενες χωροταξικές κατευθύνσεις είναι αιτιολογημένη. Η πλήρης αξιοποίηση των κοιτασμάτων και η μη εξέταση, πέραν της μηδενικής, άλλων εναλλακτικών λύσεων, δεν καθιστά πλημμελώς αιτιολογημένη την προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν απαιτείται να τηρηθεί το στάδιο της ΠΠΕΑ της μεταλλευτικής δραστηριότητας. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν αξιολογήσεως όλων των πρόσφορων εναλλακτικών λύσεων, τόσο ως προς τη χωροθέτηση  των βασικών μονάδων και  υποδομών, όσο και ως προς τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους στην εξορυκτική και παραγωγική δραστηριότητα, καθώς και στη διαχείριση των αποβλήτων. Δεν θίγεται η προστασία των αρχαιοτήτων της περιοχής. Το Κ.Α.Σ. έχει ήδη γνωμοδοτήσει στο στάδιο της Π.Π.Ε. και δεν απαιτούνταν η τήρηση εκ νέου του τύπου αυτού και στο στάδιο ΕΠΟ. Πότε είναι ανεκτή η μεταβολή της μορφής εκτάσεως με δασική βλάστηση για την άσκηση μεταλλευτικών δραστηριοτήτων. Η χωροθέτηση των αναγκαίων υποστηρικτικών υποδομών και βιομηχανικών μονάδων σχετικών με την εξορυκτική δραστηριότητα διέπεται αποκλειστικά από το άρθρο 57 του ν. 998/1979. Οι χώροι απόθεσης των εξορυκτικών αποβλήτων δύνανται να χωροθετούνται και εντός δασικών εκτάσεων. Δεν παραβιάστηκε το άρθρο 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους. Η διαχείριση των αποβλήτων του έργου είναι σύμφωνη με τις κοινοτικές και εθνικές απαιτήσεις και διασφαλίζει υψηλή προστασία των περιβαλλοντικών μέσων. Πριν την εκτέλεση των τεχνικών έργων πλησίον ρέματος, απαιτείται καθορισμός της οριογραμμής του, όπως εν προκειμένω. Η άντληση και χρήση νερού κατά την εξόρυξη και τις συνοδές της δραστηριότητες, δεν συνιστά έργο διαχείρισης και αξιοποίησης των υδατικών πόρων, ώστε να απαιτείται η προηγούμενη εκπόνηση των σχεδίων διαχείρισης των λεκανών απορροής. Εκτιμήθηκαν οι επιπτώσεις που αναμένονται να προκληθούν στο ατμοσφαιρικό περιβάλλον και στα ύδατα. Τηρήθηκε η διαδικασία ενημέρωσης και συμμετοχής του κοινού καθώς και διαβούλευσης με τις δημόσιες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό. Η περιβαλλοντική ευθύνη του φορέα της εκμετάλλευσης δεν καταργείται με τους συμβατικούς όρους. Το τίμημα που συμφωνήθηκε για την απευθείας μεταβίβαση των μεταλλείων και με απαλλαγή της παρεμβαίνουσας από τους φόρους μεταβιβάσεως δεν συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση. Το έργο αναμένεται να επιφέρει πολλαπλά οφέλη τόσο στην εθνική όσο και στην τοπική οικονομία. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.

21. Επειδή, εξ άλλου, τα ρέματα ως στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν αντικείμενα συνταγματικής προστασίας που αποβλέπει στη διατήρηση της φυσικής τους κατάστασης και στη διασφάλιση της επιτελούμενης από αυτά λειτουργίας της απορροής των υδάτων και συνεπώς, η εκτέλεση τεχνικών έργων πλησίον ρέματος επιτρέπεται μόνο εφ’ όσον διασφαλίζεται η ανεμπόδιστη εκτέλεση της φυσικής τους λειτουργίας. Για να εξασφαλισθεί ο σκοπός αυτός απαιτείται, πριν την εκτέλεση των τεχνικών έργων πλησίον ρέματος, ο καθορισμός της οριογραμμής τους σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6 του ν. 880/1979 (Α΄ 58) (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3010/2002, Α΄ 91), έτσι ώστε η μελετώμενη επέμβαση να γίνεται εν όψει της υπάρξεως του ρέματος (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 462-3/2010, 1990/2007 7μ.). Εξ άλλου, ως έχει κριθεί (Π.Ε. 262/2003 Ολομ., ΣτΕ 4494/2009 7μ.), η οριοθέτηση υδατορεμάτων, τα οποία ευρίσκονται σε οικισμούς ή περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου που λόγω του χαρακτήρα τους χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, όπως είναι οι αρχαιολογικοί χώροι, τα αρχιτεκτονικά ή παραδοσιακά σύνολα, οι παραδοσιακοί οικισμοί, οι παραλιακές περιοχές ή οικισμοί, οι τουριστικοί τόποι, τα δάση, οι δασικές εκτάσεις, τα τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, τα ευαίσθητα οικοσυστήματα, οι περιοχές ιδιαίτερου περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος και οι υπαγόμενες σε ειδικό καθεστώς προστασίας περιοχές, πρέπει να γίνεται με προεδρικό διάταγμα.

30. Επειδή, σύμφωνα με τη Μ.Π.Ε. (Κεφάλαιο 2.3), το έργο, σε εθνική και διεθνή κλίμακα, αποτελεί μία σημαντική δραστηριότητα, καθώς επαναπροσδιορίζει για την περιοχή εν όλω ή εν μέρει τα οικονομικά χαρακτηριστικά και το αναπτυξιακό πρότυπο μέσω πλήρους αξιοποίησης των καταγεγραμμένων κοιτασμάτων και την παράλληλη έρευνα για την επέκταση των γνωστών κοιτασμάτων και τον προσδιορισμό νέων. Ο σχεδιασμός του έργου στηρίχθηκε στη συσσωρευμένη εμπειρία από τη μακρόχρονη λειτουργία των μεταλλείων σε συνδυασμό με το περιβαλλοντικό και κοινωνικό υπόβαθρο που έχει διαμορφωθεί στην ευρύτερη περιοχή, στις αρχές της ορθολογικής αξιοποίησης των εθνικών πόρων και της αειφόρου ανάπτυξης, στην αξιολόγηση των προσπαθειών αξιοποίησης εν όλω ή εν μέρει που έγιναν στο παρελθόν, στη σημαντική εξέλιξη της τεχνολογίας σε συνδυασμό με τις προοπτικές και δυνατότητες ανάπτυξης ερευνητικού πεδίου στην Ελλάδα, στην αναγκαιότητα στάθμισης και αποδεκτής εξισορρόπησης του κοινωνικοοικονομικού οφέλους και περιβαλλοντικού κόστους στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης αειφόρου ανάπτυξης της χώρας, στην ευρωπαϊκή πρακτική, καθώς και στην αναγκαιότητα οικονομικής ευρωστίας υπό την έννοια της διευκόλυνσης εισροής κεφαλαίων στη χώρα, αλλά και της ανάπτυξης της περιφέρειας. Η υλοποίηση του σχεδιασμού αυτού επιτυγχάνει σταδιακά αφ’ ενός μεν την περιβαλλοντική αναβάθμιση της ευρύτερης περιοχής και δη της παράκτιας ζώνης μεταξύ Σταυρού και Ιερισσού, αφ’ ετέρου δε την περαιτέρω τουριστική αξιοποίησή της, η οποία υποβοηθείται σημαντικά από τη διεύρυνση των εισοδημάτων που θα επιφέρει η αύξηση της απασχόλησης σαν συνέπεια της αξιοποίησης του μεταλλευτικού δυναμικού (βλ. σελ. 2.3-1). Περαιτέρω διαλαμβάνεται ότι το συνολικό κόστος της επένδυσης είναι τέτοιο (2.843,7 εκ. ευρώ) ώστε θα επηρεάσει το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον της περιοχής. Η άμεση επίπτωση στην εθνική και τοπική οικονομία συνίσταται στη δημιουργία 1.300 άμεσων θέσεων απασχόλησης σε μία περιοχή με αυξημένη ανεργία (περίπου 20% στην περιοχή της Β.Α. Χαλκιδικής βάσει εκτιμήσεων του έτους 2010) και όπου ο μέσος όρος εισοδήματος ανά κάτοικο είναι μικρότερος του αντίστοιχου εθνικού μέσου όρου, θέσεις που θα καλυφθούν κατά προτεραιότητα από την τοπική κοινωνία σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90%, ενώ μικρό ποσοστό εξειδικευμένων επιστημόνων θα προέλθει από μεγάλα αστικά κέντρα. Επιπροσθέτως, οφέλη στην εθνική οικονομία θα προκύψουν από τη διάθεση σημαντικού τμήματος του κεφαλαίου της επένδυσης σε ελληνικές επιχειρήσεις (εταιρείες συμβούλων κ.ά.), την αξιοποίηση τμήματος του ορυκτού πλούτου της χώρας κατά τρόπο βιώσιμο και ορθολογικό, την εξαγωγή των τελικών προϊόντων της επένδυσης, ήτοι πλακών καθαρού χρυσού, αργύρου και χαλκού με θετικές επιδράσεις στο ισοζύγιο συναλλαγών και αύξηση του συναλλαγματικού οφέλους, την ανάδειξη της Ελλάδας σε πρώτη κύρια χώρα παραγωγής πρωτογενούς χρυσού στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε κέντρο ανάπτυξης σύγχρονης μεταλλουργικής τεχνολογίας στο χώρο των Βαλκανίων και στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος της χώρας μέσω της φορολογίας του φορέα εκμετάλλευσης και των επιχειρήσεων που σχετίζονται με την επένδυση. Περαιτέρω, αναμένονται ιδιαίτερα θετικές έμμεσες και δευτερογενείς επιπτώσεις που θα τονώσουν την τοπική και περιφερειακή οικονομία και συνίστανται στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων εμπορίου, παροχής υπηρεσιών, αλλά και μεταποιητικών δραστηριοτήτων συνδεόμενων με το στάδιο κατασκευής και λειτουργίας του έργου (οικοδομικά υλικά, χωματουργικές εργασίες, μεταφορές, συνεργεία επισκευών, συντήρησης κ.λπ.), ενώ βραχυπρόθεσμα αναμένεται προσέλκυση και άλλων δραστηριοτήτων του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα στην ευρύτερη περιοχή, οι οποίες θα λειτουργούν συμπληρωματικά και υποστηρικτικά προς τη μεταλλευτική δραστηριότητα. Εξ άλλου, η παρεμβαίνουσα προτίθεται να υποστηρίξει εμπράκτως δραστηριότητες που στοχεύουν στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική αναβάθμιση της Β.Α. Χαλκιδικής μέσω της συστάσεως ειδικού φορέα, όπου θα έχει ουσιαστική συμμετοχή η τοπική κοινωνία με εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, κατά τρόπο ώστε να προωθηθεί η ανάπτυξη και άλλων τομέων παράλληλα με τον μεταλλευτικό, όπως ο συνεδριακός, πολιτιστικός, μεταλλευτικός τουρισμός και ο αγροτουρισμός. Επίσης, σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση και τους τοπικούς φορείς, θα δραστηριοποιηθεί σε δράσεις καιενέργειεςκοινωνικής προσφοράς και ανάδειξης της φυσιογνωμίας της περιοχής. Οφέλη στην τοπική κοινωνία θα προκύψουν και από τα συστήματα τεχνικών υποδομών που θα δημιουργηθούν (τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, οδικό δίκτυο, λιμενικές υποδομές κ.λπ.) (βλ. σελ. 4.1-17 επ. και 7.8-1 επ.). Η κοινωνική διάσταση της επένδυσης υλοποιείται με δεσμευτικούς περιβαλλοντικούς όρους που έχουν τεθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, ο κύριος του έργου υποχρεούται να συνδράμει και να επικουρεί την τοπική κοινωνία για την ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής σε όλη την έκταση του Δήμου Αριστοτέλη (δ1.32), για την ομαλή ένταξη του έργου στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον της περιοχής ο κύριος του έργου θα πρέπει να υιοθετήσει πολιτική κάλυψης των θέσεων εργασίας με προτεραιότητα προτίμησης από τον τοπικό πληθυσμό σε ποσοστό 90% περίπου από τον Δήμο Αριστοτέλη, εφ’ όσον υπάρχουν σχετικά αιτήματα, οι δε εργαζόμενοι στο κατασκευαστικό στάδιο να ενσωματώνονται σταδιακά στην ομάδα παραγωγής, η οποία θα διαρκέσει τουλάχιστον 30 έτη (δ1.37), για τη δημιουργία ειδικών και έμπειρων τεχνικών ο κύριος του έργου οφείλει να συνδράμει τεχνικά και επιστημονικά το Ελληνικό Δημόσιο ή τον Δήμο Αριστοτέλη για τη δημιουργία και λειτουργία κατάλληλης και εξειδικευμένης σχολής μαθητείας του εργατικού δυναμικού της περιοχής, το οποίο θα προσλαμβάνεται κατά προτεραιότητα ανάλογα με τις ανάγκες του έργου (δ1.38). Τέλος, δε κατά την εκπόνηση του ρυθμιστικού σχεδίου των μετα-μεταλλευτικών χρήσεων γης των περιοχών επέμβασης του έργου θα εξετάζεται η δυνατότητα ένταξης ορισμένων εκ των εγκαταστάσεων και περιοχών σε πρόγραμμα αξιοποίησής τους από την τοπική κοινωνία, όπως για την ανάδειξη της μεταλλευτικής ιστορίας της περιοχής, κατόπιν εγκρίσεως του Υ.Π.Ε.Κ.Α. (δ3.4).

3059/2009 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)

Προστασία περιβάλλοντος. Η αίτηση ακυρώσεως, στρεφόμενη κατά της πράξεως αναθεωρήσεως οικοδομικής αδείας υπάγεται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ενώ κατά το μέρος που στρέφεται κατά της συμπροσβαλλομένης ΚΥΑ, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία του επίμαχου κτιριακού συγκροτήματος, εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα του ΣτΕ. Λόγω της συναφείας των πράξεων αυτών, συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την εκδίκαση της υποθέσεως στο σύνολό της από το ΣτΕ.  Αίτηση ακυρώσεως δικαιούνται να ασκήσουν και οι ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα στο πλαίσιο σχέσεων ή δραστηριοτήτων για τις οποίες οι ενώσεις αυτές αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη ως φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος. Η επιχειρούμενη με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3481/2006 πολεοδομική παρέμβαση προϋποθέτει την περιέλευση στον Δήμο Αθηναίων της κυριότητος των κειμένων στο ενοποιημένο Ο.Τ. 45-46-50 ακινήτων, στα οποία περιλαμβάνεται και εκείνο της εταιρείας Ε.Τ.Μ.Α. Α.Ε. είτε κατόπιν συμβάσεως του ιδιωτικού δικαίου είτε με την διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτριώσεώς τους υπέρ του Δήμου. Οι υπό στοιχ. β` διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3481/2006, που προσφέρουν ως αντάλλαγμα δικαίωμα αυξημένου συντελεστή δομήσεως και συγκεκριμένες χρήσεις και στις οποίες στηρίχθηκε η έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, αποτελούν μέρος της όλης πολεοδομικής παρεμβάσεως, όχι όμως και αναγκαία προϋπόθεσή της. Το κύρος τους δεν επηρεάζει την πολεοδομική παρέμβαση στην περιοχή του Βοτανικού και στο ΟΤ 22 της περιοχής 69 του Δήμου Αθηναίων, επηρεάζεται, όμως, από το κύρος του συνόλου των διατάξεων που αφορούν στην παρέμβαση αυτή. Δεν αποκλείεται μεν η, κατ΄ απόκλιση από την συνήθη διοικητική διαδικασία, θέσπιση με τυπικό νόμο ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, εφόσον δεν θίγονται ατομικά δικαιώματα και δεν παραβιάζονται άλλες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές, καθώς και το κοινοτικό δίκαιο. Η θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με τυπικό νόμο είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και οι λόγοι που επιβάλλουν την απόκλιση και στις προϋποθέσεις ασκήσεως της νομοθετικής λειτουργίας πρέπει να προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου. Ο έλεγχος της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών υπόκειται στον οριακό έλεγχο του δικαστή. Αντίθετη μειοψηφία. Με το άρθρο 11 του ν.3481/2006 εξαγγέλλεται η δημιουργία δύο νέων υπερτοπικών–μητροπολιτικών πόλων αναψυχής, αθλητισμού, πολιτιστικών και  άλλων συμπληρωματικών λειτουργιών εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Αθηναίων, στο Βοτανικό, στην περιοχή του Ελαιώνα Αττικής, και στο Ο.Τ. 22, περιοχής 69, στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας των Αμπελοκήπων, με συνέπεια την συμπλήρωση του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθηνών. Οι χωροταξικές για το 22 Ο.Τ  ρυθμίσεις, μη αμέσου εφαρμογής, έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και ενέχουν ατελή τροποποίηση του υφισταμένου ρυμοτομικού σχεδίου ως προς τον χαρακτηρισμό οικοδομήσιμου χώρου ως χώρου κοινοχρήστου πρασίνου χωρίς παράλληλη κατάργηση της οικοδομικής γραμμής στο ρυμοτομικό διάγραμμα, ενώ έχει κανονιστικό χαρακτήρα κατά το μέρος που καθορίζονται όροι δομήσεως των κτισμάτων. Οι αφορώσες στην περιοχή του Βοτανικού χωροταξικές και πολεοδομικές ρυθμίσεις έχουν  ατομικό χαρακτήρα, διότι με αυτές χαράσσονται και μετατοπίζονται ρυμοτομικές γραμμές προκειμένου να καθορισθεί ο χώρος που προορίζεται για την ανέγερση του νέου ποδοσφαιρικού γηπέδου, των λοιπών αθλητικών εγκαταστάσεων και των λοιπών κτιρίων, τα οποία προβλέπονται στο νόμο. Η χωροταξική και πολεοδομική επέμβαση στην Πολεοδομική Ενότητα Ελαιώνα του Δήμου Αθηναίων από την περιέλευση στον Δήμο Αθηναίων της κυριότητας των κειμένων στο ΟΤ 45-46-50 ακινήτων, συνδέεται με τον ιδιαίτερο τρόπο μεταβιβάσεως της κυριότητας του ακινήτου της εταιρείας ΕΤΜΑ ΑΕ, τον οποίο προέβλεψε ο νομοθέτης ως οικονομικώς συμφέροντα τον Δήμο Αθηναίων. Η σχετική ρύθμιση καθιστά θεμιτή την προσφυγή στη νομοθετική διαδικασία για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αθηναίων στην συγκεκριμένη πολεοδομική ενότητα και δεν παραβιάζεται στην προκειμένη περίπτωση ο συνταγματικός κανόνας της κατ`εξαίρεση θεσπίσεως με τυπικό νόμο ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Αντίθετη μειοψηφία. Οι περιοχές των υπερτοπικών πόλων πρέπει να είναι προσιτές στο σύνολο των κατοίκων της Αττικής και διαμορφώνονται σε ελεύθερους χώρους με υπαίθριες εγκαταστάσεις, δεν αποκλείεται όμως η κατασκευή στεγασμένων κτιριακών εγκαταστάσεων, υπό τον όρο ότι υπηρετούν τις πιο πάνω λειτουργίες χωρίς να αναιρούν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της περιοχής. Μεταξύ των επιτρεπτών εγκαταστάσεων δεν συγκαταλέγονται εκείνες που συνεπάγονται εντατική χρήση για περιορισμένες ομάδες χρηστών και δεν εμπίπτουν στην έννοια των χώρων αναψυχής. Ο λόγος ακυρώσεως ότι οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3481/2006 αντιφάσκουν προς εκείνες του άρθρου 11 του ιδίου νόμου, οι οποίες προβλέπουν την δημιουργία υπερτοπικού μητροπολιτικού πόλου αναψυχής, αθλητισμού, πολιτιστικών και άλλων συμπληρωματικών λειτουργιών στην περιοχή του Βοτανικού, διότι επιτρέπουν εγκαταστάσεις με εμπορικές χρήσεις, είναι αβάσιμος. Αντίθετη μειοψηφία. Κριτήρια για την χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών. Απαγορεύεται η λήψη μέτρων που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή οικιστικού περιβάλλοντος. Η τροποποίηση των ισχυουσών πολεοδομικών ρυθμίσεων είναι επιτρεπτή, εφ`όσον η εισαγόμενη νέα ρύθμιση, η οποία υπαγορεύεται από γενικά πολεοδομικά κριτήρια και δεν επιχειρείται αποσπασματικά, αποσκοπεί στην βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως των κατοίκων. Η τήρηση της επιταγής αυτής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή. Κατά τον καθορισμό ή την τροποποίηση χρήσεων γης, πρέπει να αναζητείται ο πλέον πρόσφορος τρόπος θεραπείας των πολεοδομικών αναγκών, δυνάμει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων. Παρεκκλίσεις από τους πάγιους όρους δομήσεως μιας περιοχής πρέπει να επιτρέπονται μόνο κατ` εξαίρεση και να είναι συμβατές με τους πάγιους όρους δομήσεως. Η διατήρηση των κοινόχρηστων χώρων αποτελεί πρωταρχικό όρο για την προστασία των πόλεων και των οικισμών, ώστε η μείωσή τους ή η αναίρεση της πολεοδομικής λειτουργίας τους να συνιστά ανεπίτρεπτη επιδείνωση των όρων διαβιώσεως των κατοίκων και υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Αναδιάταξη των χώρων αυτών για τις ανάγκες μειζόνων πολεοδομικών παρεμβάσεων είναι επιτρεπτή εφόσον δεν θα μειώνεται η έκταση των κοινόχρηστων χώρων και δεν θα εξουδετερώνεται ο κύριος προορισμός τους. Η ρύθμιση υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή. ΄Εκταση του ελέγχου αυτού. Η νομιμότητα της αναδιατάξεως των κοινόχρηστων χώρων κρίνεται από την σύγκριση του υφιστάμενου ρυμοτομικού σχεδίου με τη νέα ρύθμιση. Αντίθετη μειοψηφία. Με τις επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 3481/2006 η καταλαμβανόμενη από ποδοσφαιρικό γήπεδο έκταση του ΟΤ 22 στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας αποδίδεται στην κοινή χρήση ως χώρος πρασίνου, ο δε χώρος των ΟΤ

45, 46, 48 και 50 στην περιοχή του Βοτανικού διατίθεται για την υποδοχή νέων αθλητικών εγκαταστάσεων και την ανέγερση πολυλειτουργικού δημοτικού κτιρίου και εμπορικού κέντρου, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου που προορίζονταν να αποτελέσουν το κεντρικό τμήμα μεγάλου αστικού πρασίνου στην Δυτική Αθήνα.

Στην προκειμένη περίπτωση, εκτός των αθλητικών εγκαταστάσεων με το προβλεπόμενο γι` αυτές ποσοστό εμπορικών και λοιπών σχετικών με αυτές χρήσεων και τους αναγκαίους χώρους σταθμεύσεως αυτοκινήτων,προβλέπονται και χρήσεις γης που συνεπάγονται την ανέγερση  πολυλειτουργικού δημοτικού κτιρίου και εμπορικού κέντρου. Οι χρήσεις αυτές δεν είναι συμπληρωματικές των αθλητικών εγκαταστάσεων και, συνεπαγόμενες την μείωση τωνκοινοχρήστων χώρων σε βαθμό μεγαλύτερο του αναγκαίου για την μεταφορά των αθλητικών εγκαταστάσεων, καθιστούν τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3481/2006 αντίθετες στο άρθρο 24 του Συντάγματος.

Η αντίθεση αυτή δεν αίρεται από την τυχόν συμφωνία των επιμάχων ρυθμίσεων με τις κατευθύνσεις του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας. Η διατήρηση των κοινοχρήστων χώρων πρέπει να θεωρείται και ως πρωταρχικό μέλημα των διοικητικών αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή των ρυμοτομικών σχεδίων.

Αντίθετη μειοψηφία.

Με την προσβαλλόμενη κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Αγροτικής Αναπτύξεως και Τροφίμων και Πολιτισμού εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία κτιριακού συγκροτήματος πολλαπλών χρήσεων με υπόγειο σταθμό αυτοκινήτων. Οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν βάσει διατάξεων που αντίκεινται στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου με πράξη του Προέδρου, λόγω μεγαλύτερης σπουδαιότητας.