207/2009 ΔΕΦΑΘ, ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΧΕΙ ΜΕΤΑΣΤΡΕΦΕΙ Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΤΕΛΗ, ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟ. Δέσμευση του Διοικητικού Δικαστή απο το αθωωτικό δεδικασμένο ποινικου δικαστηρίου(αμετάκλητα) έστω και λόγω αμφιβολιών- εφαρμογή της Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος του ΕΔΑΔ σε υπό

ΔΕΦΑΘ

207/2009 ΔΕΦ ΑΘ
 
 
 Λαθρεμπορία. Πότε στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της τελωνειακής αυτής παραβάσεως. Για την επιβολή της κυρώσεως του πολλαπλού τέλους, απαιτείται η τέλεση με δόλο των πράξεων ή παραλείψεων που συνιστούν την τελωνειακή παράβαση, κατά την αιτιολογημένη κρίση της τελωνειακής αρχής και των διοικητικών δικαστηρίων. Πότε δεν απαιτείται να διατυπώνεται κατά τρόπο ειδικό η κρίση του διοικητικού δικαστηρίου περί της συνδρομής του στοιχείου του δόλου. Εισαγωγές αυτοκινήτων και ειδικός φόρος κατανάλωσης. Το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδεικνύεται ότι ο εφεσίβλητος συνήργησε καθ` οιονδήποτε τρόπο στην εισαγωγή του αυτοκινήτου με τα τεχνάσματα του πλαστού πιστοποιητικού τελωνισμού, της έκδοσης άδειας κυκλοφορίας στο όνομα ανύπαρκτου προσώπου και της εικονικής μεταβίβασης του αυτοκινήτου στο όνομά του, με σκοπό να μην καταβάλει τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν ή ότι το κατείχε γνωρίζοντας ότι τούτο είχε εισαχθεί κατά τον προαναφερθέντα τρόπο και μη νόμιμα κρίθηκε υπαίτιος λαθρεμπορίας με την ένδικη πράξη. Περιστατικά. Τα διοικητικά δικαστήρια δεν επιτρέπεται να θίγουν την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας, το οποίο εγγυάται το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, όταν υφίσταται οριστική αθώωση με προηγούμενη απόφαση ποινικού δικαστηρίου με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, έστω και αν η αθώωση έγινε λόγω αμφιβολιών. Το άρθρο 5 παρ. 2 του ΚΔΔ, που ορίζει ότι οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεσμεύουν τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια , ενώ οι αθωωτικές απλώς συνεκτιμώνται, δεν υπερισχύει της ΕΣΔΑ. Ο εφεσίβλητος αθωώθηκε αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν το κρίσιμο ζήτημα για την έκδοση της καταλογιστικής πράξης και δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του τα στοιχεία της υποκειμενικής υπόστασης της λαθρεμπορικής παράβασης. Απορρίπτεται η έφεση.

…..Επειδή, το άρθρο 6 παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 (φ.256 α΄) ορίζει ότι : «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή, σχετικά με την έννοια και την εφαρμογή της, έκρινε τα ακόλουθα : Το πεδίον εφαρμογής της εν λόγω διάταξης δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις που κάποιος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου μέσα στα πλαίσια μιας ποινικής διαδικασίας δυνάμενης να θίξει το τεκμήριο της αθωότητάς του. Αλλά, η διάταξη αυτή του άρθρου παράγραφος 2 της Σύμβασης, εκτείνεται και στις διαδικασίες που έπονται της οριστικής αθώωσης του κατηγορουμένου. Ετσι, μεταγενέστερες δικαστικές αποφάσεις ή δηλώσεις δημοσίων αρχών, μπορεί να δημιουργήσουν πρόβλημα υπό του πρίσμα του ως άνω άρθρου, εάν ισοδυναμούν με διατύπωση ενοχής που παραγνωρίζει, σκοπίμως, την προηγούμενη αθώωση του κατηγορουμένου. Τέτοια περίπτωση υπάρχει όταν μια δικαστική απόφαση η οποία αφορά κάποιον, δίνει την αίσθηση ότι αυτός είναι ένοχος αν και έχει αθωωθεί οριστικά με προηγούμενη δικαστική απόφαση με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά και την ίδια συμπεριφορά του. Κατά συνέπεια, τα διοικητικά δικαστήρια δεν επιτρέπεται με την απόφασή τους να δημιουργούν υποψίες ως προς την αθωότητα κάποιου και να θίγουν έτσι την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας – το οποίο εγγυάται το άρθρο 6 παράγραφος 2 της Σύμβασης – όταν αυτός έχει αθωωθεί οριστικά με προηγούμενη απόφαση ποινικού δικαστηρίου με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά και την ίδια συμπεριφορά του, τα οποία αποτελούν το κεντρικό στοιχείο της εξέτασης της υπόθεσης από τα διοικητικά δικαστήρια. Τούτο ισχύει ακόμη και όταν η αθώωσή του από το ποινικό δικαστήριο έγινε λόγω αμφιβολιών. Διαφορετικά, παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 6 παράγραφος 2 της Σύμβασης (βλέπε ΣτΕ απόφαση ΕΣΔΑ της 27-9-2007, επί της 35522/2004 προσφυγής, υπόθεση Βασίλειος Σπυρόπουλος κατά Ελλάδος).

Και ναι μεν, περαιτέρω, το άρθρο 5 παράγραφος 2 (περίοδος δεύτερη) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄97 )ορίζει ότι οι αμετάκλητες «καταδικαστικές» αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεσμεύουν τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ως προς την ενοχή του δράστη, από το οποίο συνάγεται ότι οι «αθωωτικές» αποφάσεις δεν δεσμεύουν αυτά, αλλά απλώς συνεκτιμώνται κατά την έκδοση της αποφάσεώς τους (βλέπε Σ.τ.Ε. 3587/2004, 446/2003 κ.α.) , πλην οι διατάξεις της ΕΣΔΑ υπερισχύουν της εθνικής νομοθεσίας, κατ` άρθρο 28 (παράγραφος 1 εδάφιο πρώτο) του Συντάγματος (βλέπε 542/1999 Ολομελείας, Α.Π. 40/1998 Ολομελείας , Ε.Σ. 2274/1997 Ολομελείας).

Επειδή, το σκεπτικό της 2480/22-9-2005 αμετάκλητης απόφασης του Δ΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών έχει ως εξής : « …από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο,….. και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν καμμία ανάμειξη ή συμμετοχή στον εκτελωνισμό και στην έκδοση ελληνικών πινακίδων και άδειας κυκλοφορίας του επίδικου αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας του πρώτου κατηγορουμένου ………….. .

Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ……… , πλοιοκτήτης, ήταν πελάτης της επιχειρήσεως εμπορίας αυτοκινήτων που διατηρούσε ο συγκατηγορούμενός του ………….. στην Λεωφόρο Συγγρού. Το έτος 1991 ο …….. ανέθεσε στον …………………. να αγοράσει για λογαριασμό του ένα αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής MERCEDES 600 SEL, το οποίο πράγματι αγοράστηκε, με την μεσολάβηση του ……….. ………., και εισήλθε στη χώρα, στις 6-11-1991, με Γερμανικές πινακίδες και Γερμανική άδεια κυκλοφορίας. Το εν λόγω αυτοκίνητο, μετά το πέρας των τελωνειακών διατυπώσεων εισαγωγής (…….) , παραδόθηκε στον ιδιοκτήτη του ………………. , και κυκλοφόρησε νόμιμα στην χώρα από τον ιδιοκτήτη του μέχρι την ημερομηνία λήξεως της, κατά παράταση, ισχύος του δελτίου ελεύθερης χρήσης (6-12-1993). Περί τον Ιανουάριο του 1995 ο ……… αποφάσισε τον εκτελωνισμό του παραπάνω αυτοκινήτου και απευθύνθηκε προς τούτο στον …………., ο οποίος ανέθεσε τον εκτελωνισμό του συγκεκριμένου αυτοκινήτου στον φυγόδικο κατηγορούμενο ….. ………., εκτελωνιστή, καθόσον τον χρησιμοποιούσε για τις εισαγωγές αυτοκινήτων της επιχειρήσεώς του. Για τη διαδικασία εκτελωνισμού του αυτοκινήτου και την έκδοση Ελληνικών πινακίδων και άδειας κυκλοφορίας στο όνομα του ιδιοκτήτη του ……….. , ο τελευταίος κατέβαλε, μέσω του …………….. , στον εκτελωνιστή …………… , σε δύο δόσεις, το συνολικό ποσό των 19.400.000 δραχμών, που είχε ζητήσει ο ……… ……… για τον εκτελωνισμό. Με την πρώτη, εκ δραχμών 9.000.000, δόση, παραδόθηκαν στον …………. , από τον ……….. και τα παρακάτω έγγραφα: Μία εξουσιοδότηση του ………… , με την οποία εξουσιοδοτούσε τον ……… να μεριμνήσει για τον εκτελωνισμό του αυτοκινήτου … Φορολογική ενημερότητα του ………… . Τον τίτλο κυριότητας και τις ξένες πινακίδες κυκλοφορίας του αυτοκινήτου ….. Περί τα τέλη Μαρτίου του 1995, ο ……………. παρέδωσε τις Ελληνικές πινακίδες και την άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου στον ………….. και αυτός παρέδωσε τον φάκελο με τις Ελληνικές πινακίδες και την άδεια κυκλοφορίας στον ………. . Αργότερα …… οι αρμόδιες υπηρεσίες του Τελωνείου Αθηνών προέβησαν σε κατάσχεση του εν λόγω αυτοκινήτου, όπως και πολλών άλλων πολυτελών αυτοκινήτων, τα οποία ο ………….. είχε «εκτελωνίσει» για λογαριασμό εμπόρων και ιδιωτών, με την χρησιμοποίηση πλαστών στοιχείων, χωρίς την καταβολή των οφειλόμενων δασμών και φόρων.

Τόσο όμως από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο όσο και από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, δεν προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι ………… γνώριζαν τις δόλιες ενέργειες (πλαστογραφίες κ.λπ.) του εκτελωνιστή …….. , πολύ δε περισσότερο δεν προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν οποιαδήποτε συμμετοχή στις ενέργειες αυτές….. Πρέπει επομένως να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι των αξιοποίνων πράξεων που τους αποδίδονται…».

Επειδή, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά (κατάρτιση πλαστού πιστοποιητικού τελωνισμού αυτοκινήτου) τα οποία αποτελούν το κρίσιμο ζήτημα για την έκδοση της 337/95/23-11-2001 καταλογιστικής πράξης το ποινικό δικαστήριο με την 2480/2005 απόφασή του, που έχει καταστεί αμετάκλητη, αθώωσε τον εφεσίβλητο δεχθέν ότι δεν προέκυψε ότι αυτός γνώριζε τις δόλιες ενέργειες του εκτελωνιστή ………………. ούτε είχε οποιαδήποτε συμμετοχή σ` αυτήν, κρίνει ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του εφεσίβλητου τα στοιχεία της υποκειμενικής υπόστασης της αποδοθείσης σε βάρος του λαθρεμπορικής παράβασης και επομένως μη ορθώς εκδόθηκε σε βάρος του η πιο πάνω καταλογιστική πράξη, όπως ορθά έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση.

Επειδή, κατ` ακολουθίαν πρέπει να απορριφθεί η έφεση και κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την έφεση.