23. ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΕ ΠΡΟΪΣΧΥΣΑΝ ΚΑΤΑ ΒΑΣΗ 1.3.2021.

Σημειώσεις Προεγγραφές 2016

BANNER1

Η ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Η νομοθετική θεμελίωση της δικονομικής εξουσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου επι συνταξιοδοτικών διαφορών στηρίζεται κατά βάση στα εξής άρθρα :

  1. Σε Συνταγματικό επίπεδο στο άρθρο 98 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 85), που ορίζει ότι : «1. Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως … στ. Η εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων … 2. Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ορίζει …».
  2. 2.Σε επίπεδο απλού Νόμου : α) Ως προς τον Κανονισμό Συντάξεως: ο Κώδικας Συντάξεων (π.δ/γμα 169/2007, Α΄ 210),ως προς τον κανονισμό, αναπροσαρμογή, ανακαθορισμό της σύνταξης διαλαμβάνει στο άρθρο 66 παράγραφοι 1 και 6 ότι :   «1. Ο κανονισμός των συντάξεων, των βοηθημάτων και των επιδομάτων που βαρύνουν το Δημόσιο και πληρώνονται από αυτό, με εξαίρεση τις προσωπικές συντάξεις, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του Κώδικα από τις Δνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με πράξη που εκδίδεται από τον Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων …6. Οι πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ.1, καθώς και τις διατάξεις της παρ.4 υπόκεινται σε έφεση στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου από τον Υπουργό Οικονομικών και από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον εντός εξήντα ημερών (60) από την έκδοσή τους ή την κοινοποίησή τους αντίστοιχα… Στις εφέσεις αυτές καθώς και τα άλλα ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων που εκδίδονται κατ΄ έφεση από το Ελεγκτικό Συνέδριο εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του Οργανισμού του ».

Συνεπώς οι πράξεις κανονισμού συντάξεων υπόκεινται σε έφεση κατά το άρθρο 111§1 περ.β ΙΙΙ ΚΔΕΣ (ενώ υπο το προϊσχύσαν καθεστώς με τα καταργημένα πλέον άρθρα 82 επ. του ΚΝΕΣ σε συνδυασμό με τα αρθ.48 επ. του π.δ 1225/81), στο αρμόδιο τμήμα του ΕΣ (αρμόδια είναι τα τμήματα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ βλ. Κανονισμό λειτουργίας ΕΣ 1 ΓΣ της Ολομέλειας στις 15.1.2014 ( Κανονισμός Λειτουργίας του ΕΣ, απόφαση έγκρισης ΦΓ8/65456/24.9.2014, ΦΕΚ β’ αριθμ. 3139/21.11.2014),).

Β) Περαιτέρω, ως προς την εκτέλεση της ως άνω κανονισθείσης σύνταξης στο άρθρο 67 ορίζει ότι : «1. Το Υπουργείο Οικονομικών επιμελείται για την εκτέλεση των πράξεων και αποφάσεων που αφορούν κανονισμό συντάξεων … 2. Αφού αναγνωρισθούν με πράξη ή απόφαση τα πρόσωπα που δικαιούνται σύνταξη, κάθε μείωση του ποσού της σύνταξης ή του αριθμού των προσώπων αυτών λόγω μεταβολής της κατάστασής τους ενεργείται με πράξη του Υπουργού των Οικονομικών … 4. Κατά των πράξεων ή παραλείψεων του Υπουργού των Οικονομικών που είναι σχετικές με την αρμοδιότητά του για εκτέλεση των πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού συντάξεων σε βάρος του Δημοσίου ή την πληρωμή των συντάξεων γενικά … μπορεί να ασκηθεί ένσταση στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τότε που ο ενιστάμενος έλαβε γνώση της πράξεως ή σε περίπτωση παράλειψης από τότε που παρήλθε δίμηνο από την ημέρα που δημιουργήθηκε η υποχρέωση για έκδοση της πράξης που παραλείφθηκε. Η ένσταση κρίνεται από το αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 5, 28-31, 47, 49-52 και 56-62 του π.δ/τος 774/1980 για τον Οργανισμό του Ελεγκτικού Συνεδρίου».

Η παράγραφος 4 του ως άνω άρθρου τροποποιήθηκε τελικώς ως προς την προθεσμία ασκήσεως με το Ν. 4055/2012 που ενσωματώθηκε στο άρθρο 90 του Ν.4129/28.2.2013 (ΚΝΕΣ) και έχει ως εξής : « Ενστάσεις ενώπιον Κλιμακίων 1. Κατά πράξεων ή παραλείψεων του Υπουργού Οικονομικών κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του για εκτέλεση των πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού σύνταξης σε βάρος του Δημοσίου ή της πληρωμής των συντάξεων εν γένει, συμπεριλαμβανομένων και όσων αφορούν καταλογισμό αχρεωστήτως ληφθείσας σύνταξης μπορεί να ασκηθεί ένσταση εντός εξήντα ημερών από την επίδοση ή την καθ` οποιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγμένα πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης. Εάν ο έχων έννομο συμφέρον για την άσκηση της ένστασης διαμένει στην αλλοδαπή, η αντίστοιχη προθεσμία ορίζεται σε ενενήντα ημέρες. Σε περίπτωση παράλειψης η ως άνω προθεσμία αρχίζει μετά την πάροδο διμήνου από την ημέρα κατά την οποία δημιουργήθηκε η υποχρέωση προς έκδοση της παραλειφθείσας πράξης. Η ένσταση κρίνεται από το αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και εφαρμόζονται περαιτέρω οι διατάξεις των άρθρων 47, 48, 70, 72, 73, 74, 75, 79, 80, 84, 86, 87, 88, 89 και 92 του παρόντος νόμου. Η ένσταση απορρίπτεται εάν κατά την κατάθεση της δεν συνοδεύεται από αποδεικτικό καταβολής παραβόλου, το οποίο ορίζεται ίσο με είκοσι ευρώ και επιστρέφεται σε αυτόν σε περίπτωση μερικής ή στο σύνολο παραδοχής αυτής…».

Τέλος, σύμφωνα με τα πρακτικά : α) της 1 ΓΣ της Ολομέλειας στις 15.1.2014 ( Κανονισμός Λειτουργίας του ΕΣ, απόφαση έγκρισης ΦΓ8/65456/24.9.2014, ΦΕΚ β’ αριθμ. 3139/21.11.2014), άρθρα 6 και 5 και τις 48208/1965 (Β΄ 274) και 7818/28.3.1979 (Β΄ 420) αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου «Περί καθορισμού των Κλιμακίων και Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της αρμοδιότητας αυτών», στην αρμοδιότητα του Α΄ Κλιμακίου ανήκει, μεταξύ άλλων, και η εκδίκαση των κατά το κατά το άρθρο 90 ΚΝΕΣ ενστάσεων ( άρθρο 5 του ν. 4448/1964 και άρθρα 64 του π.δ/τος 169/2007) . Ενώ κατά το άρθρο 5 (Α.Ι περ.3) της 1 ΓΣ της Ολομ.ΕΣ στις 15.12.2014(βλ. ως άνω) στο Ι Τμήμα ανήκει η εκδίκαση των ενδίκων μέσων κατά των πράξεων-αποφάσεων του Α΄ Κλιμακίου.

Μετά την ισχύ του ΚΔΕΣ , από 16.9.2020 κατά το άρθρο 357, καταργήθηκαν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΝΕΣ που προέβλεπαν την συνταξιοτική ως άνω ένσταση καθώς και την πιλοτική επ΄αυτής δίκη , άρθρα 353 και 354 . Κατά το άρθρο 352§2 οι εκκρεμείς , κατά την έναρξη ισχύος του ΚΔΕΣ, ενστάσεις το άρθρου 90 του ΚΝΕΣ λογίζονται ως εφέσεις κατ΄άρθρο 111 επ. και εκδικάζονται από το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τις διατάξεις του ΚΔΕΣ. Ειδικά όμως για το παραδεκτό αυτό ισχύουν οι κατά το χρόνο κατάθεσης τους ισχύουσες διατάξεις, δηλαδή κατά βάση του άρθρο 90 του ΚΝΕΣ. Για την καταβολή παραβόλου φαίνεται ότι ο ΚΔΕΣ επιβάλλει την συμπλήρωσή του με βάση τα ισχύον κατά ΚΔΕΣ παράβολο για την συνταξιοδοτική έφεση. Όμως μια τέτοια ερμηνεία έρχεται σε αντίθεση με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ότι ως προς το παράβολο, κατ΄ αντιστοιχία με το φόρο , κρίσιμος είναι ο Νόμος που ισχύει κατά το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου (ΕΣ 1640/2020 Ολομ.). Τυχόν άλλες ελλείψεις του δικογράφου, εφόσον βέβαια αφορούν την συμβατότητα της μετατροπή της εντάσεως σε έφεση , μπορούν να συμπληρωθούν από τον εκκαλούντα έως τη πρώτη συζήτηση ιδίως η υπογραφή δικηγόρου. Συνεπώς εφόσον η ένσταση υπογραφόταν από τον ίδιο τον διάδικο, πρέπει να υπογραφεί από Δικηγόρο έως την πρώτη συζήτηση, άλλως θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (αρθ. 34 ΚΔΕΣ).

Κατ΄ εξαίρεση είναι επιτρεπτή η παράσταση και άρα και η υπογραφή του δικογράφου μπορεί να γίνει από τον διάδικο ή τον σύζυγο του ή συγγενή εξ΄αίματος ή αγχιστείας έως το β΄ βαθμό ή από ομόδικό του , σε αγωγές για καθυστερούμενες συντάξεις έως 1.500 € (αρθ. 34§2 και 36 ΚΔΕΣ).

.

Με βάση το παραπάνω νομοθετικό πλαίσιο δημιουργούντο με το προϊσχύσαν δίκαιο τυπολογικά δυο είδη συνταξιοδοτικών διαφορών : α) πράξεις σχετικές με τον κανονισμό σύνταξης και β) πράξεις σχετικά με την εκτέλεση της κανονισθείσης σύνταξης, που προσβάλλοντο αρχικώς με την ενδικοφανή ένσταση του άρθρου 90 ΚΝΕΣ. Μετά την ισχύ του ΚΔΕΣ το δικονομικά διττό αυτό καθεστώς καταργείται και όλες οι συνταξιοδοτικές διαφορές δικάζονται με έφεση από τα αρμόδια Τμήματα .

Ειδικότερα το προϊσχύσαν καθεστώς είχε ως εξής :

Α) Οι πράξεις που εκδίδονται κατά το στάδιο που αφορά στον κανονισμό σύνταξης, είτε το πρώτον είτε δευτερογενώς με πράξεις αναπροσαρμογής ή ανακαθορισμού σύνταξης, με τις οποίες επαναπροσδιορίζονται τα δεδομένα με βάση τα οποία κανονίστηκε αρχικώς η σύνταξη και, επομένως, αφορούν και αυτές κανονισμό σύνταξης. Οι πράξεις αυτές ή οι παραλείψεις , υπόκεινται κατά βάση σε έφεση ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΙΙ ή ΙΙΙ). Ειδικά το συνταξιοδοτικό δικαίωμα των προέδρων των Κοινοτήτων (κοινοταρχών) λέγεται χορηγία και ρυθμίζεται κατά βάση με το Ν. 1518/1985.

Η πράξη κανονισμού συντάξεως αποτελεί κατά το τύπο της ατομική συστατική διοικητική πράξη που η έκδοσή της προβλέπεται μόνο σε τυπικό νόμο (βλ. άρθρο 74 παρ. 4 του Συντάγματος, κατά το οποίο η απονομή συντάξεως δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης) ο οποίος υποβάλλεται στη Βουλή από τον Υπουργό Οικονομικών κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος), κατά δε το περιεχόμενό της συνιστά ισόβια περιοδική χρηματική παροχή που βαρύνει καταρχήν τον κρατικό προϋπολογισμό και καταβάλλεται σε φυσικά πρόσωπα, χωρίς την παροχή υπηρεσιών από αυτά, είτε βάσει της αρχής της ανταποδοτικότητας και ιδίως ένεκα των υπηρεσιών που τα πρόσωπα αυτά προσέφεραν επί μακρό χρόνο στη δημόσια διοίκηση είτε για λόγους προστασίας ή πρόνοιας.

Η διαδικασία του κανονισμού της σύνταξης γίνεται κατά το άρθρο 22 του π.δ 169/2007 κατά κανόνα με πρωτοβουλία της υπηρεσίας χωρίς να αποκλείεται και η υποβολή αίτησης από τον υπάλληλο. Σε γενικές γραμμές , αμέσως μετά την κοινοποίηση στον τακτικό δημόσιο υπάλληλο του εγγράφου της απόλυσης του από την υπηρεσία και το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, οι υπηρεσίες προσωπικού των Υπουργείων και κάθε άλλη αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση της διοικητικής πράξης απομάκρυνσης από την υπηρεσία υποχρεούνται να στέλνουν στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με διαβιβαστικό σειρά εγγράφων που αναφέρει το άρθρο και είναι απαραίτητα για την συνταξιοδότηση του (πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών, πιστοποιητικό γέννησης, φύλλο στρατολογικού μητρώου, Βεβαίωση του αρμόδιου εκκαθαριστή των αποδοχών που να εμφανίζει το χρόνο λήξης της μισθοδοσίας του κ.α). Με βάση τα δικαιολογητικά αυτά εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 66 η πράξη κανονισμού σύνταξης, χωρίς να αποκλείεται και η υποβολή σχετικής αίτησης από τον ενδιαφερόμενο που υποβάλλεται και από την υπηρεσία από την οποία απομακρύνθηκε. Ειδικά η διαδικασία για αναγνώριση σύνταξης παθόντος εν υπηρεσία ασκείται με αίτηση από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον μετά την γέννηση του δικαιώματος (αρθ.23 πδ 169/2007).

Η αρμόδια Δνση του ΓΛΚ δια του αρμοδίου Δντη της εκδίδει με δεσμία αρμοδιότητα , χωρίς όμως να δεσμεύεται από το τεκμήριο νομιμότητας, την πράξη με την οποία κανονίζεται η σύνταξη και προσδιορίζονται: i) ο δικαιούχος, ii) το ποσό κα iii) η χρονολογία από την οποία είναι πληρωτέα η σύνταξη.

Αντίθετα κατά παραλείψεως του οργάνου να εκδώσει την πράξη κανονισμού με την υπ΄αριθμ. 1720/2009 η Ολομέλεια δέχθηκε για πρώτη φορά, σε υπόθεση που η απόφαση είχε εκδοθεί προ του 2007 και δεν εφαρμοζόταν αναλογικά δια του άρθρου 123 του π.δ 1225/81 το άρθρο 63 ΚΔΔ, κατά πλειοψηφία ότι στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικώς οι εξής προϋποθέσεις: α) επιβαλλόμενη στη διοικητική αρχή υποχρέωση από το νόμο να ρυθμίσει συγκεκριμένη έννομη σχέση με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξεως, β) Υποβολή σχετικής αιτήσεως στην ως άνω αρχή από τον διοικούμενο, γ) άρνηση της ίδιας αρχής να εκδώσει την πράξη, η οποία (άρνηση) προκύπτει από την πάροδο άπρακτης της τασσόμενης από το νόμο προθεσμίας προς έκδοση της πράξεως, άλλως, από την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως. Η απόφαση αυτή κατά πλειοψηφία κατέληγε ότι η παράλειψη συνταξιοδοτικού οργάνου χωρίς την προηγούμενη υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον φορέα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, να προβεί στην έκδοση πράξεως για ανακαθορισμό της συντάξεως του δικαιουμένου προς τούτο, δεν θεμελιώνει παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως και ως εκ τούτου, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση, εκτός εάν τάσσεται από τον οικείο νόμο προθεσμία, εντός της οποίας η Διοίκηση οφείλει να εκδώσει οίκοθεν τη σχετική πράξη. Αντίθετα κατά την μειοψηφία 4 μελών της Ολομέλειας ειδικώς στις περιπτώσεις αναπροσαρμογής συντάξεως στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενέργειας της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως να προβεί στην αύξηση συντάξεων των δικαιουμένων συνταξιούχων και χωρίς την υποβολή σχετικής αιτήσεως, όταν τούτο είναι συνέπεια γενικής αυξήσεως μισθών των εν ενεργεία συναδέλφων τους και ο νόμος δεν απαιτεί ρητώς την υποβολή αιτήσεως, δεδομένου ότι σε αυτή την περίπτωση δεν μεταβάλλονται τα προσδιοριστικά στοιχεία του συνταξιοδοτικού δικαιώματος (π.χ συντάξιμη υπηρεσία, χρόνος ενάρξεως καταβολής της αναπροσαρμογής, βαθμός εξόδου από την υπηρεσία).

Η ίδια απόφαση νομολόγησε, και επέλυσε αντίθετη νομολογία του ΙΙΙ τμήματος, κρίνοντας ότι τα εκκαθαριστικά σημειώματα καταβολής συντάξεων δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα αφού δεν κανονίζουν και δεν καθιδρύουν σύνταξη το πρώτον , αλλά απλώς πληροφορούν και ενημερώνουν τον ήδη φορέα συνταξιοδοτικού δικαιώματος κάθε φορά, σχετικώς, με το ποια συνταξιοδοτικά στοιχεία (παροχές, κρατήσεις, φόροι), προσδιορίζουν τη σύνταξή του. Κατά τούτο δε διαφέρουν από τα εκκαθαριστικά σημειώματα του φόρου που έχουν εκτελεστό χαρακτήρα.

Συνεπώς εφεξής κατά την νομολογία της Ολομέλειας στοιχειοθετείται ΠΝΟΕ, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις και δεν εκδοθεί η πράξη κανονισμού : α) εάν τάσσεται προθεσμία αυτεπάγγελτης ενεργείας της Διοίκησης από το Νόμο , τότε με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας από το νόμο για την έκδοση πράξης , β) είτε εάν δεν τάσσεται προθεσμία , κατά την γενική αρχή σε συνδυασμό με το άρθρο 63§2 ΚΔΔ, με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης του διοικούμενου προς τη συνταξιοδοτική διοίκηση (ΕΣ Ολομ.1094-95/2013, 3858/2014).

Ειδικά επι χορηγιών των αιρετών των ΟΤΑ απαιτείται πάντα αίτηση δεδομένου ότι για την αναπροσαρμογή των χορηγιών με βάση το νομικό καθεστώς του ν. 1518/1985 από την αρμόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους δεν τάσσεται ορισμένη προθεσμία σ’ αυτή προκειμένου να προβεί οίκοθεν στις νόμιμες ενέργειες, ούτε άλλωστε  προβλέπεται ότι η συνταξιοδοτική διοίκηση ενεργεί «οίκοθεν» και δεν αρκεί η έκδοση και δημοσίευση της προβλεπόμενης από τις εν λόγω διατάξεις απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης για τον κατ’ έτος προσδιορισμό των εξόδων παράστασης αυτών. Συνακόλουθα, δεν ανακύπτει στις περιπτώσεις αυτές ζήτημα οριστικοποίησης των συνταξιοδοτικών δεδομένων με την περαιτέρω συνέπεια του ανεπίτρεπτου της επανεξέτασής τους μετά την άπρακτη πάροδο της οριζόμενης στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα προθεσμίας για την προσβολή της οικείας κατά περίπτωση πράξης αναπροσαρμογής ή της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, αφού το μεν δεν προκύπτει από τις σχετικές συνταξιοδοτικές διατάξεις ότι εκδίδεται οίκοθεν πράξη αναπροσαρμογής της χορηγίας κοινοποιούμενη στον ενδιαφερόμενο, το δε δεν στοιχειοθετείται τέτοια παράλειψη χωρίς την υποβολή σχετικής αίτησης από τον χορηγιούχο . Συνεπώς στις περιπτώσεις αυτές δεν γεννάται και ζήτημα παραγραφής της αξιώσεως κατά το άρθρο  90 παρ. 1 και 5 και του άρθρου 91 του ν. 2362/1996 (νυν 140 και 141 Ν 4270/2014), διότι τα άρθρα αυτά εφαρμόζεται σε αξιώσεις από καθυστερούμενες συντάξεις που έχουν ήδη αναγνωρισθεί υπέρ των συνταξιούχων και δεν αφορούν στη διαδικασία αναγνώρισης ή διάπλασης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα.

Δηλαδή πριν την υποβολή της αιτήσεως έχει εφαρμογή μόνο η διάταξη του άρθρου 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (οπ.τροποπ. με το αρθ.4§1 Ν.4488/17) που ορίζει ότι το δικαίωμα στη σύνταξη είναι απαράγραπτο, τα δε οικονομικά αποτελέσματα που γεννώνται από την άσκησή του ανατρέχουν στην ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης , όπως αυτή προσδιορίζεται κατά περίπτωση από τις οικείες συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου (προ της τροποποιήσεως του όριζε την καταβολή αναδρομικά  από τριετίας από την πρώτη του μήνα έκδοσης της ακυρούμενης πράξη, βλ. ΕΣ Ολομ.298/2017, 976/2016 σκ.7-8).

Α. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΕΡΙ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ.

1. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Ι. Η αίτηση του άρθρου 1 του ν. 1232/1982 στο Α΄ Κλιμάκιο κατά της πράξης βεβαίωσης του πραγματικού και συντάξιμου χρόνου υπηρεσίας.

Σύμφωνα με το άρθρο αυτό : « 1. Οι δημόσιοι πολιτικοί υπάλληλοι απολύονται αυτοδίκαια αμέσως    μόλις συμπληρώσουν τριακονταπενταετή πραγματική και συντάξιμη κατά τις   κείμενες διατάξεις δημόσια υπηρεσία, αλλά όχι πριν από τη συμπλήρωση  του 56ου έτους της ηλικίας τους. Τρεις μήνες τουλάχιστον πριν από τη    συμπλήρωση αυτή των 35 ετών πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας του    υπαλλήλου, εκδίδεται και κοινοποιείται σ` αυτόν πράξη με την οποία    βεβαιώνεται αιτιολογημένα ο   χρόνος   υπηρεσίας   (πραγματικός   και    συντάξιμος) που συμπληρώνει ο υπάλληλος με τη λήξη του τριμήνου αυτού.   Σε περίπτωση που το Δημόσιο, το ΝΠΔΔ ή ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος    αμφισβητεί τη βεβαιούμενη με την ανωτέρω πράξη συντάξιμη και πραγματική    υπηρεσία, μπορεί για την άρση της αμφισβητήσεως αυτής να καταθέσει,  μέσα σε 10 ημέρες από την κοινοποίηση της ως άνω πράξεως, αίτησή του  στο αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου το οποίον, σύμφωνα με την    προβλεπόμενη διαδικασία, εκδίδει υποχρεωτικά εντός διμήνου, σχετική    πράξη του, δεσμευτική για την αρμόδια Υπηρεσία Συντάξεων, με την οποία    καθορίζεται η συνολική πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία του υπαλλήλου,    η δε πράξη αυτή του Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, περί καθορισμού    της πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο    μέσο.   Για τις λοιπές περιπτώσεις πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας     η προθεσμία του δεκαημέρου αρχίζει από την ημέρα αυτοδίκαιης λύσεως της    υπαλληλικής σχέσεως. 2.   Απο τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται οι    δικαστικοί λειτουργοί, οι καθηγητές των κατά το Σύνταγμα Ανώτατων    Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, οι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 61 του  Ν. 1811 /1951 «περί κώδικος κλπ.». Δεν εξαιρούνται τα μέλη του Νομικού    Συμβουλίου του Κράτους….. 4. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και   στους υπαλλήλους των αποκεντρωμένων δημόσιων υπηρεσιών και στους    υπαλλήλους των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Επίσης οι διατάξεις    του πρώτου, δεύτερου και τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου αυτού    εφαρμόζονται ανάλογα και στο προσωπικό των νομικών προσώπων, με οποιαδήποτε νομική μορφή, που αναφέρονται στο άρθρο 9 παρ. 1».

Με την ΦΓ10/63139/1/17.9.2014 (Β΄ 2504/22.9.2014) κανονιστική απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκε ως αρμόδιο για την εκδίκαση των ως άνω αιτήσεων το Α’ Κλιμάκιο του ΕΣ που συνεδριάζει εν συμβουλίω και εκδίδει πράξη (βλ. Ε.Σ. Α΄ Κλ. 4/2016, 61, 184/2015). 

Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1232/1982 (Α΄ 22) προκύπτει ότι τρεις μήνες πριν την αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής σχέσης δημοσίου πολιτικού υπαλλήλου λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας και των ετών συνολικής πραγματικής και συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας του, όπως οι προϋποθέσεις αυτές για την αυτοδίκαιη απόλυση καθορίζονται από τις διατάξεις του εκάστοτε ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα, εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από την αρμόδια υπηρεσιακή αρχή, με την οποία βεβαιώνεται αιτιολογημένα ο συνολικός πραγματικός και συντάξιμος χρόνος της δημόσιας υπηρεσίας που συμπληρώνει ο υπάλληλος με τη λήξη του ανωτέρω τριμήνου. Σε περίπτωση αμφισβήτησης της βεβαιούμενης στην πράξη υπηρεσίας, και προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο έκδοσης αντιφατικών πράξεων από τις αρμόδιες για την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης και την απονομή της σύνταξης αρχές, παρέχεται η δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να προσφύγει στο Α΄ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα ημερών από την κοινοποίησή της σε αυτόν, προκειμένου να ζητήσει την άρση της αναφυείσας αμφισβήτησης και τον συνακόλουθο καθορισμό της συνολικής διανυθείσας πραγματικής και συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας του.

 Από τη νομοτεχνική εκφορά των προαναφερόμενων διατάξεων σε συνδυασμό με τη συστηματική τους ερμηνεία υπό το φως της κεκτημένης, κατά το άρθρο 98 παρ. 1 εδ. στ΄ του Συντάγματος, αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για επίλυση διαφορών σχετικών με την απονομή συντάξεων, συνάγεται ότι το Κλιμάκιο, επιλαμβανόμενο της εν λόγω αμφισβήτησης κατά το διοικητικό στάδιο που απολήγει στην απόλυση του υπαλλήλου, περιορίζεται στον αιτιολογημένο αριθμητικό καθορισμό της αμφισβητούμενης μερικής και της συνολικής πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας του υπαλλήλου σε έτη, μήνες και ημέρες. Ουδόλως  αποφαίνεται επί της νομιμότητας της νομικής και πραγματικής αιτιολογίας της εκδοθείσας διαπιστωτικής πράξης ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων της αυτοδίκαιης απόλυσης, η οποία μπορεί να αμφισβητηθεί μόνον ενώπιον των κατά το Σύνταγμα και το νόμο αρμοδίων Διοικητικών Δικαστηρίων. Λόγοι, επομένως, με τους οποίους αμφισβητούνται οι εφαρμοσθείσες κατά την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης διατάξεις περί αυτοδίκαιης απόλυσης απαραδέκτως προβάλλονται ενώπιον του Κλιμακίου ως εξερχόμενοι της καθ΄ύλην αρμοδιότητας αυτού (βλ. Ε.Σ. Α΄ Κλ. 225, 226/2015 και την εκεί παραπεμπόμενη νομολογία). Η πράξη του κλιμακίου δεν παράγει δεδικασμένο για το μετέπειτα τυχόν επιληφθέν της συνταξιοδοτικής διαφοράς Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Κατά το άρθρο 155 §1 του Ν.3528/2007 (Υπαλληλικός Κώδικας) ο υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του. Κατ΄ εξαίρεση απολύεται με τη συμπλήρωση του 60 έτους και 35 ετών πραγματικής και συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας. Αν δεν έχει συμπληρώσεις το 65 παρατείνεται έως το 67ο (§2). Κατά πλάσμα του νόμου ημέρα γέννησης θεωρείται η 31/12 του έτους γέννησης (§3). Πραγματική δημόσια υπηρεσία θεωρείται κάθε υπηρεσία στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή που αναγνωρίζεται ως τέτοια με ειδικές διατάξεις. Ο χρόνος στράτευσης δεν λογίζεται εάν έλαβε χώραν πριν την έναρξη της υπαλληλικής σχέσης (§4).

Η λύση της υπαλληλικής σχέσης επέρχεται με την έκδοση διαπιστωτικής πράξης του απώτερου ιεραρχικού οργάνου διοίκησης ή του Υπουργού και περίληψη της δημοσιεύεται στο ΦΕΚ. Στις άλλες περιπτώσεις μη αυτοδίκαιης λύσης , η υπαλληλική σχέση λύεται με την κοινοποίηση της διαπιστωτικής ως άνω πράξης στον ενδιαφερόμενο. Αν δεν κοινοποιηθεί η σχέση λύεται μέσα σε 20 ημέρες από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ (αρθ.156§1 και 2).

Εξ άλλου ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 169/2007) ορίζει στο άρθρο 12 καθορίζει το ποια υπηρεσία προσμετράται ως συντάξιμη.

  • Δεν προσμετρούνται οι αυθαίρετες αποχές για τις οποίες επεβλήθη πειθαρχική ποινή (Ολομ. 1445/06) καθώς και το χρονικό διάστημα που η πειθαρχική απόφαση είχε ανασταλεί λόγω άσκησης υπαλληλικής προσφυγής (Ολομ.962/00).
  • Ο χρόνος όμως δικαιολογημένης αποχής λογίζεται συντάξιμος και στον υπολογισμό της 35 ετίας εφόσον κατεβλήθη η προβλεπόμενη εισφορά. Ομοίως συνυπολογίζεται ο χρόνος κανονικής άδειας άνευ αποδοχών εφόσον καταβληθεί ειδικής εισφορά οπότε συνυπολογίζεται και για την 35ετία. Όχι όμως και η πέραν της τριετίας εκπαιδευτική άδεια έστω και άνευ αποδοχών (Γ’ Κλιμ. 14/05).

Σχηματικά λοιπόν απαιτούνται :

  • α) Διαδρομή ορισμένου χρόνου υπηρεσίας (άρθρο 1 του Σ.Κ.)
  • β) Συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας
  • γ) Λύση της υπαλληλικής σχέσης
  • δ) Υπολογισμός Σύνταξης
  • ε) Πράξη κανονισμού σύνταξης
  • στ) Ενδεχόμενη πράξη αναπροσαρμογής σύνταξης

(βλ. ΙΙ Τμ.Ε.Σ. 1518/2009, 827/2010).

  1. 2.Η ανάκληση της πράξης κανονισμού ή ανακαθορισμού της σύνταξης.

Το άρθρο  66 παρ. 4 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, όπου διαμορφώθηκε με το αρθ.2§2 του Ν.4151/2013 αφενός κατάργησε την ενδικοφανή διαδικασία ένστασης στην Επιτροπή Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων αφετέρου στη θέση της προέβλεψε για πρώτη φορά την δυνατότητα ανάκλησης της πράξης κανονισμού σύνταξης είτε οίκοθεν είτε μετά από εμπρόθεσμη αίτηση θεραπείας  του ενδιαφερομένου.

Η διάταξη έχει καταρχήν ως εξής : «4. Το όργανο που έχει εκδώσει την πράξη μπορεί, χωρίς περιορισμό από προθεσμία, να προβεί στη διόρθωση οποιουδήποτε τυπικού ή ουσιαστικού στοιχείου αυτής, είτε αυτεπάγγελτα, χωρίς περιορισμό από προθεσμία, είτε μετά την υποβολή σχετικής αίτησης θεραπείας από τον ενδιαφερόμενο, εντός εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της, εφόσον διαπιστώσει ότι κατά την έκδοση της πράξης εφαρμόστηκαν εσφαλμένα οι σχετικές συνταξιοδοτικές διατάξεις. Η διόρθωση γίνεται με την έκδοση τροποποιητικής πράξης. Το ανωτέρω όργανο μπορεί να ανακαλέσει αυτεπάγγελτα την πράξη που εξέδωσε, χωρίς περιορισμό από προθεσμία, αν με την πράξη αυτή κανονίστηκε σύνταξη χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, καθώς και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων ii και iii της προηγούμενης παραγράφου. Η ανάκληση γίνεται με την έκδοση ανακλητικής πράξης. Εάν κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής διαπιστωθεί ότι έχει επέλθει ζημία στο Δημόσιο, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 69. Η ανωτέρω διαδικασία ισχύει και για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 48 του Ε.Κ. 987/ 2009. Οι πράξεις που εκδίδονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, υπόκεινται στα ένδικα μέσα της παραγράφου 2.»

Συνεπώς σήμερα προβλέπονται προβλέπει δυο δυνατότητες ανάκλησης της πράξης κανονισμού σύνταξης :

Α) Η οίκοθεν ανάκληση : Αρμόδιο όργανο είναι το όργανο που εξέδωσε την πράξη κανονισμού ή ανακαθορισμού . Αν και δεν έχει νομολογηθεί θα πρέπει να δεχθούμε με βάση την τάση της νομολογίας όπως διαμορφώθηκε με την υπ΄αριθμ. 190/2016 απόφαση της Ολομέλειας του ΕΣ , ότι αρμόδιο για την ανάκληση όργανο είναι κατ΄εφαρμογή του άρθρου 21 του ΚΔΔσιας τόσο το όργανο που την εξέδωσε όσο και το όργανο που είναι αρμόδιο κατά το χρόνο ανάκλησης να εκδίδει πράξη κανονισμού. Συνεπώς και αναρμόδιο όργανο αν την εξέδωσε μπορεί να την ανακαλέσει όχι μόνο λόγω της αναρμοδιότητάς του αλλά και για οποιοδήποτε άλλο λόγο (ΣτΕ 1581/2010 Ολομ).

Λόγοι ανακλήσεως είναι :

α) Η διόρθωση οποιουδήποτε τυπικού ή ουσιαστικού στοιχείου της πράξης κανονισμού σύνταξης. Στη περίπτωση αυτή συνήθως θα γίνεται μερική διόρθωση της αρχικής πράξης με μερική ανάκληση και τροποποίηση αυτής.

Β) Εάν κανονίστηκε σύνταξη χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή μεγαλύτερη από αυτή που καθορίζει ο νόμος. Αυτός ο λόγος είναι και ο ευρύτερος καλύπτει κάθε ουσιαστική ή τυπική παρανομία της πράξης κανονισμού σύνταξης.

γ) Εάν η πράξη κανονισμού στηρίζεται σε ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων ή σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα ή σε πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα, εφόσον τα περιστατικά αυτά προκύπτουν από αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή βούλευμα

δ) αν εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα .

Αρχικώς ο τύπος αυτής της απρόθεσμης ανάκλησης με την υπ’ αριθμ. 606/2015 απόφαση του III Τμήματος του ΕΣ, εκρίθη το πρώτον ως αντισυνταγματικός. Συγκεκριμένα εκρίθη ότι η σχετική ρύθμιση, με την οποία επιτρέπεται η απρόθεσμη διόρθωση ή ανάκληση της πράξεως κανονισμού συντάξεως από το εκδόσαν όργανο ύστερα από επανεκτίμηση των ίδιων πραγματικών περιστατικών, είναι αντίθετη προς την απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου συνταγματική αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, που επιβάλλει τη διατήρηση της ισχύος της ευμενούς για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξεως και ότι συνακολούθως μόνο στην περίπτωση που μεσολάβησαν δόλιες ενέργειες του διοικουμένου η απρόθεσμη ανάκληση είναι νόμιμη. Το τμήμα υποχρεωμένο από το άρθρο 100§5 του Σ. παρέπεμψε στην Ολομέλεια του ΕΣ η οποία με την υπ’ αριθμ. 190/2016 απόφαση έκρινε ομόφωνα την διάταξη συνταγματική.

Συγκεκριμένα έκρινε υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, δεν καταλείπετο έδαφος εφαρμογής των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων. Τούτο διότι υφίσταντο ειδικές διατάξεις για τον έλεγχο της νομιμότητάς τους, καθόσον, στο πλαίσιο της συνταξιοδοτικής διοίκησης και το αρχικά αρμόδιο όργανο (Διευθυντής ή Τμηματάρχης) απεκδύετο, από της εκδόσεως της πράξης κανονισμού, κάθε περαιτέρω αρμοδιότητας, η δε σχετική πράξη μπορούσε να μεταρρυθμισθεί μόνο κατόπιν ασκήσεως ενστάσεως (ενδικοφανούς προσφυγής) ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (ΕΕΠΚΣ). Κατόπιν όμως των τροποποιήσεων που επήλθαν με τους ν. 4002/2011 και 4151/2013 και προεχόντως με την κατάργηση της ΕΕΠΚΣ, – που ήταν το δευτεροβάθμιο όργανο το οποίο είχε την αρμοδιότητα να μεταρρυθμίζει την πράξη κανονισμού συντάξεως στο πλαίσιο της συνταξιοδοτικής διοίκησης , οι πράξεις αυτές μπορούν να μεταρρυθμισθούν μόνο από το όργανο που τις εξέδωσε. Επομένως, μη υπαρχούσης πλέον ειδικής διοικητικής διαδικασίας για τη μεταρρύθμισή τους, καθίσταται πρόδηλο ότι και οι πράξεις αυτές, ως ατομικές διοικητικές πράξεις, υπόκεινται, ως προς την ανάκλησή τους, στις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου περί ανακλήσεως. Στο πλαίσιο δε αυτό τυγχάνει εξεταστέο το ζήτημα εάν η αρμοδιότητα του εκδόσαντος αυτές οργάνου να τις ανακαλεί χωρίς περιορισμό από προθεσμία για πλάνη περί τα πράγματα ή πλάνη περί το δίκαιο έρχεται σε αντίθεση προς την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Επειδή, η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει στη διοίκηση όχι μόνο να τηρεί το δίκαιο κατά την έκδοση των πράξεών της, αλλά και να ανακαλεί τυχόν εκδοθείσα παράνομη πράξη, αποκαθιστώντας με τον τρόπο αυτό τη νομιμότητα. Από την άλλη βέβαια πλευρά, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και η ασφάλεια δικαίου επιβάλλει τη διατήρηση της ισχύος των ευμενών διοικητικών πράξεων υπέρ του καλόπιστου διοικουμένου. Σύνθεση των εν λόγω αλληλοσυγκρουόμενων συνταγματικών αρχών συνιστούν οι γενικές αρχές ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων, σύμφωνα με τις οποίες οι ευμενείς διοικητικές πράξεις ανακαλούνται, σε περίπτωση που είναι παράνομες, εντός ευλόγου χρόνου από της εκδόσεώς τους. Αλλωστε, με το άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968 διαλαμβάνεται ότι ο εντός της πενταετίας από της εκδόσεως της πράξεως χρόνος θεωρείται εύλογος για την ανάκληση της παράνομης ατομικής διοικητικής πράξεως, ενώ το εύλογο του πέραν της πενταετίας χρονικού διαστήματος εκτιμάται κατά περίπτωση από τη διοίκηση και τελικώς από τα δικαστήρια. Αλλωστε, με το άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968 διαλαμβάνεται ότι ο εντός της πενταετίας από της εκδόσεώς της πράξεως χρόνος θεωρείται εύλογος για την ανάκληση της παράνομης ατομικής διοικητικής πράξεως, ενώ το εύλογο του πέραν της πενταετίας χρονικού διαστήματος εκτιμάται κατά περίπτωση από τη διοίκηση και τελικώς από τα δικαστήρια. Η ρύθμιση δε ότι η πενταετία θεωρείται εύλογος χρόνος για την ανάκληση της παράνομης πράξεως, παρά τις επιφυλάξεις μέρους της επιστήμης, έχει κριθεί παγίως από τα Δικαστήρια ότι δεν είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, θεωρουμένου ότι εναπόκειται στον νομοθέτη, κατόπιν σταθμίσεως των δύο αλληλοσυγκρουομένων συνταγματικών αρχών (νομιμότητας και εμπιστοσύνης), η επιλογή της θεσπιστέας ρυθμίσεως, ενώ το χρονικό αυτό διάστημα (πενταετία) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι υπερμέτρως μεγάλο.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 4, όπως ισχύει, του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, εντασσόμενη στο πλαίσιο των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου περί ανακλήσεως των ευμενών πλην παράνομων διοικητικών πράξεων, δεν κρίνεται καταρχήν ως αντίθετη προς το Σύνταγμα και ειδικότερα προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Στην διάταξη βέβαια αυτή δεν τίθεται κάποιο απώτατο και περιοριστικό χρονικό όριο για την ανάκληση της τυχόν παράνομης πράξεως κανονισμού. Πλην όμως, στο πλαίσιο του κράτους δικαίου και της προστασίας του καλόπιστου διοικουμένου, δεν είναι ανεκτή η απρόθεσμη και χωρίς χρονικούς περιορισμούς ανάκληση από τη διοίκηση των ευμενών διοικητικών πράξεων. Συνακολούθως, η παράλειψη του νομοθέτη να θέσει χρονικά όρια ως προς την ανάκληση των τυχόν παράνομων πράξεων κανονισμού συντάξεως θεραπεύεται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου μόνου του α.ν. 261/1968. Επομένως, το εκδόν την πράξη όργανο δύναται να ανακαλεί την παράνομη πράξη κανονισμού συντάξεως εντός πενταετίας από της εκδόσεώς της, ενώ όσον αφορά στο πέραν της πενταετίας χρονικό διάστημα θα πρέπει να σταθμίζονται οι συντρέχουσες κάθε φορά περιστάσεις που στοιχειοθετούν το εύλογο της ανακλήσεως της ευμενούς για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξεως, εκτιμωμένου προεχόντως, όσον αφορά μεν στο μέλλον, την αρχή της νομιμότητας και ότι η σύνταξη αποτελεί ισόβια περιοδική χρηματική παροχή, όσον αφορά δε στον χρόνο ενάρξεως των αποτελεσμάτων της ανακλήσεως την ίδια τη φύση της συντάξεως, η οποία αποτελεί, καταρχήν, συνέχεια του μισθού και χορηγείται για την αξιοπρεπή διαβίωση του συνταξιούχου

Τα τμήματα του ΕΣ σε αρμό με την ως απόφαση της Ολομέλειας επεξέτειναν περαιτέρω ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις πράξεις που εξεδόθησαν πριν την τροποποίηση που εισήγαγε ο ν.4151/2013, καθώς και ότι η ανάκληση αυτή μπορεί να γίνει και για λόγους δημοσίου συμφέροντος καθώς και λόγω δόλιας ενέργειας του διοικουμένου, με ειδικά πάντα αιτιολογημένη απόφαση του οικείου οργάνου ως προς την διαπίστωση της συνδρομής των λόγων αυτών στην εκάστοτε κρινόμενη υπόθεση (ΕΣ 340/2018, ΙΙ τμ.).

Β) Η κατόπιν εμπρόθεσμης αίτησης θεραπείας ανάκληση: Η αίτηση αυτή θεραπείας προς το όργανο που εξέδωσε την συνταξιοδοτική πράξη ασκείται από κάθε ενδιαφερόμενο. Δηλαδή από καθένα που θεμελιώνει έννομο συμφέρον στην εξαφάνιση η τροποποίηση της πράξης.

Προθεσμία : Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι αν και ο νομοθέτης την αναφέρει ως αίτηση θεραπείας , δηλαδή απλή προσφυγή προβλέπει καταρχήν προθεσμία ασκήσεως , ήτοι 60 ημέρες από την κοινοποίηση της πράξης. Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προθεσμία αυτή διακόπτει την παραλλήλως τρέχουσα προθεσμία της εφέσεως. Εάν υποστηριχθεί ότι δεν πρόκειται κατ΄ουσίαν για αίτηση θεραπείας αλλά για ενδικοφανή προσφυγή που ασκείται στο ίδιο το όργανο που εξέδωσε τη πράξη, κατά τη σχετική πρόβλεψη του νόμου, τότε εφόσον αυτή ασκήθηκε εμπρόθεσμα αλλά το όργανο δεν απάντησε και παρήλθαν 3 μήνες , αρχίζει να τρέχει νέα και τελευταία προθεσμία για την άσκηση εφέσεως κατά της σιωπηρής απόρριψης αυτής. Απομένει στην νομολογία η ερμηνεία του χαρακτήρα της εν λόγω αιτήσεως θεραπείας. Σε κάθε περίπτωση η απάντηση του οργάνου επι της αιτήσεως θεραπείας έχει εκτελεστό χαρακτήρα και προφανώς απορροφά την αρχική πράξη αφού το τελευταίο εδάφιο της παρ.4 δεν φαίνεται να διακρίνει και ορίζει ότι η πράξη αυτή προσβάλλεται με τα ένδικα μέσα της παρ.2 του άρθρου 66, δηλαδή με έφεση.

Πάντως ανεξαρτήτως προθεσμίας, δηλαδή και εκπρόθεσμα ν΄ασκηθεί η αίτηση θεραπείας , δύναται πάντα το εκδόν όργανο εφόσον θεωρήσει ότι είναι βάσιμη να προβεί σε οίκοθεν ανάκληση κατά τα ανωτέρω.

Λόγοι της αιτήσεως είναι κάθε σφάλμα της προσβαλλόμενης πράξης κατά την συνταξιοδοτική νομοθεσία.

 

 

 

  1. 3.Αίτηση επανεξέτασης (αρθ.66§8).

Σύμφωνα με το άρθρο 66§8 υποθέσεις για συντάξεις που κρίθηκαν οριστικά και τελεσίδικα με τη διαδικασία των παραγράφων 1 έως και 7 αυτού του άρθρου, μπορούν να επαναφερθούν για εξέταση σε πρώτο βαθμό με αίτηση των ενδιαφερομένων ή του Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων, εφόσον αυτοί επικαλούνται αντίθετη αμετάκλητη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδόθηκε μετά τη χρονολογία έκδοσης της οριστικής πράξης ή απόφασης, η οποία προσβάλλεται.

Η αίτηση του προηγούμενου εδαφίου υποβάλλεται, με ποινή το απαράδεκτο της, σε προθεσμία δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία μεταβάλλεται η νομολογία που αφορά το νομικό ζήτημα της υπόθεσης. Τα οικονομικά αποτελέσματα των πράξεων ή αποφάσεων που εκδίδονται με τη διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αρχίζουν από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας έκδοσης τους.

Όπως είδαμε οι πράξεις κανονισμού, ανακαθορισμού ή αναπροσαρμογής συντάξεων αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις, που υποχρεώνουν το Δημόσιο και τον ενδιαφερόμενο. Οι πράξεις αυτές κατά βάση εφόσον εκδοθούν προσβάλλονται με έφεση και με εξαίρεση την περίπτωση της παρ.4 του άρθρου 66 , ήτοι την οίκοθεν απρόθεσμη ανάκληση, δεν είναι επιτρεπτή η επανεξέτασή τους εφόσον αυτές κατέστησαν οριστικές.

Οριστικές καθίστανται είτε λόγω παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση της εμπρόθεσμης αίτησης θεραπείας ή της προθεσμίας της έφεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είτε λόγω απόρριψης της ως άνω αίτησης ή έφεσης που ασκήθηκαν κατ’ αυτών (Με την παλαιά νομολογία η οριστικοποιείτο με την απόρριψη ή την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως της στην ΕΠΚΣ).

Μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, ύστερα από σχετική αίτηση του ενδιαφερόμενου, η επανεξέταση από τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα συνταξιοδοτικών υποθέσεων που έχουν καταστεί ως άνω οριστικές, εφόσον γίνεται επίκληση : α) είτε επιγενόμενης μεταβολής του νομικού καθεστώτος που διέπει την υπόθεση του, είτε β) μεταγενέστερης απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε αμετακλήτως καθ’ ερμηνεία των ίδιων διατάξεων αντίθετα το νομικό ζήτημα που αφορά την υπόθεσή του και γ) είτε, τέλος, νέων κρίσιμων εγγράφων, εγγράφων δηλαδή που μπορούν να ασκήσουν ουσιώδη επιρροή στη θεμελίωση ή στην έκταση του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος και τα οποία προϋπήρχαν της οικείας (οριστικής) συνταξιοδοτικής πράξης ή απόφασης ή βεβαιώνουν πραγματικά περιστατικά προγενέστερα αυτών.

Από αυτά παρέπεται ότι, πλην των ως άνω ειδικώς απαριθμούμενων περιπτώσεων, απαραδέκτως υποβάλλονται ή επαναφέρονται για νέα κρίση ενώπιον των συνταξιοδοτικών οργάνων αιτήματα, με τα οποία αμφισβητείται αμέσως ή εμμέσως η νομιμότητα πράξεων κανονισμού, ανακαθορισμού ή αναπροσαρμογής συντάξεων, που έχουν περαιωθεί οριστικώς είτε γιατί δεν ασκήθηκαν κατ’ αυτών τα προβλεπόμενα στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα ενδικοφανή ή ένδικα μέσα είτε γιατί τα ασκηθέντα κατ’ αυτών ενδικοφανή ή ένδικα μέσα απορρίφθηκαν (βλ. σχετ. Ολ. Ελ. Συν. 729/1999, 2126/1995, II Τμ. 821/2010, 3509/2009,  1145/2004, 439/2004, 2166/2003, 1396/2002, 107/2002, 992/2001, 1544/ 2000, 1725/1999, 873/1999 κ.ά.).

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ.

Ι. Η συνταξιοδοτική έφεση ( αρθ.111 ΚΔΕΣ και προϊσχύσαν αρθ.66§2,8 π.δ 169/2007).

Η πράξη κανονισμού σύνταξης της παρ.1 αλλά και οι πράξεις που εκδίδονται κατά την παρ. 4 και 6 του άρθρου 66 , υπόκεινται σε έφεση στο αρμόδιο Τμήμα (ΙΙ ή ΙΙΙ) του Ελεγκτικού Συνεδρίου:

α) από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εντός εξήντα ημερών από την κοινοποίηση της πράξης.

Σύμφωνα με το άρθρο 66§10 : « η κοινοποίηση των πράξεων ή αποφάσεων του προηγούμενου εδαφίου, με τις οποίες γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται σχετικό αίτημα, θεωρείται ότι έγινε την εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο της κοινοποίησης. Προκειμένου περί πράξεων αναπροσαρμογής συντάξεων που αποστέλλονται στους ενδιαφερομένους από τη Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων, ως ημερομηνία κοινοποίησης τους θεωρείται η εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία που φέρουν οι πράξεις αυτές. Αν ο ενδιαφερόμενος διαμένει στο εξωτερικό η κοινοποίηση γίνεται στον πληρεξούσιο του, και αν δεν υπάρχει πληρεξούσιος, στον ίδιο από την οικεία Ελληνική προξενική αρχή και στο Δήμο ή την Κοινότητα στα μητρώα των οποίων είναι γραμμένος. Αν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει γνωστή διαμονή η πράξη ή απόφαση στέλνεται στο δήμαρχο ή τον πρόεδρο της Κοινότητας του τόπου στα μητρώα αρρένων ή τα δημοτολόγια του οποίου είναι γραμμένος. Ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της Κοινότητας υποχρεούται να τοιχοκολλήσει την πράξη ή απόφαση σε φανερό εξωτερικό μέρος του δημαρχιακού ή κοινοτικού καταστήματος για οκτώ ημέρες και να συντάξει αποδεικτικό που να βεβαιώνει το γεγονός αυτό.».

Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 66 παρ. 10 του π.δ. 166/2000, θεσπιζόταν μέχρι τον ΚΔΕΣ ενιαίο τεκμήριο κοινοποίησης των συνταξιοδοτικών πράξεων ή αποφάσεων και θεωρείται τόσο για τις κανονιστικές ή αυξητικές της σύνταξης πράξεις ή αποφάσεις, όσο και για τις λοιπές, ως χρόνος κοινοποίησης τούτων η εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο της κοινοποίησης της πράξης και όχι η ημερομηνία εκδόσεως της ίδιας της πράξης  ( δηλ. 60 +60 =120 ημέρες , βλ. ΙΙ Τμ. Ελ. Συν. 1251/2002, 24/2003, 1720/2004, ΙΙΙ Τμ. 285/2007, 2260/2010).

Αφετήριο δηλαδή γεγονός της εξηκονθήμερης προθεσμίας Θα πρέπει να προσεχθεί η περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει την αίτηση στον ΓΛΚ αλλά ο Υπουργός παραλείπει ν΄ απαντήσει. Στη περίπτωση αυτή θα πρέπει οι λόγοι της ένστασης που θα ασκηθεί κατά της παράλειψης του ΓΛΚ να έχει συγκεκριμένο αίτημα και το αντικείμενο της να ταυτίζεται  με το αντικείμενο της υποβληθείσης αίτησης ώστε η υπόθεση να μεταβιβάζεται στο Κλιμάκιο μόνο κατά το αντίστοιχο μέρος με συνέπεια απαραδέκτως να προβάλλονται, το πρώτον με την ένσταση, αιτήματα που δεν είχαν προηγουμένως υποβληθεί ενώπιον του οικείου οργάνου (ΕΣ 523/2014 Α’ Κλιμ).

Οι πράξεις αυτές αφορούν πράξεις του ΓΛΚ που συνήθως έχουν να κάνουν με :

Α) Την μη εκτέλεση ή την πλημμελή εκτέλεση των συνταξιοδοτικών πράξεων ή αποφάσεων του ΓΛΚ . Για παράδειγμα ο Υπουργός Οικονομικών αρνείται να καταβάλει κανονισθείσα τιμητική σύνταξη (ΕΣ ΙΙ 167/2002).

Αντίθετα δεν προσβάλλονται με ένσταση του 90 οι πράξεις του Υπουργού με τις οποίες αρνείται την εκτέλεση απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφού δεν πρόκειται για πράξη κανονισμού σύνταξης του ΓΛΚ  και η ένσταση είναι απαράδεκτη ( Α΄ Κλιμ. 3665/00,  6035/99, 4848/99). Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου αδικοπρακτική κατά τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (ΣτΕ 3036/2008 Ολομ) καθώς επίσης και ευθύνη για μη συμμόρφωση κατά το ν. 3062/2003.

Β) Πράξεις με παρακολουθηματικό χαρακτήρα ως προς την σύνταξη : Η πράξη του ΓΛΚ με την οποία καθορίζονται τα Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας, δεν αποτελούν στοιχεία της πράξης κανονισμού ή αναπροσαρμογής της σύνταξης αλλά έχουν παρακολουθηματικό αυτής χαρακτήρα και άρα με ένσταση του άρθρου 90 ΚΝΕΣ μπορεί να αμφισβητείται η νομιμότητα καταβολής αυτών ως προς ορισμένο ύψος (ΕΣ 779/2017 Α’ Κλιμ.). Ή το επίδομα εξομάλυνσης (ΕΣ 577/2017 Α Κλ.).

Γ) Την αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών συντάξεων . Πάντως δεν είναι παράδεκτη η  ένσταση που ασκείται κατά πράξεως του Υπουργού για καταλογισμό αχρεωστήτως καταβληθείσης  σύνταξης  με αίτημα την καταβολή σε δόσεις του καταλογισθέντος ποσού (Α Κλιμ. 6062/99).

Θα πρέπει να προσεχθεί ότι εφόσον πλέον ο υπάλληλος είναι συνταξιούχος , δεν προσβάλλονται με ένσταση , αλλά με έφεση πράξεις με τις οποίες γίνεται παρακράτηση σύνταξης λόγω αχρεώστητης καταβολής αποδοχών που έλαβε ο συνταξιούχος όταν ήταν εν ενεργεία. Αντίθετα όταν ο υπάλληλος απολύεται από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδοτήσεως και βρίσκεται στο μεταβατικό καθεστώς για ν’ αναγνωριστεί συνταξιούχος , τότε και μόνο τότε εφαρμόζεται το άρθρο 60§5 ΚΣ και ορίζει ότι «σε περίπτωση που υπάλληλος ή στρατιωτικός αποχωρεί λόγω συνταξιοδότησης και έχει εισπράξει εν ενεργεία αποδοχές που δεν δικαιούται, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά παρακρατούνται συμψηφιστικά, με δόσεις από τη σύνταξή του ή σε περίπτωση μεταβίβασης της σύνταξης από τη σύνταξη των μελών της οικογένειάς του. Η παρακράτηση γίνεται με πράξη του αρμόδιου Διευθυντή Συντάξεων ύστερα από σχετική βεβαίωση του εκκαθαριστή αποδοχών, για το ποσό που καταβλήθηκε επιπλέον. Το παρακρατούμενο κατά μήνα ποσό δεν μπορεί να υπερβεί το 1/4 της καταβαλλόμενης σύνταξης”. Πρόκειται δηλαδή για εφάπαξ εφαρμοζόμενη διάταξη. Αντιθέτως εάν ο υπάλληλος γίνει συνταξιούχος και δεν του γίνει με τη πράξη κανονισμού παρακράτηση, τότε ο διατάκτης θα εκδώσει πράξη αχρεωστήτως ληφθεισών αποδοχών όπως και πριν που ήταν εν ενεργεία προσβαλλόμενη με έφεση και θα προβεί σε ταμειακή βεβαίωση αυτής μέσω της αρμόδιας ΔΥΟ, οπότε κατά της ταμειακής θα ασκηθεί ανακοπή από τον υπάλληλο νυν συνταξιούχο στο ΕΣ. Αντίθετα αναρμοδίως όμως εκδίδεται πράξη παρακράτησης συντάξεων λόγω αχρεωστήτως ληφθεισών αποδοχών μετά τον κανονισμό της σύνταξης από την υπηρεσία του ΓΛΚ και η σχετική πράξη προσβάλλεται με έφεση και όχι ένσταση αφού δεν αφορά είσπραξη αχρεώστητων συντάξεων αλλά αποδοχών (ΕΣ 971/2019, IV τμ. και παραπεμπτική 125/2016 Α κλιμ.).

Οι πράξεις που προσβάλλονται με ένσταση πρέπει να έχουν εκτελεστό χαρακτήρα και όχι βεβαιωτικό. Έτσι δεν προσβάλλεται με ένσταση , λόγω του μη εκτελεστού του χαρακτήρα, πληροφοριακό έγγραφο του ΓΛΚ που ενημερώνει το δικαιούχο για το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης , χωρίς νέα έρευνα και ουσιαστική κρίση και χωρίς να δεσμεύει την διοίκηση (ΕΣ Α΄Κλιμάκιο 1026/2012).

Για τις δυσμενείς αυτές πράξεις προβλέπεται για τον ενδιαφερόμενο ενδικοφανής διαδικασία με ένσταση του άρθρου 90 ΚΝΕΣ (και 67 ΚΠΣΣ) ενώπιον του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Οι πράξεις του Κλιμακίου που εκδίδονται μετά από ένσταση του άρθρου 90 ΚΝΕΣ μπορούν στη συνέχεια να προσβληθούν με συνταξιοδοτική έφεση ενώπιον του αρμοδίου Ι’ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή με συνταξιοδοτική αίτηση αναθεώρησης ή αίτηση διόρθωσης ενώπιον του ιδίου του Α΄Κλιμακίου (ΕΣ Ι, 1792/07,ΙΙ  2751/06, ΕΣ Ολομ. 1247/99, 1504/96).

Εάν ασκηθεί έφεση το Κλιμάκιο χάνει την αρμοδιότητα του υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να επιληφθεί εκ νέου με μεταγενέστερη ανάκληση ή αίτηση διόρθωσης  ή αναθεώρηση ( ΕΣ Ι ,1516/05).

Ενδικοφανής χαρακτήρας : Η ένσταση του άρθρου 90, όπως συνάγεται από την γραμματική διατύπωση είναι υποχρεωτική για την εν συνεχεία άσκηση εφέσεως ενώπιον του ΕΣ και άρα λειτουργεί ως προϋπόθεση του παραδεκτού για την άσκηση της Εφέσεως, έχει δηλαδή χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής, χωρίς όμως να μπορεί ευθέως να χαρακτηριστεί και έτσι διότι δεν απευθύνεται σε διοικητικό όργανο αλλά σε δικαστικό σχηματισμό (ΕΣ Ολομ. 813/96).

Η ένσταση του άρθρου 90 είναι μεν υποχρεωτική για την εν συνεχεία εξέταση της έφεσης από το αρμόδιο τμήμα του ΕΣ αλλά δεν είναι προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης. Συνεπώς εάν ασκηθεί απευθείας έφεση , χωρίς να έχει προηγηθεί η ένσταση, το αρμόδιο τμήμα του ΕΣ δεν απορρίπτει αυτήν , αλλά την παραπέμπει για να εκδικαστεί ως ένσταση στο Α΄κλιμάκιο. Συνεπώς η ένσταση του άρθρου 90 ΚΝΕΣ δεν είναι και προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης επι ποινή απαράδεκτου αυτής.

Η έφεση στο ΕΣ συνεπώς θα στρέφεται πάντα κατά της απορριπτικής απόφασης του Α΄ Κλιμακίου και όχι κατά της αρχικής αρνητικής πράξης του Υπουργού. Στην απορριπτική της ενστάσεως  απόφαση του Κλιμακίου ενσωματώνεται και η άρνηση του Υπουργού και συνεπώς είναι απαράδεκτη η έφεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά τη απόφασης  του Υπουργού η οποία έχει χάσει την εκτελεστότητά της ενσωματούμενη στη πράξη του Α΄κλιμακίου (ΕΣ Ι,49/05).

Ειδικά για την άσκηση αγωγής η ένσταση του άρθρου 90 ΚΝΕΣ δεν αποτελεί όμως προϋπόθεση της . Η αγωγή δηλαδή μπορεί να ασκηθεί αυτοτελώς. Πάντως το τμήμα θα πρέπει να ερμηνεύσει το δικόγραφο της αγωγής, δηλαδή εάν διαπιστώσει ότι φέρει τα στοιχεία ένστασης μπορεί να το παραπέμψει στο Α΄κλιμάκιο. Κρίσιμο στοιχείο θα είναι εάν το δικόγραφο της αγωγής ζητά την ακύρωση της πράξης του Υπουργού ή τη μεταρρύθμιση αυτής και την αναγνώριση καταβολής των ποσών , αναφέροντας τα στοιχεία της π[προσβαλλόμενης πράξης και αιτιάσεις κατ΄αυτής. Τότε στην ουσία θα πρόκειται για σώρευση έφεσης και αγωγής , οπότε το τμήμα θα παραπέμψει στο Α΄ Κλιμάκιο.

Συνεπώς σε κάθε περίπτωση η άσκηση απευθείας εφέσεως σε Τμήμα του ΕΣ δεν άγει σε απόρριψη της εφέσεως , αλλά το Τμήμα θα ερμηνεύσει το δικόγραφο ως ένσταση του αρθ.90 ΚΝΕΣ και θα παραπέμψει στο αρμόδιο Α’ Κλιμάκιο. Τέτοια όμως, ερμηνευτική δυνατότητα δεν υφίσταται όταν το δικόγραφο δεν φέρει τα απαραίτητα κατά νόμο στοιχεία προκειμένου να ερμηνευθεί ως ένσταση (αριθμός προσβαλλομένης πράξης, συγκεκριμένες αιτιάσεις κατ’ αυτής ( ΕλΣυν 577/2017). Πρέπει δηλαδή το δικόγραφο της ένστασης να φέρει τα ελάχιστα στοιχεία του άρθρου 90 ΚΝΕΣ (βλ. ΕΣ Πρ. Α’ Κλιμ. 1/2015, πρβ. κατ’ αναλογία ΕΣ Ολομ. 457/2008, 1941, 346/2005, 2355/2004,1285, 746/2002, a contrario ΕΣ II Τμ. 1064/2015, 2454, 2452/2014, πρβ. κατ’ αναλογία I Τμ. 2776/2009, απόφ. Διοικ. Ολομ. ΑΠ 14/2010, αποφ. ΕΔΔΑ της 24.5.2006 Λιακοπούλου κατά Ελλάδος, της 27.7.2006, Ευσταθίου και λοιποί κατά Ελλάδος, της 14.12.2006 Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος, της 17.1.2008 Βασιλάκης κατά Ελλάδος και της 21.2.2008 Κοσκινά και λοιποί κατά Ελλάδος), ώστε μία τέτοια παραπομπή να παρίσταται λυσιτελής

Κατά πάγια νομολογία του ΕΣ εφόσον η έφεση ή ένσταση ή αγωγή εισαχθεί καθύλη αναρμοδίως στο Τμήμα Ι ή ΙΙ ή στο Α Κλιμάκιο ή και στην Ολομέλεια, το δικάζον Δικαστήριο ή σχηματισμός , ως αναρμόδιο για την εκδίκασή της, δεν απορρίπτει αλλά παραπέμπει την υπόθεση στον αρμόδιο Δικαστήριο ή Δικαστικό σχηματισμό ( Ελ. Συν. Ολομ. 32/2018, 1510/2016, 3654/2013, 1388/2012, 3437/2009, 779/2017 , ΙΙ τμ. ). Συνεπώς εάν πράξεις που αφορούν την εκτέλεση σύνταξης προσβληθούν αναρμοδίως με έφεση ή εν γένει εισαχθούν σε Τμήμα ή στην Ολομέλεια παραπέμπονται για να δικαστούν ως ένσταση του άρθρου 90 στο Α΄ Κλιμάκιο (ΕΣ 513/2016 Ι τμ. αποφ. ΕλΣυν II Τμ.94/2014, 3165, 2426, 2423, 557/2011,1992/2008, 711, 708/2005, 1143/2004, 1131/2001, ΙΙΙ Τμ. 3272/2009 κ.ά.) . Αλλά και το Α΄ Κλιμάκιο οφείλει να παραπέμψει «ένσταση» κατά  πράξεως κανονισμού συντάξεως, είτε στο αρμόδιο Τμήμα του ΕΣ είτε στην ΕΕΠΚΣ εάν την εκτιμά ως ένσταση του άρθρου 66 ΚΠΣ, εφόσον πρόκειται για διαφορά εκ κανονισμού και όχι εξ΄ εκτελέσεως , και εάν δεν το πράξει  καθίσταται αναρμόδιο και η πράξη του είναι πλημμελής και ακυρωτέα (ΕΣ ΙΙ, 865/04). Παράδειγμα : προσβάλλεται με έφεση άρνηση του ΓΛΚ να χορηγήσει κανονισθείσα τιμητική σύνταξη λόγω λήψεως δεύτερης σύνταξης. Το ΙΙ τμήμα του ΕΣ πρέπει να παραπέμψει στο Α΄ Κλιμάκιο (ΕΣ ΙΙ 271/2002).

  • Οι λόγοι της επακολουθησάσης εφέσεως στο Τμήμα δεν είναι ανάγκη να είναι ταυτόσημοι με τους λόγους της ενστάσεως στο κλιμάκιο ( ΕΣ Ολομ. 1114/07).

Με την ένσταση αυτή μπορούν να  προβληθούν παράπονα του ενισταμένου κατά της καταλογιστικής πράξης,  που αναφέρονται  σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα  του οργάνου που την εξέδωσε, το  δε  Κλιμάκιο, που αποτελεί  δικαστικό σχηματισμό, ελέγχει  όχι μόνο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης  πράξης,  αλλά επανεξετάζει  και κατ’ ουσία την υπόθεση,  οι πράξεις δε που εκδίδονται  απ’ αυτό επί των ανωτέρω  ενστάσεων είναι δικαστικής φύσεως. Κατά των πράξεων του Κλιμακίου που εκδίδονται  κατόπιν  των ως άνω  ενστάσεων  δύναται ν’ ασκηθεί, στη συνέχεια, από τον έχοντα έννομο συμφέρον, εντός  της οριζόμενης προθεσμίας, το  ένδικο βοήθημα της έφεσης  ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η οριοθέτηση της μεταβίβασης  της υπόθεσης  στο οικείο Τμήμα επέρχεται με τους λόγους έφεσης  και ενδεχομένως  με τους πρόσθετους  λόγους, με τους οποίους  ελέγχεται  η ορθότητα  της προσβαλλόμενης πράξης. Η έφεση, παρά την ονομασία  της αυτή από το νομοθέτη, αποτελεί  στην πραγματικότητα  «προσφυγή» ουσίας κατά της πράξης του Κλιμακίου, το δε   Δικαστήριο  επιλαμβάνεται  στην περίπτωση αυτή του ελέγχου  της πράξης τόσο από νομικής απόψεως και  εξετάζει τη νομιμότητα αυτής, όσο και από ουσιαστικής  απόψεως, αφού διαπιστώσει  τη συνδρομή  των πραγματικών  περιστατικών  και προβεί στην ουσιαστική εκτίμηση αυτών.

Και ναι μεν  οι λόγοι της έφεσης,  όπως και οι λόγοι της ένστασης,  αποτελούν  παράπονα του εκκαλούντος κατά της προσβαλλόμενης  πράξης, που αναφέρονται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Κλιμάκιο,  ο εκκαλών,  όμως, δικαιούται  να προβάλει ενώπιον του Τμήματος  οποιονδήποτε, έστω και μη προβληθέντα ενώπιον του Κλιμακίου  με την ένστασή του, ισχυρισμό, με τον οποίο επιδιώκεται η ακύρωση ή τροποποίηση της προσβαλλόμενης  πράξης, αρκεί να μην  μεταβάλλεται το αντικείμενο της δίκης, το οποίο  στην προκειμένη περίπτωση  ταυτίζεται με το αίτημα της  ασκηθείσας   ένστασης, όπως θεμελιώνεται από τα πραγματικά περιστατικά που το στηρίζουν. Έτσι παραδείγματος χάριν μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά με την έφεση ή τους προσθέτους λόγους αυτής ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί παραβιάσεως της χρηστής διοίκησης και    περί συνδρομής  στο πρόσωπο του οικονομικής αδυναμίας προς επιστροφή του καταλογισθέντος σε βάρος του ποσού συντάξεως ως αχρεωστήτως , καίτοι ο ισχυρισμός αυτός δεν είχε προβληθεί με την ασκηθείσα  ένστασή του ενώπιον του Κλιμακίου.

Στοιχεία που πρέπει να φέρει η ένσταση άρθρου 90 ΚΝΕΣ:

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ. 598/1965 [«Εκτέλεση άρθρου 5 παρ.4 Ν.4448/64-Κανονισμός συντάξεων-Ενστάσεις») η ένσταση του άρθρου 90 ΚΝΕΣ πρέπει να περιέχει τα εξής στοιχεία : « 1. α) Το ονοματεπώνυμον και την κατοικίαν, μετά προσδιορισμού συνοικίας,   οδού και αριθμού, του ασκούντος την ένστασιν.     β) Τον αριθμόν και την χρονολογίαν της πράξεως του Υπουργού Οικονομικών, καθ`ής ασκείται η ένστασις. γ) Τους λόγους δι`ών στηρίζεται η ένστασις. δ) Τον διορισμόν αντικλήτου κατοικούντος εν Αθήναις μετά προσδιορισμού της διευθύνσεως αυτού, εάν ο ασκών την ένστασιν δεν είναι   κάτοικος Αθηνών. Ελλείψει διορισμού αντικλήτου θεωρείται διορισθείς     τοιούτος ο Γραμματεύς των εν Αθήναις Πρωτοδικών ε) Την υπογραφήν του ενισταμένου ή του υπο τούτου νομίμως εξουσιοδοτημένου.   2. Αι κατά το αυτό ως άνω άρθρον ασκούμεναι ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενστάσεις κατά παραλείψεων του Υπουργού των Οικονομικών δέον  να μνημονεύωσι τους λόγους εκ των οποίων εδημιουργήθη η υποχρέωσις της  Διοικήσεως όπως προβή εις την έκδοσιν της κατά νόμον πράξεως, ής την έκδοσιν παρέλειψεν. 3. Δια την εκδίκασιν των ενστάσεων απαιτείται η προσαγωγή των πρωτοτύπων ή επισήμων αντιγράφων των εγγράφων, ων γίνεται επίκλησις εν τη ενστάσει. Εφ`όσον τα έγγραφα ταύτα δεν εύρηνται εν τω οικείω παρά τη αρμοδία υπηρεσία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους φακέλλω της υποθέσεως δέον όπως προσκομισθώσιν υπο του επικαλουμένου ταύτα.».

Συνεπώς η ένσταση μπορεί να υπογράφεται από τον ίδιο τον ενιστάμενο ή απο πληρεξούσιο του (Α’ Κλιμ. 520/2000). Για τους υπογράφοντες δικηγόρους τεκμαίρεται η πληρεξουσιότητα και συνεπώς το πληρεξούσιο πρέπει να κατατεθεί έως την συζήτηση της ενστάσεως που γίνεται σε συμβούλιο. Το πληρεξούσιο πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 17 του π.δ 1225/81 και μπορεί να προσκομισθεί και στην κατ΄ έφεση δίκη ενώπιον του ΕΣ  , όπου έχει το νόημα της εγκρίσεως ( ΕΣ τμ.Ι , 2628/06, 49/05).

Εάν προσβάλλεται παράλειψη κατόπιν αιτήσεως θα πρέπει, όπως προλέχθηκε ανωτέρω, ν’ αναφέρει η ένσταση την αίτηση επι της οποίας δεν απάντησε ο Υπουργός καθώς και τις διατάξεις βάσει των οποίων είχε υποχρέωση να απαντήσει ενώ στην ένσταση το αίτημα θα πρέπει να είναι το ίδιο με την αίτηση. Η προθεσμία προσβολής αρχίζει μετά την πάροδο διμήνου από την ημέρα κατά την οποία δημιουργήθηκε η υποχρέωση προς έκδοση της παραλειφθείσας πράξης.

Τρόπος άσκησης : Κατά το άρθρο 2 του β.δ 598/1965 ορίζεται : «1. Αι ενστάσεις υποβάλλονται εις το Γενικόν Λογιστήριον του Κράτους  (Διεύθυνσιν Συντάξεων) εντός της υπο του άρθρου 5 του ως άνω νόμου   τασσομένης προθεσμίας, είτε απ`ευθείας είτε μέσω οιασδήποτε δημοσίας, δημοτικής ή κοινονικής αρχής. 2. Η ένστασις μετά του φακέλλου της υποθέσεως και σχετικής εκθέσεως περί των επι της ενστάσεως απόψεων της υπηρεσίας διαβιβάζεται εις την Γραμματείαν του Ελεγκτικού Συνεδρίου.»

Η υποβολή της ενστάσεως μπορεί να γίνει είτε στο ΓΛΚ είτε σε άλλη δημόσια αρχή ,δηλαδή και στο ΕΣ.

Μετά την παραλαβή της από το ΓΛΚ η ένσταση μετά του φακέλου της υποθέσεως και σχετικής εκθέσεως των απόψεων της υπηρεσίας διαβιβάζεται στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου όπου καταχωρίζεται από του Γραμματέα στο τηρούμενο “βιβλίο   καταχωρήσεως ενστάσεων” και δια πράξεως του Προέδρου του Α’ Κλιμακίου διαβιβάζεται στο Γενικόν Επίτροπο της Επικρατείας, για να  εκφέρει εγγράφως την γνώμη του και μετά δίδεται στο οριζόμενο από το Πρόεδρο εισηγητή Πάρεδρο (αρθ.3). Ο Πάρεδρός μπορεί να ζητεί εγγράφως παρά των ενδιαφερομένων μερών κάθε στοιχείο ή πληροφορία που κρίνει απαραίτητη για την υπόθεση (4). Ο Εισηγητής εξετάζει την υπόθεση ως προς το νομικό και

πραγματικόν μέρος αυτής και καταρτίζει έγγραφη εισήγηση προς το Κλιμάκιο.

 

Από τη χρήση του όρου «υποβάλλεται» συνάγεται ότι η ένσταση δεν είναι απαραίτητο να κατατεθεί αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο, αλλά μπορεί να υποβληθεί με συστημένη επιστολή ή εταιρία ταχυμεταφορών ή με τηλεομοιοτυπία . Ειδικά για την τηλεομοιοτυπία (FAX) θα πρέπει να τηρηθούν οι προϋποθέσεις που τάσσονται στις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2672/1998 (ΦΕΚ Α΄ 290), ήτοι ευκρινές αποτύπωμα του αριθμού κλήσης της τηλεομοιοτυπικής συσκευής του αποστολέα και του παραλήπτη, της ημερομηνίας και ώρας αποστολής και του αριθμού της τρέχουσας σελίδας, ώστε να είναι δυνατή η αναγνώριση της συσκευής αποστολής (Ε.Σ. Αποφ. Τμ. Μείζ.- Επτ. Συνθ. 905/2017 1078/2016, 6207/2015, 4561, 3251/2013, 3207, 2163/2011). Η υποβολή θεωρείται ότι συντελέσθηκε την ημερομηνία και ώρα που αφήνει το αποτύπωμα της τηλεομοιοτυπικής συσκευής αποστολής, με την προϋπόθεση ότι η ώρα αυτή είναι εντός του νομίμου ωραρίου εργασίας των δημοσίων υπηρεσιών [βλ. ΕΣ Αποφ. Τμ. Μείζ.- Επτ. Συνθ. 1078/2016, 1654/2011, καθώς και το άρθρο 49 παρ. 4 του ν. 2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, ΦΕΚ Α΄ 97), σύμφωνα με το οποίο οι επιδόσεις δικογράφων προς το Δημόσιο γίνονται κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες)].

Μπορεί επίσης να υποβληθεί και με   ηλεκτρονικό γράμμα (e-mail) σύμφωνα με το  π.δ. 150/2001 «Προσαρμογή στην Οδηγία 99/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές». Τα ηλεκτρονικά έγγραφα που φέρουν ασφαλή προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή εξομοιώνονται, από πλευράς έννομων συνεπειών, πλήρως, με τα ιδιοχείρως υπογεγραμμένα έγγραφα και αναπτύσσουν αυξημένη αποδεικτική δύναμη (άρθρο 445 ΚΠολΔ) και, εφόσον η γνησιότητα του περιεχομένου τους δεν αμφισβητείται, αποτελούν πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση που περιέχουν προέρχεται από τον ψηφιακώς υπογράφοντα . Επίσης τα πιστοποιητικά δημιουργίας ψηφιακής υπογραφής που έχουν εκδοθεί από φορέα παροχής υπηρεσιών πιστοποίησης εγκατεστημένο σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους καλυπτόμενους από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ηλεκτρονική υπογραφή τομείς, συνεπάγονται τις ίδιες έννομες συνέπειες με τις αντίστοιχες υπηρεσίες πιστοποίησης, που παρέχονται από πάροχο υπηρεσιών πιστοποίησης, ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα, τα δε προϊόντα ψηφιακής υπογραφής, τα οποία συνάδουν με την κείμενη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεπάγονται τις ίδιες έννομες συνέπειες με τα αντίστοιχα προϊόντα ψηφιακής υπογραφής, τα οποία προέρχονται από την Ελλάδα. Ως εκ τούτου, το εκτύπωμα (print – out) ενός ηλεκτρονικού εγγράφου αποτελεί το πρωτογενές ηλεκτρονικό έγγραφο (ΑΠ 35/2011, 570/2010, 441/2007, 1094/2006, 902/2006, 578/2005). Συνεπώς, δημόσια έγγραφα που εκδίδονται ηλεκτρονικά, με χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής (ψηφιακής) υπογραφής που πληροί τις απαιτήσεις της Οδηγίας 99/93/ΕΚ, από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και απευθύνονται σε ένα άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Ελλάδα, θεωρούνται νομίμως υπογεγραμμένα, έχουν δε την ίδια νομική και αποδεικτική ισχύ με τα έγγραφα που φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή και σφραγίδα και έχουν ισχύ πρωτοτύπου και στην Ελλάδα με την έκδοσή τους και μόνο, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε επικύρωσή τους (ΕΣ 1739/2016, Μείζων 7μ).

  • Η ένσταση επι ποινή απαραδέκτου πρέπει να συνοδεύεται από αποδεικτικό καταβολής παραβόλου 20 €. Το παράβολο επιστρέφεται επι παραδοχής εν όλω ή εν μέρει της ενστάσεως (αρθ.90§1 ΚΝΕΣ).
  • Δεύτερη ένσταση κατά της  ιδίας πράξεως δεν επιτρέπεται  σύμφωνα με το άρθρο 54 του πδ 1225/81 που εφαρμόζεται ανάλογα, εκτός εάν η πρώτη απορρίφθηκε για τυπικό λόγο (Α΄Κλιμ. 2622/00).

Στοιχεία του δικογράφου της ενστάσεως : Προκειμένου να ασκείται παραδεκτώς, το δικόγραφο της ενστάσεως πρέπει να φέρει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) ονοματεπώνυμο και διεύθυνση του ενισταμένου,

(β) αριθμόν και χρονολογία της προσβαλλόμενης πράξεως, ενώ στην ειδικότερη περίπτωση που η προσβαλλόμενη είναι παράλειψη πρέπει να καταγράφονται και οι λόγοι για τους οποίους υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης να εκδώσει πράξη.

Ένσταση από το δικόγραφο της οποίας, σε συνδυασμό με τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, δεν προκύπτει το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης με αυτήν πράξης, είναι αόριστη και, ως εκ τούτου, απορριπτέα ως απαράδεκτη και δεν αναπληρώνεται από τυχόν πληροφοριακό έγγραφο του ΓΛΚ περί ενδεχόμενης παρακράτησης της σύνταξης (ΕΣ 353, 322/2014 Α). Εφόσον δεν προκύπτει το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης με την ένσταση πράξης, ούτε επισυνάπτεται τυχόν ασκηθείσα αίτηση του ενιστάμενου, η υπό κρίση ένσταση είναι αόριστη και, ως εκ τούτου, ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και, για το λόγο αυτό, απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΕΣ Α κλ. 568/2014). Η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει δηλαδή να έχει εκδοθεί από το ΓΛΚ κατόπιν αιτήσεως του ενισταμένου, ο οποίος θα πρέπει να αποδεικνύει την κατάθεση της αιτήσεως του. Περαιτέρω, σε περίπτωση που δεν έχει προηγηθεί αίτηση από το φορέα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος δε στοιχειοθετείται πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και το αίτημα του συνταξιούχου απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του Κλιμακίου με την ένστασή του (Πράξεις Α΄ Κλ. 3803/2012, 2516, 6905/2010 κ.ά.).

(γ) τους λόγους για τους οποίους ασκείται, οι οποίοι πρέπει να αφορούν σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του οργάνου που προέβη στην έκδοσή της,

(δ) διορισμό αντικλήτου κατοικούντος στην Αθήνα στην περίπτωση που ο ενιστάμενος δεν είναι κάτοικος Αθηνών και

(ε) υπογραφή του ενισταμένου ή του υπό τούτου νομίμως εξουσιοδοτημένου. Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι η ένσταση παραδεκτώς υπογράφεται είτε από τον ενδιαφερόμενο συνταξιούχο είτε από τον νόμιμα εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του είτε από τον νόμιμο δικαιούχο του αποβιώσαντος συνταξιούχου. Θα πρέπει όμως να προσεχθεί ότι εάν υπογράφει πληρεξούσιος θα πρέπει να επισυνάπτεται ή να προσκομίζεται προ της συζητήσεως στο Κλιμάκιο το έγγραφο της πληρεξουσιότητας που πρέπει να έχει συνταχθεί σύμφωνα με το άρθρο 17 του π.δ 1225/81 (ΕΣ Α’ Κλιμ. 5100, 3789/2012). Πάντως εφόσον συνυπογράφει ο ίδιος ο ενιστάμενος δεν τίθεται θέμα απόρριψης.

Στ) Παράβολο : Σε κάθε περίπτωση, η ένσταση πρέπει να συνοδεύεται επί ποινή απαραδέκτου από παράβολο ύψους 20 ευρώ (άρθρο 5 ν.4448/64 και 90 ΚΝΕΣ και με ανάλογη εφαρμογή το αρθ.73 ΚΝΕΣ). Τέλος, έχει κριθεί ότι και για την ένσταση τυγχάνει εφαρμογής ο κανόνας της άπαξ ασκήσεως κατ’ άρθρο 54 πδ 1225/81. Έτσι, δεύτερη ένσταση κατά της ίδιας πράξης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται, εκτός αν η πρώτη απορρίφθηκε για τυπικό λόγο.

Έννομο συμφέρον :  για την άσκηση της ενστάσεως έχει μόνο  ο συνταξιούχος ή κατά μεταβίβαση δικαιούχος . Εάν ο συνταξιούχος λαμβάνει σύνταξη από Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης κατά τις διατάξεις του Κανονισμού Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (καθεστώς ν. 3663/55) τότε δεν νομιμοποιείται να ασκήσει την παρούσα ένσταση κατά του ΦΚΑ . Εξαίρεση όπου την ασκεί κατά του ΦΚΑ εάν πρόκειται για οικογενειακή παροχή -επίδομα ( βλ. παρ.3 αρθ.90 ΚΝΕΣ). Θα πρέπει η ένσταση να μην αφορά χρονικό διάστημα που ο ενιστάμενος δεν ήταν συνταξιούχος αλλά εν ενεργεία δημόσιος υπάλληλος ( Α κλιμ. 2553/00, ΕΣ Ι, 2094/05).

Η προθεσμία ασκήσεως : Για ρητές πράξεις που έχουν εκδοθεί μετά την 2.4.2012 είναι 60 ημέρες από την πλήρη γνώση ή την κοινοποίηση αυτής ή ενενήντα εάν ο ενιστάμενος διαμένει στην αλλοδαπή ( Α’ Κλιμ. 3639/2000, 3660/2000). Για παραλείψεις η ως άνω προθεσμία εκκινά μετά την πάροδο διμήνου από την ημέρα που είχε υποχρέωση να ενεργήσει ο Υπουργός. Οι προθεσμίες αυτές αναστέλλονται κατά το διάστημα από 1.7. εώς 15/9 σύμφωνα με το άρθρο 90 και 92 ΚΝΕΣ σε συνδ. με το άρθρο 11 του ΚΔικώνΔημοσίου.

Σύμφωνα με το άρθρο 66§10 του π.δ 169/2007 : «…Η κοινοποίηση των πράξεων ή αποφάσεων του προηγούμενου εδαφίου, με τις οποίες γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται σχετικό αίτημα, θεωρείται ότι έγινε την εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο της κοινοποίησης. Προκειμένου περί πράξεων αναπροσαρμογής συντάξεων που αποστέλλονται στους ενδιαφερομένους από τη Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων, ως ημερομηνία κοινοποίησης τους θεωρείται η εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία που φέρουν οι πράξεις αυτές. Αν ο ενδιαφερόμενος διαμένει στο εξωτερικό η κοινοποίηση γίνεται στον πληρεξούσιο του, και αν δεν υπάρχει πληρεξούσιος, στον ίδιο από την οικεία Ελληνική προξενική αρχή και στο Δήμο ή την Κοινότητα στα μητρώα των οποίων είναι γραμμένος. Αν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει γνωστή διαμονή η πράξη ή απόφαση στέλνεται στο δήμαρχο ή τον πρόεδρο της Κοινότητας του τόπου στα μητρώα αρρένων ή τα δημοτολόγια του οποίου είναι γραμμένος. Ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της Κοινότητας υποχρεούται να τοιχοκολλήσει την πράξη ή απόφαση σε φανερό εξωτερικό μέρος του δημαρχιακού ή κοινοτικού καταστήματος για οκτώ ημέρες και να συντάξει αποδεικτικό που να βεβαιώνει το γεγονός αυτό».

Επι παραλείψεως νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας μετά την πάροδο διμήνου αφότου παρήλθε το τρίμηνο ή άλλη ειδική προθεσμία που τυχόν έτασσε ο Νόμος για την διενέργεια της οφειλόμενης ενέργειας (αρθ.90 ΚΝΕΣ). Δηλαδή 3 μήνες παράλειψης +δύο μήνες το πλάσμα του άρθρου 90 ΚΝΕΣ + 60 ημέρες η προθεσμία ασκήσεως της ενστάσεως.

Μη ανασταλτικό αποτέλεσμα : Τόσο η προθεσμία ασκήσεως όσο και η άσκηση της ένστασης δεν έχουν αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα , αλλά απαιτείται η άσκηση αίτησης αναστολής, ενώπιον του Α΄ Κλιμακίου. Για το παραδεκτό της αίτησης αναστολής   θα πρέπει να εκκρεμεί ήδη η ένσταση με ένα κατ΄αρχήν παραδεκτό λόγο. Περαιτέρω θα πρέπει να αναφέρονται στην αίτηση αναστολής οι ειδικοί λόγοι αναστολής και να προσκομίζονται όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που πιθανολογούν ότι η εκτέλεση της πράξης συνεπάγεται την ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη  βλάβη ( Α΄Κλιμ. 5451/2000).

Σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 1 ΚΝΕΣ, στο πλαίσιο της ένστασης εφαρμόζονται αναλογικώς, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις του άρθρου 84 του ίδιου νόμου και ως εκ τούτου επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναστολής εκτέλεσης κατά της προσβαλλόμενης με την ένσταση πράξης. Στην αίτηση αναστολής, η οποία αποτελεί μέτρο προσωρινής προστασίας του διοικουμένου με επείγοντα χαρακτήρα μη συμβιβαζόμενο με τη χρονοβόρο διαδικασία έρευνας της ουσίας της υπόθεσης, πρέπει να εκτίθενται λόγοι ειδικοί και όχι εκείνοι της ένστασης, που θα κριθούν κατά την εκδίκαση της τελευταίας. Συγκεκριμένα, αναστολή συγχωρείται μόνο εφόσον από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης απειλείται άμεσος κίνδυνος οικονομικής ή άλλης βλάβης του αιτούντος η οποία, σε περίπτωση ευδοκίμησης της ένστασης, είτε δεν θα μπορεί να επανορθωθεί, είτε θα είναι δυσχερώς επανορθώσιμη. Το βάρος δε της απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών φέρει ο αιτούμενος την αναστολή (ΕΣ Α’ Κλιμάκιο 38/2016).

Λόγοι ενστάσεως : Η ένσταση πρέπει να περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους και συγκεκριμένο αίτημα (αρθ.5 παρ.1 ν.4448/64). Κάθε σφάλμα νομικό ή επι της ουσίας της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης μπορεί να αποτελέσει λόγο της ενστάσεως. Οι ισχυρισμοί της ενστάσεως μπορεί να είναι διαφορετικοί των λόγων εφέσεως που τυχόν στη συνέχεια θα ασκηθεί κατά της πράξεως του Κλιμακίου αρκεί να μην μεταβάλλεται το αντικείμενο της δίκης.

Δεν επιτρέπεται όμως η ένσταση να έχει καταψηφιστικό περιεχόμενο και αξίωση χρηματικής αποζημίωσης. Με την πράξη του Κλιμακίου ακυρώνεται απλώς η άρνηση πληρωμής της αρμοδίως κανονισμένης σύνταξης χωρίς παράλληλη επιδίκαση του οφειλόμενου ποσού. Δηλαδή με άλλα λόγια, η ένσταση έχει μόνο διαπλαστικό χαρακτήρα και αποτελεί απλώς δικαστική πράξη και όχι δικαστική απόφαση, με συνέπεια να μην παράγει δεδικασμένο για το αμφισβητούμενο ουσιαστικής φύσεως ζήτημα και να μην αποτελεί εκτελεστό τίτλο ούτε της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 904 του Κ.Πολ,Δ. (ΕΣ 776/2002).

Έτσι, έχει κριθεί ότι καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό αίτημα για επιδίκαση δεδουλευμένων συνταξιοδοτικών παροχών δύναται είτε να εισαχθεί με αυτοτελές δικόγραφο αγωγής ενώπιον του οικείου Τμήματος του ΕΣ είτε να σωρευτεί στο δικόγραφο έφεσης κατά της συνταξιοδοτικής πράξης. Με την ΕΣ 484/2018 Ολομ. δεν μπορεί όμως να σωρευθεί ευθεία συνταξιοδοτική αγωγή μαζί με την έφεση, εφόσον αφορά το ίδιο χρονικό διάστημα.

Εξουσία ελέγχου του Α’ Κλιμακίου: Η εξέταση της ενστάσεως γίνεται στο κατάστημα του ΕΣ εν συμβουλίω και δεν είναι επιτρεπτή η παρουσία των διαδίκων ακόμη και ένα έχουν υποβάλλει ειδικό αίτημα. Δύνανται όμως προς της εξετάσεως της ενστάσεως να υποβάλλουν υπομνήματα.

Το Κλιμάκιο δεσμεύεται από το τεκμήριο νομιμότητας της πράξεως κανονισμού συντάξεως και δεν μπορεί να την εξετάσει παρεμπιπτόντως  εφόσον βεβαίως δεν υπάρχει δεδικασμένο του αρμοδίου Τμήματος του ΕΣ (ΕΣ Α Κλιμάκιο 296/2016, ΕΣ Α Κλιμάκιο 656/2014, Πρακτικά της 11ης Γεν. Συν. της Ολομ. ΕλΣυν της 17ης.05.2015, Α ‘ Κλιμ. 5743/2000, 1021/2000). Πρόκειται για απόκλιση από τον γενικό κανόνα της μη δέσμευσης του ΕΣ από το τεκμήριο νομιμότητας που καθιερώνει το άρθρο 28§3 του ΚΝΕΣ (και το 17§3 του προϊσχύσαντος π.δ 774/80).

Το Κλιμάκιο για να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση μπορεί να κάνει χρήση των προβλεπόμενων στα άρθρα 97 επ. του π.δ 1225/81 αποδεικτικών μέσων (για την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης εφαρμόζεται ανάλογα το αρθ.75 ΚΝΕΣ) . Το κλιμάκιο εκδίδει πράξη που την αποστέλλει σε αντίγραφο με επιμέλεια της γραμματείας του ΕΣ στο ΓΛ προς εκτέλεση και κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο.

Η πράξη που εκδίδει το Κλιμάκιο επι της ενστάσεως έχει διαπλαστικό χαρακτήρα αφού μπορεί να τροποποιήσει ή ακυρώσει την πράξη του ΓΛΚ και εκτελεστότητα (αρθ.79 ΚΝΕΣ) αφού δεσμεύει τον Υπουργό Οικονομικών και το ΓΛΚ( αρθ.90 και 47 ΚΝΕΣ) , όμως δεν παράγει δεδικασμένο αφού προσβάλλεται με έφεση στο αρμόδιο τμήμα ή αίτηση αναθεώρησης (90 και 48 ΚΝΕΣ) στο ίδιο το Κλιμάκιο.

Η πρότυπη δίκη στη Ολομέλεια επι ενστάσεων του άρθρου 90 ΚΝΕΣ

Το άρθρο 91 του ΚΝΕΣ ορίζει : «1. Ένσταση ασκηθείσα κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου ενώπιον του αρμόδιου Κλιμακίου, μπορεί, ύστερα από αίτημα ενός των ενδιαφερόμενων μερών ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, να εισαχθεί για εξέταση στη Διοικητική Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με πράξη τριμελούς Επιτροπής, η οποία αποτελείται από τον Πρόεδρο του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του Κλιμακίου στο οποίο εκκρεμεί η ένσταση, όταν με αυτή τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή, που δημοσιεύεται σε δύο εφημερίδες των Αθηνών, συνεπάγεται την αναστολή εξέτασης των εκκρεμών, ενώπιον του Κλιμακίου, υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Στη διαδικασία δικαιούται να διατυπώσει απόψεις κάθε ενδιαφερόμενος που έχει ήδη ασκήσει ένσταση ενώπιον του Κλιμακίου, με την οποία τίθεται το ίδιο ζήτημα. Μετά την επίλυση του ζητήματος, η Ολομέλεια παραπέμπει την ένσταση στο αρμόδιο Κλιμάκιο για περαιτέρω εξέταση. Η κρίση της Ολομέλειας δεσμεύει το Κλιμάκιο και τα μέρη που συμμετείχαν στη διαδικασία ενώπιον της. 2. Το Κλιμάκιο, όταν επιλαμβάνεται ένστασης, με την οποία τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων ή κρίνει, κατά την εξέταση ένστασης, ότι διάταξη τυπικού νόμου είναι αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί με πράξη του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στη Διοικητική Ολομέλεια. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή. Η κρίση της Ολομέλειας είναι υποχρεωτική για το κλιμάκιο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τα μέρη που συμμετείχαν στη διαδικασία ενώπιον της. Μετά την επίλυση του ζητήματος η Ολομέλεια παραπέμπει την ένσταση στο αρμόδιο Κλιμάκιο, εφόσον καταλείπεται έδαφος για περαιτέρω εξέταση. 3. Σε υποθέσεις στις οποίες τίθεται νομικό ζήτημα για το οποίο έχει ήδη αποφανθεί η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το Κλιμάκιο μπορεί να αποφαίνεται επί της ενστάσεως με συνοπτικά αιτιολογημένη πράξη. Ύστερα από πράξη του Προέδρου του, επιτρέπεται η ενιαία εξέταση με την ίδια πράξη περισσότερων ενστάσεων, εφόσον τίθενται όμοια ζητήματα με αυτές.

 

Με τη διάταξη του άρθρου 91 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (ΦΕΚ Α΄ 52/28.2.2013), εισήχθη ο θεσμός της πιλοτικής εξέτασης από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκκρεμών ενώπιον του αρμόδιου Κλιμακίου ενστάσεων, εφόσον σε αυτές ανακύπτουν ζητήματα που από την φύση τους έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών, προκειμένου η Ολομέλεια, κρίνοντας πρωτογενώς για την φύση του ζητήματος ως «γενικότερου ενδιαφέροντος», να αποφανθεί, συμβάλλοντας με την επίλυσή αυτού στην ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια του δικαίου. Κατά την εξέταση αυτών των ενστάσεων που εισάγονται ενώπιον της Ολομέλειας με πράξη της προβλεπόμενης στη ανωτέρω διάταξη Τριμελούς Επιτροπής είτε κατόπιν αιτήματος των διαδίκων είτε κατόπιν αιτήματος του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, η Ολομέλεια δεν περιορίζεται μόνο στην επίλυση του ζητήματος που άγεται ενώπιόν τηςαλλά εξετάζει το παραδεκτό των προβαλλόμενων με την ένσταση λόγων καθώς και τη σχέση των δεδομένων της υπόθεσης με το ζήτημα που ήχθη ενώπιόν της. Εξετάζει, δηλαδή, εάν το ζήτημα που παραπέμπεται, ανακύπτει πράγματι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαφοράς και εάν είναι κρίσιμο και λυσιτελές για την επίλυσή της. Και τούτο διότι η Τριμελής Επιτροπή κρίνει εκ των ενόντων τις οικείες αιτήσεις με βάση τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς και τα στοιχεία του φακέλου που διαθέτει, με συνέπεια ο έλεγχος που ασκεί να είναι περιορισμένος (Ολ. Ελ. Συν. 1510/2016, Πρακτικά Ολομέλειας Ελ. Συν. της 5η2 ΓΣ / 29.3.2017, 11ης Γεν.Συν./17.6.2015).

Η Διοικητική Ολομέλεια συνεδριάζει εν συμβουλίω και αφού διατύπωση γνώμη ο Γενικός Επίτροπος του ΕΣ και ακούσει την εισήγηση του εισηγητή συμβούλου αποφαίνεται και συντάσσει πρακτικό, παραπέμπει δε υπόθεση για περαιτέρω εξέταση στο Α΄ Κλιμάκιο που δεσμεύεται μόνο ως προς το κριθέν ζήτημα.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι εάν αντί ενστάσεως από λάθος ο συνταξιούχος ασκήσει έφεση και στη συνέχεια υποβάλλει και αίτημα για πρότυπη δίκη στην δικαστική ολομέλεια κατά το άρθρο 108Α του πδ 1225/81 και δεκτού γενομένου του αιτήματος του από την τριμελή επιτροπή η υπόθεση εισαχθεί στη δικαστική Ολομέλεια , η τελευταία δεν δύναται να επιληφθεί δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 108 Α του         π.δ. 1225/1981 της κρινόμενης ένστασης αλλά παραπέμπει λόγω αναρμοδιότητας αυτήν προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΣ 1510/2016 Ολομ).

Η ΕΥΘΕΙΑ ΑΓΩΓΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

1. Νομολογιακή θεμελίωση της δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την αγωγή

Πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ για την άσκηση της ένστασης του άρθρου 90 θεσπίζονται από τον Οργανισμό του Ελεγκτικού Συνεδρίου σαφείς ρυθμίσεις, για την αγωγή δεν υφίσταται καμία διάταξη, ούτε προβλέπεται από τη Δικονομία του η δυνατότητα της άσκησής της. Παρ’ όλα αυτά η ευθεία αγωγή κρίθηκε παραδεκτή με απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου   και η λειτουργία της διέπεται αναγκαστικά, κατά παραπομπή, από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), που από τον Ιούλιο του 2006 λειτουργεί συμπληρωματικά προς τη Δικονομία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Γενικότερα η αγωγή είναι ένα νέο ένδικο βοήθημα για το Ελεγκτικό Συνέδριο και η άσκησή της ενώπιόν του κρίθηκε παραδεκτή με την 4/2001 απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε συγκεκριμένα ότι ανήκουν στη δικαιοδοσία του αγωγές με τις οποίες ζητείται αποζημίωση, βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, εκ μέρους συνταξιούχων για χρονικό διάστημα για το οποίο δεν επιτρέπεται να τους καταβληθεί η σύνταξή τους, λόγω νομοθετικών περιορισμών στο χρόνο έναρξης καταβολής της. Δικαιολογητικός λόγος της κρίσης αυτής υπήρξε η σκέψη ότι στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει και η αναγνώριση του ίδιου του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Μέχρι τότε αυτού του είδους οι αποζημιωτικές αγωγές ασκούνταν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, αφού δεν προβλεπόταν από τις σχετικές περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεις άλλο ένδικο βοήθημα για τη διεκδίκηση των σχετικών χρηματικών ποσών. Με την απόφασή του αυτή, όμως, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο αναφέρθηκε σε αποζημιωτικές και μόνο αγωγές.

2. Θεμελίωση της ευθείας αγωγής – Ελεύθερη δικονομική επιλογή

Στη συνέχεια και μετά την εκδίκαση από το Ελεγκτικό Συνέδριο σωρείας τέτοιων αγωγών, ασκήθηκαν ενώπιόν του και ευθείες αγωγές από μέρους συνταξιούχων του Δημοσίου που είχαν ως αίτημα, ως επί το πλείστον, την επιδίκαση οικογενειακής παροχής, που παράνομα δεν τους καταβλήθηκε κατά την εκτέλεση της σύνταξή τους.

Η οικογενειακή παροχή, ως γνωστό, καταβάλλεται ως παρακολούθημα του δημόσιου δικαιώματος της σύνταξης, καθορίζεται δε και οφείλεται απευθείας από το νόμο, χωρίς να απαιτείται η έκδοση σχετικής πράξης. Για το λόγο αυτό στην περίπτωση αυτή δεν χωρεί αποζημιωτική αγωγή, δεδομένου ότι δεν μεσολαβεί παράνομη πράξη ή παράλειψη διοικητικού οργάνου. Έτσι έκρινε άλλωστε και η Ολομέλεια του Δικαστηρίου, που αποφάνθηκε ότι αξίωση αποζημίωσης κατά του Δημοσίου υπάρχει μόνο όταν για την πληρωμή των συνταξιοδοτικών παροχών απαιτείται η έκδοση διοικητικής πράξης των αρμοδίων οργάνων του Δημοσίου, την οποία αυτά παρανόμως δεν εκδίδουν. Αντίθετα, δεν πρόκειται για τέτοια αδικοπραξία, όταν τα όργανα της Διοίκησης καθυστερούν ή αρνούνται να καταβάλουν κανονισμένες συντάξεις ή επιδόματα και βοηθήματα, που ορίζονται και οφείλονται ευθέως από το νόμο, όπως συμβαίνει και με την οικογενειακή παροχή, γιατί τότε συντρέχει περίπτωση ευθείας αξίωσης για την καταβολή τους .

Ήδη όμως, από το άρθρο 90 του ΚΝΕΣ (βλ. και αρθ.63 ΠΔ 774/1980 ), για κάθε διαφορά που ανακύπτει κατά την εκτέλεση των συνταξιοδοτικών πράξεων και την πληρωμή γενικά των συντάξεων προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή με τη μορφή ένστασης ενώπιον Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με την ένσταση ελέγχεται η προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη τόσο κατά το νόμο όσο και κατά την ουσία, κατά της Πράξης δε που εκδίδεται από το Κλιμάκιο μπορεί να ασκηθεί έφεση ενώπιον Τμήματος και στη συνέχεια αναίρεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Η ίδια διαδικασία προβλέπεται ρητά ότι ακολουθείται και στις περιπτώσεις παράλειψης ή άρνησης του Υπουργού Οικονομικών να χορηγήσει στο συνταξιούχο την αντιστοιχούσα στην προσωπική του κατάσταση οικογενειακή παροχή . Κατά συνέπεια με τη θέσπιση της ένστασης παρέχεται στον συνταξιούχο ήδη επαρκής προστασία, δεδομένου ότι η υπόθεσή του εκδικάζεται κατά το νόμο και την ουσία και διατίθενται σ’ αυτόν στη συνέχεια δύο περαιτέρω βαθμοί δικαιοδοσίας.

Παρόλη όμως την πρόβλεψη αυτού του ειδικού ενδίκου βοηθήματος, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έκρινε, αν και με ισχυρή μειοψηφία, ότι για τις διαφορές αυτές δεν αποκλείεται και η άσκηση ευθείας αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής. Ειδικότερα κρίθηκε ότι λόγω της πρωτογενούς δικαιοδοσίας που θεσπίζεται από το Σύνταγμα υπέρ του Ελεγκτικού Συνεδρίου στις διαφορές τις σχετικές με την απονομή των συντάξεων, όλες οι διαφορές που η υποκείμενη αιτία τους αφορά σε παρακολούθημα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος ανήκουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του, χωρίς να απαιτείται και νομοθετική πρόβλεψη που να καθιερώνει για κάθε περίπτωση την οδό της προσφυγής ενώπιόν του.

Περαιτέρω έκρινε ότι η προβλεπόμενη από το νόμο προσφυγή ουσίας με τη μορφή ένστασης, δεν αποτελεί αποκλειστική αλλά παράλληλη διαδικασία και επομένως δεν αποκλείει την άσκηση ευθείας αγωγής. Ουσιαστικά δηλαδή το Δικαστήριο δημιούργησε στην προκειμένη περίπτωση ένα νέο ένδικο βοήθημα ενώπιόν του, μεταφέροντας στη δικαιοδοσία του το κυρίαρχο στο δικαιϊκό αυτό σύστημα ένδικο βοήθημα της αγωγής και έκρινε ότι αυτό μπορεί να λειτουργεί παράλληλα με το νομοθετικά θεσπισμένο μέσο δικαστικής προστασίας για τις περιπτώσεις αυτές. Η κρίση του αυτή στηρίχθηκε στο ατομικό δικαίωμα δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 παρ. 1 Σ. και στο δικαίωμα στη δίκαιη δίκη και στην παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των άρθρων 6 και 13 ΕΣΔΑ, ιδιαίτερα ενόψει του διαφορετικού είδους της ένδικης προστασίας που παρέχουν η ένσταση και η αγωγή. Συγκεκριμένα σημειώθηκε ότι για την άσκηση της ένστασης, που έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφενός υφίσταται ανατρεπτική προθεσμία και αφετέρου με την άσκησή της επιτυγχάνεται μόνο η ακύρωση της άρνησης πληρωμής της σύνταξης ή του επιδόματος και όχι και η παράλληλη επιδίκαση του οφειλόμενου ποσού. Επιπλέον, η σχετική Πράξη του Κλιμακίου δεν παράγει δεδικασμένο για το αμφισβητούμενο ουσιαστικής φύσης ζήτημα και ούτε μπορεί ο ενδιαφερόμενος να προβεί στην αναγκαστική εκτέλεσή της, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της συνταξιοδοτικής διοίκησης. Αντίθετα, η άσκηση της αγωγής δεν περιορίζεται από ανατρεπτική προθεσμία, αλλά μόνον από την παραγραφή της σχετικής αξίωσης και από την εκδιδόμενη απόφαση παράγεται δεδικασμένο. Στην περίπτωση δε της καταψηφιστικής αγωγής ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Η ευχέρεια επιλογής του καταλληλότερου ενδίκου βοηθήματος ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του διαδίκου, ανάλογα με την ένδικη προστασία που αυτός επιδιώκει.

Συγκριτική θεώρηση ένστασης και αγωγής

Η ευθεία αγωγή ως κατάλληλο ένδικο βοήθημα

Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο, κινούμενο στα όρια της νομοθετικής εξουσίας, δημιούργησε ερμηνευτικά εξαρχής ένα μη προβλεπόμενο στο νόμο ένδικο βοήθημα, στηριζόμενο στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, παρόλο που από τις κείμενες διατάξεις παρεχόταν στον πολίτη ήδη ουσιαστική και ανέξοδη καταρχάς δικαστική προστασία, με την πρόβλεψη ειδικής προσφυγής ουσίας, δηλαδή της ένστασης. Και αυτό όταν το Σύνταγμα ορίζει ρητά ότι οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασκούνται, όπως ο νόμος ορίζει, τα ένδικα βοηθήματα δηλαδή ενώπιόν του καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη. Όταν όμως το προβλεπόμενο από το νόμο ένδικο βοήθημα δεν καλύπτει από κάθε άποψη τον προσφεύγοντα, όπως συμβαίνει με την ένσταση, που λειτουργεί κυρίως διαπλαστικά για το μέλλον και ακυρώνει μόνο την άρνηση πληρωμής χωρίς να περιέχει επιδίκαση χρηματικής απαίτησης και άρα και τόκων, ούτε παρέχει δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης, η πρόσβαση του διοικούμενου σε πλήρη δικαστική προστασία, με την αποδοχή, ερμηνευτικά, της δυνατότητας άσκησης του γενικού και κυρίαρχου, και στη διοικητική δίκη, ενδίκου βοηθήματος της αγωγής είναι αποδεκτή και ίσως και επιβεβλημένη.

Παράλληλη άσκηση ένστασης και αγωγής – Προβληματισμοί

Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφάνθηκε ότι εναπόκειται στο διοικούμενο και στο είδος της ένδικης προστασίας που αυτός επιδιώκει η επιλογή του καταλληλότερου ενδίκου βοηθήματος, χωρίς να υπεισέλθει στο ζήτημα αν είναι δυνατή από τον ίδιο η παράλληλη άσκηση ένστασης και αγωγής. Η εν λόγω παράλληλη άσκηση δεν μπορεί να αποκλεισθεί, αφού με την ένσταση επιδιώκεται η οριστική επίλυση του προβλήματος και η κρίση του δικαιώματος, ενώ η αγωγή αποβλέπει στην είσπραξη απαιτήσεων παρελθόντος χρόνου. Υπό αυτή την έννοια μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα δύο ένδικα βοηθήματα λειτουργούν και συμπληρωματικά. Άλλωστε και κατά τη Διοικητική Δικονομία η άσκηση της αγωγής δεν εμποδίζεται από την παράλληλη άσκηση του προβλεπόμενου διαπλαστικού ενδίκου βοηθήματος. Ζήτημα όμως θα μπορούσε να προκύψει σε περίπτωση απόρριψης της ένστασης, όταν ο συνταξιούχος που δεν δικαιώθηκε δεν προσφύγει, με έφεση, κατά της Πράξης του Κλιμακίου επιδιώκοντας την οριστική λύση του ζητήματος, αλλά ασκήσει μόνο ευθεία αγωγή, η οποία, δεδομένου ότι από τις πράξεις του κλιμακίου δεν παράγεται δεδικασμένο, μπορεί να γίνει δεκτή. Στην περίπτωση αυτή η συνταξιοδοτική διοίκηση θα πρέπει να εκτελέσει μια πράξη κλιμακίου, που είναι από το νόμο εκτελεστή και επομένως δεσμευτική γι’ αυτήν, που θα ορίζει π.χ. ότι ο Χ συνταξιούχος δεν δικαιούται οικογενειακή παροχή και συνεπώς δεν μπορεί να του καταβάλλεται με τη σύνταξή του και ταυτόχρονα και μια δικαστική απόφαση που θα του επιδικάζει για το παρελθόν την παροχή αυτή. Το πρόβλημα εμφανίζεται πιο σύνθετο αν συνυπολογιστεί ότι η αγωγή κρίνεται σε πρώτο βαθμό τελεσίδικα αφού η σχετική απόφαση του Τμήματος υπόκειται μόνο σε αναίρεση. Τέτοιες περιπτώσεις φαίνονται βέβαια σπάνιες και δεν έχουν μέχρι τώρα προκύψει.

Δικονομικά ζητήματα από την ευθεία αγωγή

1. Παραδεκτό – Νομιμοποίηση

Την άσκηση ευθείας αγωγής σε συνταξιοδοτικές υποθέσεις το Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή εκτός από τις περιπτώσεις άρνησης χορήγησης της οικογενειακής παροχής και σε κάθε περίπτωση άρνησης χορήγησης κανονισμένης σύνταξης, ή καταβολής μειωμένης σύνταξης από λάθος , στις περιπτώσεις καταβολής μειωμένης σύνταξης κατά 70% λόγω κατοχής και δεύτερης δημόσιας θέσης, όπως και σε άρνηση απόδοσης μηνιαίων εισφορών που παρακρατήθηκαν από τις συντάξεις υπέρ του Δημοσίου. Αντίθετα κρίθηκε ότι χωρεί μόνο αποζημιωτική αγωγή κατ΄άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και όχι ευθεία ,στην περίπτωση μη συνυπολογισμού στη σύνταξη της ειδικής παροχής των 176 ευρώ, αφού το ποσό αυτό θα έπρεπε να αυξήσει τις συντάξιμες αποδοχές και επομένως η ενδεχομένως παράνομη παράλειψη συνυπολογισμού του σ’ αυτές συνιστά αδικοπραξία των αρμόδιων συνταξιοδοτικών οργάνων.

Για την εκδίκαση της αγωγής ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και δεδομένου ότι στη Δικονομία του δεν προβλέπονται σχετικές ρυθμίσεις, εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 123 πδ.1225/81 αναλογικά ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας. Και στην περίπτωση της ευθείας αγωγής επομένως παθητικά νομιμοποιείται κυρίως το Ελληνικό Δημόσιο αλλά και άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου όπως το ΜΤΣ, το ΙΚΑ ή ο ΟΓΑ ,για τους πρώην υπαλλήλους τους, οι οποίοι διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς και ενεργητικά ο συνταξιούχος του Δημοσίου και των εν λόγω ΝΠΔΔ ή οι κληρονόμοι τους. Να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις των συνταξιοδοτικών αγωγών με εναγόμενους άλλα ΝΠΔΔ δεν ομοδικεί αναγκαστικά κατά το άρθρο 8 του πδ 18/89 του Δημόσιο, αλλά η αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον του πρέπει να απορριφθεί ως παθητικά ανομιμοποίητη (ΕΣ 121/2011, ΙΙ τμ.).

Η αγωγή αυτή όμως δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι δυνατό να ασκηθεί πλαγιαστικά, από τους δανειστές δηλαδή του συνταξιούχου, αν και τέτοιο ζήτημα δεν αντιμετωπίστηκε ακόμα από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι η χρηματική αξίωση συνταξιοδοτικού περιεχομένου είναι προσωποπαγής.

Περαιτέρω, αντικείμενο της αγωγής μπορεί να είναι μόνο η επιδίκαση ή αναγνώριση χρηματικής αξίωσης που πηγάζει από αναγνωρισμένη συνταξιοδοτική σχέση με το Δημόσιο, δηλαδή είτε από πράξη κανονισμού σύνταξης που έχει ήδη εκδοθεί αλλά δεν εκτελείται ή δεν εκτελείται στο σύνολό της, είτε προβλέπεται ευθέως από το νόμο.

ΠΡΟΣΟΧΗ : Αντικείμενο της αγωγής δεν μπορεί να είναι η αναγνώριση του ίδιου του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αφού γι’ αυτό προβλέπεται ρητά το ένδικο βοήθημα της έφεσης.

2. Παρεμπίπτουσα κρίση της παρανομίας – Εφαρμογή του  άρθρου  77 ΚΔΔ

Προϋπόθεση για την αναγνώριση ή επιδίκαση της αξίωσης του συνταξιούχου είναι η διαπίστωση της παράνομης συμπεριφοράς της συνταξιοδοτικής διοίκησης, που μπορεί να έχει εκφραστεί είτε με υλική ενέργεια ή παράλειψή της, όπως είναι η περιστολή της σύνταξης ή η παράλειψη χορήγησης του προβλεπόμενου ευθέως από το νόμο επιδόματος, είτε με ρητή θετική ή αρνητική πράξη. Στην περίπτωση που από το διάδικο έχει επιλεγεί μόνο η οδός της αγωγής, το Δικαστήριο προκειμένου να κρίνει το νόμιμο της αξίωσής του, θα κρίνει αναγκαστικά παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή παράλειψης της Υπηρεσίας Συντάξεων. Ζήτημα προκύπτει και πάλι αν έχει ήδη αποφανθεί το Κλιμάκιο επί ενστάσεως και το Τμήμα που δικάζει την αγωγή, μιας και δεν έχει παραχθεί δεδικασμένο, αχθεί σε αντίθετη κρίση. Εδώ αν και ο αρμόδιος δικαστικός σχηματισμός έχει ήδη αποφανθεί για το ουσιαστικής φύσης ζήτημα, αυτό εξακολουθεί να παραμένει ανοικτό σε παρεμπίπτουσα έρευνα, και το Τμήμα, παρά την κρίση του Κλιμακίου, μπορεί να οδηγηθεί σε άλλο αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα στο σχήμα αυτό παραμένει αρμόδιος για την κρίση του ουσιαστικού ζητήματος ήσσων δικαστικός σχηματισμός και ο μείζων αποφαίνεται μόνο παρεμπιπτόντως. Σε περίπτωση περιοδικά καταβαλλόμενων παροχών, όταν η αξίωση εκτείνεται σε περισσότερα του ενός οικονομικά έτη, στο τέλος του κάθε οικονομικού έτους αρχίζει η παραγραφή εκείνου μόνο του τμήματος της αξίωσης, που αφορά στις περιοδικές παροχές, για τις οποίες η σχετική αξίωση γεννήθηκε και ήταν δικαστικά επιδιώξιμη μέσα στο λήγον οικονομικό έτος (ΕλΣυν ΙΙΙ Τμ. 2042/2004). Από την άποψη αυτή δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά με την ένσταση, αφού γενικά η παραγραφή των απαιτήσεων των συνταξιούχων από καθυστερούμενες συντάξεις είναι διετής, επίσης από το τέλος του έτους γέννησης της αξίωσης . Η ως άνω παραγραφή διακόπτεται τόσο με την υποβολή αίτησης προς την Υπηρεσία Συντάξεων για την καταβολή των αντίστοιχων ποσών καθώς και η κατάθεση της αγωγής προ του Ν. 3900/10. Αντίθετα η κατάθεση της αγωγής μετά το Ν. 3900/10(ισχύς από 1.1.2011 δεν διακόπτει την παραγραφή αλλά πρέπει ο ενάγων για να επιτύχει διακοπή να την επιδώσει. Η παραγραφή συνταξιοδοτικών απαιτήσεων, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 94 του Ν 2362/1995 , λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως.

3.Παραγραφή – Τοκογονία – Προσωρινή εκτελεστότητα

Όσον αφορά στη συνέχεια την παραγραφή της ευθείας αγωγής, αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, στο οποίο έχουν κωδικοποιηθεί τα άρθρα 90 παρ. 5 και 91 του Κώδικα περί Δημοσίου Λογιστικού (Ν 2362/1995 ) και ήδη 140§5 και 141 Ν.4270/2014, είναι διετής και αρχίζει από το τέλος του έτους εντός του οποίου ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης ( ΕλΣυν 4325/2014 Ολομ., ΙΙ Τμ. 876/2006).

Το ίδιο έγινε δεκτό και για τον ΟΓΑ όπου το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 4169/1961 «Περί Γεωργικών Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (ΦΕΚ Α΄ 81) ορίζεται ότι «Ο ΟΓΑ απαλλάσσεται παντός δημοσίου, δημοτικού και κοινοτικού ή υπέρ τρίτου φόρου, άμεσου ή έμμεσου, των υπέρ Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων κρατήσεων, παντός τέλους ταχυδρομικού ως και δικαστικού εις πάσαν δίκην του και απολαύει ανεξαιρέτως απασών των ατελειών και προνομίων, δικαστικών, διοικητικών και δικονομικών, ως εάν είναι αυτό το Δημόσιον». Ακολούθως, με το άρθρο μόνο του π.δ. 437/1977 (ΦΕΚ134 Α΄) εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή του          ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, που υπάγονται στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών. Στη συνέχεια, με το άρθρο μόνο του π.δ. 305/1985 (ΦΕΚ 113 Α΄) ορίστηκε ότι οι διατάξεις του ν.δ. 496/1974 εφαρμόζονται στους ανωτέρω οργανισμούς με εξαίρεση το Ι.Κ.Α. και τον Ο.Γ.Α.. Περαιτέρω, με το άρθρο 21 παρ. 9 του ν.1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α΄) ορίστηκε ότι το Ι.Κ.Α. και οι λοιποί οργανισμοί αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχουν όλα τα δικαστικά και δικονομικά προνόμια του Δημοσίου. Εξάλλου, με τοάρθρο 29 παρ. 4 του ν.3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄) ορίστηκε ότι «Η έννοια της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν.4169/1961 είναι ότι ο Ο.Γ.Α. απολαύει ανεξαιρέτως όλων των ατελειών και ουσιαστικών προνομίων, ως εάν να είναι το ίδιο το Δημόσιο». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο ΟΓΑ, ο οποίος υπάγεται στους φορείς κοινωνικών ασφαλίσεων, αρμοδιότητας εποπτείας του πρώην Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του 1558/1985, που ίσχυαν κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ν.1902/1990), στην εποπτεία του οποίου υπουργείου οι φορείς αυτοί είχαν υπαχθεί με τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 7 του                ν.δ. 1/1968 (ΦΕΚ 270 Α΄), έχει αποσυνδεθεί από το Λογιστικό των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και με την επανάληψη της διατύπωσης του ν.4169/1961, έχουν παρασχεθεί σ’ αυτόν τα δικαστικά και δικονομικά προνόμια του Δημοσίου, όπου στην έννοια των ανωτέρω δικαστικών προνομίων δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι νοούνται τα δικονομικά προνόμια -εφόσον αυτά αναφέρονται ήδη ρητά στο νόμο και συνεπώς ο νομοθέτης κατά λογική ακολουθία δεν μπορεί να θέλησε να αναφέρει το ίδιο είδος προνομίων δύο φορές- αλλά περιλαμβάνονται τα ουσιαστικά προνόμια του Δημοσίου (πρβλ. και αποφ. ΑΠ 21/2008, 1/2014), εκείνα δηλαδή που συνδέονται με ζητήματα του ουσιαστικού δικαίου, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνο του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των συνταξιούχων, πρώην τακτικών υπαλλήλων του, έναντι αυτού, που ρυθμίζεται από τα άρθρα 90 παρ. 5 και 91 του νόμου 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του κράτους και άλλες διατάξεις» (Α΄ 247), για τις απαιτήσεις των συνταξιούχων τέως υπαλλήλων έναντι του Δημοσίου. Περαιτέρω, οι πρώην τακτικοί υπάλληλοι του ΟΓΑ συνταξιοδοτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τους δημοσίους υπαλλήλους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του αρθ. 1 του ν.437/1976 (ΦΕΚ 250 Α΄), που παραπέμπουν αναλόγως για τους υπαλλήλους αυτούς στο νόμο 3163/1955, που ρυθμίζει τα ζητήματα συνταξιοδότησης των τακτικών υπαλλήλων του Ι.Κ.Α. και ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι οι υπάλληλοι αυτοί δικαιούνται σύνταξης, εφαρμοζομένων αναλόγως όλων των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων για την απονομή σύνταξης στους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους. Εξάλλου, όσον αφορά τις απαιτήσεις των ανωτέρω συνταξιούχων του κατά του Ο.Γ.Α., πρέπει να σημειωθεί ότι το ως άνω ζήτημα της παραγραφής δεν ρυθμίζεται στις καταστατικές διατάξεις του Οργανισμού αυτού και συνεπώς σε κάθε περίπτωση οι διατάξεις του προαναφερθέντος νόμου περί Δημοσίου Λογιστικού, που ίσχυαν τον κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση χρόνο, είναι το πλέον συγγενές νομοθέτημα ως προς το θέμα αυτό, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, ο Ο.Γ.Α. έχει εξαιρεθεί από το ν.δ. 496/1974. Συνεπώς, για τις αξιώσεις των συνταξιούχων πρώην τακτικών υπαλλήλων του Ο.Γ.Α. έναντι αυτού από καθυστερούμενες συντάξεις ή επιδόματα, εφαρμογή έχει η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του ν.2362/1995 που ορίζει ως χρόνο παραγραφής τη διετία, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 91 του ανωτέρω νόμου, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η απαίτηση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της και η οποία  λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια (άρθρο 94 του ν.2362/1995) (ΕΣ 2926/2015 Ολομ).

Σε περίπτωση περιοδικά καταβαλλόμενων παροχών, όταν η αξίωση εκτείνεται σε περισσότερα του ενός οικονομικά έτη, στο τέλος του κάθε οικονομικού έτους αρχίζει η παραγραφή εκείνου μόνο του τμήματος της αξίωσης, που αφορά στις περιοδικές παροχές, για τις οποίες η σχετική αξίωση γεννήθηκε και ήταν δικαστικά επιδιώξιμη μέσα στο λήγον οικονομικό έτος (ΕλΣυν ΙΙΙ Τμ. 2042/2004). Από την άποψη αυτή δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά με την ένσταση, αφού γενικά η παραγραφή των απαιτήσεων των συνταξιούχων από καθυστερούμενες συντάξεις είναι διετής, επίσης από το τέλος του έτους γέννησης της αξίωσης . Η ως άνω παραγραφή διακόπτεται τόσο με την υποβολή αίτησης προς την Υπηρεσία Συντάξεων για την καταβολή των αντίστοιχων ποσών καθώς και η κατάθεση της αγωγής προ του Ν. 3900/10. Αντίθετα η κατάθεση της αγωγής μετά το Ν. 3900/10(ισχύς από 1.1.2011 δεν διακόπτει την παραγραφή αλλά πρέπει ο ενάγων για να επιτύχει διακοπή να την επιδώσει. Η παραγραφή συνταξιοδοτικών απαιτήσεων, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 94 του Ν 2362/1995 , λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως.

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το διακοπτικό της παραγραφής αποτέλεσμα επέρχεται και με την κατάθεση της αγωγής σε Δικαστήριο που στερείται δικαιοδοσίας, ιδία όταν αυτό εντάσσεται μεταξύ αυτών που χωρεί πλέον παραπομπή κατ’ άρθρον 12 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ακολούθως, η ούτω αρξαμένη παραγραφή δεν δύναται να συμπληρωθεί εν επιδικία, καθόσον στη διοικητική δίκη η πρωτοβουλία διενέργειας των διαδικαστικών πράξεων ανήκει στο Δικαστήριο και όχι στους διαδίκους (ΕΣ 296/2017 Ολομ.).

Διακοπή επέρχεται όχι μόνο με την έγερση της αγωγής αποζημιώσεως,  αλλά  και  με  την  υποβολή αιτήσεως στην αρμόδια αρχή  για  την καταβολή της συνταξιοδοτικής  ή  της αποζημιωτικής  αξιώσεως αυτού, εφόσον υπάρχει ταυτότης  ιστορικής και νομικής αιτίας (ΕΣ 4322/2013 Ολομ.).

Πέραν αυτών, από την επίδοση της αγωγής επέρχεται και η τοκοφορία. Ειδικά ως προς την επιδίκαση τόκων σε συνταξιοδοτικές αξιώσεις, μετά από την έγερση αγωγής, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αποφάνθηκε θετικά, αφού η αξίωση νόμιμων τόκων επιβάλλεται από τη φύση της αξίωσης ως χρηματικής, από τον καταψηφιστικό χαρακτήρα της αγωγής, αλλά και από το χαρακτήρα της οφειλής που συνιστά υπερήμερη καταβολή χρέους του Δημοσίου. Η προβλεπόμενη άλλωστε από τον Συνταξιοδοτικό Κώδικα απαγόρευση της πληρωμής τόκων σε συνταξιοδοτικές διαφορές αφορά μόνο το αμιγώς διαπλαστικό ένδικο βοήθημα της έφεσης, που αποσκοπεί στη διαμόρφωση του ουσιαστικού περιεχομένου του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και δεν επεκτείνεται και στην αγωγή.

Η τοκοφορία άρχεται με την επίδοση της αγωγής και όχι με άλλο τρόπο όπως με εξώδικο ή την αίτηση και το επιτόκιο 6 % είναι σύμφωνο προς το Σύνταγμα (ΕΣ 2311/2013 Ολομ).

Εξάλλου, αυτονόητα εφαρμόζονται και στη δίκη αυτή τα προβλεπόμενα στη Διοικητική Δικονομία για τη δυνατότητα μετατροπής του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και το αντίθετο, υπό την προϋπόθεση της καταβολής βέβαια στην τελευταία περίπτωση του δικαστικού ενσήμου που αναλογεί.

Τέλος, δεν τίθεται ζήτημα αναφορικά με την προσωρινή εκτελεστότητα των αποφάσεων, αν και έχουν υποβληθεί σχετικά αιτήματα, αφού είναι άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, οι αποφάσεις που εκδίδονται από τα Τμήματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι τελεσίδικες.

ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ: ΕΣ Ολομ. 244/2017 : Το άρθρο 274 – του κυρωθέντος, με το άρθρο πρώτο του   ν. 2717/1999, Α΄ 97, Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος εφαρμόζεται αναλόγως και στις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκες σύμφωνα με το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων», όπως το τελευταίο αυτό άρθρο ισχύει ύστερα από την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 το ν. 3472/2006, Α΄ 135) – ορίζει ότι: «1. Για το παραδεκτό της καταψηφιστικής αγωγής, είτε αυτή ασκείται αυτοτελώς είτε σωρευτικώς με προσφυγή (…), καταβάλλεται το τέλος δικαστικού ενσήμου που προβλέπεται από το ν. ΓΟΗ/1912, όπως εκάστοτε ισχύει ……». Συναφώς όριζε καιτο άρθρο 2 του ν. ΓΟΗ/1912 (Α΄ 3).Περαιτέρω, με το άρθρο 7 του ν.δ/τος 1544/1942 (Α΄ 189), ορίσθηκε ότι: «1. … 3. Η ορθή έννοια του άρθρου 2 του νόμου ΓΟΗ είναι ότι εις το δι’ αυτού επιβαλλόμενον τέλος δεν υπόκεινται αι απλώς αναγνωριστικαί αγωγαί ως και αι περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεις και αι περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Όμως η διάταξη, ωστόσο, αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α΄ 165), ως εξής: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως, καθώς και περί ακυρώσεως πλειστηριασμού», για να επακολουθήσει νέα αντικατάστασή της, με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), ως εξής: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του    ν. ΓΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681Β, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». Σε συνέχεια δε των ανωτέρω ρυθμίσεων, η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. ΓΟΗ/1912, αντικατασταθείσα, με τη σειρά της, με την περίπτωση 6 της υποπαραγράφου ΙΓ.1 της παραγράφου ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), όπως η τελευταία ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 40 παρ. 16 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18), ορίζει πλέον ότι: «Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 %ο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ. Επιπλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.ΟΠ.Υ.Υ.) και χαρτόσημο ποσοστού 2,4%, τα οποία ανωτέρω ποσοστά υπολογίζονται επί του ποσού του δικαστικού     ενσήμου (…)».  Βεβαίως με το Ν. 4446/23.12.2016 καταργήθηκε το τέλος δικαστικού ενσήμου για τις αναγνωριστικές αγωγές. Όμως ήδη πρό του Ν. 4446/16 η ολομέλεια του ΕΣ απασχολήθηκε με το θέμα και έκρινε με την υπ΄αριθμ. 244/2017 απόφασή της ότι : Η έννοια των ανωτέρω διατάξεων είναι ότι ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας εξαρτά από την καταβολή δικαστικού ενσήμου το παραδεκτό μόνον της καταψηφιστικής αγωγής, παραπέμποντας, με το άρθρο 274 αυτού, στον                ν. ΓΟΗ/1912, για τον προσδιορισμό του ύψους του εν λόγω τέλους. Αντιθέτως, η αναγνωριστική αγωγή του άρθρου 73 παρ. 2(β) του ίδιου Κώδικα δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο, καθόσον για αυτήν ανάλογη παραπομπή στον           ν. ΓΟΗ/1912 δεν γίνεται. Οι δε ως άνω ρυθμίσεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ουδόλως εθίγησαν από τις επιγενόμενες διατάξεις των νόμων 3994/2011, 4055/2012, 4093/2012 και 4111/2013, οι οποίες αφορούν αποκλειστικώς διαφορές υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αφού, με δεδομένο ότι όλες οι σχετικές εξαιρέσεις (αναγνωριστικές αγωγές επί εργατικών διαφορών, διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, διαφορών από αυτοκίνητα και διαφορών από διατροφή, καθώς και αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης ή προσημείωσης και για την ακύρωση πλειστηριασμού) αναφέρονται σε ιδιωτικές διαφορές, σαφώς προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη ήταν η εκ νέου ρύθμιση του ζητήματος μόνο για τις τελευταίες και όχι η επιβολή της υποχρέωσης καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου για το σύνολο των αναγνωριστικών αγωγών, ανεξαρτήτως της δικαιοδοσίας στην οποία υπάγονται (Μειοψ. ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης).

  1. 4.Απαράδεκτο άσκησης δεύτερης αγωγής.

Απαράδεκτα ασκείται δεύτερη αγωγή από τον ίδιο ενάγοντα κατά του ίδιου εναγομένου με το ίδιο αντικείμενο, όταν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση επί της πρώτης αγωγής. Ταυτότητα αντικειμένου των δύο αγωγών υφίσταται όταν το δικαίωμα για την ικανοποίηση του οποίου αυτές ασκούνται, βασίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία. Μόνον κατ’ εξαίρεση, στην περίπτωση που η πρώτη αγωγή απορρίφθηκε για τυπικό λόγο, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αγωγής, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να ασκηθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας 60 ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης επί της πρώτης αγωγής . Τυπικούς δε λόγους, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά, συνιστούν όσοι δεν αφορούν στο υποστατό της επίδικης αξίωσης αλλά αναφέρονται στις προϋποθέσεις παραδεκτού της αγωγής, όπως η έλλειψη δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας του δικαστηρίου, η έλλειψη υπογραφής ή νομιμοποίησης του πληρεξούσιου δικηγόρου κ.ά. ( ΕΣ 1519/2016 Ολομ., ΑΠ 190/2008, ΣτΕ 3840/2009). 

  1. 5.Ορισμένο αιτήματος αγωγής :

Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) και οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως και στις αγωγές που εκδικάζονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, σύμφωνα με το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981 (Α΄ 304), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135), ορίζει, στο άρθρο 71, ότι: «1. Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. 2 (…)», στο δε άρθρο 73, ότι: «1. Το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 45, πρέπει να περιέχει και: α) καθορισμό της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η αξίωση, β) σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και τους λόγους που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση και γ) σαφώς καθορισμένο αίτημα. 2. Αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι: α) η καταψήφιση της αξιούμενης παροχής, ή β) η αναγνώριση της αντίστοιχης αξίωσης». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της αγωγής είναι η ιστορική βάση, δηλαδή η ακριβής εξιστόρηση, από την οποία, κατά τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, και ειδικότερα από την εφαρμοστέα νομική διάταξη, πηγάζει το επίδικο δικαίωμα και η υπό του ενάγοντος επικαλούμενη έννομη συνέπεια. Η αναγραφή δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται -και μάλιστα με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης που απορρέει από αυτά- είναι απαραίτητη, για να υπάρχει η δυνατότητα αφενός το δικαστήριο να κρίνει το νόμω βάσιμο της αγωγής, αφετέρου ο εναγόμενος να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ` αυτών (Ε.Σ. Ολομ. 9/2009). Εξάλλου, η αγωγή πρέπει να είναι ορισμένη, ώστε να είναι σε θέση το δικαστήριο να διαπιστώσει το είδος και την έκταση του αγωγικού αιτήματος (βλ. Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 5), καθώς και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις (ΑΠ 813/2013, 481/2012, 1042/2009). Παρέπεται ότι στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει, αλλά και αρκεί, ενόψει της διάκρισης μεταξύ των γεγονότων που ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί (βάρος επίκλησης) και εκείνων που οφείλει να αποδείξει (βάρος απόδειξης), να εκτίθενται όλα τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, ώστε να εξυπηρετηθεί ακριβώς η ευχέρεια του δικαστηρίου να τάξει αποδείξεις (πρβλ. Κ. Μακρίδου, ό.π., σελ. 51-52). Επίσης, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να είναι αυτάρκες, να περιλαμβάνει, δηλαδή, όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά νόμο, θεμελιώνουν το αξιούμενο δικαίωμα, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα να συμπληρωθούν αυτά από το περιεχόμενο άλλου εγγράφου (δικαστικού ή εξωδίκου), διότι η τυχόν αοριστία της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Αν τα γεγονότα αυτά δεν αναφέρονται ή αναφέρονται με ασάφειες και ελλείψεις, η αγωγή είναι αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη(βλ. Ε.Σ. Ολομ. 9/2009, 1453/2008, πρβλ. ΑΠ 49/2011, 1042/2009, 1611/2008, 364/1988). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει», ενώ, κατά  το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης  Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το ν.δ/γμα 53/1974 (Α΄ 256) και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος), «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως (…)».

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ο νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει δικονομικούς κανόνες και διατυπώσεις για την έγκυρη προσφυγή (πρόσβαση) στα δικαστήρια και την παροχή έννομης προστασίας, ειδικότερα δε ως προς τις προϋποθέσεις παραδεκτής άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, που αποβλέπουν στη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και εξυπηρετούν τη νομική ασφάλεια. Πλην όμως, οι περιορισμοί αυτοί είναι θεμιτοί, μόνο όταν τελούν σε εύλογη σχέση (αναλογία) με τους επιδιωκόμενους σκοπούς και είναι τέτοιου βαθμού, ώστε να μην πλήττεται στον πυρήνα του το προστατευόμενο από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο και παροχής έννομης προστασίας. Γι` αυτό, σε κάθε περίπτωση, αποβαίνει ερευνητέο από τα δικαστήρια που ερμηνεύουν και εφαρμόζουν το νόμο, αν οι όποιοι δικονομικοί περιορισμοί, λαμβανομένων υπόψη και των πραγματικών δεδομένων της συγκεκριμένης κάθε φορά υπόθεσης, είναι συμβατοί προς τις άνω διατάξεις, με γνώμονα την αποφυγή εξαιρετικά φορμαλιστικών (τυπικών) προσεγγίσεων στην ερμηνεία διατάξεων που θεσπίζουν αυστηρούς διαδικαστικούς κανόνες και προβλέπουν δυσανάλογες συνέπειες, σε περίπτωση μη τήρησης αυτών, παρεμποδίζοντας έτσι την πρόσβαση σε δικαστήριο και την παροχή έννομης προστασίας από αυτό (Ε.Σ. Ολομ. 403/2010, 727/2009). Και τούτο, καθόσον, ενόψει του ότι οι δικονομικοί κανόνες είναι το σύστημα, με το οποίο οργανώνεται και διευκολύνεται η παροχή έννομης προστασίας ως προς το εκάστοτε ουσιαστικό δικαίωμα, που αποτελεί και το κυρίως αντικείμενο της δίκης, το σύστημα αυτό δεν μπορεί να ερμηνεύεται και να χρησιμοποιείται κατά τρόπο, ώστε να άγει σε παρεμπόδιση εξέτασης του ουσιαστικού ζητήματος. Πολλώ μάλλον, όταν δεν πρόκειται για ρητούς κανόνες, αλλά για νομολογιακούς δικονομικούς κανόνες και κατασκευές, που εξ ορισμού παρέχουν λιγότερη νομική ασφάλεια στο διάδικο από ότι ο γραπτός κανόνας (βλ. Α. Ράντος, Η επίδραση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας στη νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων, ΝοΒ 2009, 1845 επ.). Κατά τη γνώμη που κράτησε στο Δικαστήριο, τέτοια τυπολατρική ερμηνευτική προσέγγιση που δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., υπάρχει όταν το δικαστήριο θεωρεί, κατ` εφαρμογή του άρθρου 73 του Κ.Δ.Δ., ότι για το ορισμένο της αγωγής απαιτείται, όχι απλώς σαφής έκθεση, όπως ο νόμος ορίζει, αλλά «εξαντλητική» εξειδίκευση των ουσιωδών γεγονότων και εν γένει στοιχείων αυτής, καθόσον η απαίτηση αυτή υπερβαίνει την ίδια την ανάγκη που υπηρετεί το ορισμένο της αγωγής, τόσο ως προς την άμυνα του εναγόμενου, όσο και ως προς την ευχέρεια του δικαστηρίου να τάξει αποδείξεις (πρβλ. Κ. Μακρίδου, ό.π., σ. 56). Ως εκ τούτου, η απόρριψη της αγωγής ως αόριστης λόγω μη τήρησης της εν λόγω απαίτησης συνεπάγεται την, κατά τρόπο αντίθετο προς τις άνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, στέρηση από τον ενάγοντα του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο και παροχής έννομης προστασίας με την κατ’ ουσία διάγνωση της υπόθεσής του μέσω μιας δίκαιης δίκης (πρβλ. αποφ. Ε.Δ.Δ.Α. της 16ης Νοεμβρίου 2000, υπόθεση Κούτρα κατά Ελλάδας, της 11ης Ιανουαρίου 2001, υπόθεση Πλατάκου κατά Ελλάδας, της 27ης Μαΐου 2004, υπόθεση Μπουλουγούρα κατά Ελλάδας, της 24ης Μαΐου 2006, υπόθεση Λιακοπούλου κατά Ελλάδας, της 14ης Δεκεμβρίου 2006, υπόθεση Ζουμπουλίδη κατά Ελλάδας, της 16ης Ιουλίου 2009, υπόθεση Χριστοδούλου κατά Ελλάδας, της 13ης Ιανουαρίου 2011, υπόθεση Ευαγγέλου κατά Ελλάδας, της 6ης Δεκεμβρίου 2011, υπόθεση Αναστασάκη κατά Ελλάδας κ.ά.). Παρέπεται ότι όταν πρόκειται, ειδικότερα, για χρηματική αξίωση, εφόσον από το συνολικό ιστορικό του δικογράφου προκύπτει, κατά τρόπο αναμφίλεκτο, το είδος και η έκταση της αιτούμενης έννομης προστασίας, με αποτέλεσμα να μην τίθεται ζήτημα αντικειμενικής αδυναμίας του δικαστηρίου να εκδώσει σαφή και επιδεκτικής εκτέλεσης απόφαση (πρβλ. ΑΠ 1786/2002, Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σ. 208, Κ. Μακρίδου, ό.π., σ. 59-60), η απαίτηση για λεπτομερή εξειδίκευση της αξίωσης αυτής στο δικόγραφο της αγωγής, με παράθεση του αναλυτικού υπολογισμού του οφειλόμενου ποσού, δεν μπορεί να οδηγήσει, κατ` εφαρμογή του άρθρου 73 του Κ.Δ.Δ., στην απόρριψη αυτής. Και τούτο, καθόσον η υποχρέωση τήρησης μιας τόσο αυστηρής τυπικής προϋπόθεσης, στο πλαίσιο μίας διαδικασίας, στην οποία ισχύει το ανακριτικό σύστημα, που παρέχει, σε κάθε περίπτωση, στο δικαστή ευχέρεια, προκειμένου να διασφαλισθεί η εξακρίβωση της ουσιαστικής αλήθειας (βλ. άρθρο 25 του π.δ/τος 1225/1981), να διατάξει, όταν κρίνει αυτό αναγκαίο, τη συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου (βλ. άρθρο 70 παρ. 2 και 4 του άνω π.δ/τος), προσβάλλει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στην ουσία του το προστατευόμενο από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και παροχής έννομης προστασίας από αυτό. Τούτο δε, ιδίως, όταν πρόκειται για έγερση, κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., αποζημιωτικής αγωγής, με την οποία επιδιώκεται, ειδικότερα, η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο δικαιούχο από την παράνομη στέρηση συνταξιοδοτικών παροχών για ορισμένο χρονικό διάστημα, καθόσον μέτρο υπολογισμού της εν λόγω ζημίας συνιστούν οι αυξημένες συνταξιοδοτικές παροχές που θα έπρεπε να καταβληθούν, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις (ΕΣ 4326/2014 Ολομ. με μειοψ.)

 


[1] Η προθεσμία των 60 ημερών εισήχθη με το Ν. 4055/2012 με ισχύ από 16.9.2012. Πριν και εως την 9.4.2012 η προθεσμία της συνταξιοδοτικής έφεσης, της ένστασης στην Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων κανονισμού Συντάξεων που προβλεπόταν στο άρθρο 66§2 ΚΣ, καθώς και της ένστασης του άρθρου 63 του π.δ 774/80 (νύν ένσταση άρθρου 90 Ν. 4.129/2013 ή ΚΝΕΣ, ήταν ένα (1) έτος από το τέλος του νομικού πλάσματος των 60 ημερών του άρθρου 66§10 ΚΣ, μετά την κοινοποίηση της πράξης και έως 9.4.2012.Απο 10.4.2012 έως 15.9.2012 η προθεσμία ήταν έξι (6) μήνες δυνάμει του Ν.4002/2011 (αρθ.6§16) σε συνδυασμό με την υπ΄αριθμ.38101/10.4.2012 απόφαση του Υπ. Οικονομικών. Από 16.9.2012 για την έφεση αλλά και την ένσταση του άρθρου 63 του π.δ 774/80 (νυν αρθ.90 ΚΝΕΣ) έγινε δυνάμει του Ν. 4055/2012 εξήντα ημέρες , ενώ για την ένσταση ενώπιον της ΕΕΠΚΣ παρέμεινε έξι (6) μήνες έως την κατάργησή της με το άρθρο 2§1γ Ν. 4151/29.4.2013.