ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΔΑΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Δάσος ή δασικό οικοσύστημα είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω σε αναγκαία επιφάνεια του εδάφους και μαζί με την συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα αποτελούν ιδιαίτερη δασοβιοκοινότητα και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές).
Ο παραπάνω ορισμός υιοθέτησε την ΑΕΔ 27/1999, με μόνη την προσθήκη της λέξης «αναγκαία» σύμφωνα με την οποία, αλλά και την νομολογία του ΣτΕ για τον ορισμό του δάσους αρκεί η ύπαρξη των μορφολογικών του χαρακτηριστικών του δασικού οικοσυστήματος και έτσι η εννοιολογική αυτή προσέγγιση δεν εξαρτάται από τις τυχόν ωφέλειες από τη δασοπονική ή άλλη εκμετάλλευση και διαχείριση του δάσους. Αντίθετα έως τότε ο ΑΠ απαιτούσε και δασοκάλυψη και παραγωγή ή εκμετάλλευση του δάσους (ΑΠ 283/96).
Ο ορισμός δίδεται πλέον , ήτοι μετά την αναθεώρηση του 2001, στην ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24§1 Σ (βλ. και α.3 Ν 998/79).
Το κρίσιμο δηλαδή είναι να έχουμε σύνολο άγριων φυτών ενώ περαιτέρω είναι αδιάφορο το είδος ή τα είδη αγρίων ξυλωδών φυτών από τα οποία αποτελούνται, δηλαδή, αν είναι δασοπονικά ή μη, εφ’ όσον αποτελούν οργανική ενότητα.
Περαιτέρω η προσθήκη της λέξεως «αναγκαία» αφορά και υπηρετεί την ανωτέρω έννοια και δεν επιτρέπεται να την ανατρέπει, απαιτώντας μία αριθμητικώς προσδιορισμένη ελάχιστη έκταση προς δασοπονική εκμετάλλευση. Η έννοια δηλαδή της έκτασης δεν καθορίζει τον ορισμό αλλά μπορεί να είναι οποιαδήποτε σε τετραγωνικά μέτρα έκταση που είναι πράγματι αναγκαία προκειμένου να λειτουργήσει ένα δασικό οικοσύστημα αναλόγως της θέσεως αυτού (υψομέτρου, γεωγραφικού πλάτους και μήκους) και των επικρατουσών σε αυτήν εδαφολογικών, κλιματικών και άλλων συνθηκών. Θα κρίνεται δηλαδή κάθε φορά in congreto.
Ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 υιοθέτησε τους ορισμούς του δάσους και της δασικής εκτάσεως που είχε δώσει η απόφαση 27/1999 του ΑΕΔ και, συνεπώς, (α) είναι αδιάφορο το είδος ή τα είδη αγρίων ξυλωδών φυτών από τα οποία αποτελείται η δασική βλάστηση, εάν δηλαδή είναι δασοπονικά ή μη, εφόσον τα είδη αυτά αποτελούν οργανική ενότητα και (β) η προσθήκη της λέξεως «αναγκαία» εντάσσεται στους ορισμούς του δάσους και της δασικής εκτάσεως και δεν τους ανατρέπει, δεν απαιτεί δηλαδή το Σύνταγμα μία αριθμητικώς προσδιορισμένη ελάχιστη έκταση προς δασοπονική εκμετάλλευση ή προς ικανοποίηση της «κοινής λογικής», αλλά την έκταση που είναι πράγματι αναγκαία προκειμένου να λειτουργήσει ένα δασικό οικοσύστημα, αναλόγως της θέσεως αυτού και των επικρατουσών εδαφολογικών, κλιματικών και άλλων συνθηκών. Συνεπώς, αντίκειται στο άρθρο 24 Σ το άρθρο 15 παρ 3 ν 1734/85 όπως αντικαταστάθηκε από τον ν 3147/03 που θεωρεί μία έκταση ως έχουσα δασικό χαρακτήρα από την ύπαρξη σε αυτήν ορισμένων μόνον δασοπονικών φυτών και με μαθηματικώς οριζόμενο ποσοστό συγκομμώσεως. (ΣτΕ Ολομ. 33/2013). Εξ΄άλλου με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι δεν υπάρχει διάταξη του ενωσιακού δικαίου που να έρχεται σε αντίθεση με την ανωτέρω έννοια καθώς ο Κανονισμός 2152/2003 ναι μεν ορίζει κατά τρόπο διάφορο τις έννοιες «δάσος» και δασική» έκταση αλλά μόνο για τους δικούς του σκοπούς και δεν αποκλείει τις εθνικές νομοθεσίες να ορίζουν κατά τρόπο διάφορο τις έννοιες σε προγράμματα που δεν διέπονται από τον Κανονισμό (ΔΕΕ 22.4.2010 , C-82/09 μετά από προδικαστικό ερώτημα της ΣΤΕ 3559/08 Ολομ).
Δεν έχει σημασία σε ποιόν ανήκει το δάσος , ήτοι εάν είναι κύριος το δημόσιο ή ιδιώτης. Δεν προσβάλλει το δικαίωμα ιδιοκτησίας, που προστατεύει το άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, ο χαρακτηρισμός εκτάσεως εκτός σχεδίου πόλεως ως δασικής, μη προοριζομένης για δόμηση, εφόσον ο χαρακτηρισμός αυτός ανταποκρίνεται στον αληθή χαρακτήρα της. 2009/2003 Ολομ
Μαζί με το Δάσος το Σύνταγμα προστατεύει επι ίσοις όροις και τις δασικές εκτάσεις.
Δασική έκταση είναι η δασοβιοκοινότητα όπου η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή χαμηλή, είναι αραιή.
Στην δασική νομοθεσία (στο άρθρο 3 του ν. 998/1979, το οποίο άρθρο όπως τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 4,5 και 6 του άρθρου 32 του νόμου 4280/2014) και άρα στην προστασία του δάσους υπάγονται :
1. Τα εντός των πόλεων και οικιστικών περιοχών πάρκα, άλση, περιαστικό πράσινο και οι εκτάσεις που κηρύχθηκαν σε αναδάσωση. Επίσης και τα τμήματα του πάρκου που δεν φέρουν δασική βλάστηση αλλά συνδέονται οργανικά με το πάρκο.
2. Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις σε ημιορεινά, ορεινά και ανώμαλα εδάφη που φέρουν δασική βλάστηση που δεν συνιστά όμως δασοβιοκοινότητα ή συγκροτούν φυσικά οικοσυστήματα από φρυγανώδη, ποώδη ή άλλη αυτοφυή βλάστηση.
3. Βραχώδεις ή πετρώδεις εκτάσεις των ημιορεινών, ορεινών και ανωμάλων εδαφών.
Οι περιπτώσεις 2 και 3 υπάγονται στη δασική νομοθεσία υπο τον όρο ότι δεν αναγνωρίστηκαν ως ιδιωτικές βάσει του άρθρου 10 του Ν. 3208/2003.
Αντίθετα δεν υπάγονται στη έννοια του δάσους :
α) Οι ανέκαθεν γεωργικώς καλλιεργούμενες εκτάσεις.
β) Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις που έχουν τη μορφή της περίπτωσης α` της παραγράφου 5 του παρόντος, που στη λήψη Α/Φ έτους 1945 ή, εφόσον αυτές δεν είναι ευκρινείς, του 1960, εμφάνιζαν αγροτική μορφή.
γ) Οι τεχνητές δασικές φυτείες που δημιουργούνται από τους ιδιοκτήτες τους, ως και οι από αυτούς φυτεύσεις δένδρων, επί εκτάσεων που έχουν τη μορφή των ανωτέρω περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 5 ή των περιπτώσεων α` και β` της παρούσας παραγράφου 6, είτε σε εφαρμογή εθνικών ή κοινοτικών προγραμμάτων είτε όχι, με σκοπό την παραγωγή και εμπορία δασικών προϊόντων ή την αναβάθμιση της αισθητικής του τοπίου.
δ) Οι αλυκές.
ε) Αμμώδεις εκτάσεις της παραλιακής ζώνης, που δεν καταλαμβάνονται από δασική βλάστηση και δεν υπάγονται στην κατηγορία των εκτάσεων των περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 5 του παρόντος.
στ) Τα πεδινά ρέματα που δεν φέρουν δασική βλάστηση.
ζ) Οι περιοχές για τις οποίες υφίστανται εγκεκριμένα σχέδια πόλεως ή καταλαμβάνονται υπό οικισμών, τα όρια των οποίων έχουν εγκριθεί με πράξεις της Διοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων 21.11/1.12.1979 (Δ` 693), 2.3/13.3.1981 (Δ` 138) ή 24.4/3.5.1985 (Δ` 181) ή βρίσκονται εντός ορίων εγκεκριμένων πολεοδομικών μελετών ή ρυμοτομικών σχεδίων και όπως τα όρια αυτά έχουν εφαρμοσθεί στο έδαφος ή πρόκειται περί οικοδομήσιμων εκτάσεων των οικιστικών περιοχών του ν. 947/1979 ή αποτελούν εκτάσεις Οργανωμένων Υποδοχέων Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων, που οργανώθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4458/1965, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 742/1977, καθώς και τις διατάξεις του ν. 2545/ 1997 και όπως ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 41 του ν. 3982/2011 (Α` 143) για τις οποίες έχει εγκριθεί η οριοθέτηση ή το ρυμοτομικό τους σχέδιο.
η) Οι ζώνες των αποστραγγιστικών δικτύων, που φέρουν δασική βλάστηση φυσικώς ή τεχνητώς δημιουργημένη.
Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ
Πριν την αναθεώρηση του 2001 υπήρχε απόλυτη προστασία των ιδιωτικών δασών τα οποία δεν μπορούσαν να αλλάξουν σκοπό ενώ για τα δημόσια δάση υπήρχε κατ΄ εξαίρεση η δυνατότητα μεταβολής του σκοπού τους για λόγους εθνικής οικονομίας ιδίως αγροτικής, (3754/81 Ολομ.).
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (Σ.τ.Ε) αναγνώριζε τη δυνατότητα επέμβασης στα δημόσια δάση υπό αυστηρές όμως προϋποθέσεις. Δηλαδή η επέμβαση έπρεπε να:
α. προβλέπεται από ειδικό νόμο (πρόβλεψη οργάνου, διαδικασίας, όρων και προϋποθέσεων επέμβασης βλ. 660/90 για βοσκότοπους).
β. Να μην αφορά αναδασωτέα περιοχή κατά το άρθρ. 117 παρ. 3Σ, γ.
γ. Να γίνεται για λόγους σοβαρού δημόσιου συμφέροντος (όχι η οικιστική αξιοποίηση).
δ. Ν’ αποτελεί το μόνο πρόσφορο μέσο για την επίτευξη του πιο πάνω λόγου.
Ε. Μικρότερη δυνατή απώλεια του δασικού πλούτου πχ επέμβαση σε δασική έκταση αντί στο δάσος κλπ.
Με την Ολομ.1675/99, υπήρξε κάμψη , το δικαστήριο δέχθηκε την αρχή της στάθμισης των συμφερόντων , μεταξύ του σκοπού της απαλλοτρίωσης και αφετέρου της σημασίας της διατήρησης του δάσους (επρόκειτο για απαλλοτρίωση ιδιωτικού δάσους για την διάνοιξη λεωφόρου).
H ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 2001
Μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα μεταβολής της μορφής των δασών και δασικών εκτάσεων επεκτάθηκε και στα ιδιωτικά δάση, αφού απαλείφθηκε ο προσδιορισμός «δημόσια δάση».
Με την ΣτΕ1062/03 κρίθηκε όμως ότι δεν νομιμοποιούνται μετατροπές που είχαν γίνει σε ιδιωτικά δάση προ του 2001.
Με βάση τα νομολογιακά συμπεράσματα :
Θα πρέπει να προσεχθεί η ιδιαίτερα αυστηρή και προστατευτική νομολογία του ΣτΕ, αφού κατά την πάγια θέση της δεν δέχεται μεταβολή του δασικού χαρακτήρα πάρα κατ΄εξαίρεση και μόνο για « ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ, ΥΠΕΡΤΕΡΟ, ΥΨΙΣΤΟ» δημόσιο συμφέρον. Όχι απλώς για κοινωφελείς λόγους (ΣτΕ ΠΕ 195/93).
Εξ΄άλλου από προς ανωτέρω προστατευτικές των δασών συνταγματικές διατάξεις συνάγεται ότι η οικοπεδοποίηση και γενικότερα η χρησιμοποίηση για οικιστικούς σκοπούς ιδιωτικών η δημοσίων δασών, που συνεπάγεται εξάλειψη προς δασικής μορφής προς, απαγορεύεται από το Σύνταγμα και ότι η οικιστική αξιοποίηση δεν συνιστά λόγο υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε κατ’ αρχήν τη μεταβολή του προορισμού του δάσους (πρβλ. ΣτΕ 2827/2013, 2855/2003, 1675/1999 Ολ.).
Σημαντική είναι η ΣτΕ Ολ. 2499/2012 με την οποία επελύθη το ζήτημα του επιτρεπτού εγκατάστασης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΕΠ) , αιολικών σταθμών , σε αναδασωτέες εκτάσεις και κρίθηκαν σύμφωνα με το Σύνταγμα τα άρθρα δέκατο τρίτο παρ. 1 του ν. 1822/1988 και 24 παρ. 1 του ν. 3468/2006. Η Ολομέλεια κατά πλειοψηφία έκρινε κατά μεταστροφή της μέχρι τότε νομολογίας της, δεχόμενη ότι το άρθρο 117 παρ.3 του παρά την ρητή απαγόρευση της μη αλλαγής χρήσης μιας εκτάσεως που κηρύχθηκε αναδασωτέα είναι ερμηνευτέο σε συνδυασμό με το σκοπό του άρθρου 24 παρ.1 του Σ. και συνεπώς είναι δυνατή η εγκατάσταση ΑΕΠ σε αναδασωτέες εκτάσεις , εάν ο υπέρτερος σκοπός δημοσίου συμφέροντος δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλο τρόπο και η σχετική διοικητική πράξη αιτιολογείται πλήρως (μειοψ.).
ΔΑΣΟΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΟ ΠΟΛΕΩΣ.
Οι περιλαμβανόμενες εντός ΓΠΣ δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις παραμένουν εκτός σχεδίου, μπορούν δε να συμπεριληφθούν σε αυτό κατά το επόμενο στάδιο του πολεοδομικού σχεδιασμού μόνον υπό αυστηρές προϋποθέσεις διατηρώντας πάντα τον δασικό τους χαρακτήρα. 838/2014 Ε
Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να χαθεί ο δασικός χαρακτήρας. Έτσι ακόμη και εάν η έκταση εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως οικοδομήσιμος χώρος ή ως δρόμος (ΣτΕ 1421/2014).
Είναι βέβαια γεγονός ότι πολλές περιοχές με δασικό χαρακτήρα, ιδίως προ του 1975 , εντάχθηκαν με τροποποιητικά διατάγματα στα κατά καιρούς σχέδια πόλεων. Στη περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η ακύρωση της οικοδομικής άδειας διότι το σχέδιο πόλεως εφόσον δεν περιέχει όρους δομήσεως αλλά απλώς οριοθετεί το ιδιωτικό και άρα οικοδομήσιμο από το κοινόχρηστο είναι ατομική πράξη γενικού περιεχομένου , χωρίς βέβαια να αποκλείεται η ανάκληση τους (ΣτΕ 1421/2014).
Αντίθετα ελέγχονται πάντα τα κανονιστικά διατάγματα για τον καθορισμό χρήσεων γης και όρων δομήσεως (ΣτΕ 696/1986 Ολομ.).
Πάντως επιτρέπεται να εντάσσονται στο σχέδιο πόλης , χάριν της αρχής της ενότητας του πολεοδομικού σχεδιασμού, μικρά τμήματα δασών ή δασικών εκτάσεων που γειτνιάζουν με οικισμούς ή περιβάλλονται από οικισμούς , υπό τον όρο ότι διατηρούν αναλλοίωτο το δασικό τους χαρακτήρα. Ακόμη και η μετά από μακρόν χρόνο ένταξη μιας δασικής περιοχής στο ρυμοτομικό σχέδιο δεν εμποδίζει την ανάκληση της απόφασης αυτής ως παράνομης εκτός εάν παραβιάζονται για τον αιτούντα οι αρχές της δεδικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου (ΣτΕ 4772/2013 όπου ο αιτών γνώριζε τον δασικό χαρακτήρα).
Υπό συγκεκριμένα δεδομένα, η πάροδος μακρού χρόνου από την ένταξη δασικής έκτασης στο ρυμοτομικό σχέδιο οικισμού δεν εμποδίζει την ανάκληση της απόφασης αυτής ως παράνομης ή την εν μέρει κατάργηση του σχεδίου, λόγω συνδρομής επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η διατήρηση αναλλοίωτης της μορφής των δασών και των δασικών εκτάσεων. 3370/2014 Ε 7μ.
Η ικανοποίηση επιτακτικού σκοπού δημοσίου συμφέροντος για την προστασία συνταγματικώς προστατευόμενου εννόμου αγαθού, όπως είναι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις, δεν καθίσταται αδρανής και ατελέσφορη στο διηνεκές εκ μόνου του λόγου ότι η Διοίκηση ενέταξε κατά το παρελθόν δασική έκταση σε σχέδιο πόλεως ως οικιστική, λόγω πλάνης και μάλιστα οφειλόμενης σε δόλο των διοικουμένων. 3369/2014 Ε 7μ
Νομοθετικό πλαίσιο
Νόμος 998/1979
Ο Νόμος 998/1979 (ΦΕΚ Α 289/29-12-1979) «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων προς Χώρας», που κατά καιρούς έχει τροποποιηθεί και ισχύει, παραμένει το κύριο νομοθετικό πλαίσιο των διατάξεων προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων.
Νόμος 4280/2014
Οι πρόσφατες τροποποιήσεις και βελτιώσεις του με τον νόμο 4280/2014 (ΦΕΚ Α 159/88-2014) έγιναν με σκοπό την εναρμόνιση των διατάξεών του με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος καθώς και με τη νομολογία των Δικαστηρίων και κυρίως του Συμβουλίου Επικρατείας.
Νόμος 4315/2014
Ο νόμος 4315/2014 (ΦΕΚ Α 269/24-12-2014) και ειδικότερα με τις διατάξεις του άρθρου 12 αυτού, τροποποιήθηκαν διατάξεις του νόμου 998/1979 (άρθρα 14, προσθήκη άρθρου 47Β μετά το άρθρο 47Α, 48,57,53,67), ν.4280/2014 (άρθρα 28,52), του ν.δ. 86/1969 (άρθρο 255).
ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ
(α.37 Ν.998/79)
«1.Ως αναδάσωσις νοείται η αναδημιουργία προς καθ΄ οιονδήποτε τρόπον καταστραφείσης ή σημαντικώς αραιωθείσης ή άλλως πως υποβαθμισθείσης δασικής βλαστήσεως, είτε δια προς φυτεύσεως ή σποράς, είτε δια προς διευκολύνσεως προς φυσικής αναγεννήσεως, προς δημιουργίαν δάσους ή δασικής εκτάσεως.
2.Εν τη εννοία προς αναδασώσεως περιλαμβάνεται και η το πρώτον ενεργουμένη δια σποράς ή φυτεύσεως δασικών φυτών δάσωσις ασκεπών εκτάσεων, αι οποίαι δεν έχουν ουδέ είχον εις το παρελθόν τον χαρακτήρα δάσους ή δασικής εκτάσεως.»
Η Αναδάσωση είχε διττή έννοια στο νόμο αφενός σημαίνει :
α) την με οποιοδήποτε τρόπο ανασύσταση προς δασικής βλάστησης που καταστράφηκε ολικά ή μερικά (αραιώθηκε) και εν γένει υποβαθμίστηκε και
β) την για πρώτη φορά δάσωση άσκεπων εκτάσεων που κατά το παρελθόν αποτελούσαν δάσος ή δασική έκταση.
Στα πρόσωπα που κατηγορούνται για εμπρησμό δασών επιβάλλεται, πέραν των ποινικών κυρώσεων, διοικητικό πρόστιμο με πράξεις των οργάνων του Πυροσβεστικού Σώματος, τα οποία δεν υποχρεούνται ούτε να αναμείνουν την έκδοση αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου ούτε να αιτιολογήσουν την επιβολή του στηριζόμενα σε στοιχεία που δεν αποτελούν μέρος της ποινικής δικογραφίας, αρκεί δε προς αιτιολόγηση η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων. 3729/2013 Ε
Το άρθρο 117 §3 Σ επιβάλλει κατά δεσμία αρμοδιότητα στο κράτος την άμεση αποκατάσταση του δασικού χαρακτήρα , εφόσον το δάσος ή η δασική έκταση κάηκαν ή αποψιλώθηκαν και δεν επιτρέπεται καμία άλλη επιλογή ή αλλαγή προορισμού (καμένο δάσος για πάντα δάσος). Σοβαρή απόκλιση όπως προείπαμε έχουμε για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε) με την ΣτΕ 2499/2012 Ολομ.
Ο χαρακτήρας της εκτάσεως ως ιδιωτικής ή δημόσιας είναι αδιάφορος συνεπώς είναι αλυσιτελώς προβαλλόμενος ο σχετικός ισχυρισμός περί κυριότητας της εκτάσεως (ΣτΕ 33/2010 Ολομ., 3185/2009). Όμως εάν μια ιδιωτική έκταση κηρυχθεί αναδασωτέα τότε συνιστά λόγω απαλλοτριώσεως της κατά το άρθρο 43 Ν.998/79.
Ομοίως είναι αδιάφορο εάν η έκταση έχει κηρυχθεί επισήμως ως δασική (ΣτΕ 33/2013 Ολομ., 2159/2009). ΠΡΟΣΟΧΗ : εφόσον η έκταση κηρύχθηκε αναδασωτέα είναι εκ των πραγμάτων και δασική και ο τυχόν μεταγενέστερος χαρακτηρισμό της ως μη δασικής δεν είναι νόμιμος (ΣτΕ 1501/2013).
Οι δυο διαδικασίες , δηλαδή της αναδάσωσης και της κήρυξης εκτάσεως ως δασικής , είναι ανεξάρτητες . Η κήρυξη όμως της εκτάσεως ως αναδασωτέας επηρεάζει τον αποχαρακτηρισμό της εκτάσεως από δασική.
Το άρθρο 38 του Ν.998/79 υλοποιεί την ανωτέρω συνταγματική επιταγή έτσι ώστε τα δάση και οι δασικές εκτάσεις, τα οποία καταστρέφονται ή αποψιλώνονται συνεπεία πυρκαϊάς ή παράνομης υλοτομίας ή από άλλη αιτία κηρύσσονται υποχρεωτικά ως αναδασωτέες, ανεξαρτήτως με την ειδικότερη κατηγορία αυτών ή τη θέση στην οποία βρίσκονται. Εξαιρούνται οι εκτάσεις για τις οποίες είχε χορηγηθεί νομίμως έγκριση επέμβασης πριν την αποψίλωση ή πυρκαγιά.
Η αυτή υποχρέωση υφίσταται και για τα καταστραφέντα ή αποψιλωθέντα δάση και δασικές εκτάσεις, ανεξαρτήτως του χρόνου της καταστροφής ή της αποψιλώσεως τούτων, εφ όσον, μέχρι προς 11ης Ιουνίου 1975, δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για άλλο σκοπό ώστε να καθίσταται αδύνατη η ανατροπή της δημιουργηθείσης καταστάσεως. Αν όμως είχαν πριν τον ανωτέρω χρόνο απωλέσει τον δασικό τους χαρακτήρα , όχι λόγω παρανόμων ή αυθαιρέτων ενεργειών, αλλά νομίμως, τότε δεν είναι επιτρεπτή η διαδικασία χαρακτηρισμού τους με βάση το άρθρο 14 του Ν.998/79 (ΣτΕ 2934/13, 2257/2002).
Αναδασωτέα μπορεί να κηρυχθούν όμως και εδάφη μη δασικά εφόσον :
- Αποτελούν λεκάνη απορροής χειμάρρων και απαιτείται να υπάρχει βλάστηση για υδρονομικούς λόγους.
- Βρίσκονται πάνω από χωριά , οικισμούς , αρχαιολογικούς χώρους και έχουν προστατευτικό χαρακτήρα.
- Έχουν κλίση άνω του 30% προς τον ορίζοντα.
- Για την αποφυγή κινδύνων διαβρώσεως του εδάφους ή ισορροπίας του φυσικού περιβάλλοντος.
- Για λόγους υγιεινής ή εξωραϊσμού.
- Για την συμπλήρωση ή ενοποίηση δασών ή δασικών εκτάσεων.
- Για δημιουργία δασικών φυτειών.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΗΡΥΞΗΣ ΕΚΤΑΣΕΩΣ ΩΣ ΑΝΑΔΑΣΩΤΕΑΣ
(α.41 Ν998/79)
Γίνεται με ατομική γενικού περιεχομένου διαπιστωτική πράξη του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης (πρώην μετακλητού Νομάρχη) μετά από εισήγηση της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας, κατά δεσμία αρμοδιότητα για δασικές εκτάσεις που κάηκαν ή αποψιλώθηκαν (ΣτΕ 1968/2000).
Η συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τη συνταγματική επιταγή της υποχρεώσεως αναδασώσεως των καταστραφεισών δασικών εκτάσεων δεν μπορεί να θεμελιώσει παράβαση της αρχής της εμπιστοσύνης. 3149/2006 Ε 7μ.
Τα άρθρα 71 ν 998/79 και 114 ν 1892/90 επιβάλλουν την απομάκρυνση και των μη δασικών φυτών, που έχουν φυτευθεί ή καλλιεργηθεί μη νομίμως σε δάση, δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις, αφού τυχόν παραμονή των φυτών αυτών στις εκτάσεις αυτές θα εμπόδιζε την αναγέννηση της δασικής βλάστησης, δεδομένου ότι η πρόβλεψη ποινικών και διοικητικών κυρώσεων δεν αρκεί για την απομάκρυνση των μη δασικών φυτών. 3759/2009 Ε 7μ
Η προθεσμία του 3μηνου από την εκχέρσωση είναι ενδεικτική (α.41παρ.3 ν.998/79, πλέον δίμηνη α.12παρ.2ν.2040/92).
Η απόφαση και το σχεδιάγραμμα σε φωτοσμίκρυνση δημοσιεύονται στο ΦΕΚ.
Η πράξη πρέπει να είναι αιτιολογημένη (όρια, εμβαδόν, έκταση αναδασωτέας ,να προσδιορίζεται στο παρελθόν ο δασικός χαρακτήρας και η εκχέρσωση) και συμπληρώνεται από το φάκελο (ΣτΕ 456/10,3456/07). Η έκθεση που συντάσσεται από το Πυροσβεστικό Σώμα για την ζημία που προκλήθηκε από πυρκαγιά δεν συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας για την κήρυξη εκτάσεως ως αναδασωτέας 3612/2011 Ε’.
Δεν απαιτείται προηγούμενη ακρόαση αφού γίνεται με βάση το αντικειμενικό γεγονός της καταστροφής χωρίς να ενδιαφέρει η υπαιτιότητα ή άλλα υποκειμενικά στοιχεία ( ΣτΕ 4612/11, 3280/08, 2069/07, 2616/03, 7μ. , 1646/02). Αντίθετα για την επιβολή προστίμων λόγω πράξεων που απαγορεύονται λόγω της κήρυξης της αναδάσωσης, επειδή αναφέρονται σε παραβατική συμπεριφορά απαιτούν ακρόαση.
Είναι αδιάφορο για την κήρυξη αναδάσωσης το ιδιοκτησιακό , διότι είναι πράξη πραγματοπαγής (1646/02).
Δεν απαιτείται επίσης να έχει καταρτιστεί δασολόγιο .
Εξαίρεση από την αναδάσωση προβλέπεται εάν η δασική έκταση είχε νομίμως απωλέσει τον δασικό χαρακτήρα πριν την 11.6.1975 (2753/04 Ολομ, 1285/09 7μ.).
Δεν απαιτείται να έχει κηρυχθεί η αποψιλωμένη έκταση προηγουμένως ως δασική (4406/10). Μάλιστα αν πρόκειται για έκταση που έχασε νόμιμα το δασικό χαρακτήρα της πριν την 11.6.1975 πρέπει ο δασάρχης να απέχει και να παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο.
Αποτελέσματα κήρυξης :
Στη κηρυχθείσα έκταση ως αναδασωτέα μέχρι αυτή να αναδασωθεί απαγορεύεται οποιαδήποτε επέμβαση (2778/88 Ολομ). Απαγορεύεται η μετατροπή του δασικού σκοπού. «Καμένο δάσος για πάντα δάσος».
Εξαίρεση :
1.Η άρση της αναδάσωσης (α.44) : εφόσον η δασική έκταση που κηρύχθηκε αναδασωτέα ανάκτησε την μορφή της κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τότε εκδίδεται πράξη άρσης που πρέπει να αιτιολογεί την αποκατάσταση (ΣτΕ 2930/13, 2971/10).
2.Με ανάκληση της πράξης αναδάσωσης. Εφαρμόζονται οι γενικές αρχές περί ανακλήσεως (ΣτΕ 2930/13).
3.Σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 58 Ν 998/79 για έργα υποδομής που είχαν εγκριθεί πριν την καταστροφή.
4.Για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος ιδίως Α.Π.Ε (ΣτΕ Ολομ. 2499/2012).
5.Εάν μετά την πάροδο πενταετίας από την κήρυξη αποδεικνύεται το ανέφικτο της αναδασώσεως.
6.Υποχρεωτικά εάν δεν συντελεστεί εγκαίρως η αναγκαστική απαλλοτρίωση σε ιδιωτική έκταση που δεν ήταν δασική.
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ : Η πράξη κήρυξης της αναδάσωσης προσβάλλεται στο κατά τόπο αρμόδιο ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ με αίτηση ακύρωσης (α.1 Ν. 702/77 περ. ιδ’ οπ. τροπ. α.47§1 Ν.3900/10 και καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις (α.50 Ν.3900/10). Θα πρέπει να προσεχθεί ότι και οι κανονιστικές πράξεις που αφορούν την αναδάσωση προσβάλλονται στο κατά τόπο αρμόδιο διοικητικό εφετείο (ΣτΕ 272/2014,Ε΄τμ, 7μ). Στο Ε΄ τμήμα του ΣτΕ ασκούνται οι ακυρωτικές εφέσεις κατά των αποφάσεων των ΔΕΦ επι των ανωτέρω υποθέσεων.
Στην περίπτωση κήρυξης ορισμένης έκτασης ως αναδασωτέας, ο χαρακτήρας της ως δασικής έχει διαγνωσθεί με την πράξη αναδάσωσης, η οποία εκδίδεται για την υλοποίηση της επιταγής αυτής. Ενόψει τούτου, τυχόν πράξη χαρακτηρισμού, με την οποία έχει κριθεί ότι η κηρυχθείσα ως αναδασωτέα έκταση δεν έχει δασικό χαρακτήρα, δεν είναι ληπτέα υπόψη, δοθέντος, όμως, ότι η τυπική διατήρησή της σε ισχύ θα προκαλούσε αμφισβητήσεις ως προς το νομικό καθεστώς της έκτασης και θα δυσχέραινε την αποκατάσταση του καταστραφέντος δασικού οικοσυστήματος, εφόσον ορισμένη έκταση έχει κηρυχθεί ως αναδασωτέα, και, παρά ταύτα, έχει εκδοθεί και εξακολουθεί να υφίσταται στο νομικό κόσμο πράξη χαρακτηρισμού της ως μη δασικής, ο δασάρχης οφείλει να επανέλθει εκδίδοντας πράξη χαρακτηρισμού της ως δασικής. Ο εν λόγω επαναχαρακτηρισμός δεν γίνεται πρωτογενώς, αλλά εξαντλείται στην διαπίστωση ότι η έκταση έχει κηρυχθεί ως αναδασωτέα και υπάγεται στη δασική νομοθεσία εξ αυτού και μόνο του λόγου. Η νέα πράξη υπόκειται στην ενδικοφανή διαδικασία ενώπιον των επιτροπών επιλύσεως δασικών αμφισβητήσεων μόνο καθ’ ο μέρος αμφισβητείται ότι η έκταση έχει πράγματι κηρυχθεί αναδασωτέα. Περαιτέρω, εάν οι επιτροπές δεχθούν ότι η έκταση δεν έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, εξαφανίζουν την πράξη του δασάρχη, που δέχθηκε το αντίθετο, και αναβιώνει ο αρχικός χαρακτηρισμός της έκτασης, χωρίς, πάντως, να αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή η κήρυξη της έκτασης ως αναδασωτέας, υπό ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις (νεότερα στοιχεία, επιγενόμενη δάσωση κ.λπ.). Και στη συναφή περίπτωση που, χωρίς να έχει προηγηθεί άλλος χαρακτηρισμός, ο δασάρχης διαπιστώνει ότι ορισμένη έκταση έχει κηρυχθεί ως αναδασωτέα και είτε απέχει του χαρακτηρισμού της είτε περιορίζεται στη διαπίστωση ότι η έκταση έχει κηρυχθεί ως αναδασωτέα και υπάγεται στη δασική νομοθεσία εξ αυτού του λόγου, η πράξη χαρακτηρισμού υπόκειται στην ενδικοφανή διαδικασία ενώπιον των επιτροπών μόνον κατά το μέρος που ο ενδιαφερόμενος αμφισβητεί το γεγονός ότι η έκταση έχει πράγματι κηρυχθεί αναδασωτέα. Εφόσον κατά την ενδικοφανή διαδικασία διαπιστωθεί ότι η έκταση δεν έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, οι επιτροπές οφείλουν και πάλι να ακυρώσουν την πράξη χαρακτηρισμού, όμως, την τυχόν ακύρωση πρέπει να ακολουθήσει ο πρωτογενής χαρακτηρισμός της ως δασικής ή μη .Οι επιτροπές δε υποχρεούνται να απόσχουν από το χαρακτηρισμό και να παραπέμψουν την υπόθεση στο αρμόδιο για την κήρυξη της έκτασης ως αναδασωτέας διοικητικό όργανο, εφόσον διαπιστώσουν ότι η έκταση οφείλει να κηρυχθεί ως αναδασωτέα. 4078/2014 Ε 7μ
ΑΥΘΑΙΡΕΤΗ ΔΟΜΗΣΗ ΕΝΤΟΣ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ
Το άρθρο 114 του Ν. 1892/90 απαγόρευε κάθε εγκατάσταση εντός δασών ή δασικών εκτάσεων. Η απαγόρευση αφορά και τα ιδιωτικά δάση καθώς και τις αναδασωτέες εκτάσεις με εξαίρεση τις εξαιρετικές περιπτώσεις που αναφέρει ο Ν. 998/79 στο άρθρο 45 .Με τη παρ. 1(ια) του άρθρου 53 του Ν. 4280/2014 (ΦΕΚ Α 159/08/08/2014) καταργήθηκε εφεξής από 8.8.2014 το άρθρο 114, ωστόσο διατηρεί το ενδιαφέρον του για τις πράξεις που ήδη έχουν εκδοθεί.
Εφόσον κτίσμα ή κατασκευή εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως ανεγέρθηκε χωρίς άδεια της δασικής αρχής ή της πολεοδομίας ή η οικοδομική άδεια βάσει της οποίας ανεγέρθηκε ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε για οποιοδήποτε λόγο, η Διοίκηση υποχρεούται να διατάξει την κατεδάφιση και να επιβάλει την ειδική αποζημίωση. 3942/2013 Ε.
Σύμφωνα με το άρθρο 114 τυχόν κτίσματα και εγκαταστάσεις είναι αυθαίρετα και κηρύσσονται κατεδαφιστέα με απόφαση του ΓΓΑΔ ( τέως Νομάρχη), που είναι ατομική διοικητική πράξη πραγματοπαγής. Πριν την έκδοση της απόφασης αυτής επιδίδεται κλήση πρό 2 εργασίμων ημερών στο φερόμενο ως κύριο του κτίσματος με βάση τις διατάξεις του ΚΔΔ. Συνεπώς η κλήτευση με άλλες διατάξεις ή με άλλο τρόπο είναι καταρχήν άκυρη αλλά ο καθού θα πρέπει να επικαλεστεί λυσιτελώς τι θα πρόβαλλε εάν η ακρόαση ήταν τυπικά έγκυρη (ΣτΕ 4447/12 Ολομ.).
Το άρθρο 3 προβλέπει ότι η πράξη του ΓΓΑΠ προσβάλλεται εντός 5 ημερών από την κοινοποίηση στον προσφεύγοντα με προσφυγή στον Πρόεδρο του Διοικητικού Πρωτοδικείο. Το ΣτΕ όμως νομολόγησε ότι η διαφορά είναι ακυρωτική και όχι ουσίας , παρά την χρήση του όρου «προσφυγή» (ΣτΕ 3193/2000 Ολομ.), ενώ στη συνέχεια με την Ολομ. 3030/2008 (μειοψ) έκρινε ότι η μείωση της προθεσμίας σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα παραβιάζει τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και συνεπώς ότι η προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως είναι προβλεπόμενη εξηκονθήμερη που προβλέπει το άρθρο 46 του πδ 18/89 . Περαιτέρω με το Ν 3659/2008 οι διαφορές αυτές , όπως αυτές ως διαφορές περί την δόμηση υπήχθησαν στην ακυρωτική αρμοδιότητα του κατά τόπον αρμοδίου ΔΕΦ.
Συνεπώς η πράξη του ΓΓΑΔ προσβάλλεται εντός 60 ημερών από τη γνώση ή κοινοποίηση ή 90 ημερών εάν ο αιτών διαμένει στην αλλοδαπή με αίτηση ακυρώσεως στο τριμελές ΔΕΦ μετά την 7-6-2008 που ισχύει ο Ν. 3659/2009 που τροποποίησε το άρθρο 1 περ. η του Ν. 702/77 και ενοποίησε ως ιδιαίτερη ακυρωτική κατηγορία τις πράξεις που αφορούν τον χαρακτηρισμό κατασκευών ως αυθαιρέτων καθώς και τα επιβολή προστίμων αυθαιρέτων (ΣτΕ 4243/090). Να σημειωθεί ότι τα πρόστιμα αυθαιρέτων παραμένουν ακυρωτικά (βλ. ρητή ρητή εξαίρεση του άρθρου 66 του Ν. 4055/2012).
Η προθεσμία και η άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως δεν αναστέλλουν την εκτελεστότητα της ως άνω απόφασης και συνεπώς πρέπει να ασκηθεί και αίτηση αναστολής του άρθρου 52 του πδ 18/89 στο ΔΕΦ. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η μόνη ακυρωτική διαφορά που ο Νόμος προβλέπει υποχρεωτική την εξέταση ως μαρτύρων επ’ ακροτηρίου των δασικών υπαλλήλων στη περίπτωση που το δασαρχείο τους προτείνει για μάρτυρες (α. 114 §3).
Υφίσταται έννομο συμφέρον προσβολής πράξεως που αφορά στην κατεδάφιση αυθαιρέτου κτίσματος ή εγκαταστάσεως σε δασική έκταση, από πρόσωπο που εσφαλμένα αναγράφεται σ’ αυτή ως έχον νομικό δεσμό με την κατασκευή ή το ακίνητο, πλην όμως, η σχετική αίτηση ακυρώσεως είναι εξεταστέα παραδεκτώς μόνο ως προς το θέμα αυτό. 3790/2007 Ε 7μ.
Δεν πρέπει να συγχέουμε την απόφαση που κηρύσσει αυθαίρετη και κατεδαφιστέα την κατασκευή εντός δασικής εκτάσεως με την μεταγενέστερή συναφή πράξη που εκδίδει το δασαρχείο μέχρι να κατεδαφιστεί το εντός του δάσους κτίσμα και ονομάζεται πρωτόκολλο ειδικής αποζημίωσης(114§5). Αυτό εκδίδεται κάθε τρίμηνο και μέχρι να κατεδαφιστεί η αυθαίρετη κατασκευή. Έχει κριθεί ότι είναι έγκυρο και εάν εκδοθεί και μετά την παρέλευση του κάθε τριμήνου, δηλαδή μπορεί έγκυρα να εκδοθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (ΣτΕ 4587/09, Ε τμ. 7μ.) Η πράξη αυτή προσβάλλεται ομοίως στο κατά τόπο αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο με αίτηση ακύρωσης.
Εφόσον κτίσμα ή κατασκευή εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως ανεγέρθηκε χωρίς άδεια της δασικής αρχής ή της πολεοδομίας ή η οικοδομική άδεια βάσει της οποίας ανεγέρθηκε ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε για οποιοδήποτε λόγο, η Διοίκηση υποχρεούται να διατάξει την κατεδάφιση και να επιβάλει την ειδική αποζημίωση. 3942/2013 Ε.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ
( α.4 Ν 998/79)
Το άρθρο 4 του Ν. 998/79 διακρίνει διάφορες κατηγορίες δασών και δασικών εκτάσεων. Βασική σημασία της διάκρισης είναι η διαφοροποίηση στο είδος και την ένταση προστασίας τους π.χ στις κατηγορίες γ’ έως ε’, δηλαδή δάση εκμεταλλεύσιμα, αναψυχής και λοιπά, επιτρέπεται η παραχώρηση για κατασκηνώσεις και παιδικές εξοχές των ΟΤΑ , ενώ δεν επιτρέπεται στα ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος ή τα προστατευτικά.
Οι κατηγορίες είναι οι εξής :
1.Από πλευράς αξία, σημασίας και ενδιαφέροντος:
α) Δάση και δασικές εκτάσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερο επιστημονικό, αισθητικό, οικολογικό και γεωμορφολογικό ενδιαφέρον ή περιλαμβάνονται σε ειδικές ζώνες διατήρησης και ζώνες ειδικής προστασίας (εθνικοί δρυμοί, αισθητικά δάση, υγροβιότοποι, διατηρητέα μνημεία της φύσης, δίκτυα και περιοχές προστατευόμενα από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, αρχαιολογικοί χώροι, το άμεσο περιβάλλον μνημείων και ιστορικοί τόποι (δάση ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος).
β) Δάση και δασικαί εκτάσεις, αι οποίαι ασκούν ιδιαιτέραν προστατευτικήν επίδρασιν επί των εδαφών και των υπογείων υδάτων, ως αι κείμεναι εντός λεκανών απορροής χειμάρρων, αι υπερκείμεναι πόλεων,χωρίων ή οικισμών, αι ασκούσαι προστασίαν επί παρακειμένων φυσικών ή πολιτιστικών μνημείων ή σημαντικών τεχνικών έργων (προστατευτικά δάση και δασικαί εκτάσεις).
Η κατ’ άρθρο 21 παρ 6 ν 3208/03 εισήγηση δεν έχει τον χαρακτήρα γνωμοδοτήσεως, για την διατύπωση της οποίας, απαιτείται, κατ’ αρχήν, αίτημα του αποφασίζοντος οργάνου, αλλ’ αποτελεί πρόταση, η υποβολή της οποίας συνιστά προϋπόθεση για την κίνηση της διαδικασίας χαρακτηρισμού του δάσους ως προστατευτικού. 2342/2014 Ε
γ) Δάση και δασικαί εκτάσεις, αι οποίαι παρουσιάζουν ιδιαιτέραν σημασίαν από απόψεως παραγωγής δασικών προϊόντων ή άλλων αγαθών πρωτογενούς παραγωγής (εκμεταλλεύσιμα ή παραγωγικά δάση και δασικαί εκτάσεις).
δ) Δάση και δασικαί εκτάσεις προσφερόμεναι δι` αναψυχήν του πληθυσμού ή αποτελούσαι παράγοντα συνθηκών διαβιώσεως αυτού εν τη περιοχή ή της τουριστικής αναπτύξεως ταύτης (δάση και δασικαί εκτάσεις αναψυχής).
ε) Τα δάση και αι δασικαί εκτάσεις αι μη εμπίπτουσαι εις οιανδήποτε των κατηγοριών α` έως και δ`(λοιπά δάση και δασικές εκτάσεις).
2. Από της απόψεως της θέσεως των δασών και δασικών εκτάσεων εν σχέσει προς τους χώρους ανθρώπινης εγκαταστάσεως και δραστηριότητος,
διακρίνονται :
α) Πάρκα και άλση εντός των πόλεων ή των οικιστικών περιοχών.
β) Δάση και δασικαί εκτάσεις κείμεναι επί ζώνης πλάτους χιλίων (1.000) μέτρων από της θαλάσσης, δι` όλας τας παρακτίους περιοχάς της Χώρας (παραλιακά δάση), πεντακοσίων μέτρων γύρωθεν της όχθης των λιμνών (παραλίμνια δάση) και διακοσίων (200) μέτρων εκατέρωθεν της όχθης των ποταμών.
γ) Δάση και δασικαί εκτάσεις κείμεναι εντός ζώνης πλάτους χιλίων (1.000) μέτρων εκατέρωθεν των εθνικών οδών και διακοσίων (200) μέτρων εκατέρωθεν επαρχιακών οδών.
δ) Δάση και δασικαί εκτάσεις κείμεναι εντός ή πέριξ τουριστικών περιοχών ή λουτροπόλεων και εις ακτίνα τριών χιλιάδων (3.000) μέτρων από του κέντρου τούτων.
ε) Δάση και δασικές εκτάσεις που βρίσκονται γύρω από αρχαιολογικούς χώρους, ιστορικούς τόπους, ή μνημεία ή παραδοσιακούς οικισμούς και σε ακτίνα τριών χιλιάδων (3.000) μέτρων από το κέντρο αυτών.”
στ) Δάση και δασικαί εκτάσεις κείμεναι εντός βιομηχανικών ζωνών ή εις τας παρυφάς βιομηχανικών περιοχών και εντός ζώνης χιλίων (1.000) μέτρων από της περιφερείας τούτων.
ζ) Δάση και δασικαί εν γένει εκτάσεις κείμεναι εντός της περιφερείας του νομού Αττικής.
ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΟΙ ΧΩΡΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ
Δεν πρέπει να συγχέομε τα δάση με τους κοινόχρηστους χώρους πρασίνου. Είναι υποκατάστατο του φυσικού περιβάλλοντος και αποτελούν ανθρώπινες κατασκευές και όχι οργανικά σύνολα π.χ. δενδροστοιχία (αλέα) επί οδού . Συνεπώς δεν υπάγονται στη δασική προστασία , αφού δεν αποτελούν οργανικό σύνολο. Υπάγονται όμως στο α.24 παρ.2 ως βασικό στοιχείο της βιώσιμης πόλης (ΣτΕ 288/03).
Μπορούν να αποχαρακτηριστούν εφ΄ οσον υπάρχει αντιστάθμισμα (ΠΡΑΣΙΝΟ ΑΝΤΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ) (Ολομ.4946/95, 2242/94 Πάρκο Ελευθερίας, Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΤΙΣΧΥΕΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ).
Αντίθετα στα πάρκα ή άλση δεν επιτρέπεται η μεταβολή χρήσης ακόμη και εάν είναι εντός σχεδίου εφόσον έχουν δασική βλάστηση τεχνική ή φυσική, εξομοιώνονται με τα δασικά οικοσυστήματα και υπάγονται στην ιδιαίτερη προστασία του άρθρου 24 (ΣτΕ 677/10, Ολομ). Μόνο κατ΄εξαίρεση με ειδική διάταξη νόμου , για λόγο δημοσίου συμφέροντος πχ δεν είναι έτσι επιτρεπτή η μετατροπή του άλσους σε αναψυκτήριο (1562/11). Αντίθετα επιτρέπεται η διάνοιξη δημοσίων οδών για συγκοινωνιακούς λόγους (ΣτΕ 677.10 Ολομ) ή οι μικρές κατασκευές του ΓΟΚ, αν δεν καταστρέφουν τη βλάστηση, δεν αναιρούν τον προορισμό του υποκατάστατου και δεν αποκλείουν τη χρήση του στο κοινό (974/05).
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΕΚΤΑΣΕΩΣ ΩΣ ΔΑΣΙΚΗΣ
(α.14 μετά το Ν. 4280/14 και 4351/15).
Δεν προσβάλλει το δικαίωμα ιδιοκτησίας, που προστατεύει το άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, ο χαρακτηρισμός εκτάσεως εκτός σχεδίου πόλεως ως δασικής, μη προοριζομένης για δόμηση, εφόσον ο χαρακτηρισμός αυτός ανταποκρίνεται στον αληθή χαρακτήρα της. 2009/2003 Ολομ.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ Α.14
Μέχρι την ανάρτηση δασικού χάρτη η διαδικασία ρυθμίζεται από το άρθρο 14. Το ΣτΕ έκρινε ότι μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία των δασικών χαρτών το άρθρο 14 είναι συνταγματικά ανεκτό, δηλαδή πρόκειται για μια προσωρινή διαδικασία (ΣτΕ 2351/2009,3317/2003,838/2002,4309/2001).
Η διαδικασία ξεκινάει με δύο τρόπους :
1.Με αίτηση του φυσικού ή νομικού προσώπου που επικαλείται εμπράγματο δικαίωμα ( ΣτΕ 3915/10, 4247/09). Να σημειωθεί ότι κυριότητα επι δασικής εκτάσεως είναι δυνατή και με έκτακτη χρησικτησία εφόσον ασκήθηκε με διάνοια κυρίου νομή επι τριάντα έτη πριν όμως την 11.9.1915. Αντίθετα πρόσωπα που δεν προβάλλουν εμπράγματα δικαιώματα επι της εκτάσεως δεν νομιμοποιούνται να υποβάλλουν την σχετική αίτηση (ΣτΕ 3915/10,4247/09).
Ή
2.Αυτεπαγγέλτως από τον κατά τόπο αρμόδιο Δασάρχη.
Εκτάσεις που έχουν απολέσει το δασικό χαρακτήρα πριν τις 11.6.1975, λόγω επεμβάσεων που έλαβαν χώρα με βάση σχετική διοικητική πράξη, η οποία καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας, δεν είναι δυνατό να χαρακτηρισθούν κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 ν 998/79 ως δάση ή δασικές εκτάσεις, ούτε να κηρυχθούν αναδασωτέες και τούτο ανεξαρτήτως του μεγέθους της εκτάσεως και της φύσεως της επ’ αυτών επεμβάσεως (1285, 1286/2009 Ε 7μ).
Συνεπώς δεν χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν.998/1979 και δεν κηρύσσονται αναδασωτέες οι εκτάσεις που έχουν απωλέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν τις 11-6-1975 λόγω νομίμων επεμβάσεων, που δεν οφείλονται δηλαδή σε αυθαίρετες ιδιωτικές επεμβάσεις (παράγραφος 2 του άρθρου 13 του ν.3889/2010). Θα πρέπει δηλαδή οι επεμβάσεις να έγιναν βάση διοικητικής πράξης. Στις περιπτώσεις ακινήτων εκτός σχεδίου για τα οποία εκδόθηκε νόμιμη οικοδομική άδεια προ της 11.6.1975, η οποία δεν έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί, δεν χαρακτηρίζεται ως δάσος ή δασική έκταση, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979, και δεν κηρύσσεται αναδασωτέα επιφάνεια αυτών ίση με την απολύτως αναγκαία για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης – οικοδομικής άδειας και δεν απαιτείται βεβαίωση του δασαρχείου για κάθε έννομη συνέπεια. Η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται για ακίνητα ή τμήματα αυτών που πληρούν του όρους αρτιότητας σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής άδειας. Ως όρια αρτιότητας λαμβάνονται υπόψη και οι κατά παρέκκλιση όροι δόμησης για την εγκατάσταση λυομένων κατασκευών κατά τις ειδικότερες διατάξεις του β.δ. 7.8.1967. Για τις οικοδομικές άδειες οι οποίες έχουν εκδοθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν.4030/2011, οι οποίες δεν έχουν ανακληθεί ή ακυρωθεί, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 13 της παρ. 2 του ν. 3889/2010 (Α` 182), όπως ισχύει, και μόνον για ακίνητα ή τμήματα αυτών που πληρούν τους όρους αρτιότητας σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής άδειας. Στις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτείται η εκ νέου έκδοση βεβαίωσης της οικείας δασικής αρχής για την έκδοση έγκρισης δόμησης και άδειας δόμησης κατά τις διατάξεις του ν. 4030/2011.
Το άρθρο 50 ν 998/79 ερμηνευόμενο ενόψει του άρθρου 17 Σ, του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ και της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης έχει εφαρμογή και δημιουργεί υποχρέωση της Διοίκησης, ύστερα από σχετικό αίτημα οικοδομικού συνεταιρισμού για ανταλλαγή ή απαλλοτρίωση, στις περιπτώσεις μόνον εκείνες, κατά τις οποίες έχει εγκριθεί η οικιστική αξιοποίηση με πράξεις των πολεοδομικών αρχών πριν την έναρξη ισχύος του ν 998/79, με τον οποίο θεσπίσθηκε το ειδικότερο καθεστώς προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων ενόψει της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 24 παρ 1. 1058/2012 Ε 7μ.
Επακολουθεί από δασολόγο αυτοψία της δασική υπηρεσίας σε συνδυασμό με κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο, όπως αεροφωτογραφίες, χαρτογραφήσεις κλπ. Ο δασολόγος στη συνέχεια συντάσσει εισήγηση στο Δασάρχη.
Επακολουθεί η πράξη χαρακτηρισμού της εκτάσεως από το Δασάρχη. Η πράξη αυτή πρέπει να είναι αιτιολογημένη ώστε από τα στοιχεία του φακέλου να προκύπτει πλήρως το είδος της εκτάσεως , η μορφολογία του εδάφους, η έκταση της βλάστησης, η σύνθεση, οι διαχρονικές αλλοιώσεις καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο (ΣτΕ 300/2012,2092/06).
Δεν ασκεί επιρροή ο χαρακτηρισμός της εκτάσεως ως αγροτικής στους τίτλους κυριότητας, οι οποίοι συνεκτιμώνται με τα λοιπά στοιχεία (ΣτΕ 4503/09). Οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που αναφέρονται στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της έκτασης , δεν ασκούν επιρροή , εκτός εάν βεβαιώνουν την ύπαρξη ή μη πραγματικών περιστατικών ικανών να κλονίσουν το αιτιολογικό έρεισμα της διοικητικής κρίσης του δασάρχη (ΣτΕ 3685/2010,3567/08).
Επίσης δεν ασκούν επιρροή και αποφάσεις των Επιτροπών Απαλλοτριώσεων ως προς το ζήτημα της ιδιοκτησίας των διανεμηθεισών εκτάσεων (ΣτΕ 1330/2013).
Ο Δασάρχης εκδίδει αμετάκλητη απόφαση αφου δεν επιτρέπεται να την ανακαλέσει ή μεταρρυθμίσει (ΣτΕ 2730/11). Τυχόν νεότερες πράξεις του που επαναλαμβάνουν τον χαρακτηρισμό είναι βεβαιωτικές (ΣτΕ 1133/04). Η πράξη χαρακτηρισμού εκτάσεως ως δασικής είναι πλέον προσβλητή μόνο με ενδικοφανή διαδικασία στην ΤΕΕΑ (παλαιά πρωτοβάθμια επιτροπή δασικών αμφισβητήσεων).
Εάν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την έκδοση της πράξεως με την οποία έκταση χαρακτηρίσθηκε ως μη δασική, δεν είναι πλέον επιτρεπτή, κατ’ αρχήν, η ολοκλήρωση της διαδικασίας χαρακτηρισμού με την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας και η τυχόν τήρηση των διατυπώσεων αυτών μετά την πάροδο του ευλόγου χρόνου δεν έχει ως αποτέλεσμα να επέρχονται οι έννομες συνέπειες της πράξεως έναντι άλλων αρχών ή τρίτων. Η επάνοδος του δασάρχη στην περίπτωση αυτή, με την έκδοση νέας πράξεως, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη ανάκληση ή τροποποίηση της προγενέστερης, εφόσον η διαπίστωση για τον δασικό ή μη χαρακτήρα γίνεται με βάση την υφιστάμενη κατά τον χρόνο υποβολής του νέου αιτήματος πραγματική κατάσταση. Εάν η αρμόδια δασική αρχή, με αφορμή την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας σε χρόνο που απέχει κατά πολύ από την έκδοση της πράξεως χαρακτηρισμού, επιληφθεί προκειμένου να διαπιστώσει τη φυόμενη στην έκταση δασική βλάστηση, ιδίως με τη διενέργεια αυτοψίας ή την φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών ή με άλλο πρόσφορο τρόπο, η ενδικοφανής διαδικασία νομίμως συνεχίζεται ενώπιον των Επιτροπών, διότι στηρίζεται στις διαπιστώσεις του αρμόδιου οργάνου (δασάρχη) περί της υφισταμένης πραγματικής καταστάσεως κατά τον χρόνο που οι Επιτροπές ασκούν την αρμοδιότητά τους. Οι προβλεπόμενες στο άρθρο 14 ν 998/79 προθεσμίες για άσκηση ενδικοφανών προσφυγών συνδέονται με την τήρηση, μέσα σε εύλογο χρόνο, των διατυπώσεων δημοσιότητας της πράξης χαρακτηρισμού ή της απόφασης της ΕΕΔΑ. 87/2015 Ε 7μ.
Ο Δασάρχης οφείλει να απέχει του χαρακτηρισμού εάν για την έκταση έχει προηγηθεί πράξη αναδάσωσης ή έχει απωλέσει τον δασικό της χαρακτήρα για κάποιο από τους λόγους του άρθρου 117§3Σ ή 38 του Ν.998/79 9ΣτΕ 4535/2011).
Εάν έχει περαιωθεί η κατ’ άρθρο 14 ν 998/79 διαδικασία και έχει καταλήξει στην διαπίστωση ότι η έκταση δεν έχει τον χαρακτήρα δάσους ή δασικής εκτάσεως, τότε δεν υπάρχει δυνατότητα κηρύξεως της εκτάσεως αυτής ως αναδασωτέας κατ’ άρθρο 38 ν 998/79, εκτός εάν είτε υπάρξουν πραγματικά δεδομένα τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη της Διοικήσεως όταν προέβαινε στον χαρακτηρισμό, είτε η έκταση αποκτήσει δασική μορφή επιγενομένως. Στην τελευταία περίπτωση απαιτείται ειδική αιτιολογία, από την οποία θα προκύπτει ότι αναπτύχθηκε μεταγενεστέρως δασική βλάστηση και ότι η δασική αυτή βλάστηση κατεστράφη από πυρκαγιά ή αποψιλώθηκε με άλλο τρόπο. 3448/2007 Ε 7μ
Η απόφαση του Δασάρχη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον άλλης δημόσιας αρχής πριν την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας (ΣτΕ 1038/88).
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ-ΓΝΩΣΗΣ
Η πράξη του Δασάρχη επιδίδεται εντός 10 ημερών από την έκδοση της : α) στον αιτούντα, β) στον ΓΓΑΔ, γ) στη Κτηματική υπηρεσία του Δημσοίου, δ)στον αρμόδιο φορέα διαχείρισης του α. 15 του Ν2742/99, ε) στον ΟΠΕΚΕΠΕ και στ) στο οικείο Δήμο.
Παράλληλα αναρτάται επι 1 μήνα στο πίνακα ανακοινώσεων του οικείου δήμου, στην ειδικό διαδικτυακό τόπο και δημοσιεύεται σε δυο τουλάχιστον τοπικές εφημερίδες ή σε μια τοπική και μια των Αθηνών ή Θεσ/κης. Κατά το νόμο η ανάρτηση στο διαδικτυακό τόπο τεκμαίρει πλήρη γνώση για κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο.
Η απόφαση του Δασάρχη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον άλλης δημόσιας αρχής για την οποία προκύπτει ως προκριματικό το θέμα του δασικού χαρακτήρα της έκτασης πριν την τήρηση των ως άνω διατυπώσεων (ΣτΕ 1038/88).
Η ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΜΕ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΩΝ (ΤΕΕΑ).
Κατά της πράξης του Δασάρχη προβλέπεται ενδικοφανής διαδικασία . Έως και το Ν.4351/2015 η ενδικοφανής προσφυγή ασκείτο στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή Δασικών Αμφισβητήσεων και εν συνεχεία στη Δευτεροβάθμια . Στις επιτροπές αυτές προέδρευε Πρόεδρος Πρωτοδικών και Πρόεδρος Εφετών αντίστοιχα.
Με την ΣτΕ 3036/2015, Ετμ,7μ, κρίθηκε ότι οι επιτροπές αυτές δεν ασκούσαν δικαιοδοτικό έργο, αφού η όλη διαδικασία ενώπιον τους δεν προσιδίαζε σε οιονεί δικαιοδοτικό έργο, αλλά διοικητικό και κατά συνέπεια είχαν κακή συγκρότηση σύμφωνα με το άρθρο 89παρ.2 του Σ λόγω της συμμετοχής των ως άνω Δικαστικών (βλ. και για την επιτροπή του άρθρου 152 του Δ.Κ.Κ. την 3503/2009 Ολομ.).
Ενόψει του χαρακτήρα της πράξεως της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής ως αμετάκλητης, του γεγονότος ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι δυνατή η μεταβολή του χαρακτήρα των εξεταζομένων εκτάσεων κατά τη διάρκεια της σχετικής διαδικασίας και της ανάγκης διαρκούς και επίκαιρης προστασίας των δασών, αδιαφόρως της τυχόν διαφορετικής προηγούμενης μορφής τους, κρίσιμος χρόνος, για τον χαρακτηρισμό της εκτάσεως από τη Δευτεροβάθμια Επιτροπή είναι ο χρόνος εκδόσεως της πράξεώς της, ακόμη και αν η πράξη αυτή εκδίδεται ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ακυρώθηκε προηγούμενη πράξη της ίδιας δευτεροβάθμιας επιτροπής, και σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση. 3916/2007 Ε 7μ
Οι Επιτροπές Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων δεν δύνανται να επιληφθούν θέματος χαρακτηρισμού εκτάσεως, αν παρέλθει τρίμηνο από την υποβολή αιτήσεως ή αντιρρήσεων και χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο βεβαίωση ότι το αίτημα ή οι αντιρρήσεις απερρίφθησαν σιωπηρώς. Η άρνηση χορηγήσεως τέτοιας βεβαιώσεως προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως. 3627/2003 Ε 7μ
Στο πλαίσιο της μέριμνας του νομοθέτη για την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων, επιτρέπεται στο εκάστοτε αρμόδιο όργανο της Διοικήσεως (Υπουργός Γεωργίας) να ασκήσει την ενδικοφανή διαδικασία και εν συνεχεία αίτηση ακυρώσεως στο ΔΕΦ κατά της αποφάσεως με την οποία τερματίζεται η διοικητική διαδικασία του άρθρου 14 ν 998/79, ενόψει και του ότι η διαδικασία αυτή είναι μεν προσωρινή, δύναται όμως να απολήξει σε εξαίρεση από τη συνταγματική προστασία δασών και δασικών εκτάσεων, χωρίς η Διοίκηση να μπορεί να αμφισβητήσει το κύρος των σχετικών πράξεων. 677/2005 Ολομ. Πρόκειται για ενδοστρεφή δίκη.
Επιβάλλεται η κλήση του ενδιαφερόμενου ιδιώτου που είχε υποβάλει την αίτηση περί χαρακτηρισμού της εκτάσεως, κατά τη διαδικασία ενώπιον των Επιτροπών Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων του ν 998/79, όταν την πράξη αυτή προσβάλλει ενώπιον της Επιτροπής τρίτο πρόσωπο. 3437/2006 Ε 7μ
Όταν η αρμόδια πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια επιτροπή επιλύσεως δασικών αμφισβητήσεων καλούνται να κρίνουν αντιρρήσεις ή προσφυγή που ασκήθηκαν μετά την παρέλευση χρονικού διαστήματος πέραν του ευλόγου από την έκδοση της πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη ή της απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής, χωρίς για τις πράξεις αυτές να έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες διατυπώσεις δημοσιότητας, οι ως άνω επιτροπές δεν έχουν πλέον εξουσία να κρίνουν σχετικά με τον δασικό χαρακτήρα της προς χαρακτηρισμό έκτασης. 2889/2014 Ε 7μ
Με τον Ν. 4351/2015 α.24-26 καταργήθηκαν οι πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες επιτροπές δασικών αμφισβητήσεων και αντικαταστάθηκαν από την Τεχνική Επιτροπή Εξέτασης Αντιρρήσεων που συγκροτείται από 4 μέλη (δυο δασολόγους, ένα γεωπόνο και ένα τοπογράφο της Αποκεντρωμένης διοίκησης). Οι ΤΕΕΑ αναλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις καθώς και όσες δεν περαιωθούν από τις επιτροπές δασικών αμφισβητήσεων ς ως εκκρεμούσες εντός της εξαμήνου προθεσμίας (α.8παρ.4 του Ν.4351/15).
Ο αιτών αλλά και κάθε έχων έννομο συμφέρον μπορεί να προσβάλλει την πράξη του Δασάρχη με αντιρρήσεις εντός 60 ημερών από της επιδόσεως και κοινοποιήσεως ή σε κάθε περίπτωση από την ανάρτηση σε ειδικό διαδικτυακό τόπο. Απαιτείται καταβολή παραβόλου υπέρ του πράσινου Ταμείου .
Η ίδια προθεσμία ισχύει και για τον ΓΓΑΔ , δεν καταβάλει όμως παράβολο.
Εάν η πράξη του δασάρχη δεν προσβληθεί με ενδικοφανή προσφυγή καθίσταται οριστική και λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη κατά την κατάρτιση του δασικού χάρτη και δασολογίου.
Στο θέμα της έναρξης της προθεσμίας με την ΣτΕ 4064/2012, είχε κριθεί ότι η προθεσμία άσκησης αντιρρήσεων εκ μέρους του αιτούντος ιδιώτη ιδιοκτήτη χαρακτηρισθέντος ακινήτου, ο οποίος δεν μετέσχε στη διαδικασία χαρακτηρισμού και δεν προκύπτει ότι γνώριζε την κίνησή της, δεν άρχισε από την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας της πράξης χαρακτηρισμού. Το γεγονός που κινεί την προθεσμία άσκησης αντιρρήσεων κατά πράξης χαρακτηρισμού εκδοθείσα αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως τρίτου είναι για τον επικαλούμενο ιδιοκτησιακά δικαιώματα στη χαρακτηρισθείσα έκταση η κοινοποίηση της πράξης σ’ αυτόν ή η εκ μέρους του πλήρης γνώση του περιεχομένου της. Στην ίδια απόφαση κρίθηκε ότι το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα των έντεκα μηνών από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας της πράξης χαρακτηρισμού μέχρι την κατ’ αυτής άσκηση αντιρρήσεων του αιτούντα δεν είναι αρκετό, ώστε να δημιουργηθεί τεκμήριο γνώσης της πράξης αυτής εκ μέρους του σε χρόνο ώστε οι ως άνω αντιρρήσεις να καθίστανται εκπρόθεσμες.
Τίθεται όμως πλέον θέμα με το τεκμήριο γνώσεως που εισάγει ο Ν.4351/2015 , από την επομένη ανάρτησης στο διαδικτυακό τόπο σε συνδυασμό βέβαια και με άλλα πρόσφορα γεγονότα.
Η απόφαση της Επιτροπής εκδίδεται εντός εξαμήνου από την υποβολή των αντιρρήσεων και τη λήψη του φακέλου. Η απόφαση κοινοποιείται στον αιτούντα και αναρτάται σε ειδικό διαδικτυακό τόπο.
Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός της ανωτέρω προθεσμίας, η οικεία Επιτροπή, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, οφείλει να χορηγήσει εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης αυτής, βεβαίωση περί της σιωπηρής απόρριψης των αντιρρήσεων, εκτός εάν αποφανθεί, εντός του ανωτέρω διμήνου από την υποβολή της αίτησης επί των εκκρεμών αντιρρήσεων. Η εξέταση των αντιρρήσεων στην περίπτωση αυτή γίνεται κατά προτεραιότητα. Μετά την άπρακτη πάροδο του διμήνου τεκμαίρεται σιωπηρή απόρριψη των αντιρρήσεων.
Η απόφαση της Επιτροπής δεν ανακαλείται. Εάν δεν ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως καθίσταται οριστική.
Κατά της ενδικοφανούς πράξης της Επιτροπής ασκείται αίτηση ακυρώσεως στο κατά τόπο αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο (α.1 Ν. 702/77 §1περ.ιδ μετά την 1-1-2011). Όταν την αίτηση ακυρώσεως ασκεί ο ΓΓΑΔ σύμφωνα με τα άρθρα 280§1 και 186Ν3852/10 (Καλλικράτη) πρόκειται για ενδοστρεφή δίκη. Η απόφαση του ΔΕΦ προσβάλλεται με έφεση στο Ε΄ τμήμα του ΣτΕ.
Ο χαρακτηρισμός μίας έκτασης ως έχουσας δασικό χαρακτήρα ή μη, καθίσταται οριστικός και αμετάκλητος όταν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία υποβολής αντιρρήσεων ενώπιον της Επιτροπής ή αιτήσεως ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής ή εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου επί της αιτήσεως ακυρώσεως. Περί της συνδρομής του οριστικού και αμετάκλητου χαρακτηρισμού της έκτασης, χορηγείται σχετικό πιστοποιητικό από τον οικείο δασάρχη, κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Η άρνηση του Δασάρχη προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης στο ΔΕΦ (ΣτΕ 1518/10 προ του 3900/10 οπότε υπαγόταν στο Ε΄ τμήμα του ΣτΕ).
ΔΑΣΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ
Οι Δασικοί Χάρτες είναι στην ουσία ο διαχωρισμός των Δασών και των Δασικών εκτάσεων από τις υπόλοιπες εκτάσεις και αποτελεί το αποτελεσματικότερο εργαλείο που διαθέτουμε όχι μόνο για την ανάδειξη, την προστασία, την μελλοντική διαχείριση των δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων της χώρας μας αλλά και του σωστού πολεοδομικού σχεδιασμού και συνολικά των “χρήσεων γης”.
Εάν σήμερα θέλουμε ως κοινωνία να οργανώσουμε σωστά και συγκροτημένα την προστασία του Περιβάλλοντος θα πρέπει να έχουμε Δασικούς Χάρτες και να στηριχθούμε σ’ αυτούς.
Πάντως εάν κατά την έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων για τον καθορισμό ειδικών χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δομήσεως σε εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών περιοχές, με τις οποίες αποσκοπείται ο άμεσος έλεγχος της δομήσεως και της οικιστικής αναπτύξεως των ανωτέρω περιοχών, ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, προκειμένου να αποτρέπεται η άναρχη ανάπτυξη που προκαλεί καταστροφή και υποβάθμιση του περιβάλλοντος, καθώς και η δημιουργία πραγματικών καταστάσεων που δυσχεραίνουν και υπονομεύουν τον πολεοδομικό σχεδιασμό, η κρίση της Διοικήσεως για τον χαρακτήρα των υπό ρύθμιση περιοχών νομίμως ερείδεται, όσον αφορά τα δάση και τις δασικές περιοχές στις παρεχόμενες από τις αρμόδιες δασικές υπηρεσίες πληροφορίες, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη σύνταξη δασολογίου ή σε πράξεις κηρύξεως αναδασώσεως. 4846/2012 Ε
ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Η πρώτη συστηματική προσπάθεια για την καταγραφή των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας έγινε με τους “Κτηματικούς Χάρτες” τους οποίους συνέτασσαν τα συνεργεία κτηματογράφησης που ιδρύθηκαν στο πλαίσιο του Νόμου 248/76 (την περίοδο 1977-1985).
Η προσπάθεια αυτή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και όσοι χάρτες έγιναν περιλαμβάνουν και πάρα πολλά λάθη και θα πρέπει σήμερα να θεωρούνται παρωχημένοι. Οι χάρτες αυτοί δεν έγιναν με τη βοήθεια των ηλεκτρονικών μέσων που σήμερα διαθέτουμε, συντάχθηκαν με βάση και παλαιότερα αμφισβητούμενα στοιχεία αεροφωτογράφισης πριν το 1945 που δεν παρέχουν καμία ακρίβεια. Το κυριότερο, πραγματοποιήθηκαν με παλιότερο και μη ισχύον σήμερα Νομικό πλαίσιο. Ακόμα και αν σε μια περιοχή μελέτης υπάρχουν και προγενέστερες αεροφωτογραφίες, αυτές επειδή είναι αδύνατον να εφαρμοστούν για τεχνικούς λόγους (έχουν χαθεί τα στοιχεία μηχανής και κλίμακας και δεν μπορεί να παραχθεί Ορθοφωτοχάρτης) αλλά και συνήθως λόγω της κακής ποιότητάς τους, με βάση το άρθρο 27 παρ. 1 του Ν. 2664/98 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 13 του Ν. 3889/2010 δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν.
Με την σύγχρονη τους μορφή οι Δασικοί Χάρτες θεσμοθετήθηκαν για πρώτη φορά με το Νόμο 2664/98 του Εθνικού Κτηματολογίου. Μεταξύ όλων των άλλων, με τον ίδιο Νόμο ιδρύονται παράλληλα τα αρμόδια Τμήματα Δασικών Χαρτογραφήσεων (στις Διευθύνσεις Δασών των Νομών και των Περιφερειών) και καθορίζονται οι διαδικασίες σύνταξης, ελέγχου, ανάρτησης και κύρωσης των Δασικών χαρτών.
Τον Ιούλιο του 1999 δημοσιεύτηκαν οι πρώτες ολοκληρωμένες τεχνικές προδιαγραφές σύνταξής τους και το 2007 η ΚΥΑ 97414/754, ενώ τον Ιούλιο του 2000 δημοσιεύθηκε το Προεδρικό Διάταγμα 187 για τη διάρθρωση και τις αρμοδιότητες των Τμημάτων Δασικών Χαρτογραφήσεων. Στην πραγματικότητα, οι Δασικοί Χάρτες ξεκίνησαν στη χώρα μας συστηματικά το 1999, χρηματοδοτήθηκαν από το πρόγραμμα του Εθνικού Κτηματολογίου, και μέχρι σήμερα τουλάχιστον, συντάχθηκαν αποκλειστικά και μόνον για τους ΟΤΑ που είχαν συμπεριληφθεί στα επιμέρους προγράμματα κτηματογράφησης (Α’ πιλοτικό, Β’ πιλοτικό και 1ο κύριο πρόγραμμα κτηματογράφησης). Μέχρι τον τον Απρίλιο του 2010 ετοιμάστηκαν και παραδόθηκαν και οι Δασικοί Χάρτες σχεδόν όλης της Αττικής. Τους χάρτες αυτούς συνέταξαν ειδικά Δασοτεχνικά Γραφεία Μελετών και ελέγχθηκαν από τις Δασικές Υπηρεσίες.
Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
Δασικός Χάρτης είναι η απεικόνιση των δασικών περιοχών των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (Α` 289) σε κατάλληλης κλίμακας αεροφωτογραφικό ή χαρτογραφικό υλικό, αφού συμπληρωθεί με τα φωτοερμηνευτικά στοιχεία των αεροφωτογραφιών και τα διαθέσιμα στοιχεία της δασικής υπηρεσίας.
1.ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ:
Αρμόδια για την κατάρτιση, συμπλήρωση και διόρθωση του δασικού χάρτη, την ανάρτησή του, την παραλαβή του, την τήρησή του, την καταχώριση, την επεξεργασία και προετοιμασία εξέτασης των αντιρρήσεων κατά του περιεχομένου του δασικού χάρτη που αναρτήθηκε, και την αναμόρφωσή του είναι η εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που μπορεί να αναθέσει έργο της και σε ιδιωτικά γραφεία δασικών μελετών. Μοναδικός μέτοχος είναι το κράτος και εποπτεύεται από το ΥΠΕΚΕ (υπουργείο περιβάλλοντος και ενέργειας).
2.ΘΕΩΡΗΣΗ:
Ο δασικός χάρτης μετά την κατάρτισή του, θεωρείται από την αρμόδια Διεύθυνση Δασών μέσα σε τέσσερις (4) μήνες από την υποβολή του σε αυτήν.
Αν απαιτούνται διορθώσεις, ο χάρτης διορθώνεται και συμπληρώνεται, σύμφωνα με τις υποδείξεις της Διεύθυνσης Δασών, και θεωρείται με τον ίδιο τρόπο το αργότερο μέσα σε έξι (6) μήνες από την αρχική υποβολή του ακόμη και στην περίπτωση τμηματικής υποβολής του.
Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ανωτέρω εξάμηνης προθεσμίας, ο δασικός χάρτης αναρτάται με απόφαση της εταιρείας «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ». Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αρμόδια Διεύθυνση Δασών και το αρμόδιο Δασαρχείο, δύνανται να υποβάλουν, ατελώς, αντιρρήσεις κατά του περιεχομένου του δασικού χάρτη που αναρτήθηκε, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15 του Ν.
3.Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ
Στο άρθρο 14 του ν.3889/2010 προβλέπεται ο τρόπος ανάρτησης του δασικού χάρτη και η πρόσκληση των ενδιαφερομένων για την υποβολή αντιρρήσεων κατά του αναρτημένου δασικού χάρτη.
O δασικός χάρτης αναρτάται με απόφαση της εταιρείας «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», όπως αυτή μετονομάζεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14. η ανάρτηση γίνεται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές στο κατά τόπο γραφείο ανάρτησης δασικού χάρτη, στα γραφεία της οικείας Δνσης Δασών , στο δασαρχείο, στα δημοτικά και τοπικά διαμερισματικά καταστήματα των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ. παράλληλα δημοσιεύεται στις ιστοσελίδες του ΥΠΕΚΕ, και στις ιστοσελίδες της «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», σε δυο ημερήσιες πανελλαδικές εφημερίδες και μια τοπική , στην ΕΡΤ και γίνεται ανακοίνωση σε ένα τοπικό τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό σταθμό .
Στο άρθρο 15 του ν.3889/2010 προβλέπεται η προθεσμία υποβολής αντιρρήσεων κατά του περιεχομένου του δασικού χάρτη, τα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα υποβολής αντιρρήσεων, όπως και τα επί ποινή απαραδέκτου αναγραφόμενα σ’ αυτές στοιχεία και στο άρθρο 16 ορίζεται ο τρόπος υποβολής τους.
4.ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΩΝ.
ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ : Εντός 60 ημερών από την τελευταία δημοσίευση της σχετικής πρόσκλησης στον τύπο. Η προθεσμία αυτή παρεκτείνεται για είκοσι (20) ημέρες για όσους κατοικούν μόνιμα ή διαμένουν στην αλλοδαπή. Για την υποβολή των αντιρρήσεων καταβάλλεται επί ποινή απαραδέκτου των αντιρρήσεων ειδικό τέλος.
ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ : Κάθε πρόσωπο που επικαλείται εμπράγματα ή ενοχικά δικαιώματα στην έκταση που περιλήφθηκε στο δασικό χάρτη. Κατά της παράλειψης να περιληφθεί στο δασικό χάρτη έκταση κάθε πρόσωπο, ΟΤΑ , περιβαλλοντικές οργανώσεις εθνικής εμβέλειας και άλλα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα στους σκοπούς των οποίων περιλαμβάνεται η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
· Στις αντιρρήσεις αναγράφονται, επί ποινή απαραδέκτου οι γεωγραφικές συντεταμένες των κορυφών του πολυγώνου που περικλείει την έκταση που αφορά την αμφισβήτηση του χαρακτήρα ή της μορφής, σύμφωνα με τον αναρτηθέντα δασικό χάρτη. Στην περίπτωση που ο δασικός χάρτης αφορά περιοχή στην οποία έχει περαιωθεί η κτηματογράφηση και λειτουργεί κτηματολόγιο, υποβάλλεται, κτηματολογικό απόσπασμα ακινήτου, που εκδίδεται από την Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. και επί του οποίου απεικονίζεται η έκταση της οποίας αμφισβητείται ο χαρακτήρας.
· Με τις αντιρρήσεις προβάλλονται λόγοι που αφορούν αποκλειστικά και μόνο την αμφισβήτηση του χαρακτήρα ή της μορφής των εμφανιζόμενων στον δασικό χάρτη εκτάσεων.
· Ο ενδιαφερόμενος δηλώνει με τις αντιρρήσεις του, αν επιθυμεί να εκπροσωπηθεί από τεχνικό σύμβουλο, κατά την εξέτασή τους.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μετά τη σχετική ενημέρωση- γνωστοποίηση για την ανάρτηση των δασικών χαρτών στις Δασικές Υπηρεσίες, ο κάθε ενδιαφερόμενος ιδιοκτήτης (που έχει προφανώς έκταση εκτός σχεδίου πόλης) θα πρέπει να ενδιαφερθεί (αφού δεν θα υπάρχει ατομική πρόσκληση) έτσι ώστε να γνωρίσει αν η έκταση του χαρακτηρίζεται ή όχι ως δασική, ώστε να ασκήσει έγκαιρα τις αντιρρήσεις του ηλεκτρονικά. Επειδή δεν προβλέπεται δεύτερη ευκαιρία εξέτασης είναι προφανές ότι σε περίπτωση μη άσκησης αντιρρήσεων ο δασικός χαρακτήρας θα τελεσιδικεί ως έχει στο χάρτη, μετά το πέρας των αναφερόμενων χρονικών περιθωρίων.
Οι αντιρρήσεις υποβάλλονται σε ηλεκτρονική φόρμα στην ιστοσελίδα της εταιρίας ή αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο σε ΚΕΠ απευθυνόμενες στην Επιτροπή Εξέτασης Αντιρρήσεων( ΕΠΕΑ).
Ποια η ισχύς του δασικού χάρτη ως προς τα τμήματα για τα οποία ασκήθηκαν αντιρρήσεις; (Άρθρο 17 παρ.5 του ν.3889/2010). Ο δασικός χάρτης των προηγούμενων παραγράφων έχει, ως προς τα τμήματα για τα οποία ασκήθηκαν αντιρρήσεις, προσωρινή ισχύ έως τη δημοσίευση της κατά το άρθρο 19 του παρόντος απόφασης κύρωσης του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Μετά την εκδίκαση αυτών των αντιρρήσεων από την παραπάνω επιτροπή, οι χάρτες διορθώνονται εκεί όπου αποφασίστηκε ότι πρέπει να αλλάξουν και έτσι φτάνουμε στο τελικό και οριστικό προϊόν ολόκληρης της διαδικασίας, το οποίο ονομάζεται “οριστικός” ή “κυρωμένος” Δασικός Χάρτης.
Επεξεργασία αντιρρήσεων και κύρωση δασικών χαρτών.
Σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν.3889/2010, οι υποβληθείσες αντιρρήσεις εξετάζονται από τις τριμελείς Επιτροπές Εξέτασης Αντιρρήσεων (ΕΠ.Ε.Α.) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό.
Οι ΕΠ.Ε.Α. αποτελούνται από: α) έναν (1) δασολόγο ως Πρόεδρο, υπάλληλο με βαθμό Α` του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) ή φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α` 65), β) ένα (1) δασολόγο ή δασοπόνο ή γεωπόνο Π.Ε. ή Τ.Ε. ή τοπογράφο Π.Ε. ή Τ.Ε., υπάλληλο του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα και γ) ένα (1) δικηγόρο τουλάχιστον παρ` εφέταις υποδεικνυόμενο από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο ή έτερο δικηγορικό σύλλογο της Επικράτειας, με τους αναπληρωτές τους, ως μέλη.
Η εξέταση πρέπει να γίνει μέσα σε προθεσμία 4 μηνών.
Μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αντιρρήσεων η εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», όπως αυτή μετονομάζεται, επεξεργάζεται τα στοιχεία των αντιρρήσεων και αποτυπώνει στο δασικό χάρτη με πράσινο περίγραμμα και πράσινη διαγράμμιση τις εκτάσεις για τις οποίες δεν υποβλήθηκαν αντιρρήσεις. Ο δασικός χάρτης με αποτυπωμένες τις εκτάσεις, για τις οποίες δεν ασκήθηκαν αντιρρήσεις, διαβιβάζεται από την εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», στον αρμόδιο Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Ο δασικός χάρτης κυρώνεται ως προς τα τμήματά του με πράσινο περίγραμμα και πράσινη διαγράμμιση με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης που εκδίδεται εντός δέκα (10) ημερών από την περιέλευσή του σε αυτόν.
Δημοσίευση και αποδεικτική ισχύς του κυρωμένου δασικού χάρτη ( Άρθρο 17 παρ.4 του ν.3889/2010.)
Ο κυρωμένος δασικός χάρτης δημοσιεύεται αμέσως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από την ημερομηνία δημοσίευσής του καθίσταται οριστικός και έχει πλήρη αποδεικτική ισχύ σε κάθε διοικητική ή δικαστική αρχή για όλα τα τμήματα που αποτυπώνονται με πράσινο περίγραμμα και πράσινη διαγράμμιση. Για τα τμήματα που αποτελούν δασικές περιοχές των παραγράφων 1,2,3,4 και 5 του άρθρου 3 του ν.998/1979 εφαρμόζονται και ισχύουν οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας.
Ποια η πορεία του δασικού χάρτη που κυρώθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 17 του ν.3889/2010 μετά τις αποφάσεις των ΕΠ.Ε.Α. επί των ασκηθεισών αντιρρήσεων; Άρθρο 19 παρ.1 και 2 του ν.3889/2010. Με βάση τις αποφάσεις των ΕΠ.Ε.Α. επί των ασκηθεισών αντιρρήσεων, ο δασικός χάρτης που κυρώθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 17,συμπληρώνεται από την εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και διορθώνεται για τις εκτάσεις για τις οποίες υποβλήθηκαν και έγιναν δεκτές αντιρρήσεις. Ομοίως διορθώνεται αν εμφιλοχώρησε πλάνη της Διοίκησης σχετικά με την αποτύπωση της θέσης ή των ορίων τμημάτων του.
Ο διορθωμένος δασικός χάρτης, υποβάλλεται από την εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», στον Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης και κυρώνεται στο σύνολό του με απόφαση του τελευταίου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή του.
Στη συνέχεια ο κυρωμένος δασικός χάρτης αποστέλλεται και φυλάσσεται στην οικεία διεύθυνση δασών. Αντίγραφα του κυρωμένου δασικού χάρτη σε ψηφιακή διανυσματική μορφή αποστέλλονται άμεσα στην οικεία διεύθυνση δασών και στην Ειδική Γραμματεία Δασών.
Κατά των πράξεων κύρωσης δασικών χαρτών επιτρέπεται η άσκηση αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας (παρ.4 άρθρου 19). Θεωρώ ότι πλέον από 1-1-2011 στο κατά τόπο αρμόδιο ΔΕΦ.
Μετά την τμηματική (άρθρο 17) ή ολική (άρθρο 19) κύρωση του δασικού χάρτη δεν επιτρέπεται η αναμόρφωσή του (Άρθρο 20 παρ.1 του ν.3889/2010), εκτός αν τούτο επιβάλλεται από αμετάκλητη ακυρωτική δικαστική απόφαση.
Επίσης κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η αναμόρφωση του κυρωμένου δασικού χάρτη με την προσθήκη νέων περιοχών που δασώθηκαν φυσικά ή τεχνητά, όπως προκύπτουν από αντίστοιχες διοικητικές πράξεις μετά την κύρωσή του. Για την αναμόρφωση του δασικού χάρτη ως προς τις εκτάσεις που προστέθηκαν εφαρμόζονται οι διαδικασίες των άρθρων 13 έως και 19 του ν.3889/2010.
Ποιες άλλες εκτάσεις αποτυπώνονται στους δασικούς χάρτες; Άρθρο 23 του ν.3889/2010 όπως ισχύει.
Κατά την κατάρτιση των δασικών χαρτών, η εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε.», αποστέλλει αίτημα, συνοδευόμενο με την παροχή υπηρεσίας πρόσβασης στα ενιαία χαρτογραφικά της υπόβαθρα που χρησιμοποιούνται στην κατάρτιση δασικών χαρτών, στις αρμόδιες πολεοδομικές υπηρεσίες των οικείων δήμων και στη Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, για την εφαρμογή επί των ανωτέρω υποβάθρων και τη χορήγηση από αυτές σε ψηφιακή διανυσματική μορφή και στο Εθνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς ΕΓΣΑ `87 τα κάτωθι: α) με πορτοκαλί χρώμα το περίγραμμα των ορίων των οικισμών, όπως τα όρια αυτά έχουν εγκριθεί με πράξεις της Διοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων της 21.11-1.12.1979 (Δ` 693), της 2.3-13.3.1981 (Δ` 138) ή της 24.43.5.1985 (Δ` 181) καθώς και τα όρια των εγκεκριμένων πολεοδομικών μελετών ή ρυμοτομικών σχεδίων και όπως τα όρια αυτά έχουν εφαρμοσθεί στο έδαφος, β) με κίτρινο χρώμα το περίγραμμα των ορίων των οικισμών που έχουν οριοθετηθεί με άλλες διατάξεις ή που έχουν ορίσει μόνο ακτίνα όπως εφαρμόζονται, καθώς και τα όρια των σχεδίων πολεοδομικών μελετών και σχεδίων πόλεως που έχουν εκπονηθεί γ για τις περιοχές της αρμοδιότητας τους και δεν έχουν εγκριθεί για οποιονδήποτε λόγο και γ) με πράσινο χρώμα και διακεκομμένη γραμμή το περίγραμμα των ορίων των εκτάσεων που έχουν χαρακτηριστεί ως άλση ή πάρκα και κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου εντός των ανωτέρω ορίων.
Οι ως άνω υπηρεσίες υποχρεούνται να χορηγήσουν τα ανωτέρω στην εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών. Σε περίπτωση παρέλευσης άκαρπης της ανωτέρω προθεσμίας, τα ανωτέρω όρια αποτυπώνονται στον υπό κατάρτιση δασικό χάρτη από την εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει η ίδια συλλέξει.»
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η παρ.3 του άρθρου 31 του Ν.4280/2014 με την οποία ορίζεται ότι: Στην περίπτωση ορίων οικισμών της περίπτωσης α` του άρθρου 23 του ν. 3889/2010, ως ισχύει, εντάσσονται και τα περιγράμματα οικισμών, όπως τα όρια τους περιγράφονται στις πράξεις της Διοίκησης «περί καθορισμού ορίων οικισμών νομίμως υφισταμένων του έτους 1923» δυνάμει του ν.δ. 532/1970 (Α` 103) ή δυνάμει των κανονιστικών αποφάσεων αυτού που εκδόθηκαν έως τη δημοσίευση του ν. 998/1979. Τα όρια αποτυπώνονται ως εμφαίνονται στα σχετικά συνημμένα διαγράμματα, που είναι δημοσιευμένα σε Φύλλα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και όπως έχουν εφαρμοστεί στο έδαφος. Τυχόν πράξεις της διοίκησης που εκδόθηκαν κατ` εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας για την προστασία των εκτάσεων εντός των ως άνω ορίων ανακαλούνται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση του παρόντος. Επί των εκτάσεων εντός των ως άνω ορίων δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας πλην των περιπτώσεων κοινοχρήστων χώρων πρασίνου, πάρκων και αλσών. Κατά τη διαδικασία έγκρισης πολεοδομικής μελέτης, τοπικού χωρικού σχεδίου ή και ρυμοτομικού σχεδίου απαιτείται η σύνταξη και έγκριση προηγούμενης μελέτης περιβαλλοντικού ισοζυγίου, σύμφωνα με προδιαγραφές που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
Οι οικισμοί στερούμενοι νόμιμης έγκρισης
Στις 14/10/2010 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβέρνησης ο Νόμος 3889/2010 ο οποίος προβλέπει με λεπτομέρειες τις διαδικασίες ανάρτησης και κύρωσης των Δασικών Χαρτών που έχουν συνταχθεί και αναμένεται η ανάρτησή τους, στα πλαίσια του Εθνικού Κτηματολογίου.
Προβλέπεται με βάση το άρθρο 24 του παραπάνω νόμου η εξαίρεση των αντιρρήσεων της περιοχής των οικισμών που είχαν προταθεί παλαιότερα για ένταξή τους στο σχέδιο πόλης τα πλαίσια μιας ευρύτερης μελέτης σχεδίου (έστω και απλής πρότασης), ενός ρυμοτομικού κλπ που δεν εγκρίθηκαν για οποιοδήποτε λόγο.
Ακόμα και αδόμητα τμήματα στις περιοχές που θα χαρακτηριστούν στον υπό ανάρτηση Δασικό χάρτη ως «Δασικές» και δεν καταστεί δυνατόν να αποτινάξουν τον Δασικό χαρακτήρα, μπορούν υπό προϋποθέσεις και ειδικούς όρους να ενταχθούν στο σχέδιο πόλης.
Για τα τμήματα των περιοχών που θα χαρακτηριστούν ως «Δασικές» θα μπορεί να γίνει η ένταξή τους στο σχέδιο μετά από πιο πολύπλοκες αλλά γρήγορες διαδικασίες.
Πρωτεύοντα ρόλο στις διαδικασίες αυτές θα παίξουν οι νέοι Δήμοι.
Στην περίπτωση που ο Δασικός χάρτης συντάχθηκε πριν από την ψήφιση του παραπάνω Νόμου (όπως π.χ οι Χάρτες της Αττικής και της υπόλοιπης Χώρας), με βάση το άρθρο 23 του ίδιου Νόμου, η Δ/νση Δασών ή η ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε θα έπρεπε πριν την ανάρτηση να στείλει τα ψηφιακά αρχεία του Δασικού χάρτη στον αρμόδιο Δήμο που με μέριμνά του, θα έπρεπε να προσθέσει στον δασικό χάρτη τις περιοχές που είχαν προταθεί προς ένταξη στο σχέδιο πόλης (στα πλαίσια πολεοδομικής μελέτης) και στην συνέχεια η περιοχές αυτές να εξαιρεθούν των αντιρρήσεων του Δασικού χάρτη και να δρομολογηθούν οι διαδικασίες ένταξης στο σχέδιο πόλης με βάση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 24 του Ν.3889/2010 και στην Υπουργική απόφαση 165387/410 του ΥΠΕΚΑ (ΦΕΚ Β’ 470/28-2-2012).
Στις περιοχές που αναρτάται ο Δασικός χάρτης χωρίς την εφαρμογή των παραπάνω έχει, κατά την γνώμη μας, διαπραχθεί το αδίκημα της παράβασης Καθήκοντος και η ίδια η ανάρτηση πάσχει ως προς την Νομιμότητά της.
Είναι αυτονόητο ότι πιθανά αυθαίρετα κτίσματα στις υπόλοιπες εκτός των οικισμών εκτάσεις, που θα παραμείνουν ως «Δασικές» θα θεωρηθούν κατεδαφιστέα ακόμα και αν έχουν δηλωθεί στο παρελθόν. Εκτός φυσικά εκείνων που διαθέτουν άδεια.
Επισημαίνουμε ότι η Δήλωση με τον Νόμο «Τρίτση» δεν αποτελεί άδεια, αλλά θεωρούνται τα κτίσματα αυτά ως προσωρινά μη κατεδαφισταία. Αν αποδειχθεί στην συνέχεια (π.χ. στον δασικό χάρτη) ότι κάποια από αυτά έχουν κτιστεί σε αιγιαλό, σε ρέμα, σε αρχαιολογική και δασική περιοχή θα κριθούν (σύμφωνα με το γράμμα του Νόμου) κατεδαφιστέα.
Με την υπ΄αριθμ. 1942/2017 απόφαση του Ε τμ. παραπέμπεται στην ολομέλεια το θέμα της εξαίρεσεις από τους δασικούς χάρτες των περιοχών που εμφανίζουν οικιστικές πυκνώσεις , αφενός διότι ο εξουσιοδοτικό νόμος δεν προσδιορίζει την έννοια και άρα η εξουσιοδότηση έπρεπε να δίδεται στον ΠτΔ αφετέρου διότι κατά την πλειοψηφούσα άποψη η εξαίρεση αυτών των περιοχών είναι οριστική και παραβιάζει το άρθρο 24 του Σ.
ΔΑΣΟΛΟΓΙΟ
Το Δασολόγιο είναι ένα σύστημα καταγραφής και επεξεργασίας πληροφοριών, το οποίο ουσιαστικά είναι δομημένο και έχει ως βάση τους κυρωμένους Δασικούς Χάρτες.
Στο Δασολόγιο τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που εμφανίζονται στους κυρωμένους Δασικούς Χάρτες χωρίζονται σε επιμέρους γεωγραφικές ενότητες (“μερίδες”), για την καθεμία από τις οποίες καταχωρούμε μια σειρά από χρήσιμα διαχειριστικά δεδομένα (π.χ. απαντώμενα δασοπονικά είδη, είδος δάσους, πυκνότητα βλάστησης, ιδιοκτησιακό καθεστώς κλπ).
Σχέση Δασικών Χαρτών -Κτηματολογίου – Δασολογίου
Για να γίνει το Δασολόγιο μιας περιοχής, θα πρέπει πρώτα να συνταχθούν και να κυρωθούν οι Δασικοί Χάρτες της συγκεκριμένης περιοχής. Μόλις γίνει αυτό θα ξέρουμε πιο κομμάτι γης ανήκει σε ποιον και πως το απέκτησε. Οπότε θα προκύψει με σαφήνεια και η Δημόσια περιουσία και επομένως όσα φαινόμενα καταπατήσεων αντιμετωπίσαμε ως Κοινωνία στο παρελθόν θα αποσαφηνιστούν .
Στην ουσία, το Εθνικό Κτηματολόγιο ενσωμάτωσε και χρηματοδότησε τις διαδικασίες σύνταξης των Δασικών Χαρτών μετά το 1998 και μετά από την κάμψη της κατ΄ αρχήν σφοδρής αντίδρασης του ΤΕΕ. Το Εθνικό Κτηματολόγιο καταγράφει και αποτυπώνει ιδιοκτησίες (“εμπράγματα δικαιώματα”).
Μάλιστα, σύμφωνα με τον βασικό Νόμο της κτηματογράφησης, η δήλωση της ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου στο πλαίσιο μιας μελέτης κτηματογράφησης, δεν είναι υποχρεωτική. Οι Δασικοί Χάρτες δεν αποτυπώνουν κατ’ αρχή ιδιοκτησίες, αλλά τη μορφή και τον χαρακτήρα των επιμέρους εκτάσεων.
Με βάση λοιπόν το “μαχητό τεκμήριο κυριότητας υπέρ του δημοσίου” (όπου αυτό ισχύει), το Ελληνικό Δημόσιο (και πιο συγκεκριμένα, η Δασική Υπηρεσία), “χρησιμοποιεί” τους Δασικούς Χάρτες για να δηλώσει ταυτόχρονα και την περιουσία του στο πλαίσιο μια μελέτης κτηματογράφησης.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο πρώτος ή ο αποκλειστικός λόγος σύνταξης ενός Δασικού Χάρτη είναι η δήλωση ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου στο πλαίσιο μιας μελέτης κτηματογράφησης.
Αντίθετα ως πρώτος στόχος είναι : Η καταγραφή των δασών και των δασικών εκτάσεων.
Όπως αναφέρθηκε και προηγούμενα, οι Δασικοί Χάρτες ξεκίνησαν ουσιαστικά στη χώρα μας το 1999, και μέχρι σήμερα χρηματοδοτήθηκαν αποκλειστικά και μόνον από το πρόγραμμα του Εθνικού Κτηματολογίου.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι Δασικοί Χάρτες μπορούν να συνταχθούν μόνον στις περιοχές που κτηματογραφούνται στο πλαίσιο των μελετών κτηματογράφησης. Μπορούν και μάλιστα είναι καλύτερο να προηγούνται των μελετών κτηματογράφησης. Πάντως η χρηματοδότηση της σύνταξης των Δασικών χαρτών είναι αποκλειστική ευθύνη της ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε. ή των Δασικών Υπηρεσιών και φυσικά πάντα του ΥΠΕΚΑ.
Από την εμπειρία από τη μέχρι σήμερα σύνταξη των Δασικών Χαρτών στα χρόνια που πέρασαν από το 1999 μέχρι σήμερα καταλήγουμε ότι έγιναν σημαντικά βήματα σε σχέση με τη σύνταξη των Δασικών χαρτών.
Στο πλαίσιο λοιπόν των περιορισμών του χώρου μας, τα δύο σημαντικότερα ίσως στοιχεία που αξίζει να αναφερθούν ως εμπειρία από τη μέχρι τώρα σύνταξη των Δασικών Χαρτών, είναι τα εξής:
Η σύνταξη των Δασικών Χαρτών μιας περιοχής που τίθεται υπό κτηματογράφηση, θα πρέπει να προηγείται της σύνταξης των μελετών κτηματογράφησης του Εθνικού Κτηματολογίου. Αυτό υπαγορεύει η κοινή λογική (δηλαδή, πρώτα οι Δασικοί Χάρτες και μετά οι μελέτες κτηματογράφησης), θα είχαμε καλύτερη εικόνα για το τι είναι Δάσος και τι δεν είναι επομένως θα είχαμε και αποτελεσματικότερη υπεράσπιση της περιουσίας του Δημοσίου, πολύ λιγότερα τεχνικά προβλήματα, σημαντική μείωση του κόστους, τόσο της σύνταξης των Δασικών Χαρτών, όσο και της σύνταξης των κυρίων μελετών κτηματογράφησης και βέβαια «λύτρωση» των πολιτών από διαδικασίες που θα είναι υποχρεωμένοι να προσφύγουν στην συνέχεια.
Ωστόσο το ότι γίνονται οι Δασικοί χάρτες έστω και με άλλη σειρά σε σχέση με την Κτηματογράφηση, είναι σημαντικό.
Σε σύνολο έκτασης 132 περίπου εκατομμυρίων τετρ. χιλμ. της χώρας, μέχρι το 2009 είχαν συνταχθεί μελέτες κατάρτισης δασικών χαρτών για 322 περιοχές (ΟΤΑ προ Καποδίστρια), που έχουν ενταχθεί μέχρι σήμερα στο Εθνικό Κτηματολόγιο (παλαιά προγράμματα). Τα δάση, οι δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις στις περιοχές αυτές ανέρχονται σε 3,6 εκατ. στρέμματα. Με τις παραδοχές ότι δεν θα έχουμε δραματικές αλλαγές στις ισχύουσες τεχνικές προδιαγραφές και ότι οι αναθέσεις των μελετών θα γίνονται για μεγάλες γεωγραφικές ενότητες (σε επίπεδο Νομού π.χ ή τουλάχιστον έκτασης ενός Καλλικρατικού Δήμου), η εμπειρία από τη μέχρι σήμερα πορεία της σύνταξης των Δασικών Χαρτών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το υπάρχον μελετητικό δυναμικό επαρκεί για να καλύψει το υπολειπόμενο σύνολο της χώρας σε ένα διάστημα 10-15 ετών. (Ωστόσο αν διατηρήσουμε τους ίδιους ρυθμούς υλοποίησης και ανάρτησης των δασικών χαρτών αυτοί θα είναι κυρωμένοι σε … 80 χρόνια!!!…)
Με την πρόσθετη παραδοχή ότι οι διοικητικές πράξεις της Δασικής Υπηρεσίας θα αποτυπωθούν ψηφιακά πάνω στους ορθοφωτοχάρτες από τα Τμήματα Δασικών Χαρτογραφήσεων, το συνολικό κόστος της σύνταξης των Δασικών Χαρτών για το υπόλοιπο της χώρας εκτιμάται στα 165 εκατ. ευρώ, ποσό που μπορεί να καλυφθεί ολόκληρο από το παλιό Ταμείο δασών που με βάση τον Ν. 3889/2010 ενσωματώθηκε στο “Πράσινο ταμείο”. Στο κόστος αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται τα κόστη παραγωγής των φωτογραμμετρικών υποβάθρων (1945 και πρόσφατου), γιατί προβλέπεται να παραχθούν από άλλα προγράμματα.
ΕΠΙΤΡΕΠΤΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ
(α.45-61 Ν 998/79 οπο.τροπο. α.36 Ν 4280/14)
Ο κανόνας είναι η γενική απαγόρευση επεμβάσεων.
Δικαίωμα ακροάσεως παρέχεται και επί επιβολής διοικητικής ποινής προστίμου για παράνομη εκχέρσωση αναδασωτέας εκτάσεως. Η παράλειψη κλήσεως προς ακρόαση δεν καλύπτεται από απολογία στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ούτε από άσκηση προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο 3244/2002 Ε.
Συνιστά ακυρωτική διοικητική διαφορά, η αφορώσα την εκ μέρους της Διοικήσεως παραχώρηση, κατά πλήρη κυριότητα και με διοικητική διαδικασία, δημόσιου αγαθού (δάσους), η οποία παρέχει τη δυνατότητα επεμβάσεως σ’ αυτό. Αντίθετο προς τα άρθρα 24 και 117 Σ το άρθρο 64 ν 998/79, το οποίο επιτρέπει παραχώρηση δημοσίων και ιδιωτικών δασών για οικιστική αξιοποίηση σε οικοδομικούς συνεταιρισμούς. 2855/2003 Ολομ
Κάθε επέμβαση σε δάση και δασικές εκτάσεις αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και εφαρμόζεται μόνο στις ρητά αναφερόμενες περιπτώσεις του άρθρου 45 επ. για λόγους σπουδαίου δημόσιου συμφέροντος (ΣτΕ 452/14). Οι διατάξεις του άρθρου 45 επ., πρέπει να ερμηνεύονται στενά και έχουν κριθεί σύμφωνες με το άρθρο 24 του Συντάγματος (ΣτΕ 1421/13).
Η συνδρομή των εξαιρετικών λόγων πρέπει να εξετάζεται από την διοίκηση κατά το στάδιο της εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων (ΣτΕ 1421/13). Ειδικότερα πρέπει να εξετάζονται :
α) εάν πρόκειται για επέμβαση που προβλέπεται ρητά στο Νόμο ιδίως στα άρθρα 45 επ.,
β) η υλοποίηση της μπορεί να γίνει μόνο με επέμβαση στο δάσος διότι δεν διατίθενται άλλες εκτάσεις,
γ) να εξυπηρετείται σκοπός δημοσίου συμφέροντος,
δ) να γίνεται η κατά το δυνατόν ελάχιστη θυσία της δασικής βλάστησης.
Η επέμβαση γίνεται με έγκριση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης μετά από εισήγηση της αρμόδιας κατά τόπο δασικής αρχής και μετά από καταβολή ανταλλάγματος χρήσης , ενώ εάν αφορά έκταση τρίτου απαιτείται και η συναίνεση του τρίτου.
Απαγορεύεται πάντως (αλλά με εξαιρέσεις) :
1.Η επέμβαση που συνεπάγεται αλλαγή του προορισμού των δασών.
2. Η κατά κυριότητα παραχώρηση δασών και εκτάσεων των περ. α΄και β΄της παρ.5 του α.3 του Ν. 998/79 ( δάση ιδιαίτερης σημασίας και προστατευτικά).
3. Η εκχέρσωση δασών προς απόδοση σε αγροτική εκμετάλλευση οποιασδήποτε φύσης.
4. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση δασών και δασικών εκτάσεων υπέρ τρίτων.
5. Η επέμβαση σε αναδασωτέες εκτάσεις με εξαίρεση α.48 και ΑΠΕ.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΠΙΤΡΕΠΤΩΝ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ
1.Ο Ν. 4280/14 και η παραχώρηση εκχερσωμενων εκτάσεων για γεωργική χρήση.
Ο ν. 4280/14 τροποποιεί τα άρθρα 45,46,α και 47 του Ν. 998/79 . Το νέο άρθρο 47 ουδεμία διάκριση κάνει σε δημόσια και ιδιωτικά δάση. Γίνεται καταρχήν διαφορετική αντιμετώπιση στις εκτάσεις που εκχερσώθηκαν πριν το 1975 και μπορούν να εξαγορασθούν με τους όρους του α.47 αλλά μόνο για γεωργική χρήση αποκλειομένης απολύτως και επι ποινή ακυρότητας κάθε άλλης χρήσης. Εφόσον εξοφληθεί το τίμημα το αγροτεμάχιο μπορεί να μεταβιβαστεί.
2. Διάνοιξη οδών.
Επιτρέπεται για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος και την εξυπηρέτηση έργων και δραστηριοτήτων, σύμφωνα με την τεχνική και περιβαλλοντική μελέτη , ενώ τα έξοδα βαραίνουν τους δικαιούχους των έργων. Έτσι είναι επιτρεπτή η διάνοιξη οδού για προσπέλαση σε έργο κατασκευής ΧΥΤΑ (ΣτΕ 452/14).
Απαγορεύσεις : Α) Απαγορεύεται η διάνοιξη οδών εντός των πυρήνων των εθνικών δριμών.
Β) Σε προστατευτικά δάση , δηλαδή σε δάση που προστατεύουν εδάφη, οικισμούς και υπόγεια ύδατα.
Γ) Σε δάση με ιδιαίτερο επιστημονικό, αισθητικό, οικολογικό, γεωμορφολογικό ενδιαφέρον ή είναι σε ειδικές ζώνες , όπως εθνικοί δρυμοί, υδροβιότοποι, ιστορικοί χώροι κλπ).
Δ) Περιοχές σημαντικές για πουλιά (ΣΠΠ) (ΣτΕ 2186/13).
Καταργήθηκε με το Ν. 4280/14 η παραχώρηση δασικών εκτάσεων στον ΕΟΤ.
3. Επιτρέπεται σε Δημόσια δάση των περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 5 του άρθρου 3 για τη δημιουργία : χιονοδρομικών κέντρων, εγκαταστάσεων αξιοποίησης ιαματικών πηγών – υδροθεραπευτηρίων, κέντρων θαλασσοθεραπείας και ξενοδοχειακών καταλυμάτων κατηγορίας 4 ή 5 αστέρων, καθώς και η διάνοιξη και δημιουργία διόδων διαδρομών γκολφ.
Στις ανωτέρω εκτάσεις επιτρέπεται η εγκατάσταση μηχανισμών με συρματόσχοινα (σχοινοσιδηρόδρομοι, καλωδιοκίνητοι εναέριοι θάλαμοι και τηλεσκί) που έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση των παραπάνω εγκαταστάσεων με την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται αισθητική αλλοίωση του τοπίου.
Διαδικασία : Αίτημα του ενδιαφερομένου , έκθεση τουριστικής αξιοποίησης , σε αυτήν πρέπει να αποδεικνύεται ότι συντρέχει εξαιρετικός λόγος δημοσίου συμφέροντος, να εξυπηρετείται παράλληλα η εθνική οικονομία, και η επέμβαση να είναι το μόνο πρόσφορο μέσο.
Σε ιδιωτικά δάση μπορούν να λάβουν χώραν οι ως άνω εγκαταστάσεις με τους αυτούς όρους αλλά προσθέτως και τους εξής :
1.Κατασκευή σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων της περίπτωσης Γ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993, όπως ισχύει και
2.Εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής, υπό τους ανωτέρω όρους ως και υπό τους ειδικότερους όρους.
Συνεπώς θα πρέπει να προσεχθεί ότι δεν επιτρέπεται η κατασκευή αυτών των δυο τύπων έργων σε δημόσια δάση.
Όταν η επέμβαση για τη δημιουργία των ανωτέρω σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων και εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής γίνεται εξ ολοκλήρου σε ιδιωτική έκταση αμιγώς δασικού χαρακτήρα, τότε το εμβαδόν της έκτασης αυτής πρέπει να είναι κατ` ελάχιστο 500 στρέμματα.
Η συνολική κάλυψη του έργου δεν πρέπει να ξεπερνά το 10% της συνολικής έκτασης με βάση της κλιμάκωση του άρθρου 49.
Διαδικασία : Στην περίπτωση των σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων, το σχετικό αίτημα για τη χορήγηση έγκρισης επέμβασης και η έκθεση τουριστικής αξιοποίησης διαβιβάζονται από την αρμόδια περιβαλλοντική αρχή προς σχετική εισήγηση στο Κεντρικό Συμβούλιο Διοίκησης για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας του άρθρου 16 του ν. 3986/2011.
Πρέπει στην έκθεση τουριστικής αξιοποίησης να αιτιολογείται η προσφορότητα του μέτρου και συνδρομή του εξαιρετικού λόγου δημοσίου συμφέροντος.
Για την δημιουργία σύνθετου τουριστικού καταλύματος σε ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις εκτός οργανωμένων υποδοχέων τουριστικών δραστηριοτήτων, εκδίδεται, αντί της κοινής απόφασης της περίπτωσης α` του άρθρου 9 του ν. 4002/2011, προεδρικό διάταγμα χαρακτηρισμού και οριοθέτησης σύνθετου τουριστικού καταλύματος με πρόταση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Τουρισμού ύστερα από έγκριση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην υπ` αριθ. ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/ οικ. 107017/28.8.2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, εφαρμοζόμενης αναλόγως της διαδικασίας των περιπτώσεων α`, β` και γ` της παραγράφου 3 του άρθρου 29 του ν. 2545/1997, όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 4002/2011.
4. Κατασκηνώσεις.
Προϋποθέσεις επέμβασης :
Ι. ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ.
Α) Εκτάσεις χορτολιβαδικές επι ορεινών και εν γένει ανωμάλων εδαφών που συγκροτούν οικοσυστήματα αλλά όχι δασοβιοκοινότητα.
Β) Βραχώδεις ή πετρώδεις εκτάσεις ορεινών και εν γένει ανωμάλων εδαφών.
Δηλαδή πρόκειται για τις περιπτώσεις α` και β` της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του Ν 998/79.
Εξαιρούνται οι κατηγορίες α` και β` της παραγράφου 1 του άρθρου 4 και των κατηγοριών α` και στ` της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου του ίδιου νόμου.
Δηλαδή δεν μπορεί να εγκατασταθούν κατασκηνώσεις : σε δάση με ιδιαίτερο επιστημονικό, οικολογικό ενδιαφέρον, αρχαιολογική σημασία κλπ, προστατευτικά δάση, πάρκα και άλση εντός πόλεων, δάση εντός βιομηχανικών ζωνών και εντός ζώνης 1000 μέτρων από την περιφέρεια τους και σε ειδικές ζώνες διατήρησης (α.50).
ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ : Δικαιούχοι της επέμβασης μπορεί να είναι το Δημόσιο, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης α` και β` βαθμού, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, κοινωφελή ιδρύματα και σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθώς και φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ :
1.Απόφαση του ΥΠΕΚΑ . Έχει χαρακτήρα ατομικής πράξης κατά κανόνα εκτός εάν περιέχει όρους δόμησης.
2.Τίθεται εκ του Νόμου όρος ότι θα παρέχεται από τον εκάστοτε δικαιούχο αδαπάνως φιλοξενία σε παιδιά άπορων ή πολύτεκνων οικογενειών που υποδεικνύονται και καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και σε ποσοστό τουλάχιστον πέντε τοις εκατό (5%) της δυναμικότητας των εγκαταστάσεων αυτών.
3. Επιτρέπεται η εγκατάσταση κατασκευών που μπορούν, κατά την αιτιολογημένη κρίση των αρμόδιων τεχνικών υπηρεσιών, είτε να αποσυναρμολογηθούν είτε να απομακρυνθούν ευχερώς, καθώς και μονίμων για λόγους υγιεινής και ασφάλειας κατασκευών, δηλαδή κοιτώνων, μαγειρείων, χώρων υγιεινής, πρόχειρων ιατρείων. Η έκταση που επιτρέπεται να καταλαμβάνουν συνολικά οι ανωτέρω κατασκευές δεν μπορεί να υπερβαίνει το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) της συνολικής έκτασης, με δυνατότητα να ανέλθει στο είκοσι (20%) με την προσθήκη αθλητικών εγκαταστάσεων. Τα ενδεχομένως προβλεπόμενα κτίσματα, είναι ισόγειας κατασκευής, δεν υπερβαίνουν το ύψος των 4.00 μέτρων με δυνατότητα επιπλέον κατασκευής στέγης μεγίστου ύψους 2.00 μέτρων και κείνται σε απόσταση τουλάχιστον 5.00 μέτρων από την περίμετρο της διαθέσιμης έκτασης.
5.Βιομηχανικές εγκαταστάσεις (51).
1.ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑ ΕΚΤΑΣΕΩΝ: δεν επιτρέπεται σε δάση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον , σε προστατευτικά, σε εκμεταλλεύσιμα ή παραγωγικά πρωτογενώς και σε δάση αναψυχής.
2. ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ :
Α. Εγκατάσταση βιομηχανιών κοπής και επεξεργασίας ξύλου ή βιομηχανιών που έχουν ως πρώτη ύλη το ξύλο ή άλλα προϊόντα του δάσους.
Β. Κατασκευή εργοστασίων άντλησης και εμφιάλωσης νερού μετά των αναγκαίων αγωγών προσαγωγής τους. Στην περίπτωση αυτή η έγκριση επέμβασης άλλως η πράξη της παραγράφου 6 του άρθρου 45, χορηγείται μετά την έκδοση όλων των απαιτούμενων από την σχετική περί των υδάτων νομοθεσία αδειών. Η διέλευση των ως άνω αγωγών είναι μόνο υπόγεια, ο δικαιούχος δε της επέμβασης υποχρεούται για
την πλήρη αποκατάσταση της καταστραφείσης από την επέμβαση βλάστησης και τη λήψη κάθε υποδεικνυόμενου από τη δασική υπηρεσία μέτρου, όπως κρουνοί.
Γ. Επιτρέπεται η εγκατάσταση μονάδων μεταποίησης γεωργικών προϊόντων που παράγονται στην περιοχή, τυροκομικών μονάδων επεξεργασίας γάλακτος, οινοποιείων, αποσταγματοποιείων, ποτοποιείων, εμφιαλωτηρίων, ελαιοτριβείων, σφαγείων και χερσαίων εγκαταστάσεων μονάδων υδατοκαλλιέργειας. Εξαιρετικώς, επιτρέπεται η μετεγκατάσταση νομίμως λειτουργούντων ελαιοτριβείων, λόγω ένταξης των περιοχών λειτουργίας τους σε Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου, σε δάση των κατηγοριών της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου 51 ως και η επέκταση, κατόπιν της έγκρισης της παρ. 2 του άρθρου 45 του παρόντος, νομίμως λειτουργούντων μονάδων μεταποίησης γεωργικών προϊόντων σε δασικού χαρακτήρα εκτάσεις, στις οποίες έχει διενεργηθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου επέμβαση ανεξαρτήτως της έκδοσης σχετικών πράξεων από την οικεία δασική αρχή.
Δ. Η δημιουργία επιχειρηματικού πάρκου (Ε.Π.), κατά την έννοια του άρθρου 41 του ν. 3982/2011 είναι δυνατή στις εκτάσεις της παραγράφου 2 του παρόντος. Στην περίπτωση που λόγω του χωροταξικού σχεδιασμού του επιχειρηματικού πάρκου απαιτείται να συμπεριληφθεί τμήμα δάσους, τούτο δεν εκχερσώνεται αλλά παραμένει υποχρεωτικά ως χώρος πρασίνου, εφαρμοζόμενης της παρούσας ως ειδικότερης διάταξης σε σχέση με τη διάταξη της περίπτωσης ε` της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του παρόντος, όπως ισχύει. Στις περιπτώσεις δε αυτές ως επιφάνεια του γηπέδου για τον υπολογισμό της αρτιότητας και μόνο νοείται το σύνολο της επιφανείας της έκτασης.
Ε. Δεξαμενές αποθήκευσης πετρελαιοειδών μετά των αναγκαίων αγωγών προσαγωγής τους επιτρέπεται να εγκατασταθούν σε δημόσιες εκτάσεις των περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου και δασικές εκτάσεις της κατηγορίας ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 4, που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες α`, δ`, ε` και ζ` της παραγράφου 2 του αυτού άρθρου, εφόσον επιβάλλεται η εγκατάσταση τους στις εκτάσεις αυτές λόγω της φύσης τους και
μετά από εγκεκριμένη μελέτη αντιπυρικής προστασίας.
6.Μεταλλεία- λατομεία (52).
Πρόκειται για έρευνες που απαιτούν γεωτρήσεις και ανορύξεις φρεατίων και όχι γεωλογικές ή κοιτασμολογικές ή άλλες επιστημονικές μεθόδους που δεν απαιτούν γεώτρηση και μπορεί να γίνουν χωρίς άδεια. Επίσης η άδεια αφορά και τις βοηθητικές εργασίες όπως διάνοιξη οδών, ανέγερση εγκαταστάσεων, απόθεση στείρων ή καταλοίπων ή υπολοίπων της βιομηχανικής επεξεργασίας των μεταλλευμάτων καθώς και την αξιοποίηση τους. Επιτρέπεται η χωροθέτηση των αναγκαίων υποστηρικτών υποδομών έχει κρίνει το ΣτΕ 1492/2013.
Η επιλογή της περιοχής εξόρυξης γίνεται με τρόπο που να θίγει ολιγότερο δυνατό το δασικό οικοσύστημα (ΣτΕ 3887/2008).
Επιτρέπονται οι μεταλλευτικές εργασίες σε δάση ή δασικές εκτάσεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις επι ορεινών και εν γένει ανωμάλων εδαφών εφόσον δεν συγκροτούν δασοβιοκοινότητας. Σε δάση κείμενα εντός ή πέριξ τουριστικών περιοχών , λουτροπόλεων, αρχαιολογικών χώρων, παραδοσιακών οικισμών κλπ και σε ακτίνα 3.000 μέτρων από το κέντρο, μπορεί αν τεθούν και πρόσθετοι όροι εκμετάλλευσης.
Απαγορεύεται παντελώς η διενέργεια εργασιών σε πάρκα και άλση εντός των πόλεων ή οικιστικών περιοχών.
Πάντως το άρθρο 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ δεν απαγορεύει την άσκηση εξορυκτικών δραστηριοτήτων εντός προστατευμένων τόπων εφόσον δεν παραβλάπτεται η ακεραιότητα των έτσι ώστε το ΣτΕ να νομολογήσει ότι δεν υπάρχει απόλυτος απαγορευτικός κανών ότι απαγορεύεται η εξορυκτική εκμετάλλευση σε προστατευμένη περιοχή (ΣτΕ 4013/2013, 2059/2007). Δεδομένου ότι επιτρέπονται επεμβάσεις σε δημόσια ή ιδιωτικά δάση (ΣτΕ 4007/11).
Απαιτείται ΑΕΠΟ και της εγκριτική πράξη της παραγράφου 6 του άρθρου 45. Δεδομένου ότι το Κράτος έχει υποχρέωση σχεδιασμού και προγραμματισμού των εξορύξεων που εκπηγάζει από την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης (ΣτΕ 4607/11).
Για την επέμβαση αυτή καταβάλλεται αντάλλαγμα χρήσης που αφορά στην επέμβαση στην επιφάνεια του εδάφους.
Σε περίπτωση που η Δασική Υπηρεσία κρίνει ότι η αποκατάσταση του φυσικού τοπίου και της δασικής βλάστησης των εκτάσεων είναι ιδιαίτερα δυσχερής, επιβάλλει στον υπόχρεο προς αποκατάσταση να αναδασώσει, μετά από υπόδειξη της, άλλες εκτάσεις μέχρι πενταπλάσιου εμβαδού και οι οποίες βρίσκονται στην περιοχή αρμοδιότητας της. Η μη συμμόρφωση του υπόχρεου προς τα ανωτέρω, συνεπάγεται την επιβολή σε αυτόν των σχετικών δαπανών για την αποκατάσταση. Σε περίπτωση που έχει κατατεθεί εγγυητική επιστολή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 άρθρου 8 του ν. 1428/1984, όπως ισχύει, ακολουθείται η διαδικασία κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής και κατάθεσης του ποσού υπέρ του Πράσινου Ταμείου στον ειδικό κωδικό Ειδικός Φορέας Δασών, διατιθεμένου αυτού αποκλειστικά για την αποκατάσταση. Ο υπόχρεος, αρνούμενος ή παραλείπων την εκπλήρωση των ανωτέρω, υπόκειται σε ποινική δίωξη κατά τα στο άρθρο 71 παράγραφος 9 του παρόντος νόμου οριζόμενα. Σε περίπτωση υποτροπής αίρεται αρμοδίως υποχρεωτικά η κατά την παράγραφο 1 ή 2 του παρόντος άρθρου έγκριση ή πράξη της παραγράφου 6 του άρθρου 45.
Αν παύσει η λειτουργία λατομείου και ο ιδιοκτήτης του δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του να αποκαταστήσει τη δασική βλάστηση στην έκταση του λατομείου κατά τον ν 998/79, νομίμως κηρύσσεται αναδασωτέα η έκταση αυτή, η οποία απώλεσε τον χαρακτήρα εξαιτίας της νόμιμης λατομικής δραστηριότητας. 2763/2006 Ε 7μ
Η εναπόθεση των αποβλήτων δεν μπορεί να γίνει από ιδιώτες αλλά μόνο από εγκεκριμένα συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης στερεών αποβλήτων μπορούν να προβαίνουν σε εναπόθεση, επεξεργασία και αξιοποίηση αποβλήτων που προέρχονται από εκσκαφές, κατασκευές και κατεδαφίσεις (ΑΕΚΚ) σε μεταλλεία και λατομεία των οποίων έπαυσε η λειτουργία για οποιονδήποτε λόγο χωρίς αποκατάσταση αυτών. Η εγκατάσταση των συστημάτων εναλλακτικής διαχείρισης διενεργείται επί τη βάσει εγκεκριμένης μελέτης, σύμφωνα με την οικεία απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων αποκατάστασης του τοπίου και της δασικής βλάστησης και κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου 30 του ν. 4030/2011 (Α` 249), όπως ισχύει. Οι ανωτέρω εγκαταστάσεις είναι προσωρινές και απομακρύνονται με την ολοκλήρωση του έργου της αποκατάστασης.
Με την ΣτΕ 3191/2015, Ε τμ. 7μ. (Χρυσός στις Σκουρίες), κρίθηκε ότι οι διαφορές που γεννώνται από την προσβολή της έγκρισης της τεχνικής μελέτης που προβλέπεται από τα άρθρα 4 και 102 του Κανονισμού Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών, έγκριση η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 161 του Μεταλλευτικού Κώδικα τους ισχύει, αποτελεί πλέον και έγκριση δόμησης κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 4030/2011, δεν είναι δεκτική ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου, αλλά είναι ακυρωτικές διαφορές. Με την 3919/2010 απόφαση τους Ολομελείας του ΣτΕ, δεδομένου ότι αφενός, ως ελέχθη, η έγκριση της τεχνικής μελέτης αποτελεί πλέον και έγκριση δόμησης, δηλαδή διαφορά που από τη φύση τους είναι ακυρωτική, περαιτέρω, οι διαφορές αυτές,ενόψει τους φύσεως και τους σπουδαιότητάς τους, λόγω του ότι συνδέονται αμέσως με την προστασία του περιβάλλοντος και τους βιώσιμης ανάπτυξης, ως ακυρωτικές, ανήκουν στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου τους Επικρατείας.
Η ρύθμιση του άρθρου 57 ν 998/79 είναι σύμφωνη προς τα άρθρα 24 και 106 Σ, καθόσον ο νομοθέτης διά των διατάξεων αυτών αναγνωρίζει την ανάγκη αξιοποίησης των ορυκτών πρώτων υλών της χώρας, αλλά και την ιδιαιτερότητα της εξορυκτικής δραστηριότητας, η οποία εντοπίζεται σε περιοχές όπου εντοπίζονται βιώσιμα κοιτάσματα προς εκμετάλλευση και θέτει ειδικές προϋποθέσεις για την άσκηση της δραστηριότητας αυτής σε εκτάσεις με δασικό χαρακτήρα. 4013/2013 Ε 7μ
7. Έργα υποδομής (53).
Η εκτέλεση μεγάλων έργων υποδομής, τους αεροδρομίων, τεχνητών λιμνών, φραγμάτων, υδροηλεκτρικών σταθμών, ταμιευτήρων και εγκαταστάσεων άντλησης για την αποθήκευση ενέργειας, χερσαίων εγκαταστάσεων λιμένων και εγκαταστάσεων άντλησης υδρογονανθράκων σε δάση, δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, καθώς και σε δημόσιες εκτάσεις των περιπτώσεων α` και β` τους παραγράφου 5 του άρθρου 3 του νόμου 998/79 είναι επιτρεπτή, εφόσον περί τους εκτέλεσης τούτων στη συγκεκριμένη περιοχή υφίσταται ειδικός νόμος και κατά τους όρους τούτου.
Εάν δεν υφίσταται ειδικός νόμος η επέμβαση ενεργείται με έγκριση παρεχόμενη από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής,σύμφωνα με τους όρους τους εγκεκριμένης περιβαλλοντικής μελέτης, διά τους οποίας δικαιολογείται η ανάγκη εκτέλεσης του έργου και η επιλογή τους συγκεκριμένης θέσης.
Για την εκτέλεση λοιπών έργων υποδομής, μετά των συνοδών τους έργων, ήτοι τηλεπικοινωνιακών και ηλεκτρικών δικτύων ή εγκαταστάσεων έργων ύδρευσης και αποχέτευσης, κέντρων επεξεργασίας λυμάτων, έργων συλλογής, αποθήκευσης και μεταφοράς υδάτων (εξωποτάμιες και εσωποτάμιες λιμνοδεξαμενές με τη βοήθεια μικρών φραγμάτων και ταμιευτήρων αυτών) για αρδευτικούς ή υδρευτικούς σκοπούς και αντλιοστασίων, απαιτείται έγκριση του Γενικού Γραμματέα τους οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με την επιφύλαξη τους παραγράφου 4 του άρθρου 45 του παρόντος νόμου.
Η επέμβαση επιτρέπεται στα δάση, δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις και σε δημόσιες εκτάσεις των περιπτώσεων α` και β` τους παραγράφου 5 του άρθρου 3 του
παρόντος νόμου, εξαιρουμένων των κατηγοριών α` και β` τους παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, καθώς και τους κατηγορίας α` τους παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου. Δηλαδή όχι σε δάση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, προστατευτικά κλπ.
Για την εγκατάσταση δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, την κατασκευή υποσταθμών και κάθε, εν γένει, τεχνικού έργου που αφορά στην υποδομή και εγκατάσταση σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.) ή μονάδες Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας (Σ.Η.Θ.) με χρήση Α.Π.Ε., περιλαμβανομένων των υποσταθμών και λοιπών έργων σύνδεσης με το Σύστημα ή το Δίκτυο, των συνοδών έργων και κάθε εν γένει τεχνικού έργου που αφορά στην υποδομή και εγκατάσταση των ανωτέρω σταθμών, καθώς και των αγωγών προσαγωγής νερού των εργοστασίων εμφιάλωσης νερού, των δικτύων μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου και πετρελαϊκών προϊόντων, των αγωγών ύδρευσης – αποχέτευσης και των συνοδών τους έργων, των συστημάτων διαχείρισης στερεών ή υγρών αποβλήτων και, τους νησιωτικές περιοχές πλην τους Κρήτης και Εύβοιας, των σταθμών Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων και των συνοδών τους έργων, τους και των δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων υποβιβασμού και ανύψωσης τάσης, μέσα σε δάση, δασικές εκτάσεις, αναδασωτέες και σε δημόσιες εκτάσεις των περιπτώσεων α` και β` τους παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, απαιτείται έγκριση επέμβασης, με την επιφύλαξη τους παραγράφου 4 του άρθρου 45 του παρόντος νόμου. Τα ανωτέρω δίκτυα, πρέπει κατά το δυνατόν να συνδυάζονται με το υφιστάμενο ή υπό εκτέλεση δίκτυο δασικών οδών ή με άλλα τεχνικά έργα.
Β. Η εκτέλεση των ανωτέρω έργων απαγορεύεται εντός των πυρήνων των εθνικών δρυμών, των αισθητικών δασών και των κηρυγμένων μνημείων τους φύσης.
Γ. Ειδικότερα, εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης ηλιακής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς σε δάση και αναδασωτέες εκτάσεις απαγορεύονται.
Με την επιφύλαξη των κείμενων διατάξεων περί ασφάλειας των αεροπορικών πτήσεων, επιτρέπεται εντός δασών, δασικών εκτάσεων και αναδασωτέων, καθώς και εντός δημοσίων εκτάσεων των περιπτώσεων α` και β` τους παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, η εγκατάσταση και λειτουργία εξοπλισμών για τη μέτρηση τους ταχύτητας και των άλλων χαρακτηριστικών του ανέμου, τους ιστών και παρεμφερών εγκαταστάσεων, εγκαταστάσεων για ερευνητικούς σκοπούς, μετεωρολογικών και γεωδαιτικών σταθμών, καθώς και η εκτέλεση των τυχόν αναγκαίων έργων οδοποιίας πρόσβασης, ύστερα από έγκριση του οικείου δασάρχη ή του Διευθυντή Δασών, όπου δεν λειτουργεί Δασαρχείο, με την επιφύλαξη τους παραγράφου 4 του άρθρου 45 του παρόντος νόμου. Δεν απαιτείται το αντάλλαγμα χρήσης.
Επιτρέπεται η εγκατάσταση σταθμών ηλεκτροπαραγωγής από συμβατικά καύσιμα και των συνοδών έργων αυτών μόνο σε δημόσιες εκτάσεις των περιπτώσεων α` και β τους παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου , δηλαδή σε δημόσιες χορτολιβαδικές εκτάσεις και βραχώδεις εκτάσεις και μόνο εν ελλείψει αυτών, σε δασικές εκτάσεις ή δάση.
Με την ΣτΕ 1943/2012 κρίθηκε ότι είναι επιτρεπτή η κατασκευή μονάδας διαχείρισης αποβλήτων εντός δασικής έκτασης .
8.Έργα πολιτιστικού χαρακτήρα. (54).
Γενικά επιτρέπεται ελεύθερα η διενέργεια αρχαιολογικών ερευνών και ανασκαφών εντός δασών αλλά μόνο σε εκτάσεις εντός κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων με προηγούμενη ενημέρωση της δασικής αρχής. Σε προστατευτικά δάση δεν είναι δυνατή η κατασκευή εγκαταστάσεων πολιτιστικού χαρακτήρα. Εγκαταστάσεις πολιτιστικού χαρακτήρα επιτρέπεται να κατασκευασθούν εντός δημόσιων εκτάσεων των περιπτώσεων α` και β` τους παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου και δασικών εκτάσεων, μετά από σύμφωνη γνώμη των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού.
Υποχρέωση αποκατάστασης βλάστησης : Κατά την προβλεπομένη στην παράγραφο 3 του άρθρου 52 του παρόντος αποκατάσταση φυσικού τοπίου και δασικής βλάστησης περιαστικών δασών και δασικών εκτάσεων, δύναται να προβλεφθεί στη σχετική μελέτη η διάθεση μέρους του τους αποκατάσταση χώρου για τη λειτουργία χώρου πολιτιστικών εκδηλώσεων ή αθλητικών εγκαταστάσεων. Σε αντιστάθμισμα τους διατεθείσας κατά τα ανωτέρω έκτασης η Δασική Υπηρεσία επιβάλλει στον υπόχρεο να αναδασώσει μετά από υπόδειξη τους, άλλη έκταση ίσου εμβαδού η οποία βρίσκεται στην περιοχή αρμοδιότητας τους.
9.Στρατιωτικά έργα (55).
Επιτρέπεται ελευθέρως σε δάση, δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, καθώς και σε δημόσιες εκτάσεις των περιπτώσεων α` και β` τους παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, η κατασκευή οχυρωματικών έργων από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, μετά από προηγούμενη ενημέρωση τους οικείας δασικής Αρχής.
Αντίθετα η κατασκευή στρατιωτικών εγκαταστάσεων επιτρέπεται σε δημόσιες εκτάσεις των περιπτώσεων α` και β` τους παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, δηλαδή σε δημόσιες χορτολιβαδικές και βραχώδεις εκτάσεις και ελλείψει αυτών σε δασικές εκτάσεις, και σε εξαιρετικές μόνον περιπτώσεις μετά από αιτιολογημένη έκθεση τους αρμόδιας στρατιωτικής αρχής σε δάση, η κατασκευή στρατιωτικών εγκαταστάσεων που εξυπηρετούν την άμυνα τους χώρας.
Ειδικά η εγκατάσταση στρατώνων, στρατοπέδων, σχολών και κέντρων εκπαίδευσης σε δημόσιες εκτάσεις των περιπτώσεων α` και β` τους παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου και ελλείψει αυτών σε δασικές εκτάσεις, επιτρέπεται κατόπιν έγκρισης επέμβασης, με την επιφύλαξη τους παραγράφου 4 του άρθρου 45 του παρόντος νόμου, δηλαδή μετά από αιτιολογημένη έκθεση της αρμόδιας στρατιωτικής αρχής (ΣτΕ 2753/94).
10.Ορειβατικά καταφύγια (56).
Επιτρέπονται ακόμη και σε εθνικά πάρκα ως καταφύγια ανάγκης (μικρής κλίμακας) ακόμη και σε περιοχές natura . Δικαιούχοι είναι μόνο σωματεία ορειβατών κλπ και όχι φυσικά πρόσωπα.
11.Αγροί που άλλαξαν μορφή (67).
Εκτάσεις που εμφανίζονται σε αεροφωτογραφίες του 1945 ή εάν δεν είναι ευκρινείς του 1960 με αγροτική μορφή που δασώθηκαν μετά.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ :
Α) Αίτηση του φερόμενου ως κυρίου.
Β) πρέπει να προσκομίζει τίτλους ιδιοκτησίας πριν την 23/2/1946 και να έχουν μεταγραφεί.
Γ) Τοπογραφικό διάγραμμα.
Δ) Το Δημόσιο να μην θεμελιώνει δικαιώματα βάσει τίτλου.
Ε) Εισήγηση του αρμόδιου Δασάρχη ή του Δντη Δασών εάν δεν υπάρχει δασαρχείο.
ΣΤ) Αεροφωτογραφία του 1945 ή 1960.
Η έκταση πρέπει να έχει χαρακτηριστεί ως δασική είτε από την επιτροπή δασολογίου είτε με πράξη του α.14 .
Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής που τυχόν έχουν εκδοθεί ανακαλούνται.
Οι ως άνω αγροί παραμένουν δάσος εφόσον χαρακτηρισθούν έτσι ενώ εάν χαρακτηριστούν δασικές παύουν να υπάγονται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας απλώς αλλάζει η κυριότητα τους. Εάν χαρακτηριστούν ως εντασσόμενες στο άρθρο 3§2 του Ν. 998/79 ανακαλείται και η πράξη αναδάσωσης.
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΣτΕ 3107/2015
Περιβάλλον – Αυθαίρετες κατασκευές – Διαταγή κατεδάφισης αυθαίρετου κείμενου εντός δημόσιας αναδασωτέας έκτασης – Δικαίωμα ακρόασης
(Α) Σύμφωνα με το άρ. 114 παρ. 3 του ν. 1892/1990, η απόφαση/διαταγή περί κατεδάφισης κατασκευής που αυθαιρέτως ανεγερθεί σε δάσος εκδίδεται μετά από κλήτευση προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών, του φερομένου ως κυρίου ή νομέα ή κατόχου ή του εργολάβου της οικοδομής, του κτίσματος ή της εγκατάστασης (η κλήτευση ενεργείται κατά τις διατάξεις του ΚΦΔ και αν τα παραπάνω πρόσωπα είναι άγνωστα ή άγνωστης διαμονής, η κλήση τοιχοκολλάται στην είσοδο του κτίσματος) – Η κλήτευση αυτή έχει ως σκοπό να παράσχει στον αποδέκτη τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του για το θέμα αυτό και αποτελεί ουσιώδη τύπο της σχετικής διαδικασίας, η μη τήρηση ή η πλημμελής τήρηση του οποίου συνεπάγεται ακυρότητα της παραπάνω απόφασης – Εφόσον η τήρηση του ουσιώδους αυτού τύπου προβλέπεται ευθέως από τον νόμο, είναι χωρίς σημασία εάν η προηγούμενη κλήτευση του ενδιαφερόμενου για την παροχή εξηγήσεων θα ήταν εν προκειμένω αναγκαία και με βάση τους ορισμούς του άρθρου 20 παρ. 2 Σ. – Εν προκειμένω, τηρήθηκε ο ως άνω τύπος
(Β) Οι πράξεις που αφορούν την κατεδάφιση αυθαιρέτων κτισμάτων και εγκαταστάσεων σε δασικές εκτάσεις είναι πραγματοπαγείς, αφορούν δηλαδή τα ίδια τα κτίσματα και εγκαταστάσεις, και, συνεπώς, το κύρος τους δεν επηρεάζεται από τυχόν μνεία επ’ αυτών ως ιδιοκτήτη, νομέα, κατόχου ή εργολάβου προσώπου που δεν έχει κάποια από τις εν λόγω ιδιότητες ή γενικά κάποιο νομικό δεσμό με τις κατασκευές ή το ακίνητο – Τα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στην πράξη ως συνδεόμενα με την παράνομη κατασκευή, με έννομο συμφέρον την προσβάλλουν με αίτηση ακυρώσεως και εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι έχουν μία από τις ανωτέρω ιδιότητες, οι οποίες δικαιολογούν την τήρηση της διαδικασίας εκδόσεως της διαταγής κατεδάφισης σε βάρος τους, το δικαστήριο προβαίνει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης μόνο κατά το μέρος αυτής, στο οποίο μνημονεύεται ο αιτών ως αποδέκτης της, και απορρίπτει ως προβαλλόμενους άνευ εννόμου συμφέροντος τυχόν άλλους λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αναφέρονται στην κατά τα λοιπά νομιμότητα της πράξης κατεδάφισης
(Γ) Για την κατά τα άρθρα 71 του ν. 998/1979 και 114 του ν. 1892/1990, όπως ισχύουν, κατεδάφιση και απομάκρυνση αυθαιρέτων κατασκευών και επεμβάσεων από δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις, δεν απαιτείται να έχει προηγουμένως καταρτισθεί δασολόγιο σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 998/1979, ούτε να έχει χαρακτηρισθεί η έκταση ως δασική ή μη με την διαδικασία του άρθρου 14 του ιδίου νόμου, ούτε, τέλος, να έχουν καταρτισθεί δασικοί χάρτες, δυνάμει των άρθρων 27 και 28 του ν. 2664/1998 .
ΣτΕ Ε΄ Τμ. 2628/2016
Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης – Κήρυξη έκτασης ως αναδασωτέας
Το μέτρο της αναδάσωσης επιβάλλεται υποχρεωτικώς βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, μη συναρτωμένων με υποκειμενική συμπεριφορά των ιδιοκτητών του αναδασωτέου ακινήτου ή άλλων προσώπων, με συνέπεια να μην ανακύπτει για τη Διοίκηση υποχρέωση τήρησης του τύπου της προηγούμενης ακρόασης
Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΕΑΝ Η ΠΡΑΞΗ ΕΝΤΑΣΣΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΥΤΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΜΠΕ. ΤΟ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΓΝΩΜΗ ΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΑΚΡΙΒΕΙΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΧΡΗΣΕΩΣ .