ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
–Σύνταγμα άρθρο 24 §1 και 6, 18§1.:
Το Σύνταγμα προστατεύει εν συνόλω το περιβάλλον, φυσικό και πολιτιστικό, επιβάλλοντας στο κράτος να ακολουθεί εθνική χωροταξική πολιτική με στόχο την αρχή της αειφορίας και την διαγεννεακή ισότητα. Ειδικότερα με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται η αυξημένη ισχύος προστασία πέραν του φυσικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας.
Η προστασία αυτή διέπεται από την συνταγματική αρχή της αειφορίας που επιβάλλει τη διατήρηση στο διηνεκές της πολιτιστικής κληρονομίας. Η αρχή της αειφορίας, ορολογικά δανεισμένη από την επιστήμη της δασοπονίας, σε συνδυασμό με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, επιβάλλει την παράδοση στις επόμενες γενεές τις πολιτιστικής κληρονομίας χωρίς ελλείμματα, στην ίδια τουλάχιστον μορφή που παρελείφθη από την προηγούμενη γενεά. Στα πλαίσια των αρχών αυτών επιβάλλονται γενικοί περιορισμοί και ιδιαίτερα μέτρα για την αποφυγή οποιασδήποτε βλάβης, αλλοίωσης ή υποβάθμισης του των μνημείων και του περιβάλλοντος χώρου.
Οι περιορισμοί αυτοί, που ερείδονται αποκλειστικά στο άρθρο 24 του Συντάγματος και μπορούν, κατ’ αρχήν, να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος αλλά δημιουργούν υποχρέωση αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη κατά το άρθρο 24 § 6 του Συντάγματος, όταν δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος (ΣτΕ Ολομ. 3146/1986, 4151/2011, 323/2009, 1998/2007, 1920/2007, 1606/2007, 3009/2006, 3000/2005 ).
Η κρατική προστασία παρέχεται απευθείας από το άρθρο 24 του Συντάγματος. ¨Ετσι γινόταν δεκτό ότι μέχρι να εκδοθεί ο εκτελεστικός 3028/2002 νόμος εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται οι προγενέστερες προστατευτικές διατάξεις καθώς και ότι ο θιγόμενος από τα προστατευτικά αλλά συνάμα περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας του ιδιώτης μπορούσε απευθείας από το άρθρο 24§6 να εγείρει αποζημιωτική αγωγή (ΣτΕ 2801/1991).
–ΣΛΕΕ α.3§3, 36,167, ΕΚ 116/2009, οδηγία 93/7/ΕΟΚ
–Διεθνείς Συμβάσεις :
α) Διεθνής Σύμβαση Γρανάδας 1985 (Ν.2039/92) για την προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομίας της Ευρώπης. Περιλαμβάνει προστασία των μνημείων, των αρχιτεκτονικών συνόλων και των ιστορικών τόπων.
Από τα άρθρα 1 και 7 της κυρωθείσης με τον ν 2039/92 Διεθνούς Συμβάσεως της Γρανάδας προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λαμβάνουν θετικά μέτρα που αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος τα ακίνητα μνημεία χώρου και να απέχουν από κάθε βλαπτική ενέργεια (ΣτΕ 2231/2006, Ε 7μ).
Β) Δ.Σ Παρισίου 17.11.1970 (ν.1103/80) κυκλοφορία και μεταβίβαση πολιτιστικών αγαθών.
Γ) ΔΣ Παρισίου 1972 (Ν 1126/81) προστασία παγκόσμιας πολιτιστικής φυσικής κληρονομίας.
Δ) Δ.Σ Λονδίνου 6.5.1969.
Ε) Ν.1650/1986 με το άρθρο 2 ορίζεται η προστασία εν συνόλω του περιβάλλοντος. Η προστασία που εισάγει ο Νόμος αυτός βαίνει παράλληλα με την προστασία του Ν. 3028/2002.
Στ) Ν. 3028/2002 είναι ο βασικός Νόμος για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Ο νόμος αυτός προστατεύει και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει στα μνημεία να συνθέτουν αισθητική και ιστορική ενότητα. Παράλληλα προστατεύει και τους ιστορικούς τόπους που οριοθετούνται τοπογραφικά. Με τις τροποποιήσεις του Ν.3658/2008 προστατεύονται τα πολιτιστικά αγαθά υλικά και άυλα που βρίσκονται όχι μόνο εντός αλλά και εκτός της επικράτειας συμπεριλαμβανομένων και των θαλασσίων ζωνών , όπου η Ελλάδα έχει δικαιοδοσία βάσει του Διεθνούς δικαίου. Παράλληλα προστατεύει και τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά των τελευταίων 100 ετών, κινητά ή ακίνητα.
Βασική κατεύθυνση του ν 3028/2002 αποτελεί η ισότιμη αντιμετώπιση των μνημείων, αρχαίων και νεότερων, ώστε να αναδεικνύεται η διαχρονική διάσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς, σε αντίθεση με τον αρχαιοκεντρισμό που χαρακτήριζε το προηγούμενο καθεστώς (ΣτΕ 2338/2009, Ε).
Η χωροταξική πολιτική σε σχέση με πολιτιστικό περιβάλλον
Η προστασία των αρχαιοτήτων συνέχεται αναγκαία και με την διαφύλαξη του περιβάλλοντος αυτά χώρου, που λειτουργικά τα αναδεικνύει (ΣτΕ 2727/1997, Ε τμ.). Δικαιολογούνται λοιπόν νομοθετικοί περιορισμοί που εκτείνονται και στον αναγκαίο περιβάλλοντα χώρο (ΣτΕ 1098/1987 Ολομ.,6485/1995).
Συνεπώς οποιοσδήποτε χωροταξικός σχεδιασμός είτε σε Εθνικό , είτε σε περιφερειακό , είτε σε τοπικό επίπεδο, είτε με την μορφή υποκατάστατων, θα πρέπει να μεριμνά για το υπάρχον σε αυτόν πολιτιστικό περιβάλλον και να λαμβάνει την επιβαλλόμενης ειδική μέριμνα, αυτού και του περιβάλλοντος χώρου.
Η προστασία εκτείνεται και στους εσωτερικούς χώρους αλλά και τα κινητά που βρίσκονται εντός (ΣτΕ 2801/1991 Ολομ.). Επίσης προστατεύεται και η κατά το παρελθόν χρήση ενός χώρου που έχει πλέον παύσει να λειτουργεί ή και έχει κατεδαφιστεί π.χ ενός θερινού κινηματογράφου (ΣτΕ 2258/2002).
Η διατήρηση της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής φυσιογνωμίας των παραδοσιακών οικισμών, πέραν της συνταγματικής επιταγής για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς θάλπει και την κατά το άρθρο 106 παρ 1 Σ αρχή της περιφερειακής ανάπτυξης των νησιών, δεδομένου ότι η διατήρηση και ανάδειξη της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής μικρής κλίμακας των οικισμών των μικρών νησιών του Αιγαίου, ιδίως των Κυκλάδων, συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη και τουρισμού σε αυτά και, τελικώς, στη βιώσιμη ανάπτυξή τους. (ΣτΕ 2637/2013, Ε).
ΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Ως “πολιτιστικά αγαθά” νοούνται οι μαρτυρίες της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του ανθρώπου.
Ως “μνημεία” νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και των οποίων επιβάλλεται η ειδικότερη προστασία.
Ως “αρχαία μνημεία” ή “αρχαία” νοούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 20 του νόμου 3028/2002.
ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΑ- ΜΝΗΜΕΙΑ
Εννοιολογικά αποτελούν ταυτολογία αφού σημαίνουν ορισμένο πολιτιστικό αγαθό που προστατεύεται προνομιακά με ειδική διαδικασία επεμβάσεων. Από πλευράς νομικής ορολογίας ο όρος διατηρητέο αναφέρεται στην πολεοδομική νομοθεσία, ενώ ο όρος μνημείο στην αρχαιολογική.
Η κρίση της Διοίκησης ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση προέχει η προστασία του οικοσυστήματος της ακτής, το οποίο θίγεται από την ύπαρξη του κτίσματος, έστω και διατηρητέου, ή ότι, αντιθέτως, προέχει η διατήρηση του κτίσματος, το οποίο αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς, πρέπει να έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία να σταθμίζει την ανάγκη ικανοποίησης του ενός ή του άλλου σκοπού δημοσίου ενδιαφέροντος (ΣτΕ 2927/2012, Ε).
Ο χαρακτηρισμός κτίσματος ως διατηρητέου, γίνεται με ατομική πραγματοπαγή διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (εφεξής ΥΠΟΛΑΘ). Μπορεί να είναι και μεικτή πράξη εάν περιέχει όρους δομήσεως (κανονιστικό μέρος). Εκδίδεται μετά από γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ ) .
Δεν ανακαλείται παρά μόνο για πλάνη περί τα πράγματα μετά από νέα γνωμοδότηση του ΚΑΣ (ΣτΕ 4229/13).
Δεν συνεπάγεται κακή σύνθεση η συμμετοχή σε συλλογικό όργανο προσώπου που συμμετείχε σε έτερο, το οποίο γνωμοδότησε επί θέματος που αποτελεί σκοπό του πρώτου.
Δεν απαιτείται η σύνταξη Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και έγκριση περιβαλλοντικών όρων για έκδοση Υπουργικής αποφάσεως εγκριτικής έργου πλησίον αρχαιοτήτων (ΣτΕ 2175/2004 , Ολομ.).
Τα όργανα της Διοίκησης, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που τους αναθέτει ο νόμος για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και ειδικότερα για τον χαρακτηρισμό κτιρίου ως διατηρητέου, πρέπει να αποφαίνονται σύμφωνα με τον σκοπό των σχετικών διατάξεων, οφείλουν δηλαδή να διατυπώνουν πλήρως αιτιολογημένη κρίση με την επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων και δεδομένων ως προς την συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων, σε περίπτωση δε κτιρίου που έχει μερικώς κατεδαφισθεί και υπόκειται σε εκτίμηση και αξιολόγηση μεταγενεστέρως, ως βάση για την εφαρμογή των σχετικών κριτηρίων πρέπει να τίθεται η κατάσταση του κτιρίου με τα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά τα οποία είχε προ της κατεδάφισης (ΣτΕ 4915/2013, Ε, 7μ.).
Χαρακτηρισμός μπορεί να γίνει και με το άρθρο 52 του Ν. 5351/1932. Κατά την νομολογία του ΣτΕ στο ειδικό καθεστώς του άρθρου 52 του Ν. 5351/1932 μπορούν να υπαχθούν μνημεία μεταγενέστερα του 1830 χαρακτηριζόμενα ως έργα τέχνης χρήζοντα ειδικής προστασίας αφετέρου ιστορικοί τόποι ή κτίσματα με ιστορική σπουδαιότητα. Ως τέτοιος νοείται όχι μόνο ο τόπος που έλαβε χώρα ιστορικό γεγονός αλλά και ο χώρος που διασώζει τις μνήμες τέτοιων γεγονότων (θερινό σινεμά, ΣτΕ 1181/2009).
Οι διατάξεις των άρθρων 12 και 13 Ν. 3028/2002 ερμηνευόμενες υπό το φως των άρθρων 17 και 18 του Συντάγματος και 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ θεσπίζουν δέσμια αρμοδιότητα της Διοικήσεως να προβεί, μετά από αίτηση του κυρίου του χώρου που έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός, όχι ύστερα από έρευνα πεδίου αλλά βάσει πιθανολόγησης για την ύπαρξη αρχαίων, σε ανασκαπτικές ενέργειες και την αναοριοθέτηση του χώρου εάν διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχουν αρχαία (ΣτΕ 2343/2014, Ε).
Οι χρήσεις, οι όροι, οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις που επιβάλλονται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό στις περιοχές των ζωνών διατάγματος δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και ειδικότερα η προστασία του τοπίου και των ακτών ως ευαίσθητων οικοσυστημάτων, καθώς και η προστασία των ιστορικών και αρχαιολογικών στοιχείων και δεν συνιστούν παραβίαση του άρθρου 5 παρ 1 Σ και της αρχής της αναλογικότητας. Η σύναψη συμβάσεων υπό το καθεστώς χρήσεων γης που ίσχυε πριν την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δημιούργησε εμπιστοσύνη άξια προστασίας, κωλύουσα τον καθορισμό ζωνών προστασίας χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δομήσεως προς το σκοπό της ανάδειξης και προστασίας των ακτών, του τοπίου καθώς και των ιστορικών και αρχαιολογικών χώρων της παραλιακής ζώνης της Αττικής ( ΣτΕ 3759/2014 Ε, 7μ).
Όταν τίθεται ζήτημα χαρακτηρισμού κτηρίου ως νεότερου μνημείου η Διοίκηση, εφαρμόζει τα κριτήρια του αρχαιολογικού νόμου ,ήτοι προβαίνει στην αξιολόγηση της αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανική εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας του συγκεκριμένου κτηρίου.
Κατά την αξιολόγηση των κριτηρίων αυτών είναι επιτρεπτό, ενόψει και της αρχής του ενιαίου της Διοικήσεως, να συνεκτιμώνται και άλλοι παράγοντες οι οποίοι ανάγονται στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον και συνδέονται με την υποχρέωση της Πολιτείας για την προστασία της υγείας, της ανθρώπινης ασφάλειας και ζωής, τέτοιοι δε μπορεί να είναι και εκείνοι που σχετίζονται με την ανάγκη στέγασης δημόσιας υπηρεσίας, πολιτικής ή στρατιωτικής, η ομαλή λειτουργία της οποίας είναι κρίσιμη για την ικανοποίηση των ανωτέρω ζωτικών αναγκών.
Η κρίση της Διοικήσεως για τον μη χαρακτηρισμό του ακινήτου ως μνημείου πρέπει, ενόψει των συνεπειών της, να είναι ειδικώς αιτιολογημένη τόσο :
α) ως προς τη συνδρομή ή τη μη συνδρομή των κριτηρίων της αρχαιολογικής νομοθεσίας όσο και
β) ως προς την ύπαρξη έτερης πλευράς του δημοσίου συμφέροντος που συνεκτιμήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Κριτήριο βασικό για την κήρυξη ορισμένου πολιτιστικού αγαθού ως μνημείου δεν μπορεί να είναι η αναγκαιότητα του χώρου που αυτό καταλαμβάνει για άλλους νόμιμους σκοπούς (ΣτΕ 2485/2014, Ε τμ.).
Η ένσταση που προβλέπεται στο άρθρο 18 παρ 5 Ν. 3028/2002 κατά της αποφάσεως της παρ 1 του ίδιου άρθρου, επί της οποίας αποφαίνεται ο Υπουργός Πολιτισμού, μετά γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου έχει τον χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής. Η ύπαρξη αρχαίου ακινήτου μνημείου που χρονολογείται έως και το έτος 1453 σε έκταση που δεν ανήκει στην ιδιοκτησία του Δημοσίου, έχει αναχθεί από τον νόμο, σε αρμονία και προς τα άρθρα 17 παρ 2 και 24 παρ 1 και 6 Σ, σε αυτοτελή λόγο δημόσιας ωφέλειας, η τεκμηριωμένη συνδρομή του οποίου καθιστά επιτακτική για την προστασία του μνημείου την περιέλευση στο Δημόσιο της κυριότητας της έκτασης, στην οποία βρίσκεται το μνημείο και εκείνης που αποτελεί το άμεσο περιβάλλον του με απευθείας εξαγορά ή αναγκαστική απαλλοτρίωση. Ως ακίνητο αρχαίο μνημείο νοείται όχι μόνο το μνημείο που υπήρξε συνδεδεμένο με το έδαφος, αλλά και εκείνο που βρίσκεται στο έδαφος, χωρίς να είναι σταθερά συνδεδεμένο με αυτό, δεν είναι, όμως, δυνατό να μετακινηθεί από τη θέση στην οποία βρίσκεται χωρίς βλάβη της αξίας του ως μαρτυρίας( ΣτΕ 3225/2014 ,Ε 7μ.).
Ακίνητα, ανεγερθέντα εντός των τελευταίων εκατό ετών, δύνανται να χαρακτηρίζονται μνημεία για λόγους ιδιαίτερης πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής και ιστορικής σημασίας. Ανεπαρκής η αιτιολογία διατηρήσεως δύο μόνον από τις προσφυγικές πολυκατοικίες της Λ. Αλεξάνδρας κατ΄ επίκληση της κακής καταστάσεως των υπολοίπων (ΣτΕ 3050/2004 Ε ,7μ.).
Με τις διατάξεις του Ν. 3207/2003 ο νομοθέτης υπήγαγε στη σφαίρα της κρατικής παρεμβάσεως ορισμένη κατηγορία συμβάσεων για τους αξιολογηθέντες από αυτόν ως δημοσίου συμφέροντος λόγους προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και όρισε ότι με την έκδοση του οικείου πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής επέρχεται κυριαρχικώς λύση της σχετικής έννομης σχέσεως και, συνεπώς, τα σχετικά πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Ενόψει του ότι με τον Ν. 3207/2003 εισάγονται γενικές ρυθμίσεις που επιβάλλονται από λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η προστασία των αρχαιοτήτων, οι ρυθμίσεις αυτές δεν παραβιάζουν τα άρθρα 20 παρ 1 Σ και 6 παρ 1 ΕΣΔΑ, διότι δεν ανατρέπουν εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις, διότι δεν μεταβάλλουν το χαρακτήρα της συμβάσεως ως ιδιωτικής, ούτε τη νομιμότητα της παραχωρήσεως της χρήσεως του αρχαιολογικού χώρου, αλλά εκδηλώνουν τη βούληση του Δημοσίου να επέμβει σε συμβάσεις και να τις λύσει. Η επέμβαση αυτή δεν παραβιάζει ούτε το άρθρο 5§1 Σ που κατοχυρώνει την ελευθερία συνάψεως συμβάσεων, εφόσον αποβλέπει στην εκπλήρωση του σκοπού της προστασίας και ανάδειξης αρχαιολογικών χώρων και κινείται εντός των ορίων της αρχής της αναλογικότητος, δοθέντος ότι προβλέπει τη δυνατότητα αποζημιώσεως όσων είχαν συμβατικά δικαιώματα χρήσεως. (ΣτΕ 88/2011, Ολομ.).
Κατά το άρθρο 51 ΚΝ 5351/1932 ο ιδιοκτήτης χαρακτηρισμένου ακινήτου μπορούσε να ζητήσει την απαλλοτρίωση του και αν εντός διετίας δεν λάμβανε χώρα , ο χαρακτηρισμός λογιζόταν ως αυτοδικαίως αρθείς. Το άρθρο αυτό κρίθηκε αντισυνταγματικό αφού με αυτόν τον τρόπο η διηνεκής υποχρέωση προστασίας του δημοσίου ανατρεπόταν μετά την πάροδο διετούς αδράνειας του (ΣτΕ 1746/1985,811/1987).
Συνεπώς η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να κινήσει διαδικασίες απαλλοτριώσεως μετά τον χαρακτηρισμό ενός χώρου ως μνημείου η ως ιστορικού τόπου, υπάρχει μόνον υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως για τυχόν περιορισμό της χρήσης του ακινήτου. Βεβαίως υπάρχει υποχρέωση της διοικήσεως μετά την πάροδο του εύλογου χρόνου να απαντήσει σε σχετικό αίτημα αιτιολογημένα άλλως πράττει παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας.
Ενόψει της διαρκούς προστασίας , έτερα συνέπεια είναι και η απαγόρευση ανακλήσεως της πράξεως χαρακτηρισμού του ακινήτου ως διατηρητέου. Μόνη εξαίρεση η ανάκληση λόγω πλάνης περί τα πράγματα ήτοι περί την καλλιτεχνική ή ιστορική αξία του ακινήτου, μετά από αιτιολογημένη γνωμοδότηση του κεντρικού Αρχαιολογικού συμβουλίου (ΣτΕ 1712/2002, 4392/1997). Περαιτέρω και κατ εξαίρεση , από τη Γενική Αρχή ότι η ανάκληση της διοικητικής πράξης επιτρέπεται εντός εύλογου χρόνου από την έκδοση της μόνον για λόγους νομιμότητας και όχι για διαφορετική εκτίμηση των αυτών πραγματικών περιστατικών στο δίκιο του πολιτιστικού περιβάλλοντος και χάριν προστασίας των στοιχείων του, είναι δυνατή η ανάκληση της πράξης για διαφορετική εκτίμηση των ίδιων πραγματικών περιστατικών εφόσον συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος όπως είναι η προστασία των αρχαιοτήτων και των λοιπών ιστορικών και καλλιτεχνικών μνημείων όχι όμως και η προστασία των ιδιωτικών συμφερόντων (ΣτΕ 4284/1999,1223/1993,1712/2002).
Η τυχόν άδεια κατεδαφίσεως και ανέγερση νέου κτιρίου δεν εμποδίζουν τον μεταγενέστερο χαρακτηρισμό του ακινήτου ως διατηρητέου (ΣτΕ 3461/1985,3096/1990). Εξάλλου η τυχόν κήρυξη του ακινήτου σε απαλλοτρίωση δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό του ως διατηρητέου ούτε επίσης το ότι αυτό κηρύχθηκε ετοιμόρροπο ή έχει μερικώς κατεδαφιστεί (ΣτΕ 298/1984,2258/2002).
Όταν επί αρχαιολογικού χώρου πρόκειται να εκτελεστεί ένα έργο σύνθετο με πολλές εγκαταστάσεις τότε απαιτείται πέραν της γνωμοδότησης του ΚΑΣ και η συνολική γνωμοδότηση για τις επιπτώσεις του έργου ως συνόλου εγκαταστάσεων και εργασιών (ΣτΕ 1580/2007).
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ
Τα αρχαία μνημεία διακρίνονται σε :
A. Ακίνητα μνημεία.
Ως τέτοια νοούνται τα μνημεία που υπήρξαν συνδεδεμένα με το έδαφος και παραμένουν σε αυτό ή στο βυθό της θάλασσας ή στον πυθμένα λιμνών ή ποταμών, καθώς και τα μνημεία που βρίσκονται στο έδαφος ή στο βυθό της θάλασσας ή στον πυθμένα λιμνών ή ποταμών και δεν είναι δυνατόν να μετακινηθούν χωρίς βλάβη της αξίας τους ως μαρτυριών.
Στα ακίνητα μνημεία συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις, οι κατασκευές και τα διακοσμητικά και λοιπά στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους, καθώς και το άμεσο περιβάλλον τους. Ο χαρακτηρισμός ακινήτου μνημείου είναι δυνατόν να αφορά και κινητά που συνδέονται με ορισμένη χρήση του ακινήτου, τις χρήσεις που είναι σύμφωνες με το χαρακτήρα του ως μνημείου, καθώς και τον περιβάλλοντα χώρο ή στοιχεία αυτού.
Στα αρχαία μνημεία συμπεριλαμβάνονται σπήλαια και παλαιοντολογικά κατάλοιπα για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι συνδέονται με την ανθρώπινη ύπαρξη.
Βασική κατεύθυνση του Ν. 3028/02 αποτελεί η ισότιμη αντιμετώπιση των μνημείων, αρχαίων και νεότερων, ώστε να αναδεικνύεται η διαχρονική διάσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς, σε αντίθεση με τον αρχαιοκεντρισμό που χαρακτήριζε το προηγούμενο καθεστώς.
Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, δεν αποτελεί πολιτιστικό αγαθό, για την προστασία και ανάδειξη του οποίου έχει εφαρμογή το άρθρο 6 § 11 του Ν 3028/2002, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο του ενιαίου αρχαιολογικού χώρου του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης, λόγω των εκθεμάτων του που προέρχονται από το χώρο αυτό. Εξάλλου, το γεγονός ότι στο Μουσείο στεγάζονται γλυπτά που έχουν αποσπαστεί από τον Παρθενώνα δεν συνιστά καταρχήν λόγο εφαρμογής του άρθρου 6§11 για την προστασία και ανάδειξη των εκθεμάτων αυτών, εφόσον, πάντως, διασφαλίζεται η οπτική επαφή μεταξύ αυτών και του ακινήτου μνημείου από το οποίο έχουν αποσπαστεί. Ούτε, άλλωστε η πιθανολόγηση της αποκάλυψης αρχαιοτήτων αποτελεί λόγο άρσης της προστασίας των κτηρίων που έχουν κηρυχθεί διατηρητέα (ΣτΕ 2338/2009 , Ε τμ.).
ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Τα αρχαία ακίνητα μνημεία που χρονολογούνται έως και το 1453 ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή και είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας.
Τα ακίνητα αρχαία που αποκαλύφθηκαν ή αποκαλύπτονται κατά την εκτέλεση ανασκαφών ή άλλης αρχαιολογικής έρευνας ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας.
Το δικαίωμα κυριότητας σε άλλα ακίνητα μνημεία μεταγενέστερα του 1453 ασκείται υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζει ο αρχαιολογικός νόμος.
Δεν υπόκεινται σε κατάσχεση ακίνητα αρχαία που χρονολογούνται έως και το 1453.
B. Κινητά μνημεία.
Τα πολιτιστικά αγαθά που δεν υπάγονται σε αυτές τις περιπτώσεις χαρακτηρίζονται μνημεία με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Υπηρεσίας και γνώμη του Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Περί αυτών διαλαμβάνει το άρθρο 20 του Ν. 3028/2002.
Άρθρο 20
Διακρίσεις κινητών μνημείων – Χαρακτηρισμός
1. Στα κινητά μνημεία περιλαμβάνονται:
α) αυτά που χρονολογούνται έως και το 1453,
β) τα μεταγενέστερα του 1453, που χρονολογούνται έως και το 1830 και αποτελούν ευρήματα ανασκαφών ή άλλης αρχαιολογικής έρευνας ή που αποσπάστηκαν από ακίνητα μνημεία, καθώς και οι θρησκευτικές εικόνες και λειτουργικά αντικείμενα της ίδιας περιόδου,
γ) τα μεταγενέστερα του 1453, που χρονολογούνται έως και το 1830, δεν υπάγονται στην ως άνω περίπτωση β’ και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της κοινωνικής, τεχνικής, λαογραφικής, εθνολογικής, καλλιτεχνικής, αρχιτεκτονικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής ή επιστημονικής σημασίας τους,
δ) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της κοινωνικής, τεχνικής, λαογραφικής, εθνολογικής , καλλιτεχνικής, αρχιτεκτονικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής ή επιστημονικής σημασίας τους και
ε) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της ιδιαίτερης κοινωνικής, τεχνικής, λαογραφικής, εθνολογικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής, αρχιτεκτονικής, βιομηχανικής ή επιστημονικής σημασίας τους.
2. Τα αρχαία κινητά μνημεία που υπάγονται στις περιπτώσεις α και β` της παραγράφου 1 προστατεύονται από το νόμο χωρίς να απαιτείται η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης. Τα πολιτιστικά αγαθά των περιπτώσεων γ`, δ` και ε` της παραγράφου 1 χαρακτηρίζονται μνημεία με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Υπηρεσίας και γνώμη του Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Περίληψη της εισήγησης αποστέλλεται στις τελωνειακές, λιμενικές και αστυνομικές αρχές. Η εισήγηση κοινοποιείται στον κύριο ή και τον κάτοχο, οι οποίοι είναι δυνατόν να υποβάλουν αντιρρήσεις μέσα σε ένα (1) μήνα από την κοινοποίηση. Τα αποτελέσματα του χαρακτηρισμού επέρχονται από την κοινοποίηση της εισήγησης και αίρονται εάν η απόφαση χαρακτηρισμού δεν εκδοθεί εντός εξαμήνου από την κοινοποίηση.
4. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. Για το χαρακτηρισμό μνημείων της περίπτωσης ε` της παραγράφου 1 απαιτείται προηγούμενη συναίνεση του δημιουργού τους, εφόσον διατηρεί την κυριότητά τους.
5. Η απόφαση χαρακτηρισμού που εκδίδεται σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους μπορεί να ανακαλείται μόνο για πλάνη περί τα πράγματα. Η απόφαση ανάκλησης του Υπουργού Πολιτισμού εκδίδεται κατά τη διαδικασία των παραγράφων 2 και 3 και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται με εισήγηση της Υπηρεσίας, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί, κατ` εξαίρεση, να χαρακτηρίζονται μνημεία, ομοειδείς κατηγορίες κινητών πολιτιστικών αγαθών που παρουσιάζουν ιδιαίτερη κοινωνική, τεχνική, λαογραφική, εθνολογική ή εν γένει ιστορική, καλλιτεχνική ή επιστημονική σημασία, εφόσον σπανίζουν, ο ατομικός προσδιορισμός τους είναι δυσχερής και συντρέχει κίνδυνος απώλειας ή καταστροφής τους.
7. Η ανάκληση της απόφασης χαρακτηρισμού μεμονωμένου μνημείου που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 επιτρέπεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον το συγκεκριμένο κινητό στερείται της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας για την οποία χαρακτηρίστηκε η κατηγορία μνημείων.
Η διατήρηση των πολιτιστικών αγαθών περιλαμβάνει και την αποφυγή της παρανόμου εξαγωγής όσων από αυτά είναι κινητά. Έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, προκειμένου να μεταβιβασθεί πολιτιστικό αγαθό απαιτείται (άρθρο 3 παρ 1 ν 1469/51) μόνον επί κινητών, όχι δε και επί ακινήτων. (ΣτΕ 2879/2004, Ε τμ).
Χωροθέτηση – ΑΕΠΟ και Πολιτιστική προστασία
Ακολουθείται η αρχή της πρακτικής αρμονίας κατά την οποίαν κάτι οποία θα πρέπει να συνδυάζεται το δημόσιο συμφέρον για την κατασκευή ενός τεχνικού έργου Μείζονος σημασίας με την αρχή της Προστασίας και αειφορίας των αρχαιοτήτων. Στην ουσία η ΜΠΕ θα πρέπει να περιέχει (ενσωματώνει) και την εκτίμηση του ΥΠΠΟ για τις επιπτώσεις του τεχνικού έργου στις παρακείμενες αρχαιότητες.
Θα πρέπει λοιπόν πάντοτε να λαμβάνεται υπηρεσιακώς η γνώμη της εφορείας αρχαιοτήτων καθώς και οι σχετικές υποδείξεις της για την προστασία του μνημείου. Οι απόψεις όμως της διοίκησης για την προστασία του μνημείου ενόψει των υποδείξεων της εφορείας αρχαιοτήτων αποτελούν ουσιαστική εκτίμηση και δεν μπορούν να ελεγχθούν ακυρωτικά εφόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας και τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν προκύπτει ανεπανόρθωτη βλάβη του μνημείου (ΣτΕ 3478/2000 Ολομ).
Εάν ελλείπει η εκτίμηση των επιπτώσεων που πρέπει να κάνει η αρμόδια εφορία και η οποία συνοδεύει την ΜΠΕ, τότε πάσχει η ΑΕΠΟ και δεν αναπληρώνεται η έλλειψη αυτή από την απαιτούμενη άδεια του υπουργού πολιτισμού για την εκτέλεση του έργου η οποία εκδίδεται κατά διαφορετική διαδικασία (ΣτΕ 1950/1999).
Για κάθε έργο που γίνεται πλησίον αρχαιολογικών χώρων ή σε ευρύτερες ζώνες προστασίας αρχαιοτήτων και εν γένει για κάθε έργο πλησίον μνημείου ανεξάρτητα από τυχόν άλλες αδειοδοτήσεις απαιτείται η άδεια του ΥΠΠΟ που πρέπει να περιέχει ειδική αιτιολογία ότι το έργο επιχειρείται κατά τρόπο που δεν βλάπτει από πλευράς αισθητικής και φυσικής ασφάλειας το μνημείο. Ειδική αιτιολογία πρέπει να έχει η πράξη του υπουργού πολιτισμού και όταν άλλα διοικητικά όργανα έχουν διατυπώσει διαφορετική τεχνική κρίση (ΣτΕ 3458/2000)).
Η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης των έργων και δραστηριοτήτων που υπάγονται στη διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με το νόμο 1650/1986. Συνεπώς για να επιτραπεί ένα έργο πλησίον αρχαιοτήτων απαιτείται άδεια του υπουργού πολιτισμού μετά από γνώμη του κεντρικού Αρχαιολογικού συμβουλίου με τις οποίες κρίνεται με πλήρη αιτιολογία ότι από την εκτέλεση εργασιών δεν παραβλάπτεται ουσιωδώς το μνημείο (ΣτΕ 3478/2000 Ολομ).
Συγκρούσεις προστασίας
Με τον όρο αυτό αποδίδουμε την περίπτωση κατά την οποίαν πρέπει να προστατευτούν δύο ή περισσότερα μνημεία η προστασία των οποίων όμως συγκρούεται.
Στην περίπτωση του Μουσείου της Ακροπόλεως θα έπρεπε για την διατήρηση των μαρμάρων να ρυμοτομηθει διατηρητέο ασχέτως εάν μετά την ρυμοτόμηση θα κατεδαφίζετο ή όχι. Τελικώς επικράτησε το συμφέρον διαφύλαξης των μαρμάρων και λοιπών γλυπτών της Ακροπόλεως ως υπέρτερο κατόπιν ειδικής αιτιολογίας (ΣτΕ 304/1998 Ολομ., 4014/1998 Ολομ).
Αντίθετα στην περίπτωση του Μουσείου σύγχρονης τέχνης όπου η προστασία του γινόταν σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος επικράτησε Η προστασία του διατηρητέου μνημείου κατά το άρθρο 24. Η χωροθέτηση του Μουσείου επιχειρήθηκε να γίνει σε χώρο που το ρυμοτομικό σχέδιο Αθήνας είχε αφορίσει ως χώρο πρασίνου αρχαιολογικό χώρο πολιτισμικό κέντρο και πολιτιστικό Άλσος και όχι ως χώρο ανέγερσης Μουσείου (ΣτΕ604/2002 Ολομ). Η απόφαση αυτή κινήθηκε στο ίδιο μήκος με την απόφαση για το πάρκο Ελευθερίας και το Μέγαρο Μουσικής όπου εκεί ετίθετο σύγκρουση προστασίας των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου και του πολιτιστικού στοιχείου της δημιουργίας Μέγαρο Μουσικής (ΣτΕ 2242/1994 Ολομ). Το ίδιο έγινε και με την απόφαση του πεδίου του Άρεως όπου είναι ομολογία δεν είχε δεχθεί επεμβάσεις χάριν της τέχνης με το σκεπτικό ότι η προαγωγή της τέχνης αποτελεί υποχρέωση μεν του Κράτους αλλά η προστασία της δεν μπορεί να γίνεται με ζημιά άλλων προστατευμένων συνταγματικών αγαθών (ΣτΕ 2568/1981). Η ως άνω απόφαση 2242/1994 προβαίνει όμως σε ιεράρχηση των συνταγματικών αγαθών αφού θεωρεί την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ισοδύναμη με αυτήν του φυσικού περιβάλλοντος και ως εκ της φύσεως της υπέρτερη του αγαθού της προστασίας της τέχνης.
ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ
ΑΡΧΗ ΤΗΣ IN SITU ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΣτΕ τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομίας πρέπει να διατηρούνται στον τόπο στον οποίο βρίσκονται. Απαγορεύονται επεμβάσεις σε αρχαία και μνημεία που δεν είναι συμβατές με την κατά προορισμό χρήση τους, δηλαδή την προστασία τους. Κάθε επέμβαση πρέπει ν’ αποβλέπει στη προστασία τους και να πραγματοποιείται με βάση τα δεδομένα της επιστήμης (ΣτΕ 5460/2012, 7μ, 2224/08,Ολομ.2175/04).
Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπονται επεμβάσεις σε αρχαία μόνο όταν ( εμπεριστατωμένη εξαιρετική αναγκαιότητα) σωρευτικά :
1) τίθεται θέμα ασφαλούς λειτουργίας έργου υποδομής που ικανοποιεί τις ζωτικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου (π.χ Μετρό)
2) που είναι απολύτως αναγκαίες,
3) τίθεται ζήτημα στάθμισης της αξίας του μνημείου ως στοιχείου της πολιτιστικής κληρονομίας – της αναγκαιότητας κατασκευής του έργου
4) υπάρχει εμπεριστατωμένη έρευνα ότι δεν υπάρχει άλλη ενναλακτική λύση (ΣτΕ 5460/12, 7μ., Ολομ3478/00)
Κατ’ άρθρο 6 παρ 10 Ν. 3028/2002, η κατεδάφιση νεότερων ακινήτων που είναι προγενέστερα των εκατό τελευταίων ετών ή η επ’ αυτών εκτέλεση εργασιών, για τις οποίες απαιτείται η έκδοση οικοδομικής άδειας, δεν επιτρέπεται χωρίς την έγκριση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού, ακόμη και αν τα ακίνητα αυτά δεν έχουν προηγουμένως χαρακτηρισθεί ως μνημεία. Για την χορήγηση της σχετικής έγκρισης ο ενδιαφερόμενος γνωστοποιεί στην αρμόδια υπηρεσία την πρόθεσή του να προβεί στην κατεδάφιση, η έγκριση θεωρείται ότι έχει χορηγηθεί εάν εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος δεν συντελεστούν οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου διατυπώσεις δημοσιότητας, οι οποίες αποβλέπουν στην ενημέρωση των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού για την ύπαρξη παλαιών ακινήτων, τα οποία δεν ανάγονται στην προ του 1830 περίοδο (ΣτΕ 3363/2014, Ε).
Η άδεια του Υπουργού Πολιτισμού προς εκτέλεση εργασιών επί αυτών τούτων των αρχαίων δύναται να παρέχεται μόνον προς προστασία τους και υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγουμένως διασφαλισθεί ότι από την εκτέλεση των εργασιών δεν θα επέλθει βλάβη στα αρχαία. Όταν παρέχεται τέτοια άδεια, πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη ως προς τα θέματα αυτά και να περιέχει:
α) πλήρη περιγραφή των προστατευτέων αρχαίων,
β) πλήρη περιγραφή του προς εκτέλεση έργου,
γ) πλήρη και τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των αρχαίων (ΣτΕ 3279/2003 Ολομ.).
Δεν απαιτείται, για την έκδοση αποφάσεως του Υπουργού Πολιτισμού περί εγκρίσεως εκτελέσεως έργου επί ή πλησίον αρχαίων, η προηγούμενη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων και έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Οι διατάξεις του Ν. 3028/02 και του Ν. 1650/86 θεσπίζουν δύο εκ παραλλήλου ισχύουσες, διαδικασίες, μεταξύ των οποίων δεν υφίσταται χρονική ιεράρχηση (ΣτΕ 3454/2004 Ολομ., ομοίως και η 676/2005 Ολομ: Συνεπώς, δεν είναι απαραίτητη προ της εκδόσεως της αποφάσεως του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία εγκρίνεται η εκτέλεση έργου επί ή πλησίον αρχαίων, η σύνταξη ΜΠΕ και η έγκριση περιβαλλοντικών όρων).
Δεν επιτρέπεται πάντως οι όροι δομήσεως του διατηρητέου να είναι σε αντίθεση με τους γενικώς ισχύοντες όρους δομήσεως στη περιοχή εκτός εάν η παρέκκλιση δικαιολογείται ως αναγκαία για την πραγματοποίηση του σκοπού κηρύξεως του διατηρητέου. Κατά κανόνα η εξαίρεση ισχύει αφού το διατηρητέο θα έχει ανεγερθεί με παλαιότερο οικοδομικό καθεστώς και θα σκοπείται η ακριβής αποκατάσταση της τότε μορφής του (ΣτΕ 1786/2000). Όροι δομήσεως διατηρητέου που δεν πληρούν τις ως άνω προϋποθέσεις είναι εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης το α.4 §2 του ΓΟΚ 1985 (ΣτΕ 2983/2002).
Δεν είναι νόμιμη νεότερη κανονιστική ρύθμιση με την οποία επιτρέπεται η μεταβολή του αριθμού και του ύψους ορόφων κτιρίου, χαρακτηρισθέντος ως διατηρητέου και κατά τις εξωτερικές όψεις του και κατά το εσωτερικό του, διότι συνεπάγεται αλλοίωσή του (ΣτΕ 2128/2006 Ε , 7μ).
Για εργασίες όμως που γίνονται σε άλλα όμορα ακίνητα καταρχήν δεν απαιτείται άδεια της ΕΠΑΕ για να δοθεί οικοδομική άδεια σε ακίνητο όμορο κτιρίου που έχει κηρυχθεί προστατευτέο, βάσει διατάξεων που δεν αφορούν τα διατηρητέα. (ΣτΕ 668/2007 , Ε).
Δραστηριότητες, οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους και των εγγενών κινδύνων που εμπεριέχει η άσκησή τους, όχι μόνον δεν αποβλέπουν στην προστασία και την ανάδειξη των μνημείων και του περιβάλλοντος χώρου, αλλά προκαλούν βλάβη αυτών, δεν επιτρέπεται να αναπτύσσονται εντός των ορίων κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου (ΣτΕ 293/2010, Ε).
Δεν δύναται να χορηγηθεί άδεια για βιομηχανία ή επιχείρηση εάν από την ανέγερση, χρήση, ή λειτουργία υπάρχει κίνδυνος βλάβης σε μνημείο ή τον περιβάλλοντα χώρο του ή σε εκείνον που κρίνεται αναγκαίος για να διεξαχθεί αρχαιολογική έρευνα ή όταν θίγεται η ενότητα του μνημείου (ΣτΕ 3723/2005, Ε’).
Εύρεση αρχαιοτήτων
ΔΗΛΩΣΗ .
Κάθε πρόσωπο που ανακαλύπτει ή βρίσκει ακίνητο αρχαίο οφείλει να το δηλώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην πλησιέστερη αρχαιολογική, αστυνομική ή λιμενική αρχή.
Η δήλωση περιέχει την ακριβή τοποθεσία όπου βρίσκεται ή ανακαλύπτεται το αρχαίο και κάθε άλλη χρήσιμη λεπτομέρεια. Τα στοιχεία της δήλωσης καταγράφονται σε έκθεση της παραπάνω αρχής.
Αν το αρχαίο ανακαλύπτεται ή βρίσκεται σε ακίνητο όπου εκτελούνται έργα ή εργασίες, αυτές πρέπει να διακόπτονται αμέσως μέχρις ότου αποφανθεί η Υπηρεσία. Η Υπηρεσία οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση να εξετάζει και να καταγράφει το αρχαίο και να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα φύλαξης και προστασίας του, ύστερα από σχετική ειδοποίηση του ιδιοκτήτη του ακινήτου, όπου αυτό βρέθηκε, εφόσον αυτή είναι δυνατή.
Για τη διατήρηση ή μη ακινήτου αρχαίου αποφαίνεται η Υπηρεσία με αιτιολογημένη έκθεση μετά τη διενέργεια διερευνητικής ανασκαφής, εάν αυτό είναι αναγκαίο. Εάν το θέμα κρίνεται ως μείζονος σημασίας είναι δυνατόν το αργότερο σε δύο (2) μήνες από την εύρεση ή ανακάλυψη του αρχαίου να παραπέμπεται στο Συμβούλιο, το οποίο γνωμοδοτεί το αργότερο σε δύο (2) μήνες από την παραπομπή. Στην περίπτωση αυτή για τη διατήρηση αποφαίνεται ο Υπουργός.
ΑΜΟΙΒΗ.
Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου παρέχεται χρηματική αμοιβή στο πρόσωπο που δηλώνει την ύπαρξη ακινήτου αρχαίου το ύψος της οποίας καθορίζεται ανάλογα με τη σπουδαιότητα του αρχαίου και τη συμβολή εκείνου που το δηλώνει στην ανεύρεση και διάσωσή του.
Ο νόμος προβλέπει ειδικές περιπτώσεις και εξαιρέσεις.
Αν το αρχαίο βρίσκεται σε ιδιωτικό ακίνητο, ο έχων δικαίωμα σε αυτό δικαιούται να λάβει αποζημίωση για τη στέρηση της χρήσης μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από τη δήλωση ή εύρεση του αρχαίου, εφόσον δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση.
Αν έχει αποφασιστεί η διενέργεια διερευνητική ς ανασκαφής, ο έχων δικαίωμα στο ακίνητο δικαιούται να λάβει αποζημίωση για τη στέρηση της χρήσης του και για κάθε βλάβη που προκύπτει σε αυτό από την ανασκαφή το αργότερο μετά την πάροδο ενός (1) έτους από τη δήλωση ή την εύρεση του αρχαίου.
Τα ποσά που δαπανά ο έχων δικαίωμα στο ακίνητο για την προστασία του αρχαίου σύμφωνα με τις υποδείξεις της Υπηρεσίας και μέχρι την έκδοση της απόφασης για τη διατήρησή του, καταβάλλονται σε αυτόν.
Ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος ακινήτου μνημείου ή ακινήτου μέσα στο οποίο διατηρείται ακίνητο αρχαίο, οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία και να ακολουθεί τις υποδείξεις της για τη διατήρηση, την ανάδειξη και εν γένει την προστασία του μνημείου.
Οφείλει επίσης να επιτρέπει την περιοδική ή έκτακτη επιθεώρηση του μνημείου από την Υπηρεσία μετά από έγγραφη ειδοποίηση και να ειδοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την Υπηρεσία για κάθε γεγονός που μπορεί να το θέσει σε κίνδυνο.
Αποζημίωση ιδιοκτητών λόγω πολιτιστικών περιορισμών
Το άρθρου 19 του Ν. 3028/02 ρυθμίζει τις λεπτομέρειες για θέματα απαλλοτριώσεων και περιορισμό χρήσης και αποτελεί ειδικό εκτελεστικό Νόμο του άρθρου 24§6 του Σ.
Συνεπώς με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες περιέχουν ολοκληρωμένο πλέγμα ρυθμίσεων για το θέμα της αποζημίωσης του ιδιοκτήτη ακινήτου, επί του οποίου επιβάλλονται μέτρα περιοριστικά της ιδιοκτησίας με σκοπό την προστασία των στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος, για τη διεκδίκηση της αποζημίωσης με βάση τις διατάξεις αυτές απαιτείται η υποβολή σχετικού αιτήματος του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη, για το οποίο αποφαίνεται ο Υπουργός Πολιτισμού με πράξη εκδιδόμενη ύστερα από γνώμη της οικείας επιτροπής, η απόφαση δε του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία ολοκληρώνεται η διαδικασία αυτή, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία υπόκειται σε αίτηση ακυρώσεως, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται άλλο ένδικο βοήθημα κατ’ αυτής (ΣτΕ 4641/2011). Εφόσον δε με τις διατάξεις αυτές αναγνωρίζεται πλέον ρητώς δικαίωμα προς αποζημίωση λόγω επιβολής περιορισμών στην ιδιοκτησία για την προστασία πολιτιστικών στοιχείων και θεσπίζεται σχετική διαδικασία, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να ασκήσει το δικαίωμά του με την τήρηση της διαδικασίας αυτής και δεν δικαιούται, πλέον, να ασκήσει αγωγή ερειδομένη ευθέως στο άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος, δεδομένου ότι με τις ανωτέρω ρυθμίσεις του άρθρου 19 του Ν. 3028/2002 εξέλιπε το νομοθετικό κενό, για την κάλυψη του οποίου είχε γίνει δεκτή η δυνατότητα ευθείας αγωγής για αποζημίωση, έτσι ώστε η παράλειψη του νομοθέτη να θεσπίσει διατάξεις σχετικές με την αποζημίωση ιδιοκτήτη για την επιβολή ουσιωδών περιορισμών στην ιδιοκτησία του κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, να μην οδηγεί σε αδρανοποίηση της ρητής συνταγματικής επιταγής για την καταβολή αυτής της αποζημίωσης (ΣτΕ 4627/2013 7μ., 2128/2014). Εξάλλου, μέσω της διαδικασίας αυτής, ο ενδιαφερόμενος δύναται να απαιτήσει την ικανοποίηση κάθε είδους αξιώσεών του που πηγάζουν από τους ανωτέρω συγκεκριμένους περιορισμούς της ιδιοκτησίας του, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις για την κατά το παρελθόν στέρηση χρήσης της. Στην περίπτωση δε που τα αιτήματα αυτά αφορούν τόσο τον παρόντα όσο και τον διαδραμόντα χρόνο δεν αποκλείεται να υποβληθούν και από κοινού. Είναι δε άλλο το ζήτημα της δυνατότητας του θιγομένου ιδιοκτήτη να ασκήσει, αντί της αιτήσεως ακυρώσεως ή μετά την ακύρωση της πράξης αυτής, αγωγή αποζημιώσεως κατ’ επίκληση του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ισχυριζόμενος ότι η εκδιδόμενη επί της αιτήσεώς του εκτελεστή διοικητική πράξη, που δέχεται μόνον εν μέρει ή απορρίπτει την αίτηση αυτή, είναι παράνομη και ζημιογόνος για τον ίδιο (ΣτΕ 1880/2016, Α τμ., 7μ).
Θα πρέπει να προσεχθεί ότι η αγωγή πρέπει να ασκηθεί σε εύλογο χρόνο από την κήρυξη του ακινήτου ως διατηρητέου ή υπαγόμενου εν γένει σε περιορισμούς λόγω προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Μετά την πάροδο του εύλογου χρόνου αρχίζει η πενταετής παραγραφή του άρθρου 90 και 91 ΚΔΛ , ήδη 147 επ.ΔΛ.
Με την ΣτΕ 416/2016, Α τμ., κρίθηκε ότι ο εύλογος χρόνος από την πάροδο του οποίου γεννάται αξίωση προς αποζημίωση αποτελεί συνάρτηση περισσοτέρων παραγόντων που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, την συνδρομή των οποίων πρέπει αιτιολογημένως να αναζητεί κάθε φορά το δικαστήριο της ουσίας και δεν μπορεί να είναι ο ίδιος κάθε φορά. Επίσης ο ιδιοκτήτης μπορεί να ζητήσει αποζημίωση έως την πλήρη αξία του ακινήτου και δεν μπορεί να ζητήσει διαφυγόντα δεδομένου ότι παραμένει επικαρπωτής και κύριος αυτού.
Η απαλλοτρίωση : Σε κάθε περίπτωση η διοίκηση έχει υποχρέωση πριν την λήψη μέτρων να ενημερώσει τους ιδιοκτήτες. Η ενημέρωση γίνεται με ανάρτηση της αιτιολογικής έκθεσης στο δημοτικό κατάστημα και με κοινοποίηση αλλά και δημοσίευση στο τύπο για να υποβάλλουν τυχόν αντιρρήσεις (ΣτΕ 872/2020).
Οι περιορισμοί που τίθενται εφόσον δεν άγουν σε πλήρη στέρηση της χρήσεως και καρπώσεως του πράγματος σε σχέση με το προορισμό του δεν μπορεί να εγείρουν αίτημα για απαλλοτρίωσή του.
Ο χαρακτηρισμός μιας ιδιωτικής έκτασης ή ενός ακινήτου ως αρχαιολογικού χώρου δεν γεννά και ταυτόχρονη υποχρέωση της διοίκησης να κηρύξει απαλλοτρίωση ή εφόσον παρέλθει εύλογος χρόνος χωρίς να καταβάλει αποζημιώσεις να άρει τους περιορισμούς. Θα πρέπει ο ιδιοκτήτης καταρχήν να ανεχθεί για εύλογο χρόνο τους περιορισμούς. Μετά την πάροδο αυτού , θα πρέπει να υποβάλλει αίτημα στην διοίκηση για απαλλοτρίωση ή ανταλλαγή ή αποζημίωση. Η διοίκηση οφείλει να απαντήσει εντός ευλόγου χρόνου (ΣτΕ 4326/2020). Ως προς τον θέμα της απευθείας αγωγής αποζημίωσης η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ άριθμ. 487/2018 δέχθηκε ειδικά για τις αρχαιότητες το άρθρο 19 του Ν. 3082/2002 προβλέπει προηγούμενη αίτηση και συνεπώς δεν μπορεί ν΄ασκηθεί απευθείας αγωγή, σε αντίθεση με τους περιορισμούς που θέτει ο Ν. 1650/86 για άλλα περιβαλλοντικά θέματα.
Η μεταφορά συντελεστή δόμησης
Η μεταφορά συντελεστή δόμησης ως μέθοδος αποζημίωσης του ιδιοκτήτη διατηρητέο έχει κριθεί παγίως ότι αποτελεί συνταγματικά ανεκτή μέθοδο. Έτσι αποτελεί αφενός μεν εργαλείο πολεοδομικού σχεδιασμού αφετέρου μέσω αποζημίωσης για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Για να μην νοθεύεται όμως η πολεοδομική σχεδίαση . Η μεταφορά θα πρέπει να εφαρμόζεται στην ίδια περιοχή. Μόνον έτσι αντισταθμίζεται η επιβάρυνση από τη μεταφορά στην ίδια περιοχή όταν την ίδια στιγμή προκαλείται ωφέλεια από τη δημιουργία διατηρητέων κτιρίων χάρη των οποίων δεν έχει εξαντληθεί ο γενικός ισχύουν για την περιοχή συντελεστής δόμησης (ΣτΕ 6070/1990 Ολομ).
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του νομού 3044/2002 « περί μεταφοράς συντελεστή δόμησης» ορίζεται ότι τα βάρη για μεν ακίνητα για τα οποία επιτρέπεται να εκδοθεί τίτλος μεταφορά συντελεστή δόμησης είναι εκείνα που επιβαρύνονται για λόγους προστασίας πολιτιστικού περιβάλλοντος δηλαδή κτίρια που έχουν χαρακτηριστεί τα ίδια ή η χρήση τους διατηρητέα κατά τον ΓΟΚ η στα οποία έχουν επιβληθεί όροι και περιορισμοί δόμησης διατηρητέου η για την ανάδειξη διατηρητέου, τα μνημεία, ακίνητα εκτός σχεδίου πόλεως ή ορίων οικισμού που χαρακτηρίζονται αρχαιολογικοί χώροι οι ιστορικοί Τόποι και για τα οποία τίθενται περιορισμοί στην εξάντληση του συντελεστή δόμησης ή στα οποία απαγορεύεται παντελώς η δόμηση. Σύμφωνα με το άρθρο 4 η μεταφορά συντελεστή δόμησης πραγματοποιείται σε ωφελούμενο ακίνητο που βρίσκεται μέσα στη ζώνη υποδοχής συντελεστή. Με το άρθρο 5 ορίζεται η πραγματοποίηση μεταφοράς συντελεστή δόμησης από το βαρυνόμενο λόγω ρυμοτομίας ακινήτου επιτρέπεται μόνο σε ωφελούμενο το οποίο βρίσκεται σε ζώνη υποδοχής συντελεστή του ίδιου δήμου με το βαρυνόμενο ή εάν ο Δήμος υπάγεται σε καθεστώς ιδιαίτερης προστασίας τότε σε ζώνη υποδοχής όμορου Δήμου.
Κατ’ εξαίρεση όμως επιτρέπεται και η πραγματοποίηση μεταφοράς συντελεστής δόμησης από βαρυνόμενο ακίνητο λόγω προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς επιτρέπεται σε ωφελούμενο που βρίσκεται σε ζώνη υποδοχής Δήμου ή κοινότητας της ίδιας περιφέρειας με το βαρυνόμενο. Η διάταξη αυτή κρίθηκε η Συνταγματική στο μέτρο που επιτρέπει τη μεταφορά εφόσον μεταφέρεται ο συντελεστής σε ζώνη η οποία έχει καθοριστεί μετά από μελέτη και δεύτερον διότι η διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς αφορά το σύνολο των κατοίκων του ΟΤΑ στους οποίους αυτοί διαμένουν.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
– Τα αρχαία ακίνητα μνημεία προστατεύονται από το νόμο χωρίς να απαιτείται η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης
– Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του.
– Ο νόμος προβλέπει περιορισμούς επιχειρηματικών και οικοδομικών δράσεων κοντά σε αρχαιολογικούς χώρους.
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
– Ο κύριος ή ο νομέας μνημείου υποχρεούται να μεριμνά για την άμεση εκτέλεση των εργασιών συντήρησης, στερέωσης ή προστασίας ετοιμόρροπου μνημείου χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, με δική του δαπάνη και υπό την εποπτεία και τις υποδείξεις της Υπηρεσίας σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 40 και 41.
– Αν ο κύριος ή ο νομέας αδρανεί, την ίδια υποχρέωση έχει ο κάτοχος, ο οποίος μπορεί να αναχθεί κατά του κυρίου ή του νομέα.
– Αν η Υπηρεσία κρίνει ότι καθυστερεί η εκτέλεση των εργασιών συντήρησης ή στερέωσης για οποιονδήποτε λόγο ή ότι αυτές είναι ανεπαρκείς, μπορεί να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, διατηρώντας τη δυνατότητα να καταλογίζει το σύνολο ή μέρος της σχετικής δαπάνης σε βάρος των υπόχρεων κατά τις σχετικές περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων διατάξεις. Το Δημόσιο ή οι Ο.Τ.Α. υποχρεούνται να καλύπτουν το σύνολο ή μέρος των δαπανών συντήρησης, στερέωσης ή άλλης εργασίας προστασίας μνημείου που δεν τους ανήκει, εφόσον αυτές αφορούν μνημείο που κρίνεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου ότι πρέπει να καταστεί επισκέψιμο για το κοινό και υπερβαίνουν ένα εύλογο ποσό, ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος δεν είναι υπαίτιος για τη φθορά που το μνημείο έχει υποστεί και η οικονομική κατάσταση του υποχρέου δεν του επιτρέπει να καταβάλει τη δαπάνη.
Ο ιδιώτης κύριος του μνημείου είναι υποχρεωμένος να το φροντίζει και να το αποκαθιστά εφόσον έχει φθαρεί. Εφόσον το βάρος αποκατάστασης υπερβαίνει το εύλογο κατά την κρίση του δικαστηρίου μέτρο τότε αυτός έχει ευθεία αξίωση για συμμετοχή του δημοσίου η του οικείου ΟΤΑ στη συντήρηση του διατηρητέου σύμφωνα και με το άρθρο 24 παράγραφος 6 του Συντάγματος. Τα εύλογα όρια προσδιορίζονται από την σχέση της προσόδου που αποδίδει το ακίνητο με την δαπάνη συντηρήσεως του και υπό τον όρο ότι η φθορά δεν ήταν σκόπιμη από τον ιδιοκτήτη (ΣτΕ 1097/1987 Ολ).
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ-ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΤΟΠΟΙ
Ως “αρχαιολογικοί χώροι” νοούνται εκτάσεις στην ξηρά ή στη θάλασσα ή στις λίμνες ή στους ποταμούς, οι οποίες περιέχουν ή στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται αρχαία μνημεία ή αποτέλεσαν ή υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν από τους αρχαιοτάτους χρόνους έως και το 1830 μνημειακά, οικιστικά ή ταφικά σύνολα. Οι αρχαιολογικοί χώροι περιλαμβάνουν και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει στα σωζόμενα μνημεία να συντίθενται σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα.
Ως “ιστορικοί τόποι” νοούνται είτε εκτάσεις στην ξηρά ή στη θάλασσα ή στις λίμνες ή στους ποταμούς που αποτέλεσαν ή που υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν το χώρο εξαίρετων ιστορικών ή μυθικών γεγονότων, ή εκτάσεις που περιέχουν ή στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται μνημεία μεταγενέστερα του 1830, είτε σύνθετα έργα του ανθρώπου και της φύσης μεταγενέστερα του 1830, τα οποία συνιστούν χαρακτηριστικούς και ομοιογενείς χώρους, που είναι δυνατόν να οριοθετηθούν τοπογραφικά, και των οποίων επιβάλλεται η προστασία λόγω της λαογραφικής, εθνολογικής, κοινωνικής, τεχνικής, αρχιτεκτονικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους.
Ως τέτοιος νοείται όχι μόνο ο τόπος που έλαβε χώρα ιστορικό γεγονός αλλά και ο χώρος που διασώζει τις μνήμες τέτοιων γεγονότων (θερινό σινεμά, ΣτΕ 1181/2009).
ΧΕΡΣΑΙΟΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
Οι αρχαιολογικοί χώροι κηρύσσονται και οριοθετούνται ή αναοριοθετούνται με βάση τα δεδομένα αρχαιολογικής έρευνας πεδίου και απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, (και για την ζώνη Β με συναπόφαση του αρμοδίου Υπουργού) η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα και δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Πρόκειται για κανονιστική πράξη (ΣτΕ 530/2003 Ολομ).
Α. Εκτός σχεδίου πόλεως
Οι ζώνες προστασίας χερσαίων αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων νομίμως υφισταμένων οικισμών διακρίνονται στη λεγόμενη ζώνη προστασίας Α’ και ζώνη Β’ , σύμφωνα με το άρθρο 91 του Ν. 1892/1990 .
Ζώνη Προστασίας Α:Περιοχή μέσα στην οποία απαγορεύεται παντελώς η δόμηση. Στην περιοχή αυτή μπορεί να επιτρέπεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, μόνο η κατασκευή κτισμάτων ή προσθηκών σε υπάρχοντα κτίρια που είναι αναγκαία για την ανάδειξη των μνημείων ή χώρων καθώς και για την εξυπηρέτηση της χρήσης τους. Με την απόφαση αυτή καθορίζεται και η θέση του κτίσματος στην περιοχή ή το μέρος του κτιρίου στο οποίο γίνεται η προσθήκη.
Γίνεται με κανονιστική απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ΥΠΠΟ) , διότι η απόφαση αυτή του Υπουργού έχει ως αποτέλεσμα τον καθορισμό για πρώτη φορά της διαβαθμίσεως της προστασίας στην έκταση αυτή καθώς και την επιβολή του περιορισμού δόμησης για πρώτη φορά στα πρόσωπα που βαρύνονται με αυτόν (530/2003 Ολομ, μειοψ.:πρόκειται για ατομική πράξη γενικού περιεχομένου κατά το μέρος όμως που απαγορεύει την δόμηση σε συγκεκριμένη περιοχή έχει κανονιστικό χαρακτήρα).
Πράξη, με την οποία ένας χώρος κηρύσσεται αρχαιολογικός νομίμως εκδίδεται με τη μορφή υπουργικής αποφάσεως και όχι Προεδρικού διατάγματος, ενόψει του ότι πρόκειται για ρύθμιση για την οποία απαιτείται η σύμπραξη ειδικών τεχνικών οργάνων με εξειδικευμένη επιστημονική κατάρτιση. Για την κήρυξη χώρου ως αρχαιολογικού κατά τον ν 3028/2002 απαιτείται να έχει προηγηθεί αρχαιολογική έρευνα πεδίου ύστερα από εγκριτική υπουργική απόφαση (ΣτΕ 3041/2011, Ε).
Η κατά το άρθρο αυτό κανονιστική Υπουργική απόφαση δεν προϋποθέτει αναγκαίως την προηγούμενη κήρυξη του χώρου ως αρχαιολογικού σύμφωνα με το ΚΝ 5351/1932(ΣτΕ 21821994, 7μ).
Η ανωτέρω διάκριση σε ζώνες Α’ και Β’ αφορά μόνο αρχαιολογικούς χώρους εκτός σχεδίου πόλεως και συνεπώς είναι άκυρη και εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης εάν λάβει χώραν σε χώρο εντός σχεδίου πόλεως (ΣτΕ Ολομ. 2509/2002).
Για την ένταξη και οριοθέτηση περιοχής σε μία από τις ζώνες προστασίας απαιτείται:
– 1. Πραγματοποίηση αυτοψίας, από κλιμάκιο μελών του ή επιτροπή που συγκροτείται από μέλη του και ειδικούς επιστήμονες,
-2. Κατάρτιση σχετικού διαγράμματος
-3. Απλή γνώμη του Κ.Α.Σ (Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου).
– 4. Κανονιστική απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ( ή συναπόφαση μετά του αρμόδιου Υπουργού για τη ζώνη Β), η οποία δημοσιεύεται στο ΦΕΚ με τα σχεδιαγράμματα. Άλλως είναι ανυπόστατη.
Στους χερσαίους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων νομίμως υφισταμένων οικισμών, η άσκηση γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα είναι δυνατή μετά από άδεια, που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Οι όροι άσκησης γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων μπορεί να τίθενται και κανονιστικά, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού.
Β. Εντός σχεδίου πόλεως.
Στους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή των ορίων νομίμως υφισταμένων ενεργών οικισμών είναι δυνατόν να καθορίζονται ζώνες προστασίας σύμφωνα με τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις.
Mη ενεργοί οικισμοί
Σε μη ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματά τους που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή των ορίων νομίμως υφισταμένων ενεργών οικισμών και αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους, απαγορεύεται η ανέγερση νέων κτιρίων και επιτρέπεται η αποκατάσταση ερειπωμένων κτισμάτων, καθώς και η κατεδάφιση εκείνων που έχουν χαρακτηρισθεί ετοιμόρροπα. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται σε αυτούς οι υπόλοιπες διατάξεις που ισχύουν για του ενεργούς οικισμούς.
Ο προηγούμενος καθορισμός ορίων οικισμού κατά τη διαδικασία της παρ 3 του άρθρου 12 Ν 3028/2002 δεν είναι απαραίτητος και στην περίπτωση, κατά την οποία οι ζώνες προστασίας του αρχαιολογικού χώρου καθορίζονται εκτός των ορίων οικισμού προϋφιστάμενου του 1923, περιλαμβανόμενου εντός του οριοθετηθέντος αρχαιολογικού χώρου, εάν δε κατά τον καθορισμό των ζωνών και την επιλογή των πρόσφορων όρων και περιορισμών δόμησης ανακύψει ζήτημα συναρτώμενο προς τα όρια του οικισμού, η αρχαιολογική υπηρεσία σε συνεννόηση με την πολεοδομική δύναται να εκφέρει παρεμπίπτουσα κρίση περί των ορίων του οικισμού (ΣτΕ 2270/2014, Ε, 7μ).
Ενεργοί οικισμοί.
Σαν γενική αρχή απαγορεύονται στους ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματά τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους οι επεμβάσεις που αλλοιώνουν το χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων και των υπαίθριων χώρων.
Επίσης απαγορεύονται δραστηριότητες, καθώς και χρήσεις των κτισμάτων, των ελεύθερων χώρων τους και των κοινόχρηστων χώρων, οι οποίες δεν εναρμονίζονται με το χαρακτήρα και τη δομή των επί μέρους κτισμάτων ή χώρων ή του συνόλου. Για τον καθορισμό της χρήσης κτίσματος ή ελεύθερου χώρου αυτού ή κοινόχρηστου χώρου χορηγείται άδεια με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου.
Επιτρέπονται μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη των οικείου γνωμοδοτικού οργάνου:
α) η ανέγερση νέων κτισμάτων, εφόσον συνάδουν από πλευράς όγκου, δομικών υλικών και λειτουργίας με το χαρακτήρα του οικισμού,
β) η αποκατάσταση ερειπωμένων κτισμάτων, εφόσον τεκμηριώνεται η αρχική τους μορφή.
Ο Χαρακτηρισμός εντός κτιρίου ως επικινδύνως ετοιμόρροπου κατά το πδ 13/22.4.1923 δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό του ως διατηρητέου κατά τις διατάξεις του Ν. 1469/50, δεδομένου ότι από τον χαρακτηρισμό του ως διατηρητέου εξαρτάται και η δυνατότητα επεμβάσεων σε αυτό (ΣτΕ 1181/2009).
γ) Η κατεδάφιση υφιστάμενων κτισμάτων, εφόσον δεν αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του συνόλου ή χαρακτηρισθούν ετοιμόρροπα , γίνεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 41,
δ) Η εκτέλεση οποιουδήποτε έργου στα υφιστάμενα κτίσματα, στους ιδιωτικούς ακάλυπτους χώρους και τους κοινόχρηστους χώρους, λαμβανομένου πάντα υπόψη του χαρακτήρα του οικισμού ως αρχαιολογικού χώρου,
ε) Η χρήση κτίσματος ή και των ελεύθερων χώρων του, εάν εναρμονίζεται με το χαρακτήρα και τη δομή τους.
Η άδεια αυτή εκδίδεται πριν από όλες τις άλλες άδειες άλλων αρχών που αφορούν στην εκτέλεση του έργου, σε κάθε περίπτωση μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την υποβολή της σχετικής αίτησης, τα δε στοιχεία της αναγράφονται με ποινή ακυρότητας σε αυτές. Η άδεια αλλαγής της χρήσης εκδίδεται μέσα σε δέκα (10) ημέρες.
Απαγορεύεται χωρίς άδεια του ΥΠΠΟ η εκτέλεση οποιουδήποτε έργου πλησίον των αρχαίων. Η άδεια αυτή αποτελεί προϋπόθεση της οικοδομικής άδειας (ΣτΕ Ολομ. 1682/2002). Εάν δεν έχει εκδοθεί η άδεια από το ΥΠΠΟ τότε η οικοδομική άδεια ανακαλείται υποχρεωτικά άνευ χρονικού περιορισμού (ΣτΕ 1402/1998).
Η άδεια του ΥΠΠΟ πρέπει να περιέχει πλήρη αιτιολογία εκ των στοιχείων του φακέλου θα πρέπει να προκύπτουν :
α) τα προστατευτέα αρχαία,
β) περιγραφή του προς εκτέλεση έργου,
γ) τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου τόσο επι των αρχαίων όσο και επι του περιβάλλοντος χώρου. Εάν εντάσσεται εντός ιστορικού χώρου πρέπει να εξετάζεται και η ένταξη του έργου από πλευράς όγκου, μορφής και λειτουργίας (ΣτΕ 562/2012).
Συνήθως η αιτιολογία είναι η γνώμη του ΚΑΣ (ΣτΕ Ολομ. 3279/2003). Λόγω του ενιαίου του Δημοσίου το ΥΠΠΟ ( κατά τόπον αρμόδια εφορία αρχαιοτήτων ) εξετάζει και εάν οι προτεινόμενες εργασίες είναι επιτρεπτές βάσει των πολεοδομικών διατάξεων (ΣτΕ 669/2010 , 7μ).
Με το άρθρο 8 παρ 5 Ν. 3044/2002 που παρέχει τη δυνατότητα να εξαιρούνται από την κατεδάφιση νέα αυθαίρετα εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών ακόμη και εντός παραδοσιακών οικισμών παραβιάζεται προκειμένου περί παραδοσιακών οικισμών η ρητή συνταγματική επιταγή για τη διατήρηση της φυσιογνωμίας και του παραδοσιακού πολεοδομικού τους ιστού (ΣτΕ 3921/2010 Ολομ.).
Προκειμένου να προστατευθεί ή να αναδειχθεί αρχαιολογικός χώρος, επιτρέπεται η τροποποίηση με τις πάγιες διατάξεις του ΚΒΠΝ, των προβλεπομένων από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο όρων και περιορισμών δόμησης ευρύτερης περιοχής που έχει χαρακτηρισθεί από το ΓΠΣ ως «περιοχή ανάπλασης», στην οποία εντάσσεται ο αρχαιολογικός χώρος, υπό την προϋπόθεση πάντως, ότι οι προβλεπόμενοι όροι και περιορισμοί δόμησης δεν αναιρούν την δυνατότητα ανάπλασης της περιοχής στο μέλλον, σύμφωνα με τις ειδικές νομοθετικές διατάξεις, εφόσον, δηλαδή, οι όροι αυτοί στοιχούν προς τις προβλέψεις του ΓΠΣ και θεσπίζονται αιτιολογημένα, κατόπιν μελέτης που έχει εκπονηθεί με σκοπό την πολεοδομική αναμόρφωση της περιοχής. (ΣτΕ 2262/2014, Ε’ 7μ).
Αν ορισμένο κτίσμα ή κτίριο υφίσταται ως υλική μαρτυρία και είναι περαιτέρω εφικτή η επιστημονική τεκμηρίωση και αξιολόγησή του από την άποψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του και της επιδιωκόμενης κατά νόμο προστασίας, το κτίσμα δεν στερείται της αυθεντικότητάς του, προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως μνημείο, εκ μόνου του λόγου ότι έχουν καταστραφεί, αφαιρεθεί ή κατεδαφισθεί τα ιδιαιτέρως αξιόλογα αρχιτεκτονικά ή μορφολογικά του στοιχεία, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά μπορεί να αποκατασταθούν. (ΣτΕ 4916/2013 Ε’ 7μ).
Όταν, ορισμένο ακίνητο ευρισκόμενο εντός αρχαιολογικού χώρου, δεν χαρακτηρίζεται ως νεότερο μνημείο, δεν απαιτείται γνωμοδότηση του προβλεπόμενου στο άρθρο 50 παρ 6 ν 3028/02 ειδικού οργάνου, καθόσον στην περίπτωση αυτή η άρνηση χαρακτηρισμού του εν λόγω ακινήτου δεν δύναται να οδηγήσει σε αναίρεση ή διακινδύνευση της προστασίας του αρχαιολογικού χώρου ή του αρχαίου, δεν συντρέχει δηλαδή ο κίνδυνος στην αποτροπή του οποίου σκοπεί η ειδική διαδικασία του άρθρου 50. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 14 παρ 2 ν 3028/02 έγκριση για την κατεδάφιση κτίσματος κειμένου εντός των ορίων ενεργού οικισμού που αποτελεί αρχαιολογικό χώρο απαιτείται και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει ήδη εκδοθεί απορριπτική απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού επί αιτήματος χαρακτηρισμού του συγκεκριμένου κτιρίου ως μνημείου (ΣτΕ 2344/2014 Ε 7μ).
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
1.Η αποβολή από αρχαιολογικούς χώρους γίνεται με πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής που εκδίδει ο ΥΠΟΛΑΘ και γεννά ακυρωτική διαφορά ακόμη και εάν ο ιδιώτης κατέχει το χώρο βάσει συμβάσεως με το δημόσιο ιδιωτικού δικαίου (υπόθεση Σπηλαίου Πετραλώνων ΣτΕ Ολομ. 88/11). Κρίσιμος δηλαδή είναι ο δημόσιος σκοπός που επιδιώκει να θάλψει το πρωτόκολλο που είναι η προστασία της πολιτιστικής κληρονομίας και άρα αρμόδιο είναι το Ε΄τμήμα ( Συνεπώς, τα κατά τις εν λόγω διατάξεις εκδιδόμενα πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής, εκδίδονται κατ΄ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας και ως εκ τούτου συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, η αμφισβήτηση της νομιμότητας των οποίων δημιουργεί ακυρωτική διαφορά, υπαγομένη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 95 του Συντάγματος, στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε. Ολομ. 1909-1910/2001,309/1998,3863/1978). Τούτο δε, ακόμη και εάν, η υποκείμενη σύμβαση διέπεται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Δημ. Αλεξανδρή και Γ. Ποταμιά, η αμφισβήτηση της νομιμότητος της επερχομένης με την έκδοση του επιδίκου πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής αυτοδικαίας λύσεως της μεταξύ του Δημοσίου και της αιτούσης συμβάσεως, η οποία, όπως έχει ειδικώς κριθεί (Σ.τ.Ε. 3183/1984, επί της αυτής υποθέσεως), είναι σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, δημιουργεί ιδιωτική διαφορά, για την επίλυση της οποίας αρμόδια είναι, κατά το άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος, τα πολιτικά δικαστήρια. Εξ άλλου, η έκδοση του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής και η εκ του νόμου απαγγελία της λύσεως της συμβάσεως κατατείνει, ουσιαστικώς, στην προστασία των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί του χώρου έναντι ιδιώτη, ο οποίος προβάλλειαντίστοιχα δικαιώματα απορρέοντα από σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, και, συνεπώς, δημιουργεί και εξ αυτού του λόγου ιδιωτική διαφορά, η φύση της οποίας δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι η έκδοση του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής έχει ανατεθεί σε διοικητικό όργανο και η πράξη φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα μονομερούς διοικητικής πράξεως ούτε επηρεάζεται από το είδος των λόγων που υπαγόρευσαν την έκδοσή της (πρβλ. ΑΕΔ 85 – 87/1991).
2. Προθεσμία
Κατά τα παγίως κριθέντα, η πράξη με την οποία χαρακτηρίζεται ένα κτίριο ως διατηρητέο και επιβάλλονται σ’ αυτό ειδικοί όροι δόμησης αποτελεί ατομική διοικητική πράξη κατά το μέρος που αφορά στο χαρακτηρισμό του ως διατηρητέου (πρβλ. ΣτΕ 1365/2003, 1097/1987 Ολομ.) και κανονιστική πράξη κατά το μέρος που αφορά στην επιβολή όρων δόμησης (πρβλ. ΣτΕ 1157/2002, 1786/2000). Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον η παραπάνω ……… απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων προσβάλλεται μόνο κατά το μέρος που αφορά το χαρακτηρισμό ως διατηρητέου του κτιρίου επί της οδού …….. , ως προς το οποίο φέρει, κατά τα προαναφερόμενα, το χαρακτήρα ατομικής διοικητικής πράξης, η δημοσίευση της προσβαλλόμενης πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ……… , δεν κίνησε ως προς τους αιτούντες την εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως ακυρώσεως.
ΣτΕ 2268/2008 (ομοίως 4658/2011)
3. … η προσβαλλόμενη … απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 132 Δ΄), με την οποία καθορίσθηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης διατηρητέου κτιρίου, έχει κανονιστικό χαρακτήρα (πρβλ. ΣτΕ 2128/2006 επταμ., 2175/2004 Ολομ., 1157/2002 κ.ά.). Συνεπώς, η εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτής είχε ως αφετηρία τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως … Κατόπιν τούτου, η αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της ως άνω αποφάσεως, είναι απορριπτέα ως εκπρόθεσμη … περαιτέρω, η παρεμβαίνουσα εταιρεία προβάλλει ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι εκπρόθεσμη και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της … /3.4.2006 οικοδομικής άδειας. Ισχυρίζεται, ειδικότερα, η παρεμβαίνουσα ότι οι οικοδομικές εργασίες κατεδάφισης των προσθέτων κατασκευών που υπήρχαν στο δώμα του ως άνω κτιρίου προκειμένου ο χώρος να ανακατασκευασθεί σε δύο επίπεδα, είχαν ήδη ξεκινήσει από τις αρχές Μαρτίου του έτους 2006, ενώ από το μήνα Απρίλιο του 2006 … αναρτήθηκε στο εργοτάξιο ειδική μακέτα, η οποία απεικόνιζε τη μορφή που θα προσελάμβανε το κτίριο μετά την υλοποίηση των εγκριθέντων όρων δόμησης. Ισχυρίζεται ακόμη ότι μετά την έκδοση της οικοδομικής άδειας συνεχίσθηκαν εντατικά οι εργασίες, που είχαν ήδη, κατά τα ανωτέρω, ξεκινήσει βάσει προηγούμενης οικοδομικής άδειας, και στις οποίες έπαιρναν μέρος καθημερινά τουλάχιστον εκατό εργάτες. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της η παρεμβαίνουσα προσκομίζει σωρεία … αναλυτικών περιοδικών δηλώσεων ασφάλισης των εργατών στο ΙΚΑ, που αφορούν τις περιόδους από το μήνα Απρίλιο του 2006 και εφεξής… Ενόψει των ανωτέρω, σε συνδυασμό και με το εύλογο ενδιαφέρον του αιτούντος για την κατάσταση του ευρισκομένου έναντι της δικής του ιδιοκτησίας κτιρίου, το οποίο, μάλιστα, έχει κηρυχθεί διατηρητέο, τεκμαίρεται, πράγματι, γνώση της εκδόσεως της προσβαλλόμενης οικοδομικής άδειας εκ μέρους του αιτούντος σε χρόνο που απέχει περισσότερο από εξήντα ημέρες από την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως [12.2.2007]. Και ναι, μεν, για την κίνηση της προθεσμίας ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά οικοδομικής αδείας δεν αρκεί η γνώση της διενέργειας οικοδομικών εργασιών βάσει οικοδομικής άδειας, αλλά απαιτείται και γνώση του περιεχομένου της αδείας ως προς τα βασικά δομικά στοιχεία και χαρακτηριστικά του κτιρίου, διότι μόνον τότε η γνώση της είναι πλήρης, … (πρβλ. ΣτΕ 2065/2007 επταμ.), εν προκειμένω, όμως, οι ειδικοί όροι δόμησης του κτιρίου και, ιδιαίτερα, το επιτρεπτό της ανακατασκευής του δώματος σε δύο επίπεδα, ως προς το οποίο, άλλωστε, προβάλλει λόγους ακυρώσεως … ο αιτών, προέκυπταν από την προαναφερόμενη … /7.2.2006 απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, η οποία είχε, κατά τα ανωτέρω, δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (πρβλ. ΣτΕ 1623/1997) από κοινού με τα συνοδευτικά της διαγράμματα, που απεικόνιζαν και τις επιτρεπτές κατασκευές στο δώμα του κτιρίου από όλες τις όψεις του [13.2. 2006] … Υπό τα δεδομένα αυτά, … τεκμαίρεται, εν προκειμένω, πλήρης γνώση … του περιεχομένου της οικοδομικής άδειας αυτής και, επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 (ΦΕΚ 8 Α΄), να απορριφθεί ως εκπροθέσμως ασκηθείσα και κατά το μέρος που αφορά την προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια.
ΣτΕ 2426/2009
3.Έννομο Συμφέρον.
Ο αιτών, δυνάμει σχετικού συμβολαιογραφικού εγγράφου, διαχειρίζεται την ακίνητη περιουσία του πατέρα του, ως εντολέας και πληρεξούσιός του, στην περιουσία δε αυτή, όπως πιθανολογείται από τα στοιχεία της δικογραφίας και συνομολογούν οι παρεμβαίνοντες, περιλαμβάνεται το …. κτήριο, που χαρακτηρίσθηκε νεώτερο μνημείο κατόπιν αιτήσεως του και ήδη αιτούντος, ο οποίος και συμμετείχε στη διαδικασία χαρακτηρισμού. Εξ άλλου, για την προστασία του κτηρίου αυτού, ο αιτών, όταν πληροφορήθηκε ότι πρόκειται να κατεδαφισθεί το παλαιό ισόγειο κτίσμα στο όμορο ακίνητο και να ανεγερθεί στο ακίνητο αυτό πολυώροφη οικοδομή, προέβη σε διαμαρτυρίες και ενέργειες προς τις αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες, επικαλούμενος την ιδιότητα του ανωτέρω επί της οδού 25ης Μαρτίου 22 κτηρίου ως μνημείου και την ανάγκη προστασίας του. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο αιτών, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση, ισχυριζόμενος ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις και παραλείψεις βλάπτουν το κτήριο που έχει χαρακτηρισθεί ως νεώτερο μνημείο και του οποίου τη φροντίδα και διαχείριση έχει αναλάβει ο ίδιος, δυνάμει σχετικής εξουσιοδοτήσεως από τον πατέρα του, συνιδιοκτήτη του κτηρίου. Επομένως, οι προβαλλόμενοι από τον παρεμβαίνοντα ισχυρισμοί, ότι η αίτηση ασκείται χωρίς έννομο συμφέρον και ότι η αναγνώριση εν προκειμένω εννόμου συμφέροντος στον αιτούντα θα μετέτρεπε την αίτηση ακυρώσεως σε «λαϊκή αγωγή», καθώς και οι αντίστοιχοι ισχυρισμοί της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αρκαδίας είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι.
ΣτΕ 3824/2007
4.Πολιτιστικό περιβάλλον – διατηρητέα κατά ΓΟΚ – Διάκριση από καταδαφιστέο.
Κατά το άρθρο 110 παρ. 2 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν. π.δ/μα της 14/7/1999 Δ΄ 580) που αποδίδει το περιεχόμενο του άρθρου 4 παρ. 2 του Γ.Ο.Κ. 1985 (ν. 1577/1985 Α΄ 210), με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ύστερα από αιτιολογική έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου, μπορεί να χαρακτηρίζονται ως διατηρητέα, κτίρια ή Τμήματα κτιρίου, με σκοπό τη διατήρηση και ανάδειξη της ιδιαίτερης ιστορικής, πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής, λαογραφικής, κοινωνικής και αισθητικής φυσιογνωμίας τους και να καθορίζονται ειδικοί όροι προστασίας τους. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 422 παρ. 2 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, που αποδίδει το περιεχόμενο του άρθρου 1 παρ. 2 του από 13/22-4-1929 π.δ/τος «περί επικινδύνων οικοδομών» (Α΄ 153), οικοδομή και εν γένει κατασκευή θεωρείται επικίνδυνη από άποψη στατική και δομική (κοινώς ετοιμόρροπη) όταν λόγω ανεπαρκούς ή κακής θεμελιώσεως, υποσκαφής, διαβρώσεως ή για άλλους λόγους δεν παρουσιάζει εν όλω ή εν μέρει την απαιτούμενη για τα φορτία που θα βαστάζει και γενικά για τον προορισμό της ασφάλεια. Όταν υπάρχουν δε σαφείς ενδείξεις του κινδύνου, που εκδηλώνονται με σημαντικές καθιζήσεις, παρεκκλίσεις, αποσύνθεση μαζών τοιχοποιΐας, ρωγμές δηλωτικές στατικής ανεπάρκειας σε σημείο επικίνδυνο, ο κίνδυνος θεωρείται ως άμεσος και η κατασκευή χαρακτηρίζεται «κοινώς ως επικινδύνως ετοιμόρροπη». Περαιτέρω, στο άρθρο 425 του Κ.Β.Π.Ν. (άρθρο 4 του δ/τος της 13-4-1929), προβλέπεται ότι για την εξακρίβωση του κινδύνου διενεργείται και συντάσσεται σχετική έκθεση (παρ. 1) ότι στην έκθεση αυτή πρέπει να μνημονεύονται, μεταξύ άλλων, το είδος και η έκταση του κινδύνου καθώς και τα εφαρμοστέα για την άρση του κινδύνου μέτρα και να ορίζεται αν επιβάλλεται η κατεδάφιση λόγω αποκλεισμού των επισκευών (παρ. 2) και ότι για την αποτροπή του κινδύνου πρέπει να υποδεικνύονται κατά προτίμηση τα ηπιώτερα μέτρα, όπως επισκευές, ενισχύσεις κ.λπ. και σε έσχατη περίπτωση οριστικές κατεδαφίσεις (παρ. 3). … Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 1577/1985, η υπουργική απόφαση που κηρύσσει κτίριο ή τμήμα του ως διατηρητέο και η οποία συνίσταται στην επιβολή θεμιτού, ενόψει της συνταγματικής επιταγής για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς περιορισμού στο δικαίωμα της κυριότητας, πρέπει να είναι αιτιολογημένη λόγω της φύσεώς της. Η αιτιολογία αυτή δύναται να προκύπτει από την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, πρέπει δε να περιλαμβάνει περιγραφή, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, των στοιχείων τα οποία ανάγονται κατά την ανέλεγκτη σχετική κρίση της Διοικήσεως, σε κριτήρια, η συνδρομή των οποίων επιβάλλει κατά νόμο τον χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου κτιρίου ή τμήματός του (ΣτΕ 1819/2005, 3905/2003, 1211/1998 κ.ά.). Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός κτιρίου ως διατηρητέου κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1577/1985 δεν εξαρτάται από την στατική επάρκεια του κτιρίου, και ειδικότερα δεν κωλύεται από τον τυχόν χαρακτηρισμό του ως επικινδύνως ετοιμόρροπου κατά τις διατάξεις του Π.Δ. της 13/22-4-1929 (Α΄ 153), αφού οι δύο διαδικασίες είναι αυτοτελείς και αποβλέπουν σε διαφορετικό σκοπό, ήτοι η μεν πρώτη στην προστασία στο διηνεκές στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς που κρίνονται διατηρητέα, ενώ η δεύτερη στην προστασία του κοινού από στατικώς επικίνδυνα κτίρια, από την κρίση δε του ζητήματος του χαρακτηρισμού εξαρτάται το είδος και η έκταση των επιτρεπομένων ή επιβαλλομένων στο ακίνητο επεμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης της μερικής ή ολικής ανακατασκευής του κτιρίου (ΣτΕ 3635/2006, 2417/2002 κ.ά.).
ΣτΕ 3476/2008 .
5. ΣτΕ 3005/15, ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΠΕΡΙΞ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΩΝ .
6. Πολιτιστικό περιβάλλον – μνημεία, αρχαιολογικοί χώροι
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων [άρθρα 1, 2, 3, 6 του ν. 3028/2002], τα μνημεία, ως μαρτυρίες του ανθρώπινου βίου, που, αφενός, αποτελούν αναγκαίο παράγοντα για τη διαμόρφωση και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και των συλλογικών ταυτοτήτων, καθώς και για τη διασφάλιση, χάριν των επερχόμενων γενεών, της ιστορικής συνέχειας και παραδόσεως, και, αφετέρου, συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής, συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η προστασία της οποίας, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, όπως ήδη ισχύει, αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας και συγχρόνως ευθύνη και δικαίωμα του καθενός. Ειδικότερα, τα ακίνητα μνημεία που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών χαρακτηρίζονται ως μνημεία λόγω της ιδιαίτερης σημασίας τους, η οποία μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων, σημασία αρχιτεκτονική, όπως συμβαίνει π.χ. με τα οικοδομήματα που σημαδεύουν την εισαγωγή μιας σημαντικής περιόδου της αρχιτεκτονικής στον τόπο μας ή έχουν διακριθεί μέσα από την έγκυρη αρχιτεκτονική κριτική, ή αξία ιστορική, όταν πρόκειται για ακίνητα ή χώρους που συνδέονται με την πολιτική ή κοινωνική ή οικονομική ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους ή ορισμένης περιοχής και η διατήρησή τους συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης. Περαιτέρω, κατά τον χαρακτηρισμό δεν εξετάζεται ούτε η έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορεί να προκληθούν στους ενδιαφερομένους, ούτε η τυχόν επίδραση του χαρακτηρισμού στις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, αφού η επιδιωκόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις διαφύλαξη, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, του προστατευόμενου εννόμου αγαθού αποτελεί υποχρέωση της Διοικήσεως, κατά ρητή συνταγματική επιταγή. Τέλος, οι διοικητικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων ελέγχονται από τον ακυρωτικό δικαστή, τόσο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας, όσο και ευθέως για την ορθή εφαρμογή του νόμου, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, διαπιστώνεται η συνδρομή ή μη των κριτηρίων που προβλέπονται από το νόμο για τον χαρακτηρισμό (ΣΕ 3857/2007, 3763/2007, 1445/2006 , 3050/2004 επτ.).
ΣτΕ 2932/2012
7.Η Διεθνής Σύμβαση της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2039/1992 (Α΄ 61), ορίζει στο άρθρο 1 ότι η «αρχιτεκτονική κληρονομιά» κατά την έννοια της Σύμβασης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων ακινήτων αγαθών, τα «μνημεία», στα οποία κατατάσσεται «κάθε κατασκευή ιδιαίτερα σημαντική λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού της ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ή διακοσμητικών στοιχείων, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους» και τα «αρχιτεκτονικά σύνολα», που περιλαμβάνουν «ομοιογενή σύνολα αστικών … κατασκευών, σημαντικών λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού τους ενδιαφέροντος, συναφή μεταξύ τους ώστε να σχηματίζουν ενότητες, που να μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά».
Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες κατά το άρθρο 28 παράγρ. 1 του Συντάγματος έχουν υπέρτερη του νόμου τυπική ισχύ, συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα στην ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να απέχουν από κάθε ενέργεια που βλάπτει αμέσως ή εμμέσως τα μνημεία ή τα αρχιτεκτονικά σύνολα ή τον περιβάλλοντα χώρο τους. Περαιτέρω, στο ν. 3028/ 2002 ορίζονται τα εξής : ΄Αρθρο 1 : «1. Στην προστασία που παρέχεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγεται η πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα. Η προστασία αυτή έχει ως σκοπό τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης χάριν της παρούσας και των μελλοντικών γενεών και την αναβάθμιση του πολιτιστικού περιβάλλοντος …». ΄Αρθρο 2 : «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου : α) Ως πολιτιστικά αγαθά νοούνται οι μαρτυρίες της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του ανθρώπου, β) Ως μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και των οποίων επιβάλλεται η ειδικότερη προστασία βάσει των εξής διακρίσεων : αα) Ως αρχαία μνημεία ή αρχαία νοούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830 …. ββ) Ως νεότερα μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που είναι μεταγενέστερα του 1830 και των οποίων η προστασία επιβάλλεται λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 6 και 20 γγ) Ως ακίνητα μνημεία νοούνται τα μνημεία που υπήρξαν συνδεδεμένα με το έδαφος και παραμένουν σε αυτό … Στα ακίνητα μνημεία συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις, οι κατασκευές και τα διακοσμητικά και λοιπά στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους, καθώς και το άμεσο περιβάλλον τους …». ΄Αρθρο 3 : «1. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας συνίσταται κυρίως : α) στον εντοπισμό, την έρευνα, την καταγραφή, την τεκμηρίωση και τη μελέτη των στοιχείων της. β) στη διατήρηση και στην αποτροπή της καταστροφής, της αλλοίωσης και γενικά κάθε άμεσης ή έμμεσης βλάβης της, γ) …. δ) στη συντήρηση και την κατά περίπτωση αναγκαία αποκατάστασή της, ε) …. στ) στην ανάδειξη και την ένταξή της στη σύγχρονη κοινωνική ζωή και ζ) στην παιδεία, την αισθητική αγωγή και την ευαισθητοποίηση των πολιτών για την πολιτιστική κληρονομιά». ΄Αρθρο 6 : «1. Στα ακίνητα μνημεία περιλαμβάνονται : α) τα αρχαία που χρονολογούνται έως και το 1830, β) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, γ) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους. 2. Ο χαρακτηρισμός ακινήτου μνημείου είναι δυνατόν να αφορά και κινητά που συνδέονται με ορισμένη χρήση του ακινήτου, τις χρήσεις που είναι σύμφωνες με το χαρακτήρα του ως μνημείου, καθώς και τον περιβάλλοντα χώρο ή στοιχεία αυτού. 3 … 4. Τα αρχαία ακίνητα μνημεία προστατεύονται από το νόμο χωρίς να απαιτείται η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης. Τα ακίνητα των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 χαρακτηρίζονται μνημεία με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Υπηρεσίας και γνώμη του Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως …».
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, τα μνημεία, ως μαρτυρίες του ανθρώπινου βίου, που αφενός αποτελούν αναγκαίο παράγοντα για τη διαμόρφωση και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και των συλλογικών ταυτοτήτων, καθώς και για τη διασφάλιση, χάριν των επερχόμενων γενεών, της ιστορικής συνέχειας και παράδοσης, και αφετέρου συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής, συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η προστασία της οποίας αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας και συγχρόνως, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ήδη ισχύει, ευθύνη και δικαίωμα του καθενός. Ειδικότερα, τα ακίνητα μνημεία που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών χαρακτηρίζονται ως μνημεία λόγω της ιδιαίτερης σημασίας τους, η οποία μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων, σημασία αρχιτεκτονική, όπως συμβαίνει π.χ. με τα οικοδομήματα που σημαδεύουν την εισαγωγή μιας σημαντικής περιόδου της αρχιτεκτονικής στον τόπο μας ή έχουν διακριθεί μέσα από την έγκυρη αρχιτεκτονική κριτική, ή αξία ιστορική, όταν πρόκειται για ακίνητο ή χώρο που συνδέεται με την πολιτική ή κοινωνική ή οικονομική ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους ή ορισμένης περιοχής και η διατήρησή του συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης. Περαιτέρω, κατά τον χαρακτηρισμό δεν εξετάζεται ούτε η έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορεί να προκληθούν στους ενδιαφερομένους, ούτε η τυχόν επίδραση του χαρακτηρισμού στις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, αφού η επιδιωκόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις διαφύλαξη, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, του προστατευόμενου εννόμου αγαθού αποτελεί υποχρέωση της Διοικήσεως, κατά ρητή συνταγματική επιταγή. Τέλος, η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεωνελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή, τόσο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας όσο και ευθέως για την ορθή εφαρμογή του νόμου, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου διαπιστώνεται, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι δεν συντρέχουν τα κριτήρια που προβλέπονται από το νόμο για τον χαρακτηρισμό (βλ. ΣΕ 3050/2004 7μ., 1100/2005, 1445/2006, 3611/2007, 3857/2007).
ΣτΕ 887/2008
8. ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΥΑ ΓΙΑ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΖΩΝΗΣ Β ΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΔΕΙΑ : Η όλη έκταση των χερσαίων αρχαιολογικών χώρων της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν. 3028/2002 υπόκειται σε καθεστώς ιδιαίτερης προστασίας, την οποία οργανώνει και ρυθμίζει ο νομοθέτης υλοποιώντας τη σχετική συνταγματική επιταγή (άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος), κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται όχι μόνο η διατήρηση αναλλοίωτων των μνημειακών, οικιστικών ή ταφικών συνόλων που περιλαμβάνουν, αλλά και να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ανάδειξης των συνόλων αυτών μέσω της πρόβλεψης ελεύθερων χώρων πέριξ των μνημείων, η οποία κατατείνει στη σύνθεση της αναγκαίας ιστορικής, αισθητικής και λειτουργικής ενότητάς τους, αλλά και στην αποτελεσματικότερη προστασία τους. Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις παρέχουν στη Διοίκηση τη δυνατότητα να διαβαθμίζει την προστασία των αρχαιολογικών χώρων, ιδιαίτερα εφ’ όσον αυτοί είναι εκτεταμένοι, κατά ζώνες, στην πρώτη από τις οποίες μπορεί να θεσπίζεται απόλυτη, κατ’ αρχήν, απαγόρευση της δόμησης (Ζώνη Προστασίας Α΄) και στη δεύτερη μπορεί να θεσπίζονται ειδικοί όροι δόμησης και περιορισμοί χρήσης γης (Ζώνη Προστασίας Β΄) βάσει κανονιστικής πράξης, την οποία οι ίδιες διατάξεις παρέχουν στη Διοίκηση εξουσιοδότηση να εκδώσει. Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ερμηνευομένων υπό το φως των συνταγματικών επιταγών, τις οποίες, κατά τα ανωτέρω, υλοποιούν, η παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει την ως άνω κανονιστική απόφαση ουδόλως συνεπάγεται την εφαρμογή σε ολόκληρη την έκταση της Ζώνης Προστασίας Β΄ των συνήθων όρων δόμησης για εκτός σχεδίου περιοχές ούτε και του καθεστώτος ελεύθερης χρήσης της γης. Υπό την αντίθετη εκδοχή, η θεσμοθέτηση Ζωνών Προστασίας Β΄ αρχαιολογικών χώρων θα εμφανιζόταν κενή περιεχομένου. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά τις οποίες η Διοίκηση έχει παραλείψει να προβλέψει ειδικούς όρους δόμησης και περιορισμούς χρήσεων γης σε Ζώνες Προστασίας Β΄ αρχαιολογικών χώρων, η αρχαιολογική αρχή οφείλει κατά την άσκηση της αρμοδιότητας έγκρισης ορισμένης οικοδομικής δραστηριότητας να εκτιμά, κατά περίπτωση, αν η οικοδομή θα εναρμονίζεται, κατά πρώτον, με το χαρακτήρα της περιοχής ως αρχαιολογικού χώρου και, κατά δεύτερον, με την ένταξή της σε Ζώνη Προστασίας Β΄, δυναμένη με πλήρη και ειδική αιτιολογία είτε να ικανοποιήσει είτε να απορρίψει το σχετικό αίτημα.
ΣτΕ 2403/2009
9. ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΝΗΜΕΙΟΥ: Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος (άρθρ. 24 παρ. 1 και 6] καθιερώνεται ειδικώς αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών πολιτιστικών αγαθών που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους την εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων στο διηνεκές. Επομένως, κάθε επέμβαση πλησίον μνημείου πρέπει,καταρχήν, να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και του είδους του μνημείου και επί τη βάσει των δεδομένων της επιστήμης, απαγορευμένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση του μνημείου. Εξάλλου, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται με τις διατάξεις του Ν. 3028/2002 (ΦΕΚ 153 Α΄), με τις οποίες ορίζονται, μεταξύ άλλων, οι προϋποθέσεις επέμβασης σε ακίνητο μνημείο και στο περιβάλλον του. Στο άρθρο 10 του νόμου αυτού ορίζονται, ειδικότερα, τα ακόλουθα : “1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του … 3. Η … οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας. 4. Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου …”. Περαιτέρω, στο άρθρο 13 παρ. 1 του ίδιου Ν. 3028/2002 ορίζεται ότι «στους χερσαίους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων νομίμως υφισταμένων οικισμών, η άσκηση γεωργίας …, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα είναι δυνατή μετά από άδεια, που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου …».
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για τις επεμβάσεις πλησίον μνημείου ισχύει ο κανόνας του επιτρεπτού τους μόνο κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού Πολιτισμού, ειδικά δε για τις οικοδομικές εργασίες ή έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού χορηγείται εάν η απόσταση από το ακίνητο μνημείο -στην έννοια του οποίου συμπεριλαμβάνεται πλέον ρητώς και το άμεσο περιβάλλον του- ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη σε αυτό. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι ο Υπουργός Πολιτισμού προκειμένου να χορηγήσει την έγκριση για την εκτέλεση έργου πλησίον μνημείου αξιολογεί τα χαρακτηριστικά του έργου και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που θα έχει η εκτέλεση του έργου στα ακίνητα μνημεία, δηλαδή στα αγαθά που εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας του αρχαιολογικού νόμου. Η αιτιολογία της χορηγούμενης έγκρισης ελέγχεται, συνεπώς, ως προς τα ζητήματα αυτά, πρέπει δε, για να είναι πλήρης, να περιέχει : α) περιγραφή των προστατευτέων μνημείων, β) περιγραφή του προς εκτέλεση έργου και γ) τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των μνημείων (πρβλ. ΣτΕ 828/2009 κ.ά.). Περαιτέρω, και η όλη έκταση των χερσαίων αρχαιολογικών χώρων της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν. 3028/2002 υπόκειται σε καθεστώς ιδιαίτερης προστασίας, την οποία οργανώνει και ρυθμίζει ο νομοθέτης υλοποιώντας την ίδια συνταγματική επιταγή (άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος), κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται όχι μόνο η διατήρηση αναλλοίωτων των μνημειακών, οικιστικών ή ταφικών συνόλων που περιλαμβάνουν, αλλά και να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ανάδειξης των συνόλων αυτών μέσω της πρόβλεψης ελεύθερων χώρων πέριξ των μνημείων, η οποία κατατείνει στη σύνθεση της αναγκαίας ιστορικής, αισθητικής και λειτουργικής ενότητάς τους, αλλά και στην αποτελεσματικότερη προστασία τους (πρβλ. ΣτΕ 2403/2009).
ΣτΕ 876/2010
10. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ν. 3028/2002, ερμηνευομένων ενόψει και της αυξημένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος που καθιερώνεται με το άρθρο 24 του Συντάγματος, επιβάλλεται στη Διοίκηση η λήψη κάθε μέτρου, το οποίο κρίνεται αρμοδίως ως πρόσφορο, για την προστασία των αρχαίων και νεωτέρων μνημείων καθώς και των αρχαιολογικών χώρων και των ιστορικών τόπων. Η προστασία αυτή συνίσταται, κατ’αρχήν, στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των ανωτέρω στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος και του αναγκαίου για την ανάδειξή τους σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα περιβάλλοντος χώρου, συνεπάγεται δε δυνατότητα επιβολής των απαιτουμένων για το σκοπό αυτό μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4460/05 κ.ά.). Στη διασφάλιση της προστασίας αυτής αποσκοπεί η ρητή απαγόρευση των επεμβάσεων στους αρχαιολογικούς χώρους, που αλλοιώνουν το χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 του προαναφερόμενου ν. 3028/2002.
ΣτΕ 3354/2008
11. Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος [άρθρο 24 παρ. 1 και 6] καθιερώνεται αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει τη διατήρηση στο διηνεκές των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων και τη δυνατότητα επιβολής γενικών περιορισμών ή ιδιαίτερων μέτρων για την αποφυγή οποιασδήποτε βλάβης, αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών και της υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος χώρου. Οι περιορισμοί αυτοί, ερειδόμενοι στο άρθρο 24 του Συντάγματος, δύνανται να έχουν καταρχήν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος, δημιουργούν όμως υποχρέωση αποζημιώσεως του θιγομένου ιδιοκτήτη κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος, όταν δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Και ναι μεν προβλέπεται από την τελευταία συνταγματική διάταξη η έκδοση ειδικού νόμου, ο οποίος θα καθορίσει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο και το είδος της αποζημιώσεως, που δύναται να είναι και διάφορος από τη ρύθμιση του άρθρου 17 του Συντάγματος, αλλά, και αν ελλείπει σχετική νομοθετική ρύθμιση, γεννάται ευθεία από το Σύνταγμα υποχρέωση της Διοικήσεως να εξασφαλίσει την προστασία του μνημείου στο διηνεκές και παράλληλα την αποζημίωση του πληττόμενου ιδιοκτήτη. (σ.σ Ήδη υφίσταται ο Ν. 3028/2002 που προβλέπει την δυνατότητα αποζημίωσης).
ΣτΕ 3419/2011 επταμ.
12. ΣτΕ 2344/2014 :ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΩΣ ΝΕΩΤΕΡΟΥ.