2732/2004 ΣΤΕ
Ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σφράγιση του δικηγορικού γραφείου του αναιρεσιβλήτου για τέσσερις εργάσιμες ημέρες εξαιτίας ληξιπροθέσμων χρεών του προς το Δημόσιο. Ακύρωση της σχετικής υπουργικής απόφασης και επιδίκαση στον αναιρεσίβλητο χρηματικής ικανοποίησης 4.000.000 δρχ. λόγω ηθικής βλάβης. Ο προσδιορισμός του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 171/2000 ΔΕφΑθ).
Αριθμός 2732/2004
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Νοεμβρίου 2003, με την εξής σύνθεση: Π. Χριστόφορος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Μαρινάκης, Δ. Σκαλτσούνης, Σύμβουλοι, Α. Καλογεροπούλου, Τ. Κόμβου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Ιωαννίδου.
Για να δικάσει την από 8 Ιουνίου 2000 αίτηση:
του …………….. , ο οποίος παρέστη με τον Φοίβο Ιατρέλλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του ……….. , κατοίκου Αθηνών (οδός…………….), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Κων/νο Μάχο (Α.Μ. 11949), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο ……… επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 171/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου, Α. Καλογεροπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του ……. , ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος αναφέρθηκε στην εισήγηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται κατά το νόμο η καταβολή τελών και παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς η αναίρεση της 171/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφανίσθηκε η 8759/1998 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, στη συνέχεια δε έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή του αναιρεσιβλήτου και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει ποσό 4.000.000 δραχμών ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός είχε υποστεί από την εφαρμογή της ακυρωθείσης από το Συμβούλιο της Επικρατείας 1066271/4098/ 0009.Α/11.5.1993 αποφάσεως του Υφυπουργού Οικονομικών και της σφραγίσεως του δικηγορικού του γραφείου για τέσσερις εργάσιμες ημέρες και συγκεκριμένα από 17.5.1993 έως 21.5.1993 εξαιτίας ληξιπροθέσμων χρεών του προς το Δημόσιο. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί η αγωγή του αναιρεσιβλήτου.
3. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι : «για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου, κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος . . .», στο δε άρθρο 106 του ιδίου Εισ.Ν.Α.Κ. ορίζεται ότι : «Οι διατάξεις των δύο προηγουμένων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. (π.δ. 456/1984) : «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του . . .».
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση σε συνδυασμό προς τα λοιπά παραδεκτώς ληπτέα υπόψη κατ’ αναίρεση διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής : Με την 1066271/0009 Α/11.5.1993 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, διατάχθηκε η αναστολή της λειτουργίας του γραφείου του αναιρεσιβλήτου δικηγόρου για τέσσερις εργάσιμες ημέρες, με την αιτιολογία ότι οι οφειλές του για χρέη προς το Δημόσιο ήταν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές πέραν του έτους και επομένως ενέπιπταν στις διατάξεις των άρθρων 48 του ν. 2065/1992 και 7 του ν. 2120/1993. Η Υπουργική αυτή απόφαση εκτελέστηκε με σφράγιση (έκθεση σφραγίσεως με ημερομηνία 17.5.1993) του γραφείου του αναιρεσιβλήτου από 17.5.1993 ως την 21.5.1993, που πραγματοποιήθηκε από αστυνόμο του Α΄ Α.Τ. Αθήνας, με την παρουσία και υπαλλήλου της Β΄ Δ.Ο.Υ. Αθήνας και τοποθέτηση στην κεντρική πόρτα του γραφείου δύο κλειδαριών ασφαλείας καθώς και επικόλληση ταινίας με τον τίτλο της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών και την ένδειξη «Σφραγίστηκε μέχρι την 21.5.1993 και ώρα 10.55, βάσει της υπ’ αριθμ. 1066271/4098/0009 Α/11.5.1993 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών για φοροδιαφυγή», και, τέλος, με αποσφράγιση στις 21.5.1993 και ώρα 10.55 του γραφείου αυτού (έκθεση αποσφραγίσεως με ημερομηνία 21.5.1993). Μετά την, κατά τα ανωτέρω εκτέλεση, η απόφαση αυτή του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από αίτηση ακυρώσεως που άσκησε ο αναιρεσίβλητος, ακυρώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας (Σ.Ε. 3078/1997) με το αιτιολογικό ότι πριν από την έκδοσή της δεν είχε προηγηθεί κλήση του αναιρεσιβλήτου προς παροχή εξηγήσεων, όπως απαιτούσε η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 2 του ν. 2065/1992, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 7 του ν. 2120/1993. Στο μεταξύ, ο αναιρεσίβλητος είχε ήδη ασκήσει την από 8.1.1996 αγωγή του, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σ’ αυτόν με το νόμιμο τόκο, ποσό 100.000.000 δραχμών, ως αποζημίωση για ηθική βλάβη που, όπως ισχυριζόταν, είχε υποστεί από την παράνομη υπουργική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία στη συνέχεια, είχε ακυρωθεί και με την οποία, όπως προέβαλε, α) είχε προσβληθεί ανεπανόρθωτα η προσωπικότητά του, λόγω του διασυρμού από την εκτέλεση της αποφάσεως, διά του τύπου και των λοιπών μέσων μαζικής ενημερώσεως, έναντι των οικείων, φίλων και πελατών του γραφείου του, β) είχε μειωθεί η επαγγελματική του αξία, φήμη και υπόληψη ενώ είχε άψογο επαγγελματικό βίο 42 ετών, καθώς και άψογο οικογενειακό και κοινωνικό βίο και ήταν πατέρας τριών παιδιών και γ) είχε κλονιστεί η υγεία του, γιατί εξαιτίας του αιφνίδιου αυτού γεγονότος υπέστη ημιπληγία και μόνιμη πάρεση του δεξιού ποδός. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή με το αιτιολογικό ότι για να θεμελιωθεί ευθύνη του Δημοσίου για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης δεν αρκούσε η επίκληση ακυρωτικής αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου, με την οποία απλώς διαπιστωνόταν πως η πράξη της Διοικήσεως δεν είχε εκδοθεί νομίμως λόγω τυπικής πλημμελείας, αλλά απαιτείτο να αποδειχθεί ουσιαστική παρανομία της πράξεως, γιατί το δεδικασμένο που απέρρεε από την εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (3078/1997) κάλυπτε μόνο το διοικητικής φύσεως ζήτημα που είχε κριθεί με αυτήν και δεν επεκτεινόταν και στο μη κριθέν ζήτημα της ουσιαστικής παρανομίας της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως και ότι ο αναιρεσίβλητος δεν είχε αποδείξει την ουσιαστική παρανομία της πιο πάνω υπουργικής αποφάσεως και, επομένως δεν υφίστατο ουσιαστικώς παράνομη πράξη.
Το Διοικητικό Εφετείο, αντιθέτως, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, εξαφάνισε την απόφαση αυτή, στη συνέχεια δε δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του αναιρεσιβλήτου και έκρινε ότι το Ελληνικό Δημόσιο υπεχρεούτο να του καταβάλει το ποσό των 4.000.000 δραχμών ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία ο αναιρεσίβλητος είχε υποστεί από την ανωτέρω αιτία. Ειδικότερα, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έλαβε υπόψη του : α) ότι η ανωτέρω απόφαση του Υφυπουργού των Οικονομικών είχε εκδοθεί κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, δηλαδή χωρίς προηγουμένως να κληθεί ο αναιρεσίβλητος και να εκθέσει τις απόψεις του στη Διεύθυνση Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών, όπως ρητώς προβλεπόταν στο άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 2065/1992 αλλά και στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, β) ότι η απόφαση αυτή είχε εκτελεσθεί με τη σφράγιση του γραφείου του αναιρεσιβλήτου δικηγόρου, πράγμα που, κατά κοινή πείρα, είχε γι’ αυτόν ιδιαιτέρως δυσμενείς συνέπειες σε βάρος της προσωπικότητάς του αλλά και της επαγγελματικής του αξίας έναντι των οικείων και πελατών του και γ) ότι η προβλεπόμενη από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 48 παρ. 2 προηγούμενη κλήση για ακρόαση του υποχρέου οφειλέτη είχε κεφαλαιώδη σημασία και μπορούσε στη προκείμενη περίπτωση να οδηγήσει στην αποτροπή της εκδόσεως της πράξεως, αν ο αναιρεσίβλητος προσερχόταν και κατέβαλε ή με διάφορο τρόπο τακτοποιούσε την οφειλή του, ανεξαρτήτως του αν προηγουμένως είχαν εκδοθεί τόσο από την Δ.Ο.Υ. Β΄ Ελευθερίων Επαγγελμάτων όσο και από το αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο, οι 807/ 3.9.1992 και 3/24.11.1992 ατομικές ειδοποιήσεις για καταβολή των ληξιπρόθεσμων χρεών του, των οποίων δεν προέκυπτε αν ο αναιρεσίβλητος είχε λάβει γνώση προηγουμένως και δ) ότι ενόψει του προεκτεθέντος πραγματικού της υποθέσεως η προηγούμενη κλήση σε ακρόαση του αναιρεσιβλήτου συνιστούσε ουσιώδες στοιχείο που θα έκρινε καθοριστικώς αν θα έπρεπε να εκδοθεί ή όχι η υπουργική απόφαση. Με τα δεδομένα αυτά, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι υφίστατο πράγματι παρανομία των οργάνων του αναιρεσείοντος …… στην προκείμενη περίπτωση, που έγκειτο στην έκδοση αλλά κυρίως στην εκτέλεση της ανωτέρω κατά παράβαση ουσιώδους τύπου, εκδοθείσας υπουργικής αποφάσεως λόγω των σημαντικών δυσμενών συνεπειών σε βάρος του αναιρεσιβλήτου και ότι επομένως για την εν λόγω παρανομία υφίστατο πράγματι ευθύνη του Δημοσίου για αποζημίωση και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και τούτο, πολύ περισσότερο, εφόσον οι δυσμενείς επιπτώσεις στο πρόσωπο του αναιρεσιβλήτου από την έκδοση και κυρίως την εκτέλεση της άκυρης, κατά τα άνω, υπουργικής αποφάσεως συνάγονταν κατά κοινή πείρα και ήταν η προσβολή της προσωπικότητας του αναιρεσιβλήτου έναντι των οικείων του αλλά και τρίτων και οπωσδήποτε η μείωση της επαγγελματικής του αξίας τόσο έναντι των πελατών του γραφείου του, όσο και έναντι των συναδέλφων του αλλά και άλλων, φίλων, συγγενών και τρίτων, χωρίς για τις επιπτώσεις αυτές να απαιτείται ιδιαίτερη απόδειξη. Περαιτέρω δε το δικάσαν δικαστήριο έλαβε υπόψη του : 1) Ότι η επιβολή του ανωτέρω μέτρου της αναστολής της λειτουργίας και της σφραγίσεως του γραφείου του αναιρεσιβλήτου επί τετραήμερο θα ήταν καθόλα νόμιμη και συνταγματική αν ο αναιρεσίβλητος είχε κληθεί προηγουμένως να εκθέσει τις απόψεις του, 2) ότι ο αναιρεσίβλητος υπέστη ηθική βλάβη από την έκδοση και κυρίως από την εκτέλεση της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως η οποία συνίστατο στην, κατά κοινή πείρα προσβολή της προσωπικότητάς του από τη μη νόμιμη, κατά τα άνω, εφαρμογή σ’ αυτόν του προεκτεθέντος δυσμενούς μέτρου της αναστολής λειτουργίας (σφράγιση) του γραφείου του με την εμφανή ένδειξη σε σφραγιστική ταινία της κύριας εισόδου αυτού «σφραγίστηκε για φοροδιαφυγή» και στη μείωση, στη συνείδηση των οικείων, φίλων και πελατών, της επαγγελματικής του αξίας από την εκτέλεση της «άκυρης», κατά τα πιο πάνω, υπουργικής αποφάσεως. Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι δεν προέκυψε πως τα όργανα του Δημοσίου παρέδωσαν στον τύπο στοιχεία για την πιο πάνω επιβολή του ανωτέρω μέτρου σε βάρος του αναιρεσιβλήτου και ότι επομένως δεν προέκυψε ευθύνη του Δημοσίου για διασυρμό, μέσω του τύπου, ή για παραβίαση φορολογικού απορρήτου, όπως είχε ισχυρισθεί ο αναιρεσίβλητος και ότι η βλάβη υγείας, την οποία επικαλέσθηκε ότι υπέστη ο αναιρεσίβλητος (στένωση καρωτίδας από εγκεφαλική κρίση, σύμφωνα με το σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό με ημερομηνία 26.8.1994) δεν προέκυψε ότι επήλθε εξαιτίας του πιο πάνω δυσμενούς μέτρου πολύ περισσότερο, αφού το εν λόγω μέτρο (σφράγιση του γραφείου του) λήφθηκε στις 17.5.1993, η δε βλάβη της υγείας του συνέβη, όπως προκύπτει από το ανωτέρω πιστοποιητικό, στις 16 Μαΐου 1994, δηλαδή το επόμενο έτος. Με τα δεδομένα αυτά το δικάσαν δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι η χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης του αναιρεσιβλήτου, μετά από συνεκτίμηση όλων των ανωτέρω δεδομένων (όχι αντισυνταγματικότητα των επιβαλλουσών το μέτρο διατάξεων, εκτέλεση όμως «άκυρης», κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, εκδοθείσας υπουργικής απόφασης απ’ την οποία επήλθε ζημία στο πρόσωπο του υπόχρεου – οφειλέτη του Δημοσίου σημαντικών ληξιπρόθεσμων χρεών) έπρεπε να ανέλθει στο ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000).
5. Επειδή, προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ότι, προκειμένου να γεννηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ., δεν αρκεί να ακυρωθεί η ζημιογόνος διοικητική πράξη για κάποιο τυπικό λόγο, αλλά πρέπει επιπροσθέτως να κριθεί ότι η εν λόγω πράξη είναι ουσιαστικώς παράνομη. Ειδικότερα δε προβάλλεται ότι στην προκειμένη περίπτωση το δικάσαν διοικητικό Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις με το να δεχθεί ότι παρά το ότι δεν υφίστατο ουσιαστική παρανομία της 1066271/4098/0009/Α/11.5.1993 αποφάσεως του Υφυπουργού Οικονομικών, εν τούτοις εγεννάτο ευθύνη του Δημοσίου να αποκαταστήσει την ηθική βλάβη του αναιρεσιβλήτου από την ακυρωθείσα για τυπικό λόγο ανωτέρω Υπουργική απόφαση. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως εν μέρει επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ερειδόμενος. Και τούτο διότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δέχεται ότι το μέτρο της σφραγίσεως του γραφείου του αναιρεσιβλήτου είναι συνταγματικώς ανεκτό μόνον αν υπάρχει συνειδητή καθυστέρηση εξοφλήσεως των χρεών του προς το Δημόσιο, οπότε η μη κλήση προς παροχή εξηγήσεων δεν είναι τυπική απλώς πλημμέλεια, αλλά συνδέεται και προς τη συνταγματικότητα του μέτρου, το οποίο αφορά οφειλέτη του Δημοσίου ο οποίος καθυστερεί να εξοφλήσει επί ένα τουλάχιστον έτος γνωστά σε αυτόν χρέη του προς το Δημόσιο, δοθέντος, άλλωστε, ότι το δικαστήριο δέχεται ότι οι αναφερόμενες ανωτέρω ατομικές ειδοποιήσεις δεν προκύπτει ότι κοινοποιήθηκαν στον αναιρεσίβλητο. Περαιτέρω, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, ενόψει του προεκτεθέντος πραγματικού της υποθέσεως και του ότι δεν προβάλλεται ότι εν προκειμένω είχε εκδοθεί πράξη αντικαταστάσεως της ανωτέρω ακυρωθείσης Υπουργικής αποφάσεως, μετά από κλήση του αναιρεσιβλήτου προς παροχή εξηγήσεων, στην προκειμένη περίπτωση ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παρανόμου αυτής Υπουργικής αποφάσεως και της ζημίας που αυτή προκάλεσε στον αναιρεσίβλητο δεν διεκόπη. Συνεπώς, υπήρχε, κατ’ αρχήν, υποχρέωση του Δημοσίου να αποκαταστήσει τον αναιρεσίβλητο για την ηθική βλάβη που υπέστη από την έκδοση της ανωτέρω Υπουργικής αποφάσεως, διότι με την απόφαση αυτή ανετράπη η υπάρχουσα γι’ αυτόν ευνοϊκή πραγματική κατάσταση, η λειτουργία, δηλαδή, του δικηγορικού του γραφείου και η σχετική κρίση του δικάσαντος διοικητικού Εφετείου είναι νόμιμη.
6. Επειδή, περαιτέρω, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο διεπίστωσε ότι τόσο η ανωτέρω Υπουργική απόφαση όσο και η εκτέλεσή της προκάλεσαν στον αναιρεσίβλητο ηθική βλάβη, προσδιόρισε δε το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως για την αποκατάστασή της αφού εξετίμησε τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως οι οποίες παρατίθενται στην τέταρτη σκέψη. Ο λόγος δε αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο δεν αναφέρεται στις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως και ότι στηρίζει την κρίση του σε γενικές, αόριστες και ανεπαρκείς αιτιολογίες είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, αβασίμως το αναιρεσείον ……. προβάλλει ότι το δικάσαν διοικητικό Εφετείο όφειλε να διατάξει αποδείξεις για να ερευνήσει τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, διότι η διεξαγωγή αποδείξεων ανήκει στην ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας το οποίο δεν έχει σχετική προς τούτο υποχρέωση. Τέλος, ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται το ύψος της εν προκειμένω επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποιήσεως για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του αναιρεσιβλήτου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι ο προσδιορισμός του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (Σ.Ε. 1224/2002).
7. Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.