3. ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Β΄ΜΕΡΟΣ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ 30.10.2017

Σημειώσεις Διοικητική Δικονομία ΝΣΚ

BANNER1

ΑΚΥΡΩΤΙΚΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ

ΤΡΙΤΑΝΑΚΟΠΗ

Είναι το ένδικο μέσο με το οποίο τρίτος μη διάδικος, που κατά τον χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως δεν άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του κύρους της πράξης , διότι δεν είχε   λάβει νόμιμα γνώση της δίκης, προσβάλλει , μετά την έκδοση της , την οριστική ακυρωτική απόφαση με σκοπό την εξαφάνιση της με σκοπό να αναβιώσει η ακυρωτική δίκη και να συμμετάσχει  σε αυτήν ως παρεμβάς (αρθ. 51 πδ 18/89, 106 ΚΔΔ, 118-121 πδ 1225/81). 

Με την άσκηση της τριτανακοπής  οι διάδικοι επανέρχονται στην  αρχική δικονομική κατάσταση τους.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ

Έννομο συμφέρον:   Τριτανακοπή ασκεί μόνο ο πραγματικά τρίτος μη διάδικος που εάν γνώριζε τη δίκη θα ασκούσε παρέμβαση. Θα πρέπει όχι μόνο να μην συμμετείχε προσωπικά  στη δίκη, αλλά και να μην διατελεί με κάποιον από τους διαδίκους σε τέτοια νομική σχέση ώστε να θεωρηθεί ότι ο διάδικος αυτός εκπροσώπησε στη δίκη και το συμφέρον του τριτανακόπτοντος (ΣτΕ 856/2009,1129/08). Έτσι το έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντα συμπίπτει με το έννομο συμφέρον του παρεμβάντος. Συνεπώς θα πρέπει να υφίσταται καταρχήν κατά το χρόνο που θα μπορούσε ,εάν γνώριζε τη δίκη, ν’ ασκήσει την παρέμβαση , κατά την συζήτηση της αίτησης ακύρωσης, κατά τον χρόνο άσκησης της τριτανακοπής και κατά το χρόνο συζήτησης αυτής(ΣτΕ ολομ. 2173/2002, 2597/05). Θα πρέπει ο τριτανακόπτων να αποδείξει ότι υφίσταται βλάβη από την ακύρωση της διοικητικής πράξης και ότι έχει έννομο συμφέρον να αναβιώσει η ακυρωθείσα διοικητική πράξη (ΣτΕ Ολο. 2179/04). Η βέβαιη βλάβη θα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση (ΣτΕ 3100/97). Συνεπώς δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει τριτανακοπή ούτε από το άρθρο 576 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το 40 του πδ 18/89 ο ασκήσας την αίτηση ακύρωσης ή ο τρίτος που ωφελείται από την αποδοχή της  (ΣτΕ3037/01).

Στερείται όμως του δικαιώματος ν’ ασκήσει τριτανακοπή ο τρίτος στον οποίο είχε νομίμως κοινοποιηθεί με επιμέλεια του εισηγητή 20 πλήρεις ημέρες πριν την συζήτηση αντίγραφο της αίτησης ακύρωσης με σημείωση δικασίμου(51παρ.2) ή σε κάθε περίπτωση έλαβε γνώση της δίκης προς της προθεσμίας παρεμβάσεως.

  Στη δίκη ουσίας η κοινοποίηση πρέπει να γίνει κατά τους ορισμούς του άρθρου 114 παρ.1 ΚΔΔ. Α contrario  συνάγεται ότι οποιοσδήποτε άλλος τρόπος γνώσης της δίκης δεν στερεί το δικαίωμα τριτανακοπής. Εκ περισσού η παρ. 2 του αρθ. 51 αναφέρει ότι στερείται και όποιος ήδη άσκησε και απερρίφθη παρέμβαση, αφού αυτό είναι αυτονόητα πρόδηλο λόγω του δεδικασμένου.

Β) Προθεσμία: 60 ή 90 ημέρες ,εάν ο τριτανακόπτων διαμένει στην αλλοδαπή, που αρχίζουν από την επομένη της πλήρους γνώσεως της ακυρωτικής απόφασης ή της κοινοποιήσεως αυτής. Η δημοσίευση της απόφασης  καταρχήν δεν εκκινά την προθεσμία. Η προθεσμία αναστέλλεται κατά το διάστημα 1/7 έως 15/9 αλλά και για λόγους ανωτέρας βίας, ενώ δεν προβλέπεται δυνατότητα διακοπής της.

Γ) ΟΡΙΣΤΙΚΗ –ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΉ ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ :   Άρα ασκείται  κατά οριστικών αποφάσεων των πρωτοβάθμιων ακυρωτικών Δικαστηρίων ή των τμημάτων του ΣτΕ ακόμη και εάν κρίνουν ως εφετεία με τελειωτική τελεσίδικη απόφαση. Δεν υπόκεινται σε τριτανακοπή οι μη οριστικές αποφάσεις έστω και εάν περιέχουν και οριστικές κρίσεις περί του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως, αφού μόνο με την έκδοση της οριστικής απόφασης κρίνεται η τελική τύχη της αιτήσεως ακυρώσεως. Τώρα εάν ο παρεμβάς άσκησε παρέμβαση σε μεταγενέστερη συζήτηση από την έκδοση της εν μέρει οριστικής απόφασης, μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή και κατά της οριστικής , αλλά μόνο για τα κεφάλαια εκείνα που ενσωμάτωσε την προγενέστερη μη οριστική απόφαση για την οποία δεν επιτρέπετο δικονομικά να ασκήσει τριτανακοπή τότε. Αντίθετα η τώρα τριτανακοπή του δεν επιτρέπεται να θίγει τα κεφάλαια της οριστικής απόφασης στα οποία ήδη ο τριτανακόπτων άσκησε  παρέμβαση (ΣτΕ Ολομ.3468/07 μειοψ.).

Τριτανακοπή χωρεί και κατά οριστικής ακυρωτικής απόφασης που εκδόθηκε  κατόπιν αποδοχής προηγούμενης τριτανακοπής άλλων ανακοπτόντων (ΣτΕ 2700/06).

Η τριτανακοπή είναι απαράδεκτη όταν στρέφεται κατά αποφάσεων αναιρετικών επί διαφορών ουσίας ή απορριπτικών της αιτήσεως ακυρώσεως. Δεν ασκείται όμως παραδεκτά τριτανακοπή κατά το μέρος που στρέφεται κατά αποφάσεως που απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως  ως απαράδεκτή σε σχέση με έναν ομόδικο ενώ ασκείται παραδεκτά κατά της οριστικής απόφασης που δέχθηκε την αίτηση για τους υπόλοιπους ομοδίκους και ακύρωσε την διοικητική πράξη (ΣτΕ 856/09).

Δ) ΤΡΟΠΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ-ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ : Εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί αιτήσεως ακυρώσεως.

Η τριτανακοπή είναι αυτοτελές ένδικο μέσο και δεν σωρεύεται στο ίδιο δικόγραφο με την αίτηση ακυρώσεως (ΣτΕ 2251/72). Σε περίπτωση σώρευσης το Δικαστήριο  θεωρεί ότι παραδεκτώς ασκήθηκε το προτασσόμενο ένδικο μέσο (ΣτΕ 2251/72). Πάντως παραδεκτώς προσβάλλονται δυο συναφείς αποφάσεις με το αυτό δικόγραφο  τριτανακοπής (ΣτΕ 170/85).

Παρέμβαση υπέρ της τριτανακοπής είναι απαράδεκτη (ΣτΕ 1059/82) ενώ υπέρ της τριτανακοπτομένης απόφασης  δεν λογίζεται αφού ο παρεμβάς αιτών είναι διάδικος , τυχόν δε παρέμβασή  του θα αναγνωσθεί ως υπόμνημα (Στε167/82).

Πρέπει να καταβληθεί παράβολο σύμφωνα με το άρθρο 36. Η τριτανακοπή στρέφεται τόσον κατά της ακυρωτικής απόφασης όσο και κατά των διαδίκων οι οποίοι κλητεύονται με πρωτοβουλία του Δικαστηρίου κατά την συζήτησή της και παρίστανται υποβάλλοντας σχετικά υπομνήματα. Εφόσον η τριτανακοπή  γίνει δεκτή το Δικαστήριο συζητά αμέσως την υπόθεση εκ νέου και ο  τριτανακόπτων καθίσταται διάδικος προσθέτως παρεμβάς υπέρ του κύρους της πράξης. Το δικαστήριο όμως  κρίνει την υπόθεση με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο της αρχικής εκδικάσεώς της. Αντίθετη εκδοχή θα ήγε στο άτοπο συμπέρασμα να τίθεται ο τριτανακόπτων σε διαφορετική μοίρα από τον νομίμως παρεμβάντα, ενώ η τριτανακοπή, που αποβλέπει στο ίδιο με την παρέμβαση αποτέλεσμα, δηλαδή την διατήρηση σε ισχύ της προσβαλλομένης πράξεως, σκοπεί ακριβώς να καλύψει την έλλειψη παροχής έννομης προστασίας σε πρόσωπο που ανυπαιτίως δεν μπόρεσε να παρέμβει στην δίκη (ΣτΕ 595/02).

Το περιεχόμενο της τριτανακοπής θα πρέπει να περιέχει :  α) Όλα τα στοιχεία που βάλλουν κατά της ακυρωτικής απόφασης. Δηλαδή πλήρη παράθεση   και απόδειξη του παραδεκτού της τριτανακοπής  ( ιδιότητα του τριτανακόπτοντως ως τρίτου, ότι δεν έλαβε νομότυπα γνώση της συζήτησης της αιτήσεως ακυρώσεως ώστε να ασκήσει παρέμβαση κλπ βλ. παραπάνω) ώστε να προκύπτει ότι η ακυρωτική απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί και β) Όλους τους ισχυρισμούς υπέρ του κύρους της ακυρωθείσης πράξης και κατά της αίτησης που κανονικά θα έπρεπε να προβάλλει με την παρέμβασή του.

Είναι απαράδεκτοι οι λόγοι της τριτανακοπής που δεν στρέφονται κατά σφαλμάτων της απόφασης αλλά κατά της νομιμότητας διοικητικών πράξεων(ΣτΕ 107/85). Ομοίως οι προβαλλόμενοι δια του υπομνήματος λόγοι είναι απαράδεκτοι.

Δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και δεν μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναστολής του άρθρου 52 διότι αυτή προβλέπεται μόνο κατά διοικητικών πράξεων και όχι κατά δικαστικών αποφάσεων ( ΔΕφΑθ 27/07, 36/90).

Στη δίκη παρίστανται , ακόμη και χωρίς  δικόγραφο, οι αρχικοί διάδικοι.

Αρμόδιο είναι το τμήμα που  εξέδωσε την απόφαση Το Δικαστήριο εφαρμόζει το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο εκδόσεως της τριτανακοπτομένης απόφασης.

                          

ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ

Είναι το  συνταγματικά κατοχυρωμένο (αρθ.95παρ.3Σ) τακτικό ένδικο μέσο με το οποίο προσβάλλεται πρωτοβάθμια ακυρωτική οριστική απόφαση ενώπιον του ΣτΕ από τον ηττηθέντα διάδικο με σκοπό την εξαφάνιση της, εφόσον το προβλέπει ο Νόμος . Μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 επιτρέπεται καταρχήν στο νομοθέτη να ορίσει ως ανέκκλητες ελάσσονος σημασίας ακυρωτικές διαφορές (ΣτΕ πρακτ. ολομ.4/01).

Με το άρθρο 14 παρ.9 του Ν. 3659/08 προστέθηκε παρ.4 στο άρθρο 58 , ήτοι η έφεση υπέρ του νόμου που ασκείται και σε ανέκκλητες αποφάσεις. Η έφεση αυτή δεν αποτελεί γνήσιο ένδικο μέσο , αλλά ιδιόρρυθμη δικαστική προσφυγή για την άρση νομικών σφαλμάτων χάριν της ομοιόμορφης ερμηνείας των κανόνων δικαίου και δεν επάγεται έννομες συνέπειες για τους διαδίκους (ΣτΕ 1309/08). Ως εκ της φύσεως της δεν απαιτείται να γίνει κλήτευση των διαδίκων, μπορεί όμως όποιος διάδικος αν θέλει να παρασταθεί (ΣτΕ Ολομ. 3542/03).

Α) Έννομο συμφέρον :  Ο  διάδικος που ηττήθηκε στη πρωτόδικη δίκη . Επομένως και ο προσθέτως παρεμβάς εφόσον άσκησε την παρέμβαση  (ΣτΕ 1786/06). Ακόμη και ο νικητής εάν βλάπτεται από το αιτιολογικό της απόφασης (ΣτΕ 2892/08). 

Το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως , ασκήσεως της εφέσεως και συζητήσεως αυτής (ΣτΕ 1186/86). 

Εάν ο διάδικος συμμορφώθηκε με την πρωτόδικη απόφαση δεν σημαίνει ότι και την αποδέχθηκε γιατί η έφεση δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα  (ΣτΕ 7/71). Συνεπώς η αποδοχή της απόφασης και η συνακόλουθη παραίτηση από αυτήν πρέπει να δηλώνεται ρητώς ή να συνάγεται αναμφίβολα.

 Εάν ως διάδικος στο πρωτοβάθμιο ακυρωτικό παραστάθηκε αναρμόδιος Υπουργός ή αναρμόδιο νπδδ, χωρίς ν’ αποβληθεί, νομιμοποιείται ν’ ασκήσει έφεση. Όμως στην έφεση αυτή το ΣτΕ αυτεπαγγέλτως και ασχέτως με τους προβαλλόμενους λόγους εξετάζει  ένα και μόνο ζήτημα : εάν ο καθ’ ύλη αρμόδιος υπουργός ή το νπδδ είχε κληθεί νομότυπα να λάβει μέρος στην πρωτοβάθμια ακυρωτική δίκη κατ΄άρθρα 21 και 28 πδ 18/89. Αν διαπιστωθεί ότι είχε κληθεί απορρίπτεται η έφεση , εάν όχι τότε γίνεται δεκτή και η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του ΔΕΦ ώστε να κληθεί και παρασταθεί ο καθ’ ύλην αρμόδιος Υπουργός (ΣτΕ 238/08,634/07).

Ως γνωστό στην ακυρωτική δίκη διάδικος είναι ο αρμόδιος καθ’ ύλην υπουργός (αρθ.21παρ.2 πδ 18/89) και όχι το όργανο  του Υπουργείου που εξέδωσε την πράξη. Εάν λοιπόν παρασταθεί στην ακυρωτική δίκη το όργανο και όχι ο Υπουργός, τότε αυτό αποβάλλεται ως μη επέχον θέση διαδίκου (ΣτΕ 929/08), εκτός εάν άλλως προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις . Έτσι κατά πράξεων κατεδάφισης αυθαιρέτων εντός δασικής έκτασης η εκπροσώπηση ανατίθεται από το άρθρο 114 του ν. 1892/90 στο ΓΓΠεριφέρειας και η σχετική πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση επιδίδεται τόσο στον ΓΓΠ όσο και στον Υπουργό Οικονομικών . Συνεπώς το Δημόσιο νομίμως ασκεί έφεση εκπροσωπούμενο τόσο από το ΓΓΠ όσο και από τον Υπουργό Οικονομικών (ΣτΕ 2958/08, 971/07).

Οι Ανεξάρτητες Αρχές μετά το ν. 3051/02 (ισχύς 20-9-02) έχουν ικανότητα δικαστικής παράστασης, το δε ΣτΕ ως εφετείο ερευνά και αυτεπαγγέλτως εάν η ΑΔΑ κλητεύθηκε πρωτοδίκως, εάν όχι  εξαφανίζεται η απόφαση και αναπέμπεται η υπόθεση στο ΔΕΦ (ΣτΕ 819/08, 2236/07).

Β) ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ :  Ένα (1) έτος από την επομένη δημοσίευσης της οριστικής  πρωτοβάθμιας ακυρωτικής απόφασης. Η προθεσμία αυτή δεν εξαρτάται από κάποια ενέργεια των διαδίκων και άρα δεν αναστέλλεται ούτε λόγω ανωτέρας βίας (ΣτΕ 369/10, 1811/08, 426/04 αντίθετη η 1801/92) ούτε λόγω δικαστικών διακοπών (ΣτΕολομ.1780/06) , ούτε είναι δεκτική παρεκτάσεως (ΣτΕ 417/05 μειοψ.). Με την ΣτΕ ΕΑ 276/07 κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 58 παρ.3 δεν έρχεται σε αντίθεση με διάταξη του αρθ.94παρ.2 του ΚΔΔ και 518παρ.2 ΚΠολΔ διότι αυτές αφορούν δικαστικές αποφάσεις διαφορετικού χαρακτήρα.

Ή εξήντα (60) ημέρες από την επομένη επιδόσεως της αποφάσεως από τη γραμματεία του Δικαστηρίου εφόσον η επίδοση έγινε εντός έτους από την δημοσίευση της απόφασης. Στις διαφορές του άρθρου 114 του ν.1892/90 η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση στον ΓΓΠ και όχι από την μεταγενέστερη στον Υπουργό Οικονομικών (ΣτΕ 971/07).

Γ) ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟΥ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΥ:

Καταρχήν θα πρέπει να επισημανθεί ότι το τεκμήριο  της γενικής ακυρωτικής αρμοδιότητας το έχει το ΣτΕ, συνεπώς απαιτείται ειδικός νόμος που να μεταβιβάζει συγκεκριμένες ακυρωτικές υποθέσεις στα λοιπά διοικητικά δικαστήρια.

Θα πρόκειται είτε για απόφαση του ΔΕΦ από τις ακυρωτικές διαφορές που του έχουν μεταβιβαστεί με βάση το άρθρ. 1 επ. του ν. 702/77 , είτε για απόφαση του Διοικ. Πρωτοδικείου από διαφορές σχετικά με τους αλλοδαπούς (εκτός από την μη αναγνώριση προσφυγικού ασύλου και την ιθαγένεια) , είτε τέλος για διαφορά του άρθρου 114 του ν. 1892/90 για την κατεδάφιση αυθαιρέτου κτίσματος εντός δασικής εκτάσεως που με το ν. 3659/08 έχει υπαχθεί πλέον στο ΔΕΦ. Οι οριστικές αυτές αποφάσεις εκδίδονται πάντα μετά από αίτηση ακυρώσεως κατά ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ενώ αντίθετα για Κανονιστικές πράξεις με ίδιο περιεχόμενο αρμόδιο είναι το ΣτΕ (εξαίρεση : Δασικά, προκηρύξεις δημοσίων συμβάσεων).

 Σε περίπτωση συνάφειας όπου προσβάλλεται αφενός πράξη αρμοδιότητας του ΔΕΦ και πράξη αρμοδιότητας του ΣτΕ, όπως π.χ επί αιτήσεως ακυρώσεως, στρεφόμενη κατά της πράξεως αναθεωρήσεως οικοδομικής αδείας υπάγεται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, και στρεφόμενη  κατά της συμπροσβαλλομένης ΚΥΑ, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία του  κτιριακού συγκροτήματος Ελαιώνα (γήπεδο ΠΑΟ), εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα του ΣτΕ και άρα το ΣτΕ κρατεί και δικάζει την αίτηση ακυρώσεως και για τις δύο πράξεις (ΣτΕ ολομ. 3059/09 όπου μάλιστα αναγνωρίζεται το δικαίωμα να ασκήσει αίτηση ακύρωσης για περιβαλλοντικά θέματα και οικολογική ένωση προσώπων).

Αντίθετα εάν οι πράξεις δεν είναι συναφείς τότε το ΣτΕ κρατεί για την ακυρωτική και διατάσσει τον χωρισμό για αυτή της αρμοδιότητας του ΔΕΦ παραπέμποντας σύμφωνα με το άρθρο 45παρ.6 του πδ 18/89 (ΣτΕ 51/2009). Πάντως το ΣτΕ δεν μπορεί να δικάσει ακυρωτική υπόθεση που υπάγεται ανέκκλητα σε πρωτοβάθμιο ακυρωτικό , διότι τότε θα υπερέβαινε την εξουσία του.

Δ) ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ : ΒΛ. παρακάτω αναίρεση.

H ΑΝΑΙΡΕΣΗ  ΣΤΟ ΣτΕ

(αρθ.95παρ.1 Σ περ.β και 53 επ. πδ 18/89,81παρ.2 και 83παρ.2 ΚΔΔ).

Είναι το έκτακτο ένδικο μέσο με το οποίο ο ηττηθείς διάδικος προσβάλλει τελεσίδικη δικαστική απόφαση ουσίας του διοικητικού εφετείου ή εν ΄γένει ανέκκλητη απόφαση των ΤΔΔ.  Μετά την απόρριψη της έφεσης ή απόφαση ουσίας διοικητικού δικαστηρίου που είναι ανέκκλητη , για λόγους νομιμότητας και εφόσον καταρχήν το αντικείμενο της διαφοράς, όπως αναγράφεται στην καταλογιστική πράξη, είναι πάνω από 40.000€  ή πάνω από 200.000€ στις διοικητικές συμβάσεις (Ν.3772/09), εκτός από περιοδικές παροχές ή συντάξεις ή εφάπαξ. Στις διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους , δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα , πρόστιμα  και λοιπές κυρώσεις , ποσό της διαφοράς είναι το ποσό που επιβάλλει και αναγράφει η καταλογιστική διοικητική πράξη χωρίς τις προσαυξήσεις.  ΣτΕ 1/2012, Β τμ., ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ- ΑΝΑΙΡΕΣΗ- Για τον προσδιορισμό του Τζίρου για την επιβολή ΦΠΑ γίνεται νέος έλεγχος και δεν αρκεί αυτός του εισοδήματος-Το παραδεκτό αναιρέσεως επί προσβολής συναφών πράξεων κρίνεται με βάση το ύψος της κάθε μίας (προ ν. 3900).

Ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να προβάλλεται με ειδικότητα στο εισαγωγικό δικόγραφο  και να αποδεικνύεται από τον αιτούντα (ΣτΕ 1165/09).  ΣτΕ 3323/11, Ολομ., Αναίρεση, με το ν. 3772/09 (10-7-09) εώς το ν.3900/10, εφόσον η διαφορά είναι κάτω απο 40.000€ πρέπει ο αναιρεσείων να εξηγεί με σαφήνεια ποιο είναι το σπουδαίο νομικό ζήτημα.

Με το νόμο 3900/2011 προσετέθη ένας ακόμη σημαντικός περιορισμός στην αναίρεση. Η νομολογία του ΣτΕ ή άλλων ανωτάτων Δικαστηρίων αποτελεί πλέον ειδική προϋπόθεση παραδεκτού της αναιρέσεως και της ακυρωτικής εφέσεως (Άρθρο 12 παρ.1 που αντικαθιστά παρ.3 αρθ.53 και 58 παρ1 του πδ 18/89
Με την νέα ρύθμιση για να είναι παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως ή η ακυρωτική έφεση θα πρέπει ο διάδικος να επικαλείται , με τρόπο ειδικό και ορισμένο , στο δικόγραφο της αναιρέσεως ή της εφέσεως : α) είτε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη σε συγκεκριμένη νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου Δικαστηρίου (Ελεγκτικού συνεδρίου, Αρείου Πάγου, Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και θεωρώ και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ). ΣτΕ 2123/11, Γ΄τμ., Αναίρεση λόγω αντίθετης νομολογίας ,ποσοστώσεις φύλων.,  Στε 2961/2010, Αναίρεση , η αντίθετη νομολογία πρέπει να αναφέρεται στο ίδιο θέμα και όχι σε παρόμοιο. β) είτε ότι δεν υπάρχει ακόμη νομολογία γιατί η αναιρεσιβαλλομένη αντιμετώπισε καινοφανές θέμα που συνήθως θα προκύπτει από νεοθεσπισθέντες νόμους .  ΣτΕ 2242/11, Γ΄τμ., παραδεκτή αναίρεση λογω καινοφανιας, ο δημοτικος συμβουλος πρέπει να είναι κατοικος της περιφερειας,  ΣτΕ 2296/2011, Γ΄τμ., αρ.12 Ν.3900, Η αναίρεση πρέπει για να είναι παραδεκτή να αναφέρεται σε “παρθένο νομικό ζήτημα” ή η αναιρεσιβαλλομένη να έχει παραβιάσει νομολογία του ΣτΕ. Καθορισμός αριθμού δημ. συμβουλίων σε κάθε εκλογική περιφέρεια με Καλλικράτη.

Τον όρο «νομολογία» , εφόσον ο νομοθέτης τον θέτει χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, θα πρέπει να τον νοήσουμε ευρύτατα, δηλαδή αρκεί και μια και μόνο απόφαση του ΣτΕ, που να ορίζει το αντίθετο με την προσβαλλόμενη για να καταστήσει παραδεκτή την αναίρεσή μας.

Εξ’ αντιδιαστολής συνάγεται ότι αποκλείεται και απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως, όταν η προσβαλλομένη απόφαση έχει ακολουθήσει την νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανώτατου Δικαστηρίου. Αντίθετα, εάν υφίσταται αντιφατική νομολογία των τμημάτων του ΣτΕ ή αντίθεσή του ΣτΕ με την νομολογία άλλων ανωτάτων Δικαστηρίων ή του ΕΔΔΑ ή του ΔΕΕ, η δε προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ακολούθησε μια από τις αντίθετες νομολογιακές απόψεις των ανωτάτων Δικαστηρίων , τότε είναι πρόδηλο ότι ο διάδικος παραδεκτά ασκεί την αναίρεση ή την ακυρωτική έφεση επικαλούμενος την αντίθετη νομολογία.

Ο διάδικος θα πρέπει , για να μην απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστη η αναίρεσή του ή η ακυρωτική έφεσή του, να επικαλείται στο ίδιο το δικόγραφο της αναιρέσεως ή της ακυρωτικής εφέσεως , ειδικά τις αποφάσεις προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση καθώς και το υπ’ αυτών κριθέν νομικό ζήτημα και παράλληλα να αναφέρει τι δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση που έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις αυτές. Οι μνημονευόμενες αποφάσεις θα πρέπει να ήταν επίσης ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων αχθεισών διαφορών . Κατά τα άλλα με την ύπαρξη της νομολογίας ως προϋπόθεση παραδεκτού της αναιρέσεως , αποδυναμώνεται ως λόγος ακυρώσεως η κατ΄ουσίαν εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (παράβαση νόμου) ως λόγου αναιρέσεως, διατηρεί όμως την παλαιά δυναμική του , όταν επικαλούμαστε για το παραδεκτό της αναιρέσεως, έλλειψη νομολογίας του ΣτΕ. Με το άρθρο 15 παρ. 2 του Ν.4446/2016 προστέθηκε ότι :

2. Η παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από την

παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α` 213), αντικαθίσταται ως εξής:

 «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με

συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση».

3. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, αντικαθίσταται ως εξής:

 «Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού

δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση».

 

ΧΡΗΜΑΤΙΚΟ ΚΑΤΩΦΛΙ.

Η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και δεν ασκείται εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς που έκρινε το διοικητικό Δικαστήριο ουσίας είναι κάτω από 40.000 € και ειδικά στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις κάτω από 200.000 €.

Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό εισφοράς, φόρου κ.λπ., χωρίς τις προσαυξήσεις και τους πρόσθετους φόρους .

Δεν ισχύει το ως άνω χρηματικό κατώφλι και άρα προσβάλλονται ανεξαρτήτως ποσού αποφάσεις : α) για περιοδικές παροχές (δηλ. αποδοχές, συντάξεις κλπ), β) για τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη και

γ) για τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της.


Η νέα ρύθμιση δεν προβλέπει την δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως ανεξαρτήτως ποσού, όταν η επίλυση της διαφοράς έχει ευρύτερες οικονομικές συνέπειες για τον αναιρεσείοντα. Νομίζω ότι η παράλειψη αυτή δημιουργεί πρόβλημα συνταγματικότητας της διάταξης , ενόψει και της νομολογίας της Ολομέλειας και της έκτοτε πάγιας νομολογίας των τμημάτων, αφού περιορίζει δραστικά την προστασία του φορολογούμενου σε περιπτώσεις φορολογικών, ανέκκλητων προστίμων, τα οποία όμως αποτελούν αιτία για την εν συνεχεία αμφισβήτηση της ειλικρίνειας των βιβλίων και στοιχείων του από την φορολογική αρχή (ΣτΕ Ολομ.3937/00, ΣτΕ 189/10, 1549/10) .

 ΣτΕ 2586/11, Γ τμ. , Αναίρεση καταλαμβάνεται από τους περιορισμούς του αρ.12 του ν.3900/10 ΜΟΝΟ εφόσον η αναιρεσιβαλλομένη εκδόθηκε μετά την 1-1-2011- ΑΔΙΑΦΟΡΟΣ Ο  ΧΡΟΝΟΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ βάση του αρθ.77 παρ.5 του πδ 18/89- contra στη 2177/11- του Β’ τμήματος.

Σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ.1β΄ και 4 ε, όπως ερμηνεύεται από το ΣτΕ, επιτρέπεται στο νομοθέτη να περιορίζει την άσκηση αναιρέσεως μόνο σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων βάζοντας χρηματικό κατώφλι (ΣτΕ 1006/08).

Έχει κριθεί ότι μπορεί ο απλός νομοθέτης να περιορίσει το έκτακτο ένδικο μέσο της αναιρέσεως σε υποθέσεις μικρής σημασίας (ΣτΕ 1479/97) καθώς και σε υποθέσεις  που η ασφάλεια δικαίου επιβάλλει αμετάκλητη επίλυση (πχ διαφορές από εκλογές ΝΠΔΔ ΣτΕ 1647/95).

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ

1. Έννομο συμφέρον :

Ο ηττηθείς διάδικος με βάση το διατακτικό της ανέκκλητης ή εφετειακής απόφασης. Με τον ν. 3659/08 καταργήθηκε η πρόσθετη  διαδικαστική προϋπόθεση  της θετικής γνώμης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους  για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως που ασκούσε το ηττηθέν δημόσιο (αρθ.12 παρ.2 ν.2298/95 και ΣτΕ Ολομ. 53/08). Ήδη με το αρθ.3 του ν.3900/10 τίθενται περιορισμοί στην άσκηση αναιρέσεως του δημοσίου.

Σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απευθύνεται εναντίον όλων των αντιδίκων αναγκαίων ομοδίκων που υπήρξαν οι νικητές διάδικοι στην εφετειακή δίκη, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη καθ΄ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 558 ΚΠολΔ (ΣτΕ 611/07).

Δεν νομιμοποιείται ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας να ασκήσει αναίρεση όταν στο εφετείο παρεστάθη το Ελληνικό Δημόσιο με τον Υπουργό Οικονομικών και πρέπει να αποβληθεί (ΣτΕ 728/08).

Επί φορολογικών διαφορών την αναίρεση ασκεί είτε η φορολογική αρχή είτε ο Υπουργός Οικονομικών, υπό την έννοια ότι εφόσον ο ένας την ασκήσει αποκλείεται προδήλως ο άλλος (ΣτΕ 1804/04). Η προθεσμία και για τους δύο αρχίζει να τρέχει όμως από την πρώτη κοινοποίηση σε όποιον και να γίνει (ΣτΕ 1863/08, αντίθετη αλλά όχι κρατούσα η ΣτΕ επτ. 842/06 ).

Κατά το άρθρο 53 παρ.5 μπορεί ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των ΤΔΔ να ασκήσει αναίρεση υπέρ του νόμου , που είναι ιδιόρρυθμη δικαστική προσφυγή (ΣτΕ 3542/03). Με την υπ΄αριθμ. ΣτΕ ολομ. 2040/07 που ασκήθηκε μετά από αναίρεση υπέρ του Νόμου του ΓΕΤΔΔ κρίθηκε ότι εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 202 ΚΔΔ , που αποκλείει την αναστολή, δεν στοιχειοθετεί η ταμειακή βεβαίωση, διότι δεν συνιστά τελείωση της εκτελέσεως , αλλά αρχή αυτής , ήτοι νόμιμη προϋπόθεση για την περαιτέρω διαδικασίας εισπράξεως κατά ΚΕΔΕ, ενώ υπό την αντίθετη εκδοχή ο φορολογούμενος δεν θα μπορούσε να προστατευθεί με προσωρινή δικαστική προστασία στο στάδιο της  ανακοπής διότι ο νόμιμος τίτλος στις φορολογικές διαφορές προσβάλλεται με προσφυγή ουσίας και άρα δεν θα ελεγχόταν παρεμπιπτόντως.

                2. Προθεσμία :  Υπάρχουν δύο προθεσμίες  : α) εάν η απόφαση κοινοποιηθεί ή προ αυτής ο διάδικος λάβει πλήρη γνώση της η προθεσμία είναι 60 ημερών από την επομένη της γνώσης ή κοινοποίησης. Η εξηκονθήμερη προθεσμία της αιτήσεως αναιρέσεως παρεκτείνεται σε 90 εάν ο αναιρεσείων φυσικό πρόσωπο  διαμένει στο εξωτερικό ή το  νομικό πρόσωπο έχει την έδρα του στο εξωτερικό χωρίς να μας ενδιαφέρει ο τόπος διαμονής του νόμιμου εκπροσώπου του (ΣτΕ 3035/07). Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται  από 1/7 έως 15/9 αλλά και λόγω ανωτέρας βίας. Τέτοια είναι και η ασθένεια του Δικηγόρου εάν δεν ήταν σε θέση να ειδοποιήσει εγκαίρως τον εντολές του ή άλλο δικηγόρο (ΣτΕ 56/07).

Η επίδοση γίνεται κατ΄άρθρο 195ΚΔΔ με φροντίδα της γραμματείας (ΣτΕ 990/06).

Εάν ο νομιμοποιούμενος σε αναίρεση πεθάνει, τότε η προθεσμία της αναιρέσεως δεν αρχίζει πριν η τελεσίδικη απόφαση κοινοποιηθεί στους κληρονόμους  σύμφωνα με το αρθ. 86 παρ.3 του ΚΔΔ και ανάλογη εφαρμογή του αρθ.564 ΚΠολΔ (ΣτΕ 4416/87)

Β) Σε κάθε περίπτωση τρία (3) χρόνια από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης ,  για τις αναιρέσεις που ασκούνται μετά την 16-9-1999 , ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Ν 2721/89 (ΣτΕ Ολομ. 1757/07).Η προθεσμία αυτή δεν αναστέλλεται ούτε παρεκτείνεται.

Οι προθεσμίες της αιτήσεως αναιρέσεως ρυθμίζονται αποκλειστικά από το άρθρο 53παρ.2 και 41 παρ.2 του πδ 18/89 ενόψει και του άρθρου 81παρ.2 του ΚΔΔ, σε αντίθεση με τις προθεσμίες των άλλων ενδίκων μέσων που ρυθμίζονται από το ΚΔΔ(ΣτΕ 3822/05).

Στις εκλογικές διαφορές των ΟΤΑ ελλείψη  ειδικής ρύθμισης του νέου Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν.3463/06) και  βάσει του άρθρου 266ΚΔΔ η προθεσμία είναι 10 ημερών από την παρέλευση της πενθήμερης προθεσμίας αναρτήσεως της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο  το άρθρου 260 του ΚΔΔ (ΣτΕ 1535/07).

               

3. Φύση των προσβαλλόμενων αποφάσεων :

Α) Τελεσίδικη απόφαση. ΠΡΟΣΟΧΗ θα πρέπει να ασκήθηκε η έφεση και να απορρίφθηκε. ΣτΕ 80/2012, Β τμ., ΑΝΑΙΡΕΣΗ, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να είναι τελεσίδικη κατ΄έφεση υπο την έννοια οτι ασκήθηκε η εφέση και όχι λόγω παρέλευσης της προθεσμίας ασκήσεως της- το άρθρο 34 του ν.1968/91 δεν εφαρμόζεται σε διαφορετικό μέσο

Αντίθετα αποφάσεις που κατέστησαν τελεσίδικες λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας της εφέσεως ή λόγω παραιτήσεως από την έφεση , ενόψει της ρητής διατύπωσης του άρθρου 53 δεν προσβάλλονται με αναίρεση (ΣτΕ 7μ. 718/06,1913/05). Είναι απαράδεκτη η αναίρεση που στρέφεται κατά αποφάσεως υποκείμενης σε έφεση και το δικόγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έφεση (ΣτΕ ολομ. 3215/03). Ο διαδικαστικός αυτός περιορισμός δεν προσκρούει στην αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου 95, αφού αποτελεί απλό διαδικαστικό περιορισμό δυνάμει του οποίου η διαφορά πρέπει υποχρεωτικώς να περάσει από δυο ουσιαστικά στάδια κρίσεως πριν κριθεί αναιρετικά, διασφαλίζοντας εντονότερα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (ΣτΕ 2639/07).

Εξαίρεση από τα παραπάνω αποτελεί η «κατά παρέκκλιση αναίρεση» του αρθ.2 του Ν.3900/10, η οποία όμως είναι απρόθεσμη και μπορεί να ασκηθεί χωρίς την τήρηση της σειράς ασκήσεως των ενδίκων μέσων. Καταλαμβάνει  τις αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων , οριστικές ή τελεσίδικες, που έκριναν διάταξη νόμου ως αντίθετη στο Σύνταγμα  ή σε άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη χωρίς αυτό να έχει κριθεί από τη νομολογία του ΣτΕ .

Οι παραπεμπτικές αποφάσεις δεν προσβάλλονται με έφεση άρα ούτε με αναίρεση (ΣτΕ 3108/06).

Οι ερήμην εφετειακές αποφάσεις προσβάλλονται με αναίρεση , αλλά δεν επιτρέπεται να αναφέρεται ως αναιρετικός λόγος θέμα ερημοδικίας (ΣτΕ 1346/08,ολομ.361/92 με μειοψ.).

Με την ΣτΕ 1805/09 διευκρινίστηκε ότι οι αποφάσεις του ΔΕΦ που κρίνουν υπαλληλικές προσφυγές ανέκκλητα   δεν προσβάλλονται με αναίρεση , ήτοι οι αποφάσεις των εφόσον είναι οριστικές είναι και αμετάκλητες.

Β) Ανέκκλητη απόφαση λόγω ποσού (έως 5000 € ) ή περιεχομένου πχ διοικητικές συμβάσεις, εκλογικές ΟΤΑ κλπ.

ΠΡΟΣΟΧΗ : ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΝΩΤΕΡΩ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΦΟΡΟΥΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΑΝΩ ΤΩΝ 40.000€ Ή 200.000€ ΕΠΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ.

Εάν δεν μπορεί να προσδιοριστεί το αντικείμενο της χρηματικής διαφοράς πχ διότι η διαφορά αφορά καταβολή ποσού αλλοδαπού νομίσματος είτε σε συνάλλαγμα είτε σε ημεδαπό σε μελλοντικό χρόνο πληρωμής που η ισοτιμία δεν μπορεί σήμερα να προβλεφθεί (ΣτΕ 995/08, 1157/06).

Στις φορολογικές διαφορές υπολογίζεται μόνο το ποσό του φόρου και όχι του προστίμου, ομοίως και στις διαφορές με το ΙΚΑ μόνο η ΠΕΕ όχι η ΠΕΠΕΕ, εκτός εάν προσβάλλονται αυτοτελώς (ΣτΕ Ολομ. 2525/03, 1873/08,2001/08).

Επί ομοδικίας  λαμβάνεται υπόψη το χρηματικό ύψος της διαφοράς για καθένα από τους ομοδίκους (ΣτΕ ολομ. 4134/00). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου το αυτό ισχύει και στην αντικειμενική σώρευση, ήτοι λαμβάνεται υπόψη το ύψος του χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί σε καθένα ένδικο βοήθημα (ΣτΕ 3016/06) ή σε κάθε πράξη (ΣτΕ ολομ. 1462/05).

Το απαράδεκτο λόγω ποσού  δεν ισχύει όταν πρόκειται για περιοδικές παροχές ή θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της (53παρ.4) εφόσον όμως ο σχετικός λόγος εμπίπτει στην παρ.3 .

Εφόσον  συντρέχει μια από τις ανωτέρω τρείς περιπτώσεις θα πρέπει ο αιτών να την περιγράφει και αναλύει με λεπτομέρεια στο δικόγραφό του και όχι στο υπόμνημα οπότε υπάρχει απαράδεκτο (ΣτΕ1693/07).

ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ (ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ)ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ

1. Δεν υπάρχει ανασταλτικό αποτέλεσμα (54). Εκτός εάν υπάρχει ειδική περί του αντιθέτου ρύθμιση, τέτοια όμως δεν είναι των άρθρων 206-209 ΚΔΔ η οποία αφορά τα ΤΔΔ και όχι το ΣτΕ (ΣτΕ ΕΑ 810/07,750/06). Αυτό δεν αντίκειται στο άρθρο 20παρ.1 του Σ. , διότι το Σ. δεν εξασφαλίζει την άσκηση των ενδίκων μέσων, ενώ ουδέποτε προβλεπόταν ανασταλτικό αποτέλεσμα επί αιτήσεως αναιρέσεως, ώστε να τίθεται ζήτημα παραβίασης «δικονομικού κεκτημένου» (ΕΑ 941/06).

Με το αρθ.19 του Ν 1715/1951 η προθεσμία αναιρέσεως και η άσκηση της από το Δημόσιο, το Ταμείο Εθνικού Στόλου και το Ταμείο Εθνικής Αμύνης και το παλαιό εκκλησιαστικό Ταμείο, αναστέλλουν την εκτέλεση, αλλά όχι και την επέλευση των άλλων δικονομικών συνεπειών της τελεσίδικης απόφασης , όπως του δεδικασμένου (ΣτΕ 1142/06).Ειδικά επί εργολαβικών διαφορών η τελεσίδικη απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή , αλλά το Δημόσιο μπορεί να ζητήσει αναστολή εκτελέσεως στο ΣτΕ μετά από την άσκηση αναιρέσεως (αρθ.3και 9 ν.2490/01).

2. Δεν επιτρέπεται παρέμβαση (55).   Υπάρχουν όμως τρείς (3) εξαιρέσεις :

 1)  αρθ. 12 παρ.1 ν.2239/94 επί διαφορών Σημάτων μπορεί να παρέμβει κάθε τρίτος (πρόσθετα ή κύρια) και κάθε επιμελητήριο αλλά αυτό μόνο για τους λόγους του αρθ.3 (ΣτΕ 3885/05) 

2) αρ.1 ν.2479/97 επί ζητήματος αντισυνταγματικότητας διάταξης Νόμου  και ο παρεμβάς είναι διάδικος σε άλλη δίκη σχετιζόμενη με το θέμα αυτό (ΣτΕ 3670/06) και

 3) αρθ.126 ΑΝ 2039/39 που θεωρείται ειδικότερη του αρθ.55 και δυνάμει της οποίας ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να παρεμβαίνει σε οποιαδήποτε δίκη αφορά την διεκδίκηση περιουσίας υπέρ κοινωφελούς σκοπού (ΣτΕ 77/03 με μειοψ.).

3. Εφόσον γίνει δεκτή η αναίρεση , εξαφανίζεται η απόφαση και αναβιώνει η εκκρεμοδικία (57). Το ΣτΕ παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο εκτός εάν η υπόθεση δεν χρήζει διευκρινήσεως ως προς το πραγματικό της μέρος , οπότε την κρατεί και την δικάζει. Οι διάδικοι επανέρχονται στις προ της αναιρέσεως θέσεις των και η συζήτηση επέχει θέση πρώτης συζήτησης (ΣτΕ 2750/07).Το δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να αποστεί σε καμιά περίπτωση από τα κριθέντα από το ΣτΕ. Δηλαδή δεν μπορεί να αποστεί από την παραπεμπτική απόφαση ακόμη και εάν στο μεταξύ η Ολομέλεια του ΣτΕ ή Τμήμα του με αυξημένη σύνθεση έκριναν αντίθετα σε παρόμοια υπόθεση( ΣτΕ 3224/05).

ΤΡΟΠΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ(ΑΡΘ.17,19)

Α) Υπογράφεται υποχρεωτικά από Δικηγόρο ακόμη και παρά πρωτοδίκαις, διορισμένο σε οποιοδήποτε Δικηγορικός Σύλλογο της Χώρας (ΣτΕ 2230/08). Ο  αιτών που επικαλείται πενία μπορεί καθ΄ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 196παρ.1 ,197παρ.1 και 200παρ.1 ΚΠολΔ να υποβάλλει ατελώς αίτησης περί διορισμού  Δικηγόρου (ΣτΕ 7μ. 303/04). Το απαράδεκτο δεν αίρεται με την προσυπογραφή Δικηγόρου μετά την κατάθεση της αιτήσεως αναιρέσεως. Για το Δημόσιο  πρέπει να υπογράφεται από Νομικό Σύμβουλο ή Πάρεδρο ή Δικαστικό Αντιπρόσωπο.

Β) Κατατίθεται σύμφωνα με την παρ.6 του  αρθ.19 στη Γραμματεία του Διοικητικού Δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Η γραμματεία υποχρεούται εντός 10 ημερών να διαβιβάσει το φάκελο στο ΣτΕ.Η έλλειψη υπογραφής του δικηγόρου στη πράξη καταθέσεως αναπληρώνεται από την υπογραφή στην αίτηση (ΣτΕ Ολομ.602/02,446/06).

Πρέπει να κατατεθεί παράβολο σύμφωνα με το άρθρο 34 και 36 εφόσον ο αιτών είναι ιδιώτης ή νπδδ, όχι όμως για ΟΤΑ και Δημόσιο.

ΣτΕ 2375/2009,., αναίρεση και παράβολο αρθ.36 πδ 18/89, αντισυνταγματικότητα, δεν πρέπει να απορρίπτεται η αναίρεση. Αναίρεση και παράβολο. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 36 του π.δ. 18/1989, καθ` ο μέρος συνδέουν το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ με την καταβολή παραβόλου μικρού ύψους, (29 ευρώ), αντιβαίνουν προς τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, καθώς και προς την αρχή της αναλογικότητας που πηγάζει και, κατά το μέρος τους αυτό, είναι ανίσχυρες. Το Δικαστήριο δεν απορρίπτει την ασκηθείσα ενώπιόν του αίτηση αναιρέσεως λόγω μη καταβολής του παραβόλου αυτού αλλά προχωρεί στην εκδίκασή της κατά τα λοιπά και, αν συντρέχει περίπτωση, καταλογίζει το ελλείπον παράβολο με την οριστική του απόφαση. Για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως καταβλήθηκε παράβολο ποσού 15 ευρώ, ενώ έπρεπε να καταβληθεί παράβολο ποσού 29 ευρώ και συνεπώς, το καταβληθέν παράβολο υπολείπεται του απαιτουμένου κατά το νόμο. Επειδή το Τμήμα άγεται σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας των ανωτέρω διατάξεων, το ζήτημα αυτό πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.

Ήδη εξεδόθη η 3088/2011 της ολομέλειας που επικυρώνει την παραπεμπτική.

Γ) Πρέπει να λάβουν χώρα οι κοινοποιήσεις του άρθρου 21 παρ.4.

ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ (56).

Πρόκειται  για έλεγχο νομιμότητας της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης. Δηλαδή εάν τήρησε τις δικονομικές διατάξεις του ΚΔΔ (περ.α-ε) ή εάν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (περ.δ΄). Αντίθετα ο ακυρωτικός έλεγχος είναι έλεγχος νομιμότητας της διοικητικής πράξης και όχι δικαστικής απόφασης.

Οι λόγοι αναιρέσεως μετά το νόμο 3900/10 πρέπει να αφορούν : 1) είτε θέμα καινοφανές για το οποίο δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ , 2) είτε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση να προσκρούει σε αντίθετη νομολογία του ΣτΕ , είτε 3) να προσβάλλει το δεδικασμένο, άλλως είναι απαράδεκτος όχι ο λόγος αλλά συνολικά η αναίρεση. Δηλαδή με το νέο νόμο το παραδεκτό του λόγου ταυτίζεται με το παραδεκτό της αναιρέσεως.

 Αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενοι είναι οι λόγοι δημοσίας τάξεως, ήτοι λόγοι παραδεκτού  δικογράφου, λόγοι αφορώντες την δικαιοδοσία του δικαστηρίου, τη συγκρότηση, την σύνθεση του, την ισχύ της εφαρμοζόμενης διάταξης, οι λόγοι που προκύπτουν από τα διαδικαστικά έγγραφα (ΣτΕ 1748/07).

Παραδεκτός  είναι ο λόγος αναιρέσεως:

α) όταν  αναφέρεται σε μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 12 του Ν. 3900/10 και είναι ορισμένος,

β) όταν εντάσσεται σε μια από τις κατηγορίες των λόγων του άρθρου 56 πχ η παραμόρφωση εγγράφου δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως (ΣτΕ 3083/07) και

γ) εάν προβάλλεται με έννομο συμφέρον και λυσιτελώς πχ εάν η αιτιολογία τις απόφασης έχει και επικουρική βάση ο λόγος της πλημμελούς αιτιολογίας θα πρέπει να πλήττει και την επικουρική βάση (ΣτΕ 99/04).

ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ

Υπάρχει όταν το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση σε υπόθεση ετεροδικίας που δεν μπορεί να δικαστεί δηλαδή από εθνικό δικαστή αλλά από αλλοδαπό ή όταν άσκησε νομοθετική εξουσία. Ουσιαστικά η απόφαση αυτή είναι ανυπόστατη (313ΚπολΔ). Όχι όμως όταν εξετάζει παρεμπιπτόντως την συνταγματικότητα νόμων ή έννοιες του ιδιωτικού δικαίου στα πλαίσια του άρθρου 5 του ΚΔΔ, όχι όμως και έννοιες του ποινικού δικαίου. Εάν το Δικαστήριο απορρίψει το ένδικο βοήθημα για έλλειψη δικαιοδοσίας ενώ στην πραγματικότητα είχε δικαιοδοσία, τότε η απόφαση του πάσχει από εσφαλμένη ερμηνεία νόμου .Ο λόγος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.

ΚΑΘΥΛΗΝ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΣ

Αντίθετα η κατά τόπον αναρμοδιότης δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως (ΣτΕ 2129/07). Με βάση το άρθρο 12 του ΚΔΔ δεν υπάρχει πλημμέλεια εάν η απόφαση εξεδικάσθη από ανώτερο Δικαστήριο.

ΜΗ ΝΟΜΙΜΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ Ή ΚΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Όταν συμμετείχε δικαστής που είχε λόγο εξαιρέσεως πχ διότι είχε συμπράξει την έκδοση της απόφασης εκτός εάν πρόκειται για ανακοπή ερημοδικίας ή τριτανακοπή ή αναθεώρηση (14ΚΔΔ). Εάν ο Δικαστής συμμετείχε στη σύνθεση του πρωτοβάθμιου και μετέχει και στη σύνθεση του εφετείου τότε κατά μία άποψη η εξαίρεση του πρέπει να προταθεί από τους διαδίκους.

Όταν συμμετείχε δικαστής ισόβαθμου δικαστηρίου άλλης περιφέρειας λόγω κωλύματος δικαστή χωρίς πράξη του Γενικού Επιτρόπου  και χωρίς αναφορά του κωλύματος (αρθ.8 Σ και 6παρ.3 ν.1756/88) (ΣτΕ 1016/99). Ή όταν προήδρευσε δικαστής χωρίς να αναφέρεται στην απόφαση ότι  απουσίαζε ή είχε κώλυμα ο πρόεδρος (ΣτΕ 179/96). Δεν αποτελεί κακή συγκρότηση η στελέχωση του  Διοικητικού Πρωτοδικείου Δικαστηρίου από δόκιμο Δικαστή. Πάντως στο ΣτΕ και το ΕΣ δεν τίθεται θέμα διότι οι δόκιμοι Εισηγητές δεν μπορούν να μετέχουν σε κανένα σχηματισμό βάσει των Οργανισμών των Δικαστηρίων αυτών.

Δεν αποτελεί όμως τέτοιο λόγο η μη νόμιμη κλήτευση στο εφετείο, διότι μόνο με ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να προβληθεί (ΣτΕ Ολομ. 2112/04 μειοψ.).

Μη λήψη ουσιώδους ισχυρισμού. Δηλαδή ισχυρισμού που αναφέρεται σε νομικό και όχι πραγματικό ζήτημα και ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έτσι κρίθηκε ότι ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η αφαίρεση των βιβλίων και στοιχείων από την επαγγελματική έδρα του προμηθευτή του έγινε χωρίς να συνταχθεί έκθεση κατασχέσεως και επίδοση στον αναιρεσείοντα είναι ουσιώδης (ΣτΕ 889/07).

Παράβαση των αποδεικτικών κανόνων αποτελεί η περίπτωση όπου παραβιάζεται το βάρος απόδειξης. Έτσι η φορολογική αρχή πρέπει να αποδείξει την εικονικότητα, εκτός εάν η συναλλαγή έγινε με πρόσωπο που δεν είχε θεωρήσει στοιχεία από την αρμόδια φορολογική αρχή , οπότε το βάρος το έχει ο φορολογούμενος, εκτός εάν αποδείξει ότι τελούσε σε καλή πίστη κατά το χρόνο της συναλλαγής (ΣτΕ 1644/07).

Πλημμελής αιτιολογία της απόφασης (56παρ.2).  Έτσι επί λαθρεμπορίας πρέπει να αιτιολογείται ο δόλος ειδικά ή να προκύπτει από τα λοιπά στοιχεία κατά τρόπο αναμφισβήτητο. Είναι αναιρετέα η απόφαση που συμπέρανε το δόλο λαθρεμπορίας από την ιδιότητα του προσφεύγοντος ως πλοιάρχου (ΣτΕ 331/06).

ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ Ή ΠΛΗΜΜΕΛΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

Α) ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ : πχ ΣτΕολομ. 647/04 το αναλογικό παράβολο του άρθρου 171 του ΚΦΔ είναι αντίθετο στο 20 παρ.1 του Σ.. Με την ΣτΕ 2761/07 κρίθηκε ότι το ΙΚΑ όταν ασκεί προσφυγή κατά της ΤΔΕ (ενδοστρεφής δίκη) έχει προθεσμία 90 ημερών από την έκδοση ή δημοσίευση της πράξης της ΤΔΕ. Με την ΣτΕ 264/08 κρίθηκε ότι η προθεσμία της προσφυγής αρχίζει από την πλήρη γνώση της διοικητικής πράξης , η οποία υπάρχει όταν είναι γνωστή η αιτιολογία της πράξης. Με την ΣτΕ ολομ. 248/08 κρίθηκε ότι καλώς σωρεύεται στην προσφυγή αίτημα επιστροφής φόρων και επιδίκασης τόκων, αφού στις φορολογικές διαφορές δεν ασκείται αγωγή ώστε να γίνει σκέψη ότι τέτοιο αίτημα θα έπρεπε να ασκηθεί μόνο με καταψηφιστική αγωγή.

Β. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ :    1. Ο.Κ.Α :  α) Οι ασφαλιστικές εισφορές δεν αποτελούν φόρο ή άλλο οικονομικό βάρος και άρα μπορούν να επιβληθούν αναδρομικά (ΣτΕ Ολομ.832/85). Κρίθηκε όμως ότι το άρθρο 23 του ν.2434/96 με το οποίο ο εργοδότης μόνο σε εξαιρετικές  περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις μπορεί να ανταποδείξει  τα κατά τεκμήριο υπολογιζόμενα οικοδομικά ένσημα είναι αντισυνταγματικό (ΣτΕ ολομ. 1545/08).

Β) Η αρχή της ισότητας μεταξύ ασφαλισμένων διαφόρων ΟΚΑ ελέγχεται καθόσον αφορά στη εξασφάλιση ενός ελάχιστου καθεστώτος ασφαλιστικής προστασίας (ΣτΕ 3470/06).

Γ) Η σύνταξη που δίδεται από το Ταμείο Νομικών σε ασφαλισμένη με 25 έτη ασφάλισης πρέπει για λόγου ισότητας φύλων  να δοθεί και στον ασφαλισμένο (ΣτΕ ολομ. 3088/07 μειοψ.).

Η κατά παρέκκλιση αναίρεση ή έφεση (άρθρο 2).
Η διάταξη είναι τέκνο αφενός της υπερβολικής αύξησης εκείνων των διοικητικών διαφορών που σύμφωνα με τον οικείο νόμο κρίνονται ανέκκλητα από τα Διοικητικά Δικαστήρια και αφετέρου του συστήματος του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των τυπικών νόμων, που επιτρέπει την κήρυξη της αντισυνταγματικότητας νόμου από κάθε Ελληνικό Δικαστήριο επ΄ευκαιρία της διαφοράς που εκδικάζει (αρθ.93παρ.4 Σ). Ήδη είχαν αρχίσει να δημιουργούνται σοβαρά νομικά ζητήματα, αφού υπήρχαν αποφάσεις Διοικητικών Δικαστηρίων που έκριναν διάφορους νόμους ως αντισυνταγματικούς χωρίς να υπάρχει κρίση περί αυτών από το ΣτΕ και μάλιστα από την Ολομέλεια του, όπως επιτάσσει η παρ.5 του άρθρου 100 του Συντάγματος . Η νέα αυτή διάταξη εκτιμώ ότι θα λειτουργήσει θετικά και ήταν αναγκαία ενόψει της τάσης διεύρυνσης του ανέκκλητου .Υπάρχει όμως ορατός κίνδυνος, ιδίως κατά την έναρξη λειτουργίας της διάταξης, να κατακλυστεί το ΣτΕ από«κατά παρέκκλιση»αναιρέσεις για ελάσσονος σημασίας μικροδιαφορές, φορολογικού ή τελωνειακού κυρίως χαρακτήρα και για το λόγο αυτό θα πρέπει οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης να ερμηνευθούν στενά από την νομολογία του Δικαστηρίου .
Από την αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου (γίνεται χρήση του όρου «..κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη…»), είναι σαφές ότι εισάγεται με το άρθρο 2 του ν. 3900/10 εξαίρεση από το άρθρο 56 του πδ 18/89 που ορίζει ότι με αναίρεση προσβάλλονται οι τελεσίδικες κατ΄ έφεση αποφάσεις.
Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης είναι : 1) να έχει εκδοθεί οριστική απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου είτε ουσίας, είτε ακυρωτικού σχηματισμού που να έχει κρίνει διάταξη τυπικού νόμου ως αντίθετη προς το Σύνταγμα ή προς άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, όπως επί παραδείγματι οι διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί με νόμο ή οι γενικώς παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου (αρθ.28παρ.1 Σ και 36Σ) ή οι πρωτογενείς ή δευτερογενείς κανόνες της Ευρωπαϊκής ένωσης (Συνθήκες , Κανονισμοί, οδηγίες κ.λπ). Αντίθετα σαφώς συνάγεται ότι η διάταξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί, όταν το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε διάταξη κανονιστικού διατάγματος ή πράξης (ουσιαστικού νόμου) ως αντίθετη στο Σύνταγμα . Η οριστική αυτή απόφαση μπορεί να είναι και εκκλητή. Δεν απαιτείται δηλαδή η απόφαση να ορίζεται ως ανέκκλητη από το νόμο ή να έχει καταστεί ανέκκλητη, διότι παραδείγματος χάριν χάθηκε η προθεσμία της εφέσεως ή η έφεση ασκήθηκε και απορρίφθηκε. Λογικά εφόσον ο διάδικος προτιμήσει ν’ ασκήσει κατά «παρέκκλιση» αναίρεση, αν και η οριστική απόφαση προσβαλλόταν με έφεση, θα πρέπει να προσέξει να μην χάσει έτσι την προθεσμία της εφέσεως. Συνεπώς φρονώ ότι θα πρέπει να ασκήσει εμπρόθεσμη έφεση της οποίας όμως η εκκρεμοδικία δεν κωλύει την εν συνεχεία άσκηση της απρόθεσμης κατά παρέκκλιση αναίρεσης για το συνταγματικό ζήτημα. Εν συνεχεία , αφού επιλυθεί το συνταγματικό ζήτημα , το ΣτΕ θα παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο εφετείο προς περαιτέρω εκδίκαση (βλ. αρθ.2 infine).
ΠΡΟΣΟΧΗ : Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εν όψει και του σκοπού της θέσπισής της, αίτηση αναίρεσης κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, χωρεί ΜΟΝΟ σε περίπτωση κατά την οποία η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου διαλαμβάνει ρητή και απερίφραστη σκέψη σχετικά με αντίθεση διάταξης τυπικού νόμου προς το Σύνταγμα ή άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν αρκεί η απλή αναφορά στη μείζονα σκέψη της κάποιων σχετικών συνταγματικών άρθρων.
2) Το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας να τίθεται για πρώτη φορά ,υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει ήδη για το θέμα αυτό οριστική απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ , αφού μετά την αναθεώρηση του 2001 το Σύνταγμα επιβάλλει την επίλυση των θεμάτων της αντισυνταγματικότητας από την Ολομέλεια του ΣτΕ ακόμη και εάν το ίδιο θέμα είχε κριθεί προ του 2001 από τμήμα του ΣτΕ .
Εάν η οριστική απόφαση που έκρινε νόμο ως αντισυνταγματικό είναι πρωτοβάθμιου ακυρωτικού δικαστηρίου, τότε ασκείται κατ΄ αυτής έφεση ακόμη και εάν εκ του νόμου πρόκειται για ανέκκλητη απόφαση (αρθ.5Α του ν.702/77). Προβληματισμός μπορεί να υπάρξει για τις οριστικές αποφάσεις των διοικητικών εφετείων επί υπαλληλικής προσφυγής. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ασκείται κατά παρέκκλιση αναίρεση και όχι έφεση, αφού πρόκειται για διαφορά ουσίας.
Έννομο συμφέρον – Ενεργητική νομιμοποίηση : Την κατά παρέκκλιση αναίρεση ή ακυρωτική έφεση επιτρέπεται να ασκήσουν μόνο οι διάδικοι της αρχικής δίκης όπου κρίθηκε το θέμα της αντισυνταγματικότητας και όχι τρίτα πρόσωπα. Ο νεοπαγής δηλαδή θεσμός δεν πρέπει να συγχέεται με την αναίρεση ή την έφεση υπέρ του νόμου (αρθ.57παρ.1 ν. 3900/11 και 53 παρ.5 και 58 παρ.4 του πδ 18/89).
Η απόφαση του ΣτΕ για το θέμα της αντισυνταγματικότητας σαφώς είναι απόλυτα δεσμευτική για το αρμόδιο Δικαστήριο και τους διαδίκους. Εφόσον το ΣτΕ επιλύσει το θέμα της αντισυνταγματικότητας και εξαφανίσει την αρχική απόφαση του διοικητικού Δικαστηρίου, στη συνέχεια μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση προς νέα εκδίκαση από το αρμόδιο Δικαστήριο, αλλά μπορεί επίσης, αναλόγως με την περίπτωση να την κρατήσει και να τη δικάσει εν συνόλω, αφού με το αναθεωρημένο το 2001 άρθρο 94 του Συντάγματος δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του συστήματος διάκρισης των διοικητικών διαφορών σε ακυρωτικές και ουσίας.
Προθεσμία : Με επιχείρημα από την γραμματολογική διατύπωση της διάταξης που αναγράφει «….κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη…» , η κατά παρέκκλιση αναίρεση ή έφεση ασκείται απρόθεσμα, δηλαδή κατά παρέκκλιση και από τις διατάξεις περί προθεσμιών.
Ι.Γ. Η βελτίωση του θεσμού της πρότυπης δίκης (άρθρο 57 παρ.2).
Ως γνωστό με το άρθρο 39 του ν.3659/08 εισήχθη για πρώτη φορά στη χώρα μας ο Γερμανικός προέλευσης θεσμός της πρότυπης δίκης (Musterprozess) .
Με το άρθρο 57 παρ.2 του νέου νόμου ενισχύεται ο θεσμός αφού : α) δίδεται η δυνατότητα εκτός της αυτεπάγγελτης εκκίνησης της πρότυπης δίκης από τον Επίτροπο και σε τρίτα πρόσωπα , ήτοι οι διευθύνοντες τα διοικητικά Δικαστήρια, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και ο Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους , να υποβάλλουν αίτημα για έναρξη της, και β) εφόσον ο Επίτροπος κρίνει ότι η επίλυση της διαφοράς σχετίζεται με σημαντικό νομικό ζήτημα και ζητά την κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης ,αναστέλλεται η εκδίκαση όλων των σχετιζομένων δικών έως την δημοσίευση οριστικής απόφασης από το ΣτΕ. Η αναστολή δεν εμποδίζει την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας.