3. ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ – ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Uncategorized

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ  ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

95/2017 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Tηλεοπτικές άδειες. Αίτηση ακύρωσης της αριθ. 4297/2016 απόφασης του Υπουργού Επικρατείας, περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων της οικείας διαγωνιστικής διαδικασίας στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, καθώς και της συναφούς 10214/2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας περί συστάσεως – συγκροτήσεως Ειδικής Επιτροπής διενέργειας του διαγωνισμού. Με αποφάσεις του ΣτΕ έχει κριθεί ότι η επ΄ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών που ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παράνομα αντίκειται στο Σύνταγμα. Δεν υφίστατο, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4339/2015 συγκροτημένο ΕΣΡ, διότι είχε λήξει η θητεία των μελών του και η οποία μπορούσε να παραταθεί μονο για εύλογο χρονικό διάστημα. Η αιτούσα εταιρεία, η οποία διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο την παροχή τηλεοπτικών υπηρεσιών και προτίθεται να λάβει μέρος στη διαγωνιστική διαδικασία, έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει την ένδικη αίτηση ακύρωσης, έστω και αν κατά το χρόνο άσκησής της δεν είχε εκδοθεί η προκήρυξη για τη διενέργεια του επίμαχου διαγωνισμού. Δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον της αιτούσας το γεγονός ότι η άδεια που της είχε χορηγηθεί έληξε στις 31/12/2015. Αντίθετες μειοψηφίες ως προς το έννομο συμφέρον της αιτούσας. Ενόψει των σκοπών που επιτελεί το ΕΣΡ, ως ανεξάρτητη αρχή, δεν είναι επιτρεπτό, σε περίπτωση μη συγκροτήσεώς του, οι αρμοδιότητές του να ασκηθούν από άλλα όργανα, άλλως παραβιάζονται συνταγματικές διατάξεις. Η παρ. 2 του άρθρου 2Α του ν. 4339/21015, όπως προστέθηκε με το άρθρο τρίτο του ν. 4367/2016, με την οποία η αρμοδιότητα για τη διενέργεια της διαγωνιστικής διαδικασίας για τη χορήγηση τηλεοπτικών αδειών ανατίθεται στον Υπουργό, στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, αντίκειται στο άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος. Αντίθετες μειοψηφίες. Η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, ερειδόμενη στην ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη που κρίθηκε ως αντισυνταγματική, είναι μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί. Συνακυρωτέα είναι και η δεύτερη συμπροσβαλλόμενη πράξη. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ. 

Αριθμός 95/2017

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Ιουλίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Αν. Γκότσης, Ε. Σαρπ, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ε. Αντωνόπουλος, Σπ. Μαρκάτης, Σπ. Χρυσικοπούλου, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Ά. Καλογεροπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Σ. Βιτάλη, Η. Μάζος, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Ρ. Γιαννουλάτου, Μ. Τριπολιτσιώτη, Α. Σδράκα, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Σπ. Μαρκάτης και Κ. Πισπιρίγκος καθώς και η Πάρεδρος Α. Σδράκα μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

Για να δικάσει την από 3 Μαΐου 2016 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….…….», που εδρεύει στο … (……..), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Δελλή (Α.Μ. 15582), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Επικρατείας, ο οποίος παρέστη με τους: α) Ευστράτιο Συνοίκη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και β) Αλεξάνδρα Δημητρακοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Για το Δημόσιο παρέστησαν επίσης οι δικηγόροι: α) Ιωάννης Δρόσος (Α.Μ. 7760) και β) Ιωάννης Μαντζουράνης (Α.Μ. 7349), που τους διόρισε με υπουργική απόφαση.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 7 Ιουνίου 2016 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 4297/1.3.2016 απόφαση του Υπουργού Επικρατείας και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Παπαγεωργίου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τους πληρεξούσιους και τους αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008 (Α’ 241), των Συμβούλων Δ. Αλεξανδρή και Α.-Γ. Βώρου, τακτικών μελών της συνθέσεως που εκδίκασε την υπόθεση, έλαβαν μέρος αντ’ αυτών στη διάσκεψη και στις ψηφοφορίες, ως τακτικά μέλη, οι Σύμβουλοι Σπ. Μαρκάτης και Κ. Πισπιρίγκος, αναπληρωματικά έως τότε μέλη της συνθέσεως (βλ. Πρακτικά Διασκέψεως της Ολομελείας 156/12.10.2016, 156A/14.10.2016, 159/18.10.2016, 169A/24.10.2016 και 172/26.10.2016).

2. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (../28.4.2016 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α’ της Δ’ Δ.Ο.Υ. Αθηνών)

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 4297/1.3.2016 αποφάσεως τουΥπουργού Επικρατείας «Μεταβίβαση επιμέρους αρμοδιοτήτων της διαγωνιστικής διαδικασίας αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας και ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων της διαγωνιστικής διαδικασίας» (Β’ 518/1.3.2016). Συμπροσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει να θεωρηθεί και η, εκδοθείσα μετά την άσκηση αυτής, 10214/20.5.2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας περί «συστάσεως-συγκροτήσεως» Πενταμελούς Ειδικής Επιτροπής Διενέργειας του ανωτέρω διαγωνισμού, ως συναφής με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση (πρβλ. ΣτΕ 380/2014 κ.ά.).

4. Επειδή, το Σύνταγμα του 1975 όρισε στο άρθρο 15 παρ. 2 ότι «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους και έχουν σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης· πρέπει πάντως να εξασφαλίζεται η ποιοτική στάθμη των εκπομπών που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή τους και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας». Με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α’ 84) η ανωτέρω παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε ως εξής: «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την υποχρεωτική και δωρεάν μετάδοση των εργασιών της Βουλής και των επιτροπών της, καθώς και προεκλογικών μηνυμάτων των κομμάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα». Εξ άλλου, ως προς το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.) και τις λοιπές συνταγματικώς κατοχυρωμένες αρχές, με το άρθρο 101Α του Συντάγματος, το οποίο προστέθηκε με το προαναφερθέν Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίσθηκαν τα εξής: «1. Όπου από το Σύνταγμα προβλέπεται η συγκρότηση και η λειτουργία ανεξάρτητης αρχής, τα μέλη της διορίζονται με ορισμένη θητεία και διέπονται από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, όπως νόμος ορίζει. 2. … Τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές πρέπει να έχουν τα ανάλογα προσόντα, όπως νόμος ορίζει. Η επιλογή τους γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της. Τα σχετικά με τη διαδικασία επιλογής ορίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής. 3. _».

5. Επειδή, με τον ν. 1866/1989 (Α’ 222), προβλέφθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα ιδρύσεως και λειτουργίας μη κρατικών τηλεοπτικών σταθμών τοπικής εμβελείας, κατόπιν εκδόσεως αδείας χορηγουμένης χωρίς προηγουμένη διαγωνιστική διαδικασία (άρθρο 4) και συνάψεως σχετικής συμβάσεως παραχωρήσεως επταετούς διαρκείας (άρθρο 5), ορίσθηκε δε ότι «… Η άδεια του σταθμού ραδιοτηλεοράσεως τελειούται με τη σύναψη της συμβάσεως παραχωρήσεως και ανακαλείται αυτοδικαίως, αν μέσα σε εννέα μήνες από τη χορήγησή της δεν συναφθεί η κατά το άρθρο 5 σύμβαση…» (άρθρο 10). Από το έτος 1989 και μετά άρχισαν να λειτουργούν πολλοί τηλεοπτικοί σταθμοί αυθαιρέτως και χωρίς άδεια (βλ. Ολομ. ΣτΕ 3578/2010 σκ. 4). Όμως, κατ’ εφαρμογήν του ανωτέρω νόμου (1866/1989) -καθώς και του ν. 1943/1991 (Α’ 50), με το άρθρο 85 παρ. 4 του οποίου επετράπη η «τεχνική δικτύωση τοπικών τηλεοπτικών σταθμών, με δυνατότητα απόκτησης εθνικής εμβέλειας»- εκδόθηκε, χωρίς διαγωνιστικές διαδικασίες, περιορισμένος αριθμός αδειών ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών τοπικής εμβέλειας με δυνατότητα τεχνικής δικτύωσης για απόκτηση εθνικής εμβέλειας. Μεταξύ των αδειών αυτών περιλαμβάνεται και η χορηγηθείσα, με την 19207/Ε/9.9.1993 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Εσωτερικών, Οικονομικών και του Υφυπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών (Β’ 713/10.9.1993), στην αιτούσα εταιρεία. Ως όρος στις άδειες αυτές περιελήφθη, σύμφωνα με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 10 του ν. 1866/1989, η ρήτρα ότι «Η άδεια του σταθμού τελειούται με τη σύναψη της συμβάσεως παραχωρήσεως και ανακαλείται αυτοδικαίως αν μέσα σε εννέα μήνες από τη χορήγησή της δεν συναφθεί η ως άνω σύμβαση». Από τα στοιχεία, όμως, του φακέλου δεν προκύπτει ότι υπεγράφη η αναγκαία κατά νόμον για την τελείωση της αδείας σύμβαση, εντός εννέα μηνών από τη χορήγησή της, χωρίς να εκδοθεί διαπιστωτική πράξη περί αυτοδικαίας ανακλήσεώς της. Πλην, μετά ένα έτος και πλέον, με το άρθρο 5 του ν. 2328/1995 (Α’ 159/3.8.1995) -με το άρθρο 2 του οποίου προβλέφθηκε η έκδοση, κατόπιν διαγωνισμού που προκηρύσσεται με απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μ.Μ.Ε., αδειών ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών εθνικής, περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας- ορίσθηκε ότι οι άδειες που χορηγήθηκαν κατά το άρθρο 4 του ν. 1866/1989 «εξακολουθούν» να ισχύουν για ένα έτος από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Μετά δε την παρέλευση του χρονικού αυτού διαστήματος, με το άρθρο 4 του ν. 3438/1996 (Α’ 211/29.8.1996), ορίσθηκε ότι η ισχύς των ανωτέρω αδειών παρατείνεται για εννέα ακόμη μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, με πρόβλεψη καταβολής σχετικού ανταλλάγματος υπέρ του Δημοσίου. Δεκαεπτά μήνες μετά την εκπνοή και της ως άνω παρατάσεως, ο ν. 2644/1998 (Α’ 233/13.10.1998) όρισε με το άρθρο 17 παρ. 3 ότι οι ανωτέρω άδειες «εξακολουθούν να ισχύουν» μέχρι την έκδοση των αδειών που είχαν προκηρυχθεί με τις 4715/Ι/27.2.1998 και 4775/Ι/3.3.1998 αποφάσεις του Υπουργού Τύπου και Μ.Μ.Ε. Μετά τέσσερα περίπου έτη, η τελευταία αυτή διάταξη αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 του ν. 3021/2002 (Α’ 143/19.6.2002), η οποία όρισε ότι οι ανωτέρω άδειες «εξακολουθούν να ισχύουν» μέχρι την, οποτεδήποτε στο μέλλον, πρώτη εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2328/1995 με την έκδοση αδειών λειτουργίας για την αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή. Τέσσερα δε σχεδόν έτη αργότερα -ενώ, ήδη, τρεις μήνες μετά την τελευταία ως άνω διάταξη, με το άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 3051/2002 (Α’ 220/20.9.2002) είχαν καταργηθεί όλες οι μη ολοκληρωθείσες μέχρι τότε διαγωνιστικές διαδικασίες- ορίσθηκε με το άρθρο 15 παρ. 7 εδ. β’ του ν. 3444/2006 (Α’ 46/2.3.2006) ότι οι προκηρύξεις για τη χορήγηση τηλεοπτικών αδειών θα εκδοθούν μέχρι τις 30.6.2006. Η προθεσμία, όμως, αυτή (για την έκδοση προκηρύξεως) παρετείνετο συνεχώς με επτά διαδοχικούς νόμους (άρθρα 9 παρ. 2 ν. 3548/2007 – Α’ 68, 20 παρ. 5 ν. 3592/2007 – Α’ 161, δεύτερο παρ. 1 ν. 3640/2008 – Α’ 22, 9 ν. 3723/2008 – Α’ 250, 38 ν. 3775/2009 – Α’ 122, 29 παρ. 4 ν. 3838/2010 – Α’ 49 και 49 παρ. 8 ν. 3905/2010 – Α’ 219) μέχρι τις 31.12.2011. Εξ άλλου, με τον προαναφερθέντα ν. 3592/2007 θεσπίσθηκε νέα διαγωνιστική διαδικασία χορηγήσεως αδειών λειτουργίας ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών που μεταδίδουν το πρόγραμμά τους με αναλογικό σήμα ελεύθερης λήψεως, κατόπιν διαγωνιστικής διαδικασίας η οποία διεξάγεται από το Ε.Σ.Ρ. (Κεφάλαιο Β’, άρθρα 6-7), καθώς και διαδικασία αδειοδοτήσεως παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής, επίσης κατόπιν διαγωνιστικής διαδικασίας η οποία διεξάγεται από το Ε.Σ.Ρ. (Κεφάλαιο Ε’, άρθρο 13, το οποίο αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 80 παρ. 1 περ. στ’ του ν. 4070/2012, Α’ 8/10.4.2012). Περαιτέρω, με το άρθρο 5 παρ. 7 περ. α’ του ίδιου νόμου (πέντε έτη μετά την ως άνω, κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 3021/2002, επ’ αόριστον παράταση ισχύος των εν λόγω αδειών) ορίσθηκε ότι «ως νομίμως λειτουργούντες τηλεοπτικοί σταθμοί εθνικής εμβέλειας νοούνται αυτοί που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού ελεύθερης λήψης και ειδική άδεια τεχνικής δικτύωσης προκειμένου να αποκτήσουν εθνική εμβέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1866/1989 … η οποία έχει παραταθεί με τις διατάξεις … και της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3021/2002…», δεν τέθηκε, όμως, χρονικό όριο στη «νοουμένη» κατά την ως άνω διάταξη «νόμιμη λειτουργία» των εν λόγω τηλεοπτικών σταθμών. Συναφώς, με την απόφαση 3578/2010 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας -καθώς και με άλλες μεταγενέστερες αποφάσεις (3253/2011, 237, 387/2012, 996, 4185/2013, 1923, 4615, 4809/2014, 2228, 2233, 2519, 2861- 2862/2015 κ.ά., 79/2013 εν συμβ. κ.ά.)- κρίθηκε, προκειμένου περί περιφερειακών τηλεοπτικών σταθμών, ότι η επ’ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών που ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παρανόμως (ανοχή η οποία εκδηλώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του ν. 3051/2002, που προέβλεπε παράταση του καθεστώτος λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών επ’ αόριστον, χωρίς να έχουν προκηρυχθεί σχετικές διαγωνιστικές διαδικασίες και χωρίς θέσπιση εύλογης προθεσμίας ολοκληρώσεως της αδειοδοτήσεως των σταθμών αυτών), αντίκειται στο Σύνταγμα και, ειδικότερα, α) αντιβαίνει προς την θεμελιώδη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου, από την οποία απορρέει η υποχρέωση του Κράτους να εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή του νόμου και να προασπίζει τα δημόσια αγαθά, όπως είναι οι αριθμητικά περιορισμένες ραδιοσυχνότητες για την πραγματοποίηση τηλεοπτικών εκπομπών αναλογικού σήματος, το δημόσιο δε αυτό αγαθό προσβάλλεται όταν η χρήση των ραδιοσυχνοτήτων γίνεται χωρίς την απαιτούμενη διοικητική άδεια, δηλαδή αυθαιρέτως και παρανόμως, και β) αντιβαίνει προς την συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι θέτει τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία, ενώ είχαν την πραγματική δυνατότητα και την βούληση να ιδρύσουν τηλεοπτικό σταθμό αλλά δεν το έπραξαν αυθαιρέτως και δεν παρέβησαν τον νόμο, σε εξόχως μειονεκτική μοίρα σε σχέση με τα πρόσωπα, τα οποία ίδρυσαν και λειτουργούν παρανόμως, χωρίς άδεια, τηλεοπτικό σταθμό, ενώ νέμονται τομέα της αγοράς τηλεοπτικών υπηρεσιών, η λειτουργία της οποίας μάλιστα συνδέεται με την, καίριας σημασίας σε μία δημοκρατική πολιτεία, άσκηση των δικαιωμάτων του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι. Το πρώτον μετά την έκδοση της ανωτέρω (3578/2010) αποφάσεως της Ολομελείας του ΣτΕ και την εμφάνιση της επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης με την πρόβλεψη σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας αδειοδοτήσεως του παρόχου περιεχομένου (άρθρο 13 ν. 3592/2007), επιχειρήθηκε, τέσσερα έτη και πλέον μετά την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 7 περ. α’ του ν. 3592/2007, να περιορισθεί χρονικώς η ρύθμιση της διατάξεως αυτής, με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 4038/2012 (Α’ 14/2.2.2012). Ειδικότερα, με την τελευταία αυτή διάταξη ορίσθηκε ότι οι εν λόγω τηλεοπτικοί σταθμοί «εξακολουθούν να λειτουργούν νομίμως μέχρι την έκδοση της απόφασης για τη χορήγηση αδειών παροχής περιεχομένου επίγειας ψηφιακής εκπομπής……»· η ρύθμιση, όμως, αυτή, δεν έθετε συγκεκριμένο χρονικό όριο για τη χορήγηση των αδειών τούτων ή, έστω, για την κίνηση της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας, τελούσε δε υπό έναν όρο, η πλήρωση του οποίου αναγόταν στο άδηλο μέλλον, ότι δηλαδή οι εν λόγω τηλεοπτικοί σταθμοί θα συμμετάσχουν στην «οικεία διαγωνιστική διαδικασία» που «θα διενεργηθεί». Ακολούθως, με το άρθρο 18 του ν. 4208/2013 (Α’ 252) ορίσθηκε, εκτός άλλων, ότι η χορήγηση αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής «θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι τις 30.6.2014», η προθεσμία δε αυτή παρατάθηκε διαδοχικώς με το άρθρο έκτο παρ. 3 του ν. 4279/2014 (Α’ 158) και το άρθρο 86 του ν. 4313/2014 (Α’ 261) μέχρι τις 31.12.2015, χωρίς να έχει έκτοτε παραταθεί.

6. Επειδή, εν όψει της επικειμένης, στις 31.12.2015, λήξεως και της τελευταίας ως άνω προθεσμίας ολοκληρώσεως της διαδικασίας χορηγήσεως τηλεοπτικών αδειών (άρθρο 86 του ν. 4313/2014), δημοσιεύθηκε ο ν. 4339/2015 με τίτλο «Αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης…» (Α’ 133/29.10.2015). Στο άρθρο 1 του νόμου αυτού ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Η αδειοδότηση των παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης γίνεται κατόπιν διαγωνιστικής διαδικασίας, η οποία διεξάγεται μέσω δημοπρασίας. Η διαδικασία αυτή διενεργείται από το Ε.Σ.Ρ., το οποίο εκδίδει τη σχετική προκήρυξη. Για την εφαρμογή του παρόντος, ως πάροχος περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης θεωρείται η επιχείρηση που διαθέτει ολοκληρωμένο τηλεοπτικό περιεχόμενο προς μετάδοση στο κοινό, εικοσιτετράωρης ή μικρότερης χρονικής διάρκειας, μέσω επίγειας ψηφιακής τεχνολογίας και εμπίπτει στην έννοια του μέσου ενημέρωσης όπως αυτή ορίζεται στη διάταξη του εδαφίου β’ της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3310/2005 (Α’ 30)…. 2. Η παροχή υπηρεσιών επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής αποτελεί υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνίσταται στην παροχή στο κοινό τηλεοπτικών υπηρεσιών, βάσει προϋποθέσεων, όρων και διαδικασιών που διασφαλίζουν, αφενός, τη νομιμότητα, τη διαφάνεια, την πολιτική και πολιτισμική πολυμέρεια και πολυφωνία και τον ελεύθερο και ανόθευτο οικονομικό ανταγωνισμό στον ευρύτερο τομέα των μέσων ενημέρωσης και, αφετέρου, την παροχή στο κοινό υψηλού επιπέδου τηλεοπτικών υπηρεσιών. 3. Οι άδειες των παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης διακρίνονται σε εθνικής και περιφερειακής εμβέλειας…». Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζονται τα ακόλουθα: «1. … 4. Με απόφαση του Υπουργού στον οποίο ανατίθενται εκάστοτε οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, μετά από αιτιολογημένη γνώμη του Ε.Σ.Ρ. και δημόσια διαβούλευση, καθορίζεται ο αριθμός των δημοπρατούμενων αδειών παρόχου περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης ανά κατηγορία εμβέλειας (εθνικής ή περιφερειακής), προγράμματος (ενημερωτικού ή μη ενημερωτικού), είδος περιεχομένου σε περίπτωση ενημερωτικού προγράμματος (γενικού ή θεματικού περιεχομένου), είδος στόχευσης (γενικής ή ειδικής) σε περίπτωση μη ενημερωτικού προγράμματος και είδος θεματικού περιεχομένου σε περίπτωση προγράμματος ειδικής στόχευσης. Η τιμή εκκίνησης ανά κατηγορία δημοπρατούμενης άδειας καθορίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού στον οποίο ανατίθενται εκάστοτε οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, μετά από γνώμη του Ε.Σ.Ρ.. 5. Η χρονική διάρκεια των αδειών παρόχων περιεχομένου είναι δέκα (10) έτη από την ημερομηνία της έκδοσής τους. 6. Η διαδικασία της αδειοδότησης των παρόχων περιεχομένου μέσω δημοπρασίας διεξάγεται με την έκδοση προκήρυξης από το Ε.Σ.Ρ., σύμφωνα με τους όρους του παρόντος. Προκηρύξεις από το Ε.Σ.Ρ. είναι δυνατόν να εκδίδονται ξεχωριστά ανά κατηγορία αδειών. 7. …». Επίσης, με τον νόμο αυτό ορίσθηκαν οι θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις συμμετοχής των υποψηφίων στη διαδικασία αδειοδοτήσεως και ειδικότερα η νομική μορφή αυτών (άρθρο 3), το ελάχιστο καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο (άρθρο 4), η ονομαστικοποίηση των μετοχών, με τις οριζόμενες εξαιρέσεις (άρθρο 5), οι ασυμβίβαστες ιδιότητες και η υποβολή στοιχείων σχετικά με τον τρόπο αποκτήσεως («πόθεν έσχες») των σχετικών οικονομικών μέσων των υποψηφίων, των μετόχων τους κ.λπ. (άρθρο 6), ο τεχνολογικός εξοπλισμός και η κτηριακή υποδομή (άρθρο 7), η ελάχιστη διάρκεια και το ελάχιστο περιεχόμενο του προγράμματος (άρθρο 8), ο ελάχιστος αριθμός απασχολούμενου προσωπικού (άρθρο 9), η ασφαλιστική, φορολογική και τραπεζική ενημερότητα, η απαγόρευση συγκεντρώσεως ελέγχου κ.ά. (άρθρο 10). Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ίδιου ν. 4339/2015 ορίζεται: «1.Η διαδικασία αδειοδότησης των παρόχων περιεχομένου αρχίζει με τη δημοσίευση της σχετικής προκήρυξης από το Ε.Σ.Ρ.. 2. Στην προκήρυξη καθορίζονται οι όροι και η διαδικασία χορήγησης των αδειών παρόχων περιεχομένου και ειδικότερα κατ’ ελάχιστον τα εξής: α) Ο αριθμός των προκηρυσσόμενων αδειών. β) Η εμβέλεια, το πρόγραμμα και το είδος του περιεχομένου που αφορούν οι προκηρυσσόμενες άδειες. γ) Η χρονική διάρκεια της άδειας. δ) Η προθεσμία υποβολής των αιτήσεων. ε) Το χρονοδιάγραμμα, τα στάδια και ο τρόπος διενέργειας της διαδικασίας χορήγησης των αδειών μέσω της δημοπρασίας. στ) Η τιμή εκκίνησης ανά κατηγορία άδειας. ζ) Οι προϋποθέσεις συμμετοχής των υποψηφίων στη διαδικασία τόσο της προεπιλογής όσο και της τελικής φάσης της δημοπρασίας και η διαδικασία ελέγχου της συνδρομής αυτών. η) Τα έγγραφα που απαιτείται να υποβάλουν οι υποψήφιοι προκειμένου να αποδείξουν τη συνδρομή των προβλεπόμενων από τον παρόντα νόμο θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων, βάσει των οποίων θα γίνει η προεπιλογή τους για να αποκτήσουν το δικαίωμα συμμετοχής στην τελική φάση της δημοπρασίας. θ) Ο τρόπος ανακήρυξης των αδειούχων και οι υποχρεώσεις αυτών. 3. _ 4. Το πλήρες κείμενο της προκήρυξης στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα αναρτάται στην ιστοσελίδα του Ε.Σ.Ρ. και της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 5. Η συμμετοχή στη διαδικασία χορήγησης αδειών παρόχου περιεχομένου συνεπάγεται πλήρη αποδοχή των όρων της σχετικής προκήρυξης και δεν είναι επιτρεπτή η συμμετοχή με επιφύλαξη ή υπό αίρεση. 6. _». Στο άρθρο 12 περιέχονται ρυθμίσεις σχετικά με το στάδιο της προεπιλογής των υποψηφίων, ενώ στο άρθρο 13 ορίζονται τα εξής: «1. Η διεξαγωγή της δημοπρασίας γίνεται μέσω διαδικασίας πολλαπλών γύρων με αυξανόμενο τίμημα επί της, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4, καθοριζόμενης τιμής εκκίνησης. Η διεξαγωγή της δημοπρασίας αρχίζει από την ημερομηνία εκκίνησής της και ολοκληρώνεται την ημερομηνία ανακήρυξης των υπερθεματιστών αδειούχων. … 2. _ 3. Το τίμημα κάθε άδειας καταβάλλεται από τον υπερθεματιστή σε τρεις (3) ισόποσες δόσεις, με ισάριθμες τραπεζικές επιταγές που εκδίδονται σε διαταγή του Ελληνικού Δημοσίου, εντός των κατωτέρω προθεσμιών: α. η πρώτη δόση εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ανακήρυξή του σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, β. η δεύτερη δόση εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία χορήγησης της άδειας και γ. η τρίτη δόση εντός είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την ημερομηνία χορήγησης της άδειας. … [όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 114 παρ. 1 του ν. 4387/2016, Α’ 85/12.5.2016]. 4. … 7. Οι διαφορές που αναφύονται κατά τη διενέργεια της διαγωνιστικής διαδικασίας αδειοδότησης διέπονται από τις διατάξεις του ν. 3886/2010 (Α’ 173)». Στο άρθρο 14 ορίζεται: «1. _ 2. _ 3. Η άδεια τελεί υπό τους ακόλουθους όρους: α) … β) Ο πάροχος περιεχομένου υποχρεούται να συμβληθεί εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία χορήγησης της άδειας με πάροχο δικτύου, ο οποίος αναλαμβάνει την υποχρέωση να καλύπτει πληθυσμιακά την Περιφερειακή Ζώνη για την οποία χορηγείται η άδεια σε ποσοστό που καθορίζεται με τον εκάστοτε ισχύοντα Χάρτη Συχνοτήτων. γ) … δ) _ 4. … 11. …». Τέλος, στο άρθρο 15 ορίζονται οι λόγοι ανακλήσεως των εν λόγω αδειών.

7. Επειδή, εξ άλλου, ως προς το Ε.Σ.Ρ. και τις λοιπές συνταγματικώς κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, με το άρθρο 55 παρ. 10 του τελευταίου ως άνω ν. 4339/2015 ορίσθηκε ότι «Καταργείται η διάταξη του άρθρου 110 παρ. 12 του ν. 4055/2012 και από την έναρξη ισχύος του παρόντος [ήτοι από 29.10.2015, κατά το άρθρο 59] αποχωρούν αυτοδικαίως από τη θέση τους τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών, των οποίων έχει λήξει η αρχική θητεία».

8. Επειδή, ως προς το ζήτημα της συγκροτήσεως του Ε.Σ.Ρ. και των λοιπών συνταγματικώς κατοχυρωμένων ανεξαρτήτων αρχών και, ειδικότερα, της θητείας των μελών τους, έχει κριθεί με την 3515/2013 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι κατά την έννοια του προπαρατεθέντος άρθρου 101Α του Συντάγματος, που προβλέπει συγκεκριμένη διαδικασία εντός ορισμένων χρονικών ορίων και καθιερώνει ρητώς «ορισμένη» θητεία των μελών των ανεξαρτήτων αρχών, είναι μεν ανεκτή η συνέχιση της λειτουργίας των εν λόγω αρχών μετά τη λήξη της θητείας των μελών τους και μέχρι την επιλογή των νέων, μόνο όμως για εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο κρίνεται κατά τις εκάστοτε συντρέχουσες περιστάσεις· τούτου έπεται ότι, μετά την πάροδο του ευλόγου χρόνου, το Σύνταγμα δεν ανέχεται πλέον την παράταση της θητείας των μελών της ανεξάρτητης αρχής, η δε ανεξάρτητη αρχή δεν διαθέτει, από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής, νόμιμη συγκρότηση. Εν όψει τούτου, κρίθηκε περαιτέρω με την ως άνω απόφαση (ΣτΕ 3515/2013 Ολομ.), ότι είναι ανίσχυρη, ως αντιβαίνουσα στην εν λόγω συνταγματική διάταξη, η διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 του ν. 3979/2011 (Α’ 138/16.6.2011) -θεσπισθείσα κατόπιν προηγούμενης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1098/2011 7μ.) με ταυτόσημη ερμηνεία της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως (βλ. επίσης ΣτΕ 2074/2011 7μ., 1823 – 1826, 2605, 4025/2011 κ.ά.)- η οποία επιτρέπει, ειδικώς για το Ε.Σ.Ρ., την αυτοδίκαιη παράταση της τετραετούς, κατά το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 3051/2002, θητείας των μελών του για μια ακόμη τετραετία, ήτοι για χρονικό διάστημα που σε κάθε περίπτωση υπερβαίνει τον ανεκτό, κατά το άρθρο 101Α του Συντάγματος, εύλογο χρόνο. Εν προκειμένω, κατά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω ν. 4339/2015 (29.10.2015), είχαν ήδη αποχωρήσει από το Ε.Σ.Ρ. ο Πρόεδρός του…..……. και άλλα δύο εκ των επτά μελών του, ήτοι οι .. ….. και…… [τα εν λόγω τρία μέλη είχαν διορισθεί αρχικώς, για τετραετή θητεία, με την 13094/Ε/31.5.2002 απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μ.Μ.Ε. (ΦΕΚ Β’ 687/3.6.2002) και εκ νέου, για τετραετή θητεία, με την 6194/Ια/28.2.2008 απόφαση του Υπουργού Επικρατείας (ΦΕΚ Υ.Ο.Δ.Δ. 91/28.2.2008)]. Από τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη, ο ….. , κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4339/2015, είχε ήδη συμπληρώσει, χωρίς ανανέωση, την κατά τον νόμο τετραετή θητεία του πριν από τρία έτη και οκτώ μήνες, καθόσον είχε διορισθεί (για τετραετή θητεία) με την προαναφερθείσα 6194/Ια/28.2.2008 απόφαση του Υπουργού Επικρατείας (ΦΕΚ Υ.Ο.Δ.Δ. 91/28.2.2008). Από τα λοιπά δε τρία μέλη του Ε.Σ.Ρ., οι….. (Αντιπρόεδρος) και ………… , κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4339/2015, είχαν συμπληρώσει, χωρίς ανανέωση, την κατά τον νόμο τετραετή θητεία τους πριν από εννέα μήνες, καθόσον είχαν διορισθεί (για τετραετή θητεία) με την ΥΠΠΟΤ/ΔΙΟΙΚ/9024/27.1.2011 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού (ΦΕΚ Υ.Ο.Δ.Δ. 15/27.1.2011), ενώ η ………….. δεν είχε εξαντλήσει την θητεία της, διότι είχε διορισθεί με την 22081/12.12.2014 απόφαση της Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό (ΦΕΚ Υ.Ο.Δ.Δ. 783/12.12.2014) για το υπόλοιπο της θητείας του αποβιώσαντος ………. , που είχε διορισθεί (για εξαετή θητεία) με την 26313/10.12.2012 απόφαση του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό (ΦΕΚ Υ.Ο.Δ.Δ. 567/18.12.2012)]. Με τα δεδομένα αυτά και εν όψει της προπαρατεθείσης ρυθμίσεως του άρθρου 55 παρ. 10 του ν. 4339/2015, δεν υφίστατο, πάντως, μετά την 29.10.2015 (ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της διατάξεως αυτής) συγκροτημένο Ε.Σ.Ρ. Κατόπιν τούτων, σε τρεις συνεδριάσεις της Διασκέψεως των Προέδρων (ΔτΠ) της Βουλής (19.1.2016, 1.2.2016 και 2.2.2016), και ενώ, στις 31.12.2015, είχε εκπνεύσει η τελευταία παράταση της προθεσμίας ολοκληρώσεως της διαδικασίας χορηγήσεως τηλεοπτικών αδειών (άρθρο 86 ν. 4313/2014), δεν επιτεύχθηκε η κατά το άρθρο 101Α του Συντάγματος πλειοψηφία των 4/5 για τη συγκρότηση του Ε.Σ.Ρ. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά, η επίτευξη της πλειοψηφίας αυτής δεν κατέστη δυνατή λόγω των αντιρρήσεων πολιτικών δυνάμεων εκπροσωπουμένων στη ΔτΠ της Βουλής, από ορισμένες εκ των οποίων τέθηκε ως όρος της συμπράξεώς τους στη συγκρότηση του Ε.Σ.Ρ. η ανάθεση σε αυτό των αρμοδιοτήτων που είχαν ανατεθεί με το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 4339/2015 στον Υπουργό (βλ. συνεδρίαση ΔτΠ της 19.1.2016).

9. Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 279 του ν. 4364/2016 (Α’ 13/5.2.2016) προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν. 4339/2015, σύμφωνα με το οποίο «Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, ο αριθμός των δημοπρατούμενων αδειών παρόχου περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης ανά επιμέρους κατηγορία καθορίζεται με διάταξη νόμου». Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση επί της τροπολογίας με την οποία εισήχθη το άρθρο αυτό, η εν λόγω μεταβατική διάταξη προβλέπεται ειδικώς και μόνον για την πρώτη εφαρμογή του ν. 4339/2015, διότι καθίσταται επιτακτική η νομοθετική παρέμβαση για την έναρξη το συντομότερο δυνατόν της διαγωνιστικής διαδικασίας αδειοδοτήσεως και δη ως προς την πρώτη ρυθμιστική ενέργεια που είναι ο καθορισμός αριθμού των δημοπρατουμένων αδειών, για τη μεταβατική δε αυτή ρύθμιση ελήφθη υπ’ όψιν, εκτός άλλων, η αδυναμία συγκροτήσεως του Ε.Σ.Ρ. (μετά την, κατά το άρθρο 55 παρ. 10 του ν. 4339/2015, αυτοδίκαιη αποχώρηση των μελών των ανεξαρτήτων αρχών των οποίων είχε λήξει η αρχική θητεία) και η αύξηση των μελών του από 7 σε 9 (άρθρο δεύτερο ν. 4357/2016), καθώς και η λήξη, στις 31.12.2015, της τελευταίας, μετά από διαδοχικές νομοθετικές παρατάσεις, προθεσμίας χορηγήσεως αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής. Κατόπιν τούτων, με το άρθρο τρίτο του ν. 4367/2016 (Α’ 19/15.2.2016) προστέθηκε στον ν. 4339/2015 άρθρο 2Α, με το οποίο ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «1. Ο αριθμός των δημοπρατούμενων αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου ορίζεται σε τέσσερις (4) για μετάδοση υψηλής ευκρίνειας (high definition). 2. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, η διαγωνιστική διαδικασία για τη χορήγηση των αδειών της προηγούμενης παραγράφου διενεργείται από τον Υπουργό στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, ο οποίος εκδίδει τη σχετική προκήρυξη, χορηγεί τις άδειες και προβαίνει σε όλες τις επιμέρους ενέργειες που προβλέπονται από τα άρθρα 3 έως και 15 του παρόντος. Με απόφαση του ίδιου Υπουργού ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα εφαρμογής των ως άνω διατάξεων και δύνανται να μεταβιβαστούν επιμέρους αρμοδιότητες της διαγωνιστικής διαδικασίας στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας. 3. Η τιμή εκκίνησης για την ανωτέρω κατηγορία δημοπρατούμενων αδειών καθορίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας».

10. Επειδή, κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, του ν. 4339/2015 και ιδίως του άρθρου 2Α αυτού (η παράγραφος 2 του οποίου αφορά την πρώτη εφαρμογή του νόμου τούτου), εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 4297/1.3.2016 απόφαση του Υπουργού Επικρατείας (Β’ 518/1.3.2016), με την οποία ορίσθηκαν τα εξής: Άρθρο 1: «Μεταβιβάζουμε στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας τις εξής κατωτέρω αναφερόμενες επιμέρους αρμοδιότητες της διαγωνιστικής διαδικασίας, για τη χορήγηση τεσσάρων (4) αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου για μετάδοση υψηλής ευκρίνειας (high definition), όπως αυτές ειδικότερα περιγράφονται στις διατάξεις των άρθρων 3 έως και 13 του Ν. 4339/2015, ήτοι: 1. Τη δημοσίευση της προκήρυξης, με την οποία άρχεται η διαγωνιστική διαδικασία. Το πλήρες κείμενο της προκήρυξης στην ελληνική και αγγλική γλώσσα αναρτάται στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 2. Την παραλαβή των δικαιολογητικών των υποψηφίων, έτσι όπως αυτά καθορίζονται με την προκήρυξη και αναφέρονται στα άρθρα 3-10 του Ν. 4339/2015. Ειδικά για την εγγυητική επιστολή της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του Ν. 4339/2015, παραλήπτης αυτής ορίζεται η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας. 3. Τη διαδικασία προεπιλογής των αιτήσεων συμμετοχής, όπως περιγράφεται στο άρθρο 12 του Ν. 4339/2015. 4. Τη διεξαγωγή της δημοπρασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 του Ν. 4339/2015, μέχρι και την ανακήρυξη των υπερθεματιστών, στους οποίους θα χορηγηθεί η κάθε μία άδεια». Άρθρο 2: «1. Η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, προκειμένου να ασκήσει τις αρμοδιότητες που της μεταβιβάζονται με το άρθρο 1, συγκροτεί Ειδική Επιτροπή Διενέργειας του διαγωνισμού για τη χορήγηση των τεσσάρων αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου για μετάδοση υψηλής ευκρίνειας (high definition). 2. Η εν λόγω Επιτροπή συγκροτείται σύμφωνα με τη ισχύουσα νομοθεσία για τη νόμιμη συγκρότηση των συλλογικών οργάνων της διοίκησης για τη διεξαγωγή δημοσίων διαγωνισμών. 3. Το έργο της Επιτροπής επικουρείται από διεθνώς αναγνωρισμένη εταιρεία Ορκωτών Λογιστών. Η ως άνω εταιρεία Ορκωτών Λογιστών θα επιλεγεί από τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, κατόπιν διεξαγωγής, πρόχειρου ανοικτού διαγωνισμού με σταθμισμένα κριτήρια, σύμφωνα με τη ισχύουσα νομοθεσία». Άρθρο 3: «Οι μεταβιβαζόμενες αρμοδιότητες ασκούνται παράλληλα και από το μεταβιβάζον όργανο».

11. Επειδή, εξ άλλου, κατ’ επίκληση των διατάξεων του ν. 4339/2015, εκδόθηκαν επίσης οι ακόλουθες πράξεις: α) Κατ’ επίκληση ιδίως του άρθρου 2Α του ανωτέρω νόμου, εκδόθηκε η 7230/4.4.2016 απόφαση του Υπουργού Επικρατείας (Β’ 930/6.4.2016), με την οποία μεταβιβάσθηκε στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας η αρμοδιότητα συστάσεως Ειδικής Επιτροπής Ενστάσεων στο πλαίσιο της ανωτέρω διαγωνιστικής διαδικασίας. β) Κατ’ επίκληση του άρθρου 9 παρ. 1, 2 περ. α’ και 4 του ν. 4339/2015, εκδόθηκε η 7577/6.4.2016 κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Υποδομών, Μεταφορών & Δικτύων και Επικρατείας (Β’ 985/8.4.2016)· με την απόφαση αυτή, όπως τροποποιήθηκε με την 9538/11.5.2016 κοινή απόφαση των ιδίων Υπουργών (Β’ 1319/11.5.2016), καθορίσθηκε, ανά ειδικότητα, ο ελάχιστος αριθμός εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, που υποχρεούνται να απασχολούν κατά μέσο όρο ετησίως οι πάροχοι περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου. γ) Κατ’ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 6 και 6 παρ. 5 του ν. 4339/2015 και της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως, εκδόθηκε αρχικώς η 7752/8.4.2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, με την οποία εγκρίθηκε η διενέργεια πρόχειρου διαγωνισμού με σταθμισμένα κριτήρια για την παροχή ελεγκτικών υπηρεσιών στο πλαίσιο της διενέργειας της διαδικασίας αδειοδότησης παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου· ακολούθως εκδόθηκε η σχετική από 8.4.2016 πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Τα αποτελέσματα, όμως, του διαγωνισμού αυτού ματαιώθηκαν με την 8768/22.4.2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, με την οποία και εγκρίθηκε η διενέργεια πρόχειρου επαναληπτικού διαγωνισμού με σταθμισμένα κριτήρια για την παροχή των ανωτέρω ελεγκτικών υπηρεσιών· ακολούθησε η έκδοση της σχετικής από 22.4.2016 προσκλήσεως εκδηλώσεως ενδιαφέροντος· στη συνέχεια δε, με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 10785/30.5.2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας αποφασίσθηκε η ανάθεση της παροχής των ανωτέρω ελεγκτικών υπηρεσιών στην εταιρεία «………..……….». δ) Κατ’ επίκληση ιδίως του άρθρου 2Α παρ. 3 του ν. 4339/2015, εκδόθηκε η 7984/12.4.2016 κοινή απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Επικρατείας (Β’ 1009/12.4.2016), με την οποία καθορίσθηκε στο ποσόν των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ η τιμή εκκινήσεως για καθεμία από τις τέσσερις δημοπρατούμενες άδειες.

12. Επειδή, κατ’ επίκληση των διατάξεων του ν. 4339/2015 και, μεταξύ άλλων, της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως, εκδόθηκε από τον Υπουργό Επικρατείας η 1/17.5.2016 «Προκήρυξη δημοπρασίας για τη χορήγηση τεσσάρων (4) αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου για μετάδοση υψηλής ευκρίνειας (high definition)» (ΦΕΚ Δ.Δ.Σ. 216/20.5.2016 και 301/24.6.2016). Περαιτέρω, με την 10214/20.5.2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, η οποία εξεδόθη κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, της προκηρύξεως και της προσβαλλόμενης (4297/1.3.2016) αποφάσεως του Υπουργού Επικρατείας, ορίσθηκαν τα πρόσωπα που αποτελούν τα μέλη της Επιτροπής Διενέργειας του διαγωνισμού· όπως δε, έχει εκτεθεί, η πράξη αυτή, ως συναφής με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, επί της οποίας στηρίζεται, πρέπει να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση.

13. Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8) ορίζεται: «1. Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως τόσο κατά ατομικής όσο και κατά κανονιστικής πράξεως απαιτείται προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και τη σύννομη άσκηση της διοικητικής εξουσίας ούτε συμφέρον μελλοντικό ή απλώς ενδεχόμενο (ΣτΕ 4391/2011 7μ., 2446/1992 7μ.), ειδικότερα δε για την προσβολή κανονιστικής πράξεως, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον γεννάται, κατ’ αρχήν, από την έναρξη της ισχύος της, από την οποία επέρχεται μεταβολή στην έννομη τάξη (ΣτΕ 1253/2006 7μ.). Εξ άλλου, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά (ΣτΕ 880/2016 7μ., 1844/2013 7μ., 4391/2011 7μ., 4331/2011, 3153/2003, 2484/2000 7μ. κ.ά.), το έννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει να υφίσταται σωρευτικώς σε τρία χρονικά σημεία, ήτοι κατά τον χρόνο α) της τελειώσεως (εκδόσεως ή δημοσιεύσεως) της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως, β) της ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος και γ) και της συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Η ύπαρξη δε του εννόμου συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι’ αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες (όπως συμβαίνει επί κανονιστικών πράξεων), από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται (ΣτΕ 3317/2014 Ολομ., 2855-2856/1985 Ολομ., 2160-2161/2014 7μ., 2629/2011 7μ., 2303/2011 7μ., 2717/2007 7μ. κ.ά.).

14. Επειδή, η αιτούσα προβάλλει με την κρινόμενη αίτηση ότι λειτουργεί νομίμως και αδιαλείπτως αφ’ ότου τής χορηγήθηκε με την 19207/Ε/9.9.1993 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Εσωτερικών, Οικονομικών και του Υφυπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών (Β’ …./10.9.1993) άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού ελεύθερης λήψεως, εθνικής εμβέλειας, η οποία «έχει νομίμως παραταθεί». Για τη θεμελίωση δε του εννόμου συμφέροντός της να προσβάλει την 4297/1.3.2016 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Επικρατείας (περί μεταβιβάσεως στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας επί μέρους αρμοδιοτήτων της ως άνω διαγωνιστικής διαδικασίας), η αιτούσα εταιρεία προβάλλει τα εξής: α) ότι, δυνάμει της ανωτέρω αδείας, αποτελεί υφιστάμενο πάροχο περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψεως κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 4339/2015 και υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος, ως εκ τούτου δε, έχει έννομο συμφέρον για την τήρηση της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως· β) ότι «για να διατηρήσει την άδειά της και να μπορεί να συνεχίσει νομίμως την τηλεοπτική της δραστηριότητα, είναι υποχρεωμένη εκ του νόμου» να συμμετάσχει στη διαγωνιστική διαδικασία που «θα προκηρυχθεί», δυνάμει του ν. 4339/2015 για τη χορήγηση των κατά το άρθρο 2Α αυτού τεσσάρων αδειών· και γ) ότι με την προσβαλλόμενη πράξη «παρακάμπτεται παρανόμως η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρμοδιότητα του ΕΣΡ για τη διενέργεια του επίμαχου διαγωνισμού» και, συνεπώς, αποστερείται η διαγωνιστική διαδικασία των αυξημένων εγγυήσεων αμεροληψίας και διαφάνειας «που μόνο το ΕΣΡ μπορεί να εγγυηθεί, ως συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή».

15. Επειδή, ο ν. 4339/2015 θέσπισε ένα νέο σύστημα, βάσει του οποίου θα χορηγούνται εφεξής άδειες παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης, τόσο εθνικής όσο και περιφερειακής εμβέλειας, με το άρθρο δε τρίτο του ν. 4367/2016, με το οποίο προστέθηκε το άρθρο 2Α στον ανωτέρω νόμο, θεσπίσθηκαν ειδικότερες διατάξεις για την πρώτη εφαρμογή του ως άνω συστήματος. Όπως προκύπτει δε από τα εκτεθέντα σε προηγούμενη σκέψη, βάσει των διατάξεων του ανωτέρω νόμου, και ιδίως του άρθρου 2Α αυτού, εκδόθηκαν κανονιστικές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες άρχισε κατ’ ουσίαν η διαδικασία για την πρώτη εφαρμογή του θεσπισθέντος με τον εν λόγω νόμο συστήματος με την χορήγηση τεσσάρων αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου για μετάδοση υψηλής ευκρίνειας (high definition) για χρονικό διάστημα δέκα ετών. Η αιτούσα εταιρεία είναι ιδιοκτήτρια τηλεοπτικού σταθμού εθνικής εμβέλειας, για την ίδρυση και λειτουργία του οποίου τής είχε χορηγηθεί, με βάση τις διατάξεις του ν. 1866/1989, άδεια με την 19207/Ε/9.9.1993 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Εσωτερικών, Οικονομικών και του Υφυπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών (Β’ 713/10.9.1993) και ο οποίος λειτουργεί έκτοτε, ισχυρίζεται δε ότι προτίθεται να μετάσχει στην επικείμενη διαγωνιστική διαδικασία προκειμένου να συνεχίσει τη λειτουργία του εν λόγω σταθμού με την κατοχή νόμιμης άδειας. Με τα δεδομένα αυτά, εφ’ όσον, δηλαδή, η αιτούσα διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο την παροχή τηλεοπτικών υπηρεσιών και προτίθεται, κατά τους ισχυρισμούς της, να λάβει μέρος στην διαγωνιστική διαδικασία που θα διενεργηθεί με βάση το σύστημα του προαναφερθέντος ν. 4339/2015, και ειδικότερα με βάση το άρθρο 2Α αυτού, έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τις εκτελεστές διοικητικές πράξεις, οι οποίες εκδόθηκαν βάσει του ανωτέρω νόμου και εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαγωνιστικής διαδικασίας για την πρώτη εφαρμογή του θεσπισθέντος με βάση τον εν λόγω νόμο συστήματος με την χορήγηση τεσσάρων αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας. Συνεπώς, με έννομο συμφέρον ασκεί και την κρινόμενη αίτηση, με την οποία ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή διατάξεων του ανωτέρω ν. 4339/2015 και με την οποία ρυθμίζονται ζητήματα αφορώντα τη διαδικασία διενέργειας του ανωτέρω διαγωνισμού, προβάλλοντας ότι «παρακάμπτεται παρανόμως η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ. για τη διενέργεια του επίμαχου διαγωνισμού». Εν όψει δε της κανονιστικής φύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (με την οποία ανατίθενται αρμοδιότητες σχετικές με την διαγωνιστική διαδικασία σε όργανα άλλα από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, το οποίο, κατά την αιτούσα, είναι το, κατά το Σύνταγμα, αρμόδιο όργανο) δεν αναιρείται το έννομο συμφέρον της αιτούσης να την προσβάλει από το γεγονός ότι κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως και της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως δεν είχε εκδοθεί η προκήρυξη για την διενέργεια του επιδίκου διαγωνισμού, δεν μπορούσε δε να είναι βέβαιο αν (και πότε) θα εκδοθεί αυτή και αν, επομένως, θα διενεργηθεί ή όχι διαγωνισμός και με βάση ποιους όρους, καθώς και το αν θα συμμετάσχει η αιτούσα εταιρεία στη σχετική διαγωνιστική διαδικασία, ώστε να συντρέξει για αυτήν πράγματι ο κίνδυνος βλάβης κατά τη διαδικασία αυτή. Και τούτο διότι το έννομο συμφέρον για την προσβολή κάθε κανονιστικής πράξεως εξετάζεται αυτοτελώς και ασχέτως με το ενδεχόμενο εκδόσεως ή μη άλλων συναφών πράξεων, κανονιστικών ή ατομικών, κατ’ εφαρμογή της κανονιστικής, το δικαίωμα δε για αποτελεσματική δικαστική προστασία προκειμένου περί κανονιστικής πράξεως επιτάσσει να παρέχεται σε εκείνον που επικαλείται ότι έχει ιδιότητα ή τελεί σε νομική κατάσταση, η οποία επηρεάζεται από τα επερχόμενα από την κανονιστική πράξη έννομα αποτελέσματα, η δυνατότητα να αμφισβητήσει, επικαίρως, την νομιμότητα της εν λόγω πράξεως ήδη από την στιγμή που αυτή δημοσιεύεται και αναπτύσσει κανονιστική ισχύ, ώστε, αν διαπιστωθεί ότι δεν είναι νόμιμη, να ακυρωθεί και να εκβληθεί από την έννομη τάξη και να μη αναμένεται η έκδοση, με βάση αυτήν, άλλων διοικητικών πράξεων. Κατά την έννοια δε του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, το άμεσο του εννόμου συμφέροντος δεν σημαίνει ότι, προκειμένου περί κανονιστικής πράξεως, πρέπει να επέρχεται στον αιτούντα βλάβη ήδη κατά την έκδοση της πράξεως, διότι η βλάβη από τέτοια πράξη δεν επέρχεται αναγκαίως με την έκδοση της πράξεως αυτής, αλλά, κατά το συνήθως συμβαίνον, με την έκδοση ατομικών πράξεων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της κανονιστικής. Αποδοχή δε τέτοιας απόψεως περί του εννόμου συμφέροντος για την προσβολή κανονιστικής πράξεως θα οδηγούσε κατ’ ουσίαν σε κατάργηση του ευθέος ελέγχου των κανονιστικών πράξεων. Και όλα αυτά ανεξαρτήτως του ότι α) στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν άδηλο αν και πότε θα εκδιδόταν η προκήρυξη για την διενέργεια της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας, αφού, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την οποία προστέθηκε, με το άρθρο 279 του ν. 4364/2016, δεύτερο εδάφιο στην παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4339/2015 (και προβλέφθηκε ότι κατά την πρώτη εφαρμογή του εν λόγω νόμου ο αριθμός των δημοπρατούμενων αδειών καθορίζεται με διάταξη νόμου, «προκειμένου να δημοπρατηθούν το συντομότερο δυνατό οι σχετικές άδειες»), αλλά και από την ίδια τη διάταξη του άρθρου 2Α, πρόθεση του νομοθέτη ήταν η ταχύτατη διενέργεια της εν λόγω διαδικασίας και πράγματι, όπως ήδη εκτέθηκε, η προκήρυξη εκδόθηκε στις 17.5.2016, και β) η προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση πράξη δεν έχει, εν πάση περιπτώσει, οποιαδήποτε σχέση με το περιεχόμενο της προκηρύξεως του διαγωνισμού, ούτε θα μπορούσε να τροποποιηθεί με αυτήν, αφού καθορίζει τα όργανα που είναι αρμόδια για την διεκπεραίωση ενεργειών σχετικών με την διενέργεια του διαγωνισμού και στηρίζεται στη ρύθμιση του νόμου ότι αρμόδιος για την διεξαγωγή της διαδικασίας για την πρώτη εφαρμογή του συστήματος χορηγήσεως αδειών τηλεοπτικών σταθμών είναι ο Υπουργός, στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, ζήτημα ως προς το οποίο δεν μπορούσε να επιφέρει καμία τροποποίηση η προκήρυξη· ούτε, άλλωστε, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αιτούσα δεν έχει άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον για την προσβολή της προσβαλλομένης πράξεως ως εκ του ότι υπάρχει ενδεχόμενο, παρά το γεγονός ότι τούτο δεν επιτρέπεται κατά νόμο, με την προκήρυξη να τροποποιηθεί, παρανόμως, η προσβαλλόμενη πράξη και, σε περίπτωση που κανένας δεν αμφισβητήσει την νομιμότητα αυτής από την συγκεκριμένη άποψη, να ισχύσει η ρύθμιση που θα θεσπισθεί με την προκήρυξη, δεδομένου ότι το ήδη ενεστώς και γεγεννημένο έννομο συμφέρον δεν μπορεί να αποκρουσθεί με το, αποδοκιμαζόμενο από την έννομη τάξη, ενδεχόμενο εκδόσεως παράνομης πράξεως. Επίσης, εν όψει των ανωτέρω εκτεθέντων ως προς το ότι το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβάλλει την δυνατότητα να μπορεί να αμφισβητηθεί, επικαίρως, η νομιμότητα κανονιστικής πράξεως ήδη από την στιγμή που αυτή αρχίζει να ισχύει, δεν αναιρει το ενεστως του εννομου συμφέροντος της αιτουσης να ασκήσει την κρινόμενη αίτηση το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως και ασκήσεως της αιτήσεως, δεν μπορούσε να είναι βέβαιο ότι η αιτούσα θα συμμετείχε στη διαγωνιστική διαδικασία, στην προετοιμασια διεξαγωγής της οποιας απέβλεπε η προσβαλλόμενη πράξη, εφ’ όσον αυτή ασκεί, πάντως, επιχείρηση με αντικείμενο σχετικό με το αντικείμενο της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας και, συνεπώς, έχει ιδιότητα που της επιτρέπει, κατ’ αρχήν, την συμμετοχή στην εν λόγω διαδικασία. Τούτο δε ασχέτως του ότι κατά την ημέρα συζητήσεως της κρινομένης αιτήσεως η αιτούσα είχε ήδη υποβάλει (στις 30.6.2016) αίτηση συμμετοχής στο διαγωνισμό για την χορήγηση τηλεοπτικών αδειών. Περαιτέρω, εν όψει του ότι, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, το έννομο συμφέρον της αιτούσης για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως θεμελιώνεται στο γεγονός ότι ασκεί επιχείρηση με αντικείμενο σχετικό με το αντικείμενο της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας, δεν ασκεί επιρροή, από την εξεταζόμενη άποψη της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος, το νόμιμο ή μη της λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού της, εθνικής εμβέλειας – του οποίου, μάλιστα, δεν είχε διακοπεί η δημόσια λειτουργία – έως την άσκηση ή και την εκδίκαση της κρινομένης αιτήσεως, δοθέντος, άλλωστε, ότι, ανεξαρτήτως του αν θα μπορούσε το ζήτημα αυτό να τεθεί, πάντως με τον ν. 4339/2015 δεν τίθεται ως προϋπόθεση για την συμμετοχή σε διαγωνιστική διαδικασία, διενεργούμενη με βάση τις διατάξεις του, επιχειρήσεως, η οποία λειτουργούσε τηλεοπτικό σταθμό και υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, η διαπίστωση ότι λειτουργούσε νομίμως ο εν λόγω σταθμός κατά το προϊσχύσαν καθεστώς. Και τούτο ανεξαρτήτως αν, στο πλαίσιο της παρούσης διαφοράς (η οποία δεν αφορά την έως τώρα λειτουργία του τηλεοπτικού σταθμού της αιτούσης με βάση τις προϊσχύουσες του ν. 4339/2015 διατάξεις, αλλά έχει σχέση με την συμμετοχή της σε διαγωνιστική διαδικασία για να λάβει άδεια για την λειτουργία στο μέλλον του σταθμού), θα μπορούσε να ελεγχθεί η νομιμότητα της λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού της αιτούσης υπό το προγενέστερο καθεστώς παρεμπιπτόντως, διότι τούτο θα δημιουργούσε, κατ’ αποτέλεσμα, μια άλλη δίκη εντός του πλαισίου της κυρίας δίκης, και μάλιστα στο πλαίσιο της αυτεπαγγέλτου εξετάσεως του παραδεκτού της αιτήσεως (πρβλ. ΣτΕ 3095/2001 Ολομ.), αντικείμενο της οποίας θα ήταν η διάγνωση της έως τις 31.12.2015 νομιμότητας ή μη της λειτουργίας του σταθμού, χωρίς, μάλιστα, προηγουμένως να έχει εκδοθεί καμία σχετική διοικητική πράξη· η έκδοση δε τέτοιας πράξεως θα ήταν, οπωσδήποτε, αναγκαία εν όψει του ότι για την ίδρυση και λειτουργία του σταθμού της αιτούσης είχε χορηγηθεί, κατά τα προεκτεθέντα, άδεια με βάση τις διατάξεις του ν. 1866/1989, η ισχύς δε των αδειών των τηλεοπτικών σταθμών εθνικής εμβέλειας, όπως είναι και ο σταθμός της αιτούσης – ανεξαρτήτως αν επληρώθησαν ή όχι οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες είχαν χορηγηθεί – πάντως παρατάθηκε έως τις 31.12.2015 με διαδοχικούς νόμους, η συμφωνία ή μη των οποίων, κατά τούτο, με το Σύνταγμα, δεν έχει, άλλωστε, κριθεί με απόφαση του Δικαστηρίου. Εξ άλλου, δεν αναιρεί το έννομο συμφέρον της αιτούσης προς άσκηση της κρινομένης αιτήσεως το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 86 του ν. 4313/2014, η ισχύς των αδειών για την λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών, όπως ο σταθμός της αιτούσης, έληξε στις 31.12.2015, διότι, εκτός του ότι το έννομο συμφέρον της στηρίζεται, κατά τα προεκτεθέντα, στο γεγονός ότι ασκεί επιχείρηση με αντικείμενο σχετικό με την παροχή τηλεοπτικών υπηρεσιών, ασχέτως αν ο σταθμός της λειτουργούσε ή όχι νομίμως υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, δεν θα μπορούσε ο νομοθέτης με τη ρύθμιση αυτή να στερήσει το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων, που λειτουργούσαν έως τις 31.12.2015 – με βάση άδειες, που είχαν χορηγηθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1866/1989 και των οποίων η ισχύς είχε παραταθεί με μεταγενεστέρους νόμους κατά τα προεκτεθέντα – τηλεοπτικούς σταθμούς, να προσβάλουν πράξεις αφορώσες τη διαγωνιστική διαδικασία για την χορήγηση για το μέλλον αδειών λειτουργίας τέτοιων σταθμών. Αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε στο άτοπο αποτέλεσμα να επιτρέπεται η συμμετοχή στην διαγωνιστική διαδικασία μόνον νέων επιχειρήσεων, χωρίς σχετική εμπειρία, και να αποκλείεται η συμμετοχή όλων των επιχειρήσεων, που ήδη λειτουργούν. Πέραν των ανωτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, το συμφέρον προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως δεν παύει να είναι έννομο εκ μόνου του γεγονότος ότι ο αιτών φέρεται να έχει παραβιάσει διάταξη της κείμενης νομοθεσίας, διότι η ανωτέρω διάταξη αποβλέπει και αρκείται στην ύπαρξη δεσμού που επιτρέπει στον αιτούντα να αμφισβητήσει την αντικειμενική νομιμότητα της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως, προκειμένου να επιτύχει αποτέλεσμα μη αποδοκιμαζόμενο, καθ’ εαυτό, από την έννομη τάξη. Η δε θεραπεία της τυχόν παρανομίας της νομικής καταστάσεως του αιτούντος δεν επέρχεται με την στέρηση του εννόμου συμφέροντος αυτού προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως εκδιδομένης κατ’ εφαρμογή νομοθεσίας συναφούς με τη διάταξη που φέρεται να έχει παραβιάσει ο ίδιος, αλλά με την δυνατότητα της Διοικήσεως να επιβάλει την άρση της εκ μέρους του αιτούντος παραβάσεως (βλ. ΣτΕ 1719/2010, 2639, 2640/2009 Ολομ., 3180/2008, 264, 2199, 2200/2005, 2995/2003, 3095/2001 Ολομ.). Εν προκειμένω δε το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως συνίσταται όχι στην μη διεξαγωγή παντάπασι διαγωνισμού για χορήγηση αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών και στη συνέχιση της λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού της αιτούσης υπό τις αυτές προϋποθέσεις όπως και υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, αλλά στην διενέργεια διαγωνισμού κατά τρόπο σύμφωνο με το Σύνταγμα, το αποτέλεσμα δε αυτό προφανώς δεν αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη. Το αν οι διατάξεις που διέπουν την διενέργεια του διαγωνισμού είναι ή όχι σύμφωνες με το Σύνταγμα ή με άλλους κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος είναι ζήτημα που αφορά το βάσιμο της κρινομένης αιτήσεως. Εξ άλλου, το γεγονός ότι η ενδεχόμενη διαπίστωση ότι οι ανωτέρω διατάξεις αντίκεινται σε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, με περαιτέρω συνέπεια να μη είναι δυνατή η διενέργεια της διαγωνιστικής διαδικασίας με βάση αυτούς και να ανακύψει ενδεχομένως, ως εκ τούτου, νομοθετικό κενό έως την εκ μέρους του νομοθέτη εκ νέου ρύθμιση του ζητήματος και καθυστέρηση στην χορήγηση αδειών, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να στερηθεί η αιτούσα του εννόμου συμφέροντος να ζητήσει την ακύρωση διοικητικής πράξεως, εκδοθείσης κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, δηλαδή να θεωρηθεί ότι, εν όψει των συνεπειών που θα μπορούσε να έχει ενδεχόμενη ακύρωση της διοικητικής πράξεως (νομοθετικό κενό ως προς την χορήγηση αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών), η αιτούσα επιδιώκει αποτέλεσμα αποδοκιμαζόμενο από την έννομη τάξη, διότι τέτοια άποψη θα είχε ως συνέπεια ότι, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, ορισμένες διοικητικές πράξεις δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, κατά παράβαση του κατοχυρωμένου από το Σύνταγμα δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας.

16. Επειδή, μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Σπ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Εμμ. Κουσιουρής, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Ηλ. Μάζος και Α.-Μ. Παπαδημητρίου, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η αιτούσα εταιρεία, εν όψει του συγκεκριμένου περιεχομένου της προσβαλλομένης πράξεως και όσων η ίδια προβάλλει (κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 14), στερείται εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως. Ειδικότερα: Α) Κατά τη γνώμη του Προέδρου και των Συμβούλων Γ. Παπαγεωργίου, Σπ. Χρυσικοπούλου, Εμμ. Κουσιουρή, Δ. Μακρή, Τ. Κόμβου, Ηλ. Μάζου και Α.- Μ. Παπαδημητρίου, η ιδιότητα της αιτούσης ως επιχειρήσεως που έχει ως αντικείμενο την παροχή τηλεοπτικών υπηρεσιών και η, κατά τους ισχυρισμούς της, πρόθεση αυτής να συμμετάσχει στη διαγωνιστική διαδικασία που θα διενεργηθεί με βάση το σύστημα του άρθρου 2Α του ν. 4339/2015, δεν αρκούν για να τής προσπορίσουν έννομο συμφέρον για την προσβολή οποιασδήποτε πράξεως που εκδίδεται βάσει των διατάξεων του εν λόγω άρθρου, ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους. Διότι η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος, προκειμένου και περί κανονιστικών πράξεων, κρίνεται, όταν η πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι’ αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες (όπως συμβαίνει επί κανονιστικών πράξεων), από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται (ΣτΕ 3317/2014 Ολομ., 2855-2856/1985 Ολομ., 2160-2161/2014 7μ., 2629/2011 7μ., 2303/2011 7μ., 2717/2007 7μ. κ.ά.). Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίσταται, αφού το περιεχόμενο της προσβαλλομένης πράξεως συνίσταται στη μεταβίβαση από τον Υπουργό Επικρατείας στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας της αρμοδιότητας να εκδώσει αντ’ αυτού επί μέρους πράξεις της κατά το άρθρο 2Α του ν. 4339/2015 διαγωνιστικής διαδικασίας, η συγκεκριμένη δε αυτή πράξη, με το εν λόγω περιεχόμενο, ρυθμίζει εσωτερικά ζητήματα της Διοικήσεως και δεν προκαλεί καμία βλάβη στην αιτούσα εταιρεία υπό την ιδιότητα την οποία αυτή επικαλείται, ήτοι υπό την ιδιότητα του υφισταμένου και νομίμως λειτουργούντος παρόχου τηλεοπτικών υπηρεσιών που ενδιαφέρεται να συμμετάσχει στην κατά το ανωτέρω άρθρο διαγωνιστική διαδικασία, και τούτο ανεξαρτήτως αν η αιτούσα εταιρεία μπορεί να θεωρηθεί, ιδίως μετά τις 31.12.2015, ως νομίμως λειτουργών πάροχος τέτοιων υπηρεσιών. Περαιτέρω, και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι η αιτούσα εταιρεία θίγεται, όχι από τη συγκεκριμένη προσβαλλόμενη πράξη, αλλά, όπως προβάλλει, από τη διαγωνιστική διαδικασία που θα διενεργηθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2Α παρ. 2 του ν. 4339/2015, χωρίς τις αυξημένες εγγυήσεις αμεροληψίας και διαφάνειας «που μόνο το ΕΣΡ μπορεί να εγγυηθεί, ως συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή», το έννομο συμφέρον της για την προσβολή της εν λόγω πράξεως δεν είναι άμεσο, αφού για την επέλευση βλάβης στην αιτούσα από την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως απαιτείται κατά νόμον, μετά την έκδοση της προσβαλλομένης κανονιστικής πράξεως, η έκδοση σειράς άλλων διοικητικών πράξεων, τόσον κανονιστικού όσον και ατομικού χαρακτήρος. Συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως της τυχόν πλημμελείας (αντιθέσεως προς το Σύνταγμα) της ανωτέρω διατάξεως, βλάβη της αιτούσης εταιρείας δεν είναι δυνατό να επέλθει από την προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη, με την οποία ο Υπουργός μεταβιβάζει στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας την αρμοδιότητα εκδόσεως ορισμένων πράξεων της διαγωνιστικής διαδικασίας, αλλά από μεταγενέστερες, τυχόν εκδοθησόμενες κατά νόμον, εκτελεστές διοικητικές πράξεις, όπως είναι η (κανονιστικού χαρακτήρος) προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού και οι περαιτέρω, τυχόν δυσμενείς για την αιτούσα (αν αυτή συμμετάσχει στον διαγωνισμό), ατομικές διοικητικές πράξεις της διαγωνιστικής διαδικασίας. Ειδικότερα, για την επέλευση βλάβης – όχι μόνο στην αιτούσα εταιρεία αλλά και σε κάθε άλλο πρόσωπο δικαιούμενο να μετάσχει σε διαγωνισμό του ν. 4339/2015 (κατά το άρθρο 3 παρ. 1 αυτού) – από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2Α του νόμου τούτου απαιτείται (όπως και προκειμένου για κάθε δημόσιο διαγωνισμό) η κατά νόμον εκκίνηση της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας με την έκδοση προκηρύξεως, η οποία, ως αυτοτελής εκτελεστή, κανονιστικού χαρακτήρος, διοικητική πράξη, αποτελεί το κανονιστικό πλαίσιο του διαγωνισμού (ΣτΕ 1086, 1071/2015, 4901, 3439/2014, 5022, 4146/2012 κ.ά.) και, ως τοιαύτη, δεσμεύει τα όργανα του διαγωνισμού, ακόμη και αν -εφ’ όσον δεν προσβληθεί και ακυρωθεί- περιλαμβάνει ρήτρες οι οποίες αντίκεινται σε προηγούμενες, όχι μόνο κανονιστικές, αλλά ακόμη και υπερκειμένης τυπικής ισχύος (νομοθετικές, συνταγματικές και ενωσιακού δικαίου), ρυθμίσεις (βλ. ΣτΕ 1667/2011 Ολομ., 1162, 1622, 1620/2015, 4389, 1970/2014, 2770/2013, 2137/2012). Αλλά, και γι’ αυτήν ακόμη την προσβολή της προκηρύξεως με αίτηση ακυρώσεως, το έννομο συμφέρον συναρτάται με την ιδιότητα του αιτούντος ως υποψηφίου στον οικείο διαγωνισμό (βλ. ΣτΕ 880/2016 7μ. σκ. 13, 1844/2013 7μ. σκ. 15, 2973/1989), άλλως, ως ενδιαφερομένου μεν να συμμετάσχει σ’ αυτόν, αλλά αποκλειομένου δυνάμει ρήτρας της προκηρύξεως (βλ. ΣτΕ 4606/2012, 1982 – 1985, 1987/2011). Περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, όπως και σε κάθε αίτηση ακυρώσεως, δεν στοιχειοθετεί βλάβη και, εντεύθεν, έννομο συμφέρον, η προβαλλόμενη από την αιτούσα παρανομία της προσβαλλομένης πράξεως (παράκαμψη του Ε.Σ.Ρ. κατά παράβαση του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος). Η κατά τα ανωτέρω έλλειψη αμέσου εννόμου συμφέροντος της αιτούσης εταιρείας για την προσβολή της συγκεκριμένης κανονιστικής πράξεως δεν συνιστά στέρηση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 ΕΣΔΑ), καθόσον (α) η, απαιτουμένη και επί προσβολής κανονιστικών πράξεων, δικονομική προϋπόθεση του αμέσου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος -η οποία, κατά τα εκτεθέντα, δεν συντρέχει εν προκειμένω- συνάπτεται, εν πάση περιπτώσει, με την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, ο δε νομοθέτης δεν κωλύεται, κινούμενος εντός του πλαισίου των ανωτέρω διατάξεων αυξημένης τυπικής ισχύος, να θεσπίζει όρους και προϋποθέσεις, όπως ο ανωτέρω, για την άσκηση του δικαιώματος αυτού (βλ. ΣτΕ 4092/2015 κ.ά., πρβλ. ΣτΕ 3315/2014 Ολομ.)· και (β) το κύρος των προσβαλλόμενων κανονιστικών πράξεων, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά (ΣτΕ 43/2005, 2228/2012 7μ., 3447-3348/2015 7μ. κ.ά.), είναι ελεγκτό και παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της προσβολής των, βάσει αυτών, εκδιδομένων στη συνέχεια διοικητικών πράξεων, όπως, εν προκειμένω, η προκήρυξη (κατά της οποίας, μάλιστα, έχει ασκήσει η αιτούσα εταιρεία την υπ’ αριθμ. καταθ. .. ../22.6.2016 αίτηση ακυρώσεως) και οι ατομικές πράξεις της διαγωνιστικής διαδικασίας, ο παρεμπίπτων δε αυτός έλεγχος των κανονιστικών πράξεων, ναι μεν δεν άγει σε ακύρωση αυτών, είναι, όμως, χρονικά απεριόριστος και, κυρίως, του αυτού εύρους με τον ευθύ δικαστικό έλεγχο (βλ. ΣτΕ 3839/2009 Ολ., 2034/2011 Ολ.). Εν προκειμένω, κατά τον, κρίσιμο για το έννομο συμφέρον της αιτούσης, χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως (1.3.2016) και της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως (4.5.2016) -με την οποία προβάλλεται ότι η αιτούσα εταιρεία θίγεται από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 2Α του ν. 4339/2015 (με την οποία, κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού, η αρμοδιότητα διενέργειας της διαγωνιστικής διαδικασίας για τη χορήγηση τηλεοπτικών αδειών μεταφέρεται από το Ε.Σ.Ρ. στον Υπουργό Επικρατείας)- δεν είχε εκδοθεί η κατά τον νόμο αυτό (άρθρο 11), απολύτως αναγκαία για την εφαρμογή του, προκήρυξη, ανεξαρτήτως δε αν η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να διενεργηθεί ταχύτατα η διαγωνιστική διαδικασία, ήταν άδηλο αν (και πότε) θα εκδοθεί η προκήρυξη αυτή και, σε καταφατική περίπτωση, ποιο θα είναι το περιεχόμενό της, καθώς και το αν θα συμμετάσχει η αιτούσα εταιρεία στη σχετική διαγωνιστική διαδικασία, ώστε να συντρέξει για αυτήν, από τις περαιτέρω εκδοθησόμενες βάσει της προκηρύξεως ατομικές διοικητικές πράξεις, ο κίνδυνος βλάβης κατά τη διαδικασία αυτή, βλάβης η οποία, πάντως, όπως έχει εκτεθεί, δεν ταυτίζεται με την προβαλλόμενη από την αιτούσα, στο πλαίσιο των ισχυρισμών της για το έννομο συμφέρον, νομική πλημμέλεια (παράκαμψη του Ε.Σ.Ρ. κατά παράβαση του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος). Β) Περαιτέρω, ο Πρόεδρος και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Σπ. Χρυσικοπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου και Α.-Μ. Παπαδημητρίου υποστήριξαν την άποψη ότι, ανεξαρτήτως των ανωτέρω, το συμφέρον της αιτούσης εταιρείας για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν είναι έννομο. Και τούτο διότι: 1) Κατά τον χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως και της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως η αιτούσα εταιρεία δεν λειτουργούσε νομίμως ως πάροχος τηλεοπτικών υπηρεσιών, όπως αβασίμως ισχυρίζεται, καθόσον, όπως έχει εκτεθεί στη σκέψη 5, η άδεια που τής είχε χορηγηθεί με την κ.υ.α. 19207/Ε/9.9.1993 ανακλήθηκε αυτοδικαίως ex lege μετά 9 μήνες λόγω μη υπογραφής σχετικής συμβάσεως (δοθέντος ότι δεν απαιτείτο κατά νόμον η έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξεως), η εκδηλουμένη δε, μέχρι 31.12.2015, με διαδοχικές νομοθετικές διατάξεις, ανοχή της λειτουργίας της, επ’ αόριστον ήταν αντίθετη προς το Σύνταγμα και ειδικότερα προς τις αρχές του κράτους δικαίου και της ισότητος, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν από τη νομολογία του Δικαστηρίου (ΣτΕ 3578/2010 Ολομ. κ.ά.), ενώ η εν τοις πράγμασι λειτουργία της αιτούσης ως παρόχου τηλεοπτικών υπηρεσιών από 1.1.2016 και εφεξής δεν έχει οποιαδήποτε νομική κάλυψη (βλ., ως προς την έλλειψη εννόμου συμφέροντος περιφερειακών ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών που λειτουργούν χωρίς άδεια υπό αντίστοιχες, αντισυνταγματικές, συνθήκες, ΣτΕ 2233, 2581, 2861- 2862/2015 κ.ά., 79/2013 εν συμβ.). 2) Καίτοι, όμως, δεν λειτουργεί νομίμως ως πάροχος τηλεοπτικών υπηρεσιών, η αιτούσα εταιρεία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει έννομο συμφέρον, αν ασκούσε την κρινόμενη αίτηση προκειμένου να επιτύχει αποτέλεσμα που καθεαυτό δεν αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη (βλ. ΣτΕ 3095/2001 Ολομ. σκ. 6, 264/2005 7μ., 3180/2008, 1719/2010 7μ.). Ως αποτέλεσμα δε μη αποδοκιμαζόμενο από την έννομη τάξη δεν νοείται, βεβαίως, η επιδιωκομένη, αυτονοήτως, σε οποιαδήποτε αίτηση ακυρώσεως, αποκατάσταση της παραβιαζομένης, κατά τους ισχυρισμούς του εκάστοτε αιτούντος, νομιμότητος. Εν προκειμένω, το επιδιωκόμενο με την κρινόμενη αίτηση αποτέλεσμα δεν είναι, όπως δέχεται η πλειοψηφούσα γνώμη, η διενέργεια διαγωνισμού για χορήγηση τηλεοπτικών αδειών κατά τρόπο σύμφωνο με το Σύνταγμα (ήτοι αποτέλεσμα μη αποδοκιμαζόμενο από την έννομη τάξη), αφού η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, που έχει το προεκτεθέν περιεχόμενο (μεταβίβαση αρμοδιοτήτων), δεν μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να έχει ως αποτέλεσμα τη διενέργεια τέτοιου διαγωνισμού. Αντιθέτως, η αιτούσα εταιρεία, προβάλλοντας με την κρινόμενη αίτηση ότι η κατά το άρθρο 2Α του ν. 4339/2015 διαγωνιστική διαδικασία για τη χορήγηση τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών είναι αντίθετη προς το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος διότι παρακάμπτει τη σχετική αποκλειστική αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ., επιδιώκει τη μη διεξαγωγή της διαγωνιστικής αυτής διαδικασίας, με αποτέλεσμα την έτι περαιτέρω παράταση της, κατά παράβαση του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 3578/2010 Ολομ. κ.ά.), από εικοσαετίας και πλέον, επωφελούς για την ίδια, ανοχής επ’ αόριστον της λειτουργίας, χωρίς άδεια, του τηλεοπτικού της σταθμού (όπως και των λοιπών λειτουργούντων τηλεοπτικών σταθμών), το αποτέλεσμα δε αυτό σαφώς αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη. Γ) Τέλος, ο Σύμβουλος Δ. Κυριλλόπουλος διετύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως απαιτείται η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο και ενεστώς, να συντρέχει δε στο πρόσωπο του αιτούντος κατά την έκδοση της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως, κατά την άσκηση του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος και κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Στην προκειμένη περίπτωση, την 20.5.2016 και την 24.6.2016, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της συζητήσεως της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος διακηρύξεων δημοσίων συμβάσεων), η 1/17.5.2016 «Προκήρυξη δημοπρασίας δημοπρασίας για τη χορήγηση τεσσάρων (4) αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου για μετάδοση υψηλής ευκρίνειας (high definition)». Με την έκδοση της ανωτέρω προκηρύξεως, κατά της οποίας έχει ασκηθεί από την αιτούσα εταιρεία αυτοτελής αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εξαντλήθηκε το ρυθμιστικό περιεχόμενο της προσβαλλομένης, κανονιστικού χαρακτήρα, αποφάσεως και, συνεπώς, κατά τον χρόνο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως, έχει εκλείψει το έννομο συμφέρον της αιτούσης για την άσκηση αυτής, οι δε προβαλλόμενοι με την ένδικη αίτηση λόγοι σχετικά με τη νομιμότητα της διαγωνιστικής διαδικασίας θα εξετασθούν κατά την εκδίκαση της κατά της προκηρύξεως στρεφομένης αιτήσεως ακυρώσεως.

17. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη 4297/1.3.2016 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Επικρατείας (περί μεταβιβάσεως στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας επί μέρους αρμοδιοτήτων της ως άνω διαγωνιστικής διαδικασίας) πρέπει να ακυρωθεί, διότι «στο μέτρο που με την επίμαχη εξουσιοδοτική διάταξη του Ν. 4339/2015 [άρθρο 2Α παρ. 2] παρακάμπτεται η αποκλειστική αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ. και οι αρμοδιότητες χορήγησης των αδειών καθώς και η διενέργεια της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας ανατίθενται στον Υπουργό (και στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας), η εν λόγω νομοθετική διάταξη παραβιάζει ευθέως το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος».

18. Επειδή, στο άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος του 1975, πριν από την αναθεώρηση του έτους 2001, οριζόταν ότι «Η ραδιοφωνία και η τηλεόρασις τελούν υπό τον άμεσον έλεγχον του Κράτους, σκοπούν δε εις την αντικειμενικήν και επί ίσοις όροις μετάδοσιν πληροφοριών και ειδήσεων, ως και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, διασφαλιζομένης πάντως της εκ της κοινωνικής αποστολής αυτών και εκ της πολιτιστικής αναπτύξεως της Χώρας επιβαλλομένης ποιοτικής στάθμης των εκπομπών». Υπό την ισχύ της ανωτέρω διατάξεως δημοσιεύθηκε ο ν. 1866/1989, με τον οποίο ιδρύθηκε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.) ως «ανεξάρτητο όργανο». Με τον νόμο αυτό ανατέθηκε στο Ε.Σ.Ρ., μεταξύ άλλων, «ο άμεσος έλεγχος του Κράτους επί της ραδιοφωνίας και της τηλεοράσεως προκειμένου να εξασφαλισθούν η αντικειμενικότητα, η ισότητα των όρων και η ποιότητα των προγραμμάτων σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος», η έκδοση κωδίκων δεοντολογίας, οδηγιών και συστάσεων προς τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, η επιβολή κυρώσεων καθώς και η διατύπωση γνώμης για τη χορήγηση αδειών λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών (άρθρο 3). Με τον ν. 2328/1995 διατηρήθηκε η αρμοδιότητα του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ για τη χορήγηση, ανανέωση και ανάκληση των αδειών ιδρύσεως, εγκαταστάσεως και λειτουργίας ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ε.Σ.Ρ (άρθρο 2 παρ. 1). Επίσης, στο Ε.Σ.Ρ. ανατέθηκε η αρμοδιότητα ελέγχου των προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος (άρθρο 2 παρ. 4). Στη συνέχεια, με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α’ του ν. 2863/2000 προβλέφθηκε ότι το Ε.Σ.Ρ. ασκεί τον προβλεπόμενο στο Σύνταγμα άμεσο έλεγχο του Κράτους στον τομέα της παροχής ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών κάθε είδους, με την έκδοση εκτελεστών ατομικών διοικητικών πράξεων και ειδικότερα ότι χορηγεί, ανανεώνει και ανακαλεί, μεταξύ άλλων, κάθε είδους άδειες για την παροχή ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο του διαμορφωμένου αυτού νομοθετικού καθεστώτος πραγματοποιήθηκε η αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, με την οποία η παράγραφος 2 του άρθρου 15 διαμορφώθηκε ως εξής: «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας». Ακολούθως, με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 3051/2002 (Α’ 220), ο οποίος ψηφίσθηκε από την Βουλή με την σύνθεση που αυτή είχε και κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, προστέθηκε παράγραφος 6 στο ως άνω άρθρο 4 του ν. 2863/2000, σύμφωνα με την οποία «Επίσης, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης είναι αρμόδιο για την έκδοση: α) των προκηρύξεων που προβλέπονται στα άρθρα 2 παρ. 2 εδ. α’ και 7 παρ. 2 εδ. α’ του Ν. 2328/1995 (ΦΕΚ 159 Α’)». Η αρμοδιότητα αυτή του Ε.Σ.Ρ. για την χορήγηση των αδειών τηλεοπτικών σταθμών και για την έκδοση των οικείων προκηρύξεων διατηρήθηκε τόσο με τον μεταγενέστερο ν. 3592/2007 (άρθρα 6 παρ. 1 και 6 και 13 παρ. 3, όπως το δεύτερο άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 80 παρ. 1 περ. στ’ του ν. 4070/2012) όσο και με τον επίμαχο ν. 4339/2015 (άρθρο 1 παρ. 1).

19. Επειδή, όπως συνάγεται από τις εργασίες αναθεωρήσεως του Συντάγματος του 2001 [Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση 4Θ’, 17.1.2001 (απόγευμα), σελ. 42, 43, 63, Συνεδρίαση ΡΖ’, 7.2.2001 (πρωί), σελ. 169, 175, 178, 180, 181, 193, 200, 201, Συνεδρίαση ΡΜΔ’, 21.3.2001 (πρωί), σελ. 732, 733, 740, Συνεδρίαση ΡΜΕ’, 21.3.2001 (απόγευμα), σελ. 769], σκοπός της συνταγματικής κατοχυρώσεως του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης ως ανεξάρτητης αρχής ήταν, εν όψει της ιδιαίτερης δύναμης επιρροής που διαθέτουν οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί στη διαμόρφωση της γνώμης των πολιτών ως προς τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα και της αναγκαίας για την πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας ποιοτικής στάθμης των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων, η διασφάλιση αφ’ ενός μεν του κρατικού ελέγχου στη λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων και αφ’ ετέρου της πολυφωνίας και της αντικειμενικής και με ίσους όρους μεταδόσεως πληροφοριών, ειδήσεων, προϊόντων λόγου και τέχνης, ώστε να αποτρέπονται κυβερνητικές και κομματικές επιρροές και να επιτυγχάνεται η οργάνωση των ραδιοτηλεοπτικών μέσων με βάση τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της πολυφωνίας. Εν όψει δε του σκοπού στον οποίο αποβλέπει η συνταγματική κατοχύρωση του Ε.Σ.Ρ., από την διατύπωση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του Συντάγματος, όπου γίνεται λόγος για αποκλειστική αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ. για τον έλεγχο και την επιβολή κυρώσεων, μεταξύ άλλων, και στους τηλεοπτικούς σταθμούς, δεν δύναται να συναχθεί ότι η αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ. εξαντλείται, κατά το Σύνταγμα, στην έκδοση μόνον ατομικών διοικητικών πράξεων ελέγχου ή επιβολής κυρώσεων στους σταθμούς αυτούς, αλλά ότι, εν όψει του ανωτέρω σκοπού, το Ε.Σ.Ρ. είναι και αυτό, παράλληλα με την νομοθετική εξουσία και τα άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, φορέας του κατά το Σύνταγμα αμέσου ελέγχου των ανωτέρω σταθμών και στο προγενέστερο της ενάρξεως λειτουργίας αυτών στάδιο, δηλαδή στο στάδιο της χορηγήσεως των αδειών λειτουργίας τέτοιων σταθμών (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1901/2014 σκέψη 16, 3914/2015 σκέψη 17). Η σχετική δε με την χορήγηση των εν λόγω αδειών αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ. δεν έγκειται απλώς στην τυπική έκδοση της τελικής πράξεως χορηγήσεως της άδειας, μετά από διαδικασία που έχει διενεργήσει άλλο όργανο, που δεν έχει τα εχέγγυα του Ε.Σ.Ρ., και υπό προϋποθέσεις που το άλλο αυτό όργανο έχει καθορίσει μονομερώς χωρίς καμία σύμπραξη με το Ε.Σ.Ρ., αλλά περιλαμβάνει και όλη την διαδικασία η οποία θα καταλήξει στην χορήγηση της άδειας. Και τούτο διότι η ανάγκη οργανώσεως των ραδιοτηλεοπτικών μέσων κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την αντικειμενικότητα, την αμεροληψία και την πολυφωνία και να αποτρέπει κυβερνητικές και γενικότερα μονομερείς επιρροές που μπορεί να επηρεάσουν τους όρους του πολιτικού ανταγωνισμού με τον έλεγχο της διαμορφώσεως της κοινής γνώμης, ανακύπτει ήδη στο στάδιο χορηγήσεως των αδειών, κατά το οποίο καθορίζεται ποιοί σταθμοί θα λειτουργήσουν στο μέλλον. Εν όψει των ανωτέρω, δηλαδή εν όψει του ότι το Ε.Σ.Ρ. είναι και αυτό όργανο του ασκουμένου από το Κράτος, μεταξύ άλλων, στην τηλεόραση αμέσου ελέγχου προς εκπλήρωση των αναφερομένων στο τρίτο εδάφιο της προαναφερθείσης παραγράφου 2 του άρθρου 15 του Συντάγματος σκοπών δημοσίου συμφέροντος και συγκροτείται αφ’ ενός μεν κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την αντικειμενικότητα, την αμεροληψία και την πολυφωνία στην λειτουργία, μεταξύ άλλων, των τηλεοπτικών σταθμών και αφ’ ετέρου από πρόσωπα με τα ανάλογα με την αποστολή του προσόντα, προκύπτει ότι, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος, α) καθίσταται υποχρεωτική η σύμπραξη του Ε.Σ.Ρ. στην άσκηση αρμοδιοτήτων, με τις οποίες, σε συνεργασία ενδεχομένως και με άλλες ανεξάρτητες αρχές, όπου αυτό απαιτείται λόγω της τεχνικής φύσεως των τιθεμένων ζητημάτων, καθορίζονται οι όροι λειτουργίας και αδειοδοτήσεως, μεταξύ άλλων, και των τηλεοπτικών σταθμών, και β) σε περίπτωση επιλογής του συστήματος της κατόπιν διαγωνισμού χορηγήσεως των αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, καθίσταται υποχρεωτική η διενέργεια αποκλειστικώς από το Ε.Σ.Ρ. της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας. Περαιτέρω, εν όψει της σημασίας που ο αναθεωρητικός νομοθέτης απέδωσε στο ρόλο των ανεξάρτητων αρχών (ως οργάνων που θα διασφαλίζουν ότι ορισμένοι τομείς κρατικής δράσεως δεν θα επηρεάζονται από κυβερνητικές και γενικότερα μονομερείς επιρροές), όπως είναι το Ε.Σ.Ρ., θέσπισε με το άρθρο 101Α του Συντάγματος συγκεκριμένο τρόπο συγκροτήσεως των αρχών αυτών, ώστε να εξασφαλίζεται συνεργασία των δραστηριοποιουμένων εκάστοτε στην πολιτική ζωή της χώρας πολιτικών δυνάμεων κατά την επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τις αρχές αυτές και ότι οι λαμβανόμενες από τις εν λόγω αρχές αποφάσεις θα απηχούν συγκερασμό απόψεων κατά το δυνατόν ευρύτερου φάσματος πολιτικών δυνάμεων και, κατά συνέπεια, και μεγαλύτερου αριθμού πολιτών. Ειδικότερα, ο αναθεωρητικός νομοθέτης όρισε στην παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 101Α ότι η επιλογή των προσώπων, τα οποία στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές και πρέπει να έχουν τα ανάλογα προσόντα, «γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της», χωρίς να προβλέψει επικουρικό μηχανισμό για την περίπτωση αδυναμίας επιτεύξεως ομοφωνίας ή πλειοψηφίας των τεσσάρων πέμπτων. Η παράλειψη δε προβλέψεως τέτοιου επικουρικού μηχανισμού φαίνεται να ήταν ηθελημένη, εφ’ όσον, όπως προκύπτει από τις συζητήσεις στη Βουλή [Πρακτικά Βουλής Συνεδρίαση ΡΜΔ’, 21.3.2011 (πρωί), σελ. 733], είχε προταθεί να προβλεφθεί ένας τέτοιος μηχανισμός (όπως π.χ. προβλέπεται για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με το άρθρο 32 του Συντάγματος), πρόταση, η οποία, τελικώς, δεν έγινε δεκτή. Από το γεγονός αυτό συνάγεται ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης είχε σκοπό να προτρέψει τις πολιτικές δυνάμεις σε συνεργασία, ώστε να επιτύχουν τουλάχιστον πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων για την επιλογή των μελών των, απαραιτήτων, κατά τον ανωτέρω νομοθέτη, για την λειτουργία του κατοχυρωμένου από το Σύνταγμα δημοκρατικού πολιτεύματος, ανεξάρτητων αρχών. Αντιθέτως, από το γεγονός ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν προέβλεψε επικουρικό μηχανισμό για την επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Σύνταγμα ανέχεται, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, οι αρμοδιότητες, οι οποίες κατά το Σύνταγμα πρέπει να ασκούνται από ανεξάρτητη αρχή, τα μέλη της οποίας απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, να μεταβιβασθούν από τον κοινό νομοθέτη σε άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας. Δεν ασκεί δε επιρροή από την εξεταζόμενη άποψη αν κατά την άσκηση συγκεκριμένης αρμοδιότητας, εν όψει του συγκεκριμένου τρόπου οργανώσεώς της, παρέχεται ή όχι στην ανεξάρτητη αρχή διακριτική ευχέρεια. Η έννοια των σχετικών συνταγματικών διατάξεων είναι δηλαδή ότι οι εκπροσωπούμενες στο Κοινοβούλιο πολιτικές δυνάμεις είναι υποχρεωμένες, με αμοιβαίες, βεβαίως, υποχωρήσεις, και μετά από διαδικασία διαβουλεύσεων, η οποία δεν αποκλείεται να παρατείνεται για το αναγκαίο χρονικό διάστημα, να χωρήσουν στην επιτασσόμενη από το Σύνταγμα συγκρότηση της ανεξάρτητης αρχής. Άλλως, το Σύνταγμα εμμέσως παραβιάζεται. Δεν μπορεί, όμως, σε καμία περίπτωση η τυχόν αυτή εκ πλαγίου παράβαση του Συντάγματος να θεραπευθεί με άλλη, ευθεία, πλέον, παραβίασή του. Τέτοια δε παραβίαση θα συνιστούσε η πλήρης παράκαμψη αρμόδιας ανεξάρτητης αρχής, που προβλέπεται ρητώς από το Σύνταγμα. Δεδομένου δε ότι το Σύνταγμα, όπως και κάθε δημοκρατικό Σύνταγμα, προβλέπει εκείνο, ευθέως και αποκλειστικώς, τις καταστάσεις ανάγκης που δικαιολογούν την αναστολή εφαρμογής ή την τυχόν παράκαμψη ορισμένων, εκ των προτέρων καθορισμένων, διατάξεών του, δεν είναι νοητή η παράκαμψη της εφαρμογής ρητών συνταγματικών διατάξεων σε περίπτωση δυσχερειών, από την φύση τους μάλιστα παροδικών, κατά την εφαρμογή τους. Συνεπώς, έως ότου συγκροτηθεί ανεξάρτητη αρχή, όπως είναι το Ε.Σ.Ρ., κατά την προβλεπόμενη από το ανωτέρω άρθρο 101Α του Συντάγματος διαδικασία, οι αρμοδιότητες αυτής δεν μπορεί να ασκηθούν από άλλα όργανα ακόμη και όταν η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών επιβάλλεται για την επίτευξη σκοπών, στην θεραπεία των οποίων αποβλέπουν άλλες συνταγματικές διατάξεις. Και τούτο διότι δεν υπάρχει ιεραρχία μεταξύ των διατάξεων του Συντάγματος, αλλά όλες οι διατάξεις αυτού είναι νομικά τυπικά ισοδύναμες, με συνέπεια να μην μπορεί να παρακαμφθεί, από τον κοινό νομοθέτη ή την εκτελεστική εξουσία, η εφαρμογή καμιάς συνταγματικής διατάξεως με την επίκληση της ανάγκης τηρήσεως άλλης συνταγματικής διατάξεως (πρβλ. ΣτΕ 675, 930-932, 1002/2016, 3071, 3453, 4308, 4583/2015, 292/1984 Ολομ., ΑΕΔ 11/2003), ανεξαρτήτως αν ο κοινός νομοθέτης ή η εκτελεστική εξουσία αποδίδει στην τελευταία αυτή διάταξη μεγαλύτερη σημασία. Εξ άλλου, το γεγονός ότι έχουν ενδεχομένως αναληφθεί από το Ελληνικό Κράτος διεθνείς υποχρεώσεις δεν απαλλάσσει την νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία, κατά την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων, από την υποχρέωση τηρήσεως των συνταγματικών διατάξεων, μεταξύ των οποίων είναι και οι διατάξεις που προβλέπουν ανεξάρτητες αρχές και την συγκρότηση και τις αρμοδιότητές τους. Περαιτέρω, με την 3515/2013 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου κρίθηκε μεν ότι, κατά την έννοια του άρθρου 101Α του Συντάγματος, είναι ανεκτή η συνέχιση της λειτουργίας των ανεξαρτήτων αρχών μετά τη λήξη της θητείας των μελών τους και μέχρι την επιλογή των νέων μόνον για εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο κρίνεται κατά τις εκάστοτε συντρέχουσες περιστάσεις, και ότι, μετά την πάροδο του ευλόγου χρόνου, το Σύνταγμα δεν ανέχεται πλέον την παράταση της θητείας των μελών της ανεξάρτητης αρχής, η δε ανεξάρτητη αρχή δεν διαθέτει, από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής, νόμιμη συγκρότηση· τούτο, όμως, δεν έχει την έννοια ότι από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής (ή έστω για περιορισμένο χρονικό διάστημα) είναι δυνατή η άσκηση των κατά το Σύνταγμα αρμοδιοτήτων της ανεξάρτητης αρχής από άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά ότι, όπως ήδη εκτέθηκε, οι εκπροσωπούμενες στο Κοινοβούλιο πολιτικές δυνάμεις είναι υποχρεωμένες, με αμοιβαίες υποχωρήσεις και μετά από διαδικασία διαβουλεύσεων, να μεριμνήσουν για την κατά το ταχύτερον δυνατόν νόμιμη συγκρότηση του Ε.Σ.Ρ.. Εν όψει των ανωτέρω, οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2Α του ν. 4339/2015, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο τρίτο του ν. 4367/2016, με τις οποίες η αρμοδιότητα για την διενέργεια διαγωνιστικής διαδικασίας για την χορήγηση αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας κατά την πρώτη εφαρμογή του θεσπιζομένου με τον ανωτέρω ν. 4339/2015 συστήματος ανατίθεται στον Υπουργό, στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, αντίκεινται στο άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Την αντίθεση δε αυτή των ανωτέρω διατάξεων στο Σύνταγμα δεν μπορεί να θεραπεύσει το γεγονός ότι κατά την θέσπισή τους δεν είχε επιτευχθεί (όπως ούτε και έως την συζήτηση της κρινομένης αιτήσεως είχε επιτευχθεί) η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα πλειοψηφία των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής για την επιλογή των μελών του Ε.Σ.Ρ., ασχέτως των λόγων στους οποίους οφειλόταν τούτο.

20. Επειδή, μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Σπ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Εμμ. Κουσιουρής, Αντ. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή, Ηλ. Μάζος και Α.-Μ. Παπαδημητρίου, κατά τη γνώμη των οποίων δεν υφίσταται αντίθεση της επίμαχης εξουσιοδοτικής διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 2Α του ν. 4339/2015 προς το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, στο μέτρο που με αυτήν, όπως προβάλλεται, παρακάμπτεται η αποκλειστική αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ. και ανατίθενται στον Υπουργό Επικρατείας η αρμοδιότητα χορηγήσεως των αδειών και η διενέργεια της διαγωνιστικής διαδικασίας. Ειδικότερα: Α) Ο Πρόεδρος και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Σπ. Χρυσικοπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Αντ. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου- Σαρρή και Α.-Μ. Παπαδημητρίου υποστήριξαν την άποψη ότι ο «άμεσος έλεγχος» του Κράτους, στον οποίο υπάγονται η ραδιοφωνία και η τηλεόραση, κατά το εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του Συντάγματος, ασκείται από το σύνολο των κρατικών οργάνων, ήτοι από τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας, της εκτελεστικής εξουσίας και από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ως ανεξάρτητη αρχή. Επομένως, ο «έλεγχος», ο οποίος -όπως και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων- ανατίθεται, κατά το εδάφιο β’ της ανωτέρω παραγράφου, στην «αποκλειστική» αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ., είναι στενότερος και ειδικότερος του, κατά τα εδάφια α’ και γ’ της ιδίας παραγράφου, «αμέσου ελέγχου» του Κράτους. Πιο συγκεκριμένα, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1901/2014 Ολομ. σκ. 16, 3914/2015 Ολομ. σκ. 17), «το κράτος (η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία, καθώς και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή) υποχρεούται, απέχοντας από επεμβάσεις στο περιεχόμενο των εκπομπών, να λαμβάνει όλα τα αναγκαία θετικά μέτρα (νομοθετικά, οργανωτικά, διοικητικά και ουσιαστικά), περιλαμβανομένης της επιβολής και εκτέλεσης των προβλεπομένων κυρώσεων, ώστε να διασφαλίζεται η καθολική παροχή της ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας στην εθνική επικράτεια με πλήρη σεβασμό των [αναφερομένων στο εδάφιο γ’ της ανωτέρω παραγράφου] συνταγματικών αξιών». Στο πλαίσιο αυτό, όταν ο νόμος προβλέπει, κατά τη συνταγματικώς παρεχόμενη σχετική ευχέρεια (ΣτΕ 5040/1987 Ολομ., 1145/1988 Ολομ., 2501/2004 7μ., 3578/2010 Ολομ., 560/2012 7μ., 996- 997/2013 κ.ά.), τη δυνατότητα ιδρύσεως ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών και μάλιστα υπό καθεστώς προηγουμένης αδείας, σύμφωνα με την ειδικότερη ευχέρεια που ρητώς παρέχεται προς τούτο από την ανωτέρω διάταξη του εδαφίου γ’, μορφή «αμέσου» κρατικού ελέγχου ανατιθεμένου όχι στο Ε.Σ.Ρ. αλλά σε άλλα κρατικά όργανα αποτελεί η θέσπιση νομοθετικών ή κανονιστικών, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, διατάξεων που ορίζουν τη διαδικασία (διαγωνιστική ή μη), τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια της αδειοδοτήσεως των εν λόγω ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών [τέτοιου δε περιεχομένου διατάξεις, μετά την αναθεώρηση του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος, ήσαν εκείνες των άρθρων 6-7 και 13 του ν. 3592/2007 και του π.δ. 234/2003 «Όροι και προϋποθέσεις για τη χορήγηση αδειών ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών ελεύθερης λήψης», Α’ 210 (βλ. Π.Ε. 187/2003 5μ.), όπως επίσης και εκείνες των άρθρων 1 – 15 του επίμαχου ν. 4339/2015 και των, κατ’ εξουσιοδότησιν των άρθρων τούτων, εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων]. Αντιστοίχως δε, μορφή «αμέσου ελέγχου» του Κράτους, που δεν ανήκει αποκλειστικώς στο Ε.Σ.Ρ. αλλά και σε άλλα κρατικά όργανα, αποτελεί και η εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων, με την έκδοση ατομικών πράξεων, όπως είναι η χορήγηση των αδειών και οι προηγούμενες αυτών πράξεις της σχετικής (διαγωνιστικής ή μη) διαδικασίας. Περαιτέρω, κατά την ειδικότερη γνώμη των Συμβούλων Γ. Παπαγεωργίου, Σπ. Χρυσικοπούλου, Εμμ. Κουσιουρή, Αντ. Χλαμπέα, Δ. Μακρή και Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή, η έκδοση των τελευταίων τούτων πράξεων δεν αποτελεί μορφή «ελέγχου» υπαγομένου, κατά το εδάφιο β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του Συντάγματος, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ., αφού στο Ε.Σ.Ρ. ανήκει α) «ο έλεγχος της ασκήσεως της ραδιοτηλεοπτικής δραστηριότητας» (Π.Ε. 187-188/2003 5μ. σκ. 1 in fine), δηλαδή ο έλεγχος της λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών και όχι της αδειοδοτήσεώς τους, η οποία αναγκαίως προηγείται της λειτουργίας αυτών και β) «ο έλεγχος της εξυπηρέτησης των [αναφερομένων στο εδάφιο γ’ της ανωτέρω παραγράφου] σκοπών δημοσίου συμφέροντος» (ΣτΕ 1901/2014 Ολομ. σκ. 16, 3914/2015 Ολομ. σκ. 17) -ήτοι της αντικειμενικής και με ίσους όρους μεταδόσεως πληροφοριών, ειδήσεων, προϊόντων λόγου και τέχνης, της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων, του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου και της προστασίας της παιδικής ηλικίας και της νεότητας- δηλαδή έλεγχος, ο οποίος, αναγκαίως, προϋποθέτει τη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών και δεν νοείται κατά το προηγούμενο στάδιο της αδειοδοτήσεως αυτών. Συνεπώς, μόνο μετά την ίδρυση και έναρξη της λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού, όχι δε κατά το προγενέστερο στάδιο της αδειοδοτήσεως αυτού, ανακύπτει η αποκλειστική, κατά το άρθρο 15 παρ. 2 εδ. β’ του Συντάγματος, αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ. για άσκηση ελέγχου και επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Όπως, άλλωστε, ρητώς δέχεται και η πλειοψηφούσα γνώμη, το Ε.Σ.Ρ. είναι και αυτό, παράλληλα με τη νομοθετική εξουσία και τα άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, φορέας του κατά το Σύνταγμα αμέσου ελέγχου των ανωτέρω σταθμών και στο προγενέστερο της ενάρξεως λειτουργίας αυτών στάδιο, δηλαδή στο στάδιο της χορηγήσεως των αδειών λειτουργίας τέτοιων σταθμών· η χορήγηση, δηλαδή, των ανωτέρω αδειών, αποτελούσα, όπως δέχεται και η πλειοψηφία, αντικείμενο του «αμέσου ελέγχου» των τηλεοπτικών σταθμών, δεν ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ., αφού αυτό δεν είναι, όπως επίσης αναγνωρίζει και η πλειοψηφία, ο μοναδικός φορέας του εν λόγω «αμέσου ελέγχου». Η αρμοδιότητα, συνεπώς, χορηγήσεως αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών και διενεργείας της σχετικής, διαγωνιστικής ή μη, διαδικασίας, μπορεί, κατά το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, να ασκείται και από άλλα, πλην του Ε.Σ.Ρ., κρατικά όργανα. Τέλος, είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ, κατά τις συζητήσεις στην Αναθεωρητική Βουλή του 2001, προτάθηκε από μέλη αυτής να περιληφθεί στις αρμοδιότητες του Ε.Σ.Ρ. και η χορήγηση των τηλεοπτικών αδειών (συζήτηση της 17.1.2001 πρωί, Κ. Καραμανλής σελ. 175, Στ. Μάνος σελ. 190, 193), οι απόψεις αυτές δεν υιοθετήθηκαν και η παράγραφος 2 του άρθρου 15 του Συντάγματος ψηφίσθηκε όπως ακριβώς είχε προταθεί από την Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, δηλαδή χωρίς αναφορά της χορηγήσεως αδειών μεταξύ των αρμοδιοτήτων του Ε.Σ.Ρ. Περαιτέρω, όσον αφορά τον έλεγχο κατά το στάδιο της αδειοδοτήσεως των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, ο Πρόεδρος και οι Σύμβουλοι Τ. Κόμβου και Α.-Μ. Παπαδημητρίου διατύπωσαν την ακόλουθη ειδικότερη γνώμη: Κατά το Σύνταγμα ο ρόλος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ως συνταγματικά κατοχυρωμένης Ανεξάρτητης Αρχής, επιφορτισμένης με τη διασφάλιση της καθολικής παροχής της ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας στην εθνική επικράτεια, κατά τρόπο σύμφωνο με τους ορισμούς του -ώστε η μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων καθώς και των προϊόντων του λόγου και της τέχνης να γίνεται αντικειμενικά και με ίσους όρους, να εξασφαλίζεται η ποιοτική στάθμη των προγραμμάτων, που επιβάλλεται από την κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεοράσεως και την πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου και η προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητος- είναι αμιγώς ελεγκτικός. Τούτο δε υπό την έννοια ότι το Ε.Σ.Ρ. είναι αρμόδιο κατά μεν το στάδιο της διαδικασίας αδειοδοτήσεως των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών να ελέγχει κατά πόσον η διεξαχθείσα από τη Διοίκηση στη συγκεκριμένη περίπτωση διαδικασία αδειοδοτήσεως έχει ολοκληρωθεί νομίμως από πλευράς τήρησης των διαδικαστικών όρων και σε καταφατική περίπτωση να αποφαίνεται, με την έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξεως υπέρ της χορηγήσεως της σχετικής άδειας (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1901/2014, 3914/2015,βλ. επίσης ΣτΕ Ολομ. 3578/2010), εν συνεχεία της οποίας το αρμόδιο κατά νόμον όργανο της Πολιτείας προβαίνει στην έκδοση της τελικής πράξεως περί χορηγήσεως ραδιοτηλεοπτικής αδείας. Μετά δε την έκδοση της σχετικής αδείας λειτουργίας ραδιοτηλεοπτικού σταθμού το Ε.Σ.Ρ. καθίσταται αποκλειστικά αρμόδιο να ελέγχει κατά πόσον η ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία παρέχεται μετά τήρηση των προαναφερθεισών αρχών και σε περίπτωση παραβιάσεώς τους να προβαίνει στην επιβολή των προβλεπομένων από τον νόμο κυρώσεων. Επομένως, δεν καθιδρύεται από το Σύνταγμα αποκλειστική αρμοδιότης του Ε.Σ.Ρ. για την έκδοση πράξεων εντασσομένων στη διαδικασία αδειοδοτήσεως ραδιοτηλεοπτικού σταθμού, ο κοινός όμως νομοθέτης δεν κωλύεται να αναθέσει στο Ε.Σ.Ρ. είτε τη διεξαγωγή ολόκληρης της σχετικής διαδικασίας αδειοδοτήσεως είτε την έκδοση ορισμένων πράξεων αυτής. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, κατά τη γνώμη του Προέδρου και των Συμβούλων Γ. Παπαγεωργίου, Σπ. Χρυσικοπούλου, Εμμ. Κουσιουρή, Αντ. Χλαμπέα, Δ. Μακρή, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου- Σαρρή και Α.-Μ. Παπαδημητρίου, αβασίμως προβάλλεται ότι, κατά την έννοια του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος, το Ε.Σ.Ρ. είναι αποκλειστικώς αρμόδιο για τη χορήγηση των ως άνω αδειών και τη διενέργεια της σχετικής διαδικασίας και ότι, συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 2Α παρ. 2 του ν. 4339/2015, οι οποίες αποτελούν το νόμιμο έρεισμα της προσβαλλομένης πράξεως, αντίκεινται στην εν λόγω συνταγματική διάταξη, στο μέτρο που αναθέτουν την ανωτέρω αρμοδιότητα στον Υπουργό Επικρατείας. Β) Ο Σύμβουλος Δ. Κυριλλόπουλος διετύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Από τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 2 εδ. α’, β’, γ’ του Συντάγματος συνάγεται ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, ευθέως απορρέουσα από τη διάταξη του εδαφίου β’ της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, μόνο για το ζήτημα της επιβολής διοικητικών κυρώσεων στους λειτουργούντες ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, στην περίπτωση που διαπιστωθεί, κατόπιν του διενεργούμενου ελέγχου, ότι αυτοί, κατά τη μετάδοση των εκπομπών τους, παραβιάζουν τους κανόνες που επιβάλλουν την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων, το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, καθώς και τους κανόνες και τις αρχές που προβλέπονται στη ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία. Για τα λοιπά ζητήματα, όμως, που σχετίζονται με την άσκηση της ραδιοτηλεοπτικής δραστηριότητας, όπως είναι και το ζήτημα της προκήρυξης και διεξαγωγής διαγωνισμού για τη χορήγηση αδειών λειτουργίας στους τηλεοπτικούς σταθμούς, η ανωτέρω συνταγματική διάταξη δεν θεσπίζει αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, καθόσον σε αυτήν ορίζεται ρητώς ότι το εν λόγω ζήτημα τελεί υπό τον άμεσο έλεγχο του Κράτους, ήτοι των κρατικών εν γένει οργάνων. Ο κοινός, όμως, νομοθέτης, δεν κωλύεται από τη ρηθείσα συνταγματική διάταξη να ορίσει ότι στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, που είναι και αυτό όργανο του Κράτους, περιέρχεται η αρμοδιότητα για τη χορήγηση αδειών στους τηλεοπτικούς σταθμούς μετά τη διεξαγωγή διαγωνιστικής διαδικασίας η οποία προκηρύσσεται από αυτό. Γ) Ανεξαρτήτως, όμως, των ανωτέρω και υπό την εκδοχή ότι κατά την έννοια του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος, η χορήγηση αδειών λειτουργίας ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών και η διενέργεια της σχετικής διαδικασίας αποτελούν μορφή ελέγχου υπαγομένου στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ., ο Πρόεδρος και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Σπ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Εμμ. Κουσιουρής, Αντ. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή, Ηλ. Μάζος και Α.- Μ. Παπαδημητρίου υποστήριξαν την άποψη ότι η εξαιρετική, για την πρώτη και μόνο εφαρμογή του ν. 4339/2015, ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 2Α αυτού (το οποίο προστέθηκε με το άρθρο τρίτο του ν. 4367/2016), κατά την οποία η αρμοδιότητα για την έκδοση αδειών λειτουργίας ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών και τη διεξαγωγή της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας ανατίθεται στον Υπουργό Επικρατείας και όχι στο Ε.Σ.Ρ., είναι συνταγματικώς ανεκτή, κατά την έννοια του άρθρου 15 παρ. 2 εδ. β’ του Συντάγματος, εν όψει συγκεκριμένων δεδομένων, μεταξύ των οποίων και σοβαρότατοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, συνταγματικής, μάλιστα, περιωπής. Ειδικότερα: α) Ήταν απολύτως επιβεβλημένη και καθίστατο ολοένα και περισσότερο επιτακτική η ανάγκη αποκαταστάσεως της, παραβιαζομένης από εικοσαετίας και πλέον, συνταγματικής νομιμότητος, ως προς τη λειτουργία των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών (εν όψει της καταστάσεως που περιγράφεται στη σκέψη 5 και των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου και της ισότητας, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην προπαρατεθείσα νομολογία του ΣτΕ, 3578/2010 Ολομ. κ.ά.), δεν θα ήταν δε ανεκτή, εν όψει των εν λόγω συνταγματικών αρχών, κατά την ανωτέρω νομολογία, η θέσπιση νομοθετικών διατάξεων που θα «νομιμοποιούσαν» την εν τοις πράγμασι λειτουργία αυτών. β) Με τη ρύθμιση του άρθρου 55 παρ. 10 του ν. 4339/2015 προβλέφθηκε, για όλες τις ανεξάρτητες αρχές, η αυτοδίκαιη αποχώρηση των μελών τους, των οποίων είχε λήξει η αρχική θητεία. Η διάταξη αυτή είναι σύμφωνη με τη ρητή συνταγματική επιταγή του άρθρου 101Α του Συντάγματος, που καθιερώνει «ορισμένη» θητεία των μελών των ανεξαρτήτων αρχών και δεν επιβάλλει, αλλά απλώς ανέχεται επί εύλογο χρόνο, την αυτοδίκαιη παράταση της, ορισθείσης από τη Διάσκεψη των Προέδρων (ΔτΠ) της Βουλής, θητείας (βλ. ΣτΕ 3515/2013 Ολομ.). Επομένως, μετά και τη ρύθμιση της διατάξεως αυτής -κατ’ εφαρμογήν της οποίας αποχώρησαν αυτοδικαίως από τη θέση τους τα μέλη του Ε.Σ.Ρ. που είχαν συμπληρώσει τη θητεία για την οποία είχαν ορισθεί από τη ΔτΠ της Βουλής και των οποίων η θητεία παρετείνετο αυτοδικαίως είτε επί εύλογο χρόνο, υπό συνταγματική ανοχή, είτε πέραν ευλόγου χρόνου- δεν υφίστατο συγκροτημένο Ε.Σ.Ρ., για να διεξαγάγει, αρμοδίως κατά το Σύνταγμα, την επιβεβλημένη, για την άρση της προπεριγραφείσης μακράς συνταγματικής αταξίας, διαδικασία χορηγήσεως τηλεοπτικών αδειών, ενώ, σε τρεις διασκέψεις των Προέδρων της Βουλής, κατά τους δύο πρώτους μήνες του 2016, διαπιστώθηκε, όπως έχει εκτεθεί, η αδυναμία επιτεύξεως – απρόβλεπτης, μάλιστα, περαιτέρω διάρκειας, εν όψει των διαμειφθέντων κατά τη ΔτΠ της Βουλής της 2.2.2016- της κατά το άρθρο 101Α του Συντάγματος πλειοψηφίας των 4/5 για τη συγκρότηση του Ε.Σ.Ρ. Η μη τήρηση της, αναγνωριζομένης και από την πλειοψηφούσα γνώμη, υποχρεώσεως των πολιτικών δυνάμεων που εκπροσωπούνται στη Βουλή να συγκροτήσουν το Ε.Σ.Ρ. συνιστά, καθ’ εαυτήν, ευθεία παραβίαση του Συντάγματος, η οποία έχει σοβαρότατες περαιτέρω, συνταγματικής τάξεως, συνέπειες, όπως είναι η μη άσκηση των αρμοδιοτήτων που το ίδιο το Σύνταγμα αναθέτει στο Ε.Σ.Ρ., δηλαδή η μη άσκηση του, επιβαλλομένου προς εξυπηρέτηση των συνταγματικών σκοπών που αναφέρονται στο εδάφιο γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του Συντάγματος, ελέγχου της λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών και η μη επιβολή των σχετικών κυρώσεων. Εν όψει τούτων, η μη συγκρότηση Ε.Σ.Ρ. και η μη άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτό από το Σύνταγμα αρμοδιοτήτων, εντεύθεν δε, η απουσία κρατικής δράσεως στον σοβαρότατο τομέα του ελέγχου της λειτουργίας των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών δεν είναι ανεκτές από το Σύνταγμα, το οποίο, αντιθέτως, σε περίπτωση μη συγκροτήσεως του Ε.Σ.Ρ. -και, μάλιστα, αδυναμίας επ’ αόριστον της συγκροτήσεως αυτού (όπως εν προκειμένω)- ανέχεται, προκειμένου, ακριβώς, να αποτραπεί η αδράνεια του εν λόγω σοβαροτάτου τομέως κρατικής δράσεως, τη μεταβίβαση, με ειδικό νόμο («νόμο-μέτρο»), συγκεκριμένων τουλάχιστον, επιτακτικής φύσεως, αρμοδιοτήτων του, σε άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, δεδομένου, άλλωστε, ότι στο άρθρο 101Α του Συντάγματος δεν προβλέπεται, για την περίπτωση αδυναμίας συγκροτήσεως των ανεξαρτήτων αρχών από τη ΔτΠ της Βουλής, επικουρικός μηχανισμός επιλογής των μελών των εν λόγω αρχών. γ) Είχε αναληφθεί από τη Χώρα η δέσμευση, με τη Σύμβαση Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, το σχέδιο της οποίας είχε ήδη κυρωθεί με ευρύτατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία με τον ν. 4336/2015 (Α’ 94), για τη θέσπιση διαρθρωτικών δημοσιονομικών μέτρων που θα συμπεριλαμβάνουν, εκτός άλλων, και την «αναγγελία προκήρυξης δημόσιου διεθνούς διαγωνισμού υποβολής προσφορών για την απόκτηση τηλεοπτικών αδειών και την καταβολή τελών που αφορούν τη χρήση των αντίστοιχων συχνοτήτων» (άρθρο 3 παρ. Γ υποπαρ. 2.1). δ) Στη διαγωνιστική διαδικασία που καταστρώνεται στον ν. 4339/2015 (δύο φάσεις: προεπιλογή βάσει συγκεκριμένων θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων και πλειοδοτική δημοπρασία) δεν καταλείπεται κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας ούτε στον Υπουργό ούτε στην επιτροπή διενέργειας του διαγωνισμού, ώστε δεν υφίσταται ουσιαστικός λόγος που θα επέβαλλε, υπό τις συντρέχουσες, μάλιστα, εν προκειμένω συνθήκες (έλλειψη συγκροτημένου Ε.Σ.Ρ.), τη διεξαγωγή του συγκεκριμένου τούτου διαγωνισμού από την ανωτέρω ή από άλλη, ενδεχομένως, ανεξάρτητη αρχή. Εν όψει των προεκτεθέντων, η κατά τα άνω ανοχή του Συντάγματος στην έκδοση από τον Υπουργό Επικρατείας, δυνάμει ειδικής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (άρθρο 2Α παρ. 2 του ν. 4339/2015) και εντός των ορίων αυτής, κατά την πρώτη μόνο εφαρμογή του ν. 4339/2015, των συγκεκριμένων αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών και στη διεξαγωγή από αυτόν της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας αφ’ ενός μεν υπερβαίνει το μη δυνάμενο να αντιμετωπισθεί δικαστικώς, συνταγματικής τάξεως αλλά πολιτικής κατ’ ουσίαν φύσεως, πρόβλημα της αδυναμίας επιτεύξεως της, αναγκαίας κατά το άρθρο 101Α του Συντάγματος, πλειοψηφίας των 4/5 της ΔτΠ της Βουλής για τη συγκρότηση Ε.Σ.Ρ., αφ’ ετέρου δε, επιτυγχάνει την επίλυση του σοβαρότατου συνταγματικού προβλήματος της επί εικοσαετία και πλέον λειτουργίας ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών άνευ αδείας. Αντιθέτως, η άποψη ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 2Α του ν. 4339/2015 είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική, έχει ως συνέπεια τη διαιώνιση της από εικοσαετία και πλέον συνταγματικής αταξίας της λειτουργίας ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών άνευ αδείας, χωρίς να επιλύει το σοβαρότατο συνταγματικό πρόβλημα της ελλείψεως Ε.Σ.Ρ., του οποίου, εν τούτοις, την αποκλειστική αρμοδιότητα υποστηρίζει. Δ) Ο Πρόεδρος και οι Σύμβουλοι Τ. Κόμβου και Α.-Μ. Παπαδημητρίου διατύπωσαν την ακόλουθη ειδικότερη γνώμη: Προς αποκατάσταση της επί σειρά ετών παραβιαζομένης συνταγματικής νομιμότητος, με την επ’ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών χωρίς την ολοκλήρωση της διαδικασίας αδειοδοτήσεώς τους (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3578/2010) – διαδικασία, η οποία, σημειωτέον, θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί μετά την τελευταία χορηγηθείσα από τον νομοθέτη, παράταση μέχρι τις 31.12.2015 – επιβάλλεται η άμεση συγκρότηση του Ε.Σ.Ρ. – το οποίο με πολιτική ευθύνη δεν είχε όχι μόνο μέχρι τη συζήτηση της υπό κρίσιν αιτήσεως αλλά ούτε και μέχρι τη λήψη της παρούσης αποφάσεως συγκροτηθεί, με αποτέλεσμα να έχει κατ’ ουσίαν καταστεί ανενεργός, η λίαν σημαντική για το Κράτος Δικαίου διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος, η εφαρμογή της οποίας προϋποθέτει συγκροτημένο Ε.Σ.Ρ. προς άσκηση του προβλεπομένου από το άρθρο αυτό ελέγχου – προκειμένου τούτο, μετά την ολοκλήρωση της διεξαγομένης ήδη διαδικασίας αδειοδοτήσεως να ελέγξει κατά πόσον αυτή έχει ολοκληρωθεί νομίμως, από πλευράς τηρήσεως των διαδικαστικών όρων και σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί με την έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξεως υπέρ της χορηγήσεως καθεμιάς από τις σχετικές άδειες, εν συνεχεία της οποίας το αρμόδιο κατά νόμον όργανο της Πολιτείας προβαίνει στην έκδοση της τελικής πράξεως περί χορηγήσεως τηλεοπτικής αδείας.

21. Επειδή, εν όψει των εκτεθέντων στη σκέψη 19, κατά τη γνώμη των Αντιπροέδρων Α. Ράντου, Αν. Γκότση και Ε. Σάρπ, των Συμβούλων Δ. Μαρινάκη, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνη, Γ. Ποταμιά, Ε. Αντωνόπουλου, Σπ. Μαρκάτη, Μ. Παπαδοπούλου, Α. Καλογεροπούλου, Θ. Αραβάνη, Κ. Πισπιρίγκου και Σ. Βιτάλη και των Παρέδρων Ρ. Γιαννουλάτου και Μ. Τριπολιτσιώτη, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία επί μέρους αρμοδιότητες για την διενέργεια της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας μεταβιβάζονται στην Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, ερειδόμενη στις ανωτέρω, αντίθετες στο Σύνταγμα, διατάξεις του άρθρου 2Α παρ. 2 του ν. 4339/2015, είναι μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί, ενώ συνακυρωτέα αποβαίνει και η βάσει αυτής εκδοθείσα, συμπροσβαλλόμενη, 10214/20.5.2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας. Ο Αντιπρόεδρος Α. Ράντος και οι Σύμβουλοι Δ. Σκαλτσούνης, Σπ. Μαρκάτης, Μ. Παπαδοπούλου και Α. Καλογεροπούλου, συμφωνώντας, κατ’ αρχήν, με την κατά τα ανωτέρω κρατήσασα γνώμη, διατύπωσαν, περαιτέρω, την συγκλίνουσα γνώμη ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε, εν προκειμένω, να χωρήσει, αντί ακυρώσεως των προσβαλλομένων πράξεων, σε εφαρμογή (πρβλ. ΣτΕ 4003/2014 Ολομ.) των διατάξεων της παραγράφου 3α του άρθρου 50 του π.δ/τος 18/1989, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 22 του ν. 4274/2014 (Α’ 147). Θα παρείχετο, δηλαδή, κατά την γνώμη αυτή, στο Δικαστήριο η δυνατότητα να εκδώσει προδικαστική απόφαση, με την οποία να τάσσεται στη Διοίκηση τρίμηνη προθεσμία προκειμένου εντός αυτής να κινηθεί από την ίδια τη Διοίκηση και να ολοκληρωθεί αρμοδίως, με τήρηση των κατά το Σύνταγμα διαδικασιών, η συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Μετά τη συγκρότηση αυτή, και εντός της αυτής προθεσμίας, το έχον, πλέον, συγκροτηθεί Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης θα έπρεπε να διεξέλθει εξ υπαρχής και να ελέγξει όλα ανεξαιρέτως τα στάδια της ήδη διεξαχθείσης διαδικασίας χορηγήσεως των επίμαχων αδειών, στα οποία θα περιλαμβανόταν και ο πλήρης, κατά τον νόμο και την ουσία, έλεγχος των προσβαλλομένων κανονιστικών πράξεων. Εάν το όργανο αυτό διαφωνούσε ως προς τη νομιμότητα πράξεων ή ως προς την ουσιαστική εκτίμηση (λ.χ. για τον αριθμό των τηλεοπτικών αδειών ή τον ελάχιστο αριθμό εργαζομένων) των οργάνων που είχαν οργανώσει και διεξαγάγει τη συνολική διαγωνιστική διαδικασία, θα έπρεπε να επαναλάβει τη διαδικασία από το σημείο που εντοπίσθηκε η νομική διαφορά και εφεξής. Αν, όμως, το όργανο δεν διαπίστωνε προβλήματα νομιμότητας ή ουσίας στη μέχρι τώρα διαδικασία, δεν θα έθιγε τα αποτελέσματά της και θα χωρούσε, εκείνο πλέον, στην δυνάμει αυτής έκδοση της κατακυρωτικής πράξεως και στη χορήγηση των αδειών. Η συγκλίνουσα, όμως, αυτή γνώμη δεν εκράτησε, με συνέπεια τα μέλη που την συγκροτούν να εντάσσονται και αυτά στο ακυρωτικό διατακτικό της κρατησάσης γνώμης. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις, ενώ αλυσιτελής αποβαίνει η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως.

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

Ακυρώνει την 4297/1.3.2016 απόφαση του Υπουργού Επικρατείας (Β’ 518/1.3.2016) και την 10214/20.5.2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αιτούσης εταιρείας, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννεακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12, 14, 18, 24 και 26 Οκτωβρίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 2017.

Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Ν. Σακελλαρίου Μ. Παπασαράντη

3578/2010 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 529502)

(ΔΙΜΕΕ 2010/414 , ΕΔΔΔΔ 2011/141) Τηλεοπτικοί σταθμοί. Αδειοδότηση αυτών και εφαρμοστέες διατάξεις. Διαγωνιστικές διαδικασίες με αντικείμενο τη χορήγηση αδειών για τη λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2644/1998 και του άρθρου 19 του ν. 3051/2002. Η επ΄ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, που ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παράνομα, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές του Κράτους Δικαίου και της ισότητας. Η διάταξη του άρθρου 19 του ν. 3051/2002, που παρέτεινε επ΄ αόριστον το καθεστώς λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών, χωρίς να τάσσεται στη Διοίκηση εύλογη προθεσμία για την ολοκλήρωση της αδειοδότησης, ήταν αντισυνταγματική εξ αρχής. Το 2005, που συζητήθηκε για πρώτη φορά η ένδικη υπόθεση, τα χρονικά όρια της συνταγματικής ανοχής είχαν εξαντληθεί. Δεν είναι επιτρεπτή η λειτουργία του τηλεπτικού σταθμού της αιτούσας και ήταν νόμιμη η διακοπή της λειτουργίας του. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης, λόγω αλυσιτελούς άσκησης. Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια με την υπ΄ αριθμ. 2784/2007 απόφαση του Δ΄ Τμήματος. 

ΣτΕ Ολ 3578/2010

Πρόεδρος: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος ΣτΕ Εισηγητής: Η. Τσακόπουλος, Σύμβουλος ΣτΕ Δικηγόροι: Κ. Φιλιππόπουλος, Ν. Μαριόλη, Νομική Σύμβουλος του Κράτους

[…] 2. Επειδή, ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως 236/6.5.2003 του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση θεραπείας της αιτούσης κατά της αποφάσεως 201/1.4.2003 του ίδιου Συμβουλίου. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε επιβληθεί στον τηλεοπτικό σταθμό «……», τον οποίο εκμεταλλεύεται η αιτούσα, η «διοικητική κύρωση της αμέσου διακοπής της λειτουργίας αυτού». Στην αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως αναφέρονται και τα εξής: «Ο τηλεοπτικός σταθμός …… είχε υποβάλει αίτηση μετά των νομίμων δικαιολογητικών προς συμμετοχή σε προκηρυχθέντα διαγωνισμό για λήψη αδείας λειτουργίας αυτού. Εντεύθεν ο σταθμός λειτουργεί νομίμως και υποχρεούται να εκπέμπει το δηλωθέν με την αίτηση του πρόγραμμα το οποίο είναι … ψυχαγωγικό», πλην αντί του δηλωθέντος προγράμματος «εκπέμπει διαφημίσεις αστροπροβλέψεων, μέντιουμ, χαρτομαντειών, ωροσκοπίων και χειρομαντιών», δηλαδή πρόγραμμα, το οποίο, κατά το Ε.Σ.P., δεν έχει την ποιοτική στάθμη που επιβάλλει το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, και ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διακοπή λειτουργίας του εν λόγω σταθμού.

3. Επειδή, η αιτούσα ως νόμιμο έρεισμα της λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού της επικαλείται τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 1 του Ν 2644/1998 και 19 παρ. 2 του Ν 3051/2002. Κατά τις διατάξεις αυτές θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες τηλεοπτικοί σταθμοί, οι οποίοι δεν είναι εφοδιασμένοι με άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας, εφ’ όσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Η κρινόμενη αίτηση εισήχθη προς εκδίκαση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν παραπομπής της με την απόφαση 2784/2007 του Δ’ Τμήματος, με την οποία κρίθηκε ότι η δεύτερη από τις παραπάνω διατάξεις (άρθρο 19 παρ. 2 του Ν 3051/2002) κατέστη αντισυνταγματική και το ζήτημα παραπέμφθηκε προς επίλυση ενώπιον της Ολομελείας σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος.

4. Επειδή, όπως έχει ήδη γίνει δεκτό (βλ. ΣτΕ 5040/1987 Ολομ., 1145/1988 Ολομ., 2501/2004 7μ.), με το άρθρο 15 του Συντάγματος, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν από την αναθεώρηση του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (το οποίο δεν επέφερε συνταγματική μεταβολή από της εξεταζόμενης απόψεως), δεν θεσπίζεται ατομικό δικαίωμα ιδρύσεως ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού σταθμού, αλλ’ η διαμόρφωση ενός τέτοιου δικαιώματος αφήνεται στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος, κατά την ρύθμιση του εν λόγω θέματος, τελεί υπό τους όρους και περιορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Το κρατικό μονοπώλιο ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών καταργήθηκε με τους νόμους 1730/1987 (Α.145) «Ελληνική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση Ανώνυμη Εταιρία» και 1866/1989 (Α.222) «Ίδρυση Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεοράσεως και παροχή αδειών για την ίδρυση και λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών», με τους οποίους επετράπη η ίδρυση και λειτουργία τοπικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, αντιστοίχως, κατόπιν διοικητικής αδείας χορηγούμενης αυτοτελώς (όχι δηλαδή στο πλαίσιο διαγωνιστικής διαδικασίας), βάσει προϋποθέσεων και κατ’ εκτίμηση κριτηρίων, που έτασσε ο νόμος. Κατ’ εφαρμογήν των νόμων αυτών εκδόθηκαν περιορισμένος αριθμός αδειών τηλεοπτικών σταθμών και μεγάλος αριθμός αδειών ραδιοφωνικών σταθμών. Παράλληλα, από το έτος 1989 και έπειτα άρχισαν να λειτουργούν πολλοί ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί αυθαιρέτως, χωρίς διοικητική άδεια. Κρίθηκε μάλιστα (βλ. ΣτΕ 3839/1997 Ολομ.) ότι η εν τοις πράγμασι ίδρυση και λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού, χωρίς άδεια, δεν αποτελούν νόμιμο λόγο χορηγήσεως αδείας κατά τον Ν 1866/1989, έστω και αν η Διοίκηση, με την πρακτική που είχε τηρήσει, είχε ανεχθεί ή και υποβοηθήσει την λειτουργία χωρίς άδεια του συγκεκριμένου, καθώς και άλλων τηλεοπτικών σταθμών. Στο πραγματικό αυτό δεδομένο (της ιδρύσεως και λειτουργίας ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών χωρίς άδεια) αναφέρεται η εισηγητική έκθεση του Ν 2328/1995 «Νομικό καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης και της τοπικής ραδιοφωνίας, ρύθμιση θεμάτων της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς και άλλες διατάξεις» (Α. 159). Κατά την έκθεση, μετά την χορήγηση, μέχρι το έτος 1989, 275 αδειών τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών, «το κρατικό ενδιαφέρον για την τοπική ραδιοφωνία ουσιαστικά σταμάτησε, με αποτέλεσμα όλο το ραδιοφωνικό τοπίο να καταστεί ανεξέλεγκτο. Το φαινόμενο της ιδιωτικής τηλεόρασης διέρρηξε εξαρχής το νομικό πλαίσιο στο οποίο έπρεπε να κινηθεί. Ο Ν 1866/1989 ήταν λιγότερο συστηματικός και διορατικός απ’ ό,τι επέβαλλε το οικονομικό, κοινωντκό και πολιτικό βάρος της ιδιωτικής τηλεόρασης». Κατά την εν λόγω έκθεση, βασικό έργο του Ε.Σ.Ρ. «μέχρι το 1993 μπορούν να θεωρηθούν οι κώδικες δεοντολογίας…» και η γνώμη του για τη χορήγηση οκτώ αδειών για τηλεοπτικούς σταθμούς με ειδική άδεια δικτύωσης για την απόκτηση εθνικής εμβέλειας και τεσσάρων για τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Η πραγματική τηλεοπτική κατάσταση είχε, βέβαια, εξαρχής πολύ μικρή σχέση με αυτήν την κατανομή αδειών…». Την κατάσταση αυτή επιχείρησε να αντιμετωπίσει ο προαναφερθείς Ν 2328/1995, που θέσπισε νέο λεπτομερές σύστημα ρυθμίσεως, προβλέπον την χορήγηση διοικητικών αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών. Οι βασικές διατάξεις του είναι οι εξής: «Άρθρο 1. 1. Επιτρέπεται η ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, που εκπέμπουν σήμα κοινής λήψης από τους οικιακούς δέκτες στους διαθέσιμους για το σκοπό αυτό διαύλους ή τις διαθέσιμες ραδιοσυχνότητες, μόνο μετά από άδεια που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού. Οι άδειες χορηγούνται για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και η χρήση τους συνιστά δημόσια λειτουργία. Οι σταθμοί στους οποίους χορηγούνται οι άδειες υποχρεούνται να μεριμνούν για την ποιότητα του προγράμματος, την αντικειμεντκή ενημέρωση, τη διασφάλιση της πολυφωνίας, καθώς και την προαγωγή του πολιτισμού με τη μετάδοση εκπομπών λόγου και τέχνης… 3. Οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί της παρ. 1 διακρίνονται σε τρεις (3) κατηγορίες: α. Σε σταθμούς εθνικής εμβέλειας που καλύπτουν το σύνολο της επικράτειας… β. Σε σταθμούς περιφερειακής εμβέλειας που καλύπτουν… ευρύτερο γεωγραφικό διαμέρισμα, το οποίο οριοθετείται με … κοινή απόφαση του Υπουργών Μεταφορών και Τύπου και ΜΜΕ… γ. Σε σταθμούς τοπικής εμβέλειας που καλύπτουν τον αντίστοιχο νόμο ή περισσότερους προσδιορισμένους όμορους νομούς… 25. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από απόφαση του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ και των κατά περίπτωση αρμόδιων υπουργών, ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες που είναι τηχόν αναγκαίες για την εφαρμογή των θεμάτων του άρθρου αυτού, εκτός από εκείνα για τα οποία έχουν ήδη παρασχεθεί άλλες νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις. Άρθρο 2. 1. Οι άδειες… χορηγούνται με απόφαση του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ [ήδη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, βάσει του άρθρου 4 παρ. 1 περ. α’ του Ν 2863/2000, (Α 262)]. 2. Με απόφαση του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ [ήδη του Ε.Σ.Ρ., βάσει του άρθρου 4 παρ. 6 περ. α’ του Ν 2863/2000, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν 3051/2002] προκηρύσσεται, κάθε Σεπτέμβριο, καθώς και όποτε άλλοτε υπάρξουν διαθέσιμες συχνότητες, συγκεκριμένος αριθμός θέσεων αδειών κατά κατηγορία σταθμών… 3. Οι αιτήσεις υποβάλλονται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από τη δημοσίευση της προκήρυξης… Στην αίτηση πρέπει να περιλαμβάνονται τα εξής τουλάχιστον στοιχεία:… 5. α) Η αίτηση συνοδεύεται από πλήρη και άρτια τεχνική μελέτη, β) Η αίτηση που υποβάλλεται από νομικό πρόσωπο πρέπει να συνοδεύεται από τα κατά νόμον αναγκαία νομιμοποιητικά έγγραφα, γ) … δ) Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης εξετάζει και αξιολογεί συγκριτικά για κάθε κατηγορία και περιοχή τις αιτήσεις και βαθμολογεί τους αιτούντες με σύστημα μορίων το οποίο καθορίζεται στην επόμενη παράγραφο… 6. Όλες οι αιτήσεις… αξιολογούνται με σύστημα βαθμολόγησης με μόρια με βάση τα παρακάτω κριτήρια: α) Κριτήριο χρόνου λειτουργίας του σταθμού … β) Κριτήριο απασχολούμενου προσωπικού… γ) Κριτήριο πραγματικής επένδυσης και πληρότητας εξοπλισμού… δ) Κριτήριο προγραμματικής πληρότητας… 11. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ, ρυθμίζονται όλες οι λεπτομέρειες που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των θεμάτων του άρθρου αυτού, εκτός εκείνων για τα οποία έχει παρασχεθεί άλλη νομοθετική εξουσιοδότηση». Προκηρύξεις για την έκδοση αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών τοπικής και περιφερειακής εμβέλειας δημοσιεύθηκαν την 11.3.1998 (οι υπ’ αριθμ. 4774/1 και 4775/1, ΦΕΚ Β’ 14 και 15, αντιστοίχως) και την 17.7.1998 (η υπ’ αριθ. 15011/Ε, ΦΕΚ Β’ 36). Ακολούθως, την 13.10.1998, δημοσιεύθηκε ο Ν 2644/ 1998 «Για την παροχή συνδρομητικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών…» (Α’ 223), το άρθρο 17 του οποίου ορίζει τα εξής: «Μεταβατικές διατάξεις για τους όρους λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών: 1. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας που λειτουργούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου και έχουν υποβάλει εμπροθέσμως αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού σύμφωνα με τη διαδικασία των υπ’αριθ. 4775/1/3.3.1998 (ΦΕΚ παρ. 15), 4774/1/ 3.3.1998 (ΦΕΚ παρ. 14), 15011/Ε/13.7.1998 (ΦΕΚ παρ. 36) αποφάσεων του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες εντός της γεωγραφικής περιοχής που αντιστοιχεί στον αναγραφόμενο στην αίτηση τους Χάρτη Συχνοτήτων του Παραρτήματος II της υπ’ αριθμ. 15587/Ε/19.8.1997 κοινής απόφασης των Υπουργών Μεταφορών και Επικοινωνιών και Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΦΕΚ 785 Β’), μέχρι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με την οποία θα χορηγηθούν άδειες λειτουργίας ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών για την αντίστοιχη περιοχή ή μέχρι την έκδοση απορριπτικής απόφασης μετά την ολοκλήρωση του προβλεπόμενου στο άρθρο 2 παρ. 5 περιπτώσεις γ’ και δ’ του Ν 2328/1995 ελέγχου συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων ή της επάρκειας της τεχνικής μελέτης… 2. Οι αναφερόμενοι στην προηγούμενη παράγραφο τηλεοπτικοί σταθμοί οφείλουν να τηρούν τους προβλεπόμενους από το άρθρο 3 του Ν 2328/1995 κανόνες λειτουργίας, καθώς και αυτούς που προβλέπονται από τους ισχύοντες κώδικες δεοντολογίας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και τη νομοθεσία περί προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η παραβίαση των ανωτέρω κανόνων, η οποία διαπιστώνεται με βάση τεκμηριωμένη και ειδικά αιτιολογημένη καταγγελία παντός έχοντος έννομο συμφέρον, έχει ως συνέπεια την άμεση διακοπή λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού, με απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, καθώς και την αρνητική αξιολόγηση του σταθμού αυτού κατά τη βαθμολόγηση από το Ε.Σ.Ρ. του προβλεπόμενου από το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν 2328/1995 κριτηρίου της προγραμματικής πληρότητας…». Στην εισηγητική έκθεση του άρθρου 17 του παραπάνω Ν 2644/1997 αναφέρονται τα εξής: «Με το άρθρο αυτό τίθενται οι βάσεις για μια αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας, κατά το μεταβατικό στάδιο της εξέλιξης της διαδικασίας που θα οδηγήσει στην αδειοδότηση όλων των τηλεοπτικών σταθμών. 

Συγκεκριμένα με τη διαμόρφωση του Χάρτη Συχνοτήτων και τη δημοσίευση των προκηρύξεων για τη χορήγηση των αδειών λειτουργίας ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών εθνικής, περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας, η μεγάλη προσπάθεια που έχει αναληφθεί για την εδραίωση της νομιμότητας και της διαφάνειας στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, για πρώτη φορά στη χώρα μας, έχει πλέον εισέλθει στην τελική ευθεία. Σε αντίθεση με την πλειονότητα των λειτουργούντων τηλεοπτικών σταθμών που έχουν υποβάλλει αίτηση συμμετοχής στην προβλεπόμενη από το νόμο διαγωνιστική διαδικασία χορήγησης αδειών, ένας αριθμός τηλεοπτικών σταθμών επέλεξε την οδό της παρανομίας, αγνοώντας επιδεικτικά τους κανόνες και τους εν γένει θεσμούς της χώρας μας (παράβαση κανόνων δεοντολογίας μεταδιδόμενου προγράμματος, αποφυγή καταβολής πνευματικών δικαιωμάτων, παρεμβολή στις συχνότητες αεροπλοΐας, ενόπλων δυνάμεων κλπ.). Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο καθίσταται πλέον αναγκαίος ο διαχωρισμός, που επιχειρεί η προτεινόμενη ρύθμιση, μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών λειτουργούντων τηλεοπτικών σταθμών……

5. Επειδή, οι διαγωνιστικές διαδικασίες, στις οποίες αναφέρεται το παρατεθέν άρθρο 17 του Ν 2644/1998, δεν ολοκληρώθηκαν. Την έκβαση τους ερύθμισε ο Ν 3051/2002 (Α. 220/20.9.2002). Με τον νόμο αυτόν, με τον οποίο το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης απέκτησε την αποφασιστική αρμοδιότητα εκδόσεως των προκηρύξεων των διαδικασιών αδειοδοτήσεως ιδιωτικών ραδιοφωνικών και τηλεοτηικών σταθμών, ορίσθηκαν και τα εξής: «Αρθρο 19. 1…. 2. Διαγωνιστικές διαδικασίες με αντικείμενο τη χορήγηση αδειών για τη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών ελεύθερης λήψης ή για την παροχή συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών μέσω επίγειων αποκλειστικά πομπών, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος νόμου και στις οποίες η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων των αιτούντων έχει ελεγχθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 5 του Ν 2328/1995 και του άρθρου 5 παρ. 3 εδάφ. α’ του Ν 2644/1998, καταργούνται. Για την κατάργηση των διαδικασιών του προηγούμενου εδαφίου εκδίδεται σχετική διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. 3. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας οι οποίοι, κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν 2644/1998, εξακολουθούν να θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες μέχρι την πρώτη εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν 2328/1995 με την έκδοση αδειών λειτουργίας για την αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή. 4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, μπορεί να καθορίζονται ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις, καθώς και άλλη λεπτομέρεια σχετικά με τα υποβαλλόμενα, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 2 παρ. 5 και 7 παρ. 3 του Ν 2328/1995 και 5 παρ. 2 του Ν 2644/1998, στοιχεία και λοιπά δικαιολογητικά. . .». Στην εισηγητική έκθεση του παραπάνω άρθρου 19 αναφέρεται ότι η εφαρμογή των διατάξεων περί των νέων αρμοδιοτήτων του Ε.Σ.Ρ. «συνεπάγεται την επανέναρξη όλων των υπό εξέλιξη διαγωνιστι-κών διαδικασιών» και ότι με το άρθρο αυτό ρυθμίζεται «το μεταβατικό καθεστώς των φορέων παροχής τηλεοπτικών υπηρεσιών που θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες με βάση το ισχύον σήμερα μεταβατικό καθεστώς λειτουργίας». Επακολούθησε η έκδοση του ΠΔ 234/2003 «Όροι και προϋποθέσεις για τη χορήγηση αδειών ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών ελεύθερης λήψης» (Α. 210/1.9.2003), καθώς και προκηρύξεων του Ε.Σ.Ρ. για την χορήγηση αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών εθνικής, περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας. Διατάξεις των εν λόγω διατάγματος και προκηρύξεων ακυρώθηκαν με τις αποφάσεις 2502, 2504 και 2508/2.8.2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι διαδικασίες αδειοδοτήσεως, που κινήθηκαν με τις παραπάνω προκηρύξεις ήσαν εν εξελίξει κατά τον χρόνον συζητήσεως της κρινομένης υποθέσεως ενώπιον του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας ήτοι την 17.5.2005, εν τέλει δε δεν ολοκληρώθηκαν. Επακολούθησε η δημοσίευση του Ν 3444/2006 (Α.46/2.3.2006) το άρθρο 15 παρ. 7 περ. β του οποίου όρισε ότι «Οι προκηρύξεις για τη χορήγηση τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών αδειών θα εκδοθούν μέχρι τις 30.6.2006»· το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν 3548/2007 (Α.68/20.3.2007) παρέτεινε την παραπάνω προθεσμία μέχρι 30.6.2007· επακολούθησε η θέσπιση του Ν 3592/2007 «Συγκέντρωση και αδειοδότηση επιχειρήσεων Μέσων Ενημέρωσης…» (Α. 161/19.7.2007), ο οποίος επέφερε σημαντικές τροποποιήσεις στο σύστημα αδειοδοτήσεως των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, όρισε δε ότι «Ως [νομίμως] λειτουργούντες τηλεοπτικοί περιφερειακοί σταθμοί νοούνται εκείνοι που θεωρείται ότι λειτουργούν νομίμως, σύμφωνα. . .» με τις παρατεθείσες διατάξεις των Ν 2644/1998, 3051/2002 και 3444/2006 (άρθρο 5 παρ. 7) και ότι η ίδια ως άνω προθεσμία κινήσεως της διαδικασίας αδειοδοτήσεως «παρατείνεται … μέχρι την 31.10.2007» (άρθρο 20 παρ. 5)· η ίδια πάντοτε προθεσμία παρατάθηκε μέχρι την 31.10.2008 με το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν 3640/2008 (Α.22/14.2.2008), μέχρι την 30.6.2009 με το άρθρο 9 του Ν 3723/2008 (Α.250/9.12.2008) και μέχρι την 31.12.2009 με το άρθρο 37 του Ν 3779/2009 (Α. 122/21.7.2009).

6. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του Ν 2644/1998, σχετικά με την νομιμοποίηση της λειτουργίας ορισμένων παρανόμως λειτουργούντων τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι θεωρούνται υπό προθεσμία ως «νομίμως λειτουργούντες», θεσπίσθηκε σε χρόνο, κατά τον οποίο είχαν ήδη κινηθεί, με την έκδοση προκηρύξεων, και ήσαν εν εξελίξει διαγωνιστικές διαδικασίες κατά τις πάγιες διατάξεις του Ν 2328/1995, ευλόγως δε αναμενόταν η ολοκλήρωση τους σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα, με την έκδοση των αντιστοίχων αδειών, και η συνακόλουθη λήξη της ισχύος της διατάξεως αυτής. Αντιθέτως, με τις διατάξεις του άρθρου 19 του μεταγενέστερου Ν 3051/2002 παρατάθηκε το καθεστώς λειτουργίας των ίδιων τηλεοπτικών σταθμών επ’ αόριστον, εφ’ όσον με αυτές καταργήθηκαν οι αρξάμενες διαγωνιστικές διαδικασίες χωρίς να έχουν προκηρυχθεί νέες και χωρίς να τάσσεται στην Διοίκηση εύλογη προθεσμία, μέσα στην οποία θα έπρεπε να έχει ολοκληρώσει την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών περιφερειακής και τοπικής εμβάλειας. Όμως, η υπό τις εκτεθείσες συνθήκες επ’ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παρανόμως, αντίκειται προς το Σύνταγμα. Πρώτον μεν αντιβαίνει προς την θεμελιώδη συνταγματική αρχή· του Κράτους Δικαίου, από την οποία απορρέει η υποχρέωση του Κράτους να εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή του νόμου και να προασπίζει τα δημόσια αγαθά. Τούτο επιτυγχάνεται με την αποτελεσματική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών εφαρμογής και επιβολής του νόμου. Έτσι διαφυλάσσεται το κύρος του νόμου και επιβεβαιώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στην έννομη τάξη, που πρέπει να γίνεται από όλους σεβαστή. Δημόσιο δε αγαθό αποτελούν οι αριθμητικά περιορισμένες ραδιοσυχνότητες για την πραγματοποίηση τηλεοπτικών εκπομπών αναλογικού σήματος· το δημόσιο αυτό αγαθό προσβάλλεται όταν η χρήση των ραδιοσυχνοτήτων γίνεται χωρίς την απαιτούμενη διοικητική άδεια, δηλαδή αυθαιρέτως και παρανόμως. Δεύτερον δε, η επίμαχη ρύθμιση αντιβαίνει προς την συνταγματική αρχή της ισότητας. Διότι θέτει τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία, ενώ είχαν την πραγματική δυνατότητα και την βούληση να ιδρύσουν τηλεοπτικό σταθμό, δεν το έπραξαν όμως αυθαιρέτως και δεν παρέβησαν τον νόμο, σε εξόχως μειονεκτική μοίρα σε σχέση με τα πρόσωπα, τα οποία, με την αυθαίρετη κατάληψη ραδιοσυχνότητας, ίδρυσαν παρανόμως, χωρίς δηλαδή άδεια, τηλεοπτικό σταθμό. Πράγματι, τα τελευταία αυτά πρόσωπα νέμονται τομέα της αγοράς τηλεοπτικών υπηρεσιών, η λειτουργία της οποίας μάλιστα συνδέεται με την, καίριας σημασίας σε μία δημοκρατική πολιτεία, άσκηση των δικαιωμάτων του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι. Η ρύθμιση των επίμαχων διατάξεων θα ήταν, ενδεχομένως, συνταγματική εάν συνέτρεχαν εκ παραλλήλου και σωρευτικώς δυο προϋποθέσεις. 

Αφ’ ενός μεν εάν η διάταξη του άρθρου 19παρ. 2 του Ν 3051/2002 δεν εξαρτούσε την εφαρμογή της κατά κύριο λόγο από το συμπτωματικό γεγονός της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών σε δεδομένο χρόνο, αλλά και από κριτήρια συναπτόμενα προς την ύπαρξη πραγματικών καταστάσεων, οι οποίες, αν και δημιουργήθηκαν αυτογνωμόνως, χρήζουν, κατά την κρίση του νομοθέτη νομικής προστασίας, ανεκτής πάντως από το Σύνταγμα. Αφ’ ετέρου δε εάν η διάταξη αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος, εάν προέβλεπε δηλαδή έναν οπωσδήποτε οριστό καταληκτικό χρόνο ανοχής της λειτουργίας των νομιμοποιούμενων τηλεοπτικών σταθμών ο χρόνος δε αυτός θα έπρεπε να είναι εύλογος, ως απολύτως αναγκαίος, να αντιστοιχεί δηλαδή προς τον χρόνο, ο οποίος απαιτείται για την ολοκλήρωση μιας το ταχύτερον δυνατόν κινούμενης διαδικασίας αδειοδοτήσεως και, πάντως, να μη υπερβαίνει ένα όριο, πέραν του οποίου, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, η εξαίρεση, δηλαδή η προσωρινή ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών που ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παρανόμως με την αυθαίρετη κατάληψη ραδιοσυχνότητας, καθίσταται πλέον κανόνας που παραμερίζει το πάγιο – και εναρμονιζόμενο προς το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος – νομοθετικό καθεστώς. 

Η υπέρβαση αυτού του ορίου δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να γίνει ανεκτή από την συνταγματική τάξη. Ανεξαρτήτως δε του ζητήματος αν κατά τον χρόνο θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 2 του Ν 3052/2002 συνέτρεχε η πρώτη από τις παραπάνω προϋποθέσεις, οπωσδήποτε δεν συνέτρεχε η δεύτερη, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος, δεν όριζε δηλαδή συγκεκριμένο και εύλογο, κατά τ’ ανωτέρω, χρόνο λήξεως της ισχύος της. Επομένως, η επίμαχη διάταξη ήταν ήδη κατά τον χρόνο θεσπίσεως της αντισυνταγματική. Σε κάθε δε περίπτωση κατά τον χρόνο της πρώτης συζητήσεως της κρινομένης υποθέσεως (17.5.2005), ήτοι δέκα (10) περίπου έτη μετά τη θέσπιση του Ν 2328/1995, ετηά (7) έτη μετά την δημοσίευση των πρώτων προκηρύξεων για την αδειοδότηση τηλεοπτικών σταθμών και τρία (3) έτη μετά την θέση σε ισχύ των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 2 και 3 του Ν 3051/2002, τα χρονικά όρια της συνταγματικής ανοχής είχαν, πλέον, εξαντληθεί και η επίμαχη διάταξη είχε οπωσδήποτε καταστεί αντισυνταγματική και, ως εκ τούτου, αντίσχυρη, διότι η περαιτέρω διατήρηση της σε ισχύ θα ήταν, κατά τ’ ανωτέρω, αντίθετη προς το Σύνταγμα.

7. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η λειτουργία του τηλεοπτικού σταθμού της αιτούσης κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο της συζητήσεως της κρινομένης αιτήσεως ενώπιον του Δ’Τμήματος δεν μπορούσε να στηριχθεί στην -ανίσχυρη κατά τ’ ανωτέρω- διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Ν 3052/2002. Ούτε, εξ άλλου, άλλη διάταξη νόμου ή διοικητική πράξη επέτρεπε την λειτουργία αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο. Επομένως, η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως παρίσταται αλυσιτελής, εφ’ όσον ακόμη και αν η πράξη αυτή εκτοπισθεί από την έννομη τάξη, η λειτουργία του τηλεοπτικού σταθμού της αιτούσης δεν είναι επιτρεπτή. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

8. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας, κατά το άρθρο 39 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989 (Α.9) τις περιστάσεις, απαλλάσσει την αιτούσα από την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου.

Α.Σ.


1901/2014 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 623633)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΙΜΕΕ 2014/260, ΑΡΜ 2014/1202, ΕΕΡΓΔ 2014/801 , ΘΠΔΔ 2014/534) ΕΡΤ και αίτηση ακύρωσης της κυα ΟΙΚ.02/2013 για την κατάργηση της ΕΡΤ. Η ΠΝΠ που εκδόθηκε στις 10.6.2013 κυρώθηκε με νόμο εντός των προθεσμιών που ορίζει το Σύνταγμα και οι ρυθμίσεις της καθίστανται ρυθμίσεις του κυρωτικού νόμου και μάλιστα αναδρομικώς. Από το Σύνταγμα δεν επιβάλλεται η λειτουργία δημόσιου φορέα ραδιοτηλεόρασης, αλλά ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια, συνεκτιμώντας την οικονομική δυνατότητα του Κράτους, να επιλέξει αν είναι αναγκαίο και δυνατό να ιδρυθεί τέτοιος φορέας. Δεν υφίσταται αντίθεση των εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 προς το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος. Αντίθετη μειοψηφία. Για την έκδοση της προσβαλλόμενης κυα δεν απαιτείτο συνυπογραφή από τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Απαράδεκτα προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης. Συντρέχουν δύο από τις τρεις διαζευκτικά τιθέμενες από το άρθρο 14Β του ν. 3429/2005 προϋποθέσεις για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. Δεν παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας. Αντίθετη μειοψηφία. Η αρμοδιότητα θεσμοθέτησης και οργάνωσης συστήματος δημόσιας ραδιοτηλεόρασης ανήκει στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών της ΕΕ και δεν διέπεται από το δίκαιο αυτής. Η κατάργηση της ΕΡΤ Α.Ε. και των θυγατρικών της  δεν παραβιάζει το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι άκυρη, επειδή βεβαιώνεται ότι από τις διατάξεις της προκαλείται δαπάνη εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, «το ύψος της οποίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί». Αντίθετη μειοψηφία. Η ΕΡΤ Α.Ε. εξαιρείτο από την εφαρμογή των διατάξεων για τις ομαδικές απολύσεις. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Αναπληρωτή Προέδρου του ΣτΕ. (Σημείωση Α. Καιδατζή ΔΙΜΕΕ 2014/278 και Παρατηρήσεις Α.Κ. ΑΡΜ 2014/1215).

Αριθμός 1901/2014

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Σεπτεμβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Αικ. Συγγούνα, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Χρ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Γράβαρης, Σπ. Μαρκάτης, Αντ. Ντέμσιας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Β. Καλαντζή, Δ. Κυριλλόπουλος, Ε. Κουσιουρής, Κ. Κουσούλης, Θ. Αραβάνης, Αντ. Χλαμπέα, Τ. Κόμβου, Π. Μπραΐμη, Π. Χαμάκος, Σ. Βιτάλη, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Χρ. Ντουχάνης, Β. Κίντζιου, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Α. Σδράκα, Στ. Κτιστάκη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Τ. Κόμβου και Β. Κίντζιου, καθώς και η Πάρεδρος Στ. Κτιστάκη μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη. Για να δικάσει την από 12 Ιουνίου 2013 αίτηση: των: 1) Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Προσωπικού Επιχειρήσεων Ραδιοφωνίας – Τηλεόρασης (ΠΟΣΠΕΡΤ), που εδρεύει στην Αγία Παρακευή Αττικής (Μεσογείων 432) και 2)………….. , κατοίκου Αγία Παρασκευής Αττικής (………..), οι οποίοι παρέστησαν με τους δικηγόρους: α) Κωνσταντίνο Τοκατλίδη (Α.Μ. 22502) και β) Δημήτριο Περπατάρη (Α.Μ. 18443), που τους διόρισε στο ακροατήριο ο δεύτερος των αιτούντων και Πρόεδρος της ΠΟΣΠΕΡΤ, κατά των: 1) Υπουργού Οικονομικών και 2) Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό, οι οποίοι παρέστησαν με τις: α) Ευφροσύνη Μπερνικόλα και β) Νίκη Μαριόλη, Νομικούς Συμβούλου του Κράτους. Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 12 Ιουνίου 2013 πράξης του Αναπληρωτή Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989. Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ΟΙΚ.02/11.6.2013 (ΦΕΚ Β’ 1414/2013) απόφαση του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και του Υπουργού Οικονομικών και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Κ. Κουσούλη. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους των αιτούντων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και τις αντιπροσώπους του Υπουργού και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

 

κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1301699, 3626891/12.6.2013 ειδικά γραμμάτια).

 

2. Επειδή, με την αίτηση και το δικόγραφο προσθέτων λόγων ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. ΟΙΚ.02/11.6.2013 απόφασης του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και του Υπουργού Οικονομικών, «Κατάργηση της δημόσιας επιχείρησης «Ελληνική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ-A.E.)» (ΦΕΚ Β 1414/11.6.2013).

 

3. Επειδή, η προσβαλλόμενη πράξη κατά τα μέρη αυτής, με τα οποία ορίζει ότι α) καταργείται η Ελληνική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ Α.Ε.) και οι θυγατρικές της (άρθρο 1 παρ. 1) και ότι β) από 11.6.2013 διακόπτεται η μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, η κυκλοφορία εκδόσεων, η λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων, καθώς και κάθε άλλη δραστηριότητα της ΕΡΤ Α.Ε. και των θυγατρικών της (άρθρο 1 παρ. 2), συνιστά κανονιστική διοικητική πράξη, δεδομένου ότι με τις ρυθμίσεις αυτές καταργείται και παύει να λειτουργεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που ανήκει στο κράτος και του έχει ανατεθεί η παροχή της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη συνιστά κανονιστική διοικητική πράξη και κατά το μέρος της, με το οποίο ορίζει ότι από τη δημοσίευσή της λύονται οι συμβάσεις εργασίας του με οποιοδήποτε τρόπο απασχολούμενου στην ΕΡΤ Α.Ε. και στις θυγατρικές της προσωπικού (άρθρο 3 παρ. 1, εδάφιο πρώτο), διότι η ρύθμιση αυτή συνιστά μονομερή επέμβαση στις ανωτέρω συμβατικές σχέσεις απολύτως συναρτώμενη με τις υπό στοιχεία α και β ρυθμίσεις της ίδιας πράξης. Επομένως, αρμοδίως εισάγεται η αίτηση προς συζήτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

4. Επειδή, η δίκη διατηρεί το αντικείμενό της και δεν συντρέχει περίπτωση καταργήσεώς της ως εκ της εκδόσεως νεοτέρων πράξεων [03/12.6.2013 (ΦΕΚ Β 1423) και 04/12.6.2013 (ΦΕΚ Β 1427) αποφάσεις Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και Υπουργού Οικονομικών, ΟΙΚ.5/19.6.2013 (ΦΕΚ Β 1483) απόφαση Υπουργού Οικονομικών, ΟΙΚ. 06/8.7.2013 (ΦΕΚ Β 1675) απόφαση του αρμοδίου για ζητήματα που αφορούν στην οργάνωση και προσωρινή λειτουργία του μεταβατικού δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και του Υπουργού Οικονομικών], με τις οποίες ρυθμίσθηκαν συναφή ζητήματα, δεδομένου ότι με αυτές δεν θίγεται το βασικό περιεχόμενο των μνημονευομένων στην σκέψη 3 ρυθμίσεων της προσβαλλομένης.

 

5. Επειδή, με έννομο συμφέρον ασκείται η αίτηση από την πρώτη εκ των αιτούντων δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των σωματείων των εργαζομένων στην ΕΡΤ Α.Ε., η οποία σύμφωνα με το προσκομισθέν καταστατικό της επιδιώκει, αφενός, τη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών, πολιτιστικών, συνδικαλιστικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών των σωματείων-μελών της, και, αφετέρου, τη συμβολή στη βελτίωση και ανάπτυξη της ελληνικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης (κάθε είδους και χαρακτήρα) και την προάσπιση του κοινωνικού και εθνικού χαρακτήρα της δημόσιας ραδιοφωνίας – τηλεόρασης (άρθρο 2 παρ. 1 και 3).

Επίσης με έννομο συμφέρον ασκείται η αίτηση από τον δεύτερο αιτούντα υπό την ιδιότητά του ως προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΠΟΣΠΕΡΤ και μονίμου υπαλλήλου της καταργούμενης με την προσβαλλόμενη πράξη ΕΡΤ Α.Ε.

 

6. Επειδή, με το ν. 4551/1930 (ΦΕΚ Α 117) κυρώθηκε η από 26 Ιανουαρίου 1930 σύμβαση «δια την εκχώρησιν προνομίου δια την εγκατάστασιν και εκμετάλλευσιν Σταθμών Ραδιοφωνίας εν Ελλάδι», συναφθείσα μεταξύ του Ελληνικού Κράτους και του ……….. ως αναδόχου. Με τον α.ν. της 19/20 Νοεμβρίου 1935 (ΦΕΚ Α 581) η εν λόγω σύμβαση διαλύθηκε και με τον α.ν. 95/1936 (ΦΕΚ Α 391), που τροποποιήθηκε επανειλημμένως, συνεστήθη η «Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών», η οποία έλαβε τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Η «Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών» κατέστη κατά την περίοδο από της ισχύος του α.ν. 1619/1939 (ΦΕΚ Α 61) μέχρι το 1941 δημόσια υπηρεσία, ως οργανική διεύθυνση του τότε Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού, έπειτα δε Διεύθυνση Ραδιοφωνίας παρά τω Πρωθυπουργώ. Αμέσως μετά τη σύστασή της, η Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών υπέγραψε την από 27 Νοεμβρίου 1936 σύμβαση με τη γερμανική εταιρεία ….. , η οποία κυρώθηκε λίγες εβδομάδες πριν από την γερμανική κατοχή.

Άλλη σύμβαση με την ίδια γερμανική εταιρεία, που συνήφθη την 25 Ιανουαρίου 1938 από τον τότε υφυπουργό των συγκοινωνιών, κυρώθηκε λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη της γερμανικής κατοχής (με το ν.δ. 126/2.6.1941 – ΦΕΚ Α 184). Εν συνεχεία της συμβάσεως αυτής υπογράφηκε την 26 Ιανουαρίου 1942 και άλλη σύμβαση μεταξύ του κατοχικού «Ελληνικού Κράτους» και της «Ανωνύμου Ελληνικής Ραδιοφωνικής Εταιρείας» (Α.Ε.Ρ.Ε.). Ακολούθως μετά την απελευθέρωση, το κυρωτικό της από 25 Ιανουαρίου 1938 συμβάσεως με την ..ν.δ. 126/1941 καταργήθηκε με τη συντακτική πράξη 42/12.5.1945 (ΦΕΚ Α 114), με την οποία η σύμβαση κηρύχθηκε «ως μηδέποτε συναφθείσα, καθ’ ο επιβληθείσα υπό του εχθρού». Αμέσως κατόπιν, με τη συντακτική πράξη 54/15.6.1945 (ΦΕΚ Α 152), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, συνεστήθη και οργανώθηκε το «Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας» (ΕΙΡ) ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό τον έλεγχο του Κράτους. Παράλληλα με το ΕΙΡ, ο α.ν. 1663/24.1.1951 (ΦΕΚ Α 32) επέτρεψε την ίδρυση και λειτουργία ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών των Ενόπλων Δυνάμεων, το δε ν.δ. 722/14.11.1970 (ΦΕΚ Α 252), που τον κατήργησε, προέβλεψε την συγκρότηση και λειτουργία Υπηρεσίας Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων (ΥΕΝΕΔ), στην αρμοδιότητα της οποίας περιλαμβάνεται και η εγκατάσταση και λειτουργία σταθμών ραδιοφωνίας και τηλεοράσεως (άρθρ. 1 παρ. 3 στοιχ. α’).

Τα πρώτα τηλεοπτικά προγράμματα εκπέμφθηκαν στις 23 Φεβρουαρίου 1966. Λόγω της εισαγωγής της τηλεοράσεως στην Ελλάδα, το ΕΙΡ μετονομάστηκε με το ν.δ. 745/10.12.1970 (ΦΕΚ Α 265) σε Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και Τηλεοράσεως (ΕΙΡΤ). Το νομικό καθεστώς του ΕΙΡΤ (πρώην ΕΙΡ), ρυθμιζόταν μέχρι την δικτατορία της 21 Απριλίου 1967 αρχικώς με τον α.ν. 1775/1951 (ΦΕΚ Α 117) και στη συνέχεια με το ν. 2312/1953 «περί οργανώσεως και λειτουργίας της Εθνικής Ραδιοφωνίας της Ελλάδος» (ΦΕΚ Α 57), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε κυρίως με τον ν. 3188/1955 (ΦΕΚ Α 95) και το ν.δ. 3778/1957 (ΦΕΚ Α 205).

Το καθεστώς της 21ης Απριλίου πρόσθεσε το προαναφερθέν ν.δ. 745/1970 «περί ρυθμίσεως ζητημάτων τινών αφορώντων το Ε.Ι.Ρ.», το οποίο τροποποιήθηκε με το ν.δ. 352/1974 (ΦΕΚ Α 78).

Το ΕΙΡΤ είχε το ραδιοτηλεοπτικό μονοπώλιο. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2312/1953, το ΕΙΡΤ είχε το αποκλειστικό δικαίωμα εγκαταστάσεως και εκμεταλλεύσεως κάθε τεχνικού μέσου μεταδόσεως προγραμμάτων ραδιοφωνίας και τηλεοράσεως. Από το ραδιοτηλεοπτικό μονοπώλιο του ΕΙΡΤ επιτρεπόταν εξαίρεση υπέρ ιδιωτικών ραδιοσταθμών ύστερα από ειδική άδεια.

Πλήθος όμως ιδιωτικών, «πειρατικών» λεγόμενων, ραδιοσταθμών λειτουργούσαν χωρίς άδειες.

Μετά την πτώση της δικτατορίας και προς τον σκοπό της μεταρρυθμίσεως της ραδιοτηλεοράσεως, η νέα κυβέρνηση ανέθεσε σε ορισμένους ξένους εμπειρογνώμονες, κυρίως δε στον πρώην γενικό διευθυντή του .. … … και στον υπεύθυνο του … για ειδησεογραφικά θέματα ……. (κλήθηκαν ακόμη οι ..….. του …. Τηλεόρασης, και …..Τηλεόρασης της…), να γνωμοδοτήσουν για την κατάσταση και οργάνωση του ΕΙΡΤ και να προτείνουν μέτρα για τη μεταρρύθμισή του.

Με το ν. 230/1975 (ΦΕΚ Α 272) προβλέφθηκε ως νέος φορέας ραδιοτηλεοράσεως η «Ελληνική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση» (ΕΡΤ). Με το νόμο αυτό υιοθετήθηκαν αρκετές προτάσεις του ……… , με εξαίρεση εκείνες που αφορούσαν την αποκέντρωση της άσκησης των διοικητικών αρμοδιοτήτων και τον περιορισμό του άμεσου κυβερνητικού ελέγχου.

Κατά το άρθρο 2 του νόμου αυτού, «η ΕΡΤ αποτελεί ανώνυμον εταιρείαν, η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου εις το κράτος». Ο νόμος 230/1975 προέβλεψε επίσης την συγχώνευση της ΥΕΝΕΔ στην ΕΡΤ μετά διετία από την έναρξη της ισχύος του «εφ’ όσον συντρέχουν αι προς τούτο αναγκαίαι οικονομικαί, τεχνικαί και οργανωτικαί προϋποθέσεις».

Με το ν. 1288/1982 (ΦΕΚ Α 120) η ΥΕΝΕΔ μεταφέρθηκε από τον στρατιωτικό στον πολιτικό οργανισμό του κράτους ως «αποκεντρωμένη δημόσια υπηρεσία» του Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως μετονομαζόμενη σε ΕΡΤ-2. Τέλος, με το ν. 1730/1987 (ΦΕΚ Α 145) ιδρύθηκε η ΕΡΤ Α.Ε. ως δημόσια επιχείρηση που ανήκει στο δημόσιο τομέα (ν. 1256/1982, ΦΕΚ Α 65), ελέγχεται και εποπτεύεται από το Κράτος, έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και τελεί υπό κοινωνικό έλεγχο (άρθρο 1). «Σκοπός της ΕΡΤ-ΑΕ είναι η οργάνωση, εκμετάλλευση και ανάπτυξη της κρατικής ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης, καθώς και η συμβολή της, με τα μέσα αυτά: α) στην ενημέρωση, β) στη μόρφωση και γ) στην ψυχαγωγία του ελληνικού λαού. Η ΕΡΤ-ΑΕ δεν επιδιώκει την απόκτηση κέρδους» [άρθρο 2 παρ. 1, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 1866/1989 (ΦΕΚ Α 222) και την παρ. 10 του άρθρου 22 του ν. 3166/2003 (ΦΕΚ Α 178)]. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 18 και την παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 1866/1989, «Στην ΕΡΤ-ΑΕ εκχωρείται από το Κράτος αποκλειστικό προνόμιο για την πραγματοποίηση ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών εθνικής εμβελείας».

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 1730/1987, «1. Οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές της ΕΡΤ-Α.Ε. εμπνέονται από τα ιδανικά της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της εθνικής ανεξαρτησίας, της ειρήνης και της φιλίας των λαών. 2. Οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές διέπονται από τις αρχές: α. της αντικειμενικότητας, πληρότητας και επικαιρότητας της πληροφόρησης, β. της πολυφωνίας, γ. της καλής ποιότητας των εκπομπών, δ. της διαφύλαξης της ποιότητας της ελληνικής γλώσσας, ε. του σεβασμού της προσωπικότητας και του ιδιωτικού βίου του ατόμου και στ. της διαφύλαξης, προαγωγής και διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής παράδοσης…».

Η ΕΡΤ διοικείται από διοικητικό συμβούλιο, ένδεκα μέλη του οποίου επιλέγονται από τους Υπουργούς Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού και τα υπόλοιπα δύο εκλέγονται από τους εργαζόμενους της ΕΡΤ (άρθρο 6 όπως αντικαταστάθηκε τελικά με το άρθρο 1 του ν. 3878/2010, ΦΕΚ Α 161), ενώ με το άρθρο 4 του ν. 1730/1987 προβλέφθηκε η Αντιπροσωπευτική Συνέλευση Κοινωνικού Ελέγχου Τηλεθεατών-Ακροατών ως «όργανο ελέγχου και κοινωνικής παρέμβασης στην ΕΡΤ-ΑΕ». Mε το άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 2173/1993 (ΦΕΚ Α 208) δημιουργήθηκε ως ανεξάρτητος κλάδος της ΕΡΤ Α.Ε. η ΕΡΤ-3, η οποία εξέπεμπε πρόγραμμα από το 1988 [Το 1997 η ΕΤ 2 αναφέρεται για πρώτη φορά ως ΝΕΤ (23732/Ε1/27.11.1997 απόφαση Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης κα Αποκέντρωσης και Τύπου και Μέσων Ενημέρωσης «Τροποποίηση Υπηρεσιακού Οργανισμού ΕΡΤ Α.Ε.», ΦΕΚ Β 1056/28.11.1997)]. Στον ραδιοφωνικό τομέα, η ΕΡΤ είχε υπό τον πλήρη έλεγχό της τους ραδιοφωνικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας Πρώτο Πρόγραμμα 91.6 και 105.8 (πρώην ΝΕΤ FM 91.6 και 105.8), Δεύτερο Πρόγραμμα 103.7 και 102.9, Τρίτο Πρόγραμμα 90.9 και 95.6, ΕΡΑ Σπορ 101.8 και 100.9, δύο τοπικούς σταθμούς στην Κεντρική Ελλάδα Kosmos 93.6 και 107 FM, Φιλία 106.7 FM, τους περιφερειακούς σταθμούς 102 FM (Θεσσαλονίκη), 95.8 FM (Θεσσαλονίκη), Τρίτο Πρόγραμμα Ρ/Σ Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη), 17 περιφερειακούς ραδιοσταθμούς (Κέρκυρας, Πάτρας, Βορείου Αιγαίου με έδρα τη Μυτιλήνη της Λέσβου, Ηρακλείου, Χανίων, Κομοτηνής, Καβάλας, Σερρών, Φλώρινας, Ιωαννίνων, Βόλου, Λάρισας, Τρίπολης, Καλαμάτας, Πύργου, Ορεστιάδας, Ζακύνθου και Νοτίου Αιγαίου με έδρα τη Ρόδο, στα Δωδεκάνησα) και τον διεθνή ραδιοφωνικό σταθμό ΕΡΑ5, γνωστότερο ως «Η Φωνή της Ελλάδας», που μαζί με το Τρίτο Πρόγραμμα του Ραδιοφωνικού Σταθμού Μακεδονίας της ΕΡΤ-3 εξέπεμπαν στα βραχέα κύματα με παγκόσμια εμβέλεια. 7. Επειδή, με το π.δ. 25/1988 (ΦΕΚ Α 10) ρυθμίσθηκαν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την ίδρυση (ιδιωτικών) τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών, η διαδικασία χορήγησης, ανανέωσης και ανάκλησης των σχετικών αδειών, οι γενικές αρχές λειτουργίας τους, καθώς και η τεχνική και λοιπή εποπτεία και ο έλεγχός τους.

Είχε προηγηθεί η έκδοση της 14631/Ζ2/2691/29.5.1987 αποφάσεως των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Μεταφορών και Επικοινωνιών «Προσωρινές άδειες ίδρυσης ραδιοφωνικών σταθμών τοπικής ισχύος από Δήμους και Κοινότητες» (ΦΕΚ Β 267). Στη συνέχεια με το ν. 1866/1989 (ΦΕΚ Α 222) ιδρύθηκε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεοράσεως και εισήχθησαν ρυθμίσεις για την παροχή αδειών ίδρυσης και λειτουργίας μη κρατικών τηλεοπτικών σταθμών. Ακολούθησε η έκδοση σειράς νεοτέρων νομοθετημάτων και κανονιστικών πράξεων που αφορούν τη λειτουργία της ραδιοτηλεόρασης, μεταξύ των οποίων ο ν. 2328/1995 «Νομικό καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης και της τοπικής ραδιοφωνίας, ρύθμιση θεμάτων της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 159) και ο ν. 3592/2007 «Συγκέντρωση και αδειοδότηση Επιχειρήσεων Μέσων Ενημέρωσης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 161). Με τις διατάξεις των νομοθετημάτων αυτών, τίθενται, μεταξύ άλλων, ρυθμίσεις που αφορούν τις αρχές που διέπουν τις εκπομπές και τις διαφημίσεις των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών [βλ. χαρακτηριστικά άρθρα 3 και 8 ν. 2328/1995, – ειδικώς κατά το άρθρο 3 περ. β, «Οι κάθε είδους εκπομπές (συμπεριλαμβανομένων και των διαφημίσεων), που μεταδίδουν οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί πρέπει να σέβονται την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη, τον ιδιωτικό και οικογενειακό βίο, την επαγγελματική, κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική, πολιτική ή άλλη συναφή δραστηριότητα κάθε προσώπου, η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη ή το όνομα του οποίου ή στοιχεία επαρκή για τον προσδιορισμό του οποίου μεταδίδονται», άρθρο 10 ν. 2644/1998 (ΦΕΚ Α 233), παρ. 8 άρθρου 1 ν. 3592/2007, κατά την οποία «Η παροχή ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών και η εκπομπή ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων εξυπηρετούν την κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, την πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας και ιδίως το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15 του Συντάγματος»], ενώ ο έλεγχος της τήρησης των ρυθμίσεων αυτών και η επιβολή κυρώσεων ασκείται από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. 8. Επειδή, με το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής της Ελλάδας (Ιούλιος 2011) με βάση την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέφθηκε το κλείσιμο, η συγχώνευση ή η εξυγίανση επιπλέον 11 μεγάλων φορέων με 7.000 σύνολο απασχολούμενων (συμπεριλαμβανομένων και σταθμών δημόσιας τηλεόρασης).

Συγκεκριμένα διαλαμβάνονται τα εξής: «Κατάργηση μη απαραίτητων δημόσιων φορέων και οργανισμών (0,5% του ΑΕΠ) … Η προσοχή μας τώρα θα στραφεί προς την εξυγίανση των πάνω από 1.500 δημόσιων φορέων υπό τα αρμόδια υπουργεία και στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης. Έχουμε ήδη καταργήσει 77 από αυτούς τους φορείς και μέχρι τα μέσα Αυγούστου θα περάσουμε νομοθεσία για την κατάργηση ακόμη 40 μικρών φορέων, τη συγχώνευση 25 ακόμη μικρών φορέων, και το κλείσιμο, συγχώνευση ή εξυγίανση επιπλέον 11 μεγάλων φορέων με 7.000 σύνολο απασχολούμενων (συμπεριλαμβανομένων επιχειρήσεων διαχείρισης περιουσίας, κατασκευαστικών επιχειρήσεων και σταθμών δημόσιας τηλεόρασης)». Ακολούθως, με τις διατάξεις του ν. 4002/2011 (ΦΕΚ Α 180/22-8-2011) προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα κατάργησης, συγχώνευσης ή διάσπασης με απορρόφηση ή και σύσταση νέων εταιρειών και για την ΕΡΤ Α.Ε. Ειδικότερα, με την παρ. 1 του άρθρου 66 του ν. 4002/2011 προστέθηκε άρθρο 14Β στο ν. 3429/2005 «Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.)» (ΦΕΚ Α 314/27-12-2005), το οποίο τροποποιήθηκε διαδοχικά με την παρ. 8 του άρθρου 1 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου 31/31-12-2011 (ΦΕΚ Α 268/31-12-2011, κυρωθείσα με το άρθρο δεύτερο του ν. 4047/2012 – ΦΕΚ Α 31/23-2-2012) και με την παρ. 2 του άρθρου τρίτου του ως άνω ν. 4047/2012. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, που φέρει τον τίτλο «Κατάργηση, συγχώνευση και αναδιάρθρωση Ν.Π.Ι.Δ. και δημοσίων επιχειρήσεων»: «1. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση εποπτεύοντος Υπουργού: α) οι ανώνυμες εταιρείες με την επωνυμία … “Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση Α.Ε. (Ε.Ρ.Τ. Α.Ε.)”, …, β) τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου … και γ) άλλα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο Κράτος, εφόσον επιχορηγούνται τακτικά από κρατικούς πόρους και άλλες δημόσιες επιχειρήσεις εφόσον το Ελληνικό Δημόσιο είναι κύριο του συνόλου του καταβεβλημένου μετοχικού τους κεφαλαίου, μπορεί, αν επιβαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό άμεσα ή έμμεσα ή αν επιδιώκουν παρεμφερή σκοπό ή για τον εξορθολογισμό του κόστους λειτουργίας τους: αα) να καταργούνται, να συγχωνεύονται ή να διασπώνται με απορρόφηση ή με σύσταση νέων εταιρειών ή με απορρόφηση και σύσταση νέων εταιρειών ή/και ββ) να αποσπώνται από αυτά περιουσιακά στοιχεία ή επιχειρηματικές μονάδες ως κλάδος ή τμήμα και να εισφέρονται σε άλλη ανώνυμη εταιρεία ή/και να μεταφέρεται και να ανατίθεται η ασκούμενη δραστηριότητα ή ο επιδιωκόμενος σκοπός σε άλλο νομικό πρόσωπο, δ)…. 2. Με την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου καθορίζεται η τύχη της περιουσίας του νομικού προσώπου που τυχόν καταργείται, ο φορέας που καθίσταται διάδοχος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του, το καταστατικό ή ο οργανισμός που το διέπει στην περίπτωση συγχώνευσης και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου. Αν μεταφέρονται αρμοδιότητες σε Υπουργείο ή ν.π.δ.δ., με την απόφαση της προηγουμένης παραγράφου, για την έκδοση της οποίας συμπράττει εν προκειμένω και ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, καθορίζονται ή συνιστώνται οι οργανικές μονάδες επιπέδου Διεύθυνσης ή Τμήματος, οι οποίες ασκούν τις αρμοδιότητες αυτές και μπορεί να ορίζονται οι οργανικές θέσεις προσωπικού με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και με σχέση έμμισθης εντολής οι οποίες μεταφέρονται, μαζί με το προσωπικό που υπηρετεί σε αυτές, στην οργανική μονάδα που ασκεί εφεξής τις αρμοδιότητες που μεταφέρονται». Στις 8 Νοεμβρίου 2011 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) εξέδωσε, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 126, παράγραφος 9 ΣΛΕΕ και 136 ΣΛΕΕ, την απόφαση 2011/791/ΕE, με την οποία τροποποιήθηκε η απόφαση 2011/734/ΕΕ και αναθεωρήθηκαν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στο πλαίσιο του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής (ΕΕ L 320, 8.11.2011, σ. 28). Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 1 «Το άρθρο 2 της απόφασης 2011/734/ΕΕ τροποποιείται ως εξής: 1. προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: “6α. Η Ελλάδα θεσπίζει και εφαρμόζει τα ακόλουθα μέτρα χωρίς καθυστέρηση: α) … θ) υπουργικές αποφάσεις για την έναρξη της κατάργησης, συγχώνευσης ή ουσιαστικής μείωσης του μεγέθους των φορέων. Αυτό αφορά τους φορείς ΚΕΔ, … και ΕΡΤ και άλλους 35 μικρότερους φορείς…». Στο Παράρτημα Ι του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, όπως εγκρίθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (ΦΕΚ Α 28), προσδιορίζεται ως εκκρεμές δημοσιονομικό μέτρο από τις προαπαιτούμενες δράσεις του Νοεμβρίου 2011 η «έκδοση των εκκρεμών ΥΑ για το κλείσιμο/συγχώνευση των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου». Με το ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α 222) εγκρίθηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013- 2016. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του νόμου αυτού, η ΕΡΤ Α.Ε. πρέπει να εφαρμόσει, από 1.1.2013, για το διοικητικό και τεχνικό προσωπικό της, τις διατάξεις του κεφαλαίου Δεύτερου του ν. 4024/2011 (ΦΕΚ Α 226 – ενιαίο βαθμολόγιο – μισθολόγιο του δημόσιου τομέα). Το Μάιο 2013 αναθεωρήθηκε το Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής ως εξής: «Με στόχο την επίτευξη ενός πιο λιτού και περισσότερο αποτελεσματικού κράτους, η Κυβέρνηση εισάγει μια αυστηρή αξιολόγηση των διοικητικών δομών και του προσωπικού, έτσι ώστε να διατηρήσει το σωστό μείγμα δεξιοτήτων του προσωπικού διαχρονικά. Επιδιώκεται το κλείσιμο δομών και οι εργαζόμενοι σε αυτές είτε μεταφέρονται στο σύστημα της κινητικότητας είτε απομακρύνονται. Αυτή η μεταρρυθμιστική διαδικασία επεκτείνεται στα Λοιπά Νομικά Πρόσωπα Γενικής Κυβέρνησης (extra budgetary funds) καθώς και στις περιφερειακές και τοπικές διοικήσεις μέσα στο 2013…». Συγκεκριμένα ορίζεται ότι πριν από την εκταμίευση «οι Αρχές εγκρίνουν τριμηνιαία σχέδια για 15.000 εξόδους, σωρευτικά μέχρι το τέλος του 2014, συμπεριλαμβανομένων 4000 έως το τέλος του 2013 (με σημαντικό ποσοστό [εμπροσθοβαρούς εφαρμογής])». Σκοπός είναι να μειωθεί το εργατικό δυναμικό του δημόσιου τομέα κατά 150.000 έως το 2015, σε σχέση με το τέλος του 2010. Ορίζεται δε ότι: «Το πρόγραμμα εξυγίανσης θα δημιουργήσει χώρο για να προσληφθεί νέο προσωπικό και αυτός ο χώρος θα χρησιμοποιηθεί προκειμένου να αντιμετωπιστούν ελλείμματα εξειδικευμένου προσωπικού. Η Κυβέρνηση θα προσλάβει έναν νέο υπάλληλο για κάθε έξοδο ως αποτέλεσμα … αναλυτικής αξιολόγησης των ΝΠΙΔ και ΝΠΔΔ που θα οδηγήσουν σε συγχωνεύσεις και καταργήσεις». Στην αναθεώρηση του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοοικονομικής Πολιτικής (Μάιος 2013) περιλαμβάνονται τα εξής: «Παραμένουμε προσηλωμένοι σε μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, για την υποστήριξη των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων μας και μιας πιο αποτελεσματικής δημόσιας υπηρεσίας. … : Ως προαπαιτούμενη δράση για την αναθεώρηση, θα: (α) … (β) εγκρίνουμε τα τριμηνιαία σχέδια για 15.000 υποχρεωτικές εξόδους σωρευτικά μέχρι τα τέλη του 2014, συμπεριλαμβανομένων 4.000 έως το τέλος του 2013 (με σημαντικό εμπροσθοβαρές κομμάτι) (γ)… Η αξιολόγηση, η ορθολογική ανακατανομή του προσωπικού μέσω της κινητικότητας, η ανανέωση της ποιότητας μέσα από τις εξόδους είναι τα εργαλεία στην προσπάθειά μας για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα. Οι έξοδοι θα είναι το αποτέλεσμα (α) πειθαρχικών υποθέσεων (β) αξιολόγησης νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου που οδηγεί σε συγχωνεύσεις και κατάργηση». Με τον Πίνακα 1β ορίζεται ως ποσοτικό κριτήριο απόδοσης του Προγράμματος η «υποχρεωτική έξοδος» 2.000 εργαζομένων από το Δημόσιο έως το Σεπτέμβριο 2013. Ακολούθως, εκδόθηκε η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 10-6-2013 με τίτλο «Τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005» (ΦΕΚ Α 139/11-6-2013) κατ’ επίκληση του άρθρου 44 παρ. 1 του Συντάγματος και «της έκτακτης περίπτωσης εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης για την αντιμετώπιση του κατεπείγοντος θέματος της εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4046/2012 και του ν. 4093/2012, που αποτελούν προαπαιτούμενες ενέργειες στο πλαίσιο του εγκεκριμένου Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (βλ. προοίμιο αυτής). Με το άρθρο 1 της εν λόγω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου 14Β του ν. 3429/2005, ως ίσχυε, με δύο νέα εδάφια ως εξής: «Με την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου α) σε περίπτωση κατάργησης του φορέα, όπως και τυχόν θυγατρικών του, καθορίζεται η διακοπή της λειτουργίας του καθώς και των τυχόν θυγατρικών του, ως και ο χρόνος αυτής, η τύχη της περιουσίας του καταργούμενου νομικού προσώπου, όπως και των τυχόν θυγατρικών του, ρυθμίζονται όλα τα θέματα της διαδοχής των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους, όπως και η τύχη των εκκρεμών δικών, της αυτοδίκαιης λύσης των πάσης φύσεως εργασιακών σχέσεων και των συμβάσεων έργου, της αυτοδίκαιης λήξης όλων των αποσπάσεων προσωπικού καθώς και κάθε σχετικό με αυτά θέμα, της αυτοδίκαιης λήξης της θητείας των οργάνων διοίκησης, των διαδικασιών και οργάνων που απαιτούνται για τη διαδοχή καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, β) … Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και του κατά περίπτωση εποπτεύοντος τον καταργούμενο ή συγχωνευόμενο φορέα, καθορίζονται τα θέματα που αφορούν την διαφύλαξη της περιουσίας των καταργούμενων ή συγχωνευόμενων φορέων, οι σχετικές διαδικασίες και όργανα και κάθε άλλο σχετικό θέμα». Κατ’ επίκληση των ως άνω εξουσιοδοτικών διατάξεων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, αφού ελήφθη υπόψη, όπως αναφέρεται στο στοιχείο 5 του προοιμίου αυτής, «το γεγονός ότι η «Ελληνική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ Α.Ε.)» επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό και επιβάλλεται ο εξορθολογισμός της παροχής, της λειτουργίας και του κόστους οργάνωσης της δημοσίας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας μέσω της ίδρυσης και διαμόρφωσης ενός νέου οργανισμού-προτύπου, που να υπηρετεί τις επιταγές του Συντάγματος, τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες της κοινωνίας, καθώς και την ανάγκη να διασφαλίζεται η πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης». Η προσβαλλόμενη απόφαση ορίζει τα εξής: «Άρθρο 1 Κατάργηση της δημόσιας επιχείρησης «Ελληνική Ραδιοφωνία-Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ Α.Ε.)» και διακοπή λειτουργίας. 1. Η Ελληνική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ Α.Ε.), που ιδρύθηκε με τον ν. 1730/1987 (Α΄ 145) ως ενιαίος φορέας, καταργείται. Επίσης, καταργούνται οι θυγατρικές εταιρείες που έχουν συσταθεί από την ΕΡΤ Α.Ε. 2. Η μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, η κυκλοφορία εκδόσεων, η λειτουργία διαδικτυακών ιστότοπων όπως και κάθε άλλη δραστηριότητα της ΕΡΤ-Α.Ε. και των θυγατρικών αυτής, διακόπτονται μετά το τέλος του κανονικού προγράμματος της 11ης Ιουνίου 2013 και έως τη σύσταση νέου φορέα, που θα υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον στο πλαίσιο της τήρησης αρχών που συνάδουν με τους όρους της διαφάνειας και της χρηστής διαχείρισης εντός του ανταγωνιστικού ραδιοτηλεοπτικού περιβάλλοντος. Άρθρο 2 Τύχη περιουσίας της ΕΡΤ Α.Ε. και διαδοχή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. 1. Το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της ΕΡΤ-Α.Ε. και των θυγατρικών της, περιλαμβανομένων των πάσης φύσεως δικαιωμάτων, αξιώσεων και υποχρεώσεων μεταβιβάζονται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση της παρούσας και χωρίς καμία άλλη διατύπωση στο Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών. 2. Το Δημόσιο καθίσταται διάδοχος του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο. Ειδικότερα: α. Η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της ΕΡΤ- Α.Ε. και των θυγατρικών της στο Δημόσιο και κάθε άλλη πράξη που συνδέεται με αυτήν απαλλάσσεται από κάθε φόρο, εισφορά ή τέλος. β. Οι συχνότητες της ΕΡΤ-Α.Ε. παραμένουν ανενεργές έως τη σύσταση του νέου φορέα, οπότε και μεταφέρονται σε αυτόν αυτοδικαίως. γ. Εκκρεμείς δίκες με διάδικο την ΕΡΤ-Α.Ε. και τις θυγατρικές της, συνεχίζονται στο όνομα του Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου της ΕΡΤ- Α.Ε. και των θυγατρικών της, χωρίς άλλη διατύπωση, χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή τους και χωρίς να απαιτείται δήλωση περί επαναλήψεώς τους. Άρθρο 3 Ρυθμίσεις για τις εργασιακές σχέσεις 1. Οι συμβάσεις εργασίας του απασχολούμενου με οποιονδήποτε τρόπο προσωπικού, όπως το τακτικό και έκτακτο προσωπικό ή άλλο προσωπικό καθώς και κάθε είδους συμβάσεις έργου ή εργασίας με εξωτερικούς ή άλλους συνεργάτες προγράμματος της ΕΡΤ-Α.Ε, και των θυγατρικών εταιρειών της λύονται από τη δημοσίευση της παρούσας. Για τις περιπτώσεις τις οποίες αφορά, η παρούσα απόφαση συνιστά και καταγγελία της ατομικής συμβάσεως εργασίας. 2. Το προσωπικό της προηγούμενης παραγράφου δικαιούται τη νόμιμη κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αποζημίωση. 3. Από τη δημοσίευση της παρούσας αίρονται αυτοδικαίως οι αποσπάσεις του πάσης φύσεως προσωπικού της καταργηθείσας ανώνυμης εταιρείας ΕΡΤ-Α.Ε. και των θυγατρικών της, που υπηρετούν σε άλλους φορείς. Άρθρο 4 Διοικητικό Συμβούλιο Η θητεία του Διευθύνοντος Συμβούλου και του Δ.Σ. της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ-Α.Ε.) και η θητεία όλων των οργάνων διοίκησης των θυγατρικών εταιρειών λήγει από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσης αποφάσεως, αζημίως για το Δημόσιο. Άρθρο 5 Ανταποδοτικό τέλος Η είσπραξη του ανταποδοτικού τέλους (εισφορά) υπέρ της ΕΡΤ- Α.Ε., που εισπράττεται μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ, βάσει του ν. 1730/1987, αναστέλλεται από τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως και έως τη σύσταση νέου φορέα παροχής της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας. Άρθρο 6 Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται ΕΡΤ-Α.Ε. ή οι θυγατρικές της νοείται εφεξής το Ελληνικό Δημόσιο». Στη συνέχεια εκδόθηκαν οι 03/12.6.2013 και 04/12.6.2013 αποφάσεις των καθ’ ών η αίτηση Υπουργών (ΦΕΚ Β΄ 1423 και 1427 αντίστοιχα), με τις οποίες, αφενός, αποφασίστηκε η ανάθεση της διαχείρισης των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της ΕΡΤ ΑΕ και των θυγατρικών της σε ειδικό διαχειριστή και, αφετέρου, διορίστηκε ο ειδικός αυτός διαχειριστής μέχρι τη σύσταση νέου φορέα. 9. Επειδή, ακολούθως με την από 17.6.2013 προσωρινή διαταγή του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας διατάχθηκε: 1) η αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης Κοινής Υπουργικής Απόφασης αποκλειστικά ως προς το μέρος της, με το οποίο προβλέπεται α) ότι διακόπτεται η μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και η λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων της ΕΡΤ Α.Ε., και β) ότι οι συχνότητες της ΕΡΤ Α.Ε. παραμένουν ανενεργές (άρθρο 2 παρ. 2 περ. β΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α.) και 2) η λήψη από τους συναρμόδιους Υπουργό Οικονομικών και Υφυπουργό στον Πρωθυπουργό των αναγκαίων οργανωτικών μέτρων για τη συνέχιση της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και τη λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων από δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα για το χρονικό διάστημα έως τη σύσταση και λειτουργία νέου φορέα. Με την υπ’ αριθμ. ΟΙΚ.5/19.6.2013 (ΦΕΚ Β 1483/19.6.2013) απόφαση των ως άνω συναρμόδιων Υπουργών και σε συμμόρφωση με την ανωτέρω προσωρινή διαταγή του Προέδρου του ΣτΕ ανατέθηκε στον ειδικό διαχειριστή η άσκηση των δικαιωμάτων της καταργηθείσης ΕΡΤ Α.Ε. που έχουν μεταβιβαστεί στο Δημόσιο και αφορούν τόσο τη μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και τη λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων όσο και τη χρήση των συχνοτήτων που παραμένουν ενεργές έως τη σύσταση και λειτουργία νέου ραδιοτηλεοπτικού φορέα (άρθρο πρώτο). Με το δεύτερο άρθρο της εν λόγω αποφάσεως τροποποιήθηκε το άρθρο 5 της πρώτης προσβαλλομένης πράξεως και ορίσθηκε ότι η χρέωση του ανταποδοτικού τέλους υπέρ της ΕΡΤ Α.Ε., που γίνεται μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ βάσει του ν. 1730/1987 αναστέλλεται από 11.6.2013 και έως τη σύσταση νέου φορέα παροχής της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας. Στη συνέχεια η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την 236/20.6.2013 απόφασή της, έκρινε ότι πρέπει: 1) να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. ΟΙΚ.02/11.6.2013 Κοινής Υπουργικής Απόφασης αποκλειστικά ως προς το μέρος της, με το οποίο προβλέπεται α) ότι διακόπτεται η μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και η λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων της ΕΡΤ Α.Ε., και β) ότι οι συχνότητες της ΕΡΤ Α.Ε. παραμένουν ανενεργές (άρθρο 2 παρ. 2 περ. β΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α.). 2) μέχρι τη σύσταση και λειτουργία του νέου ραδιοτηλεοπτικού φορέα να ληφθούν από τους συναρμόδιους Υπουργό Οικονομικών και Υφυπουργό στον Πρωθυπουργό και τον Ειδικό Διαχειριστή τα αναγκαία οργανωτικά μέτρα, περιλαμβανομένης και της πρόσληψης του αναγκαιούντος προσωπικού, για την εκ μέρους μεταβατικού δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα μετάδοση, στο συντομότερο δυνατό χρόνο, του αναγκαίου προγράμματος ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και τη λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων, καθώς και να εκτελούνται όλες οι απαιτούμενες ενέργειες για τη διασφάλιση κάθε είδους δικαιωμάτων και συμφερόντων που ανάγονται στον κύκλο δραστηριοτήτων της καταργηθείσης ΕΡΤ Α.Ε. Με την Υ307/2.7.2013 (ΦΕΚ Β 1635) απόφαση του Πρωθυπουργού ορίσθηκε Υφυπουργός στον Πρωθυπουργό αρμόδιος για ζητήματα που αφορούν στην οργάνωση και προσωρινή λειτουργία του μεταβατικού δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα. Στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ΟΙΚ. 06/8.7.2013 (ΦΕΚ Β 1675) κοινή απόφαση του ως άνω Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και του Υπουργού Οικονομικών. Με το άρθρο πρώτο της απόφασης αυτής ρυθμίζονται ζητήματα βίαιης διακοπής των δικών της ΕΡΤ Α.Ε. και των θυγατρικών της, με το άρθρο δεύτερο αυτής ρυθμίζονται ζητήματα υπολογισμού των αποζημιώσεων του πρώην προσωπικού της ΕΡΤ Α.Ε., με το άρθρο τρίτο αυτής προβλέπονται συλλογικά όργανα που συνιστώνται με πράξη του Ειδικού Διαχειριστή με αρμοδιότητα τη γνωμοδότηση σχετικά με τις αναθέσεις προμηθειών, υπηρεσιών ή έργου, ενώ με το άρθρο τέταρτο συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομικών ειδικός, εκτός προϋπολογισμού, λογαριασμός για την παρακολούθηση και τη διαχείριση του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της ΕΡΤ Α.Ε. και των θυγατρικών της που μεταβιβάστηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο. Σύμφωνα με το 17572/16.9.2013 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι δεν ήταν δυνατό να επαναλειτουργήσει η δημόσια τηλεόραση από τις εγκαταστάσεις του ραδιομεγάρου της Αγίας Παρασκευής λόγω καταλήψεώς του από εργαζόμενους, ο αρμόδιος Υφυπουργός στον Πρωθυπουργό διεξήγαγε χωρίς αποτέλεσμα σειρά συναντήσεων με σωματεία εργαζομένων της ΕΡΤ, μεταξύ των οποίων και το αιτούν σωματείο, καθώς και με άλλους φορείς, προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία να παράσχουν οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ τις υπηρεσίες τους κατά το μεταβατικό στάδιο. Στις 10.7.2013 έγινε έναρξη προβολής προγράμματος από μεταβατικό τηλεοπτικό φορέα («Ελληνική Δημόσια Τηλεόραση»). Στις 22.7.2013 εκδόθηκε η 01/2013 προκήρυξη του Ειδικού Διαχειριστή για την πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου διάρκειας δύο (2) μηνών, για την κάλυψη κατεπειγουσών αναγκών του Ειδικού Διαχειριστή, ασκούντος για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου τα δικαιώματα της καταργηθείσης ΕΡΤ Α.Ε. που αφορούν α) τη μετάδοση των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και τη λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων και β) τις συχνότητες της καταργηθείσης ΕΡΤ Α.Ε., αρχικώς μέχρι του αριθμού 589 ατόμων (Α΄ Φάση). 10. Επειδή, στις 26.7.2013 δημοσιεύθηκε ο ν. 4173/2013 «Νέα Ελληνική Ραδιοφωνία, Ίντερνετ και Τηλεόραση» (ΦΕΚ Α 169). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του σχετικού νομοσχεδίου, «5. Ζητούμενο για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση στην Ελλάδα ήταν και είναι η μετατροπή της από κυβερνητική/κρατική σε δημόσια και η δημιουργία ενός σύγχρονου μοντέλου διοίκησης που θα επιτρέπει την βέλτιστη αξιοποίηση του ανταποδοτικού τέλους επ’ ωφελεία του πολίτη. Γι’ αυτό δεν αρκεί η μετατροπή της ΕΡΤ Α.Ε. Χρειάζεται ανεξάρτητος νέος φορέας που να υπηρετεί τη δημοκρατική αρχή, η οποία επιτάσσει η κρατική δράση να είναι απόρροια και όχι χειραγωγός της λαϊκής βούλησης. Η τελευταία, μόνον όταν ο λαός είναι ενημερωμένος και ταυτόχρονα διασφαλίζεται η έκφραση όλων των φιλοσοφικών, πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων, μπορεί να είναι υπεύθυνη. Σε τούτο, η σημασία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, που δεν δρα για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων ούτε για να προβάλει τις απόψεις μόνο των εκάστοτε κυβερνώντων, είναι κρίσιμη σε όλες τις σύγχρονες φιλελεύθερες και πλουραλιστικές δημοκρατίες. 6. Ο φορέας που συνιστάται με το ανά χείρας σχέδιο νόμου είναι όχι μόνον διαφορετικός από την ΕΡΤ Α.Ε. του ν. 1730/1987, αλλά ριζικά νέος. Η ΝΕΡΙΤ Α.Ε. δεν αποτελεί διάδοχο νομικό πρόσωπο της καταργηθείσας ΕΡΤ Α.Ε. αλλά νέα νομική προσωπικότητα που επιδιώκει την εξυπηρέτηση των σκοπών του άρθρου 15 του Συντάγματος. Η ΕΡΤ Α.Ε. υπαγόταν στον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, που εκδηλωνόταν με διαφόρων ειδών πολιτικές παρεμβάσεις ιδίως ως προς την πρόσληψη προσωπικού και δημοσιογράφων, τον υπουργικό καθορισμό των όρων παροχής των υπηρεσιών και της αμοιβής του διευθύνοντος συμβούλου και των γενικών διευθυντών, καθώς και των αμοιβών και αποζημιώσεων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, το διαχειριστικό και οικονομικό έλεγχο από τους αρμόδιους Υπουργούς και τον έλεγχο της πληροφορίας. Με τον τρόπο αυτόν η ΕΡΤ Α.Ε. υπέκειτο σε πολιτικό – κομματικό έλεγχο όσον αφορά τη διοίκησή της, τους εργαζομένους της, τις σχέσεις της με τους προμηθευτές της και ακόμη τις σχέσεις της με τους ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς φορείς. 7. Η διάβρωση του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα από τον πολιτικό-κομματικό εναγκαλισμό, η οποία αποτυπωνόταν σε βαθιά ριζωμένες σχέσεις και κατεστημένες πρακτικές δεκαετιών στο εσωτερικό της επιχείρησης, ήταν τόσο βαθιά, ώστε η οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας νέας εταιρικής διακυβέρνησης εντός του υπάρχοντος φορέα θα ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη. Υπό τις σημερινές συνθήκες μόνον η δημιουργία ενός νέου φορέα, με διακυβέρνηση που εξ υπαρχής διαθέτει προδιαγραφές καλλιέργειας, αυτοσυνειδησίας, συντακτικής ανεξαρτησίας, με οργανωτικές δομές εξ υπαρχής σχεδιασμένες για την εξυπηρέτηση των δημοκρατικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αναγκών της κοινωνίας μέσω της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας και με προσωπικό που οφείλει την πρόσληψή του στις γνώσεις, τις ικανότητες και την αξία του και είναι προσηλωμένο στην ανεξαρτησία της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας από πολιτικές και κομματικές επιρροές, μπορεί να επιτύχει τον στόχο που θέτουν για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση το Σύνταγμα, η ΕΣΔΑ και το ενωσιακό δίκαιο». Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 4173/2013, «1. Συνιστάται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας για την ελληνική δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση, καθώς και τη διαδικτυακή (ίντερνετ) δραστηριότητά τους, που έχει έδρα την Αθήνα. 2. Η επωνυμία της εταιρείας είναι «ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ, ΙΝΤΕΡΝΕΤ ΚΑΙ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε.» (στο εξής: ΝΕΡΙΤ-Α.Ε.). … 3. Η ΝΕΡΙΤ-Α.Ε. είναι δημόσια επιχείρηση που ανήκει στο δημόσιο τομέα και εποπτεύεται από το κράτος. Έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005». Σύμφωνα με το άρθρο 2, «1. Η ΝΕΡΙΤ-Α.Ε. αποβλέπει στην εκπλήρωση των σκοπών της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, με την οργάνωση, εκμετάλλευση και λειτουργία τηλεοπτικών, διαδικτυακών και ραδιοφωνικών σταθμών, καθώς και την παροχή κάθε είδους οπτικοακουστικών υπηρεσιών. Συμβάλλει, χωρίς την επιδίωξη απόκτησης κέρδους στην ενημέρωση, μόρφωση και ψυχαγωγία του κοινού. 2. H δημόσια ραδιοτηλεόραση υπηρετεί τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες της κοινωνίας και συμβάλλει στη διασφάλιση της πολυφωνίας. Έχει σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης. Οι οπτικοακουστικές υπηρεσίες που παρέχει πρέπει να έχουν την ποιοτική στάθμη που επιβάλλει η κοινωνική της αποστολή και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας και να σέβονται ιδίως την αξία του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. 3. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση, κατά τη λειτουργία της, είναι ανεξάρτητη από το κράτος, άλλους φορείς δημόσιας εξουσίας, φορείς που ελέγχονται από αυτούς και πολιτικά κόμματα. Διαθέτει πλήρη ανεξαρτησία ως προς την κατάρτιση του εκπεμπόμενου προγράμματος, αλλά και τις εκφραζόμενες από τους συντάκτες της απόψεις. 4. Η ΝΕΡΙΤ-Α.Ε. απευθύνεται προς το ευρύ κοινό, καλύπτει γεωγραφικά το σύνολο της χώρας και απευθύνεται και προς τον απόδημο ελληνισμό. Προς τούτο, χρησιμοποιεί τον κατάλληλο τεχνικό εξοπλισμό. Η ΝΕΡΙΤ-Α.Ε. μπορεί να λειτουργεί και σταθμούς τοπικής εμβέλειας. 5. Τα ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα της ΝΕΡΙΤ-Α.Ε. απευθύνονται σε όλες τις κατηγορίες του πληθυσμού της χώρας. Λαμβάνουν υπ’ όψη τις ανάγκες ιδιαίτερων κοινωνικών ομάδων, ανεξάρτητα από τη θεαματικότητα και ακροαματικότητα των σχετικών εκπομπών. Το παραγόμενο περιεχόμενο και η διάθεση των προγραμμάτων της ΝΕΡΙΤ-Α.Ε. πρέπει να έχει κατάλληλες μορφές εκπομπής ή/και αλληλεπίδρασης, όπου αυτή προσφέρεται, για άτομα με αναπηρία. Προς τούτο, η παραγωγή και η διάθεση ψηφιακού περιεχομένου από τη ΝΕΡΙΤ-Α.Ε. υιοθετεί διεθνώς αποδεκτές τεχνικές προδιαγραφές για τη διασφάλιση της ηλεκτρονικής προσβασιμότητας από άτομα με αναπηρία. 8. Στα μέσα που η ΝΕΡΙΤ-Α.Ε. μπορεί να χρησιμοποιήσει για την εκπλήρωση των σκοπών της περιλαμβάνονται ιδίως: α) η παραγωγή και μετάδοση ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος ελεύθερης λήψης, καθώς και συνδρομητικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών μέσω δικτύων ευρυεκπομπής για αναλογική εκπομπή, β) η παραγωγή και μετάδοση ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος ελεύθερης λήψης, καθώς και συνδρομητικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών μέσω δικτύων ευρυεκπομπής για ψηφιακή εκπομπή, γ) η παραγωγή και μετάδοση ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος ελεύθερης λήψης, καθώς και συνδρομητικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών μέσω ευρυζωνικών δικτύων, για τη λειτουργία των οποίων είτε δεν απαιτείται συχνότητα είτε απαιτείται συχνότητα, αλλά όχι από εκείνες που έχουν χορηγηθεί για την εκπομπή ραδιοτηλεοπτικού σήματος προς το κοινό, δ) η παροχή ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών μέσω διαδικτύου, ε) η παροχή μη γραμμικών υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών με συντακτικά διαμορφωμένο περιεχόμενο προς εξυπηρέτηση των δημοκρατικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αναγκών της κοινωνίας, στ) n παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικού οδηγού προγραμμάτων, ζ) η παροχή υπηρεσιών μετάδοσης και πολυπλεξίας του προγράμματος τηλεοπτικών σταθμών εθνικής, περιφερειακής ή τοπικής εμβέλειας με ψηφιακή τεχνολογία, και η) η παροχή μεμονωμένων εκπομπών κατά παραγγελία, οπτικοακουστικό υλικό τεκμηρίωσης ή εμβάθυνσης σχετικά με εκπομπές της ΝΕΡΙΤ-Α.Ε., καθώς και αυτοτελείς οπτικοακουστικές υπηρεσίες, όπως παροχή μετεωρολογικών προβλέψεων, περιβαλλοντικής ή χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, υπηρεσίες ηλεκτρονικού τύπου ή υπηρεσίες διαδικτυακής αναζήτησης. 9. Η παροχή των υπηρεσιών της ΝΕΡΙΤ-Α.Ε. μπορεί να γίνεται με οποιαδήποτε τεχνική μέθοδο και οποιοδήποτε μέσο (ασύρματη ή καλωδιακή, μέσω επίγειων πομπών ή μέσω δορυφόρου, με απευθείας εκπομπή προς το κοινό ή με σταθερή δορυφορική υπηρεσία), σε κινητές ή σταθερές συσκευές και με ίδιο τεχνικό εξοπλισμό. 10. Η ΝΕΡΙΤ-Α.Ε., ως δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας, έχει το προνόμιο της πραγματοποίησης ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών εθνικής εμβέλειας στην Ελληνική Επικράτεια. Το προνόμιο αυτό είναι αναπαλλοτρίωτο και περιλαμβάνει ιδίως την πραγματοποίηση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών με οποιαδήποτε μορφή, την εγκατάσταση και λειτουργία πομπών, αναμεταδοτών και κάθε άλλου τεχνικού μέσου για την πραγματοποίηση του σκοπού της». Σύμφωνα με το άρθρο 6, «1. Το μετοχικό κεφάλαιο της ΝΕΡΙΤ-Α.Ε. ανήκει αποκλειστικά στο Ελληνικό Δημόσιο, στο όνομα του οποίου έχει εκδοθεί ένας ονομαστικός και αναπαλλοτρίωτος τίτλος. … 2. Πόροι της ΝΕΡΙΤ-Α.Ε. είναι: α. Έσοδα από ανταποδοτικό τέλος, ως αντιστάθμισμα για την εκπλήρωση του στόχου της δημόσιας υπηρεσίας, β. έσοδα από διαφημίσεις, και γ. έσοδα από κάθε άλλη πηγή». Κατά τα άρθρα 8 και 9 τα Όργανα Διοίκησης της ΝΕΡΙΤ είναι, αφενός, το επταμελές Εποπτικό Συμβούλιο με εννεαετή θητεία (τα μέλη επιλέγονται με ανοιχτή πρόσκληση από τον ανάδοχο της υπηρεσίας επιλογής των μελών, ο οποίος επιλέγεται με δημόσιο διαγωνισμό, και από φορέα Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, που επιλέγεται από τον ανωτέρω ανάδοχο) και, αφετέρου, το πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο με πενταετή θητεία (τα μέλη ορίζονται ύστερα από ανοιχτή πρόσκληση αντίστοιχου φορέα επιλογής, ο οποίος υποδεικνύει στο Εποπτικό Συμβούλιο τους υποψήφιους με τη μεγαλύτερη βαθμολογία για να γίνει μεταξύ τους η τελική επιλογή). Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου το Υπουργικό Συμβούλιο επιλέγει Εποπτικό Συμβούλιο με θητεία το πολύ ενός έτους και αυτό στη συνέχεια ορίζει Διοικητικό Συμβούλιο με θητεία επίσης το πολύ ενός έτους (άρθρο 16). 11. Επειδή, ακολούθως, με τις διατάξεις του άρθρου 72 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α 170) ρυθμίσθηκαν τα ζητήματα της καταβολής αποζημιώσεων προς τους εργαζομένους της ΕΡΤ συνεπεία της λύσεως των σχέσεων εργασίας. Στις 2.8.2013 ο Ειδικός Διαχειριστής εξέδωσε την Α.Π. 02/2013 Ανακοίνωση Πρόσληψης Προσωπικού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας 2 μηνών συνολικού αριθμού 1453 ατόμων. Στις 16.8.2013 ο μεταβατικός φορέας Δημόσια Τηλεόραση άρχισε να προβάλλει πρόγραμμα σε εικοσιτετράωρη βάση (σύμφωνα με το 17572/16.9.2013 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης προς το Συμβούλιο της Επικρατείας από 19.8.2013 μεταδίδεται πλήρες τηλεοπτικό πρόγραμμα, συμπεριλαμβανομένων ειδησεογραφικών και ενημερωτικών εκπομπών, καθώς και μετάδοσης αθλητικών διοργανώσεων). Με την 25/21.8.2013 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου ορίσθηκε το Εποπτικό Συμβούλιο της Α.Ε. ΝΕΡΙΤ (ΦΕΚ τεύχος υπαλλήλων ειδικών θέσεων και οργάνων διοίκησης φορέων του Δημοσίου 400), το οποίο απηύθυνε την από 22.8.2013 ανοικτή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την πλήρωση των θέσεων του διευθύνοντος συμβούλου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΝΕΡΙΤ Α.Ε. Με την 2803/9.9.2013 απόφαση του Ειδικού Διαχειριστή αποφασίσθηκε η πρόσληψη 439 ατόμων με βάση την πρώτη προκήρυξή του. Στις 18.9.2013 ανακοινώθηκε ο προσωρινός πίνακας κατάταξης 1163 επιτυχόντων με βάση τη δεύτερη ανακοίνωση του Ειδικού Διαχειριστή. Τέλος, στις 23.9.2013 έγινε έναρξη εκπομπής ραδιοφωνικού προγράμματος («Ελληνική Δημόσια Ραδιοφωνία») και στις 19.9.2013 έναρξη λειτουργίας της ιστοσελίδας της Δημόσιας Τηλεόρασης. 12. Επειδή, το Δημόσιο με τις απόψεις του (Α.Π. 12454/19.6.2013, Α.Π. 17572/16.9.2013, 17931/20.9.2013 έγγραφα του Γενικού Γραμματέα Μέσων Ενημέρωσης, 1188/26789/19.6.2013 έγγραφο Γενικής Γραμματέα Υπουργείου Οικονομικών) αναφέρει ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και η διαμόρφωση ενός κατάλληλου περιβάλλοντος για τη λειτουργία δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα ικανού να ανταποκριθεί στις συνταγματικές επιταγές ήταν αναγκαία για τους εξής λόγους: α) Με βάση στατιστικά στοιχεία της European Broadcasting Union, το μερίδιο τηλεθέασης της δημόσιας τηλεόρασης (ΕΤ1, ΝΕΤ και ΕΤ3) στην Ελλάδα το 2012 ήταν 14,9%, ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο όρο των λοιπών ευρωπαϊκών κρατών (27,8%). Κατά το χρονικό διάστημα Οκτωβρίου 2012 – Απριλίου 2013, τα μερίδια τηλεθέασης της ΕΤ1, ΝΕΤ και ΕΤ3 ήταν μονοψήφια με εξαίρεση την πρωινή ζώνη της ΝΕΤ. Το κεντρικό δελτίο της ΝΕΤ παρακολουθούσαν κατά μέσο όρο 219.117 πολίτες. Τα δεδομένα αυτά κατέτασσαν το δελτίο στην τελευταία θέση τηλεθέασης μεταξύ των καναλιών πανελλήνιας εμβέλειας. Το εν γένει πρόγραμμα της ΝΕΤ παρακολουθούσαν κατά μέσο όρο 119.650 πολίτες, δηλαδή ποσοστό 1,2% του πληθυσμού. β) Ανεξάρτητα από τις επιλογές της τυπολογίας του προγράμματος των ΕΤ1, ΝΕΤ και ΕΤ3 (που διαφοροποιούνται αισθητά μεταξύ τους) η δημόσια τηλεόραση δεν κατόρθωνε να ικανοποιήσει το τηλεοπτικό κοινό με βάση τα ποσοστά τηλεθέασης σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες προγράμματος (ενημερωτικές εκπομπές, κινηματογράφο, εκπομπές τέχνης και πολιτισμού, παιδικά, σειρές, αθλητικά κ.λπ.). γ) Με βάση τα σχετικά απολογιστικά οικονομικά μεγέθη για το έτος 2012 το 95% των εσόδων της ΕΡΤ προήλθε από το ανταποδοτικό τέλος που κατέβαλαν οι πολίτες. Πιο συγκεκριμένα, τα έσοδα της ΕΡΤ από το ανταποδοτικό τέλος ανήλθαν στα 258,8 εκατομμύρια ευρώ, τη στιγμή που το γενικό σύνολο των εσόδων ανήλθε στα 273,6 εκατομμύρια ευρώ. Ως εκ τούτου, κατά το Δημόσιο, η ΕΡΤ δεν μπορεί να θεωρηθεί κερδοφόρος επιχείρηση, διότι τα έσοδά της δεν προέρχονταν από διαφήμιση ή από άλλες μορφές εμπορικής δραστηριότητας, αλλά από το ανταποδοτικό τέλος. Σε σχέση με το θέμα της επιβάρυνσης ή μη του κρατικού προϋπολογισμού επισημαίνεται ότι μεταξύ άλλων πόρος της ΕΡΤ ήταν και η έκτακτη επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 1730/1987. Συνεπώς, η ΕΡΤ δυνάμει θα μπορούσε να επιβαρύνει οποιαδήποτε στιγμή τον κρατικό προϋπολογισμό. δ) Ενδεικτική της κατασπατάλησης των εσόδων της ΕΡΤ ήταν η διάθεσή τους όχι για την παροχή υψηλής ποιότητας ανταποδοτικών προς τους πολίτες υπηρεσιών, δηλαδή ποιοτικού προγράμματος, αλλά για τη συντήρηση ενός συστήματος πολυάριθμων ακριβοπληρωμένων υπαλλήλων. Συγκεκριμένα, ενώ οι αποδοχές του πάσης φύσεως προσωπικού του δημόσιου τομέα έχουν υποστεί αξιοσημείωτες μειώσεις, το έτος 2012 η ΕΡΤ επί γενικού συνόλου δαπανών 245 εκατομμυρίων ευρώ διέθεσε για μισθοδοσία 108,4 εκατομμύρια ευρώ, όταν για πρόγραμμα δαπανήθηκαν 74,1 εκατομμύρια ευρώ. Οι δαπάνες, δηλαδή, της ΕΡΤ για τη μισθοδοσία του προσωπικού της ανήλθαν στο 46% επί του συνόλου των δαπανών για το εν λόγω έτος. Τα μεγέθη είναι υπερβολικά, ιδίως σε σύγκριση με τα αντίστοιχα τόσο ιδιωτικών ελληνικών καναλιών, όσο και του ….. (με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία οι ετήσιες δαπάνες προσωπικού για τα έτη 2011 και 2012, το κόστος μισθοδοσίας για το … , ένα ανταγωνιστικό ιδιωτικό ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι, αποτελεί περίπου το 27% του συνολικού λειτουργικού κόστους, ενώ αντίστοιχα για το .. , ένα κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο πανευρωπαϊκής εμβέλειας, το ποσοστό διατηρείται στο 21%. Με λίγο παλαιότερα στοιχεία το αντίστοιχο κόστος του Ομίλου της … το 2009 ήταν 31% και το 2010 ήταν 33%). ε) Η ΕΡΤ δεν εφήρμοσε το ενιαίο μισθολόγιο στις αποδοχές του πάσης φύσεως προσωπικού της. Οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι ως εσωτερικοί συντάκτες εργάζονταν 6 ώρες καθημερινά, αντέδρασαν στην εφαρμογή της κοινής υπουργικής απόφασης που καθόριζε κατά παρέκκλιση από το ενιαίο μισθολόγιο τις αποδοχές τους σε υψηλότερα επίπεδα. Στο 143/3.4.2013 ενημερωτικό σημείωμα του Γενικού Γραμματέα Μέσων Ενημέρωσης αναφέρονται διεξοδικά οι εκκρεμείς υποχρεώσεις της ΕΡΤ Α.Ε. λόγω της μη εφαρμογής μισθολογικών διατάξεων του ν. 4093/2012 και μνημονεύεται σειρά εγγράφων που εστάλησαν από την Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Μέσων Ενημέρωσης και της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, προκειμένου οι εποπτευόμενοι φορείς (ΕΡΤ Α.Ε και ΑΠΕ – ΜΠΕ Α.Ε) να εφαρμόσουν από 1.1.2013 το ενιαίο βαθμολόγιο – μισθολόγιο. Σύμφωνα με τα ανωτέρω έγγραφα και ειδικά με το υπ’ αρ. 5530/13-3-2013 σχετικό έγγραφο της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Μέσων Ενημέρωσης και της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, και μετά από αλλεπάλληλες προφορικές οχλήσεις της ως άνω Διεύθυνσης προς τους εποπτευόμενους φορείς, ως καταληκτική ημερομηνία προσαρμογής στις επιταγές του ν. 4093/2012 ορίστηκε η 1.4.2013. Ωστόσο, σύμφωνα με τη Διοίκηση, μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (11.6.2013) τα όργανα της ΕΡΤ Α.Ε. δεν είχαν συμμορφωθεί με τις επιταγές των νόμων που αναφέρονται ανωτέρω. Συνεπεία των ανωτέρω, η ΕΡΤ κατέβαλε στις επιμέρους κατηγορίες του προσωπικού της ιδιαίτερα υψηλές αποδοχές σε σχέση με τις ισχύουσες σήμερα στο δημόσιο τομέα, μνημονεύονται δε ενδεικτικά μηνιαίες αποδοχές διαφόρων ειδικοτήτων σε αντιπαραβολή με τις αποδοχές αντιστοίχων υπαλλήλων του δημόσιου τομέα. Προσκομίζεται ακόμη το 405/27.3.2013 έγγραφο του Γενικού Διευθυντή Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών της ΕΡΤ Α.Ε., στο οποίο επισυνάπτεται έκθεση για την ΕΡΤ. Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση στις 26.3.2013 το σύνολο του προσωπικού της ΕΡΤ Α.Ε. ανερχόταν σε 2915 [με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου 2665 (διοικητικός-οικονομικός κλάδος 650, τεχνικός κλάδος 686, κλάδος προγράμματος 663, δημοσιογράφοι 666) με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, 195 (διοικητικός-οικονομικός κλάδος 44, τεχνικός κλάδος 64, κλάδος προγράμματος 72, δημοσιογράφοι 15) και ειδικό προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου 51 (ειδικοί σύμβουλοι 13, προσωπικό ειδικών θέσεων 14, ιδιαίτερες γραμματείς 24), γενικοί διευθυντές 4]. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2012 η ΕΡΤ Α.Ε. είχε έσοδα 246.152.000 € (ανταποδοτικό τέλος: 235.000.000 €, διαφημίσεις-χορηγίες 8.100.000 €, λοιπά έσοδα: 3.052.000 €) και έξοδα 199.032.000 € (εργασιακό κόστος: 92.000.000 €, κόστος προγράμματος: 54.253.000 €, λειτουργικές δαπάνες γενικών διευθύνσεων: 52.779.000 €). Στις 31.12.2012 οι συσσωρευμένες ζημίες ανέρχονταν σε 71.099.000 €. 13. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 1 του Συντάγματος: «Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παρ. 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από την σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στην Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής». Όπως έχει ήδη κριθεί (3612/2002 Ολομ., 3636/1989 Ολομ., 2289/1987 Ολομ.), αν η πράξη νομοθετικού περιεχομένου κυρωθεί μέσα στις συνταγματικές προθεσμίες από το νόμο, οι ρυθμίσεις της καθίστανται ρυθμίσεις του κυρωτικού της νόμου και μάλιστα αναδρομικώς, αφού η «κύρωση» από το νόμο εμπεριέχει εννοιολογικώς την αναδρομή του νόμου. 14. Επειδή, η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «Τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005» εκδόθηκε στις 10.6.2013 και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 11.6.2013. Στις 18.7.2013 κατατέθηκε στη Βουλή σχέδιο νόμου με τίτλο «Κύρωση της από 10 Ιουνίου 2013 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005» (Α΄ 139)». Σύμφωνα με τη σχετική αιτιολογική έκθεση, με την εν λόγω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, «επιχειρείται η συµπλήρωση της παρ. 2 του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 προς άρση τυχόν αµφιβολιών ως προς το εύρος της παρασχεθείσας προς τους αρµόδιους Υπουργούς εξουσιοδότησης µε σκοπό να αντιµετωπιστεί κατεπειγόντως το θέµα της άµεσης έκδοσης της οριζόµενης στην παρ. 1 του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 κανονιστικής πράξης στο πλαίσιο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της χώρας που απορρέουν από τους νόµους 4046/2012 (Α΄ 28) και 4093/2012 (Α΄ 222) και αποτελούν προαπαιτούµενες ενέργειες στο πλαίσιο του εγκεκριµένου Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2013-2016». Με το Π.Δ. 121/2013 (ΦΕΚ Α’ 165/22.7.2013) κηρύχθηκε η λήξη των εργασιών της Συνόδου της Βουλής. Από την ανωτέρω ημερομηνία (22.7.2013), δηλ. την ημερομηνία λήξεως των εργασιών της Συνόδου της Βουλής, πρέπει να θεωρηθεί ότι ανεστάλη η προθεσμία για την κύρωση της Πράξης. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 40 παρ. 1 και 64 παρ. 1 του Συντάγματος, η Βουλή, μετά το πέρας της διακοπής των εργασιών της, συνέρχεται εκ νέου σε τακτική σύνοδο την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου του ιδίου έτους, και, εν προκειμένω, στις 7.10.2013, ημερομηνία κατά την οποία και θα αρχίσουν οι εργασίες της Ολομέλειας της Βουλής, η οποία είναι και η μόνη αρμόδια κατά τα άρθρα 44 παρ. 1 και 72 παρ. 1 του Συντάγματος για την κύρωση της πιο πάνω πράξεως νομοθετικού περιεχομένου. Επομένως, από την ως άνω ημερομηνία (7.10.2013) θα συνεχίσει να τρέχει η τρίμηνη προθεσμία για την κύρωση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ανεξαρτήτως του ότι οι ρυθμίσεις που επιχειρούνται με την προσβαλλόμενη πράξη στηρίζονται νομίμως στην εξουσιοδότηση που περιεχόταν στην αρχική διατύπωση του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005, όπως είχε θεσπισθεί με το άρθρο 66 παρ. 1 του ν. 4002/2011, πάντως, η Πράξη αυτή υπεβλήθη ενώπιον της Βουλής μέσα στις προαναφερόμενες συνταγματικές προθεσμίες και, επομένως, εξακολουθεί να ισχύει κατά το χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως (βλ. Ολομ. ΣτΕ 1250/2003). 15. Επειδή, σε επίπεδο συνταγματικών διατάξεων αναφορά στη ραδιοφωνία και παρεμφερή μέσα μετάδοσης έγινε το πρώτον στο πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 14 του Συντάγματος του 1952, σύμφωνα με το οποίο, «Αι προστατευτικαί του τύπου διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται επί των κινηματογράφων, δημοσίων θεαμάτων, φωνογραφίας, ραδιοφωνίας και άλλων παρεμφερών μέσων μεταδόσεως λόγου ή παραστάσεως». Στο άρθρο 15 του Συντάγματος του 1975 ορίστηκε ότι «1. Οι προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, τη φωνογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μετάδοσης λόγου ή παράστασης. 2. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους και έχουν σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, πρέπει πάντως να εξασφαλίζεται η ποιοτική στάθμη των εκπομπών που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή τους και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας». Με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 η ανωτέρω παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε ως εξής: «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την υποχρεωτική και δωρεάν μετάδοση των εργασιών της Βουλής και των επιτροπών της, καθώς και προεκλογικών μηνυμάτων των κομμάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα». Περαιτέρω, στην παρ. 9 του άρθρου 14 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε με την Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001, ορίζονται τα εξής: «Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η οικονομική κατάσταση και τα μέσα χρηματοδότησης των μέσων ενημέρωσης πρέπει να γίνονται γνωστά, όπως νόμος ορίζει. Νόμος προβλέπει τα μέτρα και τους περιορισμούς που είναι αναγκαίοι για την πλήρη διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας στην ενημέρωση. Απαγορεύεται η συγκέντρωση του ελέγχου περισσότερων μέσων ενημέρωσης της αυτής ή άλλης μορφής. Απαγορεύεται ειδικότερα η συγκέντρωση περισσότερων του ενός ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης της αυτής μορφής, όπως νόμος ορίζει». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των βασικών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 56/1974 (ΦΕΚ Α 256): «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας. 2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή την δημοσίαν ασφάλειαν την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας». 16. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η ελευθερία της έκφρασης, βασική εκδήλωση της οποίας αποτελεί το δικαίωμα καθενός να διαδίδει με τη χρήση των μέσων ενημέρωσης (Τύπου, ραδιοφωνίας, τηλεόρασης) ειδήσεις, σχόλια και απόψεις (δικαίωμα του πληροφορείν). Με τις ίδιες συνταγματικές διατάξεις, σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 5 Α παρ. 1 του Συντάγματος, κατοχυρώνεται, εξ άλλου, το δικαίωμα του καθενός να ενημερώνεται τακτικά και ελεύθερα από κάθε διαθέσιμη πηγή για κάθε θέμα που τον ενδιαφέρει (δικαίωμα του πληροφορείσθαι). Με το πλέγμα των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, προστατεύονται οι ελευθερίες του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι, ως αναγκαία προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου, αλλά και ως συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η άσκηση των ελευθεριών αυτών υπόκειται μόνο στους απολύτως αναγκαίους περιορισμούς που προβλέπονται από τις αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις. Όπως γίνεται γενικά δεκτό, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (τύπος, ραδιοτηλεόραση, διαδικτυακά μέσα) επιτελούν πολλαπλές, κατ’ ιδίαν, λειτουργίες στη δημοκρατική κοινωνία. Ενδεικτικά: Πληροφορούν τους πολίτες και αποτελούν fora ανοιχτής ανταλλαγής ιδεών συμβάλλοντας στο να σχηματίσουν αυτοί ελεύθερα και δημόσια τη δική τους γνώμη για τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Ελέγχουν την πολιτική εξουσία και καθιστούν διαφανή τον τρόπο άσκησής της. Ενισχύουν την κοινωνική συνοχή δίνοντας στους πολίτες τη δυνατότητα να συμμετέχουν ως ενεργά μέλη ενός συνόλου στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Επιδρούν στην πολιτιστική καλλιέργεια και ικανοποιούν τις ποικίλες προσωπικές ανάγκες του κοινού (ψυχαγωγία, θέματα υγείας, δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου κ.ά.). Ειδικά ως προς τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, ο συνταγματικός νομοθέτης, έχοντας υπόψη τη μεγάλη εμβέλεια, την χρονική αμεσότητα και την ιδιαίτερη δύναμη επιρροής που διαθέτουν, με τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος όρισε ότι η λειτουργία τους υπάγεται στον άμεσο έλεγχο του κράτους. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει τόσο τη χορήγηση αδείας λειτουργίας, όσο και τη μέριμνα ώστε κατά τη λειτουργία τους να εξυπηρετούνται συγκεκριμένοι σκοποί δημοσίου ενδιαφέροντος. Οι σκοποί αυτοί είναι: η αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών, ειδήσεων, προϊόντων λόγου και τέχνης, η ποιοτική στάθμη των προγραμμάτων σε αντιστοιχία με την κοινωνική αποστολή των εν λόγω μέσων και την πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου και η προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Η χορήγηση των αδειών, ο έλεγχος της εξυπηρέτησης των ανωτέρω σκοπών δημοσίου συμφέροντος και η επιβολή κυρώσεων ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή, το «Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης». Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος (εδάφιο πρώτο έως τέταρτο) προβλέπεται η έκδοση νόμων για τη γνωστοποίηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, της οικονομικής κατάστασης και των μέσων χρηματοδότησης των μέσων ενημέρωσης, καθώς και για τη θέσπιση μέτρων και περιορισμών αναγκαίων για την πλήρη διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας στην ενημέρωση, ορίζεται δε ότι απαγορεύεται η συγκέντρωση του ελέγχου περισσότερων μέσων ενημέρωσης της αυτής ή άλλης μορφής (όταν μάλιστα πρόκειται για ηλεκτρονικά μέσα απαγορεύεται η συγκέντρωση περισσότερων του ενός ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης της αυτής μορφής). Με το σύνολο των εν λόγω διατάξεων το κράτος καθίσταται ο ρυθμιστής της λειτουργίας της ραδιοτηλεόρασης και ο εγγυητής του πλουραλισμού των ιδεών και των πληροφοριών που μεταδίδονται. Το κράτος (η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία, καθώς και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή) υποχρεούται, απέχοντας από επεμβάσεις στο περιεχόμενο των εκπομπών, να λαμβάνει όλα τα αναγκαία θετικά μέτρα (νομοθετικά, οργανωτικά, διοικητικά και ουσιαστικά), περιλαμβανομένης της επιβολής και εκτέλεσης των προβλεπομένων κυρώσεων, ώστε να διασφαλίζεται η καθολική παροχή της ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας στην εθνική επικράτεια με πλήρη σεβασμό των προαναφερομένων συνταγματικών αξιών, με διαφάνεια ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς, την οικονομική κατάσταση και τη χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης, καθώς και με την αποτροπή της συγκέντρωσης του ελέγχου των μέσων αυτών. Από τις ως άνω όμως συνταγματικές διατάξεις δεν προκύπτει ότι επιβάλλεται η λειτουργία δημόσιου φορέα ραδιοτηλεόρασης. Ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια, συνεκτιμώντας την οικονομική δυνατότητα του Κράτους σε κάθε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, να επιλέξει αν, με κριτήριο την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών για τη ραδιοτηλεόραση, είναι αναγκαίο και δυνατό να ιδρυθεί δημόσιος φορέας ραδιοτηλεόρασης. Σε περίπτωση, κατά την οποία επιλεγεί η ίδρυση δημόσιου φορέα ραδιοτηλεόρασης, σύμφωνα με το Σύνταγμα αυτός επιβάλλεται να έχει πλουραλιστική δομή, να οργανώνεται κατά τρόπο που αποτρέπει κυβερνητικές και κομματικές επιρροές και να λειτουργεί αυστηρά με βάση τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της πολυφωνίας. Οίκοθεν νοείται ότι η εκάστοτε νομοθετική επιλογή υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο ως προς τη συμφωνία της με τις προμνημονευόμενες συνταγματικές επιταγές. 17. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία καταργείται η ΕΡΤ Α.Ε. και παύει να υπάρχει πάροχος της δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης, πρέπει να ακυρωθεί λόγω αντίθεσης των εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 προς το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο, κατά τους αιτούντες, επιβάλλει την απρόσκοπτη (συνεχή) λειτουργία δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη, όπως αμέσως ανωτέρω εξετέθη, εκδοχή ότι από το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος προκύπτει ότι επιβάλλεται να υπάρχει δημόσια ραδιοτηλεόραση. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την ίδια την προσβαλλόμενη πράξη, η κατάργηση της ΕΡΤ Α.Ε. έγινε, πέραν των δημοσιονομικών λόγων, με σκοπό να ιδρυθεί νέος φορέας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, ο νόμος για την ίδρυση του οποίου (ν. 4173/2013) δημοσιεύθηκε στις 26.7.2013, δηλαδή πριν από τη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως ακυρώσεως (27.9.2013), σύμφωνα δε με τις διατάξεις του νόμου αυτού ο ορισμός των οργάνων διοίκησης του νέου φορέα γίνεται, με εξαίρεση τον πρώτο ορισμό, χωρίς την ανάμιξη της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Εξ άλλου, μέχρι να τεθεί σε λειτουργία ο νέος φορέας, άρχισε να λειτουργεί μεταβατικός φορέας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης με στελέχωση και οργάνωση, οι οποίες υπερβαίνουν την απλή συμμόρφωση προς την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. αναλυτικά σκέψεις 9 και 11), με αποτέλεσμα η λειτουργία του μεταβατικού αυτού φορέα («Ελληνική Δημόσια Ραδιοφωνία και Τηλεόραση») να έχει τακτικό χαρακτήρα, ενώ συνεχίσθηκε, απρόσκοπτα, υπό τον έλεγχο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, και η λειτουργία των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών εθνικής και τοπικής εμβέλειας. 18. Επειδή, περαιτέρω, κατά τη γνώμη των Συμβούλων Παρασκευής Μπραΐμη και Χρήστου Ντουχάνη, από το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι επιβάλλεται η ύπαρξη δημόσιου φορέα ραδιοτηλεόρασης προς εκπλήρωση των σκοπών που αναγορεύονται από το ίδιο άρθρο σε σκοπούς δημόσιας υπηρεσίας (εξασφάλιση ποιοτικής στάθμης προγραμμάτων κ.λπ.). Και τούτο διότι, κατά κοινή πείρα, η εκπλήρωση των σκοπών αυτών δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο από ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι έχουν, κατά βάση, κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Λόγω όμως της φύσεως της κατά τα ανωτέρω δημόσιας υπηρεσίας και ενόψει της οργάνωσης της ραδιοτηλεόρασης με την επί μακρόν λειτουργία ιδιωτικών φορέων υπό τον έλεγχο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, είναι επιτρεπτή, κατά παρέκκλιση από την αρχή της συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας, η διακοπή για εύλογο, και πάντως μικρό, χρονικό διάστημα της λειτουργίας του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, για λόγους αναδιοργάνωσής του, με την κατάργηση του υπάρχοντος και τη σύσταση και λειτουργία νέου, όπως εν προκειμένω, όπου πριν από τη συζήτηση της αιτήσεως ιδρύθηκε νέος φορέας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και άρχισε να λειτουργεί μεταβατικός φορέας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης μέχρι να τεθεί ο νέος σε λειτουργία. Συνεπώς, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως είναι, και κατά τη γνώμη των ανωτέρω, απορριπτέος ως αβάσιμος. 19. Επειδή, μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Χ. Ράμμος, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Γράβαρης, Σ. Μαρκάτης, Α. Ντέμσιας, Θ. Αραβάνης και Α.Μ. Παπαδημητρίου, οι οποίοι διετύπωσαν την εξής γνώμη, στην οποία προσχώρησε η Πάρεδρος Μ. Σωτηροπούλου: Με την διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος ο συνταγματικός νομοθέτης θεσπίζει μια θεμελιώδη για την λειτουργία αυτού τούτου του δημοκρατικού πολιτεύματος δημόσια υπηρεσία, την δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία, ανεξάρτητα ή παράλληλα προς την ύπαρξη ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών φορέων. Σκοπός της υπηρεσίας αυτής είναι, όπως σαφώς και μάλιστα με έμφαση προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής, κατ’ αρχήν η παροχή αξιόπιστων και έγκυρων πληροφοριών στο κοινωνικό σύνολο, η ενημέρωση των πολιτών σε όλα ανεξαιρέτως τα σημεία της ελληνικής επικράτειας με τρόπο αντικειμενικό, πολυφωνικό, και με βάση τις αρχές της ισοπολιτείας και του σεβασμού, αλλά και διακίνησης όλων των ιδεών και απόψεων που αναπτύσσονται σε μια πλουραλιστική δημοκρατική πολιτεία. Αποσκοπεί δηλαδή η δημόσια αυτή υπηρεσία στην δημιουργία ενημερωμένων, συνειδητών και ωρίμων πολιτών, που διαθέτουν πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση, κριτική σκέψη και ελεύθερο δημοκρατικό φρόνημα, που αποτελούν την απαραίτητη προϋπόθεση για την απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ορισμένες μάλιστα υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας, συγκεκριμένα η δωρεάν μετάδοση των εργασιών της Βουλής και η μετάδοση προεκλογικών μηνυμάτων των κομμάτων, επιβάλλονται και ρητώς στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα από το Σύνταγμα (15 παρ. 2 εδ. δ΄ Συντ.). Ταυτόχρονα η δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία αποσκοπεί και στην ανύψωση του πολιτιστικού επιπέδου των πολιτών, με την εκπομπή προγραμμάτων υψηλής ποιοτικής στάθμης, προγραμματικής ποικιλότητας και τούτο όχι μόνο για την ψυχαγώγηση αυτών, αλλά και διότι το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο συντελεί και αυτό στην δημιουργία ωρίμων και ελεύθερων δημοκρατικών πολιτών. Τέλος, η δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία είναι κατά την αντίληψη του Συνταγματικού Νομοθέτη απαραίτητη και για την διαρκή και έγκυρη ενημέρωση των πολιτών με τρόπο ψύχραιμο για θέματα της καθημερινότητας ή επικαιρότητας, που μπορεί να αφορούν άμεσα την ζωή, την υγεία και ασφάλειά τους, ή την ομαλή ροή του καθημερινού τους βίου, όπως είναι π.χ. οι μείζονες φυσικές καταστροφές, θεομηνίες, οι τρομοκρατικές επιθέσεις ή άλλες έκτακτες απρόβλεπτες περιστάσεις, στην διάρκεια των οποίων επιβάλλεται η συνεχής ροή υπεύθυνης ενημέρωσης. Τέτοιου τύπου και επιπέδου ενημέρωση και εν γένει υπηρεσία και μάλιστα σε μια χώρα με τόσο δύσκολη γεωγραφία, όπως η Ελλάδα, δεν μπορούν να προσφέρουν οι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς και κανάλια, των οποίων την παράλληλη λειτουργία το Σύνταγμα ανέχεται βέβαια, διότι το βασικό κριτήριο λειτουργίας τους είναι η επίτευξη του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους και ενδεχομένως η εξυπηρέτηση διαφόρων ισχυρών οικονομικών συμφερόντων. Και τούτο είναι καθοριστικό για την λειτουργία τους και δεν μπορεί να ανατραπεί, ακόμη και στην περίπτωση που θα υπάγονταν σε καθεστώς αυστηρότατων δεοντολογικών κανόνων σε ό,τι αφορά διάφορες όψεις της λειτουργίας τους αυτής. Όπως περαιτέρω προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας με βάση την ήδη εικοσαετή λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα, αλλά και με βάση τα διεθνή δεδομένα, οι ιδιωτικοί αυτοί φορείς προσφέρουν συχνά ένα πολύ χαμηλού επιπέδου ραδιοτηλεοπτικό προϊόν, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι ο εύκολος εντυπωσιασμός η πολιτιστική ένδεια και η αύξηση με κάθε δυνατό τρόπο της ακροαματικότητας, σε βάρος της ποιότητας και της αντικειμενικότητας, αλλά και της νηφαλιότητας της παρεχόμενης πληροφόρησης. Με την επικρατούσα μάλιστα τάση δημιουργίας όλο και περισσότερο μονοπωλιακών καταστάσεων στον χώρο επιτυγχάνεται η πλήρης χειραγώγηση των πολιτών και η μετατροπή τους σε απλούς καταναλωτές πληροφοριών και μηνυμάτων. Η αναγκαιότητα της υποχρεωτικής κατά το Σύνταγμα ύπαρξης μιας τέτοιας δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας έχει μάλιστα καταστεί σήμερα ακόμη πιο έντονη απ’ ότι ήταν κατά τον χρόνο θεσπίσεως της επίμαχης διατάξεως, διότι με την λειτουργία του διαδικτύου, το οποίο κατά κοινή πείρα διακινεί πάσης φύσεως πληροφορίες και απόψεις, ακόμη και τις πιο αντίθετες στις αξίες του ανθρώπου και στις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος και ειδήσεις κακόβουλες, προδήλως ανακριβείς ή παραπλανητικές, έχει δημιουργηθεί σε πολλούς πολίτες πλήρης σύγχυση οφειλόμενη στην αδυναμία κριτικής αξιολόγησης και ταξινόμησης αυτής της πλημμυρίδας πληροφοριών. Ενόψει της προαναφερθείσας σπουδαιότητας της δημόσιας αυτής ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια, βασικό, κατά το Σύνταγμα χαρακτηριστικό της αποτελεί η συνέχεια της παροχής της, με συνέπεια να μην είναι ανεκτή ούτε η πρόσκαιρη παραίτηση του Κράτους από αυτήν. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι την δημόσια αυτή ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία μόνο δημόσιος φορέας μπορεί, κατά το Σύνταγμα, να την παράσχει και για τον ακόλουθο θεμελιώδη λόγο που ανάγεται στην ίδια την φύση των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών φορέων. Πράγματι, οι τελευταίοι, ως κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα μπορούν ανά πάσα στιγμή να αναστείλουν την λειτουργία τους για λόγους, που ανάγονται είτε στο ότι έχουν καταστεί ζημιογόνα, είτε στην απλή επιθυμία των ιδιοκτητών τους να σταματήσουν την δραστηριότητα αυτή, είτε, τέλος, και σε αυτήν ακόμη την ενδεχόμενη παραβατικότητά τους και την συνακόλουθη ανάκληση της λειτουργίας τους. Αυτονόητο είναι βεβαίως ότι ως δημόσιος φορέας δεν νοείται κατ’ ανάγκην νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, καθώς και ότι ο φορέας αυτός δεν συνιστά μονοπώλιο. Δεν είναι, εξ άλλου, τυχαίο το ότι ο κοινός νομοθέτης έτσι αντελήφθη επί σειρά δεκαετιών το νόημα της συνταγματικής διατάξεως. Συνέστησε και διατήρησε συνεχώς υπό το καθεστώς του ισχύοντος Συντάγματος ένα δημόσιο φορέα παροχής ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών (την «Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση», ΕΡΤ Α.Ε.) τόσο με τον ν. 230/1975, όσο και τον ν. 1730/1987. Εξ άλλου ούτε και μετά την κατάργηση της ΕΡΤ Α.Ε. με την ήδη προσβαλλόμενη πράξη ο νομοθέτης τροποποίησε το εν λόγω πρότυπο οργάνωσης. Με το νόμο 4173/2013 ιδρύθηκε το νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «Νέα Ελληνική Ραδιοφωνία, Ίντερνετ και Τηλεόραση ΝΕΡΙΤ ΑΕ» πάλι ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ανώνυμη εταιρεία), για την εκπλήρωση των σκοπών «της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας» (άρθ. 2 παρ. 1). Με βάση τα προεκτεθέντα η κατάργηση του νομικού προσώπου της ΕΡΤ Α.Ε. χωρίς την ταυτόχρονη ίδρυση νέου αντίστοιχου φορέα, δυναμένου, ως εκ της νομικής του φύσεως, και του εξοπλισμού του να τη διαδεχθεί στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της ως διαχειριστή δημόσιας υπηρεσίας, και να εκπέμψει πλήρες πρόγραμμα με βάση τις ως άνω συνταγματικές απαιτήσεις, έχει ως συνέπεια να αποστερηθεί το Κράτος και η ιδρυθείσα από αυτό ΕΡΤ Α.Ε., μόνη μέχρι σήμερα φορέας ασκήσεως της δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεόρασης υπό τη λειτουργική της έννοια, μεταξύ άλλων, της δυνατότητας πραγμάτωσης των ως άνω συνταγματικώς προβλεπομένων σκοπών. Τούτο όμως αντίκειται στο άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, εφόσον, όπως εξετέθη, ο νομοθέτης δεν επιτρέπεται να καταργήσει το φορέα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και δη επ’ αόριστον. Ανεξάρτητα, δε, από τα προεκτεθέντα η υποχρέωση αυτή του νομοθέτη, συναπτόμενη και με την τήρηση της αρχής της συνεχούς λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας, καθίσταται ακόμη εντονότερη στην προκειμένη περίπτωση, λόγω του ότι οι ιδιωτικοί φορείς ραδιοτηλεόρασης λειτουργούν παρανόμως μέχρι σήμερα με την ανοχή της Πολιτείας (ΣτΕ 3578/2010 Ολομ.). Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη πράξη κατά το μέρος της που καταργεί την ΕΡΤ Α.Ε. και τις θυγατρικές αυτής και διακόπτει την παροχή της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας προσκρούει, κατά την παρούσα γνώμη στο άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος και είναι για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, ακυρωτέα. 20. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι νόμιμη, διότι δεν έχει συνυπογραφεί από τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης, κατά παράβαση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005. Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης συνυπογράφει όταν με την κοινή απόφαση κατάργησης του φορέα μεταφέρονται αρμοδιότητες σε Υπουργείο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και καθορίζονται ή συνιστώνται οργανικές μονάδες επιπέδου Διεύθυνσης ή Τμήματος οι οποίες ασκούν τις αρμοδιότητες αυτές. Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη πράξη μεταφέρθηκαν στο Δημόσιο μόνο περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις, η δε παροχή της ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας με φορέα την ΕΡΤ Α.Ε. διακόπηκε. Επομένως, για την έκδοση της δεν απαιτείτο συνυπογραφή από τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 21. Επειδή, προβάλλεται ακολούθως ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι νόμιμη, διότι δεν υφίστατο εξουσιοδοτική διάταξη για την έκδοσή της, αφού η από 10.6.2013 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου δημοσιεύθηκε την ίδια ημέρα με την προσβαλλόμενη και δεν προηγήθηκε αυτής. Ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, προεχόντως, διότι, ανεξαρτήτως του ότι οι ρυθμίσεις που επιχειρούνται με την προσβαλλόμενη πράξη στηρίζονται νομίμως στην εξουσιοδότηση που περιεχόταν στην αρχική διατύπωση του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005, όπως είχε θεσπισθεί με το άρθρο 66 παρ. 1 του ν. 4002/2011, δηλ. όπως είχε πριν από την τροποποίησή της με την από 10.6.2013 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, πάντως, στο σώμα της προσβαλλόμενης πράξης ρητά αναφέρεται ότι για την έκδοσή της ελήφθη υπόψη η από 10.6.2013 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «Τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005» με τα πλήρη στοιχεία της δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α 139), γεγονός που αποδεικνύει ότι η δημοσίευση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου προηγήθηκε. 22. Επειδή, στη συνέχεια οι αιτούντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί, διότι δεν αιτιολογείται η έκδοσή της, δεδομένου ότι η αναφορά στο προοίμιό της ότι η ΕΡΤ Α.Ε. επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό και ότι επιβάλλεται ο εξορθολογισμός με την ίδρυση νέου οργανισμού-προτύπου δεν δύναται, κατά τους αιτούντες, να θεωρηθεί αιτιολογία. Όμως, κατά την πάγια νομολογία, οι κανονιστικές πράξεις ελέγχονται μόνο από την άποψη της συνδρομής των όρων της εξουσιοδοτήσεως, με βάση την οποία εκδίδονται, καθώς και της τυχόν υπερβάσεως των ορίων της σχετικής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (ΣτΕ 1437/2013 επταμ). Επομένως, τα προβαλλόμενα ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται αιτιολογίας, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα (ΣτΕ 646/2013, 3176/2012, 2276/2008, 959/2003, 2207/2002 κ.ά.). 23. Επειδή, περαιτέρω, στο στοιχείο α της παρ. 1 του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005, το οποίο θεσπίσθηκε με το ν. 4002/2011, όπως είχε αρχικά και εξακολουθεί να ισχύει, ορίζεται ότι ορισμένες ανώνυμες εταιρείες που κατονομάζονται, μεταξύ των οποίων η ΕΡΤ Α.Ε., μπορεί, να καταργούνται, να συγχωνεύονται ή να διασπώνται «αν επιβαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό άμεσα ή έμμεσα ή αν επιδιώκουν παρεμφερή σκοπό ή για τον εξορθολογισμό του κόστους λειτουργίας τους». Όπως εκτίθεται στη σκέψη 8, ήδη στο από Ιουλίου 2011 Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής της Ελλάδας οι σταθμοί δημόσιας τηλεόρασης περιελήφθησαν στο σχεδιασμό κατάργησης, συγχώνευσης ή εξυγίανσης «μη απαραίτητων δημόσιων φορέων». Στην νεότερη από 8 Νοεμβρίου 2011 απόφαση του Συμβουλίου της Ε.Ε. μνημονεύεται ότι η Ελλάδα θεσπίζει χωρίς καθυστέρηση υπουργικές αποφάσεις για την έναρξη της κατάργησης, συγχώνευσης ή ουσιαστικής μείωσης του μεγέθους των φορέων, μεταξύ των οποίων κατονομάζεται ρητά η ΕΡΤ. Στη συνέχεια στο Παράρτημα Ι του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, όπως εγκρίθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012, προσδιορίσθηκε ως εκκρεμές δημοσιονομικό μέτρο από τις προαπαιτούμενες δράσεις του Νοεμβρίου 2011 η «έκδοση των εκκρεμών ΥΑ για το κλείσιμο/συγχώνευση των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου». Ακολούθως με το άρθρο πρώτο, παρ. Γ, υποπαρ. Γ1, περ. 12 του ν. 4093/2012, με τον οποίο εγκρίθηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, ορίσθηκε ότι η ΕΡΤ Α.Ε. πρέπει να εφαρμόσει, από 1.1.2013, για το διοικητικό και τεχνικό προσωπικό της, τις διατάξεις του κεφαλαίου Δεύτερου του ν. 4024/2011 (ΦΕΚ Α 226 – ενιαίο βαθμολόγιο – μισθολόγιο του δημόσιου τομέα). Με τις τελευταίες αυτές διατάξεις δεν συμμορφώθηκε η ΕΡΤ Α.Ε., όπως βεβαιώνεται στις απόψεις της Διοικήσεως και τα συνημμένα σε αυτές έγγραφα (βλ. σκέψη 12). Στο προοίμιο της από 10.6.2013 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου, με την οποία τροποποιήθηκε η ως άνω διάταξη του άρθρου 14 Β, μνημονεύεται ότι για την έκδοσή της ελήφθη υπόψη, η «έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης για την αντιμετώπιση του κατεπείγοντος θέματος της εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4046/2012 και του ν. 4093/2012, που αποτελούν προαπαιτούμενες ενέργειες στο πλαίσιο του εγκεκριμένου Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016». Εξ άλλου, στο προοίμιο της προσβαλλόμενης πράξης μνημονεύεται ότι για την έκδοσή της ελήφθη υπόψη και «το γεγονός ότι η «Ελληνική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ Α.Ε.)» επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό και επιβάλλεται ο εξορθολογισμός της παροχής, της λειτουργίας και του κόστους οργάνωσης της δημοσίας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας μέσω της ίδρυσης και διαμόρφωσης ενός νέου οργανισμού- προτύπου». Με βάση τα ανωτέρω συντρέχουν κατ’ αρχήν δύο από τις τρεις διαζευκτικά τιθέμενες από το άρθρο 14Β του ν. 3429/2005 προϋποθέσεις για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, δηλαδή η έμμεση επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού (βλ. ειδικότερα άρθρο 14 παρ. 1 εδ. γ, σύμφωνα με το οποίο μεταξύ των πόρων της ΕΡΤ περιλαμβάνεται έκτακτη επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά και τις προαναφερθείσες διατάξεις των ν. 4046 και 4093/2012, βλ. ακόμη ΣτΕ 668/2012 Ολομ. σκέψη 35, για την ανάγκη αντιμετωπίσεως της κακής δημοσιονομικής καταστάσεως του κράτους ως λόγου δημοσίου συμφέροντος), καθώς και ο σκοπός εξορθολογισμού του κόστους λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας (βλ. αναλυτική τεκμηρίωση στο έγγραφο των απόψεων του Δημοσίου και στα συνημμένα σε αυτές έγγραφα, όπως αναλυτικά εκτίθενται στη σκέψη 12). Υπό τα δεδομένα αυτά, αν θεωρηθεί ότι με τον ίδιο λόγο προβάλλεται ότι για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται από τις διατάξεις που παρέχουν εξουσιοδότηση για την έκδοσή της, ο λόγος είναι, και υπό την εκδοχή αυτή, απορριπτέος ως αβάσιμος. 24. Επειδή, η κατάργηση του υφιστάμενου φορέα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και η διακοπή λειτουργίας του μέχρι τη λειτουργία νέου προς τον σκοπό «εξορθολογισμού της παροχής, της λειτουργίας και του κόστους οργάνωσης της δημοσίας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας μέσω της ίδρυσης και διαμόρφωσης ενός νέου οργανισμού-προτύπου», συνιστά επιλογή του νομοθέτη αρχικώς και της κανονιστικώς δρώσης Διοικήσεως τελικώς. Η τελευταία αυτή επιλογή συνιστά ουσιαστική κρίση, η οποία ελέγχεται μόνο αν προβάλλεται με συγκεκριμένους ισχυρισμούς και προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι παρίσταται αυθαίρετη και προδήλως απρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκομένου με την κανονιστική ρύθμιση σκοπού (ΣτΕ 1437/2013 επταμ., 866, 1512/2002 επταμ., πρβλ. ΣτΕ 4230/1995). Εν προκειμένω, η Διοίκηση με τις απόψεις της και τα έγγραφα που προσκομίζει (βλ. σκέψη 12) τεκμηριώνει κατ’ αρχήν την κρίση της για το πρόσφορο της ως άνω επιλογής για την επίτευξη των σκοπών δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκονται με το άρθρο 14Β του ν. 3429/2005 και με την προσβαλλόμενη πράξη (εξορθολογισμός της παροχής, της λειτουργίας και του κόστους οργάνωσης της δημοσίας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας μέσω της ίδρυσης και διαμόρφωσης ενός νέου οργανισμού-προτύπου) [βλ. και σκέψη 22]. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) και υποστηρίζεται ότι με την προσβαλλόμενη πράξη επιδιώχθηκε ο εξορθολογισμός της λειτουργίας του παρόχου δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεόρασης με το εξαιρετικά επαχθές για την ΕΡΤ Α.Ε., το προσωπικό της και το σύνολο των Ελλήνων πολιτών μέτρο της κατάργησης αυτού. 25. Επειδή, ως προς τον αμέσως ανωτέρω λόγο μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Χ. Ράμμος, Μ. Καραμανώφ, Ι. Γράβαρης και Θ. Αραβάνης οι οποίοι διετύπωσαν την εξής γνώμη: Με την προσβαλλόμενη απόφαση, που εκδόθηκε με βάση το άρθρο 14Β του ν. 3429/2005, όπως τροποποιηθέν ήδη ισχύει, καταργήθηκε η ΕΡΤ Α.Ε. και λύθηκαν όλες οι συμβάσεις εργασίας του απασχολουμένου σε αυτήν προσωπικού, προβλέφθηκε δε η ίδρυση νέου αντίστοιχου φορέα με σκοπό να εξορθολογισθεί το κόστος του δημοσίου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, το οποίο κρίθηκε ότι επιβαρύνει υπέρμετρα τον κρατικό προϋπολογισμό, ενόψει και των αναγκών δημοσιονομικής εξυγίανσης της χώρας για την εξυπηρέτηση των δανειακών της αναγκών. Επελέγη, τουτέστιν, για την δημοσιονομική εξυγίανση του φορέα το μέτρο της πλήρους κατάργησής του, δηλαδή το επαχθέστερο δυνατό, το οποίο είχε ως συνέπεια την επ’ αόριστον διακοπή της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας. Η Διοίκηση επέλεξε το έσχατο αυτό μέτρο χωρίς την σύνταξη σχετικής μελέτης και εξέταση ηπιότερων εναλλακτικών λύσεων, για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, δεδομένου ότι ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει, ούτε η Διοίκηση επικαλείται την ύπαρξη στοιχείων προγενέστερων της προσβαλλομένης για την τεκμηρίωση της επιλογής της, δεδομένου ότι τα προσκομιζόμενα το πρώτον με τις απόψεις της Διοικήσεως στοιχεία δεν είναι ληπτέα υπόψη. Με τα δεδομένα αυτά, σύμφωνα με τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, παραβιάστηκε με την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, και, επομένως, η πράξη αυτή θα ήταν ακυρωτέα, κατ’ αποδοχή του συναφούς βασίμως προβαλλομένου λόγου ακυρώσεως. 26. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2010 C 83/02) σχετικά με την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών και αδιακρίτως συνόρων. 2. Η ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και η πολυφωνία τους είναι σεβαστές». Εξάλλου, το πρωτόκολλο αριθ. 29 που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης «για το σύστημα δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης» ορίζει ότι τα κράτη μέλη, «εκτιμώντας ότι το σύστημα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες κάθε κοινωνίας, καθώς και με την ανάγκη να διασφαλίζεται η πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης, συμφώνησαν επί των ακόλουθων ερμηνευτικών διατάξεων, οι οποίες προσαρτώνται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Οι διατάξεις των Συνθηκών ισχύουν υπό την επιφύλαξη της αρμοδιότητας των κρατών μελών να μεριμνούν για τη χρηματοδότηση της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, εφόσον η χρηματοδότηση αυτή παρέχεται σε ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς για την εκπλήρωση του στόχου της δημόσιας υπηρεσίας, έτσι όπως την έχει θεσμοθετήσει, οριοθετήσει και οργανώσει κάθε κράτος μέλος και εφόσον η χρηματοδότηση αυτή δεν επηρεάζει τις συνθήκες του εμπορίου και τον ανταγωνισμό εντός της Ένωσης σε βαθμό αντιβαίνοντα στο κοινό συμφέρον, ενώ λαμβάνεται υπόψη η πραγματοποίηση του στόχου που εξυπηρετεί αυτή η δημόσια υπηρεσία». 27. Επειδή, σε σειρά μη δεσμευτικών κειμένων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζεται η ζωτική σημασία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης για την εξασφάλιση της δημοκρατίας, του πλουραλισμού, της κοινωνικής συνοχής και της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας [Ψήφισμα του Συμβουλίου της 25.1.1999 (1999/C030/1), Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τα κρατικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα στην ψηφιακή εποχή (2012/C099 σ. 50-56), Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στη δημόσια ραδιοτηλεόραση (2009/C257/1)]. Όμως η αρμοδιότητα θεσμοθέτησης και οργάνωσης συστήματος δημόσιας ραδιοτηλεόρασης ανήκει στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα με τις ως άνω διατάξεις του πρωτοκόλλου αριθ. 29 «για το σύστημα δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης» επιτρέπεται η χρηματοδότηση της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, εφόσον όμως το κράτος μέλος έχει επιλέξει να συστήσει δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα και δεν επιβάλλεται με αυτές υποχρέωση στα κράτη μέλη να διαθέτουν δημόσια ραδιοτηλεόραση. Εξ άλλου, οι διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 51 αυτού, διέπουν τις δράσεις των κρατών μελών μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (βλ. και ΣτΕ Ολομ. 1286/2012) και δεν αφορούν, συνεπώς, τη λήψη από το κράτος μέλος μέτρων αμιγώς εσωτερικής πολιτικής. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί ως αντίθετη στο άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο οποίος από προφανή παραδρομή σε ορισμένα σημεία του δικογράφου μνημονεύεται ως «Ευρωπαϊκός Χάρτης Κοινωνικών Δικαιωμάτων») και στο προσαρτηθέν στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ε.Ε. «Πρωτόκολλο 29 σχετικά με το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη», τα οποία, κατά τους αιτούντες, εγγυώνται την ύπαρξη και λειτουργία της ΕΡΤ Α.Ε. ως παρόχου δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης. 28. Επειδή, προβάλλεται ακόμη ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί λόγω αντίθεσής της προς το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, το οποίο, κατά τους αιτούντες, προστατεύει την ύπαρξη και λειτουργία της ΕΡΤ Α.Ε. ως παρόχου δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από τις διατάξεις του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ δεν απορρέει για τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρέωση να θεσπίζουν δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα, εφόσον υπάρχουν άλλα μέσα για τη διασφάλιση της ποιότητας και της ισορροπίας των προγραμμάτων (απόφαση Manole κατά Μολδαβίας της 17 Σεπτεμβρίου 2009 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Επομένως, εφόσον στην Ελλάδα υπάρχουν άλλα μέσα ενημέρωσης για τη διασφάλιση της ποιότητας και της ισορροπίας των προγραμμάτων, με τη λειτουργία μεγάλου αριθμού ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής («Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης»), η κατάργηση της ΕΡΤ Α.Ε. και των θυγατρικών της, με σκοπό μάλιστα να ιδρυθεί νέος φορέας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, δεν παραβιάζει το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 29. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 3218/2003 Ολομ., 3668/2006 Ολομ., 1368/2008), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29Α του ν. 1558/1985 (ΦΕΚ Α 137), όπως προστέθηκε με το άρθρο 27 του ν. 2081/1992 (ΦΕΚ Α 154) και όπως ισχύει μετά το άρθρο 1 παράγραφος 2 εδάφιο α΄ του ν. 2469/1997 (ΦΕΚ Α 38) – περιλήφθηκε δε ήδη ως άρθρο 90 στο π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ Α 98), κάθε κανονιστική πράξη πρέπει πάντοτε να περιέχει μνεία των απαιτουμένων στις παραγράφους 2 και 3 του εν λόγω άρθρου, κατά περίπτωση, στοιχείων, που αφορούν την προκαλούμενη από την κανονιστική πράξη δαπάνη και τον τρόπο καλύψεώς της και τα οποία στην περίπτωση κανονιστικών πράξεων που συνεπάγονται κάθε είδους δαπάνες σε βάρος του Δημοσίου είναι: το μέγεθος της δαπάνης, η κατανομή της σε οικονομικά έτη, ο τρόπος αντιμετωπίσεώς της για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών, ο ειδικός φορέας του προϋπολογισμού και ο κωδικός αριθμός εξόδου-Κ.Α.Ε.-από την εγγεγραμμένη πίστωση των οποίων πρόκειται να καταβληθεί η σχετική δαπάνη. Σε περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία αυτά έχουν παραλειφθεί, η δημοσιευθείσα χωρίς την παράθεσή τους κανονιστική πράξη είναι ανίσχυρη και ακυρωτέα. Όπως έχει γίνει περαιτέρω δεκτό, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δεν απαιτείται ο συνυπολογισμός της πιθανολογούμενης απώλειας εσόδων (ΣτΕ 2612/2005) ή η αναγραφή της δαπάνης που ενδέχεται να προκύψει από τυχόν αξιώσεις προς αποζημίωση τυχόν θιγομένων από την εφαρμογή της κανονιστικής πράξης (ΣτΕ 216/2011). Εξ άλλου, η βεβαίωση ότι δεν προκαλείται δαπάνη είναι νόμιμη, όταν δεν έρχεται σε αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας ή με τα στοιχεία του φακέλου (Ολομ. ΣτΕ 3668/2006). 30. Επειδή, στο προοίμιο της προσβαλλόμενης πράξης (στοιχείο 6) βεβαιώνεται ότι από τις διατάξεις της προκαλείται δαπάνη εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, «το ύψος της οποίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί». Με το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι άκυρη λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου, καθ’ όσον δεν συντάχθηκε έκθεση για τη δαπάνη του κρατικού προϋπολογισμού, κατά παράβαση των άρθρων 73, 75 και 79 του Συντάγματος και του άρθρου 90 του κωδικοποιητικού π.δ. 63/2005. Συγκεκριμένα οι αιτούντες υποστηρίζουν ότι ο προσδιορισμός αυτός ήταν δυνατός, αφού μπορούσε να υπολογιστεί η απώλεια εσόδων για το Δημόσιο α) λόγω μη εισπράξεως δικαιωμάτων από τη λειτουργία της, β) λόγω αναστολής της είσπραξης του ανταποδοτικού τέλους και γ) λόγω καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης στο προσωπικό της ΕΡΤ Α.Ε. Ο λόγος αυτός καθ’ ο μέρος αφορά απώλεια εσόδων του Δημοσίου λόγω μη είσπραξης δικαιωμάτων από τη λειτουργία της ΕΡΤ και αναστολής της εισπράξεως του υπέρ της ΕΡΤ ανταποδοτικού τέλους είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως διότι, σύμφωνα με όσα μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, από τις εφαρμοστέες διατάξεις δεν απαιτείται συνυπολογισμός της πιθανολογούμενης απώλειας εσόδων. Περαιτέρω, ο λόγος είναι απορριπτέος και καθ’ ο μέρος αφορά την δαπάνη για καταβολή αποζημιώσεως στο προσωπικό της καταργηθείσης ΕΡΤ Α.Ε., διότι, πάντως, κατά την έννοια των διατάξεων που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, η υποχρέωση προσδιορισμού της δαπάνης δεν συντρέχει όταν υφίσταται αδυναμία ή εξαιρετική δυσχέρεια προσδιορισμού της από το αρμόδιο για την έκδοση της πράξεως όργανο, όπως συμβαίνει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεδομένου ότι το ύψος των αποζημιώσεων για το προσωπικό της καταργούμενης ΕΡΤ Α.Ε. εξαρτάται από τον αριθμό των δικαιούχων, ο οποίος δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης. Τούτο επιβεβαιώνεται από τις διατάξεις του άρθρου 72 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α 170/26.7.2013), με τις οποίες ρυθμίστηκε το ζήτημα για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων λόγω λύσεως των συμβάσεων του προσωπικού της παρ. 2 του άρθρου της υπ’ αριθ. οικ. 02/11.6.2013 κοινής απόφασης του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β 1414) δια της εφαρμογής στις περιπτώσεις αυτές της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 2 του α.ν. 173/1967 για εκείνο το προσωπικό που, μέσα σε διάστημα τριών (3) ετών από την έναρξη ισχύος της διάταξης θα απασχοληθεί με οποιονδήποτε τρόπο ή με οποιουδήποτε είδους σύμβαση έργου ή εργασίας με το νέο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα (ΝΕΡΙΤ), ενώ η διάταξη του ανωτέρω α.ν. δεν εφαρμόζεται για το προσωπικό που δεν εμπίπτει στη ρύθμιση του προηγούμενου άρθρου. Συναφώς στην με την υπ’ αριθ. οικ.6/8.7.2013 (ΦΕΚ Β 1675) απόφαση τροποποίησης της προσβαλλόμενης κοινής υπουργικής απόφασης του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και του Υπουργού Οικονομικών, όπως είχε τροποποιηθεί και ίσχυε με τις υπ’ αριθ. οικ .03/12.6.2013 και οικ.05/19.6.2013 κοινές υπουργικές αποφάσεις, στο μεν άρθρο δεύτερο αναφέρεται ότι η σχετική πίστωση για τις αποζημιώσεις των υπαλλήλων της ΕΡΤ Α.Ε. εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών υπό ειδικό φορέα 23-200 «Γενικές Κρατικές Δαπάνες» και ΚΑΕ .., στο δε άρθρο 4Β ορίζεται ότι συνιστάται ειδικός εκτός προϋπολογισμού λογαριασμός, τον οποίο βαρύνουν οι δαπάνες λειτουργίας για την παρακολούθηση και τη διαχείριση του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της ΕΡΤ Α.Ε. και μέχρι τη σύσταση του νέου φορέα. Συνεπώς, ο λόγος είναι απορριπτέος στο σύνολό του. 31. Επειδή, ως προς τον αμέσως ανωτέρω λόγο μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Χ. Ράμμος, Μ. Καραμανώφ, Ι. Γράβαρης και Θ. Αραβάνης οι οποίοι διετύπωσαν την εξής γνώμη: Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 29Α του ν. 1558/1985, όπως προστέθηκε με το άρθρο 27 του ν. 2081/1992 και όπως ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 2469/1997, και του άρθρου 22 παρ. 1 και 2 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α 247) προκύπτει ότι στις κανονιστικές πράξεις πρέπει να αναγράφεται το μέγεθος της δαπάνης που εκτιμάται ότι θα προκύψει σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού από την εφαρμογή τους και ο τρόπος καλύψεως της δαπάνης αυτής. Συνεπώς, η κανονιστική πράξη πρέπει πάντοτε να περιέχει μνεία των απαιτουμένων, κατά περίπτωση, στοιχείων, αν δε είναι αδύνατος ή, έστω, δυσχερής ο κατά τους κανόνες της οικονομικής επιστήμης προσδιορισμός της δαπάνης που η ρύθμιση μιάς κανονιστικής πράξεως συνεπάγεται, οπότε δεν είναι εφικτό να κριθεί αν έχει εγγραφεί σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό, τότε, κατά την έννοια του νόμου, δεν επιτρέπεται, η θέσπιση της ρυθμίσεως. Άλλως, υπό το πρόσχημα μιας τέτοιας αδυναμίας ή δυσχέρειας, οι οποίες, μάλιστα, ως τεχνικές κρίσεις, θα ήσαν ανέλεγκτες από τον δικαστή, θα ήταν εύκολο να περιγραφεί ο σκοπός του κοινού και, σε τελική ανάλυση, του συντακτικού νομοθέτη (πρβλ. ΣτΕ 4-5/1995). Ανεξαρτήτως, όμως, των ανωτέρω, τα οποία ισχύουν για όλες εν γένει τις κανονιστικές διοικητικές πράξεις, από την ίδια την εξουσιοδοτική διάταξη του ν. 14Β του ν. 3429/2005 (όπως, κατά τα ανωτέρω τροποποιηθείσα ήδη ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως), η οποία απετέλεσε το νόμιμο έρεισμα για την κατάργηση της ΕΡΤ Α.Ε., προκύπτει ότι ο σκοπός της καταργήσεως αυτής είναι δημοσιονομικός, δηλαδή ο εξορθολογισμός του κόστους λειτουργίας αυτής και η εντεύθεν μείωση των σχετικών δαπανών του Κράτους. Κατά συνέπεια, η διαπίστωση του οικονομικού οφέλους από την κατάργηση της ΕΡΤ και την αντικατάσταση της με νέο φορέα συνιστά προϋπόθεση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως, η οποία πρέπει να είναι βεβαία, ή έστω σφόδρα πιθανολογούμενη, και να προκύπτει από τεκμηριωμένη οικονομική μελέτη. Στην μελέτη αυτή πρέπει να παρατίθενται αφενός μεν όλες οι δαπάνες της καταργήσεως, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο των αποζημιώσεων του απολυομένου προσωπικού, αλλά και κάθε άλλης δαπάνης, όπως αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας ή αδυναμίας εκπληρώσεως συμβάσεων, ή απώλειες εσόδων διαφημίσεων, αδυναμίας συμμετοχής σε σημαντικούς δημόσιους διαγωνισμούς αφορώντες την ραδιοτηλεοπτική δραστηριότητα κ.ο.κ., αφετέρου δε η εκτίμηση του κόστους λειτουργίας του φορέα. Η έλλειψη τεκμηρίωσης της συνδρομής της προϋποθέσεως αυτής στην προκείμενη περίπτωση και η ομολογούμενη αδυναμία της Διοικήσεως να προσδιορίσει την σχέση οικονομικού κόστους – οφέλους από την κατάργηση της ΕΡΤ καθιστά την προσβαλλόμενη πράξη μη νόμιμη τόσο λόγω της αντιθέσεως αυτής προς τις διατάξεις του άρθρου 29Α του ν. 1558/1985 (όπως αυτές τροποποιήθηκαν κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα), όσο και λόγω παραβάσεως της προαναφερθείσης εξουσιοδοτικής διατάξεως του ν. 3429/2005, στην οποία στηρίζεται. 32. Επειδή, με την Οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17.2.1975 (ΕΕ L 048/22.2.1975, σελ. 29-30) σκοπήθηκε η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις ομαδικές απολύσεις. Η εν λόγω Οδηγία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 100 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 94 ΕΚ) και σκοπός της είναι η βελτίωση της προστασίας των εργαζομένων και της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Η Οδηγία αυτή τροποποιήθηκε με την Οδηγία 92/56/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24.6.1992 (ΕΕ L 245/26.8.1992, σελ. 3-5) και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με την Οδηγία 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 20.7.1998 (ΕΕ L 225/12.8.1998, σελ. 16), με την οποία κωδικοποιήθηκαν οι προγενέστερες ως άνω Οδηγίες. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 στοιχείο β της Οδηγίας, αυτή δεν εφαρμόζεται «επί των εργαζομένων στη δημόσια διοίκηση ή στους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή, στα κράτη μέλη που δεν γνωρίζουν την έννοια αυτή, επί των εργαζομένων σε αντίστοιχους οργανισμούς». Το ελληνικό δίκαιο εναρμονίσθηκε με τις ανωτέρω Οδηγίες με το ν. 1387/1983 «Έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 110), όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα. Ειδικότερα με τις διατάξεις του ν. αυτού ορίζονται τα εξής: «1. Ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους, για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επόμενης παραγράφου. 2. Τα όρια, πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές, καθορίζονται από τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα και είναι τα εξής: … 3. Για τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, όλοι οι τρόποι λήξης της σύμβασης εργασίας που γίνονται με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εξομοιώνονται με τις απολύσεις, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε» (άρθρο 1, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 3863/2010, ΦΕΚ Α 115) και με το άρθρο 21 του ν. 3488/2006, ΦΕΚ Α 191). Σύμφωνα με το άρθρο 2 « «Πεδίο εφαρμογής» 1. Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στο προσωπικό που απασχολείται με σχέση εργασίας σε όλες τις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις του ιδιωτικού τομέα καθώς και του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, που ασκούνται σύμφωνα με τις αρχές της ιδιωτικής οικονομίας … 2. Οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται: α) στους εργαζόμενους με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σύμβαση εργασίας που συνδέεται με την εκτέλεση ορισμένου έργου ή συγκεκριμένων εργασιών αυτού, εκτός αν οι απολύσεις γίνουν πριν από τη λήξη της σύμβασης εργασίας ή την αποπεράτωση του έργου ή συγκεκριμένων εργασιών αυτού, β) στο προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, που απασχολείται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου … δ) στα πληρώματα των πλοίων. 3. Για τους εργαζομένους που απολύονται από εργοληπτικές επιχειρήσεις λόγω διακοπής ή αναστολής των εργασιών από αιτίες που οφείλονται αποδεδειγμένα στον κύριο του έργου, όταν αυτός είναι το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. εφαρμόζονται οι διαδικασίες που ορίζονται από τα άρθρ. 3, 4 και 5 παρ.1 και 2 του παρόντος νόμου» (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 6 του ν. 2736/1999 ΦΕΚ Α 172 και το άρθρο 38 παρ. 1 και 2 του ν. 1568/1985 ΦΕΚ Α 177). Με τα άρθρα 3 και 5 θεσπίζεται υποχρέωση του εργοδότη για πληροφόρηση και διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και καθορίζεται η σχετική διαδικασία, ενώ με το άρθρο 6 ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού είναι άκυρες. 2. Στις ομαδικές απολύσεις εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις, οι σχετικές με την έγκυρη λύση της εργασιακής σχέσης και την καταβλητέα αποζημίωση». 33. Επειδή, από τις διατάξεις του νόμου 1387/1983 δεν προκύπτει ότι ο έλληνας νομοθέτης επεδίωξε να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 75/129/ΕΟΚ και σε εργαζομένους που απασχολούνται σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου που ασκούν δημόσια εξουσία. Επομένως, κατά την έννοια του ν. 1387/1983 αλλά και της Οδηγίας 98/59/ΕΚ, οι διατάξεις περί ελέγχου των ομαδικών απολύσεων δεν εφαρμόζονται στο προσωπικό που απασχολείται σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, που ασκούν δημόσια εξουσία εξυπηρετώντας δημόσιο σκοπό (πρβλ. Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, C-583/10, United States of America κατά Christine Nolan, σκέψη 41, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, C-108/10, Scattolon, σκέψη 44). 34. Επειδή, η ΕΡΤ Α.Ε. ναι μεν ήταν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που λειτουργούσε με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, αποτελούσε, όμως, δημόσια επιχείρηση με σκοπό την υπό του κράτους παροχή δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, ανήκε στο δημόσιο τομέα, ελεγχόταν και εποπτευόταν από το Κράτος, είχε διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και τελούσε υπό κοινωνικό έλεγχο (άρθρο 1 ν. 1730/1987). Το μετοχικό της κεφάλαιο ανήκε αποκλειστικά στο Ελληνικό Δημόσιο, στο όνομα του οποίου εκδόθηκε ένας ονομαστικός αναπαλλοτρίωτος τίτλος (μετοχή). Τα ένδεκα από τα δέκα τρία μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου ορίζονταν από τους Υπουργούς Οικονομικών και Πολιτισμού. Η γενική συνέλευση των μετόχων της απαρτιζόταν από έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού και έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Οικονομικών. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονταν μεν οι διατάξεις του ν. 2190/1920 (ΦΕΚ Α 37) στο μέτρο, όμως, που δεν αντέβαιναν στις διατάξεις του ν. 1730/1987 (άρθρο 13 ν. 1730/1987). Σκοπός της ήταν η οργάνωση, εκμετάλλευση και ανάπτυξη της κρατικής ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης, καθώς και συμβολή της, με τα μέσα αυτά στην ενημέρωση, στην μόρφωση και στην ψυχαγωγία του ελληνικού λαού, χωρίς, μάλιστα, την επιδίωξη απόκτησης κέρδους (άρθρο 2 ν. 1730/1987). Οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές της όφειλαν να αποβλέπουν στην εκπλήρωση των στόχων της δημόσιας υπηρεσίας, να εξυπηρετούν τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες της κοινωνίας και να αποτελούν παράγοντα της διασφάλισης της πολυφωνίας. Στην ΕΡΤ Α.Ε. είχε επιβληθεί η υποχρέωση κάλυψης του συνόλου του πληθυσμού της χώρας, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτόν τον κατάλληλο τεχνικό εξοπλισμό. Τα ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα της έπρεπε να απευθύνονται σε όλα τα τμήματα του πληθυσμού, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες ειδικών κοινωνικών κατηγοριών, χωρίς να επηρεάζονται από το βαθμό θεαματικότητας και ακροαματικότητας των εκπομπών που προορίζονται γι’ αυτές (άρθρο 14 ν. 1730/1987). Στην ΕΡΤ Α.Ε. είχε εκχωρηθεί από το Κράτος το αποκλειστικό προνόμιο για την πραγματοποίηση ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών εθνικής εμβελείας (άρθρο 2 ν. 1730/1987). Πόροι της ΕΡΤ Α.Ε. ήταν, μεταξύ άλλων, έσοδα από ανταποδοτικό τέλος (εισφορά) και έκτακτη επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό. Οι διατάξεις για την παραγραφή αξιώσεων, για τόκους, προσωποκράτηση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που ίσχυαν υπέρ του Δημοσίου, εφαρμόζονταν και υπέρ της ΕΡΤ Α.Ε. και των εταιρειών που ιδρύονταν με αποκλειστικά κεφάλαιά της. Οι απαιτήσεις της εισπράττονταν σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα για την Είσπραξη Δημοσίων Εσόδων. Είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί, χωρίς αντάλλαγμα, χώρους του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ., των Ο.Τ.Α. και των οργανισμών του δημοσίου τομέα, να επιλέγει τα σημεία εγκατάστασης αναμεταδοτών ή πομπών της σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ επιτρεπόταν η απαλλοτρίωση ακινήτων υπέρ της ΕΡΤ Α.Ε. για λόγους δημόσιας ωφέλειας, για τη δημιουργία εγκαταστάσεων και την ανέγερση κτιρίων. Οι κάτοικοι αγροτικών ή αστικών ακινήτων υποχρεούνταν να ανέχονται, χωρίς αποζημίωση, κάθε εργασία ή εγκατάσταση, για την τηλεοπτική και ραδιοφωνική κάλυψη μιας περιοχής, πάνω ή κάτω από τα κτήματά τους ή επάνω σε αυτά (άρθρο 14 ν. 1730/1987). 35. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, η ΕΡΤ Α.Ε. δεν συνιστούσε επιχείρηση ή εκμετάλλευση που ασκούσε συνήθη οικονομική δραστηριότητα, λειτουργούσα σύμφωνα με τις αρχές της ιδιωτικής οικονομίας. Αντιθέτως, με βάση τους δημόσιους σκοπούς που επεδίωκε, το εύρος του ελέγχου που ασκείτο σε αυτήν από το Δημόσιο, τον τρόπο χρηματοδότησής της και τα προνόμια δημόσιας εξουσίας που της είχαν απονεμηθεί, είχε χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε οργανισμό δημοσίου δικαίου. Επομένως, η ΕΡΤ Α.Ε. εξαιρείτο από την εφαρμογή τόσο της Οδηγίας για τις ομαδικές απολύσεις, όσο και του ν. 1387/1983. Συνεπώς, τα προβαλλόμενα με το δικόγραφο προσθέτων λόγων, ότι με την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης παραβιάζονται οι κανόνες για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. 36. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

 

Δ ι ά τ α ύ τ α Απορρίπτει την αίτηση Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. Επιβάλλει στους αιτούντες την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2013 και 26 Φεβρουαρίου 2014 Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

 

Σωτ. Αλ. Ρίζος Μ. Παπασαράντη και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23ης Μαΐου 2014. Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

 

Σωτ. Αλ. Ρίζος Μ. Παπαδοπούλου

 

Ρ.K.

460/2013 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 594335)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΡΜ 2013/789, ΝΟΒ 2013/788, ΔΔΙΚΗ 2013/959) Αλλοδαποί και ιθαγένεια. Αίτηση ακύρωσης της ΥΑ Φ.130181/23198/2010 για τον καθορισμό των δικαιολογητικών που πρέπει να συνοδεύουν τη δήλωση και αίτηση εγγραφής στο Δημοτολόγιο λόγω γέννησης ή φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα. Ο νομοθέτης, κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας από αλλοδαπούς, δύναται να προβλέψει τρόπους κτήσεως αυτής βάσει της αρχής του δικαίου του εδάφους, θεσπίζοντας τυπικά και ουσιαστικά κριτήρια, που να τεκμηριώνουν ένταξη στην ελληνική κοινωνία. Ειδικότερες γνώμες. Τα άρθρα 1,13 και 24 του ν. 3838/2010 περί απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας από ανήλικα τέκνα αλλοδαπών υπηκόων που γεννιούνται στην Ελλάδα και των οποίων οι γονείς διαμένουν στην χώρα επί πέντε έτη ή από τέκνα αλλοδαπών που φοίτησαν επί έξι έτη σε ελληνικά σχολεία ή από ενήλικους αλλοδαπούς που ζούσαν στην Ελλάδα μεταξύ 18ου και 21ου έτους και φοίτησαν επί έξη έτη σε ελληνικό σχολείο, αντίκεινται στα άρθρα 1,4 παρ. 3, 16, 25 παρ. 1 και 29 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού τα θεσπιζόμενα κριτήρια δεν συνδυάζονται και με στοιχεία που θα προσέδιδαν στη διαμονή ουσιαστικά χαρακτηριστικά εντάξεως στην ελληνική κοινωνία.

Αντίθετη μειοψηφία.

Δεν μπορεί ο νομοθέτης να χορηγεί σε αλλοδαπούς το εκλογικό δικαίωμα, κατά την εκλογή των οργάνων των ΟΤΑ και τα άρθρα 14, 15 παρ. 1, 17, 20 και 21 του ν. 3838/2010 αντίκεινται στο Σύνταγμα, αφού αναγνωρίζουν σε αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων χωρών δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Αντίθετη μειοψηφία. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης. Η αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ΄ αριθμ. 350/2011 απόφαση του ΣτΕ. (Παρατηρήσεις Α. Καϊδατζή ΑΡΜ 2013/800). (Παρατηρήσεις Χ. Δετσαρίδη ΔΔΙΚΗ 2013/984).

Αριθμός 460/2013

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Σωτ. Ρίζος, Νικ. Σακελλαρίου, Δημ. Πετρούλιας, Αθ. Ράντος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νικ. Ρόζος, Χρ. Ράμμος, Νικ. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Μ. Βηλαράς, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Σπ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Α. Καλογεροπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης,

Κ. Πισπιρίγκος, Μ. Πικραμένος, Σύμβουλοι, Φρ. Γιαννακού, Αικ. Ρωξάνα, Ουρ. Νικολαράκου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Σπ. Χρυσικοπούλου και Α. Καλογεροπούλου καθώς και η Πάρεδρος Αικ. Ρωξάνα μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

 Για να δικάσει την από 5 Αυγούστου 2010 αίτηση:

του ………… , κατοίκου Αθηνών (……. ……), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Χριστίνα Τσαμπάζη (Α.Μ. 9173), που την διόρισε στο ακροατήριο, κατά του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ο οποίος παρέστη με τους : 1) Νικόλαο Μαυρίκα, Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2) Ανδρέα Ανδρουλιδάκη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, και κατά των παρεμβαινόντων : 1) …… , κατοίκου Αθηνών (……………), η οποία παρέστη με τον  δικηγόρο Νικόλαο Αλιβιζάτο (Α.Μ. 6976), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και 2) ……….. που  εδρεύει στην Αθήνα (………), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους : α) Νικόλαο Αλιβιζάτο (Α.Μ. 6976), β) Χρήστο Πολίτη (Α.Μ. 2740) και γ) Φίλιππο Σπυρόπουλο (Α.Μ. 7310), που τους διόρισε με  πληρεξούσιο ο Πρόεδρος της Ένωσης.

 Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 350/2011 αποφάσεως του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθ.  Φ.130181/23198/10/30.4.2010 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΦΕΚ Β΄ 562), 2) η υπ’ αριθ. 24592/7.5.2010 (6η εγκύκλιος) απόφαση του ίδιου ως άνω Υπουργού και 3) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον Εισηγητή Σύμβουλο Ευθ. Αντωνόπουλο.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία του αιτούντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξουσίους των παρεμβαινόντων και τους αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1284940,1289507-8/2010 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, μετά την αποχώρηση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Παν. Πικραμμένου, λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας την 30-6-2012, αναπληρώνεται κατά την διάσκεψη της παρούσης υποθέσεως από τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο Σωτ. Ρίζο, ο οποίος μετείχε στη σύνθεση της Ολομελείας (βλ. απόφαση 2/2009 της Ολομελείας εν συμβουλίω και Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας του Δικαστηρίου 172/2012). Περαιτέρω, η Σύμβουλος Αννα Καλογεροπούλου, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως λαμβάνει μέρος στη διάσκεψη ως τακτικό μέλος (άρθρο 26 ν. 3719/2008, ΦΕΚ Α΄241).

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 17-9-2010 δικόγραφο προσθέτων λόγων ζητείται η ακύρωση α) της υπ’ αριθμ’ Φ.130181/23198/ 30-4-2010 αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΦΕΚ Β΄562) με τίτλο «Καθορισμός δικαιολογητικών που πρέπει να συνοδεύουν τη δήλωση και αίτηση εγγραφής στο Δημοτολόγιο λόγω γέννησης ή φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας» και β) της με αριθμό πρωτοκόλλου 24592/7-5- 2010 6ης Εγκυκλίου του ίδιου Υπουργού με τίτλο « Ασκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι από τους ομογενείς και τους νομίμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών για την ανάδειξη των αιρετών οργάνων της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης», κατά το μέρος που αναφέρεται μόνο στην παροχή δικαιωμάτων εκλέγειν και εκλέγεσθαι στους υπηκόους τρίτων χωρών.

4. Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 350/2011 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου με επταμελή σύνθεση επιλύθηκαν οριστικώς τα ζητήματα του παραδεκτού της κρινομένης αιτήσεως, της συναφείας των προσβαλλομένων πράξεων, της παραδεκτής συμπροσβολής της υπ’ αριθμ. 29982/1-6-2010 αποφάσεως του ίδιου Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης με τίτλο «Παράταση προθεσμίας εγγραφής στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους των ομογενών και των νομίμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών για την ανάδειξη των αιρετών οργάνων της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης» (Β’ 754), του παραδεκτού της παρεμβάσεως υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων του Σωματείου «……………………………..» (για την πρώτη από αυτές) και της …………. (για την τρίτη από αυτές που εκρίθη συναφής και παραδεκτώς συμπροσβαλλόμενη με την πρώτη και αφορούσε στην παράταση της προθεσμίας εγγραφής στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους) και απερρίφθησαν με οριστική κρίση, επίσης, λόγοι ακυρώσεως που αφορούσαν στο κύρος και την συνταγματικότητα των διατάξεων του Ν.3838/2010 που ρύθμιζαν τον νέο τρόπο απονομής της ελληνικής ιθαγένειας, καθώς και την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στις εκλογές των Ο.Τ.Α. πρώτου βαθμού από τους υπηκόους τρίτων χωρών. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση παρεπέμφθησαν προς επίλυση στην Ολομέλεια, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 100 παρ.5 του Συντάγματος, τα ζητήματα της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1,2,6, των άρθρων 14-21 και του άρθρου 24 του Ν.3838/2010 ως προς τους μη κριθέντες οριστικώς λόγους, για τους οποίους το Τμήμα έκρινε ότι συνέτρεχε θέμα αντιθέσεως των διατάξεων αυτών προς διατάξεις του Συντάγματος που αναφέρονται στην παραπεμπτική απόφαση.

 5. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι «2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. 3. Ολες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα». Στο άρθρο 4 παρ. 3 ότι «Έλληνες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος. Επιτρέπεται να αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια μόνο σε περίπτωση που κάποιος απέκτησε εκούσια άλλη ιθαγένεια ή που ανέλαβε σε ξένη χώρα υπηρεσία αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπει ειδικότερα ο νόμος». Στο άρθρο 16 παρ. 2 ότι «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες», ενώ στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ότι «Τα έτη υποχρεωτικής  φοίτησης δεν μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα». Στο άρθρο 25 παρ. 4 ότι «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Στο άρθρο 29 παρ.1 ότι «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. … »

 6. Επειδή, από τις παρατεθείσες διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος συνάγονται τα ακόλουθα: Ο λαός αποτελεί ένα από τα τρία συστατικά στοιχεία του Κράτους και το κυρίαρχο όργανο αυτού, ο καθορισμός δε των προσώπων που εντάσσονται σ’ αυτόν ανήκει ως κυριαρχική αρμοδιότητα στον εθνικό νομοθέτη (πρβλ. Σ.τ.Ε 2279/1990 Ολομ.). Τούτο σημαίνει α) ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν περιορίζεται, κατ’ αρχήν, από το διεθνές δίκαιο να ορίσει τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας- πλην της περιπτώσεως της δημιουργίας ανιθαγενών με αυθαίρετη πράξη ή της περιπτώσεως προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων- και β) ότι δεν υπάρχει ατομικό δικαίωμα, που γεννά αξίωση αποκτήσεως της ιθαγενείας, αφού επί του θέματος αυτού αποφαίνεται κυριαρχικώς το οικείο Κράτος μέσω των αρμοδίων οργάνων του (βλ απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης της 6-4-1955 επί της υποθέσεως Nottebohm- Λιχτενστάιν κατά Γουατεμάλας και Σ.τ.Ε. 2060/2008, 1242/2007,3070/2002, 209/1993).

Εξ άλλου, το ότι ο κατά το Σύνταγμα καθορισμός των προσόντων του έλληνα πολίτη ανατίθεται στο νόμο, δεν σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης είναι ανεξέλεγκτος εξ επόψεως εσωτερικών συνταγματικών ορίων για τον καθορισμό αυτό, ούτε ότι παύει να υπόκειται σε τυχόν προκύπτοντες από άλλες συνταγματικές διατάξεις και αρχές περιορισμούς. Ιδιαίτερη σημασία για τους περιορισμούς αυτούς έχουν εκείνες οι διατάξεις του Συντάγματος που συνδέουν με την νομική έννοια του πολίτη πλείστες όσες συνέπειες (δικαίωμα εκλέγειν- εκλέγεσθαι, δικαίωμα διπλωματικής προστασίας, υποχρέωση στρατεύσεως, εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων και καθήκοντος εθνικής αλληλεγγύης κλπ).

Τούτο σημαίνει περαιτέρω, ότι ο νομοθέτης έχει μεν την δυνατότητα να εκτιμά εκάστοτε τις συγκεκριμένες συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) και να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο, αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό κράτος με συγκεκριμένη ιστορία και ότι ο χαρακτήρας αυτός είναι εγγυημένος τουλάχιστον από τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ.3 του ισχύοντος Συντάγματος, τέλος δε και ότι το κράτος αυτό είναι εντεταγμένο σε υπερεθνική κοινότητα εθνικών κρατών με παρόμοιες συνταγματικές παραδόσεις (Ευρωπαϊκή Ενωση), η οποία, μάλιστα, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση, σέβεται την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με την θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή.

Συνέπεια δε τούτων είναι ότι ελάχιστος όρος και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με την βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση). Εάν παρεγνωρίζετο η προϋπόθεση του ουσιαστικού δεσμού και ο νομοθέτης – εναλλασσόμενος κατά θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος – μπορούσε να τον αγνοήσει και να ελαχιστοποιήσει τα προσόντα κτήσεως της ιθαγενείας, τότε πρακτικώς θα μπορούσε και να προσδιορίσει αυθαιρέτως την σύνθεση του λαού, με την προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως, με χαλαρή ή ανύπαρκτη ενσωμάτωση, με ό,τι τούτο θα συνεπήγετο για την συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του πολιτεύματος, καθώς και την ομαλή, ειρηνική εξέλιξη της κοινωνικής ζωής, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη και του γεγονότος ότι το status της ιθαγένειας είναι αμετάκλητο, αφού η σχετική συνταγματική ρύθμιση (άρθρο 4 παρ.3) απαγορεύει την αφαίρεση της ιθαγένειας πλην δύο περιοριστικά καθοριζομένων περιπτώσεων (εκούσια απόκτηση άλλης ιθαγένειας, ανάληψη σε ξένη χώρα υπηρεσίας αντίθετης προς τα εθνικά συμφέροντα). Συνεπεία των ανωτέρω παραδοχών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης, κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας από αλλοδαπούς, δύναται μεν, κατ’ απόκλιση από την βασική αρχή του δικαίου της καταγωγής (ius sanguinis) ως αυτόματου τρόπου κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας, να προβλέψει τρόπους κτήσεως της ιθαγενείας βάσει της αρχής του δικαίου του εδάφους (jus soli) και περαιτέρω, να θεσπίζει για τις περιπτώσεις αυτές και τυπικά κριτήρια, όπως είναι η νόμιμη παραμονή στην χώρα και η διάρκεια αυτής, αλλά θα πρέπει να τα συνδυάζει και με ουσιαστικά κριτήρια, ούτως ώστε να τεκμηριώνεται ο γνήσιος δεσμός του αλλοδαπού προς την ελληνική κοινωνία, δηλαδή η ενσωμάτωσή του σε αυτήν υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια.

Οι Σύμβουλοι Δημ.Σκαλτσούνης, Σπ.Μαρκάτης, Ηρ.Τσακόπουλος και Μαρίνα Παπαδοπούλου με συγκλίνουσα γνώμη υπεστήριξαν τα εξής: η διάταξη του άρθρου 4 παρ.3 εδ α’ του Συντάγματος, προβλέποντας ότι «Έλληνες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος», αναθέτει στον κοινό νομοθέτη τον καθορισμό των προσόντων του πολίτη, μη ορίζοντας δε κριτήρια ιθαγένειας, παρέχει σ’ αυτόν ευρεία εξουσία καθορισμού των όρων και προϋποθέσεων κτήσεως αυτής. Η εξουσία αυτή δεν είναι απόλυτη, αλλά οριοθετείται από τρία διαφορετικά πεδία α) από τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος, υπό την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης οφείλει να σέβεται αυτές και να μη τις παραβιάζει κατά τον καθορισμό των όρων και προϋποθέσεων για απόκτηση από αλλοδαπούς της ελληνικής ιθαγένειας, μη δυνάμενος, λόγου χάριν, ενόψει του άρθρου 1 παρ.3 του Συντάγματος, να καθιστά δυνατή την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς που αποδεδειγμένα βαρύνονται με πράξεις αντεθνικής συμπεριφοράς ή, εν όψει του άρθρου 13 παρ.1 του Συντάγματος, να εξαρτά την κτήση αυτή από συγκεκριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις κ.ο.κ. β) από συγκεκριμένες υποχρεώσεις που προκύπτουν από διεθνείς συμβατικές δεσμεύσεις της χώρας, όπως λόγου χάριν, για τον περιορισμό των περιπτώσεων της ανιθαγένειας και γ) από την ίδια τη φύση του αντικειμένου της ρυθμίσεως, την οποία η ως άνω συνταγματική διάταξη προβλέπει πράγματι, κατ’ αρχήν, η απονομή της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπό πολίτη αποτελεί το τελευταίο στάδιο εντάξεώς του στην ελληνική κοινωνία σε βαθμό τέτοιο που τον οδηγεί να ζητήσει, και να επιτύχει, κατόπιν εξατομικευμένης κρίσεώς του, την πολιτογράφησή του ως έλληνα πολίτη (βλ. τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 19, τόσο του ισχύοντος, όσο και του προϊσχύσαντος Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας). Και ναι μεν ουδεμία συνταγματική διάταξη αποκλείει στον κοινό νομοθέτη την πολιτική επιλογή της απονομής βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, δηλαδή χωρίς εξατομικευμένη κρίση, της ελληνικής ιθαγένειας, σε αλλοδαπούς, οι οποίοι διαμένουν νομίμως στη χώρα, ως μέσου για την μελλοντική, ομαλή ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία, προς τούτο, όμως, το άρθρο 4 παρ. 3 εδ α? του Συντάγματος, κατά την έννοιά του, απαιτεί από τον κοινό νομοθέτη να θέτει με τη σχετική ρύθμιση όρους και προϋποθέσεις βάσει των οποίων η ομαλή ένταξη των αλλοδαπών αυτών στην ελληνική κοινωνία να μπορεί να πιθανολογηθεί σε σοβαρό βαθμό. Oι Αντιπρόεδροι Δημοσθ. Πετρούλιας και Αγγ. Θεοφιλοπούλου και οι Σύμβουλοι Ν. Ρόζος, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Μ. Βηλαράς, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρος, Μ. Σταματελάτου, Ο. Ζύγουρα, Κ.Φιλοπούλου και Μ. Πικραμένος υπεστήριξαν την ακόλουθη γνώμη:

Για την αναγνώριση της ιδιότητας του έλληνα πολίτη και κατά συνεκδοχή την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας, δηλαδή του νομικού δεσμού συγκεκριμένου προσώπου με το ελληνικό κράτος, (και όχι με το ελληνικό έθνος), το Σύνταγμα διαλαμβάνει ειδική ρύθμιση στο πρώτο εδάφιο της παραγρ. 3 του άρθρου 4, το οποίο ορίζει ότι «Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος».

Με τη λιτή αυτή διάταξη, το Σύνταγμα εξουσιοδοτεί τον κοινό νομοθέτη να καθορίζει τις προϋποθέσεις, («τα προσόντα»), που απαιτούνται για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, χωρίς να επιβάλλει κανένα, με την εν λόγω ειδική διάταξη, περιορισμό στη σχετική εξουσία του νομοθετικού σώματος. Εκτός από τη ρητή και μη καταλείπουσα καμία ως προς τούτο αμφιβολία, γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης του πρώτου εδαφίου της παραγρ. 3 του άρθρου 4 του Συντάγματος, ενδεικτική της ελευθερίας, που παρέχεται με αυτήν στο νομοθέτη, είναι και η αντιπαραβολή της με τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της ίδιας παραγράφου, στην οποία ρητώς ορίζονται οι περιπτώσεις, στις οποίες επιτρέπεται η αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας.

Ο συνταγματικός νομοθέτης με τη διάταξη αυτή αναγνωρίζει ότι η ρύθμιση της απονομής της ελληνικής ιθαγένειας αποτελεί πολιτική κατ’ εξοχήν επιλογή, συναρτώμενη με την εκτίμηση τόσο της συνδρομής σκοπών δημόσιου συμφέροντος, όσο και του τρόπου εξυπηρέτησής τους, η οποία μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, είτε εσωτερικές είτε διεθνείς, βάσει και των οποίων διαμορφώνεται η πολιτική της Χώρας, καθώς επίσης και τις κρατούσες στο νομοθετικό σώμα πολιτικές αντιλήψεις. Για το λόγο δε ακριβώς αυτό παρέχει στον κοινό νομοθέτη ευρύτατα περιθώρια πολιτικών εκτιμήσεων και, κατά συνέπεια, άσκησης διαφορετικών πολιτικών, όσον αφορά τον καθορισμό αφ’ ενός των δημόσιων σκοπών που εξυπηρετεί, την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η απονομή της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς, αφ’ ετέρου δε των κριτηρίων και της διαδικασίας που θεωρεί πρόσφορα για την επίτευξη των σκοπών αυτών.

Υπέρ της έννοιας αυτής συνηγορεί και η ιστορική καταγωγή της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης. Πράγματι, στο άρθρο 3 δεύτερο εδάφιο του Συντάγματος της 18.3.1844 υιοθετήθηκε αντίστοιχη ρύθμιση, κατά την οποία «Πολίται είναι όσοι απέκτησαν ή αποκτήσωσι τα χαρακτηριστικά του πολίτου κατά τους Νόμους του Κράτους», προκειμένου, όπως προκύπτει από τα επίσημα πρακτικά συζητήσεων στην Εθνοσυνέλευση, να αναγνωρισθεί στο νομοθέτη ευρύτατη ευχέρεια καθορισμού των προσόντων του πολίτη κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε συνθηκών (Επίσημα Πρακτικά, συνεδρ. ΚΣΤ?, 8.1.1844, σελ. 143-144). Και ορίζει μεν η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Συντάγματος ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό και «υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους…» ωστόσο, ούτε από τη διάταξη αυτή ούτε από άλλη συνταγματική διάταξη νομοθέτη να θέτει ως προϋπόθεση για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, την διαπίστωση γνήσιου δεσμού με το ελληνικό έθνος, δηλαδή την ύπαρξη ήδη διαμορφωθείσης εθνικής συνείδησης των πολιτογραφούμενων αλλοδαπών.

Κατά μείζονα δε λόγο, όταν πρόκειται για απονομή ελληνικής ιθαγένειας σε ανήλικα τέκνα αλλοδαπών, τα οποία αφορούν οι επίμαχες διατάξεις του Ν. 3838/2010. Και τούτο διότι, άλλωστε, με την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας ο αλλοδαπός καθίσταται έλληνας πολίτης, συμπολίτης των λοιπών ελλήνων πολιτών και όχι ομοεθνής τους, δηλαδή δεν του αναγνωρίζεται και η ελληνική εθνική ταυτότητα. Είναι σαφής δε, κατά το Σύνταγμα, η διάκριση μεταξύ λαού και έθνους.

Η διασφάλιση της ομαλής ένταξης στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας, δηλαδή στην ελληνική κοινωνία, των ανήλικων τέκνων αλλοδαπών που διαβιούν μόνιμα και νόμιμα στην Χώρα επί χρονικό διάστημα ικανό, κατά την ανέλεγκτη, κατ’ αρχήν, ουσιαστική εκτίμηση του κοινού νομοθέτη, για να θεμελιώσει τον αναγκαίο δεσμό με την ελληνική κοινωνία, και κατά συνεκδοχή, η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης, αποτελεί προφανώς έναν θεμιτό σκοπό δημόσιου συμφέροντος για τη χορήγηση σε αυτά της ελληνικής ιθαγένειας.

Ενόψει δε της ευρύτατης εξουσίας που της παρέχει το Σύνταγμα, η Βουλή δεν υποχρεούται να καθορίσει ειδική διαδικασία ουσιαστικής και εξατομικευμένης σε κάθε περίπτωση έρευνας, αλλά, έχει τη δυνατότητα να προβαίνει στη θέσπιση αντικειμενικών και μόνον κριτηρίων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας και μάλιστα σε ανήλικα τέκνα αλλοδαπών, όπως είναι η γέννηση και διαμονή τους στην Ελλάδα, από γονείς που διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στη Χώρα για ορισμένο χρόνο ή η επιτυχής φοίτησή τους σε ορισμένες τάξεις ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα και μόνιμη και νόμιμη διαμονή τους σ’ αυτήν, εφ’ όσον ο νομοθέτης εκτιμά ότι, με τη συνδρομή των ως άνω αντικειμενικών κριτηρίων, δημιουργείται ένας επαρκής ουσιαστικός δεσμός τους με την ελληνική κοινωνία, ικανός να διασφαλίσει την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, δηλαδή την ομαλή ένταξή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας. Ανήκει συνεπώς στην ευχέρεια του νομοθέτη, αφού ούτε η ειδική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3, ούτε άλλη συνταγματική διάταξη το επιβάλλει, να ορίσει, όταν κρίνει ότι τούτο είναι σκόπιμο, εκτός από τη συνδρομή αντικειμενικών κριτηρίων και διοικητική διαδικασία εξατομικευμένης εκτίμησης ουσιαστικών στοιχείων, η αξίωση της συνδρομής των οποίων, για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας, προσιδιάζει άλλωστε σε ενηλίκους, όπως πράγματι τούτο παγίως ισχύει για την πολιτογράφηση των ενηλίκων αλλοδαπών (βλ. άρθρο 6 του προϊσχύσαντος Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας – Ν. 3370/1955 – και άρθρα 5 και 7 του ισχύοντος Κώδικα – Ν. 3284/2004). Αντιθέτως, επίσης παγίως προβλέπεται η απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας με μόνη προϋπόθεση τη γέννηση του προσώπου σε ελληνικό έδαφος και χωρίς κανένα άλλο κριτήριο, (όπως ελάχιστος χρόνος μόνιμης διαμονής των αλλοδαπών γονέων στη χώρα ή ουσιαστικός δεσμός τους με την ελληνική κοινωνία), εφ’ όσον πρόκειται για ανιθαγενείς, δηλαδή για πρόσωπα τα οποία δεν αποκτούν με τη γέννησή τους αλλοδαπή ιθαγένεια ή είναι άγνωστης ιθαγένειας. (βλ. άρθρα 1 του Ν.Δ. 3370/1955, 1 του Ν. 1438/1984, και 1 του Ν. 3284/2004).

Ούτε δε μπορεί να γίνει ευλόγως δεκτό ότι, μολονότι το Σύνταγμα αναθέτει χωρίς περιορισμούς, με την ειδική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3, στη Βουλή τον καθορισμό των προϋποθέσεων απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας, παρά ταύτα δεν εμπιστεύεται την εκτίμησή της για την δημιουργία, εφ’ όσον συντρέχουν τα προβλεπόμενα αντικειμενικά κριτήρια, ουσιαστικού δεσμού των ανηλίκων αλλοδαπών και των γονέων τους με την ελληνική κοινωνία και απαιτεί επιπλέον εξατομικευμένη προς τούτο κρίση διοικητικών οργάνων. Τέλος, ναι μεν, κατά τα προεκτεθέντα, με την ανωτέρω ειδική συνταγματική διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγρ. 3 του άρθρου 4 εξουσιοδοτείται, χωρίς όρους, ο νομοθέτης να ορίζει τα κριτήρια απονομής της ελληνικής ιθαγένειας, ωστόσο οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις δεν είναι δικαστικώς ανέλεγκτες. Εν όψει όμως της ευρύτατης εξουσίας που παρέχει το Σύνταγμα στη Βουλή και των πολιτικών, προεχόντως, εκτιμήσεων, βάσει των οποίων αυτή προβαίνει στις κατάλληλες, κατά την ουσιαστική της κρίση, νομοθετικές επιλογές, το Δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει αντίθετες προς το Σύνταγμα τις επίμαχες διατάξεις του Ν. 3838/2010, για τη χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας σε ανήλικα τέκνα αλλοδαπών, περιορίζεται να ελέγξει μόνον εάν οι ουσιαστικές εκτιμήσεις του νομοθέτη, όσον αφορά τόσον τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, όσον και την προσφορότητα των θεσπιζόμενων, για την επίτευξη του σκοπούαυτού, κριτηρίων απονομής της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς είναι, αντικειμενικά και λογικά, καταδήλως εσφαλμένες και συνεπώς παράλογες. Και τούτο διότι, άλλως, το Δικαστήριο, μέσω του δικαστικού ελέγχου, ουσιαστικά θα υποκαθιστούσε ανεπιτρέπτως, δηλαδή καθ’ υπέρβαση του συνταγματικού του ρόλου, τη Βουλή στην άσκηση του νομοθετικού της έργου, αφού θα ήλεγχε, παρεμβαίνοντας με τον τρόπο αυτό στο πεδίο των πολιτικών αντιπαραθέσεων, τη σκοπιμότητα των σχετικών νομοθετικών επιλογών, στις οποίες μάλιστα ο κοινός νομοθέτης προβαίνει, κατά το Σύνταγμα, βάσει θεωρήσεων κατ’ εξοχήν πολιτικού χαρακτήρα και ειδικώς σε ένα θέμα υψηλής πολιτικής, όπως είναι αυτό της απονομής της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς, το οποίο μάλιστα συνάπτεται και με τις διεθνείς σχέσεις της Χώρας.

Κατά την ειδικότερη γνώμη του Συμβούλου Μιχ. Πικραμένου επιπροσθέτως των ανωτέρω, λεκτέα και τα εξής: Η ρήτρα «υπέρ του έθνους» που καθιερώνει το άρθρο 1 παρ. 3 του ισχύοντος Συντάγματος, ερμηνευόμενη ενόψει των σύγχρονων διεθνών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών στο πλαίσιο των οποίων αναπτύσσονται, μεταξύ των άλλων, διαδοχικά μεταναστευτικά ρεύματα που διακρίνονται για τη μαζικότητά τους, αποβλέπει στη διατήρηση της συνέχειας και της ενότητας του ελληνικού έθνους. Ο σκοπός αυτός επιδιώκεται με την επεξεργασία και κατάστρωση διαφόρων δημοσίων πολιτικών οι οποίες μπορεί να λαμβάνονται είτε από την κυβέρνηση, η οποία καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας κατά το άρθρο 82 παρ. 1 του Συντάγματος, είτε από το νομοθετικό σώμα κατά τα άρθρα 73 επ. του Συντάγματος που ορίζουν τη νομοθετική λειτουργία της βουλής.

Ως εκ τούτου, τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας έχουν την ευχέρεια να εντάξουν στις ανωτέρω δημόσιες πολιτικές την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας για συγκεκριμένες κατηγορίες αλλοδαπών, εφόσον πληρούν ειδικά κριτήρια και τηρείται ειδική διαδικασία, πέραν των γενικώς ισχυόντων κανόνων στο ελληνικό δίκαιο της ιθαγένειας, που εμφανίζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και κρίνονται, για το λόγο αυτό, πρόσφορες για την εφαρμογή της εν λόγω δημόσιας πολιτικής, με σκοπό να διασφαλισθεί, σε πρώτο επίπεδο, η ομαλή ένταξή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, δηλαδή στην ελληνική κοινωνία.

Με την υιοθέτηση δε αυτής της δημόσιας πολιτικής, η οποία έχει ως άξονα την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας και τη συνακόλουθη ένταξη κατηγοριών αλλοδαπών στον ελληνικό λαό, ο νομοθέτης αποβλέπει και σ’ ένα δεύτερο μακροπρόθεσμο στόχο : στη δημιουργία των κατάλληλων όρων και προϋποθέσεων για να ενστερνισθούν οι εν λόγω κατηγορίες αλλοδαπών ή οι απόγονοι αυτών, θεμελιώδεις αξίες και αρχές του ελληνικού έθνους και με τον τρόπο αυτό να συμμετάσχουν στη διατήρηση και τη συνέχεια του πολιτισμού, της γλώσσας, των ηθών και εθίμων και άλλων προσδιοριστικών στοιχείων του ελληνισμού. Επί τη βάσει των ανωτέρω, ο κοινός νομοθέτης έχει την ευχέρεια, στα πλαίσια της δημόσιας πολιτικής για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος, να θεσπίζει ειδικά κριτήρια και ειδική διαδικασία για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας στα ανήλικα τέκνα αλλοδαπών που αποτελούν διακριτή κατηγορία με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Το γεγονός ότι τα ανήλικα τέκνα αλλοδαπών μπορεί να αποτελέσουν διακριτή κατηγορία, προκύπτει άλλωστε και από το ίδιο το Σύνταγμα το οποίο έχει αναγάγει σε αντικείμενο ιδιαίτερης ρύθμισης τους ανήλικους καθιερώνοντας ειδικές ρυθμίσεις, όπως το άρθρο 21 παρ. 1 που προβλέπει την προστασία της παιδικής ηλικίας καθώς και το άρθρο 16 παρ. 2 το οποίο ορίζει τη βασική αποστολή της παιδείας που έχει ως βασικούς αποδέκτες τους ανήλικους. Έτσι, ο νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να προβαίνει στη θέσπιση αντικειμενικών κριτηρίων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας στα ανήλικα τέκνα αλλοδαπών, λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για άτομα που μεγαλώνουν μέσα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας, εξοικειώνονται με τα ήθη, τα έθιμα και την πολιτιστική παράδοση της χώρας, ενώ ταυτόχρονα μετέχουν της ελληνικής παιδείας φοιτώντας σε σχολεία τα οποία έχουν ως βασική αποστολή την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.

 7. Eπειδή, ο έλληνας νομοθέτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα μεταναστευτικά ρεύματα τα προερχόμενα, κατ’ αρχάς, από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, λόγω των πολιτικών μεταβολών και ανακατατάξεων στις χώρες αυτές, μεταγενεστέρως δε και από άλλες ηπείρους (Ασία, Αφρική) προέβη σε σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων σχετικά με την είσοδο, την παραμονή και την εργασία αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών στη χώρα. Αρχικώς, με τον Ν. 1975/1991 (Α΄ 184), ο οποίος όρισε ότι η είσοδος και παραμονή αλλοδαπών στην χώρα επιτρέπεται μόνον εφ’ όσον είναι εφοδιασμένοι με έγκυρα ταξιδιωτικά έγγραφα και θεώρηση εισόδου ή διαθέτουν προέγκριση εισόδου για εργασία ή άδεια διαμονής με σκοπό την εργασία και ρύθμισε τα της χορηγήσεως των αδειών αυτών διαμονής και εργασίας. Κατά τη διάρκεια της ισχύος του νόμου αυτού και ενόψει του γεγονότος της εισόδου και παραμονής στη χώρα αγνώστου αριθμού και προελεύσεως αλλοδαπών, χωρίς άδειες εργασίας και διαμονής εξεδόθησαν τα Προεδρικά Διατάγματα 358 και 359 /1997 (Α΄240), με τα οποία προβλέφθηκαν για τους παρανόμως διαμένοντες στη χώρα αλλοδαπούς «προσωρινή νομιμοποίηση» με την χορήγηση «προσωρινής άδειας παραμονής» (με το πρώτο διάταγμα) και χορήγηση «κάρτας παραμονής περιορισμένης χρονικής διάρκειας» (με το δεύτερο διάταγμα) προκειμένου να απασχοληθούν με σχέση εξηρτημένης εργασίας ή ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες.

Οι άδειες αυτές εξεδίδοντο υπό διαφορετικές, πολύ περισσότερο χαλαρές προϋποθέσεις από τις τασσόμενες στον αρχικό νόμο με δεδομένο ότι εκεί προϋπετίθετο ότι οι αλλοδαποί εισέρχονται νομίμως στη χώρα και εφοδιάζονται με άδεια εργασίας και παραμονής άμα τη εγκαταστάσει τους. Σκοπός των εκτάκτων αυτών ρυθμίσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ.1 του Π.Δ. 358/1997 ήταν η καταγραφή των αλλοδαπών που διέμεναν παράνομα στην Ελλάδα και είτε απασχολούνταν είτε αναζητούσαν απασχόληση και η έναρξη της διαδικασίας για την νομιμοποίησή τους υπό προϋποθέσεις.

Επακολούθησε ο Ν.2910/2001 (Α΄91) που διατήρησε το καθεστώς του προηγουμένου νόμου, δηλαδή την είσοδο στη χώρα με έγκυρα ταξιδιωτικά έγγραφα και θεώρηση εισόδου και τον εφοδιασμό με άδεια διαμονής για λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στον νόμο (σπουδές, παροχή εξηρτημένης εργασίας, άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, οικογενειακή συνένωση κλπ). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 19, 20 και 21 του νόμου αυτού προκύπτει ότι η χορήγηση άδειας εργασίας αποτελεί προϋπόθεση για την χορήγηση άδειας εισόδου και άδειας παραμονής. Περαιτέρω, ότι η άδεια διαμονής, εκτός της προηγουμένης προϋποθέσεως χορηγείται μόνον εφ’ όσον ο αλλοδαπός έχει συνάψει σύμβαση εργασίας, είναι ασφαλισμένος για την κάλυψη των εξόδων νοσηλείας, ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως και εργατικού ατυχήματος και έχει εξασφαλίσει κατάλυμα για την διαμονή του. Εκ παραλλήλου, στα άρθρα 25-27 του ίδιου νόμου ρυθμίζονται τα της χορηγήσεως άδειας εισόδου και διαμονής για την άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας με προϋποθέσεις επαρκείας πόρων και συμβολής στην οικονομική ανάπτυξη, καθώς και πλήρους ασφαλιστικής καλύψεως με παράλληλη εκπλήρωση των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων.

Επίσης, στο κεφάλαιο του νόμου με τίτλο «δικαιώματα και υποχρεώσεις αλλοδαπών»ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: άρθρο 40 «1. Ανήλικοι αλλοδαποί, που διαμένουν στην ελληνική επικράτεια, υπάγονται στην υποχρέωση της ελάχιστης σχολικής φοίτησης, όπως και οι ημεδαποί…5. Αλλοδαποί που έχουν αποφοιτήσει από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα έχουν πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, υπό τους αυτούς όρους και προϋποθέσεις όπως και οι ημεδαποί », στο άρθρο 41 «1…3. Αλλοδαπός, κάτοχος αδείας παραμονής, οφείλει να αναχωρήσει χωρίς άλλη ειδοποίηση μέχρι την τελευταία ημέρα της λήξης της ισχύος της, εκτός αν πριν από τη λήξη της έχει υποβάλει αίτηση για ανανέωσή της. 4. Αλλοδαπός, στον οποίο δεν εγκρίθηκε παραμονή ή ανανέωση της άδειας διαμονής του, υποχρεούται να εγκαταλείψει αμέσως το ελληνικό έδαφος χωρίς άλλες διατυπώσεις».

Τέλος, στο άρθρο 66 του νόμου με τίτλο «παράνομοι αλλοδαποί» επετράπη η χορήγηση άδειας παραμονής εξάμηνης διάρκειας σε αλλοδαπούς που κατά την έναρξη ισχύος του νόμου διέμεναν παράνομα στην χώρα, εφ’ όσον είχε λήξει η κάρτα παραμονής περιορισμένης χρονικής διάρκειας χωρίς να ανανεωθεί ή η κάρτα προσωρινής άδειας παραμονής ή η άδεια παραμονής και εφ’ όσον διέμεναν αποδεδειγμένα στη χώρα μετά τη λήξη τους επί ένα έτος μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου. Το ίδιο δικαίωμα παρεσχέθη και στους αλλοδαπούς που είχαν ασκήσει προσφυγή κατά των αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων του Ο.Α.Ε.Δ. για την χορήγηση κάρτας παραμονής περιορισμένης χρονικής διάρκειας και ενέπιπταν στην ρύθμιση του άρθρου 2 του Π.Δ. 359/1997 εφ’ όσον παραιτούνταν από την προσφυγή αυτή. Οπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου για το άρθρο αυτό, με τις ρυθμίσεις του αποσκοπείται η νομιμοποίηση των αλλοδαπών που διέμεναν παράνομα στην Ελλάδα, τούτο δε κατέστη αναγκαίο για να αντιμετωπισθεί ένα έντονο κοινωνικό πρόβλημα, δηλαδή, το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός αλλοδαπών διέμεναν παράνομα στην Ελλάδα και δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου ισότιμα με τους Έλληνες και τους νόμιμους αλλοδαπούς. Η κατά τη διάταξη αυτή διάρκεια της εξάμηνης άδειας διαμονής παρετάθη αρχικώς με την παρ. 8 του άρθρου 21 του Ν.3013/2002 (Α’ 102) μέχρι τις 31-12-2002. Εν συνεχεία δόθηκε νέα παράταση ισχύος των αδειών αυτών μέχρι 30-6-2003 με το άρθρο 23 του Ν.3103/2003 (Α΄23). Επακολούθησαν δε νέες, αυτοδίκαιες παρατάσεις ισχύος των προσωρινών αυτών αδειών μέχρι 30-6-2004 (άρθρο 25 Ν.3242/2004 Α΄102). Ακολούθως, με τον Ν.3386/2005 (Α΄212) , ο νομοθέτης ενέμεινε στις πάγιες ρυθμίσεις των προηγουμένων νόμων (αναγκαιότητα θεωρήσεως εισόδου, χορηγουμένης από τα ελληνικά προξενεία των χωρών προελεύσεως, άρθρο 6 επ, απαίτηση για την παραμονή στη χώρα αδειών παραμονής και αδειών εργασίας με περιορισμένη χρονική διάρκεια και προσδιορισμένους από τον νόμο σκοπούς, άρθρο 9 επ, πρόβλεψη απελάσεων όσων στερούνται των νομίμων αδειών και εν γένει όσων παραβιάζουν τον νόμο, άρθρο 76 επ.). Εξ άλλου, προς ενίσχυση της διαδικασίας κοινωνικής εντάξεως, ο νέος νόμος προέβλεψε, σύμφωνα και με την Οδηγία 2003/109 / ΕΚ ( L16της 23-1-2004 ), το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος αλλοδαπού (άρθρο 67 επ.), το οποίο είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκό για τους αλλοδαπούς με πιστοποιημένη υψηλού βαθμού κοινωνική ένταξη υπό προϋποθέσεις, όμως, αυστηρά οριοθετημένες (νόμιμη διαμονή στη χώρα τουλάχιστον επί πενταετία, επαρκής γνώση της ελληνικής γλώσσας, γνώση στοιχείων της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού). Και ο νόμος αυτός, όμως, περιέλαβε στις μεταβατικές διατάξεις του (άρθρο 91 παρ.10 επ.) ρυθμίσεις νομιμοποιήσεως αγνώστου αριθμού αλλοδαπών, οι οποίοι, παρά τις νομιμοποιητικές διατάξεις των προηγουμένων νομοθετημάτων, διέμειναν στην χώρα παράνομα και είτε εργάσθηκαν παράνομα είτε δεν εργάσθηκαν καθόλου. Οι ρυθμίσεις αυτές συνοπτικώς είναι: α) νομιμοποιήσεις αλλοδαπών, με την αυτοδίκαιη παράταση μέχρι 31-12-2005 ισχύος αδειών διαμονής που είχαν αυτοδικαίως παραταθεί μέχρι 30-6-2004 με προηγούμενα νομοθετήματα είτε με την παράταση ισχύος μέχρι το ίδιο χρονικό σημείο αδειών διαμονής που είχαν λήξει μετά την ημερομηνία αυτή (παρ. 10), β) νομιμοποιήσεις αλλοδαπών που παρέμεναν στην χώρα χωρίς οιαδήποτε άδεια διαμονής, με την διευκόλυνση χορηγήσεως σχετικών αδειών, χωρίς τη συνδρομή των παγίων προϋποθέσεων, εφ’ όσον αποδεικνύουν την παραμονή τους στη χώρα μέχρι την 31- 12-2004. Οι άδειες αυτές χορηγούνται, κατόπιν αιτήσεως υποβαλλομένης μέχρι 31-12-2005 με απόφαση του Γενικού Γραμματέως Περιφέρειας, έχουν ετήσια ισχύ και συγχρόνως επέχουν θέση άδειας εργασίας (παρ.11).

Οι εξαιρετικές αυτές ρυθμίσεις θεσπίστηκαν, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση «στο πλαίσιο οριστικής καταγραφής των υπηκόων τρίτων χωρών και προς οριστική εκκαθάριση του χρόνιου σχετικού προβλήματος…». Παρά ταύτα επαναλήφθηκαν με το άρθρο 18 παρ.4 του Ν.3536/2007 (Α΄ 42), με το οποίο δόθηκε και νέα προθεσμία υποβολής αιτήσεως νομιμοποιήσεως μέχρι 30-9-2007. Κρίσιμα για την κατανόηση των εξαιρετικών αυτών ρυθμίσεων («νομιμοποιήσεων») όσο και των αντιστοίχων των προηγουμένων νομοθετημάτων είναι όσα αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3886/2005: «Α) Γενικά Ι….ΙΙ…. ΙΙΙ. Το 1997 θεσμοθετήθηκε η πρωτοβουλία καθιέρωσης ενός συστήματος καταγραφής και ενσωμάτωσης του «αφανούς» πληθυσμού των παράνομων αλλοδαπών, μέσω των π.δ. 358 και 359/1997, με τα οποία καθιερώθηκε ένας νέος, παράλληλος με τους προβλεπόμενους στο ν. 1975/1991, τίτλος νόμιμης παραμονής και εργασίας αλλοδαπού στη Χώρα, η λεγόμενη «πράσινη κάρτα». Το εγχείρημα αυτό, παρά τον έκδηλα μεταβατικό του χαρακτήρα….ανέσυρε από την αφάνεια ένα μέρος των παρανόμων αλλοδαπών… IV).

Ακολούθησε ο ν. 2910/2001, ο οποίος επιχείρησε να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες που είχαν ήδη επισημανθεί υπό το καθεστώς του ν. 1975/1991 και των προαναφερθέντων διαταγμάτων… Κατά γενική διαπίστωση δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ο αρχικός στόχος του ίδιου νόμου για την καταγραφή και νομιμοποίηση όλων των αλλοδαπών, μέσω της χορήγησης προσωρινής άδειας σε αυτούς, δεν ολοκληρώθηκε…». 8. Επειδή, από τις παρατεθείσες διατάξεις των νομοθετημάτων που ρύθμισαν την είσοδο, διαμονή και εργασία των αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών κατά το μετά το έτος 1990 χρονικό διάστημα προκύπτουν τα εξής: οι πάγιες διατάξεις που οργάνωσαν σύστημα νόμιμης μεταναστεύσεως στη χώρα παραβιάσθηκαν λόγω των εκτάκτων συνθηκών της μαζικής εισόδου αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών διαφόρου προελεύσεως. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν ότι στη χώρα παρέμεινε άγνωστος αριθμός αλλοδαπών, που δεν πληροί τις προϋποθέσεις των παγίων διατάξεων και στους οποίους επανειλημμένως παρεσχέθη η δυνατότητα να νομιμοποιηθούν είτε με τη χορήγηση αδειών, χωρίς τις προϋποθέσεις των παγίων διατάξεων είτε με τις αυτοδίκαιες παρατάσεις αδειών διαμονής και εργασίας, χωρίς αντίστοιχες πιστοποιήσεις διοικητικής αρχής και χωρίς καν την συμμετοχή του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού (υποβολή αιτήσεως). Περαιτέρω δε, ότι ο ακριβής χρόνος διαμονής των ως άνω προσώπων και πολύ περισσότερο η νομιμότητα της διαμονής αυτής δεν είναι δυνατόν να πιστοποιηθούν από τη Διοίκηση, όπως αυτό, άλλωστε, προκύπτει τόσο από τα κείμενα των νόμων, όσο, κυρίως και από τις αιτιολογικές τους εκθέσεις.

 9. Επειδή, τέλος, ο επίμαχος νόμος 3838/2010 προβλέπει στο άρθρο 1 ότι στον ν. 3284/2004 (Α΄ 217 – «Κώδικας Ελληνικής Ιθαγενείας») προστίθεται ένα νέο άρθρο (το 1Α), με το οποίο εισάγεται ένας νέος τρόπος κτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας με τη γέννηση του αλλοδαπού στην Ελλάδα ή τη φοίτηση σε ελληνικό σχολείο και τη σχετική δήλωση των γονέων ή του ιδίου. Ειδικότερα, στο άρθρο 1Α προβλέπεται: «1. Τέκνο αλλοδαπών που γεννιέται και συνεχίζει να ζει στην Ελλάδα από γονείς που διαμένουν μόνιμα και νόμιμα και οι δυο στη Χώρα επί πέντε τουλάχιστον συνεχή έτη, αποκτά από τη γέννηση του την Ελληνική Ιθαγένεια, εφόσον οι γονείς του υποβάλουν κοινή σχετική δήλωση και αίτηση εγγραφής του τέκνου στο δημοτολόγιο του δήμου της μόνιμης κατοικίας του, μέσα σε τρία έτη από τη γέννηση. Σε περίπτωση μεταγενέστερης υποβολής της δήλωσης και αίτησης, η ιθαγένεια αποκτάται από την υποβολή τους. Αν το τέκνο γεννήθηκε πριν τη συμπλήρωση της πενταετούς νόμιμης διαμονής και από τους δύο γονείς στη Χώρα, η κοινή δήλωση και αίτηση εγγραφής υποβάλλεται με την παρέλευση της πενταετούς συνεχούς νόμιμης διαμονής και του δεύτερου γονέα, το δε τέκνο αποκτά την Ελληνική Ιθαγένεια από την υποβολή τους. 2. Τέκνο αλλοδαπών που έχει ολοκληρώσει επιτυχώς την παρακολούθηση έξι τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα και νόμιμα στη Χώρα αποκτά την Ελληνική Ιθαγένεια από τη συμπλήρωση του εξαετούς χρόνου φοίτησης με κοινή δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο του δήμου μόνιμης κατοικίας του που υποβάλλουν οι γονείς του μέσα σε τρία έτη από τη συμπλήρωση του χρόνου αυτού.

Σε περίπτωση μεταγενέστερης υποβολής της δήλωσης και αίτησης και μέχρι την ενηλικίωση του τέκνου, η ιθαγένεια αποκτάται από την υποβολή της σχετικής δήλωσης και αίτησης. 3. Η Ελληνική Ιθαγένεια αποκτάται από τέκνα αλλοδαπών με δήλωση των γονέων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου, μόνον εφόσον και οι δύο γονείς τους διαμένουν νομίμως στην Ελλάδα δυνάμει σχετικού νόμιμου τίτλου σε ισχύ. …6. Εφόσον η δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο, που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, δεν υποβλήθηκε από κοινού από τους γονείς μέχρι την ενηλικίωση του, το τέκνο αποκτά την Ελληνική Ιθαγένεια με δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο, που το ίδιο δικαιούται να υποβάλει στον δήμο όπου κατοικεί νόμιμα και μόνιμα δυνάμει σχετικού νόμιμου τίτλου σε ισχύ, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών ετών από την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του.

Η αίτηση απορρίπτεται αν συντρέχει ποινικό κώλυμα, κατά την περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 5 ή λόγοι δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας, κατά το άρθρο 5Β. Η διερεύνηση της συνδρομής των αρνητικών προϋποθέσεων του προηγούμενου εδαφίου διενεργείται με ανάλογη εφαρμογή της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 διαδικασίας και εντός προθεσμίας έξι μηνών. Η σχετική διαδικασία και προθεσμίες αναστέλλονται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 31. Η απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας εκδίδεται εντός έτους από την υποβολή της δήλωσης και αίτησης. Η Ελληνική Ιθαγένεια αποκτάται στην περίπτωση αυτή από την υποβολή της δήλωσης και αίτησης». Σύμφωνα δε με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 του Γ΄ Κεφαλαίου του αυτού νόμου : «1. Στους αλλοδαπούς οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ικανοποιούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας και έχουν ήδη ενηλικιωθεί, χορηγείται προθεσμία τριών ετών για να υποβάλουν την αίτηση και δήλωση που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές.

Η ιθαγένεια αποκτάται από την υποβολή της δήλωσης και αίτησης με βάση τους εκεί προβλεπόμενους όρους και διαδικασία. 2. Την Ελληνική Ιθαγένεια αποκτούν επίσης σύμφωνα με το άρθρο 1Α παρ. 1 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας και όσα τέκνα αλλοδαπών έχουν γεννηθεί και συνεχίζουν να ζουν στην Ελλάδα από γονείς που διαμένουν νόμιμα και οι δύο στη Χώρα εφόσον κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου η νόμιμη διαμονή ενός τουλάχιστον εξ αυτών υπερβαίνει τα πέντε συνεχή έτη».

Εξ άλλου, στο άρθρο 13 του Α΄ Κεφαλαίου ορίζεται: «Στο άρθρο 32 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως αυτός κυρώθηκε με το ν. 3284/2004 και ισχύει, προστίθεται νέα παράγραφος 3 ως εξής: «Τα δικαιολογητικά που πρέπει να συνοδεύουν τη δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο που προβλέπεται στο άρθρο 1Α του παρόντος Κώδικα, καθώς και κάθε άλλο, σχετικό θέμα για την εκτέλεση των διατάξεων αυτού καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης». Οι ως άνω διατάξεις τροποποίησαν το υφιστάμενο νομικό καθεστώς αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας, το οποίο βασίζεται, κατά κύριο λόγο στο «δίκαιο της καταγωγής» (jus sanguinis)και προσέθεσαν περιπτώσεις αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας, μεταξύ των άλλων και βάσει του «δικαίου του εδάφους» (jus soli).

Οι περιπτώσεις αυτές είναι α) απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από ανήλικα τέκνα αλλοδαπών υπηκόων που γεννιούνται στην Ελλάδα και των οποίων οι γονείς διαμένουν στην χώρα επί πέντε έτη. Η διαμονή απαιτείται να είναι μόνιμη και νόμιμη, η δε ιθαγένεια αποκτάται με δήλωση των γονέων β) απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από τέκνα αλλοδαπών που φοίτησαν επί έξι έτη σε ελληνικά σχολεία γ) απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από ενήλικους αλλοδαπούς με δήλωσή τους μεταξύ 18ου και 21ου έτους, εφ’ όσον εφοίτησαν επί έξη έτη σε ελληνικό σχολείο. Εξ άλλου, με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρέχεται αποκλειστική προθεσμία τριών ετών από την έναρξη ισχύος του νόμου σε ενήλικους αλλοδαπούς που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 Α του νόμου να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, εφ’ όσον υποβάλουν δήλωση και αίτηση (παράγραφος 1) και σε τέκνα αλλοδαπών, εφ’ όσον ο ένας από τους δύο γονείς διαμένει νόμιμα και μόνιμα πέραν της πενταετίας στην χώρα κατά την έναρξη ισχύος του νόμου 3838/2010 και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1Α του νόμου αυτού (παράγραφος 2). Οι σκέψεις του νομοθέτη που υπαγόρευσαν τις επίμαχες ρυθμίσεις δηλαδή, την επιλογή απονομής ιθαγένειας αντί άλλων μέτρων ενσωματώσεως, εκτίθενται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου. Μεταξύ των άλλων, η έκθεση αυτή αναφέρει: «Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, η χώρα κατακλύσθηκε από το πρώτο κύμα μεταναστών της μεταπολεμικής της ιστορίας, καθώς χιλιάδες ανθρώπων προερχόμενοι ως επί το πλείστον από τη γειτονική μας Αλβανία εισήλθαν μαζικά και χωρίς καμία διατύπωση στην Ελλάδα, εκμεταλλευόμενοι την πολιτική συνόρων που είχε υιοθετήσει τότε η κυβέρνηση.

Στη συνέχεια, οι δυσκολίες σχεδιασμού αποτελεσματικών πολιτικών για τη μετανάστευση σε συνδυασμό με την ενδημική της παραοικονομία κατέστησαν για χρόνια τη χώρα μας πόλο έλξης παρανόμως εργαζομένων με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μόνιμου και διαρκώς αυξανομένου πληθυσμού που διαβιούσε στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής και της νομιμότητας. Οι απόπειρες των προηγουμένων ετών να αντιμετωπίσουν την κατάσταση θέτοντας νέους κανόνες δεν απέδωσαν ουσιαστικά αποτελέσματα. Επεδίωκαν να αποκτήσουν έλεγχο της κατάστασης με μαζικές νομιμοποιήσεις όσων ζούσαν και εργάζονταν ήδη παράνομα στη χώρα. Οι αυτόματες και μαζικές νομιμοποιήσεις, που εφαρμόσθηκαν και από άλλα ευρωπαϊκά κράτη υποχρέωσαν τα όργανα της Ε.Ε. στη συμπερίληψη της ρητής και αυστηρής αποδοκιμασίας τέτοιων επιλογών στο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Ασυλο. Είναι σαφές ότι, εν όψει της μεταβολής των μεταναστευτικών ροών η πολιτική νομιμοποιήσεων, ιδίως στη πιο πρόσφατη εκδοχή της δεν συνέβαλε στην εξάλειψη της λαθρομετανάστευσης. Αντίθετα κατέστησε ασαφή τη διάκριση νόμιμης και παράνομης διαμονής και απασχόλησης και δημιούργησε προσδοκίες ότι θα επαναλαμβάνεται περιοδικά, λειτουργώντας ενθαρρυντικά για τις νέες ροές».

 10. Επειδή, οι προαναφερόμενες διατάξεις του Ν.3838/2010 είναι αντίθετες προς τις συνταγματικές διατάξεις που παρατίθενται στην τέταρτη σκέψη. Και τούτο, διότι σε όλες τις περιπτώσεις που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τυπικό απλώς κριτήριο για την απόδοση της ελληνικής ιθαγενείας, το οποίο μάλιστα είναι και επισφαλές. Ειδικότερα στην πρώτη περίπτωση το κριτήριο της διαμονής των γονέων επί πενταετία δεν τεκμηριώνει την ουσιαστική ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία, αφού δεν συνδυάζεται και με άλλα στοιχεία που θα προσέδιδαν στην διαμονή ουσιαστικά χαρακτηριστικά εντάξεως. Είναι δε το κριτήριο αυτό και επισφαλές, διότι, όπως εκτίθεται στην έβδομη σκέψη, η νόμιμη διαμονή, όπως διαμορφώθηκε με τα νομοθετήματα της περιόδου 1991-2008, αναφέρεται όχι μόνον σε αλλοδαπούς που συγκεντρώνουν τα κριτήρια των παγίων διατάξεων, δηλαδή τους εισελθόντες νομίμως στη χώρα και εφοδιασμένους με άδεια διαμονής και άδεια εξαρτημένης ή ανεξαρτήτου εργασίας, αλλά, και σε όσους εισήλθαν παράνομα στην χώρα και διέμειναν παράνομα επί διάφορα χρονικά διαστήματα, άγνωστα στην Διοίκηση, αποκτήσαντες άδεια διαμονής και εργασίας εκ των υστέρων, βάσει των νομιμοποιήσεων που έλαβαν χώρα κατά διαστήματα και μέχρι την ισχύ του εξεταζόμενου νόμου.

 Στη δεύτερη περίπτωση, ο νομοθέτης χρησιμοποιεί επίσης κριτήριο μη δυνάμενο να τεκμηριώσει την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ουσιαστική ένταξη στην ελληνική κοινωνία του ανηλίκου τέκνου αλλοδαπών γονέων, αφού, μόνη η φοίτηση σε ελληνικό σχολείο, και μάλιστα μόνον επί μία εξαετία, δεν εγγυάται την επιζητούμενη ένταξη, δεδομένου ότι ο νόμος δεν αξιώνει και μία ουσιαστική σχέση των γονέων με τη χώρα, οι οποίοι γονείς είναι αρμόδιοι να αποφασίσουν για την απόκτηση ή μη της ιθαγένειας από το ανήλικο τέκνο τους. Εξ άλλου, η χρονική διάρκεια της εκπαιδεύσεως υπολείπεται και της εννεαετούς φοιτήσεως που απαιτεί υποχρεωτικώς το Σύνταγμα (άρθρο 16 παρ.3) για τα παιδιά των Ελλήνων, τα οποία μάλιστα πλεονεκτούν ήδη λόγω της βαθμιαίας γνώσεως της γλώσσας και της εξοικειώσεως με το δεδομένο κοινωνικό περιβάλλον από της γεννήσεώς τους και πολύ πριν αρχίσει η εκπαίδευσή τους. Εξομάλυνση των διαφορών αυτών και άρα εγγυημένο βαθμό εντάξεως θα πιστοποιούσε, κατ΄ αρχήν, η επιτυχής φοίτηση των αλλοδαπών σε όλο το φάσμα της δευτεροβαθμίου εκπαιδεύσεως με λήψη του αντιστοίχου τίτλου σπουδών. Τέλος, στην τρίτη περίπτωση ο νομοθέτης αρκείται επίσης στο ίδιο κριτήριο της εξαετούς φοιτήσεως, επιπλέον δε δεν απαιτεί την συνεχή παραμονή του αλλοδαπού υπηκόου στη χώρα από το χρονικό σημείο της αποφοιτήσεώς του μέχρι το χρονικό σημείο υποβολής της δηλώσεως περί αποκτήσεως της ιθαγενείας (μεταξύ 18ου και 21ου έτους), με συνέπεια να είναι δυνατή η υπαγωγή στην περίπτωση αυτή και αλλοδαπών ενηλίκων, που έχουν, εν τω μεταξύ, μετά το πέρας της φοιτήσεώς τους, απομακρυνθεί από τη χώρα, και μάλιστα χωρίς να υποχρεώνονται από το νόμο σε δήλωση αποβολής της μέχρι τότε ιθαγενείας τους. Τα ανωτέρω ισχύουν βεβαίως και για τα διαλαμβανόμενα στην μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 του εξεταζόμενου νόμου.

Περαιτέρω, ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Γ.

Παπαγεωργίου, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Φ. Ντζίμας και Β. Αραβαντινός προσέθεσαν την εξής ειδικότερη γνώμη : Εν όψει του ότι, όπως έχει εκτεθεί στην έκτη σκέψη, το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό κράτος, η ύπαρξη δε γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς αυτό και προς την ελληνική κοινωνία αποτελεί τον ελάχιστο όρο και όριο των νομοθετικών ρυθμίσεων για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, οι προϋποθέσεις που τάσσουν σχετικώς οι επίμαχες ρυθμίσεις, μη συνδεόμενες με την ύπαρξη του ως άνω γνησίου δεσμού, όχι μόνο δεν τεκμηριώνουν – όπως προεξετέθη – την ουσιαστική ένταξη των αλλοδαπών στην ελληνικών κοινωνία, αλλά, επί πλέον, δύνανται να οδηγήσουν σε αναίρεση του κατοχυρωμένου από το Σύνταγμα εθνικού χαρακτήρα του Κράτους (δοθέντος, μάλιστα, ότι δεν προβλέπεται στο νόμο δυνατότητα του Κράτους να αποτρέψει, για λόγους γενικότερων εθνικών συμφερόντων, την απόκτηση της ελληνικής ιθαγενείας από αλλοδαπούς σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, πρβλ. Ολομ. Σ.Ε. 2279/1990).

Εν όψει, λοιπόν, των τασσομένων εν προκειμένω προϋποθέσεων αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας, η νομοθετική εξουσία, θεσπίζοντας τις επίμαχες ρυθμίσεις, δεν λειτουργεί ούτε υπέρ του Λαού (του οποίου την σύνθεση κατά τα εκτεθέντα στην έκτη σκέψη επιχειρεί να προσδιορίσει αυθαιρέτως με την προσθήκη απροσδιόριστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως) ούτε υπέρ του Έθνους, παραβιάζοντας, συνεπώς, το άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος. Οι Σύμβουλοι Δημ. Σκαλτσούνης. Σπ. Μαρκάτης, Ηρ. Τσακόπουλος και Μαρίνα Παπαδοπούλου με συγκλίνουσα γνώμη υπεστήριξαν τα εξής: Οι προεκτεθείσες ρυθμίσεις του Ν.3838/2010, με τις οποίες απονέμεται η ελληνική ιθαγένεια σε τέκνα που γεννώνται στην Ελλάδα από αλλοδαπούς που διαμένουν στη χώρα νομίμως και μονίμως επί πενταετία ή σε όσους ανηλίκους και μη, έχουν φοιτήσει επιτυχώς σε ελληνικό σχολείο επί εξαετία, δεν προσκρούουν μεν σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος, υπό την έννοια ότι δεν υιοθετούν κριτήρια κτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας μη συμβατά προς αυτό, ούτε έρχονται σε αντίθεση προς διεθνείς συμβατικές δεσμεύσεις, δεν είναι, όμως, σύμφωνες με την ίδια τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.3 εδ. α’ του Συντάγματος, από της απόψεως των όρων και προϋποθέσεων κτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας που ο σκοπός της εν λόγω διατάξεως επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να θέσει, διότι από μόνη τη νόμιμη και επί πενταετία μόνιμη διαμονή των γονέων στην Ελλάδα ή την εξαετή φοίτηση σε ελληνικό σχολείο δεν πιθανολογείται επαρκώς η μελλοντική ομαλή ένταξη στην ελληνική κοινωνία.

Ομαλή δε νοείται η ένταξη αυτή όταν ο αποκτών την ιθαγένεια δεν αμφισβητεί τις συνταγματικές αξίες της δημοκρατίας, των ελευθεριών και της ανεκτικότητας, με βάση τις οποίες συγκροτείται η πολιτική και κοινωνική ζωή στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Και τούτο διότι, η επί πενταετία μόνιμη και νόμιμη απλώς διαμονή στη χώρα των αλλοδαπών γονέων (ποικίλων πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών καταβολών) δεν είναι ικανή, κατά κοινή πείρα, να διασφαλίσει ότι οι γονείς αυτοί έχουν επιλέξει τη χώρα ως μόνιμο τόπο εγκαταστάσεώς τους συμμετέχοντας στην οικονομική ζωή και σεβόμενοι τις ανωτέρω αξίες και ότι, συνεπώς, τα τέκνα τους θα ανατραφούν σε οικογενειακό περιβάλλον που θα ευνοήσει την ένταξή τους υπό την ανωτέρω έννοια. Ούτε, εξ άλλου, μόνη η εξαετής φοίτηση σε ελληνικό σχολείο, χρόνος που υπολείπεται της εννεαετούς υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως (άρθρο16 παρ3 του Συντάγματος), είναι ικανή να διασφαλίσει επαρκώς την ανωτέρω σκοπούμενη ομαλή ένταξη.

Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Δημοσθ. Πετρούλιας και Αγγ. Θεοφιλοπούλου και οι Σύμβουλοι Ν. Ρόζος, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Μ. Βηλαράς, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρος, Μ. Σταματελάτου, Ο. Ζύγουρα, Κ. Φιλοπούλου και Μ. Πικραμένος, οι οποίοι υπεστήριξαν τη γνώμη, ότι οι επίμαχες διατάξεις του Ν. 3838/2010 είναί σύμφωνες προς το Σύνταγμα, με τις εξής σκέψεις: Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι με τις ανωτέρω διατάξεις του Ν. 3838/2010 θεσπίζονται ρυθμίσεις για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας σε ανήλικα τέκνα μεταναστών που διαβιούν νόμιμα στη Χώρα και όχι στους αλλοδαπούς γονείς τους.

Ως προς αυτούς έχουν εφαρμογή οι γενικές για την πολιτογράφηση των ενηλίκων αλλοδαπών διατάξεις του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3838/2010, στην οποία αναλύονται εκτενώς οι λόγοι που υπαγόρευσαν τις επίμαχες ρυθμίσεις, ο νομοθέτης εκτιμά ότι με τη συνδρομή των θεσπιζομένων αντικειμενικών κριτηρίων, δηλαδή είτε με τη γέννηση των ανήλικων αλλοδαπών στην Ελλάδα, σε συνδυασμό και με την επί πενταετία νόμιμη διαμονή και των δύο γονέων τους στη Χώρα, είτε με την εξαετή επιτυχή φοίτησή τους σε ελληνικό σχολείο στην Ελλάδα, δημιουργείται ουσιαστικός δεσμός των αλλοδαπών ανηλίκων, και των γονέων τους, με την ελληνική κοινωνία, ικανός, κατά την ανέλεγκτη, κατ’ αρχήν, ουσιαστική του κρίση, να δικαιολογήσει την απονομή σε αυτά, δηλαδή στα ανήλικα παιδιά των μεταναστών (όχι και στους αλλοδαπούς γονείς τους), της ελληνικής ιθαγένειας, ώστε να διασφαλισθεί η ομαλή ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία και η κοινωνική συνοχή και ειρήνη. Συγκεκριμένα, στην ανωτέρω αιτιολογική έκθεση τονίζεται, μεταξύ άλλων, ότι «Με τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου επιλέγεται η αναγνώριση της δυνατότητας απόκτησης της Ελληνικής Ιθαγένειας και πριν την ενηλικίωση των παιδιών της “δεύτερης γενιάς”… διότι κρίνεται ότι θα μπορούσαμε να διαπαιδαγωγήσουμε καλύτερα τα παιδιά των μεταναστών ως ελεύθερους και υπεύθυνους Ελληνες πολίτες του αύριο, όπως απαιτεί και το άρθρο 16 παραγρ. 2 του Συντάγματος… με τον τρόπο αυτό εξυπηρετείται αποτελεσματικότερα ο στόχος όχι μόνο της κοινωνικής αλλά και της εθνικής συνοχής στο πλαίσιο μιας σύγχρονης δημοκρατικής και ανοιχτής κοινωνίας, όπως η ελληνική».

Δεν μπορεί, δε να θεωρηθεί, αντικειμενικά και λογικά, ότι η, κατ’ εξοχήν, πολιτική αυτή εκτίμηση του νομοθέτη είναι εσφαλμένη και μάλιστα καταδήλως εσφαλμένη και άρα παράλογη, ούτε ότι τα ανωτέρω κριτήρια είναι απρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με τις επίμαχες ρυθμίσεις σκοπού και μάλιστα προδήλως απρόσφορα, όπως απαιτείται προκειμένου να κριθούν από το Δικαστήριο οι σχετικές διατάξεις αντισυνταγματικές. Εξ άλλου, κατά τα εκτεθέντα, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, στη σκέψη 6, εν όψει της ευρύτατης εξουσίας, που παρέχει το Σύνταγμα με την ειδική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3, η Βουλή δεν υποχρεούται να καθορίσει σε κάθε περίπτωση διαδικασία εξατομικευμένης εκτίμησης και ουσιαστικών στοιχείων από διοικητικά όργανα, αλλά ευχέρεια έχει να προβλέψει τέτοια διαδικασία, όταν κρίνει ότι τούτο είναι σκόπιμο, όπως ισχύει για την πολιτογράφηση των ενηλίκων αλλοδαπών. Συνεπώς, ο νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μόνον αντικειμενικά κριτήρια, όπως είναι τα θεσπιζόμενα με τις επίμαχες διατάξεις του Ν. 3838/2010 για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας και μάλιστα σε ανήλικα παιδιά μεταναστών. Περαιτέρω δε, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, αντιθέτως προς την ως άνω εκτίμηση του νομοθέτη, τα κριτήρια αυτά είναι επισφαλή ή δεν τεκμηριώνουν ή δεν εγγυώνται ή δεν διασφαλίζουν την ουσιαστική ένταξη των ανηλίκων αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία, όπως γίνεται από τις ανωτέρω γνώμες δεκτό, για το λόγο ότι είτε η διάρκεια της διαμονής των αλλοδαπών στη Χώρα είτε η φοίτηση των ανηλίκων τέκνων τους σε ελληνικό σχολείο στην Ελλάδα, θα έπρεπε να είναι μακρότερες, ή διότι θα έπρεπε να λαμβάνονται υπ’ όψη και ουσιαστικά και άρα υποκειμενικά για το σκοπό αυτό στοιχεία. Και τούτο διότι οι κρίσεις αυτές αποτελούν πράγματι ουσιαστικές εκτιμήσεις, ως προς την προσφορότητα των οριζόμενων κριτηρίων και την σκοπιμότητα των επιμάχων ρυθμίσεων απονομής της ελληνικής ιθαγένειας, ενώ κατά τα προεκτεθέντα, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται μόνον στο εάν τα θεσπιζόμενα κριτήρια είναι καταφανώς απρόσφορα και, ως εκ τούτου, η σχετική εκτίμηση του νομοθέτη είναι προδήλως εσφαλμένη, διότι διαφορετικά το Δικαστήριο θα υποκαθιστούσε τη Βουλή στο νομοθετικό της έργο.

Τούτο δε, ότι δηλαδή δεν είναι αντικειμενικά υποστηρίξιμο, κατά τον ασκούμενο δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου, ότι η ως άνω ουσιαστική εκτίμηση του έλληνα νομοθέτη του ν. 3838/2010 είναι προδήλως εσφαλμένη, προκύπτει, χωρίς καμία αμφιβολία, και από το γεγονός ότι και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία είναι ενταγμένα σε κοινότητα κρατών, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση, με παρόμοιες, όπως και η πλειοψηφία ανωτέρω αναγνωρίζει, συνταγματικές παραδόσεις, ισχύουν ανάλογες ρυθμίσεις. Συγκεκριμένα και ενδεικτικά, στη Γερμανία αποκτά αυτοδικαίως τη γερμανική ιθαγένεια πρόσωπο που γεννάται στη Γερμανία από αλλοδαπούς γονείς, εφ’ όσον ο ένας από τους γονείς (όχι δε και οι δύο, όπως απαιτεί η σχετική διάταξη του Ν. 3838/2010) έχει νόμιμη συνήθη διαμονή στη Γερμανία για οκτώ (8) έτη και έχει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Χώρα (άρθρο 4 παρ. 2 του νόμου για την ιθαγένεια).

Στο Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β.) αποκτά τη βρετανική ιθαγένεια πρόσωπο που γεννάται στην επικράτεια του Η.Β. από αλλοδαπούς γονείς, εφ’ όσον ο ένας από τους δύο γονείς είναι εγκατεστημένος στη Χώρα (άρθρο 1.1.b του νόμου για την ιθαγένεια). Στη Σουηδία, αποκτά με δήλωση των κηδεμόνων του τη σουηδική ιθαγένεια ανήλικος αλλοδαπής ιθαγένειας, εφ’ όσον διαθέτει μόνιμη άδεια διαμονής στη Σουηδία και κατοικεί σ’ αυτήν για πέντε (5) έτη, υποβληθεί δε η ανωτέρω δήλωση πριν ο ανήλικος συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (άρθρο 7 του νόμου για την ιθαγένεια). Στη Γαλλία, αποκτά αυτοδικαίως τη γαλλική ιθαγένεια πρόσωπο που γεννάται στη Γαλλία από αλλοδαπούς γονείς, εκ των οποίων ο ένας έχει επίσης γεννηθεί στη Γαλλία, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση (άρθρο 19-3 του Αστικού Κώδικα).

Περαιτέρω, το γεγονός ότι με σειρά νομοθετημάτων, που παρατίθενται στη σκέψη 7, (Ν. 1975/1991, Π.Δ. 358 και 359/1997, Ν. 2910/2001, Ν. 3013/2002, Ν. 3103/2003, Ν. 3242/2004, Ν. 3386/2005 και 3536/2007) η Βουλή, επιδιώκοντας να αντιμετωπίσει το σοβαρότατο πρόβλημα της εισροής και διαμονής παράνομων μεταναστών στην Ελλάδα, χορήγησε σ’ αυτούς τη δυνατότητα να νομιμοποιήσουν τη διαμονή τους στη Χώρα, δεν μπορεί να κλονίσει τη συνταγματικότητα του θεσπιζομένου με τις επίμαχες διατάξεις του Ν. 3838/2010 κριτηρίου της νόμιμης πενταετούς τουλάχιστον διαμονής και των δύο αλλοδαπών γονέων του ανηλίκου στην Ελλάδα, ως εκ του λόγου ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν, χωρίς διάκριση, όχι μόνον αλλοδαπούς που εισήλθαν και διαμένουν νομίμως στη Χώρα, αλλά και όσους εισήλθαν και διέμεναν παρανόμως σ’ αυτήν, νομιμοποίησαν δε την διαμονή τους βάσει των ανωτέρω νομοθετημάτων.

Αφ’ ενός μεν διότι για τη συμπλήρωση του απαιτουμένου χρόνου λαμβάνεται υπ’ όψη μόνον ο χρόνος της νόμιμης διαμονής των γονέων του αλλοδαπού ανηλίκου στην Ελλάδα, αφ’ ετέρου δε διότι οι διατάξεις των νομοθετημάτων αυτών, με τις οποίες παρασχέθηκε η δυνατότητα νομιμοποιήσεων των αλλοδαπών, εφαρμόζονται παγίως από το Συμβούλιο της Επικρατείας, χωρίς ουδέποτε να αμφισβητηθεί, ούτε τώρα αμφισβητείται η συνταγματικότητά τους, δεδομένου άλλωστε ότι από καμία συνταγματική διάταξη δεν προκύπτει δέσμευση του νομοθέτη να ρυθμίζει με συγκεκριμένο τρόπο τα ζητήματα της εισόδου, διαμονής και εργασίας των αλλοδαπών στη Χώρα.

Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3838/2010, ο νομοθέτης έχει συνεκτιμήσει το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή μεγάλος αριθμός μεταναστών είχαν εισέλθει και παρέμεναν παρανόμως στη Χώρα, νομιμοποίησαν δε την διαμονή τους σε αυτήν, με τη δυνατότητα που παρασχέθηκε με τα προαναφερόμενα αλλεπάλληλα νομοθετήματα, επισημαίνοντας όμως ότι «παρά τον εν τέλει απρόσφορο χαρακτήρα της πολιτικής αυτής [των νομιμοποιήσεων] όσον αφορά την αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών, παραμένει γεγονός ότι σε τέτοια μέτρα νομιμοποίησης οφείλεται το γεγονός ότι στη Χώρα μας σήμερα ζουν και εργάζονται νόμιμα οι περισσότεροι από μισό εκατομμύριο μετανάστες».

Εκτιμά δε περαιτέρω ο νομοθέτης, ότι «πολλές χιλιάδες από αυτούς ζουν ανάμεσα στον εγχώριο πληθυσμό» και εργάζονται κανονικά επί μακρό χρόνο, «έχουν αποκτήσει οικογένεια, στέγη και περιουσία, ανταποκρίνονται ως επί το πλείστον με τυπικότητα στις φορολογικές και ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις και στέλνουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο μαρτυρώντας έτσι το ολοένα και βαθύτερο ρίζωμά τους στην Ελλάδα».

Εν όψει αυτών, η διατυπούμενη από την πλειοψηφία γνώμη ότι το κριτήριο της επί πενταετία διαμονής στην Ελλάδα των αλλοδαπών γονέων των ανηλίκων είναι επισφαλές, λόγω του ότι αφορά χωρίς διάκριση και τους παρανόμως εισελθόντες στη Χώρα αλλοδαπούς, οι οποίοι νομιμοποίησαν στη συνέχεια τη διαμονή τους σ’ αυτήν, βάσει των προαναφερόμενων νομοθετημάτων, συνιστά ανεπίτρεπτη αμφισβήτηση της ανωτέρω ουσιαστικής εκτίμησης του νομοθέτη, τόσο για την ύπαρξη ουσιαστικού δεσμού των αλλοδαπών αυτών με την ελληνική κοινωνία, όσο και για την ορθότητα της εν λόγω νομοθετικής επιλογής. Τέλος και η θέσπιση της επιτυχούς παρακολούθησης έξι τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα, ως προϋπόθεσης για την απόκτηση από ανήλικα τέκνα αλλοδαπών της ελληνικής ιθαγένειας, με δήλωση και των δύο γονέων τους, οι οποίοι, όπως ρητώς προβλέπεται, πρέπει και οι δύο να διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα (άρθρο 1 Α παρ. 2 και 3 του Ν. 3838/2010), αποτελεί επίσης προϊόν ουσιαστικής εκτίμησης του νομοθέτη, της οποίας δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί βασίμως η συνταγματικότητα. Και τούτο διότι, δεν μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι η εξαετής αυτή επιτυχής εκπαίδευση (σε ελληνικό σχολείο στην Ελλάδα) ανήλικων τέκνων αλλοδαπών, οι οποίοι διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα δυνάμει νόμιμου τίτλου σε ισχύ, είναι προδήλως ανεπαρκής, προκειμένου αυτά να αποκτήσουν ικανοποιητική γνώση της ελληνικής γλώσσας και γενικότερα ελληνική παιδεία, ώστε να διασφαλισθεί η ομαλή ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία και, ως εκ τούτου, η αντίθετη ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη είναι καταδήλως εσφαλμένη, για το λόγο ότι, κατά την γνώμη της πλειοψηφίας, αφ’ ενός η απαιτούμενη επιτυχής εξαετής εκπαίδευση υπολείπεται της, κατά το Σύνταγμα, υποχρεωτικής εννεαετούς εκπαίδευσης, αφ’ ετέρου δε, η ικανότητα χειρισμού της ελληνικής γλώσσας πιστοποιείται μόνον με την απόκτηση τίτλου σπουδών της ελληνικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Αλλωστε, σε κάθε περίπτωση, οι ανήλικοι, είτε είναι ημεδαποί είτε είναι αλλοδαποί, έχουν υποχρέωση ολοκλήρωσης της εννεαετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα (βλ. και άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 2910/2001). Εν’ όψει των ανωτέρω εκτεθέντων, οι επίμαχες διατάξεις του Ν. 3838/2010 είναι, κατά την μειοψηφούσα γνώμη, σύμφωνες με το Σύνταγμα.

 11. Επειδή, το Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 4 παρ. 4 ότι «Μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους». Στο άρθρο 51 παρ. 3 ότι «Οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει. Ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα…». Στο άρθρο 52 ότι «Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση». Περαιτέρω το άρθρο 102 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι «Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού. Υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης συντρέχει τεκμήριο αρμοδιότητας για την διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Νόμος καθορίζει το εύρος και τις κατηγορίες των τοπικών υποθέσεων, καθώς και την κατανομή τους στους επί μέρους βαθμούς. Με νόμο μπορεί να ανατίθενται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους. 2.Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Οι αρχές τους εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία, όπως νόμος ορίζει 3… 4.Το Κράτος ασκεί στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης εποπτεία που συνίσταται αποκλειστικά σε έλεγχο νομιμότητας και δεν επιτρέπεται να εμποδίζει την πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση τους»

 12. Επειδή, από τις παρατεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις του Συντάγματος καθώς και από τις ήδη μνημονευθείσες (σκ. 5) των παρ. 2 και 3 του άρθρου 1 αυτού, συνάγονται τα ακόλουθα: α) ο συνταγματικός νομοθέτης χρησιμοποιεί παγίως κατά τρόπο ενιαίο τον όρο «λαός» ως συστατικό στοιχείο του Κράτους και ως ανώτατο όργανο αυτού. Δεν υφίστανται κατά το Σύνταγμα διάφοροι «λαοί» με διαφορετική σύνθεση έκαστος. Υπάρχει ένας Λαός, ο οποίος συντίθεται από όλους τους έλληνες πολίτες και μόνον, δηλαδή όλους τους κεκτημένους την ελληνική ιθαγένεια και ο λαός αυτός είναι φορέας της κυριαρχίας, τουτέστιν ο νομιμοποιητικός παράγων ασκήσεως της δημοσίας εξουσίας είτε αυτή αναφέρεται ευθέως στο Κράτος είτε στους κατά τόπον οργανισμούς ασκήσεως δημοσίας εξουσίας, δημιουργήματα του Κράτους, δηλαδή στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως οιασδήποτε βαθμίδας (πρβλ. απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της 31-10-1990, BVerfGE τόμος 83, σελ 37 επ. και απόφαση του Αυστριακού Συνταγματικού Δικαστηρίου G 218/03-16 της 30-6-2004) β) τη θέση αυτή δεν ανατρέπει το γεγονός ότι ο Λαός, παρίσταται με μειωμένη σύνθεση κατά την εκπλήρωση του ρόλου του ως οργάνου του δημοκρατικού πολιτεύματος, ήτοι κατά την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, είτε προς ανάδειξη των εκπροσώπων του στην Βουλή είτε προς ανάδειξη των τοπικών αρχών των Ο.Τ.Α., για λόγους αντικειμενικούς αναφερόμενους στην σχετική με την ηλικία ωριμότητα ή στην ύπαρξη κωλυμάτων, λόγοι, οι οποίοι προβλέπονται στο ίδιο το Σύνταγμα γ) ο συνταγματικός νομοθέτης ενέταξε τις περί της αποκεντρώσεως της Διοικήσεως του Κράτους και περί της τοπικής αυτοδιοικήσεως διατάξεις στο κεφάλαιο Πρώτο με τίτλο «Οργάνωση της Διοίκησης » του Τμήματος ΣΤ΄ με τίτλο «Διοίκηση» του συνταγματικού κειμένου, πράγμα που μαρτυρεί την συνειδητή θεώρηση της τοπικής αυτοδιοικήσεως ως μέρους της δημοσίας διοικήσεως, πολλώ μάλλον που ο ίδιος συνταγματικός νομοθέτης κατά την αναθεώρηση του 2001 προέβλεψε ότι στους Ο.Τ.Α. μπορούν να ανατίθενται με νόμο και αρμοδιότητες που συνιστούν αποστολή του Κράτους- πρόβλεψη που υλοποιήθηκε σε μεγάλη, μάλιστα, έκταση, με το άρθρο 94 του Ν.3852/2010 ( Α΄87 ). Συνέπεια των παραδοχών αυτών είναι αφ’ ενός μεν ότι και το εκλογικό σώμα των Ο.Τ.Α. συντίθεται, κατ’ αρχήν, αποκλειστικώς από έλληνες πολίτες και ότι ο απλός νομοθέτης κωλύεται να διευρύνει αυτό προσθέτοντας και πρόσωπα που δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια, αφ’ ετέρου δε ότι στο καθεστώς αυτό ουδεμία μεταβολή επήλθε με την προσθήκη στο κείμενο της διατάξεως του άρθρου 102 παρ.2 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε το έτος 2001 των λέξεων «όπως νόμος ορίζει». Με την προσθήκη αυτή διευκρινίζεται απλώς η δυνατότητα του απλού νομοθέτη, την οποία είχε ούτως ή άλλως και προ της αναθεωρήσεως, να προβαίνει σε ειδικότερες ρυθμίσεις αφορώσες περαιτέρω προσόντα του εκλογικού σώματος ή τη διαδικασία της εκλογής. Ουδόλως, όμως, δύναται να συναχθεί από την προσθήκη αυτή ότι ο συνταγματικός νομοθέτης απέφυγε να προβεί ο ίδιος σε ριζική μεταβολή του συστήματος με ρητή συνταγματική μεταρρύθμιση και δη είτε θεσπίζοντας ευθέως στο κείμενο του συντάγματος την νέα ρύθμιση είτε αναθέτοντας, κατά τρόπο σαφή, στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να θεσπίσει αυτός την αναγνώριση του σχετικού πολιτικού δικαιώματος σε αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων χωρών. Τελείως διάφορο είναι βεβαίως το

ζήτημα της αναγνωρίσεως υπέρ των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοικήσεως, καθ’ όσον πρόκειται περί εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 22 παρ.1 της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που καθιερώθηκε το 1992 με την Συνθήκη του Maastricht και εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 28 του Συντάγματος, εφ’ όσον πρόκειται για περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας χάριν της συμμετοχής της ελληνικής δημοκρατίας ως μέλους της Ενώσεως (βλ Σ.τ.Ε 122/2008 επταμ.). Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Δημοσθ. Πετρούλιας και Αγγ. Θεοφιλοπούλου και οι Σύμβουλοι Ν. Ρόζος, Χ. Ράμμος, Μ. Βηλαράς, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Δ. Σκαλτσούνης, Α.-Γ. Βώρος, Σ. Μαρκάτης, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Ο. Ζύγουρα, Κ. Φιλοπούλου και Μ. Πικραμένος, οι οποίοι υπεστήριξαν την εξής γνώμη : Από την αντιπαραβολή των διατάξεων των άρθρων 51 παρ. 3 και 102 παρ. 2 εδάφιο δεύτερο του Συντάγματος, που παρατίθενται στη σκέψη 11, προκύπτει ότι, ενώ στο άρθρο 51 παρ. 3, που αφορά την ανάδειξη της Βουλής, ο συντακτικός νομοθέτης καθορίζει ευθέως τη σύνθεση του εκλογικού σώματος, προβλέποντας ρητώς ότι τούτο αποτελείται από έλληνες πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα κατά τους ορισμούς του νόμου, αντιθέτως στην, αφορώσα την εκλογή των αρχών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), διάταξη του άρθρου 102 παρ. 2 εδάφιο δεύτερο, η οποία στην αρχική της διατύπωση όριζε ότι «Αι αρχαί [των ΟΤΑ] εκλέγονται διά καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας» και στην οποία με την αναθεώρηση του έτους 2001 προστέθηκε η φράση «όπως νόμος ορίζει», το Σύνταγμα δεν περιέχει καμία σχετική πρόβλεψη. Συνεπώς, ο καθορισμός του εκλογικού σώματος για την ανάδειξη των αρχών των ΟΤΑ επαφίεται, ρητώς πλέον μετά την αναθεώρηση του 2001, στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος, ως εκ τούτου, δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, να διευρύνει τη σύνθεσή του και με τη συμμετοχή αλλοδαπών (είτε ομογενών είτε αλλογενών). Η ανωτέρω δε προσθήκη, με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, της επιφύλαξης υπέρ του νόμου, στην αρχική διατύπωση της επίμαχης διάταξης του άρθρου 102 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο του Συντάγματος, απέβλεψε ακριβώς στο να παρασχεθεί στον κοινό νομοθέτη η δυνατότητα να επεκτείνει το ενεργητικό και παθητικό εκλογικό δικαίωμα για την ανάδειξη των αρχών των ΟΤΑ, όχι μόνο, όπως δέχεται η πλειοψηφήσασα γνώμη, στους πολίτες των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και στους λοιπούς αλλοδαπούς. Πλήρη επιβεβαίωση της βούλησης αυτής του αναθεωρητικού νομοθέτη του 2001 παρέχουν και οι συζητήσεις ενώπιον της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος και της Ολομέλειας της Η’ Αναθεωρητικής Βουλής. Συγκεκριμένα, σε παρέμβασή του ενώπιον της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος της Η’ Αναθεωρητικής Βουλής, ο γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας κατά την αναθεώρηση του 2001 στην Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή, αφού επεσήμανε ότι «το άρθρο 102 για την Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι μία κορυφαίας σημασίας διάταξη στο Σύνταγμά μας» και ότι «το 2001 προβήκαμε σε ριζική, συστηματική αναθεώρηση του άρθρου 102 με ευρύτατη πλειοψηφία», στη συνέχεια ανέφερε, μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικά, ότι «Στην παράγραφο 2 [του άρθρου 102] προβλέψαμε τη δυνατότητα συμμετοχής των αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές. Το τονίσαμε αυτό, γιατί είναι μία πολύ μεγάλη καινοτομία» (βλ. Πρακτικά Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, της 29.11.2006, σελ. 246). Ακολούθως, ενώπιον της Ολομέλειας της Η’ Αναθεωρητικής Βουλής, με αφορμή την πρόταση σαράντα (49) βουλευτών του τότε κυβερνώντος κόμματος και ενός ανεξάρτητου βουλευτή για την αναθεώρηση της κρίσιμης διάταξης του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 102 του Συντάγματος, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί η δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη «να διαμορφώνει το εκλογικό σώμα, το οποίο αναδεικνύει τα όργανα των Ο.Τ.Α.», επεκτείνοντας «το εκλογικό δικαίωμα και στους νόμιμα εργαζομένους αλλοδαπούς στη χώρα μας» (βλ. την πρόταση αυτή στα Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής, επί των αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος, Τόμος Α’, σελ. 317), ο τότε Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, αιτιολογώντας την μη αποδοχή της εν λόγω πρότασης, τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι «ο λόγος για τον οποίο… δεν χρειάζεται να μπει στο Σύνταγμα, δεν είναι γιατί δεν είναι σωστές οι προτάσεις. Αλλά τα θέματα των μεταναστών και σε ό,τι αφορά τη μεταναστευτική πολιτική και σε ό,τι αφορά το δικαίωμα ψήφου… δεν εμποδίζονται από καμιά διάταξη του Συντάγματος. Αν τα προσθέταμε, θα βάζαμε κάτι παραπάνω στο Σύνταγμα που δεν το χρειάζεται… Για το θέμα της ψήφου, μας εμπόδισε και εμποδίζει τίποτα να δώσουμε ψήφο στους μετανάστες; Και θα το κάνουμε μέσω του καθεστώτος των επί μακρόν διαμενόντων, εκεί που συνταγματικώς είναι επιτρεπτό και είναι για τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές…» (βλ. Πρακτικά της Ολομέλειας Βουλής, της 21.2.2007, σελ. 4944 και 4945-46). Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς, ότι δεν ευσταθεί η άποψη της πλειοψηφίας ότι ουδεμία μεταβολή επήλθε με την προσθήκη στο, αναθεωρηθέν το έτος 2001, άρθρο 102 παρ. 2 εδάφιο δεύτερο του Συντάγματος, της φράσης «όπως νόμος ορίζει», καθώς και ότι με την προσθήκη αυτή διευκρινίζεται απλώς η δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να προβαίνει σε ειδικότερες ρυθμίσεις αφορώσες περαιτέρω προσόντα του συγκροτούμενου αποκλειστικά από έλληνες πολίτες εκλογικού σώματος ή τη διαδικασία της εκλογής και, ως εκ τούτου, δεν παρέχεται στον νομοθέτη η ευχέρεια να χορηγεί σε αλλοδαπούς το εκλογικό δικαίωμα, με την εξαίρεση της αναγνώρισης του εν λόγω δικαιώματος μόνον υπέρ των πολιτών των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατοικούν στην Ελλάδα, δυνάμει του ως άνω άρθρου 22 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 28 του Συντάγματος. Εξ άλλου,  η δυνατότητα αυτή του νομοθέτη να επεκτείνει το εκλογικό δικαίωμα για την ανάδειξη των οργάνων των Ο.Τ.Α. και στους αλλοδαπούς, (ομογενείς και αλλογενείς), εναρμονίζεται και με τη θεμελιώδη και μη αναθεωρήσιμη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Μάλιστα δε, συνιστά εξειδίκευση της διάταξης αυτής, με την οποία παρέχεται, κατ’ αρχήν, στον «καθένα» και όχι μόνον στους έλληνες πολίτες, η δυνατότητα συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας, στο μέτρο βεβαίως που το επιτρέπει ο νόμος, όσον αφορά τους αλλοδαπούς. Επίσης, μία τέτοια νομοθετική ρύθμιση συμπορεύεται και με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του Συντάγματος, η οποία επιτρέπει τη θέσπιση, με ειδικούς νόμους, εξαιρέσεων στον κανόνα, ότι μόνον έλληνες πολίτες είναι δεκτοί στις «δημόσιες λειτουργίες». Τέλος, η διαφοροποίηση αυτή, μεταξύ του εκλογικού σώματος για την ανάδειξη της Βουλής και του εκλογικού σώματος για την ανάδειξη των αρχών των Ο.Τ.Α., δικαιολογείται πλήρως και από την διαφορετική συνταγματική φύση αποστολή των οργάνων αυτών.

Η Βουλή, άμεσο, και το κατ’ εξοχήν πολιτικό, όργανο του Κράτους, αποτελεί την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, ασκεί τη νομοθετική λειτουργία και παρέχει εμπιστοσύνη στην Κυβέρνηση, η οποία καθορίζει τη γενική πολιτική της Χώρας. Αντιθέτως, κύρια αποστολή των Ο.Τ.Α. είναι, σύμφωνα με το άρθρο 102 παρ. 1 εδάφια πρώτο και δεύτερο του Συντάγματος, η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων και μάλιστα υπό την εποπτεία του Κράτους, κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου. Και προβλέπεται μεν στο άρθρο 102, παρ. 1 εδάφιο τρίτο, η δυνατότητα άσκησης από τους Ο.Τ.Α. και αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους, πάντως η ανάθεση των αρμοδιοτήτων αυτών επιτρέπεται μόνον εφ’ όσον το προβλέψει τυπικός νόμος και, όσον αφορά δε την άσκηση κανονιστικής εξουσίας, εφ’ όσον παράσχει η Βουλή σχετική, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, νομοθετική εξουσιοδότηση.

Συνεπώς, εν όψει των προεκτεθέντων, μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, ο κοινός νομοθέτης, να διευρύνει το εκλογικό σώμα για την ανάδειξη των οργάνων των Ο.Τ.Α., επιτρέποντας τη συμμετοχή σε αυτό και αλλοδαπών τρίτων χωρών, οι οποίοι μετέχουν στην τοπική κοινωνία και έχουν, ως εκ τούτου, δικαιολογημένο, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ενδιαφέρον για την διαχείριση των τοπικών υποθέσεων, όπως είναι όσοι διαμένουν μόνιμα σε συγκεκριμένο Ο.Τ.Α. Είναι βεβαίως αυτονόητο, ότι θα πρόκειται για μία περιορισμένη συμμετοχή των αλλοδαπών, όσον αφορά τόσο τις δικαιούμενες κατηγορίες αλλοδαπών, όσο και τον βαθμό συμμετοχής τους στη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, προκειμένου να μην αναιρείται ο καθοριστικός ρόλος των ελλήνων πολιτών.

 14. Επειδή, κατά τα κριθέντα στην δωδέκατη σκέψη, οι ως άνω διατάξεις του Ν. 3838/2010 δεν είναι σύμφωνες προς το Σύνταγμα, καθ’ όσον αναγνωρίζουν σε αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων χωρών, μη έχοντες καν την ιδιότητα του ομογενούς, δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι κατά τις εκλογές των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως α΄ βαθμού, παραβιάζοντας έτσι την αρχή ότι τα πολιτικά αυτά δικαιώματα ανήκουν αποκλειστικά σε έλληνες πολίτες, χωρίς να έχει επιρροή στην κρίση περί αντισυνταγματικότητος το γεγονός ότι ο εξεταζόμενος νόμος προέβλεψε με τις ίδιες διατάξεις και ορισμένες θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών από τους αλλοδαπούς (πρβλ. και τις αναφερόμενες στη σκ. 12 αποφάσεις του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας και του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αυστρίας).

Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Δημοσθ. Πετρούλιας και Αγγ. Θεοφιλοπούλου και οι Σύμβουλοι Ν. Ρόζος, Χ. Ράμμος, Μ. Βηλαράς, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Δ. Σκαλτσούνης, Α.-Γ. Βώρος, Σ. Μαρκάτης, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Ο. Ζύγουρα, Κ. Φιλοπούλου και Μ. Πικραμένος, οι οποίοι υπεστήριξαν την εξής γνώμη : Από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του Ν. 3838/2010, που παρατίθενται στη σκέψη 13, προκύπτει ότι με αυτές παρέχεται δικαίωμα περιορισμένης συμμετοχής συγκεκριμένων κατηγοριών αλλοδαπών τρίτων χωρών (ομογενών και αλλογενών) στις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών των ΟΤΑ. («Ομογενείς και λοιποί αλλοδαποί υπήκοοι τρίτων χωρών μπορούν να συμμετέχουν στις εκλογές…» κατά το άρθρο 14).

Συγκεκριμένα : α) στους εν λόγω αλλοδαπούς αναγνωρίζεται η δυνατότητα συμμετοχής μόνον στις εκλογές της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης και συνεπώς αποκλείονται από τις περιφερειακές εκλογές, β) πρέπει αυτοί να εντάσσονται σε μία από τις οκτώ προβλεπόμενες κατηγορίες νομίμως διαμενόντων αλλοδαπών στη Χώρα και γ) οι αλλοδαποί μπορούν να εκλεγούν μόνον δημοτικοί σύμβουλοι, σύμβουλοι δημοτικών διαμερισμάτων και τοπικοί σύμβουλοι. Οπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3838/2010, ο νομοθέτης με τις ρυθμίσεις αυτές αποσκοπεί στην όσμωση των μεταναστών και των τοπικών κοινωνιών, όπου αυτοί διαβιούν μόνιμα, ώστε να διευκολυνθεί η ομαλή ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία και να διασφαλισθεί η κοινωνική συνοχή και ειρήνη. Κατά την αιτιολογική έκθεση, «και το κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο… υποδεικνύει ως θεμελιώδη προτεραιότητα και, μάλιστα, δεσμευτικά για τα κράτη μέλη την εντατική προώθηση της κοινωνικής ένταξης των νομίμων μεταναστών. Γι’ αυτό και τη χρηματοδοτεί γενναία. Το δε Πρόγραμμα της Στοκχόλμης που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το Δεκέμβριο του 2009 υπογραμμίζει την ανάγκη υιοθέτησης ενεργητικών πολιτικών ένταξης επισημαίνοντας ότι «Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να διασφαλίσει δίκαιη μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών της. Μια πιο ενεργητική πολιτική ενσωμάτωσης πρέπει να έχει ως στόχο να τους αναγνωρίσει δικαιώματα και υποχρεώσεις αντίστοιχα με εκείνα των πολιτών της Ένωσης.

Αυτό θα πρέπει να παραμείνει ως στόχος της κοινής μεταναστευτικής πολιτικής και να εφαρμοσθεί το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο έως το 2014». Ο ως άνω σκοπός των εξεταζομένων ρυθμίσεων συνιστά προφανώς έναν γενικού συμφέροντος θεμιτό σκοπό, τα δε θεσπιζόμενα κριτήρια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι απρόσφορα και μάλιστα προδήλως απρόσφορα για την επίτευξή του. Ως εκ τούτου, οι επίμαχες διατάξεις του Ν. 3838/2010, με τις οποίες επιτρέπεται η περιορισμένη συμμετοχή αλλοδαπών τρίτων χωρών (ομογενών και μη) στις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών των ΟΤΑ, είναι, κατά τα γενόμενα, από τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη, δεκτά στη σκέψη 12, σύμφωνες με το Σύνταγμα.

15. Επειδή, κατά ταύτα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή.

Δ ι ά  τ α ύ τ α

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση

Ακυρώνει α) την υπ’ αριθμ. Φ. 130181/23198/30.4.2010 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΦΕΚ Β΄562) β) την υπ’ αριθμ. 29982/1.6.2010 απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β΄754), όπως εξειδικεύονται στις σκ. 3 και 4 της παρούσης.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου και επιβάλλει συμμέτρως στο Δημόσιο και στους παρεμβαίνοντες την δικαστική δαπάνη του αιτούντος, η οποία ανέρχεται σε χίλια τριακόσια ογδόντα (1380) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου, 22 Οκτωβρίου και 9 Νοεμβρίου 2012

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                       Η Γραμματέας

Σωτ. Αλ. Ρίζος                            Μ. Παπασαράντη

 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Φεβρουαρίου 2013.

Ο Πρόεδρος                                                Η Γραμματέας

Κ. Μενουδάκος                                            Μ. Παπασαράντη

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.

Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

 Αθήνα, ……………………………………….

 Ο Πρόεδρος                                                             Η Γραμματέας


1906/2014 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 623634)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΑΡΜ 2014/1196, Ε7 2015/268 , ΘΠΔΔ 2014/511)ΕΥΔΑΠ και αίτηση ακύρωσης της απόφασης της ΔΕΕΑ, κατά το μέρος που μεταβιβάζονται χωρίς αντάλλαγμα από το Ελληνικό Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε.» μετοχές της «ΕΥΔΑΠ Α.Ε.» που αντιστοιχούν σε ποσοστό 34,033% του μετοχικού κεφαλαίου. Η απόφαση αυτή υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο του ΣτΕ και η αίτηση ακύρωσης ασκείται με έννομο συμφέρον από τους αιτούντες, που συναλλάσσονται με την εταιρεία, ενώ δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον των πολιτών.

Αντίθετη μειοψηφία. Η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας, όπως υδρεύσεως και αποχετεύσεως, δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας.

Με την προσβαλλόμενη πράξη η ΕΥΔΑΠ ιδιωτικοποιείται όχι μόνον τύποις, αλλά και κατ’ ουσίαν, μετατρεπόμενη σε ιδιωτική επιχείρηση, μετά την αποξένωση του Ελληνικού Δημοσίου από την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, κατά παράβαση των άρθρων 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος. Αντίθετη μειοψηφία. Μερικά δεκτή η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ. (Παρατηρήσεις Α.Καιδατζή ΑΡΜ 2014,1201).

Αριθμός 1906/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2013, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Ν. Μαρκουλάκης, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνης, Α.- Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Αντ. Ντέμσιας, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Π. Μπραΐμη, Σύμβουλοι, Χρ. Ντουχάνης, Φρ. Γιαννακού, Μ. Σταματοπούλου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Α. Καλογεροπούλου και Π. Μπραΐμη, καθώς και η Πάρεδρος Μ. Σταματοπούλου, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

Για να δικάσει την από 9 Ιουλίου 2012 αίτηση:

 των: 1)…….. , κατοίκου Νέας Σμύρνης (…….), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Αλέξανδρο Σαρηβαλάση (Α.Μ. 19555), που τον διόρισε στο ακροατήριο, 2)…………… , κατοίκου Θεσσαλονίκης (……..), 3)……… , κατοίκου Αθηνών (…..), οι οποίοι με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του ιδίου ως άνω δικηγόρου Αλέξανδρου Σαρηβαλάση, παραιτούνται από το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, 4) …. , κατοίκου Περιστερίου Αττικής (……….), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Αλέξανδρο Σαρηβαλάση, που τον διόρισε στο ακροατήριο, 5)…………….., κατοίκου Αθηνών (………), 6)……………………….., κατοίκου Αθηνών (…..), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Αλέξανδρο Σαρηβαλάση, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 7)………. , κατοίκου Πειραιώς (………), ο οποίος με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του ιδίου ως άνω δικηγόρου Αλέξανδρου Σαρηβαλάση, παραιτείται από το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, 8) … , κατοίκου Κηφισιάς Αττικής (……..), 9)…………, κατοίκου Χολαργού Αττικής (………), οι οποίες παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Αλέξανδρο Σαρηβαλάση, στον οποίο δόθηκε προθεσμία για νομιμοποίηση μέχρι την 26η Ιουνίου 2013, 10)…….. , κατοίκου Πειραιώς (…………..), ο οποίος με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του ιδίου ως άνω δικηγόρου Αλέξανδρου Σαρηβαλάση, παραιτείται από το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, 11) …., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (……), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Αλέξανδρο Σαρηβαλάση, που τον διόρισε στο ακροατήριο, 12) …. , κατοίκου Αθηνών (……), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 19555), 13) … , το γένος … , κατοίκου Αθηνών (……), 14)…….. , το γένος …, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (… …), 15)……. , κατοίκου Αθηνών (…..), 16) … , κατοίκου Κηφισιάς Αττικής (…..) και 17)……….. , κατοίκου Αθηνών (………), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Αλέξανδρο Σαρηβαλάση, που τον διόρισαν στο ακροατήριο,      κατά των Υπουργών: 1) Οικονομικών, 2) Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, 3) Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, 4) Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, 5) Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, 6) Τουρισμού και 7) Ναυτιλίας και Αιγαίου, οι οποίοι παρέστησαν με τον Παναγιώτη Παναγιωτουνάκο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,        και κατά των παρεμβαινουσών: 1) ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα (Κολοκοτρώνη 1 και Σταδίου, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Στεφανάκη (Α.Μ. 4198), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και 2) ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία «Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτευούσης Α.Ε.» (Ε.Υ.Δ.Α.Π. ΑΕ). που εδρεύει στο Γαλάτσι Αττικής (Ωρωπού 156), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Παπαδημητρόπουλο (Α.Μ. 18920), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 9 Ιανουαρίου 2013 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 06/25.04.2012 απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (ΦΕΚ Β 1363).

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Κ. Πισπιρίγκου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξούσιους των παρεμβαινουσών εταιρειών και τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

κα ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο ν   Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. Α. 1271410, 3402258/2012 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων 206/25.4.2012 (Β΄ 1363/26.4.2012) κατά το μέρος της, με το οποίο μεταβιβάζονται χωρίς αντάλλαγμα από το Ελληνικό Δημόσιο στην ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) Α.Ε.»: α) 36.245.240 μετοχές της «Εταιρίας Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Πρωτευούσης(ΕΥΔΑΠ) Α.Ε.» που αντιστοιχούν σε ποσοστό 34,033% του μετοχικού κεφαλαίου, β) 12.348.000 μετοχές της «Εταιρίας Υδρεύσεως – Αποχετεύσεως Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ) Α.Ε.» που αντιστοιχούν σε ποσοστό 34,017% του μετοχικού κεφαλαίου, γ) 7.318.318 μετοχές της «Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου (ΔΕΠΑ) Α.Ε.» που αντιστοιχούν σε ποσοστό 65% του μετοχικού κεφαλαίου, δ) 12.759.440 μετοχές του «Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.» που αντιστοιχούν σε ποσοστό 51,038% του μετοχικού κεφαλαίου και ε) 5.137.554 μετοχές του «Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης (ΟΛΘ) Α.Ε.» που αντιστοιχούν σε ποσοστό 50,968% του μετοχικού κεφαλαίου. Ζητείται, επίσης, η ακύρωση της ίδιας αποφάσεως και κατά μέρος της, με το οποίο εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Οικονομικών να συνάψει με το ΤΑΙΠΕΔ συμβάσεις με αντικείμενο την άσκηση από το Ταμείο, για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την κυριότητά του επί μετοχών των ανωνύμων εταιρειών:α) «Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων (…)», β) «Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών Α.Ε.» και ε) «Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε.».

3. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς έχουν ασκήσει παρεμβάσεις στη δίκη ζητώντας την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως : α) το ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε. και β) η ΕΥΔΑΠ Α.Ε.

4. Επειδή, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, γενομένη στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως οι εκ των αιτούντων: α) …… β) ….., γ) …. και δ) .. …. Συνεπώς, ως προς αυτούς τους αιτούντες, πρέπει να καταργηθεί η δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄8).

5. Επειδή, ο δικηγόρος, ο οποίος υπογράφει μόνος το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως και παρέστη στο ακροατήριο, ζήτησε και έλαβε προθεσμία μέχρι την 26.6.2013 για τη νομιμοποίησή του από τους αιτούντες : α) …., β) … .., γ) … …. και δ) ……. Όμως, δεν προσκομίσθηκε εντός της χορηγηθείσης προθεσμίας συμβολαιογραφική πράξη νομιμοποιήσεως του εν λόγω δικηγόρου ως πληρεξουσίου των αιτουσών : α) . …. και β) …… Συνεπώς, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, καθ’ ό μέρος ασκείται από τις ως άνω δύο (2) αιτούσες, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 13 του ν. 1968/1991 (Α΄ 150) και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112).

6. Επειδή, με το άρθρο 9 του ν. 3871/2010 (Α΄141) προστέθηκε στον ν. 2362/1995 «Δημόσιο Λογιστικό – Έλεγχος Δαπανών κ.λπ.» (Α΄247) το άρθρο 6 Α που φέρει τον τίτλο «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής», το οποίο ορίζει τα εξής: «Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής περιέχει, τουλάχιστον: (α) Τους μεσοπρόθεσμους στόχους για τη Γενική Κυβέρνηση και τους επί μέρους φορείς της. Οι στόχοι αυτοί πρέπει να είναι συγκεκριμένοι, χρονικά προσδιορισμένοι, περιεκτικοί και να καταρτίζονται ακολουθώντας την ίδια λογιστική βάση με του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισμού. (β) Την περιγραφή και αξιολόγηση των μακροοικονομικών εξελίξεων και προοπτικών, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων για τα δύο προηγούμενα έτη και των προβλέψεων για το τρέχον έτος, το έτος προϋπολογισμού και τα  επόμενα τρία έτη των κύριων μακροοικονομικών δεικτών … (γ) Την περιγραφή και αξιολόγηση των δημοσιονομικών εξελίξεων και προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων για τα  προηγούμενα δύο έτη και των προβλέψεων για το τρέχον έτος, το έτος προϋπολογισμού και τα επόμενα τρία έτη, στις οποίες περιλαμβάνονται : (αα) …, (ββ) πρόβλεψη των εσόδων, των εξόδων,  του ελλείμματος και χρέους της Γενικής Κυβέρνησης χωρίς να ληφθούν υπόψη τα κύρια μέτρα πολιτικής που προγραμματίζει η Κυβέρνηση στον ετήσιο προϋπολογισμό, (γγ) …, (δδ) πρόβλεψη των εσόδων, των εξόδων, του ελλείμματος και του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης λαμβανομένων υπόψη των κύριων μέτρων πολιτικής που προγραμματίζει η Κυβέρνηση στον ετήσιο προϋπολογισμό. (δ) Την κατάσταση όλων των υποκείμενων κύριων παραδοχών των οικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται : (αα) ελαστικότητες και ποσοστά συμμόρφωσης για τις κύριες πηγές των εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης, (ββ) …, (γγ) … (ε) Την κατάσταση των κύριων πηγών κινδύνου για τις δημοσιονομικές προβλέψεις … (στ) Το στόχο για το χρηματικό υπόλοιπο της Γενικής Κυβέρνησης … (ζ) Το συνολικό ανώτατο όριο δαπανών για τον Κρατικό Προϋπολογισμό … (η) Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δαπανών για τον Κρατικό Προϋπολογισμό … (θ) … (ι) … (κ) … (λ) …».

7. Επειδή, με το άρθρο μόνο του ν. 3985/2011 (Α΄151) εγκρίθηκε το καταρτισθέν συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 6 Α του ν. 2362/1995 Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής των ετών 2012 – 2015, το οποίο περιέλαβε στο Κεφάλαιο Β΄ II «Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων 2011 – 2015» με σκοπό την ενίσχυση των δημοσίων εσόδων. Ειδικότερα, η

αιτιολογική έκθεση του ν. 3985/2011 αναφέρει, σε σχέση με το εν λόγω πρόγραμμα, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Η εξέλιξη του χρέους συνδέεται … με το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων.

Η Κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να πραγματοποιήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων ύψους 50 δισεκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2011 – 2015. Το σχέδιο αυτό λειτουργεί συμπληρωματικά στην όλη δημοσιονομική προσπάθεια … Μέσω του σχεδιασμού και της υλοποίησης ενός ιδιαίτερα σημαντικού προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου επιχειρείται για πρώτη φορά η καταγραφή και αξιοποίηση ενός από τα μεγαλύτερα και πλέον ανεκμετάλλευτα στοιχεία του ενεργητικού του Κράτους … Το χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου αποτελείται από τέσσερεις κατηγορίες : επιχειρήσεις, υποδομές, μονοπωλιακά δικαιώματα και ακίνητα … Το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων της Κυβέρνησης αφορά την περίοδο 2011 – 2015 με δέσμευση για τη συγκέντρωση εσόδων από αποκρατικοποιήσεις ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2011, καθώς και σωρευτικά 15 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2012 και 50 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2015.

Τα έσοδα αυτά μπορούν να μειώσουν το χρέος μέχρι 20 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ … Συνοπτικά το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων της περιόδου περιλαμβάνει συναλλαγές σε … τραπεζικό τομέα, ενέργεια, τυχερά παιχνίδια, τηλεπικοινωνίες, λιμάνια, αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομους, σιδηροδρομικές μεταφορές, ορυχεία, διαχείριση υδάτων και αποβλήτων, άμυνα και ακίνητη περιουσία … Η Κυβέρνηση προχωράει άμεσα στη δημιουργία Οργανισμού Αποκρατικοποιήσεων (Ταμείο Δημόσιας Περιουσίας) για την προώθηση της ταχείας, αποτελεσματική και διαφανούς υλοποίησης του 5ετούς προγράμματος διαχείρισης και αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Ειδικότερα, στο Ταμείο θα περιέλθει η ιδιοκτησία των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, όπως αυτά παρουσιάζονται στον Πίνακα 3.1

Στο Ταμείο θα μεταβιβασθούν μετοχές και τα συναφή δικαιώματα των περιουσιακών στοιχείων που πρόκειται να αποκρατικοποιηθούν προκειμένου να προχωρήσει στην αξιοποίησή τους με ανοιχτό και διαφανή τρόπο, με βάση τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς …». Στον ως άνω Πίνακα 3.1, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων 2011 – 2015», περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι ανώνυμες εταιρείες ΕΥΔΑΠ Α.Ε., ΕΥΑΘ Α.Ε., ΔΕΠΑ Α.Ε., ΟΛΠ Α.Ε. και ΟΛΘ Α.Ε., για τις οποίες η αιτιολογική έκθεση αναφέρει ειδικότερα τα εξής: «Η ΕΥΔΑΠ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα για την παροχή υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής.

Το δικαίωμα αυτό είναι αποκλειστικό και δεν μεταβιβάζεται. Η διάρκεια του δικαιώματος αυτού, καθώς και η ανανέωσή του, προβλέπεται σε σχετική σύμβαση που έχει υπογραφεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της ΕΥΔΑΠ το Δεκέμβριο του 1999 και η οποία έχει διάρκεια 20 ετών, με δυνατότητα παράτασης. Το Δημόσιο κατέχει το 61% των μετοχών της ΕΥΔΑΠ, ενώ η .. Τράπεζα κατέχει το 10%. Η Κυβέρνηση σχεδιάζει τη μεταβίβαση μειοψηφικού πακέτου 27,3% των μετοχών της εταιρείας εντός του 2ου τριμήνου του 2012, ενώ παράλληλα θα ιδρυθεί ρυθμιστική αρχή υδάτων. Περαιτέρω ποσοστό του Δημοσίου αναμένεται να πωληθεί σε στρατηγικό επενδυτή το 4ο τρίμηνο του 2013, μετά το διαχωρισμό του δικτύου από την παροχή  υπηρεσίας που θα μεταβιβαστεί … Η ΕΥΑΘ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα για την παροχή  υπηρεσιών ύδρευσης, καθώς και για τη συλλογή και μεταφορά των αστικών λυμάτων σε ειδικές  εγκαταστάσεις επεξεργασίας στην ευρύτερη αστική περιοχή της Θεσσαλονίκης, βάσει 30ετούς  διάρκειας σύμβασης που έχει υπογράψει με το Δημόσιο τον Ιούλιο του 2001. Το Δημόσιο κατέχει το  74% των μετοχών της εταιρίας, το 5% ανήκει στη γαλλική …., ενώ το υπόλοιπο στο ευρύ  επενδυτικό κοινό. Η Κυβέρνηση σχεδιάζει τη μεταβίβαση μειοψηφικού πακέτου 40% των μετοχών  της εταιρίας εντός του 3ου τριμήνου του 2012. Περαιτέρω ποσοστό των μετοχών αναμένεται να  πωληθεί σε στρατηγικό επενδυτή το 4ο τρίμηνο του 2012 … Η ΔΕΠΑ είναι η μεγαλύτερη εταιρία  στον κλάδο του φυσικού αερίου στην Ελλάδα. Είναι επίσης η μητρική εταιρία του Διαχειριστή  Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ Α.Ε.), ο οποίος διαθέτει το πλήρες και αποκλειστικό  δικαίωμα στη λειτουργία, διαχείριση, εκμετάλλευση και ανάπτυξη του ΕΣΦΑ. Το Δημόσιο ελέγχει το  65% των μετοχών της ΔΕΠΑ, ενώ το 35% ανήκει στα Ελληνικά Πετρέλαια Α.Ε. Το Δημόσιο  προτίθεται να προβεί στο διαχωρισμό του ΔΕΣΦΑ από τη ΔΕΠΑ και να προχωρήσει στην πώληση  της ΔΕΠΑ και του 31% των μετοχών του ΔΕΣΦΑ που κατέχει σε ιδιώτες επενδυτές έως το 4ο  τρίμηνο του 2011 … Σχετικά με τον ΟΛΠ, σχεδιάζεται η πώληση ποσοστού 23,1% των μετοχών  της εταιρίας το 4ο τρίμηνο του 2011, ενώ για τον ΟΛΘ σχεδιάζεται η πώληση η πώληση 23,3%  των μετοχών του το 3ο τρίμηνο του 2011. Στη συνέχεια περαιτέρω πώληση μετοχών … το 1ο  τρίμηνο του 2012 με την είσοδο στρατηγικών επενδυτών … ».

      

8. Επειδή, μετά την κατάρτιση και έγκριση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής των ετών 2012 – 2015 θεσπίσθηκαν οι διατάξεις του ν. 3986/2011 «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής» (Α΄152). Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, υπό τον τίτλο «Α. Γενική Παρουσίαση», αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής :

«Η χώρα βρίσκεται σε βαθιά δημοσιονομική κρίση … Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα βρίσκεται εντεταγμένη σε ένα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης … Η διασφάλιση χρηματοδότησης με το δάνειο ύψους 110 δισεκατομμυρίων ευρώ από τις χώρες της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο … επέτρεψε στη χώρα να αποφύγει τη στάση πληρωμών που θα είχε ολέθριες εθνικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες … Σήμερα, όμως, το κομβικό σημείο είναι η βιωσιμότητα και η διαχειρισιμότητα του δημοσίου χρέους. Έχουν εκταμιευθεί οι τέσσερεις πρώτες δόσεις του δανείου των 110 δισεκατομμυρίων ευρώ και η χώρα μας διαπραγματεύεται την εκταμίευση της πέμπτης δόσης και τον περαιτέρω δανεισμό της. Ωστόσο, υπάρχει εδραιωμένη αρνητική πεποίθηση γύρω από το αξιόχρεο της χώρας, η οποία πρέπει να ανατραπεί. Για να επιτευχθούν οι στόχοι πρέπει πρωτίστως να ανακτήσουμε την αξιοπιστία μας απέναντι στους εταίρους και πιστωτές μας ως προς την εφαρμογή του Προγράμματος … Τους σκοπούς αυτούς εξυπηρετεί το παρόν νομοσχέδιο, σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στην επίτευξη των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών στόχων τη χώρας, μέσα σε αρνητικό διεθνή και ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων».

9. Επειδή, στις διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ του ως άνω ν. 3986/2011, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου», όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι μετά τη συμπλήρωση ή τροποποίηση τους με τις διατάξεις των μεταγενέστερων νόμων 4038/2012 (Α΄ 14), 4092/2012 (Α΄ 220) και 4093/2012 (Α΄ 222), ορίζονται τα εξής :

«Άρθρο 1. Σύσταση – Σκοπός – Επωνυμία – Έδρα – Διάρκεια. 1. Συνιστάται ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.” (Ταμείο). Το Ταμείο έχει αποκλειστικό σκοπό την αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, καθώς και περιουσιακών στοιχείων Ν.Π.Δ.Δ. ή των δημοσίων επιχειρήσεων των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ., όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 5, σύμφωνα με τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς και με εγγυήσεις πλήρους  διαφάνειας, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι των εσόδων. Τα περιουσιακά στοιχεία  μεταβιβάζονται στο Ταμείο, σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις. 2. Το προϊόν αξιοποίησης  χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους της χώρας, σύμφωνα με  όσα ορίζονται στην παράγραφο 17 του επόμενου άρθρου. 3. Το Ταμείο λειτουργεί για την  εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, δεν  υπάγεται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και  δεν εφαρμόζονται σε αυτό, καθώς και στις εταιρείες των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ  ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Ταμείο, οι διατάξεις που διέπουν εταιρείες που ανήκουν άμεσα ή  έμμεσα στο Δημόσιο, με εξαίρεση όσων ρητά ορίζονται στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. 4.  

Το Ταμείο διέπεται από τις διατάξεις της νομοθεσίας περί ανωνύμων εταιρειών, εκτός εάν ορίζεται  διαφορετικά στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. 5. Το Ταμείο εδρεύει σε δήμο του Νομού  Αττικής, ο οποίος ορίζεται με το Καταστατικό του. 6. Η διάρκεια του Ταμείου είναι έξι (6) έτη από  την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που  δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η διάρκεια αυτή μπορεί να παρατείνεται, εφόσον  ο σκοπός του Ταμείου δεν έχει εκπληρωθεί. Άρθρο 2. Κεφάλαιο – Περιουσία – Έσοδα – Διάθεση  εσόδων. 1. Το μετοχικό κεφάλαιο του Ταμείου είναι τριάντα εκατομμύρια (30.000.000) ευρώ,  διαιρείται σε χίλιες (1.000) ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας τριάντα χιλιάδων (30.000)  ευρώ η καθεμία, αναλαμβάνεται δε και καλύπτεται ολόκληρο από το Ελληνικό Δημόσιο … 2. Οι  μετοχές του Ταμείου είναι αμεταβίβαστες. 3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που  εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και δημοσιεύεται στην  Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να αυξάνεται το μετοχικό κεφάλαιο του Ταμείου, με την  έκδοση ονομαστικών μετοχών, τις οποίες αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου το Ελληνικό Δημόσιο. 4.

Στο  Ταμείο μεταβιβάζονται και περιέρχονται, χωρίς αντάλλαγμα : α) Κατά πλήρη κυριότητα, κινητές  αξίες εταιρειών από αυτές που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων του  Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015 του άρθρου 6Α του ν.  2362/1995 (Α’ 247). β) Περιουσιακής φύσεως δικαιώματα, εμπράγματα δικαιώματα, δικαιώματα  διαχείρισης και εκμετάλλευσης, αποκλειστικής ή μη, κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άυλα  δικαιώματα και δικαιώματα λειτουργίας, συντήρησης και εκμετάλλευσης υποδομών, που  περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου  Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015 του άρθρου 6 Α του ν. 2362/1995 ή ανήκουν στην  ιδιωτική περιουσία του Δημόσιου, σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε δημόσιες επιχειρήσεις των οποίων το μετοχικό  κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. γ) Κατά πλήρη  κυριότητα, νομή και κατοχή, ακίνητα που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων  του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015 του άρθρου 6 Α του ν.  2362/1995 ή ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημόσιου, σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε δημόσιες  επιχειρήσεις των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Δημόσιο  ή σε Ν.Π.Δ.Δ. 5. Οι κινητές αξίες, τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα ακίνητα που  αναφέρονται στις περιπτώσεις α’, β’ και γ’ της προηγούμενης παραγράφου μεταβιβάζονται και  περιέρχονται στο Ταμείο με απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και  Αποκρατικοποιήσεων (ΔΕΑΑ) που προβλέπεται στο άρθρο 3 του ν. 3049/2002 (Α’ 212).

Με  απόφαση της ίδιας Επιτροπής μπορεί να μεταβιβάζονται και να περιέρχονται στο Ταμείο χωρίς  αντάλλαγμα, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, και άλλα  περιουσιακά στοιχεία που υπάγονται σε μία από τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων των  περιπτώσεων της προηγούμενης παραγράφου. Τα ανωτέρω περιουσιακά στοιχεία περιέρχονται στο  Ταμείο, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή και το Δημόσιο απεκδύεται κάθε δικαιώματός του  επ’ αυτών από τη δημοσίευση της απόφασης της ΔΕΑΑ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως … Η  μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων στο Ταμείο διενεργείται με βάση τις προβλέψεις του  Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής του άρθρου 6 Α του ν. 2362/1995 και σε  χρόνο που επιτρέπει την αξιοποίησή τους σύμφωνα με το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αξιοποίησης …  6 … 7.

Το πράγμα ή το δικαίωμα που μεταβιβάστηκε ή παραχωρήθηκε στο Ταμείο, σύμφωνα με  την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, δεν μπορεί να αναμεταβιβασθεί στον προηγούμενο κύριο  ή δικαιούχο … 8. … 9. … 10.

Τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου και των εταιρειών των οποίων το  μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Ταμείο αξιοποιούνται σύμφωνα με  επιχειρησιακό πρόγραμμα (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αξιοποίησης – Ε.Π.Α.) … 4. Για την κατάρτιση  του Ε.Π.Α. λαμβάνονται υπόψη οι προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής  Στρατηγικής του άρθρου 6 Α του ν. 2362/ 1995. 11 … 12. Από τη δημοσίευση της απόφασης της  ΔΕΑΑ που προβλέπεται στην παράγραφο 5, το περιουσιακό στοιχείο περιέρχεται στην κυριότητα,  νομή και κατοχή του Ταμείου, ελεύθερο από κάθε δικαίωμα τρίτου.

Για τυχόν δικαιώματά του επί  του περιουσιακού στοιχείου που μεταβιβάζεται στο Ταμείο, ο τρίτος έχει αποκλειστικά δικαίωμα  αποζημιώσεως, έναντι μόνον του Δημοσίου …

13. Το Ταμείο και οι εταιρείες των οποίων το  μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Ταμείο, απολαμβάνουν όλων των  διοικητικών, οικονομικών, φορολογικών, δικαστικών, ουσιαστικού και δικονομικού, δικαίου  προνομίων και ατελειών του Δημοσίου και για την προσωρινή ρύθμιση των διαφορών που  ανακύπτουν από την αμφισβήτηση της διακατοχής ακινήτων τους έχουν εφαρμογή οι διατάξεις  του άρθρου 18 του ν.δ. της 22.4/16.5/1926 και του άρθρου 22 του α.ν. 1539/1938 (Α’ 488).

14. Το τίμημα που εισπράττει το Ταμείο από την αξιοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων  μεταφέρεται το αργότερο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την είσπραξή του σε πίστωση … ειδικού  λογαριασμού … αφού αφαιρεθούν τα αναλογούντα λειτουργικά έξοδα και οι διοικητικές δαπάνες  του Ταμείου για την αξιοποίηση του περιουσιακού στοιχείου, και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για  την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. 15 … 16. … 17.

Έσοδα του Ταμείου είναι: α) Το τίμημα  από την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται και περιέρχονται σε αυτό.

β)  Οι τόκοι, τα μερίσματα και οι κάθε είδους αποδόσεις των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων και  των χρηματικών διαθεσίμων του.

γ) Επιχορηγήσεις από το Δημόσιο, ανάλογα με το πρόγραμμα  αξιοποίησης και τις ανάγκες του.

δ) Έσοδα από κάθε άλλη νόμιμη αιτία.

18. Τα έσοδα του Ταμείου  διατίθενται για : α) Την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. β) Την αποπληρωμή τυχόν χρεών του.  γ) Την κάλυψη των λειτουργικών του εξόδων. δ) Την πληρωμή των κάθε είδους δαπανών που  απαιτούνται για την εκπλήρωση του σκοπού του … Άρθρο 3. Διοίκηση – Αρμοδιότητες – Διαχείριση  – Καταστατικό. … Άρθρο 4. Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων. … Άρθρο 5. Αξιοποίηση περιουσιακών  στοιχείων. 1. Η αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου διενεργείται με κάθε  πρόσφορο τρόπο και, κατά προτίμηση, με: α) Πώληση. β) Σύσταση εμπραγμάτων και ενοχικών  δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων δικαιωμάτων οριζόντιας και κάθετης ιδιοκτησίας και επικαρπίας  επί δικαιώματος οποιασδήποτε φύσης. γ) Μεταβίβαση εμπραγμάτων και ενοχικών δικαιωμάτων  οποιασδήποτε φύσης επί αυτών. δ) Εκμίσθωση. ε) Παραχώρηση της χρήσης ή της εκμετάλλευσης  τους. στ) Ανάθεση της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων. ζ) Εισφορά τους σε ανώνυμες  εταιρείες και στη συνέχεια πώληση των μετοχών που προκύπτουν. η) Τιτλοποίηση απαιτήσεων,  ανεξάρτητα από τον επιχειρηματικό ή μη χαρακτήρα τους, σύμφωνα με τα άρθρα 10, 11 και 14  του ν. 3156/2003.

2. Το Ταμείο μπορεί, για τη διευκόλυνση της αξιοποίησης των περιουσιακών του  στοιχείων, ακόμη και πριν από την απόκτηση τους, να συνάπτει κάθε μορφής συμβάσεις …

Το  Ελληνικό Δημόσιο ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το Ταμείο για τις υποχρεώσεις που  το τελευταίο αναλαμβάνει κατά την κατάρτιση, τροποποίηση ή λύση συμβάσεων του παρόντος  άρθρου. 3.

Το Ταμείο μπορεί να εκδίδει ομολογιακά δάνεια, για τα οποία επιτρέπεται να παρέχεται η  εγγύηση του Δημοσίου με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών … 4. … 5. Το Ταμείο δεν  επιτρέπεται να συστήνει εμπράγματες ασφάλειες στα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται σε  αυτό, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 2, αν η σύσταση αυτή μπορεί να εμποδίσει ή να  καθυστερήσει την αξιοποίηση τους, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Αξιοποίησης της παραγράφου 10  του άρθρου 2. 6. … 7. … 8. … 9. … Άρθρο 6. Αποτίμηση Περιουσιακών Στοιχείων … Άρθρο 7.  Προσωπικό … Άρθρο 8. Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας – Αποδοχές Προσωπικού … Άρθρο 9.  Λοιπές και μεταβατικές διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄. 1. … 2. … 3. … 4. … 5. Με απόφαση του  Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται το αργότερο μέσα σε ένα (1) μήνα από την έναρξη ισχύος  του παρόντος νόμου, διαπιστώνεται η έναρξη λειτουργίας του Ταμείου. Από την ημερομηνία αυτή,  τα περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 4 του άρθρου 2 που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα  Αποκρατικοποιήσεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015,  μεταφέρονται με απόφαση της ΔΕΑΑ στο Ταμείο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του  άρθρου 2».         

 10. Επειδή, στο γνωστό «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» (βλ. ΣτΕ  668/2012 Ολομ., σκέψη 12), το οποίο προσαρτήθηκε ως Παράρτημα III στον ν. 3845/2010  «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη  της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α΄65), είχε ήδη γίνει αναφορά στην  προετοιμασία από την Κυβέρνηση «… ενός προγράμματος αποκρατικοποιήσεων για την πώληση  περιουσιακών στοιχείων και επιχειρήσεων που ανήκουν στο Κράτος με στόχο την είσπραξη 1  δισεκατομμυρίου ευρώ ανά έτος την περίοδο 2011 – 2013». Από δε τις αιτιολογικές εκθέσεις των  μεταγενεστέρων νόμων 3985/2011 και 3986/2011, των οποίων αποσπάσματα παρατίθενται στις  προηγούμενες σκέψεις, συνάγεται ότι το «Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων 2012 – 2015»  απετέλεσε στη συνέχεια αντικείμενο εντόνου ενδιαφέροντος του νομοθέτη, ο οποίος εκτιμά ότι με  τη συγκέντρωση δημοσίων εσόδων από την επιτυχημένη εφαρμογή του προγράμματος θα  ενισχυθεί αποφασιστικά η προσπάθεια διαχειρίσεως του δημοσίου χρέους και αποκαταστάσεως της  οικονομικής αξιοπιστίας της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν.  3986/2011, οι διατάξεις του νόμου εξυπηρετούν «σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος»  και το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (εφεξής ΤΑΙΠΕΔ ή Ταμείο)  «λειτουργεί για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος».

Το Ταμείο συνεστήθη με τις  διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3986/2011 ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου – ήτοι ως  ανώνυμη εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο που καλύπτεται ολόκληρο από το Ελληνικό Δημόσιο και  διαιρείται σε μετοχές μη μεταβιβάσιμες – για να αποκτήσει άνευ ανταλλάγματος περιουσιακά  στοιχεία που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία Ελληνικού Δημοσίου, από την αξιοποίηση των  οποίων (δια των συμβάσεων που θα συνάψει το Ταμείο με ενδιαφερομένους) η Κυβέρνηση αναμένει  σημαντικά έσοδα. Ανεξαρτήτως, όμως, της φύσεώς του ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου,  το ΤΑΙΠΕΔ λειτουργεί προδήλως προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Παραλλήλως, στο  άρθρο 2 παρ. 4 και 5 του ν. 3986/2011, για τη μεταβίβαση των ως άνω περιουσιακών στοιχείων  στο Ταμείο θεσπίζεται ειδική διαδικασία εκδόσεως αποφάσεων, δημοσιευτέων στην Εφημερίδα της  Κυβερνήσεως, της προβλεπομένης στο άρθρο 3 του ν. 3049/2002 Διυπουργικής Επιτροπής  Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων. Συνεπώς, οι αποφάσεις της εν λόγω Επιτροπής (εφεξής  ΔΕΑΑ) είναι ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκτελεστότητα και υπόκεινται στον κατ’ άρθρο  95 παρ. 1 α΄ του Συντάγματος ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφ’ όσον δι’  αυτών μεταβιβάζονται στο ΤΑΙΠΕΔ περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο «Πρόγραμμα  Αποκρατικοποιήσεων 2012 – 2015», τα οποία μάλιστα δεν δύνανται, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.  7 του ν. 3986/2011, να αναμεταβιβασθούν στον προηγούμενο κύριο ή δικαιούχο.        

 11. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η προσβαλλομένη απόφαση της  ΔΕΑΑ υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας μόνο κατά το πρώτο  μέρος της, με το οποίο μεταβιβάζονται, κατ’ επίκληση του άρθρου 2 παρ. 4 και 5 του ν.  3986/2011, από το Ελληνικό Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ, μετοχές ανωνύμων εταιρειών [ΕΥΔΑΠ Α.Ε.,  ΕΥΑΘ Α.Ε., ΔΕΠΑ Α.Ε., ΟΛΠ Α.Ε. και ΟΛΘ Α.Ε.] χωρίς αντάλλαγμα και χωρίς δυνατότητα  αναμεταβιβάσεως στο Ελληνικό Δημόσιο. Κατά το έτερο, όμως, μέρος της η ίδια απόφαση δεν έχει  χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξεως, διότι αναφέρεται σε συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου  μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του ΤΑΙΠΕΔ, δυνάμει των οποίων το Ταμείο επρόκειτο να  καταστεί (και ακολούθως κατέστη με τη σύναψη των συμβάσεων) απλώς νόμιμος αντιπρόσωπος  του Ελληνικού Δημοσίου, ως μετόχου, στις Γενικές Συνελεύσεις των μετόχων των ανωνύμων  εταιρειών ……, Διεθνούς Αερολιμένος Αθηνών Α.Ε. και ΔΕΗ Α.Ε. [Βλ. και τις σχετικές συμβάσεις της  11.9.2012, στις οποίες ορίζεται η ανώτατη χρονική διάρκεια της ισχύος τους (36 μήνες) και  διευκρινίζεται ότι η σύναψή τους «δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση των μετοχών ούτε τη με  οποιοδήποτε τρόπο εκχώρηση των δικαιωμάτων ψήφου εκ των μετοχών στο Ταμείο», καθώς και  ότι το Ελληνικό Δημόσιο «παραμένει ο δικαιούχος και θα συνεχίσει να ασκεί τα λοιπά δικαιώματα  εκ των μετοχών (όπως ενδεικτικά το δικαίωμα είσπραξης μερίσματος)»]. Συνεπώς, κατά το μέρος  αυτό, η απόφαση της ΔΕΑΑ προσβάλλεται απαραδέκτως.        

 12. Επειδή, το τεύχος Β΄ 1363/26.4.2012 του φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, με το  οποίο δημοσιεύθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ετέθη σε κυκλοφορία για το κοινό στις 8.5.2012  (βλ.). Συνεπώς, δεδομένου ότι από 1.7.2012 είχε ανασταλεί, λόγω των δικαστικών  διακοπών, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον του Συμβουλίου  της Επικρατείας (ΣτΕ 2807/2002 Ολομ.), η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε εμπροθέσμως στις  9.7.2012 [ήτοι, εντός του χρόνου των δικαστικών διακοπών και πριν από την παρέλευση της  προβλεπομένης στο άρθρο 46 παρ. 1του π.δ.18/1989 προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών]. 

      

 13. Επειδή, επί του κοινού ενδιαφέροντος των Ελλήνων πολιτών για το νομικό και ιδιοκτησιακό  καθεστώς, το οποίο διέπει τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, δεν θεμελιώνεται έννομο  συμφέρον για την προσβολή, με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, των  διοικητικών πράξεων που αφορούν τις εν λόγω επιχειρήσεις, διότι άλλως το ένδικο βοήθημα της  αιτήσεως ακυρώσεως θα προσελάμβανε τον χαρακτήρα της λαϊκής αγωγής. Συνεπώς, αβασίμως  προβάλλουν οι αιτούντες ότι ασκούν παραδεκτώς την κρινόμενη αίτηση ως Έλληνες πολίτες  ενδιαφερόμενοι για το δημόσιο συμφέρον, το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους βλάπτεται  από την προσβαλλομένη απόφαση, δυνάμει της οποίας αποξενώνεται το Ελληνικό Δημόσιο από το  μετοχικό κεφάλαιο δημοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφελείας.         

 14. Επειδή, η «Δημόσια Επιχείρηση Παροχής Αερίου (ΔΕΠΑ) Α.Ε. δεν λειτουργεί ως επιχείρηση  μονοπωλίου στον τομέα της ενέργειας, αλλά ως επιχείρηση παροχής φυσικού αερίου σε ελεύθερη  αγορά (βλ. ν. 3428/2005 «Απελευθέρωση Αγοράς Φυσικού Αερίου», Α΄ 313), ενώ παράλληλα έχει  την κυριότητα των μετοχών του συσταθέντος με το π.δ. 33/2007 (Α΄ 31) «Διαχειριστή Εθνικού  Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) Α.Ε.». Ως εκ τούτου, οι αιτούντες, οι οποίοι ενδιαφέρονται  για κατανάλωση ενέργειας οικιακής χρήσεως σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, έχουν  εναλλακτικές λύσεις και δεν απειλούνται με στέρηση αγαθού απολύτως απαραίτητου για τις  βιοτικές ανάγκες τους, ώστε να δύναται να θεμελιωθεί επί απειλής αυτής της τάξεως το έννομο  συμφέρον τους για τη διατήρηση των μετοχών της ΔΕΠΑ Α.Ε. στην κυριότητα του Ελληνικού  Δημοσίου. Εξ άλλου, οι αιτούντες δεν προβάλλουν ότι συνδέονται με κάποια έννομη σχέση με τον  «Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) Α.Ε.», αλλά όλως αορίστως ότι χρησιμοποιούν «τακτικά τόσο  για επαγγελματικούς λόγους όσο και για αναψυχή, τις υπηρεσίες θαλάσσιας συγκοινωνίας στον  λιμένα του Πειραιώς» και ότι οι εξ αυτών κάτοικοι Πειραιώς έχουν «εντονότερο έννομο συμφέρον».  Τέλος, ο μόνος φερόμενος ως κάτοικος Θεσσαλονίκης αιτών, Βασίλειος Βαφειάδης, παραιτήθηκε  από το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 4), οι δε λοιποί αιτούντες δεν  προβάλλουν ότι συνδέονται με κάποια έννομη σχέση με την «Εταιρία Υδρεύσεως – Αποχετεύσεως  Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ) Α.Ε.» και με τον «Οργανισμό Λιμένος Θεσσαλονίκης (ΟΛΘ) Α.Ε.». Συνεπώς, η  κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος των  αιτούντων κατά το μέρος της, με το οποίο ζητείται η ακύρωση της μεταβιβάσεως στο ΤΑΙΠΕΔ  μετοχών των ΔΕΠΑ Α.Ε., ΟΛΠ Α.Ε., ΕΥΑΘ Α.Ε και ΟΛΘ Α.Ε.

      

 15. Επειδή, τέλος, προς θεμελίωση εννόμου συμφέροντος για την ακύρωση της προσβαλλομένης  αποφάσεως της ΔΕΑΑ κατά το μέρος της, το οποίο αφορά τη μεταβίβαση 36.245.240 μετοχών της  «Εταιρίας Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Πρωτευούσης (ΕΥΔΑΠ) Α.Ε.» στο ΤΑΙΠΕΔ, οι αιτούντες  προβάλλουν ότι με την απόφαση 195/27.10.2011 της ΔΕΑΑ (Β΄ 2501/2011) και, ακολούθως, με  την προσβαλλομένη απόφαση μεταβιβάσθηκε στο Ταμείο, προς περαιτέρω διάθεση σε ιδιώτες  επενδυτές, το σύνολο των μετοχών που είχε στην κυριότητά του το Ελληνικό Δημόσιο, ήτοι  ποσοστό (27,297% + 34,033% =) 61,33% του μετοχικού κεφαλαίου, καθώς και ότι λόγω της ως  άνω πλήρους αποξενώσεως του Ελληνικού Δημοσίου από το μετοχικό κεφάλαιο της εν λόγω  επιχειρήσεως κοινής ωφελείας τίθεται σε κίνδυνο η προς αυτούς παροχή υπηρεσιών υδρεύσεως και  αποχετεύσεως, οι οποίες (υπηρεσίες) είναι απολύτως αναγκαίες για τις βιοτικές ανάγκες τους, διότι  κυρίως «το νερό αποτελεί αγαθό υψίστης ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο, χωρίς τη συνεχή,  αδιάλειπτη και ποιοτική παροχή του οποίου η επιβίωση του ανθρώπου είναι, κατά κυριολεξία,  αδύνατη». Όλοι δε οι αιτούντες αποδεικνύουν, με νομίμως προσκομισθέντα έγγραφα, ότι είναι  συμβεβλημένοι με την ΕΥΔΑΠ Α.Ε., ως χρήστες των υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως.

      

 16. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3985/2011 αναφέρεται ότι η ΕΥΔΑΠ «έχει το  αποκλειστικό δικαίωμα παροχής υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης στην ευρύτερη περιοχή της  Αττικής» (βλ. και ανωτέρω σκέψη 7). Όπως δε είναι κοινώς γνωστό, η συνεχής και ικανοποιητική  από κάθε άποψη παροχή των υπηρεσιών αυτών είναι, κατά κυριολεξία, ζωτικής σημασίας για τα  φυσικά πρόσωπα και όχι απλώς μια παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας προς αυτά. Εν προκειμένω,  οι αιτούντες είναι φυσικά πρόσωπα, τα οποία α) κατοικούν εντός της εδαφικής περιφερείας όπου η  ΕΥΔΑΠ Α.Ε. παρέχει κατ’ αποκλειστικότητα τις υπηρεσίες υδρεύσεως και αποχετεύσεως και β)  συνδέονται με την ΕΥΔΑΠ Α.Ε. με συμβατική σχέση για την παροχή των υπηρεσιών αυτών.  Συνεπώς, με τις ως άνω ιδιότητες, οι αιτούντες έχουν προσωπικό και άμεσο έννομο συμφέρον για  την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, με το δικόγραφο της οποίας προβάλλουν ότι, υπό το  δεδομένο νομικό καθεστώς και υπό ιδιοκτησιακό καθεστώς πλήρους αποξενώσεως του Ελληνικού  Δημοσίου από το μετοχικό κεφάλαιο της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., απειλείται η προς αυτούς συνεχής και  ικανοποιητική παροχή υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως, η οποία είναι απαραίτητη για την  αξιοπρεπή διαβίωσή τους που εγγυάται το Σύνταγμα. Είναι δε το έννομο συμφέρον των αιτούντων  και ενεστώς, διότι η προσβαλλομένη απόφαση της ΔΕΑΑ προκάλεσε την εν λόγω αποξένωση κατά  τρόπο οριστικό, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 3986/2011, το οποίο αποκλείει την  αναμεταβίβαση των μετοχών στο Ελληνικό Δημόσιο. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ε. Νίκα, Φ.  Ντζίμας, Σ. Χρυσικοπούλου, Β. Αραβαντινός και Κ. Κουσούλης, οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι  αιτούντες, ως συμβεβλημένοι με την ΕΥΔΑΠ Α.Ε. για την προς αυτούς παροχή υπηρεσιών  υδρεύσεως και αποχετεύσεως, δεν έχουν έννομο συμφέρον για την προσβολή κάθε πράξεως που  αφορά το νομικό και ιδιοκτησιακό καθεστώς της εταιρείας, αλλά μόνο εκείνες τις πράξεις, οι οποίες  επιφέρουν κατά τρόπο άμεσο βλαπτική μεταβολή στις συμβάσεις τους (όπως λ.χ. αύξηση των  τιμών των υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως, μεταβολή στους κανονισμούς λειτουργίας  των δικτύων ή στον τρόπο διοικητικού ελέγχου της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών  κ.ο.κ.). Συνεπώς, σύμφωνα με τη μειοψηφήσασα γνώμη, δεδομένου ότι η προσβαλλομένη  απόφαση της ΔΕΑΑ, καθ’ εαυτή, ουδεμία μεταβολή επιφέρει στις συμβάσεις των αιτούντων, το  έννομο συμφέρον τους για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν είναι άμεσο. Τέλος, κατά την  ίδια γνώμη, το έννομο συμφέρον των αιτούντων δεν είναι ούτε ενεστώς, διότι με την  προσβαλλόμενη πράξη μεταβιβάζονται μετοχές της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. στο ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο απλώς  ενδέχεται να συνάψει στο μέλλον συμβάσεις για την περαιτέρω μεταβίβαση των ίδιων μετοχών σε  ιδιώτες επενδυτές.

      

 17. Επειδή, η ΕΥΔΑΠ Α.Ε. συνεστήθη με τον ν. 1068/1980 (Α΄190) δια της συγχωνεύσεως του  «Οργανισμού Αποχετεύσεως Πρωτευούσης (ΟΑΠ)» και της «Ελληνικής Εταιρίας Υδάτων (ΕΕΥ)  Αθηνών – Πειραιώς και Περιχώρων», ως αποκλειστικός φορέας παροχής υπηρεσιών υδρεύσεως και  αποχετεύσεως στις πόλεις των Αθηνών – Πειραιώς και στους πέριξ αυτών δήμους και κοινότητες,  με νομική μορφή ανώνυμης εταιρείας λειτουργούσης υπό τον πλήρη έλεγχο του Ελληνικού  Δημοσίου : α) ως κυρίου του μετοχικού κεφαλαίου [με δυνατότητα μεταβιβάσεως ποσοστού μέχρι  του ενός τρίτου (1/3) των μετοχών στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως της περιοχής], β)  ως αρμόδιου, δια της εκδόσεως κοινών αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού, Εσωτερικών και  Δημοσίων Έργων, για τον διορισμό των οργάνων διοικήσεως της εταιρείας, ήτοι των μελών του  εννεαμελούς διοικητικού συμβουλίου (τρία εκ των οποίων υπεδεικνύοντο από την Τοπική Ένωση  Δήμων και Κοινοτήτων νομού Αττικής) και του Γενικού Διευθυντή μετά των αναπληρωτών του, γ)  ως ασκούντος κυβερνητική πολιτική με τον καθορισμό των τιμολογίων των υπηρεσιών υδρεύσεως  και αποχετεύσεως, δ) ως θεσπίζοντος το κανονιστικό πλαίσιο της λειτουργίας των δικτύων  υδρεύσεως και αποχετεύσεως και ε) ως εποπτεύοντος τη δράση της εταιρείας, δια των Υπουργών  Εσωτερικών και Δημοσίων Έργων, για τη διασφάλιση της παροχής των υπηρεσιών της σύμφωνα με  την κειμένη νομοθεσία (βλ. άρθρα 1 παρ. 1, 2 παρ. 5, 5 παρ. 2, 8 παρ. 1, 19, 22 παρ. 1 και 2, 29  του ν. 1068/1980). Υπό το ως άνω νομικό και ιδιοκτησιακό καθεστώς η ΕΥΑΠ Α.Ε. ήταν  αποκλειστικώς αρμόδια για τη μελέτη, εκτέλεση, συντήρηση, επέκταση και ανανέωσή όλων των  απαραίτητων έργων για την ύδρευση και αποχέτευση των πόλεων Αθηνών – Πειραιώς και των  πέριξ αυτών δήμων και κοινοτήτων [περιλαμβανομένων των έργων συλλήψεως ύδατος, ως του  Μόρνου, αφαλατώσεως ύδατος, ως των λιμνών Υλίκης και Μαραθώνος, των δικτύων υδρεύσεως  και αποχετεύσεως, των αντλιοστασίων, φραγμάτων, δεξαμενών και υδραγωγείων, των έργων  καθαρισμού λυμάτων και προϊόντων δικτύων αποχετεύσεως κ.ο.κ., τα οποία (έργα) απετέλεσαν  πάγια περιουσιακά στοιχεία της μαζί με τα αντίστοιχα που είχαν ήδη εκτελεσθεί από το ΟΑΠ και την  ΕΕΥ], καθώς και για τη λειτουργία, διοίκηση και εκμετάλλευση των δικτύων υδρεύσεως και  αποχετεύσεως (βλ. άρθρα 1 παρ.8 α΄, β΄, δ΄, 10 παρ.1 του ίδιου νόμου).         

 18. Επειδή, ακολούθως, με το άρθρο 4 του ν. 2744/1999 (Α΄222) συνεστήθη νομικό πρόσωπο  δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Εταιρεία Παγίων ΕΥΔΑΠ», στο οποίο μεταβιβάσθηκαν  τα φράγματα και οι ταμιευτήρες του Μόρνου, του Μαραθώνα και του Ευήνου, τα έργα και οι  εγκαταστάσεις της Υλίκης, καθώς και άλλα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία της ΕΥΔΑΠ Α.Ε.,  παραλλήλως δε ορίσθηκε : α) ότι για τη λειτουργία και συντήρηση των λοιπών (μη  μεταβιβαζομένων στο ν.π.δ.δ.) ακινήτων περιουσιακών στοιχείων της η ΕΥΔΑΠ Α.Ε. καθίσταται  υπεύθυνη αναλαμβάνοντας τις σχετικές δαπάνες και β) ότι δύνανται να μεταβιβάζονται στην ΕΥΔΑΠ  Α.Ε. τα νέα έργα, τα οποία είναι υπό κατασκευή ή πρόκειται να κατασκευασθούν από το Υπουργείο  Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων για να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικώς από την  εταιρεία για την παροχή υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως. Με άλλες δε διατάξεις του ίδιου  νόμου : Α) Ορίσθηκε ότι σκοπός της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. είναι «η παροχή υπηρεσιών ύδρευσης και  αποχέτευσης, η μελέτη, κατασκευή, εγκατάσταση, λειτουργία, εκμετάλλευση, διαχείριση, επέκταση  και ανανέωση συστημάτων ύδρευσης και αποχέτευσης. Στις δραστηριότητες και τα έργα αυτά  συμπεριλαμβάνεται η άντληση, αφαλάτωση, επεξεργασία, αποθήκευση, μεταφορά, διανομή και  διαχείριση των προς τους σκοπούς αυτούς αποδιδομένων υδάτων πάσης φύσεως, καθώς και τα  έργα και οι δραστηριότητες συλλογής, μεταφοράς, επεξεργασίας, αποθήκευσης και διαχείρισης των  πάσης φύσεως λυμάτων (πλην των τοξικών) και η διανομή διάθεση και διαχείριση των προϊόντων  των δικτύων αποχετεύσεως …» (άρθρο 1 παρ. 4 α΄ ν. 2744/1999). Β) Χορηγήθηκε στην ΕΥΔΑΠ  Α.Ε., εντός της περιοχής όπου ασκεί τη δραστηριότητά της και για χρονικό διάστημα είκοσι (20)  ετών, με δυνατότητα παρατάσεως, το αποκλειστικό δικαίωμα της παροχής υπηρεσιών υδρεύσεως  και αποχετεύσεως, ως δικαίωμα ανεκχώρητο και αμεταβίβαστο, περαιτέρω δε ορίσθηκε ότι το  Ελληνικό Δημόσιο και η ΕΥΔΑΠ Α.Ε. συνάπτουν σύμβαση, στην οποία προβλέπονται, μεταξύ άλλων,  οι όροι της ανανεώσεως του εν λόγω δικαιώματος και οι λόγοι της ανακλήσεώς του, καθώς και το  τίμημα που καταβάλλεται για τη διάθεση ακατέργαστου ύδατος από το Ελληνικό Δημόσιο στην  ΕΥΔΑΠ Α.Ε. (άρθρα 2 παρ. 1 και 2, 6 παρ.1 του ν. 2744/1999). Γ) Προβλέφθηκε κρατική  επιχορήγηση του επενδυτικού προγράμματος της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., είτε από κοινοτικούς πόρους είτε  από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, με παραπομπή στην ως άνω σύμβαση για τον  ειδικότερο καθορισμό του επενδυτικού προγράμματος, του ποσοστού και του ανωτάτου ποσού  της επιχορηγήσεως (άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 2744/1999).         

 19. Επειδή, περαιτέρω, ο ν. 2744/1999, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην  προηγούμενη σκέψη, με τις οποίες (κυρίως) περιορίσθηκαν το αντικείμενο της δραστηριότητας και  τα πάγια περιουσιακά στοιχεία της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., προέβλεψε και τα ακόλουθα σχετικά με το νομικό  και ιδιοκτησιακό καθεστώς της : Α) Ότι η ΕΥΔΑΠ Α.Ε. διέπεται εφεξής από τις διατάξεις του κ.ν.  2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών, (Α΄ 37), του ν. 2414/1996 περί εκσυγχρονισμού των  Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών (Α΄ 135) και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του  ιδρυτικού της νόμου (ν. 1068/1980), τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Περιβάλλοντος,  Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, έχει διάρκεια εκατό (100) ετών και «… απαγορεύεται να εκποιεί,  να εκμισθώνει ή να παραχωρεί κατά χρήση ή να συνιστά οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα επί  των ακινήτων παγίων στοιχείων της, που χρησιμοποιούνται για την άσκηση των σχετικών με την  παροχή υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης δραστηριοτήτων της …» (άρθρο 1 παρ. 1, 2 και 8  του ν. 2744/1999). Β) Ότι το μετοχικό κεφάλαιο της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. ορίζεται σε 20.000.000.000  δραχμές και ότι το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να διαθέτει σε επενδυτές έως 49% του μετοχικού  κεφαλαίου (άρθρο 1 παρ. 9 και 10 του ν. 2744/1999). Γ) Ότι «Με κοινή απόφαση των Υπουργών  Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων …  καταρτίζεται το καταστατικό της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., με το οποίο ρυθμίζονται θέματα που αφορούν το  μετοχικό κεφάλαιο, τον αριθμό των μετοχών, την επωνυμία το σκοπό, την αύξηση και τη μείωση  του μετοχικού κεφαλαίου, την έκδοση των μετοχών και των λοιπών τίτλων, τα δικαιώματα των  μετόχων, το διορισμό των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, τη σύγκληση, τη λειτουργία και τις  αρμοδιότητες της Γενικής Συνέλευσης και του Διοικητικού Συμβουλίου, τους ελεγκτές, την εταιρική  χρήση, τη διανομή κερδών, τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τη λύση και την εκκαθάριση και  κάθε άλλο θέμα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κ.ν. 2190/1920 και του ν. 2414/1996. Το  καταστατικό αυτό τροποποιείται ως προς όλα τα θέματα ή και κωδικοποιείται με απόφαση της  γενικής συνέλευσης των μετόχων με την επιφύλαξη των διατάξεων του κ.ν. 2190/1920 και του ν.  2414/1996 …» (άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2744/1999). Επί τη βάσει των διατάξεων αυτών, με τις  οποίες η ΕΥΔΑΠ Α.Ε οργανώθηκε ως ανώνυμη εταιρεία του εμπορικού δικαίου, αποφασίσθηκε στην  από 29.11.1999 Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρείας, μεταξύ άλλων, η εισαγωγή του  συνόλου των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και η αύξηση του μετοχικού  κεφαλαίου της, με τον τρόπο δε αυτό διετέθη σε ιδιώτες μειοψηφικό ποσοστό 38,67% του  μετοχικού κεφαλαίου και διετηρήθη στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου πλειοψηφικό  ποσοστό 61,33%. Ακολούθως, η ΕΥΔΑΠ Α.Ε. υπήχθη και στις διατάξεις του Κεφαλαίου Β΄ (άρθρα  15 – 17) του ν. 3429/2005 «Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (ΔΕΚΟ)» (Α΄ 314) λόγω της  γενομένης εισαγωγής των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και της μη εισέτι  αποξενώσεως του Ελληνικού Δημοσίου από το μετοχικό κεφάλαιό της (άρθρο 1 παρ. 5 του ν.  3429/2005), τιθέμενη πλέον εκτός του κατά τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ευρύτερου δημόσιου  τομέα (άρθρο 15 του ίδιου νόμου) και προσαρμόζοντας αναλόγως το καταστατικό της. Ύστερα δε  και από τις ως άνω νομοθετικές μεταβολές, καταρτίσθηκε το Κωδικοποιημένο Καταστατικό της  ΕΥΔΑΠ Α.Ε. και εγκρίθηκε κατά την 24η Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της 30.6.2006.  Στις διατάξεις του εν λόγω καταστατικού ορίζεται ότι η εταιρεία τελεί υπό την εποπτεία του  Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και λειτουργεί βάσει των κανόνων της  ιδιωτικής οικονομίας, χωρίς να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της ως εταιρείας που ασκεί  δραστηριότητες κοινής ωφελείας (άρθρο 1). Περαιτέρω, επαναλαμβάνονται οι αναφερόμενες στην  προηγούμενη σκέψη διατάξεις περί : α) της διάρκειας της εταιρείας, β) του εταιρικού σκοπού και  της απαγορεύσεως εκποιήσεως, εκμισθώσεως, παραχωρήσεως κατά χρήση και συστάσεως  εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των παγίων περιουσιακών στοιχείων της που χρησιμοποιούνται για  την παροχή υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως και γ) της δυνατότητας του Ελληνικού  Δημοσίου να διαθέτει σε επενδυτές μετοχές κατά ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 49% του  εκάστοτε μετοχικού κεφαλαίου (άρθρα 3, 4 παρ. 1 α΄ και 3, 5 παρ. 5). Ως προς το μετοχικό  κεφάλαιο της εταιρείας ορίζεται, επιπροσθέτως, ότι ήδη ανέρχεται σε 63.900.000 ευρώ  (διαιρούμενο σε 106.500.000 μετοχές των 0,60 ευρώ) και υπόκειται σε περαιτέρω αύξηση ή  μείωση και απόσβεση κατά τις διατάξεις του ν. 2190/1920 και του ίδιου του καταστατικού (άρθρα  5 παρ. 3 και 8 παρ 1 – 7). Ως προς την εταιρική δε οργάνωση ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : Α)  Ότι η Γενική Συνέλευση των μετόχων ορίζει τον αριθμό των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, ο  οποίος είναι περιττός και δεν δύναται υπερβαίνει τα δεκατρία μέλη ή να υπολείπεται των επτά  (άρθρο 11 παρ. 1). Β) Ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από α) δύο εκπροσώπους των  εργαζομένων, β) δύο εκπροσώπους των μετόχων της μειοψηφίας και γ) τα λοιπά μέλη (3 έως 9)  που εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, χωρίς τη συμμετοχή των μετόχων που  εκλέγουν τους εκπροσώπους της μειοψηφίας (άρθρα 11 παρ. 2 και 36). Γ) Ότι το Διοικητικό  Συμβούλιο συγκροτείται σε σώμα εκλέγοντας Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, είναι δε το  ανώτατο διοικητικό όργανο, το οποίο κατά κύριο λόγο διαμορφώνει τη στρατηγική και πολιτική  της ανάπτυξης της εταιρείας και ελέγχει τη διαχείριση της περιουσίας της (άρθρα 12 παρ. 1 και 18  παρ. 1). Στις αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου περιλαμβάνονται ιδίως : α) η έγκριση του  ετησίου προγράμματος των εκτελεστέων έργων κατασκευής, συμπλήρωσης και συντήρησης των  δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης, του συναφούς προγράμματος επενδύσεων και του ετήσιου  προϋπολογισμού εσόδων εξόδων (αντίγραφα των σχετικών αποφάσεων του Δ.Σ. υποβάλλονται  στα Υπουργεία Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων),  β) η εισήγηση προς τον εποπτεύοντα Υπουργό για την έγκριση ή την τροποποίηση των  Κανονισμών Λειτουργίας υδρεύσεως και αποχετεύσεως, γ) η λήψη αποφάσεων για την κατάρτιση  των συμβάσεων με το Ελληνικό Δημόσιο που προβλέπονται στα άρθρα 2 παρ. 2 και 6 παρ. 3 του ν.  2744/1999 και δ) η γνωμοδότηση προς τους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών και  Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων για τον καθορισμό των τιμολογίων των  υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως προς τις διάφορες κατηγορίες καταναλωτών και  χρηστών (άρθρο 18 παρ. 3 περιπτ. β΄, ι΄, ιγ΄, ιδ΄). Δ) Ότι η αρμόδια για την εκλογή των μελών  του Διοικητικού Συμβουλίου Γενική Συνέλευση των μετόχων είναι και αποκλειστικώς αρμόδια,  μεταξύ άλλων, για : α) κάθε τροποποίηση του καταστατικού και β) τη συγχώνευση, διάσπαση,  μετατροπή, αναβίωση, παράταση διάρκειας και λύση της εταιρείας (άρθρο 25 παρ. 2 περιπτ. α΄ και  ζ΄). Η Γενική Συνέλευση των μετόχων, με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3)  του μετοχικού κεφαλαίου, δύναται να αποφασίζει, μεταξύ άλλων, για : α) τη μεταβολή της  εθνικότητας της εταιρείας, β) τη μεταβολή του αντικειμένου της επιχείρησης της εταιρείας και γ) τη  συγχώνευση, διάσπαση, μετατροπή, αναβίωση, παράταση διάρκειας ή λύση της εταιρείας (άρθρο  31 παρ. 1 περιπτ. α΄, β΄, η΄ και 4).

      

 20. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη 18, ο ν. 2744/1999 προέβλεψε τη σύναψη  συμβάσεως μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. για την παραχώρηση στην  εταιρεία, κατ’ αποκλειστικότητα εντός της περιοχής όπου αναπτύσσει τη δραστηριότητά της, του  δικαιώματος παροχής υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως για χρονικό διάστημα είκοσι (20)  ετών, με δυνατότητα παρατάσεως. Σύμφωνα με την εν λόγω σύμβαση, η οποία συνήφθη στις  9.12.1999, στα στοιχεία του ενεργητικού της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. συμπεριλαμβάνονται τα δίκτυα και τα  συναφή έργα και εγκαταστάσεις, τα οποία συναποτελούν τα συστήματα υδρεύσεως και  αποχετεύσεως και καλούνται από κοινού «το σύστημα». Η λειτουργία, συντήρηση, ανακαίνιση και  επέκταση του συστήματος είναι συμβατική υποχρέωση της εταιρείας. Το δε Ελληνικό Δημόσιο, για  την άσκηση της εποπτείας, έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος του συστήματος και, περαιτέρω,  δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως σε περίπτωση: α) εγκαταλείψεως του συστήματος ή β)  επανειλημμένης ή συνεχιζόμενης υπαίτιας παραλείψεως τηρήσεως των προτύπων λειτουργίας,  ασφαλείας και συντηρήσεως του συστήματος, με συνέπεια την ευρείας έκτασης απορρύθμισή του.  Άλλοι δε λόγοι καταγγελίας της συμβάσεως είναι: α) η επανειλημμένη ή συνεχιζόμενη υπαίτια  αθέτηση των ουσιωδών υποχρεώσεων της εταιρείας προς το σύνολο ή μεγάλο μέρος των  καταναλωτών και β) η αφερεγγυότητα της εταιρείας (άρθρα 5 παρ. 2, 1, 17 και 19 της  συμβάσεως).

      

 21. Επειδή, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως [206/25.4.2012 (Β΄  1363/26.4.2012)] της ΔΕΑΑ, το Ελληνικό Δημόσιο είχε ήδη απολέσει την πλειοψηφία των μετοχών  της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. [δια της μεταβιβάσεως στο ΤΑΙΠΕΔ, με την απόφαση 195/27.10.2011 της ΔΕΑΑ (Β΄  2501/4.11.2011), 29.075.500 μετοχών της εταιρείας] και διατηρούσε 36.245.240 μετοχές, που  αντιστοιχούν σε ποσοστό 34,033% του μετοχικού κεφαλαίου. Με τη μεταβίβαση και αυτών των  μετοχών στο ΤΑΙΠΕΔ, δια της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Ελληνικό Δημόσιο αποξενώνεται  πλήρως από το μετοχικό κεφάλαιο της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. Εξ άλλου, οι ως άνω μεταβιβάσεις έγιναν χωρίς  να έχει παραλλήλως ιδρυθεί «ρυθμιστική αρχή υδάτων» και διαχωρισθεί το δίκτυο «από την  υπηρεσία που θα μεταβιβασθεί», σύμφωνα με το «Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων 2011 – 2015»  και την παρουσίασή του στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3985/2011 (βλ. ανωτέρω σκέψη 7), αλλά  και χωρίς να έχει αρθεί ο προβλεπόμενος στο άρθρο 1 παρ. 10 του ν. 2744/1999 περιορισμός ως  προς το ποσοστό των δυναμένων να διατεθούν σε ιδιώτες επενδυτές μετοχών της ΕΥΔΑΠ Α.Ε.  (μέχρι 49% του μετοχικού κεφαλαίου). Ο περιορισμός αυτός ήρθη μεταγενεστέρως, με το άρθρο 1  παρ. 2 της κυρωθείσης με τον ν. 4092/2012 (Α΄ 220/8.11.2012) από 7.9.2012 Πράξεως  Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας (Α΄ 175/7.9.2012), με το οποίο  ορίσθηκε ότι : «Η παράγραφος 10 του άρθρου 1 του ν. 2744/1999 (Α΄ 222) καταργείται.  Μεταβιβάσεις μετοχών της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. προς το “Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του  Δημοσίου Α.Ε”. είναι έγκυρες έστω και αν πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του  παρόντος νόμου».

      

 22. Επειδή, η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από  τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Τούτο ισχύει και προκειμένου περί των υπηρεσιών υδρεύσεως  και αποχετεύσεως, τις οποίες δύναται να παρέχει μια δημόσια επιχείρηση που λειτουργεί υπό νομικό  καθεστώς ιδιωτικού δικαίου ως ανώνυμη εταιρεία. Ο χαρακτήρας, όμως, της δημοσίας  επιχειρήσεως αναιρείται στην περίπτωση της αποξενώσεως του Ελληνικού Δημοσίου από τον  έλεγχο της ανωνύμου εταιρείας δια του μετοχικού κεφαλαίου, ήτοι της αποξενώσεώς του από  εκείνο το ποσοστό των μετοχών (μεγαλύτερο του 50% σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας  και το καταστατικό) που εξασφαλίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και τη δυνατότητα εκλογής, από  τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, της πλειοψηφίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, το  οποίο είναι το ανώτατο διοικητικό όργανο της εταιρείας που διαμορφώνει τη στρατηγική και  πολιτική της ανάπτυξής της και διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία της. Στην περίπτωση αυτή η  δημόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται όχι μόνον τύποις, δια της υπαγωγής της στις διατάξεις του  ιδιωτικού δικαίου που διέπουν τις ανώνυμες εταιρείες, αλλά και κατ’ ουσίαν, μετατρεπόμενη σε  ιδιωτική επιχείρηση, διότι παρέχεται σε ιδιώτες επενδυτές η νομική δυνατότητα συγκεντρώσεως  του ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου που εξασφαλίζει τον ιδιοκτησιακό έλεγχο και την εκλογή  της πλειοψηφίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας. Η δε κατ’ ουσίαν  μετατροπή της δημοσίας επιχειρήσεως σε ιδιωτική, που λειτουργεί με γνώμονα το κέρδος, καθιστά  αβέβαιη τη συνέχεια της εκ μέρους της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας, και δη  υψηλής ποιότητας, η οποία δεν εξασφαλίζεται πλήρως με την κρατική εποπτεία. Σύμφωνα με τα  εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις, οι υπηρεσίες της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. παρέχονται μονοπωλιακώς, σε  μεγάλο πληθυσμό διαβιούντα υπό δυσμενείς οικιστικές συνθήκες στον περιορισμένο χώρο της  Αττικής, από δίκτυα που είναι μοναδικά στην περιοχή και ανήκουν στα πάγια περιουσιακά στοιχεία  της εταιρείας. Συνίστανται δε οι υπηρεσίες αυτές στην ύδρευση και στην αποχέτευση που είναι  αναγκαίες για την υγιεινή διαβίωση και, ιδίως, στην παροχή του πόσιμου ύδατος, φυσικού αγαθού  απαραίτητου για την επιβίωση που καθίσταται σπανιότερο συν τω χρόνω. Αβεβαιότητα ως προς τη  συνέχεια της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας με αυτόν τον βαθμό αναγκαιότητας  δεν συγχωρείται από το άρθρο 5 του Συντάγματος, ειδικότερα δε από τη διάταξη της παραγράφου  5 που προσετέθη με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής και κατοχυρώνει το  δικαίωμα στην προστασία της υγείας, καθώς και από το άρθρο 21 παρ. 3 που ορίζει ότι το Κράτος  μεριμνά για την υγεία των πολιτών. Συνεπώς, η αποξένωση του Ελληνικού Δημοσίου από την  πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., του οποίου η διατήρηση είναι αναγκαία –  υπό το δεδομένο νομικό καθεστώς – για να μη μετατραπεί η δημόσια επιχείρηση σε ιδιωτική,  συνιστά παράβαση των άρθρων 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος και για τον λόγο αυτό,  που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η  προσβαλλομένη απόφαση της ΔΕΑΑ κατά το μέρος της, με το οποίο μεταβιβάζονται στο ΤΑΙΠΕΔ και  οι τελευταίες μετοχές της εταιρείας που έχει στην κυριότητά του το Ελληνικό Δημόσιο [36.245.240  μετοχές που αντιστοιχούν σε ποσοστό 34,033% του μετοχικού κεφαλαίου] αλυσιτελούς  καθισταμένης της εξετάσεως των λοιπών προβαλλομένων λόγων. Κατά τη συγκλίνουσα γνώμη της  Συμβούλου Ε. Νίκα, αβεβαιότητα για τη συνέχεια της παροχής των υπηρεσιών υδρεύσεως και  αποχετεύσεως, κατά παράβαση των άρθρων 5 παρ. 5 και 21 παρ.3 του Συντάγματος, δεν  συνεπάγεται η απώλεια της δυνατότητας του Ελληνικού Δημοσίου να εκλέγει τα όργανα  διοικήσεως ΕΥΔΑΠ Α.Ε., αλλά η πλήρης αποξένωσή του από τα ιδιοκτησιακής φύσεως δικαιώματα  επί των δικτύων υδρεύσεως και αποχετεύσεως και των συναφών έργων και εγκαταστάσεων.  Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Δ. Σκαλτσούνης, Φ. Ντζίμας, Σ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλος, Β.  Αραβαντινός και Κ. Κουσούλης, οι οποίοι υποστήριξαν την εξής γνώμη : Από τις διατάξεις των  άρθρων 5 παρ. 1, 2, 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι το κράτος και οι οργανισμοί  τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), υπό την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 24 παρ. 2, 3, 4 και 5

του Συντάγματος για την πολεοδομική και οικιστική οργάνωση, οφείλουν να μεριμνούν, για τον  συνεχή εφοδιασμό όσων κατοικούν ή διαμένουν στην Χώρα με επαρκή για τις προσωπικές και  οικογενειακές τους ανάγκες ποσότητα πόσιμου ύδατος, το οποίο πληροί τους απαραίτητους όρους  υγιεινής και διατίθεται σε προσιτή τιμή. Η υπό τους ανωτέρω όρους εκπλήρωση της αποστολής  αυτής του κράτους και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, εφ’ όσον το Σύνταγμα δεν  διακρίνει σχετικά, μπορεί να επιδιωχθεί είτε με υπηρεσίες που ανήκουν οργανικά στο κράτος και  στους ΟΤΑ ή με νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία μετέχουν το κράτος ή οι ΟΤΑ,  ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής τους, είτε με νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα  οποία δεν μετέχουν το κράτος ή οι ΟΤΑ. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις εξακολουθούν να έχουν  εφαρμογή οι συνταγματικές επιταγές για συνεχή, επαρκή, υπό όρους υγιεινής και σε προσιτή τιμή  παροχή πόσιμου ύδατος η τήρηση δε των επιταγών αυτών εξασφαλίζεται με την άσκηση  κρατικής εποπτείας. Επομένως, η εν προκειμένω μεταβίβαση του κατεχομένου από το Δημόσιο  ποσοστού μετοχών της ΕΥΔΑΠ, με την οποία επέρχεται ως συνέπεια η πλήρης ιδιωτικοποίηση της  εν λόγω δημοσίας επιχειρήσεως, δεν προσκρούει στο Σύνταγμα, λαμβανομένου προσθέτως υπ’  όψη ότι α) οι σκοποί και η διάρκεια της εταιρείας ορίζονται κατά τρόπο δεσμευτικό από τις οικείες  νομοθετικές διατάξεις (1 παρ. 7 ν. 1068/1980, 1 παρ. 2 και 4 ν. 2744/1999), και β)  σύμφωνα με το  άρθρο 1 παρ. 8 ν. 2744/1999 απαγορεύεται η εκποίηση των δικτύων υδρεύσεως και  αποχετεύσεως που ανήκουν στην ΕΥΔΑΠ, των συναφών έργων και εγκαταστάσεων, καθώς και η  σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε αυτά.

      

 23. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, πρέπει : α) ως προς τους αιτούντες, οι οποίοι  παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, να καταργηθεί η δίκη και β) ως προς  τις αιτούσες, οι οποίες δεν νομιμοποίησαν τον δικηγόρο που παρέστη ως πληρεξούσιός τους, να  απορριφθεί η αίτηση. Περαιτέρω, κατά μερική αποδοχή της αιτήσεως, η οποία έχει ασκηθεί  παραδεκτώς από τους λοιπούς αιτούντες, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση της  ΔΕΑΑ ως προς την γενομένη δι’ αυτής μεταβίβαση από το Ελληνικό Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ (με σκοπό  τη διάθεση σε ιδιώτες επενδυτές χάριν της ενισχύσεως των δημοσίων εσόδων και της  εξυπηρετήσεως του δημοσίου χρέους) 36.245.240 μετοχών της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. που αντιστοιχούν σε  34,033% του μετοχικού κεφαλαίου. Τέλος, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η παρέμβαση του ΤΑΙΠΕΔ,  να απορριφθεί η παρέμβαση της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. και, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να αποδοθεί το  παράβολο και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 36 παρ. 1 και 4,  39 παρ. 1 του π.δ. 18/1989).

Δ ι ά  τ α ύ τ α

      

  • Καταργεί τη δίκη ως προς τους αιτούντες που παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της κρινομένης  αιτήσεως και απορρίπτει την αίτηση ως προς τις αιτούσες που δεν νομιμοποίησαν τον παραστάντα  δικηγόρο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.      
  • Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
  • Ακυρώνει την απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων  206/25.4.2012 (Β΄ 1363/26.4.2012) κατά το μέρος της, με το οποίο μεταβιβάζονται από το  Ελληνικό Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε. 36.245.240 μετοχές της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. (ποσοστό 34,033% του  μετοχικού κεφαλαίου).
  • Δέχεται εν μέρει την παρέμβαση του ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε.
  • Απορρίπτει την παρέμβαση της ΕΥΔΑΠ Α.Ε.
  • Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
  • Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
  • Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 και 21 Οκτωβρίου 2013 και στις 9 Μαΐου 2014.

             

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                Η Γραμματέας

Σωτ. Αλ. Ρίζος                                  Μ. Παπασαράντη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23ης Μαΐου 2014.

Ο Πρόεδρος                                                 Η Γραμματέας

Σωτ. Αλ. Ρίζος                                               Μ. Παπαδοπούλου

Π.Β.

 

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

460/2013 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 594335)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΡΜ 2013/789, ΝΟΒ 2013/788, ΔΔΙΚΗ 2013/959) Αλλοδαποί και ιθαγένεια  Αίτηση ακύρωσης της ΥΑ Φ 130181/23198/2010 για τον καθορισμό των  δικαιολογητικών που πρέπει να συνοδεύουν τη δήλωση και αίτηση εγγραφής στο Δημοτολόγιο  λόγω γέννησης ή φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα  Ο νομοθέτης, κατά τον καθορισμό των  προϋποθέσεων αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας από αλλοδαπούς, δύναται να προβλέψει  τρόπους κτήσεως αυτής βάσει της αρχής του δικαίου του εδάφους, θεσπίζοντας τυπικά και  ουσιαστικά κριτήρια, που να τεκμηριώνουν ένταξη στην ελληνική κοινωνία  Ειδικότερες γνώμες  

Τα  άρθρα 1,13 και 24 του ν  3838/2010 περί απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας από ανήλικα τέκνα  αλλοδαπών υπηκόων που γεννιούνται στην Ελλάδα και των οποίων οι γονείς διαμένουν στην χώρα  επί πέντε έτη ή από τέκνα αλλοδαπών που φοίτησαν επί έξι έτη σε ελληνικά σχολεία ή από  ενήλικους αλλοδαπούς που ζούσαν στην Ελλάδα μεταξύ 18ου και 21ου έτους και φοίτησαν επί έξη  έτη σε ελληνικό σχολείο, αντίκεινται στα άρθρα 1,4 παρ  3, 16, 25 παρ  1 και 29 παρ  1 του  Συντάγματος, αφού τα θεσπιζόμενα κριτήρια δεν συνδυάζονται και με στοιχεία που θα προσέδιδαν  στη διαμονή ουσιαστικά χαρακτηριστικά εντάξεως στην ελληνική κοινωνία  Αντίθετη μειοψηφία   Δεν μπορεί ο νομοθέτης να χορηγεί σε αλλοδαπούς το εκλογικό δικαίωμα, κατά την εκλογή των  οργάνων των ΟΤΑ και τα άρθρα 14, 15 παρ  1, 17, 20 και 21 του ν  3838/2010 αντίκεινται στο  Σύνταγμα, αφού αναγνωρίζουν σε αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων χωρών δικαίωμα του εκλέγειν  και εκλέγεσθαι  Αντίθετη μειοψηφία  Δεκτή η αίτηση ακύρωσης  Η αίτηση παραπέμφθηκε στην  Ολομέλεια με την υπ΄ αριθμ  350/2011 απόφαση του ΣτΕ  (Παρατηρήσεις Α  Καϊδατζή ΑΡΜ 2013/800)  (Παρατηρήσεις Χ  Δετσαρίδη ΔΔΙΚΗ 2013/984)

 Αριθμός 460/2013   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ   ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Π   Πικραμμένος, Πρόεδρος, Σωτ  Ρίζος, Νικ  Σακελλαρίου, Δημ  Πετρούλιας, Αθ  Ράντος, Αγγ   Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νικ  Ρόζος, Χρ  Ράμμος, Νικ   Μαρκουλάκης, Δ  Μαρινάκης, Γ  Παπαγεωργίου, Μ  Καραμανώφ, Μ  Βηλαράς, Ι  Μαντζουράνης, Αικ   Σακελλαροπούλου, Αικ  Χριστοφορίδου, Δ  Αλεξανδρής, Δ  Σκαλτσούνης, Α -Γ  Βώρος, Γ  Ποταμιάς,  Ε  Νίκα, Ι  Γράβαρης, Ε  Αντωνόπουλος, Γ  Τσιμέκας, Σπ  Μαρκάτης, Φ  Ντζίμας, Σπ   Χρυσικοπούλου, Ηρ  Τσακόπουλος, Μ  Σταματελάτου, Μ  Παπαδοπούλου, Β  Αραβαντινός, Α   Καλογεροπούλου, Εμμ  Κουσιουρής, Ο  Ζύγουρα, Β  Ραφτοπούλου, Κ  Φιλοπούλου, Θ  Αραβάνης,  Κ  Πισπιρίγκος, Μ  Πικραμένος, Σύμβουλοι, Φρ  Γιαννακού, Αικ  Ρωξάνα, Ουρ  Νικολαράκου,  Πάρεδροι  Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Σπ  Χρυσικοπούλου και Α  Καλογεροπούλου καθώς και  η Πάρεδρος Αικ  Ρωξάνα μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ  2 του  ν  3719/2008  Γραμματέας η Μ  Παπασαράντη

Για να δικάσει την από 5 Αυγούστου 2010 αίτηση:   του    , κατοίκου Αθηνών (     ), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Χριστίνα  Τσαμπάζη (Α Μ  9173), που την διόρισε στο ακροατήριο,   κατά του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ο οποίος  παρέστη με τους : 1) Νικόλαο Μαυρίκα, Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2)  Ανδρέα Ανδρουλιδάκη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,   και κατά των παρεμβαινόντων: 1), κατοίκου Αθηνών (        ), η οποία παρέστη με τον  δικηγόρο Νικόλαο Αλιβιζάτο (Α Μ  6976), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και 2) που  εδρεύει στην Αθήνα (      ), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους : α) Νικόλαο Αλιβιζάτο (Α Μ   6976), β) Χρήστο Πολίτη (Α Μ  2740) και γ) Φίλιππο Σπυρόπουλο (Α Μ  7310), που τους διόρισε με  πληρεξούσιο ο Πρόεδρος της Ένωσης.

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ   350/2011 αποφάσεως του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει  η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν : 1) η υπ’ αριθ   Φ 130181/23198/10/30 4 2010 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και  Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΦΕΚ Β΄ 562), 2) η υπ’ αριθ  24592/7 5 2010 (6η εγκύκλιος)  απόφαση του ίδιου ως άνω Υπουργού και 3) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της  Διοικήσεως

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση  εισηγήσεως, από τον Εισηγητή Σύμβουλο Ευθ  Αντωνόπουλο

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία του αιτούντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά  τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξουσίους  των παρεμβαινόντων και τους αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή  της

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου  

κ α ι   Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α   Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο   1

Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο  (1284940,1289507-8/2010 ειδικά γραμμάτια παραβόλου)

2  Επειδή, μετά την αποχώρηση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Παν   Πικραμμένου, λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας την 30-6-2012, αναπληρώνεται κατά την  διάσκεψη της παρούσης υποθέσεως από τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο Σωτ  Ρίζο, ο οποίος μετείχε  στη σύνθεση της Ολομελείας (βλ  απόφαση 2/2009 της Ολομελείας εν συμβουλίω και Πρακτικό  Διασκέψεως της Ολομελείας του Δικαστηρίου 172/2012)  Περαιτέρω, η Σύμβουλος Αννα  Καλογεροπούλου, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως λαμβάνει μέρος στη  διάσκεψη ως τακτικό μέλος (άρθρο 26 ν  3719/2008, ΦΕΚ Α΄241)

3  Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 17-9-2010 δικόγραφο προσθέτων  λόγων ζητείται η ακύρωση α) της υπ’ αριθμ’ Φ 130181/23198/ 30-4-2010 αποφάσεως του  Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΦΕΚ Β΄562) με τίτλο  «Καθορισμός δικαιολογητικών που πρέπει να συνοδεύουν τη δήλωση και αίτηση εγγραφής στο  Δημοτολόγιο λόγω γέννησης ή φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του  άρθρου 1 Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας» και β) της με αριθμό πρωτοκόλλου 24592/7-5-  2010 6ης Εγκυκλίου του ίδιου Υπουργού με τίτλο « Ασκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και  εκλέγεσθαι από τους ομογενείς και τους νομίμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών για την  ανάδειξη των αιρετών οργάνων της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης», κατά το μέρος που  αναφέρεται μόνο στην παροχή δικαιωμάτων εκλέγειν και εκλέγεσθαι στους υπηκόους τρίτων  χωρών

4  Επειδή, με την υπ’ αριθμ  350/2011 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου με επταμελή  σύνθεση επιλύθηκαν οριστικώς τα ζητήματα του παραδεκτού της κρινομένης αιτήσεως, της  συναφείας των προσβαλλομένων πράξεων, της παραδεκτής συμπροσβολής της υπ’ αριθμ   29982/1-6-2010 αποφάσεως του ίδιου Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής  Διακυβέρνησης με τίτλο «Παράταση προθεσμίας εγγραφής στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους  των ομογενών και των νομίμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών για την ανάδειξη των  αιρετών οργάνων της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης» (Β’ 754), του παραδεκτού της  παρεμβάσεως υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων του Σωματείου  «   » (για την πρώτη από αυτές) και της   (για την τρίτη  από αυτές που εκρίθη συναφής και παραδεκτώς συμπροσβαλλόμενη με την πρώτη και αφορούσε  στην παράταση της προθεσμίας εγγραφής στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους) και  απερρίφθησαν με οριστική κρίση, επίσης, λόγοι ακυρώσεως που αφορούσαν στο κύρος και την  συνταγματικότητα των διατάξεων του Ν 3838/2010 που ρύθμιζαν τον νέο τρόπο απονομής της  ελληνικής ιθαγένειας, καθώς και την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στις εκλογές των Ο Τ Α   πρώτου βαθμού από τους υπηκόους τρίτων χωρών  Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση  παρεπέμφθησαν προς επίλυση στην Ολομέλεια, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 100  παρ 5 του Συντάγματος, τα ζητήματα της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα των διατάξεων του  άρθρου 1 παρ  1,2,6, των άρθρων 14-21 και του άρθρου 24 του Ν 3838/2010 ως προς τους μη  κριθέντες οριστικώς λόγους, για τους οποίους το Τμήμα έκρινε ότι συνέτρεχε θέμα αντιθέσεως των  διατάξεων αυτών προς διατάξεις του Συντάγματος που αναφέρονται στην παραπεμπτική απόφαση

 5  Επειδή, στο άρθρο 1 παρ  2 και 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι «2  Θεμέλιο του πολιτεύματος  είναι η λαϊκή κυριαρχία  3  Ολες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του  Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα»  Στο άρθρο 4 παρ  3 ότι «Έλληνες είναι όσοι  έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος  Επιτρέπεται να αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια μόνο σε  περίπτωση που κάποιος απέκτησε εκούσια άλλη ιθαγένεια ή που ανέλαβε σε ξένη χώρα υπηρεσία  αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπει  ειδικότερα ο νόμος»  Στο άρθρο 16 παρ  2 ότι «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους  και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την  ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και  υπεύθυνους πολίτες», ενώ στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ότι «Τα έτη υποχρεωτικής  φοίτησης δεν μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα»  Στο άρθρο 25 παρ  4 ότι «Το Κράτος δικαιούται  να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής  αλληλεγγύης»  Στο άρθρο 29 παρ 1 ότι «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα  μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η  δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος  … »  

6  Επειδή, από τις παρατεθείσες διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος συνάγονται τα ακόλουθα: Ο  λαός αποτελεί ένα από τα τρία συστατικά στοιχεία του Κράτους και το κυρίαρχο όργανο αυτού, ο  καθορισμός δε των προσώπων που εντάσσονται σ’ αυτόν ανήκει ως κυριαρχική αρμοδιότητα στον  εθνικό νομοθέτη (πρβλ  Σ τ Ε 2279/1990 Ολομ )  Τούτο σημαίνει α) ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν  περιορίζεται, κατ’ αρχήν, από το διεθνές δίκαιο να ορίσει τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες  κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας- πλην της περιπτώσεως της δημιουργίας ανιθαγενών με  αυθαίρετη πράξη ή της περιπτώσεως προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων- και β) ότι δεν  υπάρχει ατομικό δικαίωμα, που γεννά αξίωση αποκτήσεως της ιθαγενείας, αφού επί του θέματος  αυτού αποφαίνεται κυριαρχικώς το οικείο Κράτος μέσω των αρμοδίων οργάνων του (βλ απόφαση  του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης της 6-4-1955 επί της υποθέσεως Nottebohm- Λιχτενστάιν  κατά Γουατεμάλας και Σ τ Ε  2060/2008, 1242/2007,3070/2002, 209/1993)  Εξ άλλου, το ότι ο  κατά το Σύνταγμα καθορισμός των προσόντων του έλληνα πολίτη ανατίθεται στο νόμο, δεν  σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης είναι ανεξέλεγκτος εξ επόψεως εσωτερικών συνταγματικών ορίων  για τον καθορισμό αυτό, ούτε ότι παύει να υπόκειται σε τυχόν προκύπτοντες από άλλες  συνταγματικές διατάξεις και αρχές περιορισμούς  Ιδιαίτερη σημασία για τους περιορισμούς αυτούς  έχουν εκείνες οι διατάξεις του Συντάγματος που συνδέουν με την νομική έννοια του πολίτη  πλείστες όσες συνέπειες (δικαίωμα εκλέγειν- εκλέγεσθαι, δικαίωμα διπλωματικής προστασίας,  υποχρέωση στρατεύσεως, εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων και καθήκοντος εθνικής  αλληλεγγύης κλπ)  Τούτο σημαίνει περαιτέρω, ότι ο νομοθέτης έχει μεν την δυνατότητα να εκτιμά  εκάστοτε τις συγκεκριμένες συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) και να καθορίζει τις  προϋποθέσεις κτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο, αλλά, εν  πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε και  υπάρχει ως εθνικό κράτος με συγκεκριμένη ιστορία και ότι ο χαρακτήρας αυτός είναι εγγυημένος  τουλάχιστον από τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ 3 του ισχύοντος Συντάγματος, τέλος δε και ότι  το κράτος αυτό είναι εντεταγμένο σε υπερεθνική κοινότητα εθνικών κρατών με παρόμοιες  συνταγματικές παραδόσεις (Ευρωπαϊκή Ενωση), η οποία, μάλιστα, κατά το άρθρο 4 παρ  2 της  Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση, σέβεται την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με  την θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή  Συνέπεια δε τούτων είναι ότι ελάχιστος όρος  και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η  ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα  οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα αλλά παριστούν διαχρονική  ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή  γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με την βοήθεια  μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων  (εκπαίδευση)  Εάν παρεγνωρίζετο η προϋπόθεση του ουσιαστικού δεσμού και ο νομοθέτης –  εναλλασσόμενος κατά θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος – μπορούσε να τον  αγνοήσει και να ελαχιστοποιήσει τα προσόντα κτήσεως της ιθαγενείας, τότε πρακτικώς θα  μπορούσε και να προσδιορίσει αυθαιρέτως την σύνθεση του λαού, με την προσθήκη  απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως, με χαλαρή ή ανύπαρκτη  ενσωμάτωση, με ό,τι τούτο θα συνεπήγετο για την συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του  πολιτεύματος, καθώς και την ομαλή, ειρηνική εξέλιξη της κοινωνικής ζωής, λαμβανομένου σοβαρά  υπόψη και του γεγονότος ότι το status της ιθαγένειας είναι αμετάκλητο, αφού η σχετική  συνταγματική ρύθμιση (άρθρο 4 παρ 3) απαγορεύει την αφαίρεση της ιθαγένειας πλην δύο  περιοριστικά καθοριζομένων περιπτώσεων (εκούσια απόκτηση άλλης ιθαγένειας, ανάληψη σε ξένη  χώρα υπηρεσίας αντίθετης προς τα εθνικά συμφέροντα)  Συνεπεία των ανωτέρω παραδοχών,  πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης, κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων αποκτήσεως της  ελληνικής ιθαγενείας από αλλοδαπούς, δύναται μεν, κατ’ απόκλιση από την βασική αρχή του  δικαίου της καταγωγής (ius sanguinis) ως αυτόματου τρόπου κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας,  να προβλέψει τρόπους κτήσεως της ιθαγενείας βάσει της αρχής του δικαίου του εδάφους (jus soli)  και περαιτέρω, να θεσπίζει για τις περιπτώσεις αυτές και τυπικά κριτήρια, όπως είναι η νόμιμη  παραμονή στην χώρα και η διάρκεια αυτής, αλλά θα πρέπει να τα συνδυάζει και με ουσιαστικά  κριτήρια, ούτως ώστε να τεκμηριώνεται ο γνήσιος δεσμός του αλλοδαπού προς την ελληνική  κοινωνία, δηλαδή η ενσωμάτωσή του σε αυτήν υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια  Οι Σύμβουλοι  Δημ Σκαλτσούνης, Σπ Μαρκάτης, Ηρ Τσακόπουλος και Μαρίνα Παπαδοπούλου με συγκλίνουσα  γνώμη υπεστήριξαν τα εξής: η διάταξη του άρθρου 4 παρ 3 εδ α’ του Συντάγματος, προβλέποντας  ότι «Έλληνες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος», αναθέτει στον κοινό νομοθέτη τον  καθορισμό των προσόντων του πολίτη, μη ορίζοντας δε κριτήρια ιθαγένειας, παρέχει σ’ αυτόν  ευρεία εξουσία καθορισμού των όρων και προϋποθέσεων κτήσεως αυτής  Η εξουσία αυτή δεν είναι  απόλυτη, αλλά οριοθετείται από τρία διαφορετικά πεδία α) από τις λοιπές διατάξεις του  Συντάγματος, υπό την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης οφείλει να σέβεται αυτές και να μη τις  παραβιάζει κατά τον καθορισμό των όρων και προϋποθέσεων για απόκτηση από αλλοδαπούς της  ελληνικής ιθαγένειας, μη δυνάμενος, λόγου χάριν, ενόψει του άρθρου 1 παρ 3 του Συντάγματος,  να καθιστά δυνατή την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς που αποδεδειγμένα  βαρύνονται με πράξεις αντεθνικής συμπεριφοράς ή, εν όψει του άρθρου 13 παρ 1 του  Συντάγματος, να εξαρτά την κτήση αυτή από συγκεκριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις κ ο κ  β)  από συγκεκριμένες υποχρεώσεις που προκύπτουν από διεθνείς συμβατικές δεσμεύσεις της χώρας,  όπως λόγου χάριν, για τον περιορισμό των περιπτώσεων της ανιθαγένειας και γ) από την ίδια τη  φύση του αντικειμένου της ρυθμίσεως, την οποία η ως άνω συνταγματική διάταξη προβλέπει  πράγματι, κατ’ αρχήν, η απονομή της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπό πολίτη αποτελεί το  τελευταίο στάδιο εντάξεώς του στην ελληνική κοινωνία σε βαθμό τέτοιο που τον οδηγεί να  ζητήσει, και να επιτύχει, κατόπιν εξατομικευμένης κρίσεώς του, την πολιτογράφησή του ως έλληνα  πολίτη (βλ  τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 19, τόσο του ισχύοντος, όσο και του προϊσχύσαντος  Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας)  Και ναι μεν ουδεμία συνταγματική διάταξη αποκλείει στον κοινό  νομοθέτη την πολιτική επιλογή της απονομής βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, δηλαδή χωρίς  εξατομικευμένη κρίση, της ελληνικής ιθαγένειας, σε αλλοδαπούς, οι οποίοι διαμένουν νομίμως στη  χώρα, ως μέσου για την μελλοντική, ομαλή ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία, προς τούτο,  όμως, το άρθρο 4 παρ  3 εδ α? του Συντάγματος, κατά την έννοιά του, απαιτεί από τον κοινό  νομοθέτη να θέτει με τη σχετική ρύθμιση όρους και προϋποθέσεις βάσει των οποίων η ομαλή  ένταξη των αλλοδαπών αυτών στην ελληνική κοινωνία να μπορεί να πιθανολογηθεί σε σοβαρό  βαθμό  Oι Αντιπρόεδροι Δημοσθ  Πετρούλιας και Αγγ  Θεοφιλοπούλου και οι Σύμβουλοι Ν  Ρόζος, Χ   Ράμμος, Ν  Μαρκουλάκης, Μ  Βηλαράς, Ι  Μαντζουράνης, Αικ  Σακελλαροπούλου, Α -Γ  Βώρος, Μ   Σταματελάτου, Ο  Ζύγουρα, Κ  Φιλοπούλου και Μ  Πικραμένος υπεστήριξαν την ακόλουθη γνώμη:  Για την αναγνώριση της ιδιότητας του έλληνα πολίτη και κατά συνεκδοχή την απονομή της  ελληνικής ιθαγένειας, δηλαδή του νομικού δεσμού συγκεκριμένου προσώπου με το ελληνικό  κράτος, (και όχι με το ελληνικό έθνος), το Σύνταγμα διαλαμβάνει ειδική ρύθμιση στο πρώτο εδάφιο  της παραγρ  3 του άρθρου 4, το οποίο ορίζει ότι «Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα  που ορίζει ο νόμος»  Με τη λιτή αυτή διάταξη, το Σύνταγμα εξουσιοδοτεί τον κοινό νομοθέτη να  καθορίζει τις προϋποθέσεις, («τα προσόντα»), που απαιτούνται για την απόκτηση της ελληνικής  ιθαγένειας, χωρίς να επιβάλλει κανένα, με την εν λόγω ειδική διάταξη, περιορισμό στη σχετική  εξουσία του νομοθετικού σώματος  Εκτός από τη ρητή και μη καταλείπουσα καμία ως προς τούτο  αμφιβολία, γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης του πρώτου εδαφίου της παραγρ  3 του  άρθρου 4 του Συντάγματος, ενδεικτική της ελευθερίας, που παρέχεται με αυτήν στο νομοθέτη,  είναι και η αντιπαραβολή της με τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της ίδιας παραγράφου, στην  οποία ρητώς ορίζονται οι περιπτώσεις, στις οποίες επιτρέπεται η αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας   Ο συνταγματικός νομοθέτης με τη διάταξη αυτή αναγνωρίζει ότι η ρύθμιση της απονομής της  ελληνικής ιθαγένειας αποτελεί πολιτική κατ’ εξοχήν επιλογή, συναρτώμενη με την εκτίμηση τόσο  της συνδρομής σκοπών δημόσιου συμφέροντος, όσο και του τρόπου εξυπηρέτησής τους, η οποία  μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, είτε εσωτερικές είτε διεθνείς, βάσει  και των οποίων διαμορφώνεται η πολιτική της Χώρας, καθώς επίσης και τις κρατούσες στο  νομοθετικό σώμα πολιτικές αντιλήψεις  Για το λόγο δε ακριβώς αυτό παρέχει στον κοινό νομοθέτη  ευρύτατα περιθώρια πολιτικών εκτιμήσεων και, κατά συνέπεια, άσκησης διαφορετικών πολιτικών,  όσον αφορά τον καθορισμό αφ’ ενός των δημόσιων σκοπών που εξυπηρετεί, την συγκεκριμένη  χρονική περίοδο, η απονομή της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς, αφ’ ετέρου δε των  κριτηρίων και της διαδικασίας που θεωρεί πρόσφορα για την επίτευξη των σκοπών αυτών  Υπέρ  της έννοιας αυτής συνηγορεί και η ιστορική καταγωγή της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης   Πράγματι, στο άρθρο 3 δεύτερο εδάφιο του Συντάγματος της 18 3 1844 υιοθετήθηκε αντίστοιχη  ρύθμιση, κατά την οποία «Πολίται είναι όσοι απέκτησαν ή αποκτήσωσι τα χαρακτηριστικά του  πολίτου κατά τους Νόμους του Κράτους», προκειμένου, όπως προκύπτει από τα επίσημα πρακτικά  συζητήσεων στην Εθνοσυνέλευση, να αναγνωρισθεί στο νομοθέτη ευρύτατη ευχέρεια καθορισμού  των προσόντων του πολίτη κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε συνθηκών (Επίσημα Πρακτικά, συνεδρ   ΚΣΤ?, 8 1 1844, σελ  143-144)  Και ορίζει μεν η διάταξη του άρθρου 1 παρ  3 του Συντάγματος ότι  όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό και «υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους…» ωστόσο,  ούτε από τη διάταξη αυτή ούτε από άλλη συνταγματική διάταξη απορρέει υποχρέωση του  νομοθέτη να θέτει ως προϋπόθεση για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, την διαπίστωση  γνήσιου δεσμού με το ελληνικό έθνος, δηλαδή την ύπαρξη ήδη διαμορφωθείσης εθνικής  συνείδησης των πολιτογραφούμενων αλλοδαπών  Κατά μείζονα δε λόγο, όταν πρόκειται για  απονομή ελληνικής ιθαγένειας σε ανήλικα τέκνα αλλοδαπών, τα οποία αφορούν οι επίμαχες  διατάξεις του Ν  3838/2010  Και τούτο διότι, άλλωστε, με την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας ο  αλλοδαπός καθίσταται έλληνας πολίτης, συμπολίτης των λοιπών ελλήνων πολιτών και όχι  ομοεθνής τους, δηλαδή δεν του αναγνωρίζεται και η ελληνική εθνική ταυτότητα  Είναι σαφής δε,  κατά το Σύνταγμα, η διάκριση μεταξύ λαού και έθνους  Η διασφάλιση της ομαλής ένταξης στην  οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας, δηλαδή στην ελληνική κοινωνία, των ανήλικων τέκνων  αλλοδαπών που διαβιούν μόνιμα και νόμιμα στην Χώρα επί χρονικό διάστημα ικανό, κατά την  ανέλεγκτη, κατ’ αρχήν, ουσιαστική εκτίμηση του κοινού νομοθέτη, για να θεμελιώσει τον αναγκαίο  δεσμό με την ελληνική κοινωνία, και κατά συνεκδοχή, η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και  ειρήνης, αποτελεί προφανώς έναν θεμιτό σκοπό δημόσιου συμφέροντος για τη χορήγηση σε αυτά  της ελληνικής ιθαγένειας  Ενόψει δε της ευρύτατης εξουσίας που της παρέχει το Σύνταγμα, η  Βουλή δεν υποχρεούται να καθορίσει ειδική διαδικασία ουσιαστικής και εξατομικευμένης σε κάθε  περίπτωση έρευνας, αλλά, έχει τη δυνατότητα να προβαίνει στη θέσπιση αντικειμενικών και μόνον  κριτηρίων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας και μάλιστα σε ανήλικα τέκνα αλλοδαπών,  όπως είναι η γέννηση και διαμονή τους στην Ελλάδα, από γονείς που διαμένουν μόνιμα και νόμιμα  στη Χώρα για ορισμένο χρόνο ή η επιτυχής φοίτησή τους σε ορισμένες τάξεις ελληνικού σχολείου  στην Ελλάδα και μόνιμη και νόμιμη διαμονή τους σ’ αυτήν, εφ’ όσον ο νομοθέτης εκτιμά ότι, με τη  συνδρομή των ως άνω αντικειμενικών κριτηρίων, δημιουργείται ένας επαρκής ουσιαστικός δεσμός  τους με την ελληνική κοινωνία, ικανός να διασφαλίσει την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, δηλαδή  την ομαλή ένταξή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας  Ανήκει συνεπώς στην  ευχέρεια του νομοθέτη, αφού ούτε η ειδική διάταξη του άρθρου 4 παρ  3, ούτε άλλη  συνταγματική διάταξη το επιβάλλει, να ορίσει, όταν κρίνει ότι τούτο είναι σκόπιμο, εκτός από τη  συνδρομή αντικειμενικών κριτηρίων και διοικητική διαδικασία εξατομικευμένης εκτίμησης  ουσιαστικών στοιχείων, η αξίωση της συνδρομής των οποίων, για την απονομή της ελληνικής  ιθαγένειας, προσιδιάζει άλλωστε σε ενηλίκους, όπως πράγματι τούτο παγίως ισχύει για την  πολιτογράφηση των ενηλίκων αλλοδαπών (βλ  άρθρο 6 του προϊσχύσαντος Κώδικα της Ελληνικής  Ιθαγένειας – Ν  3370/1955 – και άρθρα 5 και 7 του ισχύοντος Κώδικα – Ν  3284/2004)  Αντιθέτως,  επίσης παγίως προβλέπεται η απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας με μόνη προϋπόθεση τη γέννηση  του προσώπου σε ελληνικό έδαφος και χωρίς κανένα άλλο κριτήριο, (όπως ελάχιστος χρόνος  μόνιμης διαμονής των αλλοδαπών γονέων στη χώρα ή ουσιαστικός δεσμός τους με την ελληνική  κοινωνία), εφ’ όσον πρόκειται για ανιθαγενείς, δηλαδή για πρόσωπα τα οποία δεν αποκτούν με τη  γέννησή τους αλλοδαπή ιθαγένεια ή είναι άγνωστης ιθαγένειας  (βλ  άρθρα 1 του Ν Δ  3370/1955, 1  του Ν  1438/1984, και 1 του Ν  3284/2004)  Ούτε δε μπορεί να γίνει ευλόγως δεκτό ότι, μολονότι  το Σύνταγμα αναθέτει χωρίς περιορισμούς, με την ειδική διάταξη του άρθρου 4 παρ  3, στη Βουλή  τον καθορισμό των προϋποθέσεων απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας, παρά ταύτα δεν  εμπιστεύεται την εκτίμησή της για την δημιουργία, εφ’ όσον συντρέχουν τα προβλεπόμενα  αντικειμενικά κριτήρια, ουσιαστικού δεσμού των ανηλίκων αλλοδαπών και των γονέων τους με  την ελληνική κοινωνία και απαιτεί επιπλέον εξατομικευμένη προς τούτο κρίση διοικητικών  οργάνων  Τέλος, ναι μεν, κατά τα προεκτεθέντα, με την ανωτέρω ειδική συνταγματική διάταξη  του πρώτου εδαφίου της παραγρ  3 του άρθρου 4 εξουσιοδοτείται, χωρίς όρους, ο νομοθέτης να  ορίζει τα κριτήρια απονομής της ελληνικής ιθαγένειας, ωστόσο οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις  δεν είναι δικαστικώς ανέλεγκτες  Εν όψει όμως της ευρύτατης εξουσίας που παρέχει το Σύνταγμα  στη Βουλή και των πολιτικών, προεχόντως, εκτιμήσεων, βάσει των οποίων αυτή προβαίνει στις  κατάλληλες, κατά την ουσιαστική της κρίση, νομοθετικές επιλογές, το Δικαστήριο, προκειμένου να  κρίνει αντίθετες προς το Σύνταγμα τις επίμαχες διατάξεις του Ν  3838/2010, για τη χορήγηση της  ελληνικής ιθαγένειας σε ανήλικα τέκνα αλλοδαπών, περιορίζεται να ελέγξει μόνον εάν οι  ουσιαστικές εκτιμήσεις του νομοθέτη, όσον αφορά τόσον τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου  συμφέροντος, όσον και την προσφορότητα των θεσπιζόμενων, για την επίτευξη του σκοπού  αυτού, κριτηρίων απονομής της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς είναι, αντικειμενικά και  λογικά, καταδήλως εσφαλμένες και συνεπώς παράλογες  Και τούτο διότι, άλλως, το Δικαστήριο,  μέσω του δικαστικού ελέγχου, ουσιαστικά θα υποκαθιστούσε ανεπιτρέπτως, δηλαδή καθ’  υπέρβαση του συνταγματικού του ρόλου, τη Βουλή στην άσκηση του νομοθετικού της έργου,  αφού θα ήλεγχε, παρεμβαίνοντας με τον τρόπο αυτό στο πεδίο των πολιτικών αντιπαραθέσεων, τη  σκοπιμότητα των σχετικών νομοθετικών επιλογών, στις οποίες μάλιστα ο κοινός νομοθέτης  προβαίνει, κατά το Σύνταγμα, βάσει θεωρήσεων κατ’ εξοχήν πολιτικού χαρακτήρα και ειδικώς σε  ένα θέμα υψηλής πολιτικής, όπως είναι αυτό της απονομής της ελληνικής ιθαγένειας σε  αλλοδαπούς, το οποίο μάλιστα συνάπτεται και με τις διεθνείς σχέσεις της Χώρας  Κατά την  ειδικότερη γνώμη του Συμβούλου Μιχ  Πικραμένου επιπροσθέτως των ανωτέρω, λεκτέα και τα  εξής : Η ρήτρα «υπέρ του έθνους» που καθιερώνει το άρθρο 1 παρ  3 του ισχύοντος Συντάγματος,  ερμηνευόμενη ενόψει των σύγχρονων διεθνών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών  στο πλαίσιο των οποίων αναπτύσσονται, μεταξύ των άλλων, διαδοχικά μεταναστευτικά ρεύματα  που διακρίνονται για τη μαζικότητά τους, αποβλέπει στη διατήρηση της συνέχειας και της  ενότητας του ελληνικού έθνους  Ο σκοπός αυτός επιδιώκεται με την επεξεργασία και κατάστρωση  διαφόρων δημοσίων πολιτικών οι οποίες μπορεί να λαμβάνονται είτε από την κυβέρνηση, η οποία  καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας κατά το άρθρο 82 παρ  1 του  Συντάγματος, είτε από το νομοθετικό σώμα κατά τα άρθρα 73 επ  του Συντάγματος που ορίζουν  τη νομοθετική λειτουργία της βουλής  Ως εκ τούτου, τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας έχουν την  ευχέρεια να εντάξουν στις ανωτέρω δημόσιες πολιτικές την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας για  συγκεκριμένες κατηγορίες αλλοδαπών, εφόσον πληρούν ειδικά κριτήρια και τηρείται ειδική  διαδικασία, πέραν των γενικώς ισχυόντων κανόνων στο ελληνικό δίκαιο της ιθαγένειας, που  εμφανίζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και κρίνονται, για το λόγο αυτό, πρόσφορες για την  εφαρμογή της εν λόγω δημόσιας πολιτικής, με σκοπό να διασφαλισθεί, σε πρώτο επίπεδο, η ομαλή  ένταξή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, δηλαδή στην ελληνική κοινωνία  Με  την υιοθέτηση δε αυτής της δημόσιας πολιτικής, η οποία έχει ως άξονα την απονομή της ελληνικής  ιθαγένειας και τη συνακόλουθη ένταξη κατηγοριών αλλοδαπών στον ελληνικό λαό, ο νομοθέτης  αποβλέπει και σ’ ένα δεύτερο μακροπρόθεσμο στόχο : στη δημιουργία των κατάλληλων όρων και  προϋποθέσεων για να ενστερνισθούν οι εν λόγω κατηγορίες αλλοδαπών ή οι απόγονοι αυτών,  θεμελιώδεις αξίες και αρχές του ελληνικού έθνους και με τον τρόπο αυτό να συμμετάσχουν στη  διατήρηση και τη συνέχεια του πολιτισμού, της γλώσσας, των ηθών και εθίμων και άλλων  προσδιοριστικών στοιχείων του ελληνισμού  Επί τη βάσει των ανωτέρω, ο κοινός νομοθέτης έχει  την ευχέρεια, στα πλαίσια της δημόσιας πολιτικής για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού  ζητήματος, να θεσπίζει ειδικά κριτήρια και ειδική διαδικασία για την απονομή της ελληνικής  ιθαγένειας στα ανήλικα τέκνα αλλοδαπών που αποτελούν διακριτή κατηγορία με ιδιαίτερα  χαρακτηριστικά  Το γεγονός ότι τα ανήλικα τέκνα αλλοδαπών μπορεί να αποτελέσουν διακριτή  κατηγορία, προκύπτει άλλωστε και από το ίδιο το Σύνταγμα το οποίο έχει αναγάγει σε αντικείμενο  ιδιαίτερης ρύθμισης τους ανήλικους καθιερώνοντας ειδικές ρυθμίσεις, όπως το άρθρο 21 παρ  1  που προβλέπει την προστασία της παιδικής ηλικίας καθώς και το άρθρο 16 παρ  2 το οποίο ορίζει  τη βασική αποστολή της παιδείας που έχει ως βασικούς αποδέκτες τους ανήλικους  Έτσι, ο  νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να προβαίνει στη θέσπιση αντικειμενικών κριτηρίων για την  απονομή της ελληνικής ιθαγένειας στα ανήλικα τέκνα αλλοδαπών, λαμβάνοντας υπόψη ότι  πρόκειται για άτομα που μεγαλώνουν μέσα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας,  χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας, εξοικειώνονται με τα ήθη, τα έθιμα και  την πολιτιστική παράδοση της χώρας, ενώ ταυτόχρονα μετέχουν της ελληνικής παιδείας  φοιτώντας σε σχολεία τα οποία έχουν ως βασική αποστολή την ηθική, πνευματική, επαγγελματική  και φυσική αγωγή των ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη  διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες

7  Eπειδή, ο έλληνας νομοθέτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα μεταναστευτικά ρεύματα τα  προερχόμενα, κατ’ αρχάς, από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, λόγω των πολιτικών  μεταβολών και ανακατατάξεων στις χώρες αυτές, μεταγενεστέρως δε και από άλλες ηπείρους  (Ασία, Αφρική) προέβη σε σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων σχετικά με την είσοδο, την παραμονή και  την εργασία αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών στη χώρα  Αρχικώς, με τον Ν  1975/1991 (Α΄  184), ο οποίος όρισε ότι η είσοδος και παραμονή αλλοδαπών στην χώρα επιτρέπεται μόνον εφ’  όσον είναι εφοδιασμένοι με έγκυρα ταξιδιωτικά έγγραφα και θεώρηση εισόδου ή διαθέτουν  προέγκριση εισόδου για εργασία ή άδεια διαμονής με σκοπό την εργασία και ρύθμισε τα της  χορηγήσεως των αδειών αυτών διαμονής και εργασίας  Κατά τη διάρκεια της ισχύος του νόμου  αυτού και ενόψει του γεγονότος της εισόδου και παραμονής στη χώρα αγνώστου αριθμού και  προελεύσεως αλλοδαπών, χωρίς άδειες εργασίας και διαμονής εξεδόθησαν τα Προεδρικά  Διατάγματα 358 και 359 /1997 (Α΄240), με τα οποία προβλέφθηκαν για τους παρανόμως  διαμένοντες στη χώρα αλλοδαπούς «προσωρινή νομιμοποίηση» με την χορήγηση «προσωρινής  άδειας παραμονής» (με το πρώτο διάταγμα) και χορήγηση «κάρτας παραμονής περιορισμένης  χρονικής διάρκειας» (με το δεύτερο διάταγμα) προκειμένου να απασχοληθούν με σχέση  εξηρτημένης εργασίας ή ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες  Οι άδειες αυτές εξεδίδοντο υπό  διαφορετικές, πολύ περισσότερο χαλαρές προϋποθέσεις από τις τασσόμενες στον αρχικό νόμο με  δεδομένο ότι εκεί προϋπετίθετο ότι οι αλλοδαποί εισέρχονται νομίμως στη χώρα και εφοδιάζονται  με άδεια εργασίας και παραμονής άμα τη εγκαταστάσει τους  Σκοπός των εκτάκτων αυτών  ρυθμίσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ 1 του Π Δ  358/1997 ήταν η καταγραφή των  αλλοδαπών που διέμεναν παράνομα στην Ελλάδα και είτε απασχολούνταν είτε αναζητούσαν  απασχόληση και η έναρξη της διαδικασίας για την νομιμοποίησή τους υπό προϋποθέσεις   Επακολούθησε ο Ν 2910/2001 (Α΄91) που διατήρησε το καθεστώς του προηγουμένου νόμου,  δηλαδή την είσοδο στη χώρα με έγκυρα ταξιδιωτικά έγγραφα και θεώρηση εισόδου και τον  εφοδιασμό με άδεια διαμονής για λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στον νόμο (σπουδές,  παροχή εξηρτημένης εργασίας, άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, οικογενειακή  συνένωση κλπ)  Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 19, 20 και 21 του νόμου αυτού  προκύπτει ότι η χορήγηση άδειας εργασίας αποτελεί προϋπόθεση για την χορήγηση άδειας εισόδου  και άδειας παραμονής  Περαιτέρω, ότι η άδεια διαμονής, εκτός της προηγουμένης προϋποθέσεως  χορηγείται μόνον εφ’ όσον ο αλλοδαπός έχει συνάψει σύμβαση εργασίας, είναι ασφαλισμένος για  την κάλυψη των εξόδων νοσηλείας, ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως και εργατικού ατυχήματος  και έχει εξασφαλίσει κατάλυμα για την διαμονή του  Εκ παραλλήλου, στα άρθρα 25-27 του ίδιου  νόμου ρυθμίζονται τα της χορηγήσεως άδειας εισόδου και διαμονής για την άσκηση ανεξάρτητης  οικονομικής δραστηριότητας με προϋποθέσεις επαρκείας πόρων και συμβολής στην οικονομική  ανάπτυξη, καθώς και πλήρους ασφαλιστικής καλύψεως με παράλληλη εκπλήρωση των  φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων 

Επίσης, στο κεφάλαιο του νόμου με τίτλο  «δικαιώματα και υποχρεώσεις αλλοδαπών»ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: άρθρο 40 «1   Ανήλικοι αλλοδαποί, που διαμένουν στην ελληνική επικράτεια, υπάγονται στην υποχρέωση της  ελάχιστης σχολικής φοίτησης, όπως και οι ημεδαποί…5  Αλλοδαποί που έχουν αποφοιτήσει από την  δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα έχουν πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, υπό  τους αυτούς όρους και προϋποθέσεις όπως και οι ημεδαποί », στο άρθρο 41 «1…3  Αλλοδαπός,  κάτοχος αδείας παραμονής, οφείλει να αναχωρήσει χωρίς άλλη ειδοποίηση μέχρι την τελευταία  ημέρα της λήξης της ισχύος της, εκτός αν πριν από τη λήξη της έχει υποβάλει αίτηση για ανανέωσή  της  4  Αλλοδαπός, στον οποίο δεν εγκρίθηκε παραμονή ή ανανέωση της άδειας διαμονής του,  υποχρεούται να εγκαταλείψει αμέσως το ελληνικό έδαφος χωρίς άλλες διατυπώσεις»  Τέλος, στο  άρθρο 66 του νόμου με τίτλο «παράνομοι αλλοδαποί» επετράπη η χορήγηση άδειας παραμονής  εξάμηνης διάρκειας σε αλλοδαπούς που κατά την έναρξη ισχύος του νόμου διέμεναν παράνομα  στην χώρα, εφ’ όσον είχε λήξει η κάρτα παραμονής περιορισμένης χρονικής διάρκειας χωρίς να  ανανεωθεί ή η κάρτα προσωρινής άδειας παραμονής ή η άδεια παραμονής και εφ’ όσον διέμεναν  αποδεδειγμένα στη χώρα μετά τη λήξη τους επί ένα έτος μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου  Το  ίδιο δικαίωμα παρεσχέθη και στους αλλοδαπούς που είχαν ασκήσει προσφυγή κατά των  αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων του Ο Α Ε Δ  για την χορήγηση κάρτας παραμονής  περιορισμένης χρονικής διάρκειας και ενέπιπταν στην ρύθμιση του άρθρου 2 του Π Δ  359/1997  εφ’ όσον παραιτούνταν από την προσφυγή αυτή 

Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του  νόμου για το άρθρο αυτό, με τις ρυθμίσεις του αποσκοπείται η νομιμοποίηση των αλλοδαπών που  διέμεναν παράνομα στην Ελλάδα, τούτο δε κατέστη αναγκαίο για να αντιμετωπισθεί ένα έντονο  κοινωνικό πρόβλημα, δηλαδή, το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός αλλοδαπών διέμεναν  παράνομα στην Ελλάδα και δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στην οικονομική και κοινωνική ζωή  του τόπου ισότιμα με τους Έλληνες και τους νόμιμους αλλοδαπούς  Η κατά τη διάταξη αυτή  διάρκεια της εξάμηνης άδειας διαμονής παρετάθη αρχικώς με την παρ  8 του άρθρου 21 του  Ν 3013/2002 (Α’ 102) μέχρι τις 31-12-2002  Εν συνεχεία δόθηκε νέα παράταση ισχύος των αδειών  αυτών μέχρι 30-6-2003 με το άρθρο 23 του Ν 3103/2003 (Α΄23)  Επακολούθησαν δε νέες,  αυτοδίκαιες παρατάσεις ισχύος των προσωρινών αυτών αδειών μέχρι 30-6-2004 (άρθρο 25  Ν 3242/2004 Α΄102)  Ακολούθως, με τον Ν 3386/2005 (Α΄212) , ο νομοθέτης ενέμεινε στις πάγιες  ρυθμίσεις των προηγουμένων νόμων (αναγκαιότητα θεωρήσεως εισόδου, χορηγουμένης από τα  ελληνικά προξενεία των χωρών προελεύσεως, άρθρο 6 επ, απαίτηση για την παραμονή στη χώρα  αδειών παραμονής και αδειών εργασίας με περιορισμένη χρονική διάρκεια και προσδιορισμένους  από τον νόμο σκοπούς, άρθρο 9 επ, πρόβλεψη απελάσεων όσων στερούνται των νομίμων αδειών  και εν γένει όσων παραβιάζουν τον νόμο, άρθρο 76 επ )  Εξ άλλου, προς ενίσχυση της διαδικασίας  κοινωνικής εντάξεως, ο νέος νόμος προέβλεψε, σύμφωνα και με την Οδηγία 2003/109 / ΕΚ (  L16της 23-1-2004 ), το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος αλλοδαπού (άρθρο 67 επ ), το  οποίο είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκό για τους αλλοδαπούς με πιστοποιημένη υψηλού βαθμού κοινωνική  ένταξη υπό προϋποθέσεις, όμως, αυστηρά οριοθετημένες (νόμιμη διαμονή στη χώρα τουλάχιστον  επί πενταετία, επαρκής γνώση της ελληνικής γλώσσας, γνώση στοιχείων της ελληνικής ιστορίας και  του ελληνικού πολιτισμού)  Και ο νόμος αυτός, όμως, περιέλαβε στις μεταβατικές διατάξεις του  (άρθρο 91 παρ 10 επ ) ρυθμίσεις νομιμοποιήσεως αγνώστου αριθμού αλλοδαπών, οι οποίοι, παρά  τις νομιμοποιητικές διατάξεις των προηγουμένων νομοθετημάτων, διέμειναν στην χώρα παράνομα  και είτε εργάσθηκαν παράνομα είτε δεν εργάσθηκαν καθόλου  Οι ρυθμίσεις αυτές συνοπτικώς  είναι: α) νομιμοποιήσεις αλλοδαπών, με την αυτοδίκαιη παράταση μέχρι 31-12-2005 ισχύος αδειών  διαμονής που είχαν αυτοδικαίως παραταθεί μέχρι 30-6-2004 με προηγούμενα νομοθετήματα είτε  με την παράταση ισχύος μέχρι το ίδιο χρονικό σημείο αδειών διαμονής που είχαν λήξει μετά την  ημερομηνία αυτή (παρ  10), β) νομιμοποιήσεις αλλοδαπών που παρέμεναν στην χώρα χωρίς  οιαδήποτε άδεια διαμονής, με την διευκόλυνση χορηγήσεως σχετικών αδειών, χωρίς τη συνδρομή  των παγίων προϋποθέσεων, εφ’ όσον αποδεικνύουν την παραμονή τους στη χώρα μέχρι την 31-  12-2004  Οι άδειες αυτές χορηγούνται, κατόπιν αιτήσεως υποβαλλομένης μέχρι 31-12-2005 με  απόφαση του Γενικού Γραμματέως Περιφέρειας, έχουν ετήσια ισχύ και συγχρόνως επέχουν θέση  άδειας εργασίας (παρ 11)  Οι εξαιρετικές αυτές ρυθμίσεις θεσπίστηκαν, όπως προκύπτει από την  εισηγητική έκθεση «στο πλαίσιο οριστικής καταγραφής των υπηκόων τρίτων χωρών και προς  οριστική εκκαθάριση του χρόνιου σχετικού προβλήματος…»  Παρά ταύτα επαναλήφθηκαν με το  άρθρο 18 παρ 4 του Ν 3536/2007 (Α΄ 42), με το οποίο δόθηκε και νέα προθεσμία υποβολής  αιτήσεως νομιμοποιήσεως μέχρι 30-9-2007  Κρίσιμα για την κατανόηση των εξαιρετικών αυτών  ρυθμίσεων («νομιμοποιήσεων») όσο και των αντιστοίχων των προηγουμένων νομοθετημάτων  είναι όσα αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση του ν  3886/2005: «Α) Γενικά Ι… ΙΙ…  ΙΙΙ  Το 1997  θεσμοθετήθηκε η πρωτοβουλία καθιέρωσης ενός συστήματος καταγραφής και ενσωμάτωσης του  «αφανούς» πληθυσμού των παράνομων αλλοδαπών, μέσω των π δ  358 και 359/1997, με τα  οποία καθιερώθηκε ένας νέος, παράλληλος με τους προβλεπόμενους στο ν  1975/1991, τίτλος  νόμιμης παραμονής και εργασίας αλλοδαπού στη Χώρα, η λεγόμενη «πράσινη κάρτα»  Το  εγχείρημα αυτό, παρά τον έκδηλα μεταβατικό του χαρακτήρα… ανέσυρε από την αφάνεια ένα  μέρος των παρανόμων αλλοδαπών… IV)  Ακολούθησε ο ν  2910/2001, ο οποίος επιχείρησε να  αντιμετωπίσει τις αδυναμίες που είχαν ήδη επισημανθεί υπό το καθεστώς του ν  1975/1991 και  των προαναφερθέντων διαταγμάτων… Κατά γενική διαπίστωση δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα  αποτελέσματα  Ο αρχικός στόχος του ίδιου νόμου για την καταγραφή και νομιμοποίηση όλων των  αλλοδαπών, μέσω της χορήγησης προσωρινής άδειας σε αυτούς, δεν ολοκληρώθηκε…»  8  Επειδή,  από τις παρατεθείσες διατάξεις των νομοθετημάτων που ρύθμισαν την είσοδο, διαμονή και εργασία  των αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών κατά το μετά το έτος 1990 χρονικό διάστημα  προκύπτουν τα εξής: οι πάγιες διατάξεις που οργάνωσαν σύστημα νόμιμης μεταναστεύσεως στη  χώρα παραβιάσθηκαν λόγω των εκτάκτων συνθηκών της μαζικής εισόδου αλλοδαπών υπηκόων  τρίτων χωρών διαφόρου προελεύσεως  Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν ότι στη χώρα  παρέμεινε άγνωστος αριθμός αλλοδαπών, που δεν πληροί τις προϋποθέσεις των παγίων διατάξεων  και στους οποίους επανειλημμένως παρεσχέθη η δυνατότητα να νομιμοποιηθούν είτε με τη  χορήγηση αδειών, χωρίς τις προϋποθέσεις των παγίων διατάξεων είτε με τις αυτοδίκαιες  παρατάσεις αδειών διαμονής και εργασίας, χωρίς αντίστοιχες πιστοποιήσεις διοικητικής αρχής και  χωρίς καν την συμμετοχή του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού (υποβολή αιτήσεως)  Περαιτέρω δε, ότι  ο ακριβής χρόνος διαμονής των ως άνω προσώπων και πολύ περισσότερο η νομιμότητα της  διαμονής αυτής δεν είναι δυνατόν να πιστοποιηθούν από τη Διοίκηση, όπως αυτό, άλλωστε,  προκύπτει τόσο από τα κείμενα των νόμων, όσο, κυρίως και από τις αιτιολογικές τους εκθέσεις

9  Επειδή, τέλος, ο επίμαχος νόμος 3838/2010 προβλέπει στο άρθρο 1 ότι στον ν  3284/2004 (Α΄  217 – «Κώδικας Ελληνικής Ιθαγενείας») προστίθεται ένα νέο άρθρο (το 1Α), με το οποίο εισάγεται  ένας νέος τρόπος κτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας με τη γέννηση του αλλοδαπού στην Ελλάδα ή  τη φοίτηση σε ελληνικό σχολείο και τη σχετική δήλωση των γονέων ή του ιδίου  Ειδικότερα, στο  άρθρο 1Α προβλέπεται: «1  Τέκνο αλλοδαπών που γεννιέται και συνεχίζει να ζει στην Ελλάδα από  γονείς που διαμένουν μόνιμα και νόμιμα και οι δυο στη Χώρα επί πέντε τουλάχιστον συνεχή έτη,  αποκτά από τη γέννηση του την Ελληνική Ιθαγένεια, εφόσον οι γονείς του υποβάλουν κοινή  σχετική δήλωση και αίτηση εγγραφής του τέκνου στο δημοτολόγιο του δήμου της μόνιμης  κατοικίας του, μέσα σε τρία έτη από τη γέννηση  Σε περίπτωση μεταγενέστερης υποβολής της  δήλωσης και αίτησης, η ιθαγένεια αποκτάται από την υποβολή τους  Αν το τέκνο γεννήθηκε πριν  τη συμπλήρωση της πενταετούς νόμιμης διαμονής και από τους δύο γονείς στη Χώρα, η κοινή  δήλωση και αίτηση εγγραφής υποβάλλεται με την παρέλευση της πενταετούς συνεχούς νόμιμης  διαμονής και του δεύτερου γονέα, το δε τέκνο αποκτά την Ελληνική Ιθαγένεια από την υποβολή  τους  2  Τέκνο αλλοδαπών που έχει ολοκληρώσει επιτυχώς την παρακολούθηση έξι τουλάχιστον  τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα και νόμιμα στη Χώρα αποκτά την  Ελληνική Ιθαγένεια από τη συμπλήρωση του εξαετούς χρόνου φοίτησης με κοινή δήλωση και  αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο του δήμου μόνιμης κατοικίας του που υποβάλλουν οι γονείς  του μέσα σε τρία έτη από τη συμπλήρωση του χρόνου αυτού  Σε περίπτωση μεταγενέστερης  υποβολής της δήλωσης και αίτησης και μέχρι την ενηλικίωση του τέκνου, η ιθαγένεια αποκτάται  από την υποβολή της σχετικής δήλωσης και αίτησης  3  Η Ελληνική Ιθαγένεια αποκτάται από τέκνα  αλλοδαπών με δήλωση των γονέων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων  παραγράφων του παρόντος άρθρου, μόνον εφόσον και οι δύο γονείς τους διαμένουν νομίμως στην  Ελλάδα δυνάμει σχετικού νόμιμου τίτλου σε ισχύ  …6  Εφόσον η δήλωση και αίτηση εγγραφής στο  δημοτολόγιο, που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, δεν υποβλήθηκε  από κοινού από τους γονείς μέχρι την ενηλικίωση του, το τέκνο αποκτά την Ελληνική Ιθαγένεια με  δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο, που το ίδιο δικαιούται να υποβάλει στον δήμο  όπου κατοικεί νόμιμα και μόνιμα δυνάμει σχετικού νόμιμου τίτλου σε ισχύ, μέσα σε αποκλειστική  προθεσμία τριών ετών από την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του  Η αίτηση  απορρίπτεται αν συντρέχει ποινικό κώλυμα, κατά την περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του  άρθρου 5 ή λόγοι δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας, κατά το άρθρο 5Β  Η διερεύνηση της συνδρομής  των αρνητικών προϋποθέσεων του προηγούμενου εδαφίου διενεργείται με ανάλογη εφαρμογή της  προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 διαδικασίας και εντός προθεσμίας έξι μηνών  Η  σχετική διαδικασία και προθεσμίες αναστέλλονται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του  άρθρου 31  Η απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας εκδίδεται εντός έτους από την  υποβολή της δήλωσης και αίτησης  Η Ελληνική Ιθαγένεια αποκτάται στην περίπτωση αυτή από την  υποβολή της δήλωσης και αίτησης»  Σύμφωνα δε με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 του  Γ΄ Κεφαλαίου του αυτού νόμου : «1  Στους αλλοδαπούς οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του  νόμου αυτού ικανοποιούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1Α του Κώδικα  Ελληνικής Ιθαγενείας και έχουν ήδη ενηλικιωθεί, χορηγείται προθεσμία τριών ετών για να  υποβάλουν την αίτηση και δήλωση που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές  Η ιθαγένεια  αποκτάται από την υποβολή της δήλωσης και αίτησης με βάση τους εκεί προβλεπόμενους όρους  και διαδικασία  2  Την Ελληνική Ιθαγένεια αποκτούν επίσης σύμφωνα με το άρθρο 1Α παρ  1 του  Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας και όσα τέκνα αλλοδαπών έχουν γεννηθεί και συνεχίζουν να ζουν  στην Ελλάδα από γονείς που διαμένουν νόμιμα και οι δύο στη Χώρα εφόσον κατά την έναρξη  ισχύος του παρόντος νόμου η νόμιμη διαμονή ενός τουλάχιστον εξ αυτών υπερβαίνει τα πέντε  συνεχή έτη»  Εξ άλλου, στο άρθρο 13 του Α΄ Κεφαλαίου ορίζεται : «Στο άρθρο 32 του Κώδικα  Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως αυτός κυρώθηκε με το ν  3284/2004 και ισχύει, προστίθεται νέα  παράγραφος 3 ως εξής: «Τα δικαιολογητικά που πρέπει να συνοδεύουν τη δήλωση και αίτηση  εγγραφής στο δημοτολόγιο που προβλέπεται στο άρθρο 1Α του παρόντος Κώδικα, καθώς και κάθε  άλλο, σχετικό θέμα για την εκτέλεση των διατάξεων αυτού καθορίζονται με απόφαση του  Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης»  Οι ως άνω διατάξεις  τροποποίησαν το υφιστάμενο νομικό καθεστώς αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας, το οποίο  βασίζεται, κατά κύριο λόγο στο «δίκαιο της καταγωγής» (jus sanguinis)και προσέθεσαν  περιπτώσεις αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας, μεταξύ των άλλων και βάσει του «δικαίου του  εδάφους» (jus soli)  Οι περιπτώσεις αυτές είναι α) απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από ανήλικα  τέκνα αλλοδαπών υπηκόων που γεννιούνται στην Ελλάδα και των οποίων οι γονείς διαμένουν  στην χώρα επί πέντε έτη  Η διαμονή απαιτείται να είναι μόνιμη και νόμιμη, η δε ιθαγένεια αποκτάται  με δήλωση των γονέων β) απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από τέκνα αλλοδαπών που  φοίτησαν επί έξι έτη σε ελληνικά σχολεία γ) απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από ενήλικους  αλλοδαπούς με δήλωσή τους μεταξύ 18ου και 21ου έτους, εφ’ όσον εφοίτησαν επί έξη έτη σε  ελληνικό σχολείο  Εξ άλλου, με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρέχεται αποκλειστική  προθεσμία τριών ετών από την έναρξη ισχύος του νόμου σε ενήλικους αλλοδαπούς που πληρούν  τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 Α του νόμου να αποκτήσουν την ελληνική  ιθαγένεια, εφ’ όσον υποβάλουν δήλωση και αίτηση (παράγραφος 1) και σε τέκνα αλλοδαπών, εφ’  όσον ο ένας από τους δύο γονείς διαμένει νόμιμα και μόνιμα πέραν της πενταετίας στην χώρα κατά  την έναρξη ισχύος του νόμου 3838/2010 και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του  άρθρου 1Α του νόμου αυτού (παράγραφος 2)  Οι σκέψεις του νομοθέτη που υπαγόρευσαν τις  επίμαχες ρυθμίσεις δηλαδή, την επιλογή απονομής ιθαγένειας αντί άλλων μέτρων ενσωματώσεως,  εκτίθενται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου  Μεταξύ των άλλων, η έκθεση αυτή αναφέρει: «Πριν  από είκοσι περίπου χρόνια, η χώρα κατακλύσθηκε από το πρώτο κύμα μεταναστών της  μεταπολεμικής της ιστορίας, καθώς χιλιάδες ανθρώπων προερχόμενοι ως επί το πλείστον από τη  γειτονική μας Αλβανία εισήλθαν μαζικά και χωρίς καμία διατύπωση στην Ελλάδα, εκμεταλλευόμενοι  την πολιτική συνόρων που είχε υιοθετήσει τότε η κυβέρνηση  Στη συνέχεια, οι δυσκολίες  σχεδιασμού αποτελεσματικών πολιτικών για τη μετανάστευση σε συνδυασμό με την ενδημική της  παραοικονομία κατέστησαν για χρόνια τη χώρα μας πόλο έλξης παρανόμως εργαζομένων με  αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μόνιμου και διαρκώς αυξανομένου πληθυσμού που διαβιούσε στο  περιθώριο της κοινωνικής ζωής και της νομιμότητας  Οι απόπειρες των προηγουμένων ετών να  αντιμετωπίσουν την κατάσταση θέτοντας νέους κανόνες δεν απέδωσαν ουσιαστικά αποτελέσματα   Επεδίωκαν να αποκτήσουν έλεγχο της κατάστασης με μαζικές νομιμοποιήσεις όσων ζούσαν και  εργάζονταν ήδη παράνομα στη χώρα  Οι αυτόματες και μαζικές νομιμοποιήσεις, που  εφαρμόσθηκαν και από άλλα ευρωπαϊκά κράτη υποχρέωσαν τα όργανα της Ε Ε  στη συμπερίληψη  της ρητής και αυστηρής αποδοκιμασίας τέτοιων επιλογών στο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη  Μετανάστευση και το Ασυλο  Είναι σαφές ότι, εν όψει της μεταβολής των μεταναστευτικών ροών η  πολιτική νομιμοποιήσεων, ιδίως στη πιο πρόσφατη εκδοχή της δεν συνέβαλε στην εξάλειψη της  λαθρομετανάστευσης  Αντίθετα κατέστησε ασαφή τη διάκριση νόμιμης και παράνομης διαμονής  και απασχόλησης και δημιούργησε προσδοκίες ότι θα επαναλαμβάνεται περιοδικά, λειτουργώντας  ενθαρρυντικά για τις νέες ροές»

10  Επειδή, οι προαναφερόμενες διατάξεις του Ν 3838/2010 είναι αντίθετες προς τις συνταγματικές διατάξεις που παρατίθενται στην τέταρτη σκέψη  Και τούτο, διότι σε όλες τις περιπτώσεις που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τυπικό απλώς κριτήριο για την απόδοση της ελληνικής ιθαγενείας, το οποίο μάλιστα είναι και επισφαλές  Ειδικότερα στην πρώτη περίπτωση το κριτήριο της διαμονής των γονέων επί πενταετία δεν τεκμηριώνει την ουσιαστική ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία, αφού δεν συνδυάζεται και με άλλα στοιχεία που θα προσέδιδαν στην διαμονή ουσιαστικά χαρακτηριστικά εντάξεως  Είναι δετοκριτήριο αυτό και επισφαλές, διότι, όπως εκτίθεται στην έβδομη σκέψη, η νόμιμη διαμονή, όπως διαμορφώθηκε με τα νομοθετήματα της περιόδου 1991-2008, αναφέρεται όχι μόνον σε αλλοδαπούς που συγκεντρώνουν τα κριτήρια των παγίων διατάξεων, δηλαδή τους εισελθόντες νομίμως στη χώρα και εφοδιασμένους με άδεια διαμονής και άδεια εξαρτημένης ή ανεξαρτήτου εργασίας, αλλά, και σε όσους εισήλθαν παράνομα στην χώρα και διέμειναν παράνομα επί διάφορα χρονικά διαστήματα,  άγνωστα στην Διοίκηση, αποκτήσαντες άδεια διαμονής και εργασίας εκ των υστέρων, βάσει των νομιμοποιήσεων που έλαβαν χώρα κατά διαστήματα και μέχρι την ισχύ του εξεταζόμενου νόμου

Στη δεύτερη περίπτωση, ο νομοθέτης χρησιμοποιεί επίσης κριτήριο μη δυνάμενο να τεκμηριώσει την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ουσιαστική ένταξη στην ελληνική κοινωνία του ανηλίκου τέκνου αλλοδαπών γονέων, αφού, μόνη η φοίτηση σε ελληνικό σχολείο, και μάλιστα μόνον επί μία εξαετία, δεν εγγυάται την επιζητούμενη ένταξη, δεδομένου ότι ο νόμος δεν αξιώνει και μία ουσιαστική σχέση των γονέων με τη χώρα, οι οποίοι γονείς είναι αρμόδιοι να αποφασίσουν για την απόκτηση ή μη της ιθαγένειας από το ανήλικο τέκνο τους  Εξ άλλου, η χρονική διάρκεια της εκπαιδεύσεως υπολείπεται και της εννεαετούς φοιτήσεως που απαιτεί υποχρεωτικώς το Σύνταγμα (άρθρο 16 παρ 3) για τα παιδιά των Ελλήνων, τα οποία μάλιστα πλεονεκτούν ήδη λόγω της βαθμιαίας γνώσεως της γλώσσας και της εξοικειώσεως με το δεδομένο κοινωνικό περιβάλλον από της γεννήσεώς τους και πολύ πριν αρχίσει η εκπαίδευσή τους  Εξομάλυνση των διαφορών αυτών και άρα εγγυημένο βαθμό εντάξεως θα πιστοποιούσε, κατ΄ αρχήν, η επιτυχής φοίτηση των αλλοδαπών σε όλο το φάσμα της δευτεροβαθμίου εκπαιδεύσεως με λήψη του αντιστοίχου τίτλου σπουδών  Τέλος, στην τρίτη περίπτωση ο νομοθέτης αρκείται επίσης στο ίδιο κριτήριο της εξαετούς φοιτήσεως, επιπλέον δε δεν απαιτεί την συνεχή παραμονή του αλλοδαπού υπηκόου στη χώρα από το χρονικό σημείο της αποφοιτήσεώς του μέχρι το χρονικό σημείο υποβολής της δηλώσεως περί αποκτήσεως της ιθαγενείας (μεταξύ 18ου και 21ου έτους), με συνέπεια να είναι δυνατή η υπαγωγή στην περίπτωση αυτή και αλλοδαπών ενηλίκων, που έχουν, εν τω μεταξύ, μετά το πέρας της φοιτήσεώς τους, απομακρυνθεί από τη χώρα, και μάλιστα χωρίς να υποχρεώνονται από το νόμο σε δήλωση αποβολής της μέχρι τότε ιθαγενείας τους  Τα ανωτέρω ισχύουν βεβαίως και για τα διαλαμβανόμενα στην μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 του εξεταζόμενου νόμου  Περαιτέρω, ο Αντιπρόεδρος Ν  Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Γ  Παπαγεωργίου, Δ  Αλεξανδρής, Γ  Ποταμιάς, Φ  Ντζίμας και Β  Αραβαντινός προσέθεσαν την εξής ειδικότερη γνώμη : Εν όψει του ότι, όπως έχει εκτεθεί στην έκτη σκέψη, το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό κράτος, η ύπαρξη δε γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς αυτό και προς την ελληνική κοινωνία αποτελεί τον ελάχιστο όρο και όριο των νομοθετικών ρυθμίσεων για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, οι προϋποθέσεις που τάσσουν σχετικώς οι επίμαχες ρυθμίσεις, μη συνδεόμενες με την ύπαρξη του ως άνω γνησίου δεσμού, όχι μόνο δεν τεκμηριώνουν – όπως προεξετέθη – την ουσιαστική ένταξη των αλλοδαπών στην ελληνικών κοινωνία, αλλά, επί πλέον, δύνανται να οδηγήσουν σε αναίρεση του κατοχυρωμένου από το Σύνταγμα εθνικού χαρακτήρα του Κράτους (δοθέντος, μάλιστα, ότι δεν προβλέπεται στο νόμο δυνατότητα του Κράτους να αποτρέψει, για λόγους γενικότερων εθνικών συμφερόντων, την απόκτηση της ελληνικής ιθαγενείας από αλλοδαπούς σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, πρβλ  Ολομ  Σ Ε  2279/1990)  Εν όψει, λοιπόν, των τασσομένων εν προκειμένω προϋποθέσεων αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας, η νομοθετική εξουσία, θεσπίζοντας τις επίμαχες ρυθμίσεις, δεν λειτουργεί ούτε υπέρ του Λαού (του οποίου την σύνθεση κατά τα εκτεθέντα στην έκτη σκέψη επιχειρεί να προσδιορίσει αυθαιρέτως με την προσθήκη απροσδιόριστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως) ούτε υπέρ του Έθνους, παραβιάζοντας,συνεπώς, το άρθρο 1 παρ  3 του Συντάγματος  Οι Σύμβουλοι Δημ  Σκαλτσούνης  Σπ  Μαρκάτης, Ηρ  Τσακόπουλος και Μαρίνα Παπαδοπούλου με συγκλίνουσα γνώμη υπεστήριξαν τα εξής: Οι προεκτεθείσες ρυθμίσεις του Ν 3838/2010, με τις οποίες απονέμεται η ελληνική ιθαγένεια σε τέκνα που γεννώνται στην Ελλάδα από αλλοδαπούς που διαμένουν στη χώρα νομίμως και μονίμως επί πενταετία ή σε όσους ανηλίκους και μη, έχουν φοιτήσει επιτυχώς σε ελληνικό σχολείο επί εξαετία, δεν προσκρούουν μεν σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος, υπό την έννοια ότι δεν υιοθετούν κριτήρια κτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας μη συμβατά προς αυτό, ούτε έρχονται σε αντίθεση προς διεθνείς συμβατικές δεσμεύσεις, δεν είναι, όμως, σύμφωνες με την ίδια τη διάταξη του άρθρου 4 παρ 3 εδ  α’ του Συντάγματος, από της απόψεως των όρων και προϋποθέσεων κτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας που ο σκοπός της εν λόγω διατάξεως επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να θέσει, διότι από μόνη τη νόμιμη και επί πενταετία μόνιμη διαμονή των γονέων στην Ελλάδα ή την εξαετή φοίτηση σε ελληνικό σχολείο δεν πιθανολογείται επαρκώς η μελλοντική ομαλή ένταξη στην ελληνική κοινωνία  Ομαλή δε νοείται η ένταξη αυτή όταν ο αποκτών την ιθαγένεια δεν αμφισβητεί τις συνταγματικές αξίες της δημοκρατίας, των ελευθεριών και της ανεκτικότητας, με βάση τις οποίες συγκροτείται η πολιτική και κοινωνική ζωή στην Ελλάδα και στην Ευρώπη  Και τούτο διότι, η επί πενταετία μόνιμη και νόμιμη απλώς διαμονή στη χώρα των αλλοδαπών γονέων (ποικίλων πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών καταβολών) δεν είναι ικανή, κατά κοινή πείρα, να διασφαλίσει ότι οι γονείς αυτοί έχουν επιλέξει τη χώρα ως μόνιμο τόπο εγκαταστάσεώς τους συμμετέχοντας στην οικονομική ζωή και σεβόμενοι τις ανωτέρω αξίες και ότι, συνεπώς, τα τέκνα τους θα ανατραφούν σε οικογενειακό περιβάλλον που θα ευνοήσει την ένταξή τους υπό την ανωτέρω έννοια  Ούτε, εξ άλλου, μόνη η εξαετής φοίτηση σε ελληνικό σχολείο, χρόνος που υπολείπεται της εννεαετούς υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως (άρθρο16 παρ3 του Συντάγματος), είναι ικανή να διασφαλίσει επαρκώς την ανωτέρω σκοπούμενη ομαλή ένταξη  Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Δημοσθ  Πετρούλιας και Αγγ  Θεοφιλοπούλου και οι Σύμβουλοι Ν  Ρόζος, Χ  Ράμμος, Ν  Μαρκουλάκης, Μ  Βηλαράς, Ι   Μαντζουράνης, Αικ  Σακελλαροπούλου, Α -Γ  Βώρος, Μ  Σταματελάτου, Ο  Ζύγουρα, Κ   Φιλοπούλου και Μ  Πικραμένος, οι οποίοι υπεστήριξαν τη γνώμη, ότι οι επίμαχες διατάξεις του Ν   3838/2010 είναί σύμφωνες προς το Σύνταγμα, με τις εξής σκέψεις: Κατ’ αρχάς, πρέπει να  επισημανθεί ότι με τις ανωτέρω διατάξεις του Ν  3838/2010 θεσπίζονται ρυθμίσεις για την απονομή  της ελληνικής ιθαγένειας σε ανήλικα τέκνα μεταναστών που διαβιούν νόμιμα στη Χώρα και όχι  στους αλλοδαπούς γονείς τους  Ως προς αυτούς έχουν εφαρμογή οι γενικές για την πολιτογράφηση  των ενηλίκων αλλοδαπών διατάξεις του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας  Όπως προκύπτει από  την αιτιολογική έκθεση του Ν  3838/2010, στην οποία αναλύονται εκτενώς οι λόγοι που  υπαγόρευσαν τις επίμαχες ρυθμίσεις, ο νομοθέτης εκτιμά ότι με τη συνδρομή των θεσπιζομένων  αντικειμενικών κριτηρίων, δηλαδή είτε με τη γέννηση των ανήλικων αλλοδαπών στην Ελλάδα, σε  συνδυασμό και με την επί πενταετία νόμιμη διαμονή και των δύο γονέων τους στη Χώρα, είτε με  την εξαετή επιτυχή φοίτησή τους σε ελληνικό σχολείο στην Ελλάδα, δημιουργείται ουσιαστικός  δεσμός των αλλοδαπών ανηλίκων, και των γονέων τους, με την ελληνική κοινωνία, ικανός, κατά  την ανέλεγκτη, κατ’ αρχήν, ουσιαστική του κρίση, να δικαιολογήσει την απονομή σε αυτά, δηλαδή  στα ανήλικα παιδιά των μεταναστών (όχι και στους αλλοδαπούς γονείς τους), της ελληνικής  ιθαγένειας, ώστε να διασφαλισθεί η ομαλή ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία και η κοινωνική  συνοχή και ειρήνη  Συγκεκριμένα, στην ανωτέρω αιτιολογική έκθεση τονίζεται, μεταξύ άλλων, ότι  «Με τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου επιλέγεται η αναγνώριση της δυνατότητας απόκτησης της  Ελληνικής Ιθαγένειας και πριν την ενηλικίωση των παιδιών της “δεύτερης γενιάς”… διότι κρίνεται  ότι θα μπορούσαμε να διαπαιδαγωγήσουμε καλύτερα τα παιδιά των μεταναστών ως ελεύθερους  και υπεύθυνους Ελληνες πολίτες του αύριο, όπως απαιτεί και το άρθρο 16 παραγρ  2 του  Συντάγματος… με τον τρόπο αυτό εξυπηρετείται αποτελεσματικότερα ο στόχος όχι μόνο της  κοινωνικής αλλά και της εθνικής συνοχής στο πλαίσιο μιας σύγχρονης δημοκρατικής και ανοιχτής  κοινωνίας, όπως η ελληνική»  Δεν μπορεί, δε να θεωρηθεί, αντικειμενικά και λογικά, ότι η, κατ’  εξοχήν, πολιτική αυτή εκτίμηση του νομοθέτη είναι εσφαλμένη και μάλιστα καταδήλως εσφαλμένη  και άρα παράλογη, ούτε ότι τα ανωτέρω κριτήρια είναι απρόσφορα για την επίτευξη του  επιδιωκόμενου με τις επίμαχες ρυθμίσεις σκοπού και μάλιστα προδήλως απρόσφορα, όπως  απαιτείται προκειμένου να κριθούν από το Δικαστήριο οι σχετικές διατάξεις αντισυνταγματικές  Εξ  άλλου, κατά τα εκτεθέντα, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, στη σκέψη 6, εν όψει της ευρύτατης  εξουσίας, που παρέχει το Σύνταγμα με την ειδική διάταξη του άρθρου 4 παρ  3, η Βουλή δεν  υποχρεούται να καθορίσει σε κάθε περίπτωση διαδικασία εξατομικευμένης εκτίμησης και  ουσιαστικών στοιχείων από διοικητικά όργανα, αλλά ευχέρεια έχει να προβλέψει τέτοια διαδικασία,  όταν κρίνει ότι τούτο είναι σκόπιμο, όπως ισχύει για την πολιτογράφηση των ενηλίκων  αλλοδαπών  Συνεπώς, ο νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μόνον αντικειμενικά κριτήρια, όπως είναι  τα θεσπιζόμενα με τις επίμαχες διατάξεις του Ν  3838/2010 για την απονομή της ελληνικής  ιθαγένειας και μάλιστα σε ανήλικα παιδιά μεταναστών  Περαιτέρω δε, δεν μπορεί να υποστηριχθεί  ότι, αντιθέτως προς την ως άνω εκτίμηση του νομοθέτη, τα κριτήρια αυτά είναι επισφαλή ή δεν  τεκμηριώνουν ή δεν εγγυώνται ή δεν διασφαλίζουν την ουσιαστική ένταξη των ανηλίκων  αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία, όπως γίνεται από τις ανωτέρω γνώμες δεκτό, για το λόγο ότι  είτε η διάρκεια της διαμονής των αλλοδαπών στη Χώρα είτε η φοίτηση των ανηλίκων τέκνων τους  σε ελληνικό σχολείο στην Ελλάδα, θα έπρεπε να είναι μακρότερες, ή διότι θα έπρεπε να  λαμβάνονται υπ’ όψη και ουσιαστικά και άρα υποκειμενικά για το σκοπό αυτό στοιχεία  Και τούτο  διότι οι κρίσεις αυτές αποτελούν πράγματι ουσιαστικές εκτιμήσεις, ως προς την προσφορότητα  των οριζόμενων κριτηρίων και την σκοπιμότητα των επιμάχων ρυθμίσεων απονομής της  ελληνικής ιθαγένειας, ενώ κατά τα προεκτεθέντα, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του  Δικαστηρίου, ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται μόνον στο εάν τα θεσπιζόμενα κριτήρια είναι  καταφανώς απρόσφορα και, ως εκ τούτου, η σχετική εκτίμηση του νομοθέτη είναι προδήλως  εσφαλμένη, διότι διαφορετικά το Δικαστήριο θα υποκαθιστούσε τη Βουλή στο νομοθετικό της  έργο  Τούτο δε, ότι δηλαδή δεν είναι αντικειμενικά υποστηρίξιμο, κατά τον ασκούμενο δικαστικό  έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου, ότι η ως άνω ουσιαστική εκτίμηση του έλληνα  νομοθέτη του ν  3838/2010 είναι προδήλως εσφαλμένη, προκύπτει, χωρίς καμία αμφιβολία, και  από το γεγονός ότι και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία είναι ενταγμένα σε κοινότητα κρατών,  δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση, με παρόμοιες, όπως και η πλειοψηφία ανωτέρω αναγνωρίζει,  συνταγματικές παραδόσεις, ισχύουν ανάλογες ρυθμίσεις  Συγκεκριμένα και ενδεικτικά, στη  Γερμανία αποκτά αυτοδικαίως τη γερμανική ιθαγένεια πρόσωπο που γεννάται στη Γερμανία από  αλλοδαπούς γονείς, εφ’ όσον ο ένας από τους γονείς (όχι δε και οι δύο, όπως απαιτεί η σχετική  διάταξη του Ν  3838/2010) έχει νόμιμη συνήθη διαμονή στη Γερμανία για οκτώ (8) έτη και έχει  δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Χώρα (άρθρο 4 παρ  2 του νόμου για την ιθαγένεια)  Στο Ηνωμένο  Βασίλειο (Η Β ) αποκτά τη βρετανική ιθαγένεια πρόσωπο που γεννάται στην επικράτεια του Η Β   από αλλοδαπούς γονείς, εφ’ όσον ο ένας από τους δύο γονείς είναι εγκατεστημένος στη Χώρα  (άρθρο 1 1 b του νόμου για την ιθαγένεια)  Στη Σουηδία, αποκτά με δήλωση των κηδεμόνων του  τη σουηδική ιθαγένεια ανήλικος αλλοδαπής ιθαγένειας, εφ’ όσον διαθέτει μόνιμη άδεια διαμονής  στη Σουηδία και κατοικεί σ’ αυτήν για πέντε (5) έτη, υποβληθεί δε η ανωτέρω δήλωση πριν ο  ανήλικος συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (άρθρο 7 του νόμου για την ιθαγένεια)  Στη  Γαλλία, αποκτά αυτοδικαίως τη γαλλική ιθαγένεια πρόσωπο που γεννάται στη Γαλλία από  αλλοδαπούς γονείς, εκ των οποίων ο ένας έχει επίσης γεννηθεί στη Γαλλία, χωρίς καμία άλλη  προϋπόθεση (άρθρο 19-3 του Αστικού Κώδικα)  Περαιτέρω, το γεγονός ότι με σειρά  νομοθετημάτων, που παρατίθενται στη σκέψη 7, (Ν  1975/1991, Π Δ  358 και 359/1997, Ν   2910/2001, Ν  3013/2002, Ν  3103/2003, Ν  3242/2004, Ν  3386/2005 και 3536/2007) η Βουλή,  επιδιώκοντας να αντιμετωπίσει το σοβαρότατο πρόβλημα της εισροής και διαμονής παράνομων  μεταναστών στην Ελλάδα, χορήγησε σ’ αυτούς τη δυνατότητα να νομιμοποιήσουν τη διαμονή  τους στη Χώρα, δεν μπορεί να κλονίσει τη συνταγματικότητα του θεσπιζομένου με τις επίμαχες  διατάξεις του Ν  3838/2010 κριτηρίου της νόμιμης πενταετούς τουλάχιστον διαμονής και των δύο  αλλοδαπών γονέων του ανηλίκου στην Ελλάδα, ως εκ του λόγου ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν,  χωρίς διάκριση, όχι μόνον αλλοδαπούς που εισήλθαν και διαμένουν νομίμως στη Χώρα, αλλά και  όσους εισήλθαν και διέμεναν παρανόμως σ’ αυτήν, νομιμοποίησαν δε την διαμονή τους βάσει των  ανωτέρω νομοθετημάτων  Αφ’ ενός μεν διότι για τη συμπλήρωση του απαιτουμένου χρόνου  λαμβάνεται υπ’ όψη μόνον ο χρόνος της νόμιμης διαμονής των γονέων του αλλοδαπού ανηλίκου  στην Ελλάδα, αφ’ ετέρου δε διότι οι διατάξεις των νομοθετημάτων αυτών, με τις οποίες  παρασχέθηκε η δυνατότητα νομιμοποιήσεων των αλλοδαπών, εφαρμόζονται παγίως από το  Συμβούλιο της Επικρατείας, χωρίς ουδέποτε να αμφισβητηθεί, ούτε τώρα αμφισβητείται η  συνταγματικότητά τους, δεδομένου άλλωστε ότι από καμία συνταγματική διάταξη δεν προκύπτει  δέσμευση του νομοθέτη να ρυθμίζει με συγκεκριμένο τρόπο τα ζητήματα της εισόδου, διαμονής  και εργασίας των αλλοδαπών στη Χώρα  Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση  του Ν  3838/2010, ο νομοθέτης έχει συνεκτιμήσει το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή μεγάλος αριθμός  μεταναστών είχαν εισέλθει και παρέμεναν παρανόμως στη Χώρα, νομιμοποίησαν δε την διαμονή  τους σε αυτήν, με τη δυνατότητα που παρασχέθηκε με τα προαναφερόμενα αλλεπάλληλα  νομοθετήματα, επισημαίνοντας όμως ότι «παρά τον εν τέλει απρόσφορο χαρακτήρα της πολιτικής  αυτής [των νομιμοποιήσεων] όσον αφορά την αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών,  παραμένει γεγονός ότι σε τέτοια μέτρα νομιμοποίησης οφείλεται το γεγονός ότι στη Χώρα μας  σήμερα ζουν και εργάζονται νόμιμα οι περισσότεροι από μισό εκατομμύριο μετανάστες»  Εκτιμά δε  περαιτέρω ο νομοθέτης, ότι «πολλές χιλιάδες από αυτούς ζουν ανάμεσα στον εγχώριο πληθυσμό»  και εργάζονται κανονικά επί μακρό χρόνο, «έχουν αποκτήσει οικογένεια, στέγη και περιουσία,  ανταποκρίνονται ως επί το πλείστον με τυπικότητα στις φορολογικές και ασφαλιστικές τους  υποχρεώσεις και στέλνουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο μαρτυρώντας έτσι το ολοένα και  βαθύτερο ρίζωμά τους στην Ελλάδα»  Εν όψει αυτών, η διατυπούμενη από την πλειοψηφία γνώμη  ότι το κριτήριο της επί πενταετία διαμονής στην Ελλάδα των αλλοδαπών γονέων των ανηλίκων  είναι επισφαλές, λόγω του ότι αφορά χωρίς διάκριση και τους παρανόμως εισελθόντες στη Χώρα  αλλοδαπούς, οι οποίοι νομιμοποίησαν στη συνέχεια τη διαμονή τους σ’ αυτήν, βάσει των  προαναφερόμενων νομοθετημάτων, συνιστά ανεπίτρεπτη αμφισβήτηση της ανωτέρω ουσιαστικής  εκτίμησης του νομοθέτη, τόσο για την ύπαρξη ουσιαστικού δεσμού των αλλοδαπών αυτών με την  ελληνική κοινωνία, όσο και για την ορθότητα της εν λόγω νομοθετικής επιλογής  

Τέλος και η  θέσπιση της επιτυχούς παρακολούθησης έξι τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα,  ως προϋπόθεσης για την απόκτηση από ανήλικα τέκνα αλλοδαπών της ελληνικής ιθαγένειας, με  δήλωση και των δύο γονέων τους, οι οποίοι, όπως ρητώς προβλέπεται, πρέπει και οι δύο να  διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα (άρθρο 1 Α παρ  2 και 3 του Ν  3838/2010), αποτελεί επίσης προϊόν  ουσιαστικής εκτίμησης του νομοθέτη, της οποίας δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί βασίμως η  συνταγματικότητα  Και τούτο διότι, δεν μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι η εξαετής αυτή επιτυχής  εκπαίδευση (σε ελληνικό σχολείο στην Ελλάδα) ανήλικων τέκνων αλλοδαπών, οι οποίοι διαμένουν  νόμιμα στην Ελλάδα δυνάμει νόμιμου τίτλου σε ισχύ, είναι προδήλως ανεπαρκής, προκειμένου  αυτά να αποκτήσουν ικανοποιητική γνώση της ελληνικής γλώσσας και γενικότερα ελληνική  παιδεία, ώστε να διασφαλισθεί η ομαλή ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία και, ως εκ τούτου, η  αντίθετη ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη είναι καταδήλως εσφαλμένη, για το λόγο ότι, κατά  την γνώμη της πλειοψηφίας, αφ’ ενός η απαιτούμενη επιτυχής εξαετής εκπαίδευση υπολείπεται της,  κατά το Σύνταγμα, υποχρεωτικής εννεαετούς εκπαίδευσης, αφ’ ετέρου δε, η ικανότητα χειρισμού  της ελληνικής γλώσσας πιστοποιείται μόνον με την απόκτηση τίτλου σπουδών της ελληνικής  δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης  Αλλωστε, σε κάθε περίπτωση, οι ανήλικοι, είτε είναι ημεδαποί είτε  είναι αλλοδαποί, έχουν υποχρέωση ολοκλήρωσης της εννεαετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης στην  Ελλάδα (βλ  και άρθρο 40 παρ  1 του Ν  2910/2001)  Εν’ όψει των ανωτέρω εκτεθέντων, οι  επίμαχες διατάξεις του Ν  3838/2010 είναι, κατά την μειοψηφούσα γνώμη, σύμφωνες με το  Σύνταγμα

11  Επειδή, το Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 4 παρ  4 ότι «Μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους»  Στο άρθρο 51 παρ  3 ότι «Οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει  Ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για  ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα…»  Στο άρθρο 52 ότι «Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση»  Περαιτέρω το άρθρο 102 παρ  1 του Συντάγματος ορίζει ότι «Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού  Υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης συντρέχει τεκμήριο αρμοδιότητας για την διοίκηση των τοπικών υποθέσεων  Νόμος καθορίζει το εύρος και τις κατηγορίες των τοπικών υποθέσεων, καθώς και την κατανομή τους στους επί μέρους βαθμούς  Με νόμο μπορεί να ανατίθενται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους  2 Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια  Οι αρχές τους εκλέγονται με καθολική  και μυστική ψηφοφορία, όπως νόμος ορίζει 3… 4 Το Κράτος ασκεί στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης εποπτεία που συνίσταται αποκλειστικά σε έλεγχο νομιμότητας και δεν επιτρέπεται να εμποδίζει την πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση τους» 

12  Επειδή, από τις παρατεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις του Συντάγματος καθώς και από τις ήδη μνημονευθείσες (σκ  5) των παρ  2 και 3 του άρθρου 1 αυτού, συνάγονται τα ακόλουθα: α) ο συνταγματικός νομοθέτης χρησιμοποιεί παγίως κατά τρόπο ενιαίο τον όρο «λαός» ως συστατικό στοιχείο του Κράτους και ως ανώτατο όργανο αυτού  Δεν υφίστανται κατά το  Σύνταγμα διάφοροι «λαοί» με διαφορετική σύνθεση έκαστος  Υπάρχει ένας Λαός, ο οποίος συντίθεται από όλους τους έλληνες πολίτες και μόνον, δηλαδή όλους τους κεκτημένους την ελληνική ιθαγένεια και ο λαός αυτός είναι φορέας της κυριαρχίας, τουτέστιν ο νομιμοποιητικός παράγων ασκήσεως της δημοσίας εξουσίας είτε αυτή αναφέρεται ευθέως στο Κράτος είτε στους κατά τόπον οργανισμούς ασκήσεως δημοσίας εξουσίας, δημιουργήματα του Κράτους, δηλαδή στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως οιασδήποτε βαθμίδας (πρβλ  απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της 31-10-1990, BVerfGE τόμος 83, σελ  37 επ  και απόφαση του Αυστριακού Συνταγματικού Δικαστηρίου G 218/03-16 της 30-6-2004) β) τη θέση αυτή δεν ανατρέπει το γεγονός ότι ο Λαός, παρίσταται με μειωμένη σύνθεση κατά την εκπλήρωση του ρόλου του ως οργάνου του δημοκρατικού πολιτεύματος, ήτοι κατά την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, είτε προς ανάδειξη των εκπροσώπων του στην Βουλή είτε προς ανάδειξη των τοπικών αρχών των Ο Τ Α , για λόγους αντικειμενικούς αναφερόμενους στην σχετική με την ηλικία ωριμότητα ή στην ύπαρξη κωλυμάτων, λόγοι, οι οποίοι προβλέπονται στο ίδιο το Σύνταγμα γ) ο συνταγματικός νομοθέτης ενέταξε τις περί της αποκεντρώσεως της Διοικήσεως του Κράτους και περί της τοπικής αυτοδιοικήσεως διατάξεις στο κεφάλαιο Πρώτο με τίτλο «Οργάνωση της Διοίκησης » του Τμήματος ΣΤ΄ με τίτλο «Διοίκηση» του συνταγματικού κειμένου, πράγμα που μαρτυρεί την συνειδητή θεώρηση της τοπικής αυτοδιοικήσεως ως μέρους της δημοσίας διοικήσεως, πολλώ μάλλον που ο ίδιος συνταγματικός  νομοθέτης κατά την αναθεώρηση του 2001 προέβλεψε ότι στους Ο Τ Α  μπορούν να ανατίθενται με νόμο και αρμοδιότητες που συνιστούν αποστολή του Κράτους- πρόβλεψη που υλοποιήθηκε σε μεγάλη, μάλιστα, έκταση, με το άρθρο 94 του Ν 3852/2010 ( Α΄87 )  Συνέπεια των παραδοχών αυτών είναι αφ’ ενός μεν ότι και το εκλογικό σώμα των Ο Τ Α  συντίθεται, κατ’ αρχήν, αποκλειστικώς από έλληνες πολίτες και ότι ο απλός νομοθέτης κωλύεται να διευρύνει αυτό προσθέτοντας και πρόσωπα που δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια, αφ’ ετέρου δε ότι στο  καθεστώς αυτό ουδεμία μεταβολή επήλθε με την προσθήκη στο κείμενο της διατάξεως του άρθρου 102 παρ 2 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε το έτος 2001 των λέξεων «όπως νόμος ορίζει»  Με την προσθήκη αυτή διευκρινίζεται απλώς η δυνατότητα του απλού νομοθέτη, την οποία είχε ούτως ή άλλως και προ της αναθεωρήσεως, να προβαίνει σε ειδικότερες ρυθμίσεις αφορώσες περαιτέρω προσόντα του εκλογικού σώματος ή τη διαδικασία της εκλογής  Ουδόλως,  όμως, δύναται να συναχθεί από την προσθήκη αυτή ότι ο συνταγματικός νομοθέτης απέφυγε να προβεί ο ίδιος σε ριζική μεταβολή του συστήματος με ρητή συνταγματική μεταρρύθμιση και δη είτε θεσπίζοντας ευθέως στο κείμενο του συντάγματος την νέα ρύθμιση είτε αναθέτοντας, κατά τρόπο σαφή, στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να θεσπίσει αυτός την αναγνώριση του σχετικού πολιτικού δικαιώματος σε αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων χωρών  Τελείως διάφορο είναι βεβαίως το ζήτημα της αναγνωρίσεως υπέρ των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοικήσεως, καθ’ όσον πρόκειται περί εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 22 παρ 1 της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που καθιερώθηκε το 1992 με την Συνθήκη του Maastricht και εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη υπό  τις προϋποθέσεις του άρθρου 28 του Συντάγματος, εφ’ όσον πρόκειται για περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας χάριν της συμμετοχής της ελληνικής δημοκρατίας ως μέλους της Ενώσεως (βλ Σ τ Ε 122/2008 επταμ ).

Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Δημοσθ  Πετρούλιας και Αγγ  Θεοφιλοπούλου και  οι Σύμβουλοι Ν  Ρόζος, Χ  Ράμμος, Μ  Βηλαράς, Ι  Μαντζουράνης, Α  Σακελλαροπούλου, Δ  Σκαλτσούνης, Α -Γ  Βώρος, Σ  Μαρκάτης, Μ  Σταματελάτου, Μ  Παπαδοπούλου, Ο  Ζύγουρα, Κ   Φιλοπούλου και Μ  Πικραμένος, οι οποίοι υπεστήριξαν την εξής γνώμη : Από την αντιπαραβολή  των διατάξεων των άρθρων 51 παρ  3 και 102 παρ  2 εδάφιο δεύτερο του Συντάγματος, που  παρατίθενται στη σκέψη 11, προκύπτει ότι, ενώ στο άρθρο 51 παρ  3, που αφορά την ανάδειξη  της Βουλής, ο συντακτικός νομοθέτης καθορίζει ευθέως τη σύνθεση του εκλογικού σώματος,  προβλέποντας ρητώς ότι τούτο αποτελείται από έλληνες πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα  κατά τους ορισμούς του νόμου, αντιθέτως στην, αφορώσα την εκλογή των αρχών των  οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), διάταξη του άρθρου 102 παρ  2 εδάφιο δεύτερο, η  οποία στην αρχική της διατύπωση όριζε ότι «Αι αρχαί [των ΟΤΑ] εκλέγονται διά καθολικής και  μυστικής ψηφοφορίας» και στην οποία με την αναθεώρηση του έτους 2001 προστέθηκε η φράση  «όπως νόμος ορίζει», το Σύνταγμα δεν περιέχει καμία σχετική πρόβλεψη  Συνεπώς, ο καθορισμός  του εκλογικού σώματος για την ανάδειξη των αρχών των ΟΤΑ επαφίεται, ρητώς πλέον μετά την  αναθεώρηση του 2001, στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος, ως εκ τούτου, δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν,  να διευρύνει τη σύνθεσή του και με τη συμμετοχή αλλοδαπών (είτε ομογενών είτε αλλογενών) 

Η  ανωτέρω δε προσθήκη, με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, της επιφύλαξης υπέρ του  νόμου, στην αρχική διατύπωση της επίμαχης διάταξης του άρθρου 102 παρ  2 δεύτερο εδάφιο του  Συντάγματος, απέβλεψε ακριβώς στο να παρασχεθεί στον κοινό νομοθέτη η δυνατότητα να  επεκτείνει το ενεργητικό και παθητικό εκλογικό δικαίωμα για την ανάδειξη των αρχών των ΟΤΑ,  όχι μόνο, όπως δέχεται η πλειοψηφήσασα γνώμη, στους πολίτες των άλλων κρατών μελών της  Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και στους λοιπούς αλλοδαπούς  Πλήρη επιβεβαίωση της βούλησης  αυτής του αναθεωρητικού νομοθέτη του 2001 παρέχουν και οι συζητήσεις ενώπιον της Επιτροπής  Αναθεώρησης του Συντάγματος και της Ολομέλειας της Η’ Αναθεωρητικής Βουλής  Συγκεκριμένα,  σε παρέμβασή του ενώπιον της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος της Η’ Αναθεωρητικής  Βουλής, ο γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας κατά την αναθεώρηση του 2001 στην Ζ’  Αναθεωρητική Βουλή, αφού επεσήμανε ότι «το άρθρο 102 για την Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι μία  κορυφαίας σημασίας διάταξη στο Σύνταγμά μας» και ότι «το 2001 προβήκαμε σε ριζική,  συστηματική αναθεώρηση του άρθρου 102 με ευρύτατη πλειοψηφία», στη συνέχεια ανέφερε,  μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικά, ότι «Στην παράγραφο 2 [του άρθρου 102] προβλέψαμε τη  δυνατότητα συμμετοχής των αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές  Το τονίσαμε αυτό, γιατί είναι μία  πολύ μεγάλη καινοτομία» (βλ  Πρακτικά Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, της  29 11 2006, σελ  246)  Ακολούθως, ενώπιον της Ολομέλειας της Η’ Αναθεωρητικής Βουλής, με  αφορμή την πρόταση σαράντα (49) βουλευτών του τότε κυβερνώντος κόμματος και ενός  ανεξάρτητου βουλευτή για την αναθεώρηση της κρίσιμης διάταξης του δεύτερου εδαφίου της παρ   2 του άρθρου 102 του Συντάγματος, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί η δυνατότητα  στον κοινό νομοθέτη «να διαμορφώνει το εκλογικό σώμα, το οποίο αναδεικνύει τα όργανα των  Ο Τ Α », επεκτείνοντας «το εκλογικό δικαίωμα και στους νόμιμα εργαζομένους αλλοδαπούς στη  χώρα μας» (βλ  την πρόταση αυτή στα Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής,  επί των αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος, Τόμος Α’, σελ  317), ο τότε Υπουργός  Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, αιτιολογώντας την μη αποδοχή της εν λόγω  πρότασης, τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι «ο λόγος για τον οποίο… δεν χρειάζεται να μπει στο  Σύνταγμα, δεν είναι γιατί δεν είναι σωστές οι προτάσεις  Αλλά τα θέματα των μεταναστών και σε  ό,τι αφορά τη μεταναστευτική πολιτική και σε ό,τι αφορά το δικαίωμα ψήφου… δεν εμποδίζονται  από καμιά διάταξη του Συντάγματος  Αν τα προσθέταμε, θα βάζαμε κάτι παραπάνω στο Σύνταγμα  που δεν το χρειάζεται… Για το θέμα της ψήφου, μας εμπόδισε και εμποδίζει τίποτα να δώσουμε  ψήφο στους μετανάστες; Και θα το κάνουμε μέσω του καθεστώτος των επί μακρόν διαμενόντων,  εκεί που συνταγματικώς είναι επιτρεπτό και είναι για τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές…» (βλ   Πρακτικά της Ολομέλειας Βουλής, της 21 2 2007, σελ  4944 και 4945-46)  Από τα ανωτέρω  προκύπτει σαφώς, ότι δεν ευσταθεί η άποψη της πλειοψηφίας ότι ουδεμία μεταβολή επήλθε με την  προσθήκη στο, αναθεωρηθέν το έτος 2001, άρθρο 102 παρ  2 εδάφιο δεύτερο του Συντάγματος,  της φράσης «όπως νόμος ορίζει», καθώς και ότι με την προσθήκη αυτή διευκρινίζεται απλώς η  δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να προβαίνει σε ειδικότερες ρυθμίσεις αφορώσες περαιτέρω  προσόντα του συγκροτούμενου αποκλειστικά από έλληνες πολίτες εκλογικού σώματος ή τη  διαδικασία της εκλογής και, ως εκ τούτου, δεν παρέχεται στον νομοθέτη η ευχέρεια να χορηγεί σε  αλλοδαπούς το εκλογικό δικαίωμα, με την εξαίρεση της αναγνώρισης του εν λόγω δικαιώματος  μόνον υπέρ των πολιτών των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατοικούν στην  Ελλάδα, δυνάμει του ως άνω άρθρου 22 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 28 του Συντάγματος  Εξ άλλου,  η δυνατότητα αυτή του νομοθέτη να επεκτείνει το εκλογικό δικαίωμα για την ανάδειξη των  οργάνων των Ο Τ Α  και στους αλλοδαπούς, (ομογενείς και αλλογενείς), εναρμονίζεται και με τη  θεμελιώδη και μη αναθεωρήσιμη διάταξη του άρθρου 5 παρ  1 του Συντάγματος  Μάλιστα δε,  συνιστά εξειδίκευση της διάταξης αυτής, με την οποία παρέχεται, κατ’ αρχήν, στον «καθένα» και  όχι μόνον στους έλληνες πολίτες, η δυνατότητα συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας, στο  μέτρο βεβαίως που το επιτρέπει ο νόμος, όσον αφορά τους αλλοδαπούς  Επίσης, μία τέτοια  νομοθετική ρύθμιση συμπορεύεται και με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ  4 του Συντάγματος, η  οποία επιτρέπει τη θέσπιση, με ειδικούς νόμους, εξαιρέσεων στον κανόνα, ότι μόνον έλληνες  πολίτες είναι δεκτοί στις «δημόσιες λειτουργίες»  Τέλος, η διαφοροποίηση αυτή, μεταξύ του  εκλογικού σώματος για την ανάδειξη της Βουλής και του εκλογικού σώματος για την ανάδειξη των  αρχών των Ο Τ Α , δικαιολογείται πλήρως και από την διαφορετική συνταγματική φύση και  αποστολή των οργάνων αυτών  Η Βουλή, άμεσο, και το κατ’ εξοχήν πολιτικό, όργανο του  Κράτους, αποτελεί την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, ασκεί τη νομοθετική λειτουργία και παρέχει  εμπιστοσύνη στην Κυβέρνηση, η οποία καθορίζει τη γενική πολιτική της Χώρας  Αντιθέτως, κύρια  αποστολή των Ο Τ Α  είναι, σύμφωνα με το άρθρο 102 παρ  1 εδάφια πρώτο και δεύτερο του  Συντάγματος, η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων και μάλιστα υπό την εποπτεία του Κράτους,  κατά την παρ  4 του ίδιου άρθρου  Και προβλέπεται μεν στο άρθρο 102, παρ  1 εδάφιο τρίτο, η  δυνατότητα άσκησης από τους Ο Τ Α  και αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους,  πάντως η ανάθεση των αρμοδιοτήτων αυτών επιτρέπεται μόνον εφ’ όσον το προβλέψει τυπικός  νόμος και, όσον αφορά δε την άσκηση κανονιστικής εξουσίας, εφ’ όσον παράσχει η Βουλή σχετική,  σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 43 παρ  2 του Συντάγματος, νομοθετική εξουσιοδότηση   Συνεπώς, εν όψει των προεκτεθέντων, μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, δεν  κωλύεται, κατ’ αρχήν, ο κοινός νομοθέτης, να διευρύνει το εκλογικό σώμα για την ανάδειξη των  οργάνων των Ο Τ Α , επιτρέποντας τη συμμετοχή σε αυτό και αλλοδαπών τρίτων χωρών, οι οποίοι  μετέχουν στην τοπική κοινωνία και έχουν, ως εκ τούτου, δικαιολογημένο, κατά την εκτίμηση του  νομοθέτη, ενδιαφέρον για την διαχείριση των τοπικών υποθέσεων, όπως είναι όσοι διαμένουν  μόνιμα σε συγκεκριμένο Ο Τ Α  Είναι βεβαίως αυτονόητο, ότι θα πρόκειται για μία περιορισμένη  συμμετοχή των αλλοδαπών, όσον αφορά τόσο τις δικαιούμενες κατηγορίες αλλοδαπών, όσο και  τον βαθμό συμμετοχής τους στη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, προκειμένου να μην αναιρείται  ο καθοριστικός ρόλος των ελλήνων πολιτών

13  Επειδή, ο ν  3838/2010 στο άρθρο 14 με τίτλο «Δικαίωμα του εκλέγειν» προβλέπει ότι:  «Ομογενείς και λοιποί αλλοδαποί υπήκοοι τρίτων χωρών μπορούν να συμμετέχουν στις εκλογές  της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης με δικαίωμα ψήφου εφόσον: 1 Εχουν συμπληρώσει το  δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους 2 Δεν έχουν καταδικασθεί τελεσίδικα για έγκλημα ή καταδίκη  για το οποίο συνεπάγεται, αν είναι Έλληνες πολίτες, την αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων,  σύμφωνα με τα άρθρα 59 και 60 του Ποινικού Κώδικα 3  Εντάσσονται σε μία από τις ακόλουθες  κατηγορίες νομίμως διαμενόντων στην χώρα αλλοδαπών α  είναι κάτοχοι Ειδικού Δελτίου  Ταυτότητας Ομογενούς ή τίτλου διαμονής ως μέλη οικογένειας κατόχου τέτοιου Δελτίου και έχουν  συμπληρώσει από την υποβολή της αίτησης για την απόκτηση του Δελτίου ή τίτλου αντίστοιχα,  πενταετή συνεχή και νόμιμη διαμονή στη Χώρα, β  είναι κάτοχοι άδειας διαμονής αόριστης  διάρκειας ή δεκαετούς διάρκειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν 2910/2001 ( ΦΕΚ 91 Α΄) και της  παραγράφου 2 του άρθρου 91 του ν 3386/2005, όπως ισχύει, γ  έχουν υπαχθεί, στο καθεστώς  των επί μακρόν διαμενόντων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του π δ  150/2006 (ΦΕΚ 160 Α΄) ή  στο προβλεπόμενο με την ειδική ρύθμιση της παραγράφου 7 του άρθρου 40 του ν  3731/2008  (ΦΕΚ 263 Α΄) δ  είναι κάτοχοι « δελτίων μόνιμης διαμονής », ως μέλη οικογένειας Έλληνα πολίτη ή  πολίτη κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 63  του ν 3386/2005 και του άρθρου 17 του π δ  106/2007 (ΦΕΚ 135 Α΄) καθώς και δελτίων ή  αδειών παραμονής ως μέλη οικογένειας Έλληνα πολίτη ή πολίτη κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής  Ένωσης, έχοντας διανύσει πέντε συνεχή έτη νόμιμης διαμονής στη Χώρα, ε  είναι γονείς ανηλίκων  Ελλήνων πολιτών, σύμφωνα με το άρθρο 94 του ν 3386/2005, όπως ισχύει, και έχουν  συμπληρώσει πενταετή συνεχή και νόμιμη διαμονή στη Χώρα, στ  έχουν αναγνωριστεί ως πολιτικοί  πρόσφυγες ή έχουν υπαχθεί στο καθεστώς επικουρικής προστασίας ή προστασίας για  ανθρωπιστικούς λόγους, των μελών της οικογένειάς τους συμπεριλαμβανομένων, σύμφωνα με τις  διατάξεις του προισχύσαντος προεδρικού διατάγματος 61/1999 (ΦΕΚ 63 Α΄), καθώς και των  προεδρικών διαταγμάτων 90/2008 (ΦΕΚ 138 Α΄), 96/2008 (ΦΕΚ 152 Α΄), 167/2008 (ΦΕΚ 223 Α΄)  και 81/2009 (ΦΕΚ 99 Α΄), όπως έχουν τροποποιηθεί, εφόσον έχουν συμπληρώσει συνεχή πενταετή  και νόμιμη διαμονή στη Χώρα από την υποβολή του σχετικού αιτήματος ζ  είναι κάτοχοι  ταξιδιωτικών εγγράφων ή ειδικού δελτίου που έχουν χορηγηθεί από ημεδαπή αρχή, σύμφωνα με  τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης περί του καθεστώτος των ανιθαγενών, η  οποία έχει κυρωθεί με το ν 139/1975 ( ΦΕΚ 176 Α΄) και έχουν συμπληρώσει πενταετή συνεχή και  νόμιμη διαμονή στη Χώρα από την αίτηση χορήγησης των παραπάνω τίτλων η  έχουν τίτλο  παραμονής ως ομογενείς και έχουν συμπληρώσει από τη χορήγησή του πενταετή συνεχή και  νόμιμη παραμονή στη Χώρα, η οποία πιστοποιείται κατόπιν σχετικής βεβαίωσης της αρχής που τον  εξέδωσε…» 

Στο άρθρο 15 παρ 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «1 Τα πρόσωπα που ανήκουν σε μια  από τις αναφερόμενες στο προηγούμενο άρθρο κατηγορίες και επιθυμούν να ασκήσουν το  δικαίωμα του εκλέγειν οφείλουν να υποβάλλουν σχετική αίτηση εγγραφής τους σε ειδικό εκλογικό  κατάλογο του δήμου στον οποίο υπέβαλαν την αίτηση για την χορήγηση του εν ισχύϊ τίτλου  διαμονής τους, εφόσον κατοικούν μόνιμα εκεί  Τα πρόσωπα που ανήκουν στις περιπτώσεις 3  στοιχεία α΄, στ΄, ζ΄ και η΄ του προηγούμενου άρθρου οφείλουν να υποβάλλουν την αίτηση  εγγραφής στο δήμο στον οποίο διαμένουν κατά τα δύο τουλάχιστον τελευταία έτη»

Στο δε άρθρο  17 του ιδίου νόμου, με τίτλο «Δικαίωμα του εκλέγεσθαι» ορίζεται ότι: «1  Εκλογείς, εγγεγραμμένοι  στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους του άρθρου 15 του παρόντος, που κατά την ημέρα  διενέργειας των εκλογών έχουν συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας τους, μπορούν να  εκλεγούν δημοτικοί σύμβουλοι, σύμβουλοι δημοτικών διαμερισμάτων και τοπικοί  σύμβουλοι,…»  Ακολούθως, με το άρθρο 20 γίνεται παραπομπή στην εκλογική νομοθεσία περί  δήμων και κοινοτήτων, καθώς και στη νομοθεσία περί εκλογής βουλευτών για τα όρια ηλικίας, τη  στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν, τα κωλύματα, τα ασυμβίβαστα και στους λοιπούς  περιορισμούς του δικαιώματος του εκλέγεσθαι και για κάθε άλλο ζήτημα που αφορά στην εκλογική  διαδικασία και δεν ρυθμίζεται από τα άρθρα 14 έως και 19 του νόμου  Τέλος, με το άρθρο 21  παρέχονται εξουσιοδοτήσεις στον Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής  Διακυβέρνησης για τη ρύθμιση λεπτομερειακών θεμάτων και για την παράταση της προθεσμίας  εγγραφής στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους  Οι νέες ρυθμίσεις αιτιολογούνται στην  εισηγητική έκθεση του νόμου, μεταξύ των άλλων, και με τις εξής σκέψεις: «Η ενταξιακή πορεία θα  πρέπει σύμφωνα και με το κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο, να βρίσκει τρία στηρίγματα: i) τη δημιουργία  καθεστώτος ασφάλειας της παραμονής των νομίμων αλλοδαπών, ii) τη διασφάλιση, σε όλα τα  επίπεδα διακυβέρνησης, των ατομικών και κοινωνικών τους δικαιωμάτων και iii) τη σταδιακή  ενθάρρυνση δικαιωμάτων συλλογικής δράσης που οδηγούν σε διαρκή εμβάθυνση της συμμετοχής  τους στη δημόσια ζωή  Στο πλαίσιο αυτό η συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές αναδεικνύεται ως  καίριος ενδιάμεσος σταθμός στη δυναμική ενταξιακή πορεία του αλλοδαπού από το καθεστώς του  απλού μετανάστη προς αυτό του πολίτη, ή, αλλιώς ένα δοκιμαστικό προστάδιο της ιθαγένειας   Ωστόσο, σύμφωνα και με το γράμμα του Συντάγματος κορύφωση και επισφράγιση της πλήρους  συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας είναι μια εξ ίσου πλήρης συμμετοχή  στην πολιτική ζωή, δηλαδή το εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εθνικές εκλογές, δικαιώματα που μόνη  η Ελληνική Ιθαγένεια προσφέρει στον κάτοχό της  Γι’ αυτό και η δυνατότητα των μεταναστών και  των τέκνων τους, που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν στην Ελλάδα, να αποκτήσουν την Ελληνική  Ιθαγένεια σηματοδοτεί την απώτερη κατάληξη της ενταξιακής διαδικασίας»

14  Επειδή, κατά τα κριθέντα στην δωδέκατη σκέψη, οι ως άνω διατάξεις του Ν  3838/2010 δεν  είναι σύμφωνες προς το Σύνταγμα, καθ’ όσον αναγνωρίζουν σε αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων  χωρών, μη έχοντες καν την ιδιότητα του ομογενούς, δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι κατά  τις εκλογές των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως α΄ βαθμού, παραβιάζοντας έτσι την αρχή ότι  τα πολιτικά αυτά δικαιώματα ανήκουν αποκλειστικά σε έλληνες πολίτες, χωρίς να έχει επιρροή  στην κρίση περί αντισυνταγματικότητος το γεγονός ότι ο εξεταζόμενος νόμος προέβλεψε με τις  ίδιες διατάξεις και ορισμένες θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την  άσκηση των δικαιωμάτων αυτών από τους αλλοδαπούς (πρβλ  και τις αναφερόμενες στη σκ  12  αποφάσεις του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας και του Συνταγματικού  Δικαστηρίου της Αυστρίας)  Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Δημοσθ  Πετρούλιας και Αγγ   Θεοφιλοπούλου και οι Σύμβουλοι Ν  Ρόζος, Χ  Ράμμος, Μ  Βηλαράς, Ι  Μαντζουράνης, Α   Σακελλαροπούλου, Δ  Σκαλτσούνης, Α -Γ  Βώρος, Σ  Μαρκάτης, Μ  Σταματελάτου, Μ   Παπαδοπούλου, Ο  Ζύγουρα, Κ  Φιλοπούλου και Μ  Πικραμένος, οι οποίοι υπεστήριξαν την εξής  γνώμη : Από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του Ν  3838/2010, που παρατίθενται στη σκέψη  13, προκύπτει ότι με αυτές παρέχεται δικαίωμα περιορισμένης συμμετοχής συγκεκριμένων  κατηγοριών αλλοδαπών τρίτων χωρών (ομογενών και αλλογενών) στις εκλογές για την ανάδειξη  των αρχών των ΟΤΑ  («Ομογενείς και λοιποί αλλοδαποί υπήκοοι τρίτων χωρών μπορούν να  συμμετέχουν στις εκλογές…» κατά το άρθρο 14)  Συγκεκριμένα : α) στους εν λόγω αλλοδαπούς  αναγνωρίζεται η δυνατότητα συμμετοχής μόνον στις εκλογές της πρωτοβάθμιας τοπικής  αυτοδιοίκησης και συνεπώς αποκλείονται από τις περιφερειακές εκλογές, β) πρέπει αυτοί να  εντάσσονται σε μία από τις οκτώ προβλεπόμενες κατηγορίες νομίμως διαμενόντων αλλοδαπών στη  Χώρα και γ) οι αλλοδαποί μπορούν να εκλεγούν μόνον δημοτικοί σύμβουλοι, σύμβουλοι  δημοτικών διαμερισμάτων και τοπικοί σύμβουλοι 

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του  Ν  3838/2010, ο νομοθέτης με τις ρυθμίσεις αυτές αποσκοπεί στην όσμωση των μεταναστών και  των τοπικών κοινωνιών, όπου αυτοί διαβιούν μόνιμα, ώστε να διευκολυνθεί η ομαλή ένταξή τους  στην ελληνική κοινωνία και να διασφαλισθεί η κοινωνική συνοχή και ειρήνη  Κατά την αιτιολογική  έκθεση, «και το κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο… υποδεικνύει ως θεμελιώδη προτεραιότητα και, μάλιστα,  δεσμευτικά για τα κράτη μέλη την εντατική προώθηση της κοινωνικής ένταξης των νομίμων  μεταναστών  Γι’ αυτό και τη χρηματοδοτεί γενναία  Το δε Πρόγραμμα της Στοκχόλμης που  υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το Δεκέμβριο του 2009 υπογραμμίζει την ανάγκη  υιοθέτησης ενεργητικών πολιτικών ένταξης επισημαίνοντας ότι «Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να  διασφαλίσει δίκαιη μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην  επικράτεια των κρατών μελών της  Μια πιο ενεργητική πολιτική ενσωμάτωσης πρέπει να έχει ως  στόχο να τους αναγνωρίσει δικαιώματα και υποχρεώσεις αντίστοιχα με εκείνα των πολιτών της  Ένωσης  Αυτό θα πρέπει να παραμείνει ως στόχος της κοινής μεταναστευτικής πολιτικής και να  εφαρμοσθεί το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο έως το 2014»  Ο ως άνω σκοπός των  εξεταζομένων ρυθμίσεων συνιστά προφανώς έναν γενικού συμφέροντος θεμιτό σκοπό, τα δε  θεσπιζόμενα κριτήρια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι απρόσφορα και μάλιστα προδήλως  απρόσφορα για την επίτευξή του  Ως εκ τούτου, οι επίμαχες διατάξεις του Ν  3838/2010, με τις  οποίες επιτρέπεται η περιορισμένη συμμετοχή αλλοδαπών τρίτων χωρών (ομογενών και μη) στις  εκλογές για την ανάδειξη των αρχών των ΟΤΑ, είναι, κατά τα γενόμενα, από τη μειοψηφούσα αυτή  γνώμη, δεκτά στη σκέψη 12, σύμφωνες με το Σύνταγμα

15  Επειδή, κατά ταύτα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή

Δ ι ά  τ α ύ τ α

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση   Ακυρώνει α) την υπ’ αριθμ  Φ  130181/23198/30 4 2010 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών,  Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΦΕΚ Β΄562) β) την υπ’ αριθμ  29982/1 6 2010  απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β΄754), όπως εξειδικεύονται στις σκ  3 και 4 της παρούσης

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου και επιβάλλει συμμέτρως στο Δημόσιο και στους  παρεμβαίνοντες την δικαστική δαπάνη του αιτούντος, η οποία ανέρχεται σε χίλια τριακόσια  ογδόντα (1380) ευρώ

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου, 22 Οκτωβρίου και 9 Νοεμβρίου 2012   Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος

 Η Γραμματέας   Σωτ  Αλ  Ρίζος

   Μ  Παπασαράντη  και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Φεβρουαρίου 2013

Ο Πρόεδρος

 Η Γραμματέας   Κ  Μενουδάκος

Μ  Παπασαράντη   ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ   Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω  απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα  άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί

Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος

Αθήνα,

  Ο Πρόεδρος

 Η Γραμματέας


1906/2014 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 623634)  (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΑΡΜ 2014/1196, Ε7 2015/268 , ΘΠΔΔ 2014/511) ΕΥΔΑΠ και αίτηση ακύρωσης της απόφασης της ΔΕΕΑ, κατά το μέρος που μεταβιβάζονται χωρίς  αντάλλαγμα από το Ελληνικό Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ Α Ε » μετοχές της «ΕΥΔΑΠ Α Ε » που  αντιστοιχούν σε ποσοστό 34,033% του μετοχικού κεφαλαίου  Η απόφαση αυτή υπόκειται στον  ακυρωτικό έλεγχο του ΣτΕ και η αίτηση ακύρωσης ασκείται με έννομο συμφέρον από τους  αιτούντες, που συναλλάσσονται με την εταιρεία, ενώ δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον των πολιτών   Αντίθετη μειοψηφία  Η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας, όπως υδρεύσεως και αποχετεύσεως,  δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας  Με την  προσβαλλόμενη πράξη η ΕΥΔΑΠ ιδιωτικοποιείται όχι μόνον τύποις, αλλά και κατ’ ουσίαν,  μετατρεπόμενη σε ιδιωτική επιχείρηση, μετά την αποξένωση του Ελληνικού Δημοσίου από την  πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, κατά παράβαση των άρθρων 5 και 21 παρ  3  του Συντάγματος  Αντίθετη μειοψηφία  Μερικά δεκτή η αίτηση ακύρωσης  Η υπόθεση εισήχθη  στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ   22  Επειδή, η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας  Τούτο ισχύει και προκειμένου περί των υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως, τις οποίες δύναται να παρέχει μια δημόσια επιχείρηση που λειτουργεί υπό νομικό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου ως ανώνυμη εταιρεία  Ο χαρακτήρας, όμως, της δημοσίας επιχειρήσεως αναιρείται στην περίπτωση της αποξενώσεως του Ελληνικού Δημοσίου από τον έλεγχο της ανωνύμου εταιρείας δια του μετοχικού κεφαλαίου, ήτοι της αποξενώσεώς του από εκείνο το ποσοστό των μετοχών (μεγαλύτερο του 50% σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας και το καταστατικό) που εξασφαλίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και τη δυνατότητα εκλογής, από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, της πλειοψηφίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο είναι το ανώτατο διοικητικό όργανο της εταιρείας που διαμορφώνει τη στρατηγική και πολιτική της ανάπτυξής της και διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία της  Στην περίπτωση αυτή η δημόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται όχι μόνον τύποις, δια της υπαγωγής της στις διατάξεις του  ιδιωτικού δικαίου που διέπουν τις ανώνυμες εταιρείες, αλλά και κατ’ ουσίαν, μετατρεπόμενη σε ιδιωτική επιχείρηση, διότι παρέχεται σε ιδιώτες επενδυτές η νομική δυνατότητα συγκεντρώσεως του ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου που εξασφαλίζει τον ιδιοκτησιακό έλεγχο και την εκλογή της πλειοψηφίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας  Η δε κατ’ ουσίαν μετατροπή της δημοσίας επιχειρήσεως σε ιδιωτική, που λειτουργεί με γνώμονα το κέρδος, καθιστά αβέβαιη τη συνέχεια της εκ μέρους της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας, και δη υψηλής ποιότητας, η οποία δεν εξασφαλίζεται πλήρως με την κρατική εποπτεία  Σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις, οι υπηρεσίες της ΕΥΔΑΠ Α Ε  παρέχονται μονοπωλιακώς, σε μεγάλο πληθυσμό διαβιούντα υπό δυσμενείς οικιστικές συνθήκες στον περιορισμένο χώρο της Αττικής, από δίκτυα που είναι μοναδικά στην περιοχή και ανήκουν στα πάγια περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας  Συνίστανται δε οι υπηρεσίες αυτές στην ύδρευση και στην αποχέτευση που είναι αναγκαίες για την υγιεινή διαβίωση και, ιδίως, στην παροχή του πόσιμου ύδατος, φυσικού αγαθού απαραίτητου για την επιβίωση που καθίσταται σπανιότερο συν τω χρόνω  Αβεβαιότητα ως προς τη συνέχεια της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας με αυτόν τον βαθμό αναγκαιότητας δεν συγχωρείται από το άρθρο 5 του Συντάγματος, ειδικότερα δε από τη διάταξη της παραγράφου 5 που προσετέθη με το από 6 4 2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής και κατοχυρώνει το δικαίωμα στην προστασία της υγείας, καθώς και από το άρθρο 21 παρ  3 που ορίζει ότι το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών  Συνεπώς, η αποξένωση του Ελληνικού Δημοσίου από την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ Α Ε , του οποίου η διατήρηση είναι αναγκαία – υπό το δεδομένο νομικό καθεστώς – για να μη μετατραπεί η δημόσια επιχείρηση σε ιδιωτική, συνιστά παράβαση των άρθρων 5 παρ  5 και 21 παρ  3 του Συντάγματος και για τον λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση της ΔΕΑΑ κατά το μέρος της, με το οποίο μεταβιβάζονται στο ΤΑΙΠΕΔ και οι τελευταίες μετοχές της εταιρείας που έχει στην κυριότητά του το Ελληνικό Δημόσιο [36 245 240 μετοχές που αντιστοιχούν σε ποσοστό 34,033% του μετοχικού κεφαλαίου] αλυσιτελούς καθισταμένης της εξετάσεως των λοιπών προβαλλομένων λόγων  Κατά τη συγκλίνουσα γνώμη της Συμβούλου Ε  Νίκα, αβεβαιότητα για τη συνέχεια της παροχής των υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως, κατά παράβαση των άρθρων 5 παρ  5 και 21 παρ 3 του Συντάγματος, δεν συνεπάγεται η απώλεια της δυνατότητας του Ελληνικού Δημοσίου να εκλέγει τα όργανα διοικήσεως ΕΥΔΑΠ Α Ε , αλλά η πλήρης αποξένωσή του από τα ιδιοκτησιακής φύσεως δικαιώματα επί των δικτύων υδρεύσεως και αποχετεύσεως και των συναφών έργων και εγκαταστάσεων   Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Δ  Σκαλτσούνης, Φ  Ντζίμας, Σ  Χρυσικοπούλου, Η  Τσακόπουλος, Β   Αραβαντινός και Κ  Κουσούλης, οι οποίοι υποστήριξαν την εξής γνώμη : Από τις διατάξεις των  άρθρων 5 παρ  1, 2, 5 και 21 παρ  3 του Συντάγματος συνάγεται ότι το κράτος και οι οργανισμοί  τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), υπό την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 24 παρ  2, 3, 4 και 5 του Συντάγματος για την πολεοδομική και οικιστική οργάνωση, οφείλουν να μεριμνούν, για τον  συνεχή εφοδιασμό όσων κατοικούν ή διαμένουν στην Χώρα με επαρκή για τις προσωπικές και  οικογενειακές τους ανάγκες ποσότητα πόσιμου ύδατος, το οποίο πληροί τους απαραίτητους όρους  υγιεινής και διατίθεται σε προσιτή τιμή  Η υπό τους ανωτέρω όρους εκπλήρωση της αποστολής  αυτής του κράτους και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, εφ’ όσον το Σύνταγμα δεν  διακρίνει σχετικά, μπορεί να επιδιωχθεί είτε με υπηρεσίες που ανήκουν οργανικά στο κράτος και  στους ΟΤΑ ή με νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία μετέχουν το κράτος ή οι ΟΤΑ,  ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής τους, είτε με νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα  οποία δεν μετέχουν το κράτος ή οι ΟΤΑ  Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις εξακολουθούν να έχουν  εφαρμογή οι συνταγματικές επιταγές για συνεχή, επαρκή, υπό όρους υγιεινής και σε προσιτή τιμή  παροχή πόσιμου ύδατος η τήρηση δε των επιταγών αυτών εξασφαλίζεται με την άσκηση  κρατικής εποπτείας  Επομένως, η εν προκειμένω μεταβίβαση του κατεχομένου από το Δημόσιο  ποσοστού μετοχών της ΕΥΔΑΠ, με την οποία επέρχεται ως συνέπεια η πλήρης ιδιωτικοποίηση της  εν λόγω δημοσίας επιχειρήσεως, δεν προσκρούει στο Σύνταγμα, λαμβανομένου προσθέτως υπ’  όψη ότι α) οι σκοποί και η διάρκεια της εταιρείας ορίζονται κατά τρόπο δεσμευτικό από τις οικείες  νομοθετικές διατάξεις (1 παρ  7 ν  1068/1980, 1 παρ  2 και 4 ν  2744/1999), και β)  σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ  8 ν  2744/1999 απαγορεύεται η εκποίηση των δικτύων υδρεύσεως και  αποχετεύσεως που ανήκουν στην ΕΥΔΑΠ, των συναφών έργων και εγκαταστάσεων, καθώς και η  σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε αυτά

   23  Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, πρέπει : α) ως προς τους αιτούντες, οι οποίοι  παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, να καταργηθεί η δίκη και β) ως προς  τις αιτούσες, οι οποίες δεν νομιμοποίησαν τον δικηγόρο που παρέστη ως πληρεξούσιός τους, να  απορριφθεί η αίτηση  Περαιτέρω, κατά μερική αποδοχή της αιτήσεως, η οποία έχει ασκηθεί  παραδεκτώς από τους λοιπούς αιτούντες, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση της  ΔΕΑΑ ως προς την γενομένη δι’ αυτής μεταβίβαση από το Ελληνικό Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ (με σκοπό τη διάθεση σε ιδιώτες επενδυτές χάριν της ενισχύσεως των δημοσίων εσόδων και της  εξυπηρετήσεως του δημοσίου χρέους) 36 245 240 μετοχών της ΕΥΔΑΠ Α Ε  που αντιστοιχούν σε  34,033% του μετοχικού κεφαλαίου  Τέλος, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η παρέμβαση του ΤΑΙΠΕΔ, να απορριφθεί η παρέμβαση της ΕΥΔΑΠ Α Ε  και, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να αποδοθεί το παράβολο και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 36 παρ  1 και 4, 39 παρ  1 του π δ  18/1989)

590/2009 ΑΠ ( 484772)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΧΡΙΔ 2010/198) Πολιτικά κόμματα  Διαδικασία ιδρύσεως ενός πολιτικού κόμματος  Φύση αυτού  Διακριτικά στοιχεία  Κατοχύρωση αυτών  Διαφορές ως προς την ταυτότητα του κόμματος και την ιδιότητα του προέδρου αυτού  Διαδικασία επίλυσης αυτών και αρμοδιότητα του δικαστηρίου  Διάκριση και ιδιαιτερότητες της φύσης του κόμματος από τη φύση του σωματείου του ΑΚ  Οι αποφάσεις του κόμματος για την εσωτερική λειτουργία του δεν προσβάλλονται ευθέως ενώπιον των δικαστηρίων  Δικονομία πολιτική  Εννοια οριστικής απόφασης  Προϋποθέσεις παραγραφής δεδικασμένου

Αριθμός 590/2009  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ  A1’ Πολιτικό Τμήμα  ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Καλαμίδα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Φούκα, Γεώργιο Χρυσικό εισηγητή και Νικόλαο Λεοντή, Αρεοπαγίτες   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει μεταξύ:  Α  Του αιτούντος: Του νομίμως λειτουργούντος Πολιτικού Κόμματος με την επωνυμία ”  , που εδρεύει      στην και εκπροσωπείται νόμιμα από την Διοικούσα Επιτροπή του, αποτελούμενη από τους: 1  Χ1  κάτοικο    , ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, με την ιδιότητά του ως δικηγόρος, 2  Χ2, κάτοικο   , ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μπατσίλα και 3  Χ3, κάτοικο   , ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπελαντή   Του καθού η αίτηση: Του φερόμενου ως πολιτικού κόμματος με την επωνυμία “

“, το οποίο έχει διαλυθεί και τελεί υπό εκκαθάριση και εκπροσωπείται νόμιμα από τους ορισθέντες ως εκκαθαριστές του: 1) Ψ1, κάτοικο   , 2) Ψ2, κάτοικο και 3) Ψ3, κάτοικο     , οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παπασίμου   Β  Του αιτούντος: Του πολιτικού κόμματος με την επωνυμία    “, το οποίο έχει διαλυθεί και τελεί υπό εκκαθάριση και εκπροσωπείται νόμιμα από τους ορισθέντες ως εκκαθαριστές αυτού, μέλη της απερχόμενης Πολιτικής Γραμματείας του κόμματος: 1) Ψ1, κάτοικο   , 2) Ψ2, κάτοικο και 3) Ψ3, κάτοικο   , οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παπασίμου   Των καθών η αίτηση: 1  Χ1, κάτοικο

   , ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, με την ιδιότητά του ως δικηγόρος, 2  Χ2, κάτοικο   , ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μπατσίλα και 3  Χ3, κάτοικο   , ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπελαντή   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 07 04 2004 αίτηση των ήδη αιτούντων- καθών Χ1 και Χ3, καθώς και των Α και Β, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (ασφαλιστικά μέτρα)  Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ  3548/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών  Στη συνέχεια εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ 137/ 30 5 2004 και 4/2007 αποφάσεις του Α’ Τμήματος του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου  Με τις από 14 05 2007 και 07 10 2007 αιτήσεις, κατά τη διαδικασία του άρθρου 29 ν  3023/2002, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το αιτούν Πολιτικό Κόμμα ζητεί να αναγνωριστεί ό,τι σ’ αυτή αναφέρεται  Επί της υποθέσεως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ  1760/2008 απόφαση του Α1 Πολιτικού του Αρείου Πάγου, η οποία διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως, κατά το άρθρο 307 ΚπολΔ   Κατά τη συζήτηση των υπό κρίση αιτήσεων, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω, ορίστηκε δε Εισηγητής ο Αρεοπαγίτης Γεώργιος Χρυσικός   Οι πληρεξούσιοι των αιτούντων και ο αυτοπροσώπως παραστάς διάδικος ζήτησαν την παραδοχή των από 07 10 2007 και 14 5 2007 αιτήσεών τους αντίστοιχα, οι πληρεξούσιου των καθών οι αιτήσεις την απόρριψή τους αντίστοιχα, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ  Ι  Με την από 14-11-2008 κλήση του Πολιτικού Κόμματος με την επωνυμία ”    ,που φέρεται να εκπροσωπείται από την “τριμελή Διοικούσα Επιτροπή του”, φέρονται ενιαία προς συζήτηση: α) η από 7-10-2007 αίτηση του καλούντος Πολιτικού Κόμματος και β) η από 14-5-2007 αντίθετη αίτηση του ίδιου Πολιτικού Κόμματος, που φέρεται να έχει διαλυθεί και να τελεί σε εκκαθάριση και να εκπροσωπείται από τους τρεις εκκαθαριστές του, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ  1760/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία διατάχθηκε η συνεκδίκαση των δύο αντιθέτων αιτήσεων και η επανάληψη της συζήτησής τους στο ακροατήριο, αφού κρίθηκαν ως βάσιμες οι δηλώσεις αποχής που υπέβαλαν τα τέσσερα εκ των πέντε μελών της σύνθεσης, που δίκασε τις ίδιες δύο αιτήσεις κατά την αρχική δικάσιμο της 19-5-2008, επειδή είχαν αποτελέσει μέλη προηγούμενης σύνθεσης του Δικαστηρίου τούτου που είχε εκδικάσει συναφή υπόθεση στο πλαίσιο εκλογικής διαδικασίας των βουλευτικών εκλογών της 16-9-2007   ΙΙ  Με το άρθρο 29 του Νόμου 3023/2002 ορίσθηκαν τα εξής: 1  Το πολιτικό κόμμα πριν αναλάβει δραστηριότητα καταθέτει ιδρυτική δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου  Τη δήλωση καταθέτει ο Πρόεδρος ή η Διοικούσα Επιτροπή του και σε αυτή αναφέρεται ότι η οργάνωση και η δράση του εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος  2  Στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου γνωστοποιούνται επίσης το όνομα, το έμβλημα και η έδρα του πολιτικού κόμματος και υποβάλλονται το καταστατικό ή η ιδρυτική του διακήρυξη, που υπογράφονται από διακόσιους, τουλάχιστον, πολίτες με δικαίωμα ψήφου  3  Η χρήση των συμβόλων του άρθρου 37 παρ  5 του Π Δ  55/1999 (ΦΕΚ 58Α), ως ονόματος και εμβλήματος πολιτικού κόμματος, απαγορεύεται  4  Το πολιτικό κόμμα με τη γνωστοποίηση του ονόματος και του εμβλήματος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της χρήσης τους  5  Οι διαφωνίες για το δικαιούχο του ονόματος και του εμβλήματος, καθώς επίσης την ιδιότητα του Προέδρου ή του μέλους της Διοικούσας Επιτροπής πολιτικού κόμματος επιλύονται σύμφωνα με τους ορισμούς της παραγράφου 7 του παρόντος  6  Το πολιτικό κόμμα αποκτά με την ίδρυσή του νομική προσωπικότητα για την εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής του  7  Το άρθρο 38 του Π Δ  55/1999 αντικαθίσταται ως εξής: “Σε περίπτωση διαφωνίας για τη χρήση του ονόματος και του εμβλήματος πολιτικού κόμματος, όπως περιέχονται στην εκλογική του δήλωση, αποφασίζει το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου  Με την απόφαση αναγνωρίζεται ως δικαιούχος του ονόματος και του εμβλήματος το πολιτικό κόμμα, το οποίο τα είχε γνωστοποιήσει με την κατάθεση της ιδρυτικής του δήλωσης και, κατά την κοινή αντίληψη, τα χρησιμοποιούσε  Το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου αποφασίζει επίσης για διαφορές ως προς την ιδιότητα του Προέδρου ή μέλους της Διοικούσας Επιτροπής πολιτικού κόμματος”  Από τις πιο πάνω διατάξεις εκείνη της παρ  7 έχει περιληφθεί ήδη αυτούσια και στην κωδικοποίηση της Νομοθεσίας για την εκλογή Βουλευτών του Π Δ/τος 96/2007 (Φ Ε Κ  116 Α’/5-6-2007) όπου αποτέλεσε το άρθρο 38, ως αφορώσες διαφωνίες περί την “εκλογική δήλωση” που γεννώνται από την έναρξη της προεκλογικής περιόδου με τη δημοσίευση του Διατάγματος για τη διάλυση της Βουλής (αριθ.  31 παρ  1 και 3 του Π Δ/τος 96/2007)  Αντίθετα, οι διαφωνίες όπως οι ένδικες εν προκειμένω που έχουν σχέση επίσης με το δικαιούχο του ονόματος και του εμβλήματος, καθώς επίσης και με την ιδιότητα του Προέδρου ή του μέλους της Διοικούσας Επιτροπής Πολιτικού Κόμματος, εκτός όμως προεκλογικής περιόδου, δηλαδή με την “ιδρυτική δήλωση”, ρυθμίζονται από την παρ  5 του πιο πάνω άρθρου 29 του ίδιου Νόμου 3023/2002 επιλύονται δε κατά ρητή παραπομπή στη ρύθμιση της παρ  7 του ίδιου άρθρου, από το Δικαστήριο τούτο και κατά την ίδια διαδικασία που επιλύονται οι διαφωνίες του πλαισίου της προεκλογικής διαδικασίας  Περαιτέρω, κατά το άρθρο 29 παρ  1 του Συντάγματος “Έλληνες πολίτες, που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και δράση τους οφείλει και εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος”  Από την πιο πάνω διάταξη, στην οποία τελικά δεν περιελήφθηκε η υπάρχουσα στο αρχικό σχέδιο του Συντάγματος πρόβλεψη για την έκδοση νόμου ως προς την οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων, διαφαίνεται η πρόθεση του Συνταγματικού Νομοθέτη να αποφευχθεί κάθε επέμβαση νομοθετική ή δικαστική στη λειτουργία τους 

Αυτό που θέλει να διασφαλίσει το Σύνταγμα στο άρθρο 29 παρ  1, είναι ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων θα εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι υπό το πλέγμα περιοριστικών διατάξεων, που θα ορίσει ο κοινός νομοθέτης (επί παραδείγματι, όταν αφορά την ανάδειξη της ηγεσίας τους και εν γένει τη λήψη των αποφάσεων των οργάνων τους και την εσωτερική λειτουργία τους), αλλά με τη συγκεκριμένη συμμετοχή των κομμάτων στη λειτουργία του πολιτεύματος 

Για το λόγο δε αυτό, περιεχόμενο νόμου σχετικού με την οργάνωση και δράση των κομμάτων δεν μπορεί να αποτελέσει κάτι περισσότερο από την επιβολή στα κόμματα της υποχρέωσης να διαθέτουν και δημοσιεύουν καταστατικό, ώστε, ως θεσμοί που οφείλουν να λειτουργούν υπό καθεστώς διαφάνειας των οργανωτικών δομών και στόχων τους, να προσφέρονται σε πολιτική αξιολόγησή τους από μέρους των πολιτών όχι μόνο από το πρόγραμμά τους, αλλά και με την εικόνα που εμφανίζουν προς τα έξω σε σχέση με την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία τους  Εν όψει αυτών, και όσων πιο πάνω ορίζονται από τις παρ  1 και 2 του αριθ.  29 του Νόμου 3023/2002, καθίσταται σαφές ότι προϋποθέσεις για ανάληψη δραστηριότητας από κόμμα, υπό την έννοια της συμμετοχής του προεχόντως στις γενικές Βουλευτικές εκλογές και στις ευρωεκλογές αποτελούν: α) η ύπαρξη ιδρυτικής διακήρυξης, που υπογράφεται από διακόσιους τουλάχιστον πολίτες με δικαίωμα ψήφου, β) το καταστατικό, γ) η κατάθεση της ιδρυτικής δήλωσης – διακήρυξης του κόμματος στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δ) η ύπαρξη ονόματος, εμβλήματος και έδρας και ε) η αναφορά στην ιδρυτική δήλωση ότι η οργάνωση και η δράση του κόμματος εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος  Περαιτέρω, με τη διάταξη της παρ  6 του αριθ.  29 του Νόμου 3023/2002 ορίσθηκε ότι το πολιτικό κόμμα αποκτά με την ίδρυσή του νομική προσωπικότητα “για την εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής του”  Με την πιο πάνω διάταξη καθιερώθηκε πλέον και ρητά, νομοθετικά η απόκτηση από το πολιτικό κόμμα νομικής προσωπικότητας με την ίδρυσή του, όχι όμως απεριόριστης, αλλά με την έννοια ότι το πολιτικό κόμμα καθίσταται πλέον από την έννομη τάξη φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων επί ωρισμένου κύκλου σχέσεων ή τομέων δραστηριοτήτων, που αφορούν αποκλειστικά την εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής του

Εν όψει αυτών, τα κόμματα δεν μπορούν, ν’ αποκτήσουν νομική προσωπικότητα με την τήρηση των διατάξεων των άρθρων 78- 83 του Αστικού Κώδικα περί των σωματείων, γιατί οι διατάξεις αυτές και λοιπές για τα σωματεία γενικά δε συμβιβάζονται με το άρθρο 29 παρ  1 του Συντάγματος  Για τους ίδιους λόγους, αποκλείεται αναμφίβολα η εφαρμογή στα πολιτικά κόμματα του άρθρου 12 παρ  2 και 3 του Συντάγματος και του άρθρου 105 του Αστικού Κώδικα για τη δικαστική διάλυση σωματείων κλπ  και επομένως είναι ανεπίτρεπτη η αναγκαστική διάλυση και με νόμο ή δικαστική απόφαση πολιτικού κόμματος  Από τις πιο πάνω όμως διατάξεις δεν αποκλείεται να διαλύεται ένα κόμμα πολιτικό εκούσια με απόφαση του αρμόδιου καταστατικού οργάνου του, το οποίο θα ορίσει και τις αναγκαίες διαδικασίες “εκκαθάρισης” που θα ακολουθήσουν τη διάλυση, χωρίς να αποκλείεται στην περίπτωση αυτή η κατά παραπομπή ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για την εκκαθάριση των νομικών προσώπων του Αστικού Κώδικα, ύστερα από την απόφαση για τη διάλυση του κόμματος και σε συνδυασμό με την ίδια απόφαση η οποία αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό ειδικά, ανήκει στην αρμοδιότητα του συνεδρίου του πολιτικού Κόμματος ως του ανωτάτου και κυρίαρχου οργάνου του  Τα προαναφερθέντα δεν αναιρούνται ούτε από τον κανονισμό (Ε Ε ) 2004/2003 της 4-11-2003 “σχετικά με το καθεστώς για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο” και ειδικότερα το άρθρο 3, σύμφωνα με το οποίο ένας από τους όρους που πρέπει να πληροί ένα κόμμα για να τύχει χρηματοδότησης από τον κοινοτικό προϋπολογισμό είναι να έχει νομική προσωπικότητα στο κράτος μέλος όπου εδρεύει, αφού με την προηγηθείσα διάταξη της παρ  6 του αριθ.  29 του Νόμου 3023/2002 “για την χρηματοδότηση των κομμάτων – Βουλευτών” η αυτόθροη κτήση της νομικής προσωπικότητας μετά την τήρηση των προαναφερθεισών διατυπώσεων αφορά μόνο στην εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής τους” με την πιο πάνω έννοια  Επίσης, από τα όσα πιο πάνω αναφέρονται προκύπτει ότι οι αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων των κομμάτων που έχουν σχέση με την εσωτερική λειτουργία ακόμα δε και με τη διάλυσή τους, δεν προσβάλλονται ευθέως ενώπιον των δικαστηρίων, έστω και με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Α Κ  (βλ  αριθ.  101 Α Κ ), αφού τέτοια παρέμβαση της δικαστικής εξουσίας στον τρόπο εσωτερικής οργάνωσης των κομμάτων θα αποτελούσε συνταγματικά ανεπίτρεπτο φαινόμενο και θα προσέκρουε στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών  Εξαίρεση προς τις πιο πάνω ρυθμίσεις αποτελεί στο πλαίσιο της λεγόμενης “διασταύρωσης” των λειτουργιών μόνο η προβλεφθείσα νομοθετικά λειτουργική – εξαιρετική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου και ειδικά του Α1 Τμήματος για την επίλυση των διαφωνιών που προαναφέρθηκαν εντός ή εκτός προεκλογικής περιόδου, στο πλαίσιο των οποίων δεν αποκλείεται η έρευνα του κύρους αποφάσεων καταστατικών οργάνων των κομμάτων (βλ  Α Π  4/2007 εκλογική) χωρίς όμως η σχετική παρεμπίπτουσα έρευνα να οδηγεί σε ακύρωση της ελεγχόμενης απόφασης  Η διαδικασία εκδίκασης των σχετικών διαφορών των παρ  5 και 7 του άρθ  29 του Νόμου 3023/2002, ταυτόσημη και στις δύο περιπτώσεις, είναι εκείνη ενώπιον των αναιρετικών πολιτικών τμημάτων του Αρείου Πάγου, ανεξάρτητα μάλιστα από το κατά πόσο αυτή αφορά νομικά ή πραγματικά ζητήματα εισάγει δε επιτρεπτά προς δικαστική επίλυση διαφορές δημοσίου δικαίου στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 94 παρ  4 του Συντάγματος και 1 περ  γ’ του ΚΠολΔ  Για τους ίδιους λόγους, η οριστική δικαστική απόφαση που εκδίδεται στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας υπόκειται στις σχετικές με αυτή δικονομικές ρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνη του άρθρου 309 του Κ Πολ Δ , που ορίζει ότι οι οριστικές αποφάσεις δεν μπορούν μετά τη δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε (βλ  Α Π  142/2004 εκλογική), αλλά και εκείνη του άρθρου 321 του Κ Πολ Δ  για την παραγωγή δεδικασμένου υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 322, 324 και 325, 331 του ΚΠολΔ μεταξύ των οποίων και η δεσμευτική κρίση με δύναμη δεδικασμένου και των παρεμπιπτόντως κριθέντων ζητημάτων, που ήταν αναγκαία για την κρίση του κύριου ζητήματος από καθ’ ύλη αρμόδιο Δικαστήριο, μεταξύ των ίδιων διαδίκων   ΙΙΙ  Με την από 14-5-2007 αίτησή του στρεφόμενη κατά των Χ1, Χ2 και Χ3, το αιτούν πολιτικό κόμμα με την επωνυμία ”      ) “ως τελούν σε εκκαθάριση με την από 30-10-2004 απόφαση του έκτακτου συνεδρίου του” και φερόμενο να εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές μέλη της απερχόμενης πολιτικής Γραμματείας Ψ2, Ψ2 και Ψ3, επικαλούμενο σχετική διαφωνία που έχει ανακύψει μεταξύ αυτού και των καθ’ων η αίτηση για τη χρήση του ονόματος και του εμβλήματός του, καθώς και για την ιδιότητα των καθ’ ων ατομικά φυσικών προσώπων ως μελών της “Διοικούσας Επιτροπής του”, ζητεί να αποφανθεί το Δικαστήριο τούτο: 1) ότι δικαιούχος του ονόματος και του εμβλήματος του ίδιου κόμματος είναι τούτο (αιτούν πολιτικό κόμμα), που εδρεύει στην Αθήνα τελεί σε εκκαθάριση με τις πιο πάνω συνθήκες και εκπροσωπείται νόμιμα από τους αιτούντες εκκαθαριστές, 2) ότι οι καθ’ων η αίτηση που εμφανίζονται ως μέλη της ”      ) δεν εκπροσωπούν αυτό και δεν δύνανται να χρησιμοποιούν τον τίτλο και τα εμβλήματα του (      ) και 3) να απειληθεί κατά των καθ’ ων χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων (10 000) ευρώ και για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί  Εξ άλλου, τα τρία καθ’ων φυσικά πρόσωπα της προηγούμενης αίτησης με την από 7-10-2007 αντίθετη αίτησή τους και με την ίδια ιδιότητα των μελών της “Διοικούσας Επιτροπής” του ίδιου πολιτικού κόμματος (            ) στρεφόμενη κατά των τριών αιτούντων της προηγούμενης αίτησης με τη “φερόμενη ιδιότητα των εκκαθαριστών του ίδιου πολιτικού κόμματος”, επικαλούμενοι, την ίδια διαφωνία που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων μερών για τη χρήση του ονόματος και του εμβλήματος του ίδιου κόμματος και για την ιδιότητα των αιτούντων ως εκπροσωπούντων το ίδιο πολιτικό κόμμα, ως μελών “της Διοικούσας Επιτροπής του”, ζητούν να αναγνωρισθεί από το Δικαστήριο τούτο ότι το πολιτικό κόμμα με την επωνυμία ”             με άλλες αποφάσεις καταστατικού Συνεδρίου του ίδιου κόμματος, υφίσταται και δεν έχει διαλυθεί ειδικότερα δε με βάση τις αποφάσεις του 2ου και 3ου Τακτικού Συνεδρίου του, εκπροσωπείται νόμιμα από τα εκλεγέντα καταστατικά όργανα αυτού, την Κεντρική Πολιτική Επιτροπή και τη Διοικούσα Επιτροπή αυτού, διατηρώντας όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις και αποτελώντας συνέχεια κατά νόμο του κόμματος που ιδρύθηκε το Δεκέμβριο του 1995  Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα οι δύο αιτήσεις είναι νόμιμες, κατά τις διατάξεις των παρ  5 και 7 του άρθρου 29 του νόμου 3023/2002, εκτός από το δεύτερο και τρίτο αιτήματα της πρώτης από 14-5-2007 αίτησης: α) να αναγνωρισθεί ότι οι καθ’ων η αίτηση με την ιδιότητα των μελών της ”         ), δεν εκπροσωπούν το κόμμα αυτό και δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τον τίτλο και τα εμβλήματά του και β) να απειληθεί κατά των καθ’ ων χρηματική ποινή για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί αφού το Δικαστήριο τούτο δεν έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί για τα αιτήματα αυτά και τις αντίστοιχες απαγορεύσεις (βλ  την υπ’ αριθ  1/1989 απόφαση της προκατόχου Επιτροπής του άρθρου 38 του Π Δ/τος 265/1989)  Πρέπει επομένως οι δύο αιτήσεις να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν   IV  Από τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τις ένορκες βεβαιώσεις που επικαλούνται και προσκομίζουν τις εξηγήσεις που δόθηκαν με τα έγγραφα υπομνήματά τους και την εν γένει διαδικασία, βεβαιώθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το αιτούν και στις δύο αιτήσεις πολιτικό κόμμα σύμφωνα με την από 20 Δεκεμβρίου 1995 δήλωση του Προέδρου του Γ, που έχει γίνει προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εμφανίζεται με την ονομασία “

” και συνεπτυγμένα (          ) και έμβλημα “ένα ολόκληρο ήλιο με χρωματισμό τις αποχρώσεις του πορτοκαλί, που φέρει στο κέντρο του ένα πουλί με ανοιχτές φτερούγες, που πετά και συμβολίζει το όραμα του λαού για κοινωνική δικαιοσύνη και πρόοδο”  (βλ  και άρθρο 1 παρ  2 του από Δεκεμβρίου 2000 καταστατικού)  Για το όνομα και το έμβλημα αυτό, και ειδικότερα για τη χρήση τούτων δεν υπάρχει καμία διαφωνία ουσιαστική, αφού οι αιτούντες και στις δύο αιτήσεις συνομολογούν, ότι τα πιο πάνω όνομα και έμβλημα, ανήκουν στο αιτούν πολιτικό κόμμα και μόνο τούτο δικαιούται να κάνει χρήση τους  Διαφωνία όμως υπάρχει σε σχέση με την εκπροσώπηση του Κόμματος αυτού, που έχει ως θεμελιώδεις υπόβαθρο το εάν το ίδιο κόμμα έχει διαλυθεί ή όχι νομότυπα και εάν εξελέγησαν στο μεταξύ τα καταστατικά όργανα που το εκπροσωπούν νομότυπα  Από τα ίδια στοιχεία προέκυψαν τα ακόλουθα επί της πιο πάνω διαφωνίας  Από της ιδρύσεώς του το 1995 και μέχρι τις Εθνικές Βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου του 2004 το (ΔΙ Κ ΚΙ ) ανέπτυξε πολιτική δραστηριότητα, δημιουργώντας οργανώσεις σε όλη τη χώρα και στο εξωτερικό  Από το καταστατικό του ανωτέρω πολιτικού κόμματος, το οποίο εγκρίθηκε από το μη αμφισβητούμενο 1ο Τακτικό Συνέδριο των μελών του, που έλαβε χώρα, κατά το χρονικό διάστημα, μεταξύ της 1ης και 3ης Δεκεμβρίου 2000 προκύπτει ότι: 1) Κυρίαρχο και ανώτατο όργανο αυτού είναι το Συνέδριο των μελών του το οποίο συγκαλείται από την Κεντρική Πολιτική Επιτροπή και μεταξύ άλλων, καθορίζει την πολιτική του, σε όλα τα ζητήματα, εκλέγει τον Πρόεδρό του και την Κεντρική Πολιτική Επιτροπή (Κ Π Ε ) και ελέγχει όλα τα όργανα του κόμματος (αριθ.  24)  2) Η Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του (Κ Π Ε ), αποτελούμενη από 120 τακτικά μέλη, είναι το ανώτερο όργανό του, μεταξύ του χρόνου δύο (2) συνεδρίων, συγκαλούμενη, είτε τακτικά, ανά τρίμηνο, είτε εκτάκτως, μετά από αίτημα του 1/3 των μελών της και η απαρτία της καθορίζεται από την παρουσία των 2/3 των μελών της  Από το ίδιο καταστατικό (άρθρο 19) προκύπτει ότι δικαίωμα σύγκλησης της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής εκτάκτως και για ειδικά ζητήματα πολιτικής έχει ο Πρόεδρος με την Πολιτική Γραμματεία του

  Το 1/3 των μελών της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής δύναται να ζητήσει από τον Πρόεδρο και την Πολιτική Γραμματεία την έκτακτη σύγκληση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής, όχι όμως και να συγκαλέσει αυτήν αυτοδυνάμως είτε γενικά σε έκτακτη σύνοδο είτε σε ειδική σύνοδο έκτακτη και για ειδικά ζητήματα πολιτικής  Επίσης, με βάση το άρθρο 20 του ίδιου καταστατικού η Κεντρική Πολιτική Επιτροπή εκλέγει την Πολιτική Γραμματεία του (         )  3) Η Πολιτική Γραμματεία του        με βάση το άρθρο 22 του ίδιου καταστατικού αποτελεί όργανο πολιτικού σχεδιασμού και το ανώτερο εκτελεστικό όργανο της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής και αποτελείται από τον Πρόεδρο του Κόμματος και δώδεκα (12) τακτικά μέλη  Το (         ) από της ιδρύσεώς του έλαβε μέρος σε όλες τις Εθνικές (Βουλευτικές) εκλογές και στις Ευρωεκλογές και συγκέντρωσε ποσοστά 4,3% στις Βουλευτικές του 1996, 6,8% στις Ευρωεκλογές του 1999, 2,7% στις Βουλευτικές του 2000 και 1,79% στις Βουλευτικές του 2004 με αποτέλεσμα να εμφανίζει φθείνουσα δύναμη στις Βουλευτικές εκλογές, και στις δύο τελευταίες των ετών 2000 και 2004 να μείνει εκτός Βουλής, αφού δε συγκέντρωσε το ελάχιστο ποσοστό του 3%  Εν όψει αυτών, στις 20-3-2004 η Πολιτική Γραμματεία του με πρωτοβουλία του αρχηγού του Γ συνήλθε και αποφάσισε με πλειοψηφία πέντε (5), έναντι τεσσάρων (4) και μιας (1) λευκής ψήφου την αναστολή λειτουργίας του κόμματος  Ακολούθως ο αρχηγός του κόμματος με την υπ’ αριθ.  δήλωσή του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου δήλωσε ότι αναστέλλεται η λειτουργία του       Επίσης, με την υπ’ αριθ.         αίτησή του προς τον αρμόδιο για τα οικονομικά των κομμάτων Γ’ Αντιπρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, ο Γ ζήτησε να οριστούν ορκωτοί λογιστές προκειμένου να γίνει ο απαιτούμενος διαχειριστικός έλεγχος του κόμματος  Στο μεταξύ κατά την ίδια πιο πάνω συνεδρίαση της 20-3- 2004 της Πολιτικής Γραμματείας αποφασίστηκε με τη σύμφωνη γνώμη και του Προέδρου εκτάκτως, η σύγκλησή της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής για την 3-4-2004 με βάση τη διάταξη του άρθρου 19 παρ  5 του καταστατικού του Δεκεμβρίου του 2000, ώστε να αποφανθεί για το ζήτημα της αναστολής λειτουργίας του κόμματος  Η συνεδρίαση της 3-4-2004 της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του ματαιώθηκε στις 31-3-2004 με έγγραφη επιστολή του Προέδρου του

Γ προς όλα τα μέλη της Κ Π Ε  στην οποία ανέφερε και ότι: “αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη των διαδικασιών για τη διάλυση του κόμματος”  Στην ενέργεια αυτή του αρχηγού του κόμματος αντιτάχθηκαν 63 μέλη της Κ Π Δ  αποτελούντα ποσοστό που υπερέβαινε το 1/3 του συνολικού αριθμού των μελών της και ζήτησαν εγγράφως την έκτακτη σύγκληση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής για την ίδια ημερομηνία της 3-4-2004 για να αποφανθεί για την αναστολή ή όχι της λειτουργίας του Κόμματος  Ο Πρόεδρος του Κόμματος δεν δέχθηκε την αίτηση και κατά την ημερομηνία της 3-4-2004 συγκλήθηκε η Κεντρική Πολιτική Επιτροπή με την παρουσία 84 μελών (βλ  το αρ  3-4-2004 πρακτικό) αυτοδυνάμως η οποία αποφάσισε την αντικατάσταση του Προέδρου Γ από τα καθήκοντά του λόγω άρνησης και αδυναμίας να τα ασκήσει, την εκλογή “Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής” στην οποία συμμετείχαν και οι τώρα αιτούντες της από 7-10- 2007 αίτησης ως και τη σύγκληση Β’ Τακτικού Συνεδρίου το φθινόπωρο του 2004 για τροποποίηση του καταστατικού  Μετά την εξέλιξη αυτή τα μέλη του κόμματος και της Πολιτικής Γραμματείας του Χ3, Χ1, Α και Β με την από 7-4-2004 αίτησή τους ασφαλιστικών μέτρων κατά του Γ ως Προέδρου του          ), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησαν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων  Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ.  3548/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία καίτοι εστερείτο δικαιοδοσίας κατά τα ανωτέρω, αφού κρίθηκε ότι η από 20-3-2004 απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας για αναστολή της λειτουργίας δεν ήταν έγκυρη, επειδή δεν είχε ληφθεί από το καθ’ ύλην αρμόδιο όργανο που ήταν το Συνέδριο (αριθ.  24 του καταστατικού), δέχθηκε την αίτηση και διέταξε ως πρόσφορα ασφαλιστικά μέτρα αφ’ ενός την αναστολή εκτελέσεως της από 20-3-2004 αποφάσεως της Πολιτικής Γραμματείας, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της τακτικής αγωγής, που επρόκειτο να ασκηθεί, με αίτημα, την αναγνώριση της ακυρότητας της ίδιας απόφασης και αφ’ ετέρου την αποχή του Γ, ως Προέδρου του από ενέργειες, που θα παρακώλυαν την ομαλή λειτουργία και τη δράση του  Η τακτική αγωγή συζητήθηκε στις 22-5-2008 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και δημοσιεύθηκε κατά τα γνωστά στο Δικαστήριο και από δημοσιεύματα του Τύπου στις 30-1-2009 η υπ’ αριθ  644/2009 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή για έλλειψη δικαιοδοσίας των Πολιτικών Δικαστηρίων  Στο μεταξύ, ενόψει των Ευρωεκλογών της 13- 6-2004 η “προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του   ” που είχε προέλθει με τις πιο πάνω συνθήκες από τη συνεδρίαση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής της 3-4-2004 με την από 22-5-2004 δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, υπογραφόμενη και από τους εκπροσώπους του συνεργαζόμενου σε συνασπισμό κόμματος με την επωνυμία “

” πρότειναν ως υποψήφια μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά τις εκλογές της 12/13-6-2004 τα πρόσωπα που αναφέρονταν στη δήλωση  Με την υπ’ αριθ  137/2004 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου οι προτεινόμενοι υποψήφιοι με την πιο πάνω δήλωση δεν ανακηρύχθηκαν γιατί κρίθηκε τότε ότι “η Διοικούσα Επιτροπή που υπέγραφε τη δήλωση εκείνη δεν προβλεπόταν ως καταστατικό όργανο του

 ”  Αίτηση ανακλήσεως της αποφάσεως εκείνης που υποβλήθηκε από μέλη της ίδιας “Διοικούσας Επιτροπής του

” απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ  142/2004 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ως απαράδεκτη γιατί αφορούσε οριστική απόφαση  Το 2ο Τακτικό Συνέδριο του Κόμματος, που κατά τα προαναφερθέντα είχε αποφασισθεί να πραγματοποιηθεί κατά τη συνεδρίαση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής της 3-4-2004 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 16 και 17 Οκτωβρίου 2004, προέβη σε τροποποίηση του καταστατικού του κόμματος, προβλέποντας “μόνιμη Διοικούσα Επιτροπή”, αντί του τότε Προέδρου, εξέλεξε νέα Κ Π Ε  από την οποία εξελέγησαν νέα Πολιτική Γραμματεία και Διοικούσα Επιτροπή  Το Συνέδριο εκείνο κατάργησε το θεσμό του Προέδρου του κόμματος και θέσπισε με αυξημένη πλειοψηφία καταστατική τροποποίηση αντικαταστάσεως του Προέδρου με μόνιμη Διοικούσα Επιτροπή, ενώ το Μάρτιο του 2007 συγκλήθηκε το 3ο Τακτικό Συνέδριο του κόμματος που εξέλεξε τα ίδια όργανα  Στη συνέχεια, με το Π Δ  154/18-8-2007 (Φ Ε Κ  Α’ – 196) προκηρύχθηκαν βουλευτικές εκλογές για την 16-9-2007, εν όψει δε αυτών το πολιτικό κόμμα (              ) δήλωσε τη συμμετοχή του αυτή με την από 27-8-2007 δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, υπογραφόμενη από τους και τώρα αιτούντες της από 7-10-2007 αίτησης που φέρονται να το εκπροσωπούν Χ3, Χ1 και Χ2 ως μέλη της “Διοικούσας Επιτροπής” του Κόμματος και σε συνασπισμό με άλλα κόμματα με την προσωνυμία “

   ”  Τα ίδια αυτά τρία φυσικά πρόσωπα αποτελούν και τους καθ’ων της από 14-5-2007 αντίθετης ερευνώμενης τώρα αίτησης  Την 1-9-2007 συνεδρίασε το Δικαστήριο τούτο στο πλαίσιο της εκλογικής διαδικασίας του άρθρου 35 του Π Δ/τος 96/2007 για να ανακηρύξει τους δηλωθέντες συνδυασμούς σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες του Κράτους  Κατά τη συνεδρίαση εκείνη, τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου τούτου και η από 28-8-2007 αίτηση – υπόμνημα του ίδιου πολιτικού κόμματος με την επωνυμία “

   το οποίο και τότε “φερόταν να τελεί σε εκκαθάριση με την από 30-10-2004 απόφαση του έκτακτου συνεδρίου του και να εκπροσωπείται από τους ίδιους πιο πάνω τρεις ορισθέντες ως εκκαθαριστές αυτού” Ψ1, Ψ2 και Ψ3, χωρίς όμως παράλληλα να εισαχθεί τότε προς δικαστική επίλυση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και διαφωνία παρόμοια με την ένδικη από το άρθρο 29 παρ  7 του Ν  3023/2002 και 38 του Π Δ/τος 96/2007, μεταξύ των τώρα αντιδίκων μερών, για το πιο εκ των δύο εκπροσωπεί το πολιτικό κόμμα (           ) και εάν το τελευταίο τελεί σε εκκαθάριση ύστερα από νομότυπη διάλυσή του  Επί της διαδικασίας εκείνης εκδόθηκε η υπ’ αριθ  4/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου με την οποία δεν ανακηρύχθηκε το Πολιτικό Κόμμα (            ) ως μέλος του πιο πάνω συνασπισμού, γιατί τότε κρίθηκε ότι τα μέλη της “Διοικούσας Επιτροπής” που υπέγραφαν την εκλογική δήλωση του κόμματος Χ3, Χ1 και Χ2 είχαν προέλθει από ελαττωματικές καταστατικές διαδικασίες, Τα κριθέντα από εκείνη την απόφαση αλλά και την προγενέστερη υπ’ αριθ  137/2004 του ίδιου Δικαστηρίου δημιουργούν δεδικασμένο στην ένδικη διαφορά, αφού τότε δεν εισήχθη, διαδικαστικά και αυτοτελής διαφωνία προς επίλυση παρόμοια με την τώρα κρινόμενη τα όσα δε αντίθετα ισχυρίζονται οι αιτούντες της από 14-5-2007 αίτησης κρίνονται αβάσιμα  Από τη δέουσα όμως συνεκτίμηση των ίδιων προγενέστερων αποφάσεων και των όσων μέχρι τώρα έγιναν δεκτά με την παρούσα, προκύπτει ότι η συνεδρίαση την οποία πραγματοποίησαν με τις πιο πάνω συνθήκες “αυτογνωμόνως” στις 3-4-2004 τα 86 μέλη της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του (         ), χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου και της Πολιτικής Γραμματείας του δεν ήταν καταστατικά νομότυπη αλλά ελαττωματική και επομένως και οι αποφάσεις που λήφθηκαν τότε στην ίδια συνεδρίαση μεταξύ των οποίων και η σύγκληση του 2ου Συνεδρίου της 16ης και 17ης Οκτωβρίου του 2004, που μπορούσε να συγκληθεί όμως καταστατικά αποκλειστικά από νομότυπα συγκληθείσα Κεντρική Πολιτική Επιτροπή, ήταν καταστατικά ελαττωματικές  Επομένως, και η εκλογή των τριών φυσικών προσώπων Χ1, Χ2 και Χ3 των μελών της “Διοικούσας Επιτροπής” του Κόμματος, δηλαδή όργανο που δεν προβλέπεται από το μη αμφισβητούμενο αρχικό καταστατικό του (          ) του 1ου Τακτικού Συνεδρίου της 1ης, 2ης και 3ης Δεκεμβρίου 2000 είναι αλυσιδωτά καταστατικά ελαττωματική, ώστε τα ίδια φυσικά πρόσωπα και το όργανο που εκπροσωπούν δε νομιμοποιούνται να εκπροσωπούν το (        ) ως μη προερχόμενα από το τελευταίο νόμιμα καταστατικό συνέδριο του Κόμματος που δεν ήταν ούτε εκείνο της 16ης και 17ης Οκτωβρίου 2004, ούτε εκείνο του Μαρτίου του 2007   Περαιτέρω από τα ίδια στοιχεία προέκυψε ότι και η απόφαση της 30-4-2004 της Πολιτικής Γραμματείας του υπό τον Πρόεδρό του Γ για την αναστολή λειτουργίας του Κόμματος δεν ήταν καταστατικά νομότυπη, αφού λόγω της σοβαρότητάς της έπρεπε να προέρχεται από το κατά το άρθρο 24 του καταστατικού του κόμματος του Δεκεμβρίου 2000, ανώτατο πολιτικό όργανο δηλαδή το Συνέδριο  Για τους ίδιους λόγους, δεν ήταν καταστατικά νομότυπη, ούτε η απόφαση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του (          ) που συνήλθε υπό την Προεδρία του Γ στις 12-7- 2004 και αποφάσισε, εκτός άλλων, την αναστολή λειτουργίας του (          )  Στη συνέχεια, στις 28 Αυγούστου 2004 μετά από τηλεφωνική κλήση όλων των μελών της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του (              ) (βλέπε τις προσκομιζόμενες ονομαστικές καταστάσεις των μελών και τις βεβαιώσεις ενυπογράφως εκ μέρους των καλούντων για το γεγονός της κλήσης), συνήλθε εκ νέου η Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του (   ) και αποφάσισε τότε τη διενέργεια έκτακτου συνεδρίου στις 30 Οκτωβρίου 2004 με θέμα “τη συνέχιση ή την πολιτική διάλυση του

  ”  Με βάση δε την απόφαση αυτή διεξήχθη στις 30 Οκτωβρίου 2004 στην Αθήνα το έκτακτο Συνέδριο του (

   ), στο οποίο ύστερα από εισήγηση του Προέδρου αποφασίστηκε: α) η διάλυση του κόμματος και η θέση του υπό εκκαθάριση, β) ο διορισμός των αιτούντων της από 14-5-2007 αίτησης τριών φυσικών προσώπων ως εκκαθαριστών: των Ψ1, Ψ2 και Ψ3, γ) η παραίτηση του (

  ) υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου από την κρατική επιχορήγηση των επομένων τεσσάρων ετών 2004-2008 συνολικού ήδη ποσού άνω των 4 000 000 ευρώ από το οποίο τότε ποσό 815 920 ευρώ είχε ήδη κατατεθεί στο Τ Π Δ , δ) η παράδοση στο Ελληνικό Δημόσιο όλης της κινητής περιουσίας του κόμματος μετά την εκπλήρωση των νομίμων υποχρεώσεων, στην οποία περιλαμβάνονται και χρηματικές καταθέσεις σε διάφορες τράπεζες 1 000 000 περίπου ευρώ  Πλην όμως, από το σύνολο των προσκομιζομένων στοιχείων δεν προέκυψε ότι κατά τη συνεδρίαση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής της 28 8 2004 υπήρξε η αναγκαία κατά το καταστατικό του κόμματος του Δεκεμβρίου του 2000 καταστατική απαρτία της παρουσίας 80 τουλάχιστον μελών (2/3 των 120), που θα εξασφάλιζε την εγκυρότητα των πιο πάνω αποφάσεων, τόσο του οργάνου αυτού, όσο και του Συνεδρίου της 30ης Οκτωβρίου 2004, που αποφάνθηκε για τη διάλυση του Κόμματος  Ειδικότερα, από της πλευράς των αιτούντων – καθ’ ων η αίτηση Χ1, Χ2 και Χ3 ρητά αμφισβητείται η ύπαρξη της πιο πάνω απαρτίας, με το επιχείρημα ότι κατά την επικαλούμενη απ’ αυτούς σύνοδο της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του Κόμματος της 3-4-2004, παρέστησαν τα 85 μέλη της, που ονομαστικά περιλαμβάνονται στις προσκομιζόμενες καταστάσεις, που φέρουν παραπλεύρως κάθε ονόματος και την υπογραφή του κάθε μέλους, προκύπτει δε η τότε ιδιότητα καθενός ως μέλους της Κ Π Ε  και από την προσκομιζόμενη κατ’ αλφαβητική σειρά συνολική κατάσταση των 120 μελών της Κ Π Ε  του Φεβρουαρίου 2004  Για την αντίκρουση των πιο πάνω, από τις πλευράς των αιτούντων – καθ’ ων η αίτηση με την ιδιότητα των “εκκαθαριστών του (

  )” Ψ1, Ψ2 και Ψ3, προσκομίζονται οι ονομαστικές καταστάσεις τηλεφωνικών κλήσεων των μελών της Κ Π Ε  για τη συνεδρίαση, τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της ίδιας συνεδρίασης, και οι ένορκες βεβαιώσεις στον Ειρηνοδίκη Αθηνών με αριθμούς και των Δ και Ε  Ομως, από τις τηλεφωνικές και μόνο κλήσεις δεν προκύπτει και ότι πράγματι τα κληθέντα μέλη παρέστησαν στην επίμαχη συνεδρίαση της 28 8 2004  Εξάλλου, από τις ένορκες βεβαιώσεις και τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά προκύπτει μεν αορίστως ότι η Κ Π Ε  της 28-8-2004 συνεδρίασε “έχοντας τη νόμιμη απαρτία” (βλ  σελ  50 της απομαγνητοφώνησης), από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει, εν όψει της ρητής αμφισβήτησης από το άλλο διάδικο μέρος, ποιά ονομαστικά μέλη της Κ Π Ε  παρέστησαν τότε και εάν ο αριθμός τους υπερέβαινε εκείνο του 80 για να εξασφαλισθεί η απαιτούμενη καταστατική απαρτία λόγω και της σοβαρότητας του συζητούμενου θέματος  Αυτά δε εν όψει και: 1) των προβαλλομένων από της πλευράς των εμφανιζομένων ως “Διοικούσας Επιτροπής” και αντιδίκων των εμφανιζομένων “ως εκκαθαριστών” ότι από τα πιο πάνω 85 μέλη, που ενυπογράφως και ονομαστικά παρέστησαν στη συνεδρίαση της Κ Π Ε  της 3-4-2004, δεν είχαν λόγο να παρασταθούν στην αντίστοιχη συνεδρίαση του ίδιου οργάνου της 28-8-2004, που κατ’ αυτούς ήταν παράνομη και αντικαταστατική και 2) οι εκπροσωπούντες ως “εκκαθαριστές” το κόμμα δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν τις ονομαστικές καταστάσεις των μελών της Κ Π Ε  που πράγματι κατ’αυτούς παρέστησαν κατά τη συνεδρίαση της Κ Π Ε  της 28-8-2004 εν όψει άλλωστε και του ότι αποτελεί βασική προϋπόθεση του κύρους της συνεδρίασης οποιονδήποτε συλλογικού οργάνου η αναγνώριση ως προς την ταυτότητα και η έγγραφη διαπίστευση ονομαστικά των προσερχομένων μελών, ώστε πριν από την έναρξη της συνεδρίασης να διαπιστώνεται αναμφίβολα και σε ανύποπτο χρόνο η ύπαρξη της αναγκαίας απαρτίας που πρέπει να υπάρχει και μέχρι τη λήψη των αποφάσεων και τη λήξη της συνεδρίασης  Aλλωστε, και από την απομαγνητοφώνηση των πρακτικών της ίδιας επίμαχης συνεδρίασης της 28-8-2004 προκύπτει ότι οι αποφάσεις δεν λήφθηκαν με ονομαστική ψηφοφορία αλλά αορίστως με “ανάταση του χεριού”, από δε τα είκοσι δύο μέλη, που ονομαστικά έλαβαν το λόγο, κανένα δεν περιλαμβάνεται στην προσκομιζομένη κατάσταση της συνεδρίασης της 3-4-2004   Επομένως, και η εκλογή των τριών φυσικών προσώπων Ψ1, Ψ2 και Ψ3 ως “εκκαθαριστών του κόμματος μετά τη διάλυσή του” δηλαδή όργανα που δεν προβλέπονται από το μη αμφισβητούμενο αρχικό καταστατικό του “

  ” του 1ου Τακτικού Συνεδρίου του Δεκεμβρίου 2000 είναι αλυσιδωτά καταστατικά ελαττωματική, ώστε τα ίδια όργανα με την ιδιότητα του εκκαθαριστή δε νομιμοποιούνται να εκπροσωπούν το (

   ) ως μη προερχόμενα από το τελευταίο νομικό συνέδριο, που δεν είναι εκείνο της 30ης Οκτωβρίου 2004, κατά το οποίο αποφασίστηκε και η διάλυση του Κόμματος, αφού το Συνέδριο εκείνο δεν είχε συγκληθεί νομότυπα με έγκυρη καταστατική απόφαση της Κ Π Ε  του Κόμματος, που δεν ήταν εκείνη της 28-8-2004  Τα προαναφερθέντα στο σύνολό τους δεν αναιρούνται στο πλαίσιο της προκειμένης διαδικασίας ούτε από το γεγονός ότι και στα δύο διαμφισβητούμενα συνέδρια (ένα για κάθε διάδικο μέρος) της 16ης και 17ης Οκτωβρίου 2004 αφ’ ενός και της 30ης Οκτωβρίου 2004 αφ’ ετέρου παρέστησαν αντιπροσωπείες από όλα σχεδόν τα κόμματα και “χαιρέτησαν” τις εργασίες τους, αφού κατά την αληθινή έννοια της διάταξης του άρθρου 29 παρ  5 του Ν  3023/2002 ως ηγεσία του Κόμματος (Πρόεδρος – Αρχηγός ή Διοικούσα Επιτροπή) θεωρούνται εκείνοι που έχουν νόμιμα εκλεγεί από το τελευταίο νόμιμο Συνέδριο του Κόμματος και εφ’ όσον αυτό είναι αναμφισβήτητα καταστατικά έγκυρο και ισχυρό  (βλ  την υπ’ αριθ  1/1989 απόφαση της προκατόχου Επιτροπής του άρθρου 38 του Π Δ  265/1989 που επιλήφθηκε διαφωνίας για τα δύο “κόμματα” τότε της Ε Δ Α )  Επίσης δεν αναιρούνται τα προαναφερθέντα για τους ίδιους λόγους ούτε από το επικαλούμενο γεγονός της θεώρησης κατά πλειοψηφία από την Επιτροπή Οικονομικών των Κομμάτων και των Βουλευτών της Βουλής των Ελλήνων των βιβλίων Εσόδων – Εξόδων των ετών 2005 – 2007 του Κόμματος και των κουπονιών οικονομικής εξόρμησης των ίδιων ετών “της Διοικούσας Επιτροπής” αφού με βάση το υπ’ αριθ  869/20-12-2005 έγγραφο του τότε Προέδρου της ίδιας Επιτροπής “το ζήτημα του ποιός εκπροσωπεί το (  ) θα κριθεί δικαστικά”  Αλλά και η Ολομέλεια του Ν Σ Κ  που απασχολήθηκε με την ένδικη διαφωνία, όσο αφορούσε τη διαχείριση της κρατικής επιχορήγησης, έκρινε ότι έπρεπε να παραμείνουν τα χρηματικά ποσά στο Τ Π Δ Α  και να μη αποδοθούν σε κανένα μέχρι τη δικαστική αναγνώριση για το ποιός νομιμοποιείται να εκπροσωπεί το ίδιο Κόμμα  Εν όψει όλων των προαναφερθέντων και οι δύο αιτήσεις, που ασκήθηκαν από φυσικά πρόσωπα, που δε νομιμοποιούνται κατά τις εν ισχύει καταστατικές διατάξεις του (

   ) να το εκπροσωπούν νόμιμα ως πολιτικό κόμμα, πρέπει να απορριφθούν, και να συμψηφισθεί η μεταξύ των αντιδίκων μερών δικαστική δαπάνη της εν γένει διαδικασίας, λόγω της ανάλογης νίκης και ήττας καθενός   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ  Απορρίπτει τις από 14-5-2007 και 7-10-2007 αιτήσεις   Συμψηφίζει τη μεταξύ των αντιδίκων μερών δικαστική δαπάνη της εν γένει διαδικασίας   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Φεβρουαρίου 2009   Και  Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Μαρτίου 2009   

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


518/2015 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 645950)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΘΠΔΔ 2015/775)

Πολιτικά κόμματα και αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης με τους όρους του άρθρου 7α του ν  3023/2002  Παραδεκτά προσβάλλεται με την αίτηση ακύρωσης η κυα με την οποία ανεστάλη κάθε είδους κρατική χρηματοδότηση και οικονομική ενίσχυση προς το αιτούν κόμμα  Η αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον  Κατά την αντίθετη μειοψηφία η αίτηση ασκείται αλυσιτελώς  Το άρθρο 7α του Ν  3023/2002 δεν αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της διακρίσεως των λειτουργιών και στο άρθρο 29 παρ  2 του Συντάγματος καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας  Η ενδεχόμενη εμπλοκή μελών της ηγεσίας πολιτικού κόμματος σε εγκληματικές ενέργειες των άρθρων 187 και 187 Α του ΠΚ, καθιστά συνταγματικώς ανεκτή την αναστολή της κρατικής οικονομικής ενίσχυσης  Τα αποδοθέντα στο Γενικό Γραμματέα και στους βουλευτές του αιτούντος κόμματος ποινικά αδικήματα φέρονται να έχουν τελεσθεί στα πλαίσια της δράσης αυτών ως ηγετικών στελεχών του κόμματος  Το επίδικο μέτρο δεν παραβιάζει τα άρθρα 1 και 3 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, ούτε αποτελεί «ποινική κύρωση», κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ  Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης  Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ

Αριθμός 518/2015   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ  ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ  

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Σεπτεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Φ  Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Αγγ  Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Χρ  Ράμμος, Μ  Καραμανώφ, Ιω  Μαντζουράνης, Αικ  Χριστοφορίδου, Μ  Γκορτζολίδου, Ιω  Γράβαρης, Μ  Σταματελάτου, Β  Αραβαντινός, Ο  Ζύγουρα, Θ  Αραβάνης, Αντ  Χλαμπέα, Τ  Κόμβου, Π  Χαμάκος, Σ  Βιτάλη, Ηλ  Μάζος, Χρ  Ντουχάνης, Κ  Νικολάου, Σύμβουλοι, Μ  – Α  Τσακάλη, Κ  Κατρά, Ιω  Παπαγιάννης, Πάρεδροι  Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Μ  Σταματελάτου και Κ  Νικολάου καθώς και η Πάρεδρος Μ  – Α  Τσακάλη, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ  2 του ν  3719/2008  Γραμματέας η Μ  Παπασαράντη

Για να δικάσει την από 14 Φεβρουαρίου 2014 αίτηση:   του πολιτικού κόμματος με την επωνυμία «  », που εδρεύει στην Αθήνα (  ), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Παπαγρηγορίου (Α Μ  5939), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,   κατά των: 1) Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Αλέξανδρο Ροϊλό, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, 2) Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος παρέστη με τον Ανδρέα Χαρλαύτη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και 3) Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος παρέστη με τη Βασιλική Πανταζή, Νομική Σύμβουλο του Κράτους

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 18 Φεβρουαρίου 2014 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ  2 εδάφ  Α, 20 και 21 του Π Δ  18/1989   Με την αίτηση αυτή το αιτούν πολιτικό κόμμα επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ  51776/23 12 2013 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β΄3275/23 12 2013)

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Μ  Καραμανώφ

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος πολιτικού κόμματος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

κ α ι   Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α   Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο   1

Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ  1310807, 3784414/2014 ειδικά γραμ  παραβόλου) ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ  51776/23 12 2013 Κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (ΦΕΚ Β΄3275/23 12 2013), με την οποία αποφασίσθηκε η αναστολή καταβολής κάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης στο πολιτικό κόμμα «           »

2  Επειδή, στο άρθρο 29 του Συντάγματος του 1975, όπως αυτό τροποποιήθηκε κατά την Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001, ορίζονται τα εξής: «1  Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος … 2  Τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες, όπως νόμος ορίζει  Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις διαφάνειας ως προς τις εκλογικές δαπάνες και γενικά την οικονομική διαχείριση των κομμάτων, των βουλευτών, των υποψηφίων βουλευτών και των υποψηφίων στην τοπική αυτοδιοίκηση όλων των βαθμών  Με νόμο επιβάλλεται ανώτατο όριο εκλογικών δαπανών, μπορεί να απαγορεύονται ορισμένες μορφές προεκλογικής προβολής και καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η παράβαση των σχετικών διατάξεων συνιστά λόγο έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα με πρωτοβουλία του ειδικού οργάνου του επόμενου εδαφίου  Ο έλεγχος των εκλογικών δαπανών των κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών διενεργείται από ειδικό όργανο που συγκροτείται με τη συμμετοχή ανώτατων δικαστικών λειτουργών, όπως νόμος ορίζει … 3  …»  Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων ψηφίστηκε ο νόμος 3023/2002 «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από το κράτος  Έσοδα και δαπάνες, προβολή, δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών» (ΦΕΚ Α΄146)  Στο άρθρο 1 παρ  1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «Τα πολιτικά κόμματα χρηματοδοτούνται από το Κράτος προκειμένου να αντιμετωπίζουν μέρος των λειτουργικών και εκλογικών δαπανών τους», στην δε παρ  2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: «Η κρατική χρηματοδότηση διακρίνεται σε τακτική και εκλογική»  Περαιτέρω, στην παρ  3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η τακτική χρηματοδότηση καταβάλλεται κατ’ έτος και ανέρχεται σε συγκεκριμένο ποσοστό των τακτικών εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού του αντίστοιχου οικονομικού έτους, ενώ στην παρ  4 ορίζεται ότι η εκλογική χρηματοδότηση καταβάλλεται κάθε φορά που διεξάγονται γενικές βουλευτικές εκλογές ή εκλογές για την ανάδειξη των Ελλήνων Αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ανέρχεται σε συγκεκριμένο ποσοστό των τακτικών εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού του οικονομικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου διεξάγονται οι εκλογές  Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του νόμου ορίζονται οι δικαιούχοι της τακτικής και της εκλογικής χρηματοδότησης με αναφορά στην εκλογική τους δύναμη ή στην απήχησή τους στην κοινωνία, όπως αυτή αποτυπώνεται στα ποσοστά που συγκεντρώνουν στις εκλογικές αναμετρήσεις  Στο άρθρο 3 του νόμου καθορίζεται ο τρόπος κατανομής της τακτικής και της εκλογικής χρηματοδότησης μεταξύ των δικαιούχων κομμάτων, ενώ στο άρθρο 4 ορίζεται ότι τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί που δικαιούνται κρατική χρηματοδότηση λαμβάνουν επίσης κρατική οικονομική ενίσχυση για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς  Στο τέταρτο κεφάλαιο του νόμου με τίτλο «Δημοσιότητα των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών» περιλαμβάνονται διατάξεις που αποσκοπούν στον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων, ήτοι τόσο των εσόδων τους όσο και των εξόδων τους  Τέλος, στο έκτο κεφάλαιο του νόμου ορίστηκαν οι κυρώσεις που επιβάλλονται στα κόμματα, τους συνασπισμούς κομμάτων και τους υποψήφιους βουλευτές σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων του νόμου αυτού, οι οποίες συνίστανται, για τα κόμματα και τους συνασπισμούς κομμάτων, σε πρόστιμα που καθορίζει ο νόμος με αναφορά σε ποσοστά της τακτικής ή εκλογικής χρηματοδότησης ανάλογα κάθε φορά με τη βαρύτητα της συγκεκριμένης παράβασης (άρθρα 23 και 24)

3  Επειδή, με το άρθρο 23 του ν  4203/2013 (ΦΕΚ Α΄235/1 11 2013) προστέθηκε στον ανωτέρω νόμο άρθρο 7α με τίτλο «Αναστολή χρηματοδότησης» και με το εξής περιεχόμενο: «1  Σε περίπτωση άσκησης δίωξης και επιβολής προσωρινής κράτησης κατά το άρθρο 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κατά του αρχηγού κόμματος ή του προέδρου κοινοβουλευτικής ομάδας ή εκείνου που ασκεί την πραγματική διεύθυνση κόμματος ή κατά περισσοτέρων του ενός πέμπτου των βουλευτών ή του ενός πέμπτου των ευρωβουλευτών ή του ενός πέμπτου των μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων, σύμφωνα με το καταστατικό τους, για τα εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, αναστέλλεται κάθε είδους κρατική χρηματοδότηση και οικονομική ενίσχυση μετά από απόφαση της Βουλής με ονομαστική ψηφοφορία και απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών  Η αναστολή μπορεί να επιβληθεί εφόσον οι πράξεις των ως άνω φυσικών προσώπων τελέσθηκαν στο πλαίσιο δράσης του κόμματος στο οποίο ανήκουν ή στο όνομα αυτού  2  Σε περίπτωση εκδόσεως αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης, αίρεται αναδρομικά η κατά τα ανωτέρω αναστολή και καταβάλλονται άτοκα στον δικαιούχο τα παρακρατηθέντα ποσά  3  Σε εφαρμογή της, κατά την παράγραφο 1 του παρόντος, απόφασης της Βουλής περί αναστολής κάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης, καθώς και στην περίπτωση της κατά την παράγραφο 2 άρσης αυτής, εκδίδεται κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών  Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ενημερώνει σχετικώς τους συναρμόδιους υπουργούς»  Όπως δε προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά της βουλής (βλ  Πρακτικά Βουλής της Θ΄ Συνεδρίασης της 17 10 2013 σελ  678 επ ), η εν λόγω διάταξη προτάθηκε και ψηφίστηκε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως και την έκδοση εντάλματος προσωρινής κρατήσεως εις βάρος του Αρχηγού της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου και ενός Βουλευτή του αιτούντος κόμματος για τα εγκλήματα της συστάσεως και διευθύνσεως εγκληματικής οργανώσεως  Στην αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας αναφέρονται τα εξής: « Με την προτεινόμενη διάταξη … προβλέπεται, ως στοιχειώδες μέτρο προστασίας της χώρας και της δημοκρατίας, η αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης πολιτικών κομμάτων ή συνασπισμών πολιτικών κομμάτων, όταν ηγετικά στελέχη αυτών κατηγορούνται για τα εγκλήματα των άρθρων 187 (εγκληματική οργάνωση) και 187Α (τρομοκρατικές πράξεις) του Ποινικού Κώδικα  Η διάταξη αυτή, όπως και οι διατάξεις των δύο επόμενων παραγράφων, ευθυγραμμίζονται με τις λοιπές διατάξεις του ν  3023/2002, που είναι ο εκτελεστικός νόμος του άρθρου 29 παράγραφος 2 του Συντάγματος για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων  Ο νόμος αυτός, όπως και η συνταγματική διάταξη την οποία εξειδικεύει, αποσκοπεί στην κατοχύρωση της διαφάνειας της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων, ως φορέων μέσω των οποίων πραγματώνεται η κοινοβουλευτική δημοκρατία  Όταν όμως υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι, υπό το μανδύα ή υπό την κάλυψη ενός πολιτικού κόμματος, τελούνται από ηγετικά στελέχη αυτού σοβαρές εγκληματικές δραστηριότητες, οι οποίες στρέφονται άμεσα κατά της ίδιας της χώρας ή πλήττουν βάναυσα τη δημόσια τάξη αυτής, ανακύπτει ανάγκη αποτροπής του ενδεχομένου άμεσης ή έμμεσης κατάχρησης της κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης για την στήριξη των ως άνω εγκληματικών δραστηριοτήτων  Την ανάγκη αυτή υπηρετεί η προτεινόμενη διάταξη της πρώτης παραγράφου … Με τη διάταξη της τρίτης παραγράφου παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών, για την έκδοση των σχετικών αποφάσεων περί λήψεως του μέτρου της αναστολής και άρσης αυτού»  Μετά την ψήφιση της εν λόγω διατάξεως, με την υπ’ αριθμ  11956/7935 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής (ΦΕΚ Α΄263/10 12 2013) προστέθηκε στον Κώδικα Κανονισμού Εργασιών της Βουλής το άρθρο 83Α που προβλέπει τα εξής: «1  Η κατά το άρθρο 7Α του Ν  3023/2002, όπως ισχύει, απόφαση για την αναστολή κάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης προς κόμματα λαμβάνεται από την Ολομέλεια της Βουλής με ονομαστική ψηφοφορία και απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών  Το σχετικό ζήτημα εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας της Βουλής μετά την υποβολή γνώμης από την Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας περί συνδρομής των προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος  2  Η Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας διατυπώνει τη γνώμη της βάσει αντιγράφου του φακέλου της υπόθεσης, τον οποίο αποστέλλει προς τον Πρόεδρο της Βουλής η αρμόδια δικαστική ή εισαγγελική αρχή  Ο Πρόεδρος της Βουλής διαβιβάζει στον Πρόεδρο της Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας τα ανωτέρω στοιχεία και ορίζει προθεσμία εντός της οποίας η Επιτροπή πρέπει να διατυπώσει τη γνώμη της  Η Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας μπορεί να ζητεί από τις αρμόδιες δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές τη διαβίβαση κάθε άλλου αναγκαίου στοιχείου για τη διατύπωση της γνώμης της περί της συνδρομής των προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος  3  … 4  Σε περίπτωση έκδοσης αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης αίρεται αυτοδικαίως η κατά τα ανωτέρω αναστολή χρηματοδότησης»

4  Επειδή, στη συνέχεια, με την 12415/19 12 2013 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής (ΦΕΚ Α΄ 281/19 12 2013) αποφασίστηκε «η αναστολή κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης του Κόμματος «   », σύμφωνα με το άρθρο 7Α του ν  3023/2002»  Ακολούθως δε εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ  51776/23 12 2013 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β΄ 3275/23 12 2013), με την οποία αποφασίστηκε η αναστολή καταβολής κάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης στο πολιτικό κόμμα

, ορίστηκε δε επιπλέον ότι «η ως άνω αναστολή αίρεται αναδρομικά σε περίπτωση εκδόσεως αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης με την έκδοση νέας Κοινής Υπουργικής Απόφασης και καταβάλλονται άτοκα στο δικαιούχο τα παρακρατηθέντα ποσά»   5  Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Οι πιστώσεις του Υπουργείου Εσωτερικών του οικονομικού έτους 2013 για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων ανέρχονται στο ποσό των 21 827 000 ευρώ  Με την υπ’ αριθμ  9739/12 3 2013 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών με τίτλο «Κατανομή κρατικής οικονομικής ενίσχυσης έτους 2013 στα δικαιούχα πολιτικά κόμματα» (ΦΕΚ Β΄581) προσδιορίστηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 3023/2002 τα δικαιούχα κρατικής χρηματοδότησης (τακτικής κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς) πολιτικά κόμματα και κατανεμήθηκε σε αυτά το διατιθέμενο ποσό της α’ δόσης  Σύμφωνα με την απόφαση αυτή στο αιτούν κόμμα αντιστοιχούσε ποσό 873 114,83 ευρώ, τα οποία και καταβλήθηκαν σε αυτό με την υπ’ αριθ.  10142/19 3 2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, το δε αιτούν πολιτικό κόμμα εισέπραξε το εν λόγω ποσό με το υπ’ αριθ.  18065 χρηματικό ένταλμα (βλ  υπ’ αριθ.  10264/18 3 2014 έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών προς το Συμβούλιο της Επικρατείας)  Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθ.  35508/6 9 2013 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών με τίτλο «Κατανομή κρατικής οικονομικής ενίσχυσης έτους 2013 (β΄δόση) στα δικαιούχα πολιτικά κόμματα» (ΦΕΚ Β΄2209/6 9 2013) προσδιορίστηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 3023/2002 τα δικαιούχα κρατικής χρηματοδότησης (τακτικής κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχησης για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς) πολιτικά κόμματα και κατανεμήθηκε σε αυτά το διατιθέμενο ποσό της δόσης αυτής  Σύμφωνα με την απόφαση στο αιτούν κόμμα αντιστοιχούσε ποσό 320 012,78 ευρώ, το οποίο, όμως, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ.  10264/18 3 2014 έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών, δεν καταβλήθηκε σε αυτό, αν και τα αντίστοιχα ποσά που κατανεμήθηκαν με την εν λόγω ΚΥΑ καταβλήθηκαν στα λοιπά πολιτικά κόμματα  Τέλος, με την υπ’ αριθ.  51581/23 12 2013 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών με τίτλο «Κατανομή κρατικής οικονομικής ενίσχυσης έτους 2013 (γ΄δόση) στα δικαιούχα πολιτικά κόμματα» (ΦΕΚ Β΄3289/24 12 2013) προσδιορίστηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 3023/2002 τα δικαιούχα κρατικής χρηματοδότησης (τακτικής κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς) πολιτικά κόμματα και κατανεμήθηκε σε αυτά το διατιθέμενο ποσό της δόσης αυτής  Σύμφωνα με την απόφαση στο αιτούν κόμμα αντιστοιχούσε ποσό 553 102,06 ευρώ, πλην όμως η καταβολή του ποσού αυτού ανεστάλη κατ’ εφαρμογή της προσβαλλομένης πράξεως, τούτο δε παρακρατήθηκε, προκειμένου να καταβληθεί ατόκως στο αιτούν κόμμα σε περίπτωση συνδρομής των όρων του άρθρου 7α παρ  2 του ν  3023/2002  Στα δεδομένα αυτά, το αιτούν κόμμα στηρίζει το έννομο συμφέρον του

6  Επειδή, ο νόμος 3023/2002 προβλέπει στο άρθρο 7α αυτού την αναστολή χρηματοδότησης πολιτικού κόμματος, εφ’ όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το εν λόγω άρθρο προϋποθέσεις, καθορίζει δε περαιτέρω τη διαδικασία επιβολής της αναστολής, η οποία περιλαμβάνει τη λήψη σχετικής απόφασης από τη Βουλή και, στη συνέχεια, την έκδοση κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης για την εφαρμογή της  Η τελευταία αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, με την οποία τα κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος αρμόδια όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, αφού διαπιστώσουν τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων, όπως αυτές περιγράφονται στην προηγούμενη απόφαση της Βουλής, εντέλλονται την αναστολή χρηματοδότησης του περί ού εκάστοτε πρόκειται πολιτικού κόμματος  Κατά συνέπεια, παραδεκτώς η κρινόμενη αίτηση στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ  51776/23 12 2013 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία ανεστάλη κάθε είδους κρατική χρηματοδότηση και οικονομική ενίσχυση προς το αιτούν κόμμα, ασκείται δε με προφανές έννομο συμφέρον  Αν και κατά την γνώμη του προεδρεύοντος Αντιπροέδρου Φ  Αρναούτογλου και της Παρέδρου Μ  Τσακάλη, η προσβαλλομένη έχει, πράγματι, εκτελεστό χαρακτήρα κατά τα προαναφερθέντα, εν προκειμένω, όμως, η κρινόμενη αίτηση του αιτούντος κόμματος, εν όψει των δεδομένων στα οποία στηρίζει το έννομο συμφέρον της, θα έπρεπε να απορριφθεί ως αλυσιτελής  Και αυτό, γιατί ναι μεν το άρθρο 29 παρ  2 του Συντάγματος κατοχυρώνει ρητά το δικαίωμα των κομμάτων στην οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες όπως νόμος ορίζει, οι διατάξεις, όμως, των άρθρων 1 (παρ  3 και 4) και 4 του εκτελεστικού του Ν  3023/2002 όπως ισχύουν κατά τον κρίσιμο χρόνο, οι οποίες την προσδιορίζουν – μαζί με την προοριζόμενη για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς – σε συγκεκριμένα ποσοστά των τακτικών εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού, δεν είναι σύμφωνες προς το Σύνταγμα  Τούτο δε, γιατί, καθώς το Σύνταγμα κατοχυρώνει πληθώρα δικαιωμάτων των πολιτών και αντίστοιχες υποχρεώσεις του Κράτους, όπως το δικαίωμα για εργασία (άρθρο 22 παρ  1), για υγεία (άρθρο 21 παρ  3), για προστασία της οικογένειας, των πολυτέκνων, των αναπήρων, των απόρων, των στερουμένων κατοικίας (άρθρο 21 παρ  1, 2, 3, 4 και 6), αναφερόμενο ακόμη και στις ενώσεις αθλητικών σωματείων (άρθρο 16 παρ 9), είναι αυτονόητο ότι υπονοεί ότι σε περίοδο οικονομικής στενότητας, είτε επί εκτάκτων περιστάσεων, που δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση όλων, ο κοινός νομοθέτης θα είναι σε θέση να κατανείμει τα κρατικά έσοδα ιεραρχώντας τις ανάγκες ανάλογα με τα νέα δεδομένα  Εν όψει αυτών, ο ανελαστικός καθορισμός με τον Ν  3023/2002 ενός παγίου ποσοστού όχι επί κάποιου δημοσιονομικού πλεονάσματος, αλλά επί των προϋπολογιζομένων τακτικών εσόδων του Κράτους, φορολογικών και μη, υπό την έννοια ότι τα κόμματα θα δικαιούνται πάντοτε, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, να απαιτούν την βάσει αυτού οικονομική τους ενίσχυση, αυξημένη, μάλιστα, όσο αυξάνονται οι φόροι, δεν παρίσταται συνταγματικά ανεκτός  Πολύ περισσότερο στην παρούσα συγκυρία, όταν, προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, έχει ληφθεί σωρεία μέτρων σε βάρος των πολιτών (περικοπές μισθών και συντάξεων, αυξήσεις φόρων, PSI κλπ), που ως επί το πλείστον κρίθηκαν σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν ήταν συνταγματικά ανεκτή η χρηματοδότηση των κομμάτων με βάση τις ως άνω ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο διατάξεις του νόμου του 2002 χωρίς νεώτερη, μετά την οικονομική κρίση, επιβεβαίωση του ύψους της από τον νομοθέτη με βάση τα νέα δεδομένα  Έτσι, όμως, καθώς, κατά την άποψη αυτή, οι διατάξεις αυτές δεν μπορούσαν να αποτελέσουν νόμιμο έρεισμα για την χρηματοδότηση κανενός κόμματος, η κρινόμενη αίτηση του αιτούντος εν όψει των δεδομένων στα οποία στηρίζει το έννομο συμφέρον της, θα έπρεπε να απορριφθεί ως αλυσιτελής

7  Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 7α του Ν  3023/2002 είναι αντίθετη προς την αρχή της ισότητος και την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών (άρθρα 4 παρ  1 και 26 του Συντάγματος αντίστοιχα), διότι έχει «φωτογραφικό» χαρακτήρα, δεν θέτει δηλαδή γενικό και απρόσωπο κανόνα δικαίου, αλλά θεσπίσθηκε ειδικώς, προκειμένου να τύχει ατομικής εφαρμογής στην περίπτωση του αιτούντος πολιτικού κόμματος  Ανεξαρτήτως, όμως, του ότι η θέσπιση ενός ειδικού κανόνα δικαίου δεν καθιστά αυτόν εξ ορισμού αντίθετο προς το Σύνταγμα, εφ’ όσον η εφαρμογή του εκτείνεται σε κάθε μελλοντική περίπτωση, ο προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος  Και τούτο διότι η ανωτέρω διάταξη ψηφίσθηκε μεν μετά την άσκηση ποινικής δίωξης και την έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης εις βάρος του αρχηγού της Κοινοβουλευτικής ομάδας, του Κοινοβουλευτικού εκπροσώπου και ενός βουλευτή του αιτούντος κόμματος, πλην όμως, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, τη σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, η ψήφισή της υπαγορεύθηκε από την ανάγκη αντιμετώπισης ενός σοβαρού δημοσίου προβλήματος, και μάλιστα όχι αποκλειστικά ελληνικού, του φαινομένου δηλ  της ανάπτυξης εγκληματικής δραστηριότητος εκ μέρους πολιτικών κομμάτων στα πλαίσια της λειτουργίας αυτών  Εξάλλου, η εφαρμογή του επιμάχου μέτρου της αναστολής της κρατικής χρηματοδότησης δεν εξαντλείται στην περίπτωση του αιτούντος κόμματος, αλλά εκτείνεται σε κάθε μελλοντική περίπτωση διαπίστωσης από τη Βουλή, στο πρόσωπο οποιουδήποτε πολιτικού κόμματος, της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 7α του ν  3023/2002, οι οποίες είναι αντικειμενικές και προϋποθέτουν προηγούμενη σχετική κρίση οργάνων εντεταγμένων στη δικαστική εξουσία, η οποία εκφέρεται στα πλαίσια της προβλεπόμενης από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαδικασίας

8  Επειδή, προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 7α του ν  3023/2002, με την οποία ανατίθεται στη Βουλή η λήψη της απόφασης για την αναστολή χρηματοδότησης πολιτικού κόμματος, είναι ανίσχυρη, διότι αναθέτει σε όργανο της νομοθετικής εξουσίας την έκδοση ατομικής διοικητικής πράξεως κατά παράβαση του άρθρου 26 του Συντάγματος  Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η απόφαση της Βουλής περί αναστολής της κρατικής χρηματοδότησης συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος αποτελεί μεν ουσιώδες στάδιο της διαδικασίας, κατά το οποίο το νομοθετικό σώμα εκφράζει τη θέση του επί ζητήματος συνδεομένου άμεσα με τη λειτουργία του Κοινοβουλίου και των πολιτικών κομμάτων εν γένει, δεν συνιστά, όμως, αυτή καθεαυτήν, την εκτελεστή διοικητική πράξη εφαρμογής του νόμου, η έκδοση της οποίας ανατίθεται από το νόμο, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 6, στους Υπουργούς Οικονομικών, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων   9  Επειδή, προβάλλεται ότι, κατά την έννοια του άρθρου 29 παρ  2 του Συντάγματος, η εξουσία του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των προϋποθέσεων χορήγησης, της διαδικασίας και του τρόπου καταβολής της κρατικής χρηματοδότησης προς τα πολιτικά κόμματα, δεν δύναται όμως ο νομοθέτης να θεσπίζει διατάξεις περί αναστολής ή διακοπής της χρηματοδότησης αυτής, διότι τούτο θίγει τον πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος των πολιτικών κομμάτων για κρατική οικονομική ενίσχυση, παρεμποδίζει δε επιπλέον την ελεύθερη ανάπτυξη αυτών και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ  1 του Συντάγματος  Όπως έχει κριθεί, το Σύνταγμα δεν αποκλείει τη θέσπιση με νόμο προϋποθέσεων για την παροχή κρατικής οικονομικής ενίσχυσης των κομμάτων, εφ’ όσον αυτές στηρίζονται σε κριτήρια αντικειμενικά και πρόσφορα για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνάπτεται με την ύπαρξη κομμάτων που αντιπροσωπεύουν εν ενεργεία πολιτικές δυνάμεις, των οποίων η παρουσία στην πολιτική σκηνή είναι έκδηλη (ΣΕ 1862/85 Ολ , 993/88 Ολ , 1116/90, 2285/94, 3770/11, 3869/14)  Περαιτέρω, δύναται ο νομοθέτης, μέσα στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητος και του σεβασμού του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας κατά το άρθ  20 παρ  1 του Συντάγματος, να θεσπίζει αρνητικές προϋποθέσεις, οι οποίες κωλύουν την παροχή κρατικής οικονομικής ενίσχυσης, όχι μόνο για λόγους αφορώντες τη διαχείριση της ενίσχυσης αυτής εκ μέρους του δικαιούχου κόμματος (άρθρα 23 και 24 του Ν  3023/2002), αλλά και για λόγους ουσιαστικούς, συναρτώμενους προς την εν γένει δράση αυτού, η οποία, κατά το άρθρο 29 παρ  1 του Συντάγματος οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος  Η ενδεχόμενη εμπλοκή μελών της ηγεσίας πολιτικού κόμματος, τα οποία, δεδομένης της φύσεως αυτού ως νομικού προσώπου, (άρ  29 παρ  6 ν  3023/2002) προδήλως καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δράση του, σε εγκληματικές ενέργειες των άρθρων 187 και 187 Α του Ποινικού Κώδικα, αποτελεί, εν όψει της φύσεως των αδικημάτων και της συνάρτησής τους προς την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, σοβαρό λόγο, ο οποίος καθιστά συνταγματικώς ανεκτή την αναστολή της κρατικής οικονομικής ενίσχυσης προς το εν λόγω πολιτικό κόμμα, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η αναστολή έχει προσωρινό χαρακτήρα, μέχρις ότου αποφανθούν αμετάκλητα τα κατά το Σύνταγμα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, η δε επιβολή της δύναται να αμφισβητηθεί με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ  Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος λόγος περί παραβάσεως του άρθρου 29 παρ  2 του Συντάγματος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος  Εξ άλλου, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 5 παρ  1 του Συντάγματος, διότι το δικαίωμα των πολιτικών κομμάτων σε κρατική οικονομική ενίσχυση απορρέει και ρυθμίζεται ευθέως και ειδικώς από το άρθρο 29 παρ  2 του Συντάγματος και δεν συναρτάται ούτε αποτελεί ειδικότερη εφαρμογή του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητος και συμμετοχής στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας  

10  Επειδή, η προβλεπόμενη από το άρθρο 7α του ν  3023/2002 αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης πολιτικού κόμματος σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης και επιβολής προσωρινής κράτησης κατά των αναφερομένων στην εν λόγω διάταξη προσώπων συνιστά προσωρινό διοικητικό μέτρο προληπτικού χαρακτήρα, σκοπός του οποίου είναι να αποφευχθεί η παροχή κρατικών πόρων σε πολιτικό κόμμα, καθ’ όν χρόνον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις περί τελέσεως εκ μέρους της ηγεσίας του και στα πλαίσια της δράσης αυτού αξιοποίνων πράξεων των άρθρων 187 και 187 Α του Ποινικού Κώδικα, και, κατ’ επέκταση, το ενδεχόμενο άμεσης ή έμμεσης καταχρηστικής χρήσης των πόρων αυτών για τη στήριξη εγκληματικών δραστηριοτήτων  Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπόψη ότι: α) τα κόμματα έχουν μεν κατά το άρθρο 29 παρ  2 του Συντάγματος δικαίωμα να λαμβάνουν οικονομική ενίσχυση από το κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες, η ενίσχυση όμως αυτή δεν έχει ως προορισμό να καλύψει το σύνολο, αλλά μέρος μόνον των δαπανών αυτών, ενώ, κατά τα λοιπά, ο νομοθέτης, αφ’ ενός μεν, προβλέπει τον πορισμό εσόδων των κομμάτων από άλλες πηγές (τακτικές και έκτακτες εισφορές μελών, βουλευτών και φίλων, οικονομικές εξορμήσεις, δωρεές, δάνεια, μερίσματα, τόκους, εκμετάλλευση της περιουσίας τους κ λ π  κατά τα άρθ  5 επ  ν  3023/2002), αφ’ ετέρου δε, λαμβάνει μέριμνα για την κατ’ αρχήν κάλυψη των εκλογικών δαπανών αδαπάνως για τα κόμματα (άρθρα 29 επ  ν  3023/2002), β) η αναστολή της χρηματοδότησης έχει χαρακτήρα προσωρινού, οιονεί ασφαλιστικού, μέτρου για την αποτροπή του κινδύνου διοχέτευσης της κρατικής χρηματοδότησης σε εγκληματικές δραστηριότητες και γ) έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια, μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας με την έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος ή αθωωτικής δικαστικής απόφασης, οπότε και η παρακρατηθείσα χρηματοδότηση αποδίδεται στο δικαιούχο πολιτικό κόμμα, το επίμαχο μέτρο παρίσταται αναγκαίο και πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σοβαρού δημοσίου σκοπού, τελεί δε σε εύλογη σχέση αναλογίας προς αυτόν, δεδομένου ότι δεν παρεμποδίζει τη συμμετοχή του κόμματος στην πολιτική ζωή και την εκλογική διαδικασία  Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος λόγος περί παραβάσεως του άρθρου 29 παρ  2 του Συντάγματος και της αρχής της αναλογικότητος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος   

11  Επειδή, προβάλλεται ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 7α του Ν  3023/2002 για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, αφού, όπως προκύπτει από τη σχετική ποινική δικογραφία, οι πράξεις για τις οποίες διώκονται και τελούν σε προσωρινή κράτηση ο Γενικός Γραμματέας και οι λοιποί βουλευτές του αιτούντος κόμματος, δεν τελέσθηκαν στο όνομα ή στα πλαίσια δράσης αυτού  Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, στην από 16 Δεκεμβρίου 2013 έκθεση της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας, η οποία ελήφθη υπόψη για την έκδοση της υπ’ αριθμ  12415/2013 απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής περί διακοπής κάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης προς το αιτούν κόμμα, αναφέρονται τα εξής: «… Από το σύνολο των στοιχείων προκύπτουν τα εξής αντικειμενικά δεδομένα: 1) Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έχουν διαπραχθεί σωρεία σοβαρότατων εγκληματικών πράξεων, πολλές από τις οποίες αναφέρονται στο άρθρο 187 του Π Κ  2) Οι αξιόποινες αυτές πράξεις αποδίδονται σε βουλευτές, στελέχη, μέλη και φίλους του κόμματος «   », συμπεριλαμβανομένων και των αξιοποίνων πράξεων που αποδίδονται και στους τρεις προσωρινά κρατούμενους Βουλευτές  3) Η κομματική οργάνωση της πόρρω απέχει από τις οργανώσεις των άλλων κομμάτων  Στρατιωτική δομή, σκληρή εκπαίδευση, αυστηρή ιεραρχία και σοβαρές συνέπειες σε περίπτωση ανυπακοών είναι τα χαρακτηριστικά της  Αυτό δεν προκύπτει μόνο από το περιεχόμενο των εγγράφων, που ευρίσκονται στη δικογραφία, αλλά και από τις εικόνες που είδαν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο χρονικό διάστημα  Ομοιόμορφη στολή στρατιωτικού τύπου, στρατιωτικοί σχηματισμοί, σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση, παραγγέλματα κλπ  Η οργανωτική αυτή δομή είναι βέβαιο ότι επιτάσσει δράση, νόμιμη ή παράνομη, κατόπιν εντολών, για την πιστή εκτέλεση των οποίων δίδεται ιεραρχικά αναφορά προς τα άνω μέχρι του αρχηγού, ο οποίος έχει την απόλυτη εξουσία, σύμφωνα με το καταστατικό  Με τα δεδομένα αυτά, προφανώς συντρέχει και η δεύτερη προϋπόθεση [του άρθρου 7α του ν  3023/2002] …»  Εξάλλου, από τα στοιχεία της ποινικής δικογραφίας που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο, ήτοι: Α) κατηγορητήρια κατά των: α)       , Αρχηγού και Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του αιτούντος κόμματος, β)   , Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του αιτούντος κόμματος και γ)         , Βουλευτού του αιτούντος κόμματος, Β) εντάλματα προσωρινής κράτησης των ίδιων ως άνω προσώπων, Γ) ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, Δ) το υπ’ αριθμ  4183α/28 9 2013 πόρισμα του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και Ε) το υπ’ αριθ.  305/19 2 2014 έγγραφο των Ειδικών Εφετών Ανακριτριών  και  προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, με το οποίο ζητήθηκε η άρση της ασυλίας και άλλων Βουλευτών του αιτούντος κόμματος, προκύπτει ότι: α) στον  αποδόθηκε η κατηγορία ότι στην Αθήνα τουλάχιστον από του έτους 1987 έως τον χρόνο της κατηγορίας, μαζί με τους συγκατηγορούμενούς του ενετάγη ως μέλος και συμμετείχε αδιαλείπτως σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα, αποτελούμενη από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση), η οποία επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων προβλεπόμενων από τις διατάξεις που αναφέρονται αναλυτικά στο κατηγορητήριο, περαιτέρω δε ο ίδιος διηύθυνε την οργάνωση καθ’ όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα  Πιο συγκεκριμένα, του αποδόθηκε η κατηγορία ότι υπό την ιδιότητα του Αρχηγού της Οργάνωσης και Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της «       », κατ’ εφαρμογή των καταστατικών αρχών και επιδιώξεων της οποίας διαπράχθηκαν δεκάδες αξιόποινες πράξεις, εκ των οποίων στο κατηγορητήριο ενδεικτικώς αναφέρονται ορισμένες (απόπειρες ανθρωποκτονίας, ανθρωποκτονίες από πρόθεση από κοινού, ληστεία από κοινού, έκρηξη κλπ , παραβάσεις σχετικώς με τις εκρηκτικές ύλες, βαρεία σκοπούμενη σωματική βλάβη, παροχή «προστασίας» σε αλλοδαπούς με σκοπό το κέρδος κατά παράβαση του άρθρου 385 παρ  1 περ  α΄και β΄του ΠΚ), διηύθυνε αυτήν, παρέχων διαταγές, οδηγίες και εντολές προς τα μέλη της οργανώσεως, ελέγχων απολύτως τη δράση αυτής και προς επίτευξη των παράνομων σκοπών της, όπως αυτοί αναλυτικά παρατίθενται στο κατηγορητήριο  Για τα αδικήματα αυτά εκδόθηκε σε βάρος του το υπ’ αριθμ  5/2013 ένταλμα προσωρινής κράτησης βάσει του άρθρου 282 παρ  3 εδ  α΄και β΄του ΚΠΔ, καθόσον κρίθηκε «εξαιρετικά πιθανό να διαπράξει και άλλα συναφή εγκλήματα στο μέλλον», επιπλέον δε θεωρήθηκε «ύποπτος φυγής» με την έννοια ότι είναι σφόδρα πιθανόν να μην παραμείνει στη διάθεση της Ανακρίσεως και να μην εμφανισθεί ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου μετά το πέρας της, αλλά αντιθέτως να επιχειρήσει να αποκρύψει τα εις βάρος του αποδεικτικά στοιχεία και να αποστερήσει από τις Αρχές από τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν με ταχύτητα και πληρότητα τη διεξαγόμενη εκ μέρους τους έρευνα β) στον αποδόθηκε η κατηγορία ότι στην Αθήνα, τουλάχιστον από του έτους 1987 έως το χρόνο της κατηγορίας, μαζί με τους συγκατηγορούμενούς του ενετάγη ως μέλος και συμμετείχε αδιαλείπτως σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα, αποτελούμενη από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση), η οποία επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων προβλεπόμενων από τις διατάξεις που αναφέρονται αναλυτικά στο κατηγορητήριο, περαιτέρω δε ο ίδιος διηύθυνε την οργάνωση καθ’ όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα  Πιο συγκεκριμένα, του αποδόθηκε η κατηγορία ότι υπό την ιδιότητα του Μέλους της στενής ηγετικής ομάδας της Οργάνωσης (και δη του Υπαρχηγού) και του Βουλευτού της «   », κατ’ εφαρμογή των καταστατικών αρχών και επιδιώξεων της οποίας διαπράχθηκαν δεκάδες αξιόποινες πράξεις, εκ των οποίων στο κατηγορητήριο ενδεικτικώς αναφέρονται ορισμένες (απόπειρες ανθρωποκτονίας, ανθρωποκτονίες από πρόθεση από κοινού, ληστεία από κοινού, έκρηξη κλπ , παραβάσεις σχετικώς με τις εκρηκτικές ύλες, βαρεία σκοπούμενη σωματική βλάβη, παροχή «προστασίας» σε αλλοδαπούς με σκοπό το κέρδος κατά παράβαση του άρθρου 385 παρ  1 περ  α΄και β΄του ΠΚ), διηύθυνε αυτήν, παρέχων διαταγές, οδηγίες και εντολές προς τα μέλη της οργανώσεως, ελέγχων απολύτως τη δράση αυτής και προς επίτευξη των παράνομων σκοπών της, όπως αυτοί αναλυτικά παρατίθενται στο κατηγορητήριο  Για τα αδικήματα αυτά εκδόθηκε σε βάρος του το υπ’ αριθμ  6/2013 ένταλμα προσωρινής κράτησης βάσει του άρθρου 282 παρ  3 εδ  α΄και β΄του ΚΠΔ, καθόσον κρίθηκε «εξαιρετικά πιθανό να διαπράξει και άλλα συναφή εγκλήματα στο μέλλον», επιπλέον δε θεωρήθηκε «ύποπτος φυγής» με την έννοια ότι είναι σφόδρα πιθανόν να μην παραμείνει στη διάθεση της Ανακρίσεως και να μην εμφανισθεί ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου μετά το πέρας της, αλλά αντιθέτως να επιχειρήσει να αποκρύψει τα εις βάρος του αποδεικτικά στοιχεία και να αποστερήσει από τις Αρχές από τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν με ταχύτητα και πληρότητα τη διεξαγόμενη εκ μέρους τους έρευνα και γ) στον  αποδόθηκε η κατηγορία ότι στην Αθήνα, τουλάχιστον από του έτους 1987 έως τον χρόνο της κατηγορίας, μαζί με τους συγκατηγορούμενούς του ενετάγη ως μέλος και συμμετείχε αδιαλείπτως σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα, αποτελούμενη από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση), η οποία επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων προβλεπόμενων από τις διατάξεις που αναφέρονται αναλυτικά στο κατηγορητήριο, περαιτέρω δε ο ίδιος διηύθυνε την οργάνωση καθ’ όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα 

Πιο συγκεκριμένα, του αποδόθηκε η κατηγορία ότι υπό την ιδιότητα του Μέλους της στενής ηγετικής ομάδας της Οργάνωσης (και δη του Υπαρχηγού) και του Βουλευτού της «  », κατ’ εφαρμογή των καταστατικών αρχών και επιδιώξεων της οποίας διαπράχθηκαν δεκάδες αξιόποινες πράξεις, εκ των οποίων στο κατηγορητήριο ενδεικτικώς αναφέρονται ορισμένες (απόπειρες ανθρωποκτονίας, ανθρωποκτονίες από πρόθεση από κοινού, ληστεία από κοινού, έκρηξη κλπ , παραβάσεις σχετικώς με τις εκρηκτικές ύλες, βαρεία σκοπούμενη σωματική βλάβη, παροχή «προστασίας» σε αλλοδαπούς με σκοπό το κέρδος κατά παράβαση του άρθρου 385 παρ  1 περ  α΄και β΄του ΠΚ), διηύθυνε αυτήν, παρέχων διαταγές, οδηγίες και εντολές προς τα μέλη της οργανώσεως, ελέγχων απολύτως τη δράση αυτής και προς επίτευξη των παράνομων σκοπών της, όπως αυτοί αναλυτικά παρατίθενται στο κατηγορητήριο 

Για τα αδικήματα δε αυτά εκδόθηκε σε βάρος του το υπ’ αριθμ  2/2013 ένταλμα προσωρινής κράτησης βάσει του άρθρου 282 παρ  3 εδ  α΄και β΄του ΚΠΔ, καθόσον κρίθηκε «εξαιρετικά πιθανό να διαπράξει και άλλα συναφή εγκλήματα στο μέλλον», επιπλέον δε θεωρήθηκε «ύποπτος φυγής» με την έννοια ότι είναι σφόδρα πιθανόν να μην παραμείνει στη διάθεση της Ανακρίσεως και να μην εμφανισθεί ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου μετά το πέρας της, αλλά αντιθέτως να επιχειρήσει να αποκρύψει τα εις βάρος του αποδεικτικά στοιχεία και να αποστερήσει από τις Αρχές από τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν με ταχύτητα και πληρότητα τη διεξαγόμενη εκ μέρους τους έρευνα 

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, τα ως άνω αποδοθέντα στους, Γενικό Γραμματέα και λοιπούς μνημονευόμενους βουλευτές του αιτούντος κόμματος ποινικά αδικήματα φέρονται να έχουν τελεσθεί στα πλαίσια της δράσης αυτών ως ηγετικών στελεχών του κόμματος  Με τα δεδομένα αυτά, ο προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, κατά το μέρος δε που αμφισβητεί την ορθότητα της κρίσεως οργάνων εντεταγμένων στη δικαστική εξουσία είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος

12  Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη, διότι στερεί το αιτούν κόμμα από γεγενημένη ενοχική του απαίτηση για την οποία υπάρχει νόμιμη προσδοκία, κατά παράβαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ  Το επίμαχο μέτρο της αναστολής κρατικής χρηματοδότησης του αιτούντος κόμματος, το οποίο επιβλήθηκε μάλιστα μετά τον προσδιορισμό των δικαιούχων για το 2013 πολιτικών κομμάτων, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και το αιτούν, συνιστά επέμβαση στην περιουσία αυτού, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ΕΣΔΑ, πλην όμως, κατά τα προεκτεθέντα, η επιβολή του έλαβε χώρα κατ’ εφαρμογήν διατάξεων νόμου ο οποίος εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, τηρεί την δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων προστασίας του γενικού συμφέροντος, αφ’ ενός, και του περιουσιακού δικαιώματος του κόμματος, αφ’ ετέρου, παρέχει δε, τέλος, τη δυνατότητα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου για την παροχή δικαστικής προστασίας  Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος   

13  Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία αποστερεί από το αιτούν κόμμα τα αναγκαία μέσα για την επίτευξη των σκοπών του, την ανάπτυξη της πολιτικής του δραστηριότητος και τη διεύρυνση της απήχησής του στην κοινωνία, αντίκειται στο άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο ορίζει ότι «Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως διανεργώσι κατά λογικά διαστήματα ελευθέρας μυστικάς εκλογάς, υπό συνθήκας επιτρεπούσας την ελευθέραν έκφρασιν της λαϊκής θελήσεως ως προς την εκλογήν του νομοθετικού σώματος»  Όπως, έχει κριθεί (βλ  ΕΔΔΑ απόφαση της 15 6 2006

  κατά Ελλάδος αριθμός προσφυγής 33354/03, ενόψει της 22 10 2012

( ) κατά Τουρκίας αριθμός προσφυγής 7819/03), με το ανωτέρω άρθρο κατοχυρώνονται τα ατομικά δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, καθώς και η υποχρέωση του κράτους να διεξάγει ελεύθερες εκλογές που διασφαλίζουν την ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης, δεν επιβάλλεται, όμως, στο Κράτος υποχρέωση να χρηματοδοτεί τα πολιτικά κόμματα  Ανεξάρτητα από αυτό, εν προκειμένω, το επίμαχο μέτρο της αναστολής της χρηματοδότησης εξυπηρετεί, κατά τα προεκτεθέντα, «θεμιτό σκοπό» κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, αφού αποσκοπεί, κατά την εισηγητική έκθεση του νόμου, στην «προστασία της χώρας και της δημοκρατίας», επιβάλλεται, κατόπιν των εγγυήσεων της ποινικής διαδικασίας, για δραστηριότητες ηγετικών στελεχών του κόμματος, οι οποίες προσδιορίζονται με ακρίβεια και σαφήνεια στο άρθρο 7α του Ν  3023/2002, έχει δε προσωρινό χαρακτήρα  Με τα δεδομένα αυτά, το επίδικο μέτρο δεν παραβιάζει τον πυρήνα της «ελεύθερης έκφρασης της λαϊκής βούλησης», ούτε αντίκειται στο δημοκρατικό πρότυπο της κοινωνίας που προστατεύει το άρθρο 3 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ο δε προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος   

14  Επειδή, προβάλλεται ότι η επίδικη αναστολή, η οποία εν όψει της σοβαρότητας και του ύψους της κρατικής οικονομικής ενίσχυσης, συνιστά, κατά το αιτούν, «κατηγορία ποινικής φύσεως», παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας σε ποινική δίκη, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ  2 της ΕΣΔΑ  Πλην όμως, κατά τα προεκτεθέντα, το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά διακοπή ή αναστολή της λειτουργίας του αιτούντος κόμματος, ούτε συνεπάγεται προσωρινή ή οριστική παρεμπόδισή του προς συμμετοχή στην πολιτική ζωή της χώρας, αλλά συνίσταται στην προσωρινή αναστολή της καταβολής ενός από τους πλείονες πόρους του, ενώ, εξάλλου, το παρακρατούμενο ποσό αποδίδεται σε αυτό αναδρομικά σε περίπτωση αθωώσεως των κατηγορουμένων μελών του  Κατά συνέπεια, το μέτρο αυτό δεν πλήττει το αιτούν κόμμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προσλαμβάνει ποινική χροιά και να λογίζεται ως «ποινική κύρωση», κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (πρβλ ΣτΕ 3376/2013)  Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει εν προκειμένω έδαφος εφαρμογής της παραγράφου 2 του ανωτέρω άρθρου 6, είναι δε απορριπτέος ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως

15  Επειδή, κατά ταύτα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί

Δ ι ά τ α ύ τ α Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου

Επιβάλλει εις βάρος του αιτούντος κόμματος τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου εξ ευρώ τετρακοσίων εξήντα (460)

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 2014

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος

Η Γραμματέας Φ Αρναούτογλου Μ  Παπασαράντη  

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου 2015

Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας Σωτ  Αλ  Ρίζος Μ  Παπασαράντη Π Β

ΕΔΔΑ 11-02-2010: Υπόθεση Συγγελίδης κατά Ελλάδος (Προσφυγή υπ’αριθ  24895/07) ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΘΕΣΗ ΣΥΓΓΕΛΙΔΗΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ (Προσφυγή αριθ  24895/07) ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ 11 Φεβρουαρίου 2010 Η παρούσα απόφαση θα καταστεί οριστική σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από το άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης 

Μπορεί να υποστεί τυπικές διορθώσεις  Στην υπόθεση Συγγελίδης κατά Ελλάδας, Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (πρώτο τμήμα), συνεδριάζοντας σε τμήμα, η σύνθεση του οποίου έχει ως εξής: Nina Vajic,πρόεδρος, Anatoly Kovler, KhanlarHajiyev, DeanSpielmann, GiorgioMalinverni, Γεώργιο Νικολάου,δικαστές, Σπυρίδων Φλογαΐτη, ad hocδικαστής, και Soren Nielsen,γραμματέας τμήματος  Αφού διασκέφθηκε σε συμβούλιο στις 21 Ιανουαρίου 2010, Εκδίδει την πιο κάτω απόφαση, η οποία ελήφθη την ημερομηνία αυτή: ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 1  Η υπόθεση έχει εισαχθεί με μία προσφυγή (αριθ  24895/07) στρεφόμενη κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 34 της Σύμβασης για την προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών («η Σύμβαση») από έναν Έλληνα υπήκοο, τον κύριο Πολυχρόνη Συγγελίδη («ο προσφεύγων»), την 1η Ιουνίου 2007  2  Ο προσφεύγων εκπροσωπήθηκε από τους κυρίους Κ  Χριστοδούλου και Σ  Τσακυράκη, δικηγόρους Αθηνών, και τον κύριο D  Pannick, δικηγόρο Λονδίνου  Η Ελληνική Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») εκπροσωπήθηκε από τους απεσταλμένους του αντιπροσώπου της, κύριο Γ  Κανελλόπουλο, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και την κυρία Ζ  Χατζηπαύλου, δικαστική αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους  3  Στις 27 Μαΐου 2008, η πρόεδρος του πρώτου τμήματος αποφάσισε να κοινοποιήσει την προσφυγή στην Κυβέρνηση  Αποφασίσθηκε επιπλέον να εξετασθούν συγχρόνως το παραδεκτό και η ουσία της προσφυγής (άρθρο 29 § 3 του Κανονισμού)  4  Ο κύριος Ροζάκης, ο δικαστής ο οποίος είχε επιλεγεί για την Ελλάδα, αποσύρθηκε από τη συνεδρίαση επί της υπόθεσης (άρθρο 28 του Κανονισμού)  Η Κυβέρνηση διόρισε τον κύριο Σ  Φλογαΐτη, ως ad hoc δικαστή (άρθρο 29 του Κανονισμού) 

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ Ι  ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Α  Ιστορικό της υπόθεσης

5  Ο προσφεύγων έχει γεννηθεί το 1957 και κατοικεί στην Αθήνα  Είναι επιχειρηματίας, ο οποίος νυμφεύθηκε την Μ Α  στις 20 Σεπτεμβρίου 2003  Κατά τον γάμο τους, η Μ Α  ήταν ήδη μέλος της Ελληνικής Βουλής  Στις 24 Μαρτίου 2004, γεννήθηκε ο γιος τους  6  Στα τέλη του 2004, ο γάμος του προσφεύγοντος διαλύθηκε  Η κοινή συναινέσει λύση του κηρύχθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 7 Ιουλίου 2005  7  Ο προσφεύγων και η Μ Α  υπέγραψαν ένα συμφωνητικό στις 14 Δεκεμβρίου 2004 με το οποίο ρυθμίζονταν θέματα επιμέλειας και επικοινωνίας αναφορικά με τον γιο τους  Αυτοί οι διακανονισμοί επικυρώθηκαν με επίσημη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της 20ης Ιανουαρίου 2005 (απόφαση αριθ  528/2005)  Ειδικότερα, η Μ Α  θα είχε την κηδεμονία του παιδιού έως την ενηλικίωσή του και θα έμενε μαζί της  Ο προσφεύγων μπορούσε να έχει ελεύθερη επικοινωνία με τον γιο του, σύμφωνα με τις ανάγκες του παιδιού, και ορίστηκαν ελάχιστοι περίοδοι και ημέρες επικοινωνίας  Πράγματι, μπορούσε να βλέπει τον γιο του κάθε μέρα μεταξύ 5 μμ και 8 μμ  8  Σε αρκετές περιπτώσεις, ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να έχει επικοινωνία με τον γιο του σύμφωνα με τις διατάξεις της δικαστικής απόφασης 

Β  Εθνική διαδικασία 9  Στις 20 Οκτωβρίου 2005, ο προσφεύγων κατέθεσε μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου Αθηνών στη βάση του άρθρου 232A του Ποινικού Κώδικα  Αξίωσε το ποσό των δέκα ευρώ ως ονομαστική αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της παραβίασης της απόφασης αριθ  528/2005 από την Μ Α , επιφυλασσόμενος του δικαιώματός του να διεκδικήσει περαιτέρω αποζημίωση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων  10  Στις 24 Αυγούστου 2006, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών παρέπεμψε τη μήνυση στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου  Η υπόθεση παραπέμφθηκε στον Υπουργό Δικαιοσύνης στις 30 Αυγούστου 2006 προκειμένου να διαβιβασθεί στη συνέχεια στο πρόεδρο του Ελληνικής Βουλής και να ζητηθεί άδεια της Βουλής για την άσκηση δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 62 του Ελληνικού Συντάγματος  Ο φάκελος ελήφθη από τη Βουλή στις 3 Οκτωβρίου 2006  11  Στις 28 Νοεμβρίου 2006, η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής αποφάνθηκε ότιη ασυλία της Μ Α  δεν έπρεπε να αριθ.εί

Στην έκθεσή της, η Επιτροπή έκρινε ότι «ένας εκ των λόγων που προβλέπει το άρθρο 83 § 3 του Κανονισμού της Βουλής είχε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση»  12  Στις 6 Δεκεμβρίου 2006, με πλειοψηφία 107 ψήφων έναντι 68 κατόπιν μυστικής ψηφοφορίας, η ολομέλεια της Βουλής αρνήθηκε να χορηγήσει άδεια  Δε δόθηκαν λόγοι για την απόφασή της 

Γ  Εξελίξεις στην υπόθεση 13  Εν τω μεταξύ, στις 31 Μαρτίου 2005, η Μ Α  κίνησε ποινική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος διότι είχε τοποθετήσει φύλακα έξω από την οικία της υποστηρίζοντας ότι είχε λάβει απειλητικά τηλεφωνήματα για εκείνον και την οικογένειά του  Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε εν συνεχεία τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό  14  Στις 20 Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο Αθηνών τροποποίησε τους όρους της άσκησης της γονικής επιμέλειας  Η απόφαση του δικαστηρίου προέβλεπε ιδίως την καταβολή προστίμου 1 000 ευρώ από την Μ Α  αν παραβίαζε οποιαδήποτε από τις διατάξεις της (απόφαση αριθ  9599/2005)  Η Μ Α  φέρεται να απέτυχε επανειλημμένα να συμμορφωθεί με τους τροποποιηθέντες όρους  Στις 20 Μαρτίου 2007 και στις 26 Μαρτίου 2007 ο προσφεύγων κατέθεσε δύο ακόμα μηνύσεις ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών λόγω επικαλούμενων παραβιάσεων της απόφασης του δικαστηρίου  Ο προσφεύγων και πάλι αξίωσε αποζημίωση για ηθική βλάβη  15  Στις 9 Μαΐου 2007, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών παρέπεμψε τη μήνυση με ημερομηνία 26 Μαρτίου 2007 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου  Η υπόθεση παραπέμφθηκε στον Υπουργό Δικαιοσύνης στις 22 Μαΐου 2006 προκειμένου να διαβιβασθεί στη συνέχεια στο πρόεδρο του Ελληνικής Βουλής και να ζητηθεί άδεια της Βουλής για την άσκηση δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 62 του Ελληνικού Συντάγματος 

Στις 22 Μαΐου 2006, η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλήςαποφάνθηκε ότι η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί χωρίς να τεθεί στην κρίση της ολομέλειαςγια το λόγο ότι η αίτηση άρσης της ασυλίας ήταν κατ’ ουσία ίδια με την πρώτη αίτηση  ΙΙ  ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ Α  Το Σύνταγμα 16 

Τα εφαρμοστέα αποσπάσματα του Συντάγματος της Ελλάδος προβλέπουν: Άρθρο 53 «1  Οι βουλευτές εκλέγονται για τέσσερα συνεχή έτη που αρχίζουν από την ημέρα των γενικών εκλογών (  ) » Άρθρο 61 «1  Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων  (  ) 2  Ο βουλευτής διώκεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση, κατά το νόμο, ύστερα από άδεια της Βουλής  (  )» Άρθρο 62 «1  Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος (  ) (  ) Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα  » Β  Ο Ποινικός Κώδικας 17 

Τα εφαρμοστέα αποσπάσματα της ελληνικής νομοθεσίας προβλέπουν: Άρθρο 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας «Η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιούμενους σύμφωνα με τον αστικό κώδικα » Άρθρο 232Α του Ποινικού Κώδικα «Όποιος με πρόθεση δε συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη (  ) ή σε πράξη (  ) τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους (  )»

Γ  Ο Αστικός κώδικας 18  Τα εφαρμοστέα αποσπάσματα του ελληνικού Αστικού Κώδικα προβλέπουν: Άρθρο 914 «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει»

Άρθρο 932 «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη (  ) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (  )»

Δ  Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 19  Τα άρθρα 946 και 947 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ομοίως παρέχουν στο δικαστήριο τη δυνατότητα να τιμωρήσει τη μη συμμόρφωση προς μία απόφαση ή διαταγή με φυλάκιση ή με πρόστιμο έως 5 900 ευρώ  20  Δυνάμει του άρθρου 1048 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ένα δικαστήριο μπορεί να μη διατάξει τη φυλάκιση ενός βουλευτ

ή κατά τη διάρκεια της θητείας του και για τέσσερις εβδομάδες μετά τη λήξη αυτής  Ε  Ο Κανονισμός της Βουλής 21  Το άρθρο 83 του Κανονισμού της Βουλής έχει ως εξής: «1  Οι αιτήσεις της εισαγγελικής αρχής για τη χορήγηση άδειας άσκησης ποινικής δίωξης κατά Βουλευτή, σύμφωνα με τα άρθρα 61 παρ 2 και 62 παρ  1 του Συντάγματος, αφού ελεγχθούν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, υποβάλλονται στη Βουλή δια του Υπουργού Δικαιοσύνης και καταχωρίζονται σε ιδιαίτερο βιβλίο κατά τη σειρά της υποβολής τους (  )

3  Η Επιτροπή [Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας], αφού ακούσει τον Βουλευτή του οποίου ζητείται η άρση της ασυλίας, εφόσον αυτός το επιθυμεί, (  ) ερευνά, βάσει των στοιχείων που συνοδεύουν την αίτηση, αν η πράξη για την οποία ζητείται η άρση της ασυλίας συνδέεται με την πολιτική δραστηριότητα του Βουλευτή ή αν η δίωξή του υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα ή αποσκοπεί ενδεχομένως στο να τρωθεί το κύρος της Βουλής ή του Βουλευτή ή να παρακωλυθεί ουσιαστικώς η άσκηση του λειτουργήματός του ή να επηρεασθεί η λειτουργία της Βουλής ή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στην οποία ανήκει ο Βουλευτής  4  Η Επιτροπή δεν εξετάζει τη βασιμότητα της κατηγορίας (  ) και συντάσσει σχετική έκθεση εντός της προθεσμίας που τάσσει το παραπεμπτικό έγγραφο του Προέδρου της Βουλής  6  Οι αιτήσεις για την άρση της βουλευτικής ασυλίας εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας της Βουλής μετά την υποβολή της έκθεσης της Επιτροπής  7  Η Βουλή αποφασίζει, με ανάταση του χεριού (  )  Ο λόγος δίνεται πάντα εφόσον ζητηθεί στον Βουλευτή στον οποίο αφορά η αίτηση και στους Προέδρους των Κοινοβουλευτικών Ομάδων ή τους αναπληρωτές τους (  )  Η Βουλή αποφασίζει με μυστική ψηφοφορία αν αυτό ζητηθεί από τον Πρόεδρο της Βουλής ή τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στην οποία ανήκει ο βουλευτής (  )»

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΝΟΜΟ Ι  ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 1 ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 14 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 22  Ο προσφεύγων παραπονέθηκε, στη βάση του άρθρου 6 § 1 μεμονωμένα και σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Σύμβασης ότι η άρνηση της Ελληνικής Βουλής να άρει τη βουλευτική ασυλία της Μ Α  προσέβαλε το δικαίωμά του πρόσβασης σε δικαστήριο  Αυτές οι διατάξεις της Σύμβασης, στο μέτρο που είναι εφαρμοστέες, έχουν ως εξής:

Άρθρο 6 § 1 «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως (  ) υπό (  ) δικαστηρίου (  , το οποίον θα αποφασίση (  ) επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως (  )»

Άρθρο 14 Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως »

Α  Επί του παραδεκτού 1  Ισχυρισμοί των διαδίκων 23 ΗΚυβέρνηση υποστήριξε ότι η άρνηση της ελληνικής Βουλής να άρει την ασυλία της Μ Α  δεν δημιούργησε ζητήματα στη βάση του άρθρου 6 της Σύμβασης διότι δεν έθιξε τα δικαιώματα αστικής φύσεως του προσφεύγοντα  Κατά πρώτον, υποστήριξε ότι η συμπεριφορά του προσφεύγοντα έδειξε ότι ο σκοπός της δήλωσης παράστασής του ως πολιτικής αγωγής ήταν κατά κύριο λόγο να επιτύχει την καταδίκη της κατηγορουμένης  Η Κυβέρνηση επεσήμανε ως προς τούτο ότι όταν κατέθεσε τη μήνυσή του στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ο προσφεύγων απλώς αξίωσε το συμβολικό ποσό των δέκα ευρώ, χωρίς να παραβλάπτεται η ικανοποίηση όλων των δικαιωμάτων του αστικής φύσεως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων  Κατά δεύτερον, η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ακόμα κι αν ο προσφεύγων κατάφερνε να επιτύχει μία καταδίκη σε βάρος την πρώην συζύγου του, αυτή δε θα ήταν «άμεσα αποφασιστική» καθώς οποιεσδήποτε συνέπειες της εν λόγω καταδίκης επί της συμμόρφωσής της προς τους όρους της πρόσβασης του προσφεύγοντος στο παιδί του θα ήταν αβέβαιες και αόριστες  Κατά τρίτον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η παρούσα προσφυγή δεν εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 6 § 1 διότι η απόφαση αριθ  528/2005, με την οποία η σύζυγος του προσφεύγοντος παρέλειψε να συμμορφωθεί, συνιστούσε προσωρινό μέτρο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο  24  Η Κυβέρνηση υποστήριξε περαιτέρω ότι ο προσφεύγων δεν είχε εξαντλήσει τα εθνικά ένδικα μέσα  Σημείωσε ότι, επιπλέον της ποινικής δίωξης, το άρθρο 947 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προέβλεπε ότι μπορούσε να ασκηθεί αγωγή κατά όποιου παρέλειψε να επιτρέψει την πρόσβαση σε ένα παιδί  Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι δεδομένου ότι η άρση της βουλευτικής ασυλίας δεν αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση αγωγής κατά της Μ Α, ο προσφεύγων έπρεπε να έχει κάνει χρήση αυτής της διαδικασίας πριν να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου  25  Ο προσφεύγων παρατήρησε ότι το άρθρο 6 § 1 είχε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση καθώς η Κυβέρνηση δεν επεσήμανε ότι η υπόθεση του προσφεύγοντος είχε το χαρακτήρα μίαςactio popularis Επίσης, ο προσφεύγων επεσήμανε ότι δεν ήταν μία υπόθεση στην οποία επεδίωκε προσωπική εκδίκηση καθώς είχε καταστήσει σαφές σε όλα τα στάδια της εθνικής διαδικασίας ότι σκοπός του ήταν να λάβει αποζημίωση για την ηθική βλάβη και τη ψυχική οδύνη που του προκάλεσε η παράλειψη της συζύγου του να συμμορφωθεί προς την απόφαση του εθνικού δικαστηρίου  Ο προσφεύγων προσέθεσε ότι η ηθική βλάβη που υπέστη στην παρούσα υπόθεση ήταν ιδιαίτερα σοβαρή δεδομένου ότι η διαταγή του δικαστηρίου αφορούσε την επικοινωνία μεταξύ εκείνου και του γιου του, η οποία βρισκόταν στην καρδιά της προσωπικής και οικογενειακής ζωής τους  Όσον αφορά το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι μία καταδίκη σε βάρος της συζύγου του προσφεύγοντος δε θα επηρέαζε άμεσα την πρόσβασή του στον γιο του, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι αυτός ο ισχυρισμός ήταν μη συναφής  Ειδικότερα, επεσήμανε ότι το επίμαχο δικαίωμα αστικής φύσεως στην παρούσα υπόθεση ήταν το δικαίωμα να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία σε βάρος της πρώην συζύγου του και να αξιώσει αποζημίωση για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε από τη μη συμμόρφωσή της προς τις διαταγές δικαστηρίου που ρύθμιζαν την πρόσβαση του προσφεύγοντος στον γιο του  Τέλος, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι παρόλο που η αρχική διαταγή του εθνικού δικαστηρίου ήταν προσωρινή, η αγωγή που προτίθετο να ασκήσει στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης αποτελούσε, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, ένα εντελώς αυτοτελές αίτημα  26  Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι το εθνικό δίκαιο του έδινε το δικαίωμα να καταθέσει μήνυση σε συνδυασμό με αίτημα χρηματικής αποζημίωσης  Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα που προστατεύει το άρθρο 6 της Σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, ήταν πλήρως εφαρμοστέα στην προσπάθειά του να ενεργήσει αναλόγως  Επιπλέον, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι οι αγωγές στις οποίες αναφέρεται η Κυβέρνηση δεν ήταν πλήρως διαθέσιμες σε εκείνον εξαιτίας της βουλευτικής ιδιότητας της πρώην συζύγου του  Ειδικότερα, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι σε περίπτωση άσκησης αγωγής βάσει των άρθρων 950 § 2 ή 947 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπου ο παραβάτης είναι, όπως στην προκειμένη περίπτωση, εν ενεργεία βουλευτής, δεν μπορεί να διαταχθεί φυλάκιση  2  Εκτίμηση του Δικαστηρίου α) Ως προς την εφαρμογή του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης 27  Σε ό,τι αφορά την αστική φύση της διαδικασίας, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι η Σύμβαση δεν παραχωρεί αφ’εαυτού το δικαίωμα της δίωξης ή καταδίκης τρίτων για ένα ποινικό αδίκημα  Προκειμένου να υπεισέρχεται στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, το εν λόγω δικαίωμα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εκ μέρους του θύματος άσκηση του δικαιώματός του να ασκήσει την αστική αγωγή που προσφέρεται από το εθνικό δίκαιο, έστω και ενόψει της επίτευξης μιας συμβολικής επανόρθωσης ή της προστασίας ενός δικαιώματος αστικής φύσεως, όπως το δικαίωμα της απόλαυσης μιας «καλής φήμης» (βλέπεPerez κατά Γαλλίας[GC], no 47287/99,§ 70, ECHR 2004-I)  28  Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης εφαρμόζεται σε διαδικασίες που σχετίζονται με μηνύσεις με παράσταση πολιτικής αγωγής από τη στιγμή της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, εκτός αν ο μηνυτής έχει παραιτηθεί κατά τρόπο μη διφορούμενο από την άσκηση του δικαιώματός του σε επανόρθωση (βλέπε πιο πάνω αναφερόμενη απόφασηPerez,§ 66)  29  Εν προκειμένω, ο προσφεύγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για ποσό που ισοδυναμούσε με δέκα ευρώ, όταν κατέθεσε μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, στη βάση του άρθρου 232Α του Ποινικού Κώδικα  Συνεπώς, η διαδικασία ήταν αστικής φύσεως καθώς είχε οικονομική πτυχή, κάτι που προκύπτει από το ποσό των δέκα ευρώ, όσο συμβολικό κι αν είναι αυτό, για το οποίο ο προσφεύγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής (βλέπεΓώρου κατά Ελλάδας (αριθ 2)[GC], no  12686/03, §§ 24-26, 20 Μαρτίου 2009)  30  Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το επιχείρημα της Κυβέρνησης που σχετίζεται με τον αποφασιστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για το εν λόγω δικαίωμα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι αυτή αφορούσε την αποζημίωση του προσφεύγοντος για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της επικαλούμενης παραβίασης της απόφασης αριθ  528/2005 από την πρώην σύζυγό του και όχι τη ρύθμιση της πρόσβασής του στον γιο του  Ως εκ τούτου, το δικαίωμα του προσφεύγοντος να αποζημιωθεί για την επικαλούμενη μη συμμόρφωση προς την απόφαση αριθ  528/2005 διακυβευόταν άμεσα στην επίδικη διαδικασία (βλέπεGorraiz Lizarraga και λοιποί κατά Ισπανίας,αριθ  62543/00, §§ 46-47, ECHR 2004-III)  31  Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι παρόλο που η μήνυση που κατέθεσε ο προσφεύγων ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών βασιζόταν στην επικαλούμενη μη συμμόρφωση της πρώην συζύγου του προσφεύγοντος προς την προηγούμενη προσωρινή διαταγή, ωστόσο εισήγαγε ένα εντελώς αυτοτελές αίτημα αποζημίωσης για την ηθική βλάβη που υπέστη  Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί από τη φύση της «προσωρινή»  Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το άρθρο 6 § 1 έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση και ότι οι ενστάσεις της Κυβέρνησης πρέπει να απορριφθούν  β) Ως προς την ένσταση περί μη εξάντλησης των εθνικών ενδίκων μέσων 32  Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι κατά την πάγια νομολογία του ένας προσφεύγων πρέπει να κάνει φυσιολογική χρήση των εθνικών ενδίκων μέσων που είναι αποτελεσματικά και επαρκή  Όταν έχει ήδη ασκηθεί ένα ένδικο μέσο, δεν απαιτείται η χρήση ενός άλλου ενδίκου μέσου που έχει κατ’ουσίαν το ίδιο αντικείμενο (βλέπεYasa κατά Τουρκίας, 2 Σεπτεμβρίου 1998, 1998-VI, § 71, καιRiad and Idiab κατά Βελγίου,αριθ  29787/03 και 29810/03, § 84, ECHR 2008-  )  33  Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι στην παρούσα υπόθεση ο προσφεύγων κατέθεσε μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών στη βάση του άρθρου 232Α του Ποινικού Κώδικα διεκδικώντας αποζημίωση για την επικαλούμενη παραβίαση της απόφασης αριθ  528/2005 από την Μ Α  Ως εκ τούτου, η εν λόγω μήνυση δύνατο να επανορθώσει άμεσα την επίδικη κατάσταση των πραγμάτων, ήτοι την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων λόγω της επικαλούμενης μη εκτέλεσης της απόφασης αριθ  528/2005 (βλέπεWiktorko κατά Πολωνίας,αριθ  14612/02, § 34, 31 Μαρτίου 2009)  Υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, αυτό συνιστούσε ένα επαρκές και αποτελεσματικό ένδικο μέσο με την έννοια του άρθρου 35 της Σύμβασης  34  Επιπλέον, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως αβάσιμη με την έννοια του άρθρου 35 § 3 της Σύμβασης  Επιπλέον, σημειώνει ότι αυτή δεν προσκρούει σε κανέναν άλλο λόγο απαραδέκτου  Πρέπει επομένως να κηρυχθεί παραδεκτή  Β  Επί της ουσίας 1

  Επιχειρήματα των διαδίκων 35 Η Κυβέρνηση επεσήμανε ότι σκοπός της χορήγησης ασυλίας στους βουλευτές ως προς τις ψήφους και τις απόψεις τους ήταν να διασφαλισθεί ότι οι εκπρόσωποι του λαού απολάμβαναν τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία έκφρασης στην άσκηση των καθηκόντων τους, πέρα των ορίων που επιβάλλονταν στους απλούς πολίτες  36  Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η εν λόγω ασυλία, όντας συνδεδεμένη με ένα καθήκον το οποίο προβλέπει το Σύνταγμα, δεν παραβίασε ούτε την αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου ούτε την απαγόρευση των διακρίσεων  Σκοπός της δεν ήταν ούτε να δημιουργήσει μία «προνομιούχα» τάξη ούτε να επιτρέψει στους βουλευτές να κάνουν αυθαίρετη χρήση των προνομίων τους  Αντιθέτως, επεδίωκε το θεμιτό σκοπό του να επιτραπεί στη Βουλή να συζητά ελεύθερα και ανοικτά οποιοδήποτε ζήτημα της δημόσιας ζωής χωρίς τα μέλη της να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο δίωξης ή πιθανών νομικών συνεπειών  37  Επιπλέον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν είχε περιορισθεί στην παρούσα υπόθεση δεδομένου ότι η εσωτερική διαταγή διασφάλιζε την πιθανότητα διεκδίκησης αποζημίωσης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για υλική ζημία και ηθική βλάβη που προκλήθηκαν λόγω της επικαλούμενης μη νόμιμης συμπεριφοράς της Μ Α  Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι μία αστική αγωγή αποτελούσε ένα ένδικο μέσο ισοδύναμο με την παράσταση ως πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία κατά της Μ Α  Η διεκδίκηση αστικής αποζημίωσης μόνο μέσω της ποινικής διαδικασίας θα υπονόμευε ολόκληρο τον σκοπό της χορήγησης ασυλίας στους βουλευτές, ήτοι την ελευθερία και τον αυθόρμητο χαρακτήρα των βουλευτικών συζητήσεων  Επιπλέον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι με την απόφαση αριθ  9599/2005, το Πρωτοδικείο Αθηνών τροποποίησε τους όρους άσκησης γονικής επιμέλειας που είχε θέσει η απόφαση αριθ  528/2005 του ίδιου δικαστηρίου και προέβλεψε πρόστιμο ύψους 1 000 ευρώ σε περίπτωση παραβίασης  Συναφώς, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι στην παρούσα υπόθεση ο προσφεύγων μπορούσε ομοίως να έχει ζητήσει από το Πρωτοδικείο Αθηνών να προβλέψει κάποιο πρόστιμο και κατόπιν να το επιβάλει στην Μ Α  σε περίπτωση παραβίασης της απόφασης αριθ  528/2005  38  Σε γενικές γραμμές, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι η συμπεριφορά της Μ Α  δε συνδεόταν με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων με την αυστηρή τους έννοια, ο επιβληθείς περιορισμός επί του δικαιώματος του προσφεύγοντος σε δικαστήριο δε θα πρέπει αυτόματα να θεωρηθεί ως δυσανάλογος προς τον διωκόμενο σκοπό  Και μόνο η ύπαρξη άλλων ενδίκων μέσων ικανών να παρέξουν επανόρθωση ως προς τις αιτιάσεις του προσφεύγοντος τού παρείχαν επαρκή μέσα για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του βάσει της Σύμβασης  39  Ο προσφεύγων επεσήμανε ότι η παρούσα υπόθεση έθετε ένα ζήτημα βουλευτικής ασυλίας το οποίο είχε ήδη επιλυθεί από το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του στις υποθέσειςCordova κατά Ιταλίας (αριθ 1)(αριθ  40877/98, ECHR 2003-I) καιΤσαλκιτζής κατά Ελλάδας(no  11801/04, 16 Νοεμβρίου 2006)  Ο προσφεύγων συμφώνησε με την Κυβέρνηση ότι η βουλευτική ασυλία βάσει του ελληνικού δικαίου δύνατο να είναι συμβατή προς τη Σύμβαση με την προϋπόθεση ότι, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς της περί άρσης της ασυλίας σε ατομικές υποθέσεις, η Ελληνική Βουλή ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η άρνηση της Ελληνικής Βουλής να δώσει άδεια για άσκηση δίωξης κατά της Μ Α  αποτελούσε μέρος μίας ευρύτερης και σταθερής πρακτικής εκ μέρους της βουλής σχετικής με τη χρήση των συνταγματικών διατάξεων περί ασυλίας προκειμένου να προστατευθούν οι βουλευτές από την τσιμπίδα του ποινικού δικαίου  Ο προσφεύγων προσκόμισε μία έρευνα του τύπου, όπου αναφερόταν ότι από το 1974 έως το 2003 είχαν γίνει οκτακόσιες αιτήσεις για χορήγηση της εν λόγω αδείας και μόνο σε πέντε από αυτές είχε χορηγηθεί η εν λόγω άδεια  Ως προς τούτο, και μέσα στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η παραβίαση του δικαιώματός του πρόσβασης σε δικαστήριο καθίστατο ακόμα πιο κατάφωρη δεδομένου ότι η Μ Α  είχε τη δυνατότητα να κινήσει ποινική διαδικασία σε βάρος του  2  Εκτίμηση του Δικαστηρίου α) Γενικές αρχές 40  Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, το οποίο καθιερώνεται από το άρθρο 6 § 1 της Συμβάσεως, δεν είναι απόλυτο αλλά υπόκειται σε περιορισμούς: αυτοί γίνονται σιωπηρώς αποδεκτοί καθώς το δικαίωμα πρόσβασης απαιτεί, εκ της φύσεώς του, ρύθμιση από το Κράτος (βλέπεKart κατά Τουρκίας[GC], no  8917/05, § 79, 3 Δεκεμβρίου 2009)  Ως προς τούτο, τα Συμβαλλόμενα Κράτη διαθέτουν ένα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως  Αποστολή του Δικαστηρίου δεν είναι να υποκαθιστά τα σχετικά εθνικά δικαστήρια  Κατ’ αρχήν αρμόδιες να ερμηνεύουν την εθνική νομοθεσία είναι οι εθνικές αρχές, και δη τα δικαστήρια (βλέπε,mutatis mutandis,Brualla Gόmez de la Torre κατά Ισπανίας, 19 Δεκεμβρίου 1997, § 31,Reports of Judgments of Decisions1997-VIII, καιSaez Maeso κατά Ισπανίας,αριθ  77837/01, § 22, 9 Νοεμβρίου 2004)  41  Ωστόσο, αρμόδιο να αποφαίνεται τελεσίδικα επί της ικανοποιήσεως ή μη των απαιτήσεων της Συμβάσεως, είναι το Δικαστήριο  Πρέπει να διαβεβαιώνεται ότι οι ισχύοντες περιορισμοί δεν περιορίζουν ή μειώνουν την πρόσβαση του διοικούμενου κατά τρόπο ή μέχρι σημείου που να θίγεται η ίδια η ουσία του δικαιώματος αυτού  Περαιτέρω, παρόμοιος περιορισμός του δικαιώματος προσβάσεως σε δικαστήριο δεν συμβαδίζει με το άρθρο 6 § 1 παρά μόνον εάν έχει θεμιτό στόχο και υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα μέσα και στον επιδιωκόμενο σκοπό (Waite και Kennedy κατά της Γερμανίας[GC], no  26083/94, § 59, CEDH 1999-I, καιT P  και Κ Μ  κατά του Ηνωμένου Βασιλείου[GC] no  28945/95, § 98, CEDH 2001-V)  Tο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο θίγεται όταν η ρύθμισή του παύει να εξυπηρετεί τους σκοπούς της νομικής ασφαλείας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελεί ένα είδος εμποδίου το οποίο δεν επιτρέπει την επί της ουσίας εκδίκαση της υποθέσεως του διαδίκου από το αρμόδιο δικαστήριο  42  Το Δικαστήριο παρατηρεί συναφώς ότι όταν ένα κράτος αναγνωρίζει ασυλία στους βουλευτές του είναι δυνατόν να θιγεί η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων  Τούτο ωστόσο δε σημαίνει ότι η βουλευτική ασυλία μπορεί να θεωρηθεί καταρχήν ότι επιβάλλει έναν δυσανάλογο περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, όπως αυτό περιλαμβάνεται στο άρθρο 6 § 1 (βλέπε πιο πάνω απόφασηKart κατά Τουρκίας,§ 80)  Όπως το δικαίωμα αυτό είναι συνυφασμένο με την εγγύηση για δίκαιη δίκη, η οποία εξασφαλίζεται από το άρθρο αυτό, έτσι και ορισμένοι περιορισμοί στην πρόσβαση πρέπει ομοίως να θεωρούνται ως συνυφασμένοι με αυτή, όπως για παράδειγμα οι γενικώς αποδεκτοί από τα Συμβαλλόμενα Κράτη περιορισμοί ως προς την αρχή της βουλευτικής ασυλίας (βλέπε πιο πάνω απόφασηΑ  κατά Ηνωμένου Βασιλείου, no  35373/97, § 83, και,mutatis mutandis,Al-Adsani κατά Ηνωμένου Βασιλείου[GC], no  35763/97, § 56, ECHR 2001-XI)  Το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει ότι είναι μακρόχρονη πρακτική των Κρατών να χορηγούν εν γένει διάφορους βαθμούς ασυλίας στους βουλευτές, με σκοπό να επιτρέπεται η ελευθερία λόγου για τους αντιπροσώπους του λαού και να αποτρέπεται η ανάμειξη των παραπόνων των οπαδών με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων (βλέπε πιο πάνω απόφασηΑ  κατά Ηνωμένου Βασιλείου,§§ 75-77, πιο πάνω απόφασηCordova,§ 55, καιDe Jorio κατά Ιταλίας,no  73936/01, § 49, 3 Ιουνίου 2004)  Δεδομένου τούτου, η δημιουργία εξαιρέσεων σε αυτή την ασυλία, των οποίων η εφαρμογή εξαρτάται από τα συγκεκριμένα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, θα υπονόμευε σημαντικά τους διωκόμενους θεμιτούς σκοπούς (βλέπε πιο πάνω απόφασηΑ  κατά Ηνωμένου Βασιλείου,§ 88) 

43  Εν τούτοις, θα ήταν ομοίως ασύμβατο προς τον σκοπό και το αντικείμενο της Σύμβασης εάν τα Συμβαλλόμενα Κράτη, υιοθετώντας κάποιο από τα συστήματα τα οποία συνήθως χρησιμοποιούνται προς εξασφάλιση ασυλίας στους βουλευτές, απαλλάσσονταν κατ’αυτόν τον τρόπο από κάθε ευθύνη έναντι της Συμβάσεως στον τομέα της βουλευτικής δραστηριότητος  Το Δικαστήριο υπομιμνήσκει ότι σκοπός της Συμβάσεως είναι η προστασία δικαιωμάτων όχι θεωρητικών ή κενών ουσιαστικού περιεχομένου, αλλά συγκεκριμένων και πραγματικών  Η παρατήρηση αυτή ισχύει ειδικότερα για το δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια, λόγω της εξέχουσας θέσης την οποία κατέχει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη σε μία δημοκρατική κοινωνία (βλέπεAit-Mouhoub κατά Γαλλίας, 28 Οκτωβρίου 1998, § 52,Reports1998-VIII)  Θα ήταν ασυμβίβαστο με την υπεροχή του δικαίου σε μία δημοκρατική κοινωνία ή με τη θεμελιώδη αρχή που διέπει το άρθρο 6 § 1, εάν ένα Κράτος είχε τη δυνατότητα, ανεπιφυλάκτως και άνευ ελέγχου εκ μέρους του Δικαστηρίου, να αποκλείει της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων μία ολόκληρη σειρά προσφυγών αστικής φύσεως ή να παρέχει ασυλίες σε κατηγορίες προσώπων (βλέπεFayed κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 21 Σεπτεμβρίου 1994, § 65, Series A no  294-Β)  44  Ως εκ τούτου, στην περίπτωση κατά την οποία η βουλευτική ασυλία παρεμποδίζει την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, το Δικαστήριο, κατά τον προσδιορισμό της αναλογικότητας ή μη ενός συγκεκριμένου μέτρου, εξετάζει εάν οι επίδικες πράξεις συνδέονταν με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων με την αυστηρή έννοιά τους (βλέπε πιο πάνω αποφάσειςCordova (no 1),§ 62 καιDe Jorio,§ 53)  Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει σε αυτό το σημείο ότι η απουσία προφανούς σχέσεως με τη βουλευτική δραστηριότητα απαιτεί μία στενή ερμηνεία της έννοιας της αναλογικότητας μεταξύ του διωκόμενου σκοπού και των χρησιμοποιούμενων μέσων  Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση κατά την οποία οι περιορισμοί στο δικαίωμα πρόσβασης απορρέουν από την απόφαση ενός πολιτικού οργάνου (βλέπε πιο πάνω απόφασηKart κατά Τουρκίας,§ 83 καιΤσακιλτζής κατά Ελλάδας,αριθ  11801/04, § 49, 16 Νοεμβρίου 2006)  Επιπλέον, όσο πιο ευρεία είναι η ασυλία, τόσο πιο επιτακτικός πρέπει να είναι ο λόγος αυτής (βλέπε πιο πάνω απόφασηΑ  κατά Ηνωμένου Βασιλείου,§

78)  β) Εφαρμογή των πιο πάνω αρχών στην παρούσα υπόθεση 45  Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το κύριο επιχείρημα της Κυβέρνησης εστιάζει στην ύπαρξη ενδίκων μέσων διαθέσιμων στον προσφεύγοντα άλλων από την υποβολή μήνυσης για τη διεκδίκηση αποζημίωσης για την επικαλούμενη μη νόμιμη συμπεριφορά της Μ Α  Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, και μόνο η ύπαρξη των προαναφερόμενων ενδίκων μέσων που του παρείχαν άλλους τρόπους επανόρθωσης σήμαινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση της ουσίας του δικαιώματος του προσφεύγοντος για πρόσβαση σε δικαστήριο  Το Δικαστήριο διαφωνεί με αυτή την προσέγγιση  Όπως έχει ήδη παρατηρήσει σε πολλές περιπτώσεις, όταν η εσωτερική έννομη τάξη προσφέρει ένα ένδικο μέσο όπως η υποβολή μήνυσης με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, το Κράτος υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο πολιτικώς ενάγων να απολαμβάνει τις θεμελιώδεις εγγυήσεις του άρθρου 6 (βλέπεΑναγνωστόπουλος κατά Ελλάδας,αριθ  54589/00, § 32, 3 Απριλίου 2003)  Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της Κυβέρνησης δε σχετίζεται με την ουσία της αιτίασης του προσφεύγοντος αλλά με το ζήτημα της εξάντλησης των εθνικών ενδίκων μέσων, ζήτημα το οποίο έχει ήδη επιλύσει το Δικαστήριο  Συνεπώς, υπό το φως των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπόθεσης, το Δικαστήριο πρέπει να αξιολογήσει αν η άρνηση της Βουλής να χορηγήσει άδεια για την άσκηση δίωξης σε βάρος της Μ Α  προσέβαλε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο του προσφεύγοντος  46  Συναφώς, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, ορθώς ερμηνευμένο υπό το φως του άρθρου 6 § 1, το άρθρο 62 του Ελληνικού Συντάγματος δίδει το δικαίωμα στην Ελληνική Βουλή να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια για άσκηση δίωξης μόνο όταν οι πράξεις στις οποίες στηρίζεται η δίωξη συνδέονται σαφώς με τη βουλευτική δραστηριότητα  Στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, δεν υφίστατο αντιληπτός δεσμός μεταξύ της συμπεριφοράς της Μ Α  η οποία αποτέλεσε τη βάση της προτεινόμενης ποινικής διαδικασίας και των βουλευτικών καθηκόντων της  Η επικαλούμενη μη συμμόρφωσή της προς τους όρους επικοινωνίας που διέταξε το εθνικό δικαστήριο διόλου σχετιζόταν με την εκτέλεση των καθηκόντων της ως μέλους της βουλής και εν γένει με τη λειτουργία και φήμη της Βουλής  Η συμπεριφορά αυτή σχετίζεται περισσότερο με μία προσωπική διαμάχη μεταξύ ενός πρώην ανδρόγυνου όσον αφορά τη ρύθμιση της επικοινωνίας με το τέκνο τους  47  Επιπλέον, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής δεν προέβαλε λόγους για τη μη άρση της ασυλίας της Μ Α  Ειδικότερα, η Επιτροπή έκανε μία γενική αναφορά στο άρθρο 83 § 3 του Κανονισμού της Βουλής προσθέτοντας ότι συνέτρεχε μία εκ των προϋποθέσεων άρνησης της άρσης της ασυλίας της Μ Α , χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει αν το αδίκημα για το οποίο ζητείτο η άρση της ασυλίας σχετιζόταν με την πολιτική δραστηριότητα της Μ Α , αν η δίωξη βασιζόταν σε πολιτικούς λόγους ή αν στόχευε στο να υπονομεύσει το κύρος της Βουλής  Συνεπώς, η απουσία οποιουδήποτε επιχειρήματος που να καταδεικνύει το σκεπτικό της εν λόγω Επιτροπής στέρησε τον προσφεύγοντα ακόμα και από τη δυνατότητα να λάβει οποιαδήποτε σαφή πληροφορία για τη βάση και τα κριτήρια επί των οποίων η Βουλή αρνήθηκε να άρει την ασυλία της Μ Α  48  Τέλος, το Δικαστήριο προσδίδει σημασία στο γεγονός ότι η επίδικη προσέγγιση της Βουλής δημιούργησε μία ανισορροπία στη μεταχείριση μεταξύ του προσφεύγοντος και της Μ Α , καθώς η τελευταία είχε τη δυνατότητα να κινήσει ποινική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος στις 31 Μαρτίου, ενώ οι σχετικές αιτήσεις της απορρίφθηκαν κατόπιν τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό  Ως εκ τούτου, το αποτέλεσμα της προσέγγισης της Ελληνικής Βουλής ήταν ότι η Μ Α  παρέμεινε εξ’ολοκλήρου εκτός της δικαιοδοσίας του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης σχετικά με τις μηνύσεις που κατέθεσε ο προσφεύγων, ενώ ήταν ελεύθερη να επιδιώξει την κίνηση ποινικής διαδικασίας σε βάρος του  49  Το Δικαστήριο θεωρεί ως εκ τούτου ότι στην περίπτωση αυτή η απόφαση περί μη εισαγωγής περαιτέρω διαδικασιών για τη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, δεν εξασφάλισε μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και της ανάγκης προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων  50  Οι παραπάνω σκέψεις αρκούν ώστε να οδηγηθεί το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης  Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων συνθηκών της παρούσας υπόθεσης και των λόγων που το οδήγησαν στη διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 6 § 1, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν είναι αναγκαίο να εξετάσει την υπόθεση και υπό το πρίσμα του άρθρου 14 της Σύμβασης (βλέπε πιο πάνω απόφασηCordova κατά Ιταλίας (αριθ 1),§ 75)  IΙ  ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 51  Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης: «Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της και εάν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλομένου Μέρους επιτρέπει την ατελή μόνον επανόρθωση των συνεπειών της παραβίασης αυτής, το Δικαστήριο επιδικάζει στον ζημιωθέντα διάδικο, εφόσον συντρέχει λόγος, μία δίκαιη ικανοποίηση »

Α  Ζημία 52  Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι υπέστη ηθική βλάβη λόγω της απογοήτευσης που του προκάλεσε η μη δυνατότητά του να παρασταθεί ως πολιτική αγωγή στην ποινική διαδικασία σε βάρος της πρώην συζύγου του λόγω μη συμμόρφωσης προς μία δικαστική διαταγή και να λάβει αποζημίωση για ηθική βλάβη  Ζήτησε από το Δικαστήριο να του επιδικάσει το ποσό που εκείνο έκρινε προσήκον  53  Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι μία απόφαση που διαπιστώνει την παραβίαση της Σύμβασης θα συνιστούσε αφ’εαυτής μία επαρκή δίκαιη ικανοποίηση  Εναλλακτικά, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το επιδικαστέο ποσό για ηθική βλάβη δεν μπορεί να υπερβεί τα 3 000 ευρώ  54  Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο προσφεύγων υπέστη μία βέβαιη ηθική βλάβη  Λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες σχετικές περιστάσεις και αποφαινόμενο κατά δίκαιη κρίση σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης, του επιδικάζει 12 000 ευρώ για την αιτία αυτή, πλέον οποιουδήποτε ποσού μπορεί να οφείλεται ως φόρος 

Β  Έξοδα και δικαστική δαπάνη 55  Ο προσφεύγων ομοίως αξίωσε 62 500 λίρες Αγγλίας (GBP) (περίπου 73 026 ευρώ) για τα έξοδα και τη δικαστική δαπάνη στα οποία υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου  Προσκόμισε τέσσερα τιμολόγια, συνολικού ποσού 12 500 λιρών Αγγλίας (περίπου 14 603 ευρώ), για τα έξοδα τα οποία είχε ήδη καταβάλει για την εκπροσώπησή του ενώπιον του Δικαστηρίου  56  Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι δικηγορικές αμοιβές για τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν υπερβολικές και ότι ένα συνολικό ποσό όχι μεγαλύτερο από 5 000 ευρώ θα ήταν προσήκον για τα δικαστικά έξοδα  57  Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, η επιδίκαση εξόδων και δικαστικής δαπάνης στη βάση του άρθρου 41 προϋποθέτει την απόδειξη της πραγματικότητας, της αναγκαιότητάς τους και, επιπλέον, του εύλογου χαρακτήρα του ύψους τους (βλέπεΙατρίδης κατά Ελλάδας(δίκαιη ικανοποίηση) [GC], no  31107/96, § 54, ECHR 2000-XI)  Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του και των προαναφερόμενων κριτηρίων, το Δικαστήριο κρίνει εύλογο να επιδικάσει 7 000 ευρώ για τη διαδικασία ενώπιόν του, πλέον οποιουδήποτε ποσού μπορεί να οφείλει ο προσφεύγων ως φόρο 

Γ  Τόκοι υπερημερίας 58  Το Δικαστήριο κρίνει προσήκον να βασίσει το επιτόκιο των τόκων υπερημερίας στο επιτόκιο δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, 1 Κηρύσσεικατά πλειοψηφία την προσφυγή παραδεκτή  2 Αποφαίνεταιμε έξι ψήφους έναντι μίας ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης  3 Αποφαίνεταιομόφωνα ότι δε συντρέχει λόγος να εξετάσει χωριστά την αιτίαση την ελκόμενη από το άρθρο 14 της Σύμβασης  4 Αποφαίνεται,με πέντε ψήφους έναντι δύο, α) ότι το εναγόμενο Κράτος οφείλει να καταβάλει στον προσφεύγοντα, μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα κατά την οποία η απόφαση θα καταστεί τελεσίδικη σύμφωνα με το άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης, 12 000 (δώδεκα χιλιάδες) ευρώ για ηθική βλάβη, πλέον οποιουδήποτε ποσού που μπορεί να οφείλεται ως φόρος, και 7 000 (επτά χιλιάδες) ευρώ για έξοδα και δικαστική δαπάνη, πλέον οποιουδήποτε ποσού μπορεί να οφείλει ο προσφεύγων ως φόρο, β) ότι, από τη λήξη της τρίμηνης αυτής προθεσμίας και μέχρι την καταβολή, τα ποσά αυτά θα προσαυξηθούν με τόκους υπολογιζόμενους με επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο θα ισχύει κατά την εν λόγω περίοδο, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες  5 Απορρίπτειομόφωνα το αίτημα δίκαιης ικανοποίησης κατά τα λοιπά  Συντάχθηκε στη αγγλική γλώσσα και στη συνέχεια κοινοποιήθηκε εγγράφως στις 11 Φεβρουαρίου 2010, κατ’εφαρμογή του άρθρου 77 §§ 2 και 3 του κανονισμού  (υπογραφή) (υπογραφή) Soren Nielsen Nina Vajic Γραμματέας Πρόεδρος Στην παρούσα απόφαση έχει επισυναφθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 45 § 2 της Σύμβασης και 74 § 2 του κανονισμού, η έκθεση της αποκλίνουσας γνώμης του δικαστή Φλογαΐτη  (ακολουθούν δύο μονογραφές) ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΦΛΟΓΑΪΤΗ Δε συμφωνώ με την πλειοψηφία στην παρούσα υπόθεση  Κατανοώ ότι υφίστανται σημαντικά νομολογιακά προηγούμενα σε περιπτώσεις όπου κατατέθηκαν δηλώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής σε ποινικές δίκες ενώπιον των δικαστηρίων  Πιστεύω ωστόσο ότι οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής ποινικής διαδικασίας με εμποδίζουν από το να δεχθώ ότι η επίδικη διαδικασία ήταν από τη φύση της αστική και, συνεπώς, από το να καταλήξω ότι το άρθρο 6 § 1 έχει εφαρμογή  Σύμφωνα με το ελληνικό ποινικό δίκαιο, μία ποινική δίκη έχει εξ ολοκλήρου δημόσιο χαρακτήρα: ο εισαγγελέας είναι εκείνος που αποφασίζει ποιον να συλλάβει, ασκούνται διώξεις στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος, και είναι ευθύνη του εισαγγελέα η εισαγωγή μίας υπόθεσης ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου κατά ενός ατόμου που θεωρείται ύποπτο για παραβίαση του νόμου  Η ποινική δίκη γίνεται ως εκ τούτου ανάμεσα στον εκπρόσωπο του δημοσίου συμφέροντος και τον κατηγορούμενο 

Όταν το «θύμα» ενός εγκλήματος επιθυμεί να παρέμβει στη διαδικασία, μόνο ένας θεσμός του επιτρέπει να συμμετάσχει επισήμως στην ποινική δίκη: η αστική αγωγή  Ο πολιτικώς ενάγων που αξιώνει αποζημίωση συμμετέχει στην ποινική δίκη με πρόσχημα τη διεκδίκηση αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη  Στην πραγματικότητα, επιδιώκει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως το άτομο που υπέφερε ως αποτέλεσμα του εγκλήματος και που επιδιώκει να αποκαλύψει την αλήθεια  Άλλως ειπείν, ζητώντας από το ποινικό δικαστήριο να του επιδικάσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, ο πολιτικώς ενάγων στην πραγματικότητα επιζητεί την αναγνώριση του βασάνου του από τις δημόσιες αρχές και την απονομή δικαιοσύνης προς όφελός του  Τούτο θα συμβεί μόνο αν ο κατηγορούμενος κριθεί ένοχος για το έγκλημα με απόφαση του δικαστηρίου 

Επιπλέον, η ικανοποίηση των αξιώσεων του πολιτικώς ενάγοντος που απορρέουν από το έγκλημα αποτελεί στοιχείο του δημόσιου σκοπού της ποινικής ποινής αφού όχι μόνο παρέχει επανόρθωση για τον πολιτικώς ενάγοντα αλλά είναι ομοίως σημαντική για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινωνία

1  Η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντα που αξιώνει αποζημίωση στην ποινική δίκη ομοίως συμβάλει στην επίτευξη μίας καλύτερης διάγνωσης της προσωπικότητας του κατηγορουμένου και σε μία μεγαλύτερη αποσαφήνιση τόσο των ψυχολογικών συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα όσο και των συνεπειών του  Όταν λαμβάνονται υπόψη αυτοί οι παράγοντες, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να εκτιμήσουν καλύτερα το επίπεδο ευθύνης του κατηγορούμενου και την προσήκουσα ποινή

2  Η παρουσία του πολιτικώς ενάγοντος είναι ομοίως αναγκαία προκειμένου τα δικαστήρια ή οι δημόσιες αρχές να κινούν με ταχύτητα τις ποινικές διαδικασίες

3  Το επιχείρημα ότι σκοπός του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική διαδικασία είναι να διασφαλίσει την ποινική καταδίκη του κατηγορουμένου ομοίως ενισχύεται από το γεγονός ότι α) το ποσό που αξιώνει ο πολιτικώς ενάγων ως αποζημίωση είναι πολύ μικρό, 10 ή 20 ευρώ, και συνήθως επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εισάγει την υπόθεση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για μεγαλύτερη αποζημίωση, και

4 β) η ποινική διαδικασία επιτρέπει στο θύμα να συμμετάσχει στην ποινική δίκη και να προσπαθήσει να διασφαλίσει την καταδίκη του κατηγορούμενου χωρίς να αξιώσει αστική αποζημίωση  Πιο συγκεκριμένα, τούτο είναι δυνατό σε περιπτώσεις όπου i) υπεύθυνος για την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία που προκλήθηκε από το έγκλημα είναι κάποιος τρίτος και όχι ο κατηγορούμενος, ii) οι δημόσιες αρχές ασκούν αστική αγωγή για ένα έγκλημα που σχετίζεται με φόρους και δασμούς, iii) o εισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, και γ) η διαδικασία δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι απλουστευμένη καθώς αυτή μπορεί να γίνει προφορικά στην πορεία της δίκης, μπορεί να διορισθεί δικηγόρος, η πολιτική αγωγή καλείται να εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου και έχει το δικαίωμα ακρόασης 

1 Α  Ψαρούδα-Μπενάκη, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη (στην ελληνική γλώσσα), Σάκκουλας, 1982, σελ  13-37  2 Ν  Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης (στην ελληνική γλώσσα), Σάκκουλας 1994, σελ  70  3 Α  Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο (στην ελληνική γλώσσα), 3η έκδοση, Σάκκουλας, 2007, σελ  429-52  4 Ι  Καραγιαννάκος, Ποινική Δικονομία (στην ελληνική γλώσσα), 3η έκδοση, 2005, Α  Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία (στην ελληνική γλώσσα), Σάκκουλας, 2008, σελ  158-193, Α  Ψαρούδα-Μπενάκη, supra  5 Α  Παπαδαμάκης, supra 

Ο ρόλος της πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία ως «ιδιώτη» εισαγγελέα ομοίως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ακόμα κι αν ο κατηγορούμενος προσφέρει στον πολιτικώς ενάγοντα ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης που αξιώνει πριν την έναρξη της ποινικής δίκης, ο ενάγων μπορεί να αρνηθεί αυτή την προσφορά και να επιμείνει στη συμμετοχή του στην ποινική διαδικασία προκειμένου να συνδράμει το δικαστήριο στη διασφάλιση της καταδίκης  Το ίδιο ισχύει όταν η πολιτική αγωγή υποβάλλει την αξίωση της για αποζημίωση δημοσίως μετά την έναρξη της δίκης, αλλά ο ενάγων διατηρεί το δικαίωμά του να συμμετέχει στην ποινική δίκη ως πολιτική αγωγή (βλέπε απόφαση αριθ  1/1997 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου)5  Τέλος, η πολιτική αγωγή, εφόσον επιθυμεί πραγματικά να αποζημιωθεί, θα υποβάλει την υπόθεσή της ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων και ενώπιον των εν λόγω δικαστηρίων θα ικανοποιηθεί το αστικό δικαίωμα  Πράγματι, ο εξ ολοκλήρου ποινικός χαρακτήρας της ποινικής διαδικασίας αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι τα πολιτικά δικαστήρια, όταν αποφαίνονται επί της ίδιας υπόθεσης, δε δεσμεύονται νομικά από τις διαπιστώσεις του ποινικού δικαστηρίου και η αστική διαδικασία είναι ανεξάρτητη  Για τους λόγους αυτούς, καταλήγω ότι η παρούσα υπόθεση έπρεπε να έχει απορριφθεί ως απαράδεκτη  Ακριβής μετάφραση του συνημμένου εγγράφου από τα αγγλικά  Αθήνα, 23 Μαρτίου 2010 Αλέξανδρος Πετρουτσόπουλος

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Υπόθεση Σιταρόπουλος και Γιακουμόπουλος κατά Ελλάδας, 15/03/2012 (δικαίωμα ψήφου των απόδημων εκλογέων) Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης Αρ  προσφυγής 42202/07 Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012

Η παράλειψη της Ελλάδας να εξασφαλίσει στους προσφεύγοντες τη δυνατότητα να ψηφίσουν από τον τόπο κατοικίας τους στο εξωτερικό δεν παραβιάζει το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές)] Σύνθεση: Nicolas Bratza (Πρόεδρος), Jean-Paul Costa, Françoise Tulkens, Josep Casadevall, Boštjan M  Zupančič,  Lech Garlicki, Egbert Myjer, David Thór Björgvinsson, JánŠikuta, Ineta Ziemele, Luis López Guerra, Nona Tsotsoria, Ann Power, Zdravka Kalaydjieva, Vincent A  de Gaetano, Angelika Nußberger(δικαστές), Σπυρίδων Φλογαΐτης (δικαστήςad hoc) Άρθρο 3 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ – Δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές  Το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν θεμελιώνει υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών να εξασφαλίσουν στους πολίτες που βρίσκονται εκτός της επικρατείας τους τα μέσα για να ψηφίσουν από το εξωτερικό  

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ I  Οι περιστάσεις της υπόθεσης [παρ  10 – 15 σε περίληψη] Οι προσφεύγοντες, κ  Νικόλαος Σιταρόπουλος και κ  Χρήστος Γιακουμόπουλος, είναι Έλληνες υπήκοοι και διαμένουν μόνιμα στο Στρασβούργο  Και οι δύο εργάζονται στο Συμβούλιο της Ευρώπης  Στις 10 Σεπτεμβρίου 2007, οι προσφεύγοντες εξέφρασαν με επιστολή τους προς τον Έλληνα πρέσβη στη Γαλλία την επιθυμία να ψηφίσουν στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007 από τον τόπο κατοικίας τους, το Στρασβούργο  Στις 12 Σεπτεμβρίου 2007, ο Έλληνας πρέσβης, επικαλούμενος οδηγίες και πληροφορίες του Υπουργείου Εσωτερικών, απάντησε στην επιστολή αυτή ως εξής: «[Το ελληνικό κράτος] επιβεβαιώνει την επιθυμία του – η οποία έχει συχνά εκφραστεί σε θεσμικό επίπεδο – να εξασφαλίσει τη δυνατότητα στους Έλληνες πολίτες που διαμένουν στο εξωτερικό να ψηφίζουν από τον τόπο κατοικίας τους  Ωστόσο, είναι σαφές ότι αυτό απαιτεί ρύθμιση από τυπικό νόμο, ο οποίος δεν υφίσταται σήμερα  Πράγματι, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να εισαχθούν με απλή διοικητική απόφαση, καθώς απαιτούνται ειδικά μέτρα για την εγκατάσταση εκλογικών τμημάτων στις πρεσβείες και τα προξενεία … Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, και παρά την επιθυμία που εξέφρασε το κράτος, το αίτημά σας σχετικά με τις επικείμενες εκλογές δεν μπορεί να ικανοποιηθεί για αντικειμενικούς λόγους » Τελικά, οι προσφεύγοντες, οι οποίοι δεν ταξίδεψαν στην Ελλάδα την ημέρα των εκλογών, δεν άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα στις εθνικές εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007  Στις 20 Σεπτεμβρίου 2007, οι κύριοι Σιταρόπουλος και Γιακουμόπουλος[1] κατέθεσαν ατομική προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ, υποστήριζοντας ότι η αδυναμία τους να ψηφίσουν από τον τόπο της κατοικίας τους συνιστά παραβίαση του δικαιώματος του εκλέγειν, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ  Στις 8 Ιουλίου 2010, ένα σώμα δικαστών του Πρώτου Τμήματος, έκρινε, με πέντε ψήφους έναντι δύο, ότι η προσφυγή ήταν παραδεκτή και ότι η Ελλάδα πράγματι παραβίασε το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης  Στις 22 Νοεμβρίου 2010, ύστερα από αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης, μια επιτροπή του Τμήματος Ευρείας Συνθέσης αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση στο Τμήμα Ευρείας Συνθέσης σύμφωνα με το άρθρο 43 της Σύμβασης 

II  Σχετικό εθνικό και διεθνές δίκαιο και πρακτική Α  Εθνικό δίκαιο και πρακτική […] Β  Διεθνές δίκαιο και πρακτική […] Γ  Συγκριτικό δίκαιο […]

ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ Ισχυρισμός Παραβίασης του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου 46  Οι προσφέυγοντες υποστήριξαν ότι η απουσία δυνατότητας να ψηφίσουν από τον τόπο κατοικίας τους συνιστά δυσανάλογη παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός τους να ψηφίσουν στις βουλευτικές εκλογές του 2007, κατά παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το οποίο προβλέπει: «Τα Υψηλά Συμβαλλόμεvα Μέρη αvαλαμβάνoυσι τηv υπoχρέωσιν όπως διενεργώσι, κατά λoγικά διαστήματα, ελευθέρας μυστικάς εκλoγάς, υπό συνθήκας επιτρεπoύσας τηv ελευθέραν έκφρασιν της λαϊκής θελήσεως ως πρoς τηv εκλoγήν τoυ νoμoθετικoύ σώματoς »[2]

Α  Η απόφαση του Τμήματος 47  Στην απόφασή του της 8ης Ιουλίου 2010, το Τμήμα απεφάνθη ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης  Έκρινε ότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορούσε την αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου των προσφευγόντων καθαυτή, δικαίωμα που ήδη αναγνώριζε το ελληνικό Σύνταγμα, αλλά τους όρους που διέπουν την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος από τους Έλληνες υπηκόους που ζουν στο εξωτερικό  Στο σημείο αυτό, το Τμήμα επεσήμανε ότι το άρθρο 51 § 4 του ελληνικού Συντάγματος, το οποίο τέθηκε σε ισχύ το 1975 και διευκρίνισθηκε κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, εξουσιοδότησε τη νομοθετική εξουσία να εξειδικεύσει τους εν λόγω όρους  Παρά το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες είχαν σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να ταξιδέψουν στην Ελλάδα για να ψηφίσουν, η προϋπόθεση αυτή περιέπλεκε στην πράξη σημαντικά την άσκηση του δικαιώματος αυτού, καθώς συνεπάγονταν έξοδα και αναστάτωση της επαγγελματικής και οικογενειακής τους ζωής  48  Το Τμήμα αναγνώρισε ότι το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης δεν επέβαλε υποχρέωση διασφάλισης του δικαιώματος ψήφου σε βουλευτικές εκλογές για τους εκλογείς που ζουν στο εξωτερικό  Ωστόσο, η συνταγματική αυτή διάταξη (άρθρο 51 § 4) δεν θα μπορούσε να παραμείνει ανεφάρμοστη επ’ αόριστον, στερώντας από κάθε κανονιστική αξία το περιεχόμενό της και την πρόθεση των συντακτών της  Τριάντα πέντε χρόνια (κατά το χρόνο της απόφασης), μετά την ψήφιση του άρθρου 51 § 4, ο Έλληνας νομοθέτης δεν είχε ακόμα δώσει πρακτική εφαρμογή στο περιεχόμενό της 49  Το Τμήμα έκρινε, επίσης, ότι η μη θέσπιση νομοθεσίας που να δίνει πρακτική ισχύ στο δικαίωμα ψήφου των απόδημων πιθανόν να συνιστούσε άδικη μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών που ζουν στο εξωτερικό – ιδίως εκείνων που ζουν σε μεγάλη απόσταση – σε σύγκριση με εκείνους που ζουν στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης είχε παροτρύνει τα κράτη-μέλη να επιτρέψουν στους πολίτες τους που ζουν στο εξωτερικό να συμμετέχουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό στην εκλογική διαδικασία  Με βάση συγκριτική μελέτη του εθνικού δικαίου τριάντα τρίων κράτων-μέλων του Συμβουλίου της Ευρώπης, το Τμήμα παρατήρησε ότι η μεγάλη πλειοψηφία τους είχε θέσει σε εφαρμογή διαδικασίες προς το σκοπό αυτό και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στον τομέα αυτό, η Ελλάδα απέκλινε από τον κοινό παρονομαστή μεταξύ των κρατών-μελών 

Β  Οι ισχυρισμοί των διαδίκων 1  Οι προσφεύγοντες […] 2  Η Κυβέρνηση […] 3  Η τρίτη παρεμβαίνουσα […]

Γ  Η εκτίμηση του Δικαστηρίου 1  Γενικές αρχές 63  Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου καθιερώνει μια χαρακτηριστική αρχή μιας πραγματικά δημοκρατικής πολιτείας και είναι κατά συνέπεια κεφαλαιώδους σημασίας για το σύστημα της Σύμβασης (βλ  Mathieu-Mohin και Clerfayt κατά Βελγίου, 2 Μαρτίου 1987, § 47, Σειρά Α αριθ  113)  Το άρθρο αυτό ίσως φαίνεται εκ πρώτης όψεως να διαφέρει από τις άλλες διατάξεις της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της, καθώς είναι διατυπωμένο σε όρους υποχρέωσης των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών να διεξάγουν εκλογές υπό συνθήκες που διασφαλίζουν την ελεύθερη έκφραση της γνώμης του λαού και όχι σε όρους ενός συγκεκριμένου δικαιώματος ή ελευθερίας  Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις προπαρασκευαστικές εργασίες του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και την ερμηνεία της διατάξης αυτής στο πλαίσιο της Σύμβασης συνολικά, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι επίσης συνεπάγεται ατομικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος του εκλέγειν και του δικαιώματος του εκλέγεσθαι (βλ  Mathieu-Mohin και Clerfayt, ό π , § 51) 

Έχει επίσης κρίνει ότι τα εφαρμοστέα κριτήρια για τη διαπίστωση συμμόρφωσης με το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου πρέπει να θεωρούνται λιγότερο αυστηρά από εκείνα που εφαρμόζονται στο πλαίσιο των άρθρων 8 έως 11 της Σύμβασης (βλ  Ždanoka κατά Λετονίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], αριθ  58278/00, § 115, CEDH 2006-IV)  64  Η έννοια των «έμμεσων περιορισμών» στο άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου είναι μείζονος σημασίας για τον καθορισμό της συνάφειας των σκοπών που επιδιώκονται από τους περιορισμούς των δικαιώματων που εγγυάται η διάταξη αυτή (βλ  Mathieu-Mohin και Clerfayt, ό π , § 52)  Δεδομένου ότι το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν περιορίζεται από έναν συγκεκριμένο κατάλογο «θεμιτών σκοπών», όπως εκείνοι που απαριθμούνται στα άρθρα 8 έως 11 της Σύμβασης, τα Συμβαλλόμενα Μέρη είναι ελεύθερα να επικαλεστούν έναν σκοπό που δεν περιλαμβάνεται σε κάποιον τέτοιο κατάλογο, προκειμένου να αιτιολογήσουν έναν περιορισμό, υπό την προϋπόθεση ότι η συμβατότητα του σκοπού αυτού ως προς την αρχή του κράτους δικαίου και τους γενικούς σκοπούς της Σύμβασης αποδεικνύεται υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης (βλ  Ždanoka, ό π )  Ωστόσο, εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί σε τελευταίο βαθμό αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου  [Το Δικαστήριο] πρέπει να βεβαιωθεί ότι οι όροι στους οποίους υπόκεινται τα δικαίωματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι δεν περιορίζουν τα εν λόγω δικαιώματα σε τέτοιο βαθμό ώστε να διακυβεύουν την ίδια την ουσία τους και να τα αποστερούν από την αποτελεσματικότητά τους, ότι [οι όροι αυτοί] πληρούν τις απαιτήσεις της νομιμότητας, ότι επιβάλλονται προς επιδίωξη ενός νόμιμου σκοπού και ότι τα μέσα που χρησιμοποιούνται δεν είναι δυσανάλογα (βλ  Tănase κατά Μολδαβίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], αριθ  7/08, § 162, CEDH 2010 (αποσπάσματα) και Mathieu-Mohin και Clerfayt, ό π , § 52)  65  Όσον αφορά την επιλογή του εκλογικού συστήματος, ειδικότερα, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα Συμβαλλόμενα Μέρη απολαμβάνουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης στον τομέα αυτό  Συναφώς, το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν απαιτεί κάτι περισσότερο από την διεξαγωγη «ελεύθερων» εκλογών ανά «εύλογα χρονικά διαστήματα», «με μυστική ψηφοφορία» και «υπό όρους που διασφαλίζουν την ελεύθερη έκφραση της γνώμης του λαού»  Με την επιφύλαξη αυτή, δεν δημιουργεί καμία «υποχρέωση εισαγωγής ένος συγκεκριμένου σύστηματος», όπως η αναλογική αντιπροσώπευση ή πλειοψηφία σε έναν ή δύο εκλογικούς γύρους (βλ  Mathieu-Mohin και Clerfayt, ό π , § 54)  66  Υπάρχουν πολλοί τρόποι οργάνωσης και λειτουργίας εκλογικών συστημάτων και πολλές διαφορές, μεταξύ άλλων, στην ιστορική εξέλιξη, στην πολιτιστική ποικιλομορφία και στην πολιτική σκέψη εντός της Ευρώπης, διαφορές τις οποίες εναπόκειται στο κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος πως θα προσαρμόσει στο δικό του όραμα για τη δημοκρατία (βλ  Hirst κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αριθ  2) [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], αριθ  74025/01, § 61, CEDH 2005-IX)  Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 3 του [Πρώτου Πρόσθετου] Πρωτοκόλλου, κάθε εκλογική νομοθεσία πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα της πολιτικής εξέλιξης της εν λόγω χώρας, έτσι ώστε τα χαρακτηριστικά που μπορεί να μην είναι αποδεκτά στο πλαίσιο ενός συστήματος μπορεί να δικαιολογούνται στο πλαίσιο ενός άλλου, τουλάχιστον καθ’ όσον το επιλεγέν σύστημα πληροί τις προϋποθέσεις που διασφαλίζουν την «ελεύθερη έκφραση της γνώμης του λαού στην επιλογή του νομοθετικού σώματος» (βλ  Yumak και Sadak κατά Τουρκίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], αριθ  10226/03, § 111, 8 Ιουλίου 2008)  Επιπλέον, δεδομένου ότι η Σύμβαση είναι πρώτα και κύρια ένα σύστημα για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις μεταβαλλόμενες συνθήκες στο εσωτερικό του εναγόμενου Κράτους και εντός των Συμβαλλομένων Κρατών γενικά και να ανταποκρίνεται, για παράδειγμα, σε οποιαδήποτε διαφαινόμενη συναίνεση ως προς τα επιδιωκόμενα πρότυπα  Στο πλαίσιο αυτό, ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που καθορίζουν το εύρος του περιθωρίου εκτίμησης των αρχών μπορεί να είναι η ύπαρξη ή μη ενός κοινού παρονομαστή μεταξύ των νομοθεσιών των Συμβαλλομένων Κρατών (βλ  GLOR κατά Ελβετίας, αριθ  13444/04 , § 75, CEDH 2009)  67  Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, η κύρια υποχρέωση δεν είναι υποχρέωση αποχής ή μη-παρέμβασης, όπως συμβαίνει με την πλειοψηφία των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά υποχρέωση ανάληψης από το Κράτος θετικών μέτρων για τη «διεξαγωγή» δημοκρατικών εκλογών (βλ  Mathieu-Mohin και Clerfayt, ό π , § 50)  Από αυτή την άποψη, το Δικαστήριο λαμβάνει, επίσης, υπόψη το γεγονός ότι το δικαίωμα του εκλέγειν, το «ενεργητικό» στοιχείο των δικαιωμάτων του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, δεν αποτελεί προνόμιο  Στον εικοστό πρώτο αιώνα, το τεκμήριο σε ένα δημοκρατικό κράτος πρέπει να είναι υπέρ της ένταξης (βλ  Hirst (αριθ  2), ό π , § 59)  68  Συνεπώς, ο αποκλεισμός από το δικαίωμα ψήφου οποιωνδήποτε ομάδων ή κατηγοριών του γενικού πληθυσμού πρέπει να είναι συμβατός με τους απώτερους σκοπούς του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (βλ  Ždanoka, ό π , § 105) 

Το Δικαστήριο έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι η εσωτερική νομοθεσία που θέτει το δικαίωμα του εκλέγειν υπό την προϋπόθεση ενός κατώτατου ορίου ηλικίας ή τον τόπο κατοικίας είναι, κατ’ αρχήν, συμβατή με το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (βλ  Hirst (αριθ  2), ό π  , § 62 και Hilbe κατά Λίχτενσταϊν, (απ ), αριθ  31981/96, CEDH 1999-VI)  [Το Δικαστήριο] έχει αναγνωρίσει ότι οποιαδήποτε γενική, αυτόματη και χωρίς διακρίσεις απόκλιση από την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας εγείρει κινδύνους υπονόμευσης της δημοκρατικής εγκυρότητας της νομοθετικής εξουσίας που εκλεγέται με τον τρόπο αυτό καθώς και των νόμων που εκδίδει (βλ  Hirst (αριθ  2), ό π )  69  Όσον αφορά τους περιορισμούς στο δικαιώμα ψήφου των απόδημων επί τη βάσει του κριτηρίου της κατοικίας, τα θεσμικά όργανα της Σύμβασης έχουν δεχθεί στο παρελθόν ότι [οι περιορισμοί αυτοί] μπορεί να αιτιολογούνται από διάφορους παράγοντες: πρώτον, το τεκμήριο ότι οι πολίτες που δεν κατοικούν εντός της επικράτειας δεν επηρεάζονται τόσο άμεσα ή διαρκώς από τα καθημερινά προβλήματα της χώρας τους και έχουν λιγότερη πληροφόρηση για αυτά  Δεύτερον, το γεγονός ότι οι πολίτες που δεν κατοικούν εντός της επικρατείας έχουν μικρότερη επιρροή στην επιλογή των υποψηφίων ή τη διαμόρφωση των εκλογικών τους προγραμμάτων  Τρίτον, τη στενή σχέση μεταξύ του δικαιώματος ψήφου στις βουλευτικές εκλογές και του να επηρεάζεται κάποιος άμεσα από τις αποφάσεις των πολιτικών οργάνων που εκλέγονται με αυτό τον τρόπο και, τέταρτον, την εύλογη έγνοια του νομοθέτη να περιορίσει την επιρροή των πολιτών που ζουν στο εξωτερικό στις εκλογές επί ζητημάτων τα οποία, ενώ είναι κατά γενική ομολογία θεμελιώδη, αφορούν κατά κύριο λόγο άτομα που ζουν εντός της χώρας (βλ  Hilbe, ό π , βλ  επίσης Χ και Association Υ  κατά Ιταλίας, αριθ  προσφυγής 8987/80, απόφαση της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 1981, Αποφάσεις και Εκθέσεις (DR) 24, σελ  192, και Polacco και Garofalo κατά Ιταλίας, αριθ  23450/94, απόφαση της Επιτροπής της 15ης Σεπτεμβρίου 1997, DR 90-Α, σελ  5)  Πιο πρόσφατα, το Δικαστήριο έχει υιοθετήσει την άποψη ότι η απαίτηση να πληρούται η προϋπόθεση της κατοικίας ή της διάρκειας διαμονής για την κτήση ή άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν δεν αποτελεί, κατ’ αρχήν, αυθαίρετο περιορισμό του δικαιώματος του εκλέγειν και επομένως δεν είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (βλ  Doyle κατά Ηνωμένου Βασιλείου (απ ), αρ  30158/06, 6 Φεβρουαρίου 2007)  2  Εφαρμογή των αρχών αυτών στην παρούσα υπόθεση

70  Το Δικαστήριο παρατηρεί, καταρχάς, ότι οι προσφεύγοντες προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι ο Έλληνας νομοθέτης δεν είχε μέχρι της στιγμής εκείνης προβεί στις αναγκαίες ρυθμίσεις που θα επέτρεπαν στους Έλληνες αποδήμους να ψηφίσουν στις βουλευτικές εκλογές από τον τόπο της σημερινής τους κατοικίας 

Κατά συνέπεια, η αιτίαση δεν αφορά καθαυτή την αναγνώριση του δικαιώματος των απόδημων να ψηφίζουν, αρχή η οποία έχει ήδη αναγνωριστεί από το άρθρο 51 § 4 του ελληνικού Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του Προεδρικού Διατάγματος 96/2007, αλλά τους όρους που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού  Όπως και το Τμήμα, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης είναι επομένως της άποψης ότι το έργο του συνίσταται στην εξέταση του κατά πόσον το ελληνικό εκλογικό σύστημα, παρά την παράλειψη θέσπισης νομοθεσίας σχετικά με τους όρους άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν, επέτρεψε στην παρούσα υπόθεση «την ελεύθερη έκφραση της γνώμης του λαού» και διαφύλαξε «την ίδια την ουσία του … δικαίωματος του εκλέγειν», όπως απαιτείται από το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (βλ  Matthews κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], αριθ  24833/94, § 65, CEDH 1999-I)  [Το Τμήμα Ευρείας Σύνθέσης] θα διεξάγει την εξέτασή του υπό το πρίσμα του ευρύτερου ερωτήματος σχετικά με το αν το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου επιβάλλει στα κράτη να εισάγουν ένα σύστημα που δίνει τη δυνατότητα στους απόδημους πολίτες να ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν από το εξωτερικό 

71  Σε γενικές γραμμές, το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, δεν προβλέπει την εφαρμογή από τα Συμβαλλόμενα Κράτη μέτρων που να επιτρέπουν στους αποδήμους να ασκούν το δικαίωμα του εκλέγειν από τον τόπο κατοικίας τους  Ωστόσο, δεδομένου ότι το τεκμήριο σε ένα δημοκρατικό Κράτος πρέπει να είναι υπέρ της ένταξης (βλ  Hirst (αριθ  2), ό π , § 59), παρόμοια μέτρα συνάδουν προς τη διάταξη αυτή  Ωστόσο, το ερώτημα είναι αν το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου εκτείνεται έως του σημείου να απαιτεί τη λήψη τους  Προς απάντηση του ερωτήματος αυτού, το άρθρο 3, πρέπει να ερμηνευθεί με αναφορά στο σχετικό διεθνές και συγκριτικό δικαίο (βλ  Yumak και Sadak, ό π , § 127, και Demir και Baykara κατά Τουρκίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], αριθ  34503/97, § § 76 και 85, 12 Νοεμβρίου 2008) καθώς και το εθνικό δίκαιο της χώρας υπό εξέταση  72  Πρώτον, όσον αφορά το διεθνές δίκαιο, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ούτε οι συναφείς διεθνείς και περιφερειακές συνθήκες – όπως το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, η Αμερικανική Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και ο Αφρικανικός Χάρτης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δικαιωμάτων των Λαών – ούτε η ερμηνεία τους από τα αρμόδια διεθνή όργανα επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι το δικαιώμα του εκλέγειν ατόμων που είναι προσωρινά ή μόνιμα απόντα από το κράτος του οποίου είναι υπήκοοι εκτείνεται μέχρι του σημείου να απαιτεί από το εν λόγω Κράτος να προβεί σε ρυθμίσεις για την άσκησή του από το εξωτερικό (βλέπε παραγράφους 26-31 πιο πάνω)  73  Είναι αλήθεια ότι, προκειμένου να καταστεί πιο αποτελεσματικό το δικαίωμα του εκλέγειν στις βουλευτικές εκλογές, τα θεσμικά όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν, μεταξύ άλλων, καλέσει τα κράτη-μέλη να δώσουν τη δυνατότητα στους πολίτες τους που ζουν στο εξωτερικό να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία στο μέγιστο δυνατό βαθμό  Ως εκ τούτου, το Ψήφισμα 1459 (2005) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (βλ  ανωτέρω παράγραφο 21) αναφέρει ότι τα κράτη-μέλη πρέπει να λάβουν κατάλληλα μέτρα για να διευκολύνουν την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν στο μέγιστο δυνατό βαθμό, ιδίως μέσω της επιστολικής ψήφου 

Επιπλέον, στη Σύσταση 1714 (2005), η Κοινοβουλευτική Συνέλευση κάλεσε το Συμβούλιο της Ευρώπης να αναπτύξει τις δραστηριότητές του που στοχεύουν στη βελτίωση των όρων για την αποτελεσματική άσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων από ομάδες που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες, συμπεριλαμβανομένων των απόδημων  Η Επιτροπή της Βενετίας, από την πλευρά της, παρατήρησε ότι από τη δεκαετία του 1980, η αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου από το εξωτερικό έχει κερδίσει έδαφος στην Ευρώπη  Αν και επιπλέον συνέστησε στα κράτη μέλη να διευκολύνουν την άσκηση του δικαιώματος ψήφου των απόδημων, δεν θεωρεί ότι [τα κράτη μέλη] είχαν την υποχρέωση να το πράξουν  Αντιθέτως, [η Επιτροπή της Βενετίας] θεώρησε μια τέτοια κίνηση ως μια δυνατότητα που θα έπρεπε να εξετάσει ο νομοθέτης κάθε χώρας, ο οποίος πρέπει να σταθμίσει την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας με την ανάγκη για ασφάλεια της ψηφοφορίας και ζητήματα πρακτικής φύσης (βλ , μεταξύ άλλων, ανωτέρω παράγραφο 25)  74  Επιπλέον, μια συγκριτική έρευνα της νομοθεσίας των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης στο πεδίο αυτό καταδεικνύει ότι, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία τους επιτρέπει στους υπηκόους τους να ψηφίσουν από το εξωτερικό, ορισμένα [από τα κράτη-μέλη] δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο (βλ  ανωτέρω παράγραφο 38)  Ωστόσο, όσον αφορά τα Κράτη εκείνα που επιτρέπουν την ψήφο από το εξωτερικό, μια πιο προσεκτική εξέταση αποκαλύπτει ότι η ρυθμίση της άσκησης του δικαιώματος ψήφου των απόδημων δεν είναι ομοιόμορφη, αλλά γίνεται με διάφορους τρόπους  Για παράδειγμα, ορισμένες χώρες επιτρέπουν την ψήφο σε εκλογικά τμήματα που έχουν συσταθεί στο εξωτερικό, και/ή επιστολική ψήφο, ψήφο μέσω πληρεξουσίου και ηλεκτρονική ψήφο (βλ  ανωτέρω παράγραφο 34)  Η διάρκεια διαμονής στο εξωτερικό είναι ένας άλλος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη από τα κράτη-μέλη  Ορισμένα [κράτη-μέλη] χορηγούν το δικαίωμα του εκλέγειν μόνο στους υπηκόους τους που διαμένουν προσωρινά εκτός της χώρας, ενώ σε άλλα, οι απόδημοι χάνουν το δικαίωμα του εκλέγειν μετά από κάποιο χρονικό διάστημα (βλ  ανωτέρω παράγραφο 35)  Επιπλέον, ορισμένα Συμβαλλόμενα Κράτη ορίζουν ότι οι απόδημοι εκλέγουν τους δικούς τους εκπροσώπους στο εθνικό κοινοβούλιο, σε εκλογικές περιφέρειες που συστήνονται εκτός της επικρατείας (βλ  ανωτέρω σκέψη 37)  Τέλος, στην πλειονότητα των κρατών-μελών που επιτρέπουν την ψήφο από το εξωτερικό, τα άτομα που επιθυμούν να κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας πρέπει να εγγραφούν εντός ορισμένης προθεσμίας στους εκλογικούς καταλόγους από τις αρχές της χώρας καταγωγής τους ή τις διπλωματικές ή προξενικές αρχές στο εξωτερικό (βλέπε παραγράφους 39-45 παραπάνω)  75  Εν ολίγοις, κανένα από τα νομικά κείμενα που εξετάσθηκαν παραπάνω δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, υπό το ισχύον δίκαιο, τα Κράτη έχουν υποχρέωση να παρέχουν στους πολίτες τους που ζουν στο εξωτερικό τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν  Όσον αφορά τις ρυθμίσεις για την άσκηση του δικαιώματος που έχουν θεσπιστεί από εκείνα τα κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιτρέπουν την ψήφο από το εξωτερικό, υπάρχουν σήμερα πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις  76  Δεύτερον, όσον αφορά την εθνική νομοθεσία στο εν προκειμένω ζήτημα, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το άρθρο 51 § 4 του Συντάγματος προβλέπει ότι «[ν]όμος … μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια»  Το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής, από την πλευρά του, ανέφερε στην έκθεσή του της 31ης Μαρτίου 2009 επί του νομοσχεδίου σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν στις βουλευτικές εκλογές από Έλληνες εκλογείς που διαμένουν στο εξωτερικό ότι η παροχή δυνατότητας άσκησης του δικαιώματος ψήφου από το εξωτερικό αποτελούσε περισσότερο επιλογή παρά καθήκον για τον νομοθέτη, τονίζοντας παράλληλα ότι δεν υπάρχει ομοφωνία στη νομική θεωρία επί του θέματος αυτού (βλ  ανωτέρω παράγραφο 19)  Εν κατακλείδι, φαίνεται ότι, αν και το άρθρο 51 § 4 του Συντάγματος επιτρέπει στο νομοθέτη να εξασφαλίσει την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν των απόδημων Ελλήνων από τον τόπο κατοικίας τους, δεν τον υποχρεώνει να πράξει κάτι τέτοιο  Κατά συνέπεια, και λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω εκτιμήσεις (βλ  παράγραφο 75), το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν είναι ο ρόλος του να υποδείξει στις εθνικές αρχές σε ποιά χρονική στιγμή και με ποιό τρόπο θα πρέπει να δώσουν πρακτική ισχύ στο άρθρο 51 § 4 του Συντάγματος  77  Επιπλέον, από το 2000, οι ελληνικές αρχές έχουν καταβάλει αρκετές προσπάθειες για να εφαρμόσουν τις διατάξεις του άρθρου 51 § 4  Κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, για παράδειγμα, το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών αποσαφηνίστηκε, και διευκρινίστηκε ότι η αρχή της ταυτόχρονης διεξαγωγής των εκλογών δεν απέκλειε την άσκηση του δικαιωμάτος του εκλέγειν με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο, ​​υπό την προϋπόθεση ότι η καταμέτρηση των ψήφων και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θα πραγματοποιούνταν κατά τον ίδιο χρόνο με το εσωτερικό της χώρας (βλ  ανωτέρω παράγραφο 16)  78  Μνεία πρέπει να γίνει επίσης και στην πρωτοβουλία που αναλήφθηκε το 2009 με στόχο την θέσπιση της νομοθεσίας που προβλέπεται από το άρθρο 51 § 4 του Συντάγματος, υπό τη μορφή νομοσχεδίου που εισήχθη στη Βουλή στις 19 Φεβρουαρίου 2009 από τους Υπουργούς Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Οικονομικών, και το οποίο ρύθμιζε την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν στις βουλευτικές εκλογές από τους απόδημους Έλληνες εκλογείς  Το νομοσχέδιο απορρίφθηκε, καθώς απέτυχε να εξασφαλίσει την πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών όπως απαιτείται από το άρθρο 51 § 4 του Συντάγματος, μετά την τροποποίησή του κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001  79 

Τέλος, όσον αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση των προσφευγόντων, το Δικαστήριο δεν έχει κανένα λόγο να αμφιβάλλει για τον ισχυρισμό τους ότι διατηρούν στενούς και διαρκείς δεσμούς με την Ελλάδα και παρακολουθούν στενά τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα, με σκοπό να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στις υποθέσεις της  Επομένως, το τεκμήριο ότι οι πολίτες που δεν κατοικούν εντός της επικράτειας έχουν λιγότερο άμεση ή λιγότερο συνεχή σχέση με τα καθημερινά προβλήματα της χώρας και έχουν πιο περιορισμένη γνώση για αυτά (βλ  ανωτέρω παράγραφο 69) δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση  Ωστόσο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, αυτό δεν αρκεί για να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομική κατάσταση στην Ελλάδα  Σε κάθε περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές δεν μπορούν να λαμβάνουν υπόψη κάθε μεμονωμένη περίπτωση, προκειμένου να ρυθμίσουν την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν, αλλά πρέπει να θέσουν ένα γενικό κανόνα (βλ  Hilbe, ό π )  80  Όσον αφορά τη διατάραξη της οικονομικής, οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής των προσφευγόντων που θα είχε προκληθεί αν έπρεπε να ταξιδέψουν στην Ελλάδα για να ασκήσουν το δικαίωμά τους να ψηφίσουν στις βουλευτικές εκλογές του 2007, το Δικαστήριο δεν έχει πεισθεί ότι [η αναστάτωση] αυτή θα ήταν δυσανάλογη, έως του σημείου να θίγει την ίδια την ουσία του εν λόγω δικαιώματος του εκλέγειν  3  Συμπέρασμα 81  Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω σκέψεις, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι στην προκειμένη υπόθεση εθίγη η ίδια η ουσία των δικαιωμάτων ψήφου των προσφευγόντων, όπως αυτή διασφαλίζεται από το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου  Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση της διάταξης αυτής 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΟΜΟΦΩΝΑ αποφαίνεται ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης 

Παρατηρήσεις 1  Το ερώτημα ενώπιον του Δικαστηρίου και η σημασία του Στην υπόθεση Σιταρόπουλος και Γιακουμόπουλος κατά Ελλάδας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) κλήθηκε να εξετάσει ένα ερώτημα ιδιαίτερης συνταγματικής σημασίας: το κατά πόσον η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) απαιτεί από τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης να παρέχουν στους απόδημους πολίτες τους τη δυνατότητα να ψηφίζουν από τον τόπο κατοικίας τους στο εξωτερικό  Όπως σε κάθε ερώτημα που ανακύπτει στα πλαίσια του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλου (άρθρο 3), έτσι και εδώ το ζήτημα αφορά τους όρους συγκρότησης και λειτουργίας του ανώτατου οργάνου μιας δημοκρατικής πολιτείας, του εκλογικού της σώματος  Του οργάνου, δηλαδή, από το οποίο αντλεί τη νομιμοποίησή της η άσκηση δημόσιας εξουσίας σε μια δημοκρατία

[3]  Το αν μια χώρα παρέχει αποτελεσματικές δυνατότητες στους απόδημους υπηκόους της να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία ή όχι συνδέεται άμεσα με το αν η εν λόγω χώρα περιλαμβάνει τα άτομα αυτά στο σώμα από το οποίο αντλούν νομιμοποίηση οι αποφάσεις των οργάνων της

[4]  Το ερώτημα αυτό έχει μάλιστα ακόμα μεγαλύτερη σημασία όταν αφορά τη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία των απόδημων υπηκόων μιας χώρας με τόσο μακρά παράδοση αποδημίας όσο η Ελλάδα – και μάλιστα σε καιρούς αυξανόμενης διασυνοριακής κινητικότητας, όπως οι σημερινοί  Τυχόν υποχρέωση μιας χώρας όπως η Ελλάδα να εξασφαλίσει στους απόδημους υπηκόους της τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία απο το εξωτερικό μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στο εκλογικό αποτέλεσμα και να επηρεάσει ακόμα και την τελική έκβαση αμφίρροπων αναμετρήσεων  Μια ματιά στις συνέπειες της ψήφου των απόδημων στις ιταλικές εκλογές του 2006 αρκεί για να αναδείξει τις πρακτικές διάστασεις του ζητήματος

[5]  Η εφαρμογή του άρθρου 3 γενικά και η υπόθεση Σιταρόπουλος ειδικότερα δοκιμάζουν τα όρια των δυνατοτήτων παρέμβασης ενός διεθνούς δικαστηρίου, όπως το ΕΔΔΑ  Ποιά άτομα και με ποιούς όρους πρέπει να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία είναι ζήτηματα με τόσο σημαντικές θεωρητικές και πρακτικές διαστάσεις που θέτουν με ένταση το ερώτημα του ρόλου που πρέπει να έχει το ΕΔΔΑ στις σχετικές αποφάσεις  Οι έντονες αντιδράσεις που προκάλεσαν παλαιότερες αποφάσεις του Δικαστηρίου στο πλαίσιο του άρθρου 3

[6], αλλά και ο σκεπτικισμός που έχουν εκφράσει σε ανάλογες περιστάσεις δικαστές του ΕΔΔΑ

[7], είναι ενδεικτικές των σαφών επιφυλάξων που διατυπώνονται κατά καιρούς σχετικά με την παρέμβαση του Δικαστηρίου στους εκλογικούς κανόνες των κρατών-μελών 

2  Η απάντηση του Δικαστηρίου Οι επιφυλάξεις αυτές είναι ευδιάκριτες στην τελική απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Σιταρόπουλος  Σε αντίθεση με τους δικαστές του Πρώτου Τμήματος του ΕΔΔΑ (Πρώτο Τμήμα), το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης έκρινε ομόφωνα ότι το άρθρο 3 δεν επέβαλε στην Ελλάδα να εξασφαλίσει στους προσφεύγοντες τη δυνατότητα να ψηφίσουν από τον τόπο κατοικίας τους  Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η απόφαση για την παροχή στους αποδήμους των μέσων εκείνων που θα τους επέτρεπαν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα από το εξωτερικό εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης της Ελλάδας  Σε κάθε περίπτωση, έκρινε το ΕΔΔΑ, οι προσφεύγοντες μπορούσαν να είχαν ασκήσει το εκλογικό τους δικαίωμα, εάν είχαν ταξιδέψει για το σκοπό αυτό στην Ελλάδα  Κατά το Δικαστήριο, οι οικονομικές, επαγγελματικές και οικογενειακές επιπτώσεις της υποχρέωσης να ταξιδέψουν στην εκλογική τους περιφέρεια δεν συνιστούν δυσανάλογο εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 3  Ως προς το συμπέρασμά της, η απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης επαναβεβαιώνει την επιφυλακτική στάση του Δικαστηρίου σχετικά με την παρέμβασή του στην οργάνωση των εκλογικών συστημάτων των κρατών-μελών  Από την άποψη αυτή, οι δικαστές του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης, διαφωνώντας με την πρωτόδικη απόφαση, επανέφεραν τη νομολογία του Δικαστηρίου στη γραμμή που θέλει το ΕΔΔΑ να αναγνωρίζει ευρύ περιθώριο εκτίμησης στα κράτη όσον αφορά τους εκλογικούς θεσμούς που επιλέγουν  Όσον αφορά το σκεπτικό της, η απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης είναι αρκετά πιο προσεκτική από την πρωτόδικη, τα προβληματικά σημεία της οποίας είχαν ήδη γίνει αντικείμενο κριτικής

[8]  Ωστόσο, και η απόφαση αυτή δεν είναι απαλλαγμένη από ασάφειες  Σε αρκετά σημεία το ΕΔΔΑ επιλέγει διατυπώσεις που διατηρούν τον προβληματισμό τόσο για το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 3, όσο και για τη συνέπεια του δικανικού συλλογισμού του Δικαστηρίου  Παρά τα επιμέρους προβληματικά της σημεία πάντως, η τελική απόφαση του ΕΔΔΑ καταλήγει σε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα  Αναγνωρίζοντας τις διαστάσεις του θέματος και τα όρια της δικαστικής κρίσης στα πλαίσια του άρθρου 3, παραπέμπει ορθά στις εσωτερικές διαδικασίες για την επίλυση του ζητήματος, δίνοντας παράλληλα κατευθυντήριες γραμμές για την προσέγγισή του από τα εθνικά όργανα  Όσον αφορά τα σημαντικότερα σημεία της απόφασης, μπορούν να επισημανθούν αναλυτικότερα τα ακόλουθα  2 1  Το άρθρο 3 θεμελιώνει ατομικά δικαιώματα Καταρχάς, το Δικαστήριο επαναβεβαιώνει στην απόφαση Σιταρόπουλος τη σταθερή νομολογία του, σύμφωνα με την οποία από το άρθρο 3 πηγάζουν ατομικά δικαιώματα

[9]  Παρά τη διατύπωση του άρθρου 3, η οποία αναφέρεται σε υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών, και την αρχική διστακτικότητα της Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Επιτροπή) να συνάγει από το κείμενο αυτό ατομικά δικαιώματα

[10], έχει πλέον παγιωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου ότι η εν λόγω διάταξη εγγυάται στους πολίτες των συμβαλλομένων κρατών τα δικαιώματα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι

[11]  Επίσης, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει με σαφήνεια ότι, αν και το άρθρο 3 δεν περιλαμβάνει ρητά διατυπωμένους περιορισμούς των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτό, τα εν λόγω δικαιώματα δεν είναι απόλυτα, αλλά υπόκεινται σε έμμεσους περιορισμούς

[12]  Επιπλέον, τα κράτη-μέλη απολαμβάνουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς τη συμβατότητα με την ΕΣΔΑ των όρων και των περιορισμών που θέτουν στην άσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων  Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι όροι αυτοί πρέπει να πληρούν τρείς προϋποθέσεις: να μην αποστερούν τα δικαιώματα που πηγάζουν από το άρθρο 3 από την ουσία και την αποτελεσματικότητα τους, να επιδιώκουν ένα θεμιτό σκοπό και να μην είναι δυσανάλογα περιοριστικοί ως προς τον σκοπό αυτό

 [13]  2 2  Ο χαρακτήρας του περιορισμού: «νομική αναγνώριση» και «πρακτικά μεσα» Αφού επαναδιατύπωνει το γενικό πλαίσιο που θέτει το άρθρο 3, το πρώτο ζήτημα που εξετάζει το Δικαστηρίο στην υπόθεση Σιταρόπουλος αφορά τον χαρακτήρα του περιορισμού που επιβάλλει η Ελλάδα στους απόδημους εκλογείς  Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει εδώ τη διάκριση στην οποία είχε προβεί και η πρωτόδικη απόφαση ανάμεσα στη «νομική» αναγνώριση της δυνατότητας ψήφου και τα «πρακτικά μέσα» άσκησης της δυνατότητας αυτή

ς[14]  Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η παράλειψη της Ελλάδας να εξασφαλίσει στους προσφεύγοντες τα κατάλληλα μέσα για να ψηφίσουν από το εξωτερικό, όπως για παράδειγμα μέσω επιστολικής ψήφου, εμπίπτει στη δεύτερη κατηγορία  Η Ελλάδα, διαπιστώνει το Δικαστήριο, αναγνωρίζει μεν νομικά το δικαίωμα των απόδημων να ψηφίσουν στις βουλευτικές εκλογές

[15], αλλά δεν τους παρέχει τα πρακτικά μέσα για να το ασκήσουν από το εξωτερικό  Διακρίνοντας ανάμεσα στη «νομική κατοχύρωση» και την «πρακτική άσκηση» του δικαιώματος του εκλεγειν, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης ακολουθεί την πρωτόδικη απόφαση

[16]  Η διάκριση αυτή, όμως, είναι αμφίβολο αν εισφέρει στη διευκρίνιση του κανονιστικού περιεχομένου του άρθρου 3, καθώς ούτε από τη διατύπωσή του προκύπτει, ούτε επιβάλλεται λογικά για την εφαρμογή του  Πράγματι, η υποχρέωση διενέργειας «ελεύθερων εκλογών» που θεσπίζει το άρθρο 3 απαιτεί εξ ορισμού την ανάληψη ορισμένης θετικής ενέργειας από τα κράτη-μέλη  Για την εκπλήρωσή της δεν αρκεί η μη-παρέμβαση του κράτους στη προσωπική σφαίρα του δικαιούχου, όπως συνήθως συμβαίνει με τα ατομικά δικαιώματα  Οι (πάντοτε) θετικές ενέργειες τις οποίες επιβάλλει το εν λόγω άρθρο στα συμβαλλόμενα κράτη θα μπορούσαν έτσι να διαταχθούν σε ένα συνεχές που εκτείνεται από τη θέσπιση περιοδικά εκλεγόμενου κοινοβουλίου, την τήρηση εκλογικών καταλόγων και την εξασφάλιση επαρκών εκλογικών τμημάτων έως την διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης των εκλογέων στη διαδικασία  Η ρύθμιση με νόμο του δικαιώματος ψήφου και η εξασφάλιση επαρκών μέσων για τη συμμετοχή των εκλογέων στη ψηφοφορία αποτελούν εξίσου σημεία αυτού του συνεχούς  Και οι δυο ρυθμίσεις αποτελούν, δηλαδή, θετικά μέτρα απαραίτητα για την πραγμάτωση του κανονιστικού περιεχομένου του άρθρου 3  Ούτε αναγκαία, ούτε χρήσιμη είναι λοιπόν για την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης η διαφοροποίηση αναμεσα στη «νομική αναγνώριση» του δικαιώματος και τις «πρακτικές συνθήκες» που διέπουν την άσκησή του  Αντίθετα, η διάκριση αυτή δημιουργεί την εντύπωση δυο ποιοτικά διαφορετικών υποχρεώσεων των συμβαλλομένων κρατών, υπονοώντας ίσως και διαφορετική μεταχείρισή τους από το Δικαστήριο όσον αφορά το εύρος του περιθωρίου εκτίμησης που είναι διατεθειμένο να αναγνωρίσει σε κάθε μια από αυτές  2 3  Το κριτήριο του περιορισμού: «κατοικία» και «παρουσία» Μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το χαρακτήρα του επίδικου περιορισμού έχει ωστόσο η κατηγορία στην οποία φαίνεται να τον εντάσσει το Δικαστήριο  Αν και η επιχειρηματολογία του ΕΔΔΑ δεν είναι σε αυτό το σημείο απολύτως σαφής, το Δικαστήριο σε αρκετά σημεία φαίνεται να εξετάζει την ελληνική παράλειψη ως περιορισμό που στηρίζεται στην κατοικία του δικαιούχου  Κατά το Δικαστήριο, δηλαδή, ο λόγος στον οποίο η Ελλάδα στηρίζει τον περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος των προσφευγόντων είναι το ότι κατοικούν στο εξωτερικό  Η ένταξη του επίδικου περιορισμού στην κατηγορία της «κατοικίας» έχει σημαντικές πρακτικές συνέπειες  Σύμφωνα με αρκετές αποφάσεις τόσο του ΕΔΔΑ, όσο και της Επιτροπής, η κατοικία στο εξωτερικό είναι ένας από τους δύο βασικούς λόγους, μαζί με τη συμπλήρωση ελάχιστης ηλικίας, που δικαιολογούν περιορισμούς του δικαιώματος του εκλέγειν

[17]  Πράγματι, όπως έχει κρίνει παλαιότερα το Δικαστήριο και επαναλαμβάνει στη Σιταρόπουλος, εθνικοί κανόνες που θέτουν το δικαίωμα ψήφου υπό την προϋπόθεση της κατοικίας στη χώρα εθνικότητας είναι, κατ’ αρχήν, θεμιτο

ί[18]  Στο σημείο αυτό, την παρουσίαση δηλαδή της ελληνικής παράλειψης ως περιορισμού στηριζόμενου στην κατοικία των προσφευγόντων, το σκεπτικό του Δικαστηρίου, αν και εμφανίζεται συνεπές με την προηγούμενη νομολογία του, παραμένει ελλειπτικό  Στην επίδικη περίπτωση, ο περιορισμός του δικαιώματος των προσφευγόντων δεν στηρίζεται κατ’ ακριβολογία στη διαμονή τους στο εξωτερικό, αλλά στην απουσία τους από τη χώρα την ημέρα των εκλογών  Οι προσφεύγοντες δεν στερήθηκαν τη δυνατότητα να ψηφίσουν επειδή δεν κατοικούν εντός της ελληνικής επικράτειας, όπως πράγματι συμβαίνει σε ορισμένες χώρες οι οποίες αφαιρούν από τους υπηκόους τους το δικαίωμα του εκλέγειν μετά τη συμπλήρωση κάποιου διαστήματος συνεχούς διαμονής στο εξωτερικό

[19], αλλά επειδή δεν βρίσκονταν στη χώρα την ημέρα των εκλογών  Εάν είχαν ταξιδέψει στην Ελλάδα, οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να είχαν ψηφίσει, χωρίς να αποτελεί η κατοικία τους (η οποία θα παρέμενε βέβαια το Στρασβούργο) εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματός τους  Ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο δεν διακρίνει ανάμεσα στην κατοικία (residence) και την παρουσία στον τόπο διενέργειας των εκλογών (presence) ως διαφορετικούς όρους επί του δικαιώματος ψήφου πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο ότι η Ελλάδα χρησιμοποίησε (και συνεχίζει να χρησιμοποιεί) την υποχρέωση παρουσίας για να επιλύσει προβλήματα που προκύπτουν σε σχέση με το ζήτημα της κατοικίας στο εξωτερικό  Πιο συγκεκριμένα, όπως φαίνεται και από τα επιχειρήματα της ελληνικής κυβέρνησης στην επίδικη υπόθεση

[20], η Ελλάδα χρησιμοποιεί την υποχρέωση παρουσίας στον τόπο των εκλογών την ημέρα της ψηφοφορίας ως ένα πρακτικό μέσο για τον περιορισμό της συμμετοχής των Ελλήνων με κατοικία στο εξωτερικό στην εκλογική διαδικασία  Όπως υποστηρίζει η ελληνική κυβέρνηση στις θέσεις που υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου, μια γενική αναγνώριση του δικαιώματος των απόδημων να ψηφίζουν από τον τόπο διαμονής τους θα είχε σημαντικές πολιτικές (και οικονομικές) επιπτώσεις για την Ελλάδα

 [21] Προκειμένου να στηρίξει τη θέση της αυτή, η ελληνική κυβέρνηση επικαλείται τρία επιχειρήματα  Πρώτον, ότι οι αποφάσεις του νομοθετικού σώματος που αναδεικνύουν οι εκλογές αφορούν κυρίως τους Έλληνες πολίτες που διαμένουν εντός της επικράτειας,

[22] δεύτερον, ότι ο αριθμός των Ελλήνων που διαμένουν στο εξωτερικό είναι ιδιαίτερα μεγάλος αναλογικά με εκείνους που κατοικούν εντός της επικράτειας (3 700 000 προς 11 000 000, σύμφωνα με το ελληνικό υπόμνημα)

[23] και τρίτον, ότι είναι αμφίβολο το κατά πόσο οι εκλογείς αυτοί διατηρούν επαρκείς δεσμούς με την χώρα

[24]  Από τις σκέψεις αυτές γίνεται προφανές ότι η Ελλάδα χρησιμοποιεί την υποχρέωση παρουσίας ως λειτουργικό υποκατάστατο ενός περιορισμού στη βάση της κατοικίας, περιορισμό που, αν και δεν έχει εισάγει ρητά, φαίνεται να θεωρεί δόκιμο, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις  Τα δύσκολα θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα που σχετίζονται με το θεμιτό της επίδρασης στον τροπο που διοικείται η μητρόπολη ατόμων που δεν κατοικούν στη χώρα καλύπτονται, δηλαδή, στην Ελλάδα με την επιβολή της υποχρέωσης παρουσίας στη χώρα την ημέρα των εκλογών  Ωστόσο, ανάμεσα στα δυο κριτήρια, αυτό της κατοικίας και εκείνο της παρουσίας, υπάρχει σαφής διαφορά, η οποία θα έπρεπε να έχει επισημανθεί από το Δικαστήριο

[25]  Αντ’ αυτού, το Τμημα Ευρείας Σύνθεσης φαίνεται να δέχεται ως ταυτόσημα τα δυο κριτήρια, αναφερόμενο χωρίς διαφοροποίηση και περαιτέρω επεξήγηση στη νομολογία που έχει αναπτύξει σχετικά με το κριτήριο κατοικίας  Αν και, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στη περίπτωση της Ελλάδας φαίνεται να υπάρχει όντως σχέση υποκατατάστασης μεταξύ των δυο κριτηριών, η σχέση αυτή θα έπρεπε να τύχει ειδικότερης εξέτασης και αξιολόγησης από το Δικαστήριο

[26] 2 4  Τα όρια του περιθωρίου εκτίμησης Το επόμενο βήμα για το Δικαστήριο είναι να εξετάσει εάν ο περιορισμός αυτός εμπόδισε την «ελεύθερη έκφραση της γνώμης του [ελληνικού] λαού»

[27] presumptioninfavour ofinclusion

)[28] Aκόμα και στον εικοστό πρώτο αιώνα, μια δημοκρατική πολιτεία έχει ανάγκη από συγκεκριμένα κριτήρια προκειμένου να καθορίσει ποια άτομα συμπεριλαμβάνονται στο εκλογικό σώμα και ποια αποκλείονται από αυτό  Το ουσιώδες ερώτημα που τίθεται λοιπόν ενώπιον του Δικαστηρίου είναι το κατά πόσον ο συγκεκριμένος όρος που θέτει η Ελλάδα στην ψήφο των απόδημων, είτε οριστεί ως όρος κατοικίας είτε ως όρος παρουσίας, είναι θεμιτός από την άποψη της ΕΣΔΑ  Διατυπωμένο με όρους «περιθωρίου εκτίμησης», την έννοια που χρησιμοποιεί το ΕΔΔΑ κατά τη διερεύνηση των κανονιστικών ορίων των διατάξεων της Σύμβασης, το ζήτημα στην υπόθεση Σιταρόπουλος είναι εάν ο εν λόγω περιορισμός εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης της Ελλάδας   Η ασαφής αυτή διατύπωση λίγα προσφέρει βέβαια στη οριοθέτηση του κανονιστικού εύρους του άρθρου 3

Προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα αυτό, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης ακολουθεί την εξής συλλογιστική  Καταρχάς, επαναδιατυπώνει ως βασική αρχή τη θέση ότι στον εικοστό πρώτο αιώνα το τεκμήριο για τη δημοκρατική οργάνωση ενός κράτους πρέπει να είναι υπέρ της ένταξης (“ Προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα αυτό, το Δικαστήριο αναφέρεται σε μια σειρά από κριτήρια τα οποία μπορούν να συστηματικοποιηθούν σε τέσσερις κατηγορίες  Πρώτον, αν από ουσιαστική άποψη δικαιολογείται (ή και επιβάλλεται) να συμμετέχουν οι απόδημοι στις εκλογές του τόπου καταγωγής τους  Δεύτερον, αν κάτι τέτοιο επιβάλλεται από το ελληνικό Σύνταγμα

Τρίτον, αν το σχετικό συγκριτικό και διεθνές δίκαιο και η διεθνής πρακτική δείχνουν μια σαφή εξέλιξη προς την κατεύθυνση παροχής των αντίστοιχων δυνατοτήτων στους απόδημους εκλογείς και, τέταρτον, το αν ο περιορισμός που επιβλήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση των προσφευγόντων είναι δυσανάλογος  Στο σημείο αυτό, πριν την ειδικότερη παρουσίαση των παραπάνω κριτηρίων, είναι απαραίτητη μια ακόμα διευκρίνιση  Στη απόφασή του το Δικαστήριο δεν διακρίνει ανάμεσα στην ευρύτερη κατηγορία των εκλογέων που βρίσκονται εκτός της επικράτειας την ημέρα των εκλογών και των απόδημων εκλογέων  Στην πρώτη κατηγορία εμπίπτουν και πρόσωπα που βρίσκονται εκτός της χώρας για περιορισμένο χρονικό διάστημα, όπως για παράδειγμα τουρίστες ή όσοι ταξιδεύουν για επαγγελματικούς λόγους, και άρα διατηρούν την κατοικία τους εντός της επικράτειας  Είναι σαφές ότι οι λόγοι που μπορεί να δικαιολογούν περιορισμούς στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος σε όσους διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό δεν έχουν την ίδια ισχύ και για τους εκλογείς που απουσιάζουν για σύντομο διάστημα ή ειδικά την ημέρα των εκλογών  Καθώς στην προκειμένη περίπτωση οι αιτούντες είναι απόδημοι, με κατοικία στο εξωτερικό, το Δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση των περιορισμών που επιβάλλει η Ελλάδα ειδικά σε σχέση με τα άτομα αυτά  2 4 1  Λόγοι αναφερόμενοι στην κατοικία Το πρώτο κριτήριο που εξετάζει το Δικαστήριο σχετίζεται με το αν δικαιολογείται, ή και απαιτείται, απόδημοι πολίτες να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία 

Το ΕΔΔΑ παραπέμπει εδώ στους λόγους που δικαιολογούν περιορισμούς του εκλογικού δικαιώματος στη βάση της κατοικίας  Όπως αναφέρθηκε ήδη παραπάνω, τόσο το Δικαστήριο όσο και παλαιότερα η Επιτροπή έχουν αναγνωρίσει σε σειρά αποφάσεών τους ότι εθνικοί κανόνες που θέτουν ως όρο του δικαιώματος ψήφου την κατοικία στη χώρα εθνικότητας είναι καταρχάς θεμιτοί από την άποψη του άρθρου 3

[29] Doyle κατά Ηνωμένου Βασιλείου, όπου έκρινε ότι η αναστολή του δικαιώματος ψήφου που επιβάλλει το Ηνωμένο Βασίλειο στους απόδημους που συμπληρώνουν δεκαπέντε έτη παραμονής στο εξωτερικό είναι συμβατή με το άρθρο 3

[30]  Όπως και σε παρόμοιες άλλες περιπτώσεις, στην υπόθεση εκείνη το Δικαστηριο έκρινε ότι η επί μακρόν εγκατάσταση σε άλλη χώρα μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη χαλάρωση των δεσμών των απόδημων με τη χώρα ιθαγένειας και την περιορισμένη μόνο δέσμευσή τους από τους κανόνες που θέτουν τα δημόσια όργανά της

[31]  Όπως επαναλαμβάνει το Δικαστήριο στη Σιταρόπουλος, τρεις κυρίως λόγοι δικαιολογούν τη θέσπιση της κατοικίας εντός της χώρας ως προϋπόθεση του δικαιώματος του εκλέγειν: οι πιο περιορισμένες γνώσεις των απόδημων εκλογέων για τα καθημερινά προβλήματα της χώρας, οι λιγότερες δυνατότητές τους να συμμετέχουν στη προεκλογική διαδικασία, καθώς και το γεγονός ότι οι νόμοι που ψηφίζει το κοινοβούλιο αφορούν κατα πρώτο λόγο όσους διαμένουν εντός της επικράτειας

[32]   Τη νομολογία αυτή επιβεβαίωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Όπως αναφέρθηκε ήδη, η Ελλάδα εμφανίζεται πράγματι να χρησιμοποιεί τον όρο της παρουσίας στη χώρα την ημέρα τον εκλογών προκειμένου να επιτύχει σκοπούς που συνδέονται με την κατοικία των εκλογέων  Από την άποψη αυτή, η αναφορά του Δικαστηρίου στη νομολογία που έχει αναπτύξει σχετικά με τη συμβατότητα του κριτηρίου της κατοικίας προς την ΕΣΔΑ είναι δόκιμη  Συμβάλλει στη διευκρίνιση του γιατί η διαφορετική μεταχείριση των εκτός και εντός της επικρατείας εκλογέων μπορεί να στηρίζεται σε θεμιτούς, από την άποψη της ΕΣΔΑ, λόγους

[33]  Είναι πολύ ενδιαφέρον επίσης το ότι το Δικαστήριο επαναβεβαιώνει εδώ το παλαιότερο σκεπτικό του, σύμφωνα με το οποίο η υπηκοότητα δεν είναι απαραίτητο να συνεπάγεται πλήρη πολιτικά δικαιώματα  Η συνεκτίμηση και άλλων κριτηρίων, όπως αυτό της κατοικίας, μπορεί να είναι θεμιτή από την άποψη της ΕΣΔΑ  Παρόλα αυτά, ακριβώς επειδή το Δικαστήριο δεν διευκρινίζει με σαφήνεια το ρόλο της κατοικίας των προσφευγόντων στη υπο κρίση περίπτωση, η αναφορά αυτή παραμένει μετέωρη στο συνολικό συλλογισμό το Δικαστηρίου  Απουσιάζει δηλαδή η σύνδεση των λόγων που μπορούν να αιτιολογήσουν την εξαίρεση των κατοίκων εξωτερικού από την εκλογική διαδικασία με τη συγκεκριμένη περίπτωση των προσφευγόντων  Είναι ενδεικτικό της ελλειπούς αυτής σύνδεσης ότι οι εν λόγω σκέψεις περιλαμβάνονται μόνο στο τμήμα του σκεπτικού της τελικής απόφασης υπό τον τίτλο «Γενικές αρχές» και δεν αναφέρονται ξανά στο τμήμα της υπαγωγής («Εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση»)  2 4 2  Το ελληνικό Σύνταγμα Ίσως η σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στη πρωτόδικη και την τελική απόφαση του ΕΔΔΑ είναι ο ρόλος του ελληνικού δικαίου και πιο συγκεκριμένα του άρθρου 51 § 4 Σ 

Στην πρωτόδικη απόφαση το Πρώτο Τμήμα είχε προβεί σε μια εξαιρετικά αμφισβητήσιμη αξιολόγηση του κανονιστικού ρόλου του ελληνικού Συντάγματος στο πλαίσιο του άρθρου 3  Αν και το Δικαστήριο είχε αναγνωρίσει ότι το άρθρο 51 § 4 Σ δεν θεσπίζει υποχρέωση του νομοθέτη να εξασφαλίσει τη δυνατότητα ψήφου από το εξωτερικό αλλά απλώς διασαφηνίζει τη σχετική δυνατότητα, η διάταξη αυτή έλαβε σαφές κανονιστικό περιεχόμενο στη συλλογιστική του και βάρυνε σημαντικά στην απόφαση να καταδικάσει την Ελλάδα  Πράγματι, το Πρώτο Τμήμα έκρινε ότι η εν λόγω διάταξη «δεν μπορεί να μείνει ανεφάρμοστη στο διηνεκές» και ότι το Δικαστήριο έπρεπε να διαφυλάξει ότι δεν «θα περιπέσει σε αχρησία»

[34]  Η εξαιρετικά προβληματική αυτή συλλογιστική, που εκ του αποτέλεσματος αποδίδει στο άρθρο 51 § 4 Σ υποχρεωτική ισχύ, δεν επαναλαμβάνεται στην τελική απόφαση του Δικαστηρίου  Το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης κάνει μεν αναφορά στο άρθρο 51 § 4 Σ, αλλά δεν συνάγει από αυτό τις κανονιστικές διαστάσεις που είναι προφανείς στη πρωτόδικη απόφαση  Αντίθετα, τονίζει με σαφήνεια ότι η υπόδειξη του χρόνου και του τρόπου εξειδίκευσης της διάταξης αυτής δεν περιλαμβάνεται στο ρόλο του

[35]  Η προσεκτικότερη αυτή στάση του Δικαστηρίου σχετικά με την επίδραση του ελληνικού Συντάγματος στην επίδικη περίπτωση είναι ορθή και συμβάλλει στην άρση της ασάφειας που είχε προκαλέσει στο σημείο αυτό η πρωτόδικη απόφαση

[36]  Ειδικότερα, αίρει τον προβληματισμό που είχε προκληθεί από την απόδοση, έστω και έμμεσα, κανονιστικής ισχύος σε μια διάταξη που αφενός δεν περιλαμβάνεται στο εφαρμοστέο δίκαιο του ΕΔΔΑ και αφετέρου δεν θεμελιώνει υποχρέωση του Έλληνα νομοθέτη

[37]  Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη ή μη διάταξης εθνικού δικαίου με το περιεχόμενο του άρθρου 51 § 4 Σ δεν θα μπορούσε να αποτελεί λόγο περιορισμού του περιθωρίου εκτίμησης ενός συμβαλλομένου κράτους  Εκτός των άλλων, αυτό θα οδηγούσε στο παράδοξο συμπέρασμα ότι αν η Ελλάδα δεν είχε περιλάβει καθόλου στο Σύνταγμά της πρόνοια για τη ρύθμιση της ψήφου των απόδημων, δεν θα είχε καταδικαστεί για την παραβίαση του άρθρου 3

[38]  2 4 3  Συγκριτικό δίκαιο, διεθνές δίκαιο και διεθνής πρακτική Το επόμενο κριτήριο στο οποίο αναφέρεται το Δικαστήριο διερευνώντας το εύρος του περιθωρίου εκτίμησης της Ελλάδας έχει συγκριτικό χαρακτηρα  Αναφερόμενο σε συγκριτικά δεδομένα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι αν και η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης επιτρέπει στους εκτός της επικρατείας υπηκόους τους την ψήφο από το εξωτερικό, στον κανόνα αυτό υπάρχουν εξαιρέσεις

[39]  Επιπλέον, εντός της κατηγορίας των κρατών που επιτρέπουν την ψήφο από το εξωτερικό υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς τον τρόπο και τις ειδικότερες προϋποθέσεις πραγμάτωσης της δυνατότητας αυτής  Ανάμεσα στα σημεία όπου διαπιστώνονται οι σημαντικότερες διαφορές, το Δικαστήριο επισημαίνει τον τρόπο ψηφοφορίας (με επιστολική ψήφο ή αυτοπρόσωπη παρουσία στην αντίστοιχη πρεσβεία ή προξενείο), τη θέσπιση ενός μέγιστου χρονικού ορίου διαμονής στο εξωτερικό και τον ορισμό ιδιαίτερων εκλογικών περιφερειών στις οποίες περιλαμβάνονται μόνο απόδημοι

[40]  Στα πλαίσια του παρόντος σχολίου δεν είναι βέβαια δυνατή μια ευρύτερη αναφορά στο ρόλο του συγκριτικού δικαίου στη νομολογία του ΕΔΔΑ  Αυτό που μπορεί όμως να επισημανθεί εδώ είναι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι οι πολλές διαφορές στο σχετικό δίκαιο των κρατών–μελών δεν του επιτρέπουν να εξάγει ενα κοινό παρονομαστή  Η ανάγκη περαιτέρω εξειδίκευσης του δικαιώματος ψήφου των απόδημων και η ύπαρξη περισσότερων δυνατών εκδοχών προς αυτή τη κατεύθυνση υποδηλώνουν ότι πρόκειται για ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί από το ΕΔΔΑ με ένα «ναι» ή ένα «όχι», αλλά απαιτεί περαιτέρω σταθμίσεις και επιλογές  Ναι μεν τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης παρέχουν τη δυνατότητα ψήφου από το εξωτερικό, αλλά οι διαφορές στην εξειδίκευση της δυνατότητας αυτής είναι αρκετά σημαντικές, ώστε να μην επιτρέπουν να εξαχθεί ένας γενικός κανόνας, άμεσα εφαρμόσιμος στην περίπτωση της Ελλάδας 

Το επόμενο κριτήριο στη βάση του οποίου διερευνά το Δικαστήριο αν η ελληνική παράλειψη συνιστά παραβίαση του άρθρου 3 είναι το διεθνές δίκαιο και η πρακτική των διεθνών οργάνων  Ήδη η διάκριση ανάμεσα σε «διεθνές δίκαιο» αφενός και «διεθνή πρακτική» αφετέρου συνιστά μια σημαντική διαφοροποίηση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης από την πρωτόδικη απόφαση  Στην πρώτη απόφασή του, το ΕΔΔΑ είχε περιλάβει υπό τον τίτλο «Διεθνές Δίκαιο» μια σειρά ετερόκλητων κειμένων που περιελάμβαναν Γνώμες και Αναφορές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου (Επιτροπή της Βενετίας) καθώς και Ψηφίσματα και Συστάσεις της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης

[41]  Στα τελευταια κείμενα μάλιστα το Πρώτο Τμήμα είχε αναφέρθει ως «εξέλιξη του δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης»

[42], μια αναφορά που θα μπορούσε να εκληφθεί ως αναγνώριση κάποιου είδους δευτερογενούς δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης επί του θέματος  Σε αυτή την έμμεση, και κυρίως ασαφή, πρόσδεση κανονιστικού περιεχομένου σε κείμενα με διαφορετική προέλευση και διαφορετική λειτουργία είχε ήδη εκφράσει αντιρρήσεις η πρόεδρος του Τμήματος, δικαστής Nina Vajić

[43]  Προς την κατεύθυνση της δικαστή Vajić κινείται και η απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης  Αν και εξετάζει τα περισσότερα από τα κείμενα που είχε αναφέρει και η πρωτόδικη απόφαση, η τελική απόφαση του Δικαστηρίου διακρίνει ανάμεσα σε «διεθνές δίκαιο» και «πρακτική» και αποφεύγει την αναφορά στην «εξέλιξη του δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης»  Περαιτέρω, προσθέτει στη σχετική ενότητα τρεις πιο «κλασικές» πηγές του διεθνούς δικαίου, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, την Αμερικανική Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τον Αφρικανικό Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δικαιωμάτων των Λαών

[44]  Συμπερασματικά, και στις δυο αποφάσεις είναι σαφής η ανάγκη του Δικαστηρίου να αντλήσει κατευθύνσεις από το έργο δικαιοδοτικών και άλλων οργάνων, τόσο εντός του Συμβουλίου της Ευρώπης, όσο και εκτός αυτού  Ειδικά στη διατύπωση της πρωτόδικης απόφασης στην «εξέλιξη του δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης» είναι σαφής η πρόθεση του Δικαστηρίου να αναζητήσει στήριξη της συλλογιστικής του σε αποφάσεις οργάνων με πιο άμεση νομιμοποίηση, όπως η Κοινοβουλευτική Συνέλευση  Η ανάγκη αυτή δεν αφορά βέβαια μόνο την υπόθεση Σιταρόπουλος, ή την εφαρμογή του άρθρου 3  Αντίθετα είναι γενικότερο σύμπτωμα της ασύμμετρης ανάπτυξης των δύο διαστάσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης: της διαρκούς ισχυροποίησης του δικαιοδοτικού του οργάνου, που καλείται να κρίνει επί όλο και πιο αμφισβητήσιμων θεμάτων κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, και της απουσίας ενός νομοθετικού οργάνου, κατάλληλου να παρακολουθεί τις κοινωνικές μεταβολές και να θέτει τους ανάλογους κανόνες  Αν και ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο στρέφεται προς τα κείμενα αυτά είναι κατανοητός, η απόδοση στις σχετικές αποφάσεις οιονεί δεσμευτικού περιεχομένου παραμένει προβληματική  Τα σχετικά όργανα δεν έχουν οργανωθεί ως νομοθετικά και οι συγκεκριμένες αποφάσεις πιθανόν να είχαν διαφορετικό περιεχόμενο αν τα μέρη μπορούσαν να προβλέψουν ότι θα αποκτούσαν κανονιστικές διαστάσεις  Από την άποψη αυτή, οι προσεκτικότερες διατυπώσεις του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης συμβάλλουν στη διευκρίνιση ενός ακόμα από τα ασαφή σημεία της απόφασης του Πρώτου Τμήματος  2 4 4  Δυσαναλογία στην υπο κρίση περίπτωση Το τελευταίο κριτήριο στη βάση του οποίου εξετάζει το Δικαστήριο τη συμβατότητα της ελληνικής παράλειψης με το άρθρο 3 είναι η επίδρασή της στην ειδικότερη περίπτωση των προσφευγόντων  Δύο σημεία υπογραμμίζει εδώ το ΕΔΔΑ  Το πρώτο είναι ότι στην περίπτωση των προσφευγόντων δεν ισχύει το τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο οι πολίτες που διαμένουν εκτός της επικράτειας είναι λίγοτερο ενημερωμένοι για τα προβλήματα της χώρας του

ς[45]  Ωστόσο, παρά τη διαπίστωση του Δικαστηρίου οτι δεν «έχει λόγο να αμφιβάλει» περί του ότι οι προσφεύγοντες διατηρούν στενούς δεσμούς με την Ελλάδα και παρακολουθούν τις εξελίξεις εκεί, αυτό δεν κρίνεται επαρκές για να «θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομική κατάσταση στην Ελλάδα»

[46]  Με την τελευταία αυτή σκέψη το Δικαστήριο επαναλαμβάνει τη θέση ότι το άρθρο 3 δεν απαιτεί εξατομικευμένη κρίση για την αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου, αλλά αντίθετα τη θέσπιση γενικών κανόνων

[47]  Συνάγεται, άρα, ότι στο πλαίσιο του άρθρου 3 είναι θεμιτή η χρήση τεκμηρίων, όπως αυτό της κατοικίας, και μάλιστα ότι τα τεκμήρια αυτά μπορεί να είναι αμάχητα  Κατά το Δικαστήριο, η σαφήνεια και πρακτικότητα που εξασφαλίζει ένας γενικός κανόνας δικαιολογούν τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 3 σε συγκεκριμένες περιπτώσεις  Προς την ορθότητα της σκέψης αυτής συντρέχει ακόμα ένα επιχείρημα το οποίο, αν και δεν αναφέρεται ρητά από το Δικαστήριο, είναι κρίσιμο  Η διαμόρφωση ειδικών κριτηρίων ως προς την πρόσβαση στην εκλογική διαδικασία θα ήταν ιδιαίτερα προβληματική από την άποψη της εφαρμογής τους: είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς μια διοικητική αρχή ή ένα δικαστήριο, διεθνές ή εθνικό, με την αρμοδιότητα να κρίνει σε ποιες ειδικές περιπτώσεις συγκεκριμένοι απόδημοι διατηρούν επαρκείς δεσμούς με τη χώρα και θα έπρεπε να έχουν δυνατότητα ψήφου

[48]  Συνοπτικά, το επιχείρημα που αναπτύσσει εδώ το Δικαστήριο είναι το εξής: Αν και οι συγκεκριμένοι προσφεύγοντες διατηρούν επαρκείς δεσμούς με την Ελλάδα, η ανάγκη ύπαρξης ενός γενικού κανόνα δικαιολογεί τον περιορισμό του δικαιώματός τους, ο οποίος συνίσταται στην απαίτηση να είναι παρόντες στη χώρα την ημέρα των εκλογών  Αν και έως εδώ η σκέψη αυτή είναι αρκετά σαφής, στην τελική πρόταση του σκεπτικού του το Δικαστήριο εισάγει μια νέα διάσταση  Το Δικαστήριο ολοκληρώνει την επιχειρηματολογία του στη Σιταρόπουλος κρίνοντας ότι, αντίθετα με ό,τι είχε αποφασίσει το Πρώτο Τμήμα, ο όρος που θέτει η Ελλάδα στην άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν, δηλαδή, η παρουσία στη χώρα την ημέρα των εκλογών, δεν είναι «δυσανάλογη έως του σημείου να θίγει την ίδια την ουσία» του δικαιώματος του εκλέγειν  Κατά την τελική απόφαση, δηλαδή, ούτε οι οικονομικές, ούτε οι οικογενειακές, ούτε οι επαγγελματικές συνέπειες της μετάβασης στην Ελλάδα είναι αρκετά σημαντικές ώστε να χαρακτηριστούν δυσανάλογος περιορισμός του δικαιώματος του εκλέγειν  Η επιστροφή στην Ελλάδα παρουσιάζεται έτσι ως θεμιτός όρος άσκησης του δικαιώματος ψήφου, όπως είναι, για παράδειγμα, ο όρος παρουσίας των εκλογέων που κατοικούν στην Ελλάδα στην εκλογική περιφέρεια όπου είναι εγγεγραμμένοι, ακόμα και αν δεν κατοικούν πλέον εκε

ί[49]  Η σκέψη αυτή θέτει υπό νέο πρίσμα τη συλλογιστική του Δικαστηρίου συνολικά  Αν η προϋπόθεση φυσικής παρουσίας στη Ελλάδα είναι καθαυτός ένας θεμιτός όρος άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν, δεν τίθεται θέμα στάθμισης μεταξύ αυτού και της ανάγκης «γενικού κανόνα» ή του δεσμού των προσφευγόντων με την Ελλάδα  Για την ακρίβεια δεν είναι καν προφανές για ποιό λόγο θα έπρεπε να εξεταστεί αν το άρθρο 3 περιέχει ή όχι υποχρέωση θεσμοθέτησης της δυνατότητας ψήφου από το εξωτερικό  Αφού οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να είχαν ταξιδέψει στη Ελλάδα για να ψηφίσουν και εφόσον το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης δέχεται ότι αυτός ο όρος δεν περιορίζει ανεπίτρεπτα το δικαίωμα τους, θα αρκούσε η σκέψη αυτή για να διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχει παραβίαση του άρθρου 3  3  Συμπερασματικές παρατηρήσεις Στην υπόθεση Σιταρόπουλος, το Δικαστήριο εξετάζει ένα ζήτημα με σημαντικές θεωρητικές και πρακτικές προεκτάσεις όσον αφορά την οργάνωση μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας  Η απόφαση ότι το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλου δεν υποχρεώνει την Ελλάδα να εξασφαλίσει στους προσφεύγοντες τη δυνατότητα να ψηφίσουν από το εξωτερικό επιβεβαιώνει την ευρεία διακριτική ευχέρεια που αναγνωρίζεται στα κράτη στα πλαίσια του άρθρου 3  Η τάση αυτή, που εκφράζει με σαφήνεια η Σιταρόπουλος και επιβεβαιώθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Scoppola κατά Ιταλίας

[50], συνδέεται άμεσα με τις σοβαρές αντιδράσεις που προκάλεσε η απόφαση Hirst κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αριθ  2)

[51]  Η απόφαση εκείνη του Δικαστηρίου, που έκρινε ως αντίθετη στο άρθρο 3 τη μακρά παράδοση του Ηνωμένου Βασίλειου να αποκλείει από τη συμμετοχή στις εκλογές τους έγκλειστους σε φυλακές, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις με χαρακτηριστικότερη την ευθεία αμφισβήτηση από τη Βουλή των Κοινοτήτων της νομιμοποίησης του δικαστηρίου να παρεμβαίνει με αυτό τον τρόπο σε ζητήματα εκλογικής οργάνωσης

[52]  Στην ειδικότερη περίπτωση της Ελλάδας, η εξασφάλιση της δυνατότητας ψήφου από το εξωτερικό συνδέεται με τα όρια του εκλογικού σώματος  Σε ποιές κατηγορίες εκλογέων που βρίσκονται εκτός της επικρατείας πρέπει να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ψήφου από το εξωτερικό, είναι ένα ερώτημα που η ίδια η ελληνική κυβέρνηση συνέδεσε με την επάρκεια του δεσμού των απόδημων με τη χώρα  Είναι σαφές ότι ως προς το ερωτήμα αυτό υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις, ανάλογα με την οπτική για τη δημοκρατία γενικά και το ελληνικό εκλογικό σύστημα ειδικότερα

[53]  Παρόμοιας σημασίας είναι και η επιλογή των μέσων με τα οποία θα πραγματωθεί η δυνατότητα ψήφου από το εξωτερικό  Σε κάθε περίπτωση, οι σχετικές αποφάσεις είναι συντακτικής βαρύτητας για την ελληνική πολιτεία  Από την άποψη αυτή, είναι ορθότερο να στηριχθούν σε έναν ευρύ δημόσιο διάλογο σε εθνικό επίπεδο, άρα με τη συμμετοχή και των απόδημων, παρά στη δικαστική εκτίμηση του ΕΔΔΑ – λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τις αδυναμίες της και στην παρούσα υπόθεση  Το ερώτημα πολιτειά ποιων είναι η ελληνική πολιτεία δεν μπορεί να παραπεμφθεί απλώς σε ένα διεθνές δικαστήριο  Αντίθετα, απαιτεί βαθειά πολιτικές εκτιμήσεις και συλλογικές αξολογήσεις των μεγεθών έθνος και λαός  Από την άλλη πλευρά, και ακριβώς λόγω της σημασίας του, το θέμα δεν μπορεί να μείνει εκκρεμές στο δηινεκές  Η απόφαση Σιταρόπουλος υπογραμμίζει εμφατικά ότι όσον αφορά τη ψήφο των απόδημων υπάρχει ένα σημαντικό κενό στην ελληνική νομοθεσία  Σε αυτό το σημείο βρίσκεται και η σημαντικότερη συνεισφορά του ΕΔΔΑ στη προκείμενη περίπτωση  Στην απόφαση Σιταρόπουλος, το Δικαστήριο επισημαίνει με ένταση το πρόβλημα, υποδεικνύει στις εθνικές αρχές ότι είναι εκείνες υπεύθυνες για την αντιμετώπισή του και διαγράφει τα πλαίσια που χαράσσουν στα εθνικά όργανα η ΕΣΔΑ και η εξέλιξη του ευρωπαϊκού δημοσίου δικαίου γενικότερα  Από την άποψη αυτή, η απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης δεν ολοκληρώνει τη συζήτηση σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν από τους εκτός της επικρατείας Έλληνες και την αξιοποίηση της δυνατότητας που αναγνωρίζει το άρθρο 51 § 4 Σ  Αντίθετα τονίζει την επιτακτικότητά της και θέτει το ευρωπαϊκό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να κινηθεί  Είναι βέβαιο πως σε περίπτωση που ευδοκιμήσουν στην Ελλάδα οι προσπάθειες για μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με τη συνταγματική συγκρότηση της χώρας, το θέμα της ψήφου των αποδημων πρέπει να περιληφθεί στις προτεραιότητές της  

ΑΕΔ 3/2015  Εκλογές για την ανάδειξη ευρωβουλευτών  Τα κόμματα δεν νομιμοποιούνται παθητικά στην εκλογική δίκη ενώπιον του ΑΕΔ  Το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει ορισμένο εκλογικό σύστημα για την ανάδειξη αντιπροσώπων του εκλογικού σώματος, αλλά αναθέτει στον κοινό νομοθέτη να επιλέξει το προσφορότερο και μάλλον ενδεδειγμένο σύστημα, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των συνταγματικών αρχών της ισότητας του εκλογικού δικαιώματος και της ίσης μεταχειρίσεως των πολιτικών κομμάτων και της παροχής σε αυτά ίσων ευκαιριών  Το άρθρο 6 παρ  5 του ν  4255/2014, με το οποίο θεσπίζεται, για κάθε κόμμα ή συνασπισμό συνεργαζομένων κομμάτων, η συγκέντρωση ενός ελάχιστου ποσοστού 3% εγκύρων ψήφων σε όλη την επικράτεια ως προϋπόθεση για την κατάληψη έδρας μέλους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα  Απορρίπτεται η ένσταση  (Η απόφαση αυτή διορθώθηκε με την αριθ  7/2015 απόφαση του ΑΕΔ ως προς την ημερομηνία δημοσίευσης) Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση, στο Κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 8  Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:   ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1)   , κατοίκου Καλλιθέας του Ν  Αττικής και 2) Πολιτικού κόμματος με την  επωνυμία «          », που εδρεύει στην Καλλιθέα του Ν  Αττικής, νόμιμα  εκπροσωπούμενου, οι οποίοι παρέστησαν διά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους: α) Φίλιππα  Σπυρόπουλου (Α Μ  Δ Σ Α  7310) και β) Γεωργίου Γεραπετρίτη (Α Μ  Δ Σ Π  2136)

ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1)          , Ευρωβουλευτή του κόμματος με την επωνυμία  «          », κατοίκου Παπάγου του Ν  Αττικής, ο οποίος παρέστη μετά του πληρεξουσίου  δικηγόρου του Δημητρίου Παπαγρηγορίου (Α Μ  Δ Σ Α  5939) και 2) Πολιτικού κόμματος με την  επωνυμία «       », νόμιμα εκπροσωπούμενου, το οποίο παρέστη διά του  πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Παπαγρηγορίου (Α Μ  Δ Σ Α  5939)

Οι αιτούντες με την από 18-6-2014 αίτησή τους ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που  κατέθεσαν κατά νόμο στο Γραμματέα του με αριθμό 6/18-6-2014, ζήτησαν όσα αναφέρονται στο  αιτητικό της

Ακολούθως o Εισηγητής Γεώργιος Παπαγεωργίου, Σύμβουλος της Επικρατείας, ανέγνωσε την  έκθεσή του

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι  ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους

Μελέτησε τη δικογραφία   Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο   1  Επειδή, με την υπό κρίση ένσταση οι ενιστάμενοι,          , υποψήφιος στις εκλογές της  25 5 2014 για την ανάδειξη μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το συνδυασμό του κόμματος  «          » (              ), καθώς και το εν λόγω κόμμα      προσβάλλουν: α/ την 1/2014 απόφαση της  Ανώτατης Εφορευτικής Επιτροπής των εκλογών περί κατανομής των εδρών στους υποψήφιους  συνδυασμούς και β/ την 686/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που  δημοσιεύθηκε στις 12 Ιουνίου 2014, με την οποία ανακηρύχθηκαν οι επιτυχόντες από κάθε  συνδυασμό Ευρωβουλευτές  Τις ανωτέρω αποφάσεις πλήσσουν οι ενιστάμενοι κατά το μέρος που  με αυτές το δεύτερο ενιστάμενο κόμμα αποκλείσθηκε από την κατανομή των εδρών για το  Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις εκλογές της 25 5 2014 και, ως εκ τούτου, δεν ανακηρύχθηκε ως  μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ο πρώτος ενιστάμενος, πρώτος σε σταυρούς προτιμήσεως  υποψήφιος του συνδυασμού του εν λόγω κόμματος, λόγω μη συγκεντρώσεως από αυτό του,  κατά το άρθρο 6 παρ  5 του ν  4255/2014 (Φ Ε Κ  11 Α΄), ελαχίστου ορίου 3% του συνόλου των  εγκύρων ψηφοδελτίων στην Επικράτεια  Οι ενιστάμενοι προβάλλουν ότι η θέσπιση του εν λόγω  ελαχίστου ορίου αντίκειται στο Σύνταγμα, ζητούν την αποδοχή του λόγου τούτου και, εν  συνεχεία, τη μεταρρύθμιση των αποφάσεων αυτών με την περιέλευση μιας έδρας στο ενιστάμενο  κόμμα και την κατάληψή της από τον πρώτο κατά σειρά σταυρών προτιμήσεως υποψήφιο αυτού    , εις βάρος του δευτέρου καθ’ ου η ένσταση κόμματος «        » και του  μέλους του συνδυασμού του,           , πρώτου εκ των καθ’ ων η ένσταση, ο οποίος, κατά την  τελευταία φάση κατανομής των εδρών, κατέλαβε την τρίτη έδρα που κατά το ισχύον εκλογικό  σύστημα αναλογεί στο εν λόγω κόμμα

2  Επειδή, οι ενιστάμενοι, υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες ιδιότητες (υποψήφιος και κόμμα),  νομιμοποιούνται να ασκήσουν την κρινόμενη ένσταση (άρθρο 8 παρ  2 εδ  β΄ ν  4255/2014, ΑΕΔ  25/11, 37/1999)  Απαραδέκτως, όμως, στρέφεται η ένσταση αυτή κατά του παραστάντος  κόμματος «          », αφού, κατά το άρθρο 27 του Κώδικα περί Α Ε Δ  (ν  345/1976,  Φ Ε Κ  146 Α΄ , όπως αντικαταστάθηκε με την παρ  2 του άρθρου 1 του ν  2479/1997, Φ Ε Κ  67  Α΄), τα κόμματα δεν νομιμοποιούνται παθητικώς στην εκλογική δίκη (Α Ε Δ  33/2008, 50/1997)   Περαιτέρω, η ένσταση έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, εφ’ όσον κατετέθη στη Γραμματεία του  Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου στις 18 6 2014, ήτοι εντός της κατά το άρθρο 25 παρ  1 του ν   345/1976 δεκαπενθήμερης προθεσμίας από της δημοσιεύσεως, στις 12 6 2014, της περί  ανακηρύξεως των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 686/2014 αποφάσεως του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Αθηνών  Τέλος, όπως προκύπτει από τις από 8 7 2014 και 9 7 2014 εκθέσεις  επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Α Ε Δ

     , έχουν γίνει οι προβλεπόμενες από το  νόμο κοινοποιήσεις (άρθρα 10, 27 και 29 παρ  1 του ν  345/1976, όπως τα δύο τελευταία άρθρα  έχουν αντικατασταθεί με τις παραγράφους 1 και 2, αντιστοίχως, του άρθρου 1 του ν  2479/1997)

3  Επειδή, με την κρινόμενη ένσταση προβάλλεται, ειδικότερα, ότι η, εφαρμοσθείσα για την  έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων, διάταξη του άρθρου 6 παρ  5 του ν  4255/2014, με  την οποία θεσπίζεται για κάθε κόμμα ή συνδυασμό συνεργαζομένων κομμάτων ελάχιστο ποσοστό  3% επί του συνόλου των εγκύρων ψήφων ως προϋπόθεση για την κατάληψη έδρας μέλους του  Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είναι ανίσχυρη, ως αντίθετη προς τις διατάξεις του Συντάγματος που  κατοχυρώνουν την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρο 1 παρ  2 και 3), το δικαίωμα συμμετοχής  στην πολιτική ζωή της Χώρας (άρθρο 5 παρ  1) και την αρχή της ισότητας, υπό τις ειδικότερες  εκφάνσεις της ισότητας της ψήφου, της ισότητας στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι και της ισότητας  ευκαιριών των πολιτικών κομμάτων (άρθρα 4 παρ  1, 29 παρ  1, 51 παρ  3, 52 και 54 παρ  1)

4  Επειδή, το Σύνταγμα, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ  2 και 3, 29 παρ  1,  51 παρ  3, 52 και 54 παρ  1 αυτού, δεν κατοχυρώνει ορισμένο εκλογικό σύστημα για την ανάδειξη  αντιπροσώπων του εκλογικού σώματος, αλλά αναθέτει στον κοινό νομοθέτη να επιλέξει κάθε  φορά το προσφορότερο και μάλλον ενδεδειγμένο από τις πολιτικές περιστάσεις εκλογικό σύστημα,  υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των συνταγματικών αρχών αφ’ ενός μεν της ισότητας του  εκλογικού δικαιώματος, αφ’ ετέρου δε της ίσης μεταχειρίσεως των πολιτικών κομμάτων και της  παροχής σε αυτά ίσων ευκαιριών  Ειδικότερα, σύμφωνα με την πρώτη από τις αρχές αυτές  (ισότητα του εκλογικού δικαιώματος), όλοι οι εκλογείς είναι ίσοι υπό την έννοια α) ότι κάθε  εκλογέας έχει μία και μόνον ψήφο και δεν μπορεί να χορηγείται με το νόμο πολλαπλή ψήφος σε  ορισμένη κατηγορία εκλογέων, β) ότι κάθε εκλογέας ψηφίζει σε μία και μόνον περιφέρεια και γ) ότι  κάθε ψήφος έχει ίση νομική δύναμη (αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου), ήτοι ότι η ψήφος κάθε  εκλογέα ασκεί την ίδια επιρροή στην διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος υπό το ίδιο  σύστημα κατανομής εδρών και υπό τις ίδιες συνθήκες (Α Ε Δ  34/1999, 58/1995, 11-12/1994)  Εξ  άλλου, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των πολιτικών κομμάτων και της παροχής σε αυτά ίσων  ευκαιριών αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος (Α Ε Δ  11-12/1994)

5  Επειδή, στο άρθρο 6 του ν  1180/1981 «περί εκλογής αντιπροσώπων εις την Συνέλευσιν των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ευρωπαϊκόν Κοινοβούλιον) …» (Φ Ε Κ  188 Α΄), το οποίο αφορά στην κατανομή των εδρών των εν λόγω αντιπροσώπων, προστέθηκε, με το άρθρο έβδομο του ν  2196/1994 (Φ Ε Κ  41 Α΄), παράγραφος 5, η οποία ορίζει τα εξής: «Κόμμα ή συνασπισμός συνεργαζόμενων κομμάτων που δεν συγκέντρωσε ποσοστό εγκύρων ψηφοδελτίων τουλάχιστον ίσο με το τρία τοις εκατό (3%) του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων, που έλαβαν σε ολόκληρη την επικράτεια τα κόμματα και οι συνασπισμοί συνεργαζόμενων κομμάτων, δεν δικαιούται έδρα αντιπροσώπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο»  Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ως άνω ν  2196/1994, η εν λόγω ρύθμιση, ανάλογη της οποίας ισχύει και για τις εθνικές εκλογές (άρθρο 3 ν  1907/1990, Φ Ε Κ  55 Α΄ και ήδη άρθρο 5 ν  3231/2004, Φ Ε Κ  45 Α΄), συμπορεύεται και με -τότε- ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Α3-0381/92 από 10 3 1993, C 115), με το οποίο «τα κράτη – μέλη προτρέπονται να υιοθετήσουν αναλογικό σύστημα εκλογής ευρωβουλευτών, με δυνατότητα ορισμού ελαχίστου ορίου ψήφων για να δικαιωθούν έδρας, που μπορεί να κυμαίνεται από 3% έως και 5% των εγκύρων ψήφων»  Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, η από 20 9 1976 Πράξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων «περί εκλογής αντιπροσώπων με  καθολική, άμεση ψηφοφορία» (ΕΕ L 278), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου της 25 6 2002 και 23 9 2002 (ΕΕ L 283), ορίζει, στο άρθρο 1, ότι «επιτρέπεται η θέσπιση … κατωτάτου ορίου για την κατανομή των εδρών, το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει, σε εθνικό επίπεδο, το 5% των εκπεφρασμένων ψήφων», ενώ, ειδικά για τις εκλογές του έτους 2014, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με το Ψήφισμά του της 22ας Νοεμβρίου 2012 [2012/2829(RSP)], εκάλεσε τα κράτη – μέλη να θεσπίσουν στο εκλογικό τους δίκαιο «πρόσφορα και αναλογικά όρια» για την  κατανομή των εδρών  Τέλος, με το ν  4255/2014 καταρτίσθηκε νέο θεσμικό πλαίσιο για την εκλογή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, επαναλήφθηκε, όμως, με το άρθρο 6 παρ  5 αυτού, η προπαρατεθείσα ρύθμιση του άρθρου 6 παρ  5 του ν  1180/1981

6  Επειδή, η διάταξη του άρθρου 6 παρ  5 του ν  4255/2014, με την οποία θεσπίζεται, για κάθε  κόμμα ή συνασπισμό συνεργαζομένων κομμάτων, η συγκέντρωση ενός ελαχίστου ποσοστού 3%  εγκύρων ψήφων σε όλη την επικράτεια ως προϋπόθεση για την κατάληψη έδρας μέλους στο  Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν περιορίζει την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής  θελήσεως, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και δεν αντίκειται στην αρχή της ισοδυναμίας της  ψήφου ή σε οποιαδήποτε άλλη από τις ως άνω συνταγματικές αρχές που επικαλούνται οι  ενιστάμενοι  Και τούτο διότι, ο ν  4255/2014, με την εν λόγω ρύθμιση, εθέσπισε, κατά τρόπο  αντικειμενικό και απρόσωπο, το ως άνω ελάχιστο όριο, απέβλεψε δε – όπως συνάγεται και από το  άρθρο 3 παρ  1 του νόμου αυτού (το οποίο αναγνωρίζει δικαίωμα υποβολής προτάσεως  υποψηφίων για κατάληψη έδρας μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μόνο σε κόμματα ή  συνασπισμούς κομμάτων και όχι σε ατομικώς ορισμένα πρόσωπα) ­­- στην αποφυγή  καταθρυμματισμού των πολιτικών δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην εντεύθεν  αποτελεσματική διασφάλιση της λειτουργικότητας αυτού για την επίτευξη του κυρίου σκοπού του, ήτοι της συνεχώς στενότερης συνεργασίας των ευρωπαϊκών λαών (βλ  Α Ε Δ  34/1999, 58/1995), εν όψει, μάλιστα, της, μετά τη Συνθήκη της Λισαβώνας, αναβαθμίσεώς του έναντι της Επιτροπής και του Προέδρου της (όπως ειδικότερα αναφέρεται και στο προπεριγραφέν από 22 11 2012 Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου)  Για τους αυτούς δε ως άνω λόγους, η εξάρτηση της εκλογής υποψηφίου ορισμένου κόμματος ως μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από ένα ελάχιστο αλλά, εν όψει του ως άνω επιδιωκομένου σκοπού, εύλογο – όπως είναι το ποσοστό 3% – όριο ψήφων του κόμματος αυτού στην όλη επικράτεια δεν αντίκειται ούτε στην προμνησθείσα συνταγματική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των πολιτικών κομμάτων και της παροχής σε αυτά ίσων ευκαιριών (βλ  Α Ε Δ  11-12/1994)  Επομένως, η θέσπιση, με το άρθρο 6 παρ  5 του ν  4255/2014, του ως άνω ποσοστού (3%) ως ελαχίστου ορίου για την εκλογή μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από τα μετέχοντα στην εκλογική διαδικασία κόμματα, εις ουδεμία συνταγματική διάταξη ή αρχή αντίκειται  Συνεπώς η κρινόμενη ένσταση, με την οποία  προβάλλονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη

7  Επειδή, κατόπιν τούτων, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ  3 του Κώδικα περί Α Ε Δ , πρέπει να  επιβληθεί συμμέτρως στους ενισταμένους η δικαστική δαπάνη των καθ’ ων, οι οποίοι παρέστησαν  κατά τη συζήτηση της υποθέσεως με κοινό δικηγόρο, ανερχομένη στο ποσόν των χιλίων  οκτακοσίων (1 800) ευρώ  (βλ  Α Ε Δ  24/2013)

Δια ταύτα   Απορρίπτει την ένσταση και   Επιβάλλει στους ενισταμένους, συμμέτρως, την δικαστική δαπάνη του

και του  πολιτικού κόμματος με την επωνυμία «          », η οποία ανέρχεται συνολικώς στο  ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1 800) ευρώ

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2014

O Πρόεδρος

Η Γραμματέας   Σωτήριος Ρίζος

Μαριάνθη Παπασαράντη   Και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 24 Φεβρουαρίου 2014

O Πρόεδρος

Η Γραμματέας   Αθανάσιος Κουτρομάνος

Μαριάνθη Παπασαράντη

ΙΙΙ  ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ –ΟΡΓΑΝΩΣΗ

41/2010 ΣΤΕ (ΑΝΑΣΤ) ( 517234)  (Α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Απόφαση 141/2010 της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ  Αίτηση αναστολής εκτελέσεως  πράξεων σχετικών με την κατασκευή και λειτουργία των έργων μερικής εκτροπής  του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία και την ενεργειακή  αξιοποίηση των υδάτων του, οι οποίες περιβλήθηκαν το ένδυμα τυπικού νόμου  Ο  κοινός νομοθέτης υποχρεούται να εξασφαλίζει την δυνατότητα εννόμου προστασίας  έναντι των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και σε επίπεδο προσωρινής  δικαστικής προστασίας  Η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, η οποία  αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια  να εξασφαλίζουν την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν  από το κοινοτικό δίκαιο, διατάσσοντας τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα που θα  διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της αποφάσεως του Δ Ε Κ  που  πρόκειται να εκδοθεί επί διατυπωθέντων προδικαστικών ερωτημάτων  Κρίση του  Δικαστηρίου ότι μεγάλο τμήμα του έργου της εκτροπής είναι ακόμη ανεκτέλεστο,  η δε συνέχιση των εργασιών και τυχόν λειτουργία των κατασκευασθέντων  επιμέρους έργων θα επιφέρει περαιτέρω επιδείνωση του φυσικού περιβάλλοντος  

Δέχεται την αίτηση

Αριθμός 141/2010

Η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας   (άρθρο 52 του π δ/τος 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με   το άρθρο 35 του ν  2721/1999)

   Συνεδρίασε σε συμβούλιο στις 7 και 11 Ιανουαρίου 2010 και στις 4 Φεβρουαρίου  2010 με την εξής σύνθεση: Π  Πικραμμένος, Πρόεδρος, Αικ  Συγγούνα, Αικ   Σακελλαροπούλου, Σύμβουλοι  Ως Γραμματέας έλαβε μέρος η Ε  Κουμεντέρη

 Για να αποφασίσει σχετικά με την από 23 Οκτωβρίου 2009 αίτηση:

του κοινωφελούς ιδρύματος με την επωνυμία “

   “, που εδρεύει στην Αθήνα,  οδός

  , αρ

 , το οποίο παρέστη με τους δικηγόρους: 1) Ν  Αλιβιζάτο  (Α Μ  6976), 2) Ελ  Κιουσόπουλου (Α Μ  12022), 3) Ματ  Ασημακοπούλου (Α Μ   11517), 4) Γεωργ  Χριστοφορίδη (Α Μ  15651) και 5) Βασ  Δωροβίνη (Α Μ  3177),

κατά των: 1) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ & ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ και ήδη α)  αρμοδιότητας ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ, η  οποία παρέστη με τον Φ  Κατρέλλη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και β)  αρμοδιότητας ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ, ο οποίος παρέστη με  τους: i) Χρ  Παπαδόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και ii) Χρ  Μητκίδη,  Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 2) ΥΠOΥΡΓΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, και ήδη  αρμοδιότητας ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ, ο  οποίος παρέστη με τους: α) Χρ  Παπαδόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και  β) Χρ  Μητκίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 3) ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ, 4) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5) ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ και 6) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, οι οποίοι δεν  παρέστησαν

 Στη δίκη παρεμβαίνουν: Α  με το από 13 Νοεμβρίου 2009 υπόμνημα τους: 1) η  Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λάρισας, που εδρεύει στη Λάρισα, οδός Παπαναστασίου  και Κουμουνδούρου, Διοικητήριο, 2) η Τοπική Ενωση Δήμων και Κοινοτήτων (ΤΕΔΚ)  του Ν  Τρικάλων, που εδρεύει στα Τρίκαλα, οδός Ασκληπιού, αρ  4, 3) η Τοπική  Ενωση Δήμων και Κοινοτήτων του Ν  Λάρισας, που εδρεύει στη Λάρισα, οδός  Πανός, αρ  14, 4) η Τοπική Ενωση Δήμων και Κοινοτήτων (ΤΕΔΚ) του Ν   Καρδίτσας, που εδρεύει στην Καρδίτσα, οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου, αρ  34, 5) το  Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας/Περιφερειακό Τμήμα Κεντρικής και Δυτικής  Θεσσαλίας, που εδρεύει στη Λάρισα, οδός Καλλιθέας, αρ  7 και Τζαβέλλα, οι  οποίοι παρέστησαν με του δικηγόρους: α) Σπ  Φλογαΐτη (Α Μ  7043) και β)  Απόστ  Σίνη (Α Μ  20198), Β  με το από 16 Νοεμβρίου 2009 υπόμνημά της η  ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Ανώνυμη  Εταιρεία», που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α)  Χαρ  Χρυσανθάκη (Α Μ  11855) και β) Χαρ  Συνοδινό (Α Μ  13863) και Γ  με το  από 11 Νοεμβρίου 2009 υπόμνημά της η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μαγνησίας, η  οποία παρέστη με τον δικηγόρο Χαρ  Συνοδινό (Α Μ  13863)

 Με την αίτηση αυτή το κοινωφελές ίδρυμα επιδιώκει να ανασταλεί η εκτέλεση:  α) της υπ’ αρ  567/14 9 2005 πράξεως της Ειδικής Υπηρεσίας δημοσίων Εργων  (Ε Υ Δ Ε  Ο Σ Υ Ε ) του Υ ΠΕ ΧΩ Δ Ε , β) της εγκρίσης των περιβαλλοντικών  όρων και περιορισμών για την κατασκευή και λειτουργία των έργων μερικής  εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία και για την  ενεργειακή αξιοποίηση των υδάτων του, η οποία περιβλήθηκε το ένδυμα τυπικού  νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παρ  3 του ν  3481/2006, γ) των αδειών κατασκευής,  αποπεράτωση ςκαι λειτουργίας δημοπρατηθέντων δημοσίων έργων και έργων της  Δ Ε Η  που αφορά σε έργα εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου προς τη Θεσσλία ή  σε έργα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες περιεβλήθηκαν το ένδυμα  τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παρ  4 του Ν  3481/2006 δ) της εγκρίσεως  του εκπονηθέντος από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ Σχεδίου  Διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών Αχελώου και Πηνειού, η οποία  περιβλήθηκε το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παρ  2 του ν   3481/2006 και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως

 Κατά τη συνεδρίασή της η Επιτροπή άκουσε την Εισηγήτρια, Σύμβουλο Αικ   Σακελλαροπούλου

 Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους του αιτούντος κοινωφελούς  ιδρύματος, οι οποίοι ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξουσίους των  παρεμβαινόντων και τους αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την  απόρριψή της

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1  Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο  παράβολο (υπ’ αριθμ  2525324/2009, σειράς Α’, ειδικό γραμμάτιο παραβόλου)

 2  Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναστολή εκτελέσεως α) της  567/14 9 2006 πράξεως της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Εργων (Ε Υ Δ Ε   Ο Σ Υ Ε ) του Υ ΠΕ ΧΩ Δ Ε , με την οποία δόθηκε εντολή, δυνάμει της διατάξεως  της παρ  4 του άρθρου 13 του ν  3481/2006, στον ανάδοχο του έργου  «Αποπεράτωση Φράγματος Συκιάς» να συνεχίσει τις εργασίες που είχαν διακοπεί  λόγω της 1186/2006 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, β) της εγκρίσεως  των περιβαλλοντικών όρων και περιορισμών για την κατασκευή και λειτουργία των  έργων μερικής εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία και  για την ενεργειακή αξιοποίηση των υδάτων του, η οποία περιβλήθηκε το ένδυμα  τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παρ  3 του ν  3481/2006, γ) των αδειών  κατασκευής, αποπεράτωσης και λειτουργίας δημοπρατηθέντων δημοσίων έργων και  έργων της Δ Ε Η  που αφορούν σε έργα εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου προς τη  Θεσσαλία ή σε έργα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες περιβλήθηκαν το  ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παρ  4 του ν  3481/2006 και δ) της  εγκρίσεως του εκπονηθέντος από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εργων του  Υ ΠΕ ΧΩ Δ Ε  Σχεδίου Διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών Αχελώου και  Πηνειού, η οποία περιβλήθηκε το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παρ   2 του ν  3481/2006  Κατά των ανωτέρω πράξεων το αιτούν Ιδρυμα έχει ασκήσει  αίτηση ακυρώσεως, η οποία συνεκδικάσθηκε με δύο άλλες αιτήσεις ακυρώσεως,  εκδοθείσης τελικώς της 3053/2009 αποφάσεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της  Επικρατείας, με την οποία το Δικαστήριο ανέβαλε την οριστική κρίση του επί  της υποθέσεως εν όψει της διατυπώσεως προδικαστικών ερωτημάτων προς το Δ Ε Κ   σχετικά με τη συμβατότητα των ανωτέρω ρυθμίσεων του ν  3481/2006 με το  κοινοτικό δίκαιο

 3  Επειδή, την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως ζητούν με υπομνήματά τους η  ανώνυμη εταιρεία «Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού» (Δ Ε Η ), η Νομαρχιακή  Αυτοδιοίκηση Μαγνησίας, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λάρισας, οι Τοπικές Ενώσεις  Δήμων και Κοινοτήτων Ν  Τρικάλων, Λάρισας και Καρδίτσας και το Περιφερειακό  Τμήμα Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας του Τ Ε Ε , που έχουν παρέμβει στην  ακυρωτική δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση (3053/2009)  της Ολομελείας

 4  Επειδή, περιβαλλοντικοί όροι για επιμέρους τεχνικά έργα, εντασσόμενα στο  συνολικό σχέδιο εκτροπής υδάτων του ποταμού Αχελώου προς τη Θεσσαλία,  (σήραγγα διοχέτευσης υδάτων, φράγματα και ταμιευτήρες, μεταξύ των οποίων και  το επίμαχο φράγμα Συκιάς), είχαν εγκριθεί αρχικά με κοινές υπουργικές  αποφάσεις (61414/21 4 1992 και 16058/9 10 1991)  Οι αποφάσεις αυτές  ακυρώθηκαν, ύστερα από αίτηση που άσκησαν, μεταξύ άλλων, οι ήδη αιτούντες, με  τις αποφάσεις 2759/1994 και 2760/1994 του Συμβουλίου της Επικρατείας, για το  λόγο ότι δεν είχαν στηριχθεί σε συνθετική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων  για το σύνολο των επιμέρους έργων, ώστε να καταστεί δυνατό να διαγνωσθεί και  αξιολογηθεί η συνολική επίδραση στο περιβάλλον από την αλλοίωση του  υδρολογικού ισοζυγίου μεταξύ Δυτικής Ελλάδας και Θεσσαλίας και να εκτιμηθούν  σε όλη τους την έκταση οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εκτροπής  Στη  συνέχεια, εγκρίθηκαν νέοι περιβαλλοντικοί όροι (κοινή απόφαση  23271/15 12 1995) για την κατασκευή και λειτουργία έργων μερικής εκτροπής του  άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία προς το σκοπό της ενίσχυσης του  αρδευτικού δυναμικού και, κατ’ επέκταση, της παραγωγικής ικανότητας της  θεσσαλικής πεδιάδας, οι οποίοι όμως ακυρώθηκαν με την 3478/2000 απόφαση της  Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, για το λόγο ότι δεν είχαν  εξετασθεί εναλλακτικές λύσεις, ως προς τον τρόπο κατασκευής, τη διάρθρωση και  το μέγεθος των επίμαχων έργων, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η εκτροπή του  Αχελώου κατά τρόπο, ώστε να αποτραπεί η καταστροφή, τουλάχιστον των  περισσότερο αξιόλογων από τα μνημεία της περιοχής των έργων, μεταξύ των  οποίων το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μυρόφυλλου Τρικάλων (στην περιοχή του  φράγματος Συκιάς), εκκλησίες και τοξωτά γεφύρια και να μειωθούν οι δυσμενείς  επιπτώσεις από τα έργα αυτά, η πλημμέλεια δε αυτή ήταν κρίσιμη για το  συνολικό σχεδιασμό των έργων  Η Διοίκηση επανήλθε και εξέδωσε νέους  περιβαλλοντικούς όρους για τα επίμαχα έργα (κοινή υπουργική απόφαση Α Π   131957/19 3 2003), οι οποίοι ακυρώθηκαν και πάλι με την 1688/2005 απόφαση της  Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας

Με την τελευταία αυτή απόφαση κρίθηκε, ενόψει των ισχυουσών, κατά τον  κρίσιμο χρόνο, διατάξεων του ν  1739/1987, υπό το φως της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ  για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων  (ΕΕ L 327), ότι σύμφωνα με τις αρχές της βιώσιμης διαχείρισης των υδάτων,  ουσιώδους στοιχείου του φυσικού περιβάλλοντος, η εκτέλεση έργου αξιοποίησης  υδατικών πόρων επιτρέπεται, μόνον εφόσον αυτό εντάσσεται σε πρόγραμμα  αναπτύξεως υδατικών πόρων, τα δε επίμαχα έργα, παρά το ότι αναμένεται να  έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην υδρολογική λεκάνη δύο ποταμών, του Αχελώου  και του Πηνειού, καθώς και στα χερσαία και υδάτινα οικοσυστήματα της  περιοχής, ουδέποτε εντάχθηκαν σε πρόγραμμα διαχείρισης υδατικών πόρων, το  οποίο, όπως άλλωστε προέκυπτε, δεν είχε καταρτισθεί  Με την ίδια απόφαση η  υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση για να κρίνει, εάν εμμένει στην εκτέλεση του  έργου, ενόψει των νέων πραγματικών και νομικών δεδομένων (είχε ήδη  δημοσιευθεί ο ν  3199/2003 για τη μεταφορά της ως άνω Οδηγίας) που ισχύουν  για το επίδικο έργο, κατ’ εκτίμηση των υδατικών αναγκών της Θεσσαλίας και της  Δυτικής Στερεάς ως και της προβλεπόμενης μορφής ανάπτυξης των περιοχών αυτών,  στο πλαίσιο πάντοτε της βιώσιμης διαχείρισης των υδατικών πόρων  Ενόψει της  ακυρωτικής αυτής αποφάσεως, με την 1186/2006 απόφαση του Συμβουλίου της  Επικρατείας ακυρώθηκε η υπ’ αριθ  375/Κ Ε 1900Γ/18 3 2005 απόφαση του  Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, με την οποία εγκρίθηκε το αποτέλεσμα της δημοπρασίας για το  έργο «Αποπεράτωση Φράγματος Συκιάς» και ανατέθηκε η κατασκευή του στην  εταιρεία «   », διότι μετά την ακύρωση της πράξεως εγκρίσεως  περιβαλλοντικών όρων εξέλιπε η νόμιμη προϋπόθεση διενέργειας του διαγωνισμού  και αναθέσεως της εκτελέσεως του επίμαχου έργου  Μετά την ακυρωτική απόφαση,  η Διοίκηση με το με αρ  πρωτ  415/28 6 2006 έγγραφο της Ε Υ Δ Ε  Ο Σ Υ Ε   διέταξε τον ανάδοχο του εν τω μεταξύ εκτελούμενου έργου να διακόψει όλες τις  εκτελούμενες εργασίες

Ακολούθησε ο ν  3481/2006 (Α’ 162/2 8 2006), με το άρθρο 9 του οποίου  τροποποιήθηκαν οι ρυθμίσεις του άρ  7 του ν  3199/2003 και προβλέφθηκε ότι  μέχρι την έγκριση του Εθνικού Προγράμματος Διαχείρισης και Προστασίας του  υδατικού δυναμικού της Χώρας και των Σχεδίων Διαχείρισης των Περιφερειών,  μπορούν να εγκρίνονται Σχέδια Διαχείρισης των υδάτων συγκεκριμένης λεκάνης  απορροής και επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος σε άλλη λεκάνη, τα σχέδια δε αυτά,  προκειμένου για έργα μεγάλης κλίμακας ή εθνικής σημασίας, εγκρίνονται με  νόμο  Με το άρθρο 13 του ίδιου νόμου, τα έργα μερικής εκτροπής του άνω ρου  του ποταμού Αχελώου προς τη Θεσσαλία χαρακτηρίσθηκαν ως έργα μεγάλης κλίμακας  και εθνικής σημασίας με σκοπό, κατά την αιτιολογική έκθεση, όχι μόνο την  κάλυψη των αρδευτικών αναγκών της θεσσαλικής πεδιάδας, αλλά και των αναγκών  ύδρευσης συγκεκριμένων αστικών συγκροτημάτων της Θεσσαλίας, την ενίσχυση της  παροχής στον ποταμό Πηνειό προς αναβάθμιση των οικοσυστημάτων του και την  υλοποίηση του περιβαλλοντικού έργου της επαναδημιουργίας της λίμνης Κάρλας   Με τις διατάξεις του ίδιου ως άνω άρθρου εγκρίθηκαν αφ’ ενός το Σχέδιο  Διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών Αχελώου και Πηνειού και αφ’  ετέρου οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία των επίμαχων  έργων, ενώ με την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού ορίσθηκαν τα εξής: «

4   Δημόσια έργα, καθώς και έργα της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (Δ Ε Η ),  τα οποία δημοπρατήθηκαν και κατασκευάσθηκαν ή βρίσκονται στο στάδιο  κατασκευής και αφορούν σε έργα εκτροπής του άνω ρου του ποταμού Αχελώου προς  Θεσσαλία και έργα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, επιτρέπεται να  λειτουργήσουν ή να ολοκληρωθεί η κατασκευή τους σύμφωνα με το εγκρινόμενο  σχέδιο διαχείρισης και τους εγκρινόμενους κατά την προηγούμενη παράγραφο  περιβαλλοντικούς όρους»  Ενόψει της τελευταίας αυτής διατάξεως εκδόθηκε το με  αρ  πρωτ  567/14 9 2006 έγγραφο της Ε Υ Δ Ε  Ο Σ Υ Ε , με το οποίο κλήθηκε η  ανάδοχος εταιρεία να προβεί στη συνέχιση των εργασιών που είχαν διακοπεί  προσωρινά μετά την μνημονευθείσα, 1186/2006, ακυρωτική απόφαση

 5  Επειδή, εξ άλλου, αίτηση της Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία του  Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, των Δήμων Μεσολογγίου και  Αιτωλικού και της Τοπικής Ενωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ν  Αιτωλοακαρνανίας (οι  οποίοι είχαν ασκήσει αυτοτελή αίτηση ακυρώσεως κατά των και ήδη  προσβαλλομένων πράξεων, η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, συνεκδικάσθηκε με  αυτήν του ήδη αιτούντος Ιδρύματος) για την αναστολή εκτελέσεως της υπ’ αριθ   375/ΚΕ1900/18 3 2005 αποφάσεως του Υπουργού ΠΕ ΧΩ Δ Ε  περί εγκρίσεως του  αποτελέσματος της δημοπρασίας που επανήλθε σε ισχύ με τη διάταξη του άρθρου  13 παρ  4 του ν  3481/2006 και κατακυρώσεως του έργου «αποπεράτωση φράγματος  Συκιάς» απερρίφθη με την απόφαση 999/2007 της Επιτροπής Αναστολών, με την  αιτιολογία ότι η βλάβη, την οποία ισχυρίζονται ότι υφίστανται οι αιτούντες,  προκαλείται από την εφαρμογή διατάξεως τυπικού νόμου (άρθρο 13 παρ  4 του ν   3481/2006) και συνεπώς, ενόψει του απαραδέκτου της προσβολής τυπικού νόμου με  αίτηση ακυρώσεως, δεν είναι επιτρεπτή ούτε η αναστολή εκτελέσεως πράξεως της  νομοθετικής λειτουργίας, αλλά ούτε και η επιβολή σχετικού κατάλληλου μέτρου   Επακολούθησε, όμως, η απόφαση 3053/2009 της Ολομελείας του Συμβουλίου της  Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι το με αρ  πρωτ  567/14 9 2006 έγγραφο  της Ε Υ Δ Ε  Ο Σ Υ Ε  είναι εκτελεστή διοικητική πράξη παραδεκτώς  προσβαλλόμενη με αίτηση ακυρώσεως, διότι επήγετο μεταβολή στο νομικό κόσμο,  αφού επέφερε τη δυσμενή για τους αιτούντες συνέπεια της, δυνάμει των  προβλέψεων του νόμου και των εγκριθέντων με αυτόν περιβαλλοντικών όρων,  συνεχίσεως της εκτελέσεως του συνόλου του επίμαχου έργου της εκτροπής   Περαιτέρω, αφού ελήφθη υπ’ όψιν ότι το εγχείρημα της εκτροπής του άνω ρου του  ποταμού Αχελώου, καίτοι αποτελείται από επιμέρους έργα, πάντως, όπως  προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, σχεδιάστηκε και μελετήθηκε από τη  Διοίκηση κατά τρόπο συνολικό και ενιαίο, κρίθηκε με την ίδια απόφαση ότι,  παρά το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη αναφέρεται σε τμήμα του επίμαχου  έργου, ήτοι στο φράγμα της Συκιάς, εφ’ όσον με αυτή καθίσταται δυνατή η  εκτέλεση και λειτουργία του συνόλου του έργου της εκτροπής κατά τα  ανεκτέλεστα τμήματά του, αντικείμενο της δίκης αποτελεί η νομιμότητα του  ενιαίου έργου της εκτροπής του ποταμού Αχελώου

Με βάση τα ανωτέρω, η Ολομέλεια έκρινε ότι ασκήθηκαν παραδεκτώς οι  συνεκδικασθείσες αιτήσεις ακυρώσεως, κατά την εξέταση δε των υποθέσεων στην  ουσία τους κρίθηκε αναγκαία η διατύπωση προς το Δ Ε Κ  συγκεκριμένων  προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με τη συμβατότητα των άρθρων 9 και 13 του ν   3481/2006 με το κοινοτικό δίκαιο και δη με τις οδηγίες 2000/60/ΕΚ «για τη  θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων»,  85/337/ΕΟΚ «για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και  ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον» ως τροποποιηθείσα ισχύει, 2001/42/ΕΚ «σχετικά  με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και  προγραμμάτων» και 92/43/ΕΟΚ «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και  της άγριας πανίδας και χλωρίδας»  Ειδικότερα, ένα εκ των διατυπωθέντων  προδικαστικών ερωτημάτων αφορά στο εάν είναι επιτρεπτή με βάση τις διατάξεις  της οδηγίας περί υδάτων η εκτροπή ύδατος από μία Περιοχή Λεκάνης Απορροής  Ποταμού σε άλλη και, σε καταφατική περίπτωση, εάν σκοπός της μεταφοράς μπορεί  να είναι μόνο η κάλυψη αναγκών υδρεύσεως ή και άλλων αναγκών (άρδευση,  παραγωγή ενέργειας), αφορά δηλαδή στο κατ’ αρχήν επιτρεπτό του συνολικού  έργου

 6  Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 20 παρ  1 και 95 του  Συντάγματος, οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας  και το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως αντιστοίχως, συνάγεται ότι ο  κοινός νομοθέτης υποχρεούται να εξασφαλίζει την δυνατότητα εννόμου προστασίας  έναντι των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών  Η προστασία αυτή, κατά  την έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν αφορά μόνο στην οριστική επίλυση της  ενδίκου διαφοράς, δηλαδή στην έκδοση οριστικής αποφάσεως επί του κυρίου  ενδίκου βοηθήματος, αλλά περιλαμβάνει και την προσωρινή δικαστική προστασία,  δηλαδή την λήψη του μέτρου, το οποίο κρίνεται κατάλληλο για να αποσοβηθεί η  ματαίωση του σκοπού, για τον οποίο παρέχεται το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως  ακυρώσεως  Εξ άλλου, η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, η οποία  αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, απορρέουσα από τις κοινές  συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να  εξασφαλίζουν την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από  το κοινοτικό δίκαιο, διατάσσοντας τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα που θα  διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της αποφάσεως του Δ Ε Κ  που  πρόκειται να εκδοθεί επί διατυπωθέντων προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με  την ύπαρξη των προβαλλομένων βάσει του κοινοτικού δικαίου δικαιωμάτων (βλ   αποφάσεις ΔΕΚ της 13 3 2007, C-432/2005, Unibet Ltd , της 11 1 2001, C- 226/1999, Siplesκαι της 19 6 1990, C– 213/1989, Factortame)

7  Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η άμεση εκτέλεση των  προσβαλλόμενων πράξεων και ρυθμίσεων θα έχει ως αποτέλεσμα α) να κλονισθεί  ανεπανόρθωτα η φέρουσα ικανότητα του Αχελώου (αφού οι υδροταμιευτήρες της  Μεσοχώρας και της Συκιάς κατασκευάζονται και θα λειτουργήσουν στον άνω ρου  του ποταμού, δηλαδή στην κρίσιμη περιοχή, όπου τελούνται οι φυσικές  διεργασίες εμπλουτισμού και ενδυνάμωσης του υδάτινου στοιχείου), β) να  αλλάξει λόγω της δημιουργίας τεχνητών λιμνών το κλίμα από υποαλπικό σε  λιμναίο με συνέπεια τη μείωση των χιονοπτώσεων και εν γένει την αλλαγή των  ποσοτικών και ποιοτικών παραμέτρων που καθορίζουν το υδατικό δυναμικό του  ποταμού με επιπτώσεις στο Δέλτα και τη Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού, γ)  να αλλοιωθεί ανεπανόρθωτα το κοιλαδικό και φαραγγιακό τοπίο της Νότιας Πίνδου  σε στάσιμες υδάτινες επιφάνειες με έντονη πτώση της στάθμης και αντίστοιχη  αποκάλυψη νεκρής ζώνης κατά τη θερινή περίοδο, δ) να υποβαθμισθεί η  βιοποικιλότητα της Πίνδου, ε) να εκλείψει ολόκληρος ο οικισμός της Μεσοχώρας  και τμήματα πολλών άλλων παρόχθιων οικισμών, στ) να αφανισθούν δάση και  δασικές εκτάσεις επιφανείας 17 510 στρεμμάτων από την αποψίλωση που θα  διενεργηθεί για την πλήρωση των ταμιευτήρων και να προκληθούν έντονες  επεμβάσεις στην κοίτη του ποταμού Αχελώου, ζ) να υποβαθμισθεί το Μνημείο του  Μοναστηρίου του Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου Τρικάλων και η) να αφανισθεί πλήθος  άλλων πολιτιστικών αγαθών

 8  Επειδή, οι και ήδη παρεμβαίνοντες στην κύρια δίκη με τα υπομνήματά τους  ζητούν την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως, προβάλλοντας ότι η πρώτη  προσβαλλόμενη στερείται εκτελεστότητας ή, εν πάση περιπτώσει έχει εκτελεσθεί,  ότι το αιτούν Ιδρυμα στερείται εννόμου συμφέροντος καθ’ όσον δεν υφίσταται  βλάβη από τις προσβαλλόμενες πράξεις, ότι, εν πάση περιπτώσει, η βλάβη της  οποίας γίνεται επίκληση προκαλείται από το νόμο και συγκεκριμένα από το άρθρο  13 παρ  4 του ν  3481/2006 και ότι, πάντως, εφ’ όσον η προσβαλλόμενη πράξη  αφορά στο φράγμα της Συκιάς η τυχόν χορηγούμενη αναστολή θα πρέπει να  περιορισθεί μόνο στο τμήμα αυτό  Οπως, όμως, αναφέρθηκε πιο πάνω, με την  απόφαση 3053/2009 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, οι συνεκδικασθείσες  αιτήσεις ακυρώσεως, μεταξύ των οποίων και αυτή που ασκήθηκε από το αιτούν  Ιδρυμα, κρίθηκαν παραδεκτές τόσο από απόψεως εννόμου συμφέροντος όσο και από  απόψεως εκτελεστότητας της πράξης, η οποία, παρ’ όλο που αφορά στο φράγμα της  Συκιάς είχε, κατά τα κριθέντα, ως έννομη συνέπεια τη συνέχιση των εργασιών  στο σύνολο του έργου της εκτροπής κατά το ανεκτέλεστο μέρος του  Κατόπιν  αυτού, όλα τα ανωτέρω περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως  αβάσιμα  Περαιτέρω, προβάλλεται ότι τα έργα που βρίσκονται σε εξέλιξη έχουν  προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό κατά τρόπο ώστε η βλάβη που επικαλείται το  αιτούν να έχει ήδη επέλθει  Ειδικότερα, το Δημόσιο ισχυρίζεται ότι η συνέχιση  των εργασιών στα τμήματα του έργου που βρίσκονται σε εξέλιξη, ήτοι στο φράγμα  της Συκιάς και στη σήραγγα εκτροπής, ουδεμία δυσμενή επίπτωση θα έχει στο  περιβάλλον, αφού στο μεν πρώτο έχουν ολοκληρωθεί κατά 95% οι εκσκαφές και  απομένει μόνο η ανέγερση του φράγματος στην κοίτη του ποταμού, η οποία θα  απορροφήσει τα υλικά εκσκαφών που έχουν εναποτεθεί στην κοίτη, ενώ το δεύτερο  είναι έργο στήριξης των πρανών της ήδη διανοιγμένης σήραγγας αναγκαίο για την  ευστάθειά της που επιβάλλεται να ολοκληρωθεί ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση  των τοιχωμάτων της, γεγονός που θα αυξήσει το κόστος αποκατάστασής της σε  περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως ακυρώσεως  Ακόμη, το Δημόσιο προβάλλει ότι  ενδεχόμενη χορήγηση της αιτούμενης αναστολής και διακοπή των εργασιών της εν  εξελίξει εργολαβίας κατασκευής του φράγματος της Συκιάς θα επιφέρει δυσμενείς  οικονομικές συνέπειες σε βάρος του Δημοσίου λόγω διάλυσης της σύμβασης  ανερχόμενες περίπου στο ένα (1) εκ  ευρώ  Τέλος, με τα κατατεθέντα υπομνήματά  τους τόσο η Δ Ε Η  Α Ε  όσο και το Δημόσιο ζητούν την απόρριψη της υπό κρίση  αιτήσεως κατά το μέρος που με αυτή ζητείται η μη λειτουργία του ήδη  κατασκευασθέντος φράγματος της Μεσοχώρας, διότι το έργο αυτό θα συμβάλει  σημαντικά στην παραγωγή πράσινης ενέργειας, ενώ, κατά τους ισχυρισμούς της  Δ Ε Η , μπορεί να αυτονομηθεί από τα λοιπά έργα της εκτροπής

9  Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το συνολικό έργο της  εκτροπής περιλαμβάνει τα εξής επιμέρους έργα: α) φράγμα, ταμιευτήρα και  υδροηλεκτρικό σταθμό στην περιοχή Μεσοχώρας Νομού Τρικάλων, β) σήραγγα μήκους  7 400 μέτρων από Μεσοχώρα έως την περιοχή Γλύστρας και υδροηλεκτρικό σταθμό  Γλύστρας, γ) φράγμα, ταμιευτήρα και υδροηλεκτρικό σταθμό στην περιοχή Συκιάς,  σε θέση που εμπίπτει στις περιφέρειες των Νομών Αρτας και Καρδίτσας, δ)  σήραγγα εκτροπής του ρου του ποταμού προς τη Θεσσαλία μήκους 17 400 μέτρων  και υδροηλεκτρικό σταθμό στην έξοδο της σήραγγας και ε) αναρρυθμιστική  δεξαμενή και υδροηλεκτρικό σταθμό στην περιοχή Μαυρομματίου Νομού Καρδίτσας   Από τα έργα αυτά, το υποέργο της Μεσοχώρας έχει σχεδόν ολοκληρωθεί  Το  υποέργο του φράγματος της Συκιάς έχει προχωρήσει σημαντικά, υπολείπεται όμως  σημαντικό μέρος εργασιών για την ολοκλήρωσή του  Οπως δε προκύπτει από τα  στοιχεία του φακέλου (βλ  το με αρ  πρωτ  3421/Κ Ε 1900 Γ/20 11 2009 έγγραφο  απόψεων της Ε Υ Δ Ε /Ο Σ Υ Ε  προς το Δικαστήριο), οι εργασίες αυτές  περιλαμβάνουν περαιτέρω εκσκαφές, αλλά και επεμβάσεις στην κοίτη του ποταμού  Αχελώου για τη θεμελίωση του πυρήνα του φράγματος  Από τα ίδια στοιχεία  προκύπτει ότι στο υποέργο της σήραγγας εκτροπής έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες  διάνοιξης και υπολείπονται οι εργασίες επένδυσης με σκυρόδεμα, ενώ τα λοιπά  υποέργα δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει  Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μεγάλο τμήμα  του έργου της εκτροπής είναι ακόμη ανεκτέλεστο, η δε συνέχιση των εργασιών  και τυχόν λειτουργία των κατασκευασθέντων επιμέρους έργων θα επιφέρει  περαιτέρω επιδείνωση του φυσικού περιβάλλοντος, δηλαδή περαιτέρω αλλοίωση της  μορφής του τοπίου, κλονισμό του ποταμίου και των παραποταμίων οικοσυστημάτων  του Αχελώου και επιβάρυνση του υδατικού δυναμικού του ποταμού, μη δυνάμενη να  επανορθωθεί σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως  Εξ άλλου, το  γεγονός ότι το φράγμα της Μεσοχώρας έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, δεν θα μπορούσε  να οδηγήσει στην απόρριψη, κατά το μέρος αυτό, της κρινομένης αιτήσεως, ώστε  να επιτραπεί η πλήρωση του ταμιευτήρα και η λειτουργία του σχετικού  υδροηλεκτρικού έργου, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του  φακέλου, το έργο αυτό αποτελεί μέρος του ενιαίου εγχειρήματος της μερικής  εκτροπής και έχει σχεδιασθεί και μελετηθεί από τη Διοίκηση διαχρονικά ως  τέτοιο, η δε Επιτροπή Αναστολών δεν θα μπορούσε, καθ’ υποκατάσταση του έργου  της Διοίκησης, να το αυτονομήσει και να επιτρέψει την ολοκλήρωση και  λειτουργία του αυτοτελώς

Πέραν όμως αυτού, η αναγκαία για τη λειτουργία του υδροηλεκτρικού έργου  πλήρωση του ταμιευτήρα θα έχει ως συνέπεια την κατάκλυση μεγάλου μέρους του  οικισμού της Μεσοχώρας, ήτοι βλάβης η οποία δεν δύναται να επανορθωθεί σε  περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως  Για το λόγο αυτό και κατόπιν  σταθμίσεως των λόγων δημοσίου συμφέροντος και της οικονομικής βλάβης που  επικαλείται το Δημόσιο και η Δ Ε Η  από τη διακοπή των εργασιών και του  γεγονότος ότι η συνέχιση των εργασιών στις εν εξελίξει εργολαβίες θα  καταστήσει έτι δυσχερέστερη και οικονομικά πιο δαπανηρή την επαναφορά του  χώρου στην προτέρα κατάσταση σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως  ακυρώσεως, η Επιτροπή κρίνει ότι η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να γίνει δεκτή  και να διαταχθούν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 52 του π δ/τος 18/1989 (Α’ 8),  μέχρις εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως ακυρώσεως, ως πρόσφορα  μέτρα: α) η άμεση διακοπή όλων των εργασιών που διενεργούνται και αποσκοπούν,  αμέσως ή εμμέσως, στην κατασκευή του έργου της εκτροπής, καθώς και η αποχή  από κάθε υλική ενέργεια που κατατείνει στην ολοκλήρωση και λειτουργία των  έργων που συνδέονται με το επίμαχο εγχείρημα της εκτροπής του άνω ρου του  Αχελώου ποταμού και β) η μη λειτουργία όσων εκ των έργων χρήσης και  αξιοποίησης υδάτων έχουν ήδη ολοκληρωθεί

Δια ταύτα

Δέχεται την αίτηση

 Διατάσσει τα κατά το σκεπτικό αναφερόμενα μέτρα

 Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και

Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο και στους παρεμβαίνοντες να καταβάλουν  συμμέτρως στο αιτούν το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ ως δικαστική δαπάνη

 Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 και 11 Ιανουαρίου 2010 και στις 4  Φεβρουαρίου 2010 και εκδόθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2010

Ο Πρόεδρος                                 Η Γραμματέας

Π  Πικραμμένος                        Ε  Κουμεντέρη

   ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν  την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά  τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν  όταν τους ζητηθεί

 Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος

 Αθήνα,

Ο Πρόεδρος                                                            Η Γραμματέας

Ε Φ 


619/2013 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 594342)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) ΕΕΤΤ και επιβολή κυρώσεων στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της να εκχωρεί ονόματα χώρου με  κατάληξη  gr, να απορρίπτει αιτήσεις εκχωρήσεως και να διαγράφει ονόματα χώρου  Η παρ  1 του  άρθρου 67 του Ν  3431/2006, κατά την οποία οι αποφάσεις αυτές υπόκεινται σε προσφυγή  ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον του ΣτΕ  υποθέσεις και είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα  Οι σχετικές διαφορές μεταφέρονται στο Διοικητικό  Εφετείο ως ουσιαστικές  Εξουσίες του δικάζοντος δικαστηρίου  Παραπομπή του ενδίκου  βοηθήματος στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για να δικαστεί ως προσφυγή ουσίας  Η αίτηση  παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την αριθμ  3623/2008 απόφαση του Δ’ Τμήματος

  Αριθμός 619/2013   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ   ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Φεβρουαρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Π   Πικραμμένος, Πρόεδρος, Κ  Μενουδάκος, Σωτ  Ρίζος, Δημ  Πετρούλιας, Αθ  Ράντος, Αντιπρόεδροι  του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ε  Σαρπ, Νικ  Μαρκουλάκης, Γ  Παπαγεωργίου, Μ  Καραμανώφ,  Μ  Βηλαράς, Αικ  Σακελλαροπούλου, Μ -Ε  Κωνσταντινίδου, Γ  Ποταμιάς, Ι  Γράβαρης, Ευθ   Αντωνόπουλος, Ι  Ζόμπολας, Σπ  Μαρκάτης, Ηρ  Τσακόπουλος, Μ  Παπαδοπούλου, Δ   Κυριλλόπουλος, Α  Καλογεροπούλου, Αντ  Σταθάκης, Ο  Ζύγουρα, Β  Ραφτοπούλου, Κων   Κουσούλης, Κων  Φιλοπούλου, Κων  Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Π  Μπραΐμη, Μ  Σταματοπούλου, Ε   Μουργιά, Πάρεδροι  Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ηρ  Τσακόπουλος και Δ  Κυριλλόπουλος  καθώς και η Πάρεδρος Ε  Μουργιά μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26  παρ  2 του ν  3719/2008  Γραμματέας η Μ  Παπαδοπούλου

Για να δικάσει την από 10 Νοεμβρίου 2003 αίτηση:   της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «       » («        »), που εδρεύει στο Μόναχο Γερμανίας  (                ), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Βικτωρία Κανελλοπούλου (Α Μ  18890), που τη  διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,   κατά της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε Ε Τ Τ ), που εδρεύει στο  Μαρούσι Αττικής (Λεωφ  Κηφισίας 60), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Βασίλειο Κονδύλη (Α Μ   13300), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ   3623/2008 απόφασης του Δ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει  η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ  290/106/30 7 2003  απόφαση της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και  Ταχυδρομείων (Δ/νση Τηλεπικοινωνιών, Τμήμα Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιακών θεμάτων)

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής απόφασης, η οποία επέχει θέση  εισηγήσεως, από τον εισηγητή Σύμβουλο Γ  Παπαγεωργίου

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία της αιτούσης εταιρείας, η οποία ανέπτυξε και  προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον  πληρεξούσιο της καθ’ ης Επιτροπής, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου 

κ α ι   Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α   Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο   1

Επειδή, έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά έντυπα 584202, 1331092, 1402533/2003)

2  Επειδή, η αιτούσα εταιρεία, η οποία εδρεύει στο Μόναχο Γερμανίας και ασκεί επιχείρηση  κατασκευής αυτοκινήτων, εξαρτημάτων και ανταλλακτικών αυτοκινήτων με το σήμα «BMW»,  κατέθεσε στην Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε Ε Τ Τ ) την  13627/23 6 2003 «καταγγελία-αίτηση διαγραφής ονόματος χώρου» και ζήτησε να διαγραφεί το  όνομα χώρου (domain name) “   ” που είχε εκχωρηθεί στην Ο Ε  «

 », κατ’ εφαρμογήν του  άρθρου 6 παρ  1 περίπτ  β, γ, δ και ε της 268/73/2002 αποφάσεως της Ε Ε Τ Τ  «Κανονισμός  Διαχείρισης και Εκχώρησης Ονομάτων Χώρου (Domain Names) με κατάληξη  gr» (Β’ 1617/2002)   Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την 290/106/30 7 2003 απόφαση της Εθνικής Επιτροπής  Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε Ε Τ Τ )  Με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ζητείται,  εμπροθέσμως, και εν γένει παραδεκτώς, η ακύρωση της τελευταίας αυτής αποφάσεως

3  Επειδή, επί του κρινομένου ενδίκου βοηθήματος εκδόθηκε η 3623/2008 απόφαση του Δ  Τμήματος του Δικαστηρίου, τούτου, με την οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια αυτού, σύμφωνα  με την παρ  5 του άρθρου 100 του Συντάγματος, το ζήτημα της συνταγματικότητος του άρθρου  67 παρ  1 του Ν  3431/2006 (Α 13)

4  Επειδή, η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε Ε Τ Τ ) είναι, κατά την παρ  2  του άρθρου 3 του Ν  2867/2000 (Α 273), ανεξάρτητη διοικητική αρχή και έχει τις αρμοδιότητες  που αναφέρονται στην παρ  14 του ίδιου άρθρου, μεταξύ των οποίων και τις ακόλουθες : «α  …  Καταρτίζει και τροποποιεί το Εθνικό Σχέδιο Αριθμοδότησης (Ε Σ Α )… Επίσης, ρυθμίζει τα θέματα  του διαδικτύου και εκχωρεί ονόματα χώρου (domain names) με κατάληξη « gr» … κη  Εκδίδει  κανονιστικές ή ατομικές πράξεις, δημοσιευόμενες στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διά των  οποίων ρυθμίζεται κάθε διαδικασία και λεπτομέρεια σε σχέση με τις ανωτέρω αρμοδιότητές της   15  …»  Στο άρθρο 7 παρ  1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «Το Εθνικό Σχέδιο Αριθμοδότησης  (Ε Σ Α ) ρυθμίζει τα θέματα της δομής και σύνθεσης των αριθμών και ονομάτων χώρου (domain  names) που χρησιμοποιούνται για τηλεπικοινωνιακές δραστηριότητες, τα των κωδικών  πρόσβασης, σύντομων κωδικών για υπηρεσίες προς το κοινό, τον τρόπο αλλαγής του Ε Σ Α  και  κάθε άλλο σχετικό ζήτημα…»  Στο άρθρο 12 παρ  1 ότι «Σε περίπτωση παραβάσεως της κείμενης  νομοθεσίας στον τομέα των τηλεπικοινωνιών ή μη πλήρωσης υποχρέωσης ή παραβάσεως όρων  Αδειών, η Ε Ε Τ Τ  δύναται, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή της ύστερα από προηγούμενη  ακρόαση των ενδιαφερομένων, να επιβάλλει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω κυρώσεις…» και  στο άρθρο 13 παρ  12 ότι «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται τα άρθρα 1  έως και 4 του Ν  2840/2000, ο Ν  2246/1994, όπως ισχύει, πλην των διατάξεων που αφορούν τον  τομέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών…»

5  Επειδή, μετά την άσκηση του κρινομένου ενδίκου βοηθήματος (28 2 2003) δημοσιεύθηκε ο Ν   3431/2006 (Α? 13), ο οποίος ορίζει, στο άρθρο 1 παρ  1, ότι «Οι διατάξεις του παρόντος νόμου  καθορίζουν το πλαίσιο παροχής δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υπηρεσιών ηλεκτρονικών  επικοινωνιών, συναφών ευκολιών και συναφών υπηρεσιών εντός της Ελληνικής Επικράτειας,  ενσωματώνοντας συγχρόνως και τις οδηγίες 2002/19/ΕΚ, 2002/20/ΕΚ, 2002/21/ΕΚ, 2002/22/ΕΚ  και 2002/77/ΕΚ», στο άρθρο 6 ότι «1  ο έλεγχος, η ρύθμιση και η εποπτεία της αγοράς των  ηλεκτρονικών επικοινωνιών ασκούνται από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και  Ταχυδρομείων (Ε Ε Τ Τ ), η οποία αποτελεί την Εθνική Ρυθμιστική Αρχή (NRA) σε θέματα παροχής  δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συναφών ευκολιών και συναφών υπηρεσιών  και είχε συσταθεί με το ν  2246/1994… 2  Η Ε Ε Τ Τ  είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή με έδρα την  Αθήνα και απολαμβάνει διοικητικής αυτοτέλειας… 3  …», στο άρθρο 12 ότι «Η Ε Ε Τ Τ  έχει τις  ακόλουθες αρμοδιότητες : α) Ρυθμίζει κάθε θέμα το οποίο αφορά στον καθορισμό σχετικών  αγορών προϊόντων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Ελληνική Επικράτεια… β)  Εποπτεύει και ελέγχει τους παρόχους δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και  επιβάλλει τις σχετικές κυρώσεις  γ) … κδ) Ρυθμίζει τα θέματα ονομάτων χώρου στο Διαδίκτυο με  κατάληξη « gr», καθώς και οποιουδήποτε άλλου χώρου ή υποχώρου χορηγηθεί στην Ελλάδα   Εκδίδει Κανονισμό με τον οποίο ρυθμίζεται κάθε θέμα το οποίο αφορά την εκχώρηση των  ονομάτων χώρου στο Διαδίκτυο με κατάληξη « gr»… λε) Απευθύνει οδηγίες και συστάσεις,  επιβάλλει πρόστιμα και λοιπές διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία…», στο  άρθρο 67 ότι «1  Οι αποφάσεις της Ε Ε Τ Τ  υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού  Εφετείου Αθηνών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα ημερών από τη δημοσίευσή τους,  προκειμένου περί κανονιστικών αποφάσεων ή την κοινοποίησή τους σε κάθε άλλη περίπτωση  … 4   Κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, που εκδίδονται σύμφωνα με τον  παρόντα νόμο, μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας,  σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις  Η αίτηση αναίρεσης εκδικάζεται εντός τριμήνου από την  ημερομηνία κατάθεσής της στο Συμβούλιο της Επικρατείας και εκδίδεται απόφαση εντός τεσσάρων  μηνών από τη συζήτησή της», στο άρθρο 70 παρ  2 ότι «Από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος  καταργούνται : α) Ο ν  2867/2000… πλην των… καθώς και των διατάξεων που αφορούν στον  τομέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών…» και στο άρθρο 74 ότι «Η ισχύς του παρόντος νόμου  αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται…»

6  Επειδή, στον ανωτέρω Κανονισμό (απόφαση 268/73/2002) της Ε Ε Τ Τ  ορίζεται, στο άρθρο 1,  ότι «1  Σκοπός της παρούσας Απόφασης είναι η θέσπιση κανόνων σχετικά με τη διαδικασία  εκχώρησης και τη χρήση των ονομάτων χώρου (domain names) με κατάληξη  gr  2  Αντικείμενο  Εκχώρησης μπορεί να είναι αποκλειστικά και μόνο : α  Ονόματα Χώρου 2ου επιπέδου με κατάληξη   gr και β  Ονόματα Χώρου 3ου επιπέδου με κατάληξη  gr των οποίων μόνο το τρίτο επίπεδο είναι  Μεταβλητό Πεδίο  3  Η Ε Ε Τ Τ  είναι αποκλειστικά αρμόδια για την Εκχώρηση : α  Ονομάτων  Χώρου 2ου επιπέδου με κατάληξη  gr και β  Ονομάτων Χώρου 3ου επιπέδου με κατάληξη  gr των  οποίων μόνο το τρίτο επίπεδο είναι Μεταβλητό Πεδίο  4  …» και, στο άρθρο 2, ότι «Για την  εφαρμογή του παρόντος Κανονισμού, οι ακόλουθοι όροι έχουν την έννοια που τους αποδίδεται  κατωτέρω : … Εκχώρηση Ονόματος Χώρου με κατάληξη  gr : Η ατομική διοικητική πράξη με την  οποία η Ε Ε Τ Τ  χορηγεί σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης  συγκεκριμένου Ονόματος Χώρου 2ου επιπέδου με κατάληξη  gr ή Ονόματος Χώρου 3ου επιπέδου  με κατάληξη  gr, του οποίου μόνο το τρίτο επίπεδο είναι Μεταβλητό Πεδίο  Η Ε Ε Τ Τ  έχει την  αποκλειστική αρμοδιότητα εκχώρησης Ονομάτων Χώρου 2ου επιπέδου με κατάληξη  gr, των  οποίων μόνο το τρίτο επίπεδο είναι Μεταβλητό Πεδίο…»  Περαιτέρω, το άρθρο 3 του εν λόγω  Κανονισμού αναφέρεται στο περιεχόμενο του δικαιώματος επί ονομάτων χώρου με κατάληξη  gr,  ενώ στο άρθρο 5 ορίζεται ότι «1  Η Ε Ε Τ Τ  απορρίπτει Αίτηση Εκχώρησης στις εξής, περιοριστικά  αναφερόμενες, περιπτώσεις που αποτελούν απόλυτους λόγους απόρριψης : … 2  Η Ε Ε Τ Τ   απορρίπτει Αίτηση Εκχώρησης στις εξής, περιοριστικά αναφερόμενες, περιπτώσεις που αποτελούν  σχετικούς λόγους απόρριψης : α  Αν το συγκεκριμένο Όνομα Χώρου με κατάληξη  gr συντίθεται  από αλφαριθμητικά στοιχεία τα οποία συνθέτουν σημείο το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με  προηγούμενα δικαιώματα τα οποία έχουν τρίτοι, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο  β  …» και στο  άρθρο 6 ότι «1  Ένα Όνομα Χώρου με κατάληξη  gr διαγράφεται οριστικά με απόφαση της Ε Ε Τ Τ ,  η οποία κινείται αυτεπάγγελτα ή μετά από καταγγελία τρίτου, οσάκις συντρέχουν μια ή  περισσότερες από τις εξής περιοριστικά οριζόμενες περιπτώσεις : α  … β  Μετά από αμετάκλητη  απόφαση αρμόδιας αρχής ή δικαστηρίου… με την οποία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το ελληνικό  δίκαιο προγενέστερο δικαίωμα τρίτου στο Όνομα Χώρου με κατάληξη  gr ή σε σημείο από το  οποίο συντίθεται εν μέρει ή ολικά, το Όνομα Χώρου με κατάληξη  gr  γ  Αν συντρέχει λόγος που  δεν θα επέτρεπε την Εκχώρηση του συγκεκριμένου Ονόματος Χώρου με κατάληξη  gr σύμφωνα με  το άρθρο 5 ανωτέρω  δ  Αν το Όνομα Χώρου με κατάληξη  gr δεν χρησιμοποιείται στο Διαδίκτυο  για δύο (2) συνεχή έτη  ε  …»

7  Επειδή, η ρύθμιση της ανωτέρω παραγράφου 1 του άρθρου 67 του Ν  3431/2006, κατά την  οποία οι αποφάσεις της Ε Ε Τ Τ , ατομικού και κανονιστικού χαρακτήρα, υπόκεινται σε προσφυγή  ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καταλαμβάνει, ως ρύθμιση δικονομική, αναφερομένη  στην αρμοδιότητα δικαστηρίου, και τις εκκρεμείς ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας  υποθέσεις, εφ’ όσον δεν ορίζεται το αντίθετο στο νόμο αυτό

8  Επειδή, στο Σύνταγμα ορίζεται, στο άρθρο 94 παρ  1, ότι «Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και  τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την  επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου» και στο άρθρο 95 ότι «1  Στην  αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των  εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου  β) Η  μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως  νόμος ορίζει  γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ΄ αυτό  σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους  δ) Η επεξεργασία όλων των διαταγμάτων που έχουν  κανονιστικό χαρακτήρα  2

   3  Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του  Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση και τη  σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια  Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε  δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει  4  Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας  ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει

   5

   »

9  Επειδή, η θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως δικαστηρίου που δικάζει, σύμφωνα με την  ανωτέρω παράγραφο 1 περίπτ  α του άρθρου 95 του Συντάγματος, την αίτηση ακυρώσεως κατά  των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, είναι καίρια στο σύστημα του Κράτους Δικαίου  που καθιερώνει το Σύνταγμα, η δε γενική ακυρωτική δικαιοδοσία του δικαστηρίου τούτου δεν  αφήνεται από τον συντακτικό νομοθέτη στην απόλυτη διάθεση του κοινού νομοθέτη και,  συνεπώς, ο περιορισμός της διά της μεταφοράς κατηγοριών υποθέσεων προς εκδίκαση στα  τακτικά διοικητικά δικαστήρια, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από την άποψη της τηρήσεως των  συνταγματικών ορίων  Ειδικότερα, από τις μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη  συνταγματικές διατάξεις προκύπτουν τα ακόλουθα : Στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια  ανατίθεται, εκτός από τις διοικητικές διαφορές ουσίας που το ίδιο το Σύνταγμα αναθέτει σε άλλα  δικαστήρια, γενική αρμοδιότητα επί των διοικητικών διαφορών που πηγάζουν είτε από διοικητικές  συμβάσεις είτε από ενέργειες διοικητικών οργάνων που δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές  πράξεις και εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη  δικονομική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η  καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης που διέπεται από το  δημόσιο δίκαιο  Από την άλλη πλευρά, λόγω της γενικής ακυρωτικής αρμοδιότητας του  Συμβουλίου της Επικρατείας επί των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, ο νόμος, κατά  την έννοια των ανωτέρω άρθρων 94 παρ  1, 95 παρ  1 περίπτ  α΄ και 95 παρ  3 του Συντάγματος,  που πρέπει να ερμηνευθούν συνδυασμένα, μπορεί να αναθέτει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια,  όταν η διαφορά γεννάται από εκτελεστή διοικητική πράξη, μόνον ειδική αρμοδιότητα, για  συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, η φύση και η σπουδαιότητα των οποίων δεν επιβάλλει,  κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, την εκδίκασή τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας  Η κατά  τα ανωτέρω ανατιθέμενη στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αρμοδιότητα μπορεί να οργανωθεί  από τον νόμο είτε ως ακυρωτική, όταν το αίτημα ενώπιον του δικαστηρίου δεν μπορεί, σύμφωνα  με τον νόμο να έχει ως περιεχόμενο την τροποποίηση αλλά μόνο την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση  εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή την ακύρωση παραλείψεως προς έκδοση εκτελεστής  διοικητικής πράξεως, είτε ως αρμοδιότητα που εκτείνεται σε άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας, όταν  το αίτημα ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί, σύμφωνα με τον νόμο, να είναι, εκτός από την  ακύρωση, και η μεταρρύθμιση εκτελεστής διοικητικής πράξεως και, αντιστοίχως, το δικαστήριο  έχει, κατ΄ αρχήν, την εξουσία να διαμορφώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο της πράξεως ή του  δικαιώματος, της υποχρεώσεως ή της καταστάσεως που απορρέει από αυτή, μετά από διάγνωση  των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως (βλ  Ολ  ΣτΕ 3919/2010)

10  Επειδή, από τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις, όπως ερμηνεύθηκαν στην  προηγούμενη σκέψη, σε συνδυασμό και με την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών που  καθιερώνεται με το άρθρο 26 του Συντάγματος, προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται να οργανώνεται η  αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ως εκτεινόμενη σε άσκηση πλήρους  δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των κατηγοριών υποθέσεων που, κατ’ εκτίμηση της φύσεως και της  σπουδαιότητάς τους επιτρεπτώς μεταφέρονται σε αυτά, αφαιρούμενα από την ακυρωτική  αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον η άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας στις  συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων συνεπάγεται την υπεισέλευση της δικαστικής λειτουργίας  στην εκτελεστική επί θεμάτων για τα οποία είναι αυτή αποκλειστικώς αρμόδια  Τούτο δε συμβαίνει,  εκτός άλλων, και όταν, εν όψει του κατά το νόμο αντικειμένου της προσβαλλομένης ατομικής  διοικητικής πράξεως, των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοσή της και του χαρακτήρα  της έρευνας βάσει της οποίας μπορεί να διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών και  των συνεπειών, τις οποίες θα επέφερε η μεταρρύθμιση της πράξεως, η άσκηση πλήρους  δικαιοδοσίας, όπως διαγράφεται στη σκέψη 1, θα παραβίαζε τα όρια της ανατιθέμενης  αποκλειστικώς στα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας βάσει της αρχής της διακρίσεως των  λειτουργιών αρμοδιότητος

11  Επειδή, οι υποθέσεις που αναφέρονται στην αρμοδιότητα της Ε Ε Τ Τ  να εκχωρεί, βάσει των  προπαρατεθεισών διατάξεων, ονόματα χώρου με κατάληξη  gr, να απορρίπτει αιτήσεις  εκχωρήσεως και να διαγράφει ονόματα χώρου, επιτρεπτώς, από την άποψη των ορίων εξουσίας  εκτιμήσεως του νομοθέτη, αντιμετωπίζονται από αυτόν ως ήσσονος σημασίας, σύμφωνα με την  εκτεθείσα στις προηγούμενες σκέψεις έννοια των άρθρων 94 παρ  1 και 95 παρ  1 και 3 του  Συντάγματος  Συνεπώς, η μεταφορά στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με το άρθρο 67 παρ  1 του  Ν  3431/2006, της εν λόγω κατηγορίας υποθέσεων κινείται εντός των ορίων της συνταγματικώς  θεμιτής δράσεως του νομοθέτη  Εξ άλλου, οι διαφορές που ανακύπτουν από πράξεις της Ε Ε Τ Τ   κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της για εκχώρηση ονομάτων χώρου, απόρριψη αιτήσεων  εκχωρήσεως ή για διαγραφή ονόματος χώρου, επιτρεπτώς, κατά τις ανωτέρω συνταγματικές  διατάξεις, μεταφέρονται στο Διοικητικό Εφετείο ως ουσιαστικές και όχι ως ακυρωτικές  Τούτο δε  διότι οι διαφορές αυτές συνάπτονται με την ύπαρξη δικαιώματος επί συγκεκριμένου ονόματος  χώρου και με την έκταση του περιεχομένου αυτού, κατά το άρθρο 3 του προμνησθέντος  Κανονισμού, με τη μετατροπή δε των διαφορών αυτών σε ουσιαστικές ο νομοθέτης αναγνωρίζει  στο Διοικητικό Εφετείο την εξουσία, σε περίπτωση αποδοχής του ενδίκου βοηθήματος, να μη  περιορισθεί στην ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως αλλά να διαμορφώσει το ουσιαστικό  περιεχόμενο του εν λόγω δικαιώματος εν όψει, μάλιστα, της περιοριστικής απαριθμήσεως, στα  άρθρα 5 και 6 του ρηθέντος Κανονισμού, των λόγων απορρίψεως αιτήσεως εκχωρήσεως  ονόματος χώρου και των λόγων διαγραφής αυτού, εν όψει δηλαδή της μη αναγνωρίσεως στην  Ε Ε Τ Τ  διακριτικής ευχερείας ως προς τα ζητήματα αυτά, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κατά το  άρθρο 79 παρ   3 περ  γ του (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν  2717/1999, Α 97) Κώδικος  Διοικητικής Δικονομίας, δύναται, σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής και ακυρώσεως πράξεως  με την οποία απορρίπτεται αίτημα εκχωρήσεως ή, ως εν προκειμένω, διαγραφής ονόματος χώρου,  να μην αναπέμψει την υπόθεση στην Ε Ε Τ Τ , αλλά να κρίνει τελειωτικά επί του ζητήματος αυτού

12  Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, μετά την επίλυση του παραπεμφθέντος ζητήματος της  συνταγματικότητος του άρθρου 67 παρ  1 του Ν  3431/2006, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα,  στρεφόμενο κατά πράξεως της Ε Ε Τ Τ  με την οποία απορρίπτεται αίτημα διαγραφής ονόματος  χώρου κατά τις διατάξεις του προμνησθέντος Κανονισμού, αποτελεί προσφυγή ουσίας και πρέπει  να παραπεμφθεί προς εκδίκαση, κατά το άρθρο 34 του Ν  1968/1991 (Α 150), στο Διοικητικό  Εφετείο Αθηνών

Δ ι ά  τ α ύ τ α   Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα, κατά το σκεπτικό, και   Παραπέμπει το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, προκειμένου να εκδικασθεί ως προσφυγή ουσίας, στο  Διοικητικό Εφετείο Αθηνών

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου, 8 Απριλίου και 10 Ιουνίου 2011   Ο Πρόεδρος

  Η Γραμματέας   Π  Πικραμμένος

Μ  Παπαδοπούλου   και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 11ης Φεβρουαρίου 2013

Ο Πρόεδρος

 Η Γραμματέας   Κ  Μενουδάκος

   Μ  Παπασαράντη

919/2010 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 563507)

(ΕΔΔΔΔ 2011/323) Τηλεπικοινωνίες και χορήγηση άδειας κατασκευής κεραίας σταθμού ξηράς  Η παρ  1 του άρθρου  67 του ν  3431/2006, κατά την οποία οι αποφάσεις της ΕΕΤΤ υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του  Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον του ΣτΕ υποθέσεις  Η  διάταξη αυτή αντίκειται στο Σύνταγμα, όσον αφορά τις διαφορές που ανακύπτουν από την απ΄  ευθείας προσβολή κανονιστικών αποφάσεων της ΕΕΤΤ και τη μετατροπή τους από ακυρωτικές σε  διαφορές ουσίας  Οσον αφορά όμως τις ατομικές αποφάσεις της ΕΕΤΤ, η συνταγματικότητα ή μη  της μετατροπής των διαφορών από ακυρωτικές σε ουσίας εξετάζεται κατά περίπτωση  Αντίθετη  μειοψηφία  Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ  1122/2008 απόφαση  του Ε΄ Τμήματος

 Αριθμός 3919/2010   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ   ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2008, με την εξής σύνθεση: Κ   Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου και των αρχαιοτέρων  του Αντιπροέδρων, που είχαν κώλυμα, Ε  Γαλανού, Αγγ  Θεοφιλοπούλου, Δ  Πετρούλιας, Ν  Ρόζος,  Αθ  Ράντος, Ε  Σαρπ, Χ  Ράμμος, Δ  Μαρινάκης, Γ  Παπαγεωργίου, Μ  Καραμανώφ, Α   Σακελλαροπούλου, Α  Χριστοφορίδου, Μ -Ε  Κωνσταντινίδου, Α -Γ  Βώρος, Γ  Ποταμιάς, Μ   Γκορτζολίδου, Ε  Νίκα, Ι  Γράβαρης, Ε  Αντωνόπουλος, Γ  Τσιμέκας, Ι  Ζόμπολας, Σ  Μαρκάτης, Δ   Γρατσίας, Β  Καμπίτση, Β  Γρατσίας, Αντ  Ντέμσιας, Σ  Παραμυθιώτης, Φ  Ντζίμας, Σ   Χρυσικοπούλου, Η  Τσακόπουλος, Β  Καλαντζή, Μ  Σταματελάτου-Μπεριάτου, Σύμβουλοι, Σ   Βιτάλη, Β  Κίντζιου, Πάρεδροι  Γραμματέας ο Β  Μανωλόπουλος

Για να δικάσει την από 3 Δεκεμβρίου 2004 αίτηση:   των : 1  έως  και 72

  , οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Κώστα Διάκο (Α Μ  5419), που  τον διόρισαν με πληρεξούσιο,   κατά της ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής με την επωνυμία «Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και  Ταχυδρομείων (Ε Ε Τ Τ )», η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Βασ  Κονδύλη (Α Μ  13300), που τον  διόρισε με πληρεξούσιο,   και κατά της παρεμβαίνουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία           » και με το διακριτικό  τίτλο «          », που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (           ), η οποία παρέστη με τον  δικηγόρο Επαμ  Σπηλιωτόπουλο (Α Μ  643), που τον διόρισε με πληρεξούσιο

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπν της υπ΄ αριθμ   1122/2008 αποφάσεως του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να  επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ  284/15/30 5 2003  απόφαση του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, με την οποία  χορηγήθηκε άδεια κατασκευής κεραίας σταθμού ξηράς στην εταιρεία «

 » (αρ  Εγγραφής  Κεραίας         ) στον Πειραιά, καθώς και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση  εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Ν  Ρόζο

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και  προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους  πληρεξουσίους της παρεμβαίνουσας εταιρείας και της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και  Ταχυδρομείων, που ζήτησαν την απόρριψή της

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου  

κ α ι   Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α   σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α   Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο   1

Επειδή για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά  έντυπα γραμμάτια 1969870 και 1531273/2004 σειράς Α΄)

2  Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 284/15/30 5 2003 αποφάσεως της Εθνικής  Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε Ε Τ Τ ), με την οποία χορηγήθηκε άδεια  κατασκευής κεραίας σταθμού ξηράς στην εταιρεία «      » στη θέση «Δοκίμων»  στον Πειραιά  Υπέρ της αποφάσεως αυτής παρεμβαίνει η δικαιούμενη της ανωτέρω αδείας

3  Επειδή επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η 1122/2008 απόφαση του Ε΄ Τμήματος του  δικαστηρίου τούτου, με την οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με  την παρ  5 του άρθρου 100 του Συντάγματος, που προστέθηκε με το από 6 4 2001 Ψήφισμα της  Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, το ζήτημα αν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η διάταξη της παρ  1 του  άρθρου 67 του ν  3431/2006 (ΦΕΚ 13Α΄)

4  Επειδή, στο άρθρο 1 παρ  2 του ν  2801/2000 (Α΄ 46) ορίζεται ότι: «Α  Για την κατασκευή  κεραίας σταθμού στην ξηρά, που χρησιμοποιείται για την εκπομπή ή/και λήψη ηλεκτρομαγνητικής  ενέργειας

  απαιτείται άδεια, η οποία χορηγείται από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών

   Β  Πριν από νέα κατασκευή κεραίας ή τροποποίηση υφιστάμενης κατασκευής, ο κάτοχος του  σταθμού πρέπει να μεριμνήσει για την έκδοση της άδειας ή την τροποποίησή της

  ΙΒ  Όλες οι  κατασκευές κεραιών που έχουν εγκατασταθεί μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος, υποχρεούνται  σε αδειοδότηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου

 »  Ακολούθως, με το άρθρο 3  του Ν  2867/2000 (Α΄ 273) ορίστηκε στην παράγραφο 1 ότι «ο έλεγχος και η ρύθμιση του τομέα  των τηλεπικοινωνιών και η εποπτεία της τηλεπικοινωνιακής αγοράς ασκούνται από την Εθνική  Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε Ε Τ Τ ) η οποία αποτελεί την Εθνική Ρυθμιστική  Αρχή σε θέματα τηλεπικοινωνιών» και στην παράγραφο 2 ότι «η Ε Ε Τ Τ  είναι ανεξάρτητη  διοικητική αρχή με έδρα την Αθήνα που απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτελείας           »

 Περαιτέρω, στην παράγραφο 14 του ίδιου άρθρου προβλέπονται οι αρμοδιότητες οι οποίες  ανατίθενται στην Ε Ε Τ Τ  στο πλαίσιο της ανωτέρω αποστολής της και από τις οποίες οι πλείστες  συνίστανται στην έκδοση εκτελεστών ατομικών πράξεων ή αποφάσεων κανονιστικού  περιεχομένου, ορίζεται δε ότι, μεταξύ άλλων, η Ε Ε Τ Τ  είναι αρμόδια να χορηγεί τις άδειες  κατασκευής κεραιών σταθμών στην ξηρά, ασκώντας όλες τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο  άρθρο 1 του Ν  2801/2000, πλην αυτών που αφορούν τα πάρκα κεραιών και αυτών της  περίπτωσης ΙΑ΄ της παρ  2 του άρθρου 1 του Ν  2801/2000 (περ  κ) και να εκδίδει κανονιστικές ή  ατομικές πράξεις, δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δια των οποίων ρυθμίζεται  κάθε διαδικασία και λεπτομέρεια σε σχέση με τις αρμοδιότητές της που αναφέρονται στην  παράγραφο αυτή (περ  κη)  Εξάλλου, στον ν  3431/2006 (Α΄ 13), ο οποίος δημοσιεύθηκε μετά την  κατάθεση της υπό κρίση αιτήσεως ακυρώσεως, ορίζεται, στο άρθρο 1 παρ  1 ότι «Οι διατάξεις του  παρόντος νόμου καθορίζουν το πλαίσιο παροχής δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υπηρεσιών  ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συναφών ευκολιών και συναφών υπηρεσιών εντός της Ελληνικής  Επικράτειας, ενσωματώνοντας συγχρόνως και τις οδηγίες 2002/19/ΕΚ, 2002/20/ΕΚ, 2002/21/ΕΚ,  2202/22/ΕΚ και 2002/77/ΕΚ», στο άρθρο 6 ότι «1         ο έλεγχος, η ρύθμιση και η εποπτεία της  αγοράς των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ασκούνται από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και  Ταχυδρομείων (Ε Ε Τ Τ ), η οποία αποτελεί την Εθνική Ρυθμιστική Αρχή (ΝRA) σε θέματα παροχής  δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συναφών ευκολιών και συναφών υπηρεσιών  και είχε συσταθεί με το ν  2246/1994

   2  Η Ε Ε Τ Τ  είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή με έδρα  την Αθήνα και απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας

  3   »  Στο άρθρο 12  προβλέπονται οι αρμοδιότητες της Ε Ε Τ Τ , από τις οποίες οι περισσότερες συνίστανται σε έκδοση  εκτελεστών ατομικών πράξεων και αποφάσεων κανονιστικού περιεχομένου και στις οποίες  περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η χορήγηση των αδειών κατασκευής κεραιών σταθμών στην ξηρά  σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και η έκδοση κάθε αναγκαίας κανονιστικής πράξεως για την  άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η οποία περιλαμβάνει ιδίως τη διαδικασία χορηγήσεως της άδειας  κατασκευής, τους όρους συνεγκαταστάσεως ή από κοινού χρήσεως ευκολιών, τις προϋποθέσεις  ταυτοποιήσεως της κάθε κατασκευής κεραίας, τις διαδικασίες τροποποιήσεως ή ανακλήσεως των  αδειών

   (περ  λβ΄)  Περαιτέρω στο άρθρο 31 του ίδιου νόμου προβλέπονται σχετικά με την  εγκατάσταση των ανωτέρω κεραιών, μεταξύ άλλων, ότι : «για την τοποθέτηση εγκαταστάσεων  κεραιών και συναφών κατασκευών δεν απαιτείται η έκδοση οικοδομικής άδειας, αλλά έγκριση, που  χορηγείται από την αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία, ύστερα από έλεγχο των δικαιολογητικών, που  καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων» (παρ   13), καθώς και ότι «για τους προϋφιστάμενους της ισχύος του παρόντος σταθμούς, οι οποίοι είναι  εφοδιασμένοι με Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων, απαιτείται η υποβολή στην Ε Ε Α Ε  μελέτης  ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών της κεραίας, σύμφωνα με τα όρια ασφαλούς έκθεσης του  κοινού, κατά τις παραγράφους 9 και 10 και η αδειοδότηση από την Ε Ε Τ Τ , εντός δώδεκα μηνών  από την έναρξη ισχύος του παρόντος  Η ως άνω προθεσμία δύναται να παραταθεί με απόφαση του  Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών  Για τους σταθμούς αυτούς διατηρούνται σε ισχύ οι  χορηγηθείσες περιβαλλοντικές και πολεοδομικές εγκρίσεις

  » (παρ  20)  Τέλος, στο άρθρο 67 του  ίδιου νόμου ορίζεται ότι «1  Οι αποφάσεις της Ε Ε Τ Τ  υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του  Διοικητικού Εφετείου Αθηνών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα ημερών από τη  δημοσίευσή τους, προκειμένου περί κανονιστικών αποφάσεων ή την κοινοποίησή τους σε κάθε  άλλη περίπτωση  2  Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν  αναστέλλουν την εκτέλεση των ανωτέρω αποφάσεων εκτός κι αν, μετά από αίτηση του  προσφεύγοντος, το δικαστήριο, με αιτολογημένη απόφασή του, αναστείλει εν όλω ή εν μέρει την  εκτέλεση της πράξης, εφαρμόζοντας τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ως  ισχύει  3  Η προσφυγή εκδικάζεται εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα κατάθεσής της και  εκδίδεται απόφαση εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την εκδίκασή της  Αναβολή της  συζήτησης είναι δυνατή μόνο μία φορά και για σπουδαίο λόγο, ο δε επαναπροσδιορισμός της δίκης  δεν απέχει περισσότερο από ένα μήνα από την αρχική δικάσιμο, εκτός κι αν υφίσταται περίπτωση  συνεκδίκασης περισσότερων προσφυγών  4  Κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου  Αθηνών, που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναίρεσης  ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις  Η αίτηση αναίρεσης  εκδικάζεται εντός τριμήνου από την ημερομηνία κατάθεσή της στο Συμβούλιο της Επικρατείας και  εκδίδεται απόφαση εντός τεσσάρων μηνών από τη συζήτησή της», στο άρθρο 70 παρ  2 ότι «Από  της ενάρξεως ισχύος του παρόντος καταργούνται: α) Ο ν  2867/2000

  πλην των

   καθώς και  των διατάξεων που αφορούν στον τομέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών

 » και στο άρθρο  74 ότι «Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της  Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται

  »

5  Επειδή η ρύθμιση της ανωτέρω παραγράφου 1 του άρθρου 67 του ν  3431/2006, κατά την  οποία οι αποφάσεις της Ε Ε Τ Τ , ατομικού και κανονιστικού χαρακτήρα, υπόκεινται σε προσφυγή  ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καταλαμβάνει, ως αναφερόμενη στην αρμοδιότητα  δικαστηρίου, δηλαδή ως ρύθμιση δικονομική, και τις εκκρεμείς ενώπιον του Συμβουλίου της  Επικρατείας υποθέσεις, εφ΄ όσον δεν ορίζεται το αντίθετο στο νόμο αυτό

6  Επειδή, στο Σύνταγμα ορίζεται, στο άρθρο 94 παρ  1 ότι «Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και  τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την  επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου» και στο άρθρο 95 ότι «1  Στην  αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των  εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου  β) Η  μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως  νόμος ορίζει  γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ΄ αυτό  σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους  δ) Η επεξεργασία όλων των διαταγμάτων που έχουν  κανονιστικό χαρακτήρα  2

3  Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του  Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση και τη  σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια  Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε  δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει  4  Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας  ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει

  5

   »

7  Επειδή, η θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως δικαστηρίου που δικάζει, σύμφωνα με την  ανωτέρω παράγραφο 1 περίπτ  α του άρθρου 95 του Συντάγματος, την αίτηση ακυρώσεως κατά  των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, είναι καίρια στο σύστημα του Κράτους Δικαίου  που καθιερώνει το Σύνταγμα, η δε γενική ακυρωτική δικαιοδοσία του δικαστηρίου τούτου δεν  αφήνεται από τον συντακτικό νομοθέτη στην απόλυτη διάθεση του κοινού νομοθέτη και,  συνεπώς, ο περιορισμός της δια της μεταφοράς κατηγοριών υποθέσεων προς εκδίκαση στα  τακτικά διοικητικά δικαστήρια, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από την άποψη της τηρήσεως των  συνταγματικών ορίων  Ειδικότερα από τις μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη  συνταγματικές διατάξεις προκύπτουν τα ακόλουθα : Στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια  ανατίθεται, εκτός από τις διοικητικές διαφορές ουσίας που το ίδιο το Σύνταγμα αναθέτει σε άλλα  δικαστήρια, γενική αρμοδιότητα επί των διοικητικών διαφορών που πηγάζουν είτε από διοικητικές  συμβάσεις είτε από ενέργειες διοικητικών οργάνων που δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές  πράξεις και εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη  δικονομική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η  καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης που διέπεται από το  δημόσιο δίκαιο  Από την άλλη πλευρά, λόγω της γενικής ακυρωτικές αρμοδιότητας του  Συμβουλίου της Επικρατείας επί των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, ο νόμος, κατά  την έννοια των ανωτέρω άρθρων 94 παρ  1, 95 παρ  1 περίπτ  α΄ και 95 παρ  3 του Συντάγματος,  που πρέπει να ερμηνευθούν συνδυασμένα, μπορεί να ανατεθεί στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια,  όταν η διαφορά γεννάται από εκτελεστή διοικητική πράξη, μόνον ειδική αρμοδιότητα, για  συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, η φύση και η σπουδαιότητα των οποίων δεν επιβάλλει,  κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, την εκδίκασή τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας  Η κατά  τα ανωτέρω ανατιθέμενη στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αρμοδιότητα μπορεί να οργανωθεί  από τον νόμο είτε ως ακυρωτική, όταν το αίτημα ενώπιον του δικαστηρίου δεν μπορεί, σύμφωνα  με τον νόμο να έχει ως περιεχόμενο την τροποποίηση αλλά μόνο την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση  εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή την ακύρωση παραλείψεως προς έκδοση εκτελεστής  διοικητικής πράξεως, είτε ως αρμοδιότητα που εκτείνεται σε άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας, όταν  το αίτημα ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί, σύμφωνα με τον νόμο, να είναι, εκτός από την  ακύρωση, και η μεταρρύθμιση εκτελεστής διοικητικής πράξεως και το δικαστήριο έχει, κατ΄  αρχήν, την εξουσία να διαμορφώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο της πράξεως ή του δικαιώματος,  της υποχρεώσεως ή της καταστάσεως που απορρέει από αυτή, μετά από διάγνωση των  πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως

8  Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 26 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1  Η νομοθετική λειτουργία  ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας  2  Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται  από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση  3  Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα  δικαστήρια  οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού» και με το άρθρο 43  ότι «1  Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει τα διατάγματα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση  των νόμων και δεν μπορεί ποτέ να αναστείλει την εφαρμογή τους ούτε να εξαιρέσει κανένα από  την εκτέλεσή τους  2  Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση  κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της   Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπονται  προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τακτικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα  τεχνικό ή λεπτομερειακό  4  Με νόμους που ψηφίζονται από την Ολομέλεια της Βουλής μπορεί να  παρέχεται εξουσιοδότηση έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων για τη ρύθμιση των θεμάτων που  καθορίζονται σ΄ αυτούς σε γενικό πλαίσιο  Με τους νόμους αυτούς καθορίζονται οι γενικές αρχές  και οι κατευθύνσεις της ρύθμισης που πρέπει να ακολουθηθεί και τίθενται χρονικά όρια για τη  χρήση της εξουσιοδότησης  5  Τα κατά το άρθρο 72 παράγραφος 1 θέματα της αρμοδιότητας της  Ολομέλειας της Βουλής δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο εξουσιοδότησης κατά την  προηγούμενη παράγραφο»

Με την πρώτη από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις θεσπίζεται η  αρχή της διακρίσεως των λειτουργών ενώ με τη δεύτερη επιτρέπεται, κατά διασταύρωση της  νομοθετικής λειτουργίας με την εκτελεστική, η θέσπιση κανόνων δικαίου, δηλαδή η άσκηση  νομοθετικής αρμοδιότητας, όχι από τα αρμόδια προς τούτο όργανα αλλά με διοικητικές πράξεις  εκδιδόμενες από τα όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας, εφ΄ όσον έχουν προς τούτο  εξουσιοδοτηθεί με τυπικό νόμο στις περιπτώσεις των παρ  2 και 4  Από τις αναφερόμενες,  επομένως, στη σκέψη 5 διατάξεις του Συντάγματος, όπως ερμηνεύθηκαν στη σκέψη 6,  ερμηνευόμενες περαιτέρω σε συνδυασμό και με τις παρατιθέμενες στην παρούσα σκέψη  συνταγματικές διατάξεις, προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται να οργανώνεται η αρμοδιότητα των  τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ως εκτεινόμενη σε άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας για την  εκδίκαση των κατηγοριών υποθέσεων που, κατ΄ εκτίμηση της φύσεως και της σπουδαιότητάς  τους, επιτρεπτώς μεταφέρονται σε αυτά, αφαιρούμενα από την ακυρωτική αρμοδιότητα του  Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον η άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας στις συγκεκριμένες  κατηγορίες υποθέσεων συνεπάγεται την υπεισέλευση της δικαστικής λειτουργίας στην εκτελεστική  επί θεμάτων για τα οποία είναι αυτή αποκλειστικώς αρμόδια: Α) Λόγω ρητής συνταγματικής  προβλέψεως, όπως στην περίπτωση της προσβολής κανονιστικών διοικητικών πράξεων,  δεδομένου ότι με αυτές αναγνωρίζονται δικαιώματα ή επιβάλλονται υποχρεώσεις ή ρυθμίζονται  καταστάσεις απροσώπως και, συνεπώς, η μεταρρύθμισή τους από το δικαστή, συνεπαγόμενη τη  διαμόρφωση των ρυθμιζόμενων δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή καταστάσεων από το δικαστή, η  οποία μόνον απροσώπως θα ήταν δυνατή, θα συνιστούσε θέσπιση νέας κανονιστικής διοικητικής  πράξεως, για την οποία όμως αρμόδια είναι μόνο τα προβλεπόμενα από το άρθρο 43 του  Συντάγματος όργανα της εκτελεστικής εξουσίας  Τούτου έπεται ότι η μετατροπή των διαφορών  αυτών σε ουσιαστικές θα προσέκρουε στις συνταγματικές αυτές διατάξεις διότι θα είχε ως  αποτέλεσμα την άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητας των ανωτέρω διοικητικών οργάνων από  τα διοικητικά δικαστήρια  Ο έλεγχος, συνεπώς, των διοικητικών πράξεων, όταν προσβάλλονται  ευθέως, είναι δυνατός μόνον ακυρωτικώς, κατ΄ αυτόν δε εξετάζεται α) αν η εξουσιοδοτική  διάταξη είναι σύμφωνη προς συνταγματικές ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, β) αν τηρήθηκε η  προβλεπόμενη από την εξουσιοδοτική διάταξη διαδικασία εκδόσεως της κανονιστικής πράξεως, γ)  αν το περιεχόμενο της κανονιστικής ρυθμίσεως ευρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής  διατάξεως και δ) αν η κανονιστική ρύθμιση είναι σύμφωνη προς συνταγματικές ή υπερνοθετικής  ισχύος διατάξεις  Και Β) Οταν εν όψει του κατά το νόμο αντικειμένου της προσβαλλομένης  ατομικής διοικητικής πράξεως, των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοσή της και του  χαρακτήρα της έρευνας βάσει της οποίας μπορεί να διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων  αυτών και των συνεπειών, τις οποίες θα επέφερε η μεταρρύθμιση της πράξεως, η άσκηση πλήρους  δικαιοδοσίας, όπως διαγράφεται στη σκέψη 4, θα παραβίαζε τα όρια της ανατιθέμενης  αποκλειστικώς στα όργανα της Διοικητικής κρατικής εξουσίας βάσει της αρχής της διακρίσεως των  λειτουργιών  Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ε  Γαλανού, Α  Ράντου, Ε  Σαρπ, Μ -Ε   Κωνσταντινίδου, Α -Γ  Βώρου, Γ  Ποταμιά, Ι  Ζόμπολα, Σ  Μαρκάτη, Β  Γρατσία, Σ  Παραμυθιώτη,  Φ  Ντζίμα, Σ  Χρυσικοπούλου και Β  Καλαντζή καθώς και της Παρέδρου Σ  Βιτάλη, όταν ο  νομοθέτης επιθυμεί να καταστήσει αρμόδια τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια για την εκδίκαση  κατηγοριών υποθέσεων που ανήκουν στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της  Επικρατείας και πηγάζουν από την προσβολή ατομικών εκτελεστών διοικητικών πράξεων,  δεσμεύεται μόνον από το κριτήριο της σπουδαιότητας και της φύσεως των ανωτέρω υποθέσεων   αν δε αυτές, κατ΄ εκτίμησιν του ανωτέρω κριτηρίου, επιτρεπτώς υπάγονται στα τακτικά  διοικητικά δικαστήρια, τότε είναι ελεύθερος να οργανώσει την αρμοδιότητά τους αυτή είτε ως  ακυρωτική είτε ως πλήρους δικαιοδοσίας

9  Επειδή, περαιτέρω, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 67 του ν  3431/2006  συνάγεται συναφώς ότι οι ένδικες διαφορές που ανακύπτουν από οποιαδήποτε απόφαση,  κανονιστική ή ατομική, της Ε Ε Τ Τ  καθίστανται διαφορές πλήρους δικαιοδοσίας  Η ρύθμιση αυτή,  σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, είναι αντίθετη στις προπαρατιθέμενες  συνταγματικές διατάξεις καθ΄ όσον αφορά τη μετατροπή των διαφορών που ανακύπτουν από την  απ΄ ευθείας προσβολή κανονιστικών αποφάσεων της Ε Ε Τ Τ  από ακυρωτικές σε διαφορές ουσίας   Καθ΄ όσον δε αφορά τις διαφορές, οι οποίες ανακύπτουν από την προσβολή ατομικών αποφάσεων  που η Ε Ε Τ Τ  εκδίδει, η συνταγματικότητα ή μη της μετατροπής τους από ακυρωτικές σε ουσίας  είναι εξεταστέα για κάθε κατηγορία των αποφάσεων αυτών εν όψει του κατά τις διατάξεις του ν   3431/2006 αντικειμένου τους, των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοσή τους, του  χαρακτήρα της έρευνας βάσει της οποίας μπορεί να διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων  αυτών και των συνεπειών, τις οποίες θα επέφερε η μεταρρύθμισή τους, κατά τα αναφερόμενα στην  προηγούμενη σκέψη  Κατά τη γνώμη όμως του Προεδρεύοντος αντιπροέδρου, των Συμβούλων Α   Θεοφιλοπούλου, Ν  Ρόζου, Χ  Ράμμου, Μ  Καραμανώφ, Α  Σακελλαροπούλου, Α  Χριστοφορίδου, Μ   Γκορτζολίδου, Ι  Γράβαρη, Σ  Μαρκάτη, Δ  Γρατσία, Α  Ντέμσια, Σ  Παραμυθιώτη, Η  Τσακόπουλου,  Μ  Σταματελάτου-Μπεριάτου και της Παρέδρου Β  Κίντζιου, η ανωτέρω ρύθμιση είναι στο σύνολό  της αντίθετη προς τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, εφ΄ όσον με αυτήν θεσπίζεται  αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για όλες συλλήβδην  τις αποφάσεις που εκδίδει η Ε Ε Τ Τ , κανονιστικές ή ατομικές, χωρίς να διαφοροποιούνται, από το  νομοθέτη, κατηγορίες των πράξεων αυτών σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια

10  Επειδή, μετά την επίλυση των ανωτέρω ζητημάτων, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί προς  περαιτέρω εκδίκαση στο Ε΄ Τμήμα

Διά ταύτα   Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα κατά το σκεπτικό

Αναπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση στο Ε΄ Τμήμα

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2009   Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος

  Ο Γραμματέας   Κ  Μενουδάκος

   Β  Μανωλόπουλος   και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 2010

Ο Πρόεδρος

Η Γραμματέας   Π  Πικραμμένος

Ε  Κουμεντέρη ς δίκης περιλαμβάνει τρία (3) στάδια  Στο πρώτο στάδιο, το δικαστήριο αποφαίνεται αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, με βάση τα κριτήρια της παρ  1 του άρθρου 57 του ανωτέρω νόμου  Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του ως άνω δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης αποτελεί ισχυρό – πλην μαχητό – τεκμήριο ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στον αιτούντα (βλ  Ε Δ Δ Α  Αθανασίου και λοιποί κατά Ελλάδος της 21 10 2010, Apicella κατά Ιταλίας της 29 3 2006, Scordino κατά Ιταλίας της 29 3 2006), αποφαίνεται, σε δεύτερο στάδιο, αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του ως άνω δικαιώματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου, να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ  Ε Δ Δ Α  Αναστασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 18 4 2013, Φεργαδιώτη – Ριζάκη κατά Ελλάδος της 18 4 2013, Ανδριανέσης κατά Ελλάδος της 10 2 2005, Αθανασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 28 4 2005, Αγαθός και λοιποί κατά Ελλάδος της 23 9 2004 και Θεοδωρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος της 15 7 2004)  Εάν, κατά το δεύτερο στάδιο, το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, προβαίνει, στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αφενός, στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη τη χρονική περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υποθέσεως, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, και, αφετέρου, στην επιβολή, σε βάρος του Δημοσίου, των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα, ειδικότερα, στις διατάξεις των παρ  2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του ν  4055/2012 (βλ , ενδεικτικώς, ΣτΕ Γ΄ Μονομελές 4467/2012, Δ΄ Μονομελές 1/2013 και 1856/2013, Στ΄ Μονομελές 3153/2013)

4  Επειδή, στην κρινομένη υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου, προκύπτουν τα εξής: Με την 50/10 01 2001 σύμβαση, υπογραφείσα μεταξύ του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ Σ ) του Ο Ν Α  και της αιτούσης εταιρείας, η τελευταία ανέλαβε να προμηθεύσει το ανωτέρω Ν Π Δ Δ , κατά τα έτη 1998-9, με χειμερινά είδη ιματισμού για τις ανάγκες του εργατοτεχνικού προσωπικού του, αντί του συνολικού ποσού των 17 402 970 δραχμών (14 478 200 δραχμές, πλέον Φ Π Α  18%)  Ως προθεσμία παραδόσεως ορίσθηκε διάστημα 30 ημερών από την υπογραφή της συμβάσεως  Ομως, στη συνέχεια και λόγω της μη εμπρόθεσμης παραδόσεως των εν λόγω ειδών, η προμηθεύτρια εταιρεία κηρύχθηκε έκπτωτη, με την από 63/20 03 2001 απόφαση του Δ Σ  του Οργανισμού  Κατά της αποφάσεως αυτής η αιτούσα άσκησε, ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 7 παρ  1 του ν  2839/2000 του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Αθηνών της Περιφέρειας Αττικής, την προβλεπομένη στο άρθρο 40 του Ενιαίου Κανονισμού Προμηθειών ΟΤΑ – ΕΚΠΟΤΑ (Α Υ  Εσωτ  111839/1993, Β΄ 185) ένσταση  Με την ένσταση προέβαλε αφενός ότι η ανωτέρω απόφαση περί εκπτώσεώς της εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ  2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας περί προηγουμένης ακροάσεως και αφετέρου νομικούς και πραγματικούς ισχυρισμούς αναγόμενους στην ερμηνεία της συμβάσεως και του νόμου σχετικά με τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως  Η ένσταση απορρίφθηκε ως ασκηθείσα εκπροθέσμως  Κατόπιν, όμως, προσφυγής της αιτούσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η σχετική απόφαση της Επιτροπής ακυρώθηκε με την 3923/2002 απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου, αφού κρίθηκε ότι η ένσταση ασκήθηκε εμπρόθεσμα, η δε υπόθεση αναπέμφθηκε στην ίδια Επιτροπή  Κατόπιν αυτών, η αιτούσα υπέβαλε την 1133/27 11 2002 αίτηση για την επανεξέταση της ενστάσεώς της σε συμμόρφωση προς τα κριθέντα, και η Επιτροπή, με την 4/26 02 2003 απόφασή της (θέμα 9ο), ακύρωσε την εν λόγω 63/2001 απόφαση του Οργανισμού, κατ’ αποδοχή του λόγου της ενστάσεως περί μη προηγουμένης κλήσεως της προμηθεύτριας εταιρείας  Προσφυγή του Ο Ν Α  κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως της Επιτροπής απορρίφθηκε με την 3322/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών  Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο, αφού απέρριψε τους λόγους της προσφυγής περί κατά χρόνον αναρμοδιότητος της εν λόγω Επιτροπής καθώς και περί μη νομίμου συγκροτήσεως και συνθέσεως αυτής, έκρινε, κατ’ αποδοχή σχετικού λόγου, ότι η επίδικη πράξη δεν ήταν νομίμως αιτιολογημένη, με τη σκέψη ότι δεν απαιτείτο κατά το νόμο η ακρόαση της προμηθεύτριας εταιρείας, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση καλύπτεται από τις διατάξεις της συμβάσεως και του Κανονισμού που προβλέπουν τη δυνατότητα του προμηθευτή να υποβάλει στον Οργανισμό αίτημα παρατάσεως της προθεσμίας παραδόσεως, σε περίπτωση δε που κηρυχθεί έκπτωτος, να ασκήσει ένσταση ενώπιον της Επιτροπής, προβάλλοντας ουσιαστικούς και νομικούς λόγους  Ομως, ακολούθως, το Δικαστήριο, αντί να δεχθεί την προσφυγή και να ακυρώσει την πράξη της Επιτροπής, προχώρησε στην εξέταση και των λοιπών λόγων που είχαν προβληθεί με την ως άνω ένσταση και έκρινε ότι μη νομίμως ο Οργανισμός κήρυξε έκπτωτη την εταιρεία, προτού αποφανθεί το Διοικητικό του Συμβούλιο επί σχετικού αιτήματός της για παράταση της προθεσμίας παραδόσεως των επιδίκων ειδών  Στις 6 6 2005 κατατέθηκε στην Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών αίτηση αναιρέσεως, με την οποία ο Οργανισμός Νεολαίας και Αθλησης Δήμου Αθηναίων ζήτησε την αναίρεση της ανωτέρω αποφάσεως του εν λόγω δικαστηρίου, κατά το μέρος που με αυτήν είχε γίνει δεκτή η προσφυγή της αιτούσης εταιρείας  Η αίτηση περιήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 4 7 2005 (αριθ  πρωτ  4645/2005), συμπληρώθηκε δε μεταγενεστέρως με δύο δικόγραφα προσθέτων λόγων, στις 24 2 2006 (αριθ  πρωτ  190/2006) και στις 14 11 2006 (αριθ  πρωτ  832/2006), αντιστοίχως, ενώ, καταργηθέντος του ως άνω Οργανισμού, η δίκη συνεχίσθηκε από τον Οργανισμό Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων  Αρχική δικάσιμος για τη συζήτηση της εν λόγω αιτήσεως ορίσθηκε η 3 4 2006 ενώπιον της πενταμελούς συνθέσεως του Στ΄ Τμήματος  Η εκδίκαση της υποθέσεως αναβλήθηκε στη συνέχεια αυτεπαγγέλτως διαδοχικώς δεκαπέντε φορές και η υπόθεση συζητήθηκε τελικώς στις 17 12 2012, ενώ στις 4 3 2013 δημοσιεύθηκε η 895/2013 απόφαση του Στ΄ Τμήματος  Με την απόφαση αυτή κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι, κατά την έννοια της διατάξεως της παρ  3 του άρθρου 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε περίπτωση που το διοικητικό δικαστήριο, δικάζοντας προσφυγή ασκηθείσα κατά πράξεως οργάνου που έχει αποφανθεί επί ενδικοφανούς μέσου, κρίνει, κατ’ αποδοχή σχετικού λόγου της προσφυγής, ότι το εν λόγω όργανο είχε μη νομίμως δεχθεί έναν τυπικό λόγο χωρίς να έχει αποφανθεί επί των λοιπών λόγων που είχαν προβληθεί με το ενδικοφανές μέσο, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να δεχθεί την προσφυγή, να ακυρώσει την πράξη και, στη συνέχεια, να αναπέμψει την υπόθεση στο εκδόν διοικητικό όργανο, προκειμένου αυτό να ασκήσει την αρμοδιότητά του και να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής  Δεν μπορεί δε το Δικαστήριο, υποκαθιστώντας το διοικητικό όργανο σε μια μη ασκηθείσα εξουσία του, να αποφανθεί εκείνο το πρώτον επί των λόγων που είχαν προβληθεί με το ενδικοφανές μέσο και έμειναν αναπάντητοι  Με τα ως άνω δεδομένα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι ήταν αναιρετέα, για λόγο βασίμως προβαλλόμενο, η προσβληθείσα απόφαση, με την οποία το Διοικητικό Εφετείο, μετά την αποδοχή του λόγου της προσφυγής περί μη ανάγκης προηγουμένης ακροάσεως, δεν προέβη σε ακύρωση της πράξεως της Επιτροπής με την οποία είχαν κριθεί τα αντίθετα, αλλά, χωρίς να προβάλλεται σχετικός λόγος προσφυγής, προχώρησε το ίδιο στην εξέταση των ουσιαστικών λόγων της ενστάσεως επί των οποίων δεν είχε αποφανθεί η Επιτροπή  Ακολούθως, το Συμβούλιο της Επικρατείας ανήρεσε την ως άνω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου και, δικάζοντας την από 30 5 2003 προσφυγή του Οργανισμού, την έκανε δεκτή, ενόψει των ήδη γενομένων δεκτών από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο ως προς το δικαίωμα ακροάσεως της προμηθεύτριας εταιρείας, ακύρωσε την 4/2003 (θέμα 9ο) απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 7 παρ  1 του ν  2839/2000 του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Αθηνών της Περιφέρειας Αττικής, στη συνέχεια δε ανέπεμψε την υπόθεση στην ως άνω Επιτροπή, προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων που είχαν προβληθεί με την ένσταση της αιτούσης εταιρείας και δεν εξετάσθηκαν

5  Επειδή, από τα εκτεθέντα ανωτέρω προκύπτει ότι η διαδικασία για την εκδίκαση της αιτήσεως αναιρέσεως, που είχε ασκήσει ο Ο Ν Α  κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και της αιτούσης εταιρείας και για την οποία η τελευταία ζητεί εύλογη ικανοποίηση, διήρκεσε επτά έτη, οκτώ μήνες και είκοσι επτά ημέρες για ένα βαθμό δικαιοδοσίας  Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι η αιτούσα συνέβαλε με την συμπεριφορά της στην καθυστέρηση εκδικάσεως της υποθέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση, καθώς οι αναβολές συζητήσεως της υποθέσεως χορηγήθηκαν αυτεπαγγέλτως  Εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο, με το μεταγενέστερο της συζητήσεως υπόμνημα, που κατατέθηκε εντός της για το σκοπό αυτό χορηγηθείσης προθεσμίας, ισχυρίζεται ότι από την ως άνω χρονική περίοδο πρέπει να αφαιρεθούν τα χρονικά διαστήματα των δικαστικών διακοπών, οι οποίες, κατά το άρθρο 11 παρ  2 του ν  1756/1988 (Α΄ 35), διήρκεσαν από την 1η Ιουλίου έως την 15η Σεπτεμβρίου κάθε έτους και κατά τη διάρκεια των οποίων εκδικάζονται μόνον επείγουσες υποθέσεις  Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, όπως παγίως γίνεται δεκτό από τη νομολογία του Ε Δ Δ Α  (βλ , ενδεικτικώς, Ε Δ Δ Α  Ανώνυμος Τουριστική Εταιρεία Ξενοδοχεία Κρήτης κατά Ελλάδος 21 2 2008, Comingersoll S A  κατά Πορτογαλίας της 6 4 2000), τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να οργανώνουν το δικαστικό τους σύστημα κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζονται οι εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ  1 της Ε Σ Δ Α , μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έκδοση των αποφάσεων των αρμοδίων δικαιοδοτικών τους οργάνων μέσα σε εύλογη προθεσμία (βλ , ειδικότερα, για τα διαστήματα των δικαστικών διακοπών, Ε Δ Δ Α  Ξενόπουλος κατά Ελλάδος της 28 3 2002, ΣτΕ Δ΄ Μονομελές 2876/2013, Γ΄ Μονομελές 4467/2012)  Με την αυτή αιτιολογία είναι απορριπτέος και ο ομοίως υποβληθείς ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον οποίο από το εν λόγω χρονικό διάστημα πρέπει να αφαιρεθεί το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κωλυόταν η προετοιμασία των υποθέσεων, λόγω παρατεταμένης αδείας κυήσεως, τοκετού και λοχείας της βοηθού εισηγήτριας και μέχρι την αντικατάστασή της από άλλον βοηθό εισηγητή  Τέλος, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου, ότι στο χρονικό διάστημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την κρίση περί υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν πρέπει να συνυπολογισθούν οι καθυστερήσεις της διαδικασίας που οφείλονται στη διεξαγωγή εκλογών ή σε τυχόν απεργίες των δικηγόρων, είναι απορριπτέος, προεχόντως ως αόριστος, εφόσον δεν προσδιορίζονται με αυτόν τα χρονικά διαστήματα των εν λόγω καθυστερήσεων (βλ  ΣτΕ Δ΄ Μονομελές 2876/2013)  Περαιτέρω, ναι μεν το Συμβούλιο της Επικρατείας με την ως άνω απόφαση προέβη στην αντιμετώπιση δύο νομικών ζητημάτων, που αφορούσαν α) στο υποστατό, σύμφωνα με το άρθρο 190 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ Δ Δ , που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν  2717/1999, Α΄ 97), της 3324/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου και β) στην έκταση της εξουσίας του Διοικητικού Εφετείου κατά την εξέταση της προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ  1 του Κ Δ Δ , όμως με την αίτηση αναιρέσεως και τα δύο ως άνω δικόγραφα προσθέτων λόγων ο αναιρεσείων Οργανισμός έθετε σειρά ζητημάτων που αφορούσαν σε παραβιάσεις δικονομικών και ουσιαστικών εθνικών διατάξεων, τα οποία παρουσιάζουν ορισμένο βαθμό δυσκολίας  Τα ζητήματα αυτά έπρεπε να αντιμετωπισθούν σε επίπεδο εισηγήσεως πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, σύμφωνα με τους γενικούς δικονομικούς κανόνες που ισχύουν για τα υπαγόμενα στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας ένδικα μέσα (άρθρο 22 του π δ/τος 18/1989, Α΄ 8, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του ν  3900/2010, Α΄ 213)  Εξάλλου, το διακύβευμα της υποθέσεως ήταν καταρχήν σημαντικό για την αιτούσα εταιρεία (έκπτωσή της από σύμβαση)  Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, με βάση τα αναφερόμενα στο άρθρο 57 παρ  1 του ν  4055/2012 κριτήρια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το χρονικό διάστημα των επτά ετών, οκτώ μηνών και είκοσι επτά ημερών, για το οποίο ζητείται ικανοποίηση, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ούτε, άλλωστε, τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ  1 της Ε Σ Δ Α   Η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε, πράγματι, στην αιτούσα ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση δε της βλάβης αυτής κρίνεται δικαιολογημένη, ως δίκαιη ικανοποίηση, η επιδίκαση σε αυτήν ευλόγου χρηματικού ποσού

6  Επειδή, με την κρινομένη αίτηση, όπως παραδεκτώς συμπληρώθηκε με το εντός της χορηγηθείσης προθεσμίας υποβληθέν υπόμνημα, η αιτούσα ζητεί να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30 000) ευρώ, ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της προαναφερομένης παραβιάσεως του δικαιώματός της σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης  Ειδικότερα, η αιτούσα προβάλλει ότι το διακύβευμα της υποθέσεως είναι ιδιαίτερα σημαντικό γι’ αυτήν, διότι το αντικείμενο του διαγωνισμού που της κατακυρώθηκε (ύψους 17 402 970 δραχμών) με την ένδικη σύμβαση ήταν ιδιαίτερα μεγάλο για μία μικρομεσαία επιχείρηση, όπως αυτή, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα της ανατέθηκαν και άλλες δύο προμήθειες από τον Ο Ν Α , για τις οποίες εκδόθηκαν οι 893 και 894/2013 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύψους 6 757 317 και 13 962 987 δραχμών, αντιστοίχως  Προβάλλει, επίσης, ότι από την κήρυξή της ως έκπτωτης υπέστη μεγάλη ζημία, διότι είχε, εν τω μεταξύ, κατασκευάσει και προσφέρει στον Ο Ν Α  όλα τα είδη που είχε αναλάβει να κατασκευάσει, για την αποζημίωσή της δε από τον Ο Ν Α  έχει ασκήσει την από 14 11 2003 αγωγή της, με την οποία ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να της καταβάλει εντόκως: α) ποσό 43 281,81 ευρώ, ως αντίτιμο της προμήθειας χειμερινών ειδών ιματισμού έτους 1998-9 του προσωπικού του, β) ποσό 337,96 ευρώ, για την προμήθεια που κατέβαλε η εταιρεία σε σχέση με την 18 488/21 12 2000 εγγυητική επιστολή της

, προς εξυπηρέτηση της ως άνω προμήθειας, γ) ποσό 86 563,62 ευρώ, ως διαφυγόν κέρδος, λόγω της μη εξοφλήσεως του τιμήματος της ως άνω προμήθειας, δ) ποσό 16 000 ευρώ, ως διαφυγόν κέρδος από τη μη εκμίσθωση σε τρίτους των αποθηκευτικών της χώρων, στους οποίους εναπόθεσε τα ως άνω είδη που αρνήθηκε να παραλάβει ο Ο Ν Α  και ε) ποσό 50 000 ευρώ, για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αθέτηση εκ μέρους του Ο Ν Α  της μεταξύ τους συμβάσεως  Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε τελικώς η 2453/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία το δικαστήριο ανέβαλε την εκδίκαση σε αόριστη δικάσιμο, έως ότου αποφανθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας επί της προκειμένης υποθέσεως, καθώς επίσης ότι η ως άνω αξίωση αποζημιώσεως κατά του Ο Ν Α  είναι ετεροειδής σε σχέση με την αιτούμενη αποζημίωση για δίκαιη ικανοποίηση  Η αιτούσα επισημαίνει, επίσης, ότι, ενόψει του διατακτικού της 895/2013 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, θα πρέπει να διέλθει η ίδια ξανά όλη τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 7 παρ  1 του ν  2839/2000 του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Αθηνών, του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και του Συμβουλίου της Επικρατείας, μέχρι να λυθεί αμετακλήτως η προκείμενη διαφορά  Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η καθυστέρηση εκδικάσεως της προκειμένης αιτήσεως αναιρέσεως προκάλεσε στην εταιρεία τεράστια ηθική βλάβη, που συνίσταται στην αγωνία, την ταλαιπωρία και την αβεβαιότητα που υπέστη καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, αλλά και στον κλονισμό της εμπορικής φήμης και πίστης της εταιρείας  Προβάλλεται, επίσης, ότι για την ορθή εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως, η εταιρεία είχε καταθέσει την 18488-8/29 12 2000 εγγυητική επιστολή της

 ποσού 1 740 297 δραχμών, η οποία είναι ακόμη σε ισχύ και για την οποία έχει δεσμεύσει το σχετικό ποσό σε τραπεζικό λογαριασμό και εξακολουθεί να πληρώνει προμήθεια  Προβάλλεται, τέλος, ότι ο Δήμος Αθηναίων, στον οποίο ανήκει, ως ν π δ δ , ο Ο Ν Α , λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη έκπτωση της εταιρείας από την επίδικη σύμβαση και τις λοιπές προμήθειες του Ο Ν Α  και τη μη αμετάκλητη δικαστική της ανατροπή για όλο το ως άνω χρονικό διάστημα, την απέκλεισε από όλες τις επόμενες προμήθειες  Το Ελληνικό Δημόσιο, με το ως άνω υπόμνημά του, προβάλλει ότι για τον καθορισμό του ύψους της τυχόν οφειλομένης δίκαιης ικανοποιήσεως πρέπει να ληφθεί υπόψη ιδίως το υπόλοιπο, πέραν του ευλόγου, χρονικό διάστημα διάρκειας της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ  2 του ν  4055/2012, καθώς επίσης το σημερινό βιοτικό επίπεδο της Χώρας και το διακύβευμα της υποθέσεως, δεδομένου ότι, ναι μεν αυτό συναρτάται με αστικής φύσεως αξιώσεις της αιτούσης, όμως, δεδομένου ότι για την ικανοποίηση αυτών η αιτούσα έχει ασκήσει σχετικές αγωγές ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αυτά ουδόλως υποχρεούνταν στην αναβολή εκδικάσεως των υποθέσεων, μέχρις περατώσεως των ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δικών, όπως έπραξαν, αλλά μπορούσαν να προβούν στην εκδίκασή τους, εξετάζοντας παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των προσβληθεισών δια των προσφυγών πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 80 του Κ Δ Δ   Για τους λόγους αυτούς, το Ελληνικό Δημόσιο προτείνει η τυχόν επιδικασθησομένη χρηματική ικανοποίηση να μην υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ

7  Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της υποθέσεως και τα λοιπά προσκομισθέντα στοιχεία, η αιτούσα κηρύχθηκε, με την 63/20 3 2001 απόφαση του Δ Σ  του Ο Ν Α , έκπτωτη από την επίδικη σύμβαση, επιβλήθηκαν δε εις βάρος της, ως κυρώσεις, μεταξύ άλλων, αφενός κατάπτωση μέρους της ως άνω εγγυητικής επιστολής (ποσού 1 474 820 δραχμών) και αφετέρου προσωρινός αποκλεισμός της από τις προμήθειες του Ο Ν Α  για διάστημα ενός έτους (κύρωση, η οποία επιβλήθηκε και με τις 64, 65/20 3 2001 αποφάσεις του Δ Σ  του Ο Ν Α , λόγω επίσης εκπτώσεως της εταιρείας από παρόμοιες με την προκείμενη συμβάσεις)  Εξάλλου, οι προσκομισθείσες από την αιτούσα 29/2002 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας και 1713/2002 και 219/2006 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (με τις οποίες μάλιστα έγιναν δεκτές, αντιστοίχως, αίτηση αναστολής και αιτήσεις ακυρώσεως της νυν αιτούσης εταιρείας) αφορούν σε αποφάσεις της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου Αθηναίων περί ματαιώσεως δύο διαγωνισμών με παρόμοιο με το επίδικο αντικείμενο και όχι σε αποφάσεις περί αποκλεισμού της εταιρείας από τους εν λόγω διαγωνισμούς  Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι, όταν έχει θεσμοθετηθεί εθνικό ένδικο βοήθημα δίκαιης ικανοποιήσεως, είναι δυνατή η επιδίκαση χαμηλοτέρων χρηματικών ποσών σε σχέση με εκείνα που θα επιδίκαζε το ίδιο σε ανάλογες υποθέσεις, εφόσον τα επιδικαζόμενα σε εθνικό επίπεδο ποσά δεν είναι πολύ κατώτερα ενός ευλόγου ορίου («unreasonable») και υπό τον όρο ότι οι σχετικές αποφάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σύμφωνες με τη νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο («standard of living») της συγκεκριμένης χώρας, εκδίδονται ταχέως, είναι αιτιολογημένες και εκτελούνται αμέσως (βλ , ενδεικτικώς, Ε Δ Δ Α  Dubjakova κατά Σλοβακίας της 10 10 2004, Scordino κατά Ιταλίας, ΣτΕ Στ΄ Μονομελές 3517/2013, Γ΄ Μονομελές 4467/2012)  Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να παραγνωρισθεί η προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής συνεχής πτώση, κατά τα τελευταία έτη, του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα, η οποία οφείλεται στο σοβαρότατο κλονισμό της δημοσιονομικής ισορροπίας του Ελληνικού Κράτους (βλ , ενδεικτικώς, ΣτΕ Στ΄ Μονομελές 3517/2013, Γ΄ Μονομελές 4467/2012)  Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, ενόψει και του ύψους της συμβάσεως, από την οποία κηρύχθηκε έκπτωτη η αιτούσα, κρίνει ότι πρέπει, κατά μερική παραδοχή της κρινομένης αιτήσεως, να επιδικασθεί σε αυτήν το ποσό των έξι χιλιάδων (6 000) ευρώ για ηθική βλάβη, να αποδοθεί δε σε αυτήν τμήμα του καταβληθέντος παραβόλου, ύψους εκατό ευρώ, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 9 του άρθρου 277 του Κ Δ Δ , και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει αποδοχής του ενδίκου βοηθήματος

Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αίτηση

Υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην αιτούσα το ποσό των έξι χιλιάδων (6 000) ευρώ, σύμφωνα με το αιτιολογικό

Διατάσσει την απόδοση στην αιτούσα τμήματος του καταβληθέντος παραβόλου, ανερχομένου σε εκατό (100) ευρώ και  Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 2013 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Ιανουαρίου 2014

Η Πάρεδρος

   Η Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος

 Φ  Γιαννακού

   Ελ  Γκίκα   Ν Σ   

1519/2013 ΣΤΕ ( 608353)  (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αναίρεση και απαράδεκτο αυτής λόγω ποσού της διαφοράς, εκτός αν ο αναιρεσείων προβάλει ότι  τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, επί του οποίου δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ  Λαθρεμπορία  και υπολογισμός των πολλαπλών τελών  Ο ευμενέστερος ή μη για τους φορολογουμένους  χαρακτήρας του νεοτέρου νόμου δεν κρίνεται γενικώς αλλά ενόψει της συγκεκριμένης  περιπτώσεως  Το αναιρεσείον δεν θέτει νομικό ζήτημα περί την ερμηνεία του άρθρου 150 παρ  1  του ν  2960/2001, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ 57 του ν  3583/2007, αλλά περί την  εφαρμογή του εν προκειμένω  Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη (επικυρώνει την υπ΄ αριθ   1348/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά)

   Αριθμός 1519/2013

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013 με την εξής σύνθεση: Ε  Γαλανού,  Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Α –  Γ  Βώρος, Γ  Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Α  Σδράκα, Ειρ  Σταυρουλάκη, Πάρεδροι  Γραμματέας η Α   Ζυγουρίτσα

Για να δικάσει την από 9 Μαρτίου 2011 αίτηση:   του Διευθυντή

, ο οποίος παρέστη με την Κωνσταντίνα Νασοπούλου, Πάρεδρο του  Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά του

  κατοίκου Παλλήνης Αττικής (οδός

   , ο  οποίος δεν παρέστη

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Διευθυντής επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ  1348/2009  απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ  Σταυρουλάκη

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Διευθυντή, η οποία ανέπτυξε  και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου 

κ α ι   Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α   Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο   1

Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή  παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 1348/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς,  καθ’ ό μέρος μ’ αυτήν, κατόπιν εν μέρει αποδοχής εφέσεως κατά της 79/2004 αποφάσεως του  Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, απορριπτικής προσφυγής του ανωτέρω, περιορίσθηκαν τα  αρχικώς επιβληθέντα από την τελωνειακή αρχή, με την 119/977/24-4-2000 πράξη του Διευθυντή  του, σε βάρος του ήδη αναιρεσιβλήτου  πολλαπλά τέλη λαθρεμπορίας από το εξαπλάσιο στο τριπλάσιο των διαφυγουσών  δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων

2  Επειδή, στο άρθρο 53 του π δ/τος 18/1989 (Α΄8), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ   1 ν 3900/2010 (Α’213) και ισχύει από 1 1 2011 για τις εφ’ εξής ασκούμενες αιτήσεις αναιρέσεως  ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσιεύσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (ΣτΕ 2177/2011,  4163, 1547, 2413/2012 επταμ ), ορίζεται ότι «3  Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν  προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό  δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της  προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου  ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου  4  Δεν επιτρέπεται  η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της  Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ  …»  Κατά την έννοια των διατάξεων  αυτών, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως, απαιτείται η συνδρομή των  προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων, ήτοι και του ελαχίστου ποσού της διαφοράς και  των αναφερομένων στην παρ 3 προϋποθέσεων (ΣτΕ 1873/2012 επταμ )  Επομένως, επί διαφοράς,  της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει τα 40 000 ευρώ, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή  μερικού απαραδέκτου της αιτήσεως του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους  ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους  προβαλλομένους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διατάξεως  νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την  επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου, μεταξύ άλλων, δεν  υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 915-6, 4877/2012 επταμ , 2302,  3375/2011 επταμ -πρβλ ΣτΕ 106, 196/2012 επταμ )

3  Επειδή, εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 150  παρ  1 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν  2960/2001, Α’ 265), όπως τροποποιήθηκε με το  άρθρο 1 παρ 57 του ν  3583/2007 (Α’ 142), περί διακυμάνσεως του ύψους των επιβλητέων επί  λαθρεμπορίας τελών από το τριπλάσιο έως το πενταπλάσιο των αντιστοίχων δασμοφορολογικών  επιβαρύνσεων είναι επιεικέστερη του άρθρου 97 παρ  3 του προϊσχύσαντος Τελωνειακού Κώδικα  (ν  1165/1918, Α’ 59) περί προσδιορισμού των ως άνω τελών από το διπλάσιο έως το δεκαπλάσιο  των δασμών, κατά το ότι περιορίζει το εν λόγω πλαίσιο επιμετρήσεως των τελών  Συνεπεία  τούτου, κατ’ εφαρμογή της προαναφερθείσης διατάξεως του ν  3583/2007, περιόρισε τα αρχικώς  επιβληθέντα από την τελωνειακή αρχή επίδικα τέλη από το εξαπλάσιο στο τριπλάσιο των  διαφυγουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων  Η υπό κρίση αίτηση, με την οποία, σύμφωνα με  το από 27-1-2011 σημείωμα της τελωνειακής αρχής, αμφισβητείται ποσό 2 064 164 ευρώ,  εμπίπτει, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (15-3-2011), στο πεδίο εφαρμογής της  προπαρατεθείσης διατάξεως του άρθρου 12 του ν  3900/2010  Με το εισαγωγικό δικόγραφο  προβάλλεται ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή λόγω ανυπαρξίας νομολογίας του Συμβουλίου της  Επικρατείας επί των ζητημάτων της επίδικης υποθέσεως  Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η ανωτέρω  διάταξη του ν 3583/2007 δεν είναι, εν προκειμένω, ευμενέστερη ως προς το κατώτατο όριο  επιβολής του πολλαπλού τέλους, εφ’όσον η αντίστοιχη διάταξη του ν 1165/1918 προέβλεπε ως  κατώτατο όριο το διπλάσιο του εν λόγω τέλους, καθώς και ότι η αναιρεσιβαλλομένη είναι  ανεπαρκώς αιτιολογημένη λόγω μη αναφοράς των κριτηρίων, βάσει των οποίων εχώρησε ο  περιορισμός των επιδίκων τελών  Ενόψει, όμως, του ότι ο ευμενέστερος ή μη για τους  φορολογουμένους χαρακτήρας του νεοτέρου νόμου δεν κρίνεται γενικώς αλλά ενόψει της  συγκεκριμένης περιπτώσεως (ΣτΕ 3936-7, 2382/2012, 1281/2011, 3403/2010, 2999, 1182/2007,  4194, 4181/2005, 4256/2001), με τους προαναφερθέντες λόγους αναιρέσεως αμφισβητείται αφ’  ενός η ορθότητα της κρίσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου περί του εάν η εφαρμογή, στην  συγκεκριμένη περίπτωση, του νεοτέρου ν  3583/2007 από το δικάσαν διοικητικό εφετείο ήγε στην  επιβολή ελαφροτέρας κυρώσεως σε σχέση με την αντιστοίχως επιβληθείσα από την τελωνειακή  αρχή κατ’ εφαρμογή του ν 1165/1918, αφ’ ετέρου η επάρκεια και πληρότητα της αιτιολογίας της  αναιρεσιβαλλομένης ως προς τη μείωση των επιδίκων τελών  Συνεπώς, εφ’ όσον το αναιρεσείον δεν  θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου νομικό ζήτημα περί την ερμηνεία της ως άνω διατάξεως αλλά περί  την εφαρμογή αυτής στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συντρέχουν οι δικονομικές προϋποθέσεις  παραδεκτού κατ’ άρθρο 12 του ν  3900/2010 της υπό κρίση αιτήσεως, η οποία είναι απορριπτέα  στο σύνολό της

Δ ι α  τ α ύ τ α   Απορρίπτει την αίτηση

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2013   Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος

Η Γραμματέας   Ε  Γαλανού

Α  Ζυγουρίτσα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Απριλίου 2013

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος

   Η Γραμματέας   Ε  Γαλανού

 Κ  Ανδρέου  

IV  ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ –ΕΚΤΑΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ  2334/2016 ΣΤΕ ( 685141)  (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Φορολογία ακίνητης περιουσίας  Αντικειμενικός προσδιορισμός της αξίας των ακινήτων με υπουργικές αποφάσεις, κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 41 του ν  1249/1982  Αναπροσαρμογή των τιμών ζωνών με την προσβαλλόμενη ΠΟΛ 1009/2016 υπουργική απόφαση  Ο φορολογούμενος ασκεί με έννομο συμφέρον αίτηση ακύρωσης κατά της σχετικής κανονιστικής ρύθμισης, κατά το μέρος που αφορά στη ζώνη εντός της οποίας βρίσκεται το ακίνητό του, προσκομίζοντας στοιχεία ιδιοκτησίας αναγόμενα στο οικείο έτος φορολογίας και αποδεικνύοντα την υποχρέωσή του για καταβολή ΤΑΠ και ΕΝΦΙΑ  Πότε είναι παραδεκτή η επίκληση και η προσκόμιση των στοιχείων που αποδεικνύουν το έννομο συμφέρον  Η απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης λόγω προσκόμισης των αποδεικτικών στοιχείων με το υπόμνημα και λόγω μη κατάθεσης γραμματίου καταβολής εισφορών δεν θα ήταν συμβατή με το άρθρο 20 παρ  1 του Συντάγματος  Η φορολογούμενη αξία της ακίνητης περιουσίας πρέπει να είναι πραγματική και όχι πλασματική  Ακύρωση από το ΣτΕ της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί στην αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών από το 2007  Ο καθορισμός της τιμής εκκίνησης για την επίμαχη ζώνη έγινε με την προσβαλλόμενη απόφαση κατά παράβαση της εξουσιοδοτικής διάταξης διότι δεν εχώρησε βάσει ειδικών κριτηρίων και με αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων  Η ακύρωση της επίδικης ρύθμισης δεν αναδράμει στο χρόνο έναρξης ισχύος της (21-5-2015) αλλά και στο χρόνο συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο  Δεκτή η αίτηση ακύρωσης

   6  Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 41 παρ  2 του ν  1249/1982 εκδόθηκε σειρά προεδρικών διαταγμάτων και, ακολούθως, μετά την τροποποίηση της διάταξης αυτής με το άρθρο 24 παρ  8 του ν  1828/1989, υπουργικών αποφάσεων, βάσει των οποίων ορίστηκε η έναρξη ισχύος του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων σε διάφορες περιοχές της χώρας και καθορίστηκαν οι τιμές εκκίνησης κατά ζώνες, καθώς και οι συντελεστές αυξομείωσης των τιμών   Από το έτος 1993 και εφεξής εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 41 παρ  1 εδάφιο τελευταίο του ν  1249/1982, όπως το εδάφιο τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ  18 του ν  1882/1990, υπουργικές αποφάσεις αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών στις περιοχές όπου ίσχυε το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού  Μετά την αναπροσαρμογή του έτους 2005 που έγινε με την  1122435/3634/00ΤΥ/Δ/2005 απόφαση των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών (Β’ 1982), οι αντικειμενικές αξίες αναπροσαρμόστηκαν (για τελευταία φορά, έως την έκδοση της προσβαλλομένης) με την 1020564/487/00ΤΥ/Δ/2007 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών «Αναπροσαρμογή τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των με οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων που βρίσκονται σε  περιοχές εντός σχεδίου όλων των περιφερειών της χώρας» (Β’ 269), με ισχύ από 1 3 2007, εκτός από τις τιμές εκκίνησης για τις ζώνες της δημοτικής κοινότητας Ψυχικού του δήμου Φιλοθέης- Ψυχικού, οι οποίες, κατόπιν και σχετικών ακυρωτικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθορίστηκαν με μεταγενέστερες υπουργικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και ΠΟΛ 1093/29 4 2013 (Β’ 1068), περί ανακαθορισμού της τιμής της Β ζώνης της εν λόγω δημοτικής κοινότητας  Εξάλλου, με την 1175023/3752/00ΤΥ/Δ/ΠΟΛ 1200/28 12 2010 (Β’ 2038) απόφαση του  Υπουργού Οικονομικών εντάχθηκαν το πρώτον στο αντικειμενικό σύστημα ορισμένες περιοχές, εντός 4 489 οικισμών της χώρας και καθορίστηκαν οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσης με ισχύ από 1 1 2011

  9  Επειδή, εν προκειμένω, καθένας από τους αιτούντες ασκεί την υπό κρίση αίτηση κατ’ επίκληση της ιδιότητάς του ως ιδιοκτήτη ακινήτου στην Γ ζώνη (της δημοτικής κοινότητας) Φιλοθέης του Δήμου Φιλοθέης-Ψυχικού  Εξάλλου, η εν λόγω ζώνη είχε τιμή εκκίνησης 4 350 ευρώ, πριν από την αναπροσαρμογή που διενεργήθηκε με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση  Ενόψει τούτων και των προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεως, η υπό κρίση αίτηση βάλλει, κατά τρόπο αρκούντως ειδικό και σαφή, κατά της ρύθμισης της παραγράφου 2α της επίδικης υπουργικής απόφασης [δηλαδή του πίνακα «Τιμές Ζώνης (Τ Ζ )»] με την οποία ορίστηκε (σε 4 350 ευρώ), χωρίς να μεταβληθεί, η τιμή εκκίνησης για την προαναφερόμενη ζώνη

10  Επειδή, η ως άνω προβαλλόμενη ιδιότητα του ιδιοκτήτη ακινήτου εντός της επίδικης ζώνης (και, περαιτέρω, του βαρυνόμενου με τους φόρους που προβλέπονται στα άρθρα 24 του ν  2130/1993 ή/και 1 επ  του ν  4223/2013) είναι κατ’ αρχήν ικανή να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον των αιτούντων για ακύρωση της κανονιστικής πράξης περί καθορισμού της τιμής εκκίνησης στη ζώνη στην οποία κείται η ιδιοκτησία τους, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 8  Και ναι μεν το καθ’ ού Δημόσιο ισχυρίζεται ότι οι αιτούντες στερούνται εννόμου συμφέροντος, διότι, εάν ακυρωθεί η προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση περί καθορισμού τιμής ζώνης, θα ισχύει η προηγούμενη, η οποία ορίζει την ίδια τιμή ζώνης, με συνέπεια να μην ωφελούνται οι αιτούντες από το ακυρωτικό αποτέλεσμα, αλλά ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι, ενόψει και των κριθέντων με τις αποφάσεις 4003/2014 και 4446/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, τυχόν ακύρωση της επίδικης κανονιστικής ρύθμισης δεν θα σήμαινε εφαρμογή για τους αιτούντες της προϊσχύσασας κανονιστικής ρύθμισης περί της τιμής εκκίνησης στην επίμαχη ζώνη, αλλά θα δημιουργούσε υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε νέο, νόμιμο (και επίκαιρο) καθορισμό της τιμής εκκίνησης των ακινήτων για την εν λόγω ζώνη, η  οποία ενδέχεται να είναι χαμηλότερη της οριζόμενης με την επίδικη πράξη

11  Επειδή, το π δ  18/1989 ορίζει, επιπλέον, στο εδάφιο β’ του άρθρου 33, ότι «Η συζήτηση γίνεται αποκλειστικά βάσει των δικογράφων και των εγγράφων που έχουν προσαχθεί προαποδεικτικώς », στο εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 25, ότι «Υπομνήματα των διαδίκων κατατίθενται στη Γραμματεία έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση » και, στο άρθρο 40, ότι «Κατά τα λοιπά [   ] εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [   ]», σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ  1 εδαφ  β’ του οποίου «Μαζί με τις προτάσεις, οι διάδικοι  πρέπει να καταθέσουν και [   ] όλα τα αποδεικτικά [   ] έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις τους » Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ο ασκών αίτηση ακυρώσεως οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου της αίτησής του, να επικαλεσθεί και να προσκομίσει με δικόγραφο, συγκεκριμένα δε, με το εισαγωγικό δικόγραφο, με δικόγραφο πρόσθετων λόγων ή με υπόμνημα που κατατίθεται έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση (ώστε, με βάση την αρχή της αντιμωλίας, να χορηγείται και  στον αντίδικο επαρκής δυνατότητα ελέγχου και αντίκρουσης), τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ιδιότητα (λ χ  του κυρίου ακινήτου) στην οποία στηρίζει το έννομο συμφέρον του (πρβλ  ΣτΕ Ολομ  4312/2015, 4731/2012, 1393/2003, 3802/2000 επταμ , Ολομ  3452/1998, καθώς και ΑΠ 1404/1996, 1229/2002 κ ά ), εφόσον βέβαια η ιδιότητα αυτή δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης  Συναφώς, δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό από το άρθρο 20 του  εσωτερικού Κανονισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση 19/2013 της Ολομέλειας σε συμβούλιο, Β’ 2462/2013), περί της πρωτοκόλλησης των δικογράφων και άλλων εγγράφων, όπως αιτήσεων, που κατατίθενται στο Δικαστήριο, αφενός διότι πρόκειται για διάταξη αφορώσα σε  ενέργεια του Δικαστηρίου (πρωτοκόλληση εγγράφων που του υποβάλλονται) και όχι στις δικονομικές υποχρεώσεις των διαδίκων και, αφετέρου, διότι η κατά τα ανωτέρω τεκμηρίωση από τον αιτούντα της ιδιότητας στην οποία θεμελιώνει το έννομο συμφέρον του, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης που έχει ασκήσει, διέπεται από τη δικονομία περί του Συμβουλίου της Επικρατείας (π δ  18/1989) και δεν αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης του εν λόγω Κανονισμού, σύμφωνα με τις σχετικές εξουσιοδοτικές διατάξεις των άρθρων 71 (παρ  1) του π δ   18/1989 και 82 (παρ  Α περ  9) του ν  1756/1988  Εξάλλου, ο διάδικος πρέπει να επικαλείται τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο (πρβλ  ΑΠ Ολομ  9/2000, 1808/2005,  658/2011 κ ά ), η δε επίκληση και προσκόμιση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων με υπόμνημα είναι απαράδεκτη, αν το υπόμνημα υπογράφεται όχι από δικηγόρο αλλά από τον διάδικο (βλ  λ χ  ΣτΕ 1222/2016, 3063/2013) ή αν δεν κατατεθεί σχετικό γραμμάτιο καταβολής εισφορών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 61 (παρ  1, 2 και 4) του ν  4194/2013 (πρβλ  ΣτΕ Ολομ  1858/2015)   16  Επειδή, με την 4003/2014 (εν μέρει οριστική και εν μέρει προδικαστική) απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η Διοίκηση είχε παραλείψει παρανόμως να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ  1 του ν  1249/1982 έκδοση πράξης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της χώρας  Περαιτέρω, το Δικαστήριο, έκρινε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 παρ  3α και 3β του π δ  18/1989, ότι έπρεπε, αντί να ακυρώσει την εν λόγω παράλειψη της Διοίκησης αναδρομικά από τη συντέλεσή της, να αναβάλει  την έκδοση οριστικής απόφασης και να χορηγήσει στη Διοίκηση προθεσμία έξι μηνών, προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να προβεί στην άνω οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια  Ακολούθως και δεδομένου ότι δεν εκδόθηκε, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, από τη Διοίκηση απόφαση περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, η Ολομέλεια, με την 4446/2015 απόφασή της, ακύρωσε την ως άνω παράλειψη της Διοίκησης και, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 παρ  3β του  π δ  18/1989, όρισε την 21 5 2015 ως χρονικό σημείο έναρξης του ακυρωτικού αποτελέσματος και της ουσιαστικής ισχύος της πράξης που έπρεπε να εκδώσει η Διοίκηση

 19  Επειδή, στο άρθρο 95 παρ  1 περ  α’ του Συντάγματος ορίζεται ότι στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκει η ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών  Περαιτέρω, με το άρθρο 22 του ν  4274/2014 (Α’ 147) προστέθηκε παράγραφος 3β στο άρθρο 50 του π δ  18/1989, η οποία ορίζει τα εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης » Η διάταξη αυτή αποδίδει, σε επίπεδο νόμου, δυνατότητα που έχει το Δικαστήριο, κατ’ ορθή ερμηνεία, απευθείας από τη μνημονευθείσα συνταγματική διάταξη (βλ  ΣτΕ Ολομ  4003/2014, 4446/2015)  20  Επειδή, η ισχύς της ακυρούμενης κανονιστικής ρύθμισης άρχισε την 21 5 2015 (βλ  παρ  5 της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης) και, επομένως, η ακύρωσή της αναδρομικά, από το χρονικό αυτό σημείο, θα είχε ως συνέπεια τη μη εφαρμογή της για τον υπολογισμό των φόρων (Τ Α Π  και ΕΝ Φ Ι Α ) που οφείλονται για το 2016 ως προς τα ακίνητα της επίδικης Γ ζώνης Φιλοθέης και, περαιτέρω, την εφαρμογή, για το ίδιο φορολογικό έτος, της νέας ρύθμισης περί τιμής ζώνης στην επίμαχη περιοχή, που υποχρεούται η Διοίκηση να θεσπίσει (βλ  ανωτέρω σκέψη 10), τηρώντας τους όρους των εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 41 του ν  1249/1982, όπως ερμηνεύθηκαν στη σκέψη 15  Ωστόσο, η εκπλήρωση από τη Διοίκηση της υποχρέωσης αυτής, η οποία είναι άδηλο εάν θα καταλήξει στη θέσπιση τιμής ζώνης διαφορετικής από την ακυρωθείσα (όπως άδηλη παρίσταται και η τυχόν διαφορά που θα προκύψει), απαιτεί ικανό χρόνο, κατά τον οποίο εγείρεται ο κίνδυνος αδυναμίας νόμιμης επιβολής και είσπραξης των σχετικών φόρων, ιδίως, δε, του ΕΝ Φ Ι Α , λόγω του κενού που δημιουργείται στο οικείο κανονιστικό πλαίσιο  Εξάλλου, ενόψει του σκεπτικού της παρούσας απόφασης, της φύσης της διαπιστωθείσας πλημμέλειας της επίδικης κανονιστικής ρύθμισης, της προσβολής με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διαφόρων άλλων ρυθμίσεων της παραγράφου 2α της επίδικης υπουργικής απόφασης, κατ’ επίκληση λόγου ακυρώσεως παρόμοιου με εκείνου που έγινε δεκτός στη σκέψη 18, και της δυνατότητας παρεμπίπτοντος δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας των κανονιστικών ρυθμίσεων περί τιμών ζώνης της ίδιας απόφασης, επ’ ευκαιρία ένδικων προσφυγών κατά ατομικών πράξεων καταλογισμού φόρου, παρόμοιος κίνδυνος ανακύπτει γενικότερα, όσον αφορά τους φόρους επί της ακίνητης περιουσίας  Η επέλευση του ανωτέρω κινδύνου μπορεί να παραβλάψει ουσιωδώς την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού και να προκαλέσει νέες, σοβαρές δημοσιονομικές αβεβαιότητες, η δε αποτελεσματική αποτροπή του εν λόγω κινδύνου, χάριν των απαιτήσεων της αξιόπιστου προγραμματισμού των οικονομικών της χώρας και της δημοσιονομικής τάξης της, συνδέεται με την εφαρμογή της παραγράφου 2α της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης για τον υπολογισμό του Τ Α Π  και του ΕΝ Φ Ι Α  του έτους 2016, η οποία προϋποθέτει την ισχύ της κατά την 1 1 2016 [κρίσιμος χρόνος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 (παρ  3) του ν  2130/1993 και των άρθρων 1 (παρ  1 και 4) και 4 (περ  Α παρ  1 εδαφ  α) του ν  4223/2013, αντίστοιχα]  Συνεκτιμώντας τα ανωτέρω, το Δικαστήριο, κατά τη στάθμιση των συμφερόντων των διαδίκων, αποδίδει μείζονα βαρύτητα στο επιτακτικό δημόσιο συμφέρον, που καθίσταται  ακόμα εντονότερο υπό τις παρούσες δημοσιονομικές συνθήκες, αποτροπής του κινδύνου ουσιώδους διαταραχής των φορολογικών εσόδων του Κράτους για το έτος (φορολογίας) 2016, και, συνακόλουθα, κρίνει, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 50 παρ  3β του π δ  18/1989, ότι η ακύρωση της επίδικης ρύθμισης της παραγράφου 2α της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης πρέπει να μην αναδράμει στο χρόνο έναρξης ισχύος της (21 5 2015), αλλά στις 8 6 2016, χρόνο συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο (πρβλ  ΣτΕ Ολομ  4446/2015, Ολομ  4741/2014,

Γερμανίας 23 6 2015 1 BvL 13, 14/11, σκέψεις 89-91, 17 12 2014 BvL 21/12, σκέψεις 286-292, 07 11 2006 BvL 10/02, σκέψη 203, 22 06 1995 2BvL 37/91, σκέψη 80, 25 09 1992 BvL 5, 8, 14/91, σκέψεις 101-110 και

Γαλλίας 20 6 2014 2014-404 QPC, σκέψη 13, 14 6 2013 2013-323 QPC, σκέψεις 10-12)

Διά ταύτα   Καταργεί τη δίκη ως προς τον αιτούντα υπ’ αριθμ  17

Απορρίπτει την αίτηση κατά το μέρος της που έχει ασκηθεί από τους αιτούντες υπ’ αριθμ  3, 6, 12, 15 και 16, στους οποίους επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, ύψους τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ  Δέχεται την κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που ασκείται από τους αιτούντες υπ’ αριθμ  1, 2, 4, 5, 7, 8, 9, 10, 11, 13 και 14

Ακυρώνει, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό, την υπ’ αριθ  ΠΟΛ  1009/18 1 2016 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β’ 48/20 1 2016), κατά το μέρος της με το οποίο ορίστηκε η τιμή εκκίνησης του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων της Γ Ζώνης (της δημοτικής κοινότητας) Φιλοθέης του Δήμου Φιλοθέης- Ψυχικού   Ορίζει ως χρόνο έναρξης του ακυρωτικού αποτελέσματος της παρούσας απόφασης την 8 6 2016   Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στους αιτούντες υπ’ αριθμ  1, 2, 4, 5, 7, 8, 9, 10, 11, 13  και 14 και επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη τους, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι  (920) ευρώ

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 27 και 28 Ιουνίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε  δημόσια συνεδρίαση της 16ης Νοεμβρίου 2016

Η Πρόεδρος του Β’ Τμήματος      Η Γραμματέας   Ε  Σάρπ Α  Ζυγουρίτσα

4600/2005 ΣΤΕ (403124)   (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΦΟΡΝ 2007/1287)  Αλλοδαποί  Η εγγραφή στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών γίνεται και όταν  συντρέχουν στο πρόσωπο του αλλοδαπού λόγοι που θα δικαιολογούσαν την απέλασή του  Προκειμένου περί αλλοδαπού, ο οποίος, κατά την έναρξη ισχύος του ΠΔ 358/1997, παρέμενε παράνομα στη Χώρα, αλλά είχε υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση “λευκής κάρτας”, η εγγραφή του στον κατάλογο αυτό δεν μπορεί να εύρει νόμιμο έρεισμα στο γεγονός και μόνον ότι αυτός ήταν παράνομα στην Ελλάδα  Αν αντίθετα η εγγραφή γίνεται για κάποιον άλλο λόγο, μπορεί αυτό να αποτελέσει έρεισμα για τη μη χορήγηση της “λευκής κάρτας” και την απέλασή του  Ο εισηγητής της υπόθεσης μπορεί να ζητήσει από τη Διοίκηση τα απαραίτητα για τη διάγνωση της διαφοράς στοιχεία  Το ίδιο μπορεί να κάνει και το ΣτΕ με προδικαστική απόφαση  Η υποχρέωση αυτή της Διοίκησης καταλαμβάνει και απόρρητα έγγραφα, τα οποία το Δικαστήριο μπορεί να μη θέσει υπόψιν του αιτούντος και να μην τα εκθέσει στην απόφασή του, άλλως εκδίδει προδικαστική απόφαση   Αντίθετη μειοψηφία  Το γεγονός ότι ο αιτών αναπτύσσει δραστηριότητα σε κύκλους σχετιζόμενους με γνωστή θρησκεία δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι τίθεται σε κίνδυνο η δημόσια τάξη και ασφάλεια  Δεν καταργείται η δίκη, αφού  η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε να ισχύει μετά την πρώτη συζήτηση της αίτησης  Πλημμελώς αιτιολογημένη η απόφαση εγγραφής του αιτούντος στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών  Αντίθετη μειοψηφία  Δεκτή η αίτηση ακύρωσης  Με παρατηρήσεις Α Κ Μάλλιου στο ΔΦΟΡΝ

   Αριθμός 4600/2005   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ  ΤΜΗΜΑ Δ΄  Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Απριλίου 2004, με την εξής  σύνθεση: Μ  Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ’ Τμήματος, Γ   Παναγιωτόπουλος, Δ  Πετρούλιας, Χ  Ράμμος, Α  Χριστοφορίδου, Σύμβουλοι, Δ   Γρατσίας, Δ  Μακρής, Πάρεδροι  Γραμματέας η Α  Τριάδη, Γραμματέας του Δ’  Τμήματος

Για να δικάσει την από 30 Ιουλίου 1998 αίτηση:   του

, κατοίκου Αθηνών (

), ο οποίος δεν  παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε στην α’  επ’ ακροατηρίου συζήτηση,   κατά του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, ο οποίος παρέστη με τον Ιω  Χατζηνέκουρα,  Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν : 1) η διαταγή του  Υπουργού Δημόσιας Τάξης με την οποία διατάχθηκε η απέλασή του, 2) η  απορριπτική απόφαση του ως άνω Υπουργού επί της από 20 6 1998 προσφυγής του,  3) η απόφαση με την οποία κρατείται στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ, από 10 Ιουνίου  1998 και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Δ   Γρατσία

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε  την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του  δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

   Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο  1  Επειδή για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα  τέλη και το παράβολο (9251659-60/1998 διπλότυπα εισπράξεως της Δ Ο Υ  Ενσήμων  και Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, 82623/1998 ειδικό έντυπο παραβόλου)

2  Επειδή η υπό κρίση αίτηση, παραδεκτώς συμπληρωθείσα με το από 13 3 2001  δικόγραφο προσθέτων λόγων, εισάγεται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του  Τμήματος, λόγω σπουδαιότητος των τιθεμένων ζητημάτων

3  Επειδή η κρινομένη αίτηση εισάγεται ήδη προς οριστική κρίση, κατόπιν της  υπ’ αριθμ  3631/2002 προδικαστικής αποφάσεως του Τμήματος

4  Επειδή, με το άρθρο 27 παράγραφος 1 του Ν  1975/1991 «Είσοδος – έξοδος,  παραμονή, εργασία, απέλαση αλλοδαπών κ λπ » (Α’ 184), όπως ίσχυε κατά τον εν  προκειμένω κρίσιμο χρόνο, προ της θεσπίσεως του νεωτέρου περί αλλοδαπών Ν   2910/2001 (Α’ 91/2 5 2001), ορίσθηκαν τα εξής : «Η διοικητική απέλαση  αλλοδαπού, με την επιφύλαξη των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, είναι δυνατή,  αν : α  Καταδικαστεί σε κάθειρξη ή φυλάκιση και εφ’ όσον η απέλασή του δεν  διατάχθηκε από το αρμόδιο δικαστήριο  β  Παραβεί τις διατάξεις του παρόντος   γ  Η παρουσία του στο ελληνικό έδαφος κρίνεται επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη  ή ασφάλεια της Χώρας ή τη δημόσια υγεία  δ  Εμφανίζεται ενώπιον των ελληνικών  αρχών με διαφορετική κάθε φορά ιθαγένεια»  Με το άρθρο 11 του αυτού ως άνω  νόμου προβλέφθηκαν, εξ άλλου, τα εξής : «1  Η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου  Δημόσιας Τάξης καταρτίζει και τηρεί κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών  Τα  κριτήρια και η διαδικασία εγγραφής και διαγραφής αλλοδαπών από τον κατάλογο  αυτόν καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών, Δικαιοσύνης και  Δημόσιας Τάξης  2  Αλλοδαπός ευρισκόμενος στο ελληνικό έδαφος, αφότου  εγγραφεί στον κατάλογο ανεπιθυμήτων, υποχρεούται να εγκαταλείψει τη Χώρα,  μέσα σε προθεσμία που ορίζεται κάθε φορά από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης  Σε  περίπτωση μη συμμόρφωσής του, ο αλλοδαπός απελαύνεται»  Βάσει της  εξουσιοδοτήσεως που χορηγήθηκε με την παράγραφο 1 του παρατεθέντος ανωτέρω  άρθρου, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ  4803/13/4κγ/18 6 1992 κοινή απόφαση των  Υπουργών Εξωτερικών, Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, τιτλοφορούμενη  «Καθορισμός των κριτηρίων και της διαδικασίας για την εγγραφή και διαγραφή  από τον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών» (Β’ 407), με το άρθρο 1 της οποίας  προβλέφθηκαν τα εξής : «1  Αρμόδια υπηρεσία για την εγγραφή αλλοδαπού στον  κατάλογο ανεπιθυμήτων (…) είναι η Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας του Υπουργείου  Δημόσιας Τάξεως  2  Η εγγραφή στον κατάλογο γίνεται ύστερα από δικαστική  απόφαση, που διατάσσει την απέλαση του αλλοδαπού ή ύστερα από αιτιολογημένη  πρόταση των διοικητικών αρχών προς την προαναφερόμενη υπηρεσία, η οποία  αποφαίνεται τελικά για την εγγραφή»  Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 της εν λόγω  κοινής υπουργικής αποφάσεως : «Στον κατάλογο ανεπιθυμήτων εγγράφονται : 1   Αλλοδαποί, σε βάρος των οποίων μπορεί να διαταχθεί το μέτρο της διοικητικής  απέλασης, για τους αναφερόμενους στην παρ  1 του άρθρου 27 του Ν  1975/1991  λόγους  Για την εγγραφή των αλλοδαπών αυτών ερευνάται, ιδίως, αν η παρουσία  τους στο ελληνικό έδαφος μπορεί να αποτελέσει απειλή για την εθνική και  δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη και υγεία  2  Αλλοδαποί, οι οποίοι  παραβίασαν τις διατάξεις της σχετικής με την είσοδο και παραμονή των  αλλοδαπών νομοθεσίας και για το λόγο αυτόν απομακρύνθηκαν από τη Χώρα»   Περαιτέρω, με την παράγραφο 4 του άρθρου 16 του Ν  2434/1996 (Α’ 188)  χορηγήθηκε εξουσιοδότηση προς έκδοση προεδρικού διατάγματος, ρυθμίζοντoς τα  εξής θέματα : «α  Τη μέθοδο και τα μέσα καταγραφής των αλλοδαπών που  διαμένουν στην Ελλάδα  β  Τις προϋποθέσεις, τις διαδικασίες και τις λοιπές  αναγκαίες λεπτομέρειες για την έκδοση της “Κάρτας Προσωρινής Άδειας Παραμονής  Αλλοδαπών”  γ  Τα μέτρα που θα εφαρμόζονται για όσους αλλοδαπούς αρνούνται ή  αμελούν να εφοδιαστούν με την “Κάρτα Προσωρινής Άδειας Παραμονής Αλλοδαπών”   δ  Τη χρονική διάρκεια ισχύος της “Κάρτας Προσωρινής Άδειας Παραμονής  Αλλοδαπών”  ε  Τους όρους και τις προϋποθέσεις για την επανέκδοση ή ανανέωση  της “Κάρτας Προσωρινής Άδειας Παραμονής Αλλοδαπών”  στ  Το φορέα που θα  αναλάβει το έργο της έκδοσης της “Κάρτας Προσωρινής Άδειας Παραμονής  Αλλοδαπών”  Κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτήσεως αυτής εκδόθηκε το Π Δ  358/1997  (Α’ 240/28 11 1997), το άρθρο 1 του οποίου όρισε, στη μεν παράγραφο 1, ότι  «σκοπός του παρόντος διατάγματος είναι η καταγραφή των αλλοδαπών που  διαμένουν παράνομα στην Ελλάδα και είτε απασχολούνται είτε αναζητούν  απασχόληση, καθώς και η έναρξη της διαδικασίας που θα οδηγήσει στη  νομιμοποίησή τους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις», στη δε παράγραφο 2,  αντικατασταθείσα, αφ’ ότου ίσχυσε, με το άρθρο 17 του Ν  2713/1999 (Α’ 89),  ότι «οι διατάξεις του παρόντος διατάγματος εφαρμόζονται σε κάθε αλλοδαπό, ο  οποίος, χωρίς να πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις είτε εισόδου, είτε  παραμονής, είτε απασχόλησης στη Χώρα, βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια κατά  την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος, εργαζόμενος ή με την επιθυμία να  εργαστεί στην Ελλάδα σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση  εργασίας ή αυτοαπασχολούμενος ή με την επιθυμία να αυτοαπασχοληθεί»  Με το  άρθρο 2 παράγραφος 1 του αυτού διατάγματος προεβλέφθη, περαιτέρω, ότι κάθε  αλλοδαπός που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του υποχρεούται να παρουσιασθεί,  εντός ορισμένης προθεσμίας, στο πλησιέστερο προς τον τόπο της διαμονής του  γραφείο του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (Ο Α Ε Δ ) και να  ζητήσει, προς προσωρινή νομιμοποίηση της παραμονής και εργασίας του στην  Ελλάδα, τη χορήγηση “Κάρτας Προσωρινής Άδειας Παραμονής Αλλοδαπού” (“λευκής  κάρτας”, σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης στη  μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 73 παράγραφος 1 του Ν  2676/1999, Α’ 1),  υποβάλλοντας τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 περιπτώσεις α’ έως και ζ’ του  αυτού άρθρου δικαιολογητικά  Με την παράγραφο 3 του αυτού άρθρου 2  προβλέφθηκε ότι “στον αλλοδαπό, ο οποίος υποβάλλει την κατά την παράγραφο 1  δήλωση – αίτηση χορηγείται από τις υπηρεσίες του Ο Α Ε Δ  έγγραφο  πιστοποίησης της κατάθεσης αυτής, η οποία καλείται Κάρτα Προσωρινής Άδειας  Παραμονής Αλλοδαπού και επέχει και θέση προσωρινής άδειας εργασίας”, ενώ με  την αυτή διάταξη της παραγράφου 3, όπως ίσχυε προ της τροποποιήσεώς της με το  άρθρο 73 παράγραφος 1 περίπτωση ζ’ του Ν  2676/1999, ορίσθηκε, επίσης, ότι  “δεν χορηγείται Κάρτα Προσωρινής Άδειας Παραμονής Αλλοδαπού σε όσους έχουν  καταδικασθεί τελεσίδικα στην Ελλάδα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε ποινή  φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, εξαιρουμένων όσων καταδικάσθηκαν για  παράνομη είσοδο και εργασία σε ελληνικό έδαφος προ της ενάρξεως ισχύος του  παρόντος διατάγματος ή σε όσους αναφέρονται στον κατάλογο ανεπιθυμήτων  αλλοδαπών του άρθρου 11 Ν  1975/1991”  Τέλος, στην παράγραφο 2 του άρθρου 4  του εν λόγω Π Δ , όπως αρχικώς ίσχυσε, προ της αντικαταστάσεώς της με το  άρθρο μόνο παράγραφος 3 του Π Δ  241 1998 (Α’ 180/29 7 1998), ορίσθηκαν τα  εξής : «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και  Δημόσιας Τάξης, δύναται να μη χορηγηθεί ή να ανασταλεί ή να ανακληθεί η ισχύς  της Κάρτας Προσωρινής Άδειας Παραμονής της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του  παρόντος σε αλλοδαπό εργαζόμενο, εφ’ όσον συντρέχουν λόγοι γενικότερου  δημοσίου συμφέροντος  Αν πρόκειται για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας  και δημόσιας υγείας αρκεί η απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης»

5  Επειδή, από τις παρατεθείσες ανωτέρω διατάξεις του Ν  1975/1991 και της υπ’ αριθ  4803/13/4κγ/18 6 1992 κοινής υπουργικής αποφάσεως, συνάγεται ότι η εγγραφή στον κατάλογο ανεπιθυμήτων αλλοδαπών γίνεται, μεταξύ άλλων, και όταν συντρέχουν στο πρόσωπο του αλλοδαπού λόγοι που θα δικαιολογούσαν την απέλασή του, όταν, δηλαδή έχει παραβεί τη νομοθεσία περί εισόδου και παραμονής αλλοδαπών ή έχει καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως ή καθείρξεως ή εμφανίζεται με διαφορετική κατά καιρούς ιθαγένεια ή κρίνεται επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία  Προκειμένου, εν τούτοις, περί αλλοδαπού, ο οποίος, κατά την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του Π Δ  358/1997,  παρέμενε παρανόμως στη Χώρα, αλλά υπέβαλε, κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω Π Δ , αίτηση για τη χορήγηση της «λευκής κάρτας», εγγραφή του στον κατάλογο ανεπιθυμήτων, μετά την ανωτέρω ημερομηνία, είναι μεν, κατ’ αρχήν, δυνατή, δεν μπορεί, όμως, να εύρει νόμιμο αιτιολογικό έρεισμα στο γεγονός και μόνον ότι, κατά την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του Π Δ  358/1997, ο ανωτέρω βρισκόταν παρανόμως στην Ελλάδα, δεδομένου ότι το τελευταίο αυτό Π Δ , εκδόθηκε με σκοπό, ακριβώς, την τακτοποίηση των αλλοδαπών που ευρίσκοντο παρανόμως στη Χώρα την παραπάνω ημερομηνία  Εάν, αντιθέτως, η εγγραφή στον κατάλογο ανεπιθυμήτων ενός αλλοδαπού, ο οποίος ανήκει στην ανωτέρω κατηγορία, γίνει κατ’ επίκληση ενός από τους άλλους λόγους που προβλέπονται στο νόμο (όπως, λόγου χάριν, κατ’ επίκληση του ότι ο ενδιαφερόμενος είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια), τούτο μπορεί να αποτελέσει, περαιτέρω, έρεισμα για την έκδοση πράξεως περί μη χορηγήσεως στον ενδιαφερόμενο της «λευκής κάρτας» και, περαιτέρω, για την έκδοση πράξεως απελάσεώς του από τη Χώρα  Εξ άλλου, προκειμένου το Συμβούλιο της Επικρατείας να ασκήσει την κατά το άρθρο 95 παράγραφος 1 περίπτωση α’ του Συντάγματος ακυρωτική του αρμοδιότητα και να παράσχει στους διοικουμένους (ημεδαπούς ή αλλοδαπούς) έννομη προστασία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος (βλ   σχετικώς και άρθρο 6 παράγραφος 1 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, κυρωθείσης με το Ν Δ  53/1974, Α’ 256), είναι αναγκαία η εξασφάλιση της απρόσκοπτης συλλογής όλων, ανεξαιρέτως, των πραγματικών στοιχείων, τα οποία είναι απαραίτητα για την αντιμετώπιση των προβαλλομένων λόγων και την εν γένει κρίση επί του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος  Για τους λόγους, ακριβώς, αυτούς, το ΠΔ 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α’ 8) προβλέπει (βλ  άρθρα 22 παράγραφοι 1 και 3, 23 παράγραφοι 1 και 2, 24 παράγραφος 1 και 33) ότι ο εισηγητής της υποθέσεως μεριμνά για τη συγκέντρωση κάθε στοιχείου κρίσιμου για τη διερεύνησή της και θεσπίζει αντίστοιχη υποχρέωση της Διοικήσεως προς έγκαιρη διαβίβαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας όλων των στοιχείων, τα οποία ζητά ο εισηγητής ή το Δικαστήριο με προδικαστική απόφασή του  Η υποχρέωση αυτή καταλαμβάνει και έγγραφα, τα οποία η Διοίκηση έχει χαρακτηρίσει απόρρητα, επικαλουμένη λόγους προστασίας της κρατικής ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως  Και τούτο, διότι λόγοι τέτοιας φύσεως μπορούν μεν, κατ’ αρχήν, να δικαιολογήσουν περιορισμό στην αρχή της ελεύθερης προσβάσεως του διαδίκου στα στοιχεία του διαβιβασθέντος στο Δικαστήριο φακέλου, δεν μπορούν, όμως, επ’ ουδενί να δικαιολογήσουν την μη διαβίβαση στο Δικαστήριο των στοιχείων που η Διοίκηση χαρακτηρίζει απόρρητα  Αντίθετη εκδοχή θα υπερακόντιζε τον σκοπό του χαρακτηρισμού ορισμένων στοιχείων ως απορρήτων, θα ισοδυναμούσε με πλήρη αποκλεισμό του δικαστικού ελέγχου σε σημαντικούς τομείς της διοικητικής δράσεως και θα συνιστούσε δραστικό περιορισμό, μη ανεκτό υπό το Σύνταγμα, του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας  Επομένως, σε περίπτωση, κατά την οποία η αιτιολογία της προσβληθείσης με αίτηση ακυρώσεως διοικητικής πράξεως ερείδεται επί απορρήτων στοιχείων, η Διοίκηση δεν υποχρεούται μεν να αναφέρει στο σώμα της προσβαλλομένης πράξεως τα πραγματικά δεδομένα που προκύπτουν από τα ανωτέρω απόρρητα στοιχεία, υποχρεούται, όμως (περιλαμβανομένων και των περιπτώσεων κατά τις οποίες η προσβαλλομένη πράξη αφορά εγγραφή αλλοδαπού στον κατάλογο ανεπιθυμήτων αλλοδαπών ή απέλαση αλλοδαπού από την Ελλάδα), να θέσει υπ’ όψη του Συμβουλίου της Επικρατείας τα εν λόγω απόρρητα στοιχεία, κατά τρόπο, βεβαίως, συμβατό με τον χαρακτηρισμό τους ως απορρήτων  Και εάν μεν το Δικαστήριο, εξετάζοντας τα στοιχεία αυτά εν συμβουλίω, κρίνει ότι ο χαρακτηρισμός των ως απορρήτων δικαιολογείται, εν όψει της φύσεώς των και των λόγων δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται συναφώς η Διοίκηση, χωρεί, περαιτέρω, σε κρίση περί της νομιμότητος της αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξεως χωρίς να θέσει τα στοιχεία αυτά υπ’ όψη του αιτούντος και χωρίς να εκθέσει, στην απόφασή του, το περιεχόμενό τους σε αντίθετη περίπτωση, αναβάλλει, με προδικαστική απόφασή του, την οριστική κρίση επί της υποθέσεως, προκειμένου ο αιτών να λάβει γνώση των στοιχείων αυτών και να διατυπώσει τις επ’ αυτών απόψεις του (πρβλ  ΕυρωπαϊκόΔικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, απόφαση της 10 7 1998, Tinnelly and Sons Ltd και λοιποί και McElduff και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Rec  1998 – IV, σελ  1634 επ , καθώς και απόφαση της 30 10 2001, Devlin κατά Ηνωμένου Βασιλείου πρβλ , επίσης, Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, απόφαση της 27 10 1999, BVerfGE 101, 106 επ  ? πρβλ , τέλος, και ΣτΕ 2374/1969)  Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Γ  Παναγιωτόπουλος και Δ  Πετρούλιας, διατυπώνοντας την εξής γνώμη,  την οποία ακολούθησε και ο Πάρεδρος Δ  Μακρής : Κατά την έννοια των ανωτέρω  διατάξεων του Ν  1975/1991, όταν διατάσσεται η απέλαση αλλοδαπού ή όταν ο  αλλοδαπός εγγράφεται στον κατάλογο ανεπιθυμήτων, με συνέπεια την υποχρέωσή  του να εγκαταλείψει τη Χώρα και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης την απέλασή του,  για το λόγο ότι η παρουσία του στο ελληνικό έδαφος κρίνεται, από τα αρμόδια  κυβερνητικά όργανα, επικίνδυνη για την εθνική ασφάλεια, αρκεί για την  αιτιολόγηση των σχετικών πράξεων, η επίκληση γενικώς της συνδρομής λόγων  εθνικής ασφάλειας, χωρίς να απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των  πραγματικών δεδομένων που δικαιολογούν την ανωτέρω εκτίμηση, ούτε επομένως  ειδικότερη αναφορά των συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων που έχουν ληφθεί  υπ’ όψη (βλ  ΣτΕ 1651/1996 επταμ )  Αντιθέτως, όταν αλλοδαπός απελαύνεται ή  εγγράφεται στον κατάλογο ανεπιθυμήτων για έναν από τους λοιπούς λόγους, η  σχετική πράξη πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, η δε αιτιολογία αυτή μπορεί να  προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου  Και ναι μεν η μη γνωστοποίηση στον  ενδιαφερόμενο αλλοδαπό των συγκεκριμένων λόγων, για τους οποίους κρίνεται  επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια, καθώς και των σχετικών αποδεικτικών  στοιχείων, συνεπάγεται περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, αφού  δεν του παρέχεται η δυνατότητα αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, όσον αφορά την επάρκεια ή άλλο ελάττωμα της αιτιολογίας, ωστόσο ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από υπέρτερους λόγους επιτακτικού, όχι απλώς δημόσιου, αλλά εθνικού συμφέροντος, οι οποίοι συνάπτονται με την εθνική ασφάλεια,  ενδεχομένως δε και με τις διεθνείς σχέσεις της Χώρας και ειδικότερα με τη  διατήρηση ομαλών σχέσεων με άλλα κράτη της διεθνούς κοινότητας  Διάφορο δε  είναι το ζήτημα του μη επιτρεπτού της απέλασης του αλλοδαπού, έστω και αν  επιβάλλεται για λόγους εθνικής ασφάλειας, εφ’ όσον, εξ αιτίας αυτής, ο  απελαυνόμενος θα διέτρεχε σοβαρό και επαληθεύσιμο κίνδυνο απάνθρωπης και  εξευτελιστικής μεταχείρισης, αντίθετης προς το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής  Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου  Τη συνδρομή, πάντως, του κινδύνου  αυτού οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ενδιαφερόμενος ενώπιον των  αρμόδιων διοικητικών αρχών  Περαιτέρω δε καμία διάταξη του Π Δ  18/1989 δεν  προβλέπει ότι η Διοίκηση, μολονότι δεν υποχρεούται να εκθέσει, στο σώμα της  προσβαλλόμενης πράξης, τους συγκεκριμένους λόγους εθνικής ασφάλειας, οι  οποίοι, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμησή της, επιβάλλουν την απέλαση  αλλοδαπού από τη Χώρα, ούτε να προσδιορίσει τα πραγματικά στοιχεία που  στηρίζουν αυτή την εκτίμηση, ούτε, δε, κατά μείζονα λόγο, να τα γνωστοποιήσει  στον ενδιαφερόμενο αλλοδαπό, οφείλει, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, να τα  διαβιβάσει στο Δικαστήριο, το οποίο εξετάζει τα στοιχεία αυτά «εν συμβουλίω»  και εάν «κρίνει ότι ο χαρακτηρισμός των ως απορρήτων δικαιολογείται, εν όψει  της φύσεώς των και των λόγων δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται συναφώς η  Διοίκηση, χωρεί, περαιτέρω, σε κρίση περί της νομιμότητος της αιτιολογίας της  προσβαλλομένης πράξεως χωρίς να θέσει τα στοιχεία αυτά υπ’ όψη του αιτούντος  και χωρίς να εκθέσει, στην απόφασή του, το περιεχόμενό τους ? σε αντίθετη  περίπτωση, αναβάλλει, με προδικαστική απόφασή του, την οριστική κρίση επί της  υποθέσεως, προκειμένου ο αιτών να λάβει γνώση των στοιχείων αυτών και να  διατυπώσει τις επ’ αυτών απόψεις του»  Οι διατάξεις των άρθρων 22 παρ  1 και  3, 23 παρ  1 και 2, 24 παρ  1 και 33 βεβαίως δεν ορίζουν τέτοια ειδική  διαδικασία δικαστικού ελέγχου από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά έχουν  την έννοια ότι η Διοίκηση οφείλει να διαβιβάσει στο Δικαστήριο όλα τα κρίσιμα  για την εκδίκαση της υποθέσεως στοιχεία, στο μέτρο όμως που έχει την  υποχρέωση να αιτιολογήσει την προσβαλλόμενη πράξη της, σύμφωνα με την οικεία  ουσιαστική νομοθεσία και προκειμένου περί στοιχείων που στηρίζουν την, κατά  περίπτωση, επιβαλλόμενη αιτιολογία και στο μέτρο που, κατά νόμο, αυτή  επιβάλλεται  Για την άσκηση από το Συμβούλιο της Επικρατείας ενός τέτοιου  εξαιρετικού δικαστικού ελέγχου απαιτείται ειδική ρύθμιση του νομοθέτη, η  οποία δεν υπάρχει  Τούτο δε, κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι το Δικαστήριο,  κατά την άσκηση του, σύμφωνα με τη γνώμη της πλειοψηφίας, επιβαλλόμενου  δικαστικού ελέγχου αυτού του περιεχομένου, δεν περιορίζεται στην  κατοχυρούμενη από το άρθρο 95 του Συντάγματος ακυρωτική του αρμοδιότητα, αλλά προβαίνει και σε ουσιαστικό έλεγχο των εκτιμήσεων του Υπουργού Δημόσιας  Τάξης, όσον αφορά τη συνδρομή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, λόγων εθνικής  ασφάλειας, ικανών να δικαιολογήσουν την απέλαση του αλλοδαπού  Πράγματι η,  κατά την κρατήσασα γνώμη, κρίση του Δικαστηρίου περί του εάν ο χαρακτηρισμός  των στοιχείων που έλαβε υπ’ όψη του ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης ως απορρήτων,  «δικαιολογείται, εν όψει της φύσεώς των και των λόγων δημοσίου συμφέροντος  που επικαλείται συναφώς η Διοίκηση», δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρίση ελέγχου  νομιμότητας, αλλά αποτελεί ουσιαστική, κατ’ εξοχήν, εκτίμηση, τόσο ως προς τη  φύση και τις πηγές στοιχείων αναφερόμενων στην εθνική ασφάλεια της Χώρας, όσο  και ως προς την προσφορότητα του μέτρου της απέλασης αλλοδαπού, δηλαδή  ουσιαστικά πρόκειται για εκτίμηση εάν συντρέχει, στη συγκεκριμένη περίπτωση,  κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ικανός να δικαιολογήσει την απέλαση  αλλοδαπού  Τοσούτο δε μάλλον καθόσον η κρίση όσον αφορά την ύπαρξη απειλής  για την εθνική ασφάλεια από την παρουσία αλλοδαπού στη Χώρα και η επιλογή του  μέτρου της απέλασης ως κατάλληλου για την αντιμετώπισή της απειλής αυτής  μέσου, προϋποθέτουν πολιτική εκτίμηση και αξιολογικές κρίσεις συναπτόμενες  και με τις διεθνείς σχέσεις αλλά και τα γενικότερα συμφέροντα της Χώρας και  ως εκ τούτου η απέλαση αλλοδαπού για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν συνιστά  άσκηση διοικητικής απλώς αρμοδιότητας αλλά κυβερνητικής, κατ’ ουσίαν,  πολιτικής  Τέλος, εξ άλλου, στην περίπτωση απέλασης αλλοδαπού, δεν έχει  εφαρμογή το άρθρο 6 παρ  1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των  Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, όπως τούτο έχει  ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με τις  αποφάσεις του της 10 7 1998, Tinnelly and Sons Ltd και λοιποί κατά Ηνωμένου  Βασιλείου και της 30 10 2001, Devlin κατά Ηνωμένου Βασιλείου (οι οποίες  πάντως δεν αφορούν απέλαση αλλοδαπού)

   6  Επειδή ο αιτών, ο οποίος είναι παλαιστινιακής καταγωγής και αναφέρεται  στα στοιχεία του φακέλου, άλλοτε ως ανιθαγενής και άλλοτε ως υπήκοος Λιβάνου,  εισήλθε στην Ελλάδα με τη σύζυγό του την 3 6 1991  Την 12 8 1991 υπέβαλε  αίτημα χορηγήσεως πολιτικού ασύλου, το οποίο απερρίφθη τελικώς με την υπ’  αριθμ  9135/20619/17 12 1991 απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως

Μεταγενεστέρως, σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ο αιτών και η σύζυγός του  (αλλοδαπή, επίσης, υπήκοος) τελούσαν υπό την προστασία της Υπάτης Αρμοστείας  του Ο Η Ε  για τους Πρόσφυγες (βλ  τις από 29 11 1994 και 15 4 1998  βεβαιώσεις της αντιπροσωπείας της Υπάτης Αρμοστείας στην Ελλάδα), ο Γενικός  Γραμματέας του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως ενέκρινε, με την από 27 11 1994  απόφασή του, «την υπό ανοχή για ανθρωπιστικούς λόγους παραμονή τους,  προκειμένου να προετοιμάσουν την αναχώρησή τους» (βλ  και τα εκτιθέμενα  σχετικώς στο υπ’ αριθμ  9135/20619-613233/7 12 1994 έγγραφο της Διευθύνσεως  Κρατικής Ασφαλείας προς το Τμήμα Αλλοδαπών Πειραιώς)  Κατόπιν τούτου,  χορηγήθηκε στον αιτούντα, την 7 12 1994, ειδικό δελτίο παραμονής, εξάμηνης  διάρκειας, η ισχύς του οποίου παρατάθηκε για δύο ακόμη εξάμηνα  Την 11 7 1996  υπεβλήθη από τον αιτούντα αίτηση περαιτέρω παρατάσεως της ισχύος του ανωτέρω  ειδικού δελτίου, η οποία απερρίφθη με την υπ’ αριθμ  9135/20619/ 9 8 1996  απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως  Μετά τη θέση σε  ισχύ του Π Δ  358/1997, ο αιτών υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση της «λευκής  κάρτας» και έλαβε, την 10 2 1998, σχετική βεβαίωση από τον Ο Α Ε Δ  Την  10 6 1998, ο αιτών συνελήφθη στην Αθήνα και διετάχθη, με την υπ’ αριθμ   95/020619 – 6210/13 6 1998 πράξη, υπογραφομένη, με εντολή Αρχηγού, από τον  Προϊστάμενο του Κλάδου Αστυνομίας, Ασφαλείας και Τάξεως της Ελληνικής  Αστυνομίας, η απέλασή του από τη Χώρα καθώς και η κράτησή του «μέχρις ότου  καταστεί δυνατή η απομάκρυνσή του από το ελληνικό έδαφος»  Κατά τα εκτιθέμενα  στην πράξη αυτήν, η απέλαση του αιτούντος διετάχθη επειδή «παραμένει στη Χώρα  μας παράνομα, χωρίς τις υπό του Ν  1975/1991 νόμιμες διατυπώσεις,  δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα δημόσιας τάξης»  Κατά της πράξεως αυτής  υπεβλήθη από τον αιτούντα η προβλεπομένη στο άρθρο 27 παράγραφος 4 του Ν   1975/1991 ενδικοφανής προσφυγή, η οποία απερρίφθη, με την από 20 7 1998  απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως  Η τελευταία αυτή πράξη εκδόθηκε βάσει  του από 1 7 1998 εισηγητικού σημειώματος, ο συντάκτης του οποίου εισηγήθηκε  την απόρριψη της προσφυγής του αιτούντος «για λόγους εθνικής και δημόσιας  ασφάλειας», επικαλούμενος ότι, σύμφωνα με έγγραφα του Τμήματος Β1 και Γ1 της  Διευθύνσεως Κρατικής Ασφαλείας, ο αιτών «δραστηριοποιείται έντονα στους εδώ  ισλαμικούς κύκλους και φέρεται να είναι στέλεχος της γνωστής

   »   Τέλος, με την υπ’ αριθμ  95/20619-6210-Α/20 7 1998 πράξη του Υπουργού  Δημοσίας Τάξεως αποφασίσθηκε να μη χορηγηθεί στον αιτούντα η «λευκή κάρτα»,  κατ’ επίκληση του ότι, σε χρόνο μεταγενέστερο της καταθέσεως, εκ μέρους του,  της σχετικής αιτήσεως, ενεγράφη, με την υπ’ αριθμ  95/20619-433278/13 2 1998  πράξη του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Κρατικής Ασφαλείας του Υπουργείου  Δημοσίας Τάξεως, στον κατάλογο των ανεπιθυμήτων αλλοδαπών για λόγους δημοσίας  τάξεως, ασφαλείας και γενικοτέρου δημοσίου συμφέροντος

7  Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, ορθώς ερμηνευομένη, ζητείται ήδη η  ακύρωση της από 20 7 1998 αποφάσεως του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως,  απορριπτικής της ενδικοφανούς προσφυγής του αιτούντος κατά της υπ’ αριθμ   95/020619-6210/13 6 1998 πράξεως, με την οποία είχε διαταχθεί, κατά τα  εκτεθέντα ανωτέρω, η απέλαση του αιτούντος από τη Χώρα και η κράτησή του από  την αστυνομική αρχή μέχρις ότου καταστεί δυνατή η απομάκρυνσή του από το  ελληνικό έδαφος  Εν όψει δε των εκτεθέντων στην πέμπτη σκέψη ως προς την  έννοια των κρισίμων εν προκειμένω διατάξεων και δεδομένου ότι ο αιτών  στρέφεται, όπως αναφέρεται στο κύριο δικόγραφο, και εναντίον κάθε άλλης  πράξεως, πλην της ανωτέρω μνημονευθείσης υπουργικής αποφάσεως, η οποία σκοπεί να τον εξαναγκάσει σε αναχώρηση από τη Χώρα, ως συμπροσβαλλόμενες πρέπει να θεωρηθούν, αφ’ ενός μεν η υπ’ αριθμ  95/20619-6210-Α/20 7 1998 πράξη του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως, με την οποία αποφασίσθηκε να μη χορηγηθεί στον  αιτούντα η «λευκή κάρτα», αφ’ ετέρου δε η υπ’ αριθμ  95/20619- 433278/13 2 1998 πράξη του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Κρατικής Ασφαλείας του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως περί εγγραφής του αιτούντος στον κατάλογο ανεπιθυμήτων αλλοδαπών

8  Επειδή προβάλλεται ότι η επιβολή, εις βάρος του αιτούντος, του μέτρου της  απελάσεως αιτιολογείται πλημμελώς, δεδομένου, μάλιστα, ότι έχει ήδη κινηθεί η  διαδικασία νομιμοποιήσεως της παραμονής του αιτούντος στη Χώρα  Όπως ήδη  εξετέθη, την ημέρα εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως του Υπουργού  Δημοσίας Τάξεως, με την οποία διετάχθη τελικώς η απέλαση του αιτούντος από τη  Χώρα, αποφασίσθηκε, επίσης, με άλλη (θεωρούμενη ως συμπροσβαλλόμενη) πράξη του αυτού Υπουργού, η μη χορήγηση στον αιτούντα της «λευκής κάρτας», λόγω της εγγραφής του, μετά την υποβολή της αιτήσεως για νομιμοποίησή του, στον κατάλογο ανεπιθυμήτων αλλοδαπών  Εν όψει δε των εκτεθέντων στην πέμπτη σκέψη, ως προς την έννοια των κρισίμων εν προκειμένω διατάξεων, εάν η τελευταία αυτή (θεωρούμενη, επίσης, ως συμπροσβαλλόμενη) πράξη εγγραφής του αιτούντος στον κατάλογο ανεπιθυμήτων αλλοδαπών κριθεί νόμιμη, τούτο θα αρκούσε για να  παράσχει νόμιμο και επαρκές έρεισμα στις λοιπές δύο, χρονικώς μεταγενέστερες,  από τις προσβαλλόμενες πράξεις, δηλαδή στην πράξη με την οποία αποφασίσθηκε  να μη χορηγηθεί στον αιτούντα η «λευκή κάρτα», καθώς και στην πράξη με την  οποία διετάχθη η απέλασή του

9  Επειδή η πράξη εγγραφής του αιτούντος στον κατάλογο ανεπιθυμήτων αλλοδαπών δεν μπορεί να εύρει έρεισμα στο γεγονός και μόνον ότι προ της κινήσεως της διαδικασίας νομιμοποιήσεώς του, παρέμεινε στην Ελλάδα παρανόμως, δεδομένου ότι, κατά τα ήδη λεχθέντα, με το Π Δ  358/1997 εσκοπήθη, ακριβώς, η τακτοποίηση των αλλοδαπών οι οποίοι παρέμεναν, τότε, παρανόμως στην Ελλάδα

10  Επειδή, κατά τα λοιπά, από κανένα στοιχείο του φακέλου, προγενέστερο της  πράξεως εγγραφής του αιτούντος στον κατάλογο ανεπιθυμήτων, δεν προκύπτουν οι  λόγοι της εγγραφής αυτής  Και ναι μεν οι λόγοι αυτοί θα μπορούσαν να  προκύπτουν και από άλλα, μεταγενέστερα της επίμαχης εγγραφής, στοιχεία του  φακέλου (υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι τα στοιχεία αυτά αναφέρονται σε  προγενέστερα της εγγραφής πραγματικά περιστατικά), στο φάκελο, όμως, ούτε  τέτοια στοιχεία υπάρχουν  Πράγματι, στην ως άνω πράξη εγγραφής δεν αναφέρεται τίποτε σχετικώς, ενώ στην πράξη, με την οποία αποφασίσθηκε η μη χορήγηση στον αιτούντα της «λευκής κάρτας», αναφέρεται, απλώς, χωρίς καμία περαιτέρω διευκρίνιση, ότι η εγγραφή του στον κατάλογο ανεπιθυμήτων έγινε για λόγους δημοσίας τάξεως, ασφαλείας και γενικοτέρου δημοσίου συμφέροντος  Ομοίως, στην πράξη, με την οποία διετάχθη αρχικώς η απέλαση του αιτούντος αναφέρεται, απλώς, ότι το μέτρο τούτο επιβάλλεται διότι ο αιτών «παραμένει στη χώρα μας παράνομα, χωρίς τις υπό του Ν  1975/1991 νόμιμες διατυπώσεις, δημιουργώντας  σοβαρά προβλήματα δημόσιας τάξης»  Τέλος, στο εισηγητικό σημείωμα, κατ’ επίκληση του οποίου απερρίφθη από τον Υπουργό Δημοσίας Τάξεως η ασκηθείσα από τον αιτούντα προσφυγή κατά της πράξεως απελάσεως, αναφέρεται ότι η απόρριψη της προσφυγής επιβάλλεται «για λόγους εθνικής και δημόσιας ασφάλειας», συνισταμένους στο ότι, σύμφωνα με έγγραφα της Διευθύνσεως Κρατικής Ασφαλείας, ο αιτών «δραστηριοποιείται έντονα στους εδώ ισλαμικούς κύκλους και φέρεται να είναι στέλεχος της οργανώσεως

  »  Η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, επιληφθείσα της αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως, την οποία  άσκησε κατά των προσβαλλομένων πράξεων ο αιτών, έκρινε απαραίτητο να  παρασχεθούν από τη Διοίκηση διευκρινίσεις επί των αναφερομένων στο ανωτέρω  εισηγητικό σημείωμα  Για το λόγο αυτό, ο εισηγητής της υποθέσεως απηύθυνε  προς τη Διεύθυνση Κρατικής Ασφαλείας του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως το από  19 10 1998 έγγραφο, στο οποίο αναφέρονται τα εξής : «(1)  Στο από 1 7 1998  εισηγητικό σημείωμα επί της προσφυγής του αιτούντος κατά της πράξεως με την  οποία διετάχθη η απέλασή του, αναφέρεται ότι ο αιτών «δραστηριοποιείται  έντονα στους εδώ ισλαμικούς κύκλους»  Επειδή ο αιτών ισχυρίζεται σε υπόμνημά  του ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών ότι η πληροφορία αυτή αποδίδει το γεγονός  ότι ασκεί καθήκοντα ιμάμη σε χώρο προσευχής ομοθρήσκων του, παρακαλούμε να  μας γνωρίσετε αν τα αναφερόμενα στο ανωτέρω εισηγητικό σημείωμα περί  «δραστηριοποιήσεως σε ισλαμικούς κύκλους» στηρίζονται στην ιδιότητα του  αιτούντος ως ιμάμη ή σε άλλα, πέραν της ιδιότητος αυτής, στοιχεία  (2)  Στο  ως άνω εισηγητικό σημείωμα αναφέρεται επίσης ότι ο αιτών «φέρεται να είναι  στέλεχος της

»  Παρακαλούμε να μας γνωρίσετε αν η πληροφορία αυτή  στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία, αναγόμενα σε συγκεκριμένες  δραστηριότητες του αιτούντος, ικανές να θέσουν, δυνητικώς έστω, σε κίνδυνο τη  δημόσια τάξη και ασφάλεια»  Στο ως άνω έγγραφο απήντησε η Διοίκηση με το υπ’  αριθμ  6712/344-366911/5 11 1998 έγγραφο του Προϊσταμένου του Κλάδου  Αστυνομίας, Ασφαλείας και Τάξεως της Ελληνικής Αστυνομίας  Στο έγγραφο αυτό  γίνεται παραπομπή στα εκτιθέμενα στην παράγραφο 5 του υπ’ αριθμ  95/20613-  596366/26 8 1998 εγγράφου του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως προς το Συμβούλιο  της Επικρατείας (κατά την οποία «με (…) έγγραφα του Τμήματος Β1 και Γ1 της  Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας (…) διατάχθηκε να κινηθεί η διαδικασία  απομάκρυνσης του αιτούντος ή της απέλασής του, διότι διέμενε παράνομα στη  χώρα») και προστίθεται ότι η παράγραφος αυτή «στηρίζεται σε στοιχεία και  πληροφορίες προληπτικής αστυνομικής έρευνας για θέματα Κρατικής Ασφάλειας  αρμοδίων υφισταμένων Υπηρεσιών μας, τα οποία είναι απόρρητα (μη  ανακοινώσιμα)»

11  Επειδή, το γεγονός και μόνον ότι ο αιτών αναπτύσσει δραστηριότητα σε  «ισλαμικούς κύκλους», σε κύκλους, δηλαδή, σχετιζόμενους με γνωστή (υπό την  έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 2 του Συντάγματος) θρησκεία, δεν αρκεί για να  θεωρηθεί ότι η δραστηριότητα του αιτούντος θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη  και ασφάλεια  Εν όψει τούτου, ανακύπτει το ζήτημα αν οι λοιποί ισχυρισμοί της  Διοικήσεως, σύμφωνα με τους οποίους ο αιτών φέρεται ως στέλεχος οργανώσεως  επικίνδυνης για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, αρκούν για να παράσχουν έρεισμα  στην προσβαλλομένη πράξη εγγραφής του αιτούντος στον κατάλογο ανεπιθυμήτων  και, κατά συνεκδοχή, στις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις, δεδομένου ότι οι  ισχυρισμοί αυτοί διατυπώνονται, όπως ήδη εξετέθη στην προηγούμενη σκέψη,  κατ’  επίκληση στοιχείων, τα οποία η Διοίκηση δεν έχει διαβιβάσει στο Δικαστήριο,  επικαλουμένη (βλ  το υπ’ αριθμ  6712/344-366911/5 11 1998 έγγραφο του  Προϊσταμένου του Κλάδου Αστυνομίας, Ασφαλείας και Τάξεως της Ελληνικής  Αστυνομίας προς το Συμβούλιο της Επικρατείας) ότι τα στοιχεία αυτά είναι  απόρρητα  Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Γ  Παναγιωτόπουλος και Δ  Πετρούλιας,  διατυπώνοντας την ακόλουθη γνώμη, την οποία ακολούθησε και ο Πάρεδρος Δ   Μακρής : Η προκύπτουσα, από τα στοιχεία του φακέλου, αιτιολογία απόρριψης από  τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης της ενδικοφανούς προσφυγής του αιτούντος κατά της  πράξης του ίδιου Υπουργού, με την οποία είχε διαταχθεί η απέλασή του από τη  Χώρα, ότι δηλαδή τούτο επιβάλλεται «για λόγους εθνικής και δημόσιας  ασφάλειας» συνισταμένους στο ότι ο αιτών «δραστηριοποιείται έντονα στους εδώ  ισλαμικούς κύκλους και φέρεται να είναι στέλεχος της γνωστής HAMAS» δεν  μπορεί βεβαίως να θεωρηθεί ότι περιέχει δύο χωριστές και αυτοτελώς εξεταστέες  βάσεις, δηλαδή ότι ο αιτών αφ’ ενός μεν «δραστηριοποιείται έντονα στους εδώ  ισλαμικούς κύκλους», αφ’ ετέρου δε ότι «φέρεται να είναι στέλεχος της γνωστής

 »  Η αιτιολογία αυτή έχει προφανώς την έννοια ότι η παρουσία του  αιτούντος στη Χώρα συνιστά κίνδυνο για την εθνική και δημόσια ασφάλεια, για  το λόγο ότι φέρεται να είναι όχι απλό μέλος, αλλά «στέλεχος» της οργάνωσης

, ως στέλεχος δε της οργάνωσης αυτής «αναπτύσσει έντονη  δραστηριότητα στους εδώ ισλαμικούς κύκλους» κατά τρόπον ώστε, σύμφωνα με την  ουσιαστική εκτίμηση των αρχών ασφαλείας που υιοθέτησε ο Υπουργός Δημόσιας  Τάξης, να επιβάλλεται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας της Χώρας η  απέλασή του

12  Επειδή το Τμήμα εξέδωσε επί της κρινομένης αιτήσεως την υπ’ αριθμ   3631/2002 προδικαστική απόφασή του, με την οποία, κατ’ επίκληση της ερμηνείας  των άρθρων 20 παράγραφος 1 και 95 παράγραφος 1 περίπτωση α’ του Συντάγματος  και 22 παράγραφοι 1 και 3, 23 παράγραφοι 1 και 2, 24 παράγραφος 1 και 33 του  Π Δ  18/1989, την οποία υιοθετεί ήδη και η παρούσα απόφαση (βλ  τα εκτεθέντα  ανωτέρω, στην πέμπτη σκέψη), ανέβαλε την οριστική κρίση επί της κρινομένης  αιτήσεως και διέταξε τον Υπουργό Δημοσίας Τάξεως να διαβιβάσει στο  Δικαστήριο, εντός είκοσι ημερών από την επίδοση της αποφάσεως και κατά τον  τρόπο που ο ίδιος θα έκρινε συμβατό προς τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό των ως  απορρήτων, όλα τα στοιχεία, επί των οποίων στηρίζεται ο ισχυρισμός της  Διοικήσεως περί του ότι ο αιτών φέρεται ως στέλεχος οργανώσεως επικίνδυνης  για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια  Όπως προκύπτει από το οικείο αποδεικτικό,  που υπάρχει στο φάκελο, η προδικαστική αυτή απόφαση επεδόθη στον Υπουργό  Δημόσιας Τάξεως την 13 1 2003  Επειδή, εν τούτοις, παρήλθε άπρακτη η ταχθείσα  με την προδικαστική απόφαση εικοσαήμερη προθεσμία προς αποστολή των ανωτέρω στοιχείων, η βοηθός εισηγητής της υποθέσεως υπενθύμισε, με το από 2 6 2003 έγγραφό της προς το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, την υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφωθεί προς τα διαταχθέντα με την προδικαστική απόφαση  Κατόπιν τούτου, διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το υπ’ αριθμ  95/20619- 470838/21 9 2003 έγγραφο του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, στο οποίο αναφέρεται ότι «κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 παράγραφος 2 εδάφιο α’ της υπ’ αριθμ  4000/217/α’/4 4 2003 Κ Υ Α , Β’ 392, το απαγορευτικό μέτρο εισόδου στη Χώρα το οποίο υφίστατο εις βάρος του [αιτούντος] έπαυσε αυτοδικαίως να ισχύει από 12 8 2003, καθώς παρήλθε η χρονική διάρκεια ισχύος της απόφασης εγγραφής του στον Κατάλογο Ανεπιθυμήτων» και ότι, ως εκ τούτου, η Διοίκηση «θεωρεί ότι παρέλκει η υποβολή των στοιχείων βάσει των οποίων ο εν λόγω αλλοδαπός είχε καταχωρηθεί στον Κατάλογο Ανεπιθυμήτων»  Στη συνέχεια, ο εισηγητής της υποθέσεως απηύθυνε στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως το από 29 9 2003 έγγραφό του, με το οποίο επεσήμανε στη Διοίκηση ότι, εν όψει των οριζομένων στο άρθρο 32 παράγραφος 2 του Π Δ  18/1989, πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της πρώτης συζητήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως δεν ασκούν, κατ’ αρχήν, επιρροή στο αντικείμενο της ακυρωτικής δίκης και, εν όψει τούτου, την κάλεσε και πάλι να συμμορφωθεί προ τα διαταχθέντα με την υπ’ αριθμ  3631/2002 προδικαστική απόφαση του Τμήματος

Σε απάντηση του ανωτέρω εγγράφου του εισηγητή της υποθέσεως, ο Προϊστάμενος  της Διευθύνσεως Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας απηύθυνε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το υπ’ αριθμ  95/020619-471502/13 10 2003 έγγραφό του, με το οποίο διεβίβασε στο Δικαστήριο ορισμένα έγγραφα, τα οποία είχαν ήδη αποσταλεί με προγενέστερα έγγραφα της Διοικήσεως, υπογραμμίζοντας ότι μόνον τα έγγραφα αυτά θεωρεί «ανακοινώσιμα»

13  Επειδή, εν όψει των οριζομένων στο άρθρο 32 παράγραφος 2 του Π Δ   18/1989, η λήξη της ισχύος πράξεως προσβληθείσης με αίτηση ακυρώσεως δεν  ασκεί επιρροή στο αντικείμενο της δίκης και, εν γένει, στην τύχη της αιτήσεως  ακυρώσεως, όταν η λήξη αυτή επέρχεται σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της  πρώτης συζητήσεως της αιτήσεως  Κατά συνέπεια, τα εκτιθέμενα στο υπ’ αριθμ   95/20619-470838/21 9 2003 έγγραφο του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, μνημονευθέν ήδη στην προηγουμένη σκέψη, περί του ότι η προσβαλλομένη πράξη εγγραφής του αιτούντος στον κατάλογο ανεπιθυμήτων αλλοδαπών έπαυσε να ισχύει από 12 8 2003 δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω, εφ’ όσον, πάντως, η τελευταία αυτή ημερομηνία είναι μεταγενέστερη της πρώτης συζητήσεως της κρινομένης αιτήσεως, επί της οποίας και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ  3631/2002 προδικαστική απόφαση του Τμήματος

14  Επειδή, όπως ήδη εξετέθη ανωτέρω, στη δωδέκατη σκέψη, η Διοίκηση δεν  διεβίβασε εν τέλει στο Δικαστήριο, όπως είχε διαταχθεί με την υπ’ αριθμ   3631/2002 προδικαστική απόφαση του Τμήματος, τα απόρρητα στοιχεία, επί των  οποίων ερείδεται, κατά τους ισχυρισμούς της (βλ  το υπ’ αριθμ  6712/344-  366911/15 11 1998 έγγραφο του Προϊσταμένου του Κλάδου Αστυνομίας, Ασφαλείας και Τάξεως της Ελληνικής Αστυνομίας προς το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα ήδη εκτεθέντα σχετικώς στην ενδέκατη σκέψη), η εκτίμησή της ότι ο αιτών πρέπει να εγγραφεί στον κατάλογο ανεπιθυμήτων αλλοδαπών ως επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια  Κατά συνέπεια, η προσβαλλομένη πράξη εγγραφής του αιτούντος στον ανωτέρω κατάλογο δεν ευρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου που ετέθησαν υπ’ όψη του Δικαστηρίου και πρέπει, για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, να ακυρωθεί, ως πλημμελώς αιτιολογημένη  Εν όψει τούτου, καθώς και των ήδη εκτεθέντων ανωτέρω, στην πέμπτη, όγδοη και ενδέκατη σκέψη, ως προς τη σχέση μεταξύ, αφ’ ενός μεν της ακυρουμένης ήδη πράξεως εγγραφής του αιτούντος στον κατάλογο ανεπιθυμήτων αλλοδαπών, αφ’ ετέρου δε των λοιπών δύο προσβαλλομένων πράξεων (ήτοι της πράξεως του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως, με την οποία αποφασίσθηκε να μη χορηγηθεί στον αιτούντα η «λευκή κάρτα» και της αποφάσεως του αυτού Υπουργού, με την οποία απερρίφθη η προσφυγή του αιτούντος κατά της πράξεως με την οποία είχε διαταχθεί η απέλασή του από τη Χώρα), ακυρωτέες αποβαίνουν και οι τελευταίες αυτές πράξεις

 Δ ι ά   τ α ύ τ α  Δέχεται την υπό κρίση αίτηση

Ακυρώνει : α) Την υπ’ αριθμ  95/20619-433278/13 2 1998 πράξη του  Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Κρατικής Ασφαλείας του Υπουργείου Δημοσίας  Τάξεως περί εγγραφής του αιτούντος στον κατάλογο ανεπιθυμήτων αλλοδαπών  β)  Την υπ’ αριθμ  95/20619-6210-Α/20 7 1998 πράξη του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως,  με την οποία αποφασίσθηκε να μη χορηγηθεί στον αιτούντα η «Κάρτα Προσωρινής  Άδειας Παραμονής»  γ) Την από 20 7 1998 απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως,  απορριπτική της ενδικοφανούς προσφυγής του αιτούντος κατά της υπ’ αριθμ   95/020619-6210/13 6 1998 πράξεως, υπογραφομένης, με εντολή Αρχηγού, από τον  Προϊστάμενο του Κλάδου Αστυνομίας, Ασφαλείας και Τάξεως της Ελληνικής  Αστυνομίας, με την οποία διετάχθη η απέλαση του αιτούντος από τη Χώρα

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου

Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος, η οποία ανέρχεται  στο ποσό των επτακοσίων εξήντα (760) ευρώ

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Σεπτεμβρίου 2004 και η απόφαση  δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30ης Δεκεμβρίου 2005            Ο Πρόεδρος του Δ’ Τμήματος      Η Γραμματέας του Δ’ Τμήματος     Μ  Βροντάκης        

Α  Τριάδη1501/2014 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 628218)  (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΕΔΚΑ 2014/619 , ΘΠΔΔ 2014/405)  Ευθύνη του Δημοσίου σε αποζημίωση από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, υφίσταται μόνο για πρόδηλο σφάλμα του δικαστικούλειτουργού  Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη ζημία που  προκλήθηκε από ποινική δίωξη δεν μπορεί να αποκατασταθεί με εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ  Εσφαλμένα το διοικητικό εφετείο, μολονότι δέχθηκε ότι τα αστυνομικά όργανα έδρασαν κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας για παράβαση του ν  1729/1987, έκρινε ότι η σφράγιση του καταστήματος και η κατάσχεση των εμπορευμάτων του αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείοντος έπρεπε να αποδοθεί στα όργανα αυτά χωρίς να εκθέτει το περιεχόμενο της εισαγγελικής παραγγελίας και χωρίς να τη συσχετίζει με την άσκηση ποινικής διώξεως  Δεκτή η αναίρεση του Δημοσίου (αναιρεί την υπ΄αριθ  42/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας)  Οι αιτήσεις παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια με την υπ΄αριθ  2852/2012 απόφαση του ΣτΕ  (Σημείωση Ε  Γαληνού ΕΔΚΑ  2014/629)  5  Επειδή, το άρθρο 4 παρ  5 του Συντάγματος, ορίζοντας ότι «Οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη στην  οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012)  Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο  σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία   Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε  οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία  Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην τελευταία περίπτωση δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου 99 του Συντάγματος, διότι η  προσωπική ευθύνη οργάνου του Δημοσίου δεν αποκλείει αναγκαίως την ευθύνη του τελευταίου, σκοπός δε της διατάξεως αυτής είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με ανάθεση σε  ειδικό δικαστήριο του έργου της διαγνώσεως της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση των καθηκόντων τους  Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στο νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται  από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου λαμβάνοντας υπ’ όψη την φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών  λειτουργιών του Κράτους

6  Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π δ  456/1984 – Α’ 164) ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση  της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού  συμφέροντος  Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών»  Η πρώτη από τις διατάξεις αυτές, ορίζοντας ως προϋπόθεση για την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση τον παράνομο  χαρακτήρα της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως έχει ευθεία εφαρμογή στην περίπτωση ζημιογόνας δράσεως οργάνων της νομοθετικής εξουσίας (νομοθέτηση ή παράλειψη νομοθετήσεως αντικείμενη σε κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος) και της εκτελεστικής εξουσίας κατά την  εφαρμογή του νόμου στην ατομική περίπτωση (παράβαση της αρχής της νομιμότητας)  Η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται ευθέως σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, διότι  ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγμάτων από δικαστικό λειτουργό δεν είναι συμβατή με την φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον δικαστικό λειτουργό την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του  Εν όψει της φύσεως του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση  Εφ’ όσον δε το Σύνταγμα, κατά την προηγούμενη σκέψη, δεν ανέχεται να παραμένουν  αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της  δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 Εισ Ν Α Κ  έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους  Ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσεως οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη

 7  Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, στις 21 9 1998 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα σύσκεψη στην οποία έλαβαν μέρος εκπρόσωποι των Υπουργείων Υγείας και Πρόνοιας Αναπτύξεως, Δημοσίας Τάξεως και Οικονομικών καθώς και  εκπρόσωποι του Ε Ο Φ  και του Ο Κ Α Ν Α  και η οποία είχε ως αντικείμενο τον συντονισμό των δημοσίων υπηρεσιών για την αντιμετώπιση του προβλήματος της εισαγωγής και κυκλοφορίας στην  Ελλάδα προϊόντων που περιείχαν συστατικά από κάνναβη και έφεραν ενδείξεις με τις οποίες προβαλλόταν η κάνναβη κατά τρόπο έντονο, όπως απεικόνιση φύλλου κάνναβης στην συσκευασία τους  Στην σύσκεψη αυτή επισημάνθηκε ότι, καθ’ όσον το ποσοστό της περιεχόμενης στα προϊόντα αυτά ναρκωτικής ουσίας τετραϋδροκανναβινόλης ήταν αμελητέο, το πρόβλημα αφορούσε την διαφήμιση της κάνναβης μέσω των προϊόντων αυτών και ότι η εισαγωγή και το εμπόριο τέτοιων προϊόντων συνιστούσε πρόκληση και παρακίνηση για χρήση και διαφήμιση ναρκωτικών κατά παράβαση των διατάξεων του ν  1729/1987  Για τους λόγους αυτούς αποφασίσθηκε ότι τα εν λόγω προϊόντα δεν έπρεπε να φέρουν, κατά την εισαγωγή και κυκλοφορία τους στην Ελλάδα, ενδείξεις σχετικές με το φυτό της κάνναβης και ονομασία ίδια ή παραπλήσια, ανεξαρτήτως αν ανιχνευόταν σ’ αυτά η ως άνω ναρκωτική ουσία  Στην συνέχεια, η Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως απέστειλε στις Διευθύνσεις Ασφαλείας Αττικής και Θεσσαλονίκης και στις Αστυνομικές Διευθύνσεις Νομών το από 12 10 1998 έγγραφο, με το οποίο ζητούσε την διενέργεια εκτεταμένων ελέγχων σε καταστήματα που διαθέτουν στην αγορά προϊόντα κάνναβης και την εφαρμογή των οριζομένων στα άρθρα 4 και 9 του ν  1729/1987  Στο έγγραφο αυτό αναφέρονταν συγκεκριμένα προϊόντα κάνναβης που εμφανίσθηκαν στην ελληνική αγορά (μπύρες, αναψυκτικά, καλλυντικά, απορρυπαντικά, τσίχλες, κλπ) και έφεραν, ως λογότυπο, πεντάφυλλο ή επτάφυλλο μίσχο κάνναβης και εκφράσεις που παρακινούσαν στην χρήση της κάνναβης και την εξοικείωση με αυτήν  Περαιτέρω, με το από 9 11 1998 έγγραφο της  ίδιας ως άνω υπηρεσίας με τους ίδιους αποδέκτες αναφερόταν ότι τα άρθρα 5 και 9 του ν  1729/1987 παραβιάζονταν αν το λογότυπο της κάνναβης ήταν τυπωμένο στο εξωτερικό μέρος των ειδών ενδύσεως και των συσκευασιών των προϊόντων και ότι ήταν εξεταστέο αν στοιχειοθετείται παράβαση των διατάξεων αυτών από μόνη την ονομασία των καταστημάτων στα οποία πωλούνταν τα προϊόντα αυτά  (“

», “

“)  Κατόπιν τούτων, ύστερα από την Γ98/319α/26 10 1998 παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας και στο πλαίσιο  ένορκης προανακρίσεως για παράβαση του ν  1729/1987, αστυνομικά όργανα του Τμήματος Διώξεως Ναρκωτικών διενήργησαν, στις 3 11 1998, έρευνα στο εμπορικό κατάστημα με τον τίτλο

   που διατηρούσε από 24 10 1998 ο αναιρεσίβλητος-αναιρεσείων στην Λάρισα και διαπίστωσαν ότι στο κατάστημα αυτό πωλούνταν διάφορα είδη ενδύσεως και ατομικής χρήσεως τα οποία ήταν κατασκευασμένα από κάνναβη κα έφεραν τυπωμένη απεικόνιση πεντάφυλλου ή επτάφυλλου μίσχου κάνναβης, θεωρώντας δε ότι ο αναιρεσίβλητος-αναιρεσείων, εμπορευόμενος τα προϊόντα αυτά, διαφήμιζε την χρήση ναρκωτικών κατά παράβαση των άρθρων 5 και 9 του ν   1729/1987 τον συνέλαβαν και κατέσχεσαν τα εμπορεύματα  Με βάση την σχετική αναφορά των αστυνομικών οργάνων ο αναιρεσίβλητος-αναιρεσείων παραπέμφθηκε από τον εισαγγελέα στον  τακτικό ανακριτή, διώχθηκε ποινικώς για συντέλεση στην διάδοση της χρήσεως ναρκωτικής ουσίας και για πρόκληση σε χρήση και διαφήμιση της χρήσεως ναρκωτικής ουσίας κατά σύστημα με σκοπό το κέρδος, κατέβαλε δε χρηματική εγγύηση για να αφεθεί ελεύθερος  Με την 326/1999  απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας ο αναιρεσίβλητος-αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος των  κατηγοριών που του είχαν αποδοθεί με την αιτιολογία ότι ο διακριτικός τίτλος

  και η απεικόνιση πεντάφυλλου ή επτάφυλλου μίσχου κάνναβης δεν συνιστούσαν ευθεία ή συγκαλυμμένη  και έντεχνη διαφήμιση της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών ή πρόκληση σε παράνομη χρήση τους, με την ίδια δε απόφαση διατάχθηκε η απόδοση σ’ αυτόν των εμπορευμάτων που είχαν κατασχεθεί

Με την από 11 10 1999 αγωγή του ο αναιρεσίβλητος-αναιρεσείων ισχυρίσθηκε ότι η απόφαση η  οποία ελήφθη κατά την διυπουργική σύσκεψη της 21 9 1998, οι ενέργειες των οργάνων του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως για την πραγμάτωσή της, η κατάσχεση των εμπορευμάτων και η σύλληψή του ήταν παράνομες, ως αντικείμενες στην κοινοτική αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας  των εμπορευμάτων και στο πλέγμα κοινοτικών Κανονισμών που αφορούσαν την καλλιέργεια και την επιδότηση της κάνναβης, παραβίαζαν τις ίδιες τις διατάξεις του ν  1729/1987, διότι κατ’εσφαλμένη ερμηνεία τους θεωρήθηκε ότι η πώληση ειδών κάνναβης συνιστούσε ποινικό αδίκημα, και ήταν αντίθετες στα άρθρα 5 παρ  1 του Συντάγματος και 57 του Αστικού Κώδικα, διότι πρόσβαλαν την οικονομική του ελευθερία καθώς και την τιμή και την προσωπικότητά του  Για τους λόγους αυτούς, ζήτησε, κατ’ επίκληση του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του  Αστικού Κώδικα να υποχρεωθεί το Δημόσιο να του καταβάλει α) ποσό 11 942,77 ευρώ που αντιστοιχούσε στην αξία των εμπορευμάτων τα οποία κατασχέθηκαν και τα οποία καταστράφηκαν ολοσχερώς λόγω των συνθηκών πλημμελούς φυλάξεώς τους επί ένα έτος, καθώς και στην αξία της γυάλινης ταμπέλας του καταστήματός του που επίσης είχε κατασχεθεί, β) ποσό 3 418,96 ευρώ που αντιστοιχούσε στις δαπάνες διαφημίσεως της επιχειρήσεώς του που δεν αξιοποιήθηκε αφού οι προαναφερόμενες ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου έλαβαν χώρα στις πρώτες ημέρες  λειτουργίας του καταστήματός του, γ) ποσό 11 409,37 ευρώ που αντιστοιχούσε στις δαπάνες διαμορφώσεως του χώρου του, δ) ποσό 26 260, 87 ευρώ που αντιστοιχούσε στα διαφυγόντα  κέρδη για τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του καταστήματος (24 10 1998-10 9 1999), ε) ποσό 34 629,49 ευρώ που αντιστοιχούσε στο ποσό που είχε καταβάλει στον εισαγωγέα των εμπορευμάτων προκειμένου να αναλάβει την αντιπροσωπεία του στην Θεσσαλία και, τέλος, στ) ποσό 88 041 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη από την  προσβολή της προσωπικότητάς του λόγω της συλλήψεώς του ως εγκληματία  Προς αντίκρουση της αγωγής το Δημόσιο υποστήριξε ότι οι ενέργειες των αστυνομικών οργάνων εντάσσονταν στο  πλαίσιο της προλήψεως και της καταστολής του εγκλήματος, που αποτελούν την ειδικότερη αποστολή και το καθήκον των αστυνομικών αρχών, και ήταν σύμφωνες με τις διατάξεις της νομοθεσίας για ταναρκωτικά και ότι, και αν ακόμη κρίνονταν παράνομες, δεν συνεπάγονταν ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕΙΣΝΑΚ, διότι αφ’ ενός η παραβιασθείσα διάταξη σκοπούσε αποκλειστικά στην προστασία του γενικού συμφέροντος και αφ’ ετέρου οι ενέργειες αυτές έλαβαν χώρα κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας  Το διοικητικό  πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι τόσο οι αποφάσεις των δημοσίων αρχών κατά την διυπουργική σύσκεψη όσο και οι κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας ενέργειες των αστυνομικών  οργάνων του Τμήματος Διώξεως Ναρκωτικών Λάρισας ήταν νόμιμες, εντασσόμενες στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους για την αποσόβηση κινδύνου της δημοσίας τάξεως, ασφάλειας και υγείας  του κοινού  Αντιθέτως, με την προσβαλλόμενη απόφαση το διοικητικό εφετείο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι το Δημόσιο πρέπει να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο-αναιρεσείοντα  μόνο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ύψους 14 673,51 δραχμών, αφού προηγουμένως δέχθηκε την έφεσή του κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως   Ειδικότερα, το διοικητικό εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Για την στοιχειοθέτηση αντικειμενικώς του εγκλήματος της συντελέσεως στην διάδοση ναρκωτικών ουσιών καθώς και της προκλήσεως  στην χρήση και της διαφημίσεως της χρήσεως ναρκωτικών κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ  1 και 9 παρ  1 του ν  1729/1987 απαιτείται να αποδεικνύεται, στην συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση, ότι υφίσταται ναρκωτική ουσία, κατά την νομική της έννοια, περαιτέρω δε, να  αποτυπώνεται, με τις σχετικές ενέργειες του φερόμενου ως δράστη, μήνυμα αυτοτελώς υπέρ των ναρκωτικών, οι δε σχετικές ενδείξεις να είναι πρόσφορες στο να εμφανίσουν ως ελκυστική, όχι την  αγορά των πωλουμένων ειδών, αλλά την χρήση ναρκωτικών ουσιών Συνεπώς, μη νομίμως τα αστυνομικά όργανα του Τμήματος Διώξεως Ναρκωτικών Λάρισας, στο πλαίσιο προανακρίσεως για  παράβαση των διατάξεων του ν  1729/1987, συνέλαβαν τον αναιρεσίβλητο-αναιρεσείοντα και κατέσχεσαν τα εμπορεύματα του καταστήματός του, εκτελώντας οδηγίες και εντολές του  Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως με τις οποίες, κατόπιν της διυπουργικής συσκέψεως της 21 9 1998, είχε θεωρηθεί, εκ προοιμίου, ότι από την αποτύπωση στα επίμαχα είδη πεντάφυλλου ή επτάφυλλου  μίσχου κάνναβης ή από την χρήση σε κατάστημα πωλήσεώς τους του διακριτικού τίτλου

  αποσκοπείται η διαφήμιση της ίδιας της κάνναβης ως ναρκωτικής ουσίας  Και τούτο, διότι σύμφωνα με το 3001992/167/0099/1 2 1999 έγγραφο του Γενικού Χημείου του Κράτους,  είδη, όπως αυτά που κατασχέθηκαν, είτε δεν περιείχαν την ναρκωτική ουσία της τετραϋδροκανναβινόλης είτε την περιείχαν σε ελάχιστο βαθμό χωρίς να είναι εφικτή η ανάκτησή της ή απομόνωσή της, περαιτέρω δε, η απεικόνιση πεντάφυλλου ή επτάφυλλου μίσχου κάνναβης  στα είδη αυτά δεν αποτελούσε θεσμοθετημένο κοινωνικό συμβολισμό που να επιδέχεται μία και μοναδική ανάγνωση ούτε συνιστούσε οπτικό μήνυμα με προσδιορισμένο προς μία κατεύθυνση περιεχόμενο  Αντιθέτως, λόγω της φύσεως των επίμαχων εμπορευμάτων, η όλη οπτική εντύπωση  της εν λόγω απεικονίσεως δημιουργούσε στο κοινό την ορθή εντύπωση ότι πρόκειται περί φιλικών προς το περιβάλλον προϊόντων ή υποπροϊόντων της κλωστικής κάνναβης τα οποία δεν σχετίζονται με ναρκωτική ουσία, όπως κρίθηκε και με την απόφαση 326/1999 του Τριμελούς Εφετείου  Λάρισας  Ως εκ τούτου, με τις προαναφερόμενες ενέργειες των αστυνομικών οργάνων παραβιάσθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ  1 και 17 του Συντάγματος, καθώς και των άρθρων 57 και 1000 του Αστικού Κώδικα περί προστασίας της προσωπικότητας και της  κυριότητας  Ο παράνομος δε χαρακτήρας των ενεργειών των διωκτικών αρχών δεν ήρετο εκ του ότι τα όργανα αυτά είχαν ενεργήσει σύμφωνα με διαταγές των ιεραρχικώς ανωτέρων τους ούτε εκ  του ότι είχαν λάβει προηγουμένως σχετική εισαγγελική παραγγελία, διότι η παραγγελία αυτή κάλυπτε μεν την έρευνα στο κατάστημα του αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείοντος όχι όμως και τις περαιτέρω ενέργειές τους που βασίσθηκαν στις, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του ν   1729/1987, διαπιστώσεις τους  Συνεπώς, από τις προαναφερόμενες παράνομες ενέργειες των διωκτικών αρχών ανέκυπτε εν προκειμένω ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕΙΣΝΑΚ  Στην συνέχεια, το διοικητικό εφετείο απέρριψε τα ως άνω υπό στοιχεία α, β και γ  κονδύλια της αγωγής ως αόριστα, απέρριψε αίτημα καταβολής ποσού 8 025,42 ευρώ που  αντιστοιχούσε σε δαπάνη αγοράς εξοπλισμού, λειτουργικών εξόδων και δικηγορικών αμοιβών ως απαραδέκτως υποβληθέν με το υπόμνημα, απέρριψε ως αναπόδεικτο το υπό στοιχείο δ κονδύλιο  της αγωγής, διότι το μόνο αποδεικτικό μέσο που είχε προσκομισθεί σχετικώς, δηλαδή η έκθεση εκτιμήσεως του λογιστή

 , αποτελούσε μαρτυρία για την οποία δεν είχαν τηρηθεί τα  οριζόμενα στο άρθρο 185 ΚΔΔ, επίσης δε απέρριψε ως αναπόδεικτο το υπό στοιχείο ε κονδύλιο της αγωγής λόγω μη προσκομίσεως της συμβάσεως δικαιοχρήσεως ή άλλου στοιχείου από το οποίο να  προκύπτει με ποιούς όρους και για ποιό χρονικό διάστημα ο αναιρεσίβλητος-αναιρεσείων είχε αποκτήσει τα επίμαχα δικαιώματα τα οποία, στην συνέχεια, απώλεσε με την οριστική διακοπή της  επιχειρήσεώς του  Τέλος, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος-αναιρεσείων υπέστη λόγω της κατασχέσεως των εμπορευμάτων του και της συλλήψεώς του υπέστη βαρειά προσβολή  της προσωπικότητάς του, διότι δημιουργήθηκε στο ευρύ κοινό της Λάρισας η εντύπωση ότι ήταν δράστης του αδικήματος της συντελέσεως στην διάδοση ναρκωτικών ουσιών και της προκλήσεως σε χρήση και ότι, επομένως, το Δημόσιο όφειλε να του καταβάλει ποσό 14 673,51 ευρώ ως  χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, κατά μερική αποδοχή της αγωγής

8  Επειδή, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, το διοικητικό εφετείο έκρινε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 Εισ Ν Α Κ , ότι στην προκειμένη περίπτωση η ευθύνη του Δημοσίου ανέκυπτε από παράνομες ενέργειες των αστυνομικών οργάνων που οφείλονταν σε εσφαλμένη, όπως αποφάνθηκε το διοικητικό εφετείο, ερμηνεία των άρθρων 5 παρ  1 και 9 παρ  1 του ν  1729/1987 και ότι οι ενέργειες αυτές ήταν ανεξάρτητες από την εισαγγελική παραγγελία που τους είχε δοθεί για την έρευνα στο κατάστημα του αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείοντος  Το Δημόσιο με την υπό κρίση αίτησή  του προβάλλει ότι οι ενέργειες των αστυνομικών οργάνων έλαβαν χώρα κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, όπως γίνεται δεκτό και με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και ήταν σύμφωνες με τις ως άνω διατάξεις του ν  1729/1987, εν πάση δε περιπτώσει, ευθύνη του Δημοσίου προς  αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 Εισ Ν Α Κ , δεν υφίστατο, διότι οι επίμαχες διατάξεις του ν  1729/1987, οι οποίες, κατά το διοικητικό εφετείο, εσφαλμένως ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν  από τα αστυνομικά όργανα, απαγορεύουσες την διάδοση των ναρκωτικών ουσιών, την πρόκληση στην χρήση τους και την διαφήμισή τους, αποσκοπούσαν αποκλειστικώς στην προστασία του  δημοσίου συμφέροντος και δεν διασφάλιζαν και ιδιωτικά δικαιώματα  Με τον πρώτο από τους ως άνω λόγους αναιρέσεως το Δημόσιο, αμφισβητώντας την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 Εισ Ν Α Κ , επί πράξεων δικαστικών λειτουργών, πλήσσει την κρίση του διοικητικού εφετείου ότι στην προκειμένη περίπτωση ευθυνόταν κατά το άρθρο αυτό από πράξεις αστυνομικών υπαλλήλων, ως διοικητικών οργάνων  Ανεξαρτήτως του ζητήματος του χαρακτήρα των  αστυνομικών υπαλλήλων που διενεργούν προανάκριση ως δικαστικών ή διοικητικών οργάνων, η κρίση αυτή είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι, το διοικητικό εφετείο, μολονότι δέχθηκε ότι τα αστυνομικά όργανα έδρασαν κατόπιν σχετικής παραγγελίας του εισαγγελέως, ο οποίος και άσκησε,  στην συνέχεια, την ποινική δίωξη του αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείοντος, έκρινε ότι η κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων του ν  1729/1987 σφράγιση του καταστήματος και η κατάσχεση των εμπορευμάτων (συνεπεία των οποίων επήλθε η κατά τους ισχυρισμούς του  αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείοντος ζημία) έπρεπε να αποδοθεί στα όργανα αυτά χωρίς να εκθέτει το περιεχόμενο της εισαγγελικής παραγγελίας και χωρίς να την συσχετίζει με την εκ μέρους του εισαγγελέως άσκηση της ποινικής διώξεως με βάση την εσφαλμένη αυτή ερμηνεία  Και ναι μεν ο  λόγος αυτός αναιρέσεως αλυσιτελώς προβάλλεται κατά το μέρος που στηρίζεται στην αβάσιμη, κατά την γνώμη που πλειοψήφησε, εκδοχή της ελλείψεως ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση από ζημιογόνα πράξη δικαστικού οργάνου πλην η ευθύνη αυτή, κατά την ίδια γνώμη,  μόνο από πρόδηλη, υπό την προεκτεθείσα έννοια, παράβαση των διατάξεων του ν  1729/1987, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 Εισ Ν Α Κ , μπορούσε να προκύψει στην προκειμένη περίπτωση και όχι από την ευθεία, όπως έκρινε το διοικητικό εφετείο, εφαρμογή των διατάξεων  του άρθρου αυτού και, συνεπώς, βασίμως αμφισβητείται η νομιμότητα της ανωτέρω κρίσεως του δικάσαντος δικαστηρίου  Για τον λόγο αυτόν, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως του Δημοσίου και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση

9  Επειδή, μετά την αναίρεση, κατά τα ανωτέρω, της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της, η δίκη επί της δευτέρας αιτήσεως αναιρέσεως δεν έχει αντικείμενο και πρέπει να καταργηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ  1 του π δ  18/1989 (Α’ 8), το δε παράβολο, το οποίο καταβλήθηκε  για την άσκηση της αιτήσεως αυτής, πρέπει να επιστραφεί, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ  4 του π δ  18/1989

10  Επειδή, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, ο

  πρέπει να απαλλαγεί από την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου   2787/2015 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 653318)  (Α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΘΠΔΔ 2015/648) Δημοψήφισμα  Το Προεδρικό Διάταγμα περί προκηρύξεως δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό  θέμα και η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου περί υποβολής προτάσεως διενέργειας αυτού  αποτελούν κυβερνητικές πράξεις και δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του ΣΤΕ  Απορρίπτει  την αίτηση ακυρώσεως ως απαράδεκτη  Συγκλίνουσα γνώμη ότι η αίτηση ακυρώσεως, με την  οποία αμφισβητείται το κύρος του προκηρυχθέντος δημοψηφίσματος, είναι απορριπτέα ως  απαράδεκτη, διότι, κατά το άρθρο 100 παρ  1 περ  β΄του Συντάγματος, ο έλεγχος του κύρους  δημοψηφίσματος υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου   Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ  (Παρατηρήσεις Χ Τσιλιώτη ΘΠΔΔ 2015/649)

Αριθμός 2787/2015

  ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ  Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Ιουλίου 2015, με την εξής σύνθεση: Ν   Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, ελλείποντος του Προέδρου του Συμβουλίου της  Επικρατείας, Δ  Πετρούλιας, Αθ  Ράντος, Ε  Σαρπ, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας,  Χρ  Ράμμος, Δ  Μαρινάκης, Γ  Παπαγεωργίου, Αικ  Σακελλαροπούλου, Δ  Σκαλτσούνης, Γ  Ποταμιάς,  Μ  Γκορτζολίδου, Ε  Νίκα, Ε  Αντωνόπουλος, Σπ  Μαρκάτης, Σπ  Χρυσικοπούλου, Μ   Σταματελάτου,  Β  Αραβαντινός, Ε  Κουσιουρής, Β  Ραφτοπούλου, Σύμβουλοι, Όλ  Παπαδοπούλου, Μ   Σωτηροπούλου, Π  Τσούκας, Πάρεδροι  Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ε  Κουσιουρής και Β   Ραφτοπούλου καθώς και ο Πάρεδρος Π  Τσούκας μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με  το άρθρο 26 παρ  2 του ν  3719/2008  Γραμματέας η Μ  Παπασαράντη   Για να δικάσει την από 1η Ιουλίου 2015 αίτηση:

   των: 1

  και 2

  , ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος

   , κατά των: 1  Πρωθυπουργού, 2  Υπουργικού Συμβουλίου, 3  Υπουργού Εσωτερικών και  Διοικητικής Ανασυγκρότησης και 4  Υπουργού Οικονομικών, οι οποίοι παρέστησαν με τους: α)

 , Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και β)

, Νομικό Σύμβουλο του  Κράτους, και κατά των παρεμβαινόντων: Α)

   , η οποία παρέστη αυτοπροσώπως, ως  δικηγόρος

, Β) 1

, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο

   , που τον διόρισε στο  ακροατήριο, 2

  , ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος

  , 3

  , 4   δικηγόρο, που τον διόρισαν στο ακροατήριο, 5

 , η οποία παρέστη με τον ίδιο πιο πάνω  δικηγόρο

, που τον διόρισε στο ακροατήριο, ο οποίος διόρθωσε το επώνυμο στο ορθό

 , 6

  , 7

  , οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο πιο πάνω δικηγόρο

  , που τον  διόρισαν στο ακροατήριο, 8

, ο οποίος με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του ίδιου πιο  πάνω δικηγόρου παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινομένης παρεμβάσεως, 9

  , 10

, 11

   και 12

, οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο πιο πάνω δικηγόρο

  , που τον  διόρισαν στο ακροατήριο, Γ) 1

, ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος

  ,  2

, ο οποίος παρέστη με τον ίδιο πιο πάνω δικηγόρο

, που τον διόρισε στο  ακροατήριο και 3

, ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος

, Δ)

,  ενεργούντος ατομικά και ως νομίμου εκπροσώπου της ΄

,

  , ο οποίος παρέστη  αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος,

και Ε) 1

 , ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο

   , που  νομιμοποιήθηκε με τη συνυπογραφή του δικογράφου από τον παρεμβαίνοντα, 2

  , ο οποίος  παρέστη αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος

και 3

, η οποία παρέστη με τον ίδιο πιο πάνω  δικηγόρο

  , που νομιμοποιήθηκε με τη συνυπογραφή του δικογράφου από την αιτούσα   Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 2 Ιουλίου 2015  πράξης του αρχαιοτέρου Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ελλείποντος Προέδρου,  λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ  2 εδάφ  α, 20 και 21 του Π Δ   18/1989  Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: α) το Προεδρικό Διάταγμα  υπ’ αριθ  38/28 6 2015 (ΦΕΚ Α΄ 63) περί προκηρύξεως δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα  και β) η από 26 6 2015 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου περί υποβολής προτάσεως διενέργειας  δημοψηφίσματος

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ  Σκαλτσούνη   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον δεύτερο των αιτούντων ως δικηγόρο και ως πληρεξούσιο του  πρώτου αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως  και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους παρεμβαίνοντες ως δικηγόρους και ως πληρεξουσίους  των  λοιπών παρεμβαινόντων και τους αντιπροσώπους των καθ’ ων, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή  της

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

 κ α ι

 Α φ ο ύ

μ ε λ έ τ η σ ε  τ α

σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α

  Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο ν   Ν ό μ ο   1  Επειδή, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (4107354, 1392531/2015 έντυπα παραβόλου)

2  Επειδή, ζητείται η ακύρωση α) του π δ  38/28 6 2015 (Α΄ 63) περί Προκήρυξης Δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα, και, συγκεκριμένα, για να εγκριθεί ή να απορριφθεί το σχέδιο συμφωνίας, το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25 06 2015, β) της από 26 6 2015  απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου (Α΄ 62) περί υποβολής πρότασης διενέργειας Δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα κατά το άρθρο 44 παρ  2 εδ  α΄ του Συντάγματος

3  Επειδή, η κρινόμενη υπόθεση, λόγω της φύσεώς της και του κατεπείγοντος χαρακτήρα της, εξαιρείται από τις υποθέσεις, η εκδίκαση των οποίων αναστέλλεται δυνάμει της 52626/29 6 2015  εγκυκλίου του Υπουργού Δικαιοσύνης   4  Επειδή, άσκησαν παρεμβάσεις υπέρ του κύρους των προσβαλλόμενων πράξεων, με ξεχωριστά δικόγραφα, οι: α)

  , β)

   , γ)

 , δ)

 και ε)

  Οι παρεμβάσεις ασκήθηκαν παραδεκτώς κατά το άρθρο 49 παρ  2 του π δ  18/1989 (Α΄ 8), δεδομένου ότι η αίτηση ακυρώσεως ασκήθηκε την 1η 7 2015, η δε υπόθεση συζητήθηκε, κατά σύντμηση προθεσμίας, στις 3 7 2015, τούτο, διότι δεν ήταν δυνατόν να τηρηθεί η οριζόμενη στη διάταξη αυτή προθεσμία των έξι πλήρων ημερών πριν από τη συζήτηση για την άσκηση των παρεμβάσεων  Εξάλλου, στην  παρέμβαση του

   κλπ , με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου α) υπέβαλε παραίτηση ο 8ος κατά τη σειρά του δικογράφου,

   και, συνεπώς, η παρέμβαση δεν εξετάζεται ως προς αυτόν, β) διορθώθηκε το επώνυμο της 5ης κατά τη σειρά του δικογράφου παρεμβαίνουσας από

   5  Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 44 παρ  2 ότι: «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου  …», στο άρθρο 95 παρ  1 ότι: «Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου  β) …», στο άρθρο 100 παρ  1 ότι:  «1  Συνιστάται Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στο οποίο υπάγονται: α) … β) Ο έλεγχος του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος που ενεργείται κατά το άρθρο 44 παράγραφος 2  γ) …»  Εξάλλου, στο άρθρο 45 παρ  5 του π δ  18/1989 ορίζεται ότι: «Δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι κυβερνητικές πράξεις και διαταγές που ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας»   6  Επειδή, το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρίαση της 26ης 6 2015 αποφάσισε να προτείνει την προκήρυξη δημοψηφίσματος την Κυριακή 5 7 2015 για κρίσιμο εθνικό θέμα σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ  2 εδ  α΄ του Συντάγματος  Το ερώτημα που προτάθηκε ήταν το εξής: «Πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25 6 2015 και αποτελείται από δύο μέρη τα οποία συγκροτούν την ενιαία πρότασή τους; Το πρώτο έγγραφο τιτλοφορείται «ReformsforthecompletionoftheCurrentProgramandbeyond» (Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού) και το δεύτερο «Preliminary Debt  Sustainability Analysis» (προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους)  Όσοι από τους πολίτες της χώρας απορρίπτουν την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν: Δεν εγκρίνεται/ΟΧΙ  Όσοι από τους πολίτες της χώρας συμφωνούν με την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν: Εγκρίνεται/ΝΑΙ»  Εν συνεχεία, κατά τη συνεδρίαση ΞΕ΄ της 27ης 6 2015 η Ολομέλεια της Βουλής με απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών και, ειδικότερα, με 178 θετικές ψήφους, έκανε δεκτή την ως άνω πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ  απόφαση της Προέδρου της Βουλής από 28 6 2015, Α΄ 62/28 6 2015)  Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε το π δ  38/2015, με το οποίο προκηρύχθηκε η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για την Κυριακή 5 7 2015 με το ως άνω ερώτημα  7  Επειδή, το προσβαλλόμενο διάταγμα, εκδοθέν βάσει του άρθρου 44 παρ  2 του Συντάγματος, όπως και η προσβαλλόμενη πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, αφορούν την προκήρυξη δημοψηφίσματος και συνιστούν, ως εκ τούτου, κυβερνητικές πράξεις αναγόμενες στη διαχείριση  της πολιτικής εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ  5 του π δ  18/1989  Επομένως, οι πράξεις αυτές δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας και, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη  Σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος  του κύρους και των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ  1 περ  β΄ του Συντάγματος, στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου  Ο Αντιπρόεδρος Δ  Πετρούλιας και οι Σύμβουλοι Χ  Ράμμος, Αικ  Σακελλαροπούλου, Γ  Ποταμιάς, Μ  Γκορτζολίδου, Ε  Νίκα, Σ  Μαρκάτης, προς τη γνώμη των οποίων προσχώρησαν οι Πάρεδροι Ο  Παπαδοπούλου και Μ  Σωτηροπούλου, διατύπωσαν τη συγκλίνουσα γνώμη ότι η αίτηση  ακυρώσεως, με την οποία αμφισβητείται το κύρος του προκηρυχθέντος με το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα δημοψηφίσματος, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι, κατά το άρθρο  100 παρ  1 περ  β΄ του Συντάγματος, ο έλεγχος του κύρους (και των αποτελεσμάτων) δημοψηφίσματος που ενεργείται κατά το άρθρο 44 παρ  2 του Συντάγματος, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου

8  Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να  γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις των α)

  , πλην του

, β)

 κλπ, γ)

  , δ)

   και ε)

   Δια ταύτα

 Απορρίπτει την αίτηση

 Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου

 Δέχεται τις παρεμβάσεις των α)

, πλην του

 , β)

  , γ)

, δ)

 και ε)

  Επιβάλλει συμμέτρως στους αιτούντες τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου που ανέρχεται σε  τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ και των παρεμβαινόντων, πλην του

   , που ανέρχεται σε  εξακόσια σαράντα (640) ευρώ για κάθε παρέμβαση

 Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Ιουλίου 2015 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια  συνεδρίαση αυθημερόν

   Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος

Η Γραμματέας

 Νικόλαος Καρόλου Σακελλαρίου

   Μαριάνθη

   Παπασαράντη

V   ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ – ΕΘΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ 1/2010 ΑΕΔ ( 508592)  Προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο  Κρίση ότι το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως διαφέρει των γνησίων μέσων εκτελέσεως (κατάσχεση κλπ), τα οποία συνιστούν άμεση επέμβαση του δημοσίου στην περιουσία του οφειλέτη προς είσπραξη του προς αυτό χρέους, διότι αποτελεί μέτρο καταναγκασμού όχι επί της περιουσίας, αλλά επ’ αυτού τούτου του προσώπου του οφειλέτη, προκειμένου να εξαναγκασθεί στη δια παντός μέσου καταβολή του οφειλόμενου χρέους  Τούτο όμως είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτο, ως αντικείμενο στο άρθρο 2 παρ  1 του συντάγματος  Λόγοι  Αντίθετη μειοψηφία  Λόγοι (Βλ  σημείωση Π Πανταζόπουλου, ΔΕΕ 2010,379 και παρατηρήσεις Γ Ανδρουτσόπουλου , ΕΦΑΔ 2010,467)

 Αριθμός 1/2010  Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο  (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Γεώργιο Καλαμίδα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου,  ως Πρόεδρο, Παναγιώτη Πικραμμένο, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας,  Ιωάννη Καραβοκύρη, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένου του  Προέδρου και του αρχαιοτέρου του Αντιπροέδρου), Χρίστο Ράμμο, Γεώργιο  Παπαγεωργίου, Ιωάννη Μαντζουράνη-Εισηγητή, Συμβούλους της Επικρατείας,  Χρήστο Αλεξόπουλο, αναπληρωματικό μέλος, (ελλείποντος τακτικού), Βασίλειο  Λυκούδη, αναπληρωματικό μέλος, (ελλείποντος τακτικού), Ανδρέα Τσόλια,  Αρεοπαγίτες, Βασίλειο Γρατσία, Σύμβουλο της Επικρατείας, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη,  Αρεοπαγίτη, Νικόλαο Νίκα, Κωνσταντίνο Φινοκαλιώτη, Καθηγητές Νομικής Σχολής  του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ως μέλη και τη Γραμματέα Μηλιά Αθανασοπούλου,  Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 18η Νοεμβρίου 2009, για να  δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των:   ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τους: 1)Υπουργό  Οικονομίας και Οικονομικών και 2) Προϊστάμενο της Β΄ Δημόσιας Οικονομικής  Υπηρεσίας Κέρκυρας, το οποίο παρέστη με την Στυλιανή Χαριτάκη, Νομικό  Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ:

, κατοίκου Κέρκυρας ο οποίος δεν παρέστη

Η παραπάνω υπόθεση εισήχθη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ύστερα από την  υπ’ αριθμ  1/2009 παραπεμπτική απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου  (αριθμ  καταθέσεως 65/4-3-2009)  Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την  ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Ιωάννη Μαντζουράνη, Συμβούλου της  Επικρατείας  Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την Νομική Σύμβουλο του Νομικού  Συμβουλίου του Κράτος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τις προτάσεις της

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα   Σκέφθηκε κατά νόμο

1  Επειδή, με την 1/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε προς άρσιν  στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, κατά τα άρθρα 100 παρ  1 περ  ε΄ του  Συντάγματος και 6 περ  ε΄ και 48 παρ  2 του Κώδικα Α Ε Δ  (ν  345/1976, Α΄  141) η αμφισβήτηση που ανέκυψε ως προς την συνταγματικότητα των διατάξεων  του ν  1867/1989 που αφορούν στην προσωπική κράτηση για χρέη προς το  Δημόσιο, λόγω αντίθεσης της ως άνω αποφάσεως της Ολομελείας του Αρείου  Πάγου, με την οποία κρίθηκαν οι διατάξεις αυτές σύμφωνες προς το Σύνταγμα,  προς τις 250 και 251/2008 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της  Επικρατείας, με τις οποίες οι ίδιες διατάξεις κρίθηκαν αντισυνταγματικές

2  Επειδή, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου έχει τηρηθεί η νόμιμη  προδικασία με τις δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις που προβλέπονται στα άρθρα  10 παρ  2, 49 παρ  2 και 50 παρ  1 και 2 του Κώδικα Α Ε Δ  και, συνεπώς, η  κρινόμενη υπόθεση παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του  Δικαστηρίου

3  Επειδή, ο Ν  1867/1989 «προσωπική κράτηση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων  του Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων και άλλες διατάξεις» (φ  227), όπως  ίσχυε κατά το κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, όριζε τα ακόλουθα: «Άρθρο 1  Η  προσωπική κράτηση, ως αναγκαστικό μέτρο προς είσπραξη των δημόσιων εσόδων  που αποφασίζεται με διοικητική πράξη, καταργείται  2  Από την έναρξη της  ισχύος των διατάξεων αυτού του νόμου η προσωπική κράτηση, ως αναγκαστικό  μέτρο προς είσπραξη των δημόσιων εσόδων, διατάσσεται από το δικαστήριο  σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων  Άρθρον 2  1  Προσωπική κράτηση  διατάσσεται εφ’ όσον συντρέχουν σωρευτικώς οι εξής προϋποθέσεις: α)  Πρόκειται για έσοδο που εισπράττεται κατ’ εφαρμογή του ν δ  356/1974 «περί  κώδικος εισπράξεως δημοσίων εσόδων»  β) πρόκειται για χρέη που απορρέουν είτε  από επιχορηγήσεις κατά την εφαρμογή των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων  αναπτυξιακών νόμων είτε από σύμβαση δανείου είτε από την επιβολή προστίμου ή  χρηματικής ποινής για πράξεις ή παραλείψεις που είναι κολάσιμες και  ποινικώς, ή, σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για χρέη, η μη καταβολή των οποίων  εκ μέρους του οφειλέτη συνιστά ποινικώς κολάσιμη πράξη κατά τις κείμενες  διατάξεις … 2  Η προσωπική κράτηση διατάσσεται πάντοτε αυτοτελώς, κατά τις  διατάξεις του επόμενου άρθρου, από το δικαστήριο ύστερα από αίτηση: α) Του  αρμόδιου για την είσπραξη του σχετικού εσόδου προϊσταμένου δημόσιας  οικονομικής υπηρεσίας ή προϊσταμένου του τελωνείου, όταν πρόκειται για χρέη  προς το Δημόσιο  β) του κατά τις κείμενες διατάξεις οργάνου διοίκησης του  νομικού προσώπου, όταν πρόκειται για απαιτήσεις νομικών προσώπων, οι οποίες  εισπράττονται σύμφωνα με ειδική πρόβλεψη, κατά τις διατάξεις του ν δ   356/1974 «περί κώδικος εισπράξεως δημοσίων εσόδων»  3  Η κατά τις διατάξεις  της προηγούμενης παραγράφου αίτηση πρέπει, με την ποινή του απαραδέκτου, να  υποβληθεί ένα τουλάχιστον μήνα μετά την κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης  προς τον οφειλέτη και να συνοδεύεται από αντίγραφο της ατομικής ειδοποίησης,  στην οποία περιέχονται οπωσδήποτε τα στοιχεία του οφειλέτη και του χρέους  του  Άρθρο 3  1α  Την προσωπική κράτηση, της οποίας η διάρκεια δεν μπορεί να  υπερβαίνει το ένα έτος, διατάσσει με απόφασή του το αρμόδιο σύμφωνα με την  περίπτωση β΄ δικαστήριο  Άλλη αίτηση προσωπικής κράτησης για το ίδιο χρέος  δεν μπορεί να υποβληθεί  Νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνον εφόσον  συντρέχουν εκ νέου οι σχετικές προϋποθέσεις και μόνο μετά την παρέλευση έξη  μηνών από την εκτέλεση της προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου και την  απόλυση του κρατουμένου  β  Η αίτηση για προσωπική κράτηση δικάζεται, αν ο  νόμιμος τίτλος αποδεικνύει απαίτηση δημόσιου χαρακτήρα, από τριμελές  διοικητικό πρωτοδικείο ή, αν ο νόμιμος τίτλος αποδεικνύει απαίτηση ιδιωτικού  χαρακτήρα, από το μονομελές πολιτικό πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου έχει  την έδρα της η αρχή η οποία, είναι κατά τις διατάξεις της παρ  2 του  προηγουμένου άρθρου, αρμόδια για να την υποβάλει  2  Το διοικητικό  δικαστήριο δικάζει κατά την διαδικασία που ορίζεται στην παρ  1 του άρθρου  73 του Κ Ε Δ Ε  και το πολιτικό δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία  3   Στις περιπτώσεις όπου οι κείμενες διατάξεις τάσσουν προθεσμία, μέσα στην  οποία είναι δυνατή η δικαστική αμφισβήτηση του νόμιμου τίτλου, η απόφαση για  προσωπική κράτηση δεν μπορεί να εκτελεσθεί πριν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία  αυτή ή πριν εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, εκτός αν η δικαστική  απόφαση που εκδίδεται σε πρώτο βαθμό είναι, κατά νόμο, εκτελεστή  4  Αν  εκκρεμεί σε άλλο δικαστήριο δίκη ως προς το κύρος του νόμιμου τίτλου,  αντίγραφο της αίτησης για προσωπική κράτηση είναι δυνατόν να διαβιβασθεί, με  την επιμέλεια οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, στο δικαστήριο αυτό  Η  διαβίβαση αυτή ισοδυναμεί με αίτηση προτίμησης, η οποία γίνεται υποχρεωτικώς  δεκτή  5  Το αρμόδιο κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 δικαστήριο  αποφασίζει την προσωπική κράτηση αν κρίνει ότι το μέτρο αυτό είναι, ιδίως εν  όψει του ύψους του χρέους αναγκαίο και πρόσφορο για την εξόφληση του χρέους,  καθώς και ότι η λήψη του μέτρου αυτού είναι το μόνο μέσο, κατ’ αποκλεισμό  κάθε άλλου προβλεπομένου από τις κείμενες διατάξεις αναγκαστικού μέτρου  είσπραξης δημόσιων εσόδων, ικανοποίησης της σχετικής απαίτησης  Το  δικαστήριο κρίνει με βάση οποιαδήποτε κατάλληλα αποδεικτικά μέσα επιτρέπει ο  νόμος και αν ακόμα δεν τα επικαλέσθηκαν οι διάδικοι  Άρθρο 4  1  Προσωπική  κράτηση δεν διατάσσεται: α) κατά των ανηλίκων που τελούν υπό γονική μέριμνα  ή υπό επιτροπεία και κατά των απαγορευμένων με δικαστική απόφαση, β) κατά  βουλευτών, όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος και τέσσερις εβδομάδες μετά τη  λήξη της, γ) κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το εξηκοστό πέμπτο έτος της  ηλικίας τους, δ) κατά κληρικών κάθε βαθμού κάθε γνωστής θρησκείας, ε) κατά  των στρατευμένων, κατά τη διάρκεια της στράτευσής τους, 30 ημέρες πριν από  αυτήν και έξι μήνες μετά από αυτή, στ) κατά των προσώπων που τελούν σε  πτώχευση και για όσο χρόνο διαρκούν οι εργασίες της πτώχευσης, ζ) κατά των  εξ απογραφής κληρονόμων για χρέη της κληρονομιάς, η) κατά των πολυτέκνων που  έχουν την επιμέλεια ή την υποχρέωση διατροφής των παιδιών τους, θ) κατά των  κάθε είδους εκπροσώπων ανώνυμων εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης  ευθύνης, για χρέη των εταιρειών αυτών, ι) κατά των προσώπων που έχουν  συμβληθεί ως εγγυητές ανεξάρτητα από το αν έχουν διατηρήσει το ευεργέτημα  δίζησης ή όχι  2  Αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, εκτός εκείνων που  αναφέρονται στις διατάξεις της περίπτ  η΄ της προηγούμενης παραγράφου, η  προσωπική κράτηση για τα χρέη τους διατάσσεται κατά των εκπροσώπων τους  3   Αν πρόκειται για πρόσωπα που τελούν υπό επιμέλεια, η προσωπική κράτηση για  χρέη τους διατάσσεται κατά των νόμιμων αντιπροσώπων τους  Άρθρο 5  1  Η  διάταξη για προσωπική κράτηση εκτελείται μόνο αφότου η δικαστική απόφαση που  τη διατάσσει γίνει τελεσίδικη και αφού προηγουμένως επιδοθεί σ’ αυτόν που  καταδικάστηκε  Όταν πρόκειται για εκπρόσωπο νομικού προσώπου, η προσωπική  κράτηση δεν εκτελείται πριν περάσουν τρεις ημέρες αφότου η απόφαση του  επιδόθηκε  2  Όποιος καταδικάστηκε σε προσωπική κράτηση συλλαμβάνεται από το  δικαστικό επιμελητή, πάντοτε μπροστά σε μάρτυρα που προσλαμβάνεται για το  σκοπό αυτόν, και συντάσσεται σχετική έκθεση  Η σύλληψη απαγορεύεται: α)  μεταξύ της 7ης εσπερινής και της 7ης πρωινής ώρας, β) κατά τις εθνικές  επετείους, κατά το από 23 Δεκεμβρίου έως και 2 Ιανουαρίου χρονικό διάστημα,  κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας επί βουλευτικών, δημοτικών και κοινοτικών  εκλογών, οκτώ ημέρες πριν από την έναρξη αυτών και πέντε ημέρες μετά τη λήξη  τους και κατά τη διάρκεια των εβδομάδων των Παθών και του Πάσχα, γ) στον  τόπο όπου συνεδριάζει δικαστήριο και όσο διαρκεί η συνεδρίαση, δ) σε  καθιερωμένο τόπο ιερουργίας γνωστής θρησκείας και όσο διαρκεί η ιερουργία,  ε) από 1 έως 31 Αυγούστου»  Στα επόμενα άρθρα ρυθμίζονται θέματα όπως η  διαδικασία αντιρρήσεων (άρθρο 6), η απόλυση κρατουμένων (άρθρο 7), η κράτηση  σε άλλο χώρο (άρθρο 8) και τα ένδικα βοηθήματα (άρθρο 9), ενώ στις τελικές  και μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 10) ορίζονται τα εξής: «1  Κάθε γενική ή  ειδική διάταξη, που είναι αντίθετη προς τις ρυθμίσεις αυτού του νόμου,  καταργείται  2  Όσοι κατά την έναρξη της ισχύος των διατάξεων αυτού του  νόμου κρατούνται κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 63 επ  του ν δ   356/1974 «περί κώδικος εισπράξεως δημοσίων εσόδων» απολύονται αυθημερόν με  επιμέλεια του διευθυντή της φυλακής  Όσοι παραβαίνουν τις διατάξεις αυτής  της παραγράφου, εκτός από την προσωπική αστική και πειθαρχική ευθύνη,  υπέχουν και ποινική ευθύνη, κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα  3  Μετά  την απόλυση των κρατουμένων κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου  είναι δυνατή η κατά τις διατάξεις αυτού του νόμου εκ νέου κίνηση της  διαδικασίας προσωπικής κράτησης για το χρέος ή τα χρέη, για τα οποία είχε  ήδη διαταχθεί η προσωπική τους κράτηση  Στην περίπτωση αυτή συνυπολογίζεται,  κατά την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί, ο προηγούμενος  χρόνος κράτησης»  Στη συνέχεια, με το άρθρο 46 του ν  2065/1992 (φ  113),  όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 33 του  ν  2214/1994 – φ  75 – ορίσθηκαν τα εξής : «1  Για τα ληξιπρόθεσμα προς το  Δημόσιο χρέη, που βεβαιώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν δ  356/1974  (ΦΕΚ 90 Α΄) καθώς και για τα ληξιπρόθεσμα προς το Ι Κ Α  χρέη, εκτός των  φόρων μεταβίβασης ακινήτων, δωρεών, γονικών παροχών και κληρονομιών,  εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν  1867/1989 (ΦΕΚ 227 Α΄) με τις ακόλουθες  παρεκκλίσεις: α) Η αίτηση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ Ο Υ  για τα  παραπάνω χρέη εκδικάζεται από τον πρόεδρο του οικείου διοικητικού  πρωτοδικείου, σύμφωνα με τη διαδικασία «περί ασφαλιστικών μέτρων» (άρθρα 868 και επόμενα του Κ Πολ Δ )  Η προθεσμία προς άσκηση έφεσης, καθώς και η  άσκηση αυτής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης  β) Εντός δέκα πέντε  (15) ημερών από την καταχώρηση καθαρογραμμένης της απόφασης στο οικείο  βιβλίο της γραμματεία του Δικαστηρίου, η απόφαση διαβιβάζεται από την  αρμόδια Δ Ο Υ  στο αστυνομικό τμήμα της κατοικίας ή διαμονής του οφειλέτη  προς εκτέλεση  γ) Τα άρθρα 2 παράγραφοι 1 και 3, 3 παράγραφοι 3, 4 και 5, 4  παράγραφος 1 περιπτώσεις γ, θ και ι, 5 παράγραφοι 1 και 2 εδάφιο πρώτο, 7  παράγραφος 1 περίπτωση γ, 9 και 12 του ν  1867/1989 δεν εφαρμόζονται εν  προκειμένω  δ) Η προσωπική κράτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις της  προηγούμενης παραγράφου διατάσσεται για συνολικές οφειλές πάνω από ένα  εκατομμύριο (1 000 000) δραχμές  2  Η διαδικασία για την επιβολή του μέτρου  της προσωπικής κράτησης αναστέλλεται η διακόπτεται στην περίπτωση που ο  οφειλέτης έχει και προβάλλει ανταπαίτηση ίση ή ανώτερη του οφειλόμενου ποσού  κατά του Δημοσίου, από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία, έστω και αν αυτή δεν είναι  βέβαιη και εκκαθαρισμένη και εφόσον αποδείξει με έγγραφα στοιχεία το υπαρκτό  της ανταπαίτησης  Στις περιπτώσεις αυτές η υπηρεσία, η οποία είναι αρμόδια  για την εκκαθάριση της ανταπαίτησης του οφειλέτη, υποχρεούται, ύστερα από  σχετικό έγγραφο του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ Ο Υ , να ενεργήσει εντός δύο  (2) μηνών για την εκκαθάριση της ανταπαίτησης αυτής και την έκδοση του κατά  περίπτωση απαιτούμενου νόμιμου τίτλου, αποστέλλουσα τα σχετικά στοιχεία στη  Δ Ο Υ , στην οποία εκκρεμεί η οφειλή προς το Δημόσιο, για την ενέργεια  συμψηφισμού  3  Αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης επιτρέπονται μόνο για την  περίπτωση εξόφλησης της οφειλής ή συμψηφισμού αυτής και εκδικάζονται από τον  πρόεδρο του αρμόδιου δικαστηρίου, κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επόμενα  του Κ Πολ Δ  4  Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή και επί όλων  των κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου βεβαιωμένων για είσπραξη  ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων κατά του Δημοσίου και του Ι Κ Α  5  Οι διατάξεις  του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή από 1ης Οκτωβρίου 1992»

4  Επειδή, το αναγκαστικό μέτρο της προσωπικής κρατήσεως προς είσπραξη  δημοσίων εσόδων θεσπίσθηκε το πρώτον με το β δ/μα της 7 (19) 2 1835 και  διαμορφώθηκε με διαδοχικά νομοθετήματα (ν  ΥΛΣΤ΄/1871, ν  4845/1930 (ΝΕΔΕ),  ν δ  356/1974 – ΚΕΔΕ -), επιβαλλόμενο υπό των αρμοδίων διοικητικών οργάνων  κατά των οφειλετών αφ’ ενός μεν του Δημοσίου, αφ’ ετέρου δε των νομικών  προσώπων δημοσίου δικαίου (ν π δ δ ) κατά περίπτωση  Ο θεσμός αναμορφώθηκε ριζικώς με τον ανωτέρω ν  1867/1989 ο οποίος, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις, επέτρεψε την επιβολή του μέτρου μόνο με δικαστική απόφαση, εκδιδόμενη κατόπιν αιτήσεως του αρμοδίου προς είσπραξη οργάνου του Δημοσίου ή ν π δ δ , ρύθμισε δε τις ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις επιβολής αυτού κατά τρόπο ευνοϊκότερο για τον οφειλέτη, εν σχέσει με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς  Οι προϋποθέσεις αυτές τροποποιήθηκαν κατά τα ως άνω τόσον όσον αφορά στα ληξιπρόθεσμα προς το Δημόσιο, όσο και προς το ΙΚΑ χρέη με το άρθρο 46 του ν  2065/1992, εν συνεχεία δε με τα άρθρα 33 του ν  2214/1994 και 22 του ν  2523/1997 (φ  179)  Επακολούθησε η θέση εν ισχύϊ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν  2717/1999, φ  97) ο οποίος στο Πρώτο Τμήμα του Δευτέρου Μέρους του και υπό το Δεύτερο Τίτλο «Επιβολή Προσωπικής Κράτησης» (άρθρα 231-243) περιέλαβε νέα ρύθμιση του αναγκαστικού μέτρου της προσωπικής κρατήσεως κατά τρόπο εν πολλοίς ανάλογο με τις ρυθμίσεις του ν  1867/1989, όπως αυτό ίσχυε προ των τροποποιήσεών του, με σημαντικές δηλαδή αποκλίσεις από τις ρυθμίσεις των νόμων 2065/92, 2214/94 και 2523/97 (βλ  και εισηγητική έκθεση του ΚΔΔ επί του άρθρου 231, η οποία αναφέρει ότι «αποδίδεται κατά βάση η έως τώρα ισχύουσα ρύθμιση»)

5  Επειδή, το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως διαφέρει των γνησίων μέσων εκτελέσεως (κατάσχεση κ λ π ), τα οποία συνιστούν άμεση επέμβαση του Δημοσίου στην περιουσία του οφειλέτη προς είσπραξη του προς αυτό χρέους, διότι αποτελεί μέτρο καταναγκασμού όχι επί της περιουσίας, αλλά επ’ αυτού τούτου του προσώπου του οφειλέτη, προκειμένου να εξαναγκασθεί αυτός στη διά παντός μέσου καταβολή του οφειλομένου χρέους  Τούτο όμως είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτο, ως αντικείμενο στο άρθρο 2 παρ  1 του Συντάγματος  Τούτο δε διότι πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι, κατά το ανωτέρω άρθρο, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία  Και ναι μεν το Σύνταγμα ανέχεται τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η στέρηση αυτή είναι λογικώς αναγκαία για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, χάριν του οποίου επιβάλλεται  Τέτοιοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, δικαιολογούντες την επιβολή των στερητικών της ελευθερίας ποινών είναι οι προβλεπόμενοι υπό του ποινικού δικαίου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται, άλλωστε, το ποινικό αδίκημα της παραβιάσεως της προθεσμίας καταβολής των βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο και τα ν π δ δ  (άρθρ  25 ν  1882/1990 – φ  43 – όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ  1 ν  2523/1997, φ  179)

Είναι, όμως, όλως διάφορο το θέμα της στερήσεως της προσωπικής ελευθερίας,  όχι ως ποινής για αποδοκιμαστέα κοινωνική συμπεριφορά, αλλ’ ως διοικητικού  μέτρου, αποβλέποντος στην άσκηση πιέσεως προς εξόφληση χρέους με χρήματα, τα οποία δεν έχει ή δεν δύναται το Δημόσιο να αποδείξει ότι έχει ο οφειλέτης  Υπό το πρίσμα τούτο, δεν υφίσταται καν θέμα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητος, διότι αυτή προϋποθέτει ότι τόσον ο σκοπός, όσον και τα χρησιμοποιούμενα προς επίτευξη αυτού μέσα είναι, κατ’ αρχήν, θεμιτά, οπότε  και ερευνάται, περαιτέρω, η μεταξύ των σχέση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση   Το μέτρο, όμως, της προσωπικής κρατήσεως για χρέη προς το Δημόσιο απαγορεύεται, ως αντικείμενο στο Σύνταγμα (άρθρ  2 παρ  1), κατά τα προεκτεθέντα και, για τον λόγον αυτόν, οι διατάξεις των άρθρων 1 επόμ  του ν  1867/1989, όπως ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τα άρθρα 46 του ν  2065/1992 και 33 του ν  2214/1994, είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα  Κατά την ειδικότερη γνώμη του μέλους Γ  Παπαγεωργίου, το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο, όπως προβλέπεται από το ν  1867/1989, όπως τροποποιήθηκε, ούτε αντίκειται καθ’ εαυτό στα άρθρα 2 παρ  1 και 5 παρ  3 του Συντάγματος, εφ’ όσον, αφ’ ενός μεν επιβάλλεται με δικαστική απόφαση κατόπιν διαπιστώσεως της συνδρομής των υπό του νόμου προβλεπομένων ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, αφ’ ετέρου δε αποσκοπεί στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος  Πλην η επιβολή του μέτρου αυτού από τον νομοθέτη παραβιάζει την υπό του άρθρου 25 παρ  1 του Συντάγματος κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητος, διότι η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, αποτελούσα το έσχατο μέτρο καταναγκασμού του προσώπου, προδήλως υπερακοντίζει, εν όψει της ρυθμίσεως του άρθρου 25 του ν  1882/1990 (η οποία καθιερώνει την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής βεβαιωμένων των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο ως ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση), τον επιδιωκόμενο σκοπό της αποτελεσματικής συμμορφώσεως του οφειλέτη προς τις έναντι του Δημοσίου οικονομικές του υποχρεώσεις  Υφίσταται δε ζήτημα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητος στην παρούσα υπόθεση, κατά την οποία ελέγχεται η συνταγματικότητα του μέτρου της προσωπικής κράτησης ως μέσου για την επιδίωξη του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, ακριβώς διότι η κρίση περί της συνταγματικότητας του μέσου αυτού, το οποίο, κατά τα προεκτεθέντα δεν αντίκεινται στο άρθρο 2 παρ  1 του Συντάγματος, συναρτάται απαραιτήτως με το ζήτημα αν το μέσο αυτό είναι πρόσφορο και απολύτως αναγκαίο για την επιδίωξη του θεμιτού ως άνω σκοπού  Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και τα μέλη Χ  Αλεξόπουλος, Β  Λυκούδης, Α  Τσόλιας και Σπ  Μητσιάλης, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Οι ως άνω διατάξεις δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα, εφ’ όσον η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας με την προσωπική κράτηση του οφειλέτη για χρέη προς το Δημόσιο προβλέπεται με νόμο, αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη (άρθρο 25 παρ  1 εδ  γ΄ του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας  Ειδικότερα, στο άρθρο 5 παρ  3 του Συντάγματος, ορίζονται τα εξής: « Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη  Κανείς δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνον όταν και όπως ορίζει ο νόμος»  Και ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ  1 του Συντάγματος), πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία, η οποία είναι απαραβίαστη, αλλά, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ  3 του άρθρου 5 του Συντάγματος, επιτρέπεται να ορίζονται με νόμο περιορισμοί στο εν λόγω δικαίωμα, που μπορεί να φθάνουν και στη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας

Στην προκειμένη περίπτωση, η προσωπική κράτηση κατά τις διατάξεις του ν   1867/1989 διατάσσεται από το δικαστήριο για χρέη προς το Δημόσιο, εφόσον το  συνολικώς οφειλόμενο ποσό υπερβαίνει το ποσό των τριών εκατομμυρίων  (3 000 000) δραχμών ή το ένα εκατομμύριο (1 000 000) δραχμές προκειμένου για  παρακρατούμενος, επιρριπτόμενους φόρους και για δάνεια με εγγύηση του  Ελληνικού Δημοσίου, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες  ή τα τελωνεία (άρθρο 22 παρ  5-7 του ν  2523/1997, με τις οποίες αντικαταστάθηκε η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 46 του ν  2065/1992), και δεν απαγγέλλεται, μεταξύ άλλων κατηγοριών προσώπων, κατά ανηλίκων, κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους, κατά κληρικών παντός βαθμού κάθε γνωστής θρησκείας, κατά στρατευμένων, κατά τη διάρκεια της στράτευσής τους, τριάντα ημέρες πριν από αυτήν και έξι μήνες μετά από αυτήν, κατά των προσώπων που τελούν σε πτώχευση, κατά των πολυτέκνων που έχουν την επιμέλεια ή την υποχρέωση διατροφής των τέκνων τους, και κατά προσώπων που έχουν συμβληθεί ως εγγυητές ανεξάρτητα από το αν  έχουν διατηρήσει το ευεργέτημα της διζήσεως ή όχι (άρθρο 4 παρ  1 α΄, γ΄, δ΄, ε΄, στ΄, η΄ και ι΄ του ν  1867/1989)  Η προσωπική κράτηση, η διάρκεια της οποίας πάντως δεν μπορεί να υπερβεί το ένα έτος και διατάσσεται μόνο μια φορά για συγκεκριμένο χρέος (άρθρο 3 παρ  1α ν  1867/1989), διακόπτεται ύστερα από αίτηση του κρατουμένου και ο κρατούμενος απολύεται, αν καταβληθεί ή συμψηφιστεί το χρέος, για το οποίο επιβλήθηκε μαζί με τους τόκους, αναστέλλεται δε για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνες αν αποσβεσθεί, κατά τ’ ανωτέρω, τμήμα του χρέους (άρθρο 7 παρ  1 και 3 ν  1867/1989)  Επίσης, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την απόλυση του κρατουμένου οφειλέτη, αν είναι ασθενής και υπάρχει κίνδυνος, από την παράταση της κράτησης, για την υγεία του, καθώς και τη μετάβασή του στο εξωτερικό για λόγους υγείας (άρθρο 8 ν  1867/1989)  Περαιτέρω, το στερητικό της προσωπικής ελευθερίας μέτρο, δικαιολογείται από την επιτακτική ανάγκη ικανοποίησης του ιδιαιτέρως σοβαρού δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος της είσπραξης των δημοσίων εσόδων  Η είσπραξη των δημοσίων εσόδων, που αποτελεί μείζον και κρίσιμο ζήτημα για τη Χώρα, είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, την ικανοποίηση των αναγκών του Κράτους και της κοινωνίας  Χωρίς την αποτελεσματική είσπραξη των δημοσίων εσόδων, το Κράτος δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο σύγχρονο κοινωνικό του ρόλο με την πραγματοποίηση των αναγκαίων παροχών σε τομείς, όπως η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, η απασχόληση, αλλά ούτε και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς άλλα Κράτη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση  Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το μέτρο της προσωπικής κράτησης δεν παραβιάζει και την αρχή της αναλογικότητας, αφού, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν  1867/1989 και ειδικότερα από την παρ  5 του άρθρου 3, επιβάλλεται να διασφαλίζεται από το δικαστήριο η τήρηση του προσήκοντος σε κάθε περίπτωση μέτρου, σε σχέση με το σκοπό για τον οποίο το μέτρο αυτό λαμβάνεται, και να σταθμίζονται οι συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως ώστε να αποφασίζεται η προσωπική κράτηση όταν η λήψη του μέτρου αυτού είναι το μόνο μέσο, κατ’ αποκλεισμό κάθε άλλου προβλεπομένου από τις κείμενες διατάξεις αναγκαστικού μέτρου ικανοποίησης της σχετικής απαίτησης  Αν το μέτρο είναι μεν πρόσφορο, αλλά δεν είναι αναγκαίο, διότι λ χ  επαρκούν στη συγκεκριμένη περίπτωση ηπιότερα μέτρα, τότε δεν επιτρέπεται να ληφθεί  Αν πάλι ο οφειλέτης τελεί αποδεδειγμένα σε οικονομική αδυναμία εκπλήρωσης της οφειλής του, το μέτρο της προσωπικής κράτησης δεν επιβάλλεται, αφού θα ήταν απρόσφορο  Επίσης, οι διατάξεις του Ν  1867/1989 δεν είναι αντίθετες προς το άρθρο 20 παρ  1 του Συντάγματος, ενόψει του ότι το μέτρο της προσωπικής κράτησης επιβάλλεται με δικαστική απόφαση, κατόπιν διαπιστώσεως της συνδρομής των υπό του νόμου τασσομένων ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων από το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο ο οφειλέτης μπορεί να αναπτύξει τις απόψεις του και να προβάλει κάθε δικαίωμά του  Εξάλλου, η προσωπική κράτηση για την εκπλήρωση απλής συμβατικής υποχρέωσης, και χωρίς τις προϋποθέσεις που τάσσονται από το ν  1867/1989, προβλέπεται τόσο από το άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που έχει συναφθεί μεταξύ των κρατών μελών του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και έχει κυρωθεί με το Ν  2462/1997, όσο και από το άρθρο 1 του 4ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με τα οποία ορίζεται, ως εξαίρεση από τον κανόνα του επιτρεπτού της προσωπικής κρατήσεως, ότι κανείς δεν φυλακίζεται λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρεώση (Ολ  Α Π  23/2005)  Σημειώνεται, ότι η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, ως μέτρο για την είσπραξη απαιτήσεων, προβλέπεται και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το Ν Δ  53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ  1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ  Συγκεκριμένα, το προαναφερόμενο μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 παρ  1 περ  β της ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε προσώπου στην ελευθερία και την ασφάλεια και ορίζει ότι «Ουδείς επιτρέπεται να στερηθή της ελευθερίας του ειμή εις τας ακολούθους περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασία: α) … β) εάν υπεβλήθη εις κανονικήν σύλληψιν και κράτησιν … εις εγγύησιν εκτελέσεως υποχρεώσεως ωρισμένης υπό του νόμου»  Τέλος, δεν μπορεί, να γίνει λόγος για αντισυνταγματικότητα των ανωτέρω διατάξεων του ν  1867/1989, που προβλέπουν την προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο, ως εκ του γεγονότος ότι ο νομοθέτης, αποβλέποντας στην πλέον αποτελεσματική αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος της είσπραξης των δημοσίων εσόδων, χαρακτήρισε, με το άρθρο 25 του μεταγενέστερου μάλιστα ν  1882/1990, τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης  Πράγματι, δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας ή του κατοχυρούμενου από το άρθρο 14 παρ  7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και το άρθρο 4 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δικαιώματος κάθε προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα, από μόνη την παράλληλη ισχύ των ανωτέρω ρυθμίσεων, αφού, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η προσωπική κράτηση που ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ν  1867/1989 δεν συνιστά ποινή, αλλά μέσο εκτελέσεως, οι προϋποθέσεις επιβολής της προσωπικής κρατήσεως, κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, όπως αυτές παρατίθενται ανωτέρω, διαφέρουν από εκείνες της επιβολής της ποινής της φυλάκισης σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν  1882/1990  Σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραβιάζονται οι ανωτέρω διατάξεις στην περίπτωση κατά την οποία στο ίδιο πρόσωπο, για το ίδιο χρέος, απαγγελθεί προσωπική κράτηση ως μέσο εκτελέσεως και ποινή φυλακίσεως και όχι με τη γενική πρόβλεψη της προσωπικής κρατήσεως ως μέσου εκτελέσεως για την είσπραξη χρεών προς το Δημόσιο  Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι διατάξεις του ν  1867/1989, που ρυθμίζουν την προσωπική κράτηση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, δεν αντίκεινται στις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις  6  Επειδή, κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να αριθ.εί η αμφισβήτηση που ανέκυψε επί του παραπεμφθέντος με την 1/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου ζήτημα υπέρ της γνώμης που υιοθετήθηκε με τις 250 και 251/2008 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας

7  Επειδή, δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση επιβολής εξόδων της αυτεπαγγέλτως  από το Δικαστήριο διεξαχθείσας διαδικασίας, ούτε επιβολής δικαστικής  δαπάνης

 Δια ταύτα   Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 1/2009 του Αρείου Πάγου  και 250 και 251/2008 του Συμβουλίου της Επικρατείας περί την ουσιαστική συνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 1 και επόμενα του ν  1867/1989,  όπως τροποποιήθηκαν με τους ν  2065/1992 και 2214/1994, που αφορούν στην  προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο

Αποφαίνεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις αντίκεινται στο άρθρο 2 παρ  1 του  Συντάγματος

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2009

Ο Πρόεδρος

 Η Γραμματέας   Γεώργιος Καλαμίδας

Μηλιά Αθανασοπούλου

 Και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Φεβρουαρίου 2010

Ο Πρόεδρος

 Η Γραμματέας   Γεώργιος Καλαμίδας

  Αλεξάνδρα Χαραλάμπους  2411/2012 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 578430)  (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΝΟΒ 2012/1288, ΕΔΔΔΔ 2012/937) ΑΕΙ και αίτηση ακύρωσης της υπ΄ αριθμ  24528/Β7/2009 απόφασης του Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατά το μέρος που ορίστηκε στο άρθρο 11 παρ  2 ότι το κόστος λειτουργίας Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών θα καλυφθεί και από δίδακτρα  Ο αιτών με έννομο συμφέρον ασκεί την αίτηση λόγω της ιδιότητάς του ως αναπληρωτή καθηγητή του οικείου Τμήματος του Πανεπιστημίου, ο οποίος και μειοψήφησε κατά την λήψη της σχετικής αποφάσεως  της ΓΣΕΣ  Αντίθετη μειοψηφία  Τα άρθρα 3 παρ  3 και 8 παρ  1α του ν  3685/2008, που προβλέπουν τη δυνατότητα επιβολής διδάκτρων στους μεταπτυχιακούς φοιτητές για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας των ΠΜΣ, δεν αντίκεινται στο άρθρο 16 παρ  4 του Συντάγματος   Αντίθετη μειοψηφία  Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης  Η αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια  κατόπιν της υπ΄ αριθμ  2714/2010 αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος  (Σχόλιο Α  Αργυρού ΝοΒ  2012/1293)

Αριθμός 2411/2012   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ  ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Απριλίου 2011, με την εξής σύνθεση: Π   Πικραμμένος, Πρόεδρος, Ε  Σαρπ, Ν  Μαρκουλάκης, Μ  Βηλαράς, Α  Σακελλαροπούλου, Γ  Ποταμιάς,  Μ  Γκορτζολίδου, Ι  Γράβαρης, Ε  Αντωνόπουλος, Ι  Ζόμπολας, Σ  Μαρκάτης, Α  Ντέμσιας, Σ   Χρυσικοπούλου, Η  Τσακόπουλος, Β  Καλαντζή, Μ  Σταματελάτου – Μπεριάτου, Β  Αραβαντινός, Α   Καλογεροπούλου, Ε  Κουσιουρής, Α  Σταθάκης, Ο  Ζύγουρα, Β Ραφτοπούλου, Κ  Κουσούλης, Κ   Φιλοπούλου, Θ  Αραβάνης, Κ  Πισπιρίγκος, Δ  Μακρής, Σύμβουλοι, Ηλ  Μάζος, Κ  Κονιδιτσιώτου, Χ   Μπολόφη, Πάρεδροι  Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Β  Αραβαντινός και Κ  Κουσούλης, καθώς και  η Πάρεδρος Κ  Κονιδιτσιώτου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ   2 του ν  3719/2008  Γραμματέας η Μ  Παπασαράντη

Για να δικάσει την από 15 Ιουνίου 2009 αίτηση:

 του

 , αν  καθηγητή ΔΠΘ, κατοίκου, ως εκ της υπηρεσίας του,  Κομοτηνής, οδός

  , αρ

, ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α Μ

 ),

κατά του Υπουργού Παιδείας, διά βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τον Ηλία  Ψώνη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους

 Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ   2714/2010 αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να  επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση

 Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ  24528/Β7/11-5-2009 απόφαση  του Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ, 990/26-5-2009, τ Β) κατά το μέρος  που με αυτήν ορίστηκε στο άρθρο 11 παρ  2 ότι το κόστος λειτουργίας του Προγράμματος  Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου  Θράκης με τίτλο «Κοινωνική Πολιτική και Κοινωνική Εργασία» θα καλυφθεί και από δίδακτρα   Ο Εισηγητής, Σύμβουλος Γ  Ποταμιάς, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της  παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος

 Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αιτούντα ως δικηγόρο, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους  προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του  Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της

 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ  α ι   Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α   Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

1  Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’  αριθμ  1074748/2009 ειδικό έντυπο παραβόλου)

 2  Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ  24528/Β7/11-5-2009  αποφάσεως του Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ, 990/26-5-2009, τ Β)  κατά το μέρος που με αυτήν ορίστηκε στο άρθρο 11 παρ  2 ότι το κόστος λειτουργίας του  Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκρίτειου  Πανεπιστημίου Θράκης με τίτλο «Κοινωνική Πολιτική και Κοινωνική Εργασία» θα καλυφθεί, μεταξύ  άλλων, και από δίδακτρα

 3  Επειδή, με την υπ’ αριθμ  2714/2010 απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της  Επικρατείας παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατ’ άρθρ  14 παρ  2 εδάφ  β’ του  πρ δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) λόγω σπουδαιότητας το ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων  των άρθρων 3 παρ  3 και 8 του ν  3685/2008 (Α, 148) με βάση τις οποίες η προσβαλλόμενη  υπουργική απόφαση όρισε ότι το κόστος λειτουργίας του ως άνω προγράμματος μεταπτυχιακών  σπουδών καλύπτεται, μεταξύ άλλων, και από δίδακτρα

 4  Επειδή, ο αιτών με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση ως εκ της ιδιότητάς του ως  αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου  Θράκης, ο οποίος μάλιστα μειοψήφησε κατά την λήψη της υπ’ αριθμ  27/21-1-2009 αποφάσεως  της Γενικής Συνελεύσεως Ειδικής Συνθέσεως (ΓΣΕΣ) του εν λόγω Τμήματος σχετικά με την έγκριση  λειτουργίας του ως άνω μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών ως προς το ζήτημα της  καλύψεως του κόστους λειτουργίας του και με δίδακτρα των μεταπτυχιακών φοιτητών  Κατά την  γνώμη του Συμβούλου Γ  Ποταμιά εν προκειμένω η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση δεν  αφορά προσωπικά τον αιτούντα ούτε θίγει έστω και έμμεσα έννομα συμφέροντά του κατά την  έννοια του άρθρου 47 παρ  1 του πρ  δ/τος 18/1989 (Α,8)  Ούτε άλλωστε θεμελιώνεται έννομο  συμφέρον στο εύλογο ενδιαφέρον του για την εύρυθμη λειτουργία του Τμήματος ή του ως άνω  Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Κοινωνική Πολιτική και Κοινωνική Εργασία» διότι αυτό  έχει γενικό χαρακτήρα και εντάσσεται στο γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των  νόμων και την σύννοψη άσκηση κάθε διοικητικής λειτουργίας  Εφόσον το έννομο συμφέρον του  αιτούντος δεν είναι προσωπικό, άμεσο και εννεστώς η κρινόμενη αίτηση, κατά την γνώμη αυτή,  είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη

 5  Επειδή, στο άρθρο 16 του Συντάγματος, ορίζονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «

4  οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια  Το Κράτος ενισχύει τους σπουδαστές που διακρίνονται, καθώς και αυτούς που έχουν ανάγκη από βοήθεια ή ειδική προστασία, ανάλογα με τις ικανότητές τους  5  Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση  Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους  Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει

  6  Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί  Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει  Τα σχετικά με την κατάσταση όλων αυτών των προσώπων καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων ιδρυμάτων

 8  Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ’ αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους  Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται

»

 6  Επειδή, οι μεταπτυχιακές σπουδές στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα οργανώθηκαν συστηματικά το πρώτον με τα άρθρα 26, 27 και 28 του ν  1268/1982 (Α, 87)  Με το άρθρο 81 του ν  1566/1985 (Α, 167) οργανώθηκαν εκ νέου οι μεταπτυχιακές σπουδές και καταργήθηκαν οι σχετικές ρυθμίσεις (άρθρα 26, 27 και 28) του ν  1268/1982  Εν συνεχεία, οι μεταπτυχιακές σπουδές οργανώνονται εκ νέου με τις διατάξεις των άρθρων 10-14 του ν  2083/1992 (Α, 159)  Ειδικότερα,  στο άρθρο 12 παρ  7 του τελευταίου νόμου ορίζεται ότι «7  Με γνώμη της Γ Σ Ε Σ  (Γενικής Συνέλευσης Ειδικής Σύνθεσης) ενός τμήματος και απόφαση της Συγκλήτου του οικείου Α Ε Ι  μπορεί να προβλέπεται η καταβολή διδάκτρων για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές συγκεκριμένου  προγράμματος»

 7  Επειδή, με τον νόμο 3685/2008 (Α, 148) κωδικοποιούνται και συμπληρώνονται (βλ  Εισηγ   Έκθεση σελ  1) οι ισχύουσες για τις μεταπτυχιακές σπουδές διατάξεις προκειμένου η ελληνική  νομοθεσία να προσαρμοσθεί πλήρως στα ευρωπαϊκά δεδομένα και να οργανωθούν οι  μεταπτυχιακές σπουδές με τρόπο σύγχρονο και εξωστρεφή  Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του νόμου  ορίζεται ότι: «1  Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α Ε Ι ) κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν   3549/2007 (ΦΕΚ 69 Α΄) έχουν την ευθύνη για το σχεδιασμό και την οργάνωση των  μεταπτυχιακών σπουδών στην Ελλάδα και χορηγούν Μεταπτυχιακά Διπλώματα Ειδίκευσης  (Μ Δ Ε )  Τα Πανεπιστήμια έχουν επιπλέον την αρμοδιότητα να χορηγούν Διδακτορικά Διπλώματα  (Δ Δ )  2  Τμήματα των Α Ε Ι  μπορούν να οργανώνουν αυτοδύναμα ή να συνδιοργανώνουν μεταξύ  τους ή με ομοταγή ιδρύματα του εξωτερικού Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (Π Μ Σ ) για  τη χορήγηση Μ Δ Ε  Απαραίτητη προϋπόθεση για την υποβολή αιτήματος έγκρισης Π Μ Σ  προς το  Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων είναι η συνυποβολή της έκθεσης αξιολόγησης του  οικείου Τμήματος, σύμφωνα με το ν  3374/2005 (ΦΕΚ 189 Α΄), από την οποία προκύπτει η ύπαρξη  των απαραίτητων προϋποθέσεων για τη λειτουργία του Προγράμματος  3  α) Τα Π Μ Σ   αποσκοπούν στην περαιτέρω προαγωγή της επιστημονικής γνώσης και των τεχνών και στην  προώθηση της έρευνας με συνεκτίμηση των αναγκών ανάπτυξης της χώρας  β) … », στο άρθρο 3  ότι: «1  Τα Ιδρύματα στα οποία λειτουργούν Π Μ Σ  εκδίδουν Κανονισμό Μεταπτυχιακών Σπουδών,  ο οποίος καταρτίζεται από … 2  … 3  Με απόφαση της Σ Ε Σ  του οικείου ή των οικείων Ιδρυμάτων,  μετά από γνώμη της Γ Σ Ε Σ  του Τμήματος ή της Ε Δ Ε , μπορεί να προβλέπεται η καταβολή  διδάκτρων και το ύψος αυτών για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές συγκεκριμένου προγράμματος»,  στο άρθρο 6 ότι: «1  α) Τα Π Μ Σ  καταρτίζονται από τη Γ Σ Ε Σ  του οικείου Τμήματος που  διαθέτει την απαραίτητη κτιριακή-υλικοτεχνική υποδομή και το απαραίτητο διδακτικό και λοιπό  προσωπικό και υποβάλλονται για έγκριση στη Σ Ε Σ  του Ιδρύματος  β) Στο Π Μ Σ  μπορεί να  μετέχουν περισσότερα του ενός Τμήματα του ίδιου ή άλλων Α Ε Ι  ή αναγνωρισμένα ερευνητικά  Ιδρύματα της ημεδαπής  … γ) Κάθε Π Μ Σ  καταλήγει στην απονομή Μ Δ Ε  και διαρκεί τουλάχιστον  ένα πλήρες ημερολογιακό έτος  … 2  Το Σχέδιο Π Μ Σ  περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής στοιχεία  που εξετάζονται από τη Σ Ε Σ : α) … στ) Τον αριθμό των μεταπτυχιακών φοιτητών, τις  δυνατότητες και τις ανάγκες του οικείου Τμήματος σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή για  την απρόσκοπτη λειτουργία του προγράμματος  ζ) Τη χρονική διάρκεια λειτουργίας του Π Μ Σ  και  αναλυτικά το κόστος της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής, της λειτουργίας και τις πηγές  χρηματοδότησής του  η) Την έκθεση αξιολόγησης σύμφωνα με την παρ  2 του άρθρου 1 του  παρόντος νόμου  3  Η τελική έγκριση του Π Μ Σ  γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής  Παιδείας και Θρησκευμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως  Μόνο επί των  στοιχείων στ΄, ζ΄ και η΄ του προγράμματος ασκεί ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και  Θρησκευμάτων ουσιαστικό έλεγχο  Με πρόταση της Γ Σ Ε Σ  του Τμήματος και έγκριση της Σ Ε Σ   μπορεί να γίνεται τροποποίηση του προγράμματος των μαθημάτων και ανακατανομή μεταξύ των  εξαμήνων  4  Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων χρηματοδοτεί κατά  προτεραιότητα Π Μ Σ , τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο επιστημονικών τομέων προτεραιότητας,  που έχουν καθορισθεί με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, για την  προώθηση θεμάτων εθνικού ενδιαφέροντος ή στρατηγικής σημασίας, την προστασία του φυσικού  και πολιτιστικού περιβάλλοντος, την ενίσχυση των ανθρωπιστικών σπουδών, την ικανοποίηση  κοινωνικών και οικονομικών αναγκών ή άλλων λόγων εθνικών προτεραιοτήτων  Με απόφαση του  Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καθορίζονται επίσης εκάστοτε η διαδικασία, οι όροι  και οι προϋποθέσεις χορήγησης κάθε επί μέρους χρηματοδότησης» και στο άρθρο 8 ότι: «1  α)  Πόροι των Π Μ Σ  μπορεί να είναι δωρεές, παροχές, κληροδοτήματα, χορηγίες φορέων του  δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα γενικά, νομικών ή φυσικών προσώπων ή πόροι από ερευνητικά  προγράμματα, κοινοτικά προγράμματα, επιχορηγήσεις του κρατικού προϋπολογισμού και  δίδακτρα  β) Τα Π Μ Σ  δικαιούνται χρηματοδότησης από τον τακτικό προϋπολογισμό σύμφωνα με  την υπουργική απόφαση έγκρισής τους, η οποία καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις  χρηματοδότησής τους βάσει κριτηρίων ποιότητας και των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης του  οικείου Τμήματος σύμφωνα με το ν  3374/2005 και του καθενός Π Μ Σ  σύμφωνα με το άρθρο 3  του παρόντος νόμου  2  Η διαχείριση των εσόδων των Π Μ Σ  γίνεται από τον Ειδικό Λογαριασμό  Κονδυλίων Έρευνας (Ε Λ Κ Ε ) και κατανέμονται ως εξής: α) 65% για λειτουργικά έξοδα του  προγράμματος και για αμοιβές – αποζημιώσεις του διδακτικού, τεχνικού και διοικητικού  προσωπικού για εργασία που υπερβαίνει τις κατά νόμο υποχρεώσεις τους, καθώς και για τη  χορήγηση υποτροφιών σε μεταπτυχιακούς φοιτητές μετά από πρόταση της Γ Σ Ε Σ  ή της Ε Δ Ε  β)  25% για κάλυψη λειτουργικών εξόδων του ιδρύματος που αφορούν το Π Μ Σ  και γ) 10%  κρατήσεις υπέρ του Ε Λ Κ Ε  Η ανωτέρω κατανομή δεν ισχύει στην περίπτωση χορηγίας ή δωρεάς  για συγκεκριμένο σκοπό, καθώς και για κρατικές επιχορηγήσεις, οι οποίες κατανέμονται σύμφωνα  με τις ισχύουσες σχετικές διατάξεις  3  Ο Διευθυντής του Π Μ Σ  είναι αρμόδιος για τη σύνταξη του  προϋπολογισμού και απολογισμού του Προγράμματος, τους οποίους υποβάλλει στη Γ Σ Ε Σ , την  παρακολούθηση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού και την έκδοση των εντολών πληρωμής των  σχετικών δαπανών» και στο άρθρο 9 ότι: «1  α) Ο υποψήφιος που ενδιαφέρεται για την εκπόνηση  διδακτορικής διατριβής υποβάλλει σχετική αίτηση στη Γραμματεία του Τμήματος, στο οποίο  ενδιαφέρεται να εκπονήσει τη διδακτορική διατριβή, προσδιορίζοντας σε γενικές γραμμές το  αντικείμενό της  Η Γ Σ Ε Σ  του Τμήματος εξετάζει αν ο υποψήφιος πληροί τις προϋποθέσεις για την  εκπόνηση διδακτορικής διατριβής με βάση τα κριτήρια που έχουν τεθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό  Μεταπτυχιακών Σπουδών  β) Δικαίωμα υποβολής αίτησης για την εκπόνηση διδακτορικής  διατριβής έχουν κάτοχοι Μ Δ Ε  Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπονται από τον Κανονισμό  Μεταπτυχιακών Σπουδών και μετά από αιτιολογημένη απόφαση της Γ Σ Ε Σ  μπορεί να γίνει δεκτός  ως υποψήφιος διδάκτορας και μη κάτοχος Μ Δ Ε  Πτυχιούχοι Τ Ε Ι , Α Σ ΠΑΙ Τ Ε  ή ισότιμων  σχολών μπορούν να γίνουν δεκτοί ως υποψήφιοι διδάκτορες μόνο, εφόσον είναι κάτοχοι Μ Δ Ε  2   … 5  α) Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές για απόκτηση Μ Δ Ε  και οι υποψήφιοι διδάκτορες που δεν έχουν  υγειονομική κάλυψη δικαιούνται υγειονομικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, όπως ισχύει και για  τους προπτυχιακούς φοιτητές  β) Οι διατάξεις του άρθρου 13 του ν  2640/1998 (ΦΕΚ 206 Α΄)  εφαρμόζονται αναλόγως και στους μεταπτυχιακούς φοιτητές για απόκτηση Μ Δ Ε  ή υποψήφιους  διδάκτορες, σε περίπτωση που πραγματοποιούν πρακτική άσκηση σύμφωνα με το πρόγραμμα  σπουδών τους  γ) Για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές και υποψήφιους διδάκτορες εφαρμόζονται οι  διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 43 του ν  2413/1996 (ΦΕΚ 124 Α΄) για τη χορήγηση  φοιτητικών δανείων» και στην παράγραφο 2 του άρθρου 12 ότι: «Με την επιφύλαξη των  διατάξεων του άρθρου 4 του ν  3187/2003 (ΦΕΚ 233 Α΄), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3  του ν  3413/2005 (ΦΕΚ 278 Α΄), από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργούνται οι  διατάξεις των άρθρων 10, 11, 12, 13, 14 παρ  1 και 17 του ν  2083/1992, όπως ίσχυαν, το άρθρο  23 του ν  3404/ 2005, καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που είναι αντίθετη στις  διατάξεις του παρόντος νόμου ή αφορά σε θέματα που ρυθμίζονται διαφορετικά από αυτόν»

 8  Επειδή, το κατ’ άρθρο 16 παρ  4 του Συντάγματος δικαίωμα δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, δηλαδή και στην ανώτατη εκπαίδευση που παρέχεται στα κατ’ άρθρο 16 παρ  5 ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, προβλέπεται το πρώτον με το Σύνταγμα του1975, για όλους ανεξαιρέτως τους έλληνες, οι οποίοι επέτυχαν, μετά από αντικειμενική δοκιμασία προς διαπίστωση της ικανότητάς τους, να εγγραφούν και να συμμετάσχουν στην παρεχόμενη από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα εκπαίδευση (πρβλ  ΣΕ 673/1987, 3140/1980)  Περιεχόμενο της δωρεάν παιδείας στην ανώτατη εκπαίδευση είναι η ανεξάρτητα από εισοδηματικά κριτήρια μη συμμετοχή των φοιτητών στο κόστος λειτουργίας και παροχής του εκπαιδευτικού έργου διά της καταβολής διδάκτρων καθώς και η δωρεάν προμήθεια και παροχή των αναγκαίων διδακτικών μέσων (βιβλία κλπ )  Το εν λόγω δικαίωμα εκτείνεται καθ’ όλη την χρονική διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών, οι οποίες περαιώνονται με τη λήψη του πτυχίου  Το πτυχίο αποδεικνύει  και αντιπροσωπεύει ένα περιεχόμενο επιστημονικών γνώσεων οι οποίες έχουν αποκτηθεί από τον κάτοχό του μεθοδικά και με βάση αυτό μπορεί κατ’ αρχήν να ασκήσει αντίστοιχη επαγγελματική δραστηριότητα  Επίσης, το πτυχίο αποτελεί για τον κάτοχό του αφετηρία περαιτέρω επιστημονικής εξελίξεως διά της συμμετοχής του σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών ή σε διαδικασία εκπονήσεως διδακτορικής διατριβής  Όταν ο συντακτικός νομοθέτης θέσπισε με το Σύνταγμα του  1975 το εν λόγω κοινωνικό δικαίωμα και για την ανώτατη εκπαίδευση είχε υπόψη του το θεσμικό πλαίσιο και το κόστος λειτουργίας των προπτυχιακών σπουδών ενώ απουσίαζαν σχεδόν από τα ελληνικά πανεπιστήμια οι μεταπτυχιακές σπουδές (βλ  σελ  5 Εισηγητ  Εκθ  ν  1268/82) και το αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο  Ενόψει αυτού, ως προς τις μεταπτυχιακές σπουδές και την εκπόνηση διδακτορικής εργασίας εναπόκειται στην εκτίμηση του κοινού νομοθέτη, να επιβάλλει στους μεταπτυχιακούς φοιτητές εκτός από την κρατική επιχορήγηση και δίδακτρα, για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών  Στην περίπτωση όμως αυτή για τον καθορισμό των διδάκτρων δύναται να λάβει υπόψη του ο νομοθέτης ή κατ’ εξουσιοδότηση η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση και εισοδηματικά κριτήρια  Δεν δύναται όμως να καθορίσει δίδακτρα σε τέτοιο ύψος ώστε να καθίσταται αδύνατη ή δυσχερής η συμμετοχή σε ΠΜΣ φοιτητών περιορισμένης εισοδηματικής ικανότητας διότι ένα τέτοιο μέτρο θα παρεβίαζε την γενική ελευθερία προσβάσεως στην παιδεία  Με τα άνω δεδομένα οι διατάξεις των άρθρων 3 παρ  3 και 8 παρ  1α του ν  3685/2008 που προβλέπουν, μεταξύ άλλων και τη δυνατότητα επιβολής διδάκτρων στους μεταπτυχιακούς φοιτητές για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας των ΠΜΣ δεν αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 16 παρ  4 του Συντάγματος παρέχουν δε νόμιμο έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 11 παρ  2 της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως με την οποία ορίστηκε ότι το κόστος λειτουργίας του ως άνω προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών θα καλυφθεί, εκτός των άλλων πόρων και από δίδακτρα   Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ι  Ζόμπολας, Α  Ντέμσιας, Η  Τσακόπουλος, Β  Καλαντζή, Ο  Ζύγουρα και Δ  Μακρής, οι οποίοι υποστήριξαν την εξής γνώμη: Από  τις αναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης αναθέτει  την αποστολή της παιδείας ευθέως στο Κράτος και κατοχυρώνει σε όλους τους Έλληνες το  δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες των κρατικών εκπαιδευτηρίων χωρίς καμμία  διάκριση  Το συνταγματικό δικαίωμα της δωρεάν παιδείας είναι διάφορο από την υποχρέωση του  Κράτους να ενισχύει τoυς σπoυδαστές πoυ διακρίνoνται, καθώς και αυτoύς πoυ έχoυν ανάγκη από  βoήθεια ή ειδική πρoστασία, ανάλoγα με τις ικανότητές τoυς  Άλλωστε η εκ μέρους του  Συντάγματος ανεπιφύλακτη κατοχύρωση του δικαιώματος δωρεάν παιδείας σε όλες της βαθμίδες  της αποτελεί την εξέλιξη του σχετικού αρχαιότερου κοινωνικού δικαιώματος στην συνταγματική  ιστορία της Χώρας  Περαιτέρω με το Σύνταγμα κατοχυρώνεται η ανάπτυξη της ανώτατης παιδείας  ως θεμελιώδης σκοπός της Πολιτείας που αποβλέπει στην προαγωγή και μετάδοση της  επιστημονικής γνώσεως, με την έρευνα και την διδασκαλία και καθορίζονται οι βασικές  προϋποθέσεις και αρχές που διέπουν την παροχή της  Ειδικότερα η παροχή της ανώτατης  εκπαιδεύσεως ανατίθεται αποκλειστικά σε ιδρυματικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα δημοσίου  δικαίου και σε καθηγητές που έχουν την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού και που υπάγονται  στην αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας που εγγυάται την αδέσμευτη επιστημονική σκέψη, έρευνα  και διδασκαλία, οι οποίες αναπτύσσονται με κανόνες που θεσπίζει το Κράτος, το οποίο ασκεί  εποπτεία επί των πράξεών τους και με οικονομικά μέσα που παρέχει το ίδιο για την  πραγματοποίηση των σκοπών τους (βλ  ΣτΕ 2811/1984 Ολομέλεια)  Η κατοχύρωση του  δικαιώματος δωρεάν παιδείας και η πρόβλεψη της παροχής από το Κράτος των αναγκαίων  οικονομικών μέσων για την πραγματοποίηση των σκοπών τους δεν καλύπτει μόνον προγράμματα  σπουδών ορισμένου επιπέδου ή περιεχομένου και δεν περιορίζεται στα υφιστάμενα κατά τον χρόνο  θεσπίσεως του Συντάγματος προγράμματα εκπαιδεύσεως που αντιστοιχούν σε ορισμένα μόνον  πτυχία, ειδικότερα δε δεν αφορά την παροχή παιδείας από τα πανεπιστήμια μόνον για τα  προπτυχιακά προγράμματα σπουδών που ολοκληρώνεται με την χορήγηση σχετικού πτυχίου που  υπήρχαν κατά τον χρόνο θεσπίσεώς του, αλλά αφορά όλα εκείνα τα προγράμματα σπουδών που ο  νομοθέτης εκάστοτε αναθέτει σε αυτά και προσιδιάζουν στην αποστολή τους κατά τις απαιτήσεις  της τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμφωνα και με τις  διεθνείς υποχρεώσεις της και εν όψει των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών και κοινωνικών  συνθηκών  Τα αναφερθέντα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, κατά το Σύνταγμα, των  πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των καθηγητών τους συνδέονται αρρήκτως με την δωρεάν  παροχή παιδείας σε όλους μέσω των προγραμμάτων σπουδών που προβλέπει ο νομοθέτης και που  συνιστούν την αποστολή τους  Επιπροσθέτως, ο Σύμβουλος Δ  Μακρής υποστήριξε και τα εξής: Το  κατοχυρούμενο από το Σύνταγμα δικαίωμα δωρεάν παιδείας δεν μπορεί να περιορισθεί σε ορισμένο  μόνον βασικό επίπεδο σπουδών χωρίς να θίγεται το περιεχόμενο και το αντικείμενο της  ακαδημαϊκής ελευθερίας  Οι προσφερόμενες άλλωστε υπηρεσίες παιδείας από τα εν λόγω ανώτατα  εκπαιδευτικά ιδρύματα που διέπονται από τις αναφερθείσες αρχές δεν είναι επιτρεπτό από το  Σύνταγμα να έχουν ως προϋπόθεση την καταβολή χρηματικού ποσού εκ μέρους των φοιτητών  Το  Σύνταγμα, κατά την έννοια του, αποκλείει την ύπαρξη οικονομικής σχέσεως μεταξύ των  καθηγητών των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που είναι δημόσιοι λειτουργοί και των  φοιτητών σε οποιοδήποτε επίπεδο σπουδών που εντάσσεται στην αποστολή τους και, κατά  συνέπεια, είναι αντίθετη προς αυτό η πρόβλεψη καταβολής από τους φοιτητές διδάκτρων για την  διδασκαλία και παροχή παιδείας στο πλαίσιο μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών και μάλιστα  όταν σημαντικό τμήμα των διδάκτρων αυτών διατίθεται, κατά τον νόμο, για αμοιβή ή αποζημίωση  του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού  Άλλωστε, κατά τα εκτεθέντα, και πριν από την θέσπιση  του Συντάγματος το έτος 1975, είχαν προβλεφθεί από τον νομοθέτη μεταπτυχιακές σπουδές στην  Ελλάδα για την χορήγηση διδακτορικού διπλώματος και πτυχίου εξειδικευμένων μεταπτυχιακών  σπουδών (Ν  5343/1932 και Π Δ  359/1973) και τούτο ήταν, βέβαια, σε γνώση του συνταγματικού  νομοθέτη, ο οποίος με απόλυτο τρόπο διακηρύσσει ότι όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν  παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της στα κρατικά εκπαιδευτήρια  Η ευρύτερη βέβαια λειτουργία  προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών στα Τμήματα των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων  και η διαδικασία προπαρασκευής και αποκτήσεως διδακτορικού διπλώματος ως δεύτερης φάσεως  του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών προβλέφθηκε μεταγενέστερα με τον Ν  1566/1985,  χωρίς όμως ούτε και τότε να καθορίζεται ότι η χρηματοδότηση των μεταπτυχιακών  προγραμμάτων διενεργείται με την καταβολή διδάκτρων  Η καταβολή διδάκτρων από τους  μεταπτυχιακούς φοιτητές προβλέφθηκε με τον Ν  2083/1992 και ήδη με τον Ν  3685/2008   Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν  3685/2008 που διέπουν πλέον την οργάνωση και  λειτουργία των μεταπτυχιακών σπουδών, τα μεταπτυχιακά αυτά προγράμματα σπουδών  εντάσσονται ρητά στην ανώτατη βαθμίδα της παιδείας που παρέχεται από τα ανώτατα  εκπαιδευτικά ιδρύματα που λειτουργούν με την μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,  λειτουργούν με την ευθύνη των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και έχουν ως σκοπό την  περαιτέρω προαγωγή της επιστημονικής γνώσεως και των τεχνών και την προώθηση της έρευνας  με συνεκτίμηση των αναγκών αναπτύξεως της Χώρας  Οι σκοποί αυτοί βρίσκονται στον πυρήνα  της αποστολής των εκπαιδευτικών αυτών ιδρυμάτων και συνδέονται αρρήκτως με την  ακαδημαϊκή ελευθερία και άρα οι σχετικές υπηρεσίες κατά το Σύνταγμα πρέπει να παρέχονται από  αυτά δωρεάν  Εν όψει των προεκτεθέντων, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, των ανωτέρω  Συμβούλων, οι διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 3 και του άρθρου 8 του Ν  3685/2008,  σύμφωνα με τις οποίες τα δίδακτρα περιλαμβάνονται μεταξύ των πόρων των προγραμμάτων  μεταπτυχιακών σπουδών, σημαντικό τμήμα των οποίων μάλιστα διατίθεται για αμοιβές- αποζημιώσεις του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού, έρχονται σε αντίθεση προς το Σύνταγμα  και δεν εφαρμόζονται, με συνέπεια να είναι παράνομο το αντίστοιχο προσβαλλόμενο τμήμα της  υπουργικής αποφάσεως που έχει ως έρεισμα τις αναφερθείσες νομοθετικές διατάξεις, κατά τα  βασίμως προβαλλόμενα με τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως, ο οποίος, κατά την μειοψηφήσασα  αυτή γνώμη, θα έπρεπε ως εκ τούτου να γίνει δεκτός

 9  Επειδή, σύμφωνα με όσα κρίθηκαν στην προηγούμενη σκέψη πρέπει να απορριφθεί ως  αβάσιμος ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο είναι ακυρωτέα η διάταξη της  παραγράφου 2 του άρθρου 11 της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως, η οποία ορίζει ότι το  κόστος λειτουργίας του ως άνω Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών θα καλυφθεί, μεταξύ  άλλων, και από δίδακτρα επειδή κατά την άποψη του αιτούντος η ρύθμιση αυτή δεν ευρίσκει  νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ  3 και 8 παρ  1α του ν  3685/2008

 10  Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως, η αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό  της

  Δ ι ά  τ α ύ τ α   Απορρίπτει την αίτηση

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου,   και   Επιβάλλει στον αιτούντα την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των  εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2011

   Ο Πρόεδρος

 Η Γραμματέας

  Π  Πικραμμένος

Μ  Παπασαράντη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 29 Ιουνίου 2012

 Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος

 Η Γραμματέας

  Κ  Μενουδάκος

 Μ  Παπασαράντη

25/2012 ΑΕΔ ( 586284)  (Α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΔΚΑ 2012/908, ΕΦΑΔ 2012/1056, ΕΔΔΔΔ 2013/69, ΔΕΕ 2013/177,  ΝΟΒ 2013/217, ΑΡΜ 2013/339, ΔΔΙΚΗ 2013/176, ΔΦΟΡΝ 2014/829, ΛΟΓΙΣΤΗΣ 2014/1086) ΑΕΔ  Τόκος υπερημερίας οφειλών Δημοσίου  Αμφισβήτηση για τη συνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 21 ΚΝΔΔ  Αντίθετες αποφάσεις 1127/2010, 1128/2010 ΑΠ και 2812/2011 ΕΣ (Ολομ )   Ιστορική αναδρομή της σχετικής ρύθμισης  Δικαιολογητικοί λόγοι για τη διαφοροποίηση του  Δημοσίου έναντι των ιδιωτών  Αποφαίνεται για τη συνταγματικότητα της διατάξεως αυτής   Μειοψηφία μελών  (Σημείωση ΕΔΚΑ 2012/917, Σχόλιο Α  Αργυρού ΝοΒ 2013/226, Παρατηρήσεις  Α  Καϊδατζή ΑΡΜ 2013/346, παρατηρήσεις Π  Τσίρη ΔΔΙΚΗ 2013/187 και σημείωση συντάξεως στο  ΛΟΓΙΣΤΗ 2014/1093   Αριθμός 25/2012  Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ρένα Ασημακοπούλου, ως Πρόεδρο, (κωλυομένου του  Προέδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου Παναγιώτη Πικραμμένου), Πρόεδρο του Αρείου  Πάγου,  Ιωάννη Καραβοκύρη, Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Κωνσταντίνο Μενουδάκο,  Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, (κωλυομένου του Προέδρου του Συμβουλίου της  Επικρατείας), Αριστόβουλο – Γεώργιο Βώρο, Κίμωνα – Παναγιώτη Ευστρατίου – Εισηγητή, Γεώργιο  Τσιμέκα, Παναγιώτα Καρλή, Συμβούλους της Επικρατείας, Γεώργιο Γιαννούλη, Αντώνιο Αθηναίο,  Ευφημία Λαμπροπούλου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες, Γεώργιο  Αρχανιωτάκη, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Νικολάου Παρασκευόπουλου),  Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεόδωρο Φορτσάκη, Καθηγητή  Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως μέλη, και τη Γραμματέα Μαριάνθη Παπασαράντη,  Προϊσταμένη της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας

  Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στις 23 Μαΐου  2012, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:   ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ:

 , ο οποίος ήδη απεβίωσε, κατοίκου εν ζωή Αθηνών και τη δίκη συνεχίζει ως  κληρονόμος αυτού η σύζυγός του

  , κάτοικος Αθηνών, η οποία παρέστη μετά του πληρεξουσίου  δικηγόρου της, Γεωργίου Στεφανάκη, (Α Μ  4198)

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό  Οικονομικών, το οποίο παρέστη με τους: 1) Χρυσαφούλα Αυγερινού και 2) Κωνσταντίνο  Κατσούλα, Νομικούς Συμβούλους του Κράτους

Η παραπάνω υπόθεση εισήχθη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ύστερα από την υπ΄ αριθμ   2812/2011 παραπεμπτική απόφαση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (αριθμ  καταθέσεως  1/27-1-2012)

Επειτα ο Εισηγητής, Κίμων-Παναγιώτης Ευστρατίου, Σύμβουλος της Επικρατείας,  ανέγνωσε την  έκθεσή του

  Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας καθώς και τους Νομικούς  Συμβούλους του Κράτους, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους

  Μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

 1  Επειδή, με την 2812/2011 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου παραπέμφθηκε  στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, κατά τα άρθρα 100 παρ  1 περ  ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ   2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, αμφισβήτηση ως προς την ουσιαστική  συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του  Δημοσίου (κ δ  της 26 6/10 7 1944), η οποία ανέκυψε με την έκδοση αντίθετων αποφάσεων της  Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Αρείου Πάγου

 2  Επειδή, η υπόθεση νομίμως φέρεται προς συζήτηση, εφόσον, όπως προκύπτει από τα σχετικά  αποδεικτικά επιδόσεως και έγγραφα, έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία με τις δημοσιεύσεις και  κοινοποιήσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ  2, 49 παρ  2  και 50 παρ  1  και 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν  345/1976 Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού  Δικαστηρίου (ΦΕΚ Α΄ 141)

 3  Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ  1 περ  ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ  2 του  Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο  (Α Ε Δ ) έχει δικαιοδοσία προς άρση αμφισβητήσεως ως προς την έννοια ή την ουσιαστική  συνταγματικότητα διατάξεως τυπικού νόμου, όταν υπάρχει αφενός μεν ταυτότητα της διατάξεως  του τυπικού νόμου που ερμηνεύθηκε από τα ανώτατα δικαστήρια και αφετέρου αντίθεση στις  ερμηνείες που δόθηκαν ή αντίθεση ως προς την κρίση ότι η νομοθετική αυτή διάταξη είναι ή όχι  σύμφωνη προς συνταγματικές διατάξεις (βλ  Α Ε Δ  25/1993, 34/1993, 29/1999, 10/2005, 3/2007,  9/2009, 1, 2/2012)  Αντιθέτως, δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου,  οι περιπτώσεις της οποίας ορίζονται περιοριστικά, η άρση της αμφισβητήσεως ως προς τη  συμφωνία διατάξεως τυπικού νόμου με διατάξεις υπέρτερης ισχύος κατά το άρθρο 28 του  Συντάγματος (βλ  Α Ε Δ  1, 2/2012)

 4  Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Ελεγκτικό Συνέδριο, με την 2812/2011 απόφαση της  Ολομέλειάς του (παραπεμπτική), που εκδόθηκε επί αιτήσεως αναιρέσεως του

  κατά του  Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό των Οικονομικών, και της  469/2008 αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έκρινε ότι η διάταξη του  άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ δ  της 26 6/10 7 1944), καθ’ όσον  αφορά στο θεσπιζόμενο ύψος 6% του επιτοκίου για οφειλές του Δημοσίου, αντίκειται στα άρθρα 4  παρ  1, 20 παρ  1 και 25 παρ  1 του Συντάγματος και ότι, ως εκ τούτου, ισχύει και για τις οφειλές  του Δημοσίου το εκάστοτε ισχύον, υψηλότερο του 6%, επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται,  σύμφωνα με το άρθρο 293 του Α Κ  και το άρθρο 15 παρ  5 του ν  876/1979, με πράξη του  Υπουργικού Συμβουλίου  Αντιθέτως, ο Άρειος Πάγος, με τις 1127/2010 και 1128/2010 αποφάσεις  του, είχε κρίνει ότι η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών  του Δημοσίου δεν προσκρούει στα άρθρα 4 παρ  1 και 20 παρ  1 του Συντάγματος  Με τα  δεδομένα αυτά, συντρέχει περίπτωση αμφισβητήσεως ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα  διατάξεως τυπικού νόμου και συγκεκριμένα εκείνης του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί  δικών του Δημοσίου από την έκδοση αντίθετων αποφάσεων της Ολομέλειας του Ελεγκτικού  Συνεδρίου και του Αρείου Πάγου, για την άρση της οποίας ιδρύεται δικαιοδοσία του Ανωτάτου  Ειδικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 100 παρ  1 περ  ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ   2 του Κώδικα περί του Α Ε Δ

   5  Επειδή, με το άρθρο 1 του νόμου ΧΛ΄/1877 «περί υπερημερίας του Δημοσίου και παραγραφής  των κατ’ αυτού αγωγών» (ΦΕΚ 47) ορίσθηκε ότι «Ο νόμιμος εξ υπερημερίας τόκος πάσης του  Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 8%, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεων ή ειδικών νόμων … Ο  ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής  …»  Η πρώτη παράγραφος της ανωτέρω  διατάξεως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του νόμου ΓΤΟΕ΄ (υπ’ αριθ  3375)/1909 (ΦΕΚ  240/16 10 1909) ως εξής : «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής  ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου»  Η διάταξη αυτή  απετέλεσε το άρθρο 21 του κανονιστικού (κωδικοποιητικού) διατάγματος της 26 6/10 7 1944  «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (ΦΕΚ 139), διατηρήθηκε δε σε ισχύ με τη  διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, ο  οποίος άρχισε να ισχύει από 23 2 1946 (βλ  άρθρο 1 παρ  1 του ν δ/τος της 7/10 5 1946 «περί  αποκαταστάσεως του Αστικού Κώδικος και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου», ΦΕΚ Α΄ 151)

 6  Επειδή, εξάλλου, για τους ιδιώτες οφειλέτες, το επιτόκιο καθοριζόταν ως εξής : Με το άρθρο μόνο του από 21 8 1946 β δ/τος (ΦΕΚ Α΄ 243) το ποσοστό του νομίμου ή εξ υπερημερίας  οφειλομένου τόκου ορίσθηκε σε 12%  Στη συνέχεια με το άρθρο 15 παρ  5 του ν  876/1979 (ΦΕΚ Α΄ 48) ορίσθηκε ότι «… το ποσοστόν του νομίμου και εξ υπερημερίας οφειλομένου τόκου, … ορίζονται εκάστοτε δια πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά πρότασιν της Νομισματικής Επιτροπής, …»  Η αρμοδιότητα αυτή καθορισμού του επιτοκίου μεταβιβάσθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος με το άρθρο 1 του ν  1266/1982 (ΦΕΚ Α΄ 81) και ορίσθηκε ότι ασκείται με πράξεις του Διοικητή της ή οργάνων της εξουσιοδοτημένων από τον Διοικητή, στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής  Τέλος, με το άρθρο 3 παρ  2 του ν  2842/2000 (ΦΕΚ Α΄ 207) ορίσθηκε ότι «Οι αναφορές σε θεσπιζόμενα από την Τράπεζα της Ελλάδος επιτόκια, που υπάρχουν σε νομοθετικές, διοικητικές, κανονιστικές διατάξεις … αντικαθίστανται από αναφορές στα αντίστοιχα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας  …»  Το εκάστοτε ισχύον με βάση τις διατάξεις αυτές επιτόκιο ήταν ανώτερο του 6% (κυμανθέν ειδικότερα, από το έτος 1995 έως 31 12 2011, μεταξύ 32%, το έτος 1995, και  8,75%, στις 14 12 2011)

 7  Επειδή, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία καθορίζεται το ύψος του τόκου των οφειλών του Δημοσίου, δεν αποτελεί δικονομική αλλά ουσιαστική διάταξη και, ως εκ τούτου, από τη διαφοροποίηση του οριζόμενου με αυτήν τόκου, σε σχέση με τον εκάστοτε γενικώς ισχύοντα τόκο για τις οφειλές των ιδιωτών, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα παραβιάσεως του άρθρου 20 παρ  1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι με την προαναφερθείσα διάταξη το Δημόσιο δεν εξοπλίζεται, έναντι των ιδιωτών, με προνόμια δικονομικού περιεχομένου

 8  Επειδή, με το άρθρο 4 παρ  1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου»  Με τη συνταγματική αυτή διάταξη, ενόψει της διατυπώσεώς της και της υπ’ αυτής χρησιμοποιήσεως του όρου «Έλληνες», δεν καθιερώνεται, κατ’ αρχήν, ισότητα μεταξύ ιδιωτών και του Δημοσίου, όταν τα όργανα του τελευταίου εκδίδουν πράξεις κατ’ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας  Επίσης, η ανωτέρω διάταξη δεν έχει πεδίο εφαρμογής, αν με συγκεκριμένη ουσιαστικού περιεχομένου ρύθμιση, που δεν ανάγεται αμέσως στην άσκηση δημοσίας εξουσίας, θεσπίζεται υπέρ του Δημοσίου προνομιακή μεταχείριση, η οποία αποβλέπει στην ορθή άσκηση της δημοσίας εξουσίας και την εκπλήρωση των έναντι των πολιτών υποχρεώσεων του Δημοσίου, διότι και στην περίπτωση αυτή δεν νοείται ισότητα μεταξύ ιδιωτών και του Δημοσίου

  9  Επειδή, ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία το Δημόσιο καταβάλλει, με την ιδιότητα του οφειλέτη, τόκο υπερημερίας, το ύψος του οποίου είναι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, έχει θεσπισθεί ουσιαστικά από το έτος 1877 με τον ν  ΧΛ΄/1877 και διατηρήθηκε έως σήμερα  Καθ’ όλο αυτό το διάστημα το Ελληνικό Κράτος έχει διέλθει από αλλεπάλληλες σοβαρές δημοσιονομικές κρίσεις, οι οποίες έχουν διαρκέσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα  Συγκεκριμένα, το έτος 1893 η χώρα κήρυξε στάση πληρωμών και το 1898,  μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ετέθη υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο (βλ  σχετικώς τον νόμο ΒΦΙΘ΄/1898, ΦΕΚ Α΄ 28) για την πληρωμή πολεμικής αποζημιώσεως στην Τουρκία και την αποπληρωμή, μεταξύ άλλων, εξωτερικών δανείων, που είχαν συναφθεί το 1833 και μεταξύ των ετών 1881 έως 1893  Η ψήφιση του ν  ΓΤΟΕ΄/1909, με τον οποίο θεσπίσθηκε η επίμαχη διάταξη, που επανέλαβε κατά βάση τη διάταξη του άρθρου 1 του ν  ΧΛ΄/1877, μειώνοντας, όμως, περαιτέρω, το επιτόκιο για τις οφειλές του Δημοσίου από 8% σε 6%, επηκολούθησε την οικονομική κρίση του 1908 και το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί του Αυγούστου 1909  Ακολούθησαν οι βαλκανικοί πόλεμοι, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, η διεθνής οικονομική κρίση του 1929 και η στάση πληρωμών που κήρυξε η Ελλάδα το 1932  Η επίμαχη διάταξη, όπως είχε περιληφθεί στο κωδικοποιητικό διάταγμα του έτους 1944, παρέμεινε σε ισχύ με τον Εισαγωγικό Νόμο του Αστικού Κώδικα μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στην περίοδο ενάρξεως των προσπαθειών για την ανασυγκρότηση της χώρας και την αποκατάσταση των καταστροφών  Προς αντιμετώπιση των εκτάκτων αμυντικών αναγκών της χώρας, που δημιουργήθηκαν προς το τέλος της δικτατορίας της περιόδου 1967-1974, επιβλήθηκαν έκτακτες εισφορές στα εισοδήματα φυσικών και νομικών προσώπων με το ν δ  44/1974 (ΦΕΚ Α΄ 254) και το ν  257/1976 (ΦΕΚ Α΄ 26), το δε έτος 1985, προς αντιμετώπιση «της έκτακτης, εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης να ληφθούν μέτρα προστασίας της εθνικής οικονομίας», απαγορεύθηκε έως το τέλος του έτους 1987, με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου της 18ης Οκτωβρίου 1985 (ΦΕΚ Α΄ 179), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο  του ν  1584/1986 (ΦΕΚ Α΄ 16), η χορήγηση με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιοδήποτε λόγο  αυξήσεων των κάθε είδους αποδοχών των εργαζομένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα  Μετά την είσοδο της Ελλάδος στην Ευρωζώνη διαπιστώθηκε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος της χώρας υπερέβησαν τις προβλεπόμενες από το κοινοτικό δίκαιο τιμές αναφοράς για πρώτη φορά το 2003, με συνέπεια να κινηθεί η κατά το δίκαιο αυτό διαδικασία διαπιστώσεως υπερβολικού ελλείμματος με την απόφαση 2004/917/ΕΚ του Συμβουλίου της 5ης Ιουλίου 2004 (ΕΕ L 389/30 12 2004)  Η απόφαση αυτή καταργήθηκε μεν με την απόφαση 2007/465/ΕΚ του Συμβουλίου της 5ης Ιουνίου 2007 (ΕΕ L 176/6 7 2007), με την αιτιολογία ότι η κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος είχε διορθωθεί, με την απόφαση, όμως, 2009/415/ΕΚ του Συμβουλίου της 27 4 2009 διαπιστώθηκε και πάλι ότι στην Ελλάδα υπάρχει υπερβολικό έλλειμμα  Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυξήσεως των δημοσίων εσόδων και μειώσεως του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας επεβλήθησαν έκτακτες οικονομικές εισφορές στα εισοδήματα φυσικών προσώπων με το άρθρο 18 του ν  3758/2009 (ΦΕΚ Α΄ 68) και στα εισοδήματα των νομικών προσώπων με το άρθρο 2 του ν  3808/2009 (ΦΕΚ Α΄ 227), καθώς και στη μεγάλη ακίνητη περιουσία φυσικών προσώπων με το άρθρο 3 του τελευταίου αυτού νόμου  Στη συνέχεια, λόγω επιδεινώσεως της καταστάσεως και προς «αντιμετώπιση των πρωτόγνωρων δυσμενών οικονομικών συνθηκών και της μεγαλύτερης δημοσιονομικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών, η οποία έχει κλονίσει την αξιοπιστία της Χώρας, έχει προκαλέσει μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθεια κάλυψης των δανειακών αναγκών της και απειλεί σοβαρά την Εθνική Οικονομία», όπως αναφέρεται στη σχετική εισηγητική έκθεση, ελήφθησαν μέτρα με τον ν  3833/2010 (ΦΕΚ Α΄ 40), μεταξύ των οποίων αναδρομική μείωση αποδοχών των εργαζομένων στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, επιβολή έκτακτης εισφοράς επί του εισοδήματος των φυσικών προσώπων, αναστολή προσλήψεων για το  έτος 2010 και περιορισμός προσλήψεων για τα έτη 2011 έως και 2013, αύξηση συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας και διαφόρων ειδικών φόρων καταναλώσεως και επιβολή νέων φόρων  Λόγω, όμως, περαιτέρω επιδεινώσεως της καταστάσεως, η Ελλάδα προσέφυγε στις 23 4 2010 στον θεσπισθέντα από την Ευρωζώνη μηχανισμό στήριξης για να αποτραπεί η χρεωκοπία της χώρας (βλ  την αιτιολογική έκθεση του ν  3845/2010, ΦΕΚ Α΄ 65) και στις 8 5 2010 συνήψε σύμβαση δανειακής διευκολύνσεως με τα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης, στις δε 9 5 2010 εγκρίθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο η χορήγηση σ’ αυτήν «Διακανονισμού Χρηματοδότησης Άμεσης Ετοιμότητας»  Με τον προαναφερθέντα ν  3845/2010 μειώθηκαν αφενός μεν περαιτέρω οι αποδοχές των υπηρετούντων στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα και αφετέρου συνταξιοδοτικές παροχές χορηγούμενες από οργανισμούς κυρίας ασφαλίσεως, αυξήθηκαν περαιτέρω οι συντελεστές του φόρου προστιθέμενης αξίας και ειδικών φόρων καταναλώσεως και επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά στο εισόδημα των νομικών προσώπων  Στη συνέχεια με τον ν  3986/2011 «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπροθέσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (ΦΕΚ Α΄ 152) επεβλήθησαν ειδική εισφορά αλληλεγγύης στο ετήσιο συνολικό εισόδημα των φυσικών προσώπων, οικονομικών ετών 2011-2015 (άρθρο 29), έκτακτη εισφορά στα ποσά της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης που συνάγονται από την κυριότητα ή την κατοχή ορισμένων κινητών και ακινήτων πραγμάτων, όπως τα ποσά αυτά προκύπτουν από τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2011, (άρθρο 30) και τέλος επιτηδεύματος σε επιτηδευματίες και ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα (άρθρο 31)  Περαιτέρω, με το άρθρο 53 παρ  1 του ν  4021/2011 (ΦΕΚ Α΄ 218) επιβλήθηκε για τα έτη 2011 και 2012 «έκτακτο ειδικό τέλος ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών», η επιβολή του οποίου υπαγορεύθηκε από την επιτακτική ανάγκη να ληφθούν μέτρα έκτακτα και κατεπείγοντος χαρακτήρα, ώστε, παρά την αναθεώρηση (προς τα επάνω) των προβλέψεων για το δημοσιονομικό έλλειμμα, συνεπεία  αναθεωρήσεως του βαθμού υφέσεως της ελληνικής οικονομίας, η οποία έχει επιφέρει μείωση των εσόδων, να καταστεί δυνατόν να επιτευχθούν οι τεθέντες δημοσιονομικοί στόχοι μειώσεως του ελλείμματος τόσο για το 2011 όσο και για το 2012   Με το δε ν  4024/2011 (ΦΕΚ Α΄ 226) θεσπίσθηκε ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο για τους υπαλλήλους του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, η ανάγκη θεσπίσεως του οποίου προέκυψε, όπως αναφέρεται στη σχετική εισηγητική έκθεση, «από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που αντιμετωπίζει η χώρα» και από την ανάγκη «εξοικονομήσεως πόρων» και διασφαλίσεως «δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων»  Εξάλλου, το Δημόσιο, προς επίρρωση του ισχυρισμού του ότι η διατήρηση της προβλέψεως ειδικώς για τις οφειλές του Δημοσίου επιτοκίου μικρότερου από εκείνο που ισχύει για τις οφειλές των ιδιωτών δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ότι είναι αναγκαία προς αποφυγή περαιτέρω διαταράξεως της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας, προβάλλει, με το από 29 5 2012 υπόμνημά του ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ότι η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού με μεγαλύτερο επιτόκιο για τις οφειλές του Δημοσίου δεν θα έχει απλά και μόνο «ταμειακές επιπτώσεις», αλλά θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του  ύψους του δημοσίου χρέους και την, ως εκ τούτου, διατάραξη της εύθραυστης και κινδυνεύουσας «δημοσιονομικής ισορροπίας», λαμβανομένου υπόψη ότι υπάρχουν σε εκκρεμότητα πολλές χιλιάδες υποθέσεις κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, σε πολλές εκ των οποίων ενδεχομένως το Δημόσιο και τα νομικά αυτά πρόσωπα θα ηττηθούν, με συνέπεια, σε περίπτωση εφαρμογής επιτοκίου μεγαλύτερου του 6%, να αυξηθούν ακόμη περισσότερο οι οφειλές τους από τόκους, οι οποίες θα είναι ενδεχομένως καταβλητέες σε χρόνο, κατά τον οποίο δεν θα έχει αποκατασταθεί ακόμη η δημοσιονομική ισορροπία  Σχετικώς δε το Δημόσιο προσκόμισε : 1) Το υπ’ αριθ  πρωτ  οικ  2/85499/0020/28 11 2011 έγγραφο της 20ής Διευθύνσεως Προϋπολογισμού της Γενικής Διευθύνσεως Θησαυροφυλακίου και Προϋπολογισμού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, α) ότι με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015, το οποίο εγκρίθηκε με τον ν  3985/2011 (ΦΕΚ Α΄ 151), αναλήφθηκε συνολική δημοσιονομική προσπάθεια ύψους 28,4 δισ  ευρώ, εκ των οποίων αα) 6,7 δισ  ευρώ αφορούσαν στην πραγματοποίηση παρεμβάσεων το 2011 για την κάλυψη εκείνου του  μέρους της δημοσιονομικής αποκλίσεως του έτους 2010 που επηρεάζει το 2011, λόγω της  μεγαλύτερης από την αρχικά προβλεπόμενη υφέσεως, καθώς και τους πιθανούς κινδύνους  αποκλίσεως αυτών καθ’ εαυτών των δημοσιονομικών μεγεθών του 2011 κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του έτους 2011, ββ) 21,7 δισ  ευρώ αφορούσαν στην πραγματοποίηση  παρεμβάσεων στην περίοδο 2012-2015, με σκοπό να μειωθεί το έλλειμμα κατά 14,4 δισ  ευρώ, β) ότι, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος μειώσεως του ελλείμματος, όπως προέβλεπε το  πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής, τόσο για το 2011 όσο και για το 2012, τον Οκτώβριο 2011  ελήφθησαν πρόσθετα μέτρα ύψους 2,3 δισ  ευρώ για το 2011 και 5 δισ  ευρώ για το 2012 και γ) ότι προβλέφθηκε η εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ύψους περίπου 200 000 εκατ  ευρώ με μείωση της ονομαστικής τους αξίας κατά 50%, δηλαδή κατά 100 000 εκατ  ευρώ περίπου  2) Το υπ’ αριθ  πρωτ  2/42055/23 5 2012 έγγραφο της Διευθύνσεως Προϋπολογισμού Γενικής Κυβέρνησης της ανωτέρω Γενικής Διευθύνσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το Φεβρουάριο 2012 ψηφίστηκε συμπληρωματικός προϋπολογισμός και ελήφθησαν πρόσθετα μέτρα ύψους 3,2 δισ  ευρώ περίπου με σκοπό τη μείωση του ελλείμματος και ότι, στο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής, προβλέπεται η λήψη πρόσθετων μέτρων ύψους 11,5 δισ  ευρώ για τα έτη 2013 και 2014, ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα για το έτος 2011 ανέρχεται σε 9,1% και το δημόσιο χρέος σε 165,3% του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος και ότι από τα στοιχεία που συλλέγουν οι υπηρεσίες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κάθε μήνα προκύπτει ότι το ύψος των ληξιπροθέσμων οφειλών (μετά την παρέλευση 90 ημερών) των φορέων της γενικής κυβέρνησης (που περιλαμβάνει την κεντρική κυβέρνηση, την τοπική αυτοδιοίκηση και τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως) σε τρίτους από 5 731 εκατ  ευρώ την 31 12 2011 διαμορφώθηκαν σε 6 333 εκατ  ευρώ το Μάρτιο του 2012

  10  Επειδή, η θέσπιση και η διατήρηση σε ισχύ για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα (ουσιαστικά από το 1877) ρυθμίσεως, κατά την οποία το καταβαλλόμενο από το Δημόσιο, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου υπερημερίας είναι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες οφειλέτες, δικαιολογείται από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, καθ’ όλο το διάστημα αυτό το Ελληνικό Κράτος έχει διέλθει από διαδοχικές σοβαρές δημοσιονομικές κρίσεις, οι οποίες έχουν διαρκέσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλά και των οποίων οι επιπτώσεις επεκτείνονται και σε περιόδους, κατά τις οποίες η οικονομική κατάσταση βελτιώνεται και οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη της χώρας  Ενόψει τούτου, η κρινόμενη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου εισάγει επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου προνομιακή μεταχείριση, η οποία αποβλέπει στην ορθή άσκηση της δημοσίας εξουσίας μέσω της διαφυλάξεως της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους, με σκοπό την εκπλήρωση των, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, υποχρεώσεών του έναντι των πολιτών, και, ως εκ τούτου, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ  1 του Συντάγματος, εφόσον, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η συνταγματική αυτή διάταξη δεν έχει πεδίο εφαρμογής, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην όγδοη σκέψη  Ειδικότερα, η θεσπιζόμενη με την ανωτέρω διάταξη του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου ρύθμιση, η οποία αποβλέπει στον περιορισμό της αυξήσεως του κρατικού χρέους από τόκους για ληξιπρόθεσμες οφειλές, υπαγορεύεται από την ανάγκη προστασίας της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους, στην δημιουργία της οποίας συμβάλλουν με την καταβολή φόρων οι φορολογούμενοι πολίτες και στην εξυπηρέτηση των οποίων πρέπει, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, να αποβλέπει η διαχείριση της εν λόγω περιουσίας, δεδομένου και ότι σε περιόδους σοβαρών δημοσιονομικών κρίσεων, όπως οι προαναφερόμενες, καθίσταται αναγκαία η εξασφάλιση της δυνατότητας υπολογισμού εκ των προτέρων της επιβαρύνσεως του Δημοσίου από τόκους για τις οφειλές του, ώστε να είναι τούτο σε θέση να προβλέψει, με τη μεγαλύτερη, κατά το δυνατόν, ακρίβεια, τις επιπτώσεις από την καθυστέρηση εξοφλήσεως των οφειλών του και να προνοήσει για την εξασφάλιση των αναγκαίων εσόδων για την εξόφλησή τους κατά την κατ’ έτος κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού  Ενόψει δε του σκοπού, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπει η ανωτέρω διάταξη, και λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών που ίσχυσαν καθ’ όλη την διάρκεια ισχύος αυτής και εξακολουθούν να ισχύουν, η θέσπιση με αυτήν επιτοκίου 6% για τις οφειλές του Δημοσίου  δεν αντίκειται ούτε και προς την κατοχυρωμένη με το άρθρο 25 παρ  1 εδ   δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, εφόσον το μέτρο αυτό, που έχει ως σκοπό να  περιορίσει τις οφειλές του Δημοσίου από τόκους και, επομένως, να αποτρέψει την αύξηση του  κρατικού χρέους, είναι κατάλληλο και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού  Περαιτέρω, η επίμαχη ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται ούτε στην διάταξη της παρ  5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, κατά την οποία «οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους»  Και τούτο ενόψει του γεγονότος ότι από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι, για την αντιμετώπιση των κατά καιρούς δημοσιονομικών προβλημάτων, έχουν ληφθεί διάφορα μέτρα, που επιβαρύνουν διάφορες και μεγάλες κατηγορίες πολιτών, όπως μειώσεις αποδοχών, σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις ακόμη και αναδρομικές, και συντάξεων, αύξηση υφισταμένων φόρων, επιβολή νέων φόρων και εκτάκτων εισφορών, ο καθορισμός δε του επιμάχου ευνοϊκού για το Δημόσιο ποσοστού τόκου υπερημερίας δεν συνιστά, στο πλαίσιο πάντως των ανωτέρω ρυθμίσεων, παραβίαση της συνταγματικής αυτής διατάξεως

  11  Επειδή, τα μέλη του Δικαστηρίου Αντώνιος Αθηναίος και Ευφημία Λαμπροπούλου διετύπωσαν  την εξής συγκλίνουσα γνώμη εν σχέσει με τα αντιμετωπισθέντα στις προηγούμενες σκέψεις  ζητήματα : Από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ  1 του Συντάγματος, κατά την οποία οι Έλληνες  είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, προκύπτει ότι το Σύνταγμα θεσπίζει την ισότητα ενώπιον του νόμου  των Ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια  πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην  εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους  γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα  δικαστήρια  Εξάλλου, το άρθρο 20 του Συντάγματος, το οποίο εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας, με το συνακόλουθο δικαίωμα διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων και εγγυήσεων για δίκαιη (χρηστή) δίκη, δεν στερούν τον κοινό νομοθέτη από την εξουσία να θεσπίζει ειδικές ρυθμίσεις για το Δημόσιο και ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση του Δημοσίου, το οποίο από τη φύση του έχει αποστολή και έργο την εξυπηρέτηση των πολιτών και στου οποίου την περιουσία και οικονομική κατάσταση συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες με την καταβολή φόρων  Το συμφέρον αυτό πρωτίστως εξυπηρετεί η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του Δημοσίου ανέρχεται σε 6% ετησίως και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής  Η ρύθμιση αυτή, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στο Δημόσιο να καταβάλλει με την ιδιότητα του οφειλέτη επί υπερημερίας ποσοστό τόκου (6%) μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου εξαίρεση, η οποία υπαγορεύεται από τον ανωτέρω σκοπό και δεν βρίσκεται σε αντίθεση προς τις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις  Δεν είναι δε αναγκαίο, κατά την ανωτέρω γνώμη, να αναφερθούν περαιτέρω επάλληλες αιτιολογίες σε σχέση με την αναγκαιότητα της  θέσπισης του ανωτέρου ποσοστού τόκου υπερημερίας σε βάρος του Δημοσίου (6%), αφού με την προεκτεθείσα κύρια σκέψη στηρίζεται πλήρως το διατακτικό της παρούσας απόφασης, πολύ δε περισσότερο που στις αποφάσεις 1 και 2/2012 του παρόντος Δικαστηρίου, που αφορούσαν στο ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων των υπαλλήλων κατά του Δημοσίου, δηλαδή σε ζήτημα ομοίως δημοσιονομικού χαρακτήρα, δεν διελήφθησαν τέτοιου είδους αιτιολογίες και συγκεκριμένα αιτιολογίες συνδεόμενες με την υφιστάμενη σήμερα δημοσιονομική κατάσταση της χώρας  Τέλος, πρέπει να λεχθεί ότι το εκτεθέν σε βάρος του Δημοσίου ποσοστό του τόκου υπερημερίας (6%) διατηρήθηκε και σε περιόδους κατά τις οποίες η χώρα δεν αντιμετώπιζε δημοσιονομικό πρόβλημα

 12  Επειδή, μειοψήφησαν τα μέλη του Δικαστηρίου Παναγιώτα Καρλή, και Θεόδωρος Φορτσάκης,  τα οποία διετύπωσαν την ακόλουθη γνώμη : Με το άρθρο 4 παρ  1 του Συντάγματος δεν  καθιερώνεται, κατ’ αρχήν, ισότητα μεταξύ ιδιωτών και του Δημοσίου, όταν τα όργανα του  τελευταίου εκδίδουν πράξεις κατ’ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας  Η διάταξη, όμως, αυτή έχει πεδίο  εφαρμογής και σε σχέσεις δημοσίου δικαίου, αν το Δημόσιο εξοπλίζεται αδικαιολόγητα, έναντι των  ιδιωτών, με προνόμια δικονομικού περιεχομένου ή αν, με συγκεκριμένη ουσιαστικού περιεχομένου  ρύθμιση, που δεν ανάγεται στην άσκηση δημοσίας εξουσίας από τα όργανα του Δημοσίου,  θεσπίζεται υπέρ αυτού έναντι των ιδιωτών αδικαιολόγητη προνομιακή μεταχείριση, χωρίς να  συντρέχει προς τούτο λόγος δημόσιου συμφέροντος  Τέτοια αδικαιολόγητη προνομιακή  μεταχείριση συνιστά η διαφορετική, υπέρ του Δημοσίου, μεταχείριση ομοειδών απαιτήσεων με  χρηματικό περιεχόμενο, όπως είναι η θεσπιζόμενη με το άρθρο 21 του Κώδικα των νόμων περί  δικών του Δημοσίου διαφοροποίηση μεταξύ του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου, νόμιμου και  υπερημερίας, και του αντίστοιχου επιτοκίου για τις οφειλές του Δημοσίου προς ιδιώτες, εφόσον δεν  συντρέχει λόγος δημόσιου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση αυτή  Τέτοιο δε  λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Δημοσίου ακόμη και αν συνδεθεί με τις  δημοσιονομικές ανάγκες της Χώρας  Και τούτο διότι, ανεξαρτήτως αν τέτοια προνομιακή υπέρ του  Δημοσίου ρύθμιση είναι συμβατή με την ανάγκη δημιουργίας συνθηκών εμπιστοσύνης για την  οικονομική ανάπτυξη της Χώρας, πάντως, η εν λόγω διαφοροποίηση αντίκειται όχι μόνο στην παρ   1 του άρθρου 4 του Συντάγματος, αλλά και στην ειδικότερη διάταξη της παρ  5 του ίδιου άρθρου,  με την οποία ορίζεται ότι «οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη  ανάλογα με τις δυνάμεις τους»  Η τελευταία αυτή συνταγματική διάταξη δεν επιτάσσει, μόνο, την  αναλογική κατανομή των δημοσίων βαρών στο κοινωνικό σύνολο, αλλά και απαγορεύει στο  νομοθέτη να προβαίνει, χωρίς αποχρώντα λόγο, σε ρυθμίσεις που έχουν ως αποτέλεσμα την  επίρριψη ιδιαίτερων βαρών σε ορισμένα μέλη αυτού, όταν τα βάρη αυτά προέρχονται από την  παράνομη και ζημιογόνο δράση οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας  που τους έχει ανατεθεί  Θα παραβίαζε δε την εν λόγω συνταγματική διάταξη η, κατ’ επίκληση των  εκτάκτων αναγκών διασφαλίσεως της δημοσιονομικής ισορροπίας του Κράτους, επίρριψη όχι σε  βάρος του κοινωνικού συνόλου αλλά σε βάρος συγκεκριμένου προσώπου, προς το οποίο το  Κράτος έχει οφειλές, της υποχρεώσεως να ανέχεται την εξόφληση των προς αυτό οφειλών του με  επιτόκιο μικρότερο από το ισχύον στις λοιπές χρηματικού περιεχομένου συναλλαγές  Κατ’  ακολουθία των ανωτέρω, οι έκτακτες δημοσιονομικές ανάγκες μπορούν μεν να θεμελιώσουν την  προσφυγή σε έκτακτα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, όχι όμως και να αποτελέσουν  συνταγματικό έρεισμα για μια πάγια προνομιακή υπέρ του Δημοσίου ρύθμιση που επιρρίπτει σε  συγκεκριμένο ιδιώτη τον κίνδυνο οικονομικής βλάβης από παράνομη δράση των οργάνων του  Δημοσίου  Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου  αντίκειται στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος

  13  Επειδή, μειοψήφησε, επίσης, το μέλος του Δικαστηρίου Γεώργιος Αρχανιωτάκης, ο οποίος  διετύπωσε την ακόλουθη άποψη: Εν πρώτοις, η  συνταγματικότητα διατάξεως ουσιαστικού ή  δικονομικού νόμου αποτελεί εξ ορισμού έννοια ενιαία, αδιάσπαστη και διαχρονική, ώστε να μη  νοείται η ίδια διάταξη νόμου να είναι κατά χρονικές περιόδους άλλοτε συνταγματική και άλλοτε  αντισυνταγματική, ανάλογα με τις εναλλασσόμενες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, εννοείται  εφόσον αυτές δεν οδήγησαν ήδη σε συνταγματική τροποποίηση και μεταβολή  Συνεπώς,  θεμελίωση της συνταγματικότητας με επίκληση τέτοιων μεταβαλλόμενων συνθηκών, έστω και  έκτακτων, δεν μπορεί να γίνει δεκτή  Περαιτέρω, κατά την άποψη που πλειοψήφησε, επιτρέπεται  στον κοινό νομοθέτη να διασπά, κατ’ εξαίρεση, την αρχή της κατά το άρθρο 4 παρ  1 του  Συντάγματος ισότητας όταν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος,  άποψη που θεμελιώνεται γενικώς με επίκληση της γενικής αρμοδιότητας της κατά το άρθρο 26  του Συντάγματος νομοθετικής λειτουργίας  Όμως, ο κατ’ εξαίρεση περιορισμός του αντίστοιχου  προς την αρχή της ισότητας ατομικού δικαιώματος οριοθετείται μόνο από τη διάταξη του άρθρου  25 παρ  1 εδ  δ΄ του Συντάγματος σύμφωνα με την οποία “οι κάθε είδους περιορισμοί που  μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε  απευθείας από το Σύνταγμα είτε από νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται  την αρχή της αναλογικότητας”  Ούτε όμως οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ  1 και 2 του  Συντάγματος ούτε άλλη γενική διάταξη αυτού εισάγουν περιορισμό της αρχής και του αντίστοιχου  συνταγματικού δικαιώματος ούτε περιέχουν επιφύλαξη υπέρ του νόμου, η οποία θα καθιστούσε  σύμφωνη με το Σύνταγμα την περιοριστική παρέμβαση του κοινού νομοθέτη  Επομένως,  περιορισμός της αρχής της ισότητας και των ειδικότερων εκφάνσεών της και του αντίστοιχου  περιεχομένου συνταγματικού δικαιώματος δεν είναι επιτρεπτός με διάταξη νόμου σε οποιαδήποτε  άλλη περίπτωση και για οποιοδήποτε λόγο, συνεπώς ούτε με την επίκληση του «γενικότερου  κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος», το οποίο άλλωστε θεσμοθετείται από το ισχύον Σύνταγμα  όχι ως γενικός λόγος περιορισμού ατομικών συνταγματικών δικαιωμάτων, αλλά μόνο ως ειδικός  λόγος σε σχέση με συγκεκριμένα δικαιώματα ή την άσκησή τους  Θα ήταν άλλωστε και  ερμηνευτικά ανακόλουθο, η αρχή της ισότητας και το αντίστοιχου περιεχομένου συνταγματικό  δικαίωμα, ενώ παραμένουν αλώβητα στις περιοριστικά αναφερόμενες στο άρθρο 48 του  Συντάγματος  ακραίες συνθήκες (πόλεμος, επιστράτευση κλπ), να περιορίζονται από το ασαφούς  περιεχομένου «γενικότερο κοινωνικό ή δημόσιο συμφέρον» σε ολιγότερο ακραίες συνθήκες  Η  διάταξη του άρθρου 21 του κ δ  26 6/10 7 1944 με το ανωτέρω περιεχόμενό της έχει ευρύτατο  πεδίο εφαρμογής, καταλαμβάνοντας προεχόντως κάθε χρηματική οφειλή από κάθε αδιακρίτως  αμφοτεροβαρή σύμβαση, διοικητική ή ιδιωτικού δικαίου  Σε μια τέτοια σύμβαση, χαρακτηριστικά  της οποίας είναι ως γνωστόν ο αιτιώδης χαρακτήρας της και η αλληλεξάρτηση παροχής και  αντιπαροχής, η ανωτέρω διάταξη απολήγει στην αδικαιολόγητη άνιση αντιμετώπιση των  συμβαλλομένων και στην ανατροπή των εν λόγω νομικών χαρακτηριστικών της σύμβασης, αφού,  σε περίπτωση αθέτησης της ίδιας σύμβασης, παροχή και αντιπαροχή καταλήγει να  διαφοροποιούνται κατά μέγεθος ανάλογα με το αν η αθέτηση γίνεται από το Δημόσιο ή τον  αντισυμβαλλόμενό του ιδιώτη  Και τούτο, επειδή επί πρωτογενών χρηματικών απαιτήσεων ο κατ’  άρθρο 345 ΑΚ τόκος υπερημερίας, επερχόμενος με μόνη την υπερημερία (συνεπώς και χωρίς  όχληση του οφειλέτη, ιδίως σε περίπτωση καθορισμού δήλης ημέρας προς εκπλήρωση), καλύπτει  αφηρημένως την κατά τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 343 § 1 ΑΚ ζημία από την  καθυστερημένη εκπλήρωση  Ενώ, επί χρηματικών απαιτήσεων προς καταβολή δευτερογενούς  αποζημίωσης (ΑΚ 382, 383), ο τόκος, συμπληρώνοντας και πάλι κατά τρόπο αφηρημένο το  μέγεθος της αποζημίωσης-θετικού διαφέροντος (αντί της παροχής) κατά το διάστημα που  μεσολαβεί από την άσκηση (ή έστω από τη συζήτηση) της αγωγής μέχρι την εξόφληση, επέχει τη  θέση της παροχής, με συνέπεια και τότε να οφείλεται η ισόποση αντιπαροχή  Ενόψει τούτων, στο  πλαίσιο της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως σε περίπτωση αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης τόσο  από την πλευρά του Δημοσίου όσο και από την πλευρά του αντισυμβαλλόμενου ιδιώτη, εκείνο θα  λάβει πλήρη την συμφωνημένη αντιπαροχή, ενώ θα καταβάλει παροχή μειωμένη κατά το ύψος της  διαφοράς του τόκου, λόγω του υπολογισμού του με βάση το μειωμένο επιτόκιο, αποτέλεσμα που  προσκρούει όχι μόνο στη συνταγματική αρχή της ισότητας των συμβαλλομένων, αλλά και στη  συνταγματική αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης  Κατά ακολουθία των ανωτέρω, η άνω  διάταξη προσκρούει στην κατά το άρθρο 4 παρ  1 και 2 του Συντάγματος αρχή της ισότητας,  αφού διαφοροποιεί το ύψος της ελευθέρως συμφωνούμενης (κατά το άρθρο 5 § 1 του Συντ )  παροχής κάθε συμβαλλομένου, ανάλογα με το αν αυτός είναι το Δημόσιο ή ιδιώτης  Επομένως, η εν  λόγω διάταξη είναι αντισυνταγματική ήδη από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος και μάλιστα  ανεξάρτητα από το αν η ρύθμισή της υπηρετεί ή όχι το γενικότερο δημόσιο συμφέρον, προδήλου  όντος ότι κατά την αξιολόγηση του συνταγματικού νομοθέτη το δημόσιο συμφέρον δεν προάγεται  παρά μόνο με την τήρηση της αρχής και τον απόλυτο σεβασμό του αντίστοιχου συνταγματικού  δικαιώματος  Με την έννοια αυτή, η εξέταση της συνταγματικότητας και υπό το πρίσμα της  συνδρομής ή μη γενικότερου δημόσιου συμφέροντος παρίσταται ως αλυσιτελής   Αλλά και υπό την  εκδοχή ότι η κατά το άρθρο 4 παρ  1 του Συντ  αρχή και το εντεύθεν συνταγματικό δικαίωμα  μπορούν κατ’ εξαίρεση να περιορίζονται για λόγους δημόσιου συμφέροντος, η υπό κρίση διάταξη  του άρθρου 21 παραμένει αντισυνταγματική, αφού λόγο δημόσιου συμφέροντος δεν συνιστά το  ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, ακόμη και αν συνδεθεί με τις δημοσιονομικές ανάγκες της  Χώρας  Πέραν τούτου, η ίδια διάταξη αντί να υπηρετεί απολήγει να μάχεται το γενικότερο δημόσιο  συμφέρον  Πρώτον, επειδή ωθεί τους αντισυμβαλλομένους του Δημοσίου, ημεδαπούς και  αλλοδαπούς, να καθορίζουν την αξία των προσφερόμενων αγαθών ή υπηρεσιών σε πολύ  υψηλότερα επίπεδα απ’ ό,τι στις συναλλαγές τους με ιδιώτες ή με άλλες Χώρες, με συνέπεια αντί  την προστασία ή την αύξηση της δημόσιας περιουσίας, τη μείωσή της, λόγω της ανάληψης  αυξημένων συμβατικών υποχρεώσεων  Δεύτερον, επειδή, παρέχοντας το φαινομενικό οικονομικό  κίνητρο των ελαφρότερων συνεπειών, ωθεί το Δημόσιο να μην τηρεί τις συμβατικές του  υποχρεώσεις, με συνέπεια να πλήττεται καίρια το διεθνές κύρος της Χώρας, με περαιτέρω οδυνηρές  οικονομικές επιπτώσεις  Τρίτον, επειδή όχι μόνο δεν ενισχύει αλλά αναιρεί την αναγκαία για την  ύπαρξη κάθε κράτους δικαίου σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του Δημοσίου και των πολιτών του   Σε  κάθε περίπτωση, οι ειρημένες διαφοροποιήσεις του υπό κρίση άρθρου 21 αντίκεινται όχι μόνο στην  παρ  1 του άρθρου 4 του Συντάγματος, αλλά και στην ειδικότερη διάταξη της παρ  5 του ίδιου  άρθρου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη   14  Επειδή, εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου  δεν αντίκειται αυτή καθ’ εαυτή στο άρθρο 17 του Συντάγματος, διότι – εκτός του ότι, κατά τα  εκτεθέντα στην δέκατη σκέψη, αποβλέπει στην επίτευξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος,  συνισταμένου στην προστασία της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους – εν  πάση περιπτώσει δεν επιφέρει περιορισμό, ούτε πολύ περισσότερο στέρηση περιουσιακού  δικαιώματος, αφού μόνη η πρόβλεψη, με βάση τις μνημονευόμενες στην έκτη σκέψη διατάξεις,  μεγαλύτερου επιτοκίου για τις οφειλές των ιδιωτών έναντι του επιτοκίου που ισχύει για τις οφειλές  του Δημοσίου δεν ιδρύει περιουσιακό δικαίωμα των δανειστών του Δημοσίου για την καταβολή  τόκων με βάση το μεγαλύτερο αυτό επιτόκιο, εφόσον το επιτόκιο αυτό δεν είναι εφαρμοστέο για  τις οφειλές του Δημοσίου  Περιουσιακό δικαίωμα, προστατευτέο κατά το άρθρο 17 του  Συντάγματος,  θα εγεννάτο μόνον στην περίπτωση που είχε αναγνωρισθεί ότι ήταν εφαρμοστέο σε  συγκεκριμένη απαίτηση το ανωτέρω, υψηλότερο, επιτόκιο  Ενόψει των ανωτέρω, είναι  απορριπτέα ως αβάσιμα τα προβαλλόμενα με το από 29 5 2012 υπόμνημα της συνεχίζουσας την  κύρια δίκη καθολικής διαδόχου του αναιρεσείοντος στην εν λόγω δίκη περί παραβάσεως του  άρθρου 17 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως του ότι η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ  4  του εν λόγω άρθρου 17, της οποίας γίνεται ειδικότερα επίκληση με το ανωτέρω υπόμνημα (κατά  το οποίο εδάφιο «Η αποζημίωση δεν υπόκειται, ως αποζημίωση, σε κανένα φόρο, κράτηση ή  τέλος»), αφορά την αποζημίωση επί στερήσεως της ιδιοκτησίας, περίπτωση περί της οποίας δεν  πρόκειται εν προκειμένω, κατά τα προεκτεθέντα  Τα μέλη του Δικαστηρίου Αντώνιος Αθηναίος και  Ευφημία Λαμπροπούλου διετύπωσαν την εξής συγκλίνουσα γνώμη : Η διάταξη του άρθρου 21 του  Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου δεν αντίκειται στο άρθρο 17 του Συντάγματος, διότι  αποβλέπει στην προστασία της περιουσίας του Δημοσίου, η οποία είναι αναγκαία, προκειμένου  τούτο να είναι σε θέση να εκπληρώνει το έργο, που από την φύση του έχει και συνίσταται στην  εξυπηρέτηση των πολιτών  Εξάλλου, ο από το νόμο προσδιορισμός μεγαλύτερου επιτοκίου στις  οφειλές των ιδιωτών δεν ιδρύει «περιουσία» του δανειστή πριν από τη γέννηση των απαιτήσεών  του  Μειοψήφησαν τα μέλη του Δικαστηρίου Παναγιώτα Καρλή, Γεώργιος Αρχανιωτάκης και  Θεόδωρος Φορτσάκης, τα οποία διετύπωσαν την ακόλουθη γνώμη : Ο νόμιμος τόκος επί του  ποσού που επιδικάζεται στο νικήσαντα διάδικο με δικαστική απόφαση εμπίπτει στην έννοια της  περιουσίας, η οποία προστατεύεται από το άρθρο 17 του Συντάγματος  Εξάλλου, το Δημόσιο είναι  δυνατόν να διαθέτει, κατά την άσκηση των εξουσιών του, προνόμια που του επιτρέπουν να ασκεί  αποτελεσματικά τις δημοσίου δικαίου αρμοδιότητές του  Μόνη, όμως, η ένταξη στην κρατική δομή  δεν αρκεί, αυτή καθαυτή, να καταστήσει νόμιμη, σε κάθε περίπτωση, την εφαρμογή κρατικών  προνομίων, αλλά πρέπει τούτο να είναι αναγκαίο για την καλή άσκηση των δημοσίων εξουσιών   Εξάλλου, το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, ακόμη και αν συνδεθεί με τις δημοσιονομικές  ανάγκες της Χώρας, δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να δικαιολογήσει την παραβίαση του  δικαιώματος του ενδιαφερομένου για προστασία της περιουσίας του

 15  Επειδή, ενόψει των προεκτεθέντων, πρέπει να αριθ.εί η αμφισβήτηση που ανέκυψε σε σχέση με  την ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικος των νόμων περί  δικών του Δημοσίου  από την έκδοση της υπ’ αριθ  2812/2011 (παραπεμπτικής) αποφάσεως της  Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπέρ της γνώμης που υιοθετήθηκε επί του επιμάχου  ζητήματος με τις υπ’ αριθ  1127 και 1128/2010 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, δηλαδή με την  υιοθέτηση της απόψεως ότι η προαναφερθείσα διάταξη δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4  παρ  1 και παρ  5, 17, 20 παρ  1 και 25 παρ  1 εδ  δ΄  του Συντάγματος

 16  Επειδή, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής των εξόδων της αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο  διεξαχθείσης διαδικασίας ως και της δικαστικής δαπάνης   Δια ταύτα

Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 2812/2011 της Ολομελείας του Ελεγκτικού  Συνεδρίου και 1127 και 1128/2010 του Αρείου Πάγου ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα  της διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ δ  της  26 6/10 7 1944, ΦΕΚ 139)

Αποφαίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ δ   της 26 6/10 7 1944, ΦΕΚ 139) δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ  1 και παρ  5, 17, 20 παρ  1 και 25  παρ  1 εδ  δ΄ του Συντάγματος

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιουνίου 2012

  Η Πρόεδρος

Η Γραμματέας  Ρένα Ασημακοπούλου

 Μαριάνθη Παπασαράντη  Kαι δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 13 Δεκεμβρίου 2012   Η Πρόεδρος

Η Γραμματέας

 Ρένα Ασημακοπούλου               

   Μάρθα Ψαραύτη 987/2014 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 618440)  (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΑΡΜ 2014/812 , ΕΔΚΑ 2014/633 , ΝΟΒ 2014/970) ΑΕΙ και σύστημα εισαγωγής φοιτητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση  Προνόμια υπέρ των μελών πολύτεκνων οικογενειών  Το άρθρο 2 παρ  2 γ΄ περ  ii αα΄ του ν  2525/1995, όπως ισχύει μετά τις μεταβολές με τα άρθρα 59 παρ  11 του ν  3966/2011 και 44 παρ  2 του ν  4071/1012, που προέβλεψε τη σύσταση θέσεων, που καταλαμβάνονται μόνο από υποψήφιους που έχουν την ιδιότητα του μέλους πολύτεκνης οικογένειας, αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, που επιβάλλουν την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με κριτήρια αμιγώς ακαδημαϊκά  Η ρύθμιση αυτή δεν ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στο άρθρο 21 παρ  2 και 5 του Συντάγματος  Αντίθετες μειοψηφίες  Η παράλειψη εισαγωγής της αιτούσας σε συγκεκριμένη σχολή πρέπει να ακυρωθεί, διότι δεν έχει νόμιμο έρεισμα και η υπόθεση θα αναπεμφθεί στη Διοίκηση  Ζητήματα ου οφείλει να επανεξετάσει η Διοίκηση  Αντίθετη μειοψηφία  Η αιτούσα, αν και διαγωνίσθηκε ως υποψήφια της γενικής κατηγορίας, με έννομο συμφέρον άσκησε την αίτηση ακύρωσης  Αντίθετη μειοψηφία  Δεκτή η αίτηση ακύρωσης  Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια κατόπιν πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ  1 του Ν  3900/2010 και πράξης του Προέδρου του ΣτΕ  (Παρατηρήσεις Α  Καϊδατζή ΑΡΜ 2014/814 και σημείωση Α  Πετρόγλου ΕΔΚΑ 2014/645)

  Αριθμός 987/2014   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ  ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

  Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Φεβρουαρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Κ   Μενουδάκος, Πρόεδρος, Αθ  Ράντος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν   Μαρκουλάκης, Γ  Παπαγεωργίου, Ιω  Μαντζουράνης, Αικ  Χριστοφορίδου, Δ  Αλεξανδρής, Δ   Σκαλτσούνης, Γ  Ποταμιάς, Μ  Γκορτζολίδου, Ε  Νίκα, Ε  Αντωνόπουλος, Π  Καρλή, Φ  Ντζίμας,  Ηρ   Τσακόπουλος, Β  Καλαντζή, Μ  Σταματελάτου, Μ  Παπαδοπούλου,  Β  Αραβαντινός, Ο  Ζύγουρα, Κ   Κουσούλης, Κ  Φιλοπούλου, Κ  Πισπιρίγκος, Αντ  Χλαμπέα, Δ  Μακρής, Τ  Κόμβου, Β   Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Σύμβουλοι, Ηλ  Μάζος, Χρ  Σιταρά, Αικ  Ρωξάνα, Πάρεδροι  Από τους  ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ο  Ζύγουρα και Β  Αναγνωστοπούλου – Σαρρή καθώς και η Πάρεδρος Αικ   Ρωξάνα μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ  2 του ν  3719/2008   Γραμματέας η Μ  Παπασαράντη

   Για να δικάσει την από 8 Οκτωβρίου 2012 αίτηση:

  της

του

   ,κατοίκου

  Αττικής (

 ), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο  Σπυρίδωνα Βλαχόπουλο (Α Μ  17001), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

  κατά του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, ο οποίος παρέστη  με τον Ηλία Ψώνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν οι: 1)  υπ’ αριθ  Φ 253 4/96738/Β6/27 8 2012, 2) υπ’ αριθ  Φ 253 4/96739/ Β6/27 8 2012 αποφάσεις του Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και  Αθλητισμού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως

   Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 23 Οκτωβρίου  2012 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ  1 του Ν  3900/2010 και της από 6 Νοεμβρίου  2012 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της,  σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ  2 εδάφ  α΄, 20 και 21 του π δ  18/1989

   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Κ  Πισπιρίγκου

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσης, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά  τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον  αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

κ α  ι

  Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α

   Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο ν   Ν ό μ ο

  1  Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, με την οποία προσβάλλονται πράξεις  εφαρμογής της εκπαιδευτικής νομοθεσίας που υπάγονται στον ακυρωτικό έλεγχο του διοικητικού  εφετείου σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ  1 δ΄ του ν  702/1977 (Α΄268), όπως ισχύει, κατεβλήθη το  νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ  Α  3369904, 1285058/2012 ειδικά γραμμάτια παραβόλου)

2  Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση των πράξεων του Υφυπουργού Παιδείας  και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού: α) Φ 253 4/96738/Β6/27 8 2012 και β) Φ  253 4 /96739/Β6/27 8 2012, με τις οποίες κυρώθηκαν οι πίνακες των εισαγομένων στα τμήματα  και στις σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για το ακαδημαϊκό έτος 2012 – 2013, κατά το μέρος  της παράλειψης εγγραφής της αιτούσης, η οποία διαγωνίσθηκε ως υποψήφια της γενικής  κατηγορίας, στους πίνακες των εισαγομένων στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού  Πανεπιστημίου Αθηνών  Η παράλειψη αυτή προσβάλλεται ως εκδηλωθείσα με την εγγραφή στους  ίδιους πίνακες δεκατριών (13) υποψηφίων, οι οποίοι εμπίπτουν στην ειδική κατηγορία των μελών  πολύτεκνων οικογενειών και συγκέντρωσαν σύνολο μορίων χαμηλότερο εκείνου της αιτούσης

3  Επειδή, με την πράξη της τριμελούς Επιτροπής του άρθρου 1 παρ  1 του ν  3900/2010 (όπως  αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ  1 του ν  4055/2012, Α΄51) υπ’ αριθμ  ΠΑ 31/23 10 2012, η  οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «

 » στις 7 11 2012 και στην εφημερίδα «

 » στις  9 11 2012, έγινε δεκτό σχετικό αίτημα της αιτούσης και αποφασίσθηκε να εισαχθεί προς εκδίκαση  στο Συμβούλιο της Επικρατείας η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του  Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, διότι θέτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος για τη  συνταγματικότητα ορισμένων διατάξεων του άρθρου 2 παρ  2 του ν  2525/1997, όπως ισχύει, που  εφαρμόσθηκαν με τις προσβαλλόμενες πράξεις

   4  Επειδή, στο άρθρο 1 παρ  5 του ν  2525/1997 «Ενιαίο Λύκειο, πρόσβαση των αποφοίτων του  στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση κ λπ » (Α΄188) ορίζεται ότι «Στους αποφοίτους του Ενιαίου Λυκείου  χορηγείται Απολυτήριο Ενιαίου Λυκείου, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα α) εγγραφής στην  Τριτοβάθμια Εκπαίδευση β)

» , στη δε παράγραφο 13 του ίδιου άρθρου, η οποία προστέθηκε με  το άρθρο 1 του ν  2909/2001 (Α΄90), ορίζεται ότι «Στους αποφοίτους του Ενιαίου Λυκείου, εκτός  του απολυτηρίου της παραγράφου 5, χορηγείται και “Βεβαίωση”, στην οποία αναφέρονται οι  βαθμοί του αποφοίτου στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα που λαμβάνονται υπόψη για την  πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση»  Η πρόσβαση των κατόχων απολυτηρίου λυκείου στην  τριτοβάθμια εκπαίδευση ρυθμίσθηκε περαιτέρω με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν  2525/1997,  στην παράγραφο 2 του οποίου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ  2 του ν  2909/2001  (Α΄98), ορίσθηκαν τα εξής: «α  Οι υποψήφιοι για εισαγωγή, μετά την ανακοίνωση των  αποτελεσμάτων απόλυσης από το Λύκειο, καταθέτουν δήλωση προτίμησης για δύο κατ’ ανώτατο  όριο επιστημονικά πεδία και για συγκεκριμένα τμήματα ή σχολές των πεδίων αυτών … β) Η επιλογή  των υποψηφίων για τα τμήματα που δήλωσαν προτίμηση γίνεται με βάση το σύνολο των μορίων  που προκύπτουν από το άθροισμα των γινομένων του γενικού βαθμού πρόσβασης της Βεβαίωσης,  των βαθμών πρόσβασης των δύο μαθημάτων αυξημένης βαρύτητας και του βαθμού της  δοκιμασίας δεξιοτήτων, εφόσον διεξάγεται, με τους αντίστοιχους συντελεστές βαρύτητας και κατά  φθίνουσα σειρά μέχρι να καλυφθεί ο αριθμός θέσεων κάθε τμήματος που ορίζεται σύμφωνα με τις  διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του ν  1351/1983

 Για τα τμήματα ή τις σχολές για τις  οποίες απαιτείται εξέταση σε ένα ή περισσότερα ειδικά μαθήματα ή πρακτικές δοκιμασίες, στο  ανωτέρω σύνολο μορίων προστίθενται και τα μόρια που προκύπτουν από το γινόμενο του βαθμού  των ειδικών μαθημάτων ή πρακτικών δοκιμασιών με τον αντίστοιχο συντελεστή»  Ακολούθως, με  το άρθρο 59 παρ  11 του ν  3966/2011 (Α΄118) τροποποιήθηκε το άρθρο 2 παρ  2 του ν   2525/1997 ως εξής: «α  … β  Η επιλογή των υποψηφίων για τις σχολές και τα τμήματα, που  δήλωσαν προτίμηση, γίνεται με βάση το σύνολο των μορίων που προκύπτουν από το άθροισμα  των γινομένων του γενικού βαθμού πρόσβασης της βεβαίωσης, των βαθμών πρόσβασης των δύο  μαθημάτων αυξημένης βαρύτητας με τους αντίστοιχους συντελεστές βαρύτητας και κατά  φθίνουσα σειρά μέχρι να καλυφθεί ο αριθμός θέσεων κάθε σχολής ή τμήματος  Για τις σχολές ή τα  τμήματα που απαιτείται εξέταση σε ένα ή περισσότερα ειδικά μαθήματα ή πρακτικές δοκιμασίες  στο ανωτέρω σύνολο μορίων προστίθενται και τα μόρια που προκύπτουν από το γινόμενο του  βαθμού των ειδικών μαθημάτων ή πρακτικών δοκιμασιών με τον αντίστοιχο συντελεστή  γ  Με  απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και του κατά περίπτωση  αρμόδιου Υπουργού, καθορίζονται μία φορά το χρόνο, ένα τουλάχιστον μήνα πριν την υποβολή  των μηχανογραφικών δελτίων των υποψηφίων: i  Ο αριθμός των θέσεων εισακτέων στα Τμήματα  και τις Σχολές των Πανεπιστημίων, των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ Ε Ι )

 Η  απόφαση αυτή εκδίδεται μετά από γνώμη της Συγκλήτου κάθε Πανεπιστημίου, του Συμβουλίου  κάθε Τ Ε Ι  … που υποβάλλονται στο Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων  ii   Ο αριθμός των θέσεων εισακτέων των κατόχων απολυτηρίου Γενικού ή Επαγγελματικού Λυκείου,  πέραν του καθορισθέντος αριθμού στην περίπτωση i, στα Τμήματα και τις Σχολές της ίδιας  περίπτωσης, ως ακολούθως: αα) Υποψηφίων που είναι πολύτεκνοι, κατά την έννοια του άρθρου 1  του ν  1910/1944 (Α΄229), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του ν   3454/2006 (Α΄75), καθώς και υποψηφίων τέκνων των ανωτέρω πολυτέκνων, ββ) Υποψήφιων  γονέων και τέκνων πολυμελών οικογενειών με τρία ζώντα τέκνα από νόμιμο γάμο ή  νομιμοποιηθέντα ή νομίμως αναγνωρισθέντα ή υιοθετηθέντα, εφόσον κανένα από αυτά δεν  υπερβαίνει το 26ο έτος της ηλικίας του, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων άγαμων  μητέρων με τρία μη αναγνωρισθέντα ζώντα τέκνα, που δεν υπερβαίνουν το ανωτέρω όριο ηλικίας   γγ) Υποψηφίων: α) με αδελφό ή αδελφή που φοιτά σε Πανεπιστήμιο ή Τ Ε Ι  … β) ορφανών από τον  ένα ή και από τους δύο γονείς ή τέκνων άγαμης μητέρας με ένα ή δύο μη αναγνωρισθέντα τέκνα,  γ) με γονείς, τέκνα, αδέλφια, συζύγους που είναι τυφλοί ή κωφάλαλοι ή νεφροπαθείς … δ) τέκνων  των θυμάτων της τρομοκρατίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν   1897/1990 (Α΄120) … Ο συνολικός αριθμός των θέσεων εισακτέων της περίπτωσης ii δεν μπορεί  να υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%) των θέσεων εισακτέων της περίπτωσης i  iii  … Κατά τη  διαδικασία επιλογής, κάθε υποψήφιος των ειδικών περιπτώσεων αα΄ έως και γγ΄ της περίπτωσης ii  κρίνεται για επιλογή για τις προβλεπόμενες θέσεις, που καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της  περίπτωσης i του παρόντος άρθρου για κάθε τμήμα ή σχολή, με βάση το σύνολο των μορίων κατά  φθίνουσα σειρά μορίων και τη δήλωση προτίμησής του στο μηχανογραφικό δελτίο, κατά πρώτον,  ως υποψήφιος της γενικής σειράς  Εάν δεν εισάγεται στη σχολή ή το τμήμα που έχει δηλώσει  πρώτο στις προτιμήσεις του, κρίνεται για επιλογή για τις ειδικές θέσεις της ίδιας σχολής ή τμήματος  ως υποψήφιος μιας εκ των ειδικών περιπτώσεων  Αν δεν εισάγεται ούτε με το ειδικό ποσοστό στο  συγκεκριμένο τμήμα ή σχολή, η διαδικασία συνεχίζεται με την επόμενη προτίμηση του υποψηφίου,  τόσο στη γενική σειρά όσο και στην ειδική  Αν δεν εισαχθεί και σε αυτό το τμήμα ή σχολή με τη  γενική σειρά και την ειδική που έχει δηλώσει, η διαδικασία συνεχίζεται με τις επόμενες κατά σειρά  προτίμησης του υποψηφίου στο μηχανογραφικό του δελτίο  Εάν ο υποψήφιος ανήκει σε  περισσότερες από μία των ειδικών περιπτώσεων επιλέγει μόνο μία  Εάν με το σύνολο των μορίων  που έχει επιτύχει ο υποψήφιος μπορεί να εισαχθεί σε περισσότερες από μία σχολές ή τμήματα  εισάγεται τελικά μόνο σε εκείνη τη σχολή ή τμήμα που προσδιόρισε στη δήλωση του με σειρά  προτίμησης υψηλότερη σε σχέση με τις άλλες σχολές ή τμήματα που έχει δηλώσει  Με απόφαση  του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, καθορίζονται τα αναγκαία  δικαιολογητικά, η διαδικασία κατάθεσης, ο τόπος και ο χρόνος υποβολής και τα όργανα ελέγχου  των δικαιολογητικών, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την ένταξη των υποψηφίων στις  κατηγορίες της περίπτωσης ii  Εάν μετά την εισαγωγή, με οποιονδήποτε τρόπο διαπιστωθεί ότι δεν  συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις υπαγωγής στις περιπτώσεις αα΄ έως και γγ΄ της περίπτωσης ii  …, οι εισαχθέντες διαγράφονται από τα τμήματα εισαγωγής … Οι θέσεις των διαγραφέντων δεν  αναπληρώνονται ούτε μεταφέρονται»  Με το άρθρο 60 παρ  4 περ  ια΄ του ίδιου νόμου (ν   3966/2011) καταργήθηκαν οι διατάξεις περί μετεγγραφών των φοιτητών (άρθρα 3 του ν   860/1979 και 1 του ν  3282/2004, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 παρ  9 του ν   3879/2010), κατά τον κρίσιμο δε χρόνο το άρθρο 2 παρ  2 γ΄ του ν  2525/1997 είχε ήδη  τροποποιηθεί, ως προς τις ειδικές περιπτώσεις αα΄ – γγ΄ της περίπτωσης ii, με το άρθρο 44 παρ  2  του ν  4071/2012 (Α΄ 85) ως εξής: «αα) Υποψηφίων που είναι πολύτεκνοι, κατά την έννοια του  άρθρου 1 του ν  1910/1944 (Α΄229), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 6  του ν  3454/2006 (Α΄75), καθώς και υποψηφίων τέκνων των ανωτέρω πολυτέκνων  Η  πολυτεκνική ιδιότητα διατηρείται ισοβίως σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του  άρθρου 6 του ν  3454/2006  ββ) Υποψηφίων γονέων και τέκνων πολυμελών οικογενειών με τρία  ζώντα τέκνα από νόμιμο γάμο ή νομιμοποιηθέντα ή νομίμως αναγνωρισθέντα ή υιοθετηθέντα,  συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων άγαμων μητέρων με τρία μη αναγνωρισθέντα ζώντα  τέκνα  γγ) Υποψηφίων: α) με αδελφό ή αδελφή, ενεργό φοιτητή του πρώτου κύκλου σπουδών,  όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του ν  4009/2011 (Α΄195), εφόσον δεν είναι ήδη κάτοχος πτυχίου,  μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου …, β) ορφανών από τον ένα ή και από τους δύο γονείς ή  τέκνων άγαμης μητέρας με ένα ή δύο μη αναγνωρισθέντα τέκνα, γ) με γονείς, τέκνα, αδέλφια,  συζύγους που είναι τυφλοί, κωφάλαλοι ή νεφροπαθείς …, δ) τέκνων των θυμάτων της  τρομοκρατίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του  ν  1897/1990 (Α΄120), ε) πολύδυμων τέκνων, εφόσον συμμετέχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις  εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση το ίδιο έτος»  Τέλος, το ως άνω άρθρο 44 του ν   4071/2012 όρισε, στην παράγραφο 3, τα εξής: «3  Κατά το ακαδημαϊκό έτος 2012 – 2013, για την  εισαγωγή των αποφοίτων Γενικών ή άλλου τύπου Λυκείων, σε κάθε σχολή ή τμήμα που  προβλέπονται στην υποπερίπτωση i της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν   2525/1997, πρόσθετο ποσοστό 3% επί των θέσεων εισακτέων καταλαμβάνεται, αποκλειστικά, από  όσους αποφοίτησαν το έτος 2011, συμμετείχαν στις πανελλαδικές εξετάσεις του ίδιου έτους και για  τους οποίους ίσχυαν κατά την αποφοίτησή τους ή ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος  νόμου τα κριτήρια που αναφέρονται στις κατηγορίες της υποπερίπτωσης ii της περίπτωσης γ΄ της  παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν  2525/1997, όπως αντικαθίσταται …»

   5  Επειδή, με τις μεταβολές, τις οποίες επέφερε στο άρθρο 2 παρ  2 του ν  2525/1997 το άρθρο 59  παρ  11 του ν  3966/2011 και, στη συνέχεια, το άρθρο 44 παρ  2 του ν 4071/2012, θεσπίσθηκε  σύστημα εισαγωγής, σε τμήματα και σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, υποψηφίων που  εμπίπτουν σε κατηγορίες ειδικών περιπτώσεων, καθοριζόμενες επί τη βάσει κοινωνικών κριτηρίων,  καθ’ υπέρβαση (μέχρι 20% συνολικά) του αριθμού των θέσεων των εισακτέων κάθε τμήματος και  σχολής που καλύπτονται από τους υποψήφιους της γενικής κατηγορίας  Παράλληλα, με το άρθρο  60 παρ  4 περ  ια΄ του ίδιου νόμου, καταργήθηκαν οι διατάξεις που παρείχαν τη δυνατότητα  (ομοίως επί τη βάσει κοινωνικών κριτηρίων, αλλά μετά την εισαγωγή και εγγραφή σε συγκεκριμένο  τμήμα ή σχολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επί τη βάσει κριτηρίων κοινών για όλους τους  υποψηφίους) να μετεγγράφονται ορισμένοι φοιτητές σε αντίστοιχο τμήμα ή σχολή με έδρα  πλησιέστερη προς τον τόπο της κατοικίας τους  Σύμφωνα με το νέο σύστημα εισαγωγής, οι  υποψήφιοι που έχουν δηλώσει στο μηχανογραφικό δελτίο ότι εμπίπτουν σε μια από τις ως άνω  κατηγορίες ειδικών περιπτώσεων, μεταξύ των οποίων η κατηγορία των μελών πολύτεκνων  οικογενειών, κρίνονται για εισαγωγή στο τμήμα ή στη σχολή της πρώτης προτίμησής τους  συγκρινόμενοι, με βάση το σύνολο των μορίων που συγκεντρώνουν, κατά πρώτον με τους  υποψήφιους της γενικής κατηγορίας που έχουν δηλώσει την ίδια με αυτούς προτίμηση  Εάν  ύστερα από αυτή τη σύγκριση δεν εισάγονται στο εν λόγω τμήμα ή σχολή, συγκρίνονται (ομοίως  με βάση το σύνολο των μορίων που συγκεντρώνουν) με τους υποψήφιους της ίδιας με αυτούς  κατηγορίας ειδικής περίπτωσης για εισαγωγή στις οριζόμενες πρόσθετες θέσεις του ίδιου τμήματος  ή σχολής  Εάν και πάλι δεν εισάγονται, η ίδια διαδικασία με τα δύο στάδια σύγκρισης συνεχίζεται,  για να κριθεί η εισαγωγή τους στη σχολή ή στο τμήμα της επόμενης προτίμησής τους  Όπως  προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν  3966/2011, με τις ως άνω ρυθμίσεις επιδιώχθηκε να  δοθεί η δυνατότητα «… σε όσους αντιμετωπίζουν οικονομικά και οικογενειακά προβλήματα και  αδυνατούν ή δυσκολεύονται να φοιτήσουν σε σχολές ή τμήματα που βρίσκονται μακριά από τη  μόνιμη κατοικία τους, να επιλέξουν να φοιτήσουν σε σχολές ή τμήματα της περιοχής κατοικίας  τους από την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους και να μην τελούν σε αναμονή των αποτελεσμάτων  των μετεγγραφών …»  Στην ίδια αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι με τις νέες ρυθμίσεις, οι οποίες  θεσπίζονται για όσους υποψήφιους αντιμετωπίζουν οικονομικά και οικογενειακά προβλήματα,«…  εξαλείφεται το φαινόμενο φοίτησης σε σχολή για την οποία το σύνολο των μορίων τους δεν  επέτρεπε την εισαγωγή παρά μόνον μέσω της μετεγγραφής  Εναπόκειται πλέον στους ίδιους τους  υποψηφίους να διαμορφώσουν την επιλογή τους ως προς την τελική εισαγωγή τους δηλώνοντας  τις σχολές ή τμήματα, στα οποία θα παραμείνουν προς φοίτηση …», καθώς και ότι εξαλείφονται οι  γραφειοκρατικές διαδικασίες των μετεγγραφών και προωθείται η «… ομαλή λειτουργία των  πανεπιστημίων από την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους, αφού η εισαγωγή και των υποψηφίων  των περιπτώσεων αυτών θα έχει ολοκληρωθεί πριν την έναρξη των μαθημάτων … ώστε να  υπάρχει καλύτερος προγραμματισμός και τα Πανεπιστήμια και ΤΕΙ να γνωρίζουν εκ των προτέρων  τον αριθμό των εισαγομένων για κάθε περίπτωση και στο σύνολό τους»  Τέλος, αναφέρεται και ότι  «… ουδεμία οικονομική επιβάρυνση υφίσταται το Δημόσιο από τις ανωτέρω ρυθμίσεις, δεδομένου  ότι αντικαθίστανται οι διατάξεις των μετεγγραφών  Αντίθετα θα υπάρξει μείωση των δαπανών διότι  θεσμοθετείται περιορισμός στον αριθμό εισακτέων στις κατ’ εξαίρεση περιπτώσεις …»

  6  Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η αιτούσα, η οποία υπέβαλε  μηχανογραφικό δελτίο για την εισαγωγή της στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κατά το ακαδημαϊκό  2012 – 2013, ως απόφοιτος ημερησίου λυκείου και υποψήφια της γενικής κατηγορίας, ήτοι ως  διαγωνιζόμενη για τις θέσεις του άρθρου 2 παρ  2 γ΄ περίπτωση i του ν  2525/1997, συγκέντρωσε  σύνολο 18 981 μορίων και, βάσει αυτής της βαθμολογίας και της δηλώσεως των προτιμήσεών της,  ύστερα από τη σύγκρισή της με τους υποψήφιους της ίδιας κατηγορίας, εισήχθη στην Ιατρική  Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών 62η κατά σειρά επιτυχίας και όχι στην Ιατρική Σχολή του  Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Ε Κ Π Α ), την οποία είχε δηλώσει ως πρώτη  προτίμησή της  Σύμφωνα με τους πίνακες των εισαγομένων που κυρώθηκαν με τις δύο  προσβαλλόμενες πράξεις, στην Ιατρική Σχολή του Ε Κ Π Α  εισήχθησαν εκατόν εξήντα (160)  υποψήφιοι για την πλήρωση των ισάριθμων θέσεων εισακτέων από τη γενική κατηγορία  υποψηφίων που είχαν ορισθεί, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ  2 γ΄ περίπτωση i του ν  2525/1997,  με την Φ 253 1/54697/Β6/15 5 212 απόφαση της Υφυπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και  Θρησκευμάτων (B΄1653), η δε τελευταία εισαχθείσα κατά σειρά επιτυχίας συγκέντρωσε 19 170  μόρια  Με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη κυρώθηκαν και οι πίνακες των εισαγομένων στην εν  λόγω Ιατρική Σχολή για την πλήρωση των θέσεων του άρθρου 2 παρ  2 γ΄ περίπτωση ii αα΄ του  ν  2525/1997 που είχαν ορισθεί με την ως άνω απόφαση της Υφυπουργού, ήτοι των θέσεων των  μελών πολύτεκνων οικογενειών που είναι απόφοιτοι ημερησίων λυκείων, από τους οποίους οι  δώδεκα (12) συγκέντρωσαν λιγότερα μόρια από την αιτούσα (18968 – 18578)  Με άλλους δε  πίνακες, οι οποίοι κυρώθηκαν με τη δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, εισήχθησαν στην Ιατρική  Σχολή του Ε Κ Π Α  και υποψήφιοι για την πλήρωση των θέσεων που είχαν ορισθεί με την ίδια  απόφαση της Υφυπουργού βάσει του άρθρου 44 παρ  3 του ν  4071/2012, από τους οποίους η μία  (1) εμπίπτει στο άρθρο 2 παρ  2 γ΄ περίπτωση ii αα΄ του ν  2525/1997 (κατηγορία μελών  πολύτεκνων οικογενειών που είναι απόφοιτοι ημερησίων λυκείων) και συγκέντρωσε λιγότερα  μόρια από την αιτούσα (18 972)  Ήδη με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η κύρωση, με τις  προσβαλλόμενες πράξεις, των πινάκων που συμπεριλαμβάνουν τους ως άνω δεκατρείς (12+1=13)  υποψήφιους στους εισαγόμενους στην Ιατρική Σχολή του Ε Κ Π Α  εμπόδισε την εισαγωγή της  αιτούσης στην ίδια Ιατρική Σχολή (αν και συγκέντρωσε περισσότερα από αυτούς μόρια) χωρίς  νόμιμο έρεισμα, διότι στηρίζεται στην αδικαιολόγητα ευνοϊκή για τα μέλη των πολύτεκνων  οικογενειών ρύθμιση του άρθρου 2 παρ  2 γ΄ περίπτωση ii αα΄ του ν  2525/1997, η οποία  αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας (γενικώς ενώπιον του νόμου  και ειδικώς κατά την πρόσβαση στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα) και είναι, ως εκ τούτου,  ανεφάρμοστη

   7  Επειδή, αν και η αιτούσα διαγωνίσθηκε για να εισαχθεί στην εν λόγω Ιατρική Σχολή ως  υποψήφια της γενικής κατηγορίας, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως προβάλλεται με έννομο συμφέρον   Τούτο, διότι οι θέσεις των εισακτέων αυτής της κατηγορίας καθορίσθηκαν με την Φ  253 1/54697/Β6/15 5 2012 απόφαση από την Υφυπουργό Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και  Θρησκευμάτων, δυνάμει των διατάξεων της περίπτωσης i του άρθρου 2 παρ  2 γ΄ του ν   2525/1997, παράλληλα με τον καθορισμό πρόσθετων θέσεων δυνάμει των διατάξεων της  επόμενης περίπτωσης ii αα΄ και του άρθρου 44 παρ  3 του ν  4071/2012, ο οποίος έγινε με την ίδια  απόφαση της Υφυπουργού  Ο αριθμός δε των πρόσθετων αυτών θέσεων προδήλως καθορίστηκε  σε συσχέτιση με τον αριθμό των θέσεων των υποψηφίων της γενικής κατηγορίας, κατ’ εκτίμηση  και των εκπαιδευτικών δυνατοτήτων της Ιατρικής Σχολής και, ως εκ τούτου, η Διοίκηση θα είχε  αυξήσει τις θέσεις των εισακτέων από τη γενική κατηγορία υποψηφίων σε περίπτωση μη  εφαρμογής των διατάξεων, των οποίων αμφισβητείται η συνταγματικότητα  Συνεπώς, εάν το  Δικαστήριο κρίνει ότι αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας ο  γενόμενος καθορισμός των πρόσθετων θέσεων για τα μέλη των πολύτεκνων οικογενειών, όπως  προβάλλει η αιτούσα, η Διοίκηση θα κληθεί να εξετάσει, σε συμμόρφωση προς την απόφαση του  Δικαστηρίου, τη δυνατότητα νόμιμης εισαγωγής της αιτούσης στην Ιατρική Σχολή του Ε Κ Π Α  ως  υπεράριθμης σε σχέση με τις θέσεις των εισακτέων που ήδη πληρώθηκαν από τους υποψήφιους  της γενικής κατηγορίας  Αν και κατά τη γνώμη του Αντιπροέδρου Αθ  Ράντου και των Σύμβουλων  Γ  Παπαγεωργίου, Αικ  Χριστοφορίδου, Δ  Αλεξανδρή, Δ  Σκαλτσούνη, Γ  Ποταμιά, Ε   Αντωνόπουλου, Π  Καρλή, Β  Καλαντζή και Κ  Πισπιρίγκου, με τους οποίους συνάχθηκαν οι  Πάρεδροι Η  Μάζος και Χ  Σιταρά, ο λόγος αυτός προβάλλεται χωρίς άμεσο και ενεστώς έννομο  συμφέρον, διότι ακόμη και αν κριθεί ότι είναι ανεφάρμοστες, ως αντιβαίνουσες στο Σύνταγμα, οι  διατάξεις του άρθρου 2 παρ  2 γ΄ περίπτωση ii αα΄ του  ν  2525/1997 που ευνοούν τα μέλη των πολύτεκνων οικογενειών, δεν θα καταστεί δυνατή η  εισαγωγή της αιτούσης στην Ιατρική Σχολή του Ε Κ Π Α  καθ’ υπέρβαση του αριθμού των θέσεων  των εισακτέων από τη γενική κατηγορία υποψηφίων  Τούτο, διότι ο αριθμός αυτός, ο οποίος  καθορίσθηκε με την Φ 253 1/54697/Β6/15 5 2012 απόφαση της Υφυπουργού Παιδείας, Δια Βίου  Μάθησης και Θρησκευμάτων με ειδική διοικητική διαδικασία εκτιμήσεως των εκπαιδευτικών  δυνατοτήτων του Πανεπιστημίου, ήτοι κατόπιν γνώμης της Συγκλήτου που εκφέρεται, σύμφωνα  με το άρθρο 2 παρ  2 γ΄ περίπτωση i του ν  2525/1997, μόνο για τις θέσεις των εισακτέων από τη  γενική κατηγορία υποψηφίων, δεν είναι βέβαιο ότι θα είχε αυξηθεί από τη Διοίκηση σε περίπτωση  μη εφαρμογής των ως άνω διατάξεων και, πάντως, δεν δύναται πλέον να αυξηθεί, ώστε να  καταστεί νόμιμη η εισαγωγή και της αιτούσης στην εν λόγω Ιατρική Σχολή

   8  Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο μεν άρθρο 4 παρ  1 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», στο δε άρθρο 5 παρ  1 ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφ’ όσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη»  Περαιτέρω, στο άρθρο 16 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1  …, 2  Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους … 3  … 4  Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια  Το Κράτος ενισχύει τους σπουδαστές που διακρίνονται, καθώς και αυτούς που έχουν ανάγκη από βοήθεια ή ειδική προστασία, ανάλογα με τις ικανότητες τους  5  H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση …»  Εξ άλλου, στο άρθρο 21 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1  Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος και η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους  2  Πολύτεκνες οικογένειες, … έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος  3  … 5  Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους»  Τέλος, στο άρθρο 25 παρ  1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1  Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του  κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους  Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους  Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν  Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας»

9  Επειδή, η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ  1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια είτε με την μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια  Περαιτέρω, το άρθρο 5 παρ  1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε προσώπου να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας κατά λόγο της προσωπικής του αξίας (βλ  ΣτΕ 2738/2010 κ ά )  Τέλος, οι προστατευτικές της παιδείας διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος ανάγουν την παιδεία σε αποστολή του κράτους και κατοχυρώνουν, μεταξύ άλλων, αφ’ ενός μεν τη θεσμική εγγύηση της παροχής ανώτατης εκπαίδευσης από πλήρως αυτοδιοικούμενα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (βλ  ΣτΕ 982/2012 Ολ , 4009/2000, 411/2008), αφ’ ετέρου δε το δικαίωμα στην παιδεία (ΣτΕ 1582/1992) που περιλαμβάνει και το δικαίωμα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εφ’ όσον συγκεντρώνουν τις νόμιμες προϋποθέσεις   Από τον συνδυασμό αυτών των συνταγματικών διατάξεων συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης οφείλει να εξασφαλίζει την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προσώπων κεκτημένων τα αναγκαία εφόδια για την ενεργό παρακολούθηση της θεωρητικής και πρακτικής διδασκαλίας μέσω συστήματος εισαγωγής, το οποίο στηρίζεται σε γενικά, αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια και είναι σύμφωνο με τις αρχές της ισότητας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της  σταδιοδρομίας εκάστου ανάλογα με την προσωπική αξία και ικανότητά του (βλ  ΣτΕ 3351/2000 Ολ , ΣτΕ 2411/2012 Ολ , 673/1987), δεδομένου, άλλωστε, και ότι μόνο υπό αυτούς τους όρους είναι δυνατή η επίτευξη της αποστολής των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΣτΕ 3328/2000 Ολ , 2467/2001) και η εύρυθμη λειτουργία τους (ΣτΕ 673/1987, 4137/1990)  Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται από τις διατάξεις αυτές να εισάγει ρυθμίσεις διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στο παρελθόν, προς τις οποίες έχουν προσαρμοσθεί και αποβλέψει οι διοικούμενοι, έστω και αν θίγονται υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντά τους, αρκεί η εκάστοτε επιχειρούμενη νέα ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό  Όταν επιχειρείται νέα ρύθμιση για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ο νομοθέτης δύναται να θεσπίζει, να τροποποιεί και να μεταρρυθμίζει το σύστημα επιλογής των υποψηφίων καθιστώντας ακόμη και αυστηρότερες τις προϋποθέσεις εισαγωγής, εφ’ όσον σε κάθε περίπτωση διασφαλίζονται η ισότητα των ευκαιριών  και ο αξιοκρατικός τρόπος επιλογής (βλ  ΣτΕ 2811 – 27/2002 Ολ , 681/2008)  Ένα σύστημα εισαγωγής, σύμφωνα με το οποίο οι υποψήφιοι παράλληλα με την ολοκλήρωση του κύκλου των σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αξιολογούνται, υποβαλλόμενοι σε δοκιμασία εξετάσεων και βαθμολόγηση, για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι συμβατό προς τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, εφ’ όσον τα κριτήρια της αξιολόγησης είναι αμιγώς ακαδημαϊκά, ήτοι εφ’ όσον οι υποψήφιοι εξετάζονται μόνο ως προς την ικανότητά τους σε μαθήματα και δεξιότητες συναφείς προς το γνωστικό αντικείμενο του τμήματος ή της σχολής, όπου επιθυμεί καθένας να εισαχθεί, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν και άλλης φύσεως κριτήρια, μη ακαδημαϊκά (πρβλ  ΣτΕ 2820, 2962, 2967/1999 7μ , 673/1987)

10  Επειδή, εξ άλλου, οι διατάξεις του άρθρου 21 του Συντάγματος, οι οποίες έχουν κατά βάση κατευθυντήριο χαρακτήρα, αφήνουν στον νομοθέτη την ευχέρεια να προσδιορίσει κατά την εκτίμησή του το είδος και την έκταση της ειδικής φροντίδας για τους πολύτεκνους και τα μέλη των οικογενειών τους  Ειδικότερα, με τη διάταξη της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου, της οποίας η θέσπιση αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της Χώρας (Πρακτικά Βουλής επί του Συντάγματος, Συνεδρίαση ΟΘ/26 4 1975, σελ  479 και 486), το Σύνταγμα απευθύνει στον κοινό νομοθέτη έντονη υπόδειξη για τη λήψη κατάλληλων μέτρων φροντίδας υπέρ των πολύτεκνων οικογενειών επί τη βάσει των κρατουσών συνθηκών και εντός των ορίων που διαγράφουν οι άλλες συνταγματικές διατάξεις και αρχές (βλ  ΣτΕ 12 /1999 7μ , 4237/2005)  Η εκτίμηση του νομοθέτη υπόκειται σε έλεγχο ορίων από τα δικαστήρια, οι δε εκάστοτε νομοθετικές ρυθμίσεις περί κοινωνικής προστασίας ελέγχονται ως προς την τήρηση της αρχής της ισότητας σε συνδυασμό προς την απορρέουσα από τα άρθρα 4 παρ  1 και 5 παρ  1 του Συντάγματος αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας (βλ  ΣτΕ 2738/2010, 2016/2007, 1141/1999 κ ά )

11  Επειδή, το άρθρο 2 παρ  2 γ΄ περίπτωση ii αα΄ του ν  2525/1995, όπως ισχύει μετά τις μεταβολές που επέφεραν τα άρθρα 59 παρ  11 του ν  3966/2011 και 44 παρ  2 του ν  4071/1012, το οποίο εισήγαγε παρέκκλιση από το γενικό σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με την πρόβλεψη της σύστασης θέσεων, οι οποίες καταλαμβάνονται μόνο από υποψήφιους που έχουν την ιδιότητα του μέλους πολύτεκνης οικογένειας, αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας σύμφωνα με τις οποίες επιβάλλεται η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με κριτήρια αμιγώς ακαδημαϊκά, ήτοι βάσει των ικανοτήτων και δεξιοτήτων των υποψηφίων, διότι η ιδιότητα του μέλους πολύτεκνης οικογένειας δεν συνδέεται με ικανότητες ή δεξιότητες του υποψηφίου και δεν αποτελεί κριτήριο που πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις  Η αντίθεση του νέου συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προς το Σύνταγμα δεν αίρεται με την επίκληση από τον νομοθέτη λόγων αναγομένων στην εύρυθμη λειτουργία των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσω της παράλληλης κατάργησης του συστήματος μετεγγραφών  Τούτο, διότι οι μετεγγραφές προϋποθέτουν, πάντως, την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση βάσει συνταγματικώς έγκυρου από την ανωτέρω άποψη συστήματος  Περαιτέρω, η αντίθεση προς το Σύνταγμα δεν αίρεται εκ του ότι ο νομοθέτης χαρακτηρίζει τις θέσεις που διαθέτει στα μέλη των πολύτεκνων οικογενειών ως «επιπλέον» και ορίζει, περαιτέρω, ότι ο αριθμός των θέσεων αυτών καθορίζεται με υπουργική απόφαση χωρίς προηγούμενη γνώμη των οργάνων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που είναι αρμόδια για την εκτίμηση των εκπαιδευτικών δυνατοτήτων των οικείων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και ότι οι ίδιες θέσεις δεν διατίθενται στους υποψήφιους της γενικής κατηγορίας υποψηφίων αν δεν πληρωθούν από μέλη πολύτεκνων οικογενειών  Τούτο δε υπό πάσα εκδοχή, διότι α) εάν αυτές οι θέσεις διατίθενται καθ’ υπέρβαση των εκπαιδευτικών δυνατοτήτων των ιδρυμάτων, προκαλείται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δυσλειτουργία που δεν γίνεται ανεκτή από το άρθρο 16 του Συντάγματος και β) στην αντίθετη περίπτωση αφαιρούνται  θέσεις από τους υποψήφιους της γενικής κατηγορίας, με αποτέλεσμα να αποκλείονται από την εισαγωγή στο τμήμα ή στη σχολή της προτίμησής τους ή ακόμη και από την πρόσβασή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση υποψήφιοι με συγκριτικά πληρέστερες ικανότητες και δεξιότητες κατά παράβαση των δικαιωμάτων τους που κατοχυρώνονται από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ  1, 5  παρ  1 και 16 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν να εισάγονται στις πεπερασμένου αριθμού θέσεις των οικείων ιδρυμάτων οι υποψήφιοι, οι οποίοι υπερτερούν σε διαγωνιστικές δοκιμασίες που βασίζονται σε αμιγώς ακαδημαϊκά κριτήρια, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα  Τέλος, ο περιορισμός των ως άνω δικαιωμάτων των υποψηφίων της γενικής κατηγορίας δεν ευρίσκει νόμιμο έρεισμα  στις διατάξεις του άρθρου 21 παρ  2 και 5 του Συντάγματος που επιβάλλουν τη λήψη μέτρων προστασίας των πολυμελών οικογενειών και μέτρων δημογραφικής πολιτικής  Τούτο, διότι επιβάλλεται μεν, βάσει αυτών των συνταγματικών διατάξεων, να ενισχύονται οι πολύτεκνες οικογένειες για την αντιμετώπιση των αυξημένων εξόδων που απαιτούνται για τη συντήρησή τους, καθώς και για την ανατροφή, την οικονομική εξασφάλιση των πάσης φύσεως σπουδών και την επαγγελματική αποκατάσταση των τέκνων τους, αλλά δεν είναι επιτρεπτό να παρέχονται στα μέλη των οικογενειών αυτών και διευκολύνσεις για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι οποίες υπερακοντίζουν την προστασία που τους παρέχει το Σύνταγμα λόγω αφ’ ενός μεν του περιορισμού των αντίστοιχων δικαιωμάτων πρόσβασης των λοιπών πολιτών, αφ’ ετέρου δε της υποχώρησης των ακαδημαϊκών κριτηρίων πρόσβασης

12  Επειδή, μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Δ  Αλεξανδρής, Δ  Σκαλτσούνης, Γ  Ποταμιάς, Μ   Γκορτζολίδου, Ε  Αντωνόπουλος, Π  Καρλή, Ηρ  Τσακόπουλος και Β  Καλαντζή, οι οποίοι  υποστήριξαν την εξής γνώμη: Οι ρυθμίσεις του άρθρου 2 παρ  2 γ΄ περίπτωση ii αα΄ του ν   2525/1997, όπως ισχύουν μετά τις μεταβολές που επέφεραν τα άρθρα 59 παρ  11 του ν   3966/2011 και 44 παρ  3 του ν  4071/2012, σύμφωνα με τις οποίες οι υποψήφιοι πολύτεκνοι και τέκνα πολυτέκνων, μετά την αποτυχία τους να εισαχθούν σε τμήμα ή σχολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως υποψήφιοι της γενικής κατηγορίας, μπορούν να καταλάβουν με την ίδια διαδικασία και αξιολογικά κριτήρια εισαγωγής, όπως οι υποψήφιοι της γενικής κατηγορίας, κάποια από τις επιπλέον θέσεις, οι οποίες διαφυλάσσονται, αποκλειστικά, υπέρ των υποψηφίων αυτών, έστω και αν υπολείπονται βαθμολογικώς του τελευταίου εισακτέου στο ίδιο τμήμα ή σχολή από την γενική κατηγορία, εισάγει μεν διάκριση υπέρ της ανωτέρω κοινωνικής κατηγορίας υποψηφίων, η διάκριση όμως αυτή είναι συνταγματικώς θεμιτή, ενόψει των προπαρατεθεισών διατάξεων του άρθρου 21 παρ  2 και 5 του Συντάγματος που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας, επιτρέπουν δε την θέσπιση ευεργετικών διατάξεων υπέρ των πολυτέκνων και των τέκνων πολυτέκνων ακόμη και κατά την πρόσβαση των υποψηφίων αυτών στα τμήματα και τις σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (πρβλ  ΣτΕ 2860/1993 7μ , 744, 870/1995, 3675/1996, 2998/2005, 2462/2010 κ ά), ενόψει της ευχέρειας που το Σύνταγμα παρέχει στον κοινό νομοθέτη να σταθμίζει τις εκάστοτε κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και με βάση αυτές να προσδιορίζει το είδος και την έκταση της ειδικής φροντίδας των μελών των πολυτέκνων οικογενειών (πρβλ  ΣτΕ 2717/1994)  Οι διατάξεις δε με τις οποίες χορηγούνται, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, είτε χρηματικές παροχές είτε άλλης φύσεως ευεργετήματα υπόκεινται σε έλεγχο ορίων από τα δικαστήρια  Κατόπιν των ανωτέρω, οι μεταβολές που έγιναν με τα άρθρα 59 παρ  11 του ν  3966/2011 και 43 παρ  3 του ν  4071/2012 δεν προσκρούουν, όσον αφορά, πάντως, την εν λόγω ειδική κατηγορία υποψηφίων, προς την συνταγματική αρχή της ισότητας και την απορρέουσα από αυτήν αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας, ούτε στο άρθρο 16 του Συντάγματος, εφόσον η ευνοούμενη από τον νόμο κατηγορία υποψηφίων πολυτέκνων και τέκνων αυτών τελεί, κατά την εκτίμηση του συνταγματικού νομοθέτη λόγω της συνεισφοράς τους στην επίλυση του δημογραφικού προβλήματος, υπό διαφορετικές νομικές και πραγματικές συνθήκες σε σχέση προς τους λοιπούς υποψηφίους, ενώ παρέχεται η δυνατότητα σε όλες τις κατηγορίες υποψηφίων να έχουν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με την συμμετοχή τους σε κοινές εξετάσεις πανελλαδικού επιπέδου και την, με ίσους όρους, βαθμολόγησή τους  Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούνται δεν υπάρχει, δηλαδή, αντίθεση προς τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις από το γεγονός ότι το σύστημα αυτό  παρέχει περισσότερες πιθανότητες υπέρ των υποψηφίων πολυτέκνων και τέκνων αυτών να  εισαχθούν στη σχολή ή το τμήμα της προτίμησής τους εφόσον, πάντως, εκ του λόγου τούτου, δεν μειώνονται οι πιθανότητες επιτυχίας των λοιπών υποψηφίων  Και τούτο διότι οι επιπλέον αυτές θέσεις, ορίζονται καθ’ υπέρβαση του συνολικού αριθμού εισακτέων, δηλαδή δεν μειώνουν τις θέσεις που αντιστοιχούν στον συνολικό αριθμό εισακτέων, διαφυλάσσονται, όπως προαναφέρθηκε, αποκλειστικώς υπέρ των υποψηφίων της εν λόγω ειδικής κατηγορίας, ως εκδήλωση της μέριμνας του νομοθέτη προς αυτούς για λόγους γενικοτέρου δημοσίου συμφέροντος, ενώ δεν προβλέπεται δυνατότητα μεταφοράς των εν λόγω θέσεων υπέρ των υποψηφίων της γενικής κατηγορίας σε περίπτωση που αυτές μείνουν κενές (πρβλ  ΣτΕ 2860/1993 7μ , 774, 870/1995 κ ά )  Τέλος, και το προηγούμενο σύστημα των μετεγγραφών, κατ’ ουσίαν, κατέληγε στην εγγραφή και φοίτηση των μελών των πολυτέκνων οικογενειών σε τμήμα ή σχολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για την οποία υπελείποντο βαθμολογικώς του τελευταίου εισακτέου της γενικής κατηγορίας  Η πρόκριση δε του συστήματος της εξ αρχής εγγραφής σε τμήμα ή σχολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αντί αυτού της μετεγγραφής πολυτέκνων και τέκνων αυτών, αναγόμενη στην ουσιαστική εκτίμηση του  κοινού νομοθέτη να επιλέξει την βέλτιστη για το δημόσιο συμφέρον λύση μετά την λήψη υπόψη και άλλων νομίμων κριτηρίων, όπως η εύρυθμη λειτουργία των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ο εξορθολογισμός των δαπανών, εκφεύγει των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου, εφόσον, πάντως, κατά την γνώμη αυτή, αμφότερα τα ανωτέρω συστήματα, όσον αφορά την ειδική κατηγορία των πολυτέκνων και των τέκνων αυτών, κινούνται εντός των συνταγματικών ορίων  Μειοψήφησαν, επίσης, ο Αντιπρόεδρος Αθ  Ράντος και οι Σύμβουλοι Γ  Παπαγεωργίου και Κ  Φιλοπούλου, οι οποίοι διετύπωσαν την γνώμη ότι οι εμπίπτουσες στην προστασία της ειδικής διατάξεως του άρθρου 21 παρ  2 του Συντάγματος κατηγορίες προσώπων, που έχουν «δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος», δεν είναι απλώς κατηγορίες αναξιοπαθούντων, τις οποίες οφείλει, κατά το δυνατόν, να στηρίξει οικονομικά το Κράτος  Τέτοιες κατηγορίες απαριθμούνται στις λοιπές παραγράφους του άρθρου αυτού  Οι περιπτώσεις του άρθρου 21 παρ 2 αφορούν, κυρίως, κατηγορίες πολιτών, που κατά την εκτίμηση του συντακτικού νομοθέτη, λόγω της ιδιαίτερης συνεισφοράς τους στην εξυπηρέτηση σκοπών ομοίως θαλπομένων από το Σύνταγμα, όπως είναι η προάσπιση της χώρας (ανάπηροι, θύματα πολέμου και οι οικογένειές τους) ή η  αντιμετώπιση του δημογραφικού της προβλήματος (πολύτεκνες οικογένειες), πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης μέριμνας από την Πολιτεία  Η μέριμνα αυτή, που σκοπό έχει να αντισταθμίσει την εξ ορισμού μειονεκτική θέση στην οποία περιήλθαν ή ευρίσκονται τα πρόσωπα αυτά στο πλαίσιο της ανωτέρω συνεισφοράς τους, δεν αποσκοπεί μόνον στην κάλυψη οικονομικών, εν στενή εννοία αναγκών τους  Αποσκοπεί, περαιτέρω, στην παροχή διευκολύνσεων προκειμένου να αποκατασταθεί, κατά το δυνατόν , ως προς αυτούς, η ισότητα ευκαιριών, την οποία αποστερήθηκαν συνεπεία της συνεισφοράς τους αυτής  Επομένως, η προς αυτούς ειδική φροντίδα του Κράτους μπορεί, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, να συνίσταται στην παροχή άλλων διευκολύνσεων, που θεμιτώς κατατείνουν στον ανωτέρω σκοπό, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι είναι συναφείς και πρόσφορες προς τούτο  Οι διευκολύνσεις αυτές, όταν συνίστανται στην διευκόλυνση προσβάσεως σε θέσεις, για τις οποίες υπάρχει αριθμητικός περιορισμός, μπορεί να συνιστούν, από την φύση τους, περιορισμό ή και απόκλιση από την πλήρη εφαρμογή της, συνταγματικώς επίσης κατοχυρούμενης, αρχής της αξιοκρατίας, δεδομένου ότι η εφαρμογή αυτής ακριβώς της αρχής είναι εκείνη, η οποία, ενδεχομένως, παρεμποδίζει τα ανωτέρω υπό ειδική προστασία τελούντα άτομα να απολαύσουν πλεονεκτημάτων, τα οποία άλλως, αν, δηλαδή, δεν είχαν περιέλθει στην μειονεκτική αυτή θέση, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν με ίσους όρους  Η  απόκλιση αυτή, που χωρίς τις προβλέψεις της εν λόγω ειδικής διατάξεως δεν θα ήταν ανεκτή,  συγχωρείται ακριβώς λόγω της υπάρξεώς της  Με διαφορετική ερμηνεία, η διάταξη θα παρέμενε χωρίς εννοιολογικό περιεχόμενο  Ειδικώς, όταν πρόκειται για πολύτεκνες οικογένειες που, ως εκ της διατυπώσεως της συνταγματικής διατάξεως, προστατεύονται ενιαία, με κάλυψη, δηλαδή τόσο του πολύτεκνου γονέα όσο και των τέκνων του, η κύρια μη οικονομικού εν στενή εννοία χαρακτήρα, διευκόλυνση είναι η δυνατότητα προσβάσεως σε σχολές όλων των βαθμίδων, είτε με την μορφή της διευκολύνσεως εισόδου σε σχολή της προτιμήσεως του προστατευομένου προσώπου είτε με την μορφή της επιλογής του τόπου σπουδών  Επομένως, διατάξεις νόμου με το περιεχόμενο αυτό όχι μόνον δεν παραβιάζουν τις γενικές συνταγματικές διατάξεις για την αρχή της αξιοκρατίας και την οργάνωση της εκπαιδεύσεως (άρθρο 16 του Συντάγματος) αλλά τελούν σε αρμονία και εφαρμόζουν την ειδική συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 21 παρ  2  Εννοείται, βεβαίως ότι και οι διατάξεις με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι συνταγματικώς ελεγκτές από τα δικαστήρια, στο μέτρο που τυχόν υπερακοντίζουν τον σκοπό του συντακτικού νομοθέτη ή εισάγουν προνόμια που δεν δικαιολογούνται για την εξυπηρέτηση του εν λόγω σκοπού, ή σε κάθε περίπτωση παραβιάζουν την αναγκαία ισορροπία μεταξύ των σκοπών της αξιοκρατίας και της ορθολογικής οργανώσεως της παροχής εκπαιδεύσεως αφ’ ενός και της προστασίας των  πολυτέκνων αφ’ ετέρου  Οι διατάξεις αυτές είναι, επίσης, συνταγματικώς ελεγκτές και από την αντίθετη άποψη, μήπως, δηλαδή, διεπόμενες από την αντίληψη ότι οι παρεχόμενες διευκολύνσεις μπορεί να έχουν μόνο αμιγώς οικονομικό περιεχόμενο, εισάγουν περιορισμούς οικονομικούς, ηλικιακούς ή χωρικούς, που, ως εκ του συγκεκριμένου εκάστοτε περιεχομένου τους, αντιστρατεύονται τους σκοπούς της ειδικής συνταγματικής φροντίδας

   13  Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, η παράλειψη εισαγωγής της αιτούσης στην Ιατρική Σχολή του Ε Κ Π Α , η οποία εκδηλώθηκε με τις προσβαλλόμενες πράξεις, πρέπει να ακυρωθεί διότι δεν έχει νόμιμο έρεισμα, αφού οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ  2 γ΄ περίπτωση ii αα΄ του ν  2525/1997, όπως ήδη ισχύει, με βάση τις οποίες εκδόθηκαν οι πράξεις αυτές, είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές  Περαιτέρω, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου: α) να εκτιμήσει τον αριθμό, στον οποίο θα είχαν ανέλθει οι θέσεις των εισακτέων από τους υποψηφίους της γενικής κατηγορίας, εάν κατά την έκδοση της Φ 253 1/54697/Β6/15 5 2012 αποφάσεως της Υφυπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων δεν είχε καθοριστεί, κατά παρέκκλιση από το γενικό σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αριθμός θέσεων προοριζομένων για υποψηφίους που έχουν την ιδιότητα του μέλους πολύτεκνης οικογένειας και β) να διαπιστώσει αν η αιτούσα, συγκρινόμενη με κριτήριο τη βαθμολογία της (18 981 μόρια) με τους άλλους υποψήφιους της γενικής κατηγορίας που δεν εισήχθησαν στην Ιατρική Σχολή του Ε Κ Π Α  παρά τη σχετική προτίμησή τους θα είχε περιληφθεί, κατά την κύρωση των σχετικών πινάκων, στον αριθμό  των εισαγομένων στην εν λόγω Ιατρική Σχολή, με συνυπολογισμό των εκτιμώμενων, κατά τα  προαναφερόμενα, πρόσθετων θέσεων εισαγομένων κατά το γενικό σύστημα  Εάν συντρέχουν δε αυτές οι προϋποθέσεις, οι οποίες επιβάλλονται για λόγους αξιοκρατίας και εύρυθμης λειτουργίας της Ιατρικής Σχολής του Ε Κ Π Α , και ανεξαρτήτως του ότι η παρούσα απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα μόνον υπέρ της αιτούσης, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να περιλάβει την ανωτέρω μεταξύ των εισαγομένων στην εν λόγω Ιατρική Σχολή  Κατά τη συγκλίνουσα γνώμη του Προέδρου του Δικαστηρίου και των Συμβούλων Γ  Παπαγεωργίου, Αικ  Χριστοφορίδου, Δ  Αλεξανδρή, Γ  Ποταμιά και Α  Χλαμπέα, με τους οποίους συντάχθηκε η Πάρεδρος Χ  Σιταρά, για τη νόμιμη εισαγωγή της αιτούσης στην Ιατρική Σχολή του Ε Κ Π Α  αρκεί να διαπιστωθεί ότι με βάση τη βαθμολογία της θα είχε εισαχθεί στην ανωτέρω Ιατρική Σχολή εάν κατά την έκδοση της Φ 253 1/54697/Β6/15 5 2012 αποφάσεως της Υφυπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων στον αριθμό εισαγομένων μεταξύ των υποψηφίων της γενικής κατηγορίας είχε προστεθεί ο αριθμός που καθορίστηκε για τους υποψηφίους που ανήκουν στην ειδική κατηγορία  των μελών πολύτεκνης οικογένειας  Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ν  Μαρκουλάκης, Φ  Ντζίμας,Β  Αραβαντινός, Κ  Φιλοπούλου, Δ  Μακρής και Τ  Κόμβου, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί προς επανεξέταση χωρίς να τίθενται στη Διοίκηση οι ανωτέρω προϋποθέσεις

   Δ ι ά  τ α ύ τ α

  Δέχεται την αίτηση

   Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου

   Ακυρώνει την παράλειψη εισαγωγής της αιτούσης στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία εκδηλώθηκε με τις πράξεις του Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού: α) Φ 253 4/96738/Β6/27 8 2012 και β) Φ 253 4/96739/Β6/27 8 2012

   Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό

   Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αιτούσης, η οποία ανέρχεται στο ποσόν των εννεακοσίων είκοσι(920)ευρώ

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2013 

  Ο Πρόεδρος       

Η Γραμματέας

 Κ  Μενουδάκος   

Μ  Παπασαράντη

  και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 2014       

 Ο Πρόεδρος        

  Η Γραμματέας

Σωτ  Αλ  Ρίζος     

 Μ  Παπασαράντη

1213/2010 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 519993)  (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΙΜΕΕ 2010, 116 , ΔΔΙΚΗ 2010/947) Τηλεοπτικοί σταθμοί και επιβολή κύρωσης ηθικού περιεχομένου και προστίμου για την προβολή σε εκπομπή βίντεο ληφθέντων με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας»  Πότε ασκείται παραδεκτά παρέμβαση ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ  Η ένδικη παρέμβαση είναι απαράδεκτη, διότι το δικαστήριο δεν ελέγχει αν στην  άλλη δίκη, στην οποία είναι διάδικος ο παρεμβαίνων, τίθεται ή μη ζήτημα ερμηνείας συνταγματικών διατάξεων  Αντίθετη μειοψηφία  Το Ε Σ Ρ , όταν προσβάλλεται πράξη του, νομίμως παρίσταται ενώπιον του ΣτΕ, εκπροσωπώντας το Δημόσιο  Παθητικά νομιμοποιούνται στην παρούσα δίκη, ως εκπρόσωποι του Δημοσίου, τόσο ο Υπουργός Τύπου και ΜΜΕ, όσο και το ΕΣΡ   Κατά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 4 του ν  2863/2000 δεν είχε ακόμη εκδοθεί η πράξη του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ περί ασκήσεως ελέγχου νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως του Ε Σ Ρ  και η τελευταία αποτελεί την τελική πράξη επιβολής των κυρώσεων στην αιτούσα εταιρεία  Η προσβαλλομένη απόφαση του Υπουργού, με την οποία κρίθηκε νόμιμη η επιβολή των κυρώσεων δεν παράγει έννομες συνέπειες και απαραδέκτως προσβάλλεται  Περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν και του δικαιώματος στην πληροφόρηση, χάριν της προστασίας του δικαιώματος τρίτου προσώπου στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του, ιδιαίτερη έκφανση της οποίας αποτελεί και η εικόνα του προσώπου  Το Κράτος οφείλει να ελέγχει το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του άλλου, στα πλαίσια του άμεσου ελέγχου επί της τηλεοράσεως  Η καταγραφή, με κρυφά μέσα, εικόνας συνιστά προσβολή του δικαιώματος του προσώπου τούτου επί της εικόνας του, όπως προστατεύεται από το Σύνταγμα και την Ε Σ Δ Α   Η μετάδοση ειδήσεως, της οποίας αποκλειστική ή κύρια πηγή αποτελεί τέτοια εικόνα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν  Είναι όμως, δυνατόν να κριθεί από το Ε Σ Ρ  ότι η μετάδοση τέτοιας ειδήσεως συνιστά θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, λόγω της συμβολής της  ειδήσεως σε συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος, χωρίς τούτο να σημαίνει, άνευ ετέρου, ότι καθίσταται θεμιτή και η μετάδοση από την τηλεόραση της εικόνας που κατεγράφη με κρυφά μέσα  Ο εντονότερος περιορισμός του δικαιώματος του εικονιζομένου προσώπου επί της εικόνας του μπορεί να θεωρηθεί ως θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, μόνον εάν το Ε Σ Ρ  θεωρήσει αιτιολογημένα, ότι η θεμιτή μετάδοση της συγκεκριμένης ειδήσεως είναι απολύτως αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής χωρίς την μετάδοση της εικόνας που ελήφθη με κρυφά μέσα  Η προσβαλλομένη απόφαση του Ε Σ Ρ  έχει εκδοθεί κατ’ επίκληση της μεταδόσεως,κατά τη διάρκεια των επίμαχων εκπομπών, των εικόνων που είχαν ληφθεί με κρυφά μέσα και απετέλεσαν την πηγή της ειδήσεως  Η αιτούσα δεν αμφισβητεί ότι οι επίμαχες εικόνες ελήφθησαν με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας», ούτε προβάλλει ότι η μετάδοση της συγκεκριμένης ειδήσεως ήταν απολύτως αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής χωρίς την μετάδοση των εικόνων αυτών  Αντίθετη μειοψηφία  Οι επίμαχες κυρώσεις δεν επεβλήθησαν κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας  Η έλλειψη μνείας στοιχείων, ως προς την τηλεθέαση των επιμάχων εκπομπών και το ύψος της πραγματοποιηθείσης από την αιτούσα επενδύσεως δεν καθιστούν πλημμελή την επιμέτρηση των επιβληθεισών κυρώσεων  Η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι δεκτική συμπληρώσεως από άλλα στοιχεία του φακέλου, όπως τα προκύπτοντα από το πρακτικό της συνεδριάσεως του Ε Σ Ρ  Δεν απαιτείτο μνεία της γνώμης μέλους που μειοψήφησε και αιτιολογία της αποχής κάποιων μελών  Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης  Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του ΣτΕ κατόπιν πράξεως του Προέδρου του

Αριθμός 1213/2010   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ  ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2006, με την εξής  σύνθεση: Γ  Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Δ  Κωστόπουλος, Π  Πικραμμένος, Ν   Σκλίας, Αγγ  Θεοφιλοπούλου, Θ  Παπαευαγγέλου, Δ  Πετρούλιας, Αικ  Συγγούνα,  Ν  Ρόζος, Αν  Γκότσης, Αθ  Ράντος, Ν  Μαρκουλάκης, Δ  Μαρινάκης, Στ   Χαραλάμπους, Π  Κοτσώνης, Γ  Παπαγεωργίου, Μ  Καραμανώφ, Ι  Μαντζουράνης,  Αικ  Χριστοφορίδου, Δ  Σκαλτσούνης, Κ  Βιολάρης, Αθ  Καραμιχαλέλης, Κ   Ευστρατίου, Μ  Γκορτζολίδου, Ε  Νίκα, Ι  Γράβαρης, Ε  Αντωνόπουλος, Γ   Τσιμέκας, Ι  Ζόμπολας, Π  Καρλή, Δ  Γρατσίας, Σύμβουλοι, Μ  Τριπολιτσιώτη,  Β  Ανδρουλάκης, Πάρεδροι  Γραμματέας η Δ  Μουζάκη

 Για να δικάσει την από 4 Απριλίου 2003 αίτηση:

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “

 “, που  εδρεύει στην Αθήνα (

), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Απ   Παπακωνσταντίνου, που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

καθώς και την παρέμβαση των α) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «

», που εδρεύει στο

  Αττικής (

–   ) και  β)

 , κατοίκου Άνω Βούλας Αττικής (

), οι  οποίοι παρέστησαν με τους δικηγόρους: α) Φίλ  Σπυρόπουλο (Α Μ  7310) και β)  Δημ  Σαραφιανό (Α Μ  14683), που τους διόρισαν με πληρεξούσιο,

κατά των: 1) Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, και 2) Εθνικού  Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, οι οποίοι παρέστησαν με τον Ι  Διονυσόπουλο,  Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,

και κατά του παρεμβαίνοντος

   , κατοίκου Πατρών  (

 και

   2), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γεώρ  Ροδόπουλο  (Α Μ  7283), που τον διόρισε με πληρεξούσιο

 H πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από  23 Ιανουαρίου 2006 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω  της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ  2 εδάφ  α του Π Δ   18/1989

 Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η με αριθμ  πρωτ  3156/Ε/11 2 2003) απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής  Ενημέρωσης, 2) η με αριθμ  πρωτ  214/162/23 5 2002 απόφαση του Εθνικού  Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της  Διοικήσεως

 Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου, Δ   Γρατσία

 Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας ανώνυμης  εταιρείας και τους πληρεξούσιους των παρεμβαινόντων,

 «

   » και

   , οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους  προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνουν δεκτές η αίτηση και η  παρέμβαση και τον εκπρόσωπο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και του  Υπουργού, καθώς και τον πληρεξούσιο του παρεμβαίνοντος

   , οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή τους

 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του  δικαστηρίου και

 Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1  Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο  παράβολο (302659 και 430725/2003 ειδικά έντυπα παραβόλου)

 2  Επειδή, με την απόφαση 214/162/23 05 2002 του Εθνικού Συμβουλίου  Ραδιοτηλεόρασης (Ε Σ Ρ ), εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν των οριζομένων στο άρθρο 4  παράγραφοι 1 και 3 του ν  2328/1995, κρίθηκε ότι έπρεπε να επιβληθούν στον  ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό εθνικής εμβέλειας «

 », τον οποίον  εκμεταλλεύεται η αιτούσα εταιρεία, οι ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις: α)  Κύρωση ηθικού περιεχομένου, συνισταμένη στην υποχρέωση μεταδόσεως, κατά την  έναρξη τριών συνεχομένων κεντρικών δελτίων ειδήσεων του ανωτέρω τηλεοπτικού  σταθμού, του εξής κειμένου σε πλήρη οθόνη: «Το Εθνικό Συμβούλιο  Ραδιοτηλεόρασης επέβαλε στον τηλεοπτικό σταθμό «

 » πρόστιμο ύψους εκατό  χιλιάδων (100 000) ευρώ, επειδή, κατά τη διάρκεια των εκπομπών «

   » της  24 01 2002 και «

» της 27 01 2002, μεταδόθηκαν στιγμιότυπα που  λήφθηκαν με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας», κατά παράβαση της ισχύουσας  νομοθεσίας» και β) Πρόστιμο 100 000 ευρώ για κάθε μία από τις ανωτέρω δύο  εκπομπές  Στην απόφαση του ΕΣΡ εκτίθεται, ειδικότερα, ότι στην πρώτη από τις  αναφερθείσες εκπομπές («

   » της 24 01 2002) παρουσιάσθηκαν  μαγνητοσκοπημένα αυτοτελή οπτικοακουστικά θέματα (βίντεο), τα οποία είχαν  ληφθεί όλα με την χρήση «κρυφής κάμερας»  Τα βίντεο αυτά περιελάμβαναν τρεις  λήψεις  Στην πρώτη, εμφανίζεται ο

  , τότε βουλευτής  Αχαΐας, να εισέρχεται σε κατάστημα τυχερών παιγνιδιών της Πάτρας και να  παίζει σε δύο μηχανήματα  Με τη δεύτερη, έχει μαγνητοσκοπηθεί συνάντηση του  ίδιου βουλευτή με συνεργάτες του παρουσιαστή της εκπομπής, οι οποίοι  προβάλλουν στο βουλευτή την πρώτη λήψη  Με την τρίτη έχει μαγνητοσκοπηθεί  συνάντηση του βουλευτή με τον παρουσιαστή της εκπομπής στο γραφείο του  τελευταίου  Στη δεύτερη, εξ άλλου, από τις επίμαχες εκπομπές («

   » της 27 1 2002) προβλήθηκαν εκ νέου τα βίντεο που είχαν μαγνητοσκοπηθεί  με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας»  Η απόφαση του Ε Σ Ρ  κοινοποιήθηκε την  10 6 2002 στον Υπουργό Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ), ο οποίος  εξέδωσε, στη συνέχεια, κατόπιν ασκήσεως ελέγχου νομιμότητος της αποφάσεως  του Ε Σ Ρ , την 3156/Ε/11 02 2003 απόφασή του  Με την υπό κρίση αίτηση,  συμπληρωθείσα με το από 12 9 2005 δικόγραφο προσθέτων λόγων, η αιτούσα  εταιρεία ζητεί ήδη την ακύρωση των ως άνω αποφάσεων του Ε Σ Ρ  και του  Υπουργού Τύπου και Μ Μ Ε

 3  Επειδή, η υπό κρίση αίτηση εισάγεται, λόγω μείζονος σπουδαιότητος,  ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν της από  23 1 2006 πράξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου

 4  Επειδή ο

   ζητεί, με την από 20 4 2006 παρέμβασή  του, την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως  H παρέμβαση αυτή ασκείται με  έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη δεύτερη σκέψη, τα  ληφθέντα με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας» οπτικοακουστικά θέματα (βίντεο) ,  η προβολή των οποίων από τον τηλεοπτικό σταθμό της αιτούσης προκάλεσε την  επιβολή από το Ε Σ Ρ  των επιμάχων κυρώσεων, έχουν ως κεντρικό θέμα τον  παρεμβαίνοντα

 5  Επειδή, στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του Ν  2479/1997 (Α’ 67 ) ορίζονται τα  ακόλουθα: « α  Σε δίκη ενώπιον (…) της Ολομέλειας του Συμβουλίου της  Επικρατείας (…), στην οποία, εν όψει των ισχυρισμών των διαδίκων ή της τυχόν  παραπεμπτικής απόφασης, τίθεται ζήτημα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι  σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση  φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο  συμφέρον σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, εφόσον το αυτό ζήτημα  εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού  κλάδου δικαιοσύνης στην οποία είναι διάδικοι (…)  β  Ο παρεμβαίνων με βάση το  προηγούμενο εδάφιο νομιμοποιείται να προβάλει απόψεις και επιχειρήματα  αναφερόμενα αποκλειστικά σε ζητήματα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί  Η  εκδιδόμενη απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για τον παρεμβαίνοντα  αυτόν  γ  Η κατά το εδάφιο α’ παρέμβαση ενώπιον (…) της Ολομέλειας του  Συμβουλίου της Επικρατείας (…) ασκείται σύμφωνα με τ[ο] άρθρ[ο] (…) 49 του  π δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ 8 Α’) (…) δ  Για την παράσταση όσων παρεμβαίνουν με βάση  την παρούσα παράγραφο, τη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, τα  απαιτούμενα τέλη και παράβολα και τη δικαστική δαπάνη εφαρμόζονται αναλόγως  οι σχετικές διατάξεις που αφορούν το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε  η παρέμβαση  ε  (…)»

 6  Επειδή, κατ’ επίκληση της παρατεθείσης στην προηγουμένη σκέψη διατάξεως  του Ν  2479/1997, η ανώνυμη εταιρεία «

 » και ο

   , Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της τελευταίας αυτής  εταιρείας, άσκησαν την από 19 4 2006 παρέμβασή τους υπέρ της αιτούσης  εταιρείας, με την οποία προβάλλουν: α) Ότι η προμνησθείσα διάταξη του ν   2479/1997, ορθώς ερμηνευόμενη, επιτρέπει την άσκηση παρεμβάσεως και στην  περίπτωση, κατά την οποία ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της  Επικρατείας δεν τίθεται μεν ευθέως ζήτημα συνταγματικότητος συγκεκριμένης  διατάξεως τυπικού νόμου, τίθεται, όμως, ζήτημα ερμηνείας συνταγματικών  διατάξεων, από την οποία θα εξαρτηθεί στο μέλλον και η κρίση περί του κύρους  σχετικών νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων  β) Ότι έχουν έννομο συμφέρον  να προβάλουν ερμηνευτικές απόψεις και επιχειρήματα, ως προς την έννοια των  κρισίμων για την έκβαση της παρούσης δίκης συνταγματικών ρυθμίσεων (οι  οποίες, κατά την αντίληψή τους, δεν απαγορεύουν απολύτως την χρήση «κρυφής  κάμερας»), τούτο δε διότι το Ε Σ Ρ  έχει ήδη επιβάλει διοικητικές κυρώσεις  στον τηλεοπτικό σταθμό

  , τον οποίον εκμεταλλεύεται η παρεμβαίνουσα  εταιρεία, κατ’ επίκληση της προβολής, από τον τηλεοπτικό αυτό σταθμό,  οπτικοακουστικών θεμάτων (βίντεο) ληφθέντων με τη μέθοδο της «κρυφής  κάμερας», κατά των πράξεων δε επιβολής των κυρώσεων αυτών έχουν ήδη ασκηθεί  από τους ανωτέρω αιτήσεις ακυρώσεως, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του Δ’  Τμήματος του Δικαστηρίου  Η εν λόγω παρέμβαση είναι, όμως, απορριπτέα, ως  απαράδεκτη για τους εξής λόγους: Η παρατεθείσα διάταξη του ν  2479/1997  είναι, λόγω του ειδικού χαρακτήρα της, στενώς ερμηνευτέα  Δεν είναι,  επομένως, δυνατόν να γίνει, καθ’ ερμηνεία της διατάξεως αυτής, δεκτό ότι  κατάθεση της προβλεπομένης σε αυτήν ιδιότυπης παρεμβάσεως επιτρέπεται, πέραν  της περιπτώσεως, κατά την οποία τίθεται ενώπιον της Ολομελείας του  Συμβουλίου της Επικρατείας ζήτημα συνταγματικότητος συγκεκριμένης διατάξεως  τυπικού νόμου, σε κάθε άλλη περίπτωση, κατά την οποία τίθεται ενώπιον της  Ολομελείας του Δικαστηρίου ζήτημα ερμηνείας συνταγματικής διατάξεως  Υπό την  αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα ήταν, άλλωστε, ιδιαιτέρως δυσχερής ο  προσδιορισμός του κύκλου των προσώπων που θα ενομιμοποιούντο να καταθέσουν  την ιδιότυπη αυτή παρέμβαση, δοθέντος ότι, εν όψει των οριζομένων συναφώς  στην κρίσιμη διάταξη του ν  2479/1997, θα έπρεπε να ελέγχεται εκάστοτε από  την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν στην άλλη δίκη, στην οποία  είναι διάδικος ο ασκών την εν λόγω παρέμβαση, τίθεται ή μη, μάλιστα δε  ασυνδέτως προς το κύρος συγκεκριμένης διατάξεως τυπικού νόμου, ζήτημα  ερμηνείας συνταγματικών διατάξεων  Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Α  Ράντος, προς την  άποψη του οποίου συνετάγη και ο Πάρεδρος Β  Ανδρουλάκης  Κατά τη μειοψηφήσασα  αυτή άποψη, η διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 1 του Ν  2479/1997 παρέχει  απλώς, σε συνταγματική περιωπής δίκη, βήμα αναπτύξεως απόψεων σε πρόσωπα, τα  οποία άλλως θα κινδύνευαν να ευρεθούν στο μέλλον, εν όψει εκκρεμών δικών  τους, αντιμέτωπα με δυσμενείς συνταγματικές ερμηνείας Ολομελείας ανωτάτου  δικαστηρίου, που διατυπώνονται ερήμην τους  Δεν είναι, ως εκ τούτου, στενώς,  αλλά κατά τον σκοπό της, ερμηνευτέα  Εφ΄ όσον δε η κρίση διατάξεως νόμου ως  σύμφωνης ή όχι με το Σύνταγμα, προϋποθέτουσα αναγκαίως την ρητή ή σιωπηρή  ερμηνεία της οικείας συνταγματικής διατάξεως, κατ΄ ουδέν διαφέρει,  εννοιολογικώς και ως προς τις συνέπειές της, από την ευθεία ερμηνεία της  συνταγματικής διατάξεως, θα έπρεπε η επίμαχη νομοθετική διάταξη να  ερμηνευθεί ως επιτρέπουσα, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεών της,  την συμμετοχή σε δίκη ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου, εφ΄ όσον  τίθεται ζήτημα ερμηνείας συνταγματικών διατάξεων  Η δε επισημαινόμενη από την  κρατήσασα γνώμη πρακτική δυσχέρεια, που, άλλωστε, δεν φαίνεται να συντρέχει,  εφ΄ όσον το ζήτημα είναι μάλλον ευχερώς διαγνώσιμο, ενυπάρχει και στην συνήθη  περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως και, πάντως, δεν συνιστά λόγο μη εφαρμογής  διατάξεως, που εξυπηρετεί σκοπούς, αναγόμενους στην διεξαγωγή δίκαιης δίκης

 7  Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παράγραφος 1 και 5 παράγραφοι 4  και 8 του ν  2863/2000, με τίτλο «Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης» (Α’ 262),  προκύπτει ότι το Ε Σ Ρ , όταν προσβάλλεται πράξη του, νομίμως παρίσταται  ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκπροσωπώντας το Δημόσιο  Κατά  συνέπεια, εφ’ όσον η υπό κρίση αίτηση στρέφεται, αφ’ ενός μεν κατά αποφάσεως  του Ε Σ Ρ , αφ’ ετέρου δε κατά αποφάσεως του Υπουργού Τύπου και Μ Μ Ε ,  παθητικώς νομιμοποιούνται στην παρούσα δίκη, ως εκπρόσωποι του Δημοσίου,  τόσο ο εν λόγω Υπουργός, όσο και η προμνησθείσα αρχή

 8  Επειδή, στο άρθρο 4 του ν  2328/1995, με τίτλο «Νομικό καθεστώς της  ιδιωτικής τηλεόρασης κ λπ » (Α’ 159), όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση της  παραγράφου 1 με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του ν  2644/1998 (Α’ 233) και προ  της αντικαταστάσεως της παραγράφου 3 με το άρθρο 23 παράγραφος 5 του ν   3166/2003 (Α’ 178/2 7 2003), ορίσθηκαν τα εξής: « 1  Σε περίπτωση παραβίασης:  α) των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του  διεθνούς δικαίου που διέπουν άμεσα ή έμμεσα τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς  σταθμούς και γενικότερα τη λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης, β) του ν   2121/1993 (ΦΕΚ 25 Α’), όπως ισχύει, καθώς και κάθε άλλης διάταξης της  εθνικής νομοθεσίας, της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του διεθνούς  δικαίου που διέπουν την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας  (…), γ) των κανόνων δεοντολογίας, όπως αυτοί προσδιορίζονται σύμφωνα με το  άρθρο 3 του νόμου αυτού, το Ε Σ Ρ  αποφασίζει αυτεπαγγέλτως ή μετά από  ερώτημα του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ή καταγγελία παντός  έχοντος έννομο συμφέρον, την επιβολή μίας ή περισσότερων από τις παρακάτω  κυρώσεις: αα) σύσταση για συμμόρφωση σε συγκεκριμένη διάταξη της νομοθεσίας  με προειδοποίηση επιβολής λοιπών κυρώσεων, ββ) πρόστιμο από πέντε έως  πεντακόσια εκατομμύρια (5 000 000 έως 500 000 000) δραχμές (…), γγ) προσωρινή  αναστολή μέχρι τρεις (3) μήνες ή οριστική διακοπή της μετάδοσης συγκεκριμένης  εκπομπής του σταθμού, δδ) προσωρινή αναστολή μέχρι τρεις (3) μήνες της  μετάδοσης κάθε τηλεοπτικού προγράμματος, εε) ανάκληση της άδειας λειτουργίας  του σταθμού, και στστ) κυρώσεις ηθικού περιεχομένου (όπως υποχρεωτική  μετάδοση ανακοίνωσης σχετικά με τις λοιπές επιβαλλόμενες κυρώσεις)  Το Ε Σ Ρ   διαβιβάζει αμελλητί την απόφασή του στον Υπουργό Τύπου και Μέσων Μαζικής  Ενημέρωσης, ο οποίος ασκεί έλεγχο νομιμότητας και εκδίδει την πράξη επιβολής   Η επιλογή του είδους και η επιμέτρηση των διοικητικών κυρώσεων του άρθρου  αυτού γίνεται ανάλογα με τη βαρύτητα της παραβίασης, την τηλεθέαση που  συγκεντρώνει το πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου τελέσθηκε η παραβίαση, το  μερίδιο της αγοράς ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών που έχει τυχόν  αποκτήσει η κάτοχος της άδειας, το ύψος της επένδυσης που έχει  πραγματοποιηθεί ή σχεδιαστεί και την τυχόν ύπαρξη υποτροπών (…)  Η απόφαση  του Ε Σ Ρ  για την επιβολή των κυρώσεων της παραγράφου αυτής περιέχει πλήρη  και ειδική αιτιολογία και διατυπώνεται σε κάθε περίπτωση ύστερα από ακρόαση  των ενδιαφερομένων κατά τη διάρκεια μίας τουλάχιστον συνεδρίασης της  Ολομέλειας του οργάνου  2  (…)  3  Τα προβλεπόμενα στις προηγούμενες  παραγράφους πρόστιμα επιβάλλονται από κοινού και σε ολόκληρο στην εταιρεία  και ατομικά στο νόμιμο ή τους περισσότερους νόμιμους εκπροσώπους της, όλα τα  μέλη του διοικητικού συμβουλίου της και όλους τους μετόχους της που κατέχουν  ποσοστό μετοχών μεγαλύτερο του δυόμισι τοις εκατό (2,5%)  4  (…) »  Εξ άλλου,  ο ν  2863/2000, μνημονευθείς ήδη στην προηγουμένη σκέψη, προέβλεψε, με το  άρθρο 2 παράγραφος 2, όπως αρχικώς ίσχυσε, προ της τροποποιήσεώς του με το  άρθρο 5 παράγραφος 9 του ν  3051/2002 (Α’ 220/20 9 2002), τα εξής: « Ο  Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα άλλα μέλη του Ε Σ Ρ  επιλέγονται από τη  Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής των Ελλήνων, ύστερα από εισήγηση του  Προέδρου της  Η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων πέμπτων  (4/5)  Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων διαβιβάζει την απόφαση επιλογής στον  Υπουργό Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ο οποίος εκδίδει την απόφαση  διορισμού των μελών του Ε Σ Ρ , που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της  Κυβερνήσεως (…) »  Περαιτέρω, στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του αυτού ν  2863/2000  ορίζονται τα εξής: «Το Ε Σ Ρ  ασκεί τον προβλεπόμενο στο Σύνταγμα άμεσο  έλεγχο του Κράτους στον τομέα της παροχής ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών  υπηρεσιών κάθε είδους, με την έκδοση εκτελεστών ατομικών διοικητικών πράξεων   Ειδικότερα: α) (…), ε) επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα που  προβλέπονται στα άρθρα 4 παρ  1 του ν  2328/1995 (ΦΕΚ 159 Α’), όπως ισχύει  (…), στ) (…) » Τέλος, στο άρθρο 11 του ν 2863/2000 προβλέπονται τα ακόλουθα:  « 1  Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της  Κυβερνήσεως, εκτός από τις διατάξεις του άρθρου 4, η ισχύς των οποίων αρχίζει  από την έκδοση, κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος νόμου, της απόφασης  διορισμού που προβλέπεται στην παρ  2 του άρθρου 2  2  Από την έναρξη ισχύος  του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, οι διατάξεις της ισχύουσας ραδιοτηλεοπτικής  νομοθεσίας με τις οποίες παρέχεται, για τα θέματα που αναφέρονται στην παρ  1  του ίδιου άρθρου, αρμοδιότητα έκδοσης εκτελεστών ατομικών διοικητικών πράξεων  σε άλλα διοικητικά όργανα, καταργούνται ως προς την άσκηση της αρμοδιότητας  αυτής  Από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται: α) Η  αρμοδιότητα του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης να εκδίδει τις  άδειες λειτουργίας ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών και παροχής  συνδρομητικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών, για τις οποίες έχουν  εκδοθεί οι προβλεπόμενες στους νόμους 2328/1995 και 2644/1998 προκηρύξεις  (…)  β) Η αρμοδιότητα έκδοσης των διοικητικών πράξεων που προβλέπονται στις  διατάξεις των άρθρων 6 παρ  2 εδαφ  γ’, 7 παρ  3 εδαφ  β’ και 9 παρ  1 και 5  του ν  2644/1998  γ) Η αρμοδιότητα έκδοσης κοινών υπουργικών αποφάσεων, καθώς  και των αποφάσεων ή άλλων πράξεων που εκδίδονται από τον Υπουργό Μεταφορών  και Επικοινωνιών ή τις υπηρεσίες που υπάγονται σε αυτόν  3  Οι αποφάσεις του  Ε Σ Ρ  που έχουν εκδοθεί μετά την 1 1 2000, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του  άρθρου 4 παρ  1 του ν  2328/1995, όπως ισχύουν, και για τις οποίες, κατά την  έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, δεν έχει ολοκληρωθεί ο προβλεπόμενος στις  ίδιες διατάξεις έλεγχος νομιμότητας, είναι άμεσα εκτελεστές  Οι αποφάσεις  αυτές, εντός δέκα (10) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου,  κοινοποιούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Τύπου και Μέσων  Μαζικής Ενημέρωσης στους αποδέκτες τους  Από την ημερομηνία της κοινοποίησης  αρχίζει ο υπολογισμός των προβλεπόμενων στην κείμενη νομοθεσία προθεσμιών για  την άσκηση των ενδίκων μέσων και των διοικητικών προσφυγών  4  ( … ) »

 9  Επειδή η προσβαλλομένη απόφαση του Ε Σ Ρ  εκδόθηκε μετά την 1 1 2000 και  κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 3 του ν  2328/1995  Εξ άλλου, με  τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, την 3 6 2002 (Β’ 687/3 6 2002),  της πράξεως 13094/Ε/31 5 2002 του Υπουργού Τύπου και Μ Μ Ε  περί  συγκροτήσεως του Ε Σ Ρ , εκδοθείσης κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 2  του ν  2863/2000 και της από 31 5 2002 επιστολής του Προέδρου της Βουλής των  Ελλήνων προς τον ανωτέρω Υπουργό, ετέθη σε ισχύ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο  11 παράγραφος 1 του ν  2863/2000, η διάταξη του άρθρου 4 του τελευταίου  τούτου νόμου  Εν όψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι κατά την εν λόγω  ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του άρθρου 4 του ν  2863/2000 (3 6 2002) δεν είχε  ακόμη εκδοθεί η προβλεπομένη στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του ν  2328/1995, όπως  αρχικώς ίσχυε, πράξη του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ περί ασκήσεως ελέγχου  νομιμότητος της προσβαλλομένης αποφάσεως του Ε Σ Ρ , η τελευταία αυτή  απόφαση αποτελεί, κατά τα ρητώς προβλεπόμενα στη μεταβατική διάταξη του  άρθρου 11 παράγραφος 3 του ν  2863/2000, την τελική πράξη επιβολής των  επιμάχων κυρώσεων στην αιτούσα εταιρεία, μη υποκειμένη πλέον κατά τούτο, στον  έλεγχο νομιμότητος που προέβλεπε η προμνησθείσα διάταξη του ν  2328/1995   Κατά συνέπεια, η εκδοθείσα την 11 2 2003 και ήδη προσβαλλομένη απόφαση του  Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ, με την οποία κρίθηκε νόμιμη η επιβολή των επιμάχων  κυρώσεων στην αιτούσα, δεν παράγει, ως προς αυτήν, έννομες συνέπειες και,  επομένως, απαραδέκτως προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση, η οποία είναι,  κατά τα λοιπά, παραδεκτή

 10  Επειδή το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 2 παράγραφος 1 ότι «[ο] σεβασμός και  η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της  Πολιτείας» και στο άρθρο 5 παράγραφος 1 ότι « [κ]αθένας έχει δικαίωμα να  αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική,  οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα  των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», ενώ προβλέπει στην  παράγραφο 1 του άρθρου 5Α, προστεθέντος με το από 6 4 2001 Ψήφισμα της Ζ’  Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α’ 84), τα ακόλουθα: «Καθένας έχει δικαίωμα  στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει  Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι  δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και  δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή  προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων»  Περαιτέρω, το άρθρο 9  παράγραφος 1 του Συντάγματος ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «[η] ιδιωτική και  οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη », ενώ το άρθρο 14 του  Συντάγματος ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι « [κ]αθένας μπορεί να εκφράζει και  να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας  τους νόμους του Κράτους» και προβλέπει, στην παράγραφο 2, τα εξής: « Ο τύπος  είναι ελεύθερος  Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται »   Εξ άλλου, στο άρθρο 15 του Συντάγματος, όπως ήδη ισχύει, μετά την  αντικατάσταση της παραγράφου 2 με το από 6 4 2001 Ψήφισμα της Ζ’  Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, προβλέπονται τα ακόλουθα: «1  Οι  προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν  εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, τη φωνογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση  και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μετάδοσης λόγου ή παράστασης  2  Η ραδιοφωνία  και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους  Ο έλεγχος και η  επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του  Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος  ορίζει  Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του  καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με  ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου  και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που  επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η  πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου  και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας (…)»  Τέλος, η  Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών  Ελευθεριών (Ε Σ Δ Α ), υπογραφείσα στη Ρώμη την 4 11 1950 και κυρωθείσα με  το ν δ  53/1974 ( Α’ 256 ), ορίζει, στο άρθρο 8 παράγραφος 1, ότι «[παν]  πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής  του (…)» και προβλέπει στο άρθρο 10 τα ακόλουθα: «1  Παν πρόσωπον έχει  δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως  Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την  ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή  ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων  Το παρόν άρθρον  δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας,  κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας  2   Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας, δύναται  να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις,  προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική  κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν (…) την προστασίαν της υπολήψεως ή των  δικαιωμάτων των τρίτων, (…) »

 11  Επειδή, εξ άλλου, στο άρθρο 3 του μνημονευθέντος ήδη ανωτέρω ν   2328/1995 ορίζονται τα εξής « 1  α) (…)  β) Οι κάθε είδους εκπομπές (…) που  μεταδίδουν οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί πρέπει να σέβονται την  προσωπικότητα,την τιμή, την υπόληψη, τον ιδιωτικό και οικογενειακό βίο, την  επαγγελματική,κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική, πολιτική ή άλλη συναφή  δραστηριότητα κάθε προσώπου, η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη ή το  όνομα του οποίου ή στοιχεία επαρκή για τον προσδιορισμό του μεταδίδονται  2   (…)  15  Με προεδρικό διάταγμα (…) κυρώνονται Κώδικες δεοντολογίας: α)  ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών, β) (…)  Έως  την έκδοση αυτού του προεδρικού διατάγματος εξακολουθούν να ισχύουν οι  Κώδικες δεοντολογίας που έχουν εκδοθεί κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του  ν  1866/1989  Κώδικες δημοσιογραφικής δεοντολογίας ενσωματωμένοι στα  καταστατικά των αναγνωρισμένων Ενώσεων Συντακτών (…), εφόσον δεν αντιβαίνουν  σε διατάξεις του νόμου αυτού ή της σχετικής εθνικής νομοθεσίας ή της  σχετικής νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή διεθνών συμβάσεων, μπορούν να  λαμβάνονται υπόψη από το Ε Σ Ρ  κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του και  ιδίως για την επιβολή και την επιμέτρηση των διοικητικών κυρώσεων που  προβλέπει ο νόμος»  Περαιτέρω, ο Κανονισμός 1/1991 του Ε Σ Ρ , με τίτλο «Περί  δημοσιογραφικής δεοντολογίας στη Ραδιοτηλεόραση (Κώδικας Δημοσιογραφικής  Δεοντολογίας)» (Β’421), ο οποίος είχε εκδοθεί κατ’ επίκληση της  εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 3 παράγραφος 2 του ν  1866/1989 (Α’ 222), όριζε,  στο άρθρο 7, όπως ίσχυε κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο (προ της  καταργήσεως του εν λόγω Κανονισμού από 28 6 2003, δυνάμει του άρθρου δευτέρου  παράγραφος 1 του κυρωθέντος με το π δ  77/2003, Α’ 75, Κώδικα δεοντολογίας  ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών), ότι «[η]  ιδιωτική ζωή είναι σεβαστή  Ο έλεγχος της ιδιωτικής ζωής, όπως και η μετάδοση  πληροφοριών ή εικόνων από αυτήν, επιτρέπεται μόνον όταν επιβάλλεται για  λόγους δημοσίου συμφέροντος, που υπερβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση το  συμφέρον σεβασμού της ιδιωτικής ζωής», ενώ προέβλεπε στο άρθρο 9 παράγραφος 1  τα εξής: «Χρησιμοποιούνται ευθέα μέσα για τη συλλογή πληροφοριών, στοιχείων ή  εικόνων  Εξαιρέσεις επιτρέπονται μόνον εάν και στο μέτρο που αυτές είναι οι  μόνες διαθέσιμες και οι πληροφορίες ή εικόνες πρέπει να γίνουν γνωστές στο  κοινό για λόγους επιτακτικού, στη συγκεκριμένη περίπτωση δημοσίου  συμφέροντος  Σε καμία περίπτωση πάντως δεν μπορεί η μέθοδος συλλογής  πληροφοριών να θίγει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου»  Τέλος, ο Κανονισμός  2/1991 του Ε Σ Ρ , με τίτλο «Περί ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων (Κώδικας  Ραδιοτηλεοπτικών Προγραμμάτων)» ( Β’ 421 ), ο οποίος είχε εκδοθεί κατ’  επίκληση της αυτής ως άνω εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 3 παράγραφος 2 του ν   1866/1989, προέβλεπε στο άρθρο 2 παράγραφος 3 (όπως ίσχυε προ της καταργήσεως  του εν λόγω Κανονισμού με την μνημονευθείσα ανωτέρω διάταξη του κυρωθέντος με  το π δ  77/2003 νεωτέρου σχετικού Κώδικα) ότι «[τ]ο Σύνταγμα και η εν γένει  έννομη τάξη της χώρας πρέπει να παραμένουν σεβαστά, και όταν ασκείται κριτική  στους συγκεκριμένους νόμους ή θεσμούς (…)»

 12  Επειδή, επί της εννοίας των κρισίμων διατάξεων του Συντάγματος και της  Ε Σ Δ Α , ο Πρόεδρος, οι Σύμβουλοι Π  Πικραμμένος, Ν  Σκλίας, Α   Θεοφιλοπούλου, Αικ  Συγγούνα, Α  Γκότσης, Ν  Μαρκουλάκης, Δ  Μαρινάκης, Σ   Χαραλάμπους, Π  Κοτσώνης, Κ  Βιολάρης, Μ  Γκορτζολίδου, Ε  Νίκα, Π  Καρλή  και Δ  Γρατσίας, προς τη γνώμη των οποίων ετάχθη και η Πάρεδρος Μ   Τριπολιτσιώτη, υπεστήριξαν τα εξής: Το άρθρο 14 παράγραφος 1 του Συντάγματος  κατοχυρώνει ( βλ  συναφώς και τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παράγραφος 1 της  Ε Σ Δ Α ) την ελευθερία εκφράσεως, βασική εκδήλωση της οποίας αποτελεί το  δικαίωμα του καθενός να διαδίδει μέσω του τύπου, της ραδιοφωνίας και της  τηλεοράσεως ειδήσεις, σχόλια και απόψεις (δικαίωμα του πληροφορείν)  Με την  αυτή συνταγματική διάταξη, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 5  παράγραφος 1 του Συντάγματος, κατοχυρώθηκε, εξ άλλου, ως αναγκαίο λογικώς  παρακολούθημα του δικαιώματος του πληροφορείν, το δικαίωμα του καθενός να  ενημερώνεται τακτικά, ελεύθερα και από κάθε διαθέσιμη πηγή για κάθε θέμα που  τον ενδιαφέρει, το τελευταίο δε τούτο δικαίωμα (δικαίωμα στην πληροφόρηση)  κατοχυρώνεται ήδη και ρητώς στο άρθρο 5Α παράγραφος 1 του Συντάγματος  Όπως  ευθέως συνάγεται από τις προμνησθείσες συνταγματικές διατάξεις (βλ  συναφώς  και τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παράγραφος 2 της Ε Σ Δ Α ), η άσκηση, τόσο του  δικαιώματος του πληροφορείν, όσο και του δικαιώματος στην πληροφόρηση τελεί  υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως, μεταξύ άλλων, των κανόνων δικαίου που  κατοχυρώνουν δικαιώματα και ελευθερίες άλλων  Η εφαρμογή των τελευταίων  αυτών κανόνων μπορεί, επομένως, να δικαιολογήσει περιορισμούς στην άσκηση του  δικαιώματος του πληροφορείν και του δικαιώματος στην πληροφόρηση, τούτο,  όμως, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί παρίστανται, εν όψει και  της κατοχυρουμένης στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος αρχής της  αναλογικότητος, ως απολύτως αναγκαίοι για την προστασία των δικαιωμάτων και  των ελευθεριών τρίτων  Εν όψει των ανωτέρω, περιορισμοί στην άσκηση του  δικαιώματος του πληροφορείν και του δικαιώματος στην πληροφόρηση μπορεί να  δικαιολογηθούν και στην περίπτωση που οι περιορισμοί αυτοί παρίστανται ως  απολύτως αναγκαίοι για την προστασία του δικαιώματος τρίτου προσώπου στο  σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του, το δικαίωμα δε τούτο κατοχυρώνεται στο άρθρο  9 παράγραφος 1 του Συντάγματος (βλ  και άρθρο 8 παράγραφος 1 της Ε Σ Δ Α  )  και καλύπτει, πλην άλλων, το δικαίωμα του προσώπου να προστατεύει την εικόνα  του, ως στοιχείο ουσιώδες για τη συγκρότηση της προσωπικότητός του (πρβλ ,  περί του δικαιώματος προστασίας της εικόνας του προσώπου ως ιδιαίτερης  εκφάνσεως του δικαιώματος στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, Ευρωπαϊκό  Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποφάσεις της 21 2 2002, Schssel  κατά Αυστρίας, της 24 6 2004, Von Hannover κατά Γερμανίας και της 11 1 2005,  Sciacca κατά Ιταλίας)  Κατά το μέρος, ειδικώς, που αφορά στην τηλεόραση, το  Κράτος, στο οποίο ανατίθεται, με το άρθρο 15 παράγραφος 2 του Συντάγματος, ο  άμεσος έλεγχος των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, οφείλει να ελέγχει την τήρηση, εκ  μέρους των ασκούντων μέσω της τηλεοράσεως το δικαίωμα του πληροφορείν, της  κατά τα ανωτέρω υποχρεώσεώς τους να σέβονται, κατά την άσκηση του  δικαιώματός τους, τα δικαιώματα των άλλων, περιλαμβανομένου και του  δικαιώματος του καθενός στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του, δεδομένου,  μάλιστα, ότι ο άμεσος έλεγχος του Κράτους επί της τηλεοράσεως σκοπεί, μεταξύ  άλλων, κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 15 παράγραφος 2 του Συντάγματος, στη  διασφάλιση του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, στην αποτελεσματική προάσπιση  της οποίας αποσκοπεί και η συνταγματική κατοχύρωση των επί μέρους ατομικών  δικαιωμάτων και, κατ’ εξοχήν, του δικαιώματος του καθενός να απαιτεί σεβασμό  της ιδιωτικής ζωής του  Μέσο ασκήσεως του ως άνω ελέγχου, από το Κράτος, της  ασκήσεως του δικαιώματος του πληροφορείν εντός των ορίων που επιβάλλει η  ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων των τρίτων αποτελεί, πλην άλλων, το  θεσπιζόμενο στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του ν  2328/1995 σύστημα επιβολής  διοικητικών κυρώσεων, η αρμοδιότητα της επιβολής των οποίων ανατίθεται ήδη  από Σύνταγμα κατ’ αποκλειστικότητα στο Ε Σ Ρ  Η καταγραφή, εξ άλλου, με κρυφά  μέσα, εικόνας, η οποία έχει ως κύριο ή ως μοναδικό θέμα συγκεκριμένο  πρόσωπο, συνιστά, κατ’ αρχήν, προσβολή του δικαιώματος του προσώπου τούτου  επί της εικόνας του, το δικαίωμα δε αυτό προστατεύεται, κατά τα ήδη  εκτεθέντα, από τα άρθρα 9 παράγραφος 1 του Συντάγματος και 8 παράγραφος 1 της  Ε Σ Δ Α , ως ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος στο σεβασμό της ιδιωτικής  ζωής  Επομένως,η μετάδοση δια της τηλεοράσεως ειδήσεως, της οποίας  αποκλειστική ή κύρια πηγή αποτελεί εικόνα συγκεκριμένου προσώπου,  καταγραφείσα με κρυφά μέσα, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ως θεμιτή  άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, εφ’ όσον η μεταδιδόμενη είδηση έχει  ληφθεί υπό συνθήκες που στοιχειοθετούν προσβολή του δικαιώματος τρίτου επί  της εικόνας του  Ως εκ τούτου, η μετάδοση της εν λόγω ειδήσεως μπορεί, κατ’  αρχήν, να δικαιολογήσει την επιβολή από το Ε Σ Ρ  διοικητικής κυρώσεως από  τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του ν  2328/1995  Είναι, εν  τούτοις, δυνατόν να κριθεί από το Ε Σ Ρ , κατόπιν ειδικής και πλήρως  αιτιολογουμένης σταθμίσεως, ότι η μετάδοση ειδήσεως, με αποκλειστική ή κύρια  πηγή εικόνα, καταγραφείσα με κρυφά μέσα, συνιστά θεμιτή άσκηση του  δικαιώματος του πληροφορείν, επειδή ο προερχόμενος από τη μετάδοση της  συγκεκριμένης ειδήσεως περιορισμός του δικαιώματος του εικονιζόμενου προσώπου  επί της εικόνας του δικαιολογείται, εν όψει και της ιδιότητος του προσώπου  τούτου, λόγω της συμβολής της μεταδοθείσης ειδήσεως σε συζήτηση γενικού  ενδιαφέροντος (πρβλ  συναφώς την προμνησθείσα απόφαση του Ευρωπαϊκού  Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επί της υποθέσεως Von Hannover, ιδίως §§  60 και επ )  Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία η μετάδοση της ως άνω  ειδήσεως θεωρείται, για τους εκτεθέντες λόγους, ως θεμιτή άσκηση του  δικαιώματος του πληροφορείν, τούτο δεν σημαίνει,άνευ ετέρου, ότι καθίσταται  θεμιτή και η μετάδοση από την τηλεόραση της εικόνας που κατεγράφη με κρυφά  μέσα και συνιστά την πηγή της θεμιτώς μεταδοθείσης ειδήσεως  Τούτο δε διότι η  μετάδοση από την τηλεόραση της εικόνας που ελήφθη με κρυφά μέσα αποτελεί  περιορισμό του συνταγματικώς προστατευομένου δικαιώματος του εικονιζομένου  προσώπου επί της εικόνας του,κατά πολύ εντονότερο του περιορισμού που συνιστά  για το εν λόγω δικαίωμα η απλή μετάδοση της ειδήσεως που έχει ως πηγή την  επίμαχη, κρυφίως ληφθείσα εικόνα  Κατά συνέπεια, ο εντονότερος αυτός  περιορισμός του δικαιώματος του εικονιζομένου προσώπου επί της εικόνας του  μπορεί να θεωρηθεί ως θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, μόνον  εάν το Ε Σ Ρ  θεωρήσει, κατόπιν ειδικής και πλήρως αιτιολογουμένης κρίσεως,  ότι η θεμιτή, για τους εκτεθέντες λόγους, μετάδοση της συγκεκριμένης ειδήσεως  είναι απολύτως αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής χωρίς την μετάδοση της εικόνας  που ελήφθη με κρυφά μέσα και αποτελεί την πηγή της ειδήσεως  Υπό το φως δε  των ανωτέρω αρχών, συναγομένων από τις μνημονευθείσες διατάξεις του  Συντάγματος και της Ε Σ Δ Α , είναι ερμηνευτέες και οι νομοθετικές και  κανονιστικές ρυθμίσεις που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη  Κατά την  ειδικότερη, εξ άλλου, γνώμη των Συμβούλων Δ  Κωστόπουλου, Ν  Ρόζου, Μ   Καραμανώφ, Ι  Μαντζουράνη, Αικ  Χριστοφορίδου, Κ  Ευστρατίου και Ι  Γράβαρη,  προς την οποίαν συνετάγη και ο Πάρεδρος Β  Ανδρουλάκης, η χρησιμοποίηση, κατά  τ΄ ανωτέρω, κρυφού μέσου για την, εν αγνοία ορισμένου προσώπου, απόσπαση  οπτικού ή ηχητικού υλικού της ιδιωτικής του ζωής και τη μετάδοση, με τον  τρόπο αυτό, σχετικών ειδήσεων,συνιστά ευθεία προσβολή της ανθρώπινης αξίας,  καθώς υποβιβάζει το συγκεκριμένο πρόσωπο από υποκείμενο της εννόμου τάξεως  και των κοινωνικών σχέσεων σε απλό μέσον για την επιδίωξη ασύνδετων προς την  βούλησή του σκοπών  Εφ΄ όσον δε, κατά την γνώμη αυτή, η προστασία της  ανθρώπινης αξίας, η οποία, κατά το Σύνταγμα (άρθρα 2 παράγραφος 1, 15  παράγραφος 2 και 25 παράγραφος 1), οριοθετεί τη λειτουργία των  ραδιοτηλεοπτικών μέσων, είναι απόλυτη, η κατά τον ανωτέρω τρόπο μετάδοση  ειδήσεων είναι, αντιστοίχως, απολύτως απαγορευμένη, μη υποκείμενη, ως εκ  τούτου, σε σταθμίσεις με άλλα αγαθά, κινητοποιούσα δε, καθ΄εαυτήν, την  αρμοδιότητα της οικείας αρχής προς επιβολή κυρώσεων  Τούτο δε,ανεξαρτήτως εάν  πρόκειται για μετάδοση μόνο της είδησης ή και του οπτικοακουστικού υλικού,  στο οποίο αυτή στηρίχθηκε, του ζητήματος βεβαίως τούτου συνεκτιμωμένου κατά  την κρίση της βαρύτητας της παραβάσεως  Τα ανωτέρω, εξ άλλου, δεν  μεταβάλλονται στην περίπτωση που η μετάδοση ειδήσεως με τον προεκτεθέντα  τρόπο αποκαλύπτει έκνομη συμπεριφορά, ενόσω, πάντως, ο εν λόγω τρόπος δεν  εντάσσεται σε θεσμοθετημένη από την έννομη τάξη διαδικασία για την προστασία  του δημοσίου συμφέροντος  Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Γ   Παπαγεωργίου, Δ  Σκαλτσούνη, Α  Καραμιχαλέλη, Ε  Αντωνόπουλου και Γ  Τσιμέκα,  η κρίση του Ε Σ Ρ , με βάση τα μνημονευθέντα κριτήρια, ότι η μετάδοση  ειδήσεως με αποκλειστική ή κύρια πηγή εικόνα, καταγραφείσα με κρυφά μέσα,  συνιστά θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, καθιστά επιτρεπτή και  τη μετάδοση από την τηλεόραση της πιο πάνω εικόνας  Τούτο δε διότι, ενόψει  της ιδιαίτερης φύσεως της τηλεοράσεως, σε σχέση προς τα λοιπά μέσα μαζικής  ενημερώσεως, η τηλεοπτική μετάδοσης της ειδήσεως συμβαδίζει με την μετάδοση  της εικόνας  Τέλος, κατά την γνώμη των Συμβούλων Θ  Παπαευαγγέλου, Δ   Πετρούλια, Α  Ράντου και Ι  Ζόμπολα, από καμμία συνταγματική διάταξη ή αρχή  δεν απορρέει η κατ΄ ουσίαν απόλυτη απαγόρευση μεταδόσεως της εικόνας  προσώπου, όπως την δέχεται η κρατήσασα γνώμη  Βεβαίως,η εικόνα του προσώπου,  ως στοιχείο της προσωπικής του ζωής, καλύπτεται από την συνταγματικά  κατοχυρωμένη αξίωση κάθε προσώπου για το, κατ΄ αρχήν, απαραβίαστο της  προσωπικής ζωής του  Η αξίωση, όμως, αυτή δεν είναι απόλυτη, αλλά  διαβαθμίζεται σε κατηγορίες, ανάλογες προς την ιδιότητα του προσώπου  και τον χώρο, όπου λαμβάνει χώρα η αποτύπωση της προς μετάδοση εικόνας  Έτσι,  για τους ιδιώτες, πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάρχει απόλυτη προστασία από την  ακούσια λήψη και αναμετάδοση της εικόνας τους, είτε σε δημόσιο, είτε, πολλώ  μάλλον, στον ιδιωτικό χώρο τους, εκτός αν πρόκειται για τυχαία και μη  ειδικώς προσωποποιημένη λήψη της εικόνας ή εάν η λήψη της εικόνας γίνεται για  την πρόληψη αξιόποινης πράξης σε δημόσιο χώρο  Για τα δημόσια πρόσωπα, η  προστασία είναι μικρότερη  Τα δημόσια πρόσωπα, όπως είναι τα πολιτικά  πρόσωπα, εξ ορισμού εκτίθενται στη δημοσιότητα, ενίοτε δε, επιλεκτικά, την  επιδιώκουν  Η επιδίωξη αυτή δεν είναι χωρίς συνέπειες  Δημιουργεί  αντίστοιχη,εύλογη και εντός ορίων, επιδίωξη των μέσων ενημερώσεως και του  κοινού για την προβολή στοιχείων της ζωής τους, που συνάπτονται, καθ΄  οιονδήποτε τρόπο, με τις δημόσιες δραστηριότητές τους  Για τα πρόσωπα αυτά,  υπάρχει, όπως και για τους ιδιώτες, απόλυτη προστασία της εικόνας τους στον  ιδιωτικό χώρο τους, καθώς και σε δημόσιο χώρο, προσιτό στο κοινό, όταν τα  πρόσωπα αυτά έχουν, στον δημόσιο χώρο, υπαίθριο ή κλειστό, προσωπικές ή  οικογενειακές στιγμές  Όταν, όμως, τα πρόσωπα αυτά δεν διατελούν, σε δημόσιο  χώρο, στις ανωτέρω συνθήκες ή όταν, πολλώ μάλλον, ενεργούν κατά τρόπο που,  δικαιολογημένα, μπορεί να ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο, όπως στην περίπτωση  που επιδεικνύουν συμπεριφορά αντίθετη προς εκείνη που επιβάλλει ο  συγκεκριμένος δημόσιος ρόλος τους ή αντίθετη προς την εικόνα, που εκείνα  προβάλλουν για τον εαυτό τους, τότε το δικαίωμα στην πληροφόρηση και το  δικαίωμα του πληροφορείν μπορεί να δικαιολογήσει την ακούσια λήψη της εικόνας  τους και την προβολή από τα μέσα ενημερώσεως των σχετικών στιγμιοτύπων   [πρβλ  ΕΔΔΑ, Krone κατά Αυστρίας (26-2-2002), Plon κατά Γαλλίας (18-5-2004),  von Hannover κατά Γερμανίας (24-6-2004), Ρεκλός κατά Ελλάδος (15-1-2009),  HouseofLords(MB) Campbell κατά MGN (6-4-2004)]  Ειδικότερα, η καταγραφή  της εικόνας προσώπου είναι σύμφυτη με την έννοια της τηλεοράσεως  Δεν νοείται  να ρυθμίζεται, και, επομένως, να κατοχυρώνεται συνταγματικά, ο τρόπος  λειτουργίας μέσου ενημερώσεως, όπως η τηλεόραση, αλλά αυτό να λειτουργεί με  τον τρόπο λειτουργίας άλλου μέσου ενημερώσεως, όπως το ραδιόφωνο  Διότι  ειδησεογραφική τηλεόραση με απλή εμφάνιση του εκφωνητή των ειδήσεων, χωρίς  τηλεοπτική αναμετάδοση στιγμιοτύπων, που περιλαμβάνουν και την εν δράσει  εικόνα δημοσίων προσώπων, κατ΄ ουδέν διαφέρει στην ουσία από την ραδιοφωνική  μετάδοση ειδήσεων  Είναι διαφορετικό το ζήτημα μεταδόσεως εικόνων δημοσίων  προσώπων σε περιπτώσεις άλλες από τις, κατά τα ανωτέρω, θεωρούμενες ως  επιτρεπόμενες  Εκεί, ασφαλώς, η αναμετάδοση απαγορεύεται και το ίδιο το  Σύνταγμα προβλέπει τις κυρώσεις (βλέπε, μεταξύ άλλων, τις παραγράφους 5, 6  και 7 του άρθρου 14)  Στις, κατά τα ανωτέρω, όμως, επιτρεπόμενες περιπτώσεις  προβολής της εικόνας δημοσίων προσώπων, το τεκμήριο, κατά την στάθμιση μεταξύ  του δικαιώματος στην πληροφόρηση και την δημόσια διαφάνεια αφ΄ ενός και στην  προστασία της εικόνας αφ΄ ετέρου, είναι υπέρ του επιτρεπτού της μεταδόσεως  της ακουσίως ληφθείσης εικόνας  Η κρατήσασα γνώμη αναγορεύει την προστασία  της εικόνας σε απόλυτο αγαθό, χωρίς να υπάρχει σχετική συνταγματική πρόβλεψη,  και καθιστά τον συνταγματικό κανόνα του επιτρεπτού της αναμεταδόσεως εικόνας,  αν η αναμετάδοση δεν παραβιάζει άλλες συνταγματικές διατάξεις, εξαίρεση, υπό  άκρως αυστηρές προϋποθέσεις επιτρεπόμενη

 13  Επειδή, όπως ήδη εξετέθη, με την προσβαλλομένη απόφαση του Ε Σ Ρ   επεβλήθη, αφ’ ενός μεν διοικητική κύρωση, συνισταμένη στην επιβολή προστίμου,  αφ’ ετέρου δε διοικητική κύρωση ηθικού περιεχομένου, συνισταμένη στην  υποχρέωση μεταδόσεως, κατά την έναρξη τριών συνεχομένων κεντρικών δελτίων  ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού που εκμεταλλεύεται η αιτούσα, κειμένου, με  το οποίο γνωστοποιείται η επιβολή του ανωτέρω προστίμου  Όπως ευθέως  συνάγεται από το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως του Ε Σ Ρ , καθώς και  από το Πρακτικό της 162ης Συνεδριάσεως του Ε Σ Ρ , κατά την οποία  αποφασίσθηκε, έπειτα από ακρόαση των εκπροσώπων της αιτούσης εταιρείας, η  επιβολή των επιμάχων διοικητικών κυρώσεων, οι κυρώσεις αυτές επεβλήθησαν  επειδή, κατά τη διάρκεια των εκπομπών «

   » της 24 01 2002 και «

» της 27 01 2002, μεταδόθηκαν, κατά παράβαση των κανόνων που διέπουν τη  λειτουργία των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, στιγμιότυπα, ληφθέντα με τη  μέθοδο της «κρυφής κάμερας» και, ειδικότερα, επειδή: α) Στην πρώτη από τις  αναφερθείσες εκπομπές («

 » της 24 01 2002) παρουσιάσθηκαν  μαγνητοσκοπημένα αυτοτελή οπτικοακουστικά θέματα (βίντεο), τα οποία είχαν  ληφθεί όλα με την χρήση «κρυφής κάμερας»  Τα βίντεο αυτά περιελάμβαναν τρεις  λήψεις  Στην πρώτη από αυτές εμφανίζεται ο παρεμβαίνων

, τότε βουλευτής Αχαΐας, να εισέρχεται σε κατάστημα τυχερών  παιγνιδιών της Πάτρας και να παίζει σε δύο μηχανήματα, με τη δεύτερη έχει  μαγνητοσκοπηθεί συνάντηση του ίδιου βουλευτή με συνεργάτες του παρουσιαστή  της εκπομπής, οι οποίοι προβάλλουν στο βουλευτή την πρώτη λήψη και στην  τρίτη έχει μαγνητοσκοπηθεί συνάντηση του βουλευτή με τον παρουσιαστή της  εκπομπής στο γραφείο του τελευταίου  β) Στη δεύτερη από τις ανωτέρω εκπομπές  («

 » της 27 1 2002) προβλήθηκαν εκ νέου τα βίντεο που είχαν  μαγνητοσκοπηθεί με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας»  Υπό τα δεδομένα, όμως,  αυτά και εν όψει των οριζομένων στις κρίσιμες διατάξεις του Συντάγματος και  της Ε Σ Δ Α , υπό το φως των οποίων είναι ερμηνευτέες και οι παρατεθείσες  στην ενδέκατη σκέψη νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις, η κρίση του  Ε Σ Ρ , κατά την οποία συνιστά παράβαση των κανόνων που διέπουν την  λειτουργία των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών η μετάδοση, κατά τη διάρκεια  των ως άνω εκπομπών, εικόνων, οι οποίες ελήφθησαν με κρυφά μέσα και έχουν ως  κύριο θέμα συγκεκριμένο πρόσωπο, δηλαδή τον ήδη παρεμβαίνοντα

 , αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς  Κατά συνέπεια, οι λόγοι  ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η εν λόγω κρίση του Ε Σ Ρ  έχει  διατυπωθεί κατά παράβαση των άρθρων 9, 15 παράγραφοι 1 και 2 και 25 του  Συντάγματος και 10 της Ε Σ Δ Α  είναι, στο σύνολό τους, απορριπτέοι   Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση του Ε Σ Ρ  έχει εκδοθεί  κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων του Συντάγματος και της Ε Σ Δ Α και  αιτιολογείται, εν γένει, πλημμελώς, διότι, τόσο η μετάδοση της ειδήσεως ότι  ο παρεμβαίνων

  εισήλθε σε κατάστημα  τυχερών παιγνιδιών της Πάτρας και έπαιξε στα λειτουργούντα στο κατάστημα αυτό  μηχανήματα, όσο και η προβολή των σχετικών εικόνων, καθώς και εικόνων από  τις συναντήσεις του ανωτέρω παρεμβαίνοντος με τον παρουσιαστή των επίμαχων  εκπομπών και με συνεργάτες του τελευταίου, δικαιολογούνται, έστω και αν οι  προβληθείσες εικόνες ελήφθησαν με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας», από εύλογο  δημοσιογραφικό ενδιαφέρον και επιτακτικό δημόσιο συμφέρον, εν όψει της  ιδιότητος του

  , ο οποίος ήταν, κατά τον κρίσιμο  χρόνο, βουλευτής και πρόεδρος διακομματικής επιτροπής που είχε συγκροτηθεί  από τη Βουλή των Ελλήνων προς μελέτη του κοινωνικού προβλήματος της ευρείας  διαδόσεως των ηλεκτρονικών τυχερών παιγνιδιών  Ο λόγος, όμως, αυτός, κατά το  μέρος που αναφέρεται στη μετάδοση της ανωτέρω ειδήσεως, είναι, κατά την  γνώμη του Προέδρου, των Συμβούλων Π  Πικραμμένου, Ν  Σκλία, Α  Θεοφιλοπούλου,  Α  Συγγούνα, Α  Γκότση, Ν  Μαρκουλάκη, Δ  Μαρινάκη, Σ  Χαραλάμπους, Π   Κοτσώνη, Κ  Βιολάρη, Μ  Γκορτζολίδου, Ε  Νίκα, Π  Καρλή και Δ  Γρατσία, προς  την γνώμη των οποίων ετάχθη και η Πάρεδρος Μ  Τριπολιτσιώτη, απορριπτέος,  προεχόντως ως ερειδόμενος επί ανακριβούς προϋποθέσεως τούτο δε, διότι, κατά  τα ήδη εκτεθέντα, η προσβαλλομένη απόφαση του Ε Σ Ρ  δεν έχει εκδοθεί, όπως  ευθέως συνάγεται από το κείμενο της αποφάσεως αυτής, καθώς και από το  πρακτικό της κρίσιμης συνεδριάσεως του Ε Σ Ρ , κατ’ επίκληση της μεταδόσεως  της ειδήσεως,στην οποία αναφέρεται η αιτούσα, αλλά κατ’ επίκληση,  αποκλειστικώς και μόνον, της μεταδόσεως, κατά τη διάρκεια των επίμαχων  εκπομπών, των εικόνων που είχαν ληφθεί με κρυφά μέσα και απετέλεσαν την πηγή  της ειδήσεως  Κατά δε το μέρος που προβάλλεται ότι, για τους εκτεθέντες  λόγους δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος και δημοσίου συμφέροντος, ήταν  δικαιολογημένη η προβολή των επίμαχων εικόνων, ο εξεταζόμενος λόγος είναι,  κατά την αυτή ως άνω γνώμη, απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η αιτούσα ούτε  αμφισβητεί, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, ότι οι επίμαχες εικόνες  ελήφθησαν με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας», ούτε προβάλλει, κατά τρόπο  ειδικό και συγκεκριμένο, ότι η μετάδοση της συγκεκριμένης ειδήσεως, στην  οποία αναφέρεται, ήταν απολύτως αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής χωρίς την  μετάδοση των εικόνων που απετέλεσαν την πηγή της και ελήφθησαν με κρυφά μέσα   Εν όψει των ανωτέρω, απορριπτέοι ως αβάσιμοι είναι, τέλος, κατά την αυτή  γνώμη, οι λόγοι ακυρώσεως περί εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως κατά  παράβαση των άρθρων 3 παράγραφος 1 περίπτωση β’ του ν  2328/1995, 7 και 9  παράγραφος 1 του Κανονισμού 1/1991 του Ε Σ Ρ  και 2 παράγραφος 3 του  Κανονισμού 2/1991 του Ε Σ Ρ , όπως και ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίον  προβάλλεται ότι κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεώς του το Ε Σ Ρ   δεν έλαβε υπ’ όψη, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 15 του ν   2328/1995, τις αρχές δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, όπως  εγκρίθηκαν με την από 19/20 5 1998 απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως της  Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (Ε Σ Η Ε Α )  Κατά τη γνώμη,  εξ άλλου, των Συμβούλων Δ  Κωστόπουλου, Ν  Ρόζου, Μ  Καραμανώφ, Ι   Μαντζουράνη, Αικ  Χριστοφορίδου, Κ  Ευστρατίου και Ι  Γράβαρη, προς την  οποίαν συνετάγη και ο Πάρεδρος Β  Ανδρουλάκης, οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως  είναι απορριπτέοι,εν όψει όσων αυτοί διατύπωσαν ανωτέρω, στην δωδέκατη σκέψη   Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Γ  Παπαγεωργίου, Δ  Σκαλτσούνη, Α   Καραμιχαλέλη, Ε Αντωνόπουλου και Γ  Τσιμέκα, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να  γίνει δεκτή, κατ΄ αποδοχή προβαλλομένου λόγου ακυρώσεως  Τούτο δε διότι, όπως  προαναφέρθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση του Ε Σ Ρ  ερείδεται αποκλειστικώς  στο γεγονός ότι μεταδόθηκαν εικόνες που είχαν ληφθεί με κρυφά μέσα και  απετέλεσαν την πηγή της ειδήσεως, χωρίς προηγούμενη κρίση επί του ζητήματος  αν η μετάδοση της ειδήσεως με αποκλειστική ή κύρια πηγή τις πιο πάνω εικόνες  συνιστά θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν  Τέλος, κατά την γνώμη  των Συμβούλων Θ  Παπαευαγγέλου, Δ  Πετρούλια, Α  Ράντου και Ι  Ζόμπολα, οι  λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι και έπρεπε να γίνουν δεκτοί  Τούτο δε διότι, η  ακούσια λήψη και η εν συνεχεία τηλεοπτική προβολή της εικόνας δημοσίου  προσώπου, δηλαδή βουλευτή, και μάλιστα προέδρου επιτροπής της Βουλής των  Ελλήνων για το κοινωνικό πρόβλημα της ευρείας διαδόσεως των ηλεκτρονικών  τυχηρών παιγνίων, που ελήφθη σε προσιτό στο κοινό δημόσιο χώρο, δηλαδή σε  κατάστημα, μάλιστα δε σε κατάστημα διενεργείας ηλεκτρονικών τυχηρών  παιγνίων, ήταν υπό τις συντρέχουσες εν προκειμένω συνθήκες, επιτρεπτή, εφ΄  όσον απέβλεπε, κατά την περί τούτου αντίληψη και εκτίμηση του μέσου  ενημερώσεως, που δεν είναι, κατ΄ αρχήν, δικαστικώς ελεγκτή, στην πληροφόρηση  του κοινωνικού συνόλου για την συμπεριφορά του ως άνω δημοσίου προσώπου, που  ήταν, κατά την αυτή εκτίμηση, αντίθετη προς εκείνη που επέβαλλε ο  συγκεκριμένος δημόσιος ρόλος του  Υπό τις συγκεκριμένες δε συνθήκες, κατ΄  αντίθεση δε προς τα γενόμενα δεκτά από το Ε Σ Ρ , δεν υπερέβαινε τα τιθέμενα  από την αρχή της αναλογικότητος όρια η εκτίμηση του μέσου ενημερώσεως ότι η  προβολή της ανωτέρω εικόνας ήταν ο μόνος θεμιτός τρόπος πειστικής  αναμεταδόσεως ειδήσεως, που άλλως θα κινδύνευε να θεωρηθεί και ως ανυπόστατη  ή συκοφαντική

 14  Επειδή προβάλλεται, περαιτέρω, ότι οι επίμαχες διοικητικές κυρώσεις  επεβλήθησαν κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητος και των οριζομένων  στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του ν  2328/1995, διότι, αφ’ ενός μεν δεν εκτιμήθηκε  από το Ε Σ Ρ  η βαρύτητα της διαπιστωθείσης από αυτό παραβάσεως, αφ’ ετέρου  δε δεν μνημονεύονται στην προσβαλλομένη απόφαση του Ε Σ Ρ  συγκεκριμένα  στοιχεία, ως προς την τηλεθέαση που συγκέντρωσαν οι επίμαχες εκπομπές και ως  προς το ύψος της πραγματοποιηθείσης από την αιτούσα επενδύσεως  Ο λόγος  είναι απορριπτέος, κατά μεν το πρώτο σκέλος του, διότι από την προσβαλλομένη  πράξη και το πρακτικό της κρίσιμης συνεδριάσεως του Ε Σ Ρ  ευθέως προκύπτει  ότι ελήφθη υπ’ όψη η βαρύτητα της διαπιστωθείσης από το Ε Σ Ρ  παραβάσεως,  κατά δε το δεύτερο σκέλος του, διότι η έλλειψη μνείας στοιχείων, ως προς την  τηλεθέαση των επιμάχων εκπομπών και το ύψος της πραγματοποιηθείσης από την  αιτούσα επενδύσεως δεν καθιστούν πλημμελή την επιμέτρηση των επιβληθεισών  διοικητικών κυρώσεων, λαμβανομένου, ιδίως, υπ’ όψη αφ’ ενός μεν ότι, όπως  εκτίθεται στην προσβαλλομένη απόφαση του Ε Σ Ρ , είχαν και στο παρελθόν  επιβληθεί κυρώσεις για «ανάλογη μετάδοση» από τον ίδιο τηλεοπτικό σταθμό, αφ’  ετέρου δε ότι οι διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 του ν  2328/1995  προβλέπουν την επιβολή διοικητικών κυρώσεων κατά πολύ αυστηροτέρων από  εκείνες που επεβλήθησαν εν προκειμένω

 15  Επειδή προβάλλεται ότι, λόγω της σοβαρότητος, από ηθικής και  οικονομικής πλευράς, των συνεπειών που επάγονται οι επιβληθείσες διοικητικές  κυρώσεις, η αιτιολογία της επιβολής τους θα έπρεπε να εκτίθεται, κατά τα  κύρια σημεία της, στο σώμα της προσβαλλομένης αποφάσεως του Ε Σ Ρ   Προβάλλεται, επίσης, ότι στο σώμα της προσβαλλομένης αποφάσεως του Ε Σ Ρ  δεν  παρατίθενται ούτε οι σκέψεις του μέλους

, κατ’ επίκληση των  οποίων το μέλος αυτό μειοψήφησε, ως προς το είδος της επιβλητέας διοικητικής  κυρώσεως, ούτε οι σκέψεις κατ’ επίκληση των οποίων ορισμένα μέλη του Ε Σ Ρ   απέσχον της ψηφοφορίας  Οι λόγοι, όμως, αυτοί είναι, όπως προβάλλονται,  απορριπτέοι,διότι ουδεμία διάταξη ή αρχή επιβάλλει, μάλιστα δε επί ποινή  ακυρότητος της προσβαλλομένης αποφάσεως, την μνεία, στο σώμα της αποφάσεως  αυτής, των στοιχείων, στα οποία αναφέρεται η αιτούσα  Εν πάση δε περιπτώσει,  η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως του Ε Σ Ρ  είναι δεκτική  συμπληρώσεως από άλλα στοιχεία του φακέλου και, ειδικότερα, από τα  προκύπτοντα από το πρακτικό της κρίσιμης συνεδριάσεως του Ε Σ Ρ  Από το ίδιο  πρακτικό προκύπτει, εξ άλλου, ότι ο

  αιτιολόγησε την κρίση του,  ως προς το είδος της επιβλητέας κυρώσεως, με σκέψη που παρατίθεται στο εν  λόγω πρακτικό, καθώς και ότι τα μέλη του Ε Σ Ρ  που απέσχον της ψηφοφορίας  δεν αιτιολόγησαν ειδικώς την αποχή τους

 16  Επειδή, τέλος, οι λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι ερείδονται επί της εκδοχής  ότι οι επίμαχες διοικητικές κυρώσεις επεβλήθησαν τελικώς στην αιτούσα με την  έκδοση της αποφάσεως 3156/Ε/11 2 2003 του Υπουργού Τύπου και Μ Μ Ε , είναι  απορριπτέοι, προεχόντως διότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα στην ένατη σκέψη,  τελική πράξη επιβολής των κυρώσεων αυτών στην αιτούσα είναι η προσβαλλομένη  απόφαση του Ε Σ Ρ

 17  Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση,  καθώς και η παρέμβαση, την οποία άσκησαν η ανώνυμη εταιρεία «

   » και ο

  και να γίνει δεκτή η παρέμβαση  την οποία άσκησε ο

Δια ταύτα

Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση

 Δέχεται την ασκηθείσα από τον

παρέμβαση

 Απορρίπτει την ασκηθείσα από την ανώνυμη εταιρεία «

 »  και τον

παρέμβαση

 Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου

 Επιβάλλει, συμμέτρως, στην αιτούσα εταιρεία, αφ’ ενός και στους  παρεμβαίνοντες «

  » και

  , αφ’  ετέρου, τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των  τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ, καθώς και τη δικαστική δαπάνη του  παρεμβαίνοντος

 , η οποία ανέρχεται στο ποσό των  εξακοσίων σαράντα (640) ευρώ

 Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2007, 11 Δεκεμβρίου 2007, 30  Σεπτεμβρίου 2008 και 2 Οκτωβρίου 2008

   Ο Πρόεδρος

 Η Γραμματέας

  Γ  Παναγιωτόπουλος

 Δ  Μουζάκη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Απριλίου 2010

Ο Πρόεδρος

   Η Γραμματέας

   Π  Πικραμμένος

 Δ  Μουζάκη

  ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν  την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά  τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν  όταν τους ζητηθεί

 Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος

 Αθήνα,

 Ο Πρόεδρος

Ο Γραμματέας

 Π Β

 ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

1 141/2010 ΣΤΕ (ΑΝΑΣΤ) ( 517234)
(Α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Απόφαση 141/2010 της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ  Αίτηση αναστολής εκτελέσεως  πράξεων σχετικών με την κατασκευή και λειτουργία των έργων μερικής εκτροπής  του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία και την ενεργειακή  αξιοποίηση των υδάτων του, οι οποίες περιβλήθηκαν το ένδυμα τυπικού νόμου  Ο  κοινός νομοθέτης υποχρεούται να εξασφαλίζει την δυνατότητα εννόμου προστασίας  έναντι των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και σε επίπεδο προσωρινής  δικαστικής προστασίας  Η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, η οποία  αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια  να εξασφαλίζουν την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν  από το κοινοτικό δίκαιο, διατάσσοντας τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα που θα  διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της αποφάσεως του Δ Ε Κ  που  πρόκειται να εκδοθεί επί διατυπωθέντων προδικαστικών ερωτημάτων  Κρίση του  Δικαστηρίου ότι μεγάλο τμήμα του έργου της εκτροπής είναι ακόμη ανεκτέλεστο,  η δε συνέχιση των εργασιών και τυχόν λειτουργία των κατασκευασθέντων  επιμέρους έργων θα επιφέρει περαιτέρω επιδείνωση του φυσικού περιβάλλοντος   Δέχεται την αίτηση 


  6  Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 20 παρ  1 και 95 του  Συντάγματος, οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας  και το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως αντιστοίχως, συνάγεται ότι ο  κοινός νομοθέτης υποχρεούται να εξασφαλίζει την δυνατότητα εννόμου προστασίας  έναντι των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών  Η προστασία αυτή, κατά  την έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν αφορά μόνο στην οριστική επίλυση της  ενδίκου διαφοράς, δηλαδή στην έκδοση οριστικής αποφάσεως επί του κυρίου  ενδίκου βοηθήματος, αλλά περιλαμβάνει και την προσωρινή δικαστική προστασία,  δηλαδή την λήψη του μέτρου, το οποίο κρίνεται κατάλληλο για να αποσοβηθεί η  ματαίωση του σκοπού, για τον οποίο παρέχεται το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως  ακυρώσεως  Εξ άλλου, η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, η οποία  αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, απορρέουσα από τις κοινές  συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να  εξασφαλίζουν την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από  το κοινοτικό δίκαιο, διατάσσοντας τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα που θα  διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της αποφάσεως του Δ Ε Κ  που  πρόκειται να εκδοθεί επί διατυπωθέντων προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με  την ύπαρξη των προβαλλομένων βάσει του κοινοτικού δικαίου δικαιωμάτων (βλ   αποφάσεις ΔΕΚ της 13 3 2007, C-432/2005, Unibet Ltd , της 11 1 2001, C- 226/1999,
Siplesκαι της 19 6 1990, C– 213/1989, Factortame)

 7  Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η άμεση εκτέλεση των  προσβαλλόμενων πράξεων και ρυθμίσεων θα έχει ως αποτέλεσμα α) να κλονισθεί  ανεπανόρθωτα η φέρουσα ικανότητα του Αχελώου (αφού οι υδροταμιευτήρες της  Μεσοχώρας και της Συκιάς κατασκευάζονται και θα λειτουργήσουν στον άνω ρου  του ποταμού, δηλαδή στην κρίσιμη περιοχή, όπου τελούνται οι φυσικές  διεργασίες εμπλουτισμού και ενδυνάμωσης του υδάτινου στοιχείου), β) να  αλλάξει λόγω της δημιουργίας τεχνητών λιμνών το κλίμα από υποαλπικό σε  λιμναίο με συνέπεια τη μείωση των χιονοπτώσεων και εν γένει την αλλαγή των  ποσοτικών και ποιοτικών παραμέτρων που καθορίζουν το υδατικό δυναμικό του  ποταμού με επιπτώσεις στο Δέλτα και τη Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού, γ)  να αλλοιωθεί ανεπανόρθωτα το κοιλαδικό και φαραγγιακό τοπίο της Νότιας Πίνδου  σε στάσιμες υδάτινες επιφάνειες με έντονη πτώση της στάθμης και αντίστοιχη  αποκάλυψη νεκρής ζώνης κατά τη θερινή περίοδο, δ) να υποβαθμισθεί η  βιοποικιλότητα της Πίνδου, ε) να εκλείψει ολόκληρος ο οικισμός της Μεσοχώρας  και τμήματα πολλών άλλων παρόχθιων οικισμών, στ) να αφανισθούν δάση και  δασικές εκτάσεις επιφανείας 17 510 στρεμμάτων από την αποψίλωση που θα  διενεργηθεί για την πλήρωση των ταμιευτήρων και να προκληθούν έντονες  επεμβάσεις στην κοίτη του ποταμού Αχελώου, ζ) να υποβαθμισθεί το Μνημείο του  Μοναστηρίου του Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου Τρικάλων και η) να αφανισθεί πλήθος  άλλων πολιτιστικών αγαθών

9  Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το συνολικό έργο της  εκτροπής περιλαμβάνει τα εξής επιμέρους έργα: α) φράγμα, ταμιευτήρα και  υδροηλεκτρικό σταθμό στην περιοχή Μεσοχώρας Νομού Τρικάλων, β) σήραγγα μήκους  7 400 μέτρων από Μεσοχώρα έως την περιοχή Γλύστρας και υδροηλεκτρικό σταθμό  Γλύστρας, γ) φράγμα, ταμιευτήρα και υδροηλεκτρικό σταθμό στην περιοχή Συκιάς,  σε θέση που εμπίπτει στις περιφέρειες των Νομών Αρτας και Καρδίτσας, δ)  σήραγγα εκτροπής του ρου του ποταμού προς τη Θεσσαλία μήκους 17 400 μέτρων  και υδροηλεκτρικό σταθμό στην έξοδο της σήραγγας και ε) αναρρυθμιστική  δεξαμενή και υδροηλεκτρικό σταθμό στην περιοχή Μαυρομματίου Νομού Καρδίτσας   Από τα έργα αυτά, το υποέργο της Μεσοχώρας έχει σχεδόν ολοκληρωθεί  Το  υποέργο του φράγματος της Συκιάς έχει προχωρήσει σημαντικά, υπολείπεται όμως  σημαντικό μέρος εργασιών για την ολοκλήρωσή του  Οπως δε προκύπτει από τα  στοιχεία του φακέλου (βλ  το με αρ  πρωτ  3421/Κ Ε 1900 Γ/20 11 2009 έγγραφο  απόψεων της Ε Υ Δ Ε /Ο Σ Υ Ε  προς το Δικαστήριο), οι εργασίες αυτές  περιλαμβάνουν περαιτέρω εκσκαφές, αλλά και επεμβάσεις στην κοίτη του ποταμού  Αχελώου για τη θεμελίωση του πυρήνα του φράγματος  Από τα ίδια στοιχεία  προκύπτει ότι στο υποέργο της σήραγγας εκτροπής έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες  διάνοιξης και υπολείπονται οι εργασίες επένδυσης με σκυρόδεμα, ενώ τα λοιπά  υποέργα δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει  Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μεγάλο τμήμα  του έργου της εκτροπής είναι ακόμη ανεκτέλεστο, η δε συνέχιση των εργασιών  και τυχόν λειτουργία των κατασκευασθέντων επιμέρους έργων θα επιφέρει  περαιτέρω επιδείνωση του φυσικού περιβάλλοντος, δηλαδή περαιτέρω αλλοίωση της  μορφής του τοπίου, κλονισμό του ποταμίου και των παραποταμίων οικοσυστημάτων  του Αχελώου και επιβάρυνση του υδατικού δυναμικού του ποταμού, μη δυνάμενη να  επανορθωθεί σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως  Εξ άλλου, το  γεγονός ότι το φράγμα της Μεσοχώρας έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, δεν θα μπορούσε  να οδηγήσει στην απόρριψη, κατά το μέρος αυτό, της κρινομένης αιτήσεως, ώστε  να επιτραπεί η πλήρωση του ταμιευτήρα και η λειτουργία του σχετικού  υδροηλεκτρικού έργου, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του  φακέλου, το έργο αυτό αποτελεί μέρος του ενιαίου εγχειρήματος της μερικής  εκτροπής και έχει σχεδιασθεί και μελετηθεί από τη Διοίκηση διαχρονικά ως  τέτοιο, η δε Επιτροπή Αναστολών δεν θα μπορούσε, καθ’ υποκατάσταση του έργου  της Διοίκησης, να το αυτονομήσει και να επιτρέψει την ολοκλήρωση και  λειτουργία του αυτοτελώς

Πέραν όμως αυτού, η αναγκαία για τη λειτουργία του υδροηλεκτρικού έργου  πλήρωση του ταμιευτήρα θα έχει ως συνέπεια την κατάκλυση μεγάλου μέρους του  οικισμού της Μεσοχώρας, ήτοι βλάβης η οποία δεν δύναται να επανορθωθεί σε  περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως  Για το λόγο αυτό και κατόπιν  σταθμίσεως των λόγων δημοσίου συμφέροντος και της οικονομικής βλάβης που  επικαλείται το Δημόσιο και η Δ Ε Η  από τη διακοπή των εργασιών και του  γεγονότος ότι η συνέχιση των εργασιών στις εν εξελίξει εργολαβίες θα  καταστήσει έτι δυσχερέστερη και οικονομικά πιο δαπανηρή την επαναφορά του  χώρου στην προτέρα κατάσταση σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως  ακυρώσεως, η Επιτροπή κρίνει ότι η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να γίνει δεκτή  και να διαταχθούν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 52 του π δ/τος 18/1989 (Α’ 8),  μέχρις εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως ακυρώσεως, ως πρόσφορα  μέτρα: α) η άμεση διακοπή όλων των εργασιών που διενεργούνται και αποσκοπούν,  αμέσως ή εμμέσως, στην κατασκευή του έργου της εκτροπής, καθώς και η αποχή  από κάθε υλική ενέργεια που κατατείνει στην ολοκλήρωση και λειτουργία των  έργων που συνδέονται με το επίμαχο εγχείρημα της εκτροπής του άνω ρου του  Αχελώου ποταμού και β) η μη λειτουργία όσων εκ των έργων χρήσης και  αξιοποίησης υδάτων έχουν ήδη ολοκληρωθεί

                                               

Δια ταύτα

Δέχεται την αίτηση

 Διατάσσει τα κατά το σκεπτικό αναφερόμενα μέτρα

 Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και

Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο και στους παρεμβαίνοντες να καταβάλουν  συμμέτρως στο αιτούν το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ ως δικαστική δαπάνη

 Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 και 11 Ιανουαρίου 2010 και στις 4  Φεβρουαρίου 2010 και εκδόθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2010

   Ο Πρόεδρος                                                         Η Γραμματέας

  Π  Πικραμμένος                                                     Ε  Κουμεντέρη

   ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν  την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά  τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν  όταν τους ζητηθεί

 Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος

 Αθήνα,

 Ο Πρόεδρος                                                           Η Γραμματέας

619/2013 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 594342)  (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) ΕΕΤΤ και επιβολή κυρώσεων στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της να εκχωρεί ονόματα χώρου με κατάληξη  gr, να απορρίπτει αιτήσεις εκχωρήσεως και να διαγράφει ονόματα χώρου  Η παρ  1 του άρθρου 67 του Ν  3431/2006, κατά την οποία οι αποφάσεις αυτές υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον του ΣτΕ υποθέσεις και είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα  Οι σχετικές διαφορές μεταφέρονται στο Διοικητικό Εφετείο ως ουσιαστικές  Εξουσίες του δικάζοντος δικαστηρίου  Παραπομπή του ενδίκου βοηθήματος στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για να δικαστεί ως προσφυγή ουσίας  Η αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την αριθμ  3623/2008 απόφαση του Δ’ Τμήματος   8  Επειδή, στο Σύνταγμα ορίζεται, στο άρθρο 94 παρ  1, ότι «Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου» και στο άρθρο 95 ότι «1  Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου  β) Η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει  γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ΄ αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους  δ) Η επεξεργασία όλων των διαταγμάτων που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα  2

   3  Κατηγορίες υποθέσεων τηςακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση και τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια  Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει  4  Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει

   5

   »

9  Επειδή, η θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως δικαστηρίου που δικάζει, σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 1 περίπτ  α του άρθρου 95 του Συντάγματος, την αίτηση ακυρώσεως κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, είναι καίρια στο σύστημα του Κράτους Δικαίου που καθιερώνει το Σύνταγμα, η δε γενική ακυρωτική δικαιοδοσία του δικαστηρίου τούτου δεν αφήνεται από τον συντακτικό νομοθέτη στην απόλυτη διάθεση του κοινού νομοθέτη και, συνεπώς, ο περιορισμός της διά της μεταφοράς κατηγοριών υποθέσεων προς εκδίκαση στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από την άποψη της τηρήσεως των συνταγματικών ορίων  Ειδικότερα, από τις μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη συνταγματικές διατάξεις προκύπτουν τα ακόλουθα : Στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ανατίθεται, εκτός από τις διοικητικές διαφορές ουσίας που το ίδιο το Σύνταγμα αναθέτει σε άλλα δικαστήρια, γενική αρμοδιότητα επί των διοικητικών διαφορών που πηγάζουν είτε από διοικητικές συμβάσεις είτε από ενέργειες διοικητικών οργάνων που δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικονομική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης που διέπεται από το δημόσιο δίκαιο  Από την άλλη πλευρά, λόγω της γενικής ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, ο νόμος, κατά την έννοια των ανωτέρω άρθρων 94 παρ  1, 95 παρ  1 περίπτ  α΄ και 95 παρ  3 του Συντάγματος, που πρέπει να ερμηνευθούν συνδυασμένα, μπορεί να αναθέτει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, όταν η διαφορά γεννάται από εκτελεστή διοικητική πράξη, μόνον ειδική αρμοδιότητα, για συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, η φύση και η σπουδαιότητα των οποίων δεν επιβάλλει, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, την εκδίκασή τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας  Η κατά τα ανωτέρω ανατιθέμενη στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αρμοδιότητα μπορεί να οργανωθεί από τον νόμο είτε ως ακυρωτική, όταν το αίτημα ενώπιον του δικαστηρίου δεν μπορεί, σύμφωνα με τον νόμο να έχει ως περιεχόμενο την τροποποίηση αλλά μόνο την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή την ακύρωση παραλείψεως προς έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξεως, είτε ως αρμοδιότητα που εκτείνεται σε άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας, όταν το αίτημα ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί, σύμφωνα με τον νόμο, να είναι, εκτός από την ακύρωση, και η μεταρρύθμιση εκτελεστής διοικητικής πράξεως και, αντιστοίχως, το δικαστήριο έχει, κατ΄ αρχήν, την εξουσία να διαμορφώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο της πράξεως ή του δικαιώματος, της υποχρεώσεως ή της καταστάσεως που απορρέει από αυτή, μετά από διάγνωση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως (βλ  Ολ  ΣτΕ 3919/2010)

10  Επειδή, από τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις, όπως ερμηνεύθηκαν στην  προηγούμενη σκέψη, σε συνδυασμό και με την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών που  καθιερώνεται με το άρθρο 26 του Συντάγματος, προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται να οργανώνεται η αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ως εκτεινόμενη σε άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των κατηγοριών υποθέσεων που, κατ’ εκτίμηση της φύσεως και της σπουδαιότητάς τους επιτρεπτώς μεταφέρονται σε αυτά, αφαιρούμενα από την ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον η άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας στις συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων συνεπάγεται την υπεισέλευση της δικαστικής λειτουργίας στην εκτελεστική επί θεμάτων για τα οποία είναι αυτή αποκλειστικώς αρμόδια  Τούτο δε συμβαίνει, εκτός άλλων, και όταν, εν όψει του κατά το νόμο αντικειμένου της προσβαλλομένης ατομικής διοικητικής πράξεως, των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοσή της και του χαρακτήρα της έρευνας βάσει της οποίας μπορεί να διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών και των συνεπειών, τις οποίες θα επέφερε η μεταρρύθμιση της πράξεως, η άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας, όπως διαγράφεται στη σκέψη 1, θα παραβίαζε τα όρια της ανατιθέμενης αποκλειστικώς στα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας βάσει της αρχής της διακρίσεως των λειτουργιών αρμοδιότητος

11  Επειδή, οι υποθέσεις που αναφέρονται στην αρμοδιότητα της Ε Ε Τ Τ  να εκχωρεί, βάσει των προπαρατεθεισών διατάξεων, ονόματα χώρου με κατάληξη  gr, να απορρίπτει αιτήσεις εκχωρήσεως και να διαγράφει ονόματα χώρου, επιτρεπτώς, από την άποψη των ορίων εξουσίας εκτιμήσεως του νομοθέτη,αντιμετωπίζονται από αυτόν ως ήσσονος σημασίας, σύμφωνα με την εκτεθείσα στις προηγούμενες σκέψεις έννοια των άρθρων 94 παρ  1 και 95 παρ  1 και 3 του Συντάγματος  Συνεπώς, η μεταφορά στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με το άρθρο 67 παρ  1 του Ν  3431/2006, της εν λόγω κατηγορίας υποθέσεων κινείται εντός των ορίων της συνταγματικώς θεμιτής δράσεως του νομοθέτη  Εξ άλλου, οι διαφορές που ανακύπτουν από πράξεις της Ε Ε Τ Τ  κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της για εκχώρηση ονομάτων χώρου, απόρριψη αιτήσεων εκχωρήσεως ή για διαγραφή ονόματος χώρου, επιτρεπτώς, κατά τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, μεταφέρονται στο Διοικητικό Εφετείο ως ουσιαστικές και όχι ως ακυρωτικές  Τούτο δε διότι οι διαφορές αυτές συνάπτονται με την ύπαρξη δικαιώματος επί συγκεκριμένουονόματοςχώρου και με την έκταση του περιεχομένου αυτού, κατά το άρθρο 3 του προμνησθέντος Κανονισμού, με τη μετατροπή δε των διαφορών αυτών σε ουσιαστικές ο νομοθέτης αναγνωρίζει στο Διοικητικό Εφετείο την εξουσία, σε περίπτωση αποδοχής του ενδίκου βοηθήματος, να μη περιορισθεί στην ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως αλλά να διαμορφώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο του εν λόγω δικαιώματος εν όψει, μάλιστα, της περιοριστικής απαριθμήσεως, στα άρθρα 5 και 6 του ρηθέντος Κανονισμού, των λόγων απορρίψεως αιτήσεως εκχωρήσεως ονόματος χώρου και των λόγων διαγραφής αυτού, εν όψει δηλαδή της μη αναγνωρίσεως στην Ε Ε Τ Τ  διακριτικής ευχερείας ως προς τα ζητήματα αυτά, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κατά το άρθρο 79 παρ   3 περ  γ του (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν  2717/1999, Α 97) Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, δύναται, σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής και ακυρώσεως πράξεως με την οποία απορρίπτεται αίτημα εκχωρήσεως ή, ως εν προκειμένω, διαγραφής ονόματος χώρου, να μην αναπέμψει την υπόθεση στην Ε Ε Τ Τ , αλλά να κρίνει τελειωτικά επί του ζητήματος αυτού

12  Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, μετά την επίλυση του παραπεμφθέντος ζητήματος της συνταγματικότητος του άρθρου 67 παρ  1 του Ν  3431/2006, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, στρεφόμενο κατά πράξεως της Ε Ε Τ Τ  με την οποία απορρίπτεται αίτημα διαγραφής ονόματος χώρου κατά τις διατάξεις του προμνησθέντος Κανονισμού, αποτελεί προσφυγή ουσίας και πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση, κατά το άρθρο 34 του Ν  1968/1991 (Α 150), στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών

Δ ι ά  τ α ύ τ α   Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα, κατά το σκεπτικό, και   Παραπέμπει το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, προκειμένου να εκδικασθεί ως προσφυγή ουσίας, στο  Διοικητικό Εφετείο Αθηνών

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου, 8 Απριλίου και 10 Ιουνίου 2011   Ο Πρόεδρος

  Η Γραμματέας   Π  Πικραμμένος

 Μ  Παπαδοπούλου  και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 11ης Φεβρουαρίου 2013

Ο Πρόεδρος

 Η Γραμματέας   Κ  Μενουδάκος

   Μ  Παπασαράντη  Τηλεπικοινωνίες και χορήγηση άδειας κατασκευής κεραίας σταθμού ξηράς  Η παρ  1 του άρθρου 67 του ν  3431/2006, κατά την οποία οι αποφάσεις της ΕΕΤΤ υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον του ΣτΕ υποθέσεις  Η διάταξη αυτή αντίκειται στο Σύνταγμα, όσον αφορά τις διαφορές που ανακύπτουν από την απ΄ ευθείας προσβολή κανονιστικών αποφάσεων της ΕΕΤΤ και τη μετατροπή τους από ακυρωτικές σε διαφορές ουσίας  Οσον αφορά όμως τις ατομικές αποφάσεις της ΕΕΤΤ, η συνταγματικότητα ή μη της μετατροπής των διαφορών από ακυρωτικές σε ουσίας εξετάζεται κατά περίπτωση  Αντίθετη μειοψηφία  Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ  1122/2008 απόφαση του Ε΄ Τμήματος

 Αριθμός 3919/2010   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ   ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2008, με την εξής σύνθεση: Κ   Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Αντιπροέδρων, που είχαν κώλυμα, Ε  Γαλανού, Αγγ  Θεοφιλοπούλου, Δ  Πετρούλιας, Ν  Ρόζος, Αθ  Ράντος, Ε  Σαρπ, Χ  Ράμμος, Δ  Μαρινάκης, Γ  Παπαγεωργίου, Μ  Καραμανώφ, Α   Σακελλαροπούλου, Α  Χριστοφορίδου, Μ -Ε  Κωνσταντινίδου, Α -Γ  Βώρος, Γ  Ποταμιάς, Μ   Γκορτζολίδου, Ε  Νίκα, Ι  Γράβαρης, Ε  Αντωνόπουλος, Γ  Τσιμέκας, Ι  Ζόμπολας, Σ  Μαρκάτης, Δ   Γρατσίας, Β  Καμπίτση, Β  Γρατσίας, Αντ  Ντέμσιας, Σ  Παραμυθιώτης, Φ  Ντζίμας, Σ   Χρυσικοπούλου, Η  Τσακόπουλος, Β  Καλαντζή, Μ  Σταματελάτου-Μπεριάτου, Σύμβουλοι, Σ   Βιτάλη, Β  Κίντζιου, Πάρεδροι  Γραμματέας ο Β  Μανωλόπουλος

Για να δικάσει την από 3 Δεκεμβρίου 2004 αίτηση:   των : 1  έως  και 72

  , οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Κώστα Διάκο (Α Μ  5419), που  τον διόρισαν με πληρεξούσιο,   κατά της ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής με την επωνυμία «Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και  Ταχυδρομείων (Ε Ε Τ Τ )», η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Βασ  Κονδύλη (Α Μ  13300), που τον  διόρισε με πληρεξούσιο,   και κατά της παρεμβαίνουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία

 » και με το διακριτικό  τίτλο «

», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (

 ), η οποία παρέστη με τον  δικηγόρο Επαμ  Σπηλιωτόπουλο (Α Μ  643), που τον διόρισε με πληρεξούσιο

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπν της υπ΄ αριθμ   1122/2008 αποφάσεως του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να  επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ  284/15/30 5 2003  απόφαση του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, με την οποία  χορηγήθηκε άδεια κατασκευής κεραίας σταθμού ξηράς στην εταιρεία «

 » (αρ  Εγγραφής  Κεραίας

) στον Πειραιά, καθώς και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση  εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Ν  Ρόζο

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και  προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους  πληρεξουσίους της παρεμβαίνουσας εταιρείας και της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και  Ταχυδρομείων, που ζήτησαν την απόρριψή της

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου   κ α ι   Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α   σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α   Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο   1  Επειδή για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά  έντυπα γραμμάτια 1969870 και 1531273/2004 σειράς Α΄)

2  Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 284/15/30 5 2003 αποφάσεως της Εθνικής  Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε Ε Τ Τ ), με την οποία χορηγήθηκε άδεια  κατασκευής κεραίας σταθμού ξηράς στην εταιρεία «

   » στη θέση «Δοκίμων»  στον Πειραιά  Υπέρ της αποφάσεως αυτής παρεμβαίνει η δικαιούμενη της ανωτέρω αδείας

3  Επειδή επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η 1122/2008 απόφαση του Ε΄ Τμήματος του  δικαστηρίου τούτου, με την οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με  την παρ  5 του άρθρου 100 του Συντάγματος, που προστέθηκε με το από 6 4 2001 Ψήφισμα της  Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, το ζήτημα αν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η διάταξη της παρ  1 του  άρθρου 67 του ν  3431/2006 (ΦΕΚ 13Α΄)

4  Επειδή, στο άρθρο 1 παρ  2 του ν  2801/2000 (Α΄ 46) ορίζεται ότι: «Α  Για την κατασκευή  κεραίας σταθμού στην ξηρά, που χρησιμοποιείται για την εκπομπή ή/και λήψη ηλεκτρομαγνητικής  ενέργειας

  απαιτείται άδεια, η οποία χορηγείται από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών

   Β  Πριν από νέα κατασκευή κεραίας ή τροποποίηση υφιστάμενης κατασκευής, ο κάτοχος του  σταθμού πρέπει να μεριμνήσει για την έκδοση της άδειας ή την τροποποίησή της

  ΙΒ  Όλες οι  κατασκευές κεραιών που έχουν εγκατασταθεί μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος, υποχρεούνται  σε αδειοδότηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου

 »  Ακολούθως, με το άρθρο 3  του Ν  2867/2000 (Α΄ 273) ορίστηκε στην παράγραφο 1 ότι «ο έλεγχος και η ρύθμιση του τομέα  των τηλεπικοινωνιών και η εποπτεία της τηλεπικοινωνιακής αγοράς ασκούνται από την Εθνική  Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε Ε Τ Τ ) η οποία αποτελεί την Εθνική Ρυθμιστική  Αρχή σε θέματα τηλεπικοινωνιών» και στην παράγραφο 2 ότι «η Ε Ε Τ Τ  είναι ανεξάρτητη  διοικητική αρχή με έδρα την Αθήνα που απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτελείας

 »

 Περαιτέρω, στην παράγραφο 14 του ίδιου άρθρου προβλέπονται οι αρμοδιότητες οι οποίες  ανατίθενται στην Ε Ε Τ Τ  στο πλαίσιο της ανωτέρω αποστολής της και από τις οποίες οι πλείστες  συνίστανται στην έκδοση εκτελεστών ατομικών πράξεων ή αποφάσεων κανονιστικού  περιεχομένου, ορίζεται δε ότι, μεταξύ άλλων, η Ε Ε Τ Τ  είναι αρμόδια να χορηγεί τις άδειες  κατασκευής κεραιών σταθμών στην ξηρά, ασκώντας όλες τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο  άρθρο 1 του Ν  2801/2000, πλην αυτών που αφορούν τα πάρκα κεραιών και αυτών της  περίπτωσης ΙΑ΄ της παρ  2 του άρθρου 1 του Ν  2801/2000 (περ  κ) και να εκδίδει κανονιστικές ή  ατομικές πράξεις, δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δια των οποίων ρυθμίζεται  κάθε διαδικασία και λεπτομέρεια σε σχέση με τις αρμοδιότητές της που αναφέρονται στην  παράγραφο αυτή (περ  κη)  Εξάλλου, στον ν  3431/2006 (Α΄ 13), ο οποίος δημοσιεύθηκε μετά την  κατάθεση της υπό κρίση αιτήσεως ακυρώσεως, ορίζεται, στο άρθρο 1 παρ  1 ότι «Οι διατάξεις του  παρόντος νόμου καθορίζουν το πλαίσιο παροχής δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υπηρεσιών  ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συναφών ευκολιών και συναφών υπηρεσιών εντός της Ελληνικής  Επικράτειας, ενσωματώνοντας συγχρόνως και τις οδηγίες 2002/19/ΕΚ, 2002/20/ΕΚ, 2002/21/ΕΚ,  2202/22/ΕΚ και 2002/77/ΕΚ», στο άρθρο 6 ότι «1

ο έλεγχος, η ρύθμιση και η εποπτεία της  αγοράς των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ασκούνται από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και  Ταχυδρομείων (Ε Ε Τ Τ ), η οποία αποτελεί την Εθνική Ρυθμιστική Αρχή (ΝRA) σε θέματα παροχής  δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συναφών ευκολιών και συναφών υπηρεσιών  και είχε συσταθεί με το ν  2246/1994

   2  Η Ε Ε Τ Τ  είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή με έδρα  την Αθήνα και απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας

  3

   »  Στο άρθρο 12  προβλέπονται οι αρμοδιότητες της Ε Ε Τ Τ , από τις οποίες οι περισσότερες συνίστανται σε έκδοση  εκτελεστών ατομικών πράξεων και αποφάσεων κανονιστικού περιεχομένου και στις οποίες  περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η χορήγηση των αδειών κατασκευής κεραιών σταθμών στην ξηρά  σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και η έκδοση κάθε αναγκαίας κανονιστικής πράξεως για την  άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η οποία περιλαμβάνει ιδίως τη διαδικασία χορηγήσεως της άδειας  κατασκευής, τους όρους συνεγκαταστάσεως ή από κοινού χρήσεως ευκολιών, τις προϋποθέσεις  ταυτοποιήσεως της κάθε κατασκευής κεραίας, τις διαδικασίες τροποποιήσεως ή ανακλήσεως των  αδειών

   (περ  λβ΄)  Περαιτέρω στο άρθρο 31 του ίδιου νόμου προβλέπονται σχετικά με την  εγκατάσταση των ανωτέρω κεραιών, μεταξύ άλλων, ότι : «για την τοποθέτηση εγκαταστάσεων  κεραιών και συναφών κατασκευών δεν απαιτείται η έκδοση οικοδομικής άδειας, αλλά έγκριση, που  χορηγείται από την αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία, ύστερα από έλεγχο των δικαιολογητικών, που  καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων» (παρ   13), καθώς και ότι «για τους προϋφιστάμενους της ισχύος του παρόντος σταθμούς, οι οποίοι είναι  εφοδιασμένοι με Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων, απαιτείται η υποβολή στην Ε Ε Α Ε  μελέτης  ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών της κεραίας, σύμφωνα με τα όρια ασφαλούς έκθεσης του  κοινού, κατά τις παραγράφους 9 και 10 και η αδειοδότηση από την Ε Ε Τ Τ , εντός δώδεκα μηνών  από την έναρξη ισχύος του παρόντος  Η ως άνω προθεσμία δύναται να παραταθεί με απόφαση του  Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών  Για τους σταθμούς αυτούς διατηρούνται σε ισχύ οι  χορηγηθείσες περιβαλλοντικές και πολεοδομικές εγκρίσεις

  » (παρ  20)  Τέλος, στο άρθρο 67 του  ίδιου νόμου ορίζεται ότι «1  Οι αποφάσεις της Ε Ε Τ Τ  υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του  Διοικητικού Εφετείου Αθηνών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα ημερών από τη  δημοσίευσή τους, προκειμένου περί κανονιστικών αποφάσεων ή την κοινοποίησή τους σε κάθε  άλλη περίπτωση  2  Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν  αναστέλλουν την εκτέλεση των ανωτέρω αποφάσεων εκτός κι αν, μετά από αίτηση του  προσφεύγοντος, το δικαστήριο, με αιτολογημένη απόφασή του, αναστείλει εν όλω ή εν μέρει την  εκτέλεση της πράξης, εφαρμόζοντας τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ως  ισχύει  3  Η προσφυγή εκδικάζεται εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα κατάθεσής της και  εκδίδεται απόφαση εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την εκδίκασή της  Αναβολή της  συζήτησης είναι δυνατή μόνο μία φορά και για σπουδαίο λόγο, ο δε επαναπροσδιορισμός της δίκης  δεν απέχει περισσότερο από ένα μήνα από την αρχική δικάσιμο, εκτός κι αν υφίσταται περίπτωση  συνεκδίκασης περισσότερων προσφυγών  4  Κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου  Αθηνών, που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναίρεσης  ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις  Η αίτηση αναίρεσης  εκδικάζεται εντός τριμήνου από την ημερομηνία κατάθεσή της στο Συμβούλιο της Επικρατείας και  εκδίδεται απόφαση εντός τεσσάρων μηνών από τη συζήτησή της», στο άρθρο 70 παρ  2 ότι «Από  της ενάρξεως ισχύος του παρόντος καταργούνται: α) Ο ν  2867/2000

  πλην των

   καθώς και  των διατάξεων που αφορούν στον τομέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών

 » και στο άρθρο  74 ότι «Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της  Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται

  »

5  Επειδή η ρύθμιση της ανωτέρω παραγράφου 1 του άρθρου 67 του ν  3431/2006, κατά την  οποία οι αποφάσεις της Ε Ε Τ Τ , ατομικού και κανονιστικού χαρακτήρα, υπόκεινται σε προσφυγή  ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καταλαμβάνει, ως αναφερόμενη στην αρμοδιότητα  δικαστηρίου, δηλαδή ως ρύθμιση δικονομική, και τις εκκρεμείς ενώπιον του Συμβουλίου της  Επικρατείας υποθέσεις, εφ΄ όσον δεν ορίζεται το αντίθετο στο νόμο αυτό

6  Επειδή, στο Σύνταγμα ορίζεται, στο άρθρο 94 παρ  1 ότι «Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου» και στο άρθρο 95 ότι «1  Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου  β) Η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει  γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ΄ αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους  δ) Η επεξεργασία όλων των διαταγμάτων που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα  2

3  Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση και τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια  Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει  4  Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει

  5

   »

7  Επειδή, η θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως δικαστηρίου που δικάζει, σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 1 περίπτ  α του άρθρου 95 του Συντάγματος, την αίτηση ακυρώσεως κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, είναι καίρια στο σύστημα του Κράτους Δικαίου που καθιερώνει το Σύνταγμα, η δε γενική ακυρωτική δικαιοδοσία του δικαστηρίου τούτου δεν αφήνεται από τον συντακτικό νομοθέτη στην απόλυτη διάθεση του κοινού νομοθέτη και, συνεπώς, ο περιορισμός της δια της μεταφοράς κατηγοριών υποθέσεων προς εκδίκαση στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από την άποψη της τηρήσεως των συνταγματικών ορίων  Ειδικότερα από τις μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη συνταγματικές διατάξεις προκύπτουν τα ακόλουθα : Στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ανατίθεται, εκτός από τις διοικητικές διαφορές ουσίας που το ίδιο το Σύνταγμα αναθέτει σε άλλα δικαστήρια, γενική αρμοδιότητα επί των διοικητικών διαφορών που πηγάζουν είτε από διοικητικές συμβάσεις είτε από ενέργειες διοικητικών οργάνων που δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικονομική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης που διέπεται από το δημόσιο δίκαιο  Από την άλλη πλευρά, λόγω της γενικής ακυρωτικές αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, ο νόμος, κατά την έννοια των ανωτέρω άρθρων 94 παρ  1, 95 παρ  1 περίπτ  α΄ και 95 παρ  3 του Συντάγματος, που πρέπει να ερμηνευθούν συνδυασμένα, μπορεί να ανατεθεί στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, όταν η διαφορά γεννάται από εκτελεστή διοικητική πράξη, μόνον ειδική αρμοδιότητα, για συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, η φύση και η σπουδαιότητα των οποίων δεν επιβάλλει, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, την εκδίκασή τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας  Η κατά τα ανωτέρω ανατιθέμενη στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αρμοδιότητα μπορεί να οργανωθεί από τον νόμο είτε ως ακυρωτική, όταν το αίτημα ενώπιον του δικαστηρίου δεν μπορεί, σύμφωνα  με τον νόμο να έχει ως περιεχόμενο την τροποποίηση αλλά μόνο την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή την ακύρωση παραλείψεως προς έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξεως, είτε ως αρμοδιότητα που εκτείνεται σε άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας, όταν το αίτημα ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί, σύμφωνα με τον νόμο, να είναι, εκτός από την ακύρωση, και η μεταρρύθμιση εκτελεστής διοικητικής πράξεως και το δικαστήριο έχει, κατ΄ αρχήν, την εξουσία να διαμορφώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο της πράξεως ή του δικαιώματος, της υποχρεώσεως ή της καταστάσεως που απορρέει από αυτή, μετά από διάγνωση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως

8  Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 26 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1  Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας  2  Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση  3  Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια  οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού» και με το άρθρο 43 ότι «1  Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει τα διατάγματα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των νόμων και δεν μπορεί ποτέ να αναστείλει την εφαρμογή τους ούτε να εξαιρέσει κανένα από την εκτέλεσή τους  2  Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της  Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπονται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τακτικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό  4  Με νόμους που ψηφίζονται από την Ολομέλεια της Βουλής μπορεί να  παρέχεται εξουσιοδότηση έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων για τη ρύθμιση των θεμάτων που καθορίζονται σ΄ αυτούς σε γενικό πλαίσιο  Με τους νόμους αυτούς καθορίζονται οι γενικές αρχές και οι κατευθύνσεις της ρύθμισης που πρέπει να ακολουθηθεί και τίθενται χρονικά όρια για τη χρήση της εξουσιοδότησης  5  Τα κατά το άρθρο 72 παράγραφος 1 θέματα της αρμοδιότητας της Ολομέλειας της Βουλής δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο εξουσιοδότησης κατά την προηγούμενη παράγραφο»  Με την πρώτη από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις θεσπίζεται η αρχή της διακρίσεως των λειτουργών ενώ με τη δεύτερη επιτρέπεται, κατά διασταύρωση της νομοθετικής λειτουργίας με την εκτελεστική, η θέσπιση κανόνων δικαίου, δηλαδή η άσκηση νομοθετικής αρμοδιότητας, όχι από τα αρμόδια προς τούτο όργανα αλλά με διοικητικές πράξεις εκδιδόμενες από τα όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας, εφ΄ όσον έχουν προς τούτο εξουσιοδοτηθεί με τυπικό νόμο στις περιπτώσεις των παρ  2 και 4  Από τις αναφερόμενες, επομένως, στη σκέψη 5 διατάξεις του Συντάγματος, όπως ερμηνεύθηκαν στη σκέψη 6, ερμηνευόμενες περαιτέρω σε συνδυασμό και με τις παρατιθέμενες στην παρούσα σκέψη συνταγματικές διατάξεις, προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται να οργανώνεται η αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ως εκτεινόμενη σε άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των κατηγοριών υποθέσεων που, κατ΄ εκτίμηση της φύσεως και της σπουδαιότητάς τους, επιτρεπτώς μεταφέρονται σε αυτά, αφαιρούμενα από την ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον η άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας στις συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων συνεπάγεται την υπεισέλευση της δικαστικής λειτουργίας στην εκτελεστική  επί θεμάτων για τα οποία είναι αυτή αποκλειστικώς αρμόδια: Α) Λόγω ρητής συνταγματικής  προβλέψεως, όπως στην περίπτωση της προσβολής κανονιστικών διοικητικών πράξεων,  δεδομένου ότι με αυτές αναγνωρίζονται δικαιώματα ή επιβάλλονται υποχρεώσεις ή ρυθμίζονται καταστάσεις απροσώπως και, συνεπώς, η μεταρρύθμισή τους από το δικαστή, συνεπαγόμενη τη διαμόρφωση των ρυθμιζόμενων δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή καταστάσεων από το δικαστή, η οποία μόνον απροσώπως θα ήταν δυνατή, θα συνιστούσε θέσπιση νέας κανονιστικής διοικητικής πράξεως, για την οποία όμως αρμόδια είναι μόνο τα προβλεπόμενα από το άρθρο 43 του Συντάγματος όργανα της εκτελεστικής εξουσίας  Τούτου έπεται ότι η μετατροπή των διαφορών αυτών σε ουσιαστικές θα προσέκρουε στις συνταγματικές αυτές διατάξεις διότι θα είχε ως αποτέλεσμα την άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητας των ανωτέρω διοικητικών οργάνων από τα διοικητικά δικαστήρια  Ο έλεγχος, συνεπώς, των διοικητικών πράξεων, όταν προσβάλλονται ευθέως, είναι δυνατός μόνον ακυρωτικώς, κατ΄ αυτόν δε εξετάζεται α) αν η εξουσιοδοτική διάταξη είναι σύμφωνη προς συνταγματικές ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, β) αν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από την εξουσιοδοτική διάταξη διαδικασία εκδόσεως της κανονιστικής πράξεως, γ) αν το περιεχόμενο της κανονιστικής ρυθμίσεως ευρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως και δ) αν η κανονιστική ρύθμιση είναι σύμφωνη προς συνταγματικές ή υπερνοθετικής ισχύος διατάξεις  Και Β) Οταν εν όψει του κατά το νόμο αντικειμένου της προσβαλλομένης ατομικής διοικητικής πράξεως, των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοσή της και του  χαρακτήρα της έρευνας βάσει της οποίας μπορεί να διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών και των συνεπειών, τις οποίες θα επέφερε η μεταρρύθμιση της πράξεως, η άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας, όπως διαγράφεται στη σκέψη 4, θα παραβίαζε τα όρια της ανατιθέμενης αποκλειστικώς στα όργανα της Διοικητικής κρατικής εξουσίας βάσει της αρχής της διακρίσεως των λειτουργιών  Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ε  Γαλανού, Α  Ράντου, Ε  Σαρπ, Μ -Ε  Κωνσταντινίδου, Α -Γ  Βώρου, Γ  Ποταμιά, Ι  Ζόμπολα, Σ  Μαρκάτη, Β  Γρατσία, Σ  Παραμυθιώτη, Φ  Ντζίμα, Σ  Χρυσικοπούλου και Β  Καλαντζή καθώς και της Παρέδρου Σ  Βιτάλη, όταν ο νομοθέτης επιθυμεί να καταστήσει αρμόδια τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια για την εκδίκαση κατηγοριών υποθέσεων που ανήκουν στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και πηγάζουν από την προσβολή ατομικών εκτελεστών διοικητικών πράξεων, δεσμεύεται μόνον από το κριτήριο της σπουδαιότητας και της φύσεως των ανωτέρω υποθέσεων  αν δε αυτές, κατ΄ εκτίμησιν του ανωτέρω κριτηρίου, επιτρεπτώς υπάγονται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, τότε είναι ελεύθερος να οργανώσει την αρμοδιότητά τους αυτή είτε ως ακυρωτική είτε ως πλήρους δικαιοδοσίας

9  Επειδή, περαιτέρω, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 67 του ν  3431/2006 συνάγεται συναφώς ότι οι ένδικες διαφορές που ανακύπτουν από οποιαδήποτε απόφαση, κανονιστική ή ατομική, της Ε Ε Τ Τ  καθίστανται διαφορές πλήρους δικαιοδοσίας  Η ρύθμιση αυτή, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, είναι αντίθετη στις προπαρατιθέμενες  συνταγματικές διατάξεις καθ΄ όσον αφορά τη μετατροπή των διαφορών που ανακύπτουν από την απ΄ ευθείας προσβολή κανονιστικών αποφάσεων της Ε Ε Τ Τ  από ακυρωτικές σε διαφορές ουσίας  Καθ΄ όσον δε αφορά τις διαφορές, οι οποίες ανακύπτουν από την προσβολή ατομικών αποφάσεων που η Ε Ε Τ Τ  εκδίδει, η συνταγματικότητα ή μη της μετατροπής τους από ακυρωτικές σε ουσίας είναι εξεταστέα για κάθε κατηγορία των αποφάσεων αυτών εν όψει του κατά τις διατάξεις του ν  3431/2006 αντικειμένου τους, των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοσή τους, του χαρακτήρα της έρευνας βάσει της οποίας μπορεί να διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών και των συνεπειών, τις οποίες θα επέφερε η μεταρρύθμισή τους, κατά τααναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη  Κατά τη γνώμη όμως του Προεδρεύοντος αντιπροέδρου, των Συμβούλων Α  Θεοφιλοπούλου, Ν  Ρόζου, Χ  Ράμμου, Μ  Καραμανώφ, Α  Σακελλαροπούλου, Α  Χριστοφορίδου, Μ  Γκορτζολίδου, Ι  Γράβαρη, Σ  Μαρκάτη, Δ  Γρατσία, Α  Ντέμσια, Σ  Παραμυθιώτη, Η  Τσακόπουλου, Μ  Σταματελάτου-Μπεριάτου και της Παρέδρου Β  Κίντζιου, η ανωτέρω ρύθμιση είναι στο σύνολό της αντίθετη προς τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, εφ΄ όσον με αυτήν θεσπίζεται αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για όλες συλλήβδην τις αποφάσεις που εκδίδει η Ε Ε Τ Τ , κανονιστικές ή ατομικές, χωρίς να διαφοροποιούνται, από το νομοθέτη, κατηγορίες των πράξεων αυτών σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια

10  Επειδή, μετά την επίλυση των ανωτέρω ζητημάτων, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί προς  περαιτέρω εκδίκαση στο Ε΄ Τμήμα

Διά ταύτα   Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα κατά το σκεπτικό

Αναπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση στο Ε΄ Τμήμα

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2009   Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος

  Ο Γραμματέας   Κ  Μενουδάκος

   Β  Μανωλόπουλος   και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 2010

Ο Πρόεδρος

Η Γραμματέας   Π  Πικραμμένος

Ε  Κουμεντέρη 1/2014 ΣΤΕ ( 615477)  (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) ΕΣΔΑ και αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης  Κριτήρια σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης  Δεν αφαιρούνται τα χρονικά διαστήματα των δικαστικών διακοπών  Το διακύβευμα της υποθέσεως ήταν σημαντικό για την αιτούσα εταιρεία λόγω της έκπτωσής της από σύμβαση προμήθειας και την επιβολή κυρώσεων  Η αιτούσα υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας επιδικάζεται ποσό 6 000 ευρώ, αφού ληφθεί υπόψη η συνεχής πτώση, κατά τα τελευταία έτη, του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα  Μερικά δεκτή η αίτηση  Όμοια με τις υπ΄ αριθ  2/2014 και 3/2014 αποφάσεις ΣτΕ   Αριθμός 1/2014   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ  ΤΜΗΜΑ Στ΄ (ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ)   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο στις 4 Νοεμβρίου 2013, συγκροτούμενο από την Πάρεδρο Φ   Γιαννακού, η οποία ορίσθηκε με την από 24 Σεπτεμβρίου 2013 πράξη του Προέδρου του Στ΄  Τμήματος, βάσει του άρθρου 56 παρ  1 του Ν  4055/2012, με την παρουσία της Ελ  Γκίκα,  Γραμματέως του Στ΄ Τμήματος

Για να δικάσει την από 2 Σεπτεμβρίου 2013 αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της  εύλογης διάρκειας της δίκης (άρθρο 53 του ν  4055/2012):   της Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία “ΑΦΟΙ

 ΕΠΕ ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ  ΕΤΟΙΜΩΝ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ” και το διακριτικό τίτλο «

», που εδρεύει στην Αθήνα  (

 ), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Πέτρο Τσαντίνη (Α Μ  17909), που τον  διόρισε στο ακροατήριο ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας Κωνστ  Φιλιππόπουλος   κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Σπ  Μαυρογιάννη, Πάρεδρο του  Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

Το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας εταιρείας, ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η  αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της κ α ι   Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α  Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο   1  Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, η οποία εισάγεται προς εκδίκαση με τη  διαδικασία του άρθρου 56 του ν  4055/2012 (Α΄ 51), έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’  αριθ  1322778-9/2013 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄)

2  Επειδή, με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία ζητεί να της επιδικασθεί, σύμφωνα με τα άρθρα  53 και 57 του ως άνω νόμου, το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30 000) ευρώ, ως δίκαιη  ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης,  που άρχισε στις 6 6 2005, με την κατάθεση αιτήσεως αναιρέσεως από τον Οργανισμό Νεολαίας και  Αθλησης Δήμου Αθηναίων (Ο Ν Α ) κατά της 3322/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου  Αθηνών, επί της οποίας δημοσιεύθηκε, στις 4 3 2013, η 895/2013 αναιρετική απόφαση του  Συμβουλίου της Επικρατείας

3  Επειδή, με τις διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν  4055/2012 θεσμοθετήθηκε, ως νέο ένδικο  βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της  διοικητικής  δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο και στρέφεται κατά του  Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών  Αντικείμενο της αιτήσεως  είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση ευλόγου χρηματικού ποσού για την  αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του  δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης  Περαιτέρω, με τις ανωτέρω διατάξεις  ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική  διάρκεια της διοικητικής δίκης  Τα κριτήρια αυτά, τα οποία, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση  του ν  4055/2012, είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχει διαπλάσει η νομολογία του Ευρωπαϊκού  Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε Δ Δ Α ), απαριθμούνται στο άρθρο 57 παρ  1 του  εν λόγω νόμου και αφορούν, ειδικότερα, στη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της  δίκης για την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τόσο από δικονομική όσο και  από ουσιαστική άποψη, στη στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλαδή  τη σημασία της υποθέσεως για τον συγκεκριμένο αιτούντα  Τέλος, όπως προκύπτει, ειδικότερα,  από τις διατάξεις της παρ  2 του άρθρου 57 του ν  4055/2012, η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου  που επιλαμβάνεται αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της  διοικητικής δίκης περιλαμβάνει τρία (3) στάδια  Στο πρώτο στάδιο, το δικαστήριο αποφαίνεται αν  συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω  υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, με βάση τα κριτήρια της παρ  1 του  άρθρου 57 του ανωτέρω νόμου  Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση  παραβίαση του ως άνω δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο,  λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης αποτελεί ισχυρό – πλην  μαχητό – τεκμήριο ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στον αιτούντα (βλ  Ε Δ Δ Α  Αθανασίου και λοιποί  κατά Ελλάδος της 21 10 2010, Apicella κατά Ιταλίας της 29 3 2006, Scordino κατά Ιταλίας της  29 3 2006), αποφαίνεται, σε δεύτερο στάδιο, αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη  δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του ως  άνω δικαιώματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση  του δικαστηρίου, να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ  Ε Δ Δ Α  Αναστασιάδης και λοιποί κατά  Ελλάδος της 18 4 2013, Φεργαδιώτη – Ριζάκη κατά Ελλάδος της 18 4 2013, Ανδριανέσης κατά  Ελλάδος της 10 2 2005, Αθανασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 28 4 2005, Αγαθός και λοιποί  κατά Ελλάδος της 23 9 2004 και Θεοδωρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος της 15 7 2004)  Εάν,  κατά το δεύτερο στάδιο, το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό  για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, προβαίνει, στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αφενός, στον  καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη τη χρονική περίοδο που  υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υποθέσεως, καθώς και την ενδεχόμενη  ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, και, αφετέρου,  στην επιβολή, σε βάρος του Δημοσίου, των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα,  ειδικότερα, στις διατάξεις των παρ  2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του ν  4055/2012  (βλ , ενδεικτικώς, ΣτΕ Γ΄ Μονομελές 4467/2012, Δ΄ Μονομελές 1/2013 και 1856/2013, Στ΄  Μονομελές 3153/2013)

4  Επειδή, στην κρινομένη υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου, προκύπτουν τα εξής: Με την 50/10 01 2001 σύμβαση, υπογραφείσα μεταξύ του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ Σ ) του Ο Ν Α  και της αιτούσης εταιρείας, η τελευταία ανέλαβε να προμηθεύσει το ανωτέρω Ν Π Δ Δ , κατά τα έτη 1998-9, με χειμερινά είδη ιματισμού για τις ανάγκες του εργατοτεχνικού προσωπικού του, αντί του συνολικού ποσού των 17 402 970 δραχμών (14 478 200 δραχμές, πλέον Φ Π Α   18%)  Ως προθεσμία παραδόσεως ορίσθηκε διάστημα 30 ημερών από την υπογραφή της συμβάσεως  Ομως, στη συνέχεια και λόγω της μη εμπρόθεσμης παραδόσεως των εν λόγω ειδών, η προμηθεύτρια εταιρεία κηρύχθηκε έκπτωτη, με την από 63/20 03 2001 απόφαση του Δ Σ  του Οργανισμού  Κατά της αποφάσεως αυτής η αιτούσα άσκησε, ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 7 παρ  1 του ν  2839/2000 του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Αθηνών της Περιφέρειας Αττικής, την προβλεπομένη στο άρθρο 40 του Ενιαίου Κανονισμού Προμηθειών ΟΤΑ – ΕΚΠΟΤΑ (Α Υ  Εσωτ  111839/1993, Β΄ 185) ένσταση  Με την ένσταση προέβαλε αφενός ότι η ανωτέρω απόφαση περί εκπτώσεώς της εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ  2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας περί προηγουμένης ακροάσεως και αφετέρου νομικούς και πραγματικούς ισχυρισμούς αναγόμενους στην ερμηνεία της συμβάσεως και του νόμου σχετικά με τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως  Η ένσταση απορρίφθηκε ως ασκηθείσα εκπροθέσμως  Κατόπιν, όμως, προσφυγής της αιτούσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η σχετική απόφαση της Επιτροπής ακυρώθηκε με την 3923/2002 απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου, αφού κρίθηκε ότι η ένσταση ασκήθηκε εμπρόθεσμα, η δε υπόθεση αναπέμφθηκε στην ίδια Επιτροπή  Κατόπιν αυτών, η αιτούσα υπέβαλε την 1133/27 11 2002 αίτηση για την επανεξέταση της ενστάσεώς της σε συμμόρφωση προς τα κριθέντα, και η Επιτροπή, με την 4/26 02 2003 απόφασή της (θέμα 9ο), ακύρωσε την εν λόγω 63/2001 απόφαση του Οργανισμού, κατ’ αποδοχή του λόγου της ενστάσεως περί μη προηγουμένης κλήσεως της προμηθεύτριας εταιρείας  Προσφυγή του Ο Ν Α  κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως της Επιτροπής απορρίφθηκε με την 3322/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών  Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο, αφού απέρριψε τους λόγους της προσφυγής περί κατά χρόνον αναρμοδιότητος της εν λόγω Επιτροπής καθώς και περί μη νομίμου συγκροτήσεως και συνθέσεως αυτής, έκρινε, κατ’ αποδοχή σχετικού λόγου, ότι η επίδικη πράξη δεν ήταν νομίμως αιτιολογημένη, με τη σκέψη ότι δεν απαιτείτο κατά το νόμο η ακρόαση της προμηθεύτριας εταιρείας, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση καλύπτεται από τις διατάξεις της συμβάσεως και του Κανονισμού που προβλέπουν τη δυνατότητα του προμηθευτή να υποβάλει στον Οργανισμό αίτημα παρατάσεως της προθεσμίας παραδόσεως, σε περίπτωση δε που κηρυχθεί έκπτωτος, να ασκήσει ένσταση ενώπιον της Επιτροπής, προβάλλοντας ουσιαστικούς και νομικούς λόγους  Ομως, ακολούθως, το Δικαστήριο, αντί να δεχθεί την προσφυγή και να ακυρώσει την πράξη της Επιτροπής, προχώρησε στην εξέταση και των λοιπών λόγων που είχαν προβληθεί με την ως άνω ένσταση και έκρινε ότι μη νομίμως ο Οργανισμός κήρυξε έκπτωτη την εταιρεία, προτού αποφανθεί το Διοικητικό του Συμβούλιο επίσχετικού αιτήματός της για παράταση της προθεσμίας παραδόσεως των επιδίκων ειδών  Στις 6 6 2005 κατατέθηκε στην Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών αίτηση αναιρέσεως, με την οποία ο Οργανισμός Νεολαίας και Αθλησης Δήμου Αθηναίων ζήτησε την αναίρεση της ανωτέρω αποφάσεως του εν λόγω δικαστηρίου, κατά το μέρος που με αυτήν είχε γίνει δεκτή η προσφυγή της αιτούσης εταιρείας  Η αίτηση περιήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 4 7 2005 (αριθ  πρωτ  4645/2005), συμπληρώθηκε δε μεταγενεστέρως με δύο δικόγραφα προσθέτων λόγων, στις 24 2 2006 (αριθ  πρωτ  190/2006) και στις 14 11 2006 (αριθ  πρωτ  832/2006), αντιστοίχως, ενώ, καταργηθέντος του ως άνω Οργανισμού, η δίκη συνεχίσθηκε από τον Οργανισμό Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων  Αρχική δικάσιμος για τη συζήτηση της εν λόγω αιτήσεως ορίσθηκε η 3 4 2006 ενώπιον της πενταμελούς συνθέσεως του Στ΄ Τμήματος  Η εκδίκαση της υποθέσεως αναβλήθηκε στη συνέχεια αυτεπαγγέλτως διαδοχικώς δεκαπέντε φορές και η υπόθεση συζητήθηκε τελικώς στις 17 12 2012, ενώ στις 4 3 2013 δημοσιεύθηκε η 895/2013 απόφαση του Στ΄ Τμήματος  Με την απόφαση αυτή κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι, κατά την έννοια της διατάξεως της παρ  3 του άρθρου 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε περίπτωση που το διοικητικό δικαστήριο, δικάζοντας προσφυγή ασκηθείσα κατά πράξεως οργάνου που έχει αποφανθεί επί ενδικοφανούς μέσου, κρίνει, κατ’ αποδοχή σχετικού λόγου της προσφυγής, ότι το εν λόγω όργανο είχε μη νομίμως δεχθεί έναν τυπικό λόγο χωρίς να έχει αποφανθεί επί των λοιπών λόγων που είχαν προβληθεί με το ενδικοφανές μέσο, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να δεχθεί την προσφυγή, να ακυρώσει την πράξη και, στη συνέχεια, να αναπέμψει την υπόθεση στο εκδόν διοικητικό όργανο, προκειμένου αυτό να ασκήσει την αρμοδιότητά του και να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής  Δεν μπορεί δε το Δικαστήριο, υποκαθιστώντας το διοικητικό όργανο σε μια μη ασκηθείσα εξουσία του, να αποφανθεί εκείνο το πρώτον επί των λόγων που είχαν προβληθεί με το ενδικοφανές μέσο και έμειναν αναπάντητοι  Με τα ως άνω δεδομένα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι ήταν αναιρετέα, για λόγο βασίμως προβαλλόμενο, η προσβληθείσα απόφαση, με την οποία το Διοικητικό Εφετείο, μετά την αποδοχή του λόγου της προσφυγής περί μη ανάγκης προηγουμένης ακροάσεως, δεν προέβη σε ακύρωση της πράξεως της Επιτροπής με την οποία είχαν κριθεί τα αντίθετα, αλλά, χωρίς να προβάλλεται σχετικός λόγος προσφυγής, προχώρησε το ίδιο στην εξέταση των ουσιαστικών λόγων της ενστάσεως επί των οποίων δεν είχε αποφανθεί η Επιτροπή  Ακολούθως, το Συμβούλιο της Επικρατείας ανήρεσε την ως άνω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου και, δικάζοντας την από 30 5 2003 προσφυγή του Οργανισμού, την έκανε δεκτή, ενόψει των ήδη γενομένων δεκτών από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο ως προς το δικαίωμα ακροάσεως της προμηθεύτριας εταιρείας, ακύρωσε την 4/2003 (θέμα 9ο) απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 7 παρ  1 του ν  2839/2000 του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Αθηνών της Περιφέρειας Αττικής, στη συνέχεια δε ανέπεμψε την υπόθεση στην ως άνω Επιτροπή, προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων που είχαν προβληθεί με την ένσταση της αιτούσης εταιρείας και δεν εξετάσθηκαν

5  Επειδή, από τα εκτεθέντα ανωτέρω προκύπτει ότι η διαδικασία για την εκδίκαση της αιτήσεως αναιρέσεως, που είχε ασκήσει ο Ο Ν Α  κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και της αιτούσης εταιρείας και για την οποία η τελευταία ζητεί εύλογη ικανοποίηση, διήρκεσε επτά έτη, οκτώ μήνες και είκοσι επτά ημέρες για ένα βαθμό δικαιοδοσίας  Περαιτέρω, από τα στοιχεία του  φακέλου της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι η αιτούσα συνέβαλε με την συμπεριφορά της στην καθυστέρηση εκδικάσεως της υποθέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση, καθώς οι αναβολές συζητήσεως της υποθέσεως χορηγήθηκαν αυτεπαγγέλτως  Εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο, με το μεταγενέστερο της συζητήσεως υπόμνημα, που κατατέθηκε εντός της για  το σκοπό αυτό χορηγηθείσης προθεσμίας, ισχυρίζεται ότι από την ως άνω χρονική περίοδο πρέπει να αφαιρεθούν τα χρονικά διαστήματα των δικαστικών διακοπών, οι οποίες, κατά το άρθρο 11 παρ  2 του ν  1756/1988 (Α΄ 35), διήρκεσαν από την 1η Ιουλίου έως την 15η Σεπτεμβρίου κάθε έτους και κατά τη διάρκεια των οποίων εκδικάζονται μόνον επείγουσες υποθέσεις  Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, όπως παγίως γίνεται δεκτό από τη νομολογία  του Ε Δ Δ Α  (βλ , ενδεικτικώς, Ε Δ Δ Α  Ανώνυμος Τουριστική Εταιρεία Ξενοδοχεία Κρήτης κατά Ελλάδος 21 2 2008, Comingersoll S A  κατά Πορτογαλίας της 6 4 2000), τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να οργανώνουν το δικαστικό τους σύστημα κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζονται οι εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ  1 της Ε Σ Δ Α , μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έκδοση των αποφάσεων των αρμοδίων δικαιοδοτικών τους οργάνων μέσα σε εύλογη προθεσμία (βλ , ειδικότερα, για τα διαστήματα των δικαστικών διακοπών, Ε Δ Δ Α  Ξενόπουλος κατά Ελλάδος της 28 3 2002, ΣτΕ Δ΄ Μονομελές 2876/2013, Γ΄ Μονομελές 4467/2012)  Με την αυτή αιτιολογία είναι απορριπτέος και ο ομοίως υποβληθείς ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον οποίο από το εν λόγω χρονικό διάστημα πρέπει να αφαιρεθεί το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κωλυόταν η προετοιμασία των υποθέσεων, λόγω παρατεταμένης αδείας κυήσεως, τοκετού και λοχείας της βοηθού εισηγήτριας και μέχρι την αντικατάστασή της από άλλον βοηθό εισηγητή  Τέλος, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου, ότι στο χρονικό διάστημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την κρίση περί υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν πρέπει να συνυπολογισθούν οι καθυστερήσεις της διαδικασίας που οφείλονται στη διεξαγωγή εκλογών ή σε τυχόν απεργίες των  δικηγόρων, είναι απορριπτέος, προεχόντως ως αόριστος, εφόσον δεν προσδιορίζονται με αυτόν τα χρονικά διαστήματα των εν λόγω καθυστερήσεων (βλ  ΣτΕ Δ΄ Μονομελές 2876/2013)  Περαιτέρω, ναι μεν το Συμβούλιο της Επικρατείας με την ως άνω απόφαση προέβη στην αντιμετώπιση δύο  νομικών ζητημάτων, που αφορούσαν α) στο υποστατό, σύμφωνα με το άρθρο 190 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ Δ Δ , που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν  2717/1999, Α΄ 97), της 3324/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου και β) στην έκταση της εξουσίας του Διοικητικού Εφετείου κατά την εξέταση της προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ  1 του Κ Δ Δ , όμως με την αίτηση αναιρέσεως και τα δύο ως άνω δικόγραφα προσθέτων λόγων ο αναιρεσείων  Οργανισμός έθετε σειρά ζητημάτων που αφορούσαν σε παραβιάσεις δικονομικών και ουσιαστικών εθνικών διατάξεων, τα οποία παρουσιάζουν ορισμένο βαθμό δυσκολίας  Τα ζητήματα αυτά έπρεπε να αντιμετωπισθούν σε επίπεδο εισηγήσεως πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, σύμφωνα με τους γενικούς δικονομικούς κανόνες που ισχύουν για τα υπαγόμενα στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας ένδικα μέσα (άρθρο 22 του π δ/τος 18/1989, Α΄ 8, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του ν  3900/2010, Α΄ 213)  Εξάλλου, το διακύβευμα της υποθέσεως ήταν καταρχήν σημαντικό για την αιτούσα εταιρεία (έκπτωσή της από σύμβαση)  Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, με βάση τα αναφερόμενα στο άρθρο 57 παρ  1 του ν  4055/2012 κριτήρια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το χρονικό διάστημα των επτά ετών, οκτώ μηνών και είκοσι επτά ημερών, για το οποίο ζητείται ικανοποίηση, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ούτε, άλλωστε, τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ  1 της Ε Σ Δ Α   Η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε, πράγματι, στην αιτούσα ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση δε της βλάβης αυτής κρίνεται δικαιολογημένη, ως δίκαιη  ικανοποίηση, η επιδίκαση σε αυτήν ευλόγου χρηματικού ποσού

6  Επειδή, με την κρινομένη αίτηση, όπως παραδεκτώς συμπληρώθηκε με το εντός της χορηγηθείσης προθεσμίας υποβληθέν υπόμνημα, η αιτούσα ζητεί να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30 000) ευρώ, ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της προαναφερομένης παραβιάσεως του δικαιώματός της σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης  Ειδικότερα, η αιτούσα προβάλλει ότι το διακύβευμα της υποθέσεως είναι ιδιαίτερα σημαντικό γι’ αυτήν, διότι το αντικείμενο του διαγωνισμού που της  κατακυρώθηκε (ύψους 17 402 970 δραχμών) με την ένδικη σύμβαση ήταν ιδιαίτερα μεγάλο για μία μικρομεσαία επιχείρηση, όπως αυτή, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα της ανατέθηκαν και άλλες δύο προμήθειες από τον Ο Ν Α , για τις οποίες εκδόθηκαν οι 893 και 894/2013 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύψους 6 757 317 και 13 962 987 δραχμών, αντιστοίχως   7  Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της υποθέσεως και τα λοιπά προσκομισθέντα στοιχεία, η αιτούσα κηρύχθηκε, με την 63/20 3 2001 απόφαση του Δ Σ  του Ο Ν Α , έκπτωτη από την επίδικη σύμβαση, επιβλήθηκαν δε εις βάρος της, ως κυρώσεις, μεταξύ άλλων, αφενός κατάπτωση μέρους της ως άνω εγγυητικής επιστολής (ποσού 1 474 820 δραχμών) και αφετέρου προσωρινός  αποκλεισμός της από τις προμήθειες του Ο Ν Α  για διάστημα ενός έτους (κύρωση, η οποία επιβλήθηκε και με τις 64, 65/20 3 2001 αποφάσεις του Δ Σ  του Ο Ν Α , λόγω επίσης εκπτώσεως της εταιρείας από παρόμοιες με την προκείμενη συμβάσεις)  Εξάλλου, οι προσκομισθείσες από την αιτούσα 29/2002 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας και 1713/2002 και 219/2006 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (με τις οποίες μάλιστα έγιναν δεκτές, αντιστοίχως, αίτηση αναστολής και αιτήσεις ακυρώσεως της νυν αιτούσης εταιρείας) αφορούν σε αποφάσεις της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου Αθηναίων περί ματαιώσεως δύο διαγωνισμών με παρόμοιο με το επίδικο αντικείμενο και όχι σε αποφάσεις περί αποκλεισμού της εταιρείας από τους εν λόγω διαγωνισμούς  Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι, όταν έχει θεσμοθετηθεί εθνικό ένδικο βοήθημα δίκαιης ικανοποιήσεως, είναι δυνατή η επιδίκαση χαμηλοτέρων χρηματικών ποσών σε σχέση με εκείνα που θα επιδίκαζε το ίδιο σε ανάλογες υποθέσεις, εφόσον τα επιδικαζόμενα σε εθνικό επίπεδο ποσά δεν είναι πολύ κατώτερα ενός ευλόγου ορίου («unreasonable») και υπό τον όρο ότι οι σχετικές αποφάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σύμφωνες με τη νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο («standard of living») της συγκεκριμένης χώρας, εκδίδονται ταχέως, είναι αιτιολογημένες και εκτελούνται αμέσως (βλ , ενδεικτικώς, Ε Δ Δ Α  Dubjakova κατά Σλοβακίας της 10 10 2004, Scordino κατά Ιταλίας, ΣτΕ Στ΄ Μονομελές 3517/2013, Γ΄ Μονομελές 4467/2012)  Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να παραγνωρισθεί η προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής  Στατιστικής Αρχής συνεχής πτώση, κατά τα τελευταία έτη, του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα, η οποία οφείλεται στο σοβαρότατο κλονισμό της δημοσιονομικής ισορροπίας του Ελληνικού Κράτους (βλ , ενδεικτικώς, ΣτΕ Στ΄ Μονομελές 3517/2013, Γ΄ Μονομελές 4467/2012)  Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, ενόψει και του ύψους της συμβάσεως, από την οποία κηρύχθηκε έκπτωτη η αιτούσα, κρίνει ότι πρέπει, κατά μερική παραδοχή της κρινομένης αιτήσεως, να επιδικασθεί σε αυτήν το ποσό των έξι χιλιάδων (6 000) ευρώ για ηθική βλάβη, να αποδοθεί δε σε αυτήν τμήμα του καταβληθέντος  παραβόλου, ύψους εκατό ευρώ, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 9 του άρθρου 277 του Κ Δ Δ , και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει αποδοχής του ενδίκου βοηθήματος

Δ ι ά  τ α ύ τ α   Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αίτηση

Υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην αιτούσα το ποσό των έξι χιλιάδων (6 000) ευρώ, σύμφωνα με το αιτιολογικό

Διατάσσει την απόδοση στην αιτούσα τμήματος του καταβληθέντος παραβόλου, ανερχομένου σε εκατό (100) ευρώ και   Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 2013 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Ιανουαρίου 2014

Η Πάρεδρος

Η Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος

Φ  Γιαννακ

   Ελ  Γκίκα 
1519/2013 ΣΤΕ ( 608353)
 (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αναίρεση και απαράδεκτο αυτής λόγω ποσού της διαφοράς, εκτός αν ο αναιρεσείων προβάλει ότι τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, επί του οποίου δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ  Λαθρεμπορία και υπολογισμός των πολλαπλών τελών  Ο ευμενέστερος ή μη για τους φορολογουμένους χαρακτήρας του νεοτέρου νόμου δεν κρίνεται γενικώς αλλά ενόψει της συγκεκριμένης περιπτώσεως  Το αναιρεσείον δεν θέτει νομικό ζήτημα περί την ερμηνεία του άρθρου 150 παρ  1 του ν  2960/2001, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ 57 του ν  3583/2007, αλλά περί την εφαρμογή του εν προκειμένω  Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη (επικυρώνει την υπ΄ αριθ  1348/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά)

   Αριθμός 1519/2013

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013 με την εξής σύνθεση: Ε  Γαλανού,  Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Α –  Γ  Βώρος, Γ  Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Α  Σδράκα, Ειρ  Σταυρουλάκη, Πάρεδροι  Γραμματέας η Α   Ζυγουρίτσα

Για να δικάσει την από 9 Μαρτίου 2011 αίτηση:   του Διευθυντή

, ο οποίος παρέστη με την Κωνσταντίνα Νασοπούλου, Πάρεδρο του  Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά του

  κατοίκου Παλλήνης Αττικής (οδός

   , ο  οποίος δεν παρέστη

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Διευθυντής επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ  1348/2009  απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ  Σταυρουλάκη

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Διευθυντή, η οποία ανέπτυξε  και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου   κ α ι   Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α   Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο   1  Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή  παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 1348/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς,  καθ’ ό μέρος μ’ αυτήν, κατόπιν εν μέρει αποδοχής εφέσεως κατά της 79/2004 αποφάσεως του  Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, απορριπτικής προσφυγής του ανωτέρω, περιορίσθηκαν τα  αρχικώς επιβληθέντα από την τελωνειακή αρχή, με την 119/977/24-4-2000 πράξη του Διευθυντή  του

 , σε βάρος του ήδη αναιρεσιβλήτου  πολλαπλά τέλη λαθρεμπορίας από το εξαπλάσιο στο τριπλάσιο των διαφυγουσών  δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων

2  Επειδή, στο άρθρο 53 του π δ/τος 18/1989 (Α΄8), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ  1 ν 3900/2010 (Α’213) και ισχύει από 1 1 2011 για τις εφ’ εξής ασκούμενες αιτήσεις αναιρέσεως ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσιεύσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (ΣτΕ 2177/2011, 4163, 1547, 2413/2012 επταμ ), ορίζεται ότι «3  Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου  4  Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ  …»  Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων, ήτοι και του ελαχίστου ποσού της διαφοράς και των αναφερομένων στην παρ 3 προϋποθέσεων (ΣτΕ 1873/2012 επταμ )  Επομένως, επί διαφοράς, της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει τα 40 000 ευρώ, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεως του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλομένους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 915-6, 4877/2012 επταμ , 2302, 3375/2011 επταμ -πρβλ ΣτΕ 106, 196/2012 επταμ )

3  Επειδή, εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 150 παρ  1 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν  2960/2001, Α’ 265), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ 57 του ν  3583/2007 (Α’ 142), περί διακυμάνσεως του ύψους των επιβλητέων επί λαθρεμπορίας τελών από το τριπλάσιο έως το πενταπλάσιο των αντιστοίχων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων είναι επιεικέστερη του άρθρου 97 παρ  3 του προϊσχύσαντος Τελωνειακού Κώδικα (ν  1165/1918, Α’ 59) περί προσδιορισμού των ως άνω τελών από το διπλάσιο έως το δεκαπλάσιο των δασμών, κατά το ότι περιορίζει το εν λόγω πλαίσιο επιμετρήσεως των τελών  Συνεπεία  τούτου, κατ’ εφαρμογή της προαναφερθείσης διατάξεως του ν  3583/2007, περιόρισε τα αρχικώς επιβληθέντα από την τελωνειακή αρχή επίδικα τέλη από το εξαπλάσιο στο τριπλάσιο των διαφυγουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων  Η υπό κρίση αίτηση, με την οποία, σύμφωνα με το από 27-1-2011 σημείωμα της τελωνειακής αρχής, αμφισβητείται ποσό 2 064 164 ευρώ, εμπίπτει, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (15-3-2011), στο πεδίο εφαρμογής της προπαρατεθείσης διατάξεως του άρθρου 12 του ν  3900/2010  Με το εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλεται ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή λόγω ανυπαρξίας νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των ζητημάτων της επίδικης υποθέσεως  Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η ανωτέρω  διάταξη του ν 3583/2007 δεν είναι, εν προκειμένω, ευμενέστερη ως προς το κατώτατο όριο επιβολής του πολλαπλού τέλους, εφ’όσον η αντίστοιχη διάταξη του ν 1165/1918 προέβλεπε ως κατώτατο όριο το διπλάσιο του εν λόγω τέλους, καθώς και ότι η αναιρεσιβαλλομένη είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη λόγω μη αναφοράς των κριτηρίων, βάσει των οποίων εχώρησε ο περιορισμός των επιδίκων τελών   Ενόψει, όμως, του ότι ο ευμενέστερος ή μη για τους φορολογουμένους χαρακτήρας του νεοτέρου νόμου δεν κρίνεται γενικώς αλλά ενόψει της συγκεκριμένης περιπτώσεως (ΣτΕ 3936-7, 2382/2012, 1281/2011, 3403/2010, 2999, 1182/2007,4194,4181/2005,  4256/2001), με τους προαναφερθέντες λόγους αναιρέσεως αμφισβητείται αφ’ ενός η ορθότητα της κρίσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου περί του εάν η εφαρμογή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, του νεοτέρου ν  3583/ αντιστοίχως επιβληθείσα από την τελωνειακή αρχή κατ’ 2007 από το δικάσαν διοικητικό εφετείο ήγε στην επιβολή  ελαφροτέρας κυρώσεως σε σχέση με την εφαρμογή του ν 1165/1918, αφ’ ετέρου η επάρκεια και πληρότητα της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης ως προς τη μείωση των επιδίκων τελών   Συνεπώς, εφ’ όσον το αναιρεσείον δεν θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου νομικό ζήτημα περί την ερμηνεία της ως άνω διατάξεως αλλά περί την εφαρμογή αυτής στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συντρέχουν οι δικονομικές προϋποθέσεις παραδεκτού κατ’ άρθρο 12 του ν  3900/2010 της υπό κρίση αιτήσεως, η οποία είναι απορριπτέα  στο σύνολό της

Δ ι α  τ α ύ τ α   Απορρίπτει την αίτηση

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2013   Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος

 Η Γραμματέας   Ε  Γαλανού

 Α  Ζυγουρίτσα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Απριλίου 2013

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος

   Η Γραμματέας   Ε  Γαλανού

 Κ  Ανδρέου