ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ
- 982/2005 ΣΤΕ
Συνταγματική προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας. Σχέδια πόλεως. Πρόθεση ανέγερσης ξενοδοχειακού συγκροτήματος σε περιοχή εκτός σχεδίου. Απαγόρευση κατασκευής αυτού. Η απαγόρευση αυτή δεν συνιστά περιορισμό της περιουσίας, δεν συνεπάγεται την απαγόρευση διαθέσεως και ούτε αποτελεί de facto αναγκαστική απαλλοτρίωση.
Αριθ. 982/2005 Τμ. Ε΄
(Απόσπασμα): Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της σιωπηρής άρνησης της Διοικήσεως να προβεί στην κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου ιδιοκτησίας της αιτούσης, εκτάσεως 160 στρεμμάτων στη θέση «Β.**» της Χερσονήσου Σ.** της Κοινότητας Ε.** νομού Λασηθίου. (…).
Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων η ιδιοκτησία προστατεύεται ως δικαίωμα κατόπιν του πρωτογενούς καθορισμού του περιεχομένου του, δηλαδή του προορισμού της ιδιοκτησίας, ο οποίος περιλαμβάνει το φάσμα των δυνατών χρήσεων της. Ο καθορισμός αυτός του προορισμού της ιδιοκτησίας γίνεται είτε απ’ ευθείας από συνταγματικές διατάξεις είτε από το νομοθέτη ή, κατ` εξουσιοδότησή του, από τη Διοίκηση σε συμφωνία με το Σύνταγμα. Βασικός διαχωρισμός του προορισμού της ακίνητης ιδιοκτησίας περιέχεται στην §2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, η οποία, αναφερομένη στην υπό τη ρυθμιστική αρμοδιότητα του Κράτους αναγνώριση, ανάπτυξη, πολεοδόμηση και επέκταση μόνο των πόλεων και των οικιστικών περιοχών, θέτει τον κανόνα ότι μόνο κατ` εξαίρεση είναι δυνατόν να δομηθεί η μη αστική γη (Βλέπετε Ξενοδοχεία Κρήτης Κατά Ελλάδος) και μάλιστα κατ` αρχήν για χρήσεις υποβοηθητικές του κύριου προορισμού της (γεωργική, κτηνοτροφική, δασοπονική εκμετάλλευση και αναψυχή του κοινού). Επιτρέπεται δε : α) η μεταβολή του προορισμού της ιδιοκτησίας, εφ` όσον τούτο επιβάλλεται από το Σύνταγμα ή γίνεται βάσει νομίμων εν γένει κριτηρίων, όπως των χωροταξικών, οπότε και προβλέπεται, εν όψει του είδους και των επιπτώσεων της μεταβολής, η δυνατότητα χορηγήσεως αποζημιώσεως ή πωλήσεως ή απαλλοτριώσεως της ιδιοκτησίας καθώς και β) η θέσπιση περαιτέρω δευτερογενών ρυθμίσεων αναγομένων σε περιορισμούς των εξουσιών που πηγάζουν από τον καθορισμό του προορισμού της ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι είναι συναφείς με αυτόν και ότι με αυτούς δεν εξαφανίζεται η ιδιοκτησία ή δεν καθίσταται αδρανής σε σχέση με τον προορισμό της (ΣτΕ 4575/ 1998). Όπως η μεταβολή του προορισμού, έτσι και η θέσπιση των ανωτέρω περιορισμών είναι δυνατή και στην περίπτωση που τούτο επιβάλλεται για την επίτευξη συνταγματικών στόχων, οπότε και πρέπει να είναι συναφείς προς αυτούς. Τέτοιος συνταγματικός στόχος είναι η αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, επιστημονική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει αφ` ενός μεν τη διηνεκή διατήρηση, τη συντήρηση και την αποκατάσταση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων, αφ’ ετέρου δε την κατά τα ανωτέρω δυνατότητα μεταβολής του προορισμού μιας ιδιοκτησίας ή τη θέσπιση ρυθμίσεων αναγομένων σε περιορισμούς των εξουσιών που πηγάζουν από τον καθορισμό του προορισμού της.
ΕΥΡΥΤΕΡΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ
Τα μέτρα αυτά (μεταβολή του προορισμού ή περιορισμοί), με τα οποία σκοπείται η αποτροπή οποιασδήποτε βλάβης, αλλοιώσεως ή υποβαθμίσεως των πολιτιστικών στοιχείων ή του χώρου που τα περιβάλλει, ερείδονται αποκλειστικά στο άρθρο 24 του Συντάγματος και μπορεί να έχουν κατ` αρχήν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος. Η επιβολή των ανωτέρω περιορισμών δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως του θιγομένου ιδιοκτήτη κατά την §6 του άρθρου 24 του Συντάγματος, όταν με αυτούς επέρχεται ουσιώδης, προσωρινή ή οριστική, στέρηση της χρήσεως της ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της. Η υποχρέωση δε αποζημιώσεως αυτή είναι άσχετη προς την προβλεπόμενη από το άρθρο 51 του κ.ν. 5351/1932 ευχέρεια του ιδιοκτήτη να ζητήσει την απαλλοτρίωση του ακινήτου. Πράγματι, η ευχέρεια αυτή, η οποία είναι αντίθετη προς τη συνταγματική υποχρέωση, καθ` όσο καταλήγει στην αποδέσμευση του ακινήτου όταν παρέρχεται άπρακτη η διετία, υποχρεώνει τη Διοίκηση να αποδεχθεί τη σχετική αίτηση μόνον αν οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί συνεπάγονται την ολική και οριστική στέρηση της χρήσεως του ακινήτου κατά τον προορισμό του (ΣτΕ 784/1999, πρβλ. ΟλΣτΕ 3146/ 1986, 4575/1998, 3135/2002 Ολ.).
Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η αιτούσα απέκτησε με αγορά τα έτη 1972, 1973 και 1974 την πιο πάνω έκταση, η οποία ευρίσκεται σε περιοχή που έχουν εντοπισθεί και ανασκαφεί σημαντικότατες αρχαιότητες των ιστορικών, βυζαντινών και μεσαιωνικών χρόνων (νεκροταφείο και οικισμός της αρχαίας Ολούντος, αρχαία λατομεία, παλαιοχριστιανικές βασιλικές, μεσαιωνικό μνημείο Αλκυών κ.ά.). Η περιοχή Ολούντος – Σπιναλόγκας είχε κηρυχθεί ως τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους με την 9397/12.9.1970 απόφαση του Υφυπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως (Β` 666). Εξ άλλου η περιοχή της Ελούντας, συμπεριλαμβανομένης της Χερσονήσου Σπιναλόγκας, είχε κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος με την α/Φ31/ 24456/1834 π.έ/5.5.1976 Υπουργική Απόφαση (Β` 699). Το 1976 η αιτούσα ζήτησε άδεια για την ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας. Με την ΥΠΠΕ/ΑΡΧΑΙΟΤ/Α/Φ40/ 66398/7664/28.1.1977 Απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων εγκρίθηκε κατ` αρχήν και υπό όρους η χορήγηση αδείας ανεγέρσεως συγκροτήματος δωματίων τουριστικής χρήσεως περιορισμένου εύρους και όγκου. Η άδεια αυτή είχε ισχύ ενός έτους. Στη συνέχεια με την ΥΠΠΕ/ ΔΙΟΙΚ/Ο-Ε/26390/20.5.1983 απόφαση Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδόθηκε μετά την 11/26.3.1984 γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.), δεν εγκρίθηκε η ανέγερση ξενοδοχειακού συγκροτήματος από την αιτούσα στην ως άνω έκταση με το αιτιολογικό ότι «η ιδιοκτησία της βρίσκεται μέσα στον κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο και τόπο φυσικού κάλλους, πολύ κοντά σε ανασκαμμένη παλαιοχριστιανική βασιλική, γνωστό και πολύ σημαντικό μνημείο, στα οποία η δημιουργία της ξενοδοχειακής μονάδας θα προκαλούσε σημαντικές βλάβες». Με το ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ24/20935/ 867/22.5.1989 έγγραφο του Υπουργού Πολιτισμού γνωστοποιήθηκε στην αιτούσα σε απάντηση νεότερης αιτήσεως της ότι το αίτημα της για ανανέωση της κατ` αρχήν εγκρίσεως του έτους 1977, η οποία έπαυσε σε κάθε περίπτωση να ισχύει με την απόρριψη της αιτήσεως του έτους 1984, είναι άνευ αντικειμένου και δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Ακόμη με τις αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού ΥΠΠΕ/ΑΡΧ/Α1/Φ24/35209/ 1213/ 28,6.1984 και ΥΠΠΕ/ΑΡΧ/Α1/Φ24/27108/ 1062/30.6.1986 η περιοχή που κείται το συγκεκριμένο ακίνητο εντάχθηκε στη Ζώνη Α της Ελούντας, δηλ. σε περιοχή που απαγορεύεται η δόμηση και επιτρέπεται η αγροτική και κτηνοτροφική χρήση. Με το ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/ Α1/Φ24/38472/1601/8.9.1989 έγγραφο του Υπουργού Πολιτισμού ζητήθηκε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων η θέσπιση στην περιοχή Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου και γνωστοποιήθηκαν οι απόψεις του Υπουργείου Πολιτισμού. Μετά από νεότερη αίτηση της αιτούσης το θέμα εισήχθη εκ νέου στο ΚΑΣ (πράξη 7/23.2.1993), το οποίο ζήτησε τις απόψεις της αρμόδιας 13ης Εφορείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων Κρήτης. Η τελευταία με το 665/8.3.1993 έγγραφο της ανέφερε ότι «δεν είναι δυνατή η οποιαδήποτε ανέγερση οικοδομής στην περιοχή αυτή χωρίς την άμεση βλάβη της αρχαιολογικά ελεγχόμενης περιοχής. Η θέση της ιδιοκτησίας της εν λόγω εταιρείας ευρίσκεται εντός της αδόμητης ζώνης Α, όπου και η Παλαιοχριστιανική Βασιλική της Ολούντος». Ακολούθως, η αιτούσα με την από 2.3.1993 αίτηση πληρεξουσίου δικηγόρου της, η οποία πρωτοκολλήθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού στις 4.3.1993 (αρ. πρωτ. 1663), ζήτησε την καταβολή 2.000.000.000 δραχμών ως αποζημίωση για τη de facto απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας της και την και τυπική απαλλοτρίωση της. Στο 760/18.6.1993 έγγραφο της ΚΔ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων προς τη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων αναφέρεται ότι «σε πρόσφατη αυτοψία δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη επιφανειακών αρχαιοτήτων στο τμήμα της ιδιοκτησίας που ήταν βατό (ελαιόφυτο). Μεγάλο μέρος της καλύπτεται από πυκνή θαμνώδη βλάστηση που δεν επιτρέπει τη διενέργεια ολοκληρωμένης αυτοψίας. Από την πλευρά των αρμοδιοτήτων της Εφορείας μας εισηγούμαστε να διατηρήσει το ακίνητο την υπάρχουσα γεωργοκτηνοτροφική του χρήση, όποιας εξ άλλου προβλέπεται και από τους όρους της Ζώνης Α` της αρ. Φ 24/ 27108/1062/30.6.86 Απόφασης σας, ρητώς και σαφώς». Με το 2043/3.9.1993 έγγραφο της ίδιας υπηρεσίας διαβιβάσθηκε στην ανωτέρω Διεύθυνση το 9207/17.8. 1993 έγγραφο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Αγίου Νικολάου Ν. Λασηθίου, στο οποίο περιέχεται εκτίμηση της αξίας του ακινήτου της αιτούσης (1.000 δραχμές ανά τ.μ.). Ακολούθησε το 1050/10.8.1993 έγγραφο της 13ης Εφορείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων Κρήτης, σύμφωνα με το οποίο, σε απάντηση του αιτήματος της αιτούσης για απαλλοτρίωση του αγροκτήματος της, εντοπίσθηκαν αρχαιότητες στο βαθμό εξακρίβωσης που επέτρεπε η πυκνή θαμνώδης βλάστηση, ενώ το πλησιέστερο όριο του αγροκτήματος ευρίσκεται σε απόσταση 200 μ. από την Παλαιοχριστιανική Βασιλική που έχει ανασκαφεί.
Συμπερασματικά διατυπώνεται η άποψη ότι δεν συντρέχει λόγος απαλλοτρίωσης ή απ` ευθείας εξαγοράς του αγροκτήματος ή τμήματος αυτού, δεδομένης της απόστασης, εξ αιτίας της οποίας δεν δημιουργείται πρόβλημα για την Παλαιοχριστιανική Βασιλική, ακόμη και στην περίπτωση που ήθελε επιχειρηθεί οικοδομικό έργο μέσα στο εν λόγω αγρόκτημα. Σύμφωνα με εισήγηση των δύο αρμοδίων Εφορειών (ΚΔ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και 13ης Εφορείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων Κρήτης), η οποία υπεβλήθη στις 28.9.1993 «Θέμα ανέγερσης ξενοδοχειακής μονάδας στο παραπάνω ακίνητο που έχει ήδη απορριφθεί από το ΚΑΣ από το 1984, δεν υφίσταται στην χαρακτηρισμένη αδόμητη Ζώνη Α` απόλυτης προστασίας, διότι, βάσει των διατάξεων του αρχαιολογικού νόμου, θα επέφερε όπως αναφέρει η 13η ΕΒΑ στην αριθ. 665/8.3.93 εισήγηση της, “άμεση βλάβη της αρχαιολογικά ελεγχόμενης περιοχής”, η οποία αποτελεί προστατευόμενο σύνολο μνημείων διαφόρων περιόδων, άρρηκτα συνδεδεμένο με τη γεωμορφολογία της περιοχής, η οποία αποτελεί και κηρυγμένο τόπο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Οιαδήποτε δόμηση στο παραπάνω ακίνητο θα σήμαινε διάσπαση του συνόλου και ανεπανόρθωτη βλάβη».
Στη συνέχεια η αιτούσα εταιρεία με την από 3.8.1998 αίτηση της, η οποία επιδόθηκε στους Υπουργούς Πολιτισμού και Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Οικονομικών στις 25.8.1998, ζήτησε από τη Διοίκηση να προβεί σε κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας της. Μετά τη συντέλεση της προσβαλλομένης σιωπηρός αρνήσεως εκδόθηκε η ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/ Α1/Φ24/5842/278/14.2.2000 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού «Ακριβής οριοθέτηση διά συντεταγμένων των Ζωνών Α και Β και καθορισμός χρήσεων γης στη Ζώνη Α προστασίας του αρχαιολογικού χώρου Ελούντας στο Δήμο Αγίου Νικολάου Μιραμπέλλου, νομού Λασιθίου» (Δ` 304), με βάση την οποία το ακίνητο της οποίας τοποθετείται στη Ζώνη Α` όπου απαγορεύεται οιαδήποτε αλλοίωση της μορφής του εδάφους, η δόμηση και οιαδήποτε κατασκευή, επιτρέπονται δε οι ανοικτές καλλιέργειες με ελαφρά άροση και η βοσκή των ζώων ως παραδοσιακή από αιώνων χρήση της γης.
Επειδή, με την αίτηση και τους προσθέτους λόγους προβάλλεται ότι η περιοχή που κείται η ιδιοκτησία της αιτούσης είναι τουριστική. Επομένως, η απαγόρευση δόμησης συνεπάγεται καθ’ ολοκληρία αποδυνάμωση και αδρανοποίηση του περιεχομένου της ιδιοκτησίας, η οποία προστατεύεται από τα άρθρα 17 §§1, 2 και 5 §1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του προσθέτου πρωτοκόλλου της ευρωπαϊκής σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου όχι μόνο ως τυπικό εμπράγματο δικαίωμα, αλλά και ως αξία. Περαιτέρω, περιεχόμενο της ακίνητης ιδιοκτησίας είναι η οικονομικά επωφελής για τον ιδιοκτήτη αξιοποίηση της με τη μεταβολή της φυσικής της κατάστασης. Συνεπώς, στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες το κράτος επιβάλλει απαγόρευση δόμησης ακινήτων για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 του Συντάγματος, και αυτή διαρκεί επί μακρό χρόνο, επέρχεται πλήρης αποδυνάμωση των εξουσιών της ιδιοκτησίας και πρέπει να κηρύσσεται αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου ή να καταβάλλεται αποζημίωση στον ιδιοκτήτη ανάλογη με την αξία του. Στην προκειμένη περίπτωση, η αγορά των ακινήτων έγινε αποκλειστικά για την ανέγερση τουριστικού ξενοδοχειακού συγκροτήματος, χρήση επιτρεπτή σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας για την εκτός σχεδίου δόμηση, η δε για είκοσι πέντε περίπου έτη απαγόρευση της προσήκουσας αυτής εκμετάλλευσης συνιστά de facto απαλλοτρίωση με συνέπεια να υφίσταται υποχρέωση είτε για κήρυξη της, είτε για άρση των επιβληθέντων περιορισμών, η επιβολή των οποίων προσκρούει άλλωστε στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι, όπως αναφέρεται σε προηγούμενη σκέψη, υποχρέωση της Διοικήσεως να αποδεχθεί αίτηση για την κήρυξη απαλλοτριώσεως ακινήτου, στο οποίο έχουν επιβληθεί περιορισμοί υπαγορευόμενοι από σκοπό δημοσίου συμφέροντος, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και του φυσικού περιβάλλοντος, συντρέχει μόνον αν οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί συνεπάγονται την ολική και οριστική στέρηση της χρήσεως του ακινήτου κατά τον προορισμό του. Τούτο όμως δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, δοθέντος ότι η απαγόρευση δόμησης σε αρχήθεν εκτός σχεδίου περιοχή, δηλ. σε περιοχή με κατά προορισμό χρήση την αγροτική, κτηνοτροφική και δασοπονική εκμετάλλευση καθώς και την αναψυχή του κοινού, δεν επιφέρει ολική και οριστική στέρηση της εξουσίας διαθέσεως της ιδιοκτησίας και δεν συνιστά απαλλοτρίωση. Εξ άλλου, είναι διάφορο θέμα η τυχόν επιδίωξη αποζημιώσεως στο βαθμό που οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί της ιδιοκτησίας είναι εξαιρετικά επαχθείς για τους ιδιοκτήτες. Επειδή, με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, δεν επιτρέπεται διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης. Επομένως, απαραδέκτως υποβάλλεται με αυτό, και μάλιστα το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου, επικουρικό αίτημα να αρθούν οι περιορισμοί που έχουν επιβληθεί στην ιδιοκτησία της αιτούσης. (…)
- 613/2002 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
Προστασία περιβάλλοντος. Αίτηση ακυρώσεως κατ` αποφάσεως Γενικού Γραμματέα ΠΕΧΩΔΕ με την οποία εγκρίνονται οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία εγκαταστάσεων παραγωγής χρυσού στη Χαλκιδική. Ακυρωτέα η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω των δυσμενών περιβαλλοντικών συνεπειών τέτοιας εγκαταστάσεως.
Αριθμός 613/2002
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Ιανουαρίου 2001, με
την εξής σύνθεση: Χ. Γεραρής, Πρόεδρος, Π.Ζ. Φλώρος, Π. Χριστόφορος,
Σ. Χαραλαμπίδης, Γ. Παναγιωτόπουλος, Σ. Καραλής, Κ. Μενουδάκος, Γ.
Ανεμογιάννης, Σ. Ρίζος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Π. Πικραμμένος, Ν.
Σκλίας, Α. Θεοφιλοπούλου, Α. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Α. Γκότσης, Α.
Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Σάρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Σ.
Χαραλάμπους, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι.
Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Σύμβουλοι, Ε. Τσούμπα, Δ. Γρατσίας,
Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.
Για να δικάσει την από 15 Νοεμβρίου 2000 αίτηση:
του ………………………… ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Αγγ. Χαροκόπου (Α.Μ. 1280), που την διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του …………………………… ο οποίος παρέστη με τον Δημ. Αναστασόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και κατά των παρεμβαινόντων: ……………………. οι οποίοι παρέστησαν με τους δικηγόρους 1) Φιλ. Σπυρόπουλο (Α.Μ. 7310) και 2)Ελ. Στεφάνου (Α.Μ. 2575), που τους διόρισαν με πληρεξούσια,………………………. η οποία παρέστη με τους δικηγόρους 1) Χρ.Πολίτη (Α.Μ. 2740) και 2) Ιω. Δρυλλεράκη (Α.Μ. 2279), που τους διόρισεμε πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 20 Νοεμβρίου 2000 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α του Π.Δ. 18/1989. Με την αίτηση αυτή ο αιτών Δήμος επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ? αριθμ. πρωτ. 110005/18.9.2000 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του ΥΠΕΧΩΔΕ και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή,
Συμβούλου Α. Ράντου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αιτούντος Δήμου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξούσιους των παρεμβαινόντων και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα σκέφθηκε κατά τον Νόμο.
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμο, η καταβολή τελών (άρθρο 304 π.δ/τος 410/1995, Δ.Κ.Κ) και παραβόλου (άρθρο 36 παρ. 1 π.δ/τος 18/1989).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας δυνάμει ειδικής πράξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου, λόγω μείζονος σπουδαιότητος, ο αιτών Δήμος ζητεί την ακύρωση της υπ? αριθ. πρωτ. 110005/18.9.2000 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία των εγκαταστάσεων παραγωγής χρυσού της εταιρείας με την επωνυμία “TVX HELLAS Ανώνυμη Εταιρεία Μεταλλείων και Βιομηχανίας Χρυσού” στην Ολυμπιάδα Χαλκιδικής.Στην δίκη παρεμβαίνουν υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως με χωριστά δικόγραφα αφενός μεν η ανωτέρω εταιρεία, αφετέρου δε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) και άλλοι.
3. Επειδή, ο αιτών Δήμος, στην διοικητική περιφέρεια του οποίου εμπίπτει, κατά το μεγαλύτερο μέρος, ο χώρος των επίμαχων εγκαταστάσεων, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ασκεί την κρινομένη αίτηση.
4. Επειδή με έννομο συμφέρον ασκείται η παρέμβαση της εταιρείας TVX
HELLAS A.E., στην οποία έχει παραχωρηθή η εκμετάλλευση των ως άνω
εγκαταστάσεων.
5. Επειδή με έννομο συμφέρον ασκείται η κοινή παρέμβαση σωματείων εργαζομένων στα μεταλλεία Κασσάνδρας, του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Ν. Χαλκιδικής και της ΓΣΕΕ εφ? όσον έχουν ως σκοπό, κατά τα καταστατικά
τους, την προάσπιση και προαγωγή των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών τους,τα οποία θίγονται, κατά τα προβαλλόμενα με το δικόγραφο της παρεμβάσεως, από τυχόν ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, η οποία θα είχε ως συνέπεια την παρεμπόδιση δημιουργίας σημαντικού αριθμού θέσεων εργασίας στην ευρύτερη περιοχή. Επίσης, με έννομο συμφέρον ασκείται η παρέμβαση αυτή και από τον Δήμο Παναγίας Ν. Χαλκιδικής, η διοικητική περιφέρεια του οποίου γειτνιάζει με αυτή των επιμάχων εγκαταστάσεων, καθώς και από κατοίκους του αιτούντος Δήμου υπό την ειδικότερη ιδιότητα του μεν πρώτου ως μέλους του Δημοτικού Συμβουλίου που μειοψήφησε στην απόφαση για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, των δε λοιπών ως μελών τοπικών συμβουλίων δημοτικών διαμερισμάτων του Δήμου, οι οποίοι επικαλούνται το ενδιαφέρον τους για την απασχόληση του εργατικού δυναμικού και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής.
6. Επειδή, στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, οριζόταν ότι “Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα….”. Διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος και για την αρχή της αειφόρου αναπτύξεως περιέχουν, εξ άλλου, τόσο η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση, όσο και η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με την Συνθήκη του Αμστερνταμ, που κυρώθηκε με τον ν. 2691/1999 (Α? 47) και τέθηκε σε ισχύ από 1.5.1999 (ανακοίνωση της 6.4.1999, Α? 87). Ειδικότερα, η μεν Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει μεταξύ των στόχων της Ενώσεως την επίτευξη ισόρροπης και αειφόρου αναπτύξεως (έβδομη παράγραφος του προοιμίου και άρθρο Β, ήδη άρθρο 2 με την νέα αρίθμηση), η δε Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ορίζει ως αποστολή της Κοινότητος την προαγωγή αρμονικής, ισόρροπης και αειφόρου αναπτύξεως των οικονομικών δραστηριοτήτων και ότι η πολιτική της Κοινότητος στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στις αρχές της προφυλάξεως και της προληπτικής δράσεως (άρθρα 2 και 130 Ρ παρ. 2, ήδη άρθρα 2 και 174 παρ. 2 με την νέα αρίθμηση). Εν όψει της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής εξεδόθη ο ν. 1650/1986 (Α 160), με τον οποίο θεσπίζονται κανόνες αναφερόμενοι, πλην άλλων, στις προϋποθέσεις και στην διαδικασία για την έγκριση της εγκαταστάσεως δραστηριοτήτων ή εκτελέσεως έργων από τα οποία απειλούνται δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον, ενώ, με βάση εξουσιοδοτήσεις των άρθρων 3, 4 παράγραφοι 10 και 11 και 5 παράγραφος 1 του νόμου αυτού αλλά και σε συμμόρφωση προς τις Οδηγίες 84/360/ΕΟΚ και 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ε.Κ., εξεδόθη η κοινή υπουργική απόφαση 69269/5387/24.10.1990 (Β? 678) με την οποία καθορίζονται, μεταξύ άλλων, τα απαιτούμενα στοιχεία και προδιαγραφές του περιεχομένου των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων καθώς και η διαδικασία εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων.
7. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις, το φυσικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό προκειμένου να εξασφαλισθή η οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάρη και των επομένων γενεών. Όπως προκύπτει, μάλιστα, από την προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη, ο συντακτικός νομοθέτης δεν αρκέσθηκε στην πρόβλεψη δυνατότητας να θεσπίζονται μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος αλλά επέβαλε στα όργανα του Κράτους που έχουν σχετική αρμοδιότητα να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για την διαφύλαξη του προστατευομένου αγαθού και, ειδικότερα, να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά, μέτρα, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό και στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα. Κατά την λήψη, εξ άλλου, των μέτρων αυτών τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας οφείλουν, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ερμηνευομένης εν όψει και των άρθρων 106 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, όπως είναι εκείνοι που σχετίζονται με τους σκοπούς της οικονομικής αναπτύξεως, της αξιοποιήσεως του εθνικού πλούτου, της ενισχύσεως της περιφερειακής αναπτύξεως και της εξασφαλίσεως εργασίας στους πολίτες, δηλαδή σκοπούς για τους οποίους λαμβάνεται πρόνοια στο Σύνταγμα και, συγκεκριμένα, στα προαναφερόμενα άρθρα 106 και 22 παρ. 1. Η επιδίωξη όμως των σκοπών αυτών και η στάθμιση των προστατευομένων αντιστοίχων εννόμων αγαθών πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά γιατην προστασία του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη, στην οποία απέβλεψε ο συντακτικός αλλά και ο κοινοτικός νομοθέτης. Κατά την στάθμιση εξ άλλου αυτή, σεσυμμόρφωση προς την αρχή της προλήψεως και προφυλάξεως στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, που απορρέει από τις ανωτέρω διατάξεις, τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας πρέπει να λαμβάνουν προεχόντως υπ’ όψιν την τυχόν ύπαρξη ιδιαιτέρου κινδύνου για το φυσικό περιβάλλον από την κατασκευή και λειτουργία συγκεκριμένου έργου ή την ανάπτυξη συγκεκριμένης δραστηριότητας και να μη παρέχουν τη σχετική έγκριση αν διαπιστώσουν αιτιολογημένα ότι ο κίνδυνος αυτός, στον οποίο περιλαμβάνεται και ο επαπειλούμενος από ενδεχόμενη πλημμελή λειτουργία του έργου, υπερακοντίζει προδήλως τα προσδοκώμενα οφέλη από τηνλειτουργία του. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση πρέπει, προκειμένου στάθμιση αυτή να γίνεται κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στην ανάγκη προστασίας των εκατέρωθεν διακυβευομένων εννόμων αγαθών, να εκτίθενταικαι να συνεκτιμώνται κατά τρόπο επαρκή αφ? ενός μεν ο τρόπος και ημέθοδος κατασκευής και λειτουργίας της συγκεκριμένης εγκαταστάσεως και αφ’ ετέρου ο ειδικότερος χαρακτήρας του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο προσδοκάται ότι θα εξυπηρετηθή από το έργο ή την δραστηριότητα αυτή,δεδομένου ότι η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη στάθμιση συναρτάται εκάστοτε με το είδος και την έκταση της επαπειλούμενης βλάβης και τηνφύση της εξυπηρετούμενης με την εκτέλεση του έργου ανάγκης. Περαιτέρω,σε περίπτωση προσβολής με αίτηση ακυρώσεως των διοικητικών πράξεων πουεκδίδονται κατά την διαδικασία με την οποία τα αρμόδια όργανα της Διοικήσεως εκτιμούν εκ των προτέρων τις αναμενόμενες συνέπειες για το περιβάλλον από σχεδιαζόμενα έργα ή δραστηριότητες και κρίνουν αν καιμε ποιούς όρους μπορεί να πραγματοποιηθή το έργο ή η δραστηριότητα ώστε να μη παραβιάζεται η αρχή της βιώσιμης αναπτύξεως, ο ακυρωτικός δικαστής ερευνά εάν τηρήθηκε συννόμως από ουσιαστική και τυπική άποψη η διαδικασία αυτή και αν τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η ελεγχόμενηδιοικητική πράξη είναι σύμφωνα με τους σχετικούς ορισμούς της νομοθεσίας και επαρκή για να προσδώσουν έρεισμα στην πράξη. Ειδικότερα, κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου, στον οποίο περιλαμβάνεται και η πλάνη περί τα πράγματα, ο δικαστής εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που αποτελεί τοβασικό μέσο εφαρμογής της αρχής της προλήψεως και προφυλάξεως,ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του νόμου και αν το περιεχόμενό τηςείναι επαρκές ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και αξιολογούν τους κινδύνους και τις
Συνέπειες του έργου ή της δραστηριότητος και να εκτιμούν αν ηπραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και τις συνταγματικές επιταγές, καθώς και αν το προσδοκώμενο από αυτό όφελος τελεί σε σχέση αναλογίας με την τυχόν επαπειλούμενη βλάβη του φυσικού περιβάλλοντος. Η ευθεία, όμως, αξιολόγηση εκ μέρους του δικαστή των συνεπειών ορισμένου έργου η δραστηριότητος και η κρίση αν η πραγματοποίησή του αντίκειται στηναρχή της βιώσιμης αναπτύξεως εξέρχονται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου διότι προϋποθέτουν διαπίστωση πραγματικών καταστάσεων, διερεύνηση τεχνικών θεμάτων, ουσιαστικές εκτιμήσεις και στάθμιση στηριζομένη στις εκτιμήσεις αυτές. Κατά ακολουθίαν, παράβαση της αρχήςτης βιώσιμης αναπτύξεως, μπορεί να ελεγχθή ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή μόνον αν από τα στοιχεία της δικογραφίας και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το έργο ήτην δραστηριότητα βλάβη για το περιβάλλον είναι μη επανορθώσιμη ή είναι προφανώς δυσανάλογη με το προσδοκώμενο όφελος και έχει τέτοιαέκταση και συνέπειες ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται την ανωτέρωσυνταγματική αρχή (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 3478/2000).
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την επίδικη πράξη εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι κατασκευής και λειτουργίας εγκαταστάσεων παραγωγής χρυσού της παρεμβαινούσης εταιρείας στην Ολυμπιάδα Χαλκιδικής σε θέση, η ακριβής χωροθέτηση της οποίας είχε προεγκριθή με την υπ? αριθμ. πρωτ. 11369/2228/14.5.1999 απόφαση του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ. Το έργο περιλαμβάνει αφ? ενός μεν την ανάπτυξη και αναβάθμιση των υφισταμένων εγκαταστάσεων του μεταλλείου Ολυμπιάδος, δηλαδή υπόγειων μεταλλευτικών εγκαταστάσεων εξορύξεως μεικτών θειούχων μεταλλευμάτων παραγωγής 2.700 t/d σε ξηρό μετάλλευμα, εγκαταστάσεων εμπλουτισμού για την επεξεργασία των μεταλλευμάτων και την παραγωγή θειούχων συμπυκνωμάτων μολύβδου, ψευδαργύρου και χρυσοφόρων σιδηροπυριτών ημερησίας δυναμικότητος 2000t, λίμνης τελμάτων για την υπόθεση των καταλοίπων της παραγωγικής διαδικασίας εμβαδού 265 στρεμμάτων και σωρών ήδη εξορυχθέντος σιδηροπυρίτου εμβαδού 25 στρεμμάτων, αφ? ετέρου δε την εγκατάσταση εργοστασίου χρυσού, ημερησίας δυναμικότητος 805 t συμπυκνώματος σιδηροπυρίτου, και των βοηθητικών του μονάδων για την ανάκτηση του εμπεριεχόμενου στον σιδηροπυρίτη χρυσού και την δημιουργία νέας λίμνης τελμάτων εμβαδού 925 στρεμμάτων. Οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις καλύπτουν συνολικά έκταση 430 στρεμμάτων, ενώ οι προγραμματιζόμενες νέες εγκαταστάσεις θα καταλάβουν συνολική έκταση 1755 στρεμμάτων. Κατά τα στοιχεία του φακέλου, (βλ. ιδίως την τελική έκδοση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων που εξεπόνησε η παρεμβαίνουσα εταιρεία κατά την διαδικασία εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως), η όλη δραστηριότητα τοποθετείται στην βορειοανατολική Χαλκιδική, όπου η παρεμβαίνουσα εταιρεία είναι δικαιούχος μεταλλειοκτησίας σε συνολική έκταση 314.000 στρεμμάτων. Στην έκταση αυτή αναπτυσσόταν μεταλλευτική δραστηριότητα από την αρχαιότητα, τελευταίος δε δικαιούχος πριν από την παρεμβαίνουσα ήταν η Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, η οποία εν συνεχεία ετέθη υπό ειδική εκκαθάριση. Η παρεμβαίνουσα εταιρεία απέκτησε τα δικαιώματα επί της εκτάσεως κατόπιν διεθνούς διαγωνισμού και υπογραφής της σχετικής από 21.12.1995 συμβάσεως μεταξύ αυτής, του εκκαθαριστού και του Ελληνικού Δημοσίου, η σύμβαση δε αυτή, αφού τροποποιήθηκε με την νεότερη από 26.4.1996 σύμβαση, κυρώθηκε με τον ν. 2436/1996 (Α? 192). Από την σύμβαση αυτή και τις άλλες σχετικές πράξεις (έγκριση εισαγωγής κεφαλαίων εξωτερικού κλπ) προκύπτει ότι το αρχικώς προβλεπόμενο ύψος της επενδύσεως θα είναι 46.000.000.000 δραχμές, θα απασχοληθούν δε στις εγκαταστάσεις 477 εργαζόμενοι. Φέρεται να είναι η μεγαλύτερη ιδιωτική μεταλλευτική επένδυση των τελευταίων ετών στην Ελλάδα. Εξ άλλου, η ευρύτερη μεταλλευτική περιοχή γειτνιάζει με τον κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο των Σταγείρων, (υπ? αριθ. ΥΠΠΟ/ ΑΡΧ/Α1/Φ.16/11265/613/7.3.1995 απόφαση Υπουργού Πολιτισμού, Β? 212), κείται εκτός των ορίων του, έχουν όμως ήδη ανευρεθή στην περιοχή των εγκαταστάσεων διάσπαρτες σημαντικές αρχαιότητες. Μεγάλο τμήμα της περιοχής των εγκαταστάσεων είναι δασικές εκτάσεις, τμήμα των οποίων έχει, λόγω της ιδιαίτερης οικολογικής του αξίας, προταθεί προς ένταξη στο προβλεπόμενο από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ Ευρωπαϊκό δίκτυο NATURA 2000. H περιοχή διαρρέεται από υδατορέματα, σημαντικότερο από τα οποία είναι εν προκειμένω το ρέμα “Κηπουρίστρα”, ενώ γειτνιάζει με τους οικισμούς Ολυμπιάδος του αιτούντος Δήμου, που απέχει 2,5 χιλιόμετρα και Καλυβίων Βαρβάρας του Δήμου Αρναίας, που απέχει 500 μέτρα. Κατά τα στοιχεία του φακέλου, τα υφιστάμενα στην περιοχή κοιτάσματα σιδηροπυρίτη και αρσενοπυρίτη, στα οποία εμπεριέχεται χρυσός σε αναλογία περίπου 8 γραμμάρια τουμεταλλεύματος, υπάγονται στην κατηγορία των “δυσκατέργαστων” χρυσοφόρων μεταλλευμάτων λόγω της σχετικώς αυξημένης δυσκολίας στην ανάκτηση του υφισταμένου χρυσού και της, ως εκ τούτου, ανάγκης προσφυγής σε πλέον εξειδικευμένες τεχνικές μεθόδους. Στα αρχικά στάδια της εκμεταλλεύσεως θα χρησιμοποιείται κατά προτεραιότητα μετάλλευμα που έχει ήδη εξαχθή από το μεταλλείο και παραμένει επί έτη ανεκμετάλλευτο σε σωρούς καθώς και υπολείμματα παλαιάς μεταλλευτικής δραστηριότητος που θα τύχουν νέας επεξεργασίας. Κατά την διαδικασία παραγωγής του χρυσού, το μετάλλευμα θα υφίσταται αρχικώς θραύση και λειοτρίβηση σε επιφανειακές εγκαταστάσεις ώστε να κονιοποιηθεί και στη συνέχεια θα μεταφέρεται σε εργοστάσιο εμπλουτισμού όπου θα παράγονται συμπυκνώματα των μεταλλευμάτων. Τα συμπυκνώματα αυτά θα υφίστανται μία οξειδωτική κατεργασία σε άλλο εργοστάσιο, το εργοστάσιο χρυσού, με τις εντελώς εξειδικευμένες τεχνολογικές μεθόδους της “βιοξειδώσεως”, με την χρήση βακτηριδίων, και της “υδατικής οξειδώσεως υπό πίεση”, με σκοπό την αφαίρεση του εμπεριεχομένου θείου και την αδρανοποίηση του επίσης εμπεριεχομένου αρσενικού, εν συνεχεία δε θα επιχειρείται η απόκτηση του χρυσού με την τεχνολογία της κυανώσεως και χρήση της τοξικής ενώσεως “κυάνιο” και την ηλεκτρόλυση. Τα κατάλοιπα της κυανώσεως θα υφίστανται επεξεργασία με την ειδική μέθοδο INCO ώστε να αδρανοποιηθεί το κυάνιο, τέλος δε τα κατάλοιπα της επεξεργασίας θα μεταφέρονται με κλειστό αγωγό μήκους 3 χιλιομέτρων σε νεοδημιουργούμενη λίμνη τελμάτων όπου θα απορρίπτονται. Για την δημιουργία της λίμνης αυτής τελμάτων που θα καταλαμβάνει, κατά τα ήδη εκτεθέντα, έκταση 950 περίπουστρεμμάτων, θα κατασκευασθή στην κοιλάδα του ρέματος Κηπουρίστρας ειδικό φράγμα τελικού ύψους 104 μέτρων, ο πυθμένας της λίμνης θα επιστρωθή με αδιαπέραστη γεωμεμβράνη, ενώ θα κατασκευασθή και άλλο φράγμα ύψους 30 μέτρων για την εκτροπή του ρέματος, ώστε αυτό να παρακάμπτει την λίμνη τελμάτων. Η λίμνη κατασκευάζεται σε δασική έκταση, ενώ για την πρόσβαση στις διάφορες εγκαταστάσεις προβλέπεται η διάνοιξη, δυνάμει αδειών της δασικής υπηρεσίας, δασικών οδών. Η λειτουργία της μονάδας απαιτεί την χρήση σημαντικών ποσοτήτων ύδατος, ενώ απαιτείται και παροχή αυξημένης ποσότητας ηλεκτρικής ενεργείας που διασφαλίζεται με την δημιουργία νέων ειδικών εγκαταστάσεων της Δ.Ε.Η. Στην περιοχή των εργοστασίων εμπλουτισμού μεταλλευμάτων και χρυσού προβλέπεται η κατασκευή μονάδων παραγωγής οξυγόνου και κατεργασίας των υδάτων του μεταλλείου, στην δε ευρύτερη περιοχή θα δημιουργηθή λατομείο ασβεστολίθου και σημεία απολήψεως αδρανών υλικών (“δανειοθάλαμοι”) για την κατασκευή των φραγμάτων. Προβλεπόμενη διάρκεια ζωής των εγκαταστάσεων είναι τα δέκα οκτώ έτη, μετά πάροδο των οποίων προβλέπεται διαδικασία αποκαταστάσεως, κατά το δυνατόν, της περιοχής.
9. Επειδή, κατά την διαδικασία ελέγχου της εκπονηθείσης από την παρεμβαίνουσα εταιρεία μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την κατασκευή και λειτουργία του έργου, η διοίκηση συγκρότησε οικειοθελώς “Επιστημονική Επιτροπή Έργου Συγκριτικής Αξιολόγησης” των προτεινομένων από την παρεμβαίνουσα εταιρεία τεχνικών μεθόδων παραγωγής χρυσού, αποτελούμενη από έξι Καθηγητές Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστήμιο Κρήτης). Η Επιτροπή υπέβαλε την από 21.1.1999 μελέτη της, όπου εκτιμάται ότι τα στοιχεία της αρχικής μελέτης της παρεμβαινούσης ήσαν ανεπαρκή και η τεκμηρίωση των συμπερασμάτων της αμφισβητήσιμη, ότι η προτεινόμενη από την εταιρεία μέθοδος της βιοξειδώσεως (ΒΙΟΞ) δεν έχει παγκοσμίως εφαρμοσθή στο σύνολο των αντιστοίχων παραγωγικών διαδικασιών, η δε μερική εφαρμογή της έχει γίνει σε πολύ μικρότερης δυναμικότητας μονάδες, ότι η μέθοδος χαρακτηρίζεται από την αστάθεια του βιολογικού παράγοντα και απαιτείτον χειρισμό ιδιαιτέρως επικινδύνων υλικών, ότι η λειτουργική της επικινδυνότητα είναι αυξημένη λόγω δημιουργίας αερίων κυανιούχων ενώσεων, μεταφοράς μεγάλων ποσοτήτων διαλύματος αρσενικού και χρήσεως μεγάλης ποσότητας κυανιούχων ενώσεων, ότι η οικονομική αξιολόγηση της προτεινομένης μεθόδου παραγωγής χρυσού δεν είναι δυνατή λόγω ελλιπών στοιχείων και ότι, συγκριτικώς, η μέθοδος της υδατικής οξειδώσεως υπόπίεση (ΥΟΞΠ) φαίνεται να εμφανίζει λιγότερα μειονεκτήματα σε σχέση με τη μέθοδο της βιοξειδώσεως (ΒΙΟΞ). Μετά την υποβολή της μελέτης αυτής,η παρεμβαίνουσα υπέβαλε νέα μελέτη, με την οποία πρότεινε την κατάειδικό τρόπο συνδυασμένη εφαρμογή των δύο μεθόδων, η δε διοίκηση, μετο υπ? αριθ. πρωτ. 46658/30.4.1999 έγγραφο ειδικής εξ υπαλλήλωνεπιτροπής, δεν προέβαλε για την μέθοδο αυτή αντιρρήσεις, δεν υπέβαλεόμως το ζήτημα εκ νέου υπό την κρίση της ειδικής επιστημονικής επιτροπής, την οποία (κρίση) είχε εν τούτοις η ίδια αρχικώς επιζητήσει. Εξ άλλου, η Γενική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, με το υπ’ αριθμ. πρωτ.94578/1939/29.5.2000 έγγραφό της, εκφράζοντας τις κατά νόμο απόψεις της επί της υποβληθείσης από την παρεμβαίνουσα μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παρατηρεί ότι “οι επιπτώσεις του έργου στα δάση της περιοχής, στα φυσικά οικοσυστήματα, στο τοπίο, στα εδάφη, στην ατμόσφαιρα, στην υδρολογία εμφανίζονται στη μελέτη μηδαμινές, αμελητέες… επειδή οι θιγόμενες δασικές εκτάσεις αντιπροσωπεύουν μικρό ποσοστό του συνόλου των δασικών εκτάσεων της Χαλκιδικής ή της Ελλάδος, (ενώ) οι επιπτώσεις στο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον της περιοχής και στην εθνική οικονομία εμφανίζονται θετικές” αλλά ότι οι εγκαταστάσεις καταλαμβάνουν σημαντική επιφάνεια δασικής βλαστήσεως “χωρίς δυνατότητα αποκατάστασης”, ότι “δεν πρόκειται για κάποια μορφή ανατρέψιμης υποβάθμισης αλλά για οριστικό αφανισμό. Αν δεχθούμε ότι η επίπτωση αυτή είναι ασήμαντη, το ίδιο θα πρέπει να δεχόμαστε σε κάθε έργο με αναλογική κατάργηση δασικών εκτάσεων ή γενικώς να μη λαμβάνουμε υπόψη την παρουσία δασών και φυσικών οικοσυστημάτων”, ότι “οι επιπτώσεις στο τοπίο δεν είναι ασήμαντες, (διότι) από το δρόμο Ολυμπιάδας – Βαρβάρας, (που) είναι ο μόνος δρόμος προσέγγισης του Στρατονικού και εφαπτόμενος της περιοχής ΝΑTURA, θα είναι ορατά το σύνολο των εγκαταστάσεων και επεμβάσεων”, ότι “θα υπάρξουν επίσης επιπτώσεις στα νερά της περιοχής, γιατί δεσμεύονται τεράστιες ποσότητες του υδατικού δυναμικού της περιοχής” ότι “στη λίμνη τελμάτων tης Κηπουρίστρας θα πρέπει να αποκλειστούν κατασκευαστικές αστοχίες και να ληφθεί κατά το σχεδιασμό των έργων υπόψη ότι η περιοχή του έργου γειτνιάζει με την εξαιρετικά σεισμογενή περιοχή της Βόλβης, αλλά και οίδιος ο χώρος της Κηπουρίστρας φαίνεται να έχει μία σχετική έντονη σεισμική δράση”, ότι “η περιοχή του έργου εμπίπτει στην πρώτη ζώνη επικινδυνότητας εκδήλωσης δασικής πυρκαϊάς και μία ενδεχόμενη καταστροφή της βλάστησης στη λεκάνη της Κηπουρίστρας θα προκαλέσει αύξηση της επιφανειακής απορροής υδάτων και των φερτών υλών…οι οποίες θα μειώνουν τη χωρητικότητα (της λίμνης τελμάτων)… Ο παράγοντας αυτός δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπόψη στη μελέτη” και ότι” κατόπιν των ανωτέρω έχουμε τη γνώμη ότι θα πρέπει να ληφθούν πρόσθετα μέτρα ως προς την ασφάλεια του συστήματος διαχείρισης των τελμάτων στο διηνεκές, διότι δεν είναι λίγα τα ατυχήματα από μεγάλες διαρροές τοξικών αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας χρυσού…”. Περαιτέρω, κατά την κατά νόμο έκφραση των απόψεών της επί της αυτής μελέτης, η Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ, με το υπ? αριθ. πρωτ. οικ. 84698/21.7.2000 έγγραφό της, παρατηρεί, μεταξύ άλλων, ότι από τα 925 στρέμματα της λίμνης τελμάτων Κηπουρίστρας τα 317 ευρίσκονται εντός της περιοχής NATURA και γενικότερα, ότι, “είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο έργο με εξίσου σημαντικές επιπτώσεις στον άνθρωπο και στο φυσικό περιβάλλον. Στην απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων θα πρέπει να προβλεφθεί η εκπόνηση ειδικής μελέτης για την εκτίμηση του κινδύνου σε περίπτωση ρύπανσης συνεπεία ατυχήματος και σχέδιο εκτάκτου ανάγκης. Η σπουδαιότητα της μελέτης κινδύνου είναι ιδιαιτέρως επίκαιρη μετά το τελευταίο ατύχημα στη Ρουμανία (30.1.2000) όπου, σύμφωνα με δημοσιεύματα τύπου, έσπασε φράγμα ορυχείου χρυσού με αποτέλεσμα να προκληθεί διαρροή κυανίου και άλλων βαρέων μετάλλων σε παραπόταμο του Δούναβη. Στην προαναφερόμενη ειδική μελέτη θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το έργο είναι μεγάλο και οι επιπτώσεις στο περιβάλλον σε περίπτωση ατυχηματικής ρύπανσης είναι εξαιρετικά σημαντικές. Θα πρέπει να διαχωρίζονται οι επιπτώσεις που προκύπτουν όταν το έργο δουλεύει υπό κανονικές συνθήκες από αυτές υπό μη κανονικές συνθήκες. Οι ανώμαλες καταστάσεις μπορεί να οφείλονται σε κακή λειτουργία του ίδιου του έργου (μη ικανοποιητική συντήρηση, λάθος χειρισμούς, αποτυχία του σχεδιασμού του έργου κλπ) ή σε κάποιο εξωτερικό γεγονός (π.χ. σεισμός, πυρκαγιά, σαμποτάζ, ανώμαλα ακραίες καιρικές συνθήκες κλπ)…”. Στο ζήτημα της εν γένει επικινδυνότητος της μεταλλουργίας χρυσού αναφέρεται και το υπ? αριθ. Β4 – 0410/94 ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Ε.Ε. των Ε.Κ., αριθ.
C/341/169/5.12.1994) εν σχέσει προς τότε προβλεπόμενο και εν συνεχεία εγκαταλειφθέν σχέδιο εγκαταστάσεως εργοστασίου παραγωγής χρυσού πλησίον της Περγάμου και του Αδραμυττίου στην Τουρκία, στο οποίο επισημαίνονται ειδικότερα οι κίνδυνοι από την χρησιμοποίηση κυανιούχων ουσιών στην διαδικασία παραγωγής χρυσού.
10. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις, η επιχειρηθείσα από την διοίκηση με την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως και με βάση τα ανωτέρω εκτιμηθέντα από αυτήν στοιχεία στάθμιση μεταξύ του προσδοκώμενου οφέλους από την εκτέλεση του έργου και της επαπειλούμενης βλάβης στο φυσικό περιβάλλον από την κατασκευή και λειτουργία του είναι πλημμελής και παραβιάζει την αρχή της βιώσιμης αναπτύξεως. Και τούτο για τον λόγο ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία αυτά, το αναλισκόμενο για την κατασκευή του έργου φυσικό κεφάλαιο, δηλαδή δασικές εκτάσεις, υδατορέματα και ο εν γένει καταλαμβανόμενος από τις εγκαταστάσεις χώρος, καθώς και οι επαπειλούμενοι από την λειτουργία του κίνδυνοι, ενόψει της επιλεγείσης μεθόδου παραγωγής του χρυσού, εμφανίζονται δυσανάλογοι εν σχέσει προς το προσδοκώμενο όφελος από την εισαγωγή στην χώρα νέας τεχνολογίας για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου και την αύξηση της απασχολήσεως του εργατικού δυναμικού της περιοχής, που είναι τα προκύπτοντα από τον φάκελο και ληφθέντα υπ? όψιν από την διοίκηση οφέλη από την εγκατάσταση. Συνεπώς, η προσβαλλομένη πράξη, που παρίσταται ως προϊόν πλημμελούς σταθμίσεως μεταξύ αφενός σκοπών θαλπομένων μεν από τον νόμο και το Σύνταγμα αλλά όχι επαρκών να αντισταθμίσουν την επαπειλούμενη βλάβη του φυσικού περιβάλλοντος και αφετέρου της τελευταίας αυτής βλάβης, είναι μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθή για τον λόγο αυτόν.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την κρινομένη αίτηση.
Ακυρώνει την υπ’ αριθ. πρωτ. 110005/18.9.2000 απόφαση του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ, κατά το σκεπτικό.
Απορρίπτει τις παρεμβάσεις.
Επιβάλλει εις βάρος του Δημοσίου και των παρεμβαινόντων συμμέτρως την δικαστική δαπάνη του αιτούντος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των επτακοσίων εξήντα (760) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου και στις 6 Απριλίου 2001
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση την 1η
Μαρτίου 2002.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Χ. Γεραρής Μ. Καλαντζής
ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το
ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την
αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας
Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.
Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.
Αθήνα, ……………………………………….
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας
- 1492/2013 ΣΤΕ
Προστασία περιβάλλοντος και αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου. Αίτηση ακύρωσης της ΚΥΑ περί εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων εγκαταστάσεων μεταλλείων. Ο δικαστής εξετάζει αν η ΜΠΕ ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του νόμου και αν το περιεχόμενό της είναι επαρκές. Πότε η παράβαση της αρχής της βιώσιμης αναπτύξεως μπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή. Η κρίση της Διοίκησης που εμπεριέχεται στην ΠΠΕΑ σχετικά με τη συμβατότητα του έργου προς τις υφιστάμενες χωροταξικές κατευθύνσεις είναι αιτιολογημένη. Η πλήρης αξιοποίηση των κοιτασμάτων και η μη εξέταση, πέραν της μηδενικής, άλλων εναλλακτικών λύσεων, δεν καθιστά πλημμελώς αιτιολογημένη την προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν απαιτείται να τηρηθεί το στάδιο της ΠΠΕΑ της μεταλλευτικής δραστηριότητας. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν αξιολογήσεως όλων των πρόσφορων εναλλακτικών λύσεων, τόσο ως προς τη χωροθέτηση των βασικών μονάδων και υποδομών, όσο και ως προς τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους στην εξορυκτική και παραγωγική δραστηριότητα, καθώς και στη διαχείριση των αποβλήτων. Δεν θίγεται η προστασία των αρχαιοτήτων της περιοχής. Το Κ.Α.Σ. έχει ήδη γνωμοδοτήσει στο στάδιο της Π.Π.Ε. και δεν απαιτούνταν η τήρηση εκ νέου του τύπου αυτού και στο στάδιο ΕΠΟ. Πότε είναι ανεκτή η μεταβολή της μορφής εκτάσεως με δασική βλάστηση για την άσκηση μεταλλευτικών δραστηριοτήτων. Η χωροθέτηση των αναγκαίων υποστηρικτικών υποδομών και βιομηχανικών μονάδων σχετικών με την εξορυκτική δραστηριότητα διέπεται αποκλειστικά από το άρθρο 57 του ν. 998/1979. Οι χώροι απόθεσης των εξορυκτικών αποβλήτων δύνανται να χωροθετούνται και εντός δασικών εκτάσεων. Δεν παραβιάστηκε το άρθρο 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους. Η διαχείριση των αποβλήτων του έργου είναι σύμφωνη με τις κοινοτικές και εθνικές απαιτήσεις και διασφαλίζει υψηλή προστασία των περιβαλλοντικών μέσων. Πριν την εκτέλεση των τεχνικών έργων πλησίον ρέματος, απαιτείται καθορισμός της οριογραμμής του, όπως εν προκειμένω. Η άντληση και χρήση νερού κατά την εξόρυξη και τις συνοδές της δραστηριότητες, δεν συνιστά έργο διαχείρισης και αξιοποίησης των υδατικών πόρων, ώστε να απαιτείται η προηγούμενη εκπόνηση των σχεδίων διαχείρισης των λεκανών απορροής. Εκτιμήθηκαν οι επιπτώσεις που αναμένονται να προκληθούν στο ατμοσφαιρικό περιβάλλον και στα ύδατα. Τηρήθηκε η διαδικασία ενημέρωσης και συμμετοχής του κοινού καθώς και διαβούλευσης με τις δημόσιες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό. Η περιβαλλοντική ευθύνη του φορέα της εκμετάλλευσης δεν καταργείται με τους συμβατικούς όρους. Το τίμημα που συμφωνήθηκε για την απευθείας μεταβίβαση των μεταλλείων και με απαλλαγή της παρεμβαίνουσας από τους φόρους μεταβιβάσεως δεν συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση. Το έργο αναμένεται να επιφέρει πολλαπλά οφέλη τόσο στην εθνική όσο και στην τοπική οικονομία. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.
Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 1215122, 3091732/2011 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 201745/26.7.2011 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Πολιτισμού και Τουρισμού περί εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων του έργου «α) Μεταλλευτικές-Μεταλλουργικές Εγκαταστάσεις Μεταλλείων Κασσάνδρας και β) Απομάκρυνση, Καθαρισμός και Αποκατάσταση Χώρου Απόθεσης Παλαιών Τελμάτων Ολυμπιάδας» με δικαιούχο την εταιρεία «.....................».
3. Επειδή, με προφανές έννομο συμφέρον παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξεως η δικαιούχος της μεταλλευτικής εκμετάλλευσης εταιρεία «..................................». Επίσης, με έννομο συμφέρον παρεμβαίνουν, με χωριστά δικόγραφα, το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Ν. Χαλκιδικής που έχει ως καταστατικό σκοπό την προάσπιση των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του και ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων με καταστατικό σκοπό την ενίσχυση των μεταλλευτικών επιχειρήσεων και την αξιοποίηση του ορυκτού δυναμικού της χώρας, μέλος του οποίου είναι και η πρώτη παρεμβαίνουσα εταιρεία, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η ματαίωση της επένδυσης θα θίξει άμεσα τα μέλη τους και θα έχει δυσμενείς επιδράσεις στην ανάπτυξη της χώρας και στην αξιοποίηση του ορυκτού της πλούτου.
4. Επειδή, οι αιτούντες με αύξοντα αριθμό στο δικόγραφο 4, 15, 17, 22, 23, 27, 28, 30, 31, 32, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 42 και 45 παραιτήθηκαν με δήλωσή τους προ της συζητήσεως της υποθέσεως. Ως εκ τούτου, ως προς αυτούς η κρινόμενη αίτηση θα πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989. Περαιτέρω, απορριπτέα ως απαράδεκτη είναι η αίτηση ως προς την αιτούσα με αύξοντα αριθμό 48, η οποία δεν νομιμοποιήθηκε με κανέναν από τους προβλεπόμενους στο νόμο τρόπους. Οι λοιποί αιτούντες με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση υπό την ιδιότητά τους, όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα στοιχεία, ως κατοίκων, ιδιοκτητών ακινήτων και απασχολουμένων σε αγροτικές και τουριστικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή του επίμαχου έργου.
5. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται εμπροθέσμως, καθ’ όσον δεν προκύπτει κοινοποίηση ή πλήρης γνώση της προσβαλλόμενης πράξεως εκ μέρους των αιτούντων σε χρόνο πέραν των εξήντα ημερών από την άσκησή της, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την παρεμβαίνουσα περί του εκπροθέσμου αυτής είναι απορριπτέα προεχόντως ως αόριστα.
7. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος, του ν. 1650/1986, όπως ισχύει μετά την εναρμόνισή του προς τις οδηγίες 84/360, 85/337/ΕΟΚ και 97/11, 96/61/ΕΕ, και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων κανονιστικών αποφάσεων, το φυσικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό προκειμένου να εξασφαλισθεί η οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάρη και των επόμενων γενεών. Εν όψει της υποχρέωσής του αυτής ο συντακτικός νομοθέτης οφείλει να προβαίνει σε θετικές ενέργειες για τη διαφύλαξη του προστατευομένου αγαθού, σταθμίζοντας ωστόσο κατά τις επιταγές των άρθρων 106 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος και άλλους παράγοντες αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, όπως είναι εκείνοι που σχετίζονται με τους σκοπούς της οικονομικής αναπτύξεως, της αξιοποιήσεως του εθνικού πλούτου, της ενισχύσεως της περιφερειακής αναπτύξεως και της εξασφαλίσεως εργασίας στους πολίτες, σε συμμόρφωση προς την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία επιβάλλει, σύμφωνα με τις αρχές της προλήψεως και προφυλάξεως στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος να λαμβάνεται προεχόντως υπόψη η τυχόν ύπαρξη ιδιαιτέρου κινδύνου για το φυσικό περιβάλλον από την κατασκευή και λειτουργία συγκεκριμένου έργου ή την ανάπτυξη συγκεκριμένης δραστηριότητας. Προκειμένου δε η στάθμιση αυτή να γίνεται κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στην ανάγκη προστασίας των εκατέρωθεν διακυβευομένων εννόμων αγαθών θα πρέπει να εκτίθενται και να συνεκτιμώνται κατά τρόπο επαρκή αφ’ ενός μεν ο τρόπος και η μέθοδος κατασκευής και λειτουργίας του συγκεκριμένου έργου και αφ’ ετέρου ο ειδικότερος χαρακτήρας του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο προσδοκάται ότι θα εξυπηρετηθεί, δεδομένου ότι η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη στάθμιση συναρτάται σε κάθε περίπτωση με το είδος και την έκταση της επαπειλούμενης βλάβης και την φύση της εξυπηρετούμενης με την εκτέλεση του έργου ανάγκης. Περαιτέρω, κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου, στον οποίο περιλαμβάνεται και η πλάνη περί τα πράγματα, σε περίπτωση προσβολής με αίτηση ακυρώσεως διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατά τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, ο δικαστής εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που αποτελεί το βασικό μέσο εφαρμογής της αρχής της προλήψεως και προφυλάξεως, ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του νόμου και αν το περιεχόμενό της είναι επαρκές, ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και να αξιολογούν τους κινδύνους και τις συνέπειες του έργου ή της δραστηριότητος και να εκτιμούν αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και τις συνταγματικές επιταγές, καθώς και αν το προσδοκώμενο από αυτό όφελος τελεί σε σχέση αναλογίας με την τυχόν επαπειλούμενη βλάβη του φυσικού περιβάλλοντος. Η ευθεία, όμως, αξιολόγηση εκ μέρους του δικαστή των συνεπειών ορισμένου έργου ή δραστηριότητος και η κρίση αν η πραγματοποίησή του αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης αναπτύξεως εξέρχονται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου, διότι προϋποθέτουν διαπίστωση πραγματικών καταστάσεων, διερεύνηση τεχνικών θεμάτων, ουσιαστικές εκτιμήσεις και στάθμιση στηριζομένη στις εκτιμήσεις αυτές. Κατ’ ακολουθίαν, παράβαση της αρχής της βιώσιμης αναπτύξεως μπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή μόνον αν από τα στοιχεία της δικογραφίας και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το έργο ή τη δραστηριότητα βλάβη για το περιβάλλον είναι μη επανορθώσιμη ή είναι προφανώς δυσανάλογη με το προσδοκώμενο όφελος και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται την ανωτέρω συνταγματική αρχή (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 462-3/2010, Ολομ. 613/2002, Ολομ. 3478/2000, 1990/2007 7μ., 4491/2009 7μ., 293/2009).
21. Επειδή, εξ άλλου, τα ρέματα ως στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν αντικείμενα συνταγματικής προστασίας που αποβλέπει στη διατήρηση της φυσικής τους κατάστασης και στη διασφάλιση της επιτελούμενης από αυτά λειτουργίας της απορροής των υδάτων και συνεπώς, η εκτέλεση τεχνικών έργων πλησίον ρέματος επιτρέπεται μόνο εφ’ όσον διασφαλίζεται η ανεμπόδιστη εκτέλεση της φυσικής τους λειτουργίας. Για να εξασφαλισθεί ο σκοπός αυτός απαιτείται, πριν την εκτέλεση των τεχνικών έργων πλησίον ρέματος, ο καθορισμός της οριογραμμής τους σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6 του ν. 880/1979 (Α΄ 58) (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3010/2002, Α΄ 91), έτσι ώστε η μελετώμενη επέμβαση να γίνεται εν όψει της υπάρξεως του ρέματος (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 462-3/2010, 1990/2007 7μ.). Εξ άλλου, ως έχει κριθεί (Π.Ε. 262/2003 Ολομ., ΣτΕ 4494/2009 7μ.), η οριοθέτηση υδατορεμάτων, τα οποία ευρίσκονται σε οικισμούς ή περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου που λόγω του χαρακτήρα τους χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, όπως είναι οι αρχαιολογικοί χώροι, τα αρχιτεκτονικά ή παραδοσιακά σύνολα, οι παραδοσιακοί οικισμοί, οι παραλιακές περιοχές ή οικισμοί, οι τουριστικοί τόποι, τα δάση, οι δασικές εκτάσεις, τα τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, τα ευαίσθητα οικοσυστήματα, οι περιοχές ιδιαίτερου περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος και οι υπαγόμενες σε ειδικό καθεστώς προστασίας περιοχές, πρέπει να γίνεται με προεδρικό διάταγμα.
30. Επειδή, σύμφωνα με τη Μ.Π.Ε. (Κεφάλαιο 2.3), το έργο, σε εθνική και διεθνή κλίμακα, αποτελεί μία σημαντική δραστηριότητα, καθώς επαναπροσδιορίζει για την περιοχή εν όλω ή εν μέρει τα οικονομικά χαρακτηριστικά και το αναπτυξιακό πρότυπο μέσω πλήρους αξιοποίησης των καταγεγραμμένων κοιτασμάτων και την παράλληλη έρευνα για την επέκταση των γνωστών κοιτασμάτων και τον προσδιορισμό νέων. Ο σχεδιασμός του έργου στηρίχθηκε στη συσσωρευμένη εμπειρία από τη μακρόχρονη λειτουργία των μεταλλείων σε συνδυασμό με το περιβαλλοντικό και κοινωνικό υπόβαθρο που έχει διαμορφωθεί στην ευρύτερη περιοχή, στις αρχές της ορθολογικής αξιοποίησης των εθνικών πόρων και της αειφόρου ανάπτυξης, στην αξιολόγηση των προσπαθειών αξιοποίησης εν όλω ή εν μέρει που έγιναν στο παρελθόν, στη σημαντική εξέλιξη της τεχνολογίας σε συνδυασμό με τις προοπτικές και δυνατότητες ανάπτυξης ερευνητικού πεδίου στην Ελλάδα, στην αναγκαιότητα στάθμισης και αποδεκτής εξισορρόπησης του κοινωνικοοικονομικού οφέλους και περιβαλλοντικού κόστους στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης αειφόρου ανάπτυξης της χώρας, στην ευρωπαϊκή πρακτική, καθώς και στην αναγκαιότητα οικονομικής ευρωστίας υπό την έννοια της διευκόλυνσης εισροής κεφαλαίων στη χώρα, αλλά και της ανάπτυξης της περιφέρειας. Η υλοποίηση του σχεδιασμού αυτού επιτυγχάνει σταδιακά αφ’ ενός μεν την περιβαλλοντική αναβάθμιση της ευρύτερης περιοχής και δη της παράκτιας ζώνης μεταξύ Σταυρού και Ιερισσού, αφ’ ετέρου δε την περαιτέρω τουριστική αξιοποίησή της, η οποία υποβοηθείται σημαντικά από τη διεύρυνση των εισοδημάτων που θα επιφέρει η αύξηση της απασχόλησης σαν συνέπεια της αξιοποίησης του μεταλλευτικού δυναμικού (βλ. σελ. 2.3-1). Περαιτέρω διαλαμβάνεται ότι το συνολικό κόστος της επένδυσης είναι τέτοιο (2.843,7 εκ. ευρώ) ώστε θα επηρεάσει το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον της περιοχής. Η άμεση επίπτωση στην εθνική και τοπική οικονομία συνίσταται στη δημιουργία 1.300 άμεσων θέσεων απασχόλησης σε μία περιοχή με αυξημένη ανεργία (περίπου 20% στην περιοχή της Β.Α. Χαλκιδικής βάσει εκτιμήσεων του έτους 2010) και όπου ο μέσος όρος εισοδήματος ανά κάτοικο είναι μικρότερος του αντίστοιχου εθνικού μέσου όρου, θέσεις που θα καλυφθούν κατά προτεραιότητα από την τοπική κοινωνία σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90%, ενώ μικρό ποσοστό εξειδικευμένων επιστημόνων θα προέλθει από μεγάλα αστικά κέντρα. Επιπροσθέτως, οφέλη στην εθνική οικονομία θα προκύψουν από τη διάθεση σημαντικού τμήματος του κεφαλαίου της επένδυσης σε ελληνικές επιχειρήσεις (εταιρείες συμβούλων κ.ά.), την αξιοποίηση τμήματος του ορυκτού πλούτου της χώρας κατά τρόπο βιώσιμο και ορθολογικό, την εξαγωγή των τελικών προϊόντων της επένδυσης, ήτοι πλακών καθαρού χρυσού, αργύρου και χαλκού με θετικές επιδράσεις στο ισοζύγιο συναλλαγών και αύξηση του συναλλαγματικού οφέλους, την ανάδειξη της Ελλάδας σε πρώτη κύρια χώρα παραγωγής πρωτογενούς χρυσού στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε κέντρο ανάπτυξης σύγχρονης μεταλλουργικής τεχνολογίας στο χώρο των Βαλκανίων και στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος της χώρας μέσω της φορολογίας του φορέα εκμετάλλευσης και των επιχειρήσεων που σχετίζονται με την επένδυση. Περαιτέρω, αναμένονται ιδιαίτερα θετικές έμμεσες και δευτερογενείς επιπτώσεις που θα τονώσουν την τοπική και περιφερειακή οικονομία και συνίστανται στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων εμπορίου, παροχής υπηρεσιών, αλλά και μεταποιητικών δραστηριοτήτων συνδεόμενων με το στάδιο κατασκευής και λειτουργίας του έργου (οικοδομικά υλικά, χωματουργικές εργασίες, μεταφορές, συνεργεία επισκευών, συντήρησης κ.λπ.), ενώ βραχυπρόθεσμα αναμένεται προσέλκυση και άλλων δραστηριοτήτων του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα στην ευρύτερη περιοχή, οι οποίες θα λειτουργούν συμπληρωματικά και υποστηρικτικά προς τη μεταλλευτική δραστηριότητα. Εξ άλλου, η παρεμβαίνουσα προτίθεται να υποστηρίξει εμπράκτως δραστηριότητες που στοχεύουν στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική αναβάθμιση της Β.Α. Χαλκιδικής μέσω της συστάσεως ειδικού φορέα, όπου θα έχει ουσιαστική συμμετοχή η τοπική κοινωνία με εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, κατά τρόπο ώστε να προωθηθεί η ανάπτυξη και άλλων τομέων παράλληλα με τον μεταλλευτικό, όπως ο συνεδριακός, πολιτιστικός, μεταλλευτικός τουρισμός και ο αγροτουρισμός. Επίσης, σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση και τους τοπικούς φορείς, θα δραστηριοποιηθεί σε δράσεις και ενέργειες κοινωνικής προσφοράς και ανάδειξης της φυσιογνωμίας της περιοχής. Οφέλη στην τοπική κοινωνία θα προκύψουν και από τα συστήματα τεχνικών υποδομών που θα δημιουργηθούν (τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, οδικό δίκτυο, λιμενικές υποδομές κ.λπ.) (βλ. σελ. 4.1-17 επ. και 7.8-1 επ.). Η κοινωνική διάσταση της επένδυσης υλοποιείται με δεσμευτικούς περιβαλλοντικούς όρους που έχουν τεθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, ο κύριος του έργου υποχρεούται να συνδράμει και να επικουρεί την τοπική κοινωνία για την ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής σε όλη την έκταση του Δήμου Αριστοτέλη (δ1.32), για την ομαλή ένταξη του έργου στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον της περιοχής ο κύριος του έργου θα πρέπει να υιοθετήσει πολιτική κάλυψης των θέσεων εργασίας με προτεραιότητα προτίμησης από τον τοπικό πληθυσμό σε ποσοστό 90% περίπου από τον Δήμο Αριστοτέλη, εφ’ όσον υπάρχουν σχετικά αιτήματα, οι δε εργαζόμενοι στο κατασκευαστικό στάδιο να ενσωματώνονται σταδιακά στην ομάδα παραγωγής, η οποία θα διαρκέσει τουλάχιστον 30 έτη (δ1.37), για τη δημιουργία ειδικών και έμπειρων τεχνικών ο κύριος του έργου οφείλει να συνδράμει τεχνικά και επιστημονικά το Ελληνικό Δημόσιο ή τον Δήμο Αριστοτέλη για τη δημιουργία και λειτουργία κατάλληλης και εξειδικευμένης σχολής μαθητείας του εργατικού δυναμικού της περιοχής, το οποίο θα προσλαμβάνεται κατά προτεραιότητα ανάλογα με τις ανάγκες του έργου (δ1.38). Τέλος, δε κατά την εκπόνηση του ρυθμιστικού σχεδίου των μετα-μεταλλευτικών χρήσεων γης των περιοχών επέμβασης του έργου θα εξετάζεται η δυνατότητα ένταξης ορισμένων εκ των εγκαταστάσεων και περιοχών σε πρόγραμμα αξιοποίησής τους από την τοπική κοινωνία, όπως για την ανάδειξη της μεταλλευτικής ιστορίας της περιοχής, κατόπιν εγκρίσεως του Υ.Π.Ε.Κ.Α. (δ3.4).
3059/2009 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
Προστασία περιβάλλοντος. Η αίτηση ακυρώσεως, στρεφόμενη κατά της πράξεως αναθεωρήσεως οικοδομικής αδείας υπάγεται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ενώ κατά το μέρος που στρέφεται κατά της συμπροσβαλλομένης ΚΥΑ, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία του επίμαχου κτιριακού συγκροτήματος, εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα του ΣτΕ. Λόγω της συναφείας των πράξεων αυτών, συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την εκδίκαση της υποθέσεως στο σύνολό της από το ΣτΕ. Αίτηση ακυρώσεως δικαιούνται να ασκήσουν και οι ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα στο πλαίσιο σχέσεων ή δραστηριοτήτων για τις οποίες οι ενώσεις αυτές αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη ως φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος. Η επιχειρούμενη με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3481/2006 πολεοδομική παρέμβαση προϋποθέτει την περιέλευση στον Δήμο Αθηναίων της κυριότητος των κειμένων στο ενοποιημένο Ο.Τ. 45-46-50 ακινήτων, στα οποία περιλαμβάνεται και εκείνο της εταιρείας Ε.Τ.Μ.Α. Α.Ε. είτε κατόπιν συμβάσεως του ιδιωτικού δικαίου είτε με την διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτριώσεώς τους υπέρ του Δήμου. Οι υπό στοιχ. β` διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3481/2006, που προσφέρουν ως αντάλλαγμα δικαίωμα αυξημένου συντελεστή δομήσεως και συγκεκριμένες χρήσεις και στις οποίες στηρίχθηκε η έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, αποτελούν μέρος της όλης πολεοδομικής παρεμβάσεως, όχι όμως και αναγκαία προϋπόθεσή της. Το κύρος τους δεν επηρεάζει την πολεοδομική παρέμβαση στην περιοχή του Βοτανικού και στο ΟΤ 22 της περιοχής 69 του Δήμου Αθηναίων, επηρεάζεται, όμως, από το κύρος του συνόλου των διατάξεων που αφορούν στην παρέμβαση αυτή. Δεν αποκλείεται μεν η, κατ΄ απόκλιση από την συνήθη διοικητική διαδικασία, θέσπιση με τυπικό νόμο ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, εφόσον δεν θίγονται ατομικά δικαιώματα και δεν παραβιάζονται άλλες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές, καθώς και το κοινοτικό δίκαιο. Η θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με τυπικό νόμο είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και οι λόγοι που επιβάλλουν την απόκλιση και στις προϋποθέσεις ασκήσεως της νομοθετικής λειτουργίας πρέπει να προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου. Ο έλεγχος της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών υπόκειται στον οριακό έλεγχο του δικαστή. Αντίθετη μειοψηφία. Με το άρθρο 11 του ν.3481/2006 εξαγγέλλεται η δημιουργία δύο νέων υπερτοπικών –μητροπολιτικών πόλων αναψυχής, αθλητισμού, πολιτιστικών και άλλων συμπληρωματικών λειτουργιών εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Αθηναίων, στο Βοτανικό, στην περιοχή του Ελαιώνα Αττικής, και στο Ο.Τ. 22, περιοχής 69, στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας των Αμπελοκήπων, με συνέπεια την συμπλήρωση του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθηνών. Οι χωροταξικές για το 22 Ο.Τ ρυθμίσεις, μη αμέσου εφαρμογής, έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και ενέχουν ατελή τροποποίηση του υφισταμένου ρυμοτομικού σχεδίου ως προς τον χαρακτηρισμό οικοδομήσιμου χώρου ως χώρου κοινοχρήστου πρασίνου χωρίς παράλληλη κατάργηση της οικοδομικής γραμμής στο ρυμοτομικό διάγραμμα, ενώ έχει κανονιστικό χαρακτήρα κατά το μέρος που καθορίζονται όροι δομήσεως των κτισμάτων. Οι αφορώσες στην περιοχή του Βοτανικού χωροταξικές και πολεοδομικές ρυθμίσεις έχουν ατομικό χαρακτήρα, διότι με αυτές χαράσσονται και μετατοπίζονται ρυμοτομικές γραμμές προκειμένου να καθορισθεί ο χώρος που προορίζεται για την ανέγερση του νέου ποδοσφαιρικού γηπέδου, των λοιπών αθλητικών εγκαταστάσεων και των λοιπών κτιρίων, τα οποία προβλέπονται στο νόμο. Η χωροταξική και πολεοδομική επέμβαση στην Πολεοδομική Ενότητα Ελαιώνα του Δήμου Αθηναίων από την περιέλευση στον Δήμο Αθηναίων της κυριότητας των κειμένων στο ΟΤ 45-46-50 ακινήτων, συνδέεται με τον ιδιαίτερο τρόπο μεταβιβάσεως της κυριότητας του ακινήτου της εταιρείας ΕΤΜΑ ΑΕ, τον οποίο προέβλεψε ο νομοθέτης ως οικονομικώς συμφέροντα τον Δήμο Αθηναίων. Η σχετική ρύθμιση καθιστά θεμιτή την προσφυγή στη νομοθετική διαδικασία για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αθηναίων στην συγκεκριμένη πολεοδομική ενότητα και δεν παραβιάζεται στην προκειμένη περίπτωση ο συνταγματικός κανόνας της κατ`εξαίρεση θεσπίσεως με τυπικό νόμο ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Αντίθετη μειοψηφία. Οι περιοχές των υπερτοπικών πόλων πρέπει να είναι προσιτές στο σύνολο των κατοίκων της Αττικής και διαμορφώνονται σε ελεύθερους χώρους με υπαίθριες εγκαταστάσεις, δεν αποκλείεται όμως η κατασκευή στεγασμένων κτιριακών εγκαταστάσεων, υπό τον όρο ότι υπηρετούν τις πιο πάνω λειτουργίες χωρίς να αναιρούν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της περιοχής. Μεταξύ των επιτρεπτών εγκαταστάσεων δεν συγκαταλέγονται εκείνες που συνεπάγονται εντατική χρήση για περιορισμένες ομάδες χρηστών και δεν εμπίπτουν στην έννοια των χώρων αναψυχής. Ο λόγος ακυρώσεως ότι οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3481/2006 αντιφάσκουν προς εκείνες του άρθρου 11 του ιδίου νόμου, οι οποίες προβλέπουν την δημιουργία υπερτοπικού μητροπολιτικού πόλου αναψυχής, αθλητισμού, πολιτιστικών και άλλων συμπληρωματικών λειτουργιών στην περιοχή του Βοτανικού, διότι επιτρέπουν εγκαταστάσεις με εμπορικές χρήσεις, είναι αβάσιμος. Αντίθετη μειοψηφία. Κριτήρια για την χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών. Απαγορεύεται η λήψη μέτρων που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή οικιστικού περιβάλλοντος. Η τροποποίηση των ισχυουσών πολεοδομικών ρυθμίσεων είναι επιτρεπτή, εφ’ όσον η εισαγόμενη νέα ρύθμιση, η οποία υπαγορεύεται από γενικά πολεοδομικά κριτήρια και δεν επιχειρείται αποσπασματικά, αποσκοπεί στην βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως των κατοίκων. Η τήρηση της επιταγής αυτής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή. Κατά τον καθορισμό ή την τροποποίηση χρήσεων γης, πρέπει να αναζητείται ο πλέον πρόσφορος τρόπος θεραπείας των πολεοδομικών αναγκών, δυνάμει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων. Παρεκκλίσεις από τους πάγιους όρους δομήσεως μιας περιοχής πρέπει να επιτρέπονται μόνο κατ` εξαίρεση και να είναι συμβατές με τους πάγιους όρους δομήσεως. Η διατήρηση των κοινόχρηστων χώρων αποτελεί πρωταρχικό όρο για την προστασία των πόλεων και των οικισμών, ώστε η μείωσή τους ή η αναίρεση της πολεοδομικής λειτουργίας τους να συνιστά ανεπίτρεπτη επιδείνωση των όρων διαβιώσεως των κατοίκων και υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Αναδιάταξη των χώρων αυτών για τις ανάγκες μειζόνων πολεοδομικών παρεμβάσεων είναι επιτρεπτή εφόσον δεν θα μειώνεται η έκταση των κοινόχρηστων χώρων και δεν θα εξουδετερώνεται ο κύριος προορισμός τους. Η ρύθμιση υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή. Έκταση του ελέγχου αυτού. Η νομιμότητα της αναδιατάξεως των κοινόχρηστων χώρων κρίνεται από την σύγκριση του υφιστάμενου ρυμοτομικού σχεδίου με τη νέα ρύθμιση. Αντίθετη μειοψηφία. Με τις επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 3481/2006 η καταλαμβανόμενη από ποδοσφαιρικό γήπεδο έκταση του ΟΤ 22 στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας αποδίδεται στην κοινή χρήση ως χώρος πρασίνου, ο δε χώρος των ΟΤ
45, 46, 48 και 50 στην περιοχή του Βοτανικού διατίθεται για την υποδοχή νέων αθλητικών εγκαταστάσεων και την ανέγερση πολυλειτουργικού δημοτικού κτιρίου και εμπορικού κέντρου, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου που προορίζονταν να αποτελέσουν το κεντρικό τμήμα μεγάλου αστικού πρασίνου στην Δυτική Αθήνα.
Στην προκειμένη περίπτωση, εκτός των αθλητικών εγκαταστάσεων με το προβλεπόμενο γι` αυτές ποσοστό εμπορικών και λοιπών σχετικών με αυτές χρήσεων και τους αναγκαίους χώρους σταθμεύσεως αυτοκινήτων, προβλέπονται και χρήσεις γης που συνεπάγονται την ανέγερση πολυλειτουργικού δημοτικού κτιρίου και εμπορικού κέντρου. Οι χρήσεις αυτές δεν είναι συμπληρωματικές των αθλητικών εγκαταστάσεων και, συνεπαγόμενες την μείωση τωνκοινοχρήστων χώρων σε βαθμό μεγαλύτερο του αναγκαίου για την μεταφορά των αθλητικών εγκαταστάσεων, καθιστούν τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3481/2006 αντίθετες στο άρθρο 24 του Συντάγματος.
Η αντίθεση αυτή δεν αίρεται από την τυχόν συμφωνία των επιμάχων ρυθμίσεων με τις κατευθύνσεις του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας. Η διατήρηση των κοινοχρήστων χώρων πρέπει να θεωρείται και ως πρωταρχικό μέλημα των διοικητικών αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή των ρυμοτομικών σχεδίων.
Αντίθετη μειοψηφία.
Με την προσβαλλόμενη κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Αγροτικής Αναπτύξεως και Τροφίμων και Πολιτισμού εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία κτιριακού συγκροτήματος πολλαπλών χρήσεων με υπόγειο σταθμό αυτοκινήτων. Οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν βάσει διατάξεων που αντίκεινται στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου με πράξη του Προέδρου, λόγω μεγαλύτερης σπουδαιότητας.
ΚΡΙΣΗ, ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΙ
- ΣΤΕ ΟΛ 668/2012
Είναι συνταγματικό, νόμιμο, σύμφωνο με τις διεθνείς συμβάσεις και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το πρώτο Μνημόνιο του 2010.
Οι 55 σύμβουλοι Επικρατείας δεχόμενοι τις εισηγήσεις της Μαίρης Σαρπ και της Σπυριδούλας Χρυσικοπούλου έκριναν σχεδόν κατά πλειοψηφία (υπήρξαν, πάντως, αρκετές μειοψηφίες σε επιμέρους ζητήματα) ότι το μνημόνιο (Ν. 3845/2010) δεν χρειαζόταν να ψηφιστεί από τη Βουλή με πλειοψηφία των 3/5, καθώς δεν αποτελεί διεθνή σύμβαση. Σύμφωνα με τους δικαστές, το μνημόνιο δεν αποτελεί διεθνή σύμβαση κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έτσι ώστε να χρειάζεται να ψηφιστεί από τη Βουλή με την αυξημένη πλειοψηφία των 180 βουλευτών.
Ειδικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισήμαναν ότι το Μνημόνιο, παρά το γεγονός ότι το κείμενό του έχει καταρτιστεί στην αγγλική γλώσσα, «δεν έχει τον χαρακτήρα Διεθνούς Συνθήκης μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και της Ελλάδας, ούτε πολύ περισσότερο μεταξύ της τελευταίας (Ελλάδος) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο δεν έχει υπογράψει το Μνημόνιο».
Και συνεχίζουν οι δικαστές: «Δεν αποτελεί δε το Μνημόνιο διεθνή συνθήκη, διότι με αυτό δεν αναλαμβάνονται αμοιβαίες δεσμεύσεις των μερών που υπέγραψαν το κείμενό του στην αγγλική γλώσσα, ούτε, άλλωστε, προβλέπονται νομικά μέσα για τον εξαναγκασμό των ελληνικών αρχών στην πιστή και απαρέγκλιτη εφαρμογή του ή άλλου είδους νομικής φύσεως κυρώσεις, μέσω των οποίων θα επιτυγχανόταν εμμέσως ο ίδιος σκοπός, ούτε προκύπτει ότι τα υπογράψαντα το ανωτέρω κείμενο μέρη θέλησαν να προσδώσουν, κατ’ εξαίρεση, νομική δεσμευτικότητα στο κείμενο αυτό».
Η μη επικύρωση του Μνημονίου με νόμο δεν παραβιάζει ούτε το άρθρο 36 παράγραφος 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ.
Παράλληλα, η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι με το Μνημόνιο δεν αναγνωρίζονται εξουσίες σε όργανα διεθνών οργανισμών, οι οποίες περιορίζουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας, ενώ ταυτόχρονα η Κυβέρνηση διατηρεί την κατ’ άρθρο 82 του Συντάγματος εξουσία της για τη χάραξη της γενικής πολιτικής της χώρας. Η ένταξη μας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο -συνεχίζουν οι 55 δικαστές- δεν περιορίζει την άσκηση της εθνικής μας κυριαρχίας.
Σύμφωνα με του συμβούλους Επικρατείας συνάδουν με το Σύνταγμα και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όσο και με τις διεθνείς συμβάσεις τα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλει το Μνημόνιο, όπως είναι οι περικοπές αποδοχών, συντάξεων, επιδομάτων, επιδομάτων θερινών διακοπών, δώρων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) κ.λπ.
Σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης, αναφέρεται ότι λόγοι δημοσίου συμφέροντος ενόψει του επικείμενου δημοσιονομικού εκτροχιασμού, δικαιολογούν αυτές τις περικοπές στις αποδοχές και συντάξεις, οι οποίες είναι μέσα σε βιώσιμα επίπεδα.
Συγκεκριμένα, ως προς την περικοπή των αποδοχών στην δικαστική απόφαση επισημαίνεται: «Η θεσπισθείσα με τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010 περικοπή αποδοχών και επιδομάτων εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση του νομοθέτη άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερούμενης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της.
Τα μέτρα δε αυτά, λόγω της φύσεώς τους, συμβάλλουν αμέσως στην περιστολή των δημοσίων δαπανών. Εν όψει τούτων, με τα δεδομένα, που, κατά το νομοθέτη, συνέτρεχαν κατά τον χρόνο θεσπίσεως των επίμαχων μέτρων, τα μέτρα αυτά δεν παρίστανται, κατ’ αρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της υπ’ αυτού διαπιστωθείσης κρίσιμης δημοσιονομικής καταστάσεως υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο».
Ακόμη, αναφέρεται στην απόφαση της Ολομέλειας ότι οι διατάξεις του Μνημονίου δεν προσκρούουν σε άρθρα του Συντάγματος, όπως είναι το άρθρο 2 για την προστασία της ανθρώπινης αξίας, το άρθρο 4 που κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας, το άρθρο 5 περί οικονομικής ελευθερίας, το άρθρο 17 για την προστασία της ιδιοκτησίας, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται ο μισθός και η σύνταξη, το άρθρο 20 που αφορά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, το άρθρο 22 που προβλέπει τις συλλογικές συμβάσεις ως μέσο καθορισμού των αποδοχών, το άρθρο 23 για την προστασία της συνδικαλιστικής ελευθερίας, το άρθρο 25 που αφορά την αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 28 που αναφέρει ότι οι διεθνείς συμβάσεις επικυρώνονται με την πλειοψηφία των 180 βουλευτών.
- ΣΤΕ 2192/2014
Ένοπλες Δυνάμεις. Αίτηση ακύρωσης της ΥΑ οικ.2/83408/0022/2012, καθ` ο μέρος καθορίσθηκε ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των “αχρεωστήτως καταβληθέντων” ποσών συντάξεων στους απόστρατους στρατιωτικούς και ανθυπασπιστές των ενόπλων δυνάμεων, που προέκυψαν από την αναδρομική μείωση των αποδοχών των ενεργεία στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων, με το άρθρο πρώτο του ν4093/2012. Αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, που απορρέει εμμέσως από τα άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος. Οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται η Διοίκηση προς δικαιολόγηση των επίμαχων περικοπών του ν. 4093/2012 δεν αρκούν για να τις καταστήσουν συνταγματικώς ανεκτές. Οι διατάξεις των περ. 31-33 της υποπαραγράφου Γ1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των υπαλλήλων των σωμάτων ασφαλείας και, μάλιστα, αναδρομικώς από 1-8-2012, αντίκεινται στην ανωτέρω αρχή και στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος. Η προσβαλλόμενη ΥΑ δεν έχει εκδοθεί νομίμως. Ειδικότερες γνώμες Συμβούλων. Η αίτηση ασκήθηκε παραδεκτά από τις ενώσεις Αποστράτων Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων, απαράδεκτα όμως από το Συντονιστικό Συμβούλιο των Ενώσεων αυτών. Παρέμβαση επιτρέπεται μόνον υπέρ του κύρους προσβαλλομένης με αίτηση ακυρώσεως πράξεως. Η σχετική διάταξη του άρθρου 49 παρ.1 του π.δ.18/1989, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. Η
παρέμβαση δεν ευρίσκει έρεισμα ούτε στην παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2479/1997. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης. Η αίτηση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου με την από 7-3-2013 πράξη του Προέδρου της λόγω σπουδαιότητας, ζητείται η ακύρωση: (α) της υπ` αριθμ. οικ.2/83408/0022/14.11.2012 αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β` 3017/14.11.2012), με τίτλο "Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222/Α`/12-11-2012)", καθ` ο μέρος δι αυτής καθορίσθηκε ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των "αχρεωστήτως καταβληθέντων" ποσών συντάξεων στους απόστρατους στρατιωτικούς των ενόπλων δυνάμεων, που προέκυψαν από την αναδρομική, από 1-8-2012, μείωση των αποδοχών των ενεργεία στρατιωτικών, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 31 - 33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και (β) της υπ` αριθμ. οικ. 2/85127/0022/22.11.2012 πράξεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με θέμα "Κοινοποίηση Μισθολογικών Διατάξεων", καθ’ ο μέρος δι’ αυτής κοινοποιήθηκαν στις αρμόδιες υπηρεσίες, μεταξύ άλλων, η διάταξη της περιπτώσεως 1 της υποπαραγράφουΓ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, η οποία αφορά στην κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας.
3. Επειδή, η ανωτέρω υπό στοιχ. β προσβαλλόμενη πράξη, όπως προκύπτει εκ του περιεχομένου της, αποτελεί απλή ερμηνευτική εγκύκλιο, με την οποία παρέχονται οδηγίες και διευκρινήσεις στις αρμόδιες υπηρεσίες για τον τρόπο εφαρμογής των μισθολογικού χαρακτήρα διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η διάταξη της περίπτωση 1, η οποία αναφέρεται στην κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας του προσωπικού του δημοσίου τομέα. Επομένως, η πράξη αυτή καθ` ό μέρος αφορά στην κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας στερείται εκτελεστότητας και απαραδέκτως προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση η οποία, κατά το μέρος αυτό πρέπει να απορριφθεί. (βλ. ΣτΕ 668/2012 Ολ., 614/2009, 28/2008, 2817-9/2007 κ.ά.).
- 2287/2015 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
Επειδή, με την ως άνω αγωγή, όπως διευκρινίζεται με το από 14.10.2014 υπόμνημα, η ενάγουσα, συνταξιούχος του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), ζητεί α) να υποχρεωθούν οι εν λόγω ασφαλιστικοί οργανισμοί να της καταβάλουν νομιμοτόκως το συνολικό ποσόν των 13.616,20 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσόν, κατά το οποίο, όπως αναλυτικώς εκτίθεται στην αγωγή, περιορίσθηκαν οι απονεμηθείσες σε αυτήν από τους ανωτέρω ασφαλιστικούς φορείς συντάξεις (κύρια και επικουρική), δυνάμει i) του άρθρου τρίτου παρ. 10 του ν. 3845/2010, ii) του άρθρου 44 παρ. 13 του ν. 3986/2011, iii) του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4024/2011, iv) του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και v) του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 και β) να επανέλθει η σύνταξή της στο ποσό, που προσδιορίσθηκε με τις αντίστοιχες πράξεις απονομής. Ασφάλιση κοινωνική και περικοπή συντάξεων.
Σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, και εφόσον προκύπτει αιτιολογημένα ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διασφαλίσεως της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα, δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων, εφεξής. Η δυνατότητα περικοπής δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται από τα άρθρα 25 παρ. 4 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας, ενώ πρέπει να διασφαλίζεται η χορήγηση στο συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια. Για την περικοπή απαιτείται να προηγηθεί ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, εκτός αν συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της Χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου. Αντίθετες μειοψηφίες.
Τα επικουρικά ταμεία (Τ.Ε.Α.Μ., Ε.Τ.Ε.Α.Μ., ΕΤΑΤ, Ε.Τ.Ε.Α.) συνεστήθησαν ως φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως και με μορφή νπδδ. Η κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 του ν. 4024/2011 περικοπή της σύνταξης, δεν αντίκειται στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Αντίθετη μειοψηφία. Οι μεταγενέστερες διατάξεις των άρθρων 6 του ν.4052/2012 και 1 του ν.4093/2012, για την περικοπή εκ νέου των κύριων και επικουρικών συντάξεων, αντίκεινται στις ανωτέρω διατάξεις. Αντίθετη μειοψηφία. Οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων επέρχονται μετά την δημοσίευση της αποφάσεως, ενώ ο δικαστής που θα επιληφθεί στο μέλλον αγωγής αποζημιώσεως δεν μπορεί να επιδικάσει αποζημίωση για παρελθόντα χρονικά διαστήματα.
Αντίθετη μειοψηφία. Παραπομπή της αγωγής για εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο μετά την επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας (η υπόθεση παραδεκτά εισήχθη στην Ολομέλεια του ΣτΕ προς επίλυση κατά το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 3900/2010 και πράξη του Προέδρου του ΣτΕ).
- ΣΤΕ ΟΛ 1116/2014
PSI –ΚΟΥΡΕΜΑ ΟΜΟΛΟΓΩΝ
Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου. Αίτηση ακύρωσης των πράξεων για την διαδικασία αντικατάστασης τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους, προκειμένου να μειωθεί το ελληνικό χρέος. Η διαφορά είναι ακυρωτική και υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΣτΕ. Παραδεκτά προσβάλλεται η πράξη 2/20964/0023 Α/2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με την οποία εκδόθηκαν οι νέοι τίτλοι και στην οποία ενσωματώθηκαν οι προηγούμενες. Ο καθορισμός των επιλέξιμων τίτλων ανατίθεται στο Υπουργικό Συμβούλιο, που ενεργεί κατά ευρεία διακριτική ευχέρεια, χωρίς να επιβάλλεται να αιτιολογείται η σχετική Π.Υ.Σ. Αντίθετες μειοψηφίες. Η επιδίωξη, με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4050/2012, μιας επαναδιαπραγμάτευσης του οφειλόμενου στον Ιδιωτικό Τομέα χρέους, δεν αντιβαίνει στα άρθρα 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και στις αρχές του Ενωσιακού Δικαίου και της ΕΣΔΑ. Ο ν. 4050/2012 δεν έθιξε διαδικαστικά δικαιώματα των αιτούντων, ως επενδυτών σε άυλους τίτλους. Αντίθετες μειοψηφίες. Δεν συντρέχει νόμιμος λόγος υποβολής στο ΔΕΕ προδικαστικού ερωτήματος επί των ζητημάτων που τίθενται με τις διατάξεις του ν. 4046/2012 και του ν. 4050/2012. Αντίθετες μειοψηφίες. Οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Το Δημόσιο δεν είχε την υποχρέωση να καταβάλει στους ομολογιούχους κεφάλαιο ίσο προς την ονομαστική αξία των ακυρωθέντων τίτλων πριν από τις 20.8.2015. Η περιουσιακή απώλεια των ομολογιούχων δεν ήταν απρόσφορη ή μη αναγκαία ή υπέρμετρη, ώστε να κριθεί απαγορευμένη από τα άρθρα 17 παρ. 1, 25 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Αντίθετη μειοψηφία. Δεν παραβιάστηκαν τα άρθρα 4 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Η απόφαση των Ομολογιούχων ως πλειοψηφούντος κεφαλαίου, δεσμεύει το σύνολο των Ομολογιούχων και των επενδυτών των επιλέξιμων τίτλων. Αντίθετες μειοψηφίες. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Η αίτηση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ.
Επειδή, η επένδυση σε ομόλογα και λοιπούς τίτλους εκδόσεως ή εγγυήσεως κρατών, ως έννομη σχέση παροχής οικονομικής πίστης, δεν είναι απαλλαγμένη του κινδύνου της σύννομης περιουσιακής απώλειας, ακόμη και αν το δίκαιο που διέπει τους τίτλους δεν προβλέπει ότι πριν από τη λήξη τους είναι ενδεχόμενη η επαναδιαπραγμάτευση όρων τους, όπως η ονομαστική αξία, το τοκομερίδιο και ο χρόνος λήξεως. Τούτο, διότι από την έκδοση του τίτλου μέχρι τη λήξη του μεσολαβεί συνήθως ικανό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ενδέχεται να συμβούν γεγονότα απρόβλεπτα που περιορίζουν ουσιωδώς, ακόμη και μέχρι εκμηδενισμού, τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους - εκδότη ή εγγυητή των τίτλων. Όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα, το κράτος νομίμως επιδιώκει επαναδιαπραγμάτευση βάσει της ρήτρας “rebus sic standibus”, η οποία οριοθετεί τη γενική αρχή του δικαίου “pacta sunt servanda”. Η αντίθετη νομική εκδοχή στηρίζεται στην παραδοχή ότι το κράτος έχει απόλυτη φερεγγυότητα, ήτοι τη δυνατότητα να εξασφαλίζει πάντοτε τα αναγκαία κεφάλαια για την ικανοποίηση των πιστωτών του, λόγω της διαρκούς υπόστασής του, απεριόριστου πλούτου και ακλόνητης πιστοληπτικής ικανότητας. Η παραδοχή αυτή διαψεύδεται από την πραγματικότητα, όπως είναι κοινώς γνωστό και προκύπτει από την ανωτέρω αναφερόμενη από 17.2.2012 γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη γνώμη αυτή, ακόμη και τα οικονομικώς ισχυρότερα κράτη αρνούνται, ήδη από το έτος 2002, την παραδοχή της απόλυτης φερεγγυότητας του κράτους - οφειλέτη και αποδέχονται το ενδεχόμενο του περιορισμού της σε περίπτωση κρίσης χρέους. Εν προκειμένω, είναι αναμφισβήτητο ότι ήδη από το έτος 2010 κατέστη αδύνατη η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας (του οποίου το μεγαλύτερο ποσοστό καθίσταται ληξιπρόθεσμο εντός των προσεχών ετών) είτε από τα δημόσια έσοδα είτε με νέο δανεισμό από την αγορά δημοσίου χρέους. Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές εκθέσεις του ν. 4046/2012 και του ν. 4050/2012, οι προοπτικές είναι δυσοίωνες για τα δημόσια έσοδα που μειώνονται συνεχώς λόγω της παρατεταμένης ύφεσης της εθνικής οικονομίας, ο δε νέος δανεισμός από την αγορά είναι ουσιαστικώς απαγορευμένος λόγω της απώλειας της πρότερης πιστοληπτικής ικανότητας. Η αύξηση των δημοσίων εσόδων και η ανάκτηση της πιστοληπτικής ικανότητας θα απαιτήσει ικανό χρόνο σύμφωνα με τις ίδιες αιτιολογικές εκθέσεις και, εν τω μεταξύ, η Ελληνική Δημοκρατία, για τη χρηματοδότηση των πάσης φύσεως τρεχουσών αναγκών της, μόνον από το ΔΝΤ και από δανειακές συμβάσεις χρηματοδοτικής διευκόλυνσης που συνάπτει με τα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης δύναται να αντλεί κεφάλαια, τα οποία είναι μάλιστα περιορισμένα. Συνεπώς, υπό τη δεδομένη μεταβολή των οικονομικών συνθηκών, η οποία αιφνιδίασε και έφερε την Ελληνική Δημοκρατία σε κατάσταση αδυναμίας να εκπληρώνει εμπροθέσμως και στο ακέραιο όλες τις οικονομικής φύσεως υποχρεώσεις της, ήτοι προ του κινδύνου της στάσης πληρωμών και της κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας, η επιδίωξη, με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, μιας επαναδιαπραγμάτευσης μέρους του δημοσίου χρέους [ήτοι, του οφειλόμενου στον Ιδιωτικό Τομέα (Private Sector) χρέους] που αναμενόταν να έχει θετική έκβαση, δεν αντιβαίνει στα άρθρα 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και στις αρχές του Συντάγματος, του Ενωσιακού Δικαίου και της ΕΣΔΑ, τις οποίες επικαλούνται οι αιτούντες. Δεν αίρεται δε η συνταγματικότητα αυτής της ρύθμισης του νομοθέτη ακόμη και αν από δημοσιοποιηθέντα στοιχεία το Ελληνικό Δημόσιο προσείλκυσε επενδυτές, και είναι, άλλωστε, διαφορετικό το ζήτημα αν γι’ αυτή τη συναλλακτική συμπεριφορά, η οποία δεν ανάγεται στον κρίσιμο χρόνο αλλά στο χρόνο της εκδόσεως των τίτλων που τελικά αντικαταστάθηκαν, το Ελληνικό Δημόσιο θα ηδύνατο να εναχθεί από τους αιτούντες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Εξ άλλου, οι διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 δεν έθιξαν διαδικαστικά δικαιώματα των αιτούντων, ως επενδυτών σε άυλους τίτλους. Τούτο, διότι σύμφωνα με τα άρθρα 5 επ. του ν. 2198/1994 και τις λοιπές διατάξεις που αναφέρονται σε προηγούμενη σκέψη, από την έκδοση μέχρι τη λήξη των άυλων τίτλων ο εκδότης τους δεν είναι συμβεβλημένος με τους επενδυτές, αλλά με τα πρόσωπα που ορίζονται από τον Διοικητή της Τράπεζας της ...... ως «φορείς» του Συστήματος Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών. Οι εν λόγω φορείς του Συστήματος συναλλάσσονται μεν με τους επενδυτές για τη μεταβίβαση άυλων τίτλων, αλλά οι σχετικές συμβάσεις ενεργούν μεταξύ φορέων και επενδυτών και δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα εις όφελος ή εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Τράπεζας της Ελλάδος. Η Τράπεζα της ........, ως διαχειριστής του Συστήματος, δεν τηρεί λογαριασμούς επενδυτών, αλλά μόνον λογαριασμούς φορέων. Οι λογαριασμοί αυτοί, για κάθε φορέα, διακρίνονται σε λογαριασμούς ιδίου χαρτοφυλακίου καχαρτοφυλακίου των επενδυτών - πελατών του, κάθε δε λογαριασμός χαρτοφυλακίου επενδυτών - πελατών τηρείται συγκεντρωτικά για όλους τους πελάτες του οικείου φορέα, ήτοι όχι ονομαστικά κατά επενδυτή. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω διατάξεις του ν. 4050/2012, όπως θεσπίσθηκαν υπό όλως εξαιρετικές περιστάσεις, ήτοι προ του κινδύνου στάσης πληρωμών και κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας λόγω των ιδιαιτέρως δυσμενών συνθηκών που ήδη εκτέθηκαν, δεν αντιβαίνουν, στο σύνολό τους, στα άρθρα 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και στις αρχές Συντάγματος, του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου και της ΕΣΔΑ, τις οποίες επικαλούνται οι αιτούντες. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.
- ΠΝΠ ΤΗΣ 20-4-2015
MεΠράξη Νομοθετικού Περιεχομένου,δεσμεύονται τα ταμειακά διαθέσιμα των δημοσίων οργανισμών, των περιφερειών και των δήμων, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των δανειστών και να εξυπηρετηθεί το κρατικό χρέος. Υποχρεώνονται να τα καταθέσουν στην Τράπεζα της Ελλάδας και από τη δέσμευση αυτή εξαιρούνται τα ποσά που απαιτούνται για την κάλυψη των ταμειακών τους υποχρεώσεων μόνο για το επόμενο δεκαπενθήμερο. Εξαιρούνται επίσης εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, στις οποίες διατηρεί συμμετοχή το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, για τα οποία η Πράξη Νομοθετικού περιεχομένου αναφέρει ότι «δύνανται να μεταφέρουν» τα διαθέσιμά τους στην ΤτΕ. Άλλωστε, η δέσμευση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων γίνεται ήδη με αποφάσεις των διοικήσεών τους.
Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 41 – 20/4/201 επικαλείται «την έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκηςγια τη μεταφορά ταμειακών διαθεσίμων των Φορέων Γενικής Κυβέρνησης και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού προς επένδυση στην Τράπεζα της Ελλάδος», αναφέρει τα εξής: «Οι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτοί προσδιορίζονται από το ισχύον “Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης” που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού, υποχρεούνται να καταθέτουν τα ταμειακά τους διαθέσιμα και να μεταφέρουν τα κεφάλαια προθεσμιακών τους καταθέσεων σε λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης που τηρούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης ή διαδικασίας.
Από την υποχρέωση αυτή, εξαιρούνται τα κεφάλαια που απαιτούνται για την κάλυψη των ταμειακών τους αναγκών για το επόμενο δεκαπενθήμερο, καθώς και τα κεφάλαια που έχουν κατατεθεί από τους ανωτέρω φορείς στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
Εξαιρούνται επίσης οι Δημόσιες Επιχειρήσεις κατά την έννοια της παραγράφου 5, οι Δημόσιοι Οργανισμοί κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Ν.3429/2005 (Α’ 314) καθώς και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι δύνανται να μεταφέρουν τα ως άνω αναφερόμενα κεφάλαια στην Τράπεζα της Ελλάδος για τον ίδιο σκοπό».
- 2567/2015 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
ΠΝΠ. Αν κυρωθεί από το νόμο, οι ρυθμίσεις της καθίστανται ρυθμίσεις του κυρωτικού της νόμου και μάλιστα αναδρομικώς, δεν προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης. Η κρίση ως προς το έκτακτο των περιστάσεων και το εξαιρετικώς επείγον και απρόβλεπτο της ανάγκης δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Απορρίπτεται η αίτηση ακυρώσεως ως απαράδεκτη. Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ.
Επειδή, εν προκειμένω, στην προσβαλλόμενη πράξη νομοθετικού περιεχομένου, η οποία εκδόθηκε, όπως βεβαιώνεται στο προοίμιό της, αφού λήφθηκε υπόψη «η έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης για τη μεταφορά ταμειακών διαθεσίμων των Φορέων Γενικής Κυβέρνησης και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού προς επένδυση στην Τράπεζα της Ελλάδος» και η σχετική πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, ορίζονται τα εξής: «Άρθρο Πρώτο. Οι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτοί προσδιορίζονται από το ισχύον «Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης» που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, υποχρεούνται να καταθέτουν τα ταμειακά τους διαθέσιμα και να μεταφέρουν τα κεφάλαια προθεσμιακών τους καταθέσεων σε λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης που τηρούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης ή διαδικασίας. Από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται τα κεφάλαια που απαιτούνται για την κάλυψη των ταμειακών τους αναγκών για το επόμενο δεκαπενθήμερο, καθώς και τα κεφάλαια που έχουν κατατεθεί από τους ανωτέρω φορείς στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Εξαιρούνται επίσης οι Δημόσιες Επιχειρήσεις κατά την έννοια της παραγράφου 5, οι Δημόσιοι Οργανισμοί κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Ν. 3429/2005 (Α΄ 314) καθώς και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι δύνανται να μεταφέρουν τα ως άνω αναφερόμενα κεφάλαια στην Τράπεζα της Ελλάδος για τον ίδιο σκοπό. Επί των κεφαλαίων που είναι κατατεθειμένα ή θα κατατεθούν στους ανωτέρω λογαριασμούς της Τράπεζας της Ελλάδος εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης ζ` της παραγράφου 11 του άρθρου 15 του Ν. 2469/1997 (Α` 38), όπως ισχύουν. Άρθρο Δεύτερο. Η ισχύς της παρούσας, η οποία θα κυρωθεί νομοθετικά κατά το άρθρο 44 παράγραφος 1 του Συντάγματος, αρχίζει από 17.3.2015».
4. Επειδή, η ως άνω προσβαλλόμενη πράξη νομοθετικού περιεχομένου εκδόθηκε στις 20.4.2015, υποβλήθηκε στη Βουλή για κύρωση στις 22.4.2015 και κυρώθηκε, στις 27.4.2015, με το ν. 4323/2015 που φέρει τον τίτλο «Κύρωση της από 20 Απριλίου 2015 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου “Κατεπείγουσα ρύθμιση για τη μεταφορά ταμειακών διαθεσίμων των Φορέων
Γενικής Κυβέρνησης προς επένδυση στην Τράπεζα της Ελλάδος” (Α΄ 41) » (Α΄ 43/27.4.2015). Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του ως άνω κυρωτικού νόμου ορίζεται ότι « Κυρώνεται και έχει ισχύ νόμου, από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η από 20 Απριλίου 2015 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου… που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμόν 41 Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Τεύχος Α΄) και έχει ως εξής:…». Στη συνέχεια δε, παρατίθεται, ως έχει, ολόκληρο το προπαρατεθέν κείμενο της προσβαλλομένης πράξεως. Στο δε άρθρο 2 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι: «Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
Συνεπώς, η προσβαλλόμενη πράξη νομοθετικού περιεχομένου κυρώθηκε, ως είχε, καθ’ όλο το προαναφερθέν περιεχόμενό της.
5. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η υπό κρίση αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις 28.4.2015, δηλαδή την επομένη της δημοσιεύσεως του κυρωτικού της προσβαλλομένης πράξεως νόμου, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον η εν λόγω πράξη νομοθετικού περιεχομένου είχε ήδη καταστεί και μάλιστα αναδρομικώς, κατά τα ανωτέρω,
τυπικός νόμος, κατά του οποίου δεν χωρεί αίτηση ακυρώσεως.
- 2787/2015 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Δημοψήφισμα. Το Προεδρικό Διάταγμα περί προκηρύξεως δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα και η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου περί υποβολής προτάσεως διενέργειας αυτού, αποτελούν κυβερνητικές πράξεις και δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του ΣΤΕ. Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως ως απαράδεκτη. Συγκλίνουσα γνώμη ότι η αίτηση ακυρώσεως, με την οποία αμφισβητείται το κύρος του προκηρυχθέντος δημοψηφίσματος, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 περ. β΄του Συντάγματος, ο έλεγχος του κύρους δημοψηφίσματος υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ.
- ΣΤΕ 3839/2009
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση με τις ΕΠΑ 1356/13-10-1991 και 1250/93/22-6-1994 αποφάσεις του Νομάρχη Χαλκιδικής (Δ΄ 908 και 676, αντιστοίχως), που, κατά τον χρόνο εκείνο, αποτελούσε περιφερειακό όργανο του Κράτους, εγκρίθηκαν οι όροι δομήσεως του οικισμού Παραλίας Φούρκας Χαλκιδικής, ο οποίος με την 55254/22.1.1998 (ΦΕΚ Δ΄ 128) απόφαση του ίδιου Νομάρχη έχει χαρακτηριστεί ως παραλιακός. Βάσει των όρων αυτών, εκδόθηκε, στη συνέχεια, η προαναφερόμενη οικοδομική άδεια (546/2.7.2003), με την οποία επιτράπηκε η ανέγερση συγκροτήματος διώροφων κατοικιών με υπόγειο, στέγη και περίφραξη σε οικόπεδο εμβαδού 5.740,70 τ.μ., του οποίου οι εκκαλούντες φέρονται ως αποκλειστικοί συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι σε ποσοστό 80% και 20% εξ αδιαιρέτου. Κατά της οικοδομικής αυτής άδειας οι εφεσίβλητοι άσκησαν αίτηση ακυρώσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, 1534/2005, απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο εξέτασε παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα των νομαρχιακών πράξεων επιβολής όρων δόμησης, επί των οποίων ερείδεται η ανωτέρω οικοδομική άδεια, ακύρωσε δε την άδεια αυτή, με τη σκέψη ότι οι προαναφερόμενοι όροι καθορίσθηκαν αναρμοδίως από τον Νομάρχη και όχι με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Με προβαλλόμενο λόγο εφέσεως αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της κρίσης αυτής του Διοικητικού Εφετείου, εν όψει δε του λόγου αυτού ανέκυψε το παραπεμφθέν στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ζήτημα.
(Αυτεπάγγελτος έλεγχος άνευ ορίων άνευ ορίων επί κανονιστικών διοικητικών πράξεων)
Η αρχή της νομιμότητας της δράσης της Διοικήσεως επιβάλλει, σε περίπτωση προσβολής ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου ατομικής διοικητικής πράξεως, να ελέγχεται παρεμπιπτόντως η νομιμότητα των κανονιστικών πράξεων, στις οποίες ερείδεται η ευθέως πληττόμενη με το ένδικο βοήθημα ατομική πράξη. Ο παρεμπίπτων έλεγχος των κανονιστικών πράξεων δεν υπόκειται σε κανενός είδους περιορισμό. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να περιορισθεί ο παρεμπίπτων έλεγχος της κανονιστικής πράξεως, όταν αυτή παραβιάζει το Σύνταγμα είτε ευθέως, κατά το περιεχόμενό της, είτε ως στηριζόμενη σε αντισυνταγματικό εξουσιοδοτικό νόμο. Η δικαστική προστασία του έχοντος έννομο συμφέρον να προβάλει ως λόγο ακυρώσεως της ατομικής πράξεως την παρανομία της κανονιστικής, στην οποία στηρίζεται, δεν εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός της εκδόσεως ατομικής πράξεως που θα μπορούσε να προσβάλει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, γεγονός που συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση των οικοδομικών αδειών, οι οποίες εκδίδονται κατ΄ αρχήν κατά νόμον μετά την έκδοση των πράξεων εφαρμογής των σχεδίων πόλεων, ήτοι μετά την πάροδο ικανού χρόνου από τη δημοσίευση των οικείων κανονιστικών πράξεων. Ο έλεγχος, τέλος, αυτός δεν μπορεί να περιορισθεί με νόμο, διότι αυτός θα αντέκειτο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Αντίθετη μειοψηφία. Η έφεση παρεπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της αριθμ. 764/2006 αποφάσεως του Ε΄ Τμήματος.
- 530/2003 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
Αρχαιότητες και όροι δόμησης. Η απόφαση καθορισμού ζώνης Α΄ εντός αρχαιολογικού χώρου, όπου απαγορεύεται παντελώς η δόμηση, έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Η απόφαση καθορισμού ζώνης Α΄ εντός αρχαιολογικού χώρου, όπου απαγορεύεται παντελώς η δόμηση, έχει ως αποτέλεσμα τον καθορισμό για πρώτη φορά της διαβαθμίσεως της προστασίας της εκτάσεως αυτής και συνεπάγεται έτσι τον προσδιορισμό, για πρώτη επίσης φορά, της κατηγορίας των προσώπων που βαρύνονται με την απόλυτη αυτή απαγόρευση, δηλαδή εκείνων που είναι η θα καταστούν κύριοι ακινήτων εντός της ανωτέρω εκτάσεως. Συνεπώς η απόφαση αυτή έχει κανονιστικόχαρακτήρα.Αντίθετη μειοψηφία. Όταν προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως υποστατή διοικητική πράξη που έχει εκδοθεί κατά δεσμία αρμοδιότητα και έχει απορρίψει αίτημα διοικουμένου, είναι αλυσιτελής η έρευνα λόγω ακύρωσης αναγομένων στη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση του οργάνου που την εξέδωσε ή γνωμοδότησε σχετικά, εφόσον ο αιτών δεν αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά και το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι δεν ήταν κατά νόμο επιτρεπτή η έκδοση της πράξης με το αιτούμενο περιεχόμενο. Η λύση αυτή δεν προσκρούει στο Σύνταγμα ή την ΕΣΔΑ. Αντίθετη μειοψηφία.
- 4447/2012 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
(ΟΑΕΔ και αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως περί διακοπής του προγράμματος επιχορήγησης εργοδοτών και αναζήτησης του αναλογούντος ποσού, λόγω μη απόδειξης της πραγματικής απασχόλησης εργαζομένων. Πότε είναι λυσιτελής η προβολή από το διοικούμενο λόγου ακυρώσεως περί μη τηρήσεως του δικαιώματος της προηγουμένης ακροάσεως. Η μη τήρηση του τύπου αυτού καλύπτεται αν ο ενδιαφερόμενος ασκήσει τις ενδικοφανείς προσφυγές που προβλέπονται και προβάλει τους κρίσιμους ισχυρισμούς που δεν προέβαλε πριν την έκδοση της αρχικής πράξης. Δεν υφίσταται υποχρέωση κλήσης του ενδιαφερομένου να παραστεί κατά την εξέταση της ενδικοφανούς προσφυγής. Αβάσιμος ο σχετικός λόγος ακύρωσης. Αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη πράξη. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια με την υπ΄ αριθμ. 3382/2010 απόφαση του Δ΄ Τμήματος.
Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη (8566068, 8566075/2003 διπλότυπα της Δ.Ο.Υ. ΙΕ Αθηνών), καθώς και το νόμιμο παράβολο (297472, 994714/2003 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με το υπό κρίση ένδικο βοήθημα, το οποίο είχε ασκηθεί ως προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών στις 23.6.1999 και παραπέμφθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας με την 519/2003 απόφαση του δικαστηρίου αυτού, προκειμένου να εκδικασθεί ως αίτηση ακυρώσεως ζητείται, η ακύρωση α) της αποφάσεως 7165/4.12.1997 του Διευθυντή του Γραφείου Εργασίας Πατρών του Ο.Α.Ε.Δ., με την οποία διετάχθη η διακοπή του προγράμματος επιχορήγησης εργοδοτών, στο οποίο είχε υπαχθεί ο αιτών και η αναζήτηση του αναλογούντος ποσού της επιχορηγήσεως, ύψους 2.898.800 δραχμών, β) της αποφάσεως 1398/27.4.1998 του Περιφερειακού Διευθυντή Πατρών του Ο.Α.Ε.Δ., απορριπτικής ενστάσεως του αιτούντος κατά της προηγουμένης πράξεως και γ) της αποφάσεως 1150/18.5.1999 του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ’ ου Οργανισμού, απορριπτικής προσφυγής του ιδίου αιτούντος κατά της αποφάσεως του Περιφερειακού Διευθυντή.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της υπ’ αριθμ. 3382/2010 παραπεμπτικής αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος σε επταμελή σύνθεση, λόγω της μείζονος σπουδαιότητος του ζητήματος αν προβάλλεται λυσιτελώς λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως του δικαιώματος της προηγουμένης ακροάσεως. Η απόφαση αυτή της επταμελούς συνθέσεως εξεδόθη κατόπιν της υπ’ αριθμ. 1785/2009 αποφάσεως του Τμήματος σε πενταμελή σύνθεση.4. Επειδή, απαραδέκτως προσβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση οι ανωτέρω 7165/4.12.1997 και 1398/27.4.1998 αποφάσεις του Διευθυντή του Γραφείου Εργασίας Πατρών και του Περιφερειακού Διευθυντή Πατρών του Ο.Α.Ε.Δ. αντιστοίχως, ως υποκείμενες κατά νόμον σε ενδικοφανείς προσφυγές (άρθρο 22 της υ.α. 33436/11.4.1995), οι οποίες, άλλωστε, ασκήθηκαν ήδη, εκδόθηκε δε σχετικώς η μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη 1150/18.5.1999 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ’ ου Οργανισμού.
7. Επειδή, το Σύνταγμα στο άρθρο 20 παράγραφος 2 ορίζει ότι «2. Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερόμενου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της προηγουμένης ακροάσεως - το οποίο προβλέπεται πλέον και στο άρθρο 6 του μη διέποντος την επίδικη περίπτωση Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας Ν. 2690/1999, Α΄ 45 - αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητος στον διοικούμενο, τον οποίον αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής αποφάσεως ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού, και τούτο, ανεξαρτήτως του αν παρέχεται στον διοικούμενο αυτό η δυνατότητα να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή κατά της διοικητικής πράξεως. Συνεπώς, για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγου ακυρώσεως περί μη τηρήσεως του δικαιώματος προηγουμένης ακροάσεως πριν την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξεως απαιτείται και παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλε ενώπιον της Διοικήσεως αν είχε κληθεί. Εξάλλου, όταν βάσει της συγκεκριμένης ειδικής νομοθεσίας που διέπει την έκδοση της δυσμενούς διοικητικής πράξεως προβλέπονται, πέραν της αρχικής προηγουμένης ακροάσεως, και ένα ή περισσότερα στάδια ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον ανωτέρων οργάνων η μη τήρηση του προβλεπομένου τύπου της προηγουμένης ακροάσεως κατά την διαδικασία εκδόσεως της αρχικής πράξεως καλύπτεται, εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκήσει την ή τις ενδικοφανείς προσφυγές και προβάλει τους κρίσιμους, κατ’ αυτόν, ισχυρισμούς που δεν προέβαλε πριν την έκδοση της αρχικής πράξεως. Στην περίπτωση, μάλιστα αυτή, θα πρέπει να θεωρηθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη η τελικώς εκδιδομένη, μετά την άσκηση από τον ενδιαφερόμενο της ή των ενδικοφανών προσφυγών, διότι ως οριστική διοικητική πράξη είναι η τελικώς εκδιδομένη μετά την εξάντληση της ενδικοφανούς διαδικασίας.
- 2176/2004 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
Ανάκληση ατομικών διοικητικών πράξεων. Η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να ανακαλεί παράνομη διοικητική πράξη, όταν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται όμοιου περιεχομένου ατομική διοικητική πράξη, επειδή στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική πράξη της Διοίκησης που δεν έχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα και, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα εντός ευλόγου χρόνου από την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης. Παράλειψη της Διοίκησης να ανακαλέσει παράνομη διοικητική πράξη, όταν στην περίπτωση αυτή συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας προσβλητή με αίτηση ακύρωσης. Αντίθετη μειοψηφία.
- 4003/2014 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
Φορολογία ακινήτων. Αίτηση ακύρωσης της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει απόφαση περί αναπροσαρμογής της φορολογητέας αξίας των ακινήτων κατά το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982. Πότε η άσκηση της αρμοδιότητας προς κανονιστική ρύθμιση καθίσταται δέσμια, ώστε η παράλειψη της Διοίκησης να την ασκήσει δεν είναι νόμιμη. Η Διοίκηση, παρά την υποχρέωσή της να προβεί εντός διετίας στην επανεκτίμηση των καθορισμένων το έτος 2007 αντικειμενικών αξιών, δεν προέβη εμπρόθεσμα στις ενέργειες για την έναρξη της διαδικασίας ελέγχου των αξιών αυτών, κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 41 του ν. 1249/1982, με αποτέλεσμα να υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ των αγοραίων και των αντικειμενικών αξιών, επί των οποίων υπολογίζονται οι φορολογικές επιβαρύνσεις στην ακίνητη περιουσία. Δεν ακυρώνεται η παράλειψη, αλλά αναβάλλεται η έκδοση οριστικής απόφασης και τάσσεται, κατά το άρθρο 50 του π.δ. 18/1989, στη Διοίκηση εξάμηνη προθεσμία από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, προκειμένου να προβεί στην άνω οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια. Η αίτηση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ.
12. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η Διοίκηση, παρά την υποχρέωσή της να προβεί εντός διετίας στην επανεκτίμηση των καθορισμένων το έτος 2007 αντικειμενικών αξιών, δεν προέβη εντός της ως άνω προθεσμίας στις ενέργειες για την έναρξη της διαδικασίας ελέγχου των αξιών αυτών, κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 41 του ν. 1249/1982. Η δε έναρξη της διαδικασίας μόλις το έτος 2010 δεν απέληξε σε έκδοση απόφασης περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, παρά την πιθανολογούμενη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, πτωτική μεταβολή στις αγοραίες αξίες των ακινήτων, με αποτέλεσμα να υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ των αξιών αυτών και των αντικειμενικών αξιών, επί των οποίων υπολογίζονται οι φορολογικές επιβαρύνσεις στην ακίνητη περιουσία. Η αναντιστοιχία αυτή και η ανάγκη αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, ώστε να ανταποκρίνονται στις πραγματικές αξίες της αγοράς αποτυπώνεται και στις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στα λεγόμενα «Μνημόνια», όπως παρατίθενται στο έγγραφο απόψεων της Διοίκησης, το πρώτο από τα οποία (Μάρτιος 2012) όρισε ότι μέχρι τον Ιούνιο του 2012 έπρεπε να αναπροσαρμοστούν οι αντικειμενικές αξίες, ενώ το τελευταίο (Απρίλιος 2014) καθόρισε διαδικασία ενεργειών που θα οδηγήσει τελικώς τον Ιανουάριο του 2017 σε ευθυγράμμιση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων προς τις αγοραίες. Παρά τη διαπίστωση αυτή, η Διοίκηση συνέχισε να εισπράττει τις υφιστάμενες κατά το χρόνο ισχύος των αντικειμενικών αξιών έτους 2007 φορολογικές επιβαρύνσεις επί της ακίνητης περιουσίας, αλλά και να επιβάλλει νέες, χωρίς να αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες σύμφωνα με την προηγουμένως εκτιθέμενη υποχρέωσή της. Και προβάλλει μεν η Διοίκηση ότι υφίσταται αντικειμενική αδυναμία αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών λόγω της οικονομικής κρίσης, η οποία δημιούργησε αστάθεια στην αγορά, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επαρκές και αξιόπιστο δείγμα αγοραπωλησιών που να επιτρέπει την αξιόπιστη και δίκαιη προσέγγιση των τιμών της αγοράς. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις μνημονευθείσες στη δέκατη σκέψη κανονιστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 41 του ν. 1249/1982, η Διοίκηση προέβη σε ένταξη νέων περιοχών στο αντικειμενικό σύστημα (4.489 οικισμοί σε διάφορους δήμους της Χώρας) και καθορισμό των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων σε αυτές, με ισχύ από 1.1.2011, δηλαδή εν μέσω οικονομικής κρίσης, ενώ με την απόφαση ΠΟΛ. 1156/2013 προσδιόρισε τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων σε ζώνες της Δημοτικής Κοινότητας Ψυχικού για την ίδια χρονική περίοδο. Η αλλεπάλληλη δε παράταση των προθεσμιών αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών με τα Μνημόνια δεν αποδεικνύει αδυναμία αναπροσαρμογής αυτών, λόγω ανυπαρξίας επαρκών και αξιόπιστων στοιχείων, αλλά καθυστέρηση στη δημιουργία κατάλληλου πλαισίου συλλογής και επεξεργασίας των απαραίτητων δεδομένων για την ανεύρεση των αγοραίων τιμών των ακινήτων, καθυστέρηση η οποία, πάντως, δεν δύναται να αποβεί σε βάρος των φορολογουμένων ούτε να δικαιολογήσει τη συνεχιζόμενη επιβολή φορολογικών βαρών βάσει αντικειμενικών αξιών που δεν ανταποκρίνονται στις αγοραίες. Τέλος, η Διοίκηση προβάλλει ότι οι φορολογούμενοι έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν δικαστικώς το ύψος των αντικειμενικών αξιών με την αμφισβήτηση του εκάστοτε επιβαλλόμενου φορολογικού βάρους, ωστόσο, η δυνατότητα αυτή έχει παρασχεθεί και λειτουργεί διορθωτικά εντός του συστήματος περιοδικής αναπροσαρμογής των αντικειμενικώς καθοριζομένων αξιών, προκειμένου οι φορολογούμενοι να προστατευθούν είτε από λάθη είτε από απρόοπτες μεταβολές των τιμών εντός της διετούς περιόδου ισχύος αυτών. Αντίθετα, η ανωτέρω δυνατότητα δεν μπορεί να λειτουργήσει εκτός του συστήματος αυτού και να μετακυλήσει στους φορολογούμενους το βάρος της διαρκούς δικαστικής αμφισβήτησης του τρόπου υπολογισμού της φορολογητέας βάσης και της απόδειξης του ανεπίκαιρου των αντικειμενικών αξιών.
13. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, υφίσταται παράνομη παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας. Η παράλειψη αυτή συντελέστηκε με την πάροδο εύλογου χρόνου από την παρέλευση διετίας από την αναπροσαρμογή των τιμών του έτους 2007. Η υποχρέωση δε αυτή της Διοίκησης ενεργοποιήθηκε εκ νέου με την υποβολή της από 12.11.2013 αίτησης των ήδη αιτούντων, επί της οποίας εκδόθηκε το μνημονευθέν 1025803/10.2.2014 έγγραφο.
14. Επειδή, στο άρθρο 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος ορίζεται ότι στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκει η ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών. Περαιτέρω, με το άρθρο 22 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147) προστέθηκαν παράγραφοι 3α, 3β και 3γ στο άρθρο 50 του π.δ. 18/1989, ως εξής: «3α. Το δικαστήριο, αν άγεται σε ακύρωση της διοικητικής πράξης που προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως λόγω πλημμέλειας που μπορεί να καλυφθεί εκ των υστέρων και εφόσον κρίνει, ενόψει της φύσης της πλημμέλειας, και της επίδρασής της στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης, ότι η ακύρωση της πράξης δεν είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας και για τη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς και σε περίπτωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του αιτούντος, μπορεί, κατ’ εκτίμηση και των εννόμων συμφερόντων των διαδίκων, να εκδώσει προδικαστική απόφαση, η οποία κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους, και να ζητήσει από την αρμόδια υπηρεσία είτε να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια ώστε να αρθεί η πλημμέλεια είτε να εκπληρώσει την οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια τάσσοντας προς τούτο αποκλειστική εύλογη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ούτε μεγαλύτερη από τρεις μήνες. Κανένα στοιχείο δεν λαμβάνεται υπόψη αν προσκομισθεί μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας και εντός δεκαπενθημέρου, οι λοιποί διάδικοι δύνανται να καταθέσουν υπόμνημα με τους ισχυρισμούς τους επί των ενεργειών της Διοίκησης και των στοιχείων που αυτή προσκόμισε. Σε περίπτωση εφαρμογής των οριζόμενων στα προηγούμενα εδάφια, η δημοσίευση της προδικαστικής απόφασης συνεπάγεται την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, κατά το μέρος που δεν έχει εκτελεστεί έως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης. 3β. Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης. 3γ. Η διαπίστωση παρανομίας της κανονιστικής πράξης κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχό της, για λόγους αναγόμενους στην αρμοδιότητα του εκδόντος την απόφαση οργάνου και σε παράβαση ουσιώδους τύπου είναι δυνατόν να μην οδηγήσει σε ακύρωση ατομικής πράξης, εφόσον, κατά την κρίση του δικαστηρίου, έχει παρέλθει μακρό, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος της κανονιστικής πράξης που ελέγχεται παρεμπιπτόντως και οι συνέπειες της παρανομίας της σε βάρος της ατομικής πράξης μπορεί να κλονίσουν την ασφάλεια του δικαίου. 3δ. ….». Κοινό τόπο των ρυθμίσεων αυτών αποτελεί η νομοθετική επιδίωξη για διεύρυνση των εξουσιών του ακυρωτικού δικαστή, πέραν της κατά κανόνα ισχύουσας αναδρομικής ακύρωσης της παράνομης διοικητικής πράξης ή παράλειψης. Συγκεκριμένα, με την παράγραφο 3α παρέχεται η δυνατότητα εκ των υστέρων καλύψεως πλημμελειών της προσβαλλόμενης πράξης ή εκπλήρωσης της οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Με την παράγραφο 3β παρέχεται η δυνατότητα στον ακυρωτικό δικαστή να περιορίσει την αναδρομικότητα των ακυρωτικών αποτελεσμάτων και να ορίσει μεταγενέστερο χρονικό σημείο έναρξης αυτών. Με την παράγραφο 3γ ορίζεται ότι η διαπίστωση τυπικών λόγων παρανομίας κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχο κανονιστικής πράξης δεν άγει αναγκαίως σε ακύρωση της επ’ αυτής ερειδόμενης ατομικής. Οι ρυθμίσεις αυτές αποδίδουν, σε επίπεδο νόμου, δυνατότητες που έχει το Δικαστήριο, κατ’ ορθή ερμηνεία, απευθείας από τη μνημονευθείσα συνταγματική διάταξη (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1422/2013, 1941/2013). Κατ’ ακολουθίαν τούτου, το Δικαστήριο έχει τη συνταγματική ευχέρεια να αποκλίνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από τις ειδικότερες ρυθμίσεις των ως άνω δικονομικών διατάξεων. Ειδικότερα, η ρύθμιση της περιπτώσεως της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας στην παράγραφο 3α, ερμηνευόμενη εν όψει της εντάξεώς της στην παράγραφο αυτή και της διαδικασίας που διαγράφει (έκδοση προδικαστικής απόφασης, προθεσμία ενέργειας για τη Διοίκηση, υποβολή υπομνήματος των λοιπών διαδίκων μετά την πάροδο της προθεσμίας, νέα συζήτηση της υπόθεσης προς έκδοση της εν τέλει οριστικής αποφάσεως), παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο, αφού εκτιμήσει τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίσει αφ’ ενός τα έννομα συμφέροντα των λοιπών πλην της Διοίκησης διαδίκων και αφ’ ετέρου το δημόσιο συμφέρον, να διαπιστώσει, με οριστική κατά τούτο κρίση, την παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, να εκδώσει προδικαστική απόφαση και να τάξει εύλογη προθεσμία στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να προβεί στην οφειλόμενη ενέργεια. Στην περίπτωση αυτή, η συμμόρφωση της Διοίκησης μέσα στην ταχθείσα προθεσμία δεν απαιτείται, σύμφωνα πάντα με ειδική κρίση του Δικαστηρίου, να αναδράμει στο χρόνο συντέλεσης της παράλειψης, αλλά μπορεί να αφορά μόνο το μέλλον. Εξ άλλου, το Δικαστήριο μπορεί να τάξει μεγαλύτερη εύλογη προθεσμία στη Διοίκηση στην εξαιρετική περίπτωση που, εκτιμώντας τις συνθήκες, κρίνει ότι το τρίμηνο δεν αποτελεί επαρκές χρονικό διάστημα για την εκπλήρωση της οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.
- ΣΤΕ ΟΛ 4446/2015
18. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις συνθήκες της υπόθεσης (βλ. κυρίως όγδοη, ένατη, δέκατη, δέκατη τρίτη, δέκατη τέταρτη, δέκατη πέμπτη και δέκατη έκτη σκέψεις) και σταθμίζοντας τα συμφέροντα των διαδίκων, ιδίως δε την ύπαρξη έντονου δημόσιου συμφέροντος, συνισταμένου στην, κατά το δυνατόν, αποφυγή αιφνίδιας διακύμανσης των φορολογικών εσόδων του Κράτους υπό τις παρούσες δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες, κρίνει ως εξής: η ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει απόφαση αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας πρέπει, κατ’ εφαρμογή της παρ. 3β του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, να μην αναδράμει στο χρόνο συντέλεσής της, αλλά στις 21.5.2015, ημερομηνία λήξης της προθεσμίας εντός της οποίας η Διοίκηση όφειλε, κατά τα ανωτέρω, να εκδώσει την απόφαση αυτή. Συνεπώς, η ουσιαστική ισχύς της απόφασης που υποχρεούται να εκδώσει η Διοίκηση σε συμμόρφωση προς την παρούσα απόφαση πρέπει να αναδράμει στις 21.5.2015.
- 236/2013 ΣΤΕ (ΑΝΑΣΤ)
Κατάργηση της ΕΡΤ με την υπ’ αριθ. ΟΙΚ.02/11.6.2013 Κοινή Υπουργική Απόφαση. Αίτηση αναστολής εκτελέσεως. ΄Εννομο συμφέρον της ΠΟΣΠΕΡΤ και του Προέδρου του ΔΣ αυτής-υπαλλήλου της ΕΡΤ. Δικαιοδοσία ΣΤΕ και για το σκέλος της απόφασης που συνιστά καταγγελία ατομικής συμβάσεως εργασίας. Λόγοι προτεινόμενοι στη σχετική αίτηση ακυρώσεως. Κρίση ότι δεν παρίστανται προδήλως βάσιμοι. Πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης από την προσωρινή παύση παροχής δημόσιας υπηρεσίας μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και σχετικών διαδικτυακών υπηρεσιών. Μερικά δεκτή η αίτηση αναστολής ως προς το μέρος που αφορά στη διακοπή μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και λειτουργίας διαδικτυακών ιστοτόπων και υποχρέωση των αρμοδίων Υπουργών για λήψη οργανωτικών μέτρων (και με πρόσληψη του αναγκαίου προσωπικού) για τη μετάδοση εκπομπών από μεταβατικό δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα. (ΝΕΡΙΤ) Αντίθετη μειοψηφία ως προς την έκταση της ανεπανόρθωτης βλάβης των αιτούντων ως εργαζομένων επιφορτισμένων με την εκτέλεση της ανατεθείσης στην ΕΡΤ Α.Ε. δημόσιας υπηρεσίας, και συνδρομή περίπτωσης αναστολής της προσβαλλόμενης πράξεως στο σύνολό της.
7. Επειδή, η κατάργηση από την Διοίκηση νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που ασκούν δημόσια λειτουργία, αποτελεί άσκηση κανονιστικής αρμοδιότητας (ΕΑ ΣτΕ 229/2012 σκέψη 6, ΠΕ ΣτΕ 439/1998). Κανονιστικό χαρακτήρα έχει και η συνακόλουθη διακοπή μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, κυκλοφορίας εκδόσεων, λειτουργίας διαδικτυακών ιστότοπων, κάθε άλλης δραστηριότητας της ΕΡΤ Α.Ε. και των θυγατρικών της καθώς και η παύση χρήσης των συχνοτήτων. Περαιτέρω, κατά το μέρος της προσβαλλόμενης πράξης, με το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 αυτής, «για τις περιπτώσεις τις οποίες αφορά, η … απόφαση συνιστά και καταγγελία της ατομικής συμβάσεως εργασίας», η εν λόγω πράξη εντάσσεται κατ’ αρχάς στο ιδιωτικό δίκαιο, εν όψει όμως του ότι με αυτήν επιχειρείται μονομερής επέμβαση σε συμβατικό δεσμό συντρέχουν αμφιβολίες ως προς την έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υποθέσεως και κατά το σκέλος τούτο. Επομένως, δεν συντρέχει περίπτωση πρόδηλης ελλείψεως δικαιοδοσίας και, για το λόγο αυτό, η Επιτροπή Αναστολών δεν κωλύεται να επιληφθεί της αιτήσεως (ΕΑ ΣτΕ 1329/2008 Ολ).
8. Επειδή, η πρώτη από τους αιτούντες αποτελεί δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των σωματείων των εργαζομένων στην ΕΡΤ-ΑΕ και, σύμφωνα με το προσκομισθέν καταστατικό της επιδιώκει, αφενός, τη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών, πολιτιστικών, συνδικαλιστικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών των σωματείων - μελών της, και, αφετέρου, τη συμβολή στη βελτίωση και ανάπτυξη της ελληνικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης και την προάσπιση του κοινωνικού και εθνικού χαρακτήρα της δημόσιας ραδιοφωνίας - τηλεόρασης (άρθρο 2 παρ. 1 και 3). Ο δεύτερος των αιτούντων ασκεί την αίτηση με την ιδιότητα του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΠΟΣΠΕΡΤ, του μονίμου υπαλλήλου της ΕΡΤ-ΑΕ, του θεατή του τηλεοπτικού προγράμματος των σταθμών της ΕΡΤ-ΑΕ καθώς και του ακροατή του ραδιοφωνικού προγράμματος αυτής. Με τις ιδιότητές τους αυτές με έννομο συμφέρον ασκούν την αίτηση.
9. Επειδή, οι αιτούντες προβάλλουν ότι η αίτησή τους πρέπει να γίνει δεκτή, διότι οι προβαλλόμενοι με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμοι. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη α) λόγω της αντίθεσης των εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 προς το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος το οποίο επιβάλλει την απρόσκοπτη λειτουργία δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, β) λόγω της αντίθεσης προς το άρθρο 11 του «Ευρωπαϊκού Χάρτη Κοινωνικών Δικαιωμάτων» για την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και το προσαρτηθέν στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ε.Ε. «Πρωτόκολλο 29 σχετικά με το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη» τα οποία εγγυώνται την ύπαρξη και λειτουργία της ΕΡΤ-Α.Ε. ως παρόχου δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης, γ) λόγω της αντίθεσης προς το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το οποίο επίσης προστατεύει την ύπαρξη και λειτουργία της ΕΡΤ-Α.Ε. ως παρόχου δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης, δ) λόγω μη συνυπογραφής της προσβαλλόμενης απόφασης από τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005, ε) λόγω έλλειψης εξουσιοδοτικής διάταξης προς έκδοσή της, αφού η από 10.6.2013 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου δημοσιεύθηκε την ίδια ημέρα με την προσβαλλόμενη και δεν προηγήθηκε αυτής, στ) λόγω παράλειψης ουσιώδους τύπου, διότι ελλείπει η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, ζ) λόγω παράλειψης του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακρόασης της ΕΡΤ Α.Ε. και η) λόγω παράβασης της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 Σ.), αφού με την προσβαλλόμενη πράξη επιδιώχθηκε ο εξορθολογισμός της λειτουργίας του παρόχου δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεόρασης με το εξαιρετικά επαχθές για την ΕΡΤ Α.Ε., το προσωπικό της και το σύνολο των Ελλήνων πολιτών μέτρο της κατάργησης αυτού. Οι λόγοι όμως αυτοί ακυρώσεως δεν παρίστανται, κατά την κρίση της Επιτροπής, προδήλως βάσιμοι, και, συνεπώς, δεν δύνανται να δικαιολογήσουν τη χορήγηση της αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.
10. Επειδή, σε σχέση με την ύπαρξη βλάβης οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η κατάργηση της ΕΡΤ Α.Ε. συνεπάγεται, αφενός, άμεση μέγιστη επαγγελματική ηθική και οικονομική βλάβη στο σύνολο του προσωπικού της ΕΡΤ Α.Ε. και των θυγατρικών της και, αφετέρου, την παύση ύπαρξης και λειτουργίας του παρόχου της καθολικής υπηρεσίας της ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα.
11. Επειδή, όπως προκύπτει από το προοίμιο της προσβαλλομένης, η κατάργηση της ΕΡΤ Α.Ε. και οι λοιπές συναφείς ρυθμίσεις έχουν ως δικαιολογητικό λόγο «το γεγονός ότι η «Ελληνική Ραδιοφωνία - Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ Α.Ε.)» επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό και επιβάλλεται ο εξορθολογισμός της παροχής, της λειτουργίας και του κόστους οργάνωσης της δημοσίας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας μέσω της ίδρυσης και διαμόρφωσης ενός νέου οργανισμού-προτύπου, που να υπηρετεί τις επιταγές του Συντάγματος, τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες της κοινωνίας, καθώς και την ανάγκη να διασφαλίζεται η πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης» (βλ. και άρθρο 1 παρ. 2 της προσβαλλόμενης απόφασης). Υπό τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη εκδίδεται κατ’ επίκληση των προϋποθέσεων του άρθρου 14Β παρ. 1 του ν. 3429/2005 και για τους συγκεκριμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι, κατά τον βάσιμο σχετικό λόγο του Δημοσίου, κωλύουν τη χορήγηση αναστολής, ανεξαρτήτως της ηθικής και οικονομικής βλάβης λόγω της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας και έργου του προσωπικού της ΕΡΤ-ΑΕ και των θυγατρικών της βλάβης των αιτούντων (πρβλ. ΕΑ 229/2012). Επομένως, οι περί του αντιθέτου λόγοι είναι απορριπτέοι. Περαιτέρω, με το μέρος της προσβαλλόμενης, με το οποίο επιβάλλεται διακοπή της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και της λειτουργία διαδικτυακών ιστότοπων της ΕΡΤ Α.Ε., καθώς και ορίζεται ότι καθίστανται ανενεργές οι συχνότητες που ανήκαν στην ΕΡΤ Α.Ε., προκαλείται ανεπανόρθωτη βλάβη, διότι παύει, έστω και προσωρινά, να παρέχεται η, υπό λειτουργική έννοια, δημόσια υπηρεσία της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και σχετικών διαδικτυακών υπηρεσιών. Ενόψει του ιδιαίτερου ρόλου που επιφυλάσσει ο νομοθέτης στην δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση και των σκοπών δημοσίου συμφέροντος που θάλπονται από το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, επιβάλλεται, για το αντικείμενο αυτό, η τήρηση της αρχής της συνεχούς λειτουργίας που διέπει και τη Δημόσια Διοίκηση, ώστε να διασφαλίζεται η συνεχής παροχή των ανωτέρω υπηρεσιών. Συντρέχουν, συνεπώς, λόγοι δημοσίου συμφέροντος, συναπτόμενοι με την ομαλή λειτουργία της ανωτέρω δημόσιας υπηρεσίας, που επιβάλλουν την κατ’ αρχήν συνέχιση της παροχής ραδιοτηλεοπτικών και διαδικτυακών υπηρεσιών μέχρι την ίδρυση και λειτουργία του κατά τα ανωτέρω νέου φορέα. Κατά τη γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, η κατάργηση του νομικού προσώπου της ΕΡΤ Α.Ε. χωρίς την ταυτόχρονη ίδρυση νέου αντίστοιχου φορέα, δυναμένου, ως εκ της νομικής του φύσεως, να τη διαδεχθεί στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της ως διαχειριστή δημόσιας υπηρεσίας, η οποία αποτελεί συγχρόνως αγαθό μεγάλου οικονομικού ενδιαφέροντος κατά το ενωσιακό δίκαιο, έχει ως σφόδρα πιθανολογούμενη συνέπεια να αποστερηθεί η ΕΡΤ Α.Ε., μόνος μέχρι σήμερα φορέας ασκήσεως της δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεόρασης υπό τη λειτουργική της έννοια, μεταξύ άλλων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, τα οποία θα η δύνατο να ασκήσει κατά το μεσολαβούν μέχρι την ίδρυση του νέου φορέα χρονικό διάστημα. Η βλάβη δε αυτή είναι αμφίβολο αν δύναται να θεραπευθεί με την περιέλευση στο Δημόσιο των δικαιωμάτων της ΕΡΤ Α.Ε., τουλάχιστον στο μέτρο που αυτά δύνανται, ως αντιστοιχούντα σε αγαθά μεγάλου οικονομικού ενδιαφέροντος, να ασκούνται μόνο μέσω φορέα, έστω και δημοσίου, ιδρυθέντος πάντως και λειτουργούντος υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού. Πιθανολογείται επομένως ανεπανόρθωτη βλάβη των αιτούντων ως εργαζομένων επιφορτισμένων με την εκτέλεση της ανατεθείσης στην ΕΡΤ Α.Ε. δημόσιας υπηρεσίας, συντρέχει δε, εν όψει και της αρχής της συνεχούς λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, περίπτωση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολό της.
12. Επειδή, για τους λόγους αυτούς, λαμβάνοντας υπ’ όψη τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 52 του Π.Δ. 18/1989, κατά την οποία η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκτός από την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως, μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων, η Επιτροπή κρίνει ότι πρέπει: 1) να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. ΟΙΚ.02/11.6.2013 Κοινής Υπουργικής Απόφασης αποκλειστικά ως προς το μέρος της, με το οποίο προβλέπεται α) ότι διακόπτεται η μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και η λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων της ΕΡΤ Α.Ε., και β) ότι οι συχνότητες της ΕΡΤ Α.Ε. παραμένουν ανενεργές (άρθρο 2 παρ. 2 περ. β της παραπάνω Κ.Υ.Α.). 2) μέχρι τη σύσταση και λειτουργία του νέου ραδιοτηλεοπτικού φορέα που θα υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όπως προβλέπεται από την παρ. 2 του άρθρου 1 της προσβαλλόμενης Κοινής Υπουργικής Απόφασης, να ληφθούν από τους συναρμόδιους Υπουργό Οικονομικών και Υφυπουργό στον Πρωθυπουργό και τον Ειδικό Διαχειριστή τα αναγκαία οργανωτικά μέτρα, περιλαμβανομένης και της πρόσληψης του αναγκαιούντος προσωπικού, για την εκ μέρους μεταβατικού δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα μετάδοση, στο συντομότερο δυνατό χρόνο, του αναγκαίου προγράμματος ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και τη λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων, καθώς και να εκτελούνται όλες οι απαιτούμενες ενέργειες για τη διασφάλιση κάθε είδους δικαιωμάτων και συμφερόντων που ανάγονται στον κύκλο δραστηριοτήτων της καταργηθείσης ΕΡΤ Α.Ε. Η Επιτροπή επιφυλάσσεται να επανέλθει αυτεπαγγέλτως εντός ευλόγου χρόνου για να διαπιστώσει αν έλαβε χώρα συμμόρφωση προς τα ανωτέρω κριθέντα.
- 1/2000 ΣΤΕ (ΑΝΑΣΤ)
(Η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ έχει την δυνατότητα να διατάσσει και άλλα, πλην της αναστολής εκτελέσεως, μέτρα, και τούτο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εφαρμογή της προσβαλλόμενης πράξεως προκαλεί μεν στον αιτούντα ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, δεν είναι όμως, ιδίως όταν πρόκειται για πράξη αρνητικού περιεχομένου, δεκτική αναστολής εκτελέσεως. Απόρριψη αιτήσεως του αιτούντος περί αναγνωρίσεώς του ως πρόσφυγα. Πρόκειται περί πράξεως αρνητικού περιεχομένου μη δεκτικής αναστολής εκτελέσεως. Απόφαση της Ε.Α. με την οποία διατάσσεται η Διοίκηση να απόσχει, μέχρις εκδόσεως αρνητικής αποφάσεως από το ΣΤΕ, από κάθε ενέργεια η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την εξαναγκασμένη αναχώρηση του αιτούντα από την Ελλάδα και την επιστροφή του στην χώρα του. Διάταξη επίσης της ανωτέρω αποφάσεως με την οποία η διοίκηση επιτάσσεται να μην προχωρήσει στην αφαίρεση από τον αιτούντα του χορηγηθέντος σε αυτόν “δελτίου αιτήσαντος ασύλου αλλοδαπού”, η επιστροφή του σε αυτόν, εάν του έχει ήδη αφαιρεθεί
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
- 1185/2013 ΣΤΕ
Ευθύνη του Δημοσίου σε αποζημίωση. Ζημία που αποκαθίσταται. Πότε είναι ορισμένη η αγωγή για αποκατάσταση διαφυγόντος κέρδους. Παραχώρηση στην αναιρεσίβλητη κοινοπραξία άδειας ίδρυσης και λειτουργίας καζίνο και μη ολοκλήρωση της διαδικασίας έγκρισης της λειτουργίας αυτού από τον αρμόδιο Υπουργό, που παρέλειψε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, κατά παράβαση του άρθρου 3 παρ. 4 και 20 του ν. 2206/1994, που δεν τίθενται αποκλειστικά χάριν του γενικού συμφέροντος, καθώς και του Συντάγματος. Αιτιολογημένα κρίθηκε ότι η αποζημίωση έπρεπε να καταβληθεί από τότε που συμπληρώθηκαν τρεις μήνες αφότου η αναιρεσίβλητη υπέβαλε τα τελευταία στοιχεία που της ζητήθηκαν. Αιτιολογημένη η κρίση ως προς τον προσδιορισμό των διαφυγόντων κερδών. Η μη καταβολή τελών και φόρων υπέρ του Δημοσίου δεν αποτελούσαν ωφέλεια για την αναιρεσίβλητη, που έπρεπε να συμψηφιστούν με τα διαφυγόντα κέρδη της, αφού τα αντίστοιχα ποσά είχαν ήδη υπολογιστεί ως έξοδα. Η αναιρεσίβλητη δεν είχε αποκομίσει ωφέλεια επειδή δεν κατασκεύασε ορισμένα έργα, αφού τα σχετικά έξοδα έπονται της λειτουργίας του καζίνο. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 3594/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).
Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, σύμφωνα με το νόμο, η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 3594/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία συνεκδικάσθηκαν και απορρίφθηκαν αντίθετες εφέσεις του Ελληνικού Δημοσίου και της αναιρεσίβλητης κοινοπραξίας κατά της 6568/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή αγωγή της αναιρεσίβλητης κοινοπραξίας, είχε υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει το ποσό των έξι εκατομμυρίων (6.000.000) ευρώ και είχε αναγνωριστεί η υποχρέωσή του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη κοινοπραξία το ποσό των πέντε εκατομμυρίων εννιακοσίων ογδόντα εξακοσίων ενενήντα επτά (5.980.697) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. λόγω της παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων του Δημοσίου, συνεπεία της οποίας κατέστη αδύνατη η λειτουργία του καζίνο της αναιρεσίβλητης κοινοπραξίας, στην οποία είχε παραχωρηθεί άδεια για την ίδρυση, λειτουργία και εκμετάλλευση καζίνο στο Νομό .... με απόφαση του Υπουργού Τουρισμού.
· ΣΤΕ 2463/1998
Αγωγή αποζημίωσης κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ. Όταν η αγωγή στρέφεται κατά νπδδ, διάδικο είναι μόνο το νομικό πρόσωπο και όχι ο εποπτεύων αυτό Υπουργός. Μόλυνση από τον ιό του AIDS της κόρης και αδελφής των αναιρεσιβλήτων με αποτέλεσμα το θάνατο αυτής από αμελή συμπεριφορά των ιατρών του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Ρόδου. Επιδίκαση στους γονείς της θανούσης αποζημίωσης λόγω απωλείας μελλοντικών υπηρεσιών αυτής προς αυτούς και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη η θανούσα από την προσβολή της υγείας της. Επιδίκαση ως χρηματική ικανοποίηση για την αιτία αυτή του ποσού των 100.000.000 δρχ. Η μη προσαγωγή στο δικαστήριο του πιστοποιητικού του αρμοδίου οικονομικού εφόρου περί υποβολής δήλωσης φόρου κληρονομίας δεν συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου αλλά αναστέλλεται μόνον η πρόοδος της δίκης. Ευθύνη των ιατρών. Το νοσοκομείο υποχρεούται να αποκαταστήσει και την ηθική βλάβη που υπέστη η ασθενής, αφού η μόλυνση αυτής από τον ιό του AIDS οφείλεται σε παράνομες παραλείψεις των ιατρών του νοσοκομείου, οι οποίοι όφειλαν να επιδείξουν ιδιαίτερη επιμέλεια και να ασκούν συστηματικό έλεγχο στο μεταγγιζόμενο αίμα. Αντίθετη μειοψηφία. Η αξίωση των εφεσιβλήτων δεν είχε παραγραφεί αφού η διάγνωση του ζημιογόνου αποτελέσματος που οφειλόταν στις παραλείψεις των οργάνων του νοσοκομείου έγινε τον Οκτώβριο του 1986 και η ένδικη αξίωση παραγραφόταν στο τέλος του έτους 1991 ενώ η αγωγή ασκήθηκε στις 24/6/1991. Περιστατικά. Απορρίπτεται η αναίρεση για παραβίαση ουσιαστικού δικαίου και πλημμελή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.
- 60/2001 ΔΕΦ ΑΘ
Θάνατος ανήλικης από μολυσμένο με τον ιό του AIDS μεταγγιζόμενο σε αυτήν αίμα. Απόρριψη του ισχυρισμού του εναγομένου νοσοκομείου ότι η ανήλικη μολύνθηκε από τον ιό σε χρόνο, κατά τον οποίο δεν ήταν υποχρεωτικός ο έλεγχος του μεταγγιζομένου αίματος. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στους γονείς και τα αδέλφια της θανούσας. Στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Η παραγραφή της σχετικής αξίωσης αρχίζει από το θάνατο του παθόντος. Αβάσιμο το αίτημα για επιδίκαση και αποζημίωσης, δεδομένου ότι η ανήλικη έπασχε από μεσογειακή αναιμία και δεν είχε την ικανότητα να προσφέρει επαρκείς υπηρεσίες στο νοικοκυριό του σπιτιού. Ευθύνη προς αποζημίωση κατά 105, 106 ΕΙΣΝΑΚ για υλικές ενέργειες ή παραλείψεις οφειλομένων νομίμων ενεργειών γεννάται στην περίπτωση που οι ενέργειες ή παραλείψεις αυτές προέρχονται εκ της οργανώσεως και λειτουργίας των υπηρεσιών του δημοσίου, των ΟΤΑ κλπ., και όχι όταν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του δημοσίου κλπ., ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου, το οποίο ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων το Επειδή, με βάση τα όσα γίνονται επιστημονικώς αποδεκτά σύμφωνα με την προαναφερθείσα ιατρική βιβλιογραφία, το μέγιστο χρονικό διάστημα εντός του οποίου εμφανίζονται αντισώματα κατά του ιού του AIDS στον ορό του ασθενούς είναι 12 μήνες μετά τη μόλυνση, το Δικαστήριο κρίνει ότι, εφόσον η Αν.Π. εμφάνισε αντισώματα τον Ιούλιο του 1987 αυτή μολύνθηκε από το συγκεκριμένο ιό από μετάγγιση αίματος που πραγματοποιήθηκε στο εφεσίβλητο-εκκαλούν νοσοκομείο στο χρονικό διάστημα Ιούλιος 1986- Ιούλιος 1987, δηλαδή σε χρόνο, κατά τον οποίο είχε καθιερωθεί ο υποχρεωτικός έλεγχος όλων των μονάδων αίματος για τον ιό του AIDS. Πρέπει δε να αποκλεισθεί άλλος τρόπος μετάδοσης του ιού, αν ληφθεί υπόψη, ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο η ασθενής ήταν περίπου 11 ετών και δεν προβάλλεται ούτε προκύπτει να της έγινε μετάγγιση ή να νοσηλεύτηκε σε άλλο νοσοκομείο. Ο ισχυρισμός του νοσοκομείου ότι η ασθενής μολύνθηκε από μεταγγίσεις αίματος που έγιναν κατά το διάστημα 1981 έως το Σεπτέμβριο του 1985, κατά το οποίο δεν ήταν δυνατή η ανίχνευση του ιού ούτε είχε καθιερωθεί ο υποχρεωτικός έλεγχος του μεταγγιζόμενου αίματος και ότι απλώς η μόλυνσή της διαπιστώθηκε κατά την εξέταση αίματος που υποβλήθηκε τον Ιούλιο του 1987, πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτος, καθόσον, στην περίπτωση αυτή η διαπίστωση θα γινόταν στην πρώτη εξέτασή της μετά τον Σεπτέμβριο του 1985, οπότε και κατέστη υποχρεωτικός ο έλεγχος του αίματος. Δεν προσκομίζεται όμως από το νοσοκομείο κανένα έγγραφο στοιχείο των αρμοδίων τμημάτων του (Μικροβιολογικού Αιματολογικού Εργαστηρίου ή άλλο έγγραφο από το Αρχείο της ασθενούς), στο οποίο να βεβαιώνεται ότι η θανούσα ασθενής, αν και άτομο υψηλού κινδύνου λόγω της πάθησής της, εξετάστηκε το πρώτον για ανίχνευση του ιού τον Ιούλιο του 1987, δηλαδή δύο ολόκληρα έτη από τότε που κατέστη υποχρεωτική η εξέταση των μονάδων του μεταγγιζόμενου αίματος για το συγκεκριμένο ιό, οπότε στην περίπτωση αυτή πράγματι θα εγεννώντο αμφιβολίες για το χρόνο μόλυνσης της ασθενούς. Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα αρμόδια όργανα του νοσοκομείου παρέλειψαν να ελέγχουν ή ήλεγχαν πλημμελώς το αίμα που μεταγγίστηκε στην Αν.Π. κατά τον ανωτέρω χρόνο. Δηλαδή παρέλειψαν, ενόψει των διατάξεων που προαναφέρθηκαν (μετά από συνεκτίμηση των σχετικών εγκυκλίων), οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια απορρέουσα εκ της οργανώσεως της λειτουργίας των εφεσιβλήτου-εκκαλούντος νοσοκομείου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μόλυνση της Αν.Π. από τον ιό του AIDS (HIV λοίμωξη) και τον συνεπεία της μολύνσεως αυτής (ως και της μεσογειακής αναιμίας από την οποία ήδη έπασχε) θάνατό της, αφού η καρδιακή βλάβη απετέλεσε επιπλοκή των δύο εν λόγω χρόνιων νοσημάτων. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη α) τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας (παράλειψη ελέγχου ή πλημμελής έλεγχος του προς μετάγγιση αίματος), β) το βαθμό του πταίσματος των αρμοδίων οργάνων του νοσοκομείου, γ) το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής (μόλυνση από τον ιό του AIDS που θεωρείται ανίατη και επιφέρει σοβαρές σωματικές βλάβες και τελικώς το θάνατο, ο οποίος και επήλθε στη συγκεκριμένη περίπτωση), δ) την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της οικογένειας Ν.Π. (βλ. την 1728/18.12.1997 απόφαση του ΙΚΑ Λιβαδειάς, από την οποία προκύπτει ότι ο ανωτέρω λαμβάνει σύνταξη αναπηρίας από το 1989, καθώς και την από 30.1.1997 έκθεση του Κέντρου Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων, από την οποία προκύπτει ότι η σύζυγός του εργαζόταν ως καθαρίστρια και αργότερα κλητήρας στη Διεύθυνση Γεωργίας της Νομαρχίας Βοιωτίας, η σύμβασή της όμως που έληξε το 1996 δεν είχε ακόμη ανανεωθεί), κρίνει, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής, ότι ο θάνατος της Αν.Π., στο βαθμό που επήλθε από τη μόλυνσή της από τον ιό του AIDS, προκάλεσε ψυχική οδύνη στους γονείς και τα αδέλφια της και γι` αυτό πρέπει να τους επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση, η οποία, κατ` εύλογη εκτίμηση πρέπει να προσδιοριστεί σε 20.000.000 δρχ. για κάθε γονέα και 10.000.000 δρχ. για καθένα από τα δύο αδέλφια της, όπως νόμιμα και ορθά προσδιορίστηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση.
4424/2013 ΔΕΦ ΑΘ ( 648070)
Επίδομα αλλοδαπής. Προσαύξηση λόγω τέκνων. Ισότητα. Συνταγματικότητα νόμου. Δημόσιο συμφέρον. Νομοθετική εξουσιοδότηση. Δημοσίευση. ΦΕΚ. Προσφυγή-αγωγή αξιωματικού του Ε.Σ., που υπηρέτησε στην ΕΛ.ΔΥ.Κ. για : α) να ακυρωθεί η πράξη του Διευθυντή Οικονομικού του ΓΕΣ, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε το αίτημά του για τη χορήγηση προσαύξησης λόγω τέκνων των αποδοχών που έλαβε κατά το ένδικο χρονικό διάστημα και β) για να υποχρεωθεί το Δημόσιο να του καταβάλει το ποσό που αντιστοιχεί στην ως άνω προσαύξηση, κατ’ εφαρµογή της συνταγµατικής αρχής της ισότητας, άλλως, κατ’αρ.105 ΕισνΑΚ, άλλως, κατ’ αρ.904 επ. ΑΚ. Δεν αποκλείεται από το αρ.4§1 του Συντ. η διάφορη ρύθμιση περιπτώσεων που τελούν υπό διαφορετικές ή ειδικές συνθήκες, καθώς και η θέσπιση εξαιρέσεων, δικαιολογουμένων από ειδικούς λόγους γενικότερου ή υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος. Δεν συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση ικανοποίησης του αιτήματος του εκκαλούντος, λόγω παραβίασης της αρχής της ισότητας, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο σχετικός δε με το αντίθετο λόγος της κρινόμενης έφεσης είναι απορριπτέος. Η εξουσιοδοτική διάταξη της §1 του αρ.20 του ν.2685/99, η οποία αναφέρεται σε καθορισμό με ΚΥΑ της αποζημίωσης και των λοιπών εξόδων του υπηρετούντος στην Κύπρο προσωπικού αρμοδιότητας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, δεν καθιερώνει, κατά τρόπο ευθύ και άμεσο, τη χορήγηση στο εν λόγω προσωπικό επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, ούτε προσαύξησης της αποζημίωσης εξωτερικού λόγω τέκνων. Ενόψει αυτού, αλλά και της δικαιολογημένης μισθολογικής διαφοροποίησης των υπηρετούντων στην Κύπρο στρατιωτικών υπαλλήλων έναντι των λοιπών υπαλλήλων, δεν υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης να εκδώσει κανονιστική απόφαση, με την οποία να προβλέπεται η καταβολή της προσαύξησης αυτής και στην πρώτη κατηγορία υπαλλήλων. Κατά συνέπεια – ανεξαρτήτως του ότι η 2/28934/0022/99 Κ.Υ.Α., με την οποία καθορίστηκε κατά το κρίσιμο διάστημα η αποζημίωση των υπηρετούντων στην Κύπρο στρατιωτικών υπαλλήλων, είναι ανίσχυρη (λόγω μη δημοσίευσής της στην ΕτΚ), γεγονός το οποίο, ενόψει των ειδικών ρυθμίσεων για την κατηγορία αυτή των υπαλλήλων, δεν έχει ως συνέπεια την εφαρμογή και ως προς αυτούς της 2/62620/0022/99 Κ.Υ.Α., όπως αβασίμως προβάλλεται – δεν υπήρξε, σε σχέση με την ένδικη προσαύξηση, παράνομη παράλειψη άσκησης της κανονιστικής αρμοδιότητας των οργάνων του Δημοσίου, ικανή να θεμελιώσει ευθύνη αυτού προς αποζημίωση κατ’ αρ. 105 ΕισΝΑΚ, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Από την μη καταβολή στον εκκαλούντα της ένδικης προσαύξησης, το Δημόσιο δεν κατέστη πλουσιότερο χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος του εκκαλούντος. Απορρίπτει την έφεση.5. Επειδή, εξάλλου, με τις διατάξεις της παρ.10 του άρθρου 131 του ν.419/1976 «Περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών» (Α΄ 221) θεσπίστηκε επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών που υπηρετούν στο εξωτερικό, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η διαφορά κόστους ζωής και οι ειδικές συνθήκες διαβίωσης σε κάθε χώρα. Σύμφωνα δε με την ανωτέρω διάταξη, το ύψος του επιδόματος καθορίζεται, ανά χώρα, για τον Προϊστάμενο Πρέσβη, με βάση το κόστος ζωής και τις συνθήκες διαβίωσης της χώρας για την οποία πρόκειται, στη συνέχεια δε, καθορίζεται το ύψος του επιδόματος για τους λοιπούς υπηρετούντες υπαλλήλους, σε ποσοστό επί του επιδόματος του Πρέσβη, ανάλογα με τον κλάδο στον οποίο ανήκουν αυτοί και το βαθμό, τον οποίο κατέχουν. Τέλος, τα προκύπτοντα ποσά επιδόματος προσαυξάνονται ανάλογα με τα οικογενειακά βάρη του υπαλλήλου και τις συνθήκες στέγασης της χώρας. Το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής, το οποίο θεσπίστηκε με το ως άνω άρθρο 131 παρ. 10 του ν. 419/1976, διατηρήθηκε, υπό την ίδια έννοια, και μετά την ισχύ του ν.2594/1998 (Α΄ 62), με τον οποίο θεσπίστηκε νέος Οργανισμός του εν λόγω Υπουργείου, δηλαδή μετά τις 24.3.1998, καθόσον με το άρθρο 135 παρ.4 αυτού θεσπίστηκε για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα, καθοριζόμενο ανάλογα με τον κλάδο και το βαθμό του υπαλλήλου, και προσαυξανόμενο κατά τα ποσοστά που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση. Με την Φ.083-58/1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εξωτερικών και Οικονομικών (Β΄ 177), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 12 του ν.1256/1982 (Α΄65), καθορίστηκε το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής του προσωπικού του Υπουργείου Εξωτερικών που υπηρετεί στις Διπλωματικές και Προξενικές Αρχές καθώς και στις Μόνιμες Αντιπροσωπείες και το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής των λοιπών υπαλλήλων όλων των κλάδων σε ποσοστό επί του επιδόματος του Προϊσταμένου-Πρέσβεως. Η απόφαση αυτή όρισε στην παρ. Ε ότι σε όλους τους μόνιμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών, το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του Πρέσβη για κάθε παιδί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ν.1505/1984 (Α΄194). Ακολούθως, με την 20011800/165/0022/1993 όμοια απόφαση (Β΄ 153) αυξήθηκε η προβλεπόμενη από την παρ. Ε της ως άνω Φ.083-58/1988 κοινής υπουργικής απόφασης προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω τέκνων, από 1.1.1993 κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του Πρέσβη για κάθε παιδί ηλικίας μέχρι 6 ετών, κατά ποσοστό 10% για κάθε παιδί ηλικίας 7 έως 12 ετών και κατά ποσοστό 14% για κάθε παιδί ηλικίας 13 έως 18 ετών ή 24 ετών εφόσον αποδεδειγμένα φοιτούν σε Ανώτερα ή Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ν.1505/1984. Η παρ. Ε της απόφασης αυτής διατηρήθηκε σε ισχύ έως και το έτος 2000 με τις 2005060/1994 (Β΄ 54), ΣΤ1/Φ083-9/ΑΣ8270/1995 (Β΄ 14), ΣΤ1/Φ.083-15/ΑΣ8685/1995 (Β΄ 15/1996), 2004540/464/0022/1997 (Β΄ 63), 2025067/3242/1997 (Β΄ 330), 2020006/1988/0022/1998 (Β΄ 374) και 083/ΕΥΑ/ΑΣ10363/1999 (Β΄ 2217) κοινές υπουργικές αποφάσεις.
7. Επειδή, η θέσπιση ειδικών ρυθμίσεων με τις προαναφερθείσες διατάξεις προκειμένου περί των στρατιωτικών υπαλλήλων που υπηρετούν στην Κύπρο και η κατ’ εφαρμογή αυτών μη καταβολή στους τελευταίους επιδόματος αλλοδαπής και, κατ’ ακολουθίαν, και - της αποτελούσης αναγκαίο παρακολούθημα αυτού - προσαύξησης λόγω τέκνων (ΣτΕ 751, 1598/2007 κ.ά.), σε αντίθεση προς τους στρατιωτικούς υπαλλήλους που υπηρετούν σε άλλες χώρες του εξωτερικού, αλλά και προς το προσωπικό της Ελληνικής Πρεσβείας στην Κύπρο, δεν παραβιάζει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Τούτο, διότι, όπως βασίμως προβλήθηκε από το Δημόσιο πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, ενόψει της απορρέουσας από τις διεθνείς συμβάσεις υποχρέωσης της Ελλάδας για διατήρηση στρατιωτικής δύναμης στην Κύπρο και του επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού (διαρκής εξυπηρέτηση των κοινών αμυντικών στόχων των δύο χωρών και παρουσία στρατιωτικών για ένοπλη προάσπιση ελληνικών εδαφών), η ΕΛ.ΔΥ.Κ. έχει το χαρακτήρα αμιγούς στρατιωτικής δύναμης και μάχιμης μονάδας του Ελληνικού Στρατού, οι αξιωματικοί δε των ελληνικών ένοπλων δυνάμεων υπηρετούν σε αυτήν μετά από τοποθέτηση ή μετάθεση, κατά την 4-3/1999 Πάγια Διαταγή, σύμφωνα με την οποία η Κύπρος περιλαμβάνεται, μαζί με τους νομούς της ελληνικής επικράτειας, ως ένας από τους τόπους προτίμησης, τον οποίο έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν για τοποθέτηση ή μετάθεση. Αλυσιτελώς δε αμφισβητείται η νομιμότητα δε της ως άνω Πάγιας Διαταγής, ως κανονιστικής πράξης, εφόσον η παρούσα δίκη δεν έχει ως αντικείμενο τη νομιμότητα ατομικής διοικητικής πράξης εκδοθείσας κατ’ εφαρμογή αυτής, αλλά, αντίθετα, αφορά τις απολαυές των με βάση αυτήν υπηρετούντων στην ΕΛ.ΔΥ.Κ. στρατιωτικών. Συνεπώς, λόγω της κατ’ αρχήν ομοιότητας των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης των εν λόγω στρατιωτικών υπαλλήλων προς τα ισχύοντα στην Ελλάδα (λαμβανομένης υπόψη και της στενότατης σχέσης της Κύπρου με την Ελλάδα και της ομοιότητας των δύο κοινωνιών), οι συνθήκες υπηρεσιακής κατάστασης και προσφοράς υπηρεσιών υπό τις οποίες τελούν αυτοί διαφοροποιούνται ουσιωδώς σε σχέση με αυτές υπό τις οποίες τελούν τόσο οι στρατιωτικοί υπάλληλοι που αποστέλλονται με ειδική αποστολή ή για την εκτέλεση υπηρεσίας σε άλλες χώρες του εξωτερικού όσο και οι υπηρετούντες στην Κύπρο πολιτικοί υπάλληλοι, τα καθήκοντα των οποίων είναι εντελώς διάφορα από τα ασκούμενα στην Ελλάδα. Ενόψει αυτών, η μισθολογική διαφοροποίηση των υπηρετούντων στην ΕΛ.ΔΥ.Κ. στρατιωτικών υπαλλήλων παρίσταται, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω, δεκτά, δικαιολογημένη (πρβ. ΣτΕ 1486/2008). Κατ’ ακολουθίαν, δεν συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση ικανοποίησης του αιτήματος του εκκαλούντος λόγω παραβίασης της αρχής της ισότητας, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο σχετικός δε με το αντίθετο λόγος της κρινόμενης έφεσης είναι απορριπτέος.
- 2544/2013 ΣΤΕ
Ευθύνη του Δημοσίου σε αποζημίωση λόγω παράνομης παράλειψης έκδοσης των προβλεπομένων στο ν. 1404/1983 προεδρικών διαταγμάτων για την κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των Τ.Ε.Ι., κατά παράβαση των άρθρων 16 παρ. 7 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Μη νόμιμα απορρίφθηκε η αγωγή του αναιρεσείοντα. Δεκτή η αναίρεση (αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 2327/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών). Η υπόθεση εισήχθη στην επταμελή σύνθεση με την υπ΄ αριθ. 3088/2009 απόφαση ΣτΕ.
Αριθμός 2544/2013
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 2327/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 14719/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφανίσθηκε η απόφαση αυτή και, στη συνέχεια, απορρίφθηκε αγωγή με την οποία ο αναιρεσείων ζητούσε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει ποσό 10.000.000 δραχμών ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράλειψη των οργάνων του να εκδώσουν τα αναγκαία προεδρικά διατάγματα για την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων μηχανικών-ηλεκτρολόγων των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.). Με την πρωτόδικη απόφαση το αναιρεσίβλητο είχε υποχρεωθεί, κατά μερική αποδοχή της αγωγής, να καταβάλει στον αναιρεσείοντα ποσό 8.500 ευρώ για την ίδια ως άνω αιτία.
3. Επειδή, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του Α’ Τμήματος με την 3088/2009 απόφαση της πενταμελούς του συνθέσεως λόγω σπουδαιότητας του ζητήματος της ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση από την παράλειψή του να εκδόσει τα προβλεπόμενα στο ν. 1404/1983 προεδρικά διατάγματα για την κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των Τ.Ε.Ι.
4. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. (π.δ. 456/1984 – Α΄ 164), για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξεως ή παραλείψεως των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ’ αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτον, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από την νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος (ΣτΕ 1038/2006 επτ., ΣτΕ 3089/2009 επτ.). Εξ άλλου, παράλειψη νομοθετήσεως συντρέχει και στην περίπτωση κατά την οποία η θέσπιση κατ’ ουσίαν κανόνων δικαίου έχει ανατεθεί, κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, σε διοικητικό όργανο που καθίσταται αρμόδιο για την έκδοση κανονιστικής πράξεως, η οποία περιλαμβάνει κανόνες του εξ αντικειμένου δικαίου. Η παράλειψη, στην περίπτωση αυτή, είναι παράνομη όταν, είτε η νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλει στην Διοίκηση την υποχρέωση για την έκδοση της κανονιστικής πράξεως, εφ` όσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις (όπως στην περίπτωση που ο ίδιος ο νόμος καθιερώνει αμέσως και ευθέως ένα δικαίωμα, καταλείπει δε απλώς στον εξουσιοδοτούμενο από αυτόν κανονιστικό νομοθέτη να θεσπίσει συμπληρωματικούς κανόνες, αναγκαίους για τη ρύθμιση τεχνικών λεπτομερειών ή των όρων ασκήσεως του δικαιώματος) ή εντός ορισμένης προθεσμίας, είτε όταν η υποχρέωση της Διοικήσεως να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση προκύπτει ευθέως εκ του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 4917/2012, 211/2006 , 1978/2002 , 672/2002 επτ., 537/2002 επτ., 31/2002, 246 5/2001, 1394/2001 επτ., 326/2001 επτ., 5/2001 επτ., 2546/1999 επτ., 2818/1997 επτ., 4396/1996, 3255/1996, 300/1989 επτ., 4334/1976 Ολομ. κ.α.).
5. Επειδή, στο άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Κράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές». Εξ άλλου, το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος αναγνωρίζει δικαίωμα ελεύθερης συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας.
6. Επειδή, ο κοινός νομοθέτης, εξειδικεύοντας τους ορισμούς του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, ίδρυσε με το ν. 576/1977 (Α΄ 102) τα «Κέντρα Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως» (Κ.Α.Τ.Ε.Ε.), τα οποία συγκροτούσαν περισσότερες Ανώτερες Τεχνικές και Επαγγελματικές Σχολές (άρθρο 27). Τα Κέντρα αυτά καταργήθηκαν με το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 1404/1983 (Α΄ 173), ιδρύθηκαν δε τα Τ.Ε.Ι. ως σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (άρθρο 1 παρ. 1). Ο νομοθέτης, κινούμενος στο πλαίσιο των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, όρισε ειδικότερα ότι η αποστολή των Τ.Ε.Ι. συνίσταται στην παροχή θεωρητικών και πρακτικών γνώσεων για την εφαρμογή τους σε ορισμένο επάγγελμα και στη δημιουργία «στελεχών εφαρμογής» για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας και ότι, ως εκ της αποστολής τους αυτής, «τα Τ.Ε.Ι. διακρίνονται σαφώς ως προς το ρόλο και την κατεύθυνση των ίδιων και των αποφοίτων τους και ως προς το περιεχόμενο και τους τίτλους σπουδών από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» (άρθρο 1 παρ. 2). Στο άρθρο 24 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «Το διδακτικό έργο κατανέμεται σε εξαμηνιαία μαθήματα και περιλαμβάνει: α. θεωρητική διδασκαλία μαθημάτων, β. πρακτικές, φροντιστηριακές ή εργαστηριακές ασκήσεις … γ. σεμινάρια … δ. πτυχιακές εργασίες και ε. άσκηση στο επάγγελμα. …», ενώ με το άρθρο 25 παρ. 1 παρέχεται εξουσιοδότηση για έκδοση προεδρικών διαταγμάτων, με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με τα οποία καθορίζεται το περιεχόμενο σπουδών κάθε τμήματος, καθώς και η διάρκεια φοίτησης, άσκησης στο επάγγελμα και εκπόνησης πτυχιακής εργασίας. Σύμφωνα με την παρ. 2 περίπτ. α΄ του ιδίου άρθρου: «Οι σπουδές σε κάθε τμήμα καταλήγουν στην απόκτηση πτυχίου, που δίνει τη δυνατότητα άσκησης ενός επαγγέλματος», ενώ σύμφωνα με την περίπτ. γ΄ (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο): «Στους πτυχιούχους των Τ.Ε.Ι. αναγνωρίζονται επαγγελματικά δικαιώματα, που καθορίζονται με προεδρικά διατάγματα, τα οποία εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού … Με ίδια προεδρικά διατάγματα καθορίζονται οι προϋποθέσεις και κάθε άλλη λεπτομέρεια για τη χορήγηση άδειας άσκησης επαγγέλματος, όπου αυτή απαιτείται». Τέλος, στο άρθρο 27 παρ. 5 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «Σπουδαστής ενός τμήματος γίνεται πτυχιούχος όταν: ι) έχει παρακολουθήσει με επιτυχία όλα τα υποχρεωτικά … μαθήματα ιι) έχει εγκριθεί η πτυχιακή του εργασία και ιιι) έχει περατώσει την πρακτική άσκηση στο επάγγελμα», ενώ με τις μεταβατικές διατάξεις ρυθμίσθηκαν αφενός μεν θέματα σχετικά με τους σπουδαστές των Κ.Α.Τ.Ε.Ε., και ειδικότερα η εγγραφή και ένταξή τους στις αντίστοιχες σχολές των Τ.Ε.Ι. (άρθρο 37) και αφετέρου θέματα που αφορούσαν την ένταξη του προσωπικού των Κ.Α.Τ.Ε.Ε. σε θέσεις προσωπικού των Τ.Ε.Ι. (άρθρο 38).
7. Επειδή, από τις προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 1404/1983 προκύπτει ότι ο νομοθέτης οργάνωσε τα Τ.Ε.Ι. ως σχηματισμούς της προβλεπόμενης στο άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος ανώτερης επαγγελματικής εκπαιδεύσεως (όπως προηγουμένως είχε πράξει με τα Κ.Α.Τ.Ε.Ε.) και τα διέκρινε σαφώς από τα Α.Ε.Ι. (ΣτΕ 1958/2000 Ολ.). Εν όψει αυτών, τα προεδρικά διατάγματα τα οποία εκδίδονται με βάση την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 περίπτ. γ΄ του νόμου αυτού και ορίζουν τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων Τ.Ε.Ι., αποτελούν τον προβλεπόμενο στο άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος εκτελεστικό νόμο (ΣτΕ 678/2005 Ολομ., ΣτΕ 4917/2012) και, συνεπώς, η έκδοσή τους καθίσταται υποχρεωτική για την Διοίκηση. Η παράλειψη δε της Διοικήσεως να εκδώσει τα εν λόγω διατάγματα συνιστά παράβαση όχι μόνο του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, αλλά και του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι αποστερεί τους πτυχιούχους ΤΕΙ από την δυνατότητα να συμμετάσχουν ελεύθερα στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας (ΣτΕ 4917/2012). Επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην τέταρτη σκέψη, η παράλειψη αυτή θεμελιώνει ευθύνη του Δημοσίου κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ.
8. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, ο οποίος το έτος 1993 απέκτησε πτυχίο μηχανικού τεχνολογικής εκπαιδεύσεως με την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου, με την από 29.2.2000 αγωγή του ζήτησε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει το ποσό των 10.000.000 δραχμών ως ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του να εκδώσουν τα σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών του δικαιωμάτων προεδρικά διατάγματα που προβλέπονται από το άρθρο 25 παρ. 2γ΄ του ν. 1404/1983. Η παράλειψη αυτή, όπως υποστήριξε ο αναιρεσείων με την αγωγή του, είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της επαγγγελματικής του δραστηριότητας (μη ανάληψη εργασιών συναφών με την ειδικότητά του, αποκλεισμό του από την ανάληψη έργων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, μη πρόσληψή του σε θέσεις του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για πτυχιούχους ΤΕΙ της ειδικότητάς του), καθώς και την μείωση των αμοιβών του, καθ’ όσον για ορισμένες επαγγελματικές πράξεις απαιτείται συνυπογραφή μηχανικού ΑΕΙ. Το Δημόσιο με τη σχετική έκθεση των απόψεών του προέβαλε ότι από την εν λόγω παράλειψη δεν θεμελιώνεται αστική του ευθύνη, αφού, παρά την μη έκδοση των ως άνω προεδρικών διαταγμάτων, οι πτυχιούχοι ΤΕΙ απασχολούνται επαγγελματικά βάσει ειδικών διατάξεων που το κάθε παραγωγικό υπουργείο έχει θεσπίσει σε τομείς της αρμοδιότητάς του. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών δέχθηκε ότι από την παράλειψη του Δημοσίου να εκδώσει μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά όρια (έξι μήνες πριν από την αποφοίτηση των πρώτων σπουδαστών Τ.Ε.Ι. για τις υπάρχουσες ειδικότητες και, προκειμένου για νέες ειδικότητες, ταυτόχρονα με τη δημιουργία τους ή με την ίδρυση αντίστοιχων τμημάτων) τα αναγκαία για την κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των ΤΕΙ προεδρικά διατάγματα επήλθε μείωση των επαγγελματικών δυνατοτήτων των πτυχιούχων εκείνων, των οποίων η ειδικότητα δεν κατοχυρώνεται επαγγελματικά, με αποτέλεσμα να πλήττεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα αναπτύξεως της προσωπικότητάς τους και συμμετοχής τους στην οικονομική ζωή της χώρας. Με τις σκέψεις αυτές το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και επιδίκασε σ’ αυτόν το ποσό των 8.500 ευρώ για την ηθική του βλάβη. Εφεση του Δημοσίου κατά της αποφάσεως αυτής έγινε δεκτή με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος δεν οργανώνει πλαίσιο δέσμιας νομοθετικής αρμοδιότητας, ήτοι πλαίσιο με το οποίο να προβλέπεται ως υποχρεωτική η άσκηση νομοθετικής αρμοδιότητας in concreto, αλλά αποτελεί κατευθυντήρια διάταξη, επί της οποίας δεν μπορεί να θεμελιωθεί αγωγική αξίωση των πολιτών, και ως εκ τούτου, με την παράλειψη εκδόσεως των προβλεπόμενων στο ν. 1404/1983 προεδρικών διαταγμάτων δεν εθίγη συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα του αναιρεσείοντος και, συνεπώς, δεν θεμελιωνόταν ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Με τις σκέψεις αυτές το Διοικητικό Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση του Δημοσίου και, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την αγωγή. Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ήδη δεκτά (βλ. σκέψεις 4 έως 7), η έκδοση προεδρικού διατάγματος για την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχιούχων ΤΕΙ της ειδικότητας του αναιρεσείοντος ήταν υποχρεωτική από το Σύνταγμα, η δε παράλειψη της Διοικήσεως να εκδώσει τέτοιο προεδρικό διάταγμα θεμελιώνει ευθύνη του Δημοσίου κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. Συνεπώς, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση
Αναιρεί την απόφαση 2327/2005 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση σύμφωνα με το αιτιολογικό Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου και Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο την δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των χιλίων τριακοσίων ογδόντα (1380) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2013 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Ιουνίου 2013.
Ο Πρόεδρος του Α’ Τμήματος Η Γραμματέας του Α’ Τμήματος
Ν. Σακελλαρίου Β. Ραφαηλάκη
- 713/2013 ΣΤΕ
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβολή προστίμου για παράβαση του Κανονισμού Αναδοχών. Η αναιρεσείουσα ανάδοχος επενδυτική εταιρεία, υπό την ιδιότητα της υπεύθυνης για την ακρίβεια, πληρότητα, σαφήνεια και επικαιρότητα του ενημερωτικού δελτίου, γνώριζε την επιρροή της τιμής του σιδήρου επί της κερδοφορίας της εκδότριας εταιρείας και όφειλε να παρακολουθεί τον οικείο βασικό παράγοντα επενδυτικού κινδύνου. Ορθά κρίθηκε ότι η αναιρεσείουσα υπέπεσε στην αποδοθείσα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παράβαση. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 3301/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).
Αριθμός 713/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Ε. Σαρπ, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Γ. Παπαγεωργίου, Κ. Κουσούλης, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Χ. Μπολόφη, Πάρεδροι. Γραμματέας
η Ι. Παπαχαραλάμπους.
Για να δικάσει την από 15 Ιανουαρίου 2008 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα (………..), συγχωνευθείσης δι’ απορροφήσεως από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………. ……..», η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Αχιλλέα Κανελλάκη (Α.Μ. 16153),
που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που εδρεύει στην Αθήνα (Κολοκοτρώνη 1), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Παρασκευή Ματθαίου (Α.Μ. 16753), που τη διόρισε με απόφαση της Εκτελεστικής της Επιτροπής.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3301/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Σωτηροπούλου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το παράβολο (έντυπο παραβόλου 1876269/2008).
2. Επειδή, ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της απόφασης 3301/2007 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτήν απερρίφθη προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της απόφασης 15/353/30.9.2005 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και κρίθηκε ότι η αναιρεσείουσα υπέπεσε σε παράβαση του Κανονισμού Αναδοχών.
3. Επειδή, η αναιρεσείουσα εταιρεία, της οποίας η επωνυμία είχε μεταβληθεί σε εταιρεία «….» (ΦΕΚ 950/12.2.2008, τεύχους Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης), απορροφήθηκε, δια συγχωνεύσεως, από την εταιρεία «……………..», η οποία μετέβαλε επωνυμία αρχικώς σε «…………………» (ΦΕΚ 3477/2010 του αυτού τεύχους) και μεταγενεστέρως σε «……………………………..» (ΦΕΚ 10696/2012 του αυτού τεύχους). Ενόψει των ανωτέρω, νομίμως παρέστη, ως καθολική διάδοχος της αναιρεσείουσας, η τελευταία αυτή εταιρεία, υπό τη νέα της επωνυμία.
4. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 2651/1998 (Α΄ 248) εξεδόθη ο Κανονισμός Αναδοχών (απόφαση Υπουργού Εθνικής Οικονομίας 41517/Β. 1972/4.12.1998, Β΄ 1257), ο οποίος ορίζει τα εξής: «Άρθρο 1. Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: (α) Ως
Ανάδοχος νοείται η επιχείρηση που κατά νόμο παρέχει υπηρεσίες αναδοχής της έκδοσης ή και διάθεσης του συνόλου ή μέρους τίτλων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. α (i) του Ν.2396/1996 … (β) Ως Κύριος Ανάδοχος νοείται εκείνος από τους Αναδόχους ο οποίος αναγράφεται στο Ενημερωτικό Δελτίο ως Κύριος Ανάδοχος … (δ) Ενημερωτικό Δελτίο είναι το δελτίο που συντάσσεται και διατίθεται σε επενδυτές σε σχέση με έκδοση και/ή διάθεση και/ή εισαγωγή στο Χ.Α.Α. κινητών αξιών βάσει ειδικών διατάξεων των Π.Δ. 348/1985 και Π.Δ. 52/1992, καθώς και οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο έγγραφο το οποίο ενδέχεται να συντάσσεται και διατίθεται για τη διάθεση κινητών αξιών βάσει άλλων διατάξεων ή ύστερα από υπόδειξη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή του Δ.Σ. του Χ.Α.Α. … Άρθρο 3. 1. Οι Ανάδοχοι και οι Σύμβουλοι οφείλουν να διασφαλίζουν τη νομιμότητα κατά την έκδοση και/ή διάθεση και/ή εισαγωγή κινητών αξιών και την ορθή, πλήρη και αντικειμενική πληροφόρηση των επενδυτών, όπως ειδικότερα ορίζεται στις επόμενες παραγράφους του παρόντος άρθρου. 2. Οι Ανάδοχοι οφείλουν να διασφαλίζουν τη σύνταξη του Ενημερωτικού Δελτίου σύμφωνα με το νόμο, και ιδίως ως προς την ακρίβεια, πληρότητα, σαφήνεια και επικαιρότητα του. 3 … Άρθρο 9. 1. (α) Η εφαρμογή του παρόντος Κανονισμού συνίσταται στην εξέταση της τήρησης των διαδικασιών, κανόνων και καθηκόντων των αναδόχων όπως αυτά προσδιορίζονται από τα άρθρα της παρούσας απόφασης και επιτηρείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (β) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού, δύναται να παρέμβει άμεσα και να επιβάλλει στους αναδόχους τη συμμόρφωση προς τις αρχές αυτές, ενώ παράλληλα μπορεί να επιβάλει πρόστιμο μέχρι ποσού ενός δισεκατομμυρίου (1.000.000.000) δραχμών…». Η επιβολή της ίδιας αυτής κύρωσης προβλέπεται και από το άρθρο 3 παρ. 2 εδάφιο τρίτο (τελευταίο) του ν. 2651/1998, κατά το οποίο «Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, μπορεί να επιβάλλονται πρόστιμα μέχρι ένα δισεκατομμύριο (1.000.000.000) δραχμές για κάθε παράβαση του παραπάνω κανονισμού».
Περαιτέρω, το π.δ. 348/1985 (Α΄ 125) ορίζει στο άρθρο 5 παρ.1 ότι: «Το ενημερωτικό δελτίο περιέχει τα στοιχεία τα οποία, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του εκδότου και των κινητών αξιών των οποίων ζητείται η εισαγωγή στο Χρηματιστήριο είναι απαραίτητα, ώστε όσοι προβαίνουν σε επενδύσεις και οι σύμβουλοί τους επί των επενδύσεων να δύνανται να εκτιμούν την περιουσία, τη χρηματοοικονομική κατάσταση, τα αποτελέσματα και τις προοπτικές του εκδότου, όπως και τα δικαιώματα που είναι ενσωματωμένα σ’ αυτές τις κινητές αξίες» και στο άρθρο 24 ότι: «Κάθε νέο σημαντικό γεγονός που δύναται να επηρεάσει την εκτίμηση των κινητών αξιών και που επέρχεται από τη στιγμή που καθορίζεται το περιεχόμενο του δελτίου και μέχρι να αρχίσει η επίσημη διαπραγμάτευση τιμών στο Χρηματιστήριο, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συμπληρώματος του δελτίου, να ελεγχθεί με τον ίδιο τρόπο και να δημοσιευθεί σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος».
5. Επειδή, εξάλλου, το άρθρο 3α του π.δ. 350/1985, που προστέθηκε με το άρθρο 11 του ν. 2324/1995 (Α΄ 146) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 2651/98 (Α΄ 248), ορίζει τα εξής: «Ευθύνη αναδόχων.
1. Το ενημερωτικό δελτίο, που συντάσσεται, δημοσιεύεται και εγκρίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 348/1985 (ΦΕΚ 125 Α΄), όπως ισχύει, υπογράφεται από τον εκδότη των κινητών αξιών και τον ανάδοχο έκδοσης. …
2. Ο ανάδοχος ευθύνεται έναντι αυτών που απέκτησαν κινητές αξίες σε δημόσια εγγραφή, για κάθε θετική ζημία που υπέστησαν από τη χρηματιστηριακή πώληση κινητών αξιών εξαιτίας πταίσματος του αναδόχου ως προς την ακρίβεια και πληρότητα του ενημερωτικού δελτίου και τον καθορισμό της τιμής των κινητών αξιών που διατέθηκαν σε δημόσια εγγραφή. …
3. Ο ζημιωθείς φέρει το βάρος αποδείξεως της ζημίας που υπέστη και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του πταίσματος του αναδόχου και της ζημίας.
4. Ο ανάδοχος φέρει το βάρος αποδείξεως της έλλειψης πταίσματος. Για την εκτίμηση της έλλειψης πταίσματος λαμβάνεται υπόψη, ιδιαίτερα, αν τα στοιχεία του εκδότη των κινητών αξιών, τα οποία έλαβε υπόψη του για να κρίνει την πληρότητα και ακρίβεια του ενημερωτικού δελτίου και τον καθορισμό της τιμής έκδοσης, είχαν αποτελέσει αντικείμενο πρόσφατου και προσηκόντως επιμελούς νομικού, λογιστικού και οικονομικού ελέγχου από νομικό και ορκωτό ελεγκτή, που δεν συνδέονται με τον εκδότη των κινητών αξιών.
5. Περαιτέρω ευθύνη του αναδόχου με βάση άλλες διατάξεις του νόμου δεν αποκλείεται.
6. Η ευθύνη του αναδόχου μπορεί να μειούται ή και να αίρεται αν συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος.
7. Εκδότρια εταιρία και ανάδοχος ευθύνονται εις ολόκληρον. Κάθε συμφωνία περιορισμού ή απαλλαγής της ευθύνης της εκδότριας εταιρίας ή του αναδόχου είναι άκυρη έναντι αυτών που αποκτούν κινητές αξίες σε δημόσια εγγραφή.
8. Αξιώσεις για αποζημίωση κατά του αναδόχου παραγράφονται μετά την πάροδο έτους από την ημέρα έναρξης της διαπραγμάτευσης των κινητών αξιών στο Χρηματιστήριο.
9. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν περιορίζουν την ευθύνη της εκδότριας εταιρίας για κάθε πταίσμα ως προς την ακρίβεια και την πληρότητα των περιεχόμενων στο ενημερωτικό δελτίο στοιχείων, με βάση τις γενικές διατάξεις του νόμου.
10. Το ενημερωτικό δελτίο, που συντάσσεται, δημοσιεύεται και εγκρίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 348/1985, εν όψει της εισαγωγής μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, χωρίς δημόσια εγγραφή, υπογράφεται από την εταιρεία για την εισαγωγή των μετοχών της οποίας έχει υποβληθεί αίτηση και από πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) που μπορεί να παρέχει υπηρεσίες αναδόχου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2396/1996. Το πιστωτικό ίδρυμα ή η Ε.Π.Ε.Υ., που υπογράφουν το ενημερωτικό δελτίο, ορίζουν την τιμή εισαγωγής των μετοχών, η οποία αναγγέλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 21 του π.δ. 348/1985, το αργότερο μέχρι την προτεραία έναρξης της διαπραγμάτευσης των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, και ευθύνονται εις ολόκληρο με την εκδότρια εταιρεία έναντι αυτών που απέκτησαν μετοχές της εταιρείας κατά τον πρώτο μήνα από την έναρξη διαπραγμάτευσής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου».
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, κατά την συνεδρίασή του 2/315/26.10.2004, χορήγησε άδεια για τη διενέργεια δημόσιας προσφοράς και ενέκρινε το ενημερωτικό δελτίο για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας «………..», αντικείμενο εργασιών της οποίας είναι η εμπορία και επεξεργασία προϊόντων σιδήρου. Στη συνέχεια, κατά τις συνεδριάσεις 17/320/29.12.2004 και 2/324/2.2.2005, η Επιτροπή ενέκρινε συμπληρώματα στο ως άνω ενημερωτικό δελτίο. Η δημόσια προσφορά πραγματοποιήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 12.4.2005 έως και 15.4.2005 και η έναρξη διαπραγμάτευσης των μετοχών στις 10.5.2005. Υπηρεσίες κύριου αναδόχου κατά τη διάθεση των μετοχών παρείχε η αναιρεσείουσα εταιρεία, δυνάμει της από 11.4.2005 σύμβασης αναδοχής. Στο ενημερωτικό δελτίο της εκδότριας εταιρείας (έκδοσης Φεβρουαρίου 2005) – και ειδικότερα στο κεφάλαιο «Επενδυτικοί Κίνδυνοι» – αναφέρονταν τα εξής: «Διακυμάνσεις στις τιμές των πρώτων υλών. Οι τιμές πώλησης των παραγομένων προϊόντων υπαγορεύονται σε μεγάλο βαθμό από τις τιμές των πρώτων υλών. Τυχόν αυξομειώσεις στις διεθνείς τιμές των χαλυβουργικών προϊόντων είναι δυνατόν να επηρεάσουν (θετικά ή αρνητικά) το περιθώριο κέρδους της Εταιρείας, καθόσον οι μεταβολές στις τιμές πώλησης των προϊόντων δεν δύνανται να είναι απόλυτα συγχρονισμένες με τις μεταβολές τιμών των αγορών και με τις μεταβολές τιμών των αποθεμάτων της Εταιρείας. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρήσης 2004 οι τιμές του χάλυβα παρουσίασαν διεθνώς αλματώδη άνοδο. Ο μη απόλυτος συγχρονισμός μεταξύ τιμών αγοράς και τιμών πώλησης οδήγησε στη διαμόρφωση ιδιαιτέρα αυξημένης κερδοφορίας στη χρήση 2004.
Απότομη αποκλιμάκωση των τιμών χάλυβα διεθνώς μπορεί να έχει αρνητική επίπτωση στα αποτελέσματα της Εταιρίας στο προσεχές μέλλον. Εντούτοις, η Εταιρεία διατηρεί διαρκή επαφή και άριστη συνεργασία με όλους τους βασικούς προμηθευτές της, με αποτέλεσμα να ενημερώνεται άμεσα για όλες τις εξελίξεις στη διεθνή αγορά του χάλυβα, φροντίζοντας να προετοιμάζεται έγκαιρα και να τροποποιεί την εμπορική της πολιτική (αγορές και πωλήσεις) αναλόγως των εκάστοτε διαμορφούμενων τάσεων». Με την από 17.5.2005 ανακοίνωσή της στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών, η εταιρεία …….. ανακοίνωσε ότι, κατά το έτος 2004, οι ενοποιημένες πωλήσεις σημείωσαν σημαντική αύξηση (κατά 31%), τα ενοποιημένα προ φόρων κέρδη αύξηση κατά 244% και ότι υπήρξε αύξηση του περιθωρίου μικτού κέρδους και του καθαρού κέρδους προ φόρων από 12,2% και 4,5%, το 2003, σε 19,2% και 11,2%, το 2004, αντιστοίχως. Στη συνέχεια, με την από 22.6.2005 ανακοίνωσή της στο αυτό Δελτίο, η εταιρεία ….. ανακοίνωσε την έγκριση των ετησίων οικονομικών καταστάσεων της χρήσης 2004, σύμφωνα με τις οποίες τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους, σε ενοποιημένο επίπεδο, παρουσίασαν αύξηση 320,5%. Από τα αναγραφόμενα στο ενημερωτικό δελτίο και τις ανωτέρω, από 17.5.2005 και 22.6.2005, ανακοινώσεις προέκυπτε, όπως αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι η οικονομική κατάσταση της εκδότριας εταιρείας κατά τη χρήση 2004 ήταν ιδιαιτέρως ικανοποιητική, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών της εταιρείας για μέρος του 2005. Με την από 5.7.2005 ανακοίνωσή της στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών, η εταιρεία ….. ανακοίνωσε ότι, το πρώτο τρίμηνο του 2005, τα ενοποιημένα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων μειώθηκαν κατά 29%, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2004, τα ενοποιημένα κέρδη προ φόρων κατά 39% και ότι η μείωση αυτή οφείλεται στην πτώση του περιθωρίου μικτού κέρδους κατά 26%, που προήλθε κατά κύριο λόγο από τη διορθωτική πορεία των διεθνών τιμών του χάλυβα. Τέλος, σύμφωνα με την από 14.7.2005 ανακοίνωση της εταιρείας …. στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών, «η σταδιακή μείωση των τιμών χάλυβα στην διεθνή αγορά, που άρχισε να γίνεται περισσότερο ορατή το Μάρτιο του 2005 και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, αποτέλεσε την αιτία για την εμφάνιση μειωμένων αποτελεσμάτων το α` τρίμηνο του 2005, σε σχέση με τα αποτελέσματα του α’ τριμήνου του 2004». Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έκρινε ότι, από το περιεχόμενο των ανωτέρω ανακοινώσεων και ιδίως αυτής της 14.7.2005, επιβεβαιώνεται ότι η εταιρεία ……. ήδη από το Μάρτιο του 2005 – και σε κάθε περίπτωση πριν από την έναρξη διαπραγμάτευσης των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών – γνώριζε ότι θα επερχόταν αξιοσημείωτη μείωση των αποτελεσμάτων της, τουλάχιστον κατά το πρώτο τρίμηνο του 2005, αφού γνώριζε τη διεθνή, σταδιακή, μείωση των τιμών του χάλυβα και την επίδραση των τιμών της πρώτης ύλης στα οικονομικά αποτελέσματά της. Το γεγονός δε αυτό, το οποίο είναι σημαντικό και δύναται να επηρεάσει την εκτίμηση της αξίας των μετοχών της εταιρείας, επήλθε μετά τον καθορισμό του περιεχομένου του ενημερωτικού δελτίου και πριν από την έναρξη διαπραγμάτευσης των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αθηνών (10.5.2005) και, παρά ταύτα, δεν γνωστοποιήθηκε στο επενδυτικό κοινό πριν από την τελευταία αυτή ημερομηνία, μέσω συμπληρώματος του ενημερωτικού δελτίου, αλλά μόνο στις αρχές Ιουλίου 2005. Περαιτέρω, όπως αναφέρει η αναιρεσιβαλλόμενη, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έκρινε ότι η αναιρεσείουσα εταιρεία, ως κύρια ανάδοχος της συγκεκριμένης έκδοσης, όφειλε να διασφαλίσει ότι το ενημερωτικό δελτίο θα ήταν επικαιροποιημένο με κάθε νέο και σημαντικό γεγονός, προκειμένου να παρασχεθεί ορθή, πλήρης και αντικειμενική πληροφόρηση στους επενδυτές, δηλαδή όφειλε να είχε μεριμνήσει προκειμένου το ως άνω σημαντικό γεγονός να αποτελέσει αντικείμενο συμπληρώματος του ενημερωτικού δελτίου, για το λόγο δε αυτό έκρινε ότι η αναιρεσείουσα έχει παραβεί τις διατάξεις της παρ. 2 σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού Αναδοχών και, με την απόφαση 15/353/30.9.2005, της επέβαλε πρόστιμο, ύψους 290.000 ευρώ. Κατά της απόφασης επιβολής προστίμου, η ήδη αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή. Ειδικότερα, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα υπέπεσε στην αποδοθείσα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παράβαση, μείωσε, όμως, το επιβληθέν πρόστιμο στο ποσόν των 200.000 ευρώ, κατά μερική αποδοχή της προσφυγής.
7. Επειδή, η αναιρεσείουσα είχε προβάλει ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου και επαναφέρει με την υπό κρίση αίτηση τους εξής ισχυρισμούς: α. ότι η ίδια δεν μπορούσε να γνωρίζει την διακύμανση των τιμών του χάλυβα, αφού το μέταλλο αυτό δεν είναι διαπραγματεύσιμο σε διεθνή χρηματιστήρια και ότι συνεπώς, δεν «υφίστατο πρόσβαση σε πηγή πληροφόρησης από την οποία θα ηδύναντο ενδεχομένως να προκύψουν συμπεράσματα για το εύρος των επιπτώσεων της διεθνούς διακύμανσης των τιμών», β. ότι η αναιρεσείουσα, ως ανάδοχος επενδυτική εταιρία, δεν μπορούσε να κρίνει εάν η μείωση στις τιμές του χάλυβα αποτελεί ή όχι σημαντικό γεγονός, κρίση που μπορούσε να γίνει μόνο από την εκδότρια εταιρία …. που δραστηριοποιείται στο συγκεκριμένο χώρο, γ. ότι η σύμβαση αναδοχής μεταξύ της εταιρείας ……… και της αναιρεσείουσας υπεγράφη στις 11.4.2005, σε χρόνο κατά τον οποίον είχε ήδη επέλθει η μείωση των κερδών του πρώτου τριμήνου του έτους 2005, γεγονός για το οποίο η εταιρεία ………… δεν ενημέρωσε την αναιρεσείουσα αντιθέτως, μάλιστα, η εταιρεία ……… δήλωνε ότι, πέραν όσων έχουν ήδη περιληφθεί στο ενημερωτικό δελτίο, δεν υπάρχουν άλλα ουσιώδη στοιχεία ή πληροφορίες, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την απόφαση του επενδυτικού κοινού να προβεί στην απόκτηση των μετοχών, και δεσμευόταν να ενημερώσει τους αναδόχους για οποιοδήποτε νέο σημαντικό γεγονός επεσυνέβαινε, δ. ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν επρόκειτο περί σημαντικού γεγονότος, λαμβανομένου υπόψη ότι η αυξομείωση των τιμών είναι συνήθης στην αγορά του χάλυβα και ότι είχε επισημανθεί στο ενημερωτικό δελτίο, αφενός, ότι το έτος 2004 ήταν εξαιρετικό από πλευράς αποδόσεων και, αφετέρου, ότι οι αυξομειώσεις των τιμών είναι δυνατόν να επηρεάσουν, θετικά ή αρνητικά, το περιθώριο κέρδους της εταιρείας και ε. ότι δεν υφίστανται δυσμενείς μεταβολές στην συνολική οικονομική πορεία της εκδότριας εταιρίας, αλλά μόνο πτώση σε σχέση με τις εξαιρετικές αποδόσεις του 2004, οι οποίες όμως δεν εκφράζουν τη γενικότερη εικόνα της εταιρίας, που παρουσίασε ελαφρά αύξηση του κύκλου εργασιών της το πρώτο τρίμηνο του 2005, έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2004.
8. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο αρχικό ενημερωτικό δελτίο [μηνός Φεβρουαρίου 2005] είχε επισημανθεί η ύπαρξη επενδυτικού κινδύνου της πορείας της μετοχής της εταιρείας …….. και, ειδικότερα, η επίδραση των αυξομειώσεων στις διεθνείς τιμές των χαλυβουργικών προϊόντων επί του περιθωρίου του κέρδους της. Ενόψει αυτού, η αναιρεσείουσα ανάδοχος επενδυτική εταιρεία, υπό την ιδιότητα της κατά νόμον υπεύθυνης για την ακρίβεια, πληρότητα, σαφήνεια και επικαιρότητα του ενημερωτικού δελτίου, γνώριζε την επιρροή της τιμής του σιδήρου επί της κερδοφορίας της εκδότριας εταιρείας και όφειλε να παρακολουθεί, μέχρι την ημερομηνία έναρξης της διαπραγμάτευσης των τιμών της μετοχής (10.5.2005), τον ως άνω βασικό παράγοντα επενδυτικού κινδύνου, με όποιο τρόπο η ίδια (η αναιρεσείουσα) έκρινε κατάλληλο, ήτοι παρακολουθώντας τις εξελίξεις στη διεθνή αγορά του σιδήρου και αντλώντας πληροφορίες για την διακύμανση των τιμών από άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό, δεδομένης μάλιστα της μεγάλης αύξησης της τιμής του σιδήρου το έτος 2004 και της ενδεχόμενης πτώσης των τιμών το επόμενο έτος. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να αρκείται στην πληροφόρηση που της παρείχε η εκδότρια εταιρεία, όπως αβασίμως είχε ισχυρισθεί με την προσφυγή της, και, επομένως, δεν ασκούσε επιρροή το γεγονός ότι η εταιρεία ………. δεν της γνωστοποίησε, κατά τη σύναψη της σύμβασης αναδοχής (11.4.2005), την πτώση των τιμών του σιδήρου και την, ήδη επελθούσα, κατά το χρόνο αυτό, μείωση των κερδών της για το πρώτο τρίμηνο του 2005. Αντιθέτως, η αναιρεσείουσα υπείχε αυτοτελή υποχρέωση να προβαίνει σε παρακολούθηση κάθε βασικής παραμέτρου που μπορούσε να επηρεάσει την εκτίμηση των μετοχών της εταιρείας ……. εκ μέρους του επενδυτικού κοινού, κατά τρόπον ώστε να γνωστοποιηθεί, με συμπλήρωμα του ενημερωτικού δελτίου, κάθε μεταγενέστερο σημαντικό, υπό την έννοια αυτή, γεγονός που θα συνέβαινε έως τις 10.5.2005. Τέτοιο δε σημαντικό γεγονός, το οποίο μπορούσε να επηρεάσει την εκτίμηση της αξίας των μετοχών της εταιρείας …. , αποτελούσε, όπως δέχθηκε το Διοικητικό Εφετείο, η πτώση της τιμής του σιδήρου, που είχε συμβεί, οπωσδήποτε, έως τις 10.5.2005, και η αναμενόμενη – έστω κατά πρόβλεψη – αρνητική επιρροή αυτού στην κερδοφορία της εταιρείας …… …. για το έτος 2005, επιρροή η οποία, άλλωστε, επιβεβαιώθηκε μεταγενεστέρως, με την ανακοίνωση των μειωμένων κερδών της εταιρείας για το πρώτο τρίμηνο του 2005, ακριβώς λόγω της μείωσης («διορθωτικής πορείας») των τιμών του σιδήρου. Εξάλλου, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε ότι δεν καθιστούσαν περιττή την έκδοση συμπληρώματος οι επισημάνσεις του ενημερωτικού δελτίου του Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με τις συνέπειες των διακυμάνσεων των τιμών του χάλυβα διεθνώς στα οικονομικά αποτελέσματα της εκδότριας εταιρείας και σχετικά με την αναφορά στον ασυνήθη χαρακτήρα της ιδιαιτέρως αυξημένης κερδοφορίας της εταιρείας …… κατά το 2004, εφόσον από τα στοιχεία αυτά προέκυπτε μεν ότι η κυκλικότητα στις τιμές του χάλυβα διεθνώς αποτελεί εν γένει επενδυτικό κίνδυνο σε σχέση με την εκδότρια εταιρεία, δεν συναγόταν, όμως, η πράγματι επελθούσα, λόγω της πτώσης των τιμών αυτών, ουσιώδης αρνητική μεταβολή των οικονομικών δεδομένων της εταιρείας κατά το πρώτο τρίμηνο του 2005. Υπό τα δεδομένα αυτά, το δικάσαν Δικαστήριο αιτιολόγησε νομίμως και επαρκώς την κρίση του ως προς την ύπαρξη νέου σημαντικού γεγονότος, που θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο συμπληρώματος του ενημερωτικού δελτίου, και ως προς την ευθύνη της αναιρεσείουσας, χωρίς τα ανωτέρω να αναιρούνται από μόνη την αύξηση του κύκλου εργασιών της εταιρείας ……. , με μειωμένη, όμως, κερδοφορία. Κατά τα λοιπά, απαραδέκτως αμφισβητείται η σχετική ουσιαστική κρίση του Διοικητικού Εφετείου και προβάλλεται, με την αίτηση αναιρέσεως, ειδικότερος ισχυρισμός περί του ότι η πτωτική πορεία των τιμών του χάλυβα, που άρχισε να γίνεται ορατή από τον Μάρτιο του 2005, αποτελούσε μια «τάση» που θα μπορούσε να ανατραπεί και όχι ένα συντελεσμένο γεγονός. Τέλος, δεν ευσταθεί το επιχείρημα της αναιρεσείουσας σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε να εφαρμοσθεί αναλόγως το άρθρο 3α παρ. 2 του πδ 350/1985, ως ίσχυε (βλ. ανωτέρω, σκ. 5), που θεσπίζει απαλλαγή του αναδόχου, εάν δεν τον βαρύνει πταίσμα ως προς την ακρίβεια και πληρότητα του ενημερωτικού δελτίου. Και τούτο διότι – ανεξαρτήτως της
συνδρομής πταίσματος της αναιρεσείουσας, κατά την παράλειψη παρακολούθησης της διακύμανσης της τιμής του σιδήρου και της ενδεχόμενης επιρροής της επί των αποτελεσμάτων της εταιρείας ……… – η διάταξη αυτή, πάντως, του π.δ. 350/85, ως ίσχυε, αφορά την αστική ευθύνη του αναδόχου έναντι των αποκτησάντων μετοχές και δεν κωλύει την επιβολή διοικητικής κύρωσης για παράβαση του Κανονισμού Αναδοχών, ο οποίος αποτελεί μεταγενέστερο νομοθέτημα και θεσπίζει την αυτοτελή υποχρέωση των αναδόχων να διασφαλίζουν την ορθή, πλήρη και επίκαιρη πληροφόρηση των επενδυτών. Ως εκ τούτου, παρίσταται νόμιμη η κρίση του Διοικητικού Εφετείου ότι η αναιρεσείουσα υπέπεσε στην αποδοθείσα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παράβαση του Κανονισμού Αναδοχών και όλοι οι προπεριγραφέντες λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι, όπως και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της.
Διάταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που ανέρχεται σε 460 ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2013
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος
Ε. Σαρπ
Η Γραμματέας
Ι. Παπαχαραλάμπους
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Φεβρουαρίου 2013.
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος
Ε. Σαρπ
Ο Γραμματέας
- 236/2017 ΣΤΕ
ΟΑΕΕ-ΤΑΕ. Προσαύξηση της βασικής συντάξεως αναπηρίας λόγω απόλυτης αναπηρίας. Η αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά λόγω ποσού, διότι η διαφορά ανέκυψε κατόπιν ασκήσεως προσφυγής ουσίας με αντικείμενο τη χορήγηση της προσαυξήσεως για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και με παρεπόμενες συνέπειες για το μέλλον. Η κρίση αν ο συνταξιούχος λόγω αναπηρίας του ΤΑΕ βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης αναπηρίας ανήκει στην αρμοδιότητα των υγειονομικών επιτροπών, η αιτιολογημένη κρίση των οποίων είναι δεσμευτική για τα ασφαλιστικά όργανα και τα διοικητικά δικαστήρια. Κατά τον χρόνο εκδόσεως της προηγηθείσας γνωματεύσεως της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, είχε ήδη αποφανθεί δεσμευτικά η Δευτεροβάθμια Υγειονομική επιτροπή επί του ιατρικής φύσεως ζητήματος εάν ο αναιρεσίβλητος βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτης αναπηρίας. Δεν έτυχε εν προκειμένω εφαρμογής η παρ. 5 του άρθρου 94 του π.δ. 668/1981. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθ. 485/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά).
- 744/2013 ΔΕΦ ΑΘ (ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Δικαιοδοσία. Διοικητικές συμβάσεις. Αγωγη ΕΠΕ κατά Νοσοκομείου για την καταβολή, στα πλαίσια της αναφερόμενης στην αγωγή σύμβασης προμήθειας αντιδραστηρίων απαραίτητων για τη λειτουργία των εργαστηρίων του Νοσοκομείου, ποσού, το οποίο αντιστοιχεί στους οφειλόμενους, με βάση το π.δ. 166/03, τόκους από καθυστέρηση εξόφλησης τιμολογίων πώλησης. Το εν λόγω ποσό ζητά η ενάγουσα, επικουρικώς, να της καταβληθεί με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Κριτήρια για να χαρακτηρισθεί μία σύμβαση ως διοικητική. Προϋπόθεση για την υπαγωγή των διαφορών στην αρμοδιότητα του ΔΕΦ είναι η ύπαρξη έγκυρης γραπτής σύμβασης, ή έγκυρης παράτασης αυτής, από την εκτέλεση της οποίας να πηγάζει η σχετική διαφορά (ΑΕΔ 28/11). Εφόσον δεν συνήφθη νέα γραπτή σύμβαση, μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου Νοσοκομείου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διαγνωσθεί ο χαρακτήρας της ως διοικητικής ή μη σύμβασης και να θεμελιωθεί η αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, η υπό κρίση διαφορά ανέκυψε κατά την εκτέλεση ιδιωτικής σύμβασης και, συνεπώς, είναι ιδιωτική διαφορά, μη υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Εξάλλου, η έγκριση εκ των υστέρων, από την Επιτροπή Προμηθειών του Υπουργείου Υγείας, της παράτασης της σύμβασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεραπεύει την έλλειψη σύμβασης. Περαιτέρω, ενόψει του ότι, δεν υφίσταται, εν προκειμένω, σχέση δημοσίου δικαίου, η ένδικη αξίωση δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής ούτε στις διατάξεις του άρ. 904 του ΑΚ κατά την επικουρική βάση της αγωγής. Επομένως, η προκείμενη διαφορά που αφορά αξίωση της ενάγουσας εταιρείας από ιδιωτική σύμβαση δεν ανήκει στη δικαιοδοσία των διοικητικών αλλά στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, κατ’ άρθ. 94§2 του Συντ. Απορρίπτει την αγωγή.
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 16ο Τριμελές
Αποτελούμενο από τους: Γεώργιο Κωστάκη, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Ζαφειρία Γιαλελή, Αννα Ατσαλάκη – Εισηγήτρια, Εφέτες Δ.Δ. και γραμματέα τη Λουκία Χατζηλουκά, δικαστική υπάλληλο,συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2013, για να δικάσει την από 18-11- 2010 (αριθμός καταχ. Α.Γ. 732/18-11-2010) αγωγή, της εταιρείας με την επωνυμία «…………..» η οποία εκπροσωπείται νομίμως, εδρεύει στο ……. Αττικής, οδός ………….. αρ. … και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Αντωνίου Ντουρουντού, σύμφωνα με δήλωση που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του ΚΔΔ. κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…….», το οποίο εδρεύει στη συμβολή των οδών ……., στην Αθήνα, εκπροσωπείται νομίμως και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αργύρη Μάνθου, σύμφωνα με δήλωση που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του ΚΔΔ.
Το Δικαστήριο μετά τη συνεδρίαση συνήλθε σε διάσκεψη
Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή για την οποία καταβλήθηκε δικαστικό ένσημο (βλ. ειδικά έντυπα δικαστικού ενσήμου 216635, 649509 και 214774, Σειράς Α`, καθώς και τα επικολλημένα σ’ αυτά οικεία ένσημα), η ενάγουσα εταιρεία επιδιώκει να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. να καταβάλει σ’ αυτήν, στα πλαίσια της αναφερόμενης στην αγωγή σύμβασης προμήθειας, αντιδραστηρίων απαραίτητων για τη λειτουργία των εργαστηρίων του Νοσοκομείου, το ποσό των 6.866,14 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στους οφειλόμενους με βάση το π.δ. 166/2003, τόκους από καθυστέρηση εξόφλησης τιμολογίων πώλησης. Το εν λόγω ποσό ζητά η ενάγουσα, επικουρικώς, να της καταβληθεί με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με το περιεχόμενο αυτό η ένδικη διαφορά πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.
2. Επειδή, με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1406/1983 (Α` 182) υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, οι οποίες δεν είχαν μέχρι τότε υπαχθεί σε αυτά, μεταξύ δε των διαφορών αυτών περιλαμβάνονται, κατά την παρ. 2 περ. ι’ του παραπάνω άρθρου, και οι διαφορές από διοικητικές συμβάσεις, οι οποίες εκδικάζονται κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του ίδιου νόμου και στη συνέχεια κατά το άρθρο 6 παρ. 2 περ. α’ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α` 97/17.5.1999), από τα διοικητικά εφετεία. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό προς το άρθρο 94 (παρ. 1, 2 και 3) του Συντάγματος συνάγεται ότι οι συμβάσεις από τις οποίες γεννώνται διαφορές υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων νοούνται όχι όλες οι συμβάσεις που συνάπτονται από το Δημόσιο ή από ΟΤΑ ή άλλο ΝΠΔΔ ή για λογαριασμό τους, αλλά μόνο αυτές που έχουν διοικητικό χαρακτήρα. (ΑΕΔ 10 και 15/1992, ΑΕΔ 21/1997 και 10/2003, Σ.τ.Ε. Ολομ. 4936/1995, 2123/1994 κ.α). Η σύμβαση, δε, θεωρείται ως διοικητική αν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ), β) με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίον ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο, και γ) ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, οι οποίες προσδίδουν υπερέχουσα θέση στο συμβαλλόμενο Δημόσιο ή ν.π.δ.δ., δηλαδή θέση που δεν προσιδιάζει σε συμβατικό δεσμό που συνάπτεται με βάση τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, και οι οποίες προκύπτουν είτε από το κανονιστικό καθεστώς που διέπει τη σύμβαση, είτε από τους όρους της οικείας διακήρυξης, είτε από το ίδιο το περιεχόμενο της σύμβασης (σχ. Α.Ε.Δ. 6/2007 ……., 10/2003 ……., 3/1999 ……., 21/1997 ……. και Σ.τ.Ε.1664/2009, 3685/2008, 3774/2003 ……., 3106/2002 ……., 2247/1999 ……., 1886/1996 ……., 1031/1995 ……. κ.ά). Τέλος, για το χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως διοικητικής είναι απαραίτητη η σωρευτική συνδρομή των πιο πάνω κριτηρίων (Α.Ε.Δ. 14/2007, 21/1997, 8, 10/1992 ΕΔΚΑ 1992 σελ. 680, 15/1992 ΔιΔικ 1992 σελ. 985, 17/1992 ΕΔΚΑ 1992 σελ. 685, Σ.τ.Ε. 1383/2009, 3774/2003, 2403/1997 Ολομ. 1031/1995 Ολ., 2123/1994). Όμως, προϋπόθεση για την υπαγωγή των διαφορών στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου είναι η ύπαρξη έγκυρης γραπτής σύμβασης, ή έγκυρης παράτασης αυτής, από την εκτέλεση της οποίας να πηγάζει η σχετική διαφορά (ΑΕΔ 28/2011). Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 3/2012, 28/2011, 18/2009).
3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα εταιρεία με την κρινόμενη αγωγή της εκθέτει τα εξής: Μετά τη διενέργεια ανοιχτού διαγωνισμού, με την με αριθμ. Φ.132/2004/30-6-2006 σύμβαση την οποία είχε συνάψει η ενάγουσα με το εναγόμενο Νοσοκομείο, ανέλαβε την υποχρέωση να προμηθεύσει το τελευταίο με αντιδραστήρια Μικροβιολογικού – Ουρολογικού. Στο τέλος του άρθρου 6 της σύμβασης ορίστηκε ότι «Η σύμβαση ισχύει για ένα χρόνο από 30-6-2006 έως 29-6-2007 και με δικαίωμα δίμηνης παράτασης». Η σύμβαση αυτή, η οποία μετά τη δίμηνη παράταση, την οποία προέβλεπε, έληγε στις 29-8-2007, παρατάθηκε με την υπ’ αριθμ. 17/9-8-2007 απόφαση του Δ.Σ. του εναγομένου, μέχρι την ολοκλήρωση του νέου διαγωνισμού. Η τελευταία αυτή παράταση εγκρίθηκε έως 30-9-2008 με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 4946/30-7-2008 απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής Προμηθειών Υγείας του Υπουργείου Υγείας. Οπως δε ισχυρίζεται η ενάγουσα, σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης παρέδωσε στο εναγόμενο, μεταξύ άλλων, στις 26-11-2008 αντιδραστήρια Μικροβιολογικού – Ουρολογικού, αξίας 63.219,94 ευρώ, στις 27-11-2008 αντιδραστήρια αξίας 42.007 ευρώ και στις 3-2-2009 παρέδωσε αντιδραστήρια αξίας 35.437,82 ευρώ και εξέδωσε τα αντίστοιχα τιμολόγια. Ηδη η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της προβάλει ότι το εναγόμενο Νοσοκομείο της κατέβαλε την αξία των ανωτέρω τιμολογίων εκπρόθεσμα και όχι εντός τριών μηνών από την παραλαβή των πωληθέντων ειδών, ως όφειλε. Για το λόγο αυτό ζητά να υποχρεωθεί το τελευταίο να της καταβάλει, κατ’ εφαρμογή της προαναφερθείσας σύμβασης, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003, το ποσό των 6.866,14 ευρώ, που αντιστοιχεί στους οφειλόμενους τόκους, από 1-1-2006 έως 5-8-2009 (ημερομηνία πληρωμής της), νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής.
4. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, τα σχετικά αντιδραστήρια παραδόθηκαν και τα δελτία αποστολής – τιμολόγια εκδόθηκαν, στις 26-11-2008, 27-11-2008 και 3-2-2009, αντίστοιχα, ήτοι μετά τη συμπλήρωση του χρόνου ισχύος της σύμβασης και τη λήξη της προβλεπόμενης από το άρθρο 6 της ίδιας, δίμηνης παράτασης, δηλαδή μετά την 29-8-2007. Για το λόγο αυτό εξάλλου, στα πρωτόκολλα παραλαβής, τα οποία συνοδεύουν τα αντίστοιχα δελτία αποστολής-τιμολόγια αναφέρεται ότι πρόκειται για παραδοτέα «χωρίς σύμβαση». Εφόσον, λοιπόν, δεν συνήφθη νέα γραπτή σύμβαση, μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου Νοσοκομείου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διαγνωσθεί ο χαρακτήρας της ως διοικητικής ή μη σύμβασης και να θεμελιωθεί η αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, η υπό κρίση διαφορά, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στη δεύτερη σκέψη, ανέκυψε κατά την εκτέλεση ιδιωτικής σύμβασης και συνεπώς, είναι ιδιωτική διαφορά, μη υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Εξάλλου, η έγκριση εκ των υστέρων από την Επιτροπή Προμηθειών του Υπουργείου Υγείας, της παράτασης της σύμβασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεραπεύει την έλλειψη σύμβασης. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στο τέλος της δεύτερης σκέψης της παρούσας, ενόψει του ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω σχέση δημοσίου δικαίου, η ένδικη αξίωση δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής ούτε στις διατάξεις του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, κατά την επικουρική βάση της αγωγής. Επομένως, η προκείμενη διαφορά που αφορά αξίωση της ενάγουσας εταιρείας από ιδιωτική σύμβαση δεν ανήκει στη δικαιοδοσία των διοικητικών αλλά στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, κατ’ άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς το κεφάλαιο αυτό, κατ’ άρθρο 12 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.
5. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή και να απαλλαγεί η ενάγουσα από την καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την αγωγή.
Απαλλάσσει την ενάγουσα από την καταβολή των δικαστικών εξόδων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα 26 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΑΝΝΑ ΑΤΣΑΛΑΚΗ
Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην ίδια πόλη σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 4 Σεπτεμβρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ
- 880/2016 ΣΤΕ
Συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων. Συνιστά προσφυγή του άρθρου 8 του ν. 3886/2010 και ανήκει στην αρμοδιότητα του ΣΤΕ το ένδικο βοήθημα με το οποίο ενδιαφερόμενος που έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί η σύμβαση, ζητεί την κήρυξη της ακυρότητας της σύμβασης παραχώρησης για τους λόγους που απαριθμούνται στην παρ. 1 της διάταξης αυτής. Ως προσβαλλόμενες πρέπει να θεωρηθούν οι συναγόμενες από την υπογραφή, εκ μέρους του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, των τροποποιητικών συμβάσεων, μονομερείς πράξεις της Αρχής, για την τροποποιήση των αρχικών συμβάσεων, που είχαν κυρωθεί με νόμους, κατ` επίκληση συμβατικών όρων. Το ασκηθέν ένδικο βοήθημα συνιστά αίτηση ακύρωσης που εκδικάζεται από το ΣΤΕ, εφόσον ζητείται από τρίτο η ακύρωση των πράξεων ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης. Απαράδεκτα προσβάλλεται αυτοτελώς η παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του αρμοδίου Υπουργού να προκηρύξει τις διαδικασίες ανάθεσης των συμβάσεων. Παραδεκτά σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο τα ένδικα βοηθήματα της προσφυγής και της αίτησης ακύρωσης. Ο αποκλεισμός από τη συμμετοχή σε διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων έργων του οικονομικού φορέα που δεν είναι φορολογικά ενήμερος δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στο κοινοτικό δίκαιο. Η αιτούσα δεν ήταν φορολογικώς ενήμερη και συνέτρεχε κώλυμα συμμετοχής της στη διαδικασία που θα έπρεπε να προκηρυχθεί για την ανάθεση των επίδικων έργων. Το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ασκείται άνευ εννόμου συμφέροντος από την αιτούσα που δεν ήταν φορολογικώς ενήμερη κατά την άσκηση αυτού, έστω και αν ήταν ενήμερη κατά το συζήτησή του.
- 109/2015 ΣΤΕ
Διαγωνισμός με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών για την εφαρμογή και λειτουργία συστήματος ελεγχόμενης στάθμευσης Δήμου Σύμβαση παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας. Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά της αποδοχής των προσφορών άλλου διαγωνιζομένου. Διέπονται από τις διατάξεις του ν. 3886/2010 και υπάγονται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας οι διαφορές που εγείρονται κατά τη διαδικασία ανάθεσης σύμβασης παραχώρησης δημοσίου έργου ή υπηρεσιών, από τον ενδιαφερόμενο να του ανατεθεί η εν λόγω σύμβαση, ανεξαρτήτως αν η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας είναι διοικητική αρχή ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Η προσφορά μηχανημάτων πώλησης κωδικών ανανέωσης τηλεφωνικού χρόνου σε ηλεκτρονική μορφή προβλέπεται ως προαιρετική. Προσφορά διαγωνιζομένου, η οποία δεν περιλαμβάνει τα ανωτέρω μηχανήματα, δεν είναι απορριπτέα για τον λόγο αυτό. Η προσφορά των μηχανημάτων αυτών βαθμολογείται αυτοτελώς. Απορρίπτει την αίτηση.
Αριθμός 109/2015
Η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 5 του ν. 3886/2010 και το άρθρο 52 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει) Συνεδρίασε σε συμβούλιο στις 18 Μαΐου 2015, με την εξής σύνθεση: Δημοσθένης Π. Πετρούλιας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Δ. Κυριλλόπουλος, Σύμβουλος, Χ. Ευαγγελίου, Πάρεδρος. Γραμματέας η Ε. Καπίρη.
Για να αποφασίσει σχετικά με την από 22ας Απριλίου 2015 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων: των 1) κοινοπραξίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον Άλιμο Αττικής (……….), 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στον Άλιμο Αττικής (………) και 3) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στο Χαλάνδρι (………….. αριθμ. ..), οι οποίες παρέστησαν με τους δικηγόρους α) Γεώργιο Δαούτη (Α.Μ. 1764) και β) Χρήστο Κούκλη (Α.Μ. 24878), που τους διόρισαν με πληρεξούσια, κατά του Δήμου Θεσσαλονίκης, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Στράνη (Α.Μ. 11856), που τον διόρισε με απόφασή της η Οικονομική Επιτροπή, και κατά της παρεμβαίνουσας Ενωσης Εταιρειών με την επωνυμία «…….», που εδρεύει στην … Αττικής (……..) και των κατ’ ιδίαν μελών αυτής: α) Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «…………………» και τον διακριτικό τίτλο «………», που εδρεύει στην ……… Αττικής (………..) και β) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στο ……. (……….) και διατηρεί μόνιμη εγκατάσταση/υποκατάστημα στην Ελλάδα, με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην ………… Αττικής (…………..), η οποία παρέστη με τις δικηγόρους 1) Αφροδίτη Βαρδουνιώτου (Α.Μ. 21212) και 2) Στυλιανή Αδαμ (Α.Μ. 23628), που τις διόρισαν με πληρεξούσια,
Με την αίτηση αυτή ζητείται να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα σχετικά με τον ανοικτό διεθνή διαγωνισμό, με αντικείμενο την «Παροχή υπηρεσιών για την εφαρμογή και λειτουργία συστήματος ελεγχόμενης στάθμευσης σε δημοτικές κοινότητες (Α’, Γ’ και Ε’) του Δήμου Θεσσαλονίκης» (από 2.5.2014 διακήρυξη του Δήμου Θεσσαλονίκης).
Κατά τη συνεδρίασή της η Επιτροπή άκουσε την εισηγήτρια, Πάρεδρο Χ. Ευαγγελίου.
Κατόπιν η Επιτροπή άκουσε τους πληρεξουσίους των αιτουσών, οι οποίοι ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του Δήμου και τις πληρεξούσιες των παρεμβαινουσών, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψή της.
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση και τη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, η αιτούσα κοινοπραξία έχει καταβάλει, κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 3886/2010 (Α’ 173), όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 28 του ν. 4111/2013 (Α’ 18), 74 του ν. 4146/2013 (Α’ 90) και 8 του ν. 4198/2013 (Α’ 215), τα δύο τρίτα (2/3) του οφειλομένου παραβόλου των 50.000 ευρώ (διπλότυπα είσπραξης τύπου – Α, Η 8432997 και Η 8432998/23.4.2015 της Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών και Η 7980769/12.5.2015 της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών).
2. Επειδή, με την από 2.5.2014 Διακήρυξη του Δήμου Θεσσαλονίκης προκηρύχθηκε ανοικτός διεθνής διαγωνισμός, με αντικείμενο την «Παροχή υπηρεσιών για την εφαρμογή και λειτουργία συστήματος ελεγχόμενης στάθμευσης σε δημοτικές κοινότητες (Α’, Γ’ και Ε’) του Δήμου Θεσσαλονίκης», με κριτήριο κατακύρωσης την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, προϋπολογισθείσης δαπάνης 34.871.850 ευρώ (πλέον ΦΠΑ 23%). Στον διαγωνισμό, ο οποίος διενεργήθηκε στις 3.9.2014, συμμετείχαν η αιτούσα κοινοπραξία και η ένωση εταιρειών ……………….. . Κατόπιν αποδοχής και των δύο συμμετεχουσών στο στάδιο του ελέγχου των δικαιολογητικών (βλ. πρακτικό Ι της Επιτροπής του Διαγωνισμού και 1654/15.10.2014 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου), με το από 1.10.2014 πρακτικό ΙΙ, η Επιτροπή του Διαγωνισμού γνωμοδότησε υπέρ της απόρριψης των τεχνικών προσφορών και των δύο συμμετεχουσών, στο στάδιο αξιολόγησης των τεχνικών προσφορών. Κατόπιν αποδοχής ενστάσεων και των δύο συμμετεχουσών κατά του πρακτικού ΙΙ (βλ. 1654/15.10.2014 και 1655/15.10.2014 αποφάσεις της Οικονομικής Επιτροπής), η Επιτροπή του Διαγωνισμού, αφού κάλεσε τους υποψηφίους για συνέντευξη-παρουσίαση και έλαβε υπόψη τις διευκρινίσεις επί των προσφορών που ζητήθηκαν από αυτές (βλ. 5952 και 5953/27.1.2015 έγγραφα της Επιτροπής Διενέργειας και Αξιολόγησης του Διαγωνισμού και τις από 3.2.2015 παρασχεθείσες διευκρινίσεις), προέβη στην αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών των συμμετεχουσών, βαθμολογώντας αυτές ως εξής: 85,77 βαθμούς για την αιτούσα και 86,06 βαθμούς για την ως άνω ένωση εταιρειών (βλ. Πρακτικό ΙΙΙ της Επιτροπής). Οπως προκύπτει από το Πρακτικό ΙΙΙ, η Επιτροπή Διενέργειας του Διαγωνισμού δεν προέβη σε αυτοτελή βαθμολόγηση των κριτηρίων Α2 και Β4 της Διακήρυξης, που αφορούν τα χαρακτηριστικά του προτεινόμενου συστήματος ελεγχόμενης στάθμευσης με τη χρήση συσκευών αυτόματης πληρωμής τελών στάθμευσης PAY & DISPLAY και την προμήθεια του απαραίτητου εξοπλισμού, διότι, κατά την Επιτροπή, δεν αποτελούν υποχρεωτικές απαιτήσεις της Διακήρυξης, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της και από τους Πίνακες Συμμόρφωσης του άρθρου 17, στους οποίους δεν περιλαμβάνονται αντίστοιχες προδιαγραφές, αλλά έκρινε ότι η προσφορά ενός συστήματος ελεγχόμενης στάθμευσης με τη χρήση συσκευών pay & display αποτελεί «έναν εναλλακτικό τρόπο εφαρμογής του συστήματος πληρωμής τελών στάθμευσης και δημιουργεί εναλλακτικό τρόπο πληρωμής των τελών για τον χρήστη του συστήματος» και συνακόλουθα, αξιολόγησε την προσφορά αυτή ως υπερκάλυψη των απαιτήσεων της διακήρυξης ως προς το κριτήριο αξιολόγησης Α3. Ενόψει των ανωτέρω, βαθμολόγησε στο κριτήριο αυτό την αιτούσα με 102 βαθμούς και την ένωση εταιρειών με 110 βαθμούς. Κατά του Πρακτικού ΙΙΙ, οι συμμετέχουσες υπέβαλαν ενστάσεις του άρθρου 15 του π.δ. 118/2007. Ειδικώς, η ως άνω ένωση εταιρειών με την ένστασή της προέβαλε ότι η μη βαθμολόγηση των κριτηρίων Α2 και Β4 συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή των όρων της διακήρυξης, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας και της διαφάνειας, καθώς και ότι η συγκεκριμένη προδιαγραφή, με τη συμπερίληψή της στα κριτήρια αξιολόγησης, σε συνδυασμό με τις σχετικές διευκρινίσεις της αναθέτουσας αρχής πριν την υποβολή των προσφορών, κατέστη υποχρεωτική απαίτηση και ως εκ τούτου, εφόσον η αιτούσα κοινοπραξία δεν προσέφερε τη δυνατότητα χρήσης του συστήματος αυτού, η προσφορά της έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επί της ενστάσεως γνωμοδότησε η Επιτροπή Διενέργειας του Διαγωνισμού, κατά την οποία η σχετική διευκρίνιση που δόθηκε πριν τη διενέργεια του διαγωνισμού δεν εντάσσεται στο κανονιστικό πλαίσιο του διαγωνισμού και ως εκ τούτου, με αυτήν προστέθηκε ένας δυνητικός, όχι όμως απαραίτητος, τρόπος χρήσης του συστήματος ελεγχόμενης στάθμευσης, ενέμεινε δε, κατόπιν αυτού, στην άποψη περί αδυναμίας αυτοτελούς βαθμολόγησης των κριτηρίων Α2 και Β4. Τελικώς, η Οικονομική Επιτροπή, με την 386/4.3.2015 απόφασή της, απέρριψε την ένσταση της παρεμβαίνουσας ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που με αυτή ζητείται η απόρριψη της προσφοράς της αιτούσας κοινοπραξίας, διότι, κατά παράβαση του άρθρου 15 του πδ 118/2007, η ένσταση κοινοποιήθηκε εκπροθέσμως στην αιτούσα, έκανε, όμως, αποδεκτή την ένσταση κατά το μέρος που αφορούσε την βαθμολόγηση των κριτηρίων Α2 και Β4 και λόγω συναφείας του κριτηρίου Α3, με την αιτιολογία ότι δεν είναι δυνατή η αλλαγή ή η μη λήψη υπόψη των κριτηρίων αξιολόγησης, κατά το στάδιο αξιολόγησης των προσφορών, αποφάσισε δε τη σύσταση έκτακτης επιτροπής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2.4.3 της διακήρυξης, για την παροχή συμβουλών στο ειδικότερο ζήτημα της τεχνικής αξιολόγησης των προσφορών στα επίμαχα κριτήρια. Κατά της 386/2015 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής, η αιτούσα κοινοπραξία άσκησε την από 23.3.2015 προδικαστική προσφυγή (υπ’ αριθμ. πρωτ. 1041/26.3.2015), η οποία απορρίφθηκε με την 610/8.4.2015 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής. Κατά της απόρριψης της προδικαστικής προσφυγής της, η αιτούσα άσκησε την κρινόμενη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητεί τη λήψη των κατάλληλων ασφαλιστικών μέτρων προς προστασία των συμφερόντων της και ειδικότερα την ακύρωση ή άλλως τη μεταρρύθμιση της 386/2015 απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής, ώστε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η ένσταση της παρεμβαίνουσας ένωσης εταιρειών και να γίνει αποδεκτό το πρακτικό ΙΙΙ της Επιτροπής.
3. Επειδή, η ένωση εταιρειών με την επωνυμία ………… ……. και οι εταιρείες που την συγκροτούν ζητούν, με παρέμβασή τους, την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως.
4. Επειδή, ο ν. 3886/2010 ορίζει στο άρθρο 1 τα εξής: «1. Οι διαφορές που αναφύονται κατά τη διαδικασία που προηγείται της σύναψης σύμβασης δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφόσον η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 2004/17/ΕΚ (L 134) και 2004/18/ΕΚ (L 134) ή στις διατάξεις, με τις οποίες οι εν λόγω Οδηγίες μεταφέρονται στην εσωτερική έννομη τάξη. 2. Στον παρόντα νόμο υπάγονται και οι διαφορές που προκύπτουν από τις διαδικασίες ανάθεσης συμφωνιών – πλαισίων, συμβάσεων παραχώρησης δημοσίων έργων και δυναμικών συστημάτων αγορών». Κατά το άρθρο 2 του ως άνω νόμου δικαιούται να ζητήσει, μεταξύ άλλων, προσωρινή δικαστική προστασία «κάθε ενδιαφερόμενος, ο οποίος έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση του νόμου αυτού και έχει υποστεί ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από παράβαση της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή της εσωτερικής νομοθεσίας». Στο δε άρθρο 3 παρ. 1 και 3 του αυτού νόμου ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση όλων των διαφορών του νόμου αυτού είναι το Διοικητικό Εφετείο της έδρας της αναθέτουσας αρχής … 3. Κατ’ εξαίρεση των διατάξεων των δύο προηγούμενων παραγράφων, διαφορές του νόμου αυτού που αφορούν συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων ή υπηρεσιών ..… εκδικάζονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών διέπονται από τις διατάξεις του ν. 3886/2010 και υπάγονται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας οι διαφορές που εγείρονται κατά τη διαδικασία ανάθεσης σύμβασης παραχώρησης δημοσίου έργου ή υπηρεσιών, από τον ενδιαφερόμενο να του ανατεθεί η εν λόγω σύμβαση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας είναι διοικητική αρχή ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (Ε.Α. 9/2015, 415/2014, 378, 213 195/2013, 250, 234/2012, 676/2011 κ.ά.).
5. Επειδή, η σύμβαση στη σύναψη της οποίας κατατείνει ο ένδικος διαγωνισμός αποτελεί σύμβαση παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας, δοθέντος ότι χρηματοδοτείται από τα έσοδα που προκύπτουν από την εκμετάλλευση του συστήματος ελεγχόμενης στάθμευσης και η αμοιβή για τις υπηρεσίες του αναδόχου διαχειριστή αποτελεί ποσοστό επί των ακαθαρίστων εισπράξεων των θέσεων στάθμευσης, για τις οποίες θα πληρώνονται τέλη στάθμευσης (βλ. παρ. 2. 3. 4. 2 της διακήρυξης), με συνέπεια να αναλαμβάνει ο ανάδοχος τον επιχειρηματικό κίνδυνο που σχετίζεται με την εκμετάλλευση του συστήματος. Ως εκ τούτου, η ένδικη διαφορά εμπίπτει, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 3886/2010, στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού και εκδικάζεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας (EA 676/2011, 282/2006 κ.ά.).
6. Επειδή, η διέπουσα τον επίδικο διαγωνισμό διακήρυξη, στο Μέρος 1 «Αντικείμενο και προδιαγραφές υπηρεσιών (Τεχνική Περιγραφή και Προδιαγραφές)» και ειδικότερα στο άρθρο 3, υπό τον τίτλο «Φυσικό αντικείμενο του έργου παροχής υπηρεσιών» ορίζει τα εξής: «Ο Δήμος Θεσσαλονίκης επιθυμεί να οργανώσει την παρά την οδό στάθμευση, εφαρμόζοντας ένα σύγχρονο και ευέλικτο Σύστημα Ελεγχόμενης Στάθμευσης (ΣΕΣ) μέσω κινητού τηλεφώνου, σε συγκεκριμένα οδικά τμήματα των έξι Δημοτικών Κοινοτήτων, όπου η προσφορά χώρων στάθμευσης δεν μπορεί να ικανοποιήσει την αντίστοιχη ζήτηση. Στα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος, συγκαταλέγονται τα ακόλουθα: – Τηλεπικοινωνιακό κέντρο, το οποίο θα δέχεται και θα διαχειρίζεται: – Φωνητικές κλήσεις από κινητό τηλέφωνο για ενεργοποίηση και απενεργοποίηση της στάθμευσης (IVR) – SMS όπου θα δηλώνεται ο αριθμός κυκλοφορίας του οχήματος και η ώρα έναρξης και λήξης της επικείμενης στάθμευσης. – Στάθμευση και πληρωμή, από οποιοδήποτε κινητό τηλέφωνο μέσω συστημάτων αυτόματης αναγνώρισης ομιλίας (ASR) και διαδραστικής φωνητικής απόκρισης (IVR, Interactive Voice Response), που θα επιτρέπει στη διαχειριστή του συστήματος να παρακολουθεί on τους χώρους στάθμευσης.…. . Στο άρθρο 7.3 «Τρόποι χρήσης του συστήματος και πληρωμής των τελών στάθμευσης μέσω τηλεφώνου και προπληρωμένων καρτών» ορίζονται, μεταξύ άλλων και τα εξής: «Ο Διαχειριστής έχει την δυνατότητα να εγκαταστήσει η να χρησιμοποιήσει μηχανήματα πώλησης κωδικών ανανέωσης τηλεφωνικού χρόνου σε ηλεκτρονική μορφή, σε περίπτερα ή άλλους μεταπωλητές». Στο άρθρο 17 «Πίνακες συμμόρφωσης» ορίζεται ότι: «Ο υποψήφιος Διαχειριστής συμπληρώνει τους παρακάτω πίνακες συμμόρφωσης με την απόλυτη ευθύνη της ακρίβειας των δεδομένων. Οι πίνακες αναλυτικών τεχνικών προδιαγραφών που ακολουθούν θα συμπληρωθούν πλήρως από τους προμηθευτές.
Επεξήγηση των στηλών των πινάκων: Στήλη ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΗ: Στα κελιά της στήλης αυτής περιγράφονται αναλυτικά οι αντίστοιχοι τεχνικοί όροι, υποχρεώσεις ή επεξηγήσεις, για τα οποία θα πρέπει να δοθούν αντίστοιχες απαντήσεις. Στήλη ΑΠΑΙΤΗΣΗ: Στα κελιά της στήλης αυτής έχουν συμπληρωθεί: Η λέξη “ΝΑΙ”, που σημαίνει ότι η αντίστοιχη προδιαγραφή είναι υποχρεωτική για τον προμηθευτή. …Όπου υπάρχει κενό, εάν ρητώς δεν αναφέρεται διαφορετικά ή από οποιοδήποτε άλλο σημείο των προδιαγραφών δεν προκύπτει ότι πρόκειται περί υποχρεωτικής απαίτησης, η αντίστοιχη προδιαγραφή δεν είναι υποχρεωτική για τον προμηθευτή, αλλά αποτελεί επιθυμητό – βαθμολογήσιμο χαρακτηριστικό. Ακολούθως, στο Μέρος 2 της Διακήρυξης «Γενικοί και ειδικοί όροι διαγωνισμού» και ειδικότερα στο άρθρο 2.4 «Διενέργεια διαγωνισμού» ορίζεται ότι η Επιτροπή προβαίνει …. στην αξιολόγηση των Τεχνικών Προσφορών των Προσφερόντων οι οποίοι δεν απορρίφθηκαν κατά τον έλεγχο των δικαιολογητικών συμμετοχής. Μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου των Τεχνικών Προσφορών και της βαθμολόγησής τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα, η Επιτροπή συντάσσει και υποβάλει στην Αναθέτουσα Αρχή Πρακτικό της, στο οποίο θα καταγράφονται τα αποτελέσματα της τεχνικής αξιολόγησης, για την έκδοση σχετικής απόφασης έγκρισης. Η απόφαση αυτή ανακοινώνεται στους Προσφέροντες εγγράφως (άρθρο 2.4.1) και ότι Οι Προσφορές των Υποψηφίων Διαχειριστών απορρίπτονται ως απαράδεκτες, ύστερα από γνωμοδότηση της Επιτροπής και δεν αξιολογούνται σε καθεμία ή περισσότερες από τις κάτωθι, μεταξύ άλλων, περιπτώσεις: έλλειψη πλήρους και αιτιολογημένης τεκμηρίωσης των ελάχιστων προϋποθέσεων συμμετοχής, μη κάλυψη στην Προσφορά του συνόλου του Έργου που περιγράφεται και ζητείται από την Προκήρυξη, μη πλήρης κάλυψη στην προσφορά απαράτων όρων (υποχρεωτικές τεχνικές απαιτήσεις) όπως αυτές καθορίζονται στην παρούσα προκήρυξη. ….
Οι παραπάνω περιπτώσεις είναι ενδεικτικές και όχι αποκλειστικές, εφόσον στο λοιπό σώμα της Προκήρυξης προβλέπονται κι άλλοι λόγοι για τους οποίους μια Προσφορά κρίνεται ως απαράδεκτη και οι οποίοι δηλώνονται ρητά (άρθρο 2.4.2). Στο άρθρο 2.4.3 «Αξιολόγηση προσφορών» ορίζονται τα εξής: «Η αξιολόγηση των προσφορών θα γίνει σύμφωνα με τα επιμέρους τεχνικά και οικονομικά κριτήρια που αναφέρονται λεπτομερώς κατωτέρω. Με απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής μπορεί να συγκροτούνται έκτακτες επιτροπές ή ομάδες εργασίας για την αντιμετώπιση ειδικών θεμάτων του παρόντος διαγωνισμού (τεχνική αξιολόγηση)… . Στο άρθρο 2.4.3.1. ορίζεται ότι: «Η βαθμολόγηση των Τεχνικών Προσφορών θα γίνει σύμφωνα με τα “Κριτήρια Αξιολόγησης”, όπως αυτά προσδιορίζονται στην §2.4.3.2 Για τη διαμόρφωση του αθροίσματος των σταθμισμένων βαθμολογιών ακολουθείται η παρακάτω διαδικασία: – Για κάθε Τεχνική Προσφορά βαθμολογούνται τα επιμέρους κριτήρια των ομάδων. – Όλα τα επί μέρους κριτήρια βαθμολογούνται αυτόνομα. – Η συνολική βαθμολογία για κάθε επιμέρους κριτήριο κυμαίνεται από 100 έως 110 βαθμούς, όπως ορίζεται παρακάτω: – καθορίζεται σε 100 βαθμούς για τις περιπτώσεις που καλύπτονται ακριβώς οι απαιτήσεις της Προκήρυξης (υποχρεωτικές).- αυξάνεται μέχρι 110 βαθμούς στις περιπτώσεις που υπερκαλύπτονται οι απαιτήσεις της Προκήρυξης. Η απόκλιση κάλυψης υποχρεωτικών όρων καθώς και η υπερκάλυψη υποχρεωτικών ή προαιρετικών όρων θα εξετάζεται ανά κριτήριο και θα τεκμηριώνεται λεπτομερώς. – Η συνολική βαθμολογία κάθε επί μέρους κριτηρίου σταθμίζεται με το συντελεστή βαρύτητας του κριτηρίου αυτού, όπως αυτός ορίζεται στον αντίστοιχο πίνακα και θα στρογγυλοποιείται στα 2 δεκαδικά ψηφία. – Η συνολική βαθμολογία κάθε ομάδας κριτηρίων προκύπτει από το άθροισμα των σταθμισμένων βαθμολογιών όλων των επιμέρους κριτηρίων της. – Το άθροισμα των βαθμολογιών των ομάδων αποτελεί τον τελικό βαθμό τεχνικής αξιολόγησης (Τ). Οι βαθμοί θα καταχωρηθούν σε Πρακτικό της Επιτροπής διενέργειας διαγωνισμού, συνοδευόμενοι από επαρκή αναλυτική αιτιολόγηση της βαθμολογίας».
Τέλος, στο άρθρο 2. 4. 3. 2 όπου καθορίζονται οι ομάδες και συντελεστές κριτηρίων τεχνικής αξιολόγησης, μεταξύ των κριτηρίων αξιολόγησης ως προς τα χαρακτηριστικά του συστήματος ελεγχόμενης στάθμευσης περιλαμβάνονται τα «χαρακτηριστικά προτεινόμενου συστήματος ελεγχόμενης στάθμευσης με τη χρήση συσκευών αυτόματης πληρωμής τελών στάθμευσης (PAY & DISPLAY)» (κριτήριο Α.2) με συντελεστή βαρύτητας 7% και τα «χαρακτηριστικά προτεινόμενου συστήματος πληρωμής τελών στάθμευσης με χρήση κινητού τηλεφώνου» (κριτήριο Α.3) με συντελεστή βαρύτητας 10%, ενώ στα κριτήρια αξιολόγησης ως προς τον απαιτούμενο εξοπλισμό περιλαμβάνονται και οι «συσκευές αυτόματης πληρωμής τελών στάθμευσης (PAY & DISPLAY)» (κριτήριο Β.4) με συντελεστή βαρύτητας 8%.
7. Επειδή, πριν από τη διενέργεια του διαγωνισμού, στις 23.7.2014, διατυπώθηκε προς τον Δήμο Θεσσαλονίκης από επιχείρηση, ενδιαφερόμενη να μετάσχει στον διαγωνισμό, το ακόλουθο ερώτημα: «Στην παράγραφο 2.4.3.2 σελ. 74 αναφέρεται «Χαρακτηριστικά προτεινόμενου συστήματος ελεγχόμενης στάθμευσης με τη χρήση συσκευών αυτόματης πληρωμής τελών στάθμευσης (PAY & DISPLAY)». Στα κριτήρια αξιολόγησης στην περίπτωση Α.2 αναφέρονται συσκευές Pay & Display. Παρακαλούμε να μας διευκρινίσετε, αν αναφέρεστε στα POS που πιθανόν να ευρίσκονται στα περίπτερα και τους τριτοπωλητές ή αν πρόκειται περί λάθους και ως εκ τούτου πρέπει να αφαιρεθεί και να διορθωθεί όλος ο πίνακας. Το αυτό αναφέρεται στην περίπτωση Β.4: δηλαδή «Συσκευές αυτόματης πληρωμής τελών στάθμευσης (PAY & DISPLAY)». Αναφέρεστε πάλι εκ λάθους σε συσκευές POS ή ο πίνακας χρειάζεται και πάλι διόρθωση». Στο ως άνω ερώτημα δόθηκε η εξής απάντηση από την αναθέτουσα αρχή: «Σύμφωνα με την παράγραφο 7.3 σελ. 21 “Ο διαχειριστής έχει την δυνατότητα να εγκαταστήσει ή να χρησιμοποιήσει μηχανήματα πώλησης κωδικών ανανέωσης τηλεφωνικού χρόνου σε ηλεκτρονική μορφή, σε περίπτερα ή άλλους μεταπωλητές”. Αναφερόμαστε στα POS (Position Of Sale) άρα εκ παραδρομής στην παράγραφο 2.4.3.2. αναφερόμαστε στα PAY & DISPLAY». Η ως άνω απάντηση, δοθείσα ως διευκρίνιση όρων της διακήρυξης, η οποία δεν έχει προσβληθεί από τους διαγωνιζόμενους με προδικαστική προσφυγή και, σε περίπτωση απορρίψεως αυτής, με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, εντάσσεται στο κανονιστικό πλαίσιο του διαγωνισμού, συμπληρώνοντας τους σχετικούς όρους της διακήρυξης (ΕΑ 55/2015, 499/2012 κ.ά.).
8. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω όρων της διακήρυξης, όπως διευκρινίσθηκαν, η προσφορά μηχανημάτων πώλησης κωδικών ανανέωσης τηλεφωνικού χρόνου σε ηλεκτρονική μορφή προβλέπεται ως προαιρετική, αφού η εγκατάσταση ή χρησιμοποίησή τους ορίζεται ρητώς ως δυνητική για τον διαχειριστή στην παράγραφο 7.3 της διακήρυξης, ενώ, εξάλλου, δεν μνημονεύεται ούτε στους πίνακες συμμόρφωσης, ως υποχρεωτική απαίτηση. Ως εκ τούτου, προσφορά διαγωνιζομένου, η οποία δεν περιλαμβάνει τα ανωτέρω μηχανήματα, δεν είναι απορριπτέα για τον λόγο αυτό. Περαιτέρω, κατά την έννοια των όρων της διακήρυξης του επίδικου διαγωνισμού και ειδικότερα του άρθρου 7.3 που ορίζει ότι ο διαχειριστής έχει τη δυνατότητα να εγκαταστήσει ή να χρησιμοποιήσει μηχανήματα πώλησης κωδικών ανανέωσης τηλεφωνικού χρόνου σε ηλεκτρονική μορφή σε περίπτερα ή άλλους μεταπωλητές, του άρθρου 2.4.3.2 που καθορίζει τα κριτήρια αξιολόγησης και τους συντελεστές βαρύτητας αυτών, όπως αυτά διευκρινίσθηκαν κατά τα ανωτέρω, αλλά και του άρθρου 2.4.3.1 που προβλέπει ρητώς ότι όλα τα επί μέρους κριτήρια βαθμολογούνται «αυτόνομα», η προσφορά των μηχανημάτων αυτών βαθμολογείται αυτοτελώς, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2.4.3.2 της διακήρυξης κριτήρια αξιολόγησης και συγκεκριμένα τόσο στο κριτήριο Α2 που αναφέρεται στα χαρακτηριστικά του προτεινόμενου συστήματος, όσο και στο κριτήριο Β4 που αφορά τον προσφερόμενο εξοπλισμό.
9. Επειδή, η αιτούσα, επαναλαμβάνοντας τους προβαλλόμενους με την προδικαστική προσφυγή της λόγους, προβάλλει ότι η Οικονομική Επιτροπή, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των όρων της Διακήρυξης και κατά παράβαση των άρθρων 2 παρ. 1 και 2 παρ. 2 β, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 3 του πδ 118/2007 που προβλέπουν ότι η διακήρυξη του διαγωνισμού πρέπει να περιέχει σαφείς και πλήρως κατανοητούς όρους, ιδίως ως προς την πρόβλεψη των τεχνικών προδιαγραφών, αν και διαπίστωσε ότι στη διακήρυξη δεν προβλέπονταν τεχνικές προδιαγραφές σχετικές με τα κριτήρια αξιολόγησης Α.2 και Β.4, κατέληξε στην κρίση ότι τα κριτήρια αυτά πρέπει να βαθμολογηθούν αυτοτελώς. Συναφώς, προβάλλει ότι οι παρασχεθείσες διευκρινίσεις επί των συγκεκριμένων όρων της διακηρύξεως δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, διότι με αυτές τροποποιήθηκε παράνομα όρος της διακήρυξης. Τέλος, προβάλλει ότι η Οικονομική Επιτροπή δεν περιορίσθηκε στα ζητηθέντα με την ένσταση, αλλά αποφάσισε και την επαναξιολόγηση του κριτηρίου Α.3, καθώς και ότι, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 2.4.3 της διακήρυξης προέβη στη σύσταση γνωμοδοτικής επιτροπής για τη βαθμολόγηση των επίμαχων κριτηρίων.
10. Επειδή, κατόπιν όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω στις σκέψεις 7 και 8, ως προς την έννοια των όρων της διακήρυξης του επίδικου διαγωνισμού, όπως αυτοί διευκρινίσθηκαν, τη νομιμότητα των οποίων δεν είχε αμφισβητήσει η αιτούσα στρεφόμενη επικαίρως κατά της διακήρυξης και των παρασχεθεισών διευκρινίσεων, οι προβαλλόμενοι από την αιτούσα ισχυρισμοί ότι οι παρασχεθείσες διευκρινίσεις ενέχουν μη νόμιμη τροποποίηση των όρων της διακήρυξης και ότι μη νομίμως η Οικονομική Επιτροπή, κατά παρέκκλιση του Πρακτικού ΙΙΙ της Επιτροπής Διενέργειας του Διαγωνισμού, αποφάσισε την αυτοτελή βαθμολόγηση και των κριτηρίων Α.2 και Β.4 δεν πιθανολογούνται σοβαρά ως βάσιμοι. Περαιτέρω, δε, δεδομένου ότι η Επιτροπή του Διαγωνισμού δεν είχε βαθμολογήσει αυτοτελώς τα κριτήρια Α. 2 και Β.4, αλλά, αντ’ αυτού, είχε επαυξήσει τη βαθμολογία στο κριτήριο Α.3, δεν πιθανολογείται σοβαρά ότι η Οικονομική Επιτροπή, κατόπιν της απόφασής της για την αυτοτελή βαθμολόγηση των κριτηρίων Α.2. και Β.4, υπερέβη την αρμοδιότητά της αποφασίζοντας, κατά λογική ακολουθία, την επαναβαθμολόγηση και του κριτηρίου Α.3. Κατόπιν των ανωτέρω, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση ισχυρισμών που αφορούν την ερμηνεία της ενστάσεως και την απόρριψη αυτής από την Οικονομική Επιτροπή. Τέλος, ενόψει της διατύπωσης του σχετικού όρου της διακήρυξης, δεν πιθανολογείται σοβαρά ότι η Επιτροπή, κατά παράβαση του όρου 2.4.3., προέβη στη σύσταση Επιτροπής για την παροχή συμβουλών στο ζήτημα της βαθμολόγησης των προσφορών ως προς τα συγκεκριμένα κριτήρια.
11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση. Απορριπτομένης δε της κρινομένης αιτήσεως, επιβάλλεται στην αιτούσα κοινοπραξία η καταβολή του υπολειπομένου ενός τρίτου του παραβόλου, ύψους 16.666 ευρώ, προς είσπραξη του οποίου διατάσσεται η διαβίβαση αντιγράφου της παρούσας αποφάσεως στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ώστε να επιμεληθεί της διαδικασίας για την εν λόγω είσπραξη το Τμήμα Εκκαθάρισης Δικαστικών Δαπανών. Το Τμήμα αυτό είναι, κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 5 του π.δ/τος 238/2003 (Α’ 214), αρμόδιο για τη βεβαίωση των πάσης φύσεως δαπανημάτων που επιδικάζονται υπέρ του Δημοσίου ή εισπράττονται από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, δηλαδή από υπηρεσίες του Δημοσίου, είτε υπό τη μορφή του παραβόλου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το προβλεπόμενο για την άσκηση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3886/2010 παράβολο, δοθέντος, άλλωστε, ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν προβλέπει άλλη ειδική διαδικασία για τη βεβαίωση του καταλογιζομένου από το Δικαστήριο ενός τρίτου του εν λόγω παραβόλου.
12. Επειδή, η Επιτροπή, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Δέχεται την παρέμβαση.
Διατάσσει την κατάπτωση του ήδη κατατεθέντος παραβόλου (ποσού 33.334 ευρώ) και επιβάλλει στην αιτούσα την καταβολή του υπολειπομένου ενός τρίτου (1/3) του παραβόλου, το οποίο ανέρχεται σε δέκα έξι χιλιάδες εξακόσια εξήντα έξι (16.666) ευρώ.
Διατάσσει τη διαβίβαση αντιγράφου της παρούσας αποφάσεως στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, για να προβεί στις αναφερόμενες στο σκεπτικό ενέργειες.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 25η Μαΐου 2015.
Την 28η του ίδιου μήνα και έτους εκδόθηκε το διατακτικό της αποφάσεως.
Την 19η Ιουνίου του ίδιου έτους δημοσιοποιήθηκε το πλήρες κείμενό της.
Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Δημοσθένης Π. Πετρούλιας Ε. Καπίρη