Η ΛΗΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
Η διοικητική πράξη χάνει την ισχύ της στις εξής περιπτώσεις :
α) όταν η πράξη είναι περιορισμένης χρονικής ισχύος και παρέλθει η προθεσμία της (παύση ισχύος) ,
β) όταν πληρωθεί η διαλυτική αίρεση. Αντίθετα όταν παραβιαστεί όρος η πράξη παραμένει σε ισχύ αλλά μπορεί να ανακληθεί,
γ) όταν χάσει το νόμιμο έρεισμα της,
δ) όταν παύσει το αντικείμενο ρύθμισης της όπως για παράδειγμα πεθαίνει ο διοικούμενος σε προσωποπαγή πράξη ή κατεδαφιστεί το ακίνητο σε πραγματοπαγή πράξη ,
ε) όταν παραιτηθεί ο δικαιούχος,
στ) όταν καταργηθεί με Νόμο,
ι) όταν ανακληθεί.
Από την λήξη ισχύος πρέπει να διακρίνεται η εξαφάνιση της πράξης που μπορεί να επέλθει :
α) με ακύρωση λόγω δικαστικής απόφασης ή ειδικής ή ενδικοφανούς ή ιεραρχικής διοικητικής προσφυγής ή αυτεπάγγελτου ιεραρχικού ελέγχου ή εποπτείας,
β) με την απορρόφησή της συνεπεία ενδικοφανούς προσφυγής ή συνθέτου διαδικασίας ή απλής προσφυγής με την μορφή αιτήσεως θεραπείας με νέα έρευνα των πραγματικών περιστατικών. Αντίθετα συνεπεία ιεραρχικής προσφυγής η πράξη εξαφανίζεται με ακύρωση και όχι με απορρόφηση.
Κατάργηση – Ανάκληση
Η κατάργηση διαφέρει από την ανάκληση στο ότι πρόκειται για νέα μεν πράξη που όμως ανατρέπει ή περατώνει την ρύθμιση που είχε εισάγει προηγούμενη πράξη κατά τρόπο αυτοτελή . το περιεχόμενο της δηλαδή είναι άνεξάρτητο και ουδόλως συνδεόμενο ή με την αρχική που καταργείται. Δεν ανακαλεί δηλαδή την προηγούμενη πράξη , ως actuscontrarius, αλλά κατ΄ αποτέλεσμα την καταργεί επειδή έτσι ορίζει ο νέος Νόμος. Παράδειγμα :α) Ο νόμος Ν καταργεί τις άδειες τηλεοπτικών σταθμών. Βάσει του Ν «ανακαλείται» η άδεια του τηλεοπτικού σταθμού Τ. Στην ουσία εδώ δεν πρόκειται περί ανάκλησης αλλά περί κατάργησης, β) Βάσει του Νόμου Ν χορηγείται άδεια λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος στον Α με τον όρο να μην πωλεί αλκοολούχα ποτά. Στη συνέχεια λόγω παραβίασης του όρου αυτού που αναφερόταν στην άδεια ανακαλείται η άδεια του Α, γ) η προβλεπόμενη στο άρθρο 13§6 του ΚΔΔσίας πράξη περί παύσης μέλους συλλογικού οργάνου πριν από τη λήξη της θητείας του, για λόγους αναγόμενους στην άσκηση των καθηκόντων του, δεν αποτελεί ανάκληση του διορισμού του αλλά έχει περιεχόμενο διάφορο και μη εξαρτώμενο ουδόλως από τη πράξη του διορισμού που κατ΄αποτέλεσμα τον καταργεί (ΣτΕ 1784/2012, 3370/2007).
Κατά κανόνα η καταργητική πράξη ενεργεί για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ ,όπως έχει η ανάκληση, εκτός αν άλλως ορίζει ο Νόμος.
Αυτός είναι και ο λόγος που κατ΄αρχήν δεν ανακαλούνται οι Κανονιστικές πράξεις αλλά μόνο καταργούνται (Berthelemy: «το παρελθόν δεν ρυθμίζεται κανονιστικά»). Αυτό διότι από τις διατάξεις του Συντάγματος περί διάκρισης των εξουσιών και περί της παρεχόμενης στα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρα 26Σ και 43Σ αντίστοιχα), προκύπτει ότι δεν είναι επιτρεπτή η αναδρομική κανονιστική ρύθμιση, εφόσον δεν την επιτρέπει ρητά η εξουσιοδοτική διάταξη του νόμου. Συνακόλουθα δεν είναι δυνατή, χωρίς ρητή περί του αντιθέτου εξουσιοδοτική διάταξη, η ανάκληση της κανονιστικής πράξης, διότι λόγω του αναδρομικού αποτελέσματος της ανάκλησης θα οδηγούσε σε παράκαμψη του κανόνα της απαγορευμένης αναδρομικότητας των κανονιστικών πράξεων (ΣτΕ 4509/2014, 4434/14, 3176/2012,Ετμ.,3176/2012, 1752/1997, 1465/1995, 4914/1987, 312/1979, 1614/1972).
Κανονιστικές διοικητικές πράξεις: Καταργούνται για το μέλλον με νεότερη κανονιστική πράξη, βάσει της ίδιας εξουσιοδοτικής διάταξης ή νεότερης εάν η αρχικά παρεχόμενη ήταν εφάπαξ ή με προθεσμία. Η τροποποίηση της κανονιστικής πράξης συνεπάγεται μερική κατάργηση και άρα απαιτείται και γι΄αυτό νομοθετική εξουσιοδότηση.
Εξαίρεση : Τα ανωτέρω, όμως, δεν ισχύουν και, επομένως, είναι επιτρεπτή η εντός ευλόγου χρόνου ανάκληση κανονιστικής πράξης, σε περίπτωση που αυτή έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο (πρβλ. ΣτΕ4509/2014, Ε τμ., 1542/1995, Δ τμ., 7μ.).
Ατομικές διοικητικές πράξεις:
Είναι δυνατόν να καταργηθούν με τυπικό νόμο ή κανονιστική πράξη αλλά θα πρέπει να προσεχθεί μήπως παραβιάζεται η ισότητα ή ο τυπικός νόμος στην ουσία παραβιάζει την διάκριση των εξουσιών και υποκαθιστά την ανακλητική δράση της διοίκησης.
Σε κάθε περίπτωση οι διοικητικές πράξεις δεν ατονούν, δηλαδή δεν χάνουν την ισχύ τους ακόμη και εάν παραμείνουν αδρανείς επί πολλά χρόνια. Εάν όμως η αδράνεια οφείλεται στο διοικούμενο, ενδεχομένως η μακρόχρονη αδράνεια του να δημιουργήσει τεκμήριο παραιτήσεως, όπως για παράδειγμα η επί 20 έτη μη χρήση άδειας φαρμακαποθήκης (ΣτΕ 1711/52). Άλλο είναι το θέμα της παύσεως ισχύος της διοικητικής πράξης λόγω της οριζόμενης σε αυτήν προθεσμίας, δηλαδή της περιορισμένης χρονικής ισχύος διοικητικής πράξης.
Η ΑΝΑΚΛΗΣΗ
ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΚΛΗΣΕΩΣ
Το δίκαιο της ανακλήσεως στηρίζεται σε Γενικές αρχές και σε γενικές ή ειδικές διατάξεις νόμων .
– Βασικές γενικές διατάξεις: ΑΝ 261/1968, και 21 ΚΔΔσιας.
– Ειδικές : ενδεικτικά, το άρθρ. 12, παρ. 1 και 2 και το άρθρ. 11 του ν. 2882/2001 (Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων), με τις οποίες χορηγείται διακριτική ευχέρεια για την ανάκληση διοικητικών πράξεων στη διοίκηση, το άρθρ. 12 του ν. 2730/1999 (Ολυμπιακά Έργα), με το οποίο καθιερώνεται υποχρέωση ανάκλησης πράξεων όταν συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, το άρθρ. 140 του ν. 3528/2007 (Υπαλληλικός Κώδικας), το οποίο απαγορεύει την ανάκληση συγκεκριμένης διοικητικής πράξης και το άρθρ. 11 του ν.δ. 96/1973 (Περί της εμπορίας των φαρμακευτικών, διαιτητικών και καλλυντικών προϊόντων), το οποίο επιτρέπει την ανάκλησή της σε περιοριστικά οριζόμενες περιπτώσεις.
ΈΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΑΝΑΚΛΗΣΕΩΣ
Η ατομική συστατική διοικητική πράξη διαφέρει , μεταξύ άλλων , από την δικαστική απόφαση κατά το γεγονός ότι ενώ έχει εκτελεστότητα δεν παράγει δεδικασμένο . Δηλαδή η ρύθμισή της έννομης σχέσης δημοσίου δικαίου που έγινε από την διοίκηση , δεν αποκλείει στη διοίκηση την δυνατότητα να προβεί στο μέλλον σε νέα διαφορετική ρύθμισή της ίδιας έννομης σχέσης εφόσον τηρηθούν οι κανόνες της ανακλήσεως. Αντίθετα στο ουσιαστικό δεδικασμένο αποκλείεται η διαφορετική δικαστική κρίση της ίδιας έννομης σχέσης στο μέλλον. Η διαφορά στη διαπιστωτική διοικητική πράξη μάλιστα είναι ακόμη ποιο εναργής, αφού αυτή μόνο διαπιστώνει πραγματικά περιστατικά χωρίς να ρυθμίζει έννομη κατάσταση, ενώ το δεδικασμένο αναφέρεται μόνο σε έννομες σχέσεις και δεν καλύπτει πραγματικά περιστατικά (ΑΠ Ολομ.7/2013, 790/2015, βλ. περαιτέρω σε Σ.Κατράμης Πολιτική Δικονομία, εκδ. LexBook 2018).
Ανάκληση είναι η έκδοση νέας ατομικής διοικητικής πράξης που εισάγει ,ρητά ή σιωπηρά , ρύθμιση αντίθετη με την ρύθμιση προγενέστερης ατομικής διοικητικής πράξης και έχει ως αποτέλεσμα την ολική ή μερική παύση ισχύος της ανακαλούμενης πράξεως.
Η ανακλητική πράξη ρητά ή σιωπηρά αναφέρεται στην ανακαλουμένη και εξαρτά το περιεχόμενο και το έννομο αποτέλεσμα της από την αντίθεση της με αυτήν ( ΣτΕ 3801/2014 Ολομ. για αντικατάσταση-ανάκληση) . Έχει δηλαδή την ίδια νομική φύση με την ανακαλουμένη (ΣτΕ 1209/2014, Δ τμ. απαράδεκτη η προσβολή ανακλητικής κυβερνητικής πράξης).
Αυτή είναι και η διαφορά της με την καταργητική αντίθετη πράξη (βλέπε παραπάνω).
Η ανακλητική πράξη έχει κατ΄ αποτέλεσμα περιεχόμενο αντίθετο με την ανακαλούμενη πράξη, ανεξάρτητα από τυχόν χαρακτηρισμό του εκδόντος οργάνου. Έχει κριθεί ότι πράξη που διακήρυττε πανηγυρικά ότι ανακαλεί προγενέστερη πράξη , εν τέλει ήταν φαινομενικά ανακλητική και στην ουσία διατηρούσε σε ισχύ την ανακαλούμενη , έχουσα εν τέλει περιεχόμενο βεβαιωτικό (ΣτΕ 1709/50), ενώ αντίθετα πράξη που χαρακτηριζόταν από την διοίκηση ως ερμηνευτική-βεβαιωτική, εκρίθη ότι ήταν ανακλητική (ΣτΕ 700/52).
Συνεπώς εάν η ανακλητική πράξη έχει όμοιο περιεχόμενο με την ανακαλουμένη, τότε καταρχήν θα πρέπει να θεωρηθεί ως ψευδοανακλητική-βεβαιωτική πράξη. Όμως εάν οι δυο πράξεις ναι μεν έχουν όμοιο περιεχόμενο πλην όμως η ανακαλούμενη είχε εκδοθεί παράνομα ενώ η ανακλητική έχει ληφθεί με την νόμιμη διαδικασία, τότε πρέπει να θεωρηθεί γνήσια ανακλητική. Παράδειγμα : εάν το συλλογικό όργανο είχε λάβει απόφαση χωρίς νόμιμη σύνθεση και πλέον με νόμιμη σύνθεση εκδίδει εκ νέου την ίδια πράξη (ΣτΕ 1436/61).
Αντίθετα είναι γνήσια ανακλητική η πράξη περί διακοπής οικοδομικών εργασιών, εφ’ όσον αποδίδει συγκεκριμένες νομικές πλημμέλειες στη χορηγηθείσα οικοδομική άδεια και προέρχεται από την αυτή εκδούσα αρχή καθώς και η πράξη της πολεοδομικής αρχής για επ΄αόριστον διακοπή των εργασιών ( ΣτΕ 2216/06, 76/1977, 572/1979 ).
Η διοικητική πράξη μπορεί ν΄ ανακληθεί και μερικώς όπως για παράδειγμα με νεότερη τροποποιητική εν μέρει πράξη.
Πράξεις με τις οποίες ανακαλούνται άκυρες διοικητικές πράξεις ή ακυρωθείσες δικαστικώς πράξεις δεν έχουν χαρακτήρα ανάκλησης αλλά διαπιστωτικό της ακυρότητας (ΣτΕ 672/1976, 4641/1976 ). Επί ανυπόστατων πράξεων που εφηρμόσθησαν εφόσον εκδοθεί διοικητική πράξη που τις καταργεί, τότε αυτή η πράξη δεν είναι ανακλητική αλλά διαπιστωτική.
Αρμόδιο Όργανο
(αρθ.21§1 ΚΔΔσιας)
Με το άρθρο 21§1 του ΚΔΔσιας τίθεται διαδικαστικός κανόνας που από το 2010 κατά μεταστροφή της νομολογίας αποτελεί πλέον την πάγια νομολογία (ΣτΕ Ολομ. 1581-2/2010). Την ανάκληση μπορεί να κάνουν είτε το όργανο που εξέδωσε την πράξη είτε το όργανο που είναι αρμόδιο να την εκδώσει κατά το χρόνο της ανάκλησης. Πρόκειται δηλαδή για συντρέχουσα αρμοδιότητα που αίρεται από όποιο από τα δύο όργανα την ασκήσει πρώτο. Έως τότε η νομολογία δεχόταν ότι την ανακαλούσε αρμοδίως μόνο το όργανο που κατά το χρόνο της ανάκλησης ήταν αρμόδιο να εκδίδει παρόμοιες πράξεις εκτός εάν είχε εκδοθεί από αναρμόδιο οπότε μπορούσε να την ανακαλέσει και το αναρμόδιο αλλά μόνο για το λόγο αυτό( ΣτΕ 1428/2000). Με την ανωτέρω απόφαση νομολογήθηκε ότι ακόμη και αναρμόδιο να ήταν το όργανο που εξέδωσε την πράξη μπορεί να την ανακαλέσει όχι μόνο αναρμοδιότητας αλλά για κάθε παρανομία.
Εάν το όργανο μεταβιβάσει την αρμοδιότητά του, μεταβιβάζεται και η εξουσία ανακλήσεως (ΣτΕ 2245/1992).
Άρση της αρμοδιότητας προς ανάκληση
Καταρχήν η διοίκηση μπορεί ν’ ανακαλέσει την πράξη ακόμη και εάν εκκρεμεί κατ΄αυτής αίτηση ακυρώσεως (ΣτΕ Ολομ. 2800/1991)
Έχει όμως κριθεί ότι όταν θεσπίζεται ειδική ενδικοφανής διαδικασία δεν είναι δυνατή η ανάκληση της πράξης ακόμη και για τυπικούς λόγους, διότι πλέον το όργανο που εξέδωσε την πράξη δεν έχει αρμοδιότητα (ΣτΕ 1038/1988). Έτσι επί της ενδικοφανούς προσφυγής κατά της πράξεως του δασάρχη που χαρακτηρίζει περιοχή ως δασική αλλά και για την πράξη της πρωτοβάθμιας επιτροπής δασικών αμφισβητήσεων (ΣτΕ 2184/2008,3627/2003, Ε τμ. 7μ) αλλά και για την Επιτροπή Επίλυσης Διαφορών (ΣτΕ 3750/2013).
ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΚΛΗΣΕΩΝ
Η ανάκληση των δυσμενών πράξεων δεν παρουσιάζει προβλήματα δεδομένου ότι δημιουργείται πλέον ένα ευμενές καθεστώς καλοδεχούμενο από τον διοικούμενο και όπως χαρακτηρίστηκα λέγεται « ουδείς θα κλάψει για την ανάκληση μιας δυσμενούς πράξης». Βέβαια θα πρέπει να προσεχθεί ότι μια διοικητική πράξη μπορεί να είναι δυσμενής για τον διοικούμενο αλλά ευμενής για τρίτους, οπότε για αυτούς η ανάκληση πρέπει να γίνει με βάση τους κανόνες ανάκλησης των δυσμενών πράξεων (ΣτΕ 4090/1987).
Ο όλος προβληματισμός και η νομολογία λοιπόν έχει αναπτυχθεί για την ανάκληση των ευμενών για τον διοικούμενο πράξεων, αφού πλέον μετά την ανάκληση δημιουργείται γι’ αυτόν ένα δυσμενές πεδίο άξιο νομικής προστασίας.
Μεθοδολογικά το δίκαιο της ανακλήσεως των ευμενών για τον διοικούμενο διακρίνεται σε : α) ανάκληση νόμιμων ευμενών διοικητικών πράξεων και β) ανάκληση παρανόμων ευμενών πράξεων.
Α. Η ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΙΜΩΝ ΕΥΜΕΝΩΝ ΔΙΟΙΚ. ΠΡΑΞΕΩΝ.
Το δίκαιο της ανάκλησης των νόμιμων ευμενών πράξεων κυριαρχείται από μια προσπάθεια εναρμόνισης αντίρροπων Γενικών Αρχών : από τη μία μεριά η αρχή της ασφάλειας των συναλλαγών, της προστατευμένης εμπιστοσύνης, της χρηστής διοίκησης, της νομιμότητας και από την άλλη η προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
Κατ΄ αρχήν το πρώτο ως άνω ζεύγμα αρχών δεν επιτρέπει την ανάκλησή τους , διότι θα δημιουργείτο ανασφάλεια δικαίου (ΣτΕ 605/30,453,68). Μια τέτοια ανατροπή δηλαδή είναι κατ΄αρχήν αντίθετη προς τις αρχές της εύρυθμης και χρηστής διοίκησης την αρχή της ασφάλειας των συναλλαγών, της προστατευμένης εμπιστοσύνης και της νομιμότητας. Συνεπώς δεν επιτρέπεται η διοίκηση ν΄ ανακαλέσει νόμιμη ευμενή πράξη η οποία εκτιμώντας εκ νέου τα ίδια πραγματικά περιστατικά που εκτίμησε κατά την έκδοση της αρχικής πράξης πολλώ δε μάλλον για λόγους σκοπιμότητας (ΣτΕ 3310/2006, 259/2005, Δ τμ.).
Επίσης δεν συνιστά νόμιμο λόγο ανάκλησης ευνοϊκής για το διοικούμενο διοικητικής πράξης, που καλύπτεται από το τεκμήριο της νομιμότητας, η απλή μεταβολή, λόγω κυβερνητικής αλλαγής, του φυσικού προσώπου, το οποίο, ενεργώντας ως όργανο της κρατικής διοίκησης, εξέδωσε την ανακαλούμενη διοικητική πράξη, έστω και εάν κατείχε θέση μετακλητού υπαλλήλου, όπως αυτή του γενικού γραμματέα περιφέρειας. Και τούτο, διότι η μεταβολή αυτή, ενόψει της αρχής της συνέχειας των δημοσίων υπηρεσιών, δεν συνεπάγεται από μόνη της, χωρίς την κατ’ ουσίαν επανεξέταση της υπόθεσης, δικαιολογούμενη από τη συνδρομή λόγων γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, τη μεταβολή των αντιλήψεων του κρατικού οργάνου επί των ουσιαστικών ζητημάτων που θέτει η διοικητική πράξη (ΣτΕ 3457/2007, Ε τμ., 612/1997, 2852 – 2855/2000, 2207/2001).
Η νομολογία δέχεται εξαιρετικά την ανάκληση των ευμενών διοικητικών πράξεων μόνο κατ΄ εξαίρεση στις εξής περιπτώσεις :
1.Για λόγους δημοσίου συμφέροντος :Η ανάκληση λοιπόν των νόμιμων ευμενών μόνο κατ΄ εξαίρεσηεπιτρέπεται και πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, με αναφορά των λόγων γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, που την δικαιολογούν (ΣτΕ4225/2013, 1624/2012, 2414/2011,Ετμ.,3457/2007, 259/2005, 3011/2000, 362/1998). Σημειώνεται όμως ότι η συνδρομή δημοσίου συμφέροντος πρέπει να αιτιολογείται ειδικά στην ανακλητική πράξη λόγω της (εγγενούς) αοριστίας της έννοιας και της εύλογης «καχυποψίας» που την συνοδεύει όταν αξιοποιείται από τη διοίκηση στο πλαίσιο εξαιρέσεων από τους γενικούς κανόνες που διέπουν έναν θεσμό (όπως είναι η ανάκληση νόμιμων ευμενών διοικητικών πράξεων) (ΣτΕ 3466/2008, 3905/2003).
Εφόσον συντρέχει όμως λόγος δημοσίου συμφέροντος η ανάκληση γίνεται ανεξάρτητα από τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως και τα τυχόν κτηθέντα δικαιώματα του διοικούμενου (ΣτΕ 2708/1977 Ολομ. ανάκληση για λόγους προστασίας δασών).
Η κρίση περί συνδρομής δημοσίου συμφέροντος μπορεί να στηρίζεται και σε στοιχεία μεταγενέστερα από εκείνα που υπήρχαν κατά την έκδοση της πράξεως ή και στην ουσιαστική επανεκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των συνθηκών που υπήρχαν ή συνέτρεχαν κατά την έκδοση της.
2. Εάν ο παραβιάστηκε όρος ή παρήλθε προθεσμία ενεργείας : όπως για παράδειγμα στη πράξη υπαγωγής επιχείρησης σε επενδυτικό Νόμο υπήρχε όρος να θέσει σε παραγωγική λειτουργία την επιχορηγούμενη βιομηχανική μονάδα που τελικώς δεν ετέθη, οπότε ανακαλείται η υπαγωγή και η επιχορήγηση. Αντίθετα όταν επέρχεται διαλυτική αίρεση παύει αυτοδικαίως η ισχύς της πράξης. βλ. ΣτΕ 1592/1987).
3. Όταν η πράξη περιείχε επιφύλαξη ανακλήσεως: Η επιφύλαξη μπορεί να είναι ρητά διατυπωμένη στη πράξη ή να προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις.
4. Όταν συναινεί στην ανάκληση ο διοικούμενος (ΓνωμΝΣΚ 227/2008).
5. Όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκδόσεως της πράξης, οπότε καθίσταται άνευ αντικειμένου (ΣτΕ 1572/1983) : Αυτό μπορεί να συμβεί λόγω μεταβολής νομικών και πραγματικών συνθηκών που αποτέλεσαν τη βάση έκδοσης της πράξης. Στη περίπτωση αυτή διαταράσσεται δηλαδή το δικαϊικό ή πραγματικό θεμέλιο που απετέλεσε την αιτία έκδοσης της πράξης ( clausularebussicstantibus). Η περίπτωση αυτή έχει δυο παραλλαγές: α) Επι αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου και εφόσον αυτό είναι συνταγματικά επιτρεπτό ο νόμος πλέον θεωρεί την αρχική πράξη παράνομη και επιβάλλει στην διοίκηση την ανάκλησή της με γνήσια ή ψευδή αναδρομή (επιγενόμενη παρανομία), β) Παραλλαγή αποτελεί η περίπτωση που στον αρχικό νόμο που απετέλεσε την αιτία εκδόσεως της πράξης περιέχεται ρητώς ο όρος clausularebussicstantibus, δηλαδή να παραμείνουν οι συνθήκες υπο τις οποίες εξεδόθη η πράξη ως έχουν, οπότε επι αλλαγής αυτών γίνεται η ανάκληση. Στη περίπτωση αυτή μπορεί και ρητά ο Νόμος να ορίζει ότι επι αλλαγής των συνθηκών είναι υποχρεωτική η ανάκληση.
Παραδείγματα : α) άρθρο 10 παρ. 4, του Ν. 703/1977, περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού: η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την απόφασή της περί εφαρμογής του άρθρου 1 παρ. 3 (κατ’ εξαίρεση αναγνώριση των συμπράξεων ως ισχυρών) ,εάν μεταβληθούν οι όροι και οι περιστάσεις που λήφθηκαν υπόψη για να κριθούν κατ` εξαίρεση ισχυρές οι κατά το άρθρο 1 παρ.1 του νόμου απαγορευμένες αποφάσεις, συμφωνίες και περιπτώσεις εναρμονισμένης πρακτικής ή οι επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων κάνουν κατάχρηση της εξαίρεσης που τους δόθηκε.
Β) Άρθρο 11 παρ. 1, β΄, του Ν 1428/1984, εκμετάλλευση λατομείων και άλλων αδρανών υλικών: ο νομάρχης μπορεί να ανακαλέσει την άδεια εκμετάλλευσης ύστερα από πλήρως αιτιολογημένη πρόταση μιας από τις αρμόδιες κατά περίπτωση υπηρεσίες, εφόσον κατά τη διάρκεια της εκμετάλλευσης προκύπτουν απαγορευτικοί της λατομείας λόγοι, οι οποίοι δεν υπήρχαν κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας .
Γ) Άρθρο 4, παρ. 8 του Ν. 2328/1995, Νομικό καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης και της τοπικής ραδιοφωνίας: η άδεια του σταθμού ανακαλείται με απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μ.Μ.Ε. μετά από σύμφωνη γνώμη του Ε.Σ.Ρ. και ύστερα από ακρόαση των ενδιαφερομένων, εφόσον διαπιστώνεται ότι έπαυσαν να συντρέχουν οι θετικές ή συντρέχουν πλέον οι αρνητικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 1 και 2 του νόμου αυτού για τη χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού.
Β. Η ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΕΥΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ
(άρθρο μόνον ΑΝ 261/68)
Ο νομοθέτης προσπαθεί να εναρμονίσει την αρχή της νομιμότητας, που επιβάλλει την ανάκληση μιας παράνομης πράξης με την αρχή της ασφάλειας δικαίου και της εμπιστοσύνης του καλόπιστου διοικουμένου, που επιβάλλουν την μη ανάκληση της πράξης εφόσον αυτός πίστευσε σε αυτήν και απέκτησε δικαιώματα.
Έτσι καταρχήν διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια να προβεί σε ανάκληση της παράνομης ευμενούς όχι απεριόριστα αλλά εντός ευλόγου χρόνου που το άρθρο μόνον του α.ν 261/68 ορίζει σε πενταετία από της εκδόσεως της. Ακόμη και εάν ο νομοθέτης ορίζει ότι η πράξη είναι οριστική ή αμετάκλητη ή ανέκκλητη (ΣτΕ 1405/1984, 312/1983). Αδιάφορη η καλή ή κακή πίστη του διοικούμενου ή εάν απέκτησε δικαιώματα.
Με την ΣτΕ1501/2008 κρίθηκε ότι το διάστημα της πενταετίας δεν αντίκειται στις προστατευόμενες από το Σύνταγμα αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της αναλογικότητας, εφόσον, άλλωστε, το χρονικό αυτό διάστημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι υπερμέτρως μεγάλο.
Η πενταετία είναι το κατώτατο όριο του εύλογου χρόνου που μπορεί να μεγαλώσει εάν το ορίζει ειδικός νόμος ή δικαιολογείται από τις περιστάσεις πχ έρευνα της διοίκησης που συνεχίστηκε λόγω δεδικαιολογημένων προσκομμάτων και μετά την πενταετία (ΣτΕ 4027/2004). Το δικαστήριο θα κρίνει την έννοια του «εύλογου χρόνου» με βάση τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης, αλλά δεν μπορεί να κρίνει μικρότερο της πενταετίας διάστημα ως εύλογο, εκτός αν το ορίζει ρητά ο Νόμος , όπως στο άρθρο 20§2 του Υ.Κ όπου ορίζεται η διετία για την ανάκληση παράνομου διορισμού δημοσίου υπαλλήλου.
Η διοικητική πράξη ανακαλείται μόνο για λόγους εξωτερικής ή εσωτερικής νομιμότητας και όχι λόγω διάφορης εκτίμησης των ίδιων πραγματικών περιστατικών εκτός εάν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος.
Η πλάνη περί τα πράγματα αποτελεί ειδική περίπτωση παράβασης νόμου και φορά την έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων. Υπάρχει όταν η διοίκηση εξέδωσε την πράξη βάσει λανθασμένων και όχι των αληθών πραγματικών στοιχείων που συνέτρεχαν κατά το χρόνο έκδοσης. Στη περίπτωση αυτή η πράξη είναι αντικειμενικά παράνομη ανεξάρτητα από το εάν η πλάνη οφείλεται σε δόλιες και απατηλές ενέργειες του κακόπιστου διοικούμενου ή σε εσωτερικά λάθη της διοίκησης. Η πλάνη μπορεί να αφορά θετική ή αρνητική πράξη. Στη δεύτερη περίπτωση η διοίκηση νόμιζε ότι δεν υφίστατο απαραίτητο κατά νόμω στοιχείο ενώ αυτό είχε νομοτύπως προσκομιστεί. Η πλάνη πρέπει να αφορά ουσιώδες στοιχείο, δηλαδή απαραίτητο για να εφαρμοστεί ο Νόμος στον συγκεκριμένο αιτούντα. Η πλάνη πρέπει να προτείνεται από τον αιτούντα την ακύρωση της πράξης και να αποδεικνύεται πλήρως εξ΄ εγγράφων που προσκομίζονται ως δεδικαιολογημένα οψιφανή μετά την έκδοση της πράξης ή υπάρχουν ήδη στο φάκελο. Τα έγγραφα αυτά θα πρέπει να είναι προγενέστερα της έκδοσης της πράξης και πρέπει να αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που απασχόλησαν την διοίκηση και όχι σε περιστατικά των οποίων επίκληση γίνεται για πρώτη φορά στην ακυρωτική δίκη (ΣτΕ2187/1984). Οψιγενή έγγραφα μπορεί να γίνουν δεκτά μόνο εάν αναφέρουν ουσιώδες έγγραφο το οποίο υφίστατο κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης αλλά δεν μπορούσε να προσκομιστεί εκ δεδικαιολογημένης αιτίας. Αν η διοίκηση εκτίμησε ορθά τα πραγματικά περιστατικά αλλά εσφαλμένα τα υπήγαγε σε συγκεκριμένο Νόμο (εσφαλμένη εφαρμογή Νόμου) ή ερμήνευσε το Νόμο εσφαλμένα , αυτό συνιστά ανάκληση λόγω παράβασης Νόμου και όχι την ειδική παράβαση της πλάνης περί τα πράγματα.
Στη πλάνη περί τα πράγματα δηλαδή η διοικητική πράξη ανακαλείται διότι το όργανο αγνοούσε ή είχε εσφαλμένη γνώση της αντικειμενικής ύπαρξης των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και όχι γιατί ερμήνευσε ή εφήρμοσε λάθος το Νόμο. Η προηγούμενη ακρόαση συνεπώς δεν είναι απαραίτητη εκτός εάν πέραν των αντικειμενικών στοιχείων που αποτελούν λόγο της ανάκλησης η διοίκηση με τη πράξη επιρρίπτει και παραβατική συμπεριφορά στον διοικούμενο ή εν γένει στηρίζεται και σε υποκειμενικά στοιχεία (ΣτΕ 1183-84/2017, Β τμ., 163-164/2018, Β τμ.).
Η διαδικασία ανακλήσεως στην πλάνη περί τα πράγματα πρέπει να είναι η ίδια με αυτή που ακολουθήθηκε για την έκδοση της ανακαλουμένης πράξης προκειμένου να εκτιμηθούν τα νέα πραγματικά στοιχεία που προέκυψαν (ΣτΕ 1826/2014,2403/1997 Ολομ.).
ΠΟΤΕ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΥΛΟΓΟ ΧΡΟΝΟ
1.Εάν ο διοικούμενος ήταν κακόπιστος κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης.
Η κακοπιστία του διοικούμενου καταρχήν θα πρέπει να συνίσταται σε θετικές απατηλές ενέργειες που παρέσυραν την διοίκηση να εκδώσει την παράνομη πράξη (ΣτΕ ολομ. 580/64). Εφόσον είναι κακόπιστος η πράξη ανακαλείται σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο ακόμη. Παράδειγμα : ανάκληση πράξης διορισμού δημοτικού υπαλλήλου , 35 έτη μετά τον διορισμό του και ενώ είχε συνταξιοδοτηθεί με συνέπεια την απώλεια της συντάξεως του.
Η ανακλητική πράξη θα πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, ήτοι τόσο ως προς την παρανομία της πράξεως, όσο και σε σχέση με το δόλο το διοικούμενου και περαιτέρω θα πρέπει να βεβαιώνει την συνδρομή του δόλου του , με την παράθεση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην πεπλανημένη κρίση της (ΣτΕ 1987/83).
Σε κάθε άλλη περίπτωση , πλην της δόλιας παραπλάνησης , ο διοικούμενος τεκμαίρεται καλόπιστος και μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της ανακλητικής πράξης επικαλούμενος σωρευτικά : α) την καλοπιστία του, β) την πάροδο του εύλογου χρόνου (πενταετία) και γ) το γεγονός ότι από την ανακληθείσα ευμενή παράνομη πράξη έχει ήδη αποκτήσει δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα ή εν γένει δημιουργήθηκε γι΄ αυτόν μια άξια προστασίας πραγματική κατάσταση.
Την καλοπιστία με βάση τις τρεις παραπάνω προϋποθέσεις, μπορούν να επικαλεστούν και τρίτοι διάδοχοι του διοικούμενου, υπό την έννοια ότι δεν γνώριζαν την παρανομία ή δεν συνέπραξαν σε αυτήν , ανεξαρτήτως της καλοπιστίας ή κακοπιστίας του δικαιοπαρόχου τους (ΣτΕ 3047/02, 2429/92). Η γενική αυτή αρχή απορρέει απευθείας από την συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου (αρθ.25§1) και την αρχή της προστατευμένης εμπιστοσύνης των πολιτών προς την διοίκηση (ΣτΕ Ολομ. 602/03).
Αντίθετα ο καλόπιστος διοικούμενος δεν μπορεί να προσβάλλει την ανακλητική πράξη που εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε σε αυτόν εντός του ευλόγου χρόνου.
Όμως η μετά τον εύλογο χρόνο κοινοποίηση ή γνώση της πράξεως έχει ως συνέπεια αυτή να αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της έναντι του καλόπιστου τούτου διοικούμενου σε χρόνο που αποδοκιμάζουν οι γενικές αρχές περί ανακλήσεως. Οι γενικές αυτές αρχές, που απορρέουν από την έννοια του κράτους δικαίου, δεν επιτρέπουν στην Διοίκηση, εν όψει των αρχών της ασφάλειας του δικαίου και της προστατευομένης εμπιστοσύνης των πολιτών, να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της από τις οποίες γεννήθηκαν δικαιώματα σε καλόπιστους διοικούμενους μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου, ώστε να μην αιφνιδιάζεται εκείνος που στηρίχθηκε σε δεδομένη συμπεριφορά της, έτσι πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ίδιες γενικές αρχές για τους ίδιους λόγους δεν επιτρέπουν στην Διοίκηση ούτε να αιφνιδιάζει τον διοικούμενο, κοινοποιώντας ή γνωστοποιώντας του και θέτοντας, έτσι, σε ισχύ, την ανακλητική της πράξη που είχε μεν εκδώσει μέσα στον ως άνω εύλογο χρόνο, χωρίς, όμως, και να πληροφορήσει τον ενδιαφερόμενο ώστε αυτή να αρχίσει έγκαιρα να παράγει ως προς αυτόν τα έννομα αποτελέσματά της. Επομένως, κατά τις γενικές αυτές αρχές, μια τέτοια πράξη που, έστω και αν εκδόθηκε μέσα στον εύλογο χρόνο, αρχίζει να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της μετά την πάροδό του, καθίσταται ακυρωτέα και δεν μπορεί να αντιταχθεί πλέον σε αυτόν όχι μόνο για τον προσδιαδραμόντα χρόνο από την έκδοση έως την κοινοποίηση της ανάκλησης αλλά και για το μέλλον (ΣτΕ 602/2003, Ολομ).
2. Για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Θα πρέπει όμως να αιτιολογείται ειδικά και να εξειδικεύεται το δημόσιο συμφέρον ( βλ. παραπάνω στις νόμιμες, ΣτΕ3824/2008).
3. Εάν η πράξη εξεδόθη υπέρ ανυπάρκτου προσώπου (ΣτΕ 1420/52), όποτε στην ουσία είναι ανυπόστατη.
4. Εάν η πράξη ανακαλείται διότι η διοίκηση συμμορφώνεται με ακυρωτική απόφαση δικαστηρίου (ΣτΕ 1988/61, 759/87). Στη περίπτωση αυτή η ανάκληση ερείδεται στο δεδικασμένο της απόφασης.
5. Εάν η πράξη ήταν προϊόν βίας (ΣτΕ 294/45). Ο λόγος αυτός μπορεί να ενταχθεί και στο δεύτερο λόγο ως ειδικότερη εκδήλωση του δημοσίου συμφέροντος αφού η πράξη που εκδόθηκε μετά από βία στο διοικητικό όργανο αποτελεί προσβολή της δημόσιας τάξης.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΚΛΗΣΕΩΣ
Η διοίκηση , εφόσον ειδικός νόμος δεν ορίζει άλλως, έχει σύμφωνα με Γενική Αρχή του διοικητικού διακριτική ευχέρεια να προβεί στην ανάκληση της διοικητικής πράξης, ακόμη και εάν αυτή είναι παράνομη. Προκρίνεται δηλαδή το τεκμήριο νομιμότητας, η ασφάλεια των συναλλαγών και η προστατευμένη εμπιστοσύνη έναντι της αρχής της νομιμότητας, που εδώ υποχωρεί κατ΄αρχήν ακόμη κα εάν είναι πρόδηλα παράνομη η πράξη. Συνεπώς ακόμη και εάν ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση (απλή προσφυγή) στη διοίκηση, η μη απάντησή της δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (ΣτΕ 3065/91), η δε τυχόν απάντησή της που εμμένει και δεν ανακαλεί έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα εκτός εάν γίνεται μετά από νέα έρευνα των πραγματικών περιστατικών (ΣτΕ 3170/2008).
Η αρχή αυτή υποχωρεί όμως υπέρ της αρχής της νομιμότητας στις εξής περιπτώσεις :
ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΩΣ ΑΝΑΚΑΛΟΥΜΕΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
1.Όταν ακυρωθεί ατομική πράξη γιατί είτε το νομοθετικό της έρεισμα είναι αντισυνταγματικό κατά περιεχόμενο είτε στηριζόταν σε κανονιστική πράξη που εξεδόθη χωρίς ή καθ΄υπέρβαση ή εν γένει με παρανόμως δοθείσα νομοθετική εξουσιοδότηση.
Η περίπτωση αυτή είναι γνωστή ως ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ των ΟΜΟΙΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ: Μετά την ακύρωση η διοίκηση έχει δεσμία αρμοδιότητα να επανεξετάσει και εάν πρέπει ν΄ανακαλέσει κάθε άλλη μη ακυρωθείσα συγγενή ατομική πράξη, που έχει δηλαδή εκδοθεί με βάση το ίδιο αντισυνταγματικό κριθέν νομοθετικό έρεισμα και με παρόμοια πραγματικά περιστατικά αλλά αφορά άλλον διοικούμενο διάφορο του αιτούντα , υπό την προϋπόθεση ο διοικούμενος που δεν άσκησε αίτηση ακυρώσεως : α) να υποβάλλει αίτηση εντός ευλόγου χρόνου από την έκδοση της απόφασης οι ενδιαφερόμενοι, β) από την ανάκληση να μην θίγονται δικαιώματα καλόπιστων τρίτων ή λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.
Στην περίπτωση αυτή η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να επανεξετάσει τη νομιμότητα της πράξεως και να προχωρήσει στην ανάκλησή της, κατ’ εκτίμηση των λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκλησή της, της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων τρίτων που εκτήθησαν καλοπίστως από την εφαρμογή της και του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοσή της. Εφόσον η Διοίκηση, κατ’ εκτίμηση των ανωτέρω προϋποθέσεων, προβεί στην ανάκληση της πράξεως, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή ανίσχυρης διατάξεως, η ενέργεια αυτή δεν αντιστρατεύεται την ανάγκη ασφαλείας του δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, αλλ’ αντιθέτως είναι σύμφωνη προς τις αρχές του κράτους δικαίου, της νομιμότητας της δράσεως της Διοικήσεως και της χρηστής διοικήσεως, οι οποίες, δεν ανέχονται τη διατήρηση σε ισχύ νομικών ή πραγματικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν κατά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου .Τυχόν δε παράλειψη της Διοικήσεως να ανακαλέσει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, την παράνομη πράξη της, τεκμαιρόμενη με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της αιτήσεως του ενδιαφερομένου, συνιστά παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας, προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως κατά το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989, όπως εξ΄άλλου η ρητή άρνηση της έχει εκτελεστό και όχι βεβαιωτικό χαρακτήρα ( ΣΕ 2176-2177/2004 Ολομ, 1175/2008 Ολομ).
Η επικύρωση αυτή της νομολογίας τμημάτων του ΣτΕ ( 664/90, 370/97) ήλθε με τις υπ΄αριθμ. ΣτΕ Ολομ. 2176,2177/04. Με τις αποφάσεις αυτές ουσιαστικά το ακυρωτικό δεδικασμένο δεν το επικαλείται πλέον μόνο ο νικητής διάδικος αλλά κάθε τρίτος εναντίον του οποίου είχε εκδοθεί παρόμοια με την ακυρωθείσα πράξη (απόλυτη τριτενέργεια του ακυρωτικού δεδικασμένου). Στη συνέχει η νομολογία άμβλυνε την συνέπεια αφού δέχτηκε ότι η διοίκηση έχει υποχρέωση υποχρέωσης επανεξέτασης και αιτιολογίας (και όχι υποχρέωσης ανάκλησης) των όμοιων προς ακυρωθείσα πράξεων, με την εφαρμογή των παραπάνω προϋποθέσεων (βλ. ΣτΕ 3500/2002 ΣτΕ Ολ 2176/2004, 3279/2005, 2123/2006, ΣτΕ Ολ 1175/2008).
Παράδειγμα : έστω νόμος Χ/2018 που αναθέτει στο Υπουργό περιβάλλοντος αντί του ΠτΔ την έγκριση και τροποποίηση πολεοδομικών σχεδίων. Με την 3661/2005 Ολομ. ήδη κρίθηκε ότι αναρμοδίως χορηγείται η σχετική εξουσία σε άλλο όργανο πλην του ΠτΔ καθ΄ερμηνεία του αρθ.24 Σ. Ο ΥΠΕΧΩΔΕ εκδίδει πράξη Ψ/2018 που τροποποιεί το πολεοδομικό σχέδιο στην περιοχή Χ με αποτέλεσμα τμήμα του ακινήτου του Α να χαρακτηρίζεται κοινόχρηστο. Ο Α υποβάλλει αίτημα εντός ευλόγου χρόνου στον Υπουργό περιβάλλοντος να ανακαλέσει την πράξη αυτή διότι έχει κριθεί σε παρόμοια υπόθεση (ΣτΕ Ολομ.3661/2005) ότι είναι αναρμόδιος. Ο Υπουργός έχει υποχρέωση να ανακαλέσει λόγω αναρμοδιότητας προκειμένου η διοίκηση να ρυθμίσει εκ νέου το μετέωρο πλέον πολεοδομικό καθεστώς της περιοχής με προεδρικό διάταγμα. Με την προερχόμενη από το αρμόδιο όργανο νέα πράξη , δηλαδή το προεδρικό διάταγμα , είναι δυνατόν είτε να επαναληφθούν οι πολεοδομικές ρυθμίσεις της ανακαλουμένης πράξεως, εφόσον η Διοίκηση κρίνει ότι δεν πάσχουν ως προς την ουσιαστική τους νομιμότητα, είτε να τροποποιηθούν οι ρυθμίσεις αυτές είτε, τέλος, να μην ενταχθεί στο σχέδιο ορισμένη περιοχή, εφόσον κριθεί αρμοδίως ότι συντρέχουν λόγοι που απαγορεύουν την ένταξή της. Κατά την έκδοση της νέας πράξεως λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμώνται, εξ άλλου, η ανάγκη προστασίας καλοπίστως αποκτηθέντων δικαιωμάτων τρίτων, ενόψει και του διαρρεύσαντος από την έκδοση της αρχικής πράξεως χρόνου, και αντιμετωπίζονται τα σχετικά ζητήματα με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως με τη θέσπιση μεταβατικών διατάξεων (ΣτΕ 4763/2014, Ε΄τμ., 7μ.).
2. Σύμφωνα με το άρθρο 100 του Σ. σε συνδυασμό με το άρθρο 51§6 του ν. 345/76, εφόσον με απόφαση του ΑΕΔ κηρυχθεί διάταξη νόμου αντισυνταγματική και ακυρωθεί, η διοίκηση υποχρεούται εντός εξαμήνου από την δημοσίευση της απόφασης ν΄ ανακαλέσει όλες τις ατομικές πράξεις που εξέδωσε βάσει του ακυρωθέντος νόμου μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων.
3. Η διοίκηση έχει δεσμία αρμοδιότητα ν΄ ανακαλέσει, εφόσον το προβλέπει ειδική διάταξη νόμου . Για παράδειγμα επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως υπέρ ιδιώτη, εφόσον παρέλθουν πέντε έτη και ο υπερού ιδιώτης δεν αξιοποιήσει το απαλλοτριωθέν, μπορεί ο παλαιός κύριος εντός εξαμήνου να υποβάλλει αίτηση για ν΄ ανακληθεί η πράξη της απαλλοτρίωσης, ή με βάσει το άρθρο 31§1 του ν. 721/77, όπου προβλέπεται η υποχρεωτική ανάκληση άδειας κυκλοφορίας φαρμάκου όταν ο διοικούμενος καταδικαστεί ποινικά για νοθεία.Θα πρέπει πάντως να προσεχθεί το ενδεχόμενο της παραβίασης των νομοθετικών και εκτελεστικών λειτουργιών, δηλαδή η περίπτωση του να διοικεί δια του νόμου το νομοθετικό όργανο (απλώς τυπικός Νόμος), ιδίως όταν εκ των υστέρων έρχεται ο νομοθέτης και επιβάλλει την ανάκληση συγκεκριμένων ατομικών πράξεων.
4. Ειδικά στο κοινωνικοασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό δίκαιο , ο κοινωνικοασφαλιστικός οργανισμός επί συνταξιοδοτικών υποθέσεων, υποχρεούται μετά από αίτηση επανεξετάσεως του ενδιαφερομένου (απλή προσφυγή) να εξετάσει εκ νέου την υπόθεση και ν΄ ανακαλέσει την πράξη στις εξής εξαιρετικές περιπτώσεις : Α) Εφόσον ο διοικούμενος προσκομίζει αποφάσεις που δείχνουν μεταβολή της νομολογίας του ΣτΕ, Β) Η μεταβολή της νομοθεσίας, ώστε πλέον η αρχικά νόμιμη πράξη να γίνεται παράνομη (ΣτΕ 3326/95, 2097/96), Γ) Εάν προέκυψαν νεότερα κρίσιμα στοιχεία: ως νέα κρίσιμα στοιχεία θεωρούνται τόσο τα οψιγενή, όσο και τα προϋφιστάμενα μεν της έκδοσης της πράξης, της οποίας ζητείται η ανάκληση ή η τροποποίηση, άγνωστα, όμως, στα όργανα του ΙΚΑ και σε εκείνον, ο οποίος ζητεί την επανεξέταση της υπόθεσης ή εκείνα των οποίων, ενόψει των εκάστοτε συνθηκών, ήταν αδύνατη η έγκαιρη υποβολή. (ΣτΕ 3692/1982, 4768/1987, 1925/1988, 1025/1992, ΣτΕ 360, 2321/1993, 1584, 2027, 3337/1994, 3326/1995, 826/1996, 231, 241/2000).
Η συρρίκνωση της αρχής.
Ήδη όμως από το 1999, το πεδίο εφαρμογής της γενικής αυτής αρχής συρρικνώθηκε σημαντικά. Πράγματι, με την απόφαση ΣτΕ 1610/1999 (7μ.), η οποία στη συνέχεια παγιώθηκε, έγινε δεκτό ότι οι αποφάσεις των οργάνων των ασφαλιστικών οργανισμών που υπάγονται στον Ν. 861/1979 [περί απλουστεύσεως της διαδικασίας αναγνωρίσεως χρόνου προϋπηρεσίας και απονομής των πάσης φύσεως παροχών εις τους ησφαλισμένους των Ασφαλιστικών Οργανισμών αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (ΦΕΚ Α΄ 2)], είναι δυνατόν να αναθεωρούνται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μόνο για τους συγκεκριμένους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 5 του νόμου αυτού [ΣτΕ 1610/1999 (βλ. και την αντίθετη παραπεμπτική ΣτΕ 2616/1998), 668/2000, 32, 354/2004, 365/2005, 3415/2006, 2352/2007, 1970/2008]. Ειδικότερα, η διάταξη αυτή, όπως ερμηνεύθηκε από τη νομολογία, καθιερώνει υποχρέωση επανεξέτασης και δυνατότητα αναθεώρησης της σχετικής πράξης, εφόσον συντρέχει κάποιος από τους προβλεπόμενους σ’ αυτήν λόγους [«5. Αι κατά τας παραγράφους 1 και 4 του παρόντος αποφάσεις δύνανται να αναθεωρούνται υπό του εκδώσαντος ταύτας οικόθεν ή κατόπιν αιτήσεως παντός έχοντος έννομον συμφέρον : α) Οποτεδήποτε εάν η εκδοθείσα απόφασις στηρίζεται επί ψευδών καταθέσεων μαρτύρων ή επί ψευδούς εκθέσεως ή καταθέσεως πραγματογνώμονος ή επί πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, εφόσον τα περιστατικά ταύτα προκύπτουν εξ αμετακλήτου δικαστικής αποφάσεως. β) Εντός ευλόγου χρόνου, εάν προσαχθούν νέα κρίσιμα έγγραφα ή ενεφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα ή διεπιστώθησαν λογιστικά λάθη». Οι πράξεις των οργάνων των εν λόγω ασφαλιστικών οργανισμών, με τις οποίες απορρίπτονται αιτήσεις αναθεωρήσεως οι οποίες είχαν υποβληθεί χωρίς να συντρέχει κάποιος από τους ως άνω λόγους υπό τους οποίους καθίσταται υποχρεωτική η επανεξέταση είναι βεβαιωτικές της προηγηθείσας οριστικής αποφάσεως και δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα»]. Κατά συνέπεια, αποκλείεται η ανάκληση των ως άνω πράξεων με βάση την προαναφερθείσα γενική αρχή, η οποία τυγχάνει εφαρμογής μόνον ελλείψει ειδικής διάταξης, δηλαδή στις πράξεις των οργάνων των ασφαλιστικών οργανισμών οι οποίοι δεν έχουν τυχόν υπαχθεί στον Ν. 861/1979.
Η ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ: το ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ 197ΚΔΔ
Είχε κριθεί ότι από τη διάταξη του άρθρου 197 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και την απορρέουσα από αυτή δέσμευση των διοικητικών αρχών ως προς το κριθέν από το διοικητικό δικαστήριο ζήτημα, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό προς την προεκτεθείσα αρχή, συνάγεται ότι η ανωτέρω υποχρέωση των οργάνων του ΙΚΑ αίρεται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της τελευταίας αυτής διάταξης του άρθρου 197 ΚΔΔ (ΣτΕ 1943/2009 7μ, 1007/2008 7μ, 1043/2007 7μ, 2807/1998, 291/1995 7μ, 1143/1995 7μ, για το άρθρο 50 παρ. 5 του ΝΔ, “Περί του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την οποία «[α]ι αποφάσεις της Ολομελείας, ακυρωτικαί τε και απορριπτικαί, ως και των Τμημάτων, αποτελούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένον, ισχύον, και εν πάση ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής υποθέσει ή διαφορά, καθ’ ην προέχει το υπό του Συμβουλίου κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα). Δεν χωρεί, συνεπώς, επάνοδος της Διοίκησης σε κριθείσα ασφαλιστική υπόθεση ακόμη και στην περίπτωση που γίνεται επίκληση και προσκομιδή από τον ασφαλισμένο οψιγενών πραγματικών στοιχείων, εφόσον το κρίσιμο ζήτημα έχει κριθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΟΜΟΙΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ
Εάν όμως, μετά τη δημιουργία του δεδικασμένου με την έκδοση της ως άνω απόφασης επακολουθήσει αμετάκλητη δικαστική απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε ως αντισυνταγματική η κανονιστική διοικητική πράξη που αποτέλεσε το έρεισμα της επίμαχης ατομικής διοικητικής πράξης, και εντός ευλόγου χρόνου μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής αυτής απόφασης υποβληθεί, κατ’ επίκλησή της, αίτηση στη Διοίκηση για ανάκληση της πράξης αυτής ως εκδοθείσης κατ’ εφαρμογή της ακυρωθείσης κανονιστικής πράξης, η Διοίκηση οφείλει να επανεξετάσει την υπόθεση, μολονότι αυτή είχε κριθεί με δύναμη δεδικασμένου.(ΣτΕ 19/2015, Α τμ. 7μ contra στην παρ.933/12)
5. Όταν επί μακρόν χρονικό διάστημα η διοίκηση αδρανεί αδικαιολόγητα, ώστε να συνάγεται ανενδοιάστως η βούλησή της να μην ενεργήσει πχ επί συντελεσμένης απαλλοτριώσεως και συνακόλουθης μακροχρόνιας απραξίας της διοίκησης ως προς την αξιοποίηση του απαλλοτριωθέντος (βλ. και αρθ.12 Κωδ.Απαλλοτριώσεων) ή επι πράξεων αναδασμού (ΣτΕ 1240/79).
6. Εάν εκδοθεί οικοδομική άδεια χωρίς την προηγούμενη άδεια της εφορίας αρχαιοτήτων σε περιοχές αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΑΚΑΛΟΥΝΤΑΙ.
1. Στο φορολογικό δίκαιο, δεν ανακαλούνται κατά γενική αρχή οι πράξεις επιβολής φόρου, φορολογικών προστίμων κλπ, παρά μόνον λόγω λογιστικών ή γραφικών λαθών. Στις περιπτώσεις αυτές ο μόνος τρόπος είναι η προσβολή τους προσφυγή του αρθ.63 ΚΔΔ στα διοικητικά πρωτοδικεία ( μετά το πέρας της ενδικοφανούς διαδικασίας), γεγονός που δικαιολογεί και την δυνατότητα ενδοστρεφούς δίκης από τον αρμόδιο οικονομικό επιθεωρητή ή των Υπουργών οικονομικών.
2. Εφόσον υφίσταται δεδικασμένο του ΣτΕ , η διοίκηση δεν μπορεί να εκδώσει ανακλητική πράξη αντίθετη, εκτός εάν αυτή στηρίζεται σε άλλους λόγους μη καλυπτόμενους από το δεδικασμένο ή αν προέκυψαν πραγματικά δεδομένα που δεν είχαν κριθεί (ΣτΕ 1648/89). Εξαίρεση η περίπτωση των όμοιων πράξεων (βλ. παραπάνω).
3. Αν πρόκειται για πράξη που λόγω της φύσεως της δεν ανακαλείται. Για παράδειγμα πράξη παραχώρησης τάφου δεν ανακαλείται γιατί προσκρούει στο άρθρο 13 του Σ , εκτός εάν το επιβάλλουν λόγοι δημόσιας υγείας (ΣτΕ 839/97).
4. Στο Υπαλληλικό δίκαιο απαγορεύεται ν΄ανακληθεί μετά την διετία , ο παράνομος διορισμός καλόπιστου υπαλλήλου (αρθ.20 ΥΚ). Με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση που αυτός ακυρωθεί , όποτε η ανάκληση θα γίνει σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση.
5. Όταν ο νομοθέτης χαρακτηρίζει την πράξη ως οριστική, υπό την έννοια ότι εφόσον είναι νόμιμη να μην ανακαλείται.
Αντίθετα όπως παγίως δεκτό από το ΣτΕ οι γενικές αρχές περί ανακλήσεως εφαρμόζονται όταν η από το νόμο ορισθείσα πράξη ως μη ανακαλούμενη είναι παράνομη (ΣτΕ ολομ.2403/97).
6. Οι ανυπόστατες πράξεις. Διότι δεν είναι διοικητικές πράξεις και συνεπώς εφόσον η διοίκηση εκδώσει σχετική πράξη, αυτή είναι διαπιστωτική πράξη που απλώς διαπιστώνει το ανυπόστατο της πράξεως ως γεγονός.
7. Η πράξη κήρυξης της αναδάσωσης.
8. Εάν η πράξη προσβάλλεται με ενδικοφανή προσφυγή. (βλ. ανωτέρω για δασικά).
9. Η πράξη εφαρμογής καθίσταται, μετά το πέρας της ειδικής διοικητικής διαδικασίας εκδόσεώς της και την κύρωσή της από τον νομάρχη, οριστική και αμετάκλητη. Οι δε διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς σε γη και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, που βεβαιώνονται με απόφαση των αρμοδίων δικαστηρίων, μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση. Δεν επιτρέπεται η ανάκληση ή ανασύνταξη κυρωθείσης πράξεως εφαρμογής. Με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3212/2003 αντικαταστάθηκαν οι προγενέστερες ρυθμίσεις και επετράπη η κατ’ εξαίρεση, για λόγους νομιμότητος ή για πλάνη περί τα πράγματα, εν όλω ή εν μέρει ανάκληση κυρωθείσης πράξεως εφαρμογής. Η διάταξη, όμως, αυτή δεν έχει, όπως προκύπτει από το γράμμα της και την επ’ αυτής εισηγητική έκθεση, ερμηνευτικό χαρακτήρα ούτε αναδρομική ισχύ και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να προσδώσει κύρος σε προγενέστερες της θέσεώς της σε ισχύ (31-12-2003, βλ. άρθρο 24 ν. 3212/2003) ατομικές πράξεις, με τις οποίες είχε επιχειρηθεί, ανεπιτρέπτως κατά τα ανωτέρω, η ανάκληση ή η τροποποίηση κυρωθεισών πράξεων εφαρμογής(ΣτΕ4573/2009,2601/2008,ΔΕΦΑ438/2011).
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ (21ΚΔΔσιας)
Γίνεται διάκριση : α) για την ανάκληση των νόμιμων πράξεων πρέπει να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία με την έκδοσή της π.χ ανάκληση σχεδίου πόλεως για πολεοδομικούς λόγους χωρίς να προηγηθεί η γνώμη του Δημοτικού Συμβουλίου είναι άκυρη (ΣτΕ 1959/81). Η προηγούμενη ακρόαση πρέπει να τηρηθεί εφόσον η ανάκληση επιρρίπτει παραβατική συμπεριφορά στον διοικούμενο, ιδίως επι παραβάσεως όρων της ανακαλουμένης (1850/92).
β) Επι παρανόμων πράξεων δεν απαιτείται να τηρηθεί η διαδικασία εκδόσεως της ανακαλουμένης με εξαίρεση την ανάκληση λόγω πλάνης περί τα πράγματα. Η προηγούμενη ακρόαση δεν επιβάλλεται εάν η πράξη ανακαλείται για λόγους αντικειμενικής παρανομίας (ΣτΕ 992/2014), εκτός εάν μεταβάλλεται μετά πάροδο μακρού χρόνου μια παγιοποιημένη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί υπό την ανοχή της (ΣτΕ 5351/87). Αντίθετα εάν επιρρίπτει παραβατική συμπεριφορά πρέπει να τηρηθεί η ακρόαση προ της ανακλήσεως.
Επι συμφώνου θετικής γνωμοδοτήσεως το αποφασιστικό δεν μπορεί να ανακαλέσει την θετική πράξη εάν δεν προηγηθεί νέα σύμφωνη περί ανακλήσεως γνώμη (ΣτΕ 460/2001,2271/1998). Μπορεί όμως να μην τηρήσει την σύμφωνη γνώμη εάν ο Νόμος προβλέπει ότι η σύμφωνη γνώμη περιορίζεται επι ουσιαστικών θεμάτων και η ανάκληση γίνεται για τεχνικά ζητήματα (ΣτΕ 472/2012, 732/2000).
Επι εγκρίσεως της πράξεως η ανάκληση γίνεται από το όργανα που εγκρίνει και όχι αυτό που εξέδωσε την πράξη (ΣτΕ 1109/2000,2833/1997 ανάκληση οικοδομικής άδειας από την ΕΠΑΕ).
Επί συνθέτου διοικητικής πράξεως την ανάκληση την κάνει το όργανο που εξέδωσε την πράξη εφόσον αλλά προ της εκδόσεως της τελικής πράξης (ΣτΕ 959/1998).
Αιτιολογία : Η ανακλητική πράξη εφόσον είναι δυσμενής πρέπει να φέρει ειδική αιτιολογία ως προς τους λόγους ανακλήσεως (ΣΤΕ 3457/2007, 3310/2006,3536/01).
Η αιτιολογία πρέπει να περιέχει όλα τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην έκδοση της ανακλητικής πράξης (ΣτΕ 2309/1967) και μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ878/2004) εκτός εάν άλλως ορίζει ειδικώς νόμος πχ επι πράξης ανάκλησης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (ΣτΕ 6458/95 με το νδ797/71). Η διοίκηση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αιτιολογία του φακέλου με άλλες αιτιολογίες που προβάλλει μετά την έκδοση της ανακλητικής με τις απόψεις της ή το υπόμνημα ενώπιον του δικαστηρίου (ΣτΕ 3758/2014,4069/2012).
Εάν ανακαλείται πράξη που δεν ολοκληρώθηκε (δηλαδή ανυπόστατή) αλλά εφαρμόστηκε η ανακλητική πράξη δεν απαιτείται να τηρήσει τον τύπο δημοσιότητας της ανακαλουμένης (ΣτΕ 3811/1987).
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ
Με την ανάκληση παύει να ισχύει η ανακαλουμένη πράξη εφεξής (exnunc).
Kατ΄ εξαίρεση όμως η ανάκληση έχει γνήσια αναδρομικά αποτελέσματα, ανατρέχοντας στην έκδοση της ανακαλουμένης πράξεως (extunc), στις εξής περιπτώσεις:
1.Επί ανακλήσεως παράνομης πράξης:διότι πρέπει να αρθεί η παρανομία από τότε που δημιουργήθηκε και να αποκατασταθεί η διαταραχθείσα έκτοτε νομιμότητα.
Ειδικά όταν πρόκειται για ανάκληση παράνομων πράξεων που είχαν χορηγήσει στον καλόπιστο διοικούμενο περιοδικές παροχές (μισθούς, συντάξεις , επιδόματα κλπ) λόγω της αρχής της χρηστής διοίκησης γίνεται δεκτό ότι τα αποτελέσματα δεν είναι αναδρομικά , αλλά ισχύουν εφεξής, για να μη δημιουργούνται ανεπιεικείς και απρόβλεπτες καταστάσεις για τον καλόπιστο διοικούμενο. Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών γίνεται με καταλογιστική πράξη του διατάκτη την οποία ο αχρεωστήτως λαβών προσβάλλει αποκλειστικά στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αντίθετα των αχρεωστήτως καταβληθεισών συντάξεων η δικαιοδοσία κρίνεται από τον φορέα που χορήγησε την σύνταξη και την νομοθεσία που εφαρμόστηκε. Εάν η σύνταξη χορηγήθηκε από το Δημόσιο μέσω του Γενικού Λογιστηρίου τότε η καταλογιστική πράξη προσβάλλεται με ένσταση του άρθρου 90 του ΚΝΕΣ (ν.4129/13) στο Α΄ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού και εν συνεχεία με έφεση στο αρμόδιο τμήμα. Αντίθετα εάν την σύνταξη την χορηγεί Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης η σχετική πράξη προσβάλλεται μετά την εξάντληση της ενδικοφανούς διαδικασίας με προσφυγή στο κατά τόπο και καθύλη αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο.
Και στις δυο δικαιοδοσίες, ο διοικούμενος επ΄ ευκαιρία προσβολής της ανακλητικής πράξης στο αρμόδιο Δικαστήριο ,προβάλλοντας το σχετικό ισχυρισμό με το κυρίως ένδικο βοήθημα ή με προσθέτους λόγους, ως παραβίαση της χρηστής διοίκησης, θα πρέπει να επικαλεστεί και αποδείξει ότι:
α) Ήταν καλόπιστος κατά την έκδοση της πράξης,
β) πέρασε ικανό χρονικό διάστημα από τότε που λαμβάνει τις περιοδικές παροχές, οπότε θα τεκμαίρεται αμάχητα η διακινδύνευση της οικονομικής του κατάστασης εάν επιστρέψει τις αχρεώστητες παροχές, που κατά τεκμήριο ήδη έχει αναλώσει προς βιοπορισμό. Στην περίπτωση όμως που δεν έχει παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα, αλλά μικρό, τότε ο καλόπιστος διοικούμενος θα πρέπει να επικαλεστεί και ν΄ αποδείξει τις απρόβλεπτες και δυσμενείς οικονομικές συνέπειες που θα υποστεί εάν επιστρέψει τις αχρεώστητες παροχές (ΣτΕ ΣτΕ 928/2009, 153/2008, 1041/2007, 525, 3459/2006, 822/96).
Κατά την πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η αναζήτηση μετά την πάροδο μακρού χρόνου σταθερά ή περιοδικά καταβαλλόμενων χρηματικών ποσών για αποδοχές ή συντάξεις, που έχουν καταβληθεί αχρεώστητα, αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, όταν α) μετά από εκτίμηση των συγκεκριμένων σε κάθε περίπτωση συνθηκών και της συμπεριφοράς των αρμοδίων κρατικών οργάνων, κρίνεται ότι δημιουργήθηκε σε εκείνον που τα εισέπραξε σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος των ποσών αυτών και ως εκ τούτου τα εισέπραξε καλόπιστα και β) προκύπτει, από την εκτίμηση των στοιχείων της προσωπικής, οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασής του, ότι η επιστροφή τους θα δημιουργήσει στον ίδιο και την οικογένειά του απρόβλεπτες οικονομικές δυσχέρειες με άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσής τους (ΕΣ 287/2017 Ολομ., 1807/2017,Vτμ., Ολ. 1246/2014, 4324, 1980/2013, 1385, 2457/2012, 1114/2007, 1453/2006, 1428/2005 κ.ά.).ο κλονισμός της οικονομικής κατάστασης του αχρεωστήτως λαβόντος είναι θέμα πραγματικό που διαπιστώνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και το βάρος απόδειξης το έχει ο λαβών (ΕΣ 57/78, ολομ. 965/82). Κατά συνέπεια ο λαβών θα πρέπει να αποδείξει το ισχυρισμό της οικονομικής διακινδύνευσης του, ενώπιον του ΕΣ και συγκεκριμένα :
α) ότι του δημιουργήθηκε πεποίθηση σταθερή και δικαιολογημένη, ότι ήταν νόμιμος δικαιούχος των καταβαλλομένων ποσών, τα οποία εισέπραξε καλόπιστα και
β) ότι η προσωπική οικογενειακή κατάσταση του είναι τέτοια ώστε η αναζήτηση μετά την παρέλευση ικανού χρόνου θα δημιουργήσει απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες με άμεση και δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβιώσεως αυτού και της οικογενείας του (ΕΣ ολομ. 515/86).
Μάλιστα με την ΕΣ Ολομ.287/2017 μεταστράφη η νομολογία του ΕΣ δεδομένου ότι για πρώτη φορά έγινε διάκριση του ισχυρισμού της δεδικαιολογημένης εμπιστοσύνης με τον ως άνω ισχυρισμό που αποτελεί εκδήλωση της αρχής της χρηστής διοίκησης και αναιρέθηκε απόφαση τμήματος διότι δεν έλαβε υπόψη και δεν εξήτασε ξεχωριστά τον ισχυρισμό της προστατευμένης εμπιστοσύνης.
Ακόμη όμως και να γίνει δεκτός ο σχετικός ισχυρισμός η καταλογιστική ανακλητική πράξη θα ισχύει εφεξής.
2. Όταν η διοίκηση ανακαλεί αναδρομικά την πράξη λόγω ακύρωσης της με δικαστική απόφαση ή λόγω διοικητικής προσφυγής. Η συμμόρφωση γίνεται με βάση το ακυρωτικό δεδικασμένο. Συνεπώς μπορεί κατά το άρθρο 50§3β του π.δ 18/89 η απόφαση να ορίσει περιορισμένα αναδρομικά αποτελέσματα.
3.Όταν με διάταξη αναδρομικού νόμου η πράξη χάσει την ισχύ της αναδρομικά.Στην περίπτωση αυτή όμως ενδεχομένως να υπάρχει πρόβλημα διακρίσεως των εξουσιών.
ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ.
Σε περίπτωση ανάκλησης ευμενούς παράνομης διοικητικής πράξης εντός του ευλόγου χρόνου ο καλόπιστος διοικούμενοςχάνει χωρίς υπαιτιότητά του δικαιώματα και ζημιώνεται όχι από την ανακλητική πράξη που είναι νόμιμη αλλά από την ανακαλουμένη παράνομη. Η αποκατάσταση της ζημίας του επιβάλλεται από το άρθρο 4§5 του Σ και 105 ΕισΝΑΚ (ΣτΕ 1501/2014). Κατά την νομολογία γίνεται δεκτό ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος στη ζημία που υφίσταται από την παράνομη πράξη που βρίσκεται σε αδιάσπαστο σύνδεσμο με την ανακλητική πράξη και αποτελούν μια ενότητα που φέρει τα στοιχεία του παράνομου και ζημιογόνου κατ΄ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ (ΣτΕ 980/02). Εξ΄ άλλου τα αναγραφόμενα στο άρθρο μόνο του ΑΝ 261/68 που αποκλείουν την αποζημίωση, είναι αντίθετα στα άρθρα 4§5 και 20§1 του Συντάγματος αλλά και στο άρθρο 17 σε συνδυασμό με ΠΠΕΣΔΑ (δικαίωμα περιουσίας) στα οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του δημοσίου.
Θα πρέπει να προσεχθεί το αγωγικό αίτημα, όταν η παράνομη πράξη αφορούσε χορήγησε αδείας και η ανακλητική την ανακάλεσε. Ο καλόπιστος διοικούμενος ως ενάγων δεν μπορεί να ζητήσει διαφυγόν κέρδος από την λειτουργία της άδειας , εφόσον αυτή δεν θα του εδίδετο αφού δεν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις (ΣτΕ 7/2016). Αλλάζει όμως το θέμα εάν αποδείξει ότι τις πληρούσε (ΣτΕ 4100/2012, Α τμ., 7μ.).
ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ
Εάν ανακληθεί η ανακλητική πράξη ως παράνομη (αλυσιδωτή ανάκληση) τότε αναβιώνει η αρχική πράξη (ΣτΕ 495/95), ενώ εάν πρόκειται για σύνθετη διοικητική ενέργεια , αναβιώνει η αμέσως προηγούμενη (ΣτΕ 3335/88). Η έκδοση της δεύτερης ανακλητικής δεν απαιτεί την τήρηση της διαδικασίας εκδόσεως της αρχικής πράξης ή την διαπίστωση της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων, αφού δεν επιχειρεί εξυπαρχής μια νέα ρύθμιση , αλλά αποκαθιστά την αρχική νόμιμη κατάσταση που είχε ανατρέψει η παράνομη ανακλητική (ΣτΕ 312/1994,3507/1979).
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ
Με την κατάργηση και ανάκληση στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου παύει η ισχύς της διοικητικής πράξης αλλά αυτό συνεπάγεται και δικονομικές συνέπειες εάν ήδη έχει ασκηθεί κατά των πράξεων αυτών ένδικο βοήθημα .Το άρθρο 32 του π.δ 18/89 προβλέπει ως λόγο κατάργησης την δίκης και συγκεκριμένα καταργείται η δίκη λόγω ελλείψεως αντικειμένου δίκης και κατ΄επέκταση εννόμου συμφέροντος.
Κατά την παρ. 1 η δίκη επι ανακλήσεως της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης καταργείται, εφόσον αυτονοήτως βέβαια η ανάκληση έλαβε χώραν μετά την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Όταν το άρθρο αναφέρει «ανάκληση» εννοεί την ανάκληση παράνομης πράξης, αφού η νόμιμη διοικητική πράξη παράγει εφεξής αποτελέσματα όπως εξ΄ άλλου και η κατάργηση της διοικητικής πράξης . Ακριβώς για το λόγο αυτό η παρ. 1 δεν αναφέρει ως περίπτωση την κατάργηση της διοικητικής πράξης. Οι άλλες περιπτώσεις κατάργησης της δίκης του άρθρου , ήτοι : α) «ακύρωση» αφορά την δικαστική ή διοικητική ακύρωση της διοικητικής πράξης, β) «εξαφάνιση», αφορά δικαστικές αποφάσεις μετά από παραδοχή ενδίκου μέσου. Εφόσον συντρέξει μία από τις τρείς ανωτέρω περιπτώσεις η δίκη καταργείται και δεν είναι δυνατή η συνέχιση της αφού δεν θα υπάρχει ούτε αντικείμενο ούτε και έννομο συμφέρον.
Στην παράγραφο 2 περιλαμβάνεται κάθε άλλη περίπτωση λήξεως της ισχύος της πράξεως μετά πάντα την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Ιδίως : πράξη περιορισμένης χρονικής ισχύος, απώλεια νόμιμου ερείσματος της πράξης, όταν Νόμος καταργεί τις προσβαλλόμενες πράξεις (κυρώσεις) ή όταν προσβάλλεται παράλειψη της διοίκησης αλλά εως την συζήτηση της κατ΄αυτής αιτήσεως ακυρώσεως έχει εκδοθεί πράξη που συνεχίζει πλέον την ενέργεια . Στη περίπτωση αυτή ανήκει και η παράνομη ανάκληση παράνομης πράξης που η παρανομία της εστιάζεται στο ότι δεν ανακάλεσε αναδρομικά την ανακαλουμένη παράνομη αλλά εφεξής. Ως συζήτηση νοείται η κατά το άρθρο 33 πδ 18/89 και όχι η δικάσιμος ή η αναβολή ή η αυτή που επιλύει θέμα δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας .
Δυνατότητα συνέχισης της δίκης λόγω ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος : Μόνο στις περιπτώσεις τις παρ. 2 είναι δυνατή η συνέχιση της δίκης μετά από αίτημα που πρέπει να προβάλλει ο αιτών κατά την επ΄ακροατηρίω διαδικασία με καταγραφή στα πρακτικά (συνεπώς δεν μπορεί να παρασταθεί με δήλωση). Η με το υπόμνημα προβολή δεν είναι παραδεκτή εάν δεν έχει γίνει ανάπτυξη επ΄ακροατηρίω ή με προσθέτους λόγους (ΣτΕ 1738/2006).
Ιδιαίτερο έννομο συμφέρον: Για την συνέχιση θα πρέπει ο αιτών να επικαλεστεί ιδιαίτερο έννομο συμφέρον ιδίως : επι ανακλήσεως ότι η ανακλητική πράξη δεν ήρε τις κατά το παρελθόν παράνομες συνέπειες της ανακαλουμένης ή πράξη που προκαλεί ακόμη και σήμερα ηθική βλάβη στον αιτούντα ή πράξη που αποτελεί το νόμιμο έρεισμα για την έκδοση άλλων πράξεων και που δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως λόγω του ότι είναι ατομική ( παράδειγμα: πράξη σύνδεσης με συγκοινωνιακό κόμβο που ισχύει για 2 χρόνια που έληξαν αλλά η δίκη πρέπει να συνεχιστεί διότι αποτελεί το νόμιμο έρεισμα της οικοδομικής άδειας), πράξεις που πρέπει να ακυρωθούν ώστε μόνο τότε να μπορέσει να εκδοθεί επωφελής πράξη για τον αιτούντα. Η χρηματική ζημία δεν αποτελεί λόγο συνέχισης της δίκης , δεδομένου ότι το αποζημιωτικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τεκμήριο νομιμότας και ελέγχει παρεμπιπτόντως την παράνομη ζημιογόνο διοικητική πράξη.
Δυνατότητα συνέχισης της δίκης λόγω νέας πράξης με όμοιο περιεχόμενο (32§3):
Η περίπτωση αυτή αφορά στενά μόνο δυο κατηγορίες πράξεων της προηγούμενης παραγράφου : α) πράξεις περιορισμένης χρονικής ισχύος που μετά τη λήξη τους επακολουθεί νέα πράξη με όμοιο ή παρόμοιο δυσμενές περιεχόμενο για τον αιτούντα , β) ανακλητικές πράξεις που τροποποιούν ή αντικαθιστούν την αρχική πράξη με δυσμενές περιεχόμενο για τον αιτούντα, γ) πράξεις που εκδίδονται μετά την άσκηση απλής προσφυγής και μετά από νέα έρευνα του πραγματικού εμμένουν στην αρχική πράξη η οποία ήδη έχει προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης.
Πρόκειται για περίπτωση διεύρυνσης του αντικειμένου της δίκης διότι πλέον αντικείμενο της δίκης είναι η νέα πράξη (ΣτΕ 3175/2014 Ολομ).
Διαδικασία : Ο αιτών πρέπει να καταθέσει δικόγραφο 6 ημέρες πριν την πρώτη συζήτηση και να προσβάλλει την νέα πράξη προβάλλοντας νέους λόγους ακύρωσης και παραιτούμενος από τους παλαιούς με αίτημα την συνέχιση της δίκης. Μπορεί επίσης να ζητήσει αναβολή της συζήτησης που δίδεται υποχρεωτικά αλλά πρέπει στην μετά αναβολή συζήτηση να καταθέσει και κοινοποιήσει στον αντίδικο το ως άνω δικόγραφο στην ίδια προθεσμία.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΑΥΤΟΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ .
Οι πράξεις της διοικήσεως πρέπει να προβλέπονται από το νόμο ή επί διακριτικής ευχέρειας , να εναρμονίζονται με αυτόν (αρχή της νομιμότητας). Στα πλαίσια αυτά και υπό το φως της αρχής του κράτους-δικαίου, έκφανση της οποίας στο χώρο του διοικητικού δικαίου αποτελεί η αρχή της νομιμότητας, η έννομη τάξη μας , οργανώνει τριπλό σύστημα ελέγχου της δράσεως της διοίκησης :
α) τον Κοινοβουλευτικό, που γίνεται από τους Βουλευτές με ερωτήσεις, επερωτήσεις κλπ, η ύλη του οποίου απασχολεί του κλάδο του Συνταγματικού δικαίου,
β) τον Δικαστικό, τον οποίο εξετάζει η διοικητική δικονομία και τέλος
γ) τον Διοικητικό Αυτοέλεγχο. Ο διοικητικός αυτοέλεγχος μπορεί να γίνεται είτε από το ίδιο το όργανο που την εξέδωσε, είτε από ειδικό διοικητικό όργανο ή ακόμη και από ειδικά όργανα με διοικητική αυτοτέλεια τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές. Ο διοικητικός αυτοέλεγχος ασκείται είτε αυτεπαγγέλτως με βάση την αρχή της ιεραρχίας, είτε συνεπεία ασκήσεως διοικητικής προσφυγής από διοικούμενο.
Οι διοικητικές προσφυγές είναι αιτήσεις του διοικούμενου προς τη Διοίκηση κατά συγκεκριμένης ρητής δυσμενούς διοικητικής πράξης με αίτημα την ανάκληση ή ακύρωση της αυτής. Διακρίνονται στις απρόθεσμες (άτυπες) που είναι συνταγματικά προβλεπόμενες (αρθ.10 Σ και 24 ΚΔΔιαδ.) και λέγονται απλές προσφυγές και στις τυπικές που προβλέπονται και ρυθμίζονται από ειδική διάταξη νόμου που προβλέπει προθεσμία ασκήσεως τους (άρθρο 25 ΚΔΔιαδ) και διακρίνονται σε ειδικές και ενδικοφανείς. Κατά την μάλλον κρατούσα άποψη δεν ασκούνται νομίμως διοικητικές προσφυγές κατά της παράλειψης νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας ή της σιωπηρής διοικητικής πράξης , εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος.
Οι διοικητικές προσφυγές διακρίνονται μεθοδολογικά σε τρεις κατηγορίες : τις απλές, τις ειδικές και τις ενδικοφανείς και δεν πρέπει να τις συγχέουμε με τις δικαστικές προσφυγές, αφού η διαφορά τους είναι προφανής , δεδομένου ότι οι διοικητικές προσφυγές ασκούνται ενώπιον διοικητικού οργάνου, ενώ οι δικαστικές είναι εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα, δηλ. απευθύνονται στα διοικητικά δικαστήρια (ένδικα βοηθήματα).
Αναστολή εκτέλεσης της διοικητικής πράξης από τη Διοίκηση (άρθρο 26 ΚΔΔσιας)
Η άσκηση των διοικητικών προσφυγών, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, δεν συνεπάγεται την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης.
Η άσκηση όμως διοικητικής προσφυγής επιτρέπει στη Διοίκηση τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν άσκησης αυτοτελούς αίτησης από τον προσφεύγοντα διοικούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ΚΔΔσιας.
Αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το αρμόδιο για την εξέταση της διοικητικής προσφυγής όργανο.
Προϋποθέσεις χορήγησης
– Άσκηση διοικητικής προσφυγής (αίτησης θεραπείας, ιεραρχικής, ειδικής ή ενδικοφανούς προσφυγής).
– Αίτηση του ενδιαφερομένου, που μπορεί να σωρευθεί στο δικόγραφο της διοικητικής προσφυγής ή να υποβληθεί χωριστά, ή και αυτεπαγγέλτως.
– Ανεπανόρθωτο ή δυσχερώς επανορθώσιμο της βλάβης του ενδιαφερομένου σε περίπτωση ευδοκίμησης της διοικητικής προσφυγής. Στάθμιση με το δημόσιο συμφέρον και το συμφέρον τρίτων προσώπων.
Η άσκηση ενδίκου μέσου ή η αίτηση δικαστικής αναστολής δεν εμποδίζει τη Διοίκηση να χορηγήσει αναστολή εκτέλεσης.
Διάρκεια ισχύος ανασταλτικού αποτελέσματος:Το ανασταλτικό αποτέλεσμα διαρκεί μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας διοικητικής προσφυγής ή την παρέλευση της προθεσμίας απάντησης επί αυτής (δηλαδή 30 ημέρες από την άσκηση της αίτησης θεραπείας, της ιεραρχικής και της ειδικής διοικητικής προσφυγής και 3 μήνες από την άσκηση της ενδικοφανούς, εκτός εάν από ειδικές διατάξεις προβλέπεται ειδική προθεσμία).
Η αναστολή αίρεται αυτοδικαίως μετά την απάντηση της Διοίκησης ή τη λήξη της προθεσμίας απάντησης.
ΟΙ ΑΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Ι. ΑΠΛΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ (αρθ.10 §1,2 Σ , 13 ΕΣΔΑ και 24 ΚΔΔσιας).
Κάθε διοικούμενος, εφόσον βλάπτεται ολικά ή μερικά από ατομική διοικητική πράξη, μπορεί να καταθέσει έγγραφο είτε στο διοικητικό όργανο που εξέδωσε την πράξη (αίτηση θεραπείας, ανακλήσεως, αναθεωρήσεως) είτε στο ιεραρχικώς προϊστάμενο όργανο ( ιεραρχική προσφυγή), με αίτημα την ανάκληση ή την τροποποίηση της ατομικής διοικητικής πράξης για λόγους είτε νομιμότητας είτε ουσίας.
Στο χώρο της διοικητικής πρακτικής απαντώνται με διάφορα ονόματα όπως : αίτηση ανακλήσεως, αίτηση θεραπείας, αίτηση αναθεώρησης, ένσταση κλπ.
Οι απλές προσφυγές δεν είναι αναγκαίο να προβλέπονται από κάποιο ειδικό νομοθέτημα, αν και αυτό δεν είναι ασύνηθες, διότι προβλέπονται ευθέως στο άρθρο 10§1 και 2 του Συντάγματος καθώς και από το σε εκτέλεση αυτού άρθρο 24 του ΚΔΔσιας. Στη περίπτωση αυτή έχουμε τυπική απλή προσφυγή και ο νομοθέτης μπορεί να προβλέψει την δυνατότητα αυτή να στρέφεται και κατά παραλείψεων ή να υπάρχει ρητή προθεσμίας απαντήσεως του οργάνου. Αν όμως ο νομοθέτης προβλέψει προθεσμία ασκήσεως τότε η προσφυγή είναι ενδικοφανής.
Αν δεν υπάρχει ρητή διάταξη που επιτρέπει την άσκηση αιτήσεως θεραπείας, αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν η διοίκηση για πρώτη φορά εκδίδει ατομική διοικητική πράξη για συγκεκριμένη υπόθεση. (βλ. ΣτΕ 1054/2006, Α τμ. 7μ με μειοψ.).
Σε κάθε περίπτωση η διοίκηση δεν μπορεί ν’ αρνηθεί το δικαίωμα άσκησης απλής προσφυγής (ΣτΕ 6561/1995).
Προϋποθέσεις ασκήσεως : Εάν το διοικητικό όργανο απορρίψει την προσφυγή λόγω έλλειψης των νομίμων προϋποθέσεων, τότε η απάντησή του αυτή είναι εκτελεστή πράξη και προσβάλλεται για τους λόγους αυτούς (ΣτΕ 2232/2011).
1.‘Εννομο συμφέρον: την απλή προσφυγή ασκεί μόνο ο βλαπτόμενος αναφερόμενος (ενδιαφερόμενος) στην προσβαλλόμενη δυσμενή ατομική διοικητική πράξη (25§1 ΚΔΔσιας). Το έννομο συμφέρον του ταυτίζεται με αυτό της αίτησης ακύρωσης ως προς τη διάρκειά του (ενεστώς). Όμως ειδικά στην περίπτωση που η προσφυγή ασκείται μετά την πάροδο της προθεσμίας της αιτήσεως ακυρώσεως θεωρώ ότι το έννομο συμφέρον αρκεί να υπάρχει κατά το χρόνο ασκήσεως της απλής προσφυγής.
2.Προθεσμία ασκήσεως: Είναι απρόθεσμες. Σκόπιμο είναι να ασκηθούν εντός της προθεσμίας της αιτήσεως ακυρώσεως ή της δικαστικής προσφυγής για να την διακόψουν άπαξ (ΣτΕ 3363/2011). Το διοικητικό όργανο όμως εάν δεν ορίζει άλλως ο νόμος έχει προθεσμία δυνητικής απάντησης 30 ημέρες από την υποβολή της σε αυτό (25§2 ΚΔΔσιας). Εάν η απλή προσφυγή υποβλήθηκε σε αναρμόδια αρχή , αυτή οφείλει να την διαβιβάσει στην αρμόδια αρχή εντός 5 ημερών (25§3). Πάντως μπορεί από τις ειδικές περιστάσεις να επιβάλλεται η άσκηση εντός ευλόγου χρόνου π.χ επι νομολογίας ομοίων πράξεων ή επι πανελλαδικών εξετάσεων ή κατατακτηρίων και εν γένει επι πράξεων περιορισμένης χρονικής ισχύος (ΣτΕ 166/1993).
3.Φύση προσβαλλόμενης πράξης: Προσβάλλονται μόνο ρητές δυσμενείς ατομικές πράξεις κατά των οποίων δεν προβλέπεται άσκηση ειδικής ή ενδικοφανούς προσφυγής (25§1 ΚΔΔσιας). Επί κανονιστικών πράξεων δεν χωρεί απλή προσφυγή , δεδομένου ότι η Διοίκηση, είναι ελεύθερη να προβαίνει σε κανονιστική ρύθμιση και δεν υποχρεούται να την τροποποιήσει ή να την ανακαλέσει. Επομένως, πράξη απορρίπτουσα τέτοιου είδους αίτηση, δεν δύναται να έχει εκτελεστό χαρακτήρα (ΣτΕ 501/2009, 1818/2007, 2696/2003 επταμ., 3046/2002, 1817/1987, 2918/1984, 895/1977 – πρβλ. ΣτΕ 3767/1989, 312/1979).
Κατά την θεωρία δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση άτυπων προσφυγών κατά σιωπηρών πράξεων ( επιχείρημα από την αιτιολογική έκθεση ΚΔΔιαδ). Πάντως στη περίπτωση αυτή είναι δυνατή η άσκηση αναφοράς κατά το άρθρο 27 του ΚΔΔσιας.
Δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση απλής προσφυγής όταν κατά της πράξεως προβλέπεται η άσκηση ειδικής ή ενδικοφανούς προσφυγής. Εάν το όργανο πάρα ταύτα επιληφθεί και εκδώσει ακυρωτική ή ανακλητική απάντησή , αυτή είναι άκυρη λόγω αναρμοδιότητας (ΣτΕ 1232,1228/2011).
Αντιφατική είναι η νομολογία στο θέμα εάν ασκείται απλή προσφυγή επι της απαντήσεως του ειδικού ή ενδικοφανούς οργάνου. Σε άλλες αποφάσεις απαντά η διατύπωση ότι «δεν χωρεί αίτηση θεραπείας κατά αποφάσεως που απορρίπτει ενδικοφανή προσφυγή» (ΣτΕ 3919/2007, 2231/1994). Ενώ με την απόφαση ΣτΕ 1787/2010, κρίθηκε ότι σε περίπτωση ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής στρεφόμενης κατά ορισμένου προσώπου που αφορά σε ζήτημα που κρίνεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων, το πρόσωπο αυτό που βλάπτεται από τυχόν αποδοχή της ενδικοφανούς προσφυγής μπορεί να υποβάλει αίτηση θεραπείας για επανεξέταση της υποθέσεως, κατά τις γενικές διατάξεις (βλ. ΣτΕ 7μ 1111/2005). Η άσκηση πάντως αίτησης θεραπείας κατά απόφασης που αποφαίνεται επί ενδικοφανούς προσφυγής δεν επιφέρει διακοπή της προθεσμίας άσκησης του ενδίκου βοηθήματος (ΣτΕ 2920/2002, 1960/1987, Ολ 1498/1979).
4. Τρόπος άσκησης : υποβάλλονται με κάθε πρόσφορο τρόπο και δεν απαιτείται αυτοπρόσωπη κατάθεση στην αρχή. Μπορεί να ασκηθούν περισσότερες από μιας φορές κατά της ίδιας πράξης αλλά η διακοπή της προθεσμίας των ενδίκων βοηθημάτων της αίτησης ακύρωσης και της προσφυγής επέρχεται μόνο την πρώτη φορά. Κατά κανόνα πρέπει να έχουν γραπτή μορφή και να υπογράφονται από τον αιτούντα ή πληρεξούσιό του. Η διατύπωση πρέπει να είναι στην ελληνική γλώσσα. Δεν υποχρεούται η διοίκηση να ενημερώσει για την δυνατότητα άσκησης απλής προσφυγής, δεδομένου ότι η μη άσκησή της δεν συνεπάγεται απώλεια δικαιωμάτων ή δικονομικών βαρών.
5. Λόγοι απλής προσφυγής : Κάθε λόγος νομιμότητας ή ουσίας.
Ειδικές περιπτώσεις που περιορίζουν τους λόγους της απλής προσφυγής αποτελούν ιδίως : α) η αίτηση επανεξέτασης στο συνταξιοδοτικό και κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο (βλ. ανωτέρω στο κεφ. της ανάκλησης).
Β) Στην αναδάσωση, μόνο πλάνη περί τα πράγματα (ΣτΕ 838/2014).
Αποτελέσματα ασκήσεως .
Διακρίνονται σε ουσιαστικά και δικονομικά.
α) Ουσιαστικά :
Κατά την πάγια νομολογία η διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια και δεν υποχρεούται ν΄ απαντήσει επί απλής προσφυγής. Συνεπώς η αδράνεια της διοίκησης ν΄ απαντήσει δεν στοιχειοθετεί παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας ή σιωπηρά απόρριψη (ΣτΕ 100/10, 2914/96, 2830/99, ΣτΕ 1979/2013, 1294/2011, 3207/2010, 4046/2008, 2819/2001).
Η άσκηση απλής προσφυγής, σε αντίθεση με τις τυπικές προσφυγές, θεραπεύει την παράβαση της έλλειψης προηγούμενης ακρόασης (ΣτΕ 2787,1798/2014, 749/2005).
Επί αιτήσεων θεραπείας εφόσον το διοικητικό όργανο που είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη με απλή προσφυγή πράξη, εκδώσει απάντηση επί του αιτήματος της αιτήσεως θεραπείας, τότε η εκτελεστότητα της εξαρτάται από το στοιχείο της νέας έρευνας των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης (ΣτΕ ολομ. 1330/2000). Δηλαδή εάν κάνει νέα έρευνα τότε η πράξη της αυτή, ακόμη και εάν εμμένει στην αρχική ρύθμιση και απορρίπτει επι της ουσίας την απλή προσφυγή, είναι η μόνη εκτελεστή πράξη και απορροφά την προηγούμενη, αφού το διοικητικό όργανο επιλαμβάνεται εκ νέου της αρμοδιότητας του (ΣτΕ 1303/2001). Η παλαιά πράξη ενσωματώνεται στην νέα αλλά χωρίς να μεταφέρει τις ακυρότητες που τυχόν είχε, όπως αντίθετα συμβαίνει στην συνήθη ενσωμάτωση όπως για παράδειγμα επι συνθέτου διοικητικής πράξης.
Η απάντηση επι της απλής προσφυγής δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, εάν το όργανο εμείνει στην αρχική ρύθμιση χωρίς νέα έρευνα ή σιωπήσει απορρίπτοντας επι της ουσίας την προσφυγή, οπότε η πράξη του στερείται εκτελεστότητας και είναι βεβαιωτική.
Νέα έρευνα θεωρείται ότι γίνεται στις εξής περιπτώσεις :
α) Όταν γίνεται επίκληση στην πράξη που απαντά στην απλή προσφυγή μεταγενέστερων νέων ουσιωδών πραγματικών στοιχείων. Νέα είναι τα πραγματικά στοιχεία που δεν υπήρχαν κατά την έκδοση της πράξεως, είναι δηλαδή μεταγενέστερα (οψιγενή) της εκδόσεως της (ΣτΕ 2460/97,644/99). Ως μεταγενέστερα πρέπει να θεωρηθούν και τα πραγματικά περιστατικά που υπήρχαν μεν κατά την έκδοση της πράξεως , αλλά εξ΄ αντικειμενικών λόγων δεν ήταν δυνατόν να είναι γνωστά στη διοίκηση (οψιφανή). Αντίθετα δεν θεωρείται νέα έρευνα η από νομικής και μόνο πλευράς επανεξέταση της υπόθεσης (ΣτΕ 2/91,1585/97). Είναι όμως νέα έρευνα όταν επανεξετάζεται το είδος της κύρωσης και συγκρίνεται με άλλες κυρώσεις επι τη βάσει των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης (ΣτΕ 4005/2013 επι ΕΣΡ όπου η μειοψηφία τάχθηκε υπέρ της επιβολής συστάσεως αντί προστίμου με βάση τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ).
Με την ΣτΕ 1915/86, έγινε δεκτό ότι ο μεταξύ δυο αιτήσεων διαδραμών χρόνος εφόσον είναι μεγάλος αποτελεί νέο στοιχείο . Αντίθετα δεν αποτελεί νέο στοιχείο η αυτοπρόσωπη ακρόαση του διοικουμένου κατά το στάδιο εξέταση της απλής προσφυγής και η προσκομιδή στοιχείων από αυτών εάν η πράξη που εν συνεχεία εκδίδεται ως απάντηση δεν λαμβάνει υπόψη τα νέα στοιχεία ( ΣτΕ2858/2016, Δ τμ. 7μ επι ακροάσεως στο ΕΣΡ μετά από απλή προσφυγή).
β) Όταν επαναλαμβάνεται η διοικητική διαδικασία , είτε συνεπεία της προσφυγής είτε αυτεπαγγέλτως , όπως για παράδειγμα γίνονται νέες εκθέσεις αυτοψίας, γνωμοδοτήσεις κλπ, χωρίς να είναι αναγκαία και η προσκομιδή ή επίκληση νέων στοιχείων (ΣτΕ ολομ. 970/98, 868/01, 1/00 αλλά και αντίθετη 2914/96). Ειδικά όμως επί κηρύξεως εκτάσεως ως αναδασωτέας, εκτελεστή είναι η πρώτη πράξη κήρυξης της αναδάσωσης , οι δε ακολουθούσες πράξεις μετά από νέες αυτοψίες ή διαδικασίες είναι βεβαιωτικές (ΣτΕ 1969/2000).
γ) Όταν μεταβάλλεται η αιτιολογία της πράξεως (ΣτΕ 963/ 2003, 1303/01, 252/97).
δ) Όταν συνεπεία δικαστικής απόφασης που μετέβαλλε πραγματική ή νομική προϋπόθεση της υποθέσεως, επανεξετάζεται αυτή επι της ουσίας (ΣτΕ 2275/86).
ε) Όταν λαμβάνεται υπόψη νομοθεσία που δεν ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της αρχικής πράξης που προσδίδει νέα δεδομένα και η απάντηση επι της απλής προσφυγής εκδίδεται μετά από υπαγωγή και συνεκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στα νέα νομικά δεδομένα (ΣτΕ 4470,4446/2010, Ε τμ., νέα προεδρικά διατάγματα και νέα αυτοψία και εκτίμηση πραγματικών περιστατικών ).
Από τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι υφίσταται πάντοτε αρμοδιότητα του οργάνου ν΄ ανακαλέσει την πράξη του για λόγους νομιμότητας, ακόμη και εάν ο νόμος χαρακτηρίζει την πράξη αυτή ως οριστική (ανέκκλητη) ή εάν η πράξη αυτή εξεδόθη συνεπεία ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής (ΣτΕ 3261/98, 1654/98) με εξαίρεση τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής , όπου δεν μπορεί να γίνει ανάκληση ούτε για λόγους νομιμότητας (ΣτΕ 2148/99 7μ. μειοψ., 587/1999 παρ. 7μ .) ή τις περιπτώσεις που απαγορεύεται ανάκληση κατά το νόμο , όπως στο φορολογικό δίκαιο.
Εάν η απρόθεσμη προσφυγή ασκηθεί στο ιεραρχικά προϊστάμενο όργανο ως ιεραρχική προσφυγή, αυτό ασκεί μόνο έλεγχο νομιμότητας, διότι εφόσον γίνει δεκτή τότε το προϊστάμενο όργανο ακυρώνει την πράξη και την αναπέμπει στο αρμόδιο για να προβεί σε έκδοση της νέας πράξης , εκτός εάν ειδική διάταξη επιτρέπει την ιεραρχική υποκατάσταση (αρθ. 24 §1 infineΚΔΔσιας, ΣτΕ 2869/2012). Να σημειωθεί ότι όταν ασκείται ιεραρχική προσφυγή η αρχική πράξη δεν χάνει την εκτελεστότητα της και συμπροσβάλλεται με την απάντηση επι της ιεραρχικής, διότι η ιεραρχική προσφυγή επάγεται μόνον έλεγχο νομιμότητας (ΣτΕ 3988/2014, Γ τμ., 7μ, 2869/2012, 2814/2011, ΣτΕ 804/2011, 3711/2010, ΣτΕ Ολ 1321/1976), εκτός εάν επιτρέπεται από ειδική διάταξη η ιεραρχική υποκατάσταση.
Β) Δικονομικές συνέπειες :
Α) Η απλή προσφυγή είναι απρόθεσμη εάν όμως ασκηθεί μέσα στην δικονομική προθεσμία ασκήσεως του ένδικου βοηθήματος, τότε την διακόπτει για 30 ημέρες (ΣτΕ 3859/97) ή μέχρι την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της απάντησης της Διοίκησης, εάν επέλθει νωρίτερα (άρθρο 46 παρ. 2 του πδ18/1989. Βλ. και ΣτΕ 2485/2013, 4525/2009, 457/2008, 3576/2005, 2863/2003).
Πρόκειται για δικονομική συνέπεια και εφόσον απαντήσει το διοικητικό όργανο εντός των τριάντα ημερών ή μετά την άπρακτη πάροδο αυτών, αρχίζει και τρέχει νέα και τελευταία δικονομική προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος. Τέτοιο διακοπτικό αποτέλεσμα δεν αναγνωρίζεται όμως εάν κατά της πράξεως προβλέπεται ειδική και ο διοικούμενος αντ΄ αυτών ασκήσει απλή προσφυγή (ΣτΕ 3259/2011). Ομοίως δεν επέρχεται διακοπτικό αποτέλεσμα εάν προβλέπεται ενδικοφανής διαδικασία (ΣτΕ3073/1978). Εδώ θα πρέπει να γίνει ερμηνευτικά δεκτό ότι ο διοικούμενος είχε ενημερωθεί προσηκόντως από τη διοίκηση για το δικονομικό βάρος της άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής. Άλλως πρέπει να δεχθούμε ότι η άσκηση της απλής προσφυγής έχει διακοπτικό αποτέλεσμα.
Β) Η άσκηση της αποτελεί τεκμήριο γνώσης της προσβαλλόμενης πράξης για την έναρξη της προθεσμίας του προβλεπόμενου ενδίκου βοηθήματος (ΣτΕ 3562/2013).
ΕΜΠΡΟΘΕΣΜΕΣ (ΤΥΠΙΚΕΣ) ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
ΙΙ. Η ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ (αρθ.25 ΚΔΔσιας).
Σε αντίθεση με την απλή, η ειδική προσφυγή, προβλέπεται πάντοτε από ειδική διάταξη νόμου, που ορίζει επίσης την προθεσμία ασκήσεως της καθώς και ότι η πράξη ελέγχεται μόνο ως προς την νομιμότητα της. Για το λόγο αυτό είναι δυνατή η άσκηση της ειδικής προσφυγής και κατά κανονιστικών πράξεων. Η ειδική προσφυγή ασκείται ενώπιον ειδικού διοικητικού οργάνου, συνήθως προϊστάμενου, το οποίο οφείλει ν΄ απαντήσει εντός του εκ του νόμου προβλεπόμενου χρόνου ή εάν δεν ορίζεται εντός 30 ημερών (αρθ. 25§2 ΚΔΔσιας). Οι τυπικές προσφυγές (ειδική και ενδικοφανής) δύνανται να ασκούνται και κατά παραλείψεων εάν το προβλέπει ο Νόμος (άρθρο 76 του Ν. 3669/2008, άρθρο 227 του Ν. 3852/2010, ΣτΕ 1316/2001, 1551/2006). Αντίθετα εφόσον δεν το προβλέπει κατά την μάλλον κρατούσα άποψη δεν ασκούνται (ΣτΕ 2517/2005). Όπως και στις απλές δεν υποχρεούται η διοίκηση να γνωστοποιεί την ειδική προσφυγή, αφού η μη άσκηση της δεν συνεπάγεται δικονομικές συνέπειες για τον διοικούμενο υπο την έννοια ότι δεν αποτελούν προϋπόθεση παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά όπως για παράδειγμα στο α.277 του Ν.3852/10.
Ο νομοθέτης μπορεί να καταργεί ενδικοφανή διαδικασία και να θεσπίζει ειδική όπως στο άρθρο 33 του Ν.4030/2011 για την αυθαίρετη οικοδομή.
ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ
1.Έννομο συμφέρον: Ταυτίζεται με αυτό της αιτήσεως ακυρώσεως και την ασκεί ο κατονομαζόμενος στην προσβαλλόμενη πράξη και όχι τρίτος μη κατονομαζόμενος σε αυτή (ΣτΕ 2221/2003).
2. Προθεσμία ασκήσεως : Η τριακονθήμερη προθεσμία ως μη δικαστική προθεσμία δεν υπόκειται σε αναστολή κατά το διάστημα των καλοκαιρινών διακοπών (ΣτΕ 3393/2005).
Σε περίπτωση αναρμοδίως ασκηθείσας ειδικής διοικητικής προσφυγής υφίσταται υποχρέωση παραπομπής της στο αρμόδιο όργανο εντός 5 ημερών (άρθρο 25 ΚΔΔιαδ). Δικονομική συνέπεια της εμπροθέσμου ασκήσεως της ειδικής προσφυγής είναι η διακοπή της προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος της αίτησης ακυρώσεως ή της προσφυγής του α.63 ΚΔΔ. Τόσο στην απλή όσο και την ειδική προσφυγή , η προθεσμία του ενδίκου βοηθήματος διακόπτεται μόνο μια φορά (ΣτΕ 3259/98). Αντίθετα η εκπρόθεσμη άσκηση της ειδικής προσφυγής δεν διακόπτει την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 783/99).Κατά κανόνα δε, η εκπρόθεσμη άσκηση της ειδικής προσφυγής θα συνεπάγεται και συνακόλουθα εκπρόθεσμη άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ή προσφυγής. Πάντως η άσκηση ή όχι της ειδικής προσφυγής ανήκει στην ευχέρεια του διοικούμενου, αφού δεν αποτελεί , όπως η ενδικοφανής, αυτοτελή προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως (ΣτΕ 2097/00), ούτε και υπάρχει υποχρέωση της διοικήσεως να ενημερώσει τον διοικούμενο για την άσκηση της (ΣτΕ 1032/00, 2644/2011) εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος. Τέτοια περίπτωση έχουμε στην νεοπαγή ειδική προσφυγή του άρθρου 227 παρ.1-3 του Ν.3852/10 (Καλλικράτης) κατά πράξεων και παραλείψεων των ΟΤΑ ή των νπδδ αυτών, στον Ελεγκτή Νομιμότητας, όπου σύμφωνα με την παρ.3 η άσκηση της ειδικής αυτής προσφυγής αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού για την αίτηση ακυρώσεως ή την προσφυγή ουσίας. Την προσφυγή ασκεί όποιος έχει έννομο συμφέρον εντός 15 ημερών από την επομένη της δημοσίευσης κλπ. και επί πνοε εντός 10 ημερών από την άπρακτη παρέλευση της ειδικής προθεσμίας που τάσσει ο νόμος για την έκδοση της πράξης ή από την παρέλευση του τριμήνου από της υποβολής της αιτήσεως του διοικουμένου. Ο Ελεγκτής αποφαίνεται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 2 μηνών η άπρακτη πάροδος των οποίων τεκμαίρει σιωπηρά απόρριψη. Επίσης προβλέπεται η δυνατότητα αίτησης αναστολής και προσωρινής διαταγής από τον Ελεγκτή Νομιμότητας.
Η απάντηση του διοικητικού οργάνου επί της ειδικής προσφυγής: έχει πάντα εκτελεστό χαρακτήρα, ακόμη και εάν απορρίπτει την προσφυγή και επιβεβαιώνει την προσβαλλόμενη πράξη και πάντα συμπροσβάλλεται ή θεωρείται ως συναφής πράξη συμπροσβαλλόμενη με την αρχική (ΣτΕ 3657/2013, 4322/2010,2411/2008, 1996/00, 1127/99). Η απάντηση πρέπει να λάβει χώρα εντός της προθεσμίας που ορίζει ο νόμος άλλως εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της ειδικής προσφυγής από το ειδικό όργανο (ΣτΕ 3349,2352/2009). Η προθεσμία απαντήσεως είναι ανατρεπτική (αποκλειστική) και μετά την πάροδο της το αρμόδιο όργανο καθίσταται κατά χρόνο αναρμόδιο (ΣτΕ 1680/2014, 501/2013,5320/2012 , αντίθετη 3964/2014, 7μ.). Εκτός εάν συγχωρείται λόγω της φύσης της έρευνας που απαιτούσε μεγαλύτερο χρόνο αναζήτησης αρχείων κλπ στοιχείων (ΣτΕ 840/1996,3245/90).
Εάν παρέλθει άπρακτο το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα , τότε τεκμαίρεται σιωπηρά άρνηση. Η αρχική πράξη δεν ενσωματώνεται στην απόφαση επί της προσφυγής, δεδομένου ότι η προσφυγή επάγεται μόνον έλεγχο νομιμότητας, οπότε η αρχική πράξη δεν χάνει την εκτελεστότητά της (ΣτΕ 3678/2007. Έτσι και ΣτΕ 1323/2011, 3408, 428/2008). Το ένδικο βοήθημα στη περίπτωση αυτή θα στρέφεται κατά της αρχικής πράξεως αλλά και κατά της σιωπηράς απορρίψεως (ΣτΕ 1214/93,1319/93). Ως αιτιολογία της σιωπηράς απορριπτικής θεωρείται η αιτιολογία της αρχικής πράξης (ΣτΕ 1319/93). Επειδή η προθεσμία απαντήσεως είναι ανατρεπτική , το όργανο εφόσον απαντήσει εκπρόθεσμα και εκδώσει πράξη μετά την πάροδο της ανατρεπτικής προθεσμίας, η πράξη αυτή θα είναι παράνομη λόγω χρονικής αναρμοδιότητας. Εάν όμως αυτή η πράξη είναι απορριπτική της προσφυγής, τότε η αυτοτελής προσβολή της λόγω χρονικής αναρμοδιότητας , είναι αλυσιτελώς προβαλλόμενη. Αντίθετα εάν ήδη έχει ασκήσει κατά της σιωπηρής απόρριψης ένδικο βοήθημα , τότε θεωρείται συμπροσβαλλόμενη. Λυσιτελώς ομοίως προσβάλλεται η εκπρόθεσμη απάντηση του οργάνου επί ειδικής προσφυγής, εάν αυτή ακυρώνει την προσβαλλόμενη πράξη και την τεκμαιρόμενη σιωπηρά απόρριψη της προσφυγής (ΣτΕ 2145/99,783/99,1127/99,1319/99). Επίσης κατά της απαντήσεως δεν επιτρέπεται ν΄ ασκηθεί αίτηση θεραπείας, λόγω του ανατρεπτικού χαρακτήρα της προθεσμίας, διότι αυτό κατέστη χρονικά πλέον αναρμόδιο, ενώ και το ίδιο δεν μπορεί πλέον να επανέλθει οίκοθεν (ΣτΕ 287/2012,811/2011,392/2006). Μεταγενέστερο έγγραφο που πληροφορεί την απόρριψη έχει πληροφοριακό χαρακτήρα (ΣτΕ 2411/2008,5320/2012).
Κατά την θεωρία δεν επιτρέπεται η reformatio in pejus.
3. Φύση προσβαλλόμενης πράξης : προσβάλλονται τόσον ατομικές όσο και κανονιστικές πράξεις. Δεν προσβάλλονται πράξεις που δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα ή είναι ανυπόστατες. Η ειδική απάντηση που απορρίπτει την προσφυγή λόγω εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης έχει εκτελεστό χαρακτήρα (ΣτΕ 3975/2011). Στις συμβάσεις όμως δημοσίων έργων προσβάλλεται με ειδική προσφυγή το πρακτικό της Επιτροπής με «αντιρρήσεις» (ΣτΕ 2059/2009). Συνεπώς μπορεί ο νομοθέτης να προβλέψει την άσκηση ειδικών προσφυών ή και ενδικοφανών και κατά μη εκτελεστών πράξεων με σκοπό να δημιουργήσει τελικά εκτελεστές πράξεις.
Πάντως δεν ασκείται κατά σιωπηρών πράξεων εκτός αν άλλως ορίζει ειδική διάταξη νόμου όπως στο αρθ.277 ΔΚΚ παρ.1β .
4. Λόγοι : Μόνο λόγοι νομιμότητας. Ο προσφεύγων δεν επιτρέπεται με την προσφυγή του να επικαλεστεί νέους πραγματικούς ισχυρισμούς, διότι το όργανο επί της ειδικής προσφυγής κάνει μόνο έλεγχο νομιμότητας και δεν μπορεί να εξετάσει νέους πραγματικούς ισχυρισμούς (ΣτΕ 1319/93).
Άλλο είναι το θέμα ότι όταν ο διοικούμενος προσφύγει στη δικαιοσύνη και ασκεί την αίτηση ακυρώσεως μπορεί να επικαλεστεί λόγους ακυρώσεως που δεν είχε επικαλεστεί στην ειδική προσφυγή, εφόσον όμως αυτοί ερείδονται επί των ίδιων πραγματικών περιστατικών που έκρινε η διοίκηση (ΣτΕ 4335/2009, 3256/01). Δεν απαιτείται δηλαδή ταυτότητα αιτιάσεων ειδικής προσφυγής-αίτησης ακύρωσης , όπως συμβαίνει στην ενδικοφανή προσφυγή (ΣτΕ 4335/2009,Γ τμ., 3526/2001). Αντίθετα επί προσφυγής ενώπιον των Τακτικών Διοικ. Δικαστηρίων μπορεί να επικαλεστεί τόσον νέους λόγους προσφυγής όσον και πραγματικούς ισχυρισμούς, αφού το Διοικητικό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα ως πλήρους δικαιοδοσίας δικαστήριο να εξετάσει εκ νέου τα πραγματικά περιστατικά.
Το ειδικό όργανο δεν επιτρέπεται : α) Να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης ή την σκοπιμότητα ή τις διαλαμβανόμενες κρίσεις επι των πραγματικών περιστατικών παρά μέσα από τα άκρα όρια της διακριτικής ευχέρειας και της πλάνης περί τα πράγματα καθώς και στα πλαίσια των διδαγμάτων της κοινής λογικής και πείρας ( ΣτΕ 4541/2009, 3350/2009, 2695/2012,1892/2001) και β) ελέγχει και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους λόγους νομιμότητας ακόμη και άσχετους με το έννομο συμφέρον του αιτούντος, αφού έχει αρμοδιότητα να κάνει ευρύτατο έλεγχο νομιμότητας (ΣτΕ 2790/2003). Κάνει δηλαδή πλήρη έλεγχο νομιμότητας δεσμευόμενο μόνο από το τεκμήριο νομιμότητας ή το δεδικασμένο. Δεν μπορεί όμως να προβεί σε έλεγχο αντισυνταγματικότητας διάταξης νόμου ή να ελέγξει την υπέρβαση ή έλλειψη νομοθετικής εξουσιοδότησης της κανονιστικής πράξης που αποτελεί το νόμιμο έρεισμα της προσβαλλόμενης ατομικής.
Τρόπος ασκήσεως : Υποβάλλεται με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο είτε δια της αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη είτε απευθείας στο ειδικό όργανο. Με την νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση διακόπτεται η προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως για όσο διαρκεί κατά Νόμω η προθεσμία απαντήσεως του ειδικού οργάνου ή άλλως για 30 ημέρες. Μετά την πάροδο αυτής αρχίζει νέα και τελευταία προθεσμία για την αίτηση ακύρωσης. Συνεπώς εάν η ειδική προσφυγή κατατεθεί στην αρχή που εξέδωσε την πράξη η διακοπή διαρκεί περισσότερο διότι δεν μετράει ο χρόνος αποστολής της ειδικής προσφυγής από την αρχή στο ειδικό όργανο . Ο χρόνος αυτός που μπορεί να είναι στην πράξη αρκετοί μήνες. Στη περίπτωση αυτή η προθεσμία για την αίτηση ακύρωσης μετρά από την κοινοποίηση της ειδικής απάντησης ή γνώσης αυτής. Εδώ θα πρέπει να προσεχθεί ότι εάν επιλεγεί ως τρόπος άσκησης η κατάθεση στην αρχή που εξέδωσε την πράξη , αυτό εγκυμονεί τον κίνδυνο της συναγωγής τεκμηρίου γνώσεως σε συνδυασμό με το εύλογο ενδιαφέρον του διοικούμενου (ΣτΕ 2727/2011,2378/2010, 3044/2001).
Η ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΟΥ άρθρου 8 ΤΟΥ Ν. 3200/55
Η πιο γνωστή ειδική προσφυγή, την οποία θ΄ αναλύσουμε στο κεφάλαιο της αποκεντρώσεως, είναι η ειδική προσφυγή του άρθρου 8 του ν. 3200/55 (αρθ.1παρ.2 ν.2503/97 για τον ΓΓΠ), με την οποία προσβάλλεται κάθε πράξη του οργάνου αποκέντρωσης (τέως Νομάρχη, περιφερειακού διευθυντή, Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας (ΓΓΠ), έως την 31-12-2010, και μετά το Ν. 3892/10 (Καλλικράτης) Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης (ΓΑΔ) ενώπιον του αρμοδίου Υπουργού. Αντίθετα όταν ο ΓΑΔ εκδίδει πράξεις ως όργανο εποπτείας των ΟΤΑ δεύτερης βαθμίδας κατά το άρθρο 102§4Σ , ήτοι κατά πράξεων σήμερα του Περιφερειάρχη ( τέως Νομάρχη ως οργάνου της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης που λεγόταν Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση (Ν.Α)) συνεπεία ειδικής προσφυγής κατά πράξης του περιφερειάρχη, η απάντηση του ΓΑΔ επι της ειδικής προσφυγής δεν προσβάλλονται με περαιτέρω ειδική προσφυγή στον καθύλη αρμόδιο Υπουργό. Η προσφυγή αυτή λόγω του άρθρου 102§4Σ είναι πάντα νομιμότητας και δεν επιτρέπεται στο νομοθέτη να τρέψει σε απλή ή ενδικοφανή.
Δεν προσβάλλονται με την ειδική προσφυγή του άρθρου 8 του Ν. 3200/55, οι αρνητικές πράξεις του ΓΑΔ και οι πράξεις για τις οποίες είναι συναρμόδιοι δυο ή περισσότεροι Υπουργοί.
Ο έχων έννομο συμφέρον πρέπει να καταθέσει την ειδική προσφυγή, εντός 30 ημερών από την δημοσίευση ή την πλήρη γνώση ή κοινοποίηση ,είτε στην Γενική Γραμματεία της Περιφέρειας , είτε στη γραμματεία του καθύλη αρμόδιου Υπουργείου. Ο αρμόδιος Υπουργός οφείλει να απαντήσει εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 60 ημερών. Η προθεσμία αυτή δεν είναι δικονομική και δεν αναστέλλεται κατά το διάστημα από 1/7/ έως 15/9 κατ΄έτος (ΣτΕ 308/06). Μετά την άπρακτο πάροδό της τεκμαίρεται σιωπηρή άρνηση και ο Υπουργός καθίσταται χρονικά αναρμόδιος. Τυχόν μεταγενέστερη ρητή απόρριψη του έχει κατά μια άποψη επιβεβαιωτικό χαρακτήρα και δεν προσβάλλεται ενώ κατά άλλη άποψη η αίτηση ακύρωσης είναι αλυσιτελής αφού ο Υπουργός είναι πλέον χρονικά αναρμόδιος.
Εάν η ειδική προσφυγή κατατεθεί στην Περιφέρεια τότε η εξηκονθήμερη προθεσμία προσβολής με αίτηση ακύρωσης της αρχικής πράξης του ΓΓΠ και της σιωπηράς αρνήσεως αρχίζουν για τον προσφεύγοντα από την κοινοποίηση της ρητής απορριπτικής απόφασης το Υπουργού ή την γνώση της σιωπηράς αρνήσεως η οποία μπορεί να συναχθεί και από την πάροδο μεγάλου χρόνου σε συνδυασμό με το δεδικαιολογημένο ενδιαφέρον (ΣτΕ 1630/10, 2953/07). Αντίθετα εάν η ειδική προσφυγή κατατέθηκε στο Υπουργείο τότε ο αιτών θα περιμένει από την επομένη της καταθέσεως 60 ημέρες να απαντήσει ο Υπουργός και εφόσον παρέλθει άπρακτη η τελευταία ημέρα τότε από την επομένη αρχίζει η 60νθήμερη προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 2114,804/07). Ο τρόπος αυτός καθορισμού του χρόνου ενάρξεως της προθεσμίας δεν παραβιάζει διάταξη υπέρτερης τυπικής ισχύος και, ειδικότερα, τα άρθρα 10 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), δεδομένου ότι δεν καθιστά ιδιαιτέρως δυσχερή για τον ενδιαφερόμενο την εμπρόθεσμη άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, εφ’ όσον η έναρξη της προθεσμίας συνδέεται με δικές του ενέργειες και με γεγονότα γνωστά στον ίδιο, δηλαδή με το χρόνο ασκήσεως της διοικητικής προσφυγής και με το χρόνο συμπληρώσεως της κατά νόμο αποκλειστικής προθεσμίας αποφάνσεως επί της προσφυγής, ο οποίος, σε περίπτωση καταθέσεως της απ’ ευθείας στο Υπουργείο, είναι γνωστός στον προσφεύγοντα η δε εκ μέρους του τήρηση της προθεσμίας είναι ευχερής εφ’ όσον αυτή απόκειται αποκλειστικώς στον ίδιο, ο οποίος οφείλει να γνωρίζει τις κατά νόμο συνέπειες των διαδικαστικών ενεργειών του. Εξ’ άλλου, ειδικώς ως προς την προσβολή της υπουργικής αποφάσεως, θα έβαινε πέραν των ορίων του συστήματος διοικητικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων η δυνατότητα ασκήσεως αυτοτελούς δικαστικού ελέγχου πράξεως, η οποία περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας άλλης διοικητικής πράξεως της οποίας, όμως, δεν είναι πλέον δυνατός, λόγω εκπροθέσμου, ο δικαστικός έλεγχος και η οποία ως εκ τούτου, θα παρέμενε, ούτως ή άλλως, ισχυρή (ΣτΕ2144/07,2912/2005).
Η ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
Η ενδικοφανής προσφυγή (στις διαφορές του ν. 2522 ,3886/10 και ήδη 4412/2016που αφορούν δημόσιες συμβάσεις λέγεται και προδικαστική προσφυγή), είναι προσφυγή που πρέπει να προβλέπει ειδική διάταξη νόμου τόσον από πλευράς προθεσμίας ασκήσεως όσο και ειδικού οργάνου που θα την εξετάσει. Ο έλεγχος είναι πάντα και ουσίας. Η διοίκηση, όσον αφορά την διοικητική και ακυρωτική δικονομία έχει υποχρέωση να ενημερώσει τον διοικούμενο με το έγγραφο της προσβαλλόμενης πράξης ή με άλλο έγγραφο για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, τον τρόπο άσκησης και τις συνέπειες μη άσκησης. Ο διοικούμενος στη περίπτωση αυτή έχει δικονομικό βάρος ασκήσεως της, υπό την έννοια ότι εάν δεν ανταποκριθεί θα είναι εν συνεχεία απαράδεκτο το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως ή προσφυγής. Πάντως εάν το ενδικοφανές στάδιο δεν ορίζεται ως προϋπόθεση παραδεκτού του σχετικού ενδίκου βοηθήματος, δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση ενημέρωσης, όπως για παράδειγμα στη δικονομία του Ελεγκτικού Συνεδρίου στις υποθέσεις που αφορούν καταλογισμό αχρεωστήτων συντάξεων ή εκτέλεση συντάξεων η προβλεπόμενη ένσταση του άρθρου 91 ΚΝΕΣ στο Α΄ Κλιμάκιο δεν αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού της εν συνεχεία εφέσεως και άρα δεν υφίσταται υποχρέωση ενημέρωσης.
Η καθιέρωση του τύπου της διοικητικής προσφυγής ως ειδικής ή ενδικοφανούς ανήκει στην ευχέρεια του νομοθέτη , δεδομένου ότι το Σύνταγμα προβλέπει μόνο δικαίωμα δικαστικής προστασίας και όχι ενδικοφανούς προστασίας (ΣτΕ 2717/2006). Οι όροι και προϋποθέσεις όμως ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής δεν πρέπει να δυσχεραίνουν υπέρμετρα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (ΣτΕ 1973/2011). Η πρόβλεψη ενδικοφανούς διαδικασίας αποκλείει την άσκηση απλής προσφυγής ενώ τυχόν ασκηθείσα απλή προσφυγή δεν επιφέρει διακοπή της προθεσμίας της αιτήσεως ακυρώσεως ή προσφυγής. Αυτό πρέπει να γίνει δεκτό ότι συντρέχει μόνο εάν έγινε ενημέρωση από τη διοίκηση στο διοικούμενο για το δικονομικό βάρος ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής. Αντίθετα εάν δεν έγινε θα πρέπει να δεχθούμε ότι η τυχόν άσκηση απλής προσφυγής διακόπτει την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως, δεδομένου ότι υπο την αντίθετη εκδοχή κινδυνεύει να χάσει την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως ο καλόπιστος διοικούμενος από παράνομη παράλειψη της διοίκησης.
Η άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής συνεπάγεται την απώλεια της αρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου να επιληφθεί της υπόθεσης. Πλέον αρμόδιο καθίσταται το ενδικοφανές όργανο η απάντηση του οποίου απορροφά την αρχικά προσβαλλόμενη πράξη.
Από δικονομικής πλευράς πέραν του θέματος της απώλειας εκτελεστότητας της αρχικά προσβαλλόμενης πράξης, γεννώνται και τα εξής ζητήματα :
Α) Προσβαλλόμενη πράξη: είναι μόνο η ενδικοφανής απάντηση ή σιωπή και όχι η προσβληθείσα που έχει αποβάλλει εκτελεστότητα.
Β) Η διάδικος αρχή -εκπροσώπηση: Καθού η αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή είναι η αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη ενδικοφανή απάντηση. Έτσι για παράδειγμα επι φορολογικής προσφυγής κατά της ενδικοφανούς απάντησης ή απόρριψης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών και διάδικος είναι η το Ελληνικό Δημόσιο που εκπροσωπείται όχι από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ που εξέδωσε την αρχική πράξη αλλά από τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, ο οποίος και πρέπει μόνο αυτός να κλητευθεί για να παρασταθεί.
Γ) Τοπική αρμοδιότητα: Η τοπική αρμοδιότητα εξευρίσκεται όχι από τη προσβαλλόμενη με το ένδικο βοήθημα πράξη, δηλαδή την ενδικοφανή απάντηση, αλλά από την προσβληθείσα με την ενδικοφανή πράξη που απορροφήθηκε. Έτσι αρμόδιο τοπικά είναι το δικαστήριο της αρχής που εξέδωσε την προσβληθείσα με την ενδικοφανή πράξη (αρθ.3§2 πδ.702/1977 και 7§1 ΚΔΔ). Αυτό ισχύει για κάθε διοικητική προσφυγή.
Η ειδική διάταξη νόμου που προβλέπει την ενδικοφανή προσφυγή καθώς και η ενημέρωση της διοίκησης προς τον διοικούμενο γι΄αυτή θα πρέπει να περιέχει τα εξής ειδικότερα στοιχεία :
Α) Το αρμόδιο ενδικοφανές όργανο, ή όργανα επί περισσοτέρων βαθμών κρίσεως (ΣτΕ 4406/96).
Β) Πρόβλεψη προθεσμίας ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής. Εάν ο νόμος προβλέπει προσφυγή και όργανο ασκήσεως , αλλά δεν ορίζει προθεσμία ασκήσεως, τότε η προσφυγή είναι απλή. Η προθεσμία δεν αναστέλλεται κατά το διάστημα των καλοκαιρινών διακοπών αλλά μπορεί ν΄ ανασταλεί λόγω ανωτέρας βίας (ΣτΕ 2188/2002,151/1997).
Γ) Πρόβλεψη της αρμοδιότητας του ενδικοφανούς οργάνου να εξετάσει εκ νέου τόσον τα πραγματικά όσο και τα νομικά περιστατικά (ΣτΕ 3834/99).
Η προθεσμία απαντήσεως δεν είναι αναγκαίο στοιχείο της ενδικοφανούς προσφυγής και εάν δεν ορίζεται τότε το όργανο οφείλει ν΄ απαντήσει εντός τριμήνου (αρθ.45παρ.2 πδ 18/89 και αρθ.25 ΚΔΔσιας). Εάν παρέλθει άπρακτο το τρίμηνο τότε τεκμαίρεται σιωπηρά άρνηση. Το ένδικο βοήθημα δεν είναι απαράδεκτο εάν ασκηθεί πρόωρα πριν την πάροδο του τριμήνου εφόσον όμως κατά την συζήτηση αυτού έχει συμπληρωθεί το τρίμηνο (αρθ.45§2 πδ 18/89 και 63§5 ΚΔΔ).
Σε κάθε περίπτωση το όργανο μπορεί να απαντήσει και μετά την προθεσμία αυτή, αφού παραμένει αρμόδιο. Είναι κάτι που συνηθίζεται στην πράξη. Ο διοικούμενος μπορεί μετά την πάροδο του τριμήνου εντός 60 ημερών να ασκήσει το προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα κατά της σιωπηρής απόρριψης. Εάν εν συνεχεία εκδοθεί η ρητή απόρριψη τότε αυτή θεωρείται συμπροσβαλλόμενη. Σε κάθε περίπτωση η μεταγενέστερη ρητή απάντηση είναι και αυτοτελώς προσβαλλόμενη πράξη (πδ 18/89 αρθ. 45§2 και αρθ.63§6 ΚΔΔ).
Να σημειωθεί ότι οι ως άνω προθεσμίες είναι διοικητικές και όχι δικονομικές και δεν αναστέλλονται κατά το διάστημα από 1/7/ έως 15/9 (ΣτΕ 308/2006).
Δ) Φύση προσβαλλόμενων πράξεων. Δεν μπορεί να στρέφεται κατά κανονιστικών πράξεων εκτός εάν το ορίζει ο νόμος , όπως για παράδειγμα επι ήσσονος σημασίας πράξεις όπως οι προκηρύξεις διαγωνισμών (ΣτΕ αρθ.15§1 πδ 118/2007) .
Είναι δυνατή και η αντικειμενική σώρευση με την προσβολή πολλών πράξεων (ΣτΕ 4844/2014). Έννομο συμφέρον έχει μόνο ο κατονομαζόμενος στην προσβαλλόμενη πράξη όχι και τρίτοι βλαπτόμενοι. Αυτό συνάγεται και από τη λειτουργική αδυναμία της διοίκησης να ενημερώσει για το δικονομικό βάρος ασκήσεως της ενδικοφανούς τα τρίτα , μη κατονομαζόμενα αλλά βλαπτόμενα πρόσωπα. Στις περιπτώσεις που επιτρέπεται ενδοστρεφής δίκη, ενδικοφανή προσφυγή νομιμοποιείται να ασκούν και τα αρμόδια διοικητικά όργανα, όπως για παράδειγμα ο Υπουργός Γεωργίας επι απόφασης της Επιτροπής Δασικών Αμφισβητήσεων (ΣτΕ 1038/88 ολομ), ή στο Υπαλληλικό πειθαρχικό δίκαιο (ΣτΕ 96/2013 Ολομ.).
Η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται και κατά σιωπηρών απορρίψεων εάν το ορίζει ρητά ο νόμος. Εάν δεν το ορίζει τίθεται θέμα ερμηνείας. Συνήθως στις διπλές ενδικοφανείς διαδικασίες υπό την προϋπόθεση της ενημέρωσης, όπως για παράδειγμα στην υπό του άρθρ. 12 του Ν. 1418/1984 επι δημοσίων έργων (ΣτΕ 1269/2004 παρ. σε 7μ. που δεν εκδόθηκε ποτέ, 3324/98, 837/99, 1636/99)
Ειδικά το θέμα της ενημέρωσης του διοικούμενου από τη διοίκηση : Σε αντίθεση με τις άλλες δυο διοικητικές προσφυγές , η ενδικοφανής προσφυγή αποτελεί αυτοτελή προϋπόθεση παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως και της προσφυγής (αρθ.45§ 2 πδ 18/89 και αρθ.63§3 ΚΔΔ) και ο διοικούμενος έχει δικονομικό βάρος , εφόσον έλαβε πλήρη ενημέρωση ,κατά την προεκτεθείσα έννοια, από την διοίκηση περί της ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής, να την ασκήσει, άλλως δεν μπορεί ενώπιον του Δικαστηρίου να ζητήσει την ακύρωση της πράξεως ως προλέχθηκε. Η ενημέρωση του διοικούμενου γίνεται είτε επί του εγγράφου της πράξεως είτε με το έγγραφο κοινοποίησης της πράξεως που όμως θα πρέπει αντίγραφο του να έχει υποχρεωτικώς συγκοινοποιηθεί με την διοικητική πράξη (ΣτΕ1846/08,227/06,5709/95). Η ενημέρωση πρέπει να είναι πλήρης δηλαδή πρέπει ν’ αναφέρονται : το ενδικοφανές όργανο, η προθεσμία και οι συνέπειες παραλείψεως της ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής (ΣτΕ 2255/96,5709/95). Εάν προβλέπονται δυο βαθμοί ενδικοφανούς διαδικασίας, τότε η ενδικοφανής απάντηση του πρώτου βαθμού πρέπει να περιέχει και την ενημέρωση για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής σε δεύτερο βαθμό με την ως άνω βέβαια πληρότητα (ΣτΕ 113/10).
Η ρητή αλλά εσφαλμένη ενημέρωση ότι κατά της πράξεως προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή, ενώ στην πραγματικότητα δεν προβλεπόταν με αποτέλεσμα ο διοικούμενος ν΄ ασκήσει μη προβλεπόμενη προσφυγή και να χάσει την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως, αίρει το απαράδεκτο λόγω εκπροθέσμου της αίτησης ακυρώσεως και αυτή τεκμαίρεται ότι ασκήθηκε εμπρόθεσμα (ΣτΕ 1237/99). Εξ΄ άλλου η ρητή αλλά εσφαλμένη ενημέρωση του διοικούμενου ότι κατά της πράξεως δεν προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή αίρει το απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως λόγω μη ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής, αφού τεκμαίρεται ότι δεν έγινε ενημέρωση του διοικουμένου (ΣτΕ 582/2012, 1815/97). Η εκπρόθεσμη άσκηση της ενδικοφανούς στερεί δικαιοδοσία της Διοίκησης να επιληφθεί της υπόθεσης (ΣτΕ 5209/2012).
Ειδικά στις πραγματοπαγείς πράξεις η κοινοποίηση της πράξης και άρα η ενημέρωση του διοικούμενου γίνεται με την τοιχοκόλληση της πράξης.
Κατ’ εξαίρεση, κρίθηκε ότι δεν απαιτείται ενημέρωση για άσκηση προδικαστικής προσφυγής σε υποθέσεις δημοσίων συμβάσεων και, επομένως, δεν θεραπεύεται το απαράδεκτο του απευθείας ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος, δεδομένου ότι οι διατάξεις που προβλέπουν την ενδικοφανή προσφυγή, αφενός, χαρακτηρίζονται ως δικονομικές και, αφετέρου, απευθύνονται σε μικρό κύκλο αποδεκτών που οφείλουν να τις γνωρίζουν ενόψει της ιδιαιτερότητας του αντικειμένου (ΣτΕ Ολ 876/2013).
Η ενημέρωση, όπου απαιτείται, γίνεται με την ίδια την πράξη ή με αυτοτελές έγγραφο, με το οποίο γνωστοποιείται η δυνατότητα αυτή, το οποίο αρκεί να είναι διατυπωμένο με σαφήνεια στην ελληνική γλώσσα, διατηρουμένου βεβαίως ακεραίου του δικαιώματος του αλλοδαπού σε περίπτωση μη κατανόησης του επιδιδομένου σε αυτόν εγγράφου ή του σχετικού αποδεικτικού επίδοσής του ν’ αρνηθεί την παραλαβή του επικαλούμενος άγνοια της ελληνικής γλώσσας, την οποία και οφείλει να αποδείξει (ΣτΕ 1592/2012).
Τρόπος ασκήσεως: Υποβάλλεται γραπτώς και εάν το προβλέπει ο νόμος και προφορικά (όπως για παράδειγμα στο α.120 ΚΑσφ.ΙΚΑ) στην αρμόδια αρχή (ΣτΕ 1992/2003, 7μ., 4610/1997). Κρίσιμη για την έναρξη της προθεσμίας απαντήσεως η ημέρα περιελεύσεως στην αρχή και όχι αυτή της κατάθεσης στο ταχυδρομείο. Για το ΙΚΑ-ΕΦΚΑ από την περιέλευση σε υπηρεσία του ΙΚΑ και όχι στην ΤΔΕ (ΣτΕ 2232/1993). Ο νόμος μπορεί να προβλέπει και κοινοποίηση σε τρίτους θιγόμενους (ΣτΕ 122/2007 Ολομ. επι έργων ΟΤΑ στον ΓΓΠ). Ισχύει ο κανόνας της «άπαξ ασκήσεως» (ΣτΕ 134/2009). Σε κάθε περίπτωση ο διοικούμενος μπορεί να αποστείλει την ενδικοφανή προσφυγή, όπως και κάθε διοικητική προσφυγή και με συστημένη επιστολή, οπότε ως ημερομηνία ασκήσεως θεωρείται η ημερομηνία κατάθεσης της συστημένης επιστολής στην ταχυδρομική υπηρεσία ( άρθρο 10§3 ΚΔΔσιας).
Την ενδικοφανή προσφυγή έχει δικονομικό βάρος ν΄ ασκήσει ο ενδιαφερόμενος και όχι τρίτοι , οι οποίοι προσφεύγουν παραδεκτώς απευθείας κατά της πράξεως. Πάντως εάν μετά την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής άλλαξε υπέρ του προσφεύγοντος και κατά τρίτου η αρχική πράξη τότε κατά μία νομολογιακή θέση που ισχύει στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ ο τρίτος δικαιούται να ασκήσει αίτηση θεραπείας ενώπιον του ενδικοφανούς οργάνου (ΣτΕ , Γ’ τμ. 7μ,1111/05 , ΔΕφΑθ 15/09), εφόσον επικαλεσθεί ότι δεν είχε κληθεί να αναπτύξει τις απόψεις του κατά την συζήτηση της ενδικοφανούς προσφυγής (βλ. ΣτΕ 1054/2006, Α τμ. 7μ άποψη μειοψ). Κατ΄άλλη όμως νομολογιακή θέση , αν δεν υπάρχει ρητή διάταξη που επιτρέπει την άσκηση αιτήσεως θεραπείας, αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν η Διοίκηση για πρώτη φορά εκδίδει ατομική διοικητική πράξη για συγκεκριμένη υπόθεση (βλ. ΣτΕ 1054/2006, Α τμ. 7, μειοψ).
Συνέπειες άσκησης ενδικοφανούς διαδικασίας
Ι. Ουσιαστικές συνέπειες.
1.Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα : Η υπόθεση μετά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής μεταβαίνει στο ενδικοφανές όργανο που επανακρίνει την υπόθεση, περιοριζόμενο όμως στους πραγματικούς ισχυρισμούς της ενδικοφανούς προσφυγής. Το εκδόν όργανο χάνει την αρμοδιότητα ανακλήσεως της πράξης.
Αντίθετα το ενδικοφανές όργανο δεν χάνει την αρμοδιότητά του και μπορεί να επανέλθει και μετά τη πάροδο του χρόνου απάντησης συνεπεία αιτήσεως θεραπείας ή και οίκοθεν ιδίως επι αντικειμενικά κριθέντων ζητημάτων εφαρμόζοντας τους κανόνες ανακλήσεως εάν έχει εκδώσει ρητή πράξη (ΣτΕ 1787/2010,1111/2005).
Με το ένδικο βοήθημα πάντα προσβάλλεται η απάντηση του ενδικοφανούς οργάνου, που έχει πάντα εκτελεστό χαρακτήρα, ακόμη και εάν επικυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς η ενδικοφανής απάντηση προσβάλλεται αυτοτελώς οποτεδήποτε και εάν εκδοθεί. Εάν το ενδικοφανές όργανο δεν απαντήσει μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία ή εάν δεν προβλέπεται τέτοια, μετά την άπρακτη πάροδο τριμήνου, ο διοικούμενος πρέπει να προσβάλλει την τεκμαιρόμενη σιωπηρά απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής του. Στη περίπτωση αυτή αιτιολογία της σιωπηρής απόρριψης είναι η αιτιολογία της ενδικοφανώς προσβαλλόμενης πράξης (ΔΕφΑθ 238/05, ΣτΕ 1013/72). Η προσβαλλόμενη πράξη ενσωματώνεται στην ενδικοφανή απάντηση. Οι πλημμέλειες που έφερε η προσβαλλομένη πράξη μεταφέρονται κατά κανόνα και βλάπτουν και την ενδικοφανή απάντηση όπως για παράδειγμα η μη ακρόαση (αμφ.), αναρμοδιότητα πρωτοβάθμιου οργάνου , κακή συγκρότηση, αλλά θα πρέπει να γίνει επίκληση τους στην ενδικοφανή προσφυγή (ΣτΕ 1087/2014, 1622/2011). Λιγότερο ουσιώδεις πλημμέλειες θεραπεύονται όπως για παράδειγμα η κακή σύνθεση του πρωτοβάθμιου (ΣτΕ 2122/2002) , η ακρόαση κατά μια νομολογιακή άποψη (αμφ.). Μετά τον ΚΔΔσιας η πρόβλεψη ενδικοφανούς προσφυγής ή ειδικής, σε αντίθεση με την απλή, δεν θεραπεύει την έλλειψη της προηγούμενης ακρόασης (ΣτΕ 1027, 380/02). Σε κάθε περίπτωση κατά πάγια νομολογία δεν υπάρχει υποχρέωση της διοίκησης να καλέσει τον διοικούμενο πριν την έκδοση της ενδικοφανούς απαντήσεως. Η έλλειψη κλήσης του ενδιαφερομένου για προηγούμενη ακρόαση πριν από την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου ( ΣτΕ 98/2015).
Η ενδικοφανούς προσφυγής ερευνάται με βάση το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης με την ενδικοφανή προσφυγή απάντηση ακόμη και εάν το νομοθετικό καθεστώς ήταν ηπιότερο όταν άσκησαν την αίτηση ακύρωσης (ΣτΕ 3266/1976, Ολομ.). Εξαίρεση στο κοινωνικοααφαλιστικό δίκαιο (ΣτΕ2804/2014).
Η προθεσμία απαντήσεως του ενδικοφανούς οργάνου κατά την νομολογία είναι ενδεικτική και όχι ανατρεπτική (ΣτΕ 1641/98). Μπορεί δηλαδή το ενδικοφανές όργανο να εκδώσει αρμοδίως την πράξη και μετά την πάροδο του τριμήνου αλλά πάντως εντός ευλόγου χρόνου κατά τις περιστάσεις χρόνου (ΣτΕ 1787/2010). Μετά την άπρακτη πάροδο του χρόνου αυτού στερείται πλέον αρμοδιότητας να αποφανθεί (εκτός από την περίπτωση που επιλαμβάνεται συνεπεία δικαστικής απόφασης, ΣτΕ 2011/1996) για λόγους ασφαλείας του δικαίου και δημιουργίας σταθερών διοικητικών καταστάσεων (ΔΕΦΑΘ 131/2016).
Συνεπώς το ενδικοφανές όργανο δεν καθίσταται χρονικά αναρμόδιο ( σε αντίθεση με την ειδική προσφυγή) αλλά μπορεί να εκδώσει την απάντηση και μετά την πάροδο της προθεσμίας έως την συζήτηση επ΄ακροατηρίου της υποθέσεως, όποτε και καθίσταται χρονικά αναρμόδιο. Εξ΄άλλου μπορεί να επανέλθει συνεπεία αιτήσεως θεραπείας ή επ΄ ευκαιρία δεύτερης ενδικοφανούς προσφυγής, οπότε η εκτελεστότητα θα εξαρτάται από το εάν έγινε νέα έρευνα της υπόθεσης (ΣτΕ 1654/98). Όμως εάν η ενδικοφανής απάντηση εκδοθεί μετά την συζήτηση της υποθέσεως στο αρμόδιο Δικαστήριο και προσβληθεί αυτοτελώς, η αίτηση ακυρώσεως θα απορριφθεί διότι στρέφεται κατά πράξεως εκδοθείσης αναρμοδίως κατά χρόνο (ΣτΕ 1382/06, αντίθετη 949/04). Επί δασικών αμφισβητήσεων σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν.998/79 και εάν μετά την άπρακτη πάροδο του τριμήνου ο ενδικοφανώς προσφεύγων ζητήσει από το ενδικοφανές όργανο βεβαίωση για την σιωπηρά απόρριψη της προσφυγής και εφόσον το ενδικοφανές όργανο εκδώσει την βεβαίωση , τότε καθίσταται χρονικά αναρμόδιο, ενώ διαπράττει π.ν.ο.ε εάν δεν απαντήσει στην αίτηση έκδοσης της βεβαίωσης σιωπηράς απόρριψης (ΣτΕ 3915/10, 1518/10, ΣτΕ 7μ. 3627/03).
Εάν πριν απαντήσει το ενδικοφανές όργανο ασκηθεί πρόωρα η αίτηση ακυρώσεως τότε μεν είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται ευθέως κατά της υποκείμενης σε ενδικοφανή προσφυγή πράξεως (αρθ. 45§4 εδαφ. γ΄), εφόσον όμως έως την συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως έχει παρέλθει το τρίμηνο ή έχει εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής, η αίτηση ακυρώσεως θεωρείται ότι στρέφεται παραδεκτώς κατά αυτών των πράξεων, δηλαδή κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης ή της απαντήσεως του ενδικοφανούς οργάνου. Ο κανόνας αυτός έχει αναπτυχθεί νομολογιακά για την ακυρωτική δίκη, ενώ για την δίκη ουσίας επί προσφυγής ρυθμίζεται ειδικά στο άρθρο 63§5 ΚΔΔ. Εάν όμως κατά της πράξεως προηγηθεί το ένδικο βοήθημα και εν συνεχεία ασκηθεί η ενδικοφανής προσφυγή, τότε, το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται στο σύνολο του ως απαράδεκτο.
Β) Ανασταλτικό : Εάν δεν ορίζεται άλλως η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής δεν έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα και μπορεί να γίνει ταμειακή βεβαίωση, όμως η άσκηση της δίδει δικαίωμα αντιταξιμότητας του οφειλέτη να μην προχωρήσει η εκτέλεση (ΣτΕ 2982/2007,7μ, 2092/2014).
Γ) Αρχή μη χειροτέρευσης (reformationonpejus). Κατά μίαν άποψη της θεωρίας κατά γενική αρχή με την ενδικοφανή διαδικασία δεν μπορεί να καταστεί χειρότερη η θέση του προσφεύγοντος (reformatio non pejus) (ΣτΕ Ολ 927/1940, 19/62, 1067/1979, 4202/1986, 3424/2006, ΣτΕ ΕΑ 68/2009, ΣτΕ 236/2016, Α΄τμ. παρ.7μ, και 29/2017 Α τμ. 7μ.).Μπορεί όμως εάν υπάρχει αντίθετη ΡΗΤΗ νομοθετική πρόβλεψη (ΣτΕ 29/2017, Α τμ.7μ.). Η μεταβολή της αιτιολογίας της πράξης δεν συνιστά χειροτέρευση (ΣτΕ 245/1959).
ΙΙ.ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ.
1.Προυπόθεση παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης και της προσφυγής.
Η διοίκηση, όπως προλέχθηκε, έχει υποχρέωση να ενημερώσει τον διοικούμενο για την ύπαρξη ενδικοφανούς προσφυγής, τις προϋποθέσεις ασκήσεως της, το χρόνο και τις συνέπειες μη ασκήσεως της , ήτοι ότι χάνει το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη για την ακύρωση της πράξεως (ΣτΕ 1846/08, ΣτΕ ολομ. 2892/93 ). Δεν χάνει βέβαια το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, διότι μπορεί κατά της παρανόμου πράξεως ν΄ ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως. Αντίθετα δεν υπάρχει υποχρέωση ενημέρωσης περί των δικονομικών προϋποθέσεων ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων ή των ειδικών προσφυγών (ΣτΕ 1337/07, 1032/00).Θα πρέπει όμως να γίνει δεκτό με ανάλογη εφαρμογή και για την ενότητα του νομικού λόγου ότι υπάρχει ταυτόσημη υποχρέωση για την ειδική προσφυγή του άρθρου 227 του ν. 3852/10 (Καλλικράτη).
2. Προσβαλλόμενη πράξη : Μόνη η ρητή ή σιωπηρή ενδικοφανής απάντηση. Λόγω της ενσωμάτωσης είναι απαράδεκτη η προσβολή της αρχικής πράξης (ΣτΕ 710/2015, 4596/2014).
Εάν ο θιγόμενος από εκτελεστή πράξη δεν ασκήσει κατ΄ αυτής ενδικοφανή προσφυγή, δεν νομιμοποιείται εν συνεχεία ν΄ ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την ενδικοφανή προσφυγή που ασκήθηκε από άλλο θιγόμενο (ΣτΕ 2509/00).
3. Η κατά τόπον αρμοδιότης των Διοικητικών Δικαστηρίων όταν εκδικάζουν ακυρωτικές διαφορές προσδιορίζεται από την έδρα του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με ενδικοφανή πράξη και όχι από την έδρα του ενδικοφανούς οργάνου (αρθ. 3§2 ν. 702/77). Τα αυτά ισχύουν και για τις διαφορές ουσίας (αρθ.7§1 ΚΔΔ).
4. Παραίτηση : δεν είναι νοητή λόγω του εκκαθαριστικού αποτελέσματος (ΣτΕ 4190/2000).
5. Ταυτότητα λόγων ενδικοφανούς και αίτησης ακύρωσης: Οι λόγοι της ενδικοφανούς προσφυγής αποτελούν και τους λόγους ακυρώσεως, δηλαδή δεν μπορεί να γίνει κατά το στάδιο ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως επίκληση νέων πραγματικών ισχυρισμών ή νέων λόγων ακυρώσεως, εκτός εάν οι τελευταίοι προέκυψαν μετά την έκδοση της ενδικοφανούς απαντήσεως . Η ενδικοφανής προσφυγή οριοθετεί ουσιαστικά το αντικείμενο της διαφοράς πριν την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως.
Συνεπώς είναι απαράδεκτος ο λόγος ακυρώσεως που δεν είχε ήδη αναφερθεί στην ενδικοφανή προσφυγή (ΣτΕ 98/2015,επι αυθαιρέτων, 3256/2001).Αυτό διότι η ενδικοφανής διαδικασία αποσκοπεί να εξετάσει το ειδικά κατεστημένο ενδικοφανές όργανο το σύνολο της υποθέσεως, ώστε εάν είναι δυνατόν το θέμα να επιλυθεί εντός των κόλπων της διοίκησης. Για το λόγο αυτό εξ΄άλλου προσβάλλεται εν συνεχεία στο αρμόδιο Δικαστήριο μόνο η ενδικοφανής απάντηση. Όμως παραδεκτά με την ενδικοφανή προσφυγή μπορούν να προβληθούν νέα στοιχεία αναφερόμενα την ουσία της υποθέσεως (ΣτΕ 1319/93).
Σαφώς εννοείται ότι προβάλλονται για πρώτη φορά με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ή αιτήσεως ακυρώσεως ισχυρισμοί για αντισυνταγματικότητα ή παραβίαση του Ενωσιακού δικαίου ή διατάξεων με υπερνομοθετική ισχύ, η θέματα υπέρβασης της νομοθετικής εξουσιοδότησης κατά το άρθρο 43§2 Σ. Αυτό διότι η εξουσία του Δικαστηρίου είναι αυτεπάγγελτη και προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και δεν μπορεί να περιοριστεί από την ως άνω γενική αρχή, ενώ παράλληλα η προβολή τέτοιων ισχυρισμών στη Διοίκηση δεν έχει κανένα αποτέλεσμα διότι αυτή πρέπει βάσει της αρχής της νομιμότητας να εφαρμόσει το Νόμο και δεν επιτρέπεται να κάνει έλεγχο της συνταγματικότητας αυτού.
Το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και για άλλους αυτεπαγγέλτους εξεταζόμενους λόγους δημόσιας τάξης που δεν έχουν υπερνομοθετική ισχύ, όπως για παράδειγμα η το πρώτον προτεινόμενη αναρμοδιότητα του εκδόντος την αρχική πράξη οργάνου ή οποία ενσωματώθηκε στην ενδικοφανή απάντηση. Εξ΄άλλου για τα θέματα αυτά οφείλει να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως και το ενδικοφανές όργανο και εφόσον δεν τα εξήτασε αυτεπαγγέλτως παράνομησε και άρα υπάρχει και αυτοτελής λόγος παρανομίας και της ενδικοφανούς σιωπηρής ή ρητής μόνης προσβαλλομένης απαντήσεως (ΣτΕ 2690 /2012, Γ τμ., 1622/2011).
Πράξη που υπόκειτο σε ενδικοφανή προσφυγή και ανακλήθηκε, καθιστά και την ανακλητική πράξη υποχρεωτικώς προσβαλλόμενη με την ίδια ενδικοφανή προσφυγή (ΣτΕ 2167/93).
Ενδικοφανής προσφυγή και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης
Η πρόβλεψη άσκησης ενδικοφανούς ή ειδικής προσφυγής δεν θεραπεύει την έλλειψη τήρησης του τύπου της προηγούμενης ακρόασης πριν την έκδοση της αρχικώς βλαπτικής πράξης διότι πρόκειται για ύστερη ακρόαση και ρητά το απαγορεύει του άρθρο 6§4 ΚΔΔσιας για πράξεις που εξεδόθησαν μετά την ισχύ του ΚΔΔσιας , ήτοι μετά την 9.3.1999 (ΣτΕ 2180/2013, 2283/2012, 3489/2011, 2521/2011, 3114/2010, 2159/2009).Αντίθετα για προγενέστερα εκδοθείσες δοοικητικές πράξεις η παράβαση θεραπεύεται από το ενδικοφανές στάδιο (ΣτΕ 4447/2012).
Πάντως η νομολογία των τμημάτων του ΣτΕ φαίνεται διχασμένη.
Το Α΄τμήμα του ΣτΕ έχει νομολογήσει ότι η υποχρέωση των ασφαλιστικών οργάνων να καλέσουν τον εργοδότη προς παροχή εξηγήσεων πριν από την έκδοση δυσμενών πράξεων (ΠΕΕ και ΠΕΠΕΕ), η επιβολή των οποίων συνδέεται κατά νόμον με την υποκειμενική συμπεριφορά του, δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τη δυνατότητα που παρέχεται σ’ αυτόν να ζητήσει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθόσον η ακρόαση του ενδιαφερομένου πρέπει να λαμβάνει χώρα οπωσδήποτε πριν από τη λήψη του δυσμενούς εις βάρος του μέτρου, πριν από την έκδοση, δηλαδή, της αρχικής εκτελεστής απόφασης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο (ΣτΕ 2348/2015, 2180/2013, 3489/2011, 2521/2011, 2383/2012, πρβλ. ΔΕΕ της 22.11.2012, C-277/11, M. κατά Ιρλανδίας, ). Το ίδιο και το Δ΄ Τμήμα, που έκρινε ότι η μη τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης στις υποθέσεις που διέπονται κατά χρόνον από τον ΚΔΔιαδ δεν καλύπτεται με την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής από τον διοικούμενο κατά της βλαπτικής των συμφερόντων του πράξης [ΣτΕ 3114/2010, 2159/2009]. Ομοίως και το Β΄ Τμήμα, επαναλαμβάνοντας την κρίση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 2370/2007, δέχθηκε, με την απόφαση ΣτΕ 2383/2012 για τις φορολογικές διαφορές, ότι «η συμμόρφωση της φορολογικής αρχής προς την υποχρέωσή της αυτή [της προηγούμενης ακροάσεως] αποτελεί προϋπόθεση νομιμότητος της σχετικής διαδικασίας και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τη δυνατότητα που παρέχεται στον επιτηδευματία, στον οποίο επιβλήθηκε το πρόστιμο, από την… διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 34 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, να ζητήσει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, μετά την έκδοση της πράξεως επιβολής προστίμου, επιδιώκοντας την εξαφάνιση ή την τροποποίησή της
Αντίθετα το Στ΄ Τμήμα, φαίνεται να έχει αντίθετη θέση όταν βάσει της συγκεκριμένης ειδικής νομοθεσίας προβλέπονται ένα ή περισσότερα στάδια ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον ανώτερων οργάνων, η μη τήρηση του ως άνω τύπου της προηγούμενης ακροάσεως κατά τη διαδικασία εκδόσεως της αρχικής πράξης καλύπτεται, εφόσον, στα πλαίσια της προβλεπόμενης ενδικοφανούς προδικασίας καθώς και με το ασκηθέν ενώπιον του δικάσαντος Εφετείου ένδικο βοήθημα, ο διοικούμενος προέβαλε τους κρίσιμους, κατ’ αυτόν, ισχυρισμούς σχετικά με τη μη αποκλειστική υπαιτιότητά του για την καθυστέρηση περάτωσης του έργου και τη, συνεπεία αυτού, μη νόμιμη επιβολή ποινικής ρήτρας, η μη κλήση της για την προβολή των εν λόγω ισχυρισμών πριν την έκδοση της αρχικής πράξεως επιβολής ποινικής ρήτρας δεν καθιστά την πράξη αυτή ακυρωτέα για μη τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακροάσεως ( ΣτΕ 3521/2015).
Το ίδιο και το Ε΄ Τμήμα με τη 1392/2016 που νομολογεί ότι όταν βάσει της συγκεκριμένης ειδικής νομοθεσίας που διέπει την έκδοση της δυσμενούς διοικητικής πράξης προβλέπονται, πέραν της αρχικής προηγουμένης ακροάσεως, και ένα ή περισσότερα στάδια ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον ανωτέρων οργάνων η μη τήρηση του προβλεπομένου τύπου της προηγούμενης ακρόασης κατά την διαδικασία έκδοσης της αρχικής πράξης καλύπτεται, εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκήσει την ή τις ενδικοφανείς προσφυγές και προβάλει τους κρίσιμους, κατ’ αυτόν, ισχυρισμούς που δεν προέβαλε πριν την έκδοση της αρχικής πράξεως. Στην περίπτωση, μάλιστα αυτή, θα πρέπει να θεωρηθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη η τελικώς εκδιδομένη, μετά την άσκηση από τον ενδιαφερόμενο της ή των ενδικοφανών προσφυγών, διότι ως οριστική διοικητική πράξη είναι η τελικώς εκδιδομένη μετά την εξάντληση της ενδικοφανούς διαδικασίας (ΣτΕ Ολ 4447/2012). Συνεπώς κρίνει : «οτι εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλούσα άσκησε την ενδικοφανή προσφυγή του άρθρου 4 του π.δ. 267/1998 και προέβαλε τους κρίσιμους, κατ’ αυτήν, ισχυρισμούς που δεν προέβαλε πριν την έκδοση της έκθεσης αυτοψίας, η μη τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης κατά την διαδικασία έκδοσης της έκθεσης αυτοψίας καλύφθηκε”.
Το λεπτό ζήτημα που δεν ετέθη στην ως άνω απόφαση ανακύπτει όμως εάν ο ενιστάμενος με την ενδικοφανή προβάλλει το ειδικό ισχυρισμό ότι δεν του έγινε ακρόαση πριν εκδοθεί η έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτου , εννοείται που έχει εκδοθεί μετά την ισχύ του ΚΔΔσιας, και εν συνεχεία αναπτύσσει και τους ισχυρισμούς που θα έλεγε στην πολεοδομία. Κατά την άποψη μου στη περίπτωση αυτή, που δεν αντιμετωπίστηκε στην ως άνω απόφαση , αφού ο ενιστάμενος δεν είχε θέσει ειδικό λόγο ενδικοφανούς την έλλειψη ακροάσεως και με δεδομένο ότι πρέπει να δίδεται η δυνατότητα στο διοικούμενο να αναπτύξει τους ισχυρισμούς στην αρμόδια αρχή πριν αυτή εκδώσει την βλαπτική για τα συμφέροντα του πράξη , ώστε να την επηρεάσει στην διαμόρφωση της κρίσης της πριν τον σχηματισμό τελικής αρχικής της θέσης που εν συνεχεία άγει στην έκδοση της προσβαλλόμενης δια της ενδικοφανούς προσφυγής πράξης. Δηλαδή πρέπει η παράθεση των απόψεων να γίνεται στο αρχικό στάδιο έτσι ώστε κατά το ενδικοφανές στάδιο να μπορεί αν διατυπωθούν οι τελικοί ισχυρισμοί με βάση την θέση που διατύπωσε το αρχικά αρμόδιο όργανο μετά την λήψη υπόψη των ουσιωδών ισχυρισμών του διοικουμένου (ΣτΕ 168/2018, Β τμ.). Συνεπώς εφόσον αυτό δεν έλαβε χώραν και εφόσον ο ενιστάμενος ειδικά το επικαλείται με την παράθεση των ισχυρισμών αυτών οφείλει το ενδικοφανές όργανο να εκτιμήσει την λυσιτέλεια και εάν είναι βάσιμη να ακυρώσει την πράξη και να αποστείλει την υπόθεση προς νέα κρίση από το αρμόδιο όργανο. Εάν δεν το πράξει και προβεί σε κρίση επι της ουσίας της υπόθεσης θα έχει παραβιάσει το δικαίωμα ακροάσεως, διότι θα έχει κρίνει πρωτογενώς την υπόθεση χωρίς να την έχει κρίνει το αρχικά και κατ΄εξοχήν επι της ουσίας αρμόδιο όργανο, το οποίο ενδεχομένως μετά την τήρηση του τύπου να μην είχε εκδώσει πράξη ή να είχε εκδώσει πράξη με καταφανώς άλλο περιεχόμενο από αυτό της πράξης που προσβάλλεται με την ενδικοφανή προσφυγή.
Με τη ΣτΕ 98/2015: κρίθηκε ότι εφόσον στην ενδικοφανή προσφυγή ο διοικούμενος επικαλείται παραβίαση ακροάσεως θα πρέπει ν’ αναφέρει με λυσιτέλεια στην ενδικοφανή προσφυγή τους ισχυρισμούς που θα διατύπωνε στο αρχικό όργανο.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ
Ενδικοφανείς διαδικασίες καθιερώνονται : α) στο ΙΚΑ κάθε πράξη του Δν/τη του υποκαταστήματος του ΙΚΑ προσβάλλεται με ενδικοφανή προσφυγή (αίτηση θεραπείας) εντός 3 μηνών από της κοινοποιήσεως στη κατά τόπο αρμόδια Τοπική Διοικητική Επιτροπή του ΙΚΑ. Γενικότερα στο κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο καθιερώνεται σε όλους τους ΟΚΑ ενδικοφανής διαδικασία.
Β) Κατά εκθέσεως αυτοψίας αυθαιρέτου ασκείται «ένσταση» στην τοπικά αρμόδια Επιτροπή Αυθαιρέτων (αρθ. 4 πδ 267/98). Η έκθεση αυτοψίας είναι πραγματοπαγής διοικητική πράξη και η τριακονθήμερη προθεσμία ασκήσεως της ως άνω ενστάσεως αρχίζει από την επομένη τα τοιχοκολλήσεως της έκθεσης στο φερόμενο αυθαίρετο, η δε ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (ΣτΕ 7Μ., 4585/2009, 1244/08 παραπ. σε 7μελη με μειοψ., Βλ. όμως και 1167/11 που παρ σε 7μ.) Η πλειοψηφούσα άποψη καταλήγει, ενόψει της ανάγκης προστασίας και ταχείας αποκατάστασης του οικιστικού περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ. 2 Συντ.), στην κρίση ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ/τος 267/1998 τοιχοκόλληση της έκθεσης αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής στο αυθαίρετο συνιστά πρόσφορο τρόπο γνωστοποίησης του περιεχομένου της προς οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, προκειμένου αυτός να ασκήσει την προβλεπόμενη ενδικοφανή προσφυγή .Αντίθετα, περισσότερο εναρμονισμένη με τις ως άνω διατάξεις με υπερνομοθετική ισχύ είναι η άποψη της μειοψηφίας, κατά την οποία το εν λόγω «τεκμήριο» γνώσης της πράξης είναι μαχητό. Πράγματι, θα ήταν, με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας, αυστηρό να θεωρηθεί ότι συντελείται γνωστοποίηση της πράξεως με την απλή τοιχοκόλληση στο αυθαίρετο, και, μάλιστα, όχι μόνον για τον ιδιοκτήτη (ο οποίος μπορεί να το χρησιμοποιεί απλά ως εξοχική κατοικία), αλλά και για κάθε ενδιαφερόμενο.
Γ) Η πράξη του Δασάρχη που χαρακτηρίζει έκταση ως δασική προσβάλλεται με ενδικοφανή προσφυγή (αντιρρήσεις) στη Πρωτοβάθμια Επιτροπή Δασικών Αμφισβητήσεων και εν συνεχεία στη Δευτεροβάθμια , εντός προθεσμίας 2 μηνών (αρθ.14 του ν. 998/79).
Δ) Στις φορολογικές διαφορές υπο το βάρος των μηνμονιακών υποχρεώσεων της χώρας προστέθηκαν στο Ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), τα άρθρα 70Α και 70Β που ρύθμιζαν τη σχετική διαδικασία. Ο Ν. 2238/1994 καταργήθηκε και από την 1/1/2014 ισχύει ο νέος κώδικας φορολογίας εισοδήματος (Ν. 4174/2013), το άρθρο 63 του οποίου ορίζει τα εξής:
Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή
1. Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση, « ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης» οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημα του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν.
2. Η Φορολογική Διοίκηση αποστέλλει την ενδικοφανή προσφυγή του υπόχρεου, συνοδευόμενη από σχετικά έγγραφα και τις απόψεις αυτής, εντός επτά (7) ημερών από την υποβολή, στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης, προκειμένου η τελευταία να αποφανθεί.
3. «Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%).»
4. Ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να υποβάλει, ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής της καταβολής που προβλέπεται στην παράγραφο 3. Η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης δύναται να αναστείλει την εν λόγω πληρωμή, μέχρι την “έκδοση” της απόφασης της [στον υπόχρεο], μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η πληρωμή θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης στη Φορολογική Διοίκηση, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί. Τυχόν αναστολή της πληρωμής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής “των τόκων” λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου.
5. Εντός εξήντα (60) ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής στη Φορολογική Διοίκηση, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης εκδίδει απόφαση, την οποία κοινοποιεί στον υπόχρεο, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που έλαβε από τον υπόχρεο και τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που είναι σχετική με την υπόθεση. Αν η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης το κρίνει απαραίτητο, δύναται να καλέσει τον υπόχρεο σε ακρόαση. Σε περίπτωση που προσκομισθούν νέα στοιχεία στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης ή γίνει επίκληση νέων πραγματικών ριστατικών, ο υπόχρεος πρέπει να καλείται σε ακρόαση. «Αν, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, δεν εκδοθεί απόφαση τότε θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης και ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής.»
Στην περίπτωση των ενδικοφανών προσφυγών που υποβάλλονται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέχρι τις 28.2.2014 η προθεσμία του πρώτου εδαφίου επεκτείνεται σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες.
6. Αν με την απόφαση ακυρώνεται, μερικά ή ολικά, ή τροποποιείται η πράξη της φορολογικής αρχής, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης οφείλει να αιτιολογεί την απόφαση αυτή επαρκώς με νομικούς ή και πραγματικούς ισχυρισμούς. Σε περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, η αιτιολογία μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή των διαπιστώσεων της οικείας πράξης προσδιορισμού φόρου. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση πρέπει να περιέχει τουλάχιστον την οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου, το καταλογιζόμενο ποσό και την προθεσμία καταβολής αυτού.
«Η φορολογική αρχή, της οποίας η πράξη ακυρώνεται για τυπικές πλημμέλειες, εκδίδει νέα πράξη σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης.»
7. Η Φορολογική Διοίκηση δεν έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης.
8. Κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά οποιασδήποτε πράξης που εξέδωσε η Φορολογική Διοίκηση είναι απαράδεκτη.
9. Ο Γενικός Γραμματέας δύναται να εκδίδει τις αναγκαίες κανονιστικές πράξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και ιδίως να καθορίζει τις λεπτομέρειες για τη λειτουργία της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης, την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων της.
Ε) Διαφορές από την εφαρμογή της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 περ. α΄ του Ν 702/1977.
Πρόκειται για την πολυπληθέστερη κατηγορία διαφορών που υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή, η οποία μάλιστα έχει αποδειχθεί ιδιαιτέρως αποτελεσματική. Ειδικότερα, για την αποφυγή της υπερφόρτωσης των διοικητικών δικαστηρίων με υποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης, καθιερώθηκε ένα υποχρεωτικό στάδιο διοικητικής επίλυσης των σχετικών αμφισβητήσεων από Τοπική Διοικητική Επιτροπή (ΤΔΕ) του ΙΚΑ, η οποία, ενόψει της συγκρότησής της και των εξουσιών ελέγχου που διαθέτει, παρέχει ικανοποιητικά εχέγγυα αμερόληπτης και αντικειμενικής κρίσης. Συγκεκριμένα, κατά την εκδίκαση των σχετικών ενστάσεων, η ΤΔΕ «ερευνά ελευθέρως τα πραγματικά και νομικά της υπόθεσης στοιχεία,… δύναται για την ανεύρεση της αλήθειας να καλέσει οποιονδήποτε για τη λήψη πληροφοριών, να εξετάσει μάρτυρες, να ενεργήσει αυτοψία, να προκαλέσει ιατρικές γνωματεύσεις, να ζητήσει πληροφορίες από κάθε αρχή και να λάβει υπόψη της οποιοδήποτε έγγραφο στοιχείο, χωρίς να δεσμεύεται από τα υποβληθέντα έγγραφα, αποφασίζει δε ελευθέρως και κατά συνείδηση, σύμφωνα, όμως προς τον νόμο και τους κανονισμούς του ΙΚΑ».
Κοινωνική νομοθεσία
Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ)
Κατά των αποφάσεων των οργάνων του ΟΕΚ με τις οποίες γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται αίτημα για χορήγηση στεγαστικής συνδρομής με τη μορφή της κλήρωσης κατοικίας ή παροχής σε δικαιούχο, είναι δυνατή, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 5 του Κανονισμού του ΟΕΚ , η διατύπωση αντιρρήσεων από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον εντός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης της αρμόδιας Διεύθυνσης Στεγαστικής Συνδρομής του ΟΕΚ προς αυτόν.
Προστασία ειδικών κοινωνικών ομάδων
Με τη διαδικασία του Ν 2643/1998, Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών, παρέχεται η δυνατότητα σε πρόσωπα που ανήκουν στις ειδικά προστατευόμενες ομάδες του νόμου να τοποθετηθούν σε θέσεις του ιδιωτικού ή δημοσίου τομέα. Κατά των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων πενταμελών Επιτροπών για την τοποθέτηση των ατόμων αυτών χωρεί η ενδικοφανής προσφυγή του άρθρου 9 ενώπιον των δευτεροβάθμιων Επιτροπών, οι οποίες μπορούν να ακυρώνουν εν όλω ή εν μέρει την πράξη ή να την τροποποιούν, προβαίνοντας αναλόγως και σε τοποθέτηση του προσφεύγοντος, ή να απορρίπτουν την προσφυγή.
Στ) Δημόσια έργα, προμήθειες, υπηρεσίες, εκπόνηση μελετών
Προσυμβατικό στάδιο (Ν 3886/2010)
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν 3886/2010, πριν από την άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, είναι υποχρεωτική η προηγούμενη άσκηση διοικητικής προσφυγής κατά οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης του φορέα διενέργειας του διαγωνισμού. Η συγκεκριμένη προσφυγή έχει ενδικοφανή χαρακτήρα και έχει επικρατήσει για τον χαρακτηρισμό της ο όρος «προδικαστική προσφυγή» , αποτελεί δε τη μοναδική περίπτωση στην ελληνική νομοθεσία όπου μία διοικητική προσφυγή είναι όρος του παραδεκτού για την υποβολή αίτησης προσωρινής δικαστικής προστασίας .
Στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης (Ν 1418/1984)
Υποχρεωτική διαδικασία διοικητικής επίλυσης με διπλή ενδικοφανή προσφυγή καθιερώνει το άρθρο 12 του Ν 1418/1984 περί δημοσίων έργων. Η προβλεπόμενη ενδικοφανής διαδικασία είναι ιδιαίτερα τυπική και λεπτομερής και αφορά την επίλυση αμφισβητήσεων που προκαλούνται από πράξεις ή παραλείψεις της Διευθύνουσας Υπηρεσίας και θίγουν έννομο συμφέρον αναδόχου σύμβασης εκτέλεσης δημοσίου έργου, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν 1418/1984, με αντισυμβαλλόμενο είτε το Δημόσιο είτε ΝΠΔΔ είτε ΝΠΙΔ . Παρεμφερή διαδικασία (ένσταση και αίτηση θεραπείας) προβλέπει και το άρθρο 41 του Ν 3316/2005, περί δημοσίων συμβάσεων, συμβάσεων εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών.
Ζ) Φαρμακευτικό δίκαιο
Η) Κυρώσεις σε φαρμακοποιούς
Οι πράξεις επιβολής των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 15 του ΠΔ 121/2008 και επιβάλλονται στους φαρμακοποιούς για παραβίαση των υποχρεώσεων του άρθρου 4 σχετικά με τη χορήγηση φαρμάκων σε ασφαλισμένους υπόκεινται στην προβλεπόμενη στην παρ. 18 του ιδίου άρθρου ενδικοφανή προσφυγή. Αυτή ασκείται εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της πράξης επιβολής κυρώσεων ενώπιον της αρμοδίας Επιτροπής του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημοσίου (ΟΠΑΔ, άρθρο 41 του Ν 3329/2005) ή ενώπιον του Διοικητή του Ιδρύματος για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή ενώπιον του ΔΣ του ασφαλιστικού φορέα, για τους λοιπούς οργανισμούς. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής καθώς και η υποβολή της έχουν εκ του νόμου ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Ίδρυση φαρμακείου ή φαρμακαποθήκης
Κατά των αποφάσεων του Νομάρχη (ήδη μετά τον Ν 3852/2010 ενν. Περιφερειάρχη) για ίδρυση φαρμακείου ή φαρμακαποθήκης, το άρθρο 10 του Ν 1963/1991 προβλέπει την άσκηση της διοικητικής προσφυγής του άρθρου 8 του Ν 3200/1955 ενώπιον του Υπουργού Υγείας, ο οποίος εξετάζει την απόφαση του Νομάρχη και κατ’ ουσίαν, δυνάμενος να την ακυρώσει ή να την τροποποιήσει. Της απόφασης του Υπουργού προηγείται γνωμοδότηση της Φαρμακευτικής Γνωμοδοτικής Επιτροπής. Η προσφυγή ασκείται από κάθε ενδιαφερόμενο εντός 30 ημερών από τη γνώση της απόφασης και έχει ενδικοφανή χαρακτήρα, αφού επιτρέπεται η πλήρης επανεξέταση της υπόθεσης . Η μη άσκησή της, εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει ενημερωθεί επαρκώς, καθιστά την απευθείας ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης απαράδεκτη. Ο Υπουργός πρέπει να αποφανθεί συναφώς εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των 60 ημερών, ειδάλλως στερείται της κατά χρόνο αρμοδιότητάς του για την τροποποίηση της προσβαλλόμενης πράξης .
Θ) Πειθαρχικό δίκαιο
Δημόσιοι Υπάλληλοι
Σύμφωνα με το άρθρο 141 του Υπαλληλικού Κώδικα , κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών προϊσταμένων και του πειθαρχικού συμβουλίου, όταν αυτό κρίνει σε πρώτο βαθμό, με τις οποίες επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές, επιτρέπεται ένσταση, τόσο του υπαλλήλου όσο και της Διοίκησης, ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ή του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου αντίστοιχα. Η ένσταση που αποτελεί ενδικοφανή προσφυγή, όταν στρέφεται κατά απόφασης πειθαρχικού προϊσταμένου, κατατίθεται στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, ενώ όταν στρέφεται κατά απόφασης πειθαρχικού συμβουλίου κατατίθεται στο συμβούλιο αυτό, το οποίο τη διαβιβάζει άμεσα στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο . Η ένσταση ασκείται εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, ενώ η προθεσμία για την άσκησή της και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Κατ΄ εξαίρεση, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει την άμεση εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος εκτός εάν με αυτή έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού .
Η άσκηση της ένστασης συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της υπαλληλικής προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφετείο. Σε περίπτωση, ωστόσο, ελλιπούς ή παράλειψης ενημέρωσης του υπαλλήλου ως προς την προβλεπόμενη ένσταση, το απαράδεκτο της απευθείας ασκηθείσας υπαλληλικής προσφυγής αίρεται .
Ι) Στελέχη των ενόπλων δυνάμεων
Κατά των πράξεων επιβολής των «συνήθων» πειθαρχικών ποινών που προβλέπονται στην παρ. 5 του άρθρου 40 του Ν 3883/2010 για στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, παρέχεται, κατά την παρ. 10 του ιδίου άρθρου, η δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής εντός προθεσμίας 15 ημερών, υπολογιζόμενης από την επομένη της ημέρας κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε νομίμως γνώση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή παράλειψης. Αντίθετα, για τις ποινές που χαρακτηρίζονται από τη νομοθεσία ως «καταστατικές» δεν προβλέπεται στάδιο ενδικοφανούς διαδικασίας και ως εκ τούτου το κατ’ αυτών απευθείας ασκηθέν ένδικό βοήθημα είναι επιτρεπτό.
Αστυνομικοί
Κατά των αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών οργάνων του ΠΔ 120/2008 (Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού) προβλέπεται στο άρθρο 51 η δυνατότητα άσκησης προσφυγής από τον τιμωρηθέντα αστυνομικό εντός 15 ημερών από την επίδοση της απόφασης. Η προσφυγή διαβιβάζεται στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, το οποίο εξετάζει εκ νέου την υπόθεση, χωρίς να μπορεί να καταστήσει δυσμενέστερη τη θέση του προσφεύγοντος. Κατά τη διαδικασία της εκδίκασης δεν είναι υποχρεωτική η εξέταση μαρτύρων και η παρουσία του προσφεύγοντος, χωρίς όμως αυτό να αποκλείεται. Δυνατή είναι και η παράσταση του προσφεύγοντος με δικηγόρο, εφόσον όμως υποβληθεί σχετικό αίτημα. Η απόφαση που εκδίδεται είναι τελεσίδικη και επιδίδεται στον προσφεύγοντα, αφού συνταχθεί σχετικό αποδεικτικό επίδοσης.
Ομοίως, κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων, σύμφωνα με το άρθρο 53 του ιδίου ΠΔ, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή εντός 20 ημερών ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο επανεξετάζει την υπόθεση, εφαρμόζοντας τη διαδικασία των άρθρων 41-46, χωρίς να μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του προσφεύγοντος. Η αρχική πειθαρχική απόφαση εφόσον παρέλθει η προθεσμία άσκησης έφεσης ή η απόφαση του Δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου εφόσον ασκηθεί η παρεχόμενη διοικητική προσφυγή είναι τελεσίδικες και εκτελούνται άμεσα από την Υπηρεσία του τιμωρηθέντος με τις προβλεπόμενες εκ του νόμου πράξεις.
Οι παραπάνω προσφυγές κατά των πειθαρχικών αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών οργάνων ή των πειθαρχικών συμβουλίων της Αστυνομίας συνιστούν ενδικοφανή προσφυγή. Μόνες προσβλητές πράξεις ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων είναι οι αποφάσεις που εκδίδονται επί των ως άνω προσφυγών, με αποτέλεσμα αίτηση ακύρωσης κατά πειθαρχικής απόφασης σε βάρος αστυνομικού να είναι απαράδεκτη, αν δεν έχει τηρηθεί η προηγούμενη ενδικοφανής διαδικασία .
Πυροσβέστες
Κατά των πειθαρχικών αποφάσεων του πρωτοβάθμιου Ανακριτικού Συμβουλίου του ΝΔ 935/1971 επιτρέπεται στον πειθαρχικώς εγκαλούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 30, η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Ανακριτικού Συμβουλίου. Η προσφυγή μπορεί να ασκηθεί από τον εγκαλούμενο εντός 10 ημερών από την κοινοποίησή της και εντός 20 ημερών από τον Αρχηγό του οποίου το ερώτημα πειθαρχικής δίωξης υπηρετούντος υπαλλήλου απορρίφθηκε. Το Δευτεροβάθμιο Ανακριτικό Συμβούλιο επανεξετάζει την υπόθεση στην ουσία της και μπορεί να διατάξει τη διενέργεια νέας έρευνας. Η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Ανακριτικού ή η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης της προβλεπόμενης προσφυγής καθιστούν την εκδοθείσα απόφαση τελεσίδικη .
Κ) Δικηγόροι
Στο άρθρο 77 του ΝΔ 3026/1954, Κώδικας περί Δικηγόρων, προβλέπεται ότι κατά απόφασης του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου του οικείου δικηγορικού συλλόγου, με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές, ο τιμωρηθείς δικηγόρος δικαιούται εντός 10 ημερών από την επίδοση της απόφασης να ασκήσει έφεση κατά αυτής ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκησή της έχουν ανασταλτική δύναμη. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 78 του ίδιου ΝΔ, επιλαμβανόμενο της υπόθεσης, δικαιούται να διατάξει νέα ανάκριση, να καλέσει τον τιμωρηθέντα δικηγόρο, να μεταρρυθμίσει ή και να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η απόφαση εκδίδεται εντός τριμήνου, είναι αμετάκλητη από την έκδοσή της και πρέπει να εκτελείται από τον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, χωρίς καθυστέρηση.
Μέχρι πρόσφατα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 78 του ΝΔ 3026/1954, κατά των αποφάσεων του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων δεν ήταν επιτρεπτή η άσκηση αίτησης ακύρωσης. Με την ΣτΕ Ολ 189/2007, η σχετική απαγορευτική διάταξη του Κώδικα περί Δικηγόρων κρίθηκε αντισυνταγματική και ως εκ τούτου ανίσχυρη, καθόσον το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν συνιστά δικαστήριο, ούτε αποτελεί όργανο εντεταγμένο στη δικαστική οργάνωση του Κράτους, ανεξάρτητα της προβλεπομένης από τον νόμο συμμετοχής στο πενταμελές Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων και δύο τακτικών δικαστών πέραν των τριών μετεχόντων σε αυτό δικηγόρων . Αντίθετα, τόσο το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο όσο και τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια αποτελούν πειθαρχικά όργανα της Διοίκησης, οι αποφάσεις των οποίων υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Ύστερα λοιπόν από την εξέλιξη αυτή, εφόσον το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των δικηγόρων κρίθηκε ότι συνιστά συλλογικό όργανο της Διοίκησης, η προβλεπόμενη έφεση ενώπιον αυτού έχει, χωρίς αμφιβολία χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής , της οποίας η άσκηση, υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί κατάλληλη και επαρκής ενημέρωση, συνιστά όρο του παραδεκτού του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος.
Λ) Ιατροί
Κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των ιατρικών συλλόγων σχετικά με τους ιατρούς-μέλη αυτών στο άρθρο 70 του BΔ 11 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1957 προβλέπεται η άσκηση έφεσης από τον τιμωρηθέντα ιατρό ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου που εδρεύει στην Αθήνα. Η έφεση ασκείται εντός δέκα ημερών από την επίδοση της πειθαρχικής απόφασης. Προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης είναι η καταβολή παραβόλου 100 ευρώ, το οποίο συνιστά πόρο του οικείου ιατρικού συλλόγου, ενώ το πειθαρχικό συμβούλιο που εκδίδει την καταδικαστική απόφαση αποφαίνεται για το αν η άσκηση της έφεσης έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα .
Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 71 του ιδίου ΒΔ, έχει τη δυνατότητα διενέργειας νέας ανάκρισης, ακρόασης του ιατρού και εξουσία για την μεταρρύθμιση ή την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης. Η έφεση έχει αναμφίβολα χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής και η απόφαση επ’ αυτής πρέπει να εκδίδεται εντός τριμήνου από τη διαβίβαση της στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, έχει δε αμετάκλητο χαρακτήρα. Η απόφαση αυτή είναι πλέον η μόνη εκτελεστή πράξη και εκτελείται άμεσα από τον Πρόεδρο του οικείου ιατρικού συλλόγου, δυνάμενη πλέον να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί μόνο ύστερα από προσφυγή ουσίας ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο Διοικητικού Πρωτοδικείου .
Όσον αφορά τις πειθαρχικές αποφάσεις σχετικά με το ιατρικό προσωπικό του ΕΣΥ, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν 3329/2005 μπορεί να ασκηθεί ένσταση ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που εδρεύει σε κάθε Υγειονομική Περιφέρεια. Ομοίως, κατά των αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου όταν αυτό κρίνει σε πρώτο βαθμό είναι δυνατή η άσκηση έφεσης ενώπιον του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου, το οποίο υποχρεούται να εκδώσει απόφαση σε δύο μήνες από την ημέρα παραλαβής του σχετικού φακέλου. Η ένσταση ή η έφεση ασκείται σύμφωνα με την παρ. 5 από τον τιμωρηθέντα ιατρό εντός 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης και από τον Υπουργό Υγείας εντός 30 ημερών από την έκδοση της απόφασης. Η ένσταση και η έφεση, όπως προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις, συνιστούν ενδικοφανή προσφυγή και όρο του παραδεκτού της προσφυγής που μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, εντός 30 ημερών ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο Διοικητικού Εφετείου.
Ε) Οδοντίατροι
Κατά των αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου των οδοντιατρικών συλλόγων επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Ν 1026/1980 (Περί Οδοντιατρικών Συλλόγων κ.λπ.), η άσκηση έφεσης από τον τιμωρηθέντα οδοντίατρο ή το Δ.Σ. του Συλλόγου ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου των Οδοντίατρων. Η έφεση κατατίθεται εντός 30 ημερών στη γραμματεία του πειθαρχικού συμβουλίου συνοδευόμενη από παράβολο που αποτελεί πόρο του οικείου Οδοντιατρικού Συλλόγου. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκηση αυτής αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, ενώ η επί της έφεσης εκδιδόμενη απόφαση εκτελείται άμεσα σύμφωνα με το άρθρο 72 από τον Πρόεδρο του οικείου Συλλόγου.
Φαρμακοποιοί
Κατά των αποφάσεων επιβολής κυρώσεων των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων των οικείων φαρμακευτικών συλλόγων, σύμφωνα με το άρθρο 67 παρ. 9 Ν 3601/1928, επιτρέπεται έφεση που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή και ασκείται εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ενώπιον του Ανωτάτου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η άσκηση της έφεσης συνεπάγεται την αναστολή εκτέλεσης των ποινών μέχρι την έκδοση της απόφασης από το δευτεροβάθμιο όργανο. Οι εφέσεις που ασκούνται ενώπιον του Ανώτατου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων των Φαρμακευτικών Συλλόγων εισάγονται και εκδικάζονται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών μηνών το αργότερο από την κατάθεση. Εάν παρέλθει άπρακτη η αποκλειστική αυτή προθεσμία, η έφεση θεωρείται ως σιωπηρώς απορριφθείσα.
Μ) Μηχανικοί ΤΕΕ
Οι μηχανικοί που ανήκουν στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΤΕΕ) υπόκεινται στην πειθαρχική δικαιοδοσία του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου του ΤΕΕ . Κατά των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 32 του ΠΔ 27 Νοεμ./14 Δεκ.1926, έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου που κατατίθεται στη Γραμματεία των οικείων Πειθαρχικών Συμβουλίων, εντός 15 ημερών από την κοινοποίησή τους. Δικαίωμα έφεσης έχει ο καταδικασθείς και ο Πρόεδρος του ΤΕΕ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει έφεση και κατά των ανεκκλήτων αποφάσεων του Συμβουλίου. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Κατά την εκδίκαση της έφεσης, το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να διατάξει νέα ανάκριση και έχει την εξουσία να επικυρώσει, να μεταρρυθμίσει ή να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση με τον εξής περιορισμό: σε περίπτωση έφεσης του διωκόμενου δεν μπορεί να χειροτερεύσει την θέση του, ενώ σε περίπτωση έφεσης του Προέδρου του ΤΕΕ, δεν μπορεί να την καταστήσει ευνοϊκότερη. Η εκδοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου χαρακτηρίζεται από τις κείμενες διατάξεις ως αμετάκλητη.
Ν) Κληρικοί, μοναχοί
Η απόφαση του πρωτοβάθμιου επισκοπικού δικαστηρίου με την οποία επιβάλλονται σε κληρικούς και μοναχούς οι κυρώσεις του άρθρου 133 του Ν 5383/1932 που επηρεάζουν την υφιστάμενη υπηρεσιακή σχέση του κληρικού με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος ή με άλλο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο μπορεί να προσβληθεί με έφεση που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας 10 ημερών. Σύμφωνα με το άρθρο 135, η προθεσμία της έφεσης καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης, εκτός αν με αυτήν επιβάλλεται η ποινή της αργίας από κάθε ιεροπραξία. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως ο κατηγορούμενος κληρικός, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 142, η απόφαση επί της έφεσης δεν μπορεί να οδηγήσει σε χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος. Αντίθετα, δεν προσβάλλονται ούτε δια της διοικητικής ούτε δια της δικαστικής οδού οι ποινές που έχουν συνέπειες καθαρά πνευματικής φύσης, όπως το επιτίμιο της ακοινωνησίας .
Ξ) Νομοθεσία περί προστασίας καταναλωτών
Κατά των αποφάσεων των αρμοδίων αρχών περί ανάκλησης, απόσυρσης, διάθεσης υπό όρους, δέσμευσης, καταστροφής ακατάλληλων για την υγεία των καταναλωτών προϊόντων προβλέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 12 του Ν 2251/1994, περί προστασίας καταναλωτών, άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ενώπιον του Υπουργού Ανάπτυξης, ο οποίος αποφαίνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας 60 ημερών από την άσκησή της.
Π) Νομοθεσία για την αναγνώριση τίτλων σπουδών
Κατά των αποφάσεων απόρριψης αιτήματος αναγνώρισης τίτλου σπουδών, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να υποβάλει στο οικείο Τμήμα του ΔΣ του ΔΟΑΤΑΠ εντός ενός έτους από την κοινοποίηση της απόρριψης, αίτηση για επανεξέταση του θέματος, παραθέτοντας τους λόγους της επανεξέτασης και προσκομίζοντας νέα στοιχεία. Αν ο Πρόεδρος του ΔΟΑΤΑΠ είναι αρνητικός στο αίτημα, οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση σε Ειδική Επιτροπή Επανεξέτασης, η οποία θα εισηγηθεί προς το αρμόδιο Τμήμα του ΔΣ του ΔΟΑΤΑΠ, το οποίο και θα αποφανθεί οριστικά επί της αίτησης επανεξέτασης. Η αίτηση επανεξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 13 του Ν 3328/2005 συνιστά, κατά την έννοια του άρθρου 25 παρ. 2 του ΚΔΔιαδ, ενδικοφανή προσφυγή, στην οποία υπόκεινται μόνον οι πράξεις οργάνων του ΔΟΑΤΑΠ που αφορούν την αναγνώριση της ισοτιμίας και της ισοτιμίας και αντιστοιχίας των τίτλων σπουδών της αλλοδαπής, και όχι αυτές που αφορούν στη διαπίστωση της βαθμολογικής τους αντιστοιχίας προς τη βαθμολογική κλίμακα των ελληνικών ΑΕΙ.
Ρ) Περιβαλλοντική νομοθεσία
Σύμφωνα με το άρθρο 30 του Ν 3982/2011 , κατά των αποφάσεων της αδειοδοτούσας Αρχής με τις οποίες χορηγούνται άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας στις μεταποιητικές και συναφείς δραστηριότητες, καθώς επίσης και κατά των αποφάσεων με τις οποίες επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ιδίου νόμου, χωρεί προσφυγή για παράβαση νόμου. Ειδικώς όμως αν η αξία του μηχανολογικού εξοπλισμού υπερβαίνει το ποσό του 1.000.000 ευρώ ή η αποθηκευτική ικανότητα της αποθήκης υπερβαίνει τα 20.000 κ.μ., οι αποφάσεις της αδειοδοτούσας Αρχής, με τις οποίες απορρίπτονται αιτήματα για χορήγηση άδειας εγκατάστασης, υπόκεινται σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 31, που ασκείται μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της απορριπτικής απόφασης. Η άσκηση της προσφυγής κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου αποτελεί «προϋπόθεση για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων». Ωστόσο, για το παραδεκτό της άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής πρέπει να καταβάλλεται παράβολο ίσο προς το 0,5 % της αξίας του μηχανολογικού εξοπλισμού της δραστηριότητας ή το 2,5% της αποθηκευτικής ικανότητας της αποθήκης και μέχρι του ποσού των 1.500 ευρώ. Ενώπιον της επιτροπής εξέτασης της προσφυγής καλείται πάντοτε για την υποστήριξη της προσφυγής του ο ενδιαφερόμενος, ενώ η απόφαση εκδίδεται εντός 30 ημερών.
Σ) Νομοθεσία περί μεταλλείων και λατομείων
Μεταλλεία
Κατά των αποφάσεων του Επιθεωρητή Μεταλλείων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν 669/1977, περί εκμεταλλεύσεως λατομείων, και επιβάλλουν κυρώσεις εξαιτίας παράβασης όρων της άδειας εκμετάλλευσης ή του Κανονισμού μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών ή λόγω μη συμμόρφωσης σε υποδείξεις του Επιθεωρητή, προβλέπεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, η άσκηση διοικητικής προσφυγής. Η προβλεπόμενη προσφυγή έχει ενδικοφανή χαρακτήρα, ασκούμενη εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της πράξης επιβολής κυρώσεων, ενώπιον του Συμβουλίου Μεταλλείων, που αποτελεί συλλογικό διοικητικό όργανο, ενώ η άσκησή της δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Λατομεία
Κατά των απορριπτικών αποφάσεων του «Νομάρχου», ως οργάνου της αποκεντρωμένης διοίκησης, σχετικά με την εκμίσθωση και διαχείριση λατομείων (μετά τον Ν 3852/2010 νοείται ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης) προβλέπεται, στο άρθρο 22 του Ν 669/1977, ενδικοφανής προσφυγή, ασκούμενη εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης, ενώπιον του «Υπουργού Βιομηχανίας και Ενεργείας» (νυν Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής), ο οποίος, κατά τη ρητή διατύπωση της οικείας διάταξης, αποφαίνεται επ’ αυτής «κρίνων και ουσία» . Η προσφυγή αυτή ασκείται όχι μόνο κατά των ρητών απορριπτικών αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, αλλά και κατά οποιασδήποτε άλλης πράξης από την οποία μπορεί να συναχθεί απόρριψη αιτήματος .
Τ) Δασική νομοθεσία
Κατά των αποφάσεων του δασάρχη που αποφαίνονται για το χαρακτήρα μιας έκτασης ως δασικής ή μη επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν 998/1979 η υποβολή αντιρρήσεων , εντός δύο μηνών από τη νομότυπη δημοσίευση ή κοινοποίηση της απόφασης του δασάρχη, ενώπιον της πρωτοβάθμιας επιτροπής δασικών αμφισβητήσεων. Η επιτροπή δύναται να επανεξετάσει την υπόθεση, να διενεργήσει αυτοψία εφόσον το κρίνει αναγκαίο και να εκδώσει απόφαση εντός 3 μηνών. Κατά της απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής επιτρέπεται εντός 2 μηνών προσφυγή ενώπιον της δευτεροβάθμιας επιτροπής, η οποία οφείλει να εκδώσει ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση εντός 3 μηνών.
Υ) Πολεοδομική νομοθεσία
Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 391 του Κώδικα Πολεοδομικής Νομοθεσίας (άρθρο 4 του ΠΔ 267/1998 , επιτρέπεται άσκηση ένστασης που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή εντός 30 ημερών, από την τοιχοκόλληση της έκθεσης αυτοψίας για τον χαρακτηρισμό κτίσματος ως αυθαιρέτου στο αυθαίρετο κτίσμα . Μαζί με την ένσταση μπορούν να κατατεθούν και απόψεις και στοιχεία που αμφισβητούν την ορθότητα της εκτίμησης της αξίας του αυθαιρέτου και τον υπολογισμό των προστίμων, που αναφέρονται στην επίμαχη έκθεση. Η ένσταση εξετάζεται σε ημέρα και ώρα που υποχρεωτικά γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο, από τετραμελή επιτροπή υπαλλήλων της πολεοδομικής υπηρεσίας, η οποία μπορεί να την δεχθεί ή να την απορρίψει. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να αναγράφεται στο σώμα της ένστασης, υπογράφεται δε από όλα τα μέλη της επιτροπής.
Φ) Νομοθεσία περί αλλοδαπών
Απέλαση
Κατά της πράξης απέλασης του Αστυνομικού Διευθυντή που εκδίδεται δυνάμει του Ν 3386/2005 προβλέπεται η ενδικοφανής προσφυγή του άρθρου 77 του ιδίου νόμου ενώπιον του Υπουργού Δημόσιας Τάξης ή του εξουσιοδοτούμενου από αυτόν οργάνου (κατά κανόνα του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή) εντός προθεσμίας 5 ημερών. Η σχετική απόφαση εκδίδεται μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την άσκηση της προσφυγής. Εξ άλλου, κατά την ίδια διάταξη, η άσκηση της προσφυγής συνεπάγεται την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης απέλασης. Ειδικότερα, ο νομοθέτης με το ισχύον νομικό καθεστώς μετέφερε την αρμοδιότητα αυτή από τον Γενικό Γραμματέα της αρμόδιας κατά τόπο Περιφέρειας (ως βαθμού αποκεντρωμένης διοίκησης) σε όργανο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, δηλαδή σε όργανο που ανήκει στην ίδια διοικητική ιεραρχία με αυτό που αποφάσισε την απέλαση .
Παροχή ασύλου
Κατά αποφάσεων που απορρίπτουν ή ανακαλούν το αίτημα για διεθνή προστασία και εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του ΠΔ 114/2010 , προβλέπεται σε δεύτερο βαθμό επανάκριση του ζητήματος, ύστερα από την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 25 του ανωτέρω ΠΔ, εντός προθεσμίας που εξαρτάται από το είδος της προσβαλλόμενης πράξης. Οι προσφυγές κρίνονται από την Επιτροπή Προσφυγών του άρθρου 26 που συνιστάται και λειτουργεί στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και αποφαίνεται σε προθεσμία 3 ή 6 μηνών ανάλογα με την προσβαλλόμενη πράξη. Μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης από την Επιτροπή κατά την παρ. 2 του άρθρου 25 αναστέλλεται κάθε μέτρο απέλασης του αιτούντος.
Περαιτέρω, κατά των πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με το ΠΔ 220/2007 περί περιορισμού ή διακοπής της παροχής συνθηκών υποδοχής που αφορούν πρόσφυγες επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ως άνω ΠΔ, η άσκηση προσφυγής εντός 5 ημερών ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία του Κέντρου Φιλοξενίας. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται εντός 5 ημερών από την άσκησή της και είναι οριστική για τον ενδιαφερόμενο στον οποίο και επιδίδεται .
Ψ) Φορολογική νομοθεσία
Για πράξεις από τις οποίες αναφύονται φορολογικές διαφορές όταν το αμφισβητούμενο ποσό είναι άνω των 300.000 ευρώ προβλέπεται στο άρθρο 70Α του Ν 2238/1994 η άσκηση αίτησης διοικητικής επίλυσης ενώπιον της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (ΕΔΕΦΔ), που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, στα μέλη της δύο πρώην ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς ή δύο πρώην Νομικούς Συμβούλους του Κράτους . Με το άρθρο 4 του Ν 4051/2012 προσδόθηκε στην αίτηση επίλυσης ενδικοφανής χαρακτήρας: «απαιτείται, επί ποινή απαραδέκτου ασκήσεως της προσφυγής, να έχει προηγηθεί η αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ….. και η ολοκλήρωση αυτής, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της». Καθοριστικής σημασίας είναι εν προκειμένω η εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης από τη Διοίκηση . Η αίτηση κατατίθεται στην αρμόδια φορολογική αρχή και διαβιβάζεται, μαζί με το σχετικό φάκελο, από αυτή στην ΕΔΕΦΔ, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κατάθεσή της και η σχετική απόφαση εκδίδεται το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την περιέλευση της αίτησης . Ιδιαίτερα πρέπει να επισημανθεί η διατύπωση του νόμου ότι απαιτείται «η ολοκλήρωση» της διαδικασίας επίλυσης, με αποτέλεσμα να συνάγεται το συμπέρασμα ότι ειδικά στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η πρόωρη άσκηση του ενδίκου βοηθήματος κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 63 του ΚΔΔ, εάν προηγουμένως δεν ολοκληρωθεί η διαδικασία της επίλυσης ή δεν παρέλθει ο χρόνος απόφανσης της αρμόδιας επιτροπής. Περαιτέρω, είναι αναγκαία η παρουσία του υποχρέου κατά τη συζήτηση, εφόσον άλλως «ματαιώνεται η εξώδικη επίλυση της διαφοράς και η αίτησή του απορρίπτεται με σχετική απόφαση της Επιτροπής που επιδίδεται σ’αυτόν μέσω της αρμόδιας φορολογικής αρχής» .
Ω) Έλεγχος εποπτείας επί των ΟΤΑ
Η προσφυγή νομιμότητας του άρθρου 227 του Ν 3852/2010 ενώπιον του Ελεγκτή Νομιμότητας για πράξεις των οργάνων των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων ΟΤΑ, της οποίας η προηγούμενη άσκηση είναι υποχρεωτική για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος, αποτελεί ένα είδος υποχρεωτικού διοικητικού προσταδίου κατά την αντίστοιχη λογική καθιέρωσης της ενδικοφανούς προσφυγής .
Ελλείψει αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων ως προς τα ποσοστά ευδοκίμησης αυτών των προσφυγών και δεδομένου ότι ενώπιον των δικαστηρίων καταλήγει ένα μέρος των αποφάσεων που απορρίπτουν εν όλω ή εν μέρει την ενδικοφανή προσφυγή, είναι δύσκολο να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα ως προς την αποτελεσματικότητα εκάστης εξ αυτών.
Διαφορετικό καθεστώς των κατ’ιδίαν προσφυγών
Όπως προκύπτει από την ανωτέρω ενδεικτική παράθεση των κυριότερων περιπτώσεων ενδικοφανούς προσφυγής, οι διατάξεις που την καθιερώνουν είναι, ως επί το πλείστον, λακωνικές, ελλειπτικές και ενίοτε ασαφείς, με συνέπεια να ανακύπτουν συχνά ζητήματα ερμηνείας, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται διαφορετικοί και, ενίοτε, αμφιλεγόμενοι όροι όπως «ένσταση» , «αντιρρήσεις», «έφεση», «προσφυγή», «αίτηση θεραπείας», «αίτηση αναθεώρησης», «αίτηση επανεξέτασης». Μάλιστα, στην πλειονότητα των ανωτέρω περιπτώσεων, ο χαρακτηρισμός της προσφυγής ως ενδικοφανούς δίδεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο στηρίζεται στα κριτήρια της αποκλειστικής προθεσμίας άσκησης και απόφανσης επί της προσφυγής, στην εξουσία πλήρους επανεξέτασης της υπόθεσης και στον καθορισμό συγκεκριμένου οργάνου ενώπιον του οποίου ασκείται η παρεχόμενη διοικητική προσφυγή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα προβληματικής ρύθμισης αποτελεί η νομοθεσία σχετικά με το δικαίωμα παραμονής και εργασίας των ελληνικής καταγωγής υπηκόων Αλβανίας, η οποία προβλέπει ότι με αιτιολογημένη απόφαση δεν χορηγείται και δεν ανανεώνεται το Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς (ΕΔΤΟ) σε άτομα σε βάρος των οποίων συντρέχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης και ιδίως σε άτομα που έχουν καταδικασθεί τελεσίδικα για κακούργημα σε οποιαδήποτε ποινή ή για πλημμέλημα που τελέστηκε με δόλο και επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Στην απόφαση απόρριψης αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης ΕΔΤΟ ενσωματώνεται απόφαση επιστροφής . Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της ανωτέρω απόφασης, να ασκήσει αίτηση θεραπείας ενώπιον της αρμόδιας Υπηρεσίας έκδοσης είτε προσφυγή ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου Αστυνομμικού Διευθυντή ή Διευθυντή Αλλοδαπών, οι οποίοι αποφασίζουν σχετικά εντός 30 ημερών. Με την άσκηση της προσφυγής και μέχρι την εξέταση αυτής, χορηγείται στον ενδιαφερόμενο η Ειδική Βεβαίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση ανάκλησης και αφαίρεσης του ΕΔΤΟ, με τη διαφορά ότι η μεν αίτηση θεραπείας ασκείται ενώπιον του Διευθυντή της κατά τόπον αρμόδιας Αστυνομικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης Αλλοδαπών και η προσφυγή ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή. Πρόκειται για ρυθμίσεις εντελώς ασαφείς, που δεν επιτρέπουν τη συναγωγή ασφαλούς συμπεράσματος ως προς τη νομική φύση των προβλεπόμενων προσφυγών ή τη μεταξύ τους σχέση.
Οι προγενέστερες διατάξεις όριζαν συναφώς ότι, σε περίπτωση κατά την οποία από τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιβεβαιώνεται η ελληνική καταγωγή, το αίτημα χορήγησης ΕΔΤΟ απορρίπτεται με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, κατά της οποίας ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα προσφυγής εντός 10 ημερών από την κοινοποίησή της, επί της οποίας αποφαίνεται ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, μετά από γνώμη Ειδικής Επιτροπής. Κατά τις ίδιες διατάξεις, το χορηγηθέν ΕΔΤΟ δύναται να ανακαλείται, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, με αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας. Κατά της απόφασης ανάκλησης ο ενδιαφερόμενος δύναται, εντός δεκαημέρου από την κοινοποίηση, να υποβάλει προσφυγή, επί της οποίας αποφαίνεται ο Προϊστάμενος Κλάδου Αστυνομίας και Ασφάλειας του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας. Η ερμηνεία των διατάξεων αυτών από το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν φαίνεται απολύτως πειστική. Με την πρόσφατη απόφαση ΣτΕ 2111/2012 δέχθηκε, κατ’αρχάς, ότι οι λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας, οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν στην ανάκληση χορηγηθέντος ΕΔΤΟ, αποτελούν λόγους που μπορούν επίσης να θεμελιώσουν την απόρριψη αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τέτοιου δελτίουκαι ότι η προβλεπόμενη ενδικοφανής προσφυγή αναφέρεται μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία αμφισβητείται η ελληνική καταγωγή του φερομένου ως ομογενούς όταν εξετάζεται το αίτημά του για χορήγηση ή ανανέωση του ΕΔΤΟ. Κατά συνέπεια, τέτοια ενδικοφανής προσφυγή δεν προβλέπεται στην περίπτωση απόρριψης του ως άνω αιτήματος για λόγους αναφερόμενους στη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Κατέληξε, πάντως, ότι η ενδικοφανής προσφυγή προβλέπεται μόνον επί ανάκλησης του ΕΔΤΟ. Λόγω όμως αντίθετης νομολογίας ως προς το ζήτημα του αν χωρεί ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον οργάνου του Αρχηγείου της Αστυνομίας και στις περιπτώσεις που το αίτημα για έκδοση ΕΔΤΟ απορρίπτεται για λόγους δημόσιας τάξης ή ασφαλείας, το Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση.
Εκτός των νομοθετικών κενών και ασυνεπειών, το νομικό καθεστώς κάθε ενδικοφανούς προσφυγής διαφέρει από αυτό των υπολοίπων. Ρυθμίζονται με διαφορετικό τρόπο η προθεσμία άσκησης, το αρμόδιο όργανο, και η προθεσμία απόφανσης. Ειδικότερα, ο νομοθέτης άλλοτε φαίνεται να δίνει προτεραιότητα στην ταχεία διευθέτηση της υπόθεσης με την πρόβλεψη σύντομης προθεσμίας άσκησης της διοικητικής προσφυγής και άλλοτε στον ενδελεχή έλεγχό της και στην επίλυση της διαφοράς με την πρόβλεψη πολύμηνης προθεσμίας, ούτως ώστε ο διοικούμενος να έχει τη δυνατότητα να προετοιμάσει πληρέστερα την άμυνά του . Περαιτέρω, ενίοτε προβλέπεται κοινοποίηση της προσφυγής στους θιγόμενους , καταβολή παραβόλου , γνωμοδότηση συλλογικού οργάνου , ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής, προθεσμία για την έκδοση απόφασης και συναγωγή τεκμηρίου απόρριψης ή αποδοχής μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής κ.λπ. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις οι διατάξεις που προβλέπουν την ενδικοφανή προσφυγή είναι λίαν διεξοδικές και ρυθμίζουν όλες σχεδόν τις λεπτομέρειες της σχετικής διαδικασίας , ενώ άλλοτε είναι ελλειπτικές, με συνέπεια πολλές πτυχές της διαδικασίας να παραμένουν αρρύθμιστες. Χαρακτηριστική περίπτωση λακωνικής και προβληματικής ρύθμισης αποτελεί το άρθρο 8 του ΠΔ 100/2010, Ενεργειακοί Επιθεωρητές κτιρίων, λεβήτων, εγκαταστάσεων θέρμανσης και κλιματισμού . Κατά τη διάταξη αυτή, επιτρέπεται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής εντός 40 ημερών ενώπιον του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής κατά των κυρώσεων που επιβάλλονται με απόφασή του στους Ενεργειακούς Επιθεωρητές, κατά των απορριπτικών αποφάσεων σε αιτήματα χορήγησης άδειας Ενεργειακών Επιθεωρητών και κατά των απορριπτικών αποφάσεων επί αιτημάτων αναβάθμισης άδειας Ενεργειακών Επιθεωρητών από Α΄ σε Β΄ τάξη. Ελλειπτικές είναι και οι ρυθμίσεις περί ενδικοφανών προσφυγών που προβλέπουν οι διατάξεις της αλιευτικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας των θαλασσίων μεταφορών. Ενώ το διαφορετικό περιεχόμενο των ρυθμίσεων δικαιολογείται από τις ιδιομορφίες κάθε κατηγορίας ενδικοφανούς προσφυγής, η διαφορετική κανονιστική πυκνότητα δεν συνάδει προς την κοινή ιδιότητά τους, αυτή της προϋπόθεσης του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος.
Εκτός από τα κενά των σχετικών, ειδικών διατάξεων, προβλήματα αναφύονται και ως προς το γενικότερο νομικό καθεστώς των ενδικοφανών διαδικασιών. Δυσχέρειες προκαλεί, κατ’αρχάς, η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της ενδικοφανούς προσφυγής, το κατά πόσον δηλαδή η εκδούσα την πράξη αρχή μπορεί να προβεί σε ανάκληση της πράξης ενόσω η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του αρμόδιου για την ενδικοφανή προσφυγή οργάνου, το οποίο όμως δεν έχει αποφανθεί ακόμη. Συναφές προς το μεταβιβαστικό αποτελέσμα είναι και το ζήτημα του επηρεασμού της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των διοικητικών οργάνων που συνεπάγεται η πρόβλεψη ενδικοφανούς προσφυγής. Ανακύπτει, ειδικότερα, το ερώτημα αν, σε περίπτωση άρνησης χορήγησης άδειας από το αρμόδιο όργανο, είναι επιτρεπτή η χορήγησή της από το επιλαμβανόμενο της ενδικοφανούς προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης οργάνου . Ατέρμονη φαίνεται και η συζήτηση ως προς τη δυνατότητα χειροτέρευσης της θέσης του ενδιαφερομένου σε περίπτωση μεταβολής του νομικού καθεστώτος, όχι όμως και διαφορετικών ουσιαστικών εκτιμήσεων της αρμόδιας αρχής. Διευκρινίσεων χρήζουν και ζητήματα σχετικά με το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της ενδικοφανούς προσφυγής, την έκταση της υποχρέωσης προσβολής και παραλείψεων οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, καθώς και την έναρξη της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής όσον αφορά τους τρίτους .