3.ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ 2017 7.1.2019 ΜΕ ΤΗ ΛΥΣΗ 14.1.2019.

Πρακτικά Δημοσιονομικό Δικαιοσύνη

             

                                   Θέμα Δημοσιονομικού Δικαίου 2017

Μετά την διενέργεια ελέγχου στην διαχείριση του Κρατικού Νοσοκομείου << ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ >> το οποίο συνιστά νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου , από Επιθεωρητές του Σώματος Επιθεωρητών Υγείας και Προνοίας ( Σ.Ε.Υ.Υ.Π. ) συντάχθηκε η 1/31.10.2012 πορισματική έκθεση σύμφωνα με την οποία διαπιστώθηκε έλλειμμα στη χρηματική διαχείριση του Νοσοκομείου , κατά τα έτη 2006-2011 , ύψους 300.000 ευρώ . Κατά τον έλεγχο λόγω της ασυμφωνίας του ταμειακού υπολοίπου των βιβλίων του Νοσοκομείου με το υπόλοιπο που εμφανιζόταν στον τραπεζικό λογαριασμό του , οι επιθεωρητές προχώρησαν σε αναμόρφωση του ταμειακού υπολοίπου και του έτους 2005 ( έτος προηγούμενο της έναρξης του ελέγχου ) βάσει των στοιχείων που εμφανίζονταν στα αντίγραφα κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών , και υπολόγισαν το έλλειμμα των ετών 2006-2011 βάσει του αναμορφωθέντος υπολοίπου . Κατόπιν αυτών με την 100/2013 καταλογιστική πράξη του εν λόγω Σώματος Επιθεωρητών Υγείας και Προνοίας καταλογίστηκαν εις ολόκληρόν ο Χ Προϊστάμενος της Οικονομικής Υπηρεσίας του Νοσοκομείου και ο Ζ ταμίας του Νοσοκομείου με το ποσό των 300.000 ευρώ και προσαυξήσεις ύψους 200.000 ευρώ και συνολικά με ποσό 500.000 ευρώ .

Το έλλειμμα προέκυψε επειδή α) τα χρηματικά εντάλματα με τα οποία πληρώνονταν δαπάνες του Νοσοκομείου δεν υποστηρίζονταν από πλήρη δικαιολογητικά και δεν είχαν υποβληθεί σε προηγούμενο έλεγχο από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου , β) διενεργούταν δαπάνες χωρίς την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων και γ) επιταγές που εκδόθηκαν προς εξόφληση χρηματικών ενταλμάτων ήταν ποσού μεγαλύτερου από το εντελλόμενο με το αντίστοιχο ένταλμα με αποτέλεσμα να γίνουν αδικαιολόγητες αναλήψεις από τον τραπεζικό λογαριασμό του Νοσοκομείου .

Έφεση του Χ κατά της ανωτέρω καταλογιστικής πράξης απορρίφθηκε με την 1/25.2.2014 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου , η οποία του κοινοποιήθηκε στις 15.5.2014 .

Εξάλλου με την 20.4.2014 ο ανωτέρω κρίθηκε αθώος για τις κατηγορίες της από κοινού με τον ταμία τέλεσης των εγκλημάτων της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και της απιστίας καθώς έγινε δεκτό ότι δεν προσπορίστηκε κανένα όφελος και ότι το έλλειμμα που διαπιστώθηκε είναι λογιστικό και όχι πραγματικό αφού δεν ιδιοποιήθηκε τα σχετικά ποσά αλλά αυτά διατέθηκαν για την κάλυψη δαπανών του Νοσοκομείου .

Κατά της ανωτέρω 1/2014 απόφασης του IV Τμήματος ο Χ άσκησε στις 30.10.2015 αίτηση αναθεώρησης υπογεγραμμένη από τον ίδιο , η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο μέσω εταιρίας ταχυμεταφοράς . Για την ευδοκίμηση της αίτησής του επικαλέστηκε ότι :

Α) Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε ανύπαρκτα δημοσιολογιστικά αποδεικτικά στοιχεία , επειδή μη νομίμως οι Επιθεωρητές έλαβαν υπόψη τους αντίγραφα κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών του Νοσοκομείου για το έτος 2005 προέβησαν σε αναμόρφωση του υπολοίπου του έτους αυτού και στην συνέχεια προσδιόρισαν το ύψος του ελλείματος βάσει του εν λόγω υπολοίπου αν και ήδη για το έτος 2005 οι λογαριασμοί του Νοσοκομείου είχαν κηρυχθεί ορθώς έχοντες με πράξη του αρμοδίου Επιτρόπου .

Β) Στο έλλειμα συμπεριλήφθηκαν δαπάνες ύψους 65.000 ευρώ που πληρώθηκαν με χρηματικά εντάλματα που στηρίζονταν σε πλήρη δικαιολογητικά και είχαν θεωρηθεί από τον αρμόδιο Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι επιταγές δε που εκδόθηκαν για την εξόφληση τους συμφωνούσαν απόλυτα με το εντελλόμενο ποσό .

Γ) Με την 10/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου , την οποία προσκόμισε κρίθηκε αθώος για υπεξαίρεση στην υπηρεσία και απιστία .

Δ) Με την από 23.8.2015 λογιστική πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα Υ που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της ποινικής δίκης , το έλλειμμα ανήλθε σε ύψος 85.000 ευρώ και όχι 300.000 ευρώ όπως διαπίστωσαν οι Επιθεωρητές .

Ε) Με την 20/1.3.2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που του κοινοποιήθηκε στις 10.6.2015 αναγνωρίστηκε ότι επιταγές ποσού 30.000 ευρώ βάσει των οποίων αναλήφθηκαν από το λογαριασμό του Νοσοκομείου ποσά μεγαλύτερα των αντίστοιχων χρηματικών ενταλμάτων ήταν πλαστές .

Μετά την άσκηση της αίτησης αναθεώρησης ο Χ απεβίωσε και κατέλειπε μόνους πλησιέστερους συγγενείς και νόμιμους κληρονόμους του την σύζυγό του και την ανήλικη κόρη του . Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η μεν σύζυγός του παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της και δήλωσε συνέχιση της δίκης η δε ανήλικη κόρη δεν παραστάθηκε , αφού ο πληρεξούσιος δικηγόρος της συζύγου ρητά δήλωσε ότι δεν είχε την απαιτούμενη πληρεξουσιότητα να παρασταθεί για λογαριασμό της .

Σημειώνεται ότι η μεν κλήση για την παράσταση κατά τη συζήτηση της αίτησης αναθεώρησης που απευθυνόταν στη σύζυγο επιδόθηκε σε αυτήν με επίδοση στην κατοικία της η δε κλήση που απευθυνόταν στην ανήλικη κόρη επιδόθηκε στην κόρη με θυροκόλληση στην κατοικία της .

Ερωτάται :

Α) Είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη η άσκηση της αίτησης αναθεώρησης ;

Β) Η συζήτηση της αίτησης έλαβε χώρα παραδεκτά ;

Γ) Είναι δεκτοί οι προβαλλόμενοι λόγοι αναθεώρησης ;

Αιτιολογήστε τις απαντήσεις σας .

Τυχόν απαράδεκτα ή αβάσιμα δεν εμποδίζουν την κρίση περαιτέρω τιθεμένων ζητημάτων

Απαντήσεις

Α.Νομότυπο ασκήσεως αίτησης αναθεώρησης:

1.) Υπογραφή : Από το συνδυασμό των άρθρων 31 και 16§2β προκύπτει ότι το δικόγραφο της αιτήσεως αναθεωρήσεως παραδεκτά υπογράφεται από τον ίδιο τον Διάδικο, εφόσον κατά την συζήτηση επ΄ακροατηρίου παρασταθεί με νομότυπα διορισμένο κατά το άρθρο 17 πληρεξούσιο Δικηγόρο.

Εν προκειμένω το δικόγραφο της αναθεωρήσεως είναι νομιμοποιημένο και άρα παραδεκτό δεδομένου ότι κατά την επ΄ακροατηρίου συζήτηση στο αρμόδιο IVΤμήμα του Ελεγκτικού συνεδρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη η διάδικος καθολική διάδοχος του Χ, σύζυγος παραστάθηκε δια πληρεξουσίου Δικηγόρου έστω παρά Πρωτοδίκαις. Αντίθετα ως προς την κόρη εάν είχε κλητευθεί νομίμως εφόσον δεν παραστάθηκε δικηγόρος θα έπρεπε να απορριφθεί κατά το άρθρο 16§2. Βέβαια εν προκειμένω όπως θα δούμε παρακάτω δεν είχε κλητευθεί νομίμως η κόρη και συνεπώς πρωτίστως εξετάζεται το θέμα της κλητεύσεως και εφόσον δεν είναι νόμιμη κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση.

2) Απαράδεκτη κατάθεση :Η αίτηση αναθεωρήσεως ασκείται σύμφωνα με το άρθρο με έναν εκ των 4 περιοριστικώς τρόπων που αναφέρονται στο άρθρο 52 για την έφεση.

Συνεπώς δεν μπορεί να ασκηθεί με περιέλευσή της στη γραμματεία του Δικαστηρίου με εταιρία ταχυμεταφορών. Απαιτείται κατά την ρητή διατύπωση του άρθρου 52§1 να γίνει με αυτοπρόσωπη του διαδίκου ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν προσώπου κατάθεση στη γραμματεία του ΕΣ είτε με επίδοση δια δικαστικού επιμελητή είτε με αυτοπρόσωπη κατάθεση σε δημόσια αρχή είτε με ηλεκτρονική κατάθεση εφόσον συντρέχουν οι όροι που θέτει το άρθρο για αυτήν. Αυτό σαφώς συνάγεται από την γραμματική διατύπωση του άρθρου και την γραμματολογική ερμηνεία αυτού δεδομένου ότι εάν ο νομοθέτης ήθελε γενικά να ασκείται δια περιελεύσεως θα έκανε χρήση του όρου αυτού , όπως εξ΄άλλου όπου το πράττει στα άρθρα 32§6 και 35§5 του ΚΝΕΣ. Ουδεμία δε παραβίαση μπορεί να γίνει δεκτή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεδομένου ότι το άρθρο αυτό δεν υπαγορεύει στα συμβαλλόμενα κράτη τον τρόπο προσβάσεως στο Δικαστήριο καθώς και τους εν γένει δικονομικούς κανόνες που θα θεσπίσουν αλλά απαγορεύει αυτοί οι κανόνες να είναι υπεράγαν αυστηροί ώστε κατ΄ αποτέλεσμα να καθιστούν δύσκολη ή και αδύνατη την πρόσβαση σε δίκη. Εν προκειμένω υφίστανται 4 διαζευκτικοί τρόποι ασκήσεως για τον διάδικο γνωστοί από θεσπίσεως του πδ 1225/81 (οι τρείς και από 2.4.2012 ο τέταρτος ηλεκτρονικός τρόπος).

Συνεπώς η ένδικη αίτηση αναθεωρήσεως είναι για το λόγο αυτό απαράδεκτη.

Γ) Προθεσμία-εκπρόθεσμο. Από το συνδυασμό των άρθρων 105 του πδ 1225/81, 89 και 48§3 του ΚΝΕΣ προκύπτει ότι η κύρια προθεσμία της αιτήσεως αναθεωρήσεως είναι για τον ηττηθέντα διάδικο ένα (1) έτος από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικά για την περίπτωση που η ως άνω προθεσμία έχει εκπνεύσει και μεταγενεστέρως εξεδόθη απόφαση ποινικού δικαστηρίου που αναγνώρισε πλαστότητα ή ψευδορκία τότε δίδεται δεύτερη επικουρική εξάμηνη προθεσμία , μόνο για τις δυο αυτές περιπτώσεις (ψευδορκίας, πλαστότητας) που αρχίζει από τότε που ο αιτών έλαβε γνώση της ποινικής απόφασης. Αμφότερες οι προθεσμίες αναστέλλονται κατά το διάστημα των καλοκαιρινών διακοπών από 1.7.έως 15.9 σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κωδ. Περί δικών του δημοσίου και την πάγια νομολογία του ΕΣ που βρίσκεται σε αρμό με την απόφαση του ΕΔΔΑ Πλατάκου κλπ κατά Ελλάδας του 2002.

Επειδή εν προκειμένω η προσβαλλομένη υπ΄αριθμ. 1/25.2.2014 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου , κοινοποιήθηκε στον Χ στις 15.5.2014 η ετήσια προθεσμία άρχισε να τρέχει από 16.5.2014 και έληξε στις 16.5.2015 συν 77 ημέρες το διάστημα των καλοκαιρινών διακοπών του 2014 (1.7.2014 έως 15.9.2014) που το μετράμε από 16.5.2019 με διακοπή την 30.6.2015 και συνέχιση στις 16.9.2015 και λήγει στις 19.10.2015.

Συνεπώς η ένδικη αίτηση αναθεωρήσεως που ασκήθηκε στις 30.10.2015 είναι εκπρόθεσμη.

Εξ΄άλλου ούτε ειδικά ως προς τον 5ο λόγο αναθεωρήσεως στον οποίο επικαλείται απόφαση ποινικού δικαστηρίου που αναγνώρισε πλαστότητα των επίμαχων εγγράφων που αναφέροντο στην καταλογιστική πράξη, κίνησε η επικουρική εξάμηνη προθεσμία.Αυτό διότι η ποινική απόφαση από 20/1.3.2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου του κοινοποιήθηκε στις 10.6.2015 ενόσω έτρεχε η κύρια προθεσμία της αίτησης αναθεώρησης και κατά συνέπεια και ως προς το λόγο αυτό είναι εκπρόθεσμο το ένδικο μέσο.

Β.ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΣ.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 75 και 76 του π.δ/τος 1225/1981 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 304), προκύπτει ότι με το θάνατο του διαδίκου προκαλείται διακοπή της δίκης, για την επανάληψη της οποίας απαιτείται είτε δήλωση του δικαιουμένου σε επανάληψή της και επί πλειόνων δικαιουμένων δήλωση έστω και ενός εξ αυτών, είτε πρόσκλησή τους από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, από το συνδυασμό του άρθρου 9 του ως άνω π.δ/τος με εκείνες των άρθρων 23 και 24 του Κ.Διοικ.Δικ. συνάγεται ότι οι ανήλικοι που δεν έχουν ικανότητα προς δικαιοπραξία, δεν έχουν δικαίωμα να παρίστανται στο Δικαστήριο με το δικό τους όνομα, αλλά εκπροσωπούνται σε αυτό από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, ήτοι από τους γονείς τους που ασκούν, σύμφωνα με το άρθρο 1510 ΑΚ, τη γονική μέριμνα ή τον Επίτροπο που ορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 1589 επ. ΑΚ. Σε κάθε περίπτωση, διάδικοι παραμένουν οι ανήλικοι και όχι οι εκπρόσωποί τους, οι οποίοι απλώς αναπληρώνουν την έλλειψη ικανότητας των ανηλίκων να παρίστανται στο δικαστήριο και να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις με το δικό τους όνομα (βλ. απόφ. Τμ. VII 1836/2010, Τμ. ΙΙΙ 984/2008). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 34 και 59 του ίδιου π.δ/τος συνάγεται ότι για τη νόμιμη κλήτευση στη συζήτηση της υποθέσεως, ανηλίκων προσώπων, που δεν έχουν δικαίωμα να παρίστανται στο Δικαστήριο με το δικό τους όνομα, η κλήση επιδίδεται στο νόμιμο αντιπρόσωπό τους, ήτοι στον γονέα που ασκεί, σύμφωνα με το άρθρο 1510 ΑΚ, τη γονική μέριμνα ή στον Επίτροπο που ορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 1589 επ. ΑΚ. ή, τέλος, στον πληρεξούσιο ή αντίκλητό τους. Τέλος, με τις διατάξεις του άρθρου 65 του ως άνω π.δ/τος, που ρυθμίζουν την ερημοδικία των διαδίκων στην κατ’ έφεση δίκη, ορίζεται ότι σε περίπτωση απουσίας κάποιου από τους διαδίκους το δικαστήριο υποχρεούται να ερευνήσει αν χώρησε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του και αν διαπιστώσει ότι αυτός δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, ορίζει νέα δικάσιμο και διατάσσει την κατ’ αυτήν εγγραφή της υποθέσεως επί του πινακίου και τη νόμιμη κλήτευση των διαδίκων.

Εν προκειμένω από το ευρισκόμενο στο φάκελο της υπόθεσης αποδεικτικό επιδόσεως προκύπτει ότι η κλήση προς συζήτηση στην ανήλικη κόρη επιδόθηκε στην ίδια την ανήλικο  με θυροκόλληση στην κατοικία της. Δηλαδή επιδόθηκε παράνομα κατά τα ως άνω δια θυροκολλήσεως στην ίδια την ανήλικο και όχι στη νόμιμη αντιπρόσωπό της ήτοι την ασκούσα τη γονική μέριμνα αυτής μητέρα της (ΕΣ 1113/2016, VI τμ).

Συνεπώς η συζήτηση κατά το άρθρο 59 του πδ 1225/81 πρέπει να κηρυχθεί με μη οριστική απόφαση απαράδεκτη , η ίδια απόφαση θα ορίζει νέα δικάσιμο και την εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο της ως άνω νέας δικασίμου και τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση όλων των διαδίκων για να παραστούν κατ’ αυτή, με μέριμνα της Γραμματέως του Δικαστηρίου.

Γ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ.

Το π.δ/μα 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 304) ορίζει, στο άρθρο 105 ότι: «Εις αναθεώρησιν υπόκεινται αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων κατά τα εις το άρθρον 62 του Π.Δ. 774/1980 … οριζόμενα». Εξάλλου, στο μεν άρθρο 62 του π.δ. 774/1980 (Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου), ως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της αναιρεσιβαλλομένης (βλ. ήδη τις ομοίου περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 89 και 48 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, ΦΕΚ Α΄ 52) ορίζεται ότι: «Αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων υπόκεινται εις το έκτακτον ένδικον μέσον της αναθεωρήσεως, ασκούμενον ενώπιον του εκδόντος την απόφασιν Τμήματος, κατά τα εν άρθρω 29 οριζόμενα, είτε υπό του παρά τω Συνεδρίω Γενικού Επιτρόπου ή του αρμοδίου Υπουργού είτε παρά του ενδιαφερομένου …», στο δε άρθρο 29 παράγραφος 3 του ιδίου προεδρικού διατάγματος (774/1980) ορίζεται ότι: «Η αίτησις αναθεωρήσεως επιτρέπεται … α) Λόγω πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα ή λόγω λογιστικού λάθους. β) Αν προσαχθούν νέα κρίσιμα έγγραφα. γ) Αν η πράξις εστηρίχθη επί καταθέσεων μαρτύρων καταδικασθέντων επί ψευδομαρτυρία ή απαλλαγέντων μεν αναγνωρισθείσης όμως της ψευδομαρτυρίας δικαστικώς. δ) Εάν η πράξις εστηρίχθη επί εγγράφων πλαστών εφ’ όσον η πλαστογραφία ανεγνωρίσθη οπωσδήποτε δικαστικώς έστω και εν τω σκεπτικό της δικαστικής αποφάσεως ή του εκδοθέντος βουλεύματος».

       1.Ως προς τον πρώτο λόγο , ήτοι ότι  η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε ανύπαρκτα δημοσιολογιστικά αποδεικτικά στοιχεία :

Με τις προαναφερόμενες διατάξεις προβλέπεται η αίτηση αναθεωρήσεως ως έκτακτο ένδικο μέσο κατά των δικαστικών αποφάσεων των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όχι για οποιονδήποτε λόγο, αναγόμενο στο νομικό ή πραγματικό έρεισμα αυτών και εν γένει στην αιτιολογία που περιέχουν, αλλά μόνο για τους περιοριστικά αναφερόμενους στο νόμο λόγους, μεταξύ των οποίων η πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα και η προσαγωγή νέων κρίσιμων εγγράφων. Πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα, δυναμένη να δικαιολογήσει την άσκηση αιτήσεως αναθεωρήσεως, συντρέχει όταν τα γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά είναι αντικειμενικώς ανύπαρκτα,καθώς και όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση αγνοήθηκαν υπαρκτά πραγματικά περιστατικά, με αποτέλεσμα την εξαγωγή εσφαλμένου συμπεράσματος. H πλάνη περί τα πράγματα πρέπει να αφορά το ίδιο το Δικαστήριο και όχι τα όργανα που εξέδωσαν τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου. Δεν εμπίπτει, όμως, στην έννοια της πλάνης ούτε η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε η κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνεπώς αν προβληθούν τέτοιοι λόγοι προς στήριξη αίτησης αναθεώρησης για πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα, είναι απαράδεκτοι (Ολ. ΕΣ 30/2012, 1055/2003, 792/1982, 489/1996, 382/2001). 

Συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει ν΄ απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον η κρίση περί του αν νομίμως οι Επιθεωρητές έλαβαν υπόψη τους αντίγραφα κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών του Νοσοκομείου για το έτος 2005 και αν αυτά είναι παραδεκτά ή υπαρκτά δημοσιολογιστικά στοιχεία είναι κρίση που σχετίζεται με την εκτίμηση των αποδείξεων που έκανε το Δικαστήριο και συνεπώς ο λόγος αυτός, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν μπορεί να προβληθεί προς στήριξη της αίτησης αναθεώρησης αφού δεν αφορά πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο αλλά ενδεχόμενη πλάνη των ελεγκτικών οργάνων που έπρεπε να προταθεί με την έφεση (ΕΣ 256/2011 IVτμ.).

2) Ως προς το δεύτερο λόγο ήτοι ότι στο έλλειμα συμπεριλήφθηκαν δαπάνες ύψους 65.000 ευρώ που πληρώθηκαν με χρηματικά εντάλματα που στηρίζονταν σε πλήρη δικαιολογητικά και είχαν θεωρηθεί από τον αρμόδιο Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι επιταγές δε που εκδόθηκαν για την εξόφληση τους συμφωνούσαν απόλυτα με το εντελλόμενο ποσό :

Ομοίως πρόκειται για λόγο που αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων , ήτοι την πληρότητα ή όχι των στη δίκη της έφεσης κριθέντων δικαιολογητικών.

Γ) Με την 10/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου , την οποία προσκόμισε κρίθηκε αθώος για υπεξαίρεση στην υπηρεσία και απιστία :

Η απόφαση αυτή δεν είχε τεθεί στην κρίση του δικαστηρίου δεδομένου ότι εξεδόθη δυο μήνες περίπου μετά την έκδοση της προσβαλλομένης. Συνεπώς προσκομίζεται ως νέο κρίσιμο έγγραφο.

Επειδή ως νέο κρίσιμο έγγραφο ικανό να στηρίξει αίτηση αναθεώρησης νοείται έγγραφο έγκυρο με αποδεικτική ισχύ στην υπόθεση που κρίθηκε, που δεν είχε προσκομιστεί στην αρχική δίκη, αλλά είτε προϋπήρχε της έκδοσης της απόφασης, της οποίας ζητείται η αναθεώρηση και ήταν άγνωστο ή ήταν ανέφικτη η προσκόμισή του, είτε ανακαλύφθηκε μετά την έκδοση αυτής και προκύπτει από αυτό η ύπαρξη και το περιεχόμενο άλλου κρίσιμου εγγράφου, που είχε εκδοθεί πριν από το πιο πάνω χρονικό σημείο, η έγκαιρη προσκόμιση του οποίου δεν ήταν δυνατή για τον ως άνω λόγο, εφόσον θα μπορούσε να ασκήσει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, με την έννοια ότι αν το είχε υπόψη του το Δικαστήριο και το εκτιμούσε προσηκόντως, θα κατέληγε σε διαφορετική κρίση, από εκείνη στην οποία κατέληξε με την προσβαλλόμενη απόφαση (Ολ. ΕΣ 2366/2011, 1721/2010, 1472/2005).

Με την έννοια αυτή ο αιτών δεν προβάλλει ότι η επικαλούμενη ως άνω ποινική απόφαση περιέχει νέα πρωτογενή στοιχεία ήτοι δεν αναφέρει ότι εκτίμησε έγγραφα κατά την ανωτέρω έννοια που ήταν άγνωστα στο Τμήμα και ήταν αδύνατο να προσκομιστούν με μέσα άκρας σύνεσης και επιμέλειας τα οποία που να ανατρέπουν τις κρίσεις της προσβαλλομένης. Άλλωστε, η επικαλούμενη ποινική απόφαση περιέχει κρίσεις του Ποινικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της εκτίμησης της ύπαρξης ή μη ποινικής ευθύνης του αιτούντος για υπεξαίρεση στην υπηρεσία και απιστία οι προϋποθέσεις συνδρομής της οποίας διαφέρουν από την αντίστοιχη δημοσιολογιστική του ευθύνη για την πρόκληση διαχειριστικού ελλείμματος, η έννοια του οποίου συγκροτείται από τους εφαρμοστέους ειδικούς κανόνες του δημοσιολογιστικού δικαίου, χωρίς να συναρτάται με την ύπαρξη ή μη ζημίας στην οικεία διαχείριση (ΕΣ 30/2012 Ολομ).

Συνεπώς ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως απαράδεκτος.

Δ) Επι του τετάρτου λόγου, ήτοι ότι με την από 23.8.2015 λογιστική πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα Υ που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της ποινικής δίκης , το έλλειμμα ανήλθε σε ύψος 85.000 ευρώ και όχι 300.000 ευρώ όπως διαπίστωσαν οι Επιθεωρητές :

Και αυτός ο ισχυρισμός δεν στοιχειοθετεί παραδεκτό λόγο αίτησης αναθεώρησης, καθόσον το εν λόγω έγγραφο, δεν συνιστά νέο κρίσιμο έγγραφο, εφόσον ούτε προϋπήρχε της εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε ανακαλύφθηκε μετά την έκδοση αυτής, αλλά συντάχθηκε με πρωτοβουλία του αιτούντος προκειμένου να αντικρούσει την ποινική κατηγορία της υπεξαιρέσεως και απιστίας (ΕΣ 1522/2017 Ολομ).

Ε) Ως προς τον πέμπτο λόγο ήτοι ότι με την 20/1.3.2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που του κοινοποιήθηκε στις 10.6.2015 αναγνωρίστηκε ότι επιταγές ποσού 30.000 ευρώ βάσει των οποίων αναλήφθηκαν από το λογαριασμό του Νοσοκομείου ποσά μεγαλύτερα των αντίστοιχων χρηματικών ενταλμάτων ήταν πλαστές:

Ο λόγος αυτός προβάλλεται παραδεκτά και περαιτέρω εφόσον κριθεί βάσιμος πρέπει να γίνει δεκτός και να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση ώστε να γίνει νέα κρίση επι της υποθέσεως για να ληφθεί υπόψη το στοιχείο της πλαστότητας των ως άνω επιταγών, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατά ένα μέρος στηρίχθηκε στις πλαστές αυτές επιταγές.