ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Ως Διοικητική Εκτέλεση ορίζουμε το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν την διαδικασία αναγκαστικής είσπραξης των δημοσίων εσόδων.
Πρόκειται για διαδικαστικούς δικονομικούς κανόνες που διέπουν την αναγκαστική εκτέλεση που διενεργεί το δημόσιο κατά οφειλετών του δυνάμει του Ν.356/1974 «Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (ΚΕΔΕ). Εξ΄άλλου θα πρέπει να επισημανθεί ότι κατά τον ΚΕΔΕ εισπράττονται αναγκαστικά όχι μόνο τα οφειλόμενα δημόσια έσοδα του Δημοσίου αλλά και των ΟΤΑ και άλλων ΝΠΔΔ καθώς και οφειλόμενα έσοδα πολλων ΝΠΙΔ κρατικής σύστασης.
Η Διοικητική εκτέλεση είναι απόρροια της εκτελεστότητας της ατομικής συστατικής διοικητικής πράξης και του γεγονότος ότι ο διοικούμενος αρνείται να συμμορφωθεί σε αυτήν. Στη περίπτωση αυτή η εκτελεστότητα λαμβάνει την μορφή του διοικητικού καταναγκασμού. Αντίθετα θέμα διοικητικού καταναγκασμού δεν ανακύπτει στα πλαίσια των κανονιστικών και διαπιστωτικών πράξεων ,λόγω αφενός του ότι οι πρώτες θεσπίζουν γενικές, αντικειμενικές και απρόσωπες ρυθμίσεις , ενώ οι διαπιστωτικές εισάγουν άμεση διαπίστωση υφισταμένων πραγματικών περιστατικών νομικά σημαντικών χωρίς να εισάγουν όμως οι ίδιες υποχρέωση προς συμμόρφωση για τον αποδέκτη τους. Συνεπώς θέμα διοικητικής εκτέλεσης ανακύπτει μόνο για τις συστατικές ατομικές πράξεις που εισάγουν υποχρέωση προς τον διοικούμενο. Τα μέσα του διοικητικού καταναγκασμού ποικίλλουν ανάλογα με το περιεχόμενο της ρύθμισης που εισάγει η διοικητική πράξη. Εάν το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης υποχρεώνει τον διοικούμενο σε πράξη ή παράλειψη τότε ο διοικητικός καταναγκασμός μπορεί να έχει την μορφή είτε προστίμων, είτε άλλων κυρώσεων (διοικητικών , ποινικών ή πειθαρχικών), είτε διοικητικής υποκατάστασης, υπό την έννοια ότι η διοίκηση προβαίνει αντί του διοικούμενου στην προβλεπόμενη ενέργεια. Οι καταναγκαστικές αυτές ενέργειες μπορεί να προβλέπονται σωρευτικά ή μεμονωμένα.
Όταν το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης είναι χρηματικό, δηλαδή καταλογίζει υπέρ του δημοσίου και κατά του διοικούμενου χρηματική παροχή, τότε ο διοικητικός καταναγκασμός, πέραν των άλλων ως άνω κυρώσεων, πρέπει υποχρεωτικά να λάβει και την μορφή της αναγκαστικής διοικητικής εκτέλεσης κατά τον ΚΕΔΕ. Όμως την μορφή αυτή λαμβάνει και κάθε έγγραφη νομική πράξη δηλαδή και νομικές πράξεις του ιδιωτικού δικαίου από την οποία βεβαιώνεται ή πιθανολογείται οφειλή του διοικουμένου έναντι του δημοσίου. Συνεπώς η αναγκαστική διοικητική εκτέλεση προϋποθέτει νομική πράξη, όχι κατ΄ανάγκη διοικητική, με την οποία να καταλογίζεται ή να πιθανολογείται οφειλή του διοικουμένου προς το δημόσιο. Την νομική αυτή πράξη στην νομική ορολογία της αναγκαστικής διοικητικής εκτέλεσης ονομάζουμε νόμιμο τίτλο. Αναγκαστική εκτέλεση κατά ΚΕΔΕ λοιπόν δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς νόμιμο τίτλο.
Όπως λοιπόν γίνεται αντιληπτό ο νόμιμος τίτλος δημιουργείται με κανόνες δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου και οι διαφορές που γεννά ανήκουν αναλόγως στην δικαιοδοσία των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Η προέλευση του νόμιμου τίτλου, δηλαδή εάν η υποκείμενη έννομη σχέση βάσει της οποίας δημιουργήθηκε το έσοδο εντάσσεται στο ιδιωτικό ή στο δημόσιο δίκαιο, είναι καθοριστική για την δικαιοδοσία των δικαστηρίων που θα επιλύσουν τις διαφορές από την αναγκαστική διοικητική εκτέλεση. Δηλαδή εάν ο νόμιμος τίτλος είναι νομική πράξη του ιδιωτικού δικαίου τότε αρμοδιότητα έχουν τα πολιτικά δικαστήρια και δικάζουν επ΄ευκαιρία ανακοπής του οφειλέτη του άρθρου 73 επ ΚΕΔΕ, ενώ αντίθετα εάν είναι διοικητική πράξη τότε τα Διοικητικά δικάζουν με ανακοπή του άρθρου 217 ΚΔΔ. Η φύση δηλαδή της διαφοράς δεν μεταβάλλεται με την παρεμβολή της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας (ταμειακή βεβαίωση) από όργανα της διοικήσεως και την περαιτέρω διαδικασία είσπραξης της απαιτήσεως κατά τον ΚΕΔΕ από την αρμόδια Δ.Ο.Υ.
Στο δίκαιο της αναγκαστικής διοικητικής εκτέλεσης οφείλουμε την γένεση της νομολογίας του ΑΕΔ περί διακρίσεως των δικαιοδοσιών με βάση την «υποκείμενη αιτία» της διαφοράς (βλ. 5 /1989 ΑΕΔ επρόκειτο για ανακοπές του 73 ΚΕΔΕ κατά προσωπικής κρατήσεως για χρέη από σύμβαση τραπεζικού δανείου με εγγυητή υπέρ του ιδιώτη το Δημόσιο και 8/89 ΑΕΔ όπου πάλι προσβάλλετο προσωποκράτηση για χρέη εκ μισθωμάτων από ενοικίαση ακινήτου Κοινότητας).
Συνεπώς δυνάμει πάγιας από το 1989 νομολογίας η δικαιοδοσία εξευρίσκεται από την υποκείμενη σχέση επί της οποίας ερείδεται ο νόμιμος τίτλος (ΑΕΔ 5, 8/89, 5/2003). Σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση περιλαμβάνει πολλούς ετεροειδείς τίτλους , δηλαδή κατά του ιδίου οφειλέτη έχουν ταμειακά βεβαιωθεί οφειλές τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημοσίου δικαίου , τότε αρμόδιο είναι το Δικαστήριο της προέχουσας απαίτησης, δηλαδή εκείνης που υπερτερεί ποσοτικώς, ώστε να αποφεύγεται η διάσπαση της ενότητας της εκτελεστικής διαδικασίας (ΑΕΔ 23/1999 επρόκειτο για ταμειακά βεβαιωμένες απαιτήσεις από φόρους και από δάνειο και κατάπτωση εγγυήσεως κατά το προέχον ποσό).
Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν η υποκείμενη σχέση στην οποία στηρίζεται ο νόμιμος τίτλος είναι σχέση δημοσίου δικαίου που ανέκυψε από την απονομή συντάξεων ή από τον έλεγχο των λογαριασμών από αρμόδιο όργανο της διοίκησης ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τότε η διοικητική διαφορά ουσίας από την αμφισβήτηση του κύρους του νόμιμου τίτλου ή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., ανήκει στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Πράξη Ι Τμ. ΕΣ 994/2006, 1439/06, ΑΠ 661/08).
Με την ΕΣ Ολομ. 1995/ 2016 κρίθηκε ότι οι αποφάσεις των τμημάτων που δέχονται συνταξιοδοτική έφεση , έχουν μόνο διαπλαστικό αποτέλεσμα και όχι καταψηφιστικό και άρα δεν αποτελούν κατά το άρθρο 904ΚΠολΔ τίτλο εκτελεστό, υποχρεώνουν όμως την διοίκηση σε συμμόρφωση (μειοψηφία).
ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Δημόσια έσοδα :
α) Σε στενή έννοια είναι αυτά που προσδιορίζει ο Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (εφεξής ΚΕΔΕ) , προέρχονται από την άσκηση της δημόσιας εξουσίας στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο που βεβαιώνεται πχ κυρίως οι φόροι, τα δικαστικά απολήψιμα και τα διοικητικά πρόστιμα,
β) Σε ευρεία έννοια είναι τα έσοδα που προέρχονται από τον δημόσιο δανεισμό και την αξιοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας του κράτους.
Ο ΝΟΜΙΜΟΣ ΤΙΤΛΟΣ
Είναι έννοια διάφορη του εκτελεστού τίτλου του άρθρου 904 ΚΠολΔ :
Νόμιμος τίτλος μπορεί να είναι :
1) Κάθε πράξη ευρείας βεβαίωσης (δηλαδή οφειλής προς δημόσιο που έχει εκκαθαριστεί και εγγραφεί στο χρηματικό κατάλογο),
2) Κάθε έγγραφο, ακόμη και ιδιωτικό , που αποδεικνύει απαίτηση του δημοσίου και
3) ή πιθανολογεί (347ΚΠολΔ) οφειλή υπέρ του δημοσίου.
Η βεβαιούμενη απαίτηση πρέπει να είναι :
βεβαία (= αποδεικνυόμενη από έγγραφα με αποδεικτική ισχύ και εάν υπάρχει αίρεση θα πρέπει να αποδεικνύεται η πάροδος της από έγγραφο που επιδόθηκε στον οφειλέτη βλ.915 και 924 ΚΠολΔ) και
εκκαθαρισμένη δηλαδή να προσδιορίζεται : α) το είδος της οφειλής που στη διοικητική εκτέλεση ταυτίζεται με το ποσό της οφειλής και β) το πρόσωπο του οφειλέτη.
Οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εκδίδονται από την αρμόδια αρχή (Δικαστήριο) επί εφέσεως κατά πράξεων καταλογισμού και προσδιορίζουν το ποσό του ελλείμματος, το είδος και το ύψος αυτού, την αιτία από την οποία δημιουργήθηκε και τα υπαίτια πρόσωπα που ευθύνονται για την αποκατάστασή του (καταψηφιστικές αποφάσεις), συνιστούν νόμιμους τίτλους βάσει των οποίων χωρεί ταμειακή βεβαίωση του χρέους, μετά την κοινοποίησή τους στους διαδίκους. Τούτο δε διότι, προς το σκοπό αποτροπής του κινδύνου ύπαρξης δύο εκτελεστών τίτλων (της καταλογιστικής πράξης και της τελεσίδικης απόφασης του Τμήματος που εκδίδεται μετά από έφεση στρεφόμενη κατ’ αυτής) καθώς και της αποφυγής δημιουργίας σύγχυσης ως προς το ακριβές ποσό του καταλογισμού, η απόφαση του Τμήματος, με την οποία ακυρώνεται εν μέρει η καταλογιστική πράξη και επέρχεται ποσοτικός περιορισμός του ύψους του καταλογισθέντος ελλείμματος, ενσωματώνει πλήρως την καταλογιστική πράξη (κατά το μέρος που αυτή δεν εθίγη με την απόφαση) και επομένως αποτελεί το μόνον νόμιμο τίτλο αναγκαστικής είσπραξης. Ειδικότερα, στην περίπτωση εν μέρει ακύρωσης της καταλογιστικής πράξης, αυτή παραμένει μεν ισχυρή κατά το μέρος που δεν εθίγη, πλην όμως για λόγους ασφάλειας δικαίου, κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής είσπραξης, επιβάλλεται να θεωρείται ενσωματωμένη (κατά τα κεφάλαια που δεν εθίγησαν με την τελεσίδικη απόφαση) στην τελευταία, κατά τρόπον ώστε οι σχέσεις των μερών (ως προς το ύψος της οφειλής, τα υπαίτια πρόσωπα κ.λπ.) να διέπονται από τα γενόμενα δεκτά τελεσιδίκως με την απόφαση επί της έφεσης, η οποία παράγει δεδικασμένο, ως προς το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει (την ύπαρξη ελλείμματος, το ύψος αυτού κ.λπ.) και αποτελεί (νόμιμο) τίτλο εκτελεστό, δηλαδή τίτλο, βάσει του οποίου δύναται να επιδιωχθεί η αναγκαστική είσπραξη του ποσού που έγινε δεκτό ότι συνιστά έλλειμμα σε βάρος των υπαιτίων προσώπων. Περαιτέρω, όταν ο νόμιμος τίτλος είναι δικαστική απόφαση εξοπλισμένη με δύναμη δεδικασμένου, για τη δημιουργία του οποίου έχει ασκηθεί το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας ως απόρροια της αρχής του κράτους δικαίου (άρθρο 20 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος και άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α.), δεν είναι επιτρεπτή η εξέταση παρεμπιπτόντως, επ’ ευκαιρία της εκδίκασης του ενδίκου βοηθήματος της ανακοπής, λόγων που πλήττουν τη βασιμότητα των νομικών και ουσιαστικών κρίσεων του τελεσίδικου νόμιμου τίτλου (απόφασης), πρωτίστως διότι η ανακοπή δεν συνιστά ένδικο μέσο δυνάμενο να πλήξει το εξοπλισμένο με δύναμη δεδικασμένου, νόμω ή κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαίτησης. Η απόφαση αυτή πρέπει προηγουμένως να εγγραφεί στο χρηματικό κατάλογο (ΕΣ 1782/2016, VII τμ.)
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ
Η διαδικασία της Βεβαίωσης γίνεται σε τρία στάδια :
Α) έκδοση καταλογιστικής πράξης (πχ φύλλο ελέγχου , εκκαθαριστικό, φύλλο εκκαθαρίσεως εισφορών ναυτολογίου, χρηματικό πρόστιμο, πράξη καταλογισμού του Ε.Σ , εκκαθαριστικά σημειώματα κλπ) για να προχωρήσουμε στο β΄ στάδιο θα πρέπει η καταλογιστική πράξη να καταστεί οριστική είτε με την άπρακτη πάροδο άσκησης προσφυγής ή άλλου ενδίκου βοηθήματος αναλόγως της νομικής καταλογιστικής πράξης είτε με την απόρριψη της είτε με την διοικητική επίλυση της ή δικαστική συμβιβαστική επίλυση της.
Στη περίπτωση που ο οφειλέτης αποδέχεται την οφειλή του δεν ακολουθούνται τα παρακάτω στάδια αλλά γίνεται οίκοθεν βεβαίωση της οφειλής.Στην περίπτωση αυτή ο οφειλέτης προσέρχεται στην υπηρεσία να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό, αποδεχόμενος τα ποσά που έχει υπολογίσει το γραφείο εσόδων ή δηλώνοντας ο ίδιος τα στοιχεία που απαιτούνται για τον υπολογισμό της οφειλής του είτε προσκομίζοντας έγγραφο παράβασης, με το οποίο του επιβλήθηκε το πρόστιμο. Το γραφείο εσόδων εκδίδει το Υπηρεσιακό Βεβαιωτικό Σημείωμα που είναι τριπλότυπο και υπογράφεται από τον αρμόδιο για τη βεβαίωση υπάλληλο και θεωρείται από τον διατάκτη ή τον Προϊστάμενο της Οικονομικής Υπηρεσίας ( βλ. για δημοτικά χρέη και άρθρο 88 Κ.Δ.Κ.).
Η ΟΡΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΜΟΥ ΤΙΤΛΟΥ
Εάν όμως ο οφειλέτης δεν προσέλθει για να πληρώσει τότε πάμε στο δεύτερο στάδιο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσεχθεί οτι η οφειλή θα πρέπει πρωτίστως όπως είπαμε παραπάνω να έχει καταστεί οριστική . ΠΡΟΣΟΧΗ: Δηλαδή ο νόμιμος τίτλος θα πρέπει να έχει επιδοθεί νομίμως. Εάν ο νόμιμος τίτλος δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε με πλημμέλεια πχ σαν αγνώστου διαμονής χωρίς να προκύπτει ότι ο δικαστικός επιμελητής κατέβαλε κάθε προσπάθεια να διαπιστώσει μήπως ήταν γνωστής, τότε η τυχόν ταμειακή βεβαίωση είναι άκυρη (ΣτΕ 1021/1994, Β τμ. 7μ,241/2008, Στ 7μ).
Η επίδοση του νόμιμου τίτλου είναι το κρίσιμο και καθοριστικό στοιχείο για την νομιμότητα της ταμειακής. Νόμιμος τίτλος που δεν επιδόθηκε νόμιμα =παράνομη ταμειακή βεβαίωση , δηλαδή ακυρότητα της περαιτέρω διαδικασίας εκτέλεσης (ΕΣ 141/2016,137/2016, Ι τμ.)
Εάν τώρα έχει γίνει νόμιμη επίδοση και ασκήθηκαν τα ένδικα μέσα ή παρήλθε η προθεσμία ασκήσεως των , ο νόμιμο τίτλος οριστικοποιείται. Η άσκηση των ενδίκων μέσων δεν εμποδίζει την ταμειακή βεβαίωση εκτός εάν έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα. Η τυχόν μεταγενέστερη δοθείσα προσωρινή διαταγή ή αίτησης αναστολής δεν επιδρά επι της νομιμότητας της ταμειακής, αλλά αποτρέπει την εκτέλεση. Επίσης εως την αναστολή καλώς υπολογίστηκαν οι προσαυξήσεις. Από την αναστολή (ή προσωρινή διαταγή και μετά όμως ) δεν τρέχουν προσαυξήσεις διότι ο νόμιμος τίτλος αδρανοποιείται (ΕΣ 141/2016, Ι τμ.). Αντίθετη για τις προσαυξήσεις φαίνεται να είναι νομολογία του ΣτΕ που όμως αφορά το ειδικό θέμα των φορολογικών νόμιμων τίτλων (1538/2015, Στ 7μ βλ. παρακάτω).
Μετά την μη άσκηση ή την απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος (στο ΕΣ πρέπει να είναι αμετάκλητη 141/2016) ο νόμιμος τίτλος οριστικοποιείται , εκκαθαρίζεταικαι εγγράφεται στο χρηματικό κατάλογο.
Κομβικό σημείο λοιπόν στη περίπτωση της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας ασκήσεως του καταλλήλου ενδίκου βοηθήματος ασκεί το νόμιμο της επίδοσης της καταλογιστικής πράξης.
Με την ΣτΕ Ολ. 2281/2000 κρίθηκε ότι δεν υπάρχει στάδιο έναρξης αναγκαστικής εκτελέσεως αν δεν έχει προηγουμένως κοινοποιηθεί εγκύρως και νομοτύπως η Πράξη Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ) και η ΠΕΠΤ (πράξη προσθέτου τέλους) στον οφειλέτη του ΙΚΑ. Το νόημα αυτής της νομολογίας η οποία ακολουθείται πάγια και στην οποία στηρίζονται οι λύσεις των περαιτέρω θεμάτων που ανακύπτουν είναι ότι απαιτείται να έχει ολοκληρωθεί το στάδιο της βεβαίωσης του δημόσιου εσόδου, να έχει δηλαδή «οριστικοποιηθεί η οφειλή» ή κατ’ άλλη διατύπωση «να έχει συγκροτηθεί ο νόμιμος τίτλος» και μετά να προχωρήσουμε στο δεύτερο στάδιο της ταμειακής βεβαίωσης, με την οποία αρχίζει η διαδικασία της διοικητικής εκτέλεσης. Άλλως εάν δεν έχει γίνει νόμιμη επίδοση δεν συγκροτείται νόμιμος τίτλος και άρα δεν μπορεί να χορήσει η εκτελεστική διαδικασία.
‘Ετσι ακόμη και εάν η ειδική νομοθεσία του φορέα δεν προβλέπει διαδικασία επιδόσεως τότε θα πρέπει να εφαρμοστεί αναλογικά ο Κώδικας Φορολογικής δικονομίας (σήμερα ΚΔΔ), δηλαδή η επίδοση θα πρέπει να γίνει είτε με δικαστικό επιμελητή είτε με εξουσιοδοτημένα όργανα προς επίδοση του φορέα. Η με άλλον τρόπο επίδοση είναι άκυρη (ΣτΕ 2091/2014 φύλλα εκκαθάρισης εισφορών ΝΑΤ ελλείψει ειδικών ρυθμίσεων της κειμένης περί Ν.Α.Τ. νομοθεσίας, διενεργείται κατά τις διατάξεις του ΚΦΔ, κατ’ ανάλογη εφαρμογή προς τα ισχύοντα για τις επιδόσεις των πάσης φύσεως καταλογιστικών πράξεων των φορολογικών αρχών, άκυρη η επίδοση που έγινε από λιμενικούς υπαλλήλους). Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ανωτέρω νομολογία αφορούσε επίδοση πριν τον ΚΔΔ, συνεπώς εφεξής οι επιδόσεις που γίνονται από αρχή που καταλογίζει , εφόσον δεν υπάρχει ειδική νομοθεσία , θα πρέπει να γίνονται με βάση τις διατάξεις του ΚΔΔ περί επιδόσεων και από τα εκεί προβλεπόμενα όργανα.
Πάντως με την ΣτΕ 989/2016, Στ΄7μ, κρίθηκε ότι η άκυρη επίδοση ,λόγω έλλειψης αναφοράς της ιδιότητας του επιδίδοντος οργάνου, μπορεί ενδεχομένως να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου εφόσον στην έκθεση γίνεται μνεία της ιδιότητας αλλά λείπουν άλλα ειδικότερα προσδιοριστικά στοιχεία, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου ουσίας εάν όμως δεν μπορεί να συμπληρωθεί , τότε δεν δημιουργεί τεκμήριο πλήρους γνώσεως και δεν μπορεί να αποτελέσει έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος ( επρόκειτο για επίδοση όπου από το αποδεικτικό επιδόσεως αλλά και τα στοιχεία του φακέλου δεν προέκυπτε η ιδιότητα του επιδίδοντος οργάνου, επικύρωσε την 1875/15).
Να σημειωθεί ότι η νομολογία άλλων τμημάτων ,που όμως δεν έχουν αρμοδιότητα να κρίνουν επι θεμάτων εκτέλεσης, είναι αντίθετη. Έτσι με την ΣτΕ 169/2015 επταμελ. Α΄ Τμ., κρίθηκε ότι η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής κινείται όταν έλαβε αποδεδειγμένως πλήρη γνώση της περιεχομένου της πράξεως, (κρίθηκε ότι η πάροδος 11 ετών ενόψει και του ενδιαφέροντος της ασφαλισμένης για συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας, δεν αποτελούν τεκμήριο αποδεδειγμένης γνώσης της προσβαλλόμενης πράξης). Επίσης το Β΄ Τμήμα με τις ΣτΕ 2436/2012 7μελ.Β΄Τμ., 3575/2013 Β΄Τμ. καθ’ ερμηνεία διατάξεων του ΚΦΔ, δέχθηκε ότι αφετηρία της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής αποτελεί και το γεγονός της πλήρους γνώσεως της πράξεως παρά το ότι τέτοια ρύθμιση δεν προβλεπόταν από τις σχετικές διατάξεις του ΚΦΔ.
Η επίδοση των περαιτέρω πράξεων εκτελέσεως μετά την ταμειακή γίνεται κατά τον ΚΕΔΕ (ΣτΕ 241/2008, 7μ).
Σύμφωνα με γενική αρχή καταλογισμός και ταμειακή βεβαίωση πρέπει να τελούνται με χωριστή πράξη.( ΣτΕ 3387/2011 , ΣτΕ 3435/2010 κρίθηκε ότι δεν επιτρέπεται να γίνεται ταυτοχρόνως συμπληρωματικώς ή εξ υπαρχής (επί ατελούς εισαγωγής) καταλογισμός δασμών και λοιπών φόρων για την εισαγωγή εμπορευμάτων και με την ίδια πράξη ταμειακή βεβαίωση αυτών).
Τα ίδια νομολογούνται και από το ΕΣ το οποίο από τις διατάξεις του ΚΕΔΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος κάνει δεκτό ότι δεν αρχίζει η προθεσμία άσκησης της έφεσης κατά της καταλογιστικής απόφασης ούτε επιτρέπεται η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής, εάν προηγουμένως ο υπόχρεος δεν έχει λάβει πλήρη γνώση της σε βάρος του εκδοθείσας καταλογιστικής πράξης, η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο είσπραξης της οφειλής. Αντιθέτως, μετά την πλήρη γνώση της καταλογιστικής πράξης, οπότε εκκινεί η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης, στο πλαίσιο μάλιστα της οποίας είναι δυνατή και η άσκηση αίτησης αναστολής εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης ενώπιον του αρμόδιου Τμήματος, είναι επιτρεπτή, κατά νόμο, η ταμειακή βεβαίωση του καταλογισθέντος με την πράξη αυτή ποσού (Ε.Σ. Ι Τμ. 176/2016, 1749/2015, 3216, 1794/2011, 1839, 912/2010, IV Τμ. 1263/2011, 1533/2010).
Η προβεβαίωση: Σε ορισμένες περιπτώσεις προβλέπει η ειδική νομοθεσία ότι η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος (της προσφυγής) έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα για όλο ή για τμήμα του καταλογιζόμενου ποσού π.χ στη φορολογία εισοδήματος προβλέπεται αναστολή για το 75% , στο ΦΠΑ 70%, στο τελωνειακό για το 70%. Στις περιπτώσεις αυτές για το μη αναστελλόμενο ποσό χωρεί βεβαίωση που στη γλώσσα της φορολογικής πρακτικής καλείται «προβεβαίωση». Έτσι στο 76 παρ.6 του ΚΦΕ (ν.2238/94) προβλέπεται προβεβαίωση του ποσού του 25% μετά την πάροδο της προθεσμίας της διοικητικής επίλυσης και πριν την αποστολή της προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο (πρόκειται για προϊσχύσαν δίκαιο όπου η προσφυγή κατατίθετο στην Δ.Ο.Υ, που όμως εξακολουθεί να διέπει τις εκδοθείσες κατά το χρόνο εκείνο φορολογικές καταλογιστικές πράξεις). Στη περίπτωση αυτή έγινε δεκτό με την 1538/2015, Στ΄7μ, ότι ακόμη και εάν για το ποσό που προβεβαιώθηκε χορηγήθηκε εκ των υστέρων αναστολή με προσωρινή διαταγή ή απόφαση, η ταμειακή βεβαίωση γίνεται εγκύρως για το ποσό αυτό , το οποίο μετά τις προβλεπόμενες προθεσμίες του άρθρου 5 του ΚΕΔΕ καθίσταται ληξιπρόθεσμο και υπολογίζονται σε αυτό νομίμως και παρά την τυχόν δικαστική αναστολή οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, αλλά λόγω της δικαστικής αναστολής δεν μπορεί να εισπραχθούν καθ΄όλο το διάστημα της αντιδικίας και συνεπώς η διάταξη δεν παραβιάζει το άρθρο 20 παρ.1 Σ διότι επιδιώκει εξισορρόπηση των συμφερόντων των διαδίκων (μειοψ).
Στη νομολογία του ΕΣ αντίθετα γίνεται δεκτό ότι δεν είναι νόμιμη η ταμειακή βεβαίωση εφόσον χορηγήθηκε αναστολή με δικαστική απόφαση του τμήματος ή προσωρινή διαταγή (ΕΣ 141/2016, Ι τμ., 2956/14, 1533/10). Στην περίπτωση που η βεβαίωση του χρέους έχει προηγηθεί της απόφασης του Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η αναστολή εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης, με την έκδοση της τελευταίας αυτής απόφασης, που παρέχει πλήρη δικαστική προστασία καταλαμβάνουσα και το στάδιο της εκτέλεσης, η ανωτέρω πράξη διοικητικής εκτέλεσης αδρανοποιείται ως προς όλα τα έννομα αποτελέσματά της, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η δυνάμει αυτής λήψη περαιτέρω νομικών ή υλικών μέτρων ικανοποίησης της επίδικης απαίτησης, για όσο χρόνο ισχύει η δικαστική απόφαση περί αναστολής (Ε.Σ. Ι Τμ. 2346, 2336, 1208, 464/2014, πρβ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 3435/2010, 2040/2007, Σ.τ.Ε. 1369/2007). Τυχόν δε λήψη τέτοιων μέτρων από τη Διοίκηση συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης συμμόρφωσης που αυτή υπέχει προς την απόφαση που διέταξε την αναστολή, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 1 του εκτελεστικού του Συντάγματος ν. 3068/2002 (Α΄ 274), που επιβάλλουν στη Διοίκηση και τα όργανά της, επ’ απειλή των κυρώσεων του άρθρου 3 του ν. 3068/2002, την υποχρέωση να προβαίνουν με θετικές ενέργειες ή παραλείψεις σε αναμόρφωση των νομικών και πραγματικών καταστάσεων για την πραγμάτωση των κριθέντων με αποφάσεις ή πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας (Πρακτικά Ολομ. Ε.Σ. 16ης Γεν. Συν./19.9.2012, 3ης Γεν. Συν./ 26.1.2011, 9ης Γεν. Συν./19.5.2010, Σ.τ.Ε. Ολομ. 2040/2007, Σ.τ.Ε. 4436/2013, 2599/1998, αποφ. Τριμ. Συμβ. Συμμ. Σ.τ.Ε. 11/2012, 77/2008, 60/2006, Γνωμ. Εισαγγ. ΑΠ 7/2010, contra αποφ. Τριμ. Συμβ. Συμ. ΑΠ 23/2010, 3/2006, πρβλ. Σ.τ.Ε. 914/2013, 4775/2012, ΕΔΔΑ αποφ. της 16.9.2010 «Αναγνώστου – Δεδούλη κατά Ελλάδος», της 28.10.2010 «Βλαστός κατά Ελλάδος», της 21.6.2007 «Γεωργούλης κ.λπ. κατά Ελλάδος», της 10.5.2007 «Πανταλέων κατά Ελλάδος», της 22.12.2005 «Ιερά Μονή Προφήτου Ηλίου Θήρας κατά Ελλάδος», της 11.12.2003 «Καραχάλιος κατά Ελλάδος» και της 28.7.1999 «Immobiliare Saffi κατά Ιταλίας»). Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία η διαταχθείσα αναστολή της καταλογιστικής πράξης δεν εγγυάται στον καθ’ ου ο καταλογισμός διάδικο την μη εκτέλεση εκ μέρους των οργάνων της Διοίκησης της ταμειακής βεβαίωσης και των λοιπών πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, θα στερούσε την προσωρινή δικαστική προστασία, σε επίπεδο εν ευρεία εννοία βεβαίωσης της οφειλής, από την πρακτική της αποτελεσματικότητα, δοθέντος, μάλιστα, ότι η κύρια δίκη στο πλαίσιο προσβολής της καταλογιστικής πράξης, ως εκ της δυνατότητας προβολής αιτιάσεων κατά του νομίμου τίτλου (βλ. άρθρο 224 παρ. 4 του Κ.Δ.Δ.), παρέχει κατά το σκοπό του νόμου ευρύτερη προστασία σε σχέση με τη δίκη περί την εκτέλεση (Ε.Σ. Τμ. Ι 176/2016, 3729/2014, πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2040/2007).
Θα πρέπει όμως να προσεχθεί ότι εάν η αναστολή ασκήθηκε μετά την ταμειακή τυχόν προσαυξήσεις ή τόκοι έως την αναστολή προσαυξάνουν νομίμως το οφειλόμενο ποσό.
Περιπτώσεις στις οποίες δεν απαιτείται (κατά το νόμο) επίδοση των καταλογιστικών πράξεων.
Ειδική περίπτωση αποτελεί η περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων η οποία καταλήγει είτε σε πράξη περαίωσης είτε σε πρακτικό διοικητικής επίλυσης. Δεν προβλέπεται διαδικασία επίδοσης αλλά η γνώση των πράξεων αυτών τεκμαίρεται από την υπογραφή τους. Συνεπώς, με τη συμπλήρωση 60 ονθημέρου από την επομένη της υπογραφής τους, οριστικοποιούνται. Ενόψει αυτών των δεδομένων με τις αποφάσεις 2085 – 2087/2014 του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι δεν απαιτείται κοινοποίηση του πρακτικού διοικητικής επίλυσης (και απορρίφθηκε ο λόγος αναιρέσεως της οφειλέτριας εταιρείας, σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε να κοινοποιηθεί η «πράξη διοικητικής επίλυσης προστίμου ΚΒΣ»), αλλά, η αίτηση αναιρέσεως έγινε δεκτή διότι διαπιστώθηκε ότι η ταμειακή βεβαίωση είχε εκδοθεί πριν την παρέλευση του 60νθημέρου.
Το πρακτικό επίλυσης στις περιπτώσεις αυτές επέχει θέση ατομικής ειδοποίησης και για τα πρόσωπα του άρθρου 115 ΚΦΕ για τα οποία η ταμειακή βεβαίωση γίνεται νομίμως και δεν χρειάζεται να τους κοινοποιηθεί περαιτέρω ατομική ειδοποίηση. Συνεπώς τα πρόσωπα αυτά στην ανωτέρω περίπτωση ασκούν ανακοπή του 217 κατά της ταμειακής βεβαίωσης που εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο ,όπως θα δούμε παρακάτω μπορούν να έχουν λόγους και κατά της καταλογιστικής φορολογικής πράξης (νόμιμου τίτλου).
Β Στάδιο : Η οριστικοποιηθείσα οφειλή εκκαθαρίζεται με ακριβή προσδιορισμό του οφειλόμενου ποσού και εγγραφή στο χρηματικό κατάλογο (βεβαιωτικός κατάλογος), οπότε και η διοικητική αρχή αποκτά το νόμιμο τίτλο.
Τα στάδια α και β αποτελούν την ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΕΥΡΕΙΑΣ ΕΝΝΟΙΑΣ, η οποία τελειούται με την εγγραφή στο χρηματικό κατάλογο του οικείου φορεά.
Η διαδικασία της βεβαίωσης ευρείας εννοίας είναι απαραίτητο στάδιο για την κτήση νόμιμου τίτλου και για τα ιδιωτικά ή δημόσια έγγραφα οφειλών υπέρ του δημοσίου . Εξαιρούνται οι δικαστικές αποφάσεις που επιβάλλουν χρηματικές ποινές και οι οποίες εφόσον δεν καταβληθούν από τον οφειλέτη στη Δ.Ο.Υ ή τον δημόσιο υπόλογο των Δικαστηρίων, εγγράφονται σε βεβαιωτική κατάσταση και αποστέλλονται απευθείας για ταμειακή βεβαίωση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή επι ΟΤΑ στο δημοτικό ταμείο. Η διαδικασία αυτή πρέπει να γίνεται εντός των νομίμων προθεσμιών άλλως υπάρχει κίνδυνος δημοσιολογιστικού καταλογισμού των υπολόγων και συνευθυνομένων.
Ο χρηματικός κατάλογος είναι εσωτερικό διαβιβαστικό έγγραφο της υπηρεσίας που εξέδωσε τον νόμιμο τίτλο και απευθύνεται προς την Δ.Ο.Υ του οφειλέτη με αίτημα η τελευταία να προβεί σε ταμειακή βεβαίωση του νόμιμου τίτλου που έχει οριστικοποιηθεί, εκκαθαριστεί και περιγράφεται στον χρηματικό κατάλογο. Συνεπώς δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως ή άλλο ένδικο βοήθημα, εντάσσεται στη διαδικασία της διοικητικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά ΚΕΔΕ και τυχόν πλημμέλειες του άγουν σε ακυρότητα της Ταμειακής βεβαίωσης η οποία και είναι εκτελεστή πράξη που προσβάλλεται με ανακοπή (ΣτΕ 4617/11, Ε τμ.,ΜΔΠΑθ 17022/2014,5302/2014).
Ο χρηματικός κατάλογος, θα πρέπει να περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία που προσδιορίζουν την οφειλή, δηλαδή τον ΑΦΜ, τη διεύθυνση κατοικίας του υπόχρεου, είτε πρόκειται για φυσικό είτε για νομικό πρόσωπο, είτε ακόμη για συνυπόχρεα ευθυνόμενο τρίτο μέρος – σε περίπτωση ύπαρξης εργοδότη υπεργολάβου ή άλλων ενδιάμεσων υπεργολάβων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 82 του ν.4052/2012 (ΦΕΚ Α ΄ 41) – το είδος του προστίμου και την ημερομηνία επιβολής του προστίμου, τον ΚΑΕ του προϋπολογισμού, στον οποίο εμφανίζεται το αντίστοιχο ποσό, καθώς επίσης το συνολικό οφειλόμενο ποσό ή το ποσό και τον αριθμό των δόσεων, εφόσον ορίζονται δόσεις πληρωμής. Ο εν λόγω χρηματικός κατάλογος θα συνοδεύεται από μία Τριπλότυπη Περιληπτική Κατάσταση Βεβαίωσης του Προστίμου, με την οποία διαβιβάζονται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. τα ποσά προς βεβαίωση. Αντίγραφο της βεβαίωσης επιστρέφει η Δ.Ο.Υ στην αρμόδια υπηρεσία (βλ. και πδ 16/1989 κανονισμός Δ.Ο.Υ).
Χρόνος συγκροτήσεως του νόμιμου τιτλου.
Το ΣτΕ με την 2603/2014 απόφασή του ( 7μελούς συνθέσεως) έκρινε ότι εφόσον δεν προβλέφθηκε ειδική προθεσμία προς χρέωση της συναλλαγματικής ποινής έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις του ΑΚ (άρθρα 249 και 279 ΑΚ, εικοσαετής παραγραφή και αποσβεστική προθεσμία), με συνέπεια ο σχετικός καταλογισμός να δύναται να γίνει οποτεδήποτε μέσα σε μία εικοσαετία από την κατάπτωση της εγγύησης. Με αυτά τα δεδομένα, κρίθηκε ότι δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή η αρχή της χρηστής διοίκησης, η οποία δεν νοείται αυτοτελώς αλλά σε σχέση με την προστατευόμενη εμπιστοσύνη, ούτε βέβαια προέκυψε ότι η Διοίκηση προκάλεσε σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση στον εγγυητή ότι δεν θα προέβαινε στην παραπάνω χρέωση ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα κάλεσε τον εγγυητή με δύο προσκλήσεις να προσκομίσει τα τελωνειακά έγγραφα. Επρόκειτο για διαφορά αποταμίευσης ποσοτήτων καυσίμων για εφοδιασμούς πλοίων χωρίς να κατατεθούν τα νόμιμα συναλλαγματικά έγγραφα. Χορηγήθηκε στην εταιρεία προθεσμία με εγγυήσεις της ίδιας ΑΕ και του εγγυητή, που ανέλαβαν την υποχρέωση σε περίπτωση μη εκπρόθεσμης προσκόμισης των ανωτέρω, να καταβάλλουν το 50% της εισαγωγής. Η προθεσμία παρήλθε άπρακτη, ενώ μεταγενεστέρως (ένα έτος μετά) η εταιρεία πτώχευσε. Κατόπιν αυτών, η Διοίκηση κάλεσε μετά 2 και 3 έτη τον εγγυητή να προσκομίσει τα έγγραφα , χωρίς καμία ανταπόκριση. Τελικά μετά από 5,5 έτη η Διοίκηση, με σχετική της πράξη προέβη στη χρέωση του εγγυητή, την δε ατομική ειδοποίηση κοινοποίησε στον εγγυητή μετά από 7 έτη. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η Τελωνειακή Αρχή υπερέβη τον εύλογο χρόνο εντός του οποίου όφειλε να ενεργήσει (5,5 έτη και 7 ετών) και δέχθηκε την ανακοπή του εγγυητή. Τελικώς το ΣτΕ εξαφάνισε την εφετειακή και νομολόγησε ως ανωτέρω.
Γ) Η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση στενής έννοιας) : ο νόμιμος τίτλος καταχωρείται στο βιβλίο παραλαβής και βεβαιώσεως εισπρακτέων εσόδων της αρμόδιας Δ.Ο.Υ και εκδίδεται αποδεικτικό παραλαβής αυτή είναι η πρώτη πράξη αναγκαστικής διοικητικής εκτελέσεως και λέγεται ΤΑΜΕΙΑΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ.
Ως αρμόδια Δ.Ο.Υ. λογίζεται η Δ.Ο.Υ. που παραλαμβάνει τη δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος του υπόχρεου, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης 30 του πίνακα του άρθρου 1 της αριθμ. Δ6Α1036682ΕΞ2014/25.2.2014 (ΦΕΚ Β ΄ 478 και 558) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
Η ταμειακή βεβαίωση , εφόσον αφορά νόμιμο τίτλο του δημοσίου δικαίου προσβάλλεται με ανακοπή του 217 ΚΔΔ στο Μον. Διοικητικό Πρωτοδικείο που εδρεύει η Δ.Ο.Υ που έκανε την ταμειακή ή στο αρμόδιο τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου εάν ο τίτλος είναι δημοσιολογιστικός, άλλως δηλαδή εάν ο τίτλος είναι ιδιωτικού δικαίου με ανακοπή του άρθρου 73 ΚΕΔΕ στα πολιτικά δικαστήρια (Μονομελές Πρωτοδικείο ή Ειρηνοδικείο).
Από τα άρθρα 4,5 και 7 του ΚΕΔΕ προκύπτει ότι η ταμειακή βεβαίωση είναι γενική αρχή του δικαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης του δημοσίου και συνακόλουθα δεν μπορεί να παρακαμφθεί παρά μόνο με ρητή διάταξη νόμου , όπως προβλέπεται στις διασαφήσεις του Τελωνειακού Κώδικα (α.25,2,728). Συνεπώς το στάδιο της ταμειακής βεβαίωσης αφορά κάθε νόμιμο τίτλο , δηλαδή και τα πολλαπλά τέλη που επιβάλλει η Τελωνειακή Αρχή δυνάμει του άρθρου 99 παρ.14 και δεν είναι δυνατή η είσπραξη τους με μόνη την πράξη επιβολής τους αλλά απαιτείται ταμειακή βεβαίωση για την είσπραξη τόσον αυτών όσο και των προσαυξήσεων. Οι προσαυξήσεις δηλαδή αρχίζουν να τρέχουν μόλις το χρέος βεβαιωθεί ταμειακά και παρέλθει ο χρόνος που τάσσει το άρθρο 5 του ΚΕΔΕ (ΣτΕ 3387/2011, Στ΄, 7μ).
Η όλη διαδικασία από την αποστολή του χρηματικού καταλόγου έως την Ταμειακή βεβαίωση γίνεται υπηρεσιακά και ο οφειλέτης δεν λαμβάνει γνώση. Κατά κανόνα γνώση της ταμειακής βεβαίωσης αλλά πολλές φορές και του νόμιμου τίτλου, λαμβάνει για πρώτη φορά με την ατομική ειδοποίηση, η οποία αποστέλλεται σε αυτόν από τη Δ.Ο.Υ ή το δημοτικό ταμία, μέσα σε ένα μήνα από την ημέρα κατά την οποία ο χρηματικός κατάλογος βεβαιώθηκε στη Δ.Ο.Υ ή το δημοτικό ταμείο (άρθρο 4 ΚΕΔΕ και 6 του Κ.Διοικ.Διαδ.).
Επίσης υπάρχουν τρίτα πρόσωπα , δηλαδή πρόσωπα που δεν κατονομάζονται στην πράξη αλλά υπέχουν ευθύνη και η καταλογιστική πράξη μετά την ταμειακή βεβαίωση εκτελείται και κατ΄αυτών.
Η πριν την ταμειακή βεβαίωση προηγούμενη ακρόαση του οφειλέτη δεν απαιτείται δεδομένου ότι αυτή εκδίδεται κατά δεσμία αρμοδιότητα και συνεπώς σχετικός λόγος στην ανακοπή είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (ΕΣ 176/2016, Ι τμ.)
Η ατομική ειδοποίηση
Ατομική ειδοποίηση : Είναι πράξη πληροφοριακή , ειδοποίησης και άρα δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα.
Η ατομική ειδοποίηση πρέπει να περιλαμβάνει τον τίτλο της αρχής που την συντάσσει, όλα τα στοιχεία του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, το οικονομικό έτος στο οποίο ανάγεται η οφειλή, τα στοιχεία του «αποδεικτικού παραλαβής εισπρακτέων εσόδων» και την ημερομηνία πληρωμής. Με ιδιαίτερη αναφορά στην ατομική ειδοποίηση καθίσταται σαφές ότι μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής, η οφειλή καθίσταται ληξιπρόθεσμη και ορίζονται αναλυτικά οι έννομες συνέπειες για τον οφειλέτη. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι στην διοικητική πρακτική οι ατομικές ειδοποιήσεις αποστέλλονται με το απλό ταχυδρομείο και συνήθως δεν μπορεί το δημόσιο να αποδείξει την αποστολή τους.
Η ανωτέρω ατομική ειδοποίηση, πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που καθορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 4, προκειμένου ο οφειλέτης να λαμβάνει ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά, να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του. Ωστόσο, η έλλειψη ενός ή περισσοτέρων στοιχείων από τα οριζόμενα στο ανωτέρω άρθρο συνιστά πλημμέλεια της σχετικής εκτελεστικής διαδικασίας και δύναται να οδηγήσει, μετά από την άσκηση ανακοπής, σε ακύρωση επιμέρους σταδίων της εκτέλεσης, μόνο εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, πριν από τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης (πρβλ. ΣτΕ 324/1998, 29/2013, 3325/2014, ΕΣ 1895/2016, Ι τμ.).Συνεπώς όταν ο ανακόπτων προσβάλλει την ατομική ειδοποίηση για πλημμέλειες της ταμειακής βεβαίωσης θα πρέπει να ισχυρίζεται και αποδεικνύει ότι οι ελλείψεις του περιεχομένου της ατομικής ειδοποίησης κατέστησαν αδύνατη ή δυσχερή την ουσιαστική ή δικονομική προστασία των δικαιωμάτων του, ως προς την αμφισβήτηση της νομιμότητας της ταμειακής βεβαίωσης του χρέους. ο δικόγραφο. (βλ. Ε.Σ.1895/2016, Ι τμ., 902/2003 και Ε.Σ. Ολ. 2444/2007).
Η ατομική ειδοποίηση δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη και επίσης δεν αποτελεί επιταγή προς πληρωμή (4παρ1 και 2ΚΕΔΕ) . Είναι μια πράξη όπως είπαμε απλής προειδοποίησης που καταρχήν δεν παράγει έννομες συνέπειες.
Να σημειωθεί ότι η ανακοπή του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ προβλέπει ρητά την άσκηση ανακοπής κατά της ατομικής ειδοποίησης, όπως και κατά το νόμιμου τίτλου, αφού πρίν την ταμειακή βεβαίωση του χρέους που έχει υποκείμενη αιτία έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου δεν προβλέπεται ένδικο βοήθημα. Αντίθετα στην ανακοπή το 217 ΚΔΔ ρητά προβλέπεται ότι η ανακοπή βάλει μόνο κατά των πράξεων της αναγκαστικής διοικητικής εκτέλεσης ταμειακή βεβαίωση, κατάσχεση κλπ.
Η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων είναι σαφής αφού δέχεται ότι με τον ΚΔΔ/μίας η ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποιήσεως καταργήθηκε. Έχει επικρατήσει δηλαδή η θέση πως ο Κώδικας δεν προβλέπει την ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποιήσεως και, πάντως, δεν είναι δυνατή η ερμηνεία του δικογράφου της ανακοπής, ως στρεφομένου κατά της προηγηθείσας ταμειακής βεβαιώσεως, εάν στην ατομική ειδοποίηση δεν αναγράφεται ρητώς η πράξη ταμειακής βεβαίωσης και τα στοιχεία της, ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι πριν από την έκδοση της ένδικης ατομικής ειδοποιήσεως διενεργήθηκε σχετική ταμειακή βεβαίωση.
Συνεπώς η ανακοπή του 217 είναι απαράδεκτη εάν στρέφεται μόνο κατά της ατομικής ειδοποίησης. Η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων πριν την ισχύ του ΚΔΔ, δηλαδή δικάζοντας ανακοπές του 73 ΚΕΔΕ, άμβλυνε το απαράδεκτο δεχόμενη ότι αυτό δεν υφίσταται εάν προβάλλεται λόγος ανακοπής που πλήττει την ταμειακή βεβαίωση ώστε καθ΄ ερμηνεία του δικογράφου της να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της ταμειακής βεβαίωσης του χρέους (ΣτΕ 1642/03, Στ, 4411/2011 Στ, 1357/1993 ΔιΔικ 1994,191, ΣτΕ 1639/2003 , MΔΠρΑθ 2866/2005 ΔΦΝ 2006,738, 1987/2006, ΔΦΝ 2007,1724, σημ. Αθ. Πρέζα).
Αντιθέτως, ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, στα οποία απονέμεται η δικαιοδοσία εκδίκασης των διαφορών από απαιτήσεις ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή ευθέως κατά της ατομικής ειδοποίησης, ως πράξης της εκτέλεσης. Η ανακοπή του Κ.Ε.Δ.Ε. με την ρητή αυτή πρόβλεψη στρέφεται, όχι μόνον κατά των «εκτελεστών διοικητικών πράξεων», όπως γίνεται δεκτό για τα λοιπά διαπλαστικά ένδικα βοηθήματα των διοικητικών διαφορών, αλλά και κατά «διαδικαστικών» απλώς πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης. . Γ. Παπαγιαννόπουλου, Τα ένδικα βοηθήματα της «προσφυγής», της «αγωγής» και της «ανακοπής» (του Κ.Ε.Δ.Ε.), όπ. π., σελ. 1291.
Η ατομική ειδοποίηση αποτελεί απαραίτητο στάδιο της εκτέλεσης ανάμεσα στην ταμειακή βεβαίωση και την περαιτέρω κατάσχεση των πραγμάτων του οφειλέτη. Δηλαδή εάν δεν προηγηθεί ατομική ειδοποίηση και το δημόσιο προβεί μετά την ταμειακή σε απευθείας κατάσχεση , αυτή είναι άκυρη. Η παρ.3 του αρθ. 4 ΚΕΔΕ που ορίζει το αντίθετο έχει κριθεί ότι πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με το 20 παρ.1Σ (ΣτΕ 3325/2014, 1705/2008). Στο σημείο αυτό θεωρητικά, διότι η νομολογία δεν έχει ακόμη δικάσει τέτοια υπόθεση θα πρέπει να επισημάνω ότι εφόσον ο οφειλέτης έχει προβεί σε περαίωση ή συμβιβασμό δεν υπάρχει υποχρέωση στη διοίκηση να του κοινοποιήσει μετά την ταμειακή βεβαίωση ατομική ειδοποίηση , αλλά μπορεί να προβεί σε κατάσχεση, αφού ο οφειλέτης γνωρίζει την οφειλή , το ακριβές ύψος της και το χρόνο ταμειακής της βεβαίωσης. Για τα πρόσωπα του άρθρου 115 ΚΦΕ έχει ήδη νομολογήσει το ΣτΕ και άρα για την ενότητα της κρίσεως και την συνάφεια των περιπτώσεων πρέπει να καταλήξουμε σε ίδια συμπεράσματα (ΣτΕ 2267/16 Στ, 7μ).
θεωρείται απώλεια σταδίου δικονομικής προστασίας πριν από τη λήψη μέτρου διοικητικής εκτέλεσης λόγω καθυστερημένης περιέλευσης της ατομικής ειδοποίησης στον οφειλέτη του Δημοσίου, ο οποίος και την επικαλείται, οδηγεί σε ακύρωση της πράξης αυτής εκτέλεσης (ΣτΕ 1639/2003 ).
Τα ίδια δέχεται και η νομολογία του ΕΣ ότι δηλαδή η ατομική ειδοποίηση ακολουθεί τη νομότυπη ταμειακή βεβαίωση του ποσού του χρέους του οφειλέτη του Δημοσίου και αποσκοπεί στο να γνωστοποιηθεί στον οφειλέτη το χρέος του και η αιτία του, ούτως ώστε να δυνηθεί αυτός να στραφεί με τα ένδικα μέσα που προβλέπει ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ανακοπή και αναστολή εκτελέσεως) κατά της πράξης ταμειακής βεβαιώσεως ή να προβεί σε ρύθμιση του χρέους του. Ενόψει τούτου και του ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του Κ.Ε.Δ.Ε., πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, η μη περιέλευση ή η καθυστερημένη περιέλευση της ατομικής ειδοποίησης στον οφειλέτη, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να απωλέσει ο τελευταίος στάδιο δικονομικής προστασίας πριν από τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης, όπως η κατάσχεση κινητών ή ακινήτων του, οδηγεί σε ακύρωση της πράξης αυτής εκτέλεσης, εφόσον ο οφειλέτης επικαλεσθεί το γεγονός αυτό της μη περιέλευσης ή της μη έγκαιρης περιέλευσης σ’ αυτόν της ατομικής ειδοποίησης (Ε.Σ. Ι Τμ. 176/2016, 6414, 6417/2015, 392/2010, πρβλ. Σ.τ.Ε. 4357/2014, 237, 708/2008, 2999/2006, 3219, 1639/2003, ΔΕφΑθ 3830/2013).
Κατ’ εξαίρεση, η ατομική ειδοποίηση έχει εκτελεστό χαρακτήρα στην περίπτωση που αποστέλλεται σε τρίτο πρόσωπο, κατά νόμο αλληλεγγύως υπεύθυνομε τον οφειλέτη για την εξόφληση του χρέους, χωρίς να προηγηθεί ταμειακή βεβαίωση σε βάρος του. Και τούτο διότι:
Η αποστολή ατομικής ειδοποίησης στην περίπτωση αυτή έχει συγκεκριμένες έννομες συνέπειες, καθόσον ο οφειλέτης καλείται για πρώτη φορά, ως εις ολόκληρον υπόχρεος, να καταβάλει ληξιπρόθεσμα χρέη του προς το Δημόσιο, με την απειλή λήψης μέτρων εκτέλεσης σε βάρος του και
Η δυνατότητα προσβολής μεταγενέστερων πράξεων εκτέλεσης (έκθεσης κατάσχεσης, προγράμματος πλειστηριασμού κ.λπ.) δεν εξασφαλίζει πλήρως το δικαίωμά του για δικαστική προστασία (άρθρο 20 παρ. 1 Συντάγματος ), αφού κατά το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την έκδοση των πράξεων αυτών κανένα ένδικο βοήθημα προς υποστήριξη των δικαιωμάτων του δεν του παρέχεται (δεδομένου ότι δεν εκδίδεται ταμειακή βεβαίωση σε βάρος του), παράλληλα δε υφίσταται τις δυσμενείς συνέπειες από την ύπαρξη της οφειλής του (υπολογισμός προσαυξήσεων, ενδεχόμενη άσκηση ποινικής δίωξης κ.λπ.) (MΔΠρΑθ 2866/2005 ΔΦΝ 2006,738).
Ειδικά , για τα πρόσωπα του άρθρου 115 παρ.1 ΚΦΕ με την ΣτΕ 2267/2016, Στ τμ., 7μ κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 115 του Κ.Φ.Ε., δεν δημιουργεί ιδία φορολογική υποχρέωση των προσώπων που είχαν την ιδιότητα του διαχειριστή ή του διευθύνοντος συμβούλου ή του εκκαθαριστή ανωνύμου εταιρείας, κατά το χρόνο διαλύσεως ή συγχωνεύσεως αυτής, για καταβολή του οφειλομένου από την εταιρεία φόρου, αλλά απλή πρόσθετη ευθύνη αυτών προς πληρωμή του βεβαιωθέντος σε βάρος της εταιρείας φόρου, η ευθύνη δε αυτή δεν ανάγεται στο στάδιο της βεβαιώσεως του φόρου, αλλά στο στάδιο της εισπράξεώς του. Επομένως, τα ανωτέρω πρόσωπα δεν καθίστανται υποκείμενα της σχετικής φορολογικής υποχρεώσεως και δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή κατά της πράξεως της φορολογικής αρχής με την οποία προσδιορίζεται ο οφειλόμενος από την εταιρεία φόρος, ενώ για την ενεργοποίηση της ευθύνης των προσώπων αυτών δεν απαιτείται να επαναληφθεί η διαδικασία προσδιορισμού και βεβαίωσης του φόρου, με κοινοποίηση, προς τα πρόσωπα αυτά, φύλλου ελέγχου, υποκειμένου σε προσφυγή, ούτε, περαιτέρω, η επ’ ονόματί τους ταμειακή βεβαίωση του οφειλομένου ποσού του φόρου, αλλά επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, να επιδιωχθεί η αναγκαστική είσπραξη του οφειλομένου ποσού του φόρου από τα πρόσωπα αυτά βάσει της ταμειακής βεβαιώσεως που έχει εκδοθεί επ’ ονόματι της εταιρείας. Η ανωτέρω ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 64 παρ. 1 και 113 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., δεν αποστερεί τα προαναφερθέντα πρόσωπα της δικαστικής προστασίας που αυτά δικαιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι τα πρόσωπα αυτά, εφόσον δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή κατά της καταλογιστικής του φόρου πράξεως, δύνανται, κατά τη σύμφωνη με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη ερμηνεία των άρθρων 217 παρ. 1 και 219 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., να ασκήσουν ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποιήσεως, με την οποία θεωρείται συμπροσβαλλόμενη και η εκδοθείσα σε βάρος της εταιρείας ταμειακή βεβαίωση, (βλ. ΣτΕ 4411/2011, 237/2008, 2999/2006) και να προβάλουν λόγους αναγόμενους στο κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαιτήσεως του Δημοσίου, εκτός εάν, κατόπιν προσφυγής της εταιρείας κατά της καταλογιστικής του φόρου πράξεως, (στη δίκη επί της προσφυγής τα ανωτέρω πρόσωπα δύνανται να παρέμβουν κατ’ άρθρο 113 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.), έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία έχει κριθεί, κατ’ ουσίαν, η νομιμότητα της καταλογιστικής πράξεως, (βλ. ΣτΕ 844/2012, πρβλ. ΣτΕ 708/2008, 2712/2002). Δεδομένου, όμως, ότι οι διαχειριστές, οι διευθύνοντες σύμβουλοι και οι εκκαθαριστές ανωνύμων εταιρειών δεν είναι τα υποκείμενα της φορολογικής υποχρεώσεως, δεν έχουν μετάσχει στη διαδικασία ελέγχου και δεν τους έχει κοινοποιηθεί η πράξη καταλογισμού του φόρου, την οποία, άλλωστε, δεν νομιμοποιούνται να προσβάλλουν, αλλά είναι τρίτοι, των οποίων η ευθύνη γεννάται το πρώτον κατά το στάδιο της εισπράξεως του φόρου που βεβαιώθηκε επ’ ονόματι της εταιρείας, τα πρόσωπα αυτά αποκτούν, κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε., την ιδιότητα του «οφειλέτη», μόνον από και δια της εκδόσεως και κοινοποιήσεως προς αυτά της ατομικής ειδοποιήσεως που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., μέσω της οποίας πληροφορούνται την ύπαρξη, το ύψος και την αιτία του χρέους τους, και τους παρέχεται η δυνατότητα είτε να αμυνθούν αποτελεσματικά, ασκώντας την ανακοπή της παρ. 1 του άρθρου 217 του Κ.Δ.Δ. κατά της ατομικής ειδοποιήσεως, με την οποία θεωρείται συμπροσβαλλομένη και η ταμειακή βεβαίωση, είτε να προβούν σε ρύθμιση του χρέους τους. Επομένως, αναγκαία προϋπόθεση για την λήψη κατά των ανωτέρω προσώπων οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτελέσεως συνιστά η προηγούμενη έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποιήσεως που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., η παράλειψη της οποίας καθιστά άκυρη τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτελέσεως, όπως είναι και η κατάσχεση ακινήτου, ενώ η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου, με την οποία ορίζεται ότι η παράλειψη αποστολής της ατομικής ειδοποιήσεως δεν ασκεί καμία επίδραση στο κύρος των αναγκαστικών μέτρων που λαμβάνονται κατά του οφειλέτη, δεν έχει, οπωσδήποτε, εφαρμογή επί αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος τρίτων, ευθυνομένων προσθέτως και αλληλεγγύως για χρέη άλλων προσώπων, εφόσον, τυχόν εφαρμογή της θα απέληγε είτε στην λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος τους, χωρίς προηγουμένως να τους έχει δοθεί η δυνατότητα να εξοφλήσουν το χρέος τους, είτε στην απώλεια σταδίου δικονομικής προστασίας τους, (βλ. ΣτΕ 1477/2014, 844/2012, πρβλ. ΣτΕ 29/2013, 708/2008,1639/2003). Η εξαίρεση, όμως, αυτή από τον κανόνα ότι η παράλειψη αποστολής ατομικής ειδοποιήσεως δεν ασκεί επίδραση στο κύρος των εις βάρος του οφειλέτη λαμβανομένων αναγκαστικών μέτρων, δικαιολογούμενη από τους ανωτέρω αναφερόμενους ειδικούς λόγους, δεν εκτείνεται και στην περίπτωση όπου η αναγκαστική εκτέλεση επιχειρείται κατά της περιουσίας Διευθύνοντος Συμβούλου εταιρείας, κατά της οποίας είχε εκδοθεί καταλογιστική φόρου πράξη και η σχετική φορολογική διαφορά επιλύθηκε με την υπογραφή από τον ίδιο τον Διευθύνοντα Σύμβουλο πρακτικού διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, όπως και ο νόμος άλλωστε ρητώς προβλέπει, το εν λόγω πρακτικό επέχει θέση ατομικής ειδοποιήσεως του Κ.Ε.Δ.Ε., τούτο δε ευλόγως, δεδομένου ότι, με την υπογραφή του στο πρακτικό, ο Διευθύνων Σύμβουλος κατ’ ουσίαν συνομολογεί ότι γνωρίζει και αποδέχεται τα δύο εν προκειμένω κρίσιμα στοιχεία, δηλαδή το ύψος του αρχικού χρέους της εταιρείας και την ιδιότητα του ιδίου ως Διευθύνοντος Συμβούλου κατά τον κρίσιμο χρόνο. Γνωρίζοντας, επομένως, ό ίδιος έκτοτε τα στοιχεία αυτά, δεν αποστερείται εν προκειμένω σταδίου δικαστικής προστασίας ούτε της δυνατότητος έγκαιρης εξοφλήσεως του χρέους, ώστε να προσαπαιτείται και να δικαιολογείται η εν προκειμένω αποστολή, κατ’ εξαίρεση, και ατομικής ειδοποιήσεως. Δεν ασκεί δε εν προκειμένω επιρροή η τυχόν εν τω μεταξύ επερχομένη μεταβολή του ύψους της οφειλής συνεπεία επιβολής προσαυξήσεων για μη εξόφληση ή για οποιονδήποτε άλλο νόμιμο λόγο, διότι οι προσαυξήσεις αυτές, επερχόμενες εκ του νόμου, είναι εξ ορισμού γνωστές σε οποιονδήποτε βαρύνεται με την καταβολή του αρχικώς καταλογισθέντος ποσού. Ούτε, βεβαίως, ασκεί οποιαδήποτε εν προκειμένω επιρροή το γεγονός ότι ενδέχεται να έχει υπάρξει μερική μόνον συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, διότι, με την υπογραφή του πρακτικού μερικού συμβιβασμού, ο Διευθύνων Σύμβουλος συνομολογεί ότι γνωρίζει και το ανεπίλυτο μέρος της διαφοράς. Σε κάθε δε περίπτωση, ασκώντας, τυχόν, ανακοπή κατά πράξεως αναγκαστικής εκτελέσεως που χωρεί βάσει πρακτικού μερικής διοικητικής επιλύσεως, οφείλει να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι η αναγκαστική εκτέλεση χωρεί προς ικανοποίηση αξιώσεως του Δημοσίου, που απορρέει από το μη συμβιβαστικώς επιλυθέν τμήμα της φορολογικής διαφοράς, ως προς το οποίο υπάρχει εκκρεμής δίκη, και ότι, ως εκ τούτου, μη νομίμως χωρεί χωρίς την κοινοποίηση ατομικής ειδοποιήσεως. Όμοια υποχρέωση ισχυρισμού και αποδείξεως υπέχει ο Διευθύνων Σύμβουλος και στην περίπτωση τυχόν, κατ’ εξαίρεση, προσβολής με προσφυγή του πρακτικού συμβιβαστικής επιλύσεως της φορολογικής διαφοράς, ώστε να μη παραμένει απροστάτευτος ούτε στην περίπτωση αυτή.
Την ίδια περίπου νομολογιακή θέση ακολουθεί και η νομολογία του Ε.Σ. με την 2956/2014 , IVτμ., τα πρόσωπα του άρθρου 115 ΚΦΕ δεν είναι υπόλογοι και συνεπώς δεν είναι υποκείμενα της δημοσιολογιστικής δίκης περι καταλογισμού της εταιρίας, πλην όμως καθίστανται υποκείμενα της εκτελεστικής διαδικασίας με τά την ταμειακή βεβαίωση του χρέους στο όνομα της εταιρίας, εφόσον και μόνο εάν τους κοινοποιηθεί ατομική ειδοποίηση. Στην περίπτωση αυτή έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν ανακοπή κατά της ταμειακής και μάλιστα μπορούν να έχουν λόγους και κατά της καταλογιστικής πράξης, αφού δεν νομιμοποιούντο να ασκήσουν έφεση. Βεβαίως αν και δεν το αναγράφει η απόφαση, εάν ήδη η εταιρία είχε ασκήσει έφεση , στη δίκη της οποίας μπορούσαν να ασκήσουν παρέμβαση και υπάρχει δεδικασμένο δεν μπορούν να ασκήσουν διευρυμένη ανακοπή κατά της καταλογιστικής πράξης.
ΠΡΟΣΟΧΗ : ειδικά όταν ό νόμιμος τίτλος είναι φορολογικός, τελωνειακός, δημοτικά τέλη , τότε προσβάλλεται με ανακοπή η ατομική ειδοποίηση και όχι η ταμειακή που έπαψε πλέον μετά το Κωδ.Φορολογικής Διαδικασίας να είναι νόμιμος τίτλος, ήδη δε προβλέπεται και ρητώς και στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν.δ/τος 356/1974 (ΚΕΔΕ), που προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 4224/201 (ΣτΕ ΕΑ πιλοτική 215/2016)
Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
ΑΝΑΚΟΠΗ ΤΟΥ 217 ΚΔΔ
Σχέση με τη ανακοπή του αρθ.73 του ΚΕΔΕ.
Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ/μίας – ν. 2717/1999) ρύθμισε εκ νέου και την δικονομία των διαφορών από την διοικητική εκτέλεση, τροποποιώντας για τα διοικητικά δικαστήρια το καθεστώς δικαστικής προστασίας των άρθρων 73 επ. του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε. – ν.δ. 356/1974). ¨Όμως θα πρέπει να προσεχθεί ότι το δικονομικό δίκαιο της αναγκαστικής διοικητικής εκτέλεσης δεν εξαντλείται στον ΚΔΔ αλλά σε όσα θέματα δεν ρυθμίζει εφαρμόζεται αναλογικά ο ΚΕΔΕ και μέσω αυτού, για όσα θέματα παραπέμπει, αναλογικά ο ΚΠολΔ. πχ η ανακοπή του 217 ΚΔΔ κατά της κατακυρωτικής έκθεσης πρέπει να γραφεί εντός 30 ημερών το αργότερο από την άσκηση της στα βιβλία διεκδικήσεων σύμφωνα με το ΚΕΔΕ που παραπέμπει στο ΚΠΟΛΔ αρθ.1010. Συνεπώς εάν ο ανακόπτων ασκήσει ανακοπή κατά της κατακυρωτικής έκθεσης του 217 ΚΔΔ και δεν την μεταγράψει , τότε είναι απαράδεκτη.
Θα πρέπει επίσης να προσεχθεί ότι όταν ο νόμιμο τίτλος είναι αρμοδιότητας του ΕΣ τότε αυτό ελλείψει ειδικών διατάξεων εκτελέσεως μέσω του άρθρου 120 πδ 1225/80 εφαρμόζει το ΚΔΔ και συνακόλουθα όλα τα παραπάνω νομοθετήματα . Επίσης θα πρέπει να προσεχθεί ότι όταν την αναγκαστική εκτέλεση την επισπεύδει ο ιδιώτης κατά του δημοσίου, τότε εφαρμόζεται από το Δικαστήριο της υποκείμενης αιτίας το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης του ΚΠολΔ.Συνεπώς εάν ο ιδιώτης επισπεύδει εκτέλεση κατά το δημοσίου με νόμιμο τίτλο απόφαση ΤΔΔ το δημόσιο αμυνόμενο θα ασκήσει ανακοπή του άρθρου πχ 933 ΚΠολΔ στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, ή εάν επισπεύδει με νόμιμο τίτλο του ΕΣ,η ανακοπή του 933 ΚΠολΔ θα ασκηθεί από το Δημόσιο στο αρμόδιο τμήμα του ΕΣ.
Επίσης θα πρέπει να προσεχθεί ότι το δικονομικό καθεστώς των άρθρων 73 επ. περί ανακοπής του Κ.Ε.Δ.Ε. δεν είναι καταργηθέν και προϊσχύσαν όταν η υποκείμενη αιτία του νόμιμου τίτλου είναι του ιδιωτικού δικαίου διότι συνεχίζει να εφαρμόζεται στις ίδιες αυτές διαφορές αφού υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων πχ. Όταν η ταμειακή βεβαίωση έγινε σε νόμιμο τίτλο του δημοσίου που προέρχεται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου πχ από μισθώματα οπότε ο ανακόπτων ιδιώτης ασκεί ανακοπή του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ στο πολιτικό Μονομελές Πρωτοδικείο.
Συνεπώς , πλέον μετά την ισχύ του ΚΔΔ, δεν υπάρχει μία ενιαία ανακοπή κατά της αρξαμένης κατά ΚΕΔΕ εκτελέσεως του Δημοσίου, αλλά στην ουσία τρείς :
1) Η ανακοπή του 217 του ΚΔΔ , όπου εφαρμόζονται πλέον τα άρθρα 216 επ. του ΚΔΔ/μίας, και όχι η ανακοπή του άρθρου 73 επ. του Κ.Ε.Δ.Ε αλλά σε όσα θέματα εκτελέσεως δεν ρυθμίζει ο ΚΔΔ, τότε ισχύει δια μέσου του ΚΕΔΕ ο ΚΠολΔ,
2) Η ανακοπή του αρθ. 73 του ΚΕΔΕ που εφαρμόζουν τα πολιτικά δικαστήρια όπως διαμορφώνεται, κατ’ αρχήν, από τις ειδικές προς τούτο διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως συμπληρώνεται από τα άρθρα 583-585 Κ.Πολ.Δ., για την αρμοδιότητα, τον τρόπο άσκησης, τα απαραίτητα στοιχεία δικογράφου κ.λπ., αλλά και από τις γενικές δικονομικές διατάξεις του Κ.Πολ.Δ., και μάλιστα αυτές της τακτικής διαδικασίας, οι οποίες συμπληρώνουν το δικονομικό καθεστώς σχετικά με το σύνολο των λοιπών ζητημάτων. Επίσης η ανακοπή του τρίτου που διεκδικεί δικαιώματα κυριότητας , όχι άλλα εμπράγματα, του άρθρου 74 ΚΕΔΕ ασκείται στα πολιτικά διότι η υποκείμενη αιτία είναι η κυριότητα. Άλλοι εμπράγματοι δικαιούχοι δεν προστατεύονται στο δίκαιο του ΚΕΔΕ με ανακοπή.
3) Η ανακοπή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Όπου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 217 επ. του ΚΔΔ δια μέσου του άρθρου 123 του πδ 1225/81 , αλλά σε όσα θέματα εκτελέσεως δεν ρυθμίζει ο ΚΔΔ, τότε ισχύει δια μέσου του ΚΕΔΕ ο ΚΠολΔ. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την ΕΣ 1439/06 το Ι τμήμα δίκασε αναστολή εκτελέσεως κατά πράξης ταμειακής βεβαίωσης μετά από παραπομπή που έκανε σε αυτό με βάση το άρθρο 12 του ΚΔΔ το Μ. Διοικητικό Πρωτοδικείο και ενόσω η ανακοπή δεν είχε ακόμη εκδικαστεί και εκκρεμούσε στο Διοικ. Πρωτοδικείο.
Ειδικά για το Παράβολο θα πρέπει αν επισημανθεί ότι με την ΕΣ Ολομ. 2935/2015 κρίθηκε ότι στις δίκες της ανακοπής κατά ΚΕΔΕ καταβάλλεται το πάγιο παράβολο του άρθρου 277 ΚΔΔ αναλογικά εφαρμοζόμενο , ήτοι 100π € (μειοψ. ενός Συμβούλου που υποστήριξε ότι πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 73 ΚΝΕΣ και να καταβάλλεται αναλογικό ήτοι 1% του καταλογιζομένου ποσού που δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 30 € και εως 1500 €). Μάλιστα το ίδιο παράβολο δυνάμει του άρθρου 117 πδ 1225/81 πρέπει να καταβάλλεται και στην αναίρεση (το αντίθετο έμμεσα δέχεται η 482/2016 Ολομ σε ελάσσονα).
Πάγια επίσης είναι η νομολογία ότι και στην ανακοπή του 217 ενώπιον του ΕΣ, ακολουθείται η γενική νομολογία της 1156/2014 Ολομ, ήτοι δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 139Α του ΚΔΔ λόγω της αυτάρκειας του 73 ΚΝΕΣ (βλ. ΕΣ 2246/2016, Ολομ. ελάσσονα, μειοψ. ).
Η ΑΝΑΚΟΠΗ ΣΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΕΣ ( ομοιότητες-διαφορές).
Ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού
i. Προσβαλλόμενες πράξεις.
Α). Ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων η ανακοπή ασκείται παραδεκτώς πια κατά κάθε εκτελεστής πράξης, που εκδίδεται στα πλαίσια της διοικητικής εκτέλεσης, ενώ την ίδια στιγμή αναφέρονται ενδεικτικά πράξεις της εκτέλεσης που δύνανται να προσβληθούν με πρώτη πράξη την ταμειακή βεβαίωση ,ενώ δεν προβλέπεται άσκηση απευθείας ανακοπής του 217 ΚΔΔ κατά το νόμιμου τίτλου και της ατομικής ειδοποίησης.
Προσοχή ειδικά στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές μετά την ισχύ του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013 “Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις” – Α΄ 170, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 1 του ν. 4223/2013, Α΄ 287) τα άρθρα 2 παρ. 2, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 7 του ν.δ/τος 356/1974 “Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων”, αντικαταστάθηκαν με διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, οι οποίες εφαρμόζονται αποκλειστικώς για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων που προέρχονται από φορολογικές οφειλές. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι η προβλεπόμενη σ’ αυτές πράξη καταχώρισης του τίτλου της φορολογικής οφειλής στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης δεν ταυτίζεται, κατά τη νομική της φύση, με την ταμειακή (εν στενή εννοία) βεβαίωση της οφειλής προς το Δημόσιο, η οποία προεβλέπετο από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΕΔΕ, όπως αυτές ίσχυαν προ της ενάρξεως της ισχύος του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, αλλά, αποτελούσα, σε αντίθεση με εκείνη, εσωτερική απλώς διοικητική διαδικασία, μη παράγουσα για το διοικούμενο έννομες συνέπειες, δεν φέρει εκτελεστό χαρακτήρα. Τούτο, άλλωστε, αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4174/2013, κατά την οποία η εν λόγω καταχώριση, «υπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς εσωτερικής παρακολούθησης της πράξης από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης αλλά και λογιστικής παρακολούθησης της οφειλής που αυτή ενσωματώνει και ουδόλως συνδέεται με το κύρος και τη νομιμότητα της πράξης [προσδιορισμού του φόρου] ή με το σύννομο της εισπρακτικής διαδικασίας· προβλέπεται δε ρητώς και στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν.δ/τος 356/1974 (ΚΕΔΕ), που προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 4224/2013, και στην οποία ορίζονται τα εξής: “Η είσπραξη: α) στην περίπτωση των εκτελεστών τίτλων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) και β) οποιουδήποτε τίτλου, κατ’ εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων επιβολής πολλαπλών τελών, πραγματοποιείται μόνο δυνάμει του τίτλου. Οι τίτλοι του προηγούμενου εδαφίου καταχωρίζονται στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης, αποκλειστικά για λόγους παρακολούθησης της οφειλής, χωρίς η καταχώρηση να αποτελεί όρο της νομιμότητας της εισπρακτικής διαδικασίας ή της εκτέλεσης […]”.
Κατ’ ακολουθία τούτων, η τυχόν ασκούμενη ανακοπή κατά της ρηθείσης πράξης καταχώρισης είναι απαράδεκτη, ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής πράξης. Αντιθέτως, η έκδοση της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 47 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας ατομικής ειδοποίησης, επαγόμενη, κατά τα προεκτεθέντα, την επέλευση σοβαρών εννόμων συνεπειών σε βάρος του υποχρέου φορολογικής οφειλής, αποτελεί τη μόνη εκτελεστή πράξη, η οποία εκδίδεται κατά το στάδιο που προηγείται της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης προκειμένου να εισπραχθεί η οφειλή και, κατ’ ακολουθία, παραδεκτώς ασκείται κατ’ αυτής η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ανακοπή. Μάλιστα η εν συνεχεία τυχόν ασκουμένη αίτηση αναστολή πρέπει για το παραδεκτό της να συνοδεύεται από δήλωση παγκόσμιου εισοδήματος (ΣτΕ ΕΑ 215/2016, πιλοτική).
Β). Στο Ελεγκτικό Συνέδριο εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 217 ΚΔΔ και ισχύουν τα ως άνω.
Γ) Στα πολιτικά δικαστήρια ωστόσο, όπου ισχύει η περιοριστική απαρίθμηση των προσβαλλομένων πράξεων κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. δεν είναι, κατ’ αρχήν, παραδεκτή η άσκηση ανακοπής κατά πράξεως της εκτέλεσης που δεν μνημονεύεται στην οικεία διάταξη.
Έτσι κατά το άρθρο 73 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως (έχει καταργηθεί με άρθρο 67 ΤΟΥ ν.3842/23-4-10. Με τις αποφάσεις 250 και 251/2008 της Ολομέλειας του ΣτΕ και 1/2010 ΑΕΔ, κρίθηκε ότι οι διατάξεις των άρθρων 231 έως 243 του ΚΔΔ, που αποδίδουν την προηγουμένη ρύθμιση του ν. 1867/1989, είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 3 του Συντάγματος. Κατά το άρθρο 67 του ν. 3842/2010, για ένδικα μέσα κατά αποφάσεων που διατάσσουν προσωπική κράτηση και έχουν συζητηθεί προ της ενάρξεως ισχύος του νόμου , εκδίδεται δικαστική απόφαση (ΣτΕ 291/2011, Στ τμ.) Να θυμίσουμε και την ΣτΕ 3095/2010, Α τμ. που έκρινε ότι υπάρχει αστική ευθύνη του Δημοσίου διότι η προσωποκράτηση δεν έλαβε χωράν σε ειδικό χώρο κρατήσεως αλλά στις φυλακές μαζί με εγκληματίες του Ποινικού Κώδικα. καιγ) κατά του νομίμου τίτλου.
ii. Έννομο συμφέρον- ενεργητική νομιμοποίηση.
Έτσι, το παραδεκτό της ασκήσεως της ανακοπής του ΚΔΔ/μίας ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων εξαρτάται από τον έλεγχο εκπλήρωσης συγκεκριμένων προϋποθέσεων ενεργητικής νομιμοποίησης, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 219 παρ. 1 του ΚΔΔ/μίας που αρχικά ρυθμίζε κατά τρόπο αποκλειστικό τα νομιμοποιούμενα πρόσωπα και προβλέπει ως νομιμοποιούμενο και τον δανειστή του ανακόπτοντα. Όμως με το άρθρο 29 του ν.3659/08 τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 219 ΚΔΔ και έτσι ανακοπή ασκεί όποιος έχει έννομο συμφέρον. Σε κάθε περίπτωση όμως oχι και ο τρίτος που προβάλλει ίδιον δικαίωμα κυριότητας, διότι αντικείμενο στη περίπτωση αυτή είναι η κυριότητα και άρα πρέπει να ασκήσει στο Μονομελές Πρωτοδικείο ανακοπή του αρθ.74 του ΚΕΔΕ (ΑΕΔ 1/1991).
Αντίθετα ο επικαρπωτής δεν μπορεί να ασκήσει ούτε ανακοπή του άρθρο 74 του ΚΕΔΕ , διότι κατ΄απόκλιση από το 936παρ.1 του ΚΠολΔ η ανακοπή του αρθ.74 είναι μόνο για τον τρίτο που προβάλλει μόνο ίδιον δικαίωμα κυριότητας και όχι άλλο εμπράγματο δικαίωμα . Έτσι ο επικαρπωτής θα πρέπει να ασκήσει την εκ της επικαρπίας τακτική αγωγή.
Στο ΕΣ εφαρμόζονται ανάλογα τα παραπάνω.
Ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων η άσκηση της ανακοπής επιτρέπεται σε οποιονδήποτε παραδεκτώς επικαλείται «έννομο συμφέρον» καθώς και ο τρίτος κύριος που ασκεί την ανακοπή του άρθρου 74.
ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΤΡΙΤΟΥ : Ειδικά όταν το Δημόσιο επιβάλλει κατάσχεση εις χείρας τρίτου (α.30 επ. ΚΕΔΕ) ο τρίτος σύμφωνα με το άρθρο 32 του ΚΕΔΕ πρέπει να δηλώσει εντός 8 ημέρων (ή 8 εργασίμων εάν είναι πιστωτικό ίδρυμα) στο Ειρηνοδικείο της κατοικίας του, ότι δεν οφείλει στον καθού οφειλέτη του δημοσίου, άλλως καθίσταται οφειλέτης κατά το άρθρο 33 ΚΕΔΕ. Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ εφόσον αμφισβητεί την αρνητική δήλωση του τρίτου , πρέπει εντός τριάντα ημερών από την επίδοσή της δήλωσης του τρίτου ή της περιελεύσεως της έκθεσης του Ειρηνοδίκη να ασκήσει ανακοπή του 217 ΚΔΔ, εφόσον η οφειλή του τρίτου προς τον οφειλέτη του δημοσίου είναι δημοσίου δικαίου (α.220§1περ.γ ΚΔΔ). Αντίθετα εάν η οφειλή του τρίτου είναι ιδιωτικού δικαίου, τότε εντός μηνός ασκεί ανακοπή του 73 στα πολιτικά Δικαστήρια. Αναλογικά τώρα εάν η απαίτηση του τρίτου πηγάζει από δημοσιολογιστική έννομη σχέση , τότε η ανακοπή του προισταμένου της Δ.Ο.Υ θα ασκηθεί στο ΕΣ του άρθρου 220 παρ.1περ.γ αναλόγως εφαρμοζομένου.
Πτώχευση: εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 62 ΚΕΔΕ ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ δηλώσει απαιτήσεις του δημοσίου κατά το πτωχού , ο σύνδικος ασκεί ανακοπή του 217 (εφόσον οι απαιτήσεις αυτές είναι δημοσίου δικαίου) κατά της δήλωσης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ (217παρ2β ΚΔΔ) εντός 30 ημερών από την περιέλευση στο σύνδικο των βεβαιωμένων υπέρ του δημοσίου χρεών του οφειλέτη (220§2δ).
Δικονομική ικανότητα του πτωχού.
Με την 194/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι εφόσον ο Κ.Δ.Δ. δεν περιέχει διάταξη για τη δικανική ικανότητα του πτωχού (όπως ο προϊσχύσας ΚΦΔ), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 534 επ. του ΕμπΝ, ο πτωχεύσας παύει να νομιμοποιείται από τη δημοσίευση της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση και μέχρι το πέρας αυτής, νομιμοποιείται δε ενεργητικώς και παθητικώς στις σχετικές δίκες από τον σύνδικο της πτωχεύσεως (βλ. ΣτΕ 3199/2011).
Επρόκειτο για καταλογισμό φόρου, σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 68 και 69 του ν. 2238/1994, Α΄151, του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος,η κοινοποίηση του φύλλου ελέγχου σε περίπτωση πτώχευσης γίνεται στο σύνδικο και τον πτωχό (οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται αναλογικά και επί πράξεως προσδιορισμού ΦΠΑ). Ενόψει αυτής της διάταξης, με την ΣτΕ 194/2013 απόφαση κρίθηκε ότι η υποχρέωση της κοινοποιήσεως της καταλογιστικής πράξεως προς τον πτωχό και τον σύνδικο, δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι υπό την ισχύ του ΚΔΔ ο πτωχός στερείται της δικανικής ικανότητας να ασκεί τα δικαιώματά του αυτοπροσώπως. Τούτο διότι, οι διατάξεις του ΚΔΔ διέπουν μόνο ζητήματα της διοικητικής δίκης και δεν επηρεάζουν την ισχύ ρυθμίσεων που αφορούν ζητήματα διοικητικής διαδικασίας, όπως οι ρυθμίσεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος για την κοινοποίηση καταλογιστικών πράξεων.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ :
Εκπροσώπηση δημοσίου στη δίκη του ΚΕΔΕ.
Υπό το προϊσχύσαν δικονομικό καθεστώς είχε κριθεί ότι κατ’ εφαρμογή των άρθρων 85 του ΚΕΔΕ και 5 παρ.1 του Κ.Δ. της 26.6/10.7.1944, για τη νομότυπη επίδοση προς το Δημόσιο των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης επί της ανακοπής, απαιτείτο επίδοση, που γίνεται με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου, όχι μόνο στον Διευθυντή της οικείας δημοσίας οικονομικής υπηρεσίας αλλά και στον Υπουργό Οικονομικών, χωρίς τούτο να συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση (ΑΕΔ 27/2004).
Με την 2893/2012 απόφαση ΣτΕ κρίθηκε ότι στη δίκη της ανακοπής το Δημόσιο εκπροσωπείται (μόνο) από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου και δεν απαιτείται επίδοση των διαδικαστικών πράξεων και στον Υπουργό Οικονομικών για να επέλθουν οι έννομες συνέπειες σε βάρος του Δημοσίου. Η κρίση αυτή στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 219 του ΚΔΔ στην οποία ορίζεται ρητά ότι το Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου που επισπεύδει την εκτέλεση, είναι ειδικότερη και συνεπώς υπερισχύει έναντι της διατάξεως των άρθρων 25 παρ. 1 και 49 του ΚΔΔ που ευρίσκονται στο πρώτο μέρος και περιλαμβάνει διατάξεις γενικού περιεχομένου. Οι δε διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. 26.6/10.7.1944) που ορίζουν ως απαραίτητη την επίδοση και στον Υπουργό Οικονομικών, κρίθηκε ότι δυνάμει της διατάξεως του άρθ. 285 του ΚΔΔ έχουν παύσει να ισχύουν δεδομένου ότι αναφέρονται σε ζήτημα που ρυθμίζεται με διαφορετικό τρόπο στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Με την ΣτΕ 1512/2015 απόφαση κρίθηκε ότι για τον ίδιο λόγο έπαυσε να ισχύει και η διάταξη του άρθρου 85 (παρ. 1) του ΚΕΔΕ.
Περιπτώσεις διοικητικής εκτέλεσης στις οποίες το Δημόσιο επιμελείται της είσπραξης άλλων νομικών προσώπων.
Με τη διάταξη παρ. 7 άρθρου 28 ν. 2579/1998 (Α΄31) η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την έναρξη ισχύος του ΚΔΔ (άρθρο 285 παρ. 2 περ. ζ΄) [βλ. ΣτΕ 2808/2010], ορίζεται ότι «Στις περιπτώσεις που υπηρεσίες του Δημοσίου, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 … επιμελούνται για την είσπραξη εσόδων άλλων νομικών προσώπων, υπέρ των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, στις σχετικές δίκες που δημιουργούνται, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο, αλλά το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο».
Επί υποθέσεως χαρακτηρισμού αυθαιρέτου κτίσματος, κατόπιν αυτοψίας υπαλλήλου της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, επιβλήθηκε πρόστιμο. Τα πρόστιμα αυτά ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτου, μετά την οριστικοποίησή τους, βεβαιώνονται στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία, εισπράττονται ως δημόσιο έσοδο και αποδίδονται εξ ολοκλήρου κατά ποσοστό 50% στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και κατά 50% στο ΕΤΕΡΠΣ (Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων, που αποτελεί νπδδ) που το έτος 2010 μετονομάσθηκε σε Πράσινο Ταμείο.
Με την πρωτόδικη απόφαση του ακυρωτικού ΔΕΦ, η ανακοπή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως του Ελλ. Δημοσίου. Έφεση της θιγόμενης εταιρείας είχε την ίδια τύχη.
Με τις αποφάσεις όμως ΣτΕ 3523 – 3525/2015 κρίθηκε ότι ο προσδιορισμός του παθητικώς νομιμοποιούμενου προσώπου δεν αποτελεί στοιχείο του δικογράφου της ανακοπής η έλλειψη του οποίου επιφέρει την ακυρότητά του. Απαραίτητο στοιχείο της ανακοπής είναι ο προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς από τον οποίο συνάγεται το νομικό πρόσωπο που νομιμοποιείται παθητικά στη δίκη της ανακοπής. Ενόψει αυτών, κρίθηκε ότι το δικαστήριο της ουσίας έπρεπε να αναβάλει και να κοινοποιήσει τη δίκη στα πρόσωπα που νομιμοποιούνται παθητικά.
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ : Κατά πάγια νομολογία στις δίκες αυτές όπου το δημόσιο επιμελείται υπέρ, νομικού προσώπου, διάδικος είναι ΜΟΝΟ το νομικό πρόσωπο υπέρ του οποίου λαμβάνει χώρα η διοικητική εκτέλεση και όχι το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο δε νομιμοποιείται στη σχετική δίκη ως διάδικος (δηλαδή δεν ισχύει το άρθρο 8 του πδ 1225/81 περί αναγκαστικής ομοδικίας του Δημοσίου) και σε περίπτωση που παρίσταται αποβάλλεται (ΕΣ 1903/2010 IVτμ).
¨Ετσι κρίθηκε ότι απαραδέκτως ασκείται η ανακοπή κατά ταμειακής βεβαίωσης πράξεως καταλογισμού της Δνσης Παρακαταθηκών και Δανείων (ΝΠΔΔ) κατά του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών , διότι νομιμοποιείται μόνο το υπερού ΝΠΔΔ. Το ίδιος ισχύει και στην κατ΄ αναίρεση δίκη στην ολομέλεια εκτός εάν στο δίκη της ανακοπής το δημόσιο είχε καταστεί διάδικος (ΕΣ 482/2016 Ολομ.).
Εάν πρόκειται για εκτέλεση που επισπεύδεται με νόμιμο τίτλο του Δημοσίου τότε στη Δίκη νομιμοποιείται παθητικά το Ελληνικό Δημόσιο όπως εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ που επισπεύδει την εκτέλεση.
ΙΙΙ. Προθεσμία άσκησης των ανακοπών.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 220 παρ. 1 του ΚΔΔ/μίας η ανακοπή πρέπει να ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση ή σε κάθε περίπτωση την πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης εκτέλεσης (220§2περ.ε) .
Επί ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της γραπτής πρόσκλησης του Σ/φου προς του δανειστές για να λάβουν γνώση του πίνακα κατάταξης (202παρ.1β).
Προσοχή : Η ανακοπή κατά του προγράμματος πλειστηριασμού, η οποία ασκείται εντός προθεσμίας 10 ημερών από την επίδοση του προγράμματοςπλειστηριασμού (220παρ2) .
Για τις περιπτώσεις της ανακοπής στη κατάσχεση εις χείρας τρίτου και επι πτωχεύσεως βλέπε ανωτέρω στην Νομιμοποίηση.
ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ : Η παρ. 3 του 220 που αποσβένει το καθόλου δικαίωμα της ανακοπής με την πάροδο 6 μηνών από την διενέργεια του πλειστηριασμού δεν έχει κριθεί έως σήμερα από την νομολογία. Όμως η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 75παρ2β΄ του ΚΕΔΕ , που πρόβλεπε απόσβεση εντός 3μηνου, είχε κριθεί με την 2 και 12/ 1999 αποφάσεις του ΑΕΔ αντισυνταγματική ως προσβάλλουσα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Το ΣτΕ δέχεται ότι σε περίπτωση μη κοινοποίησης του προγράμματος πλειστηριασμού η δεκαήμερος προθεσμία αρχίζει από την πλήρη γνώση και συνεπώς δεν έχει εφαρμογή το τρίμηνο του άρθρου 75παρ2β ΚΕΔΕ (ΣτΕ 3490/08, 3844/2003).
Η προθεσμία αναστέλλεται , πλην της δεκαήμερης ανακοπής του προγράμματος του πλειστηριασμού, από 1/7/ εώς 15/9, κατά το άρθρο 11 του Κωδ. Δικών του Δημοσίου , εκτός εάν έχει βεβαιωθεί φορολογική οφειλή οπότε κατά το άρθρο 10 του Κώδικα περί Δικών του δημοσίου η αναστολή διαρκεί μόνο τον Αύγουστο.
ΠΡΟΣΟΧΗ : Εάν η ανακοπή σωρεύεται με την προσφυγή τότε τεκμαίρεται εμπρόθεσμη εφόσον η προσφυγή κριθεί εμπρόθεσμη. Αντίθετα εάν η προσφυγή απορριφθεί ως εκπρόθεσμη τότε θα κριθεί αυτοτελώς το εμπρόθεσμο της ανακοπής (227§3).
Στο ΕΣ εφαρμόζονται καταρχήν αναλογικά τα ανωτέρω. ¨Έτσι αρμόδιο να δικάσει την ανακοπή είναι το αρμόδιο (5μελές) τμήμα του ΕΣ σε πρώτο και τελευταίο βαθμό (Βλ. πρακτικά την 1 ΓΣ Ολομ. της 15.1.2014). Η οριστική απόφαση του υπόκειται σε αναίρεση στην Ολομέλεια του ΕΣ. Επί σωρεύσεως εφέσεως και ανακοπής του 217 εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα στο άρθρο 227§3 ΚΔΔ.
ΠΟΛΙΤΙΚΑ Δικαστήρια – ΑΝΑΚΟΠΗ 73 ΚΕΔΕ: Αντίθετα η ανακοπή του Κ.Ε.Δ.Ε. ήταν και είναι απρόθεσμο ένδικο βοήθημα.
iv. Κατά τόπο και καθ’ ύλη αρμοδιότητα
Στις υποθέσεις δικαιοδοσίας των ΤΔΔ, αρμόδιο καθ’ ύλη δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 218 παρ. 1 του ΚΔΔ/μίας είναι το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο.
Εάν όμως σωρεύεται με προσφυγή αρμόδιο είναι το καθύλη αρμόδιο Δικαστήριο για την προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 227 § 3 ΚΔΔ. Σε περίπτωση λοιπόν που σωρεύεται φορολογική προσφυγή και ανακοπή κατά της ταμειακής βεβαίωσης τότε αρμόδιο καθύλη δικαστήριο σε πρώτο βαθμό , όπως προκύπτει από την συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 227§3 και 6 §2β για καταλογιζόμενα ποσά εώς 60.000€ το ΜΔΠ, για ποσά από 60.000,01 εώς 150.000 το ΤΔΠ και από 150.000,01 και άνω το ΤΔΕφετείο ανέκκλητα .
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΒΑΘΜΟΣ : Η έφεση ασκείται στο τριμελές εφετείο για επισπευδόμενα ποσά από 60.000,01 € και άνω, ενώ εάν το ποσό της επισπευδόμενης απαίτησης ανέρχεται από 1 έως 60.000€ αρμόδιο είναι το μονομελές εφετείο .
Κατά τόπο αρμόδιο είναι το δικαστήριο, όπου εδρεύει η αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, σε περίπτωση ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση κατά τόπο αρμόδιο είναι το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης (218§2ΚΔΔ).
Για το ΕΣ ως εξετέθησαν ανωτέρω.
ΑΝΑΚΟΠΕΣ ΚΕΔΕ-ΠΟΛΙΤΙΚΑ : Αντιθέτως, στα πολιτικά δικαστήρια, και σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη του άρθρου 73 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., η καθ’ ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου της ανακοπής κατά πράξεως προ της ενάρξεως εκτελέσεως προσδιορίζεται με βάση τις γενικές διατάξεις του Κ.Πολ.Δ., ενώ εκδικάζεται σύμφωνα με την τακτική διαδικασία. Στις ανακοπές μάλιστα αυτές εφαρμόζονται οι ορισμοί των άρθρων 583-585 Κ.Πολ.Δ. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 584 ισχύει η γενική δωσιδικία του ανακόπτοντος και άρα αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο της κατοικίας του ανακόπτοντος, ο οποίος εξάλλου επέχει την διαδικαστική θέση του αμυνομένου. Οι ανακοπές δε κατά της αρξαμένης εκτελέσεως του άρθρου 73 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε. ασκούνται πάντοτε ενώπιον Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως. Είναι, ως εκ τούτου, χαρακτηριστική η επιλογή του ΚΔΔ/μίας να υιοθετήσει την καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα, που προβλέπει ο Κ.Ε.Δ.Ε. για τις ανακοπές κατά πράξεων μετά την έναρξη της εκτέλεσης.
Έκταση του δικαστικού ελέγχου.
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ – ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ- ΑΝΑΚΟΠΗ 217 ΚΔΔ : Με την διάταξη του άρθρο 224 παρ. 4 του ΚΔΔ/μίας περιορίσθηκε η δυνατότητα πλήρους ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου των προσβαλλομένων πράξεων στην περίπτωση μόνο της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, όπου δύναται να χορήσει παρεμπίπτων έλεγχος του νομίμου τίτλου και εφόσον αυτός δεν προσβάλλεται με ένδικο βοήθημα ουσίας. Συνεπώς η ανακοπή κατά της ταμειακής βεβαίωσης μπορεί να περιέχει αιτιάσεις μόνο κατά του ακυρωτικού νόμιμου τίτλου, στην περίπτωση που δεν υπάρχει ήδη κατ΄αυτού δεδικασμένο. Το Δικαστήριο επ΄ευκαιρία της ασκηθείσης ανακοπής θα ερευνήσει παρεμπιπτόντως το ακυρωτικό νόμιμο τίτλο και εάν τον βρει παράνομο ακυρώνει την ταμειακή βεβαίωση.
Πάντως θα πρέπει να προσεχθεί ότι ανακοπή και αίτηση ακυρώσεως δεν σωρεύονται , λόγω κυρίως της διαφορετικής δικαιοδοσίας.
β. Ο παρεμπίπτων έλεγχος του νομίμου τίτλου βεβαίωσης.
Η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 224 του ΚΔΔ/μίας επιτρέπει όχι την ευθεία προσβολή αλλά μόνο τον παρεμπίπτοντα έλεγχο του νομίμου τίτλου. Ο παρεμπίπτων μάλιστα αυτός έλεγχος περιορίζεται περαιτέρω και είναι δυνατός μόνον, εφόσον δεν προβλέπεται κατά του νομίμου τίτλου ένδικο βοήθημα, που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά τον νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. Συνεπώς δεν ισχύει για τον ακυρωτικό νόμιμο τίτλο το τεκμήριο νομιμότητας επι ανακοπής του 217 ΚΔΔ.
Ως εκ τούτου, η δυνατότητα υπαγωγής του νομίμου τίτλου σε ακυρωτικό έλεγχο δεν αποκλείει την παρεμπίπτουσα δικαστική του διερεύνηση κατά την εκδίκαση ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης. Όμως με την ΣτΕ 1316/2011 κρίθηκε ότι όταν κατά του ακυρωτικού τίτλου προβλέπεται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ο ακυρωτικός δικαστής ελέγχει και τα πράγματα , ενώ εξάλλου και σε κάθε περίπτωση ελέγχει το φάκελο της υπόθεσης και άρα ο δικαστής της ανακοπής εμποδίζεται να ελέγξει παρεμπιπτόντως και τον ακυρωτικό νόμιμο τίτλο, όταν δεν είχε ασκηθεί ενδικοφανής διαδικασία, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του Στ΄ τμήματος. Ήδη εξεδόθη η ΣτΕ 7μ., 4250/2012 με την οποία δεν επικυρώθηκε η παραπεμπτική αφού κρίθηκε ότι κατά την έννοια του άρθρου 224 παρ. 4 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στην περίπτωση που το προβλεπόμενο κατά της πράξεως, με την οποία τελειούται η διοικητική διαδικασία και αποτελεί τον νόμιμο τίτλο της διοικητικής εκτελέσεως που ακολουθεί, ένδικο βοήθημα είναι αίτηση ακυρώσεως, ο κατά νόμο έλεγχος από το δικαστήριο της ανακοπής είναι επιτρεπτός ακόμη και αν δεν ασκήθηκε η τυχόν προβλεπόμενη από το νόμο ενδικοφανής προσφυγή.
Μολονότι, θα μπορούσε η διατύπωση «κατά τα πράγματα» να παραπέμπει και σε ουσιαστικό έλεγχο, η αιτιολογική έκθεση με μία εκτενή αναφορά της στο εισηγούμενο κανονιστικό κείμενο ερμήνευσε χωρίς περιθώρια αμφισβητήσεων το γράμμα της διάταξης. Η έννοια λοιπόν του δικαστικού ελέγχου «κατά τα πράγματα» δεν παραπέμπει παρά ΜΟΝΟ σε έλεγχο νομιμότητας, ο οποίος εκτείνεται μέχρι και την διερεύνηση της πλάνης περί τα πράγματα. Με άλλα λόγια ο Κώδικας περιέγραψε τον επιτρεπόμενο με την ανακοπή παρεμπίπτοντα έλεγχο του νομίμου τίτλου ως καθαρά ακυρωτικό έλεγχο. Στην αιτιολογική έκθεση για την παρ. 4 του άρθρου 224 του ΚΔΔ/μίας αναφέρεται ότι: «Ειδικώς, κατά τον έλεγχο της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος του τίτλου, βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, κατά τον νόμο και τα πράγματα. Δηλαδή, ο ουσιαστικός έλεγχος περιορίζεται στον έλεγχο της “πλάνης περί τα πράγματα”. Και αυτό, εφόσον δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης κατ’ αυτού ένδικου βοηθήματος που επιτρέπει και τον ουσιαστικό έλεγχο της πράξης (π.χ. προσφυγής)».
ii. Ο δικαστικός έλεγχος πράξεων προγενεστέρων σταδίων της εκτέλεσης
Με την παρ. 3 του άρθρου 224 του ΚΔΔ/μίας θεσπίσθηκε ένας ακόμη περιορισμός σε σχέση με την έκταση του δικαστικού ελέγχου επί της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης. Ορίσθηκε λοιπόν ότι κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο έλεγχος, κύριος ή παρεμπίπτων, της νομιμότητας πράξεων προηγούμενων σταδίων της εκτέλεσης. Τούτο σημαίνει ότι, ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., ο οφειλέτης του Δημοσίου έχει την δικονομική δυνατότητα να βάλει κατά πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης, επικαλούμενος ελαττώματα οποιασδήποτε προηγούμενης πράξης επί της οποίας η προσβαλλόμενη στηριζόταν, υπό την αυτονόητη επιφύλαξη της μη ύπαρξης δεδικασμένου, με την θέσπιση πλέον του ΚΔΔ/μίας το δικονομικό αυτό δικαίωμα περιορίζεται έτσι ώστε στην ανακοπή του 217 οι λόγοι στρέφονται μόνο κατά της συγκεκριμένης πράξης εκτέλεσης. Πρέπει δηλαδή να είναι επίκαιροι και άρα ακυρότητες του προηγούμενου σταδίου που δεν προσβλήθηκαν καλύπτονται με αμάχητο τεκμήριο νομιμότητας. Έτσι, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δεν είναι δυνατός ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης, και άρα η παρέλευση της θεσπισθείσας προθεσμίας προσβολής οποιασδήποτε πράξης εξοπλίζει το οικείο στάδιο της διοικητικής εκτέλεσης με αμάχητο τεκμήριο νομιμότητας, εγείροντας απρόσβλητο τείχος για τον βλαπτόμενο οφειλέτη.
Αντιθέτως, στα πολιτικά δικαστήρια, που εφαρμόζουν τις ειδικές για την ανακοπή δικονομικές διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., όλοι οι λόγοι ανακοπής, ακόμη και αυτοί που αφορούν αντιρρήσεις κατά της βασιμότητας της απαίτησης του Δημοσίου μπορούν να προβληθούν, όχι μόνον κατά το στάδιο που προηγείται της εκτέλεσης, αλλά και σε κάθε μεταγενέστερο στάδιό της. Γίνεται λοιπόν δεκτό πως, ακόμη και μετά την έναρξη της εκτέλεσης και την άσκηση ανακοπής κατά την διάταξη του άρθρου 73 παρ. 2 περ. α΄ του Κ.Ε.Δ.Ε., είναι παραδεκτός λόγος ανακοπής με περιεχόμενο την αμφισβήτηση της υπάρξεως της οφειλής, εφ’ όσον ο λόγος αυτός αμφισβητεί την νομιμότητα και το δικαίωμα της βεβαιώσεως του εσόδου. Η νομολογία μάλιστα του Αρείου Πάγου, υπογραμμίζοντας την αυξημένη ευαισθησία των πολιτικών δικαστηρίων στον δικαστικό έλεγχο της κατ’ ουσίαν απαίτησης, προχώρησε και στην δικαιολογητική θωράκιση της θέσης αυτής με την περαιτέρω σκέψη ότι κατά την διοικητική εκτέλεση ο προσδιορισμός του οφειλομένου ποσού γίνεται σχεδόν πάντοτε χωρίς να μεσολαβήσει διαδικασία δικαστικού προσδιορισμού του, και ως εκ τούτου ο οφειλέτης πρέπει να απολαμβάνει δικαστικής προστασίας, έστω και αν η εναντίον του εκτέλεση ευρίσκεται ήδη σε πολύ μεταγενέστερο στάδιο από αυτό που ελέγχεται παρεμπιπτόντως με την ανακοπή του.
Η μεταστροφή του χαρακτήρα της ανακοπής ως παράλληλης προσφυγής
Ο ΚΔΔ/μίας περιόρισε τον έλεγχο που δύναται να ασκήσει ο δικαστής της εκτέλεσης σε ακυρωτικό έλεγχο, ώστε να μην προβάλλει η δικαστική προστασία κατά την δίκη της ανακοπής ως ευρύτερη ή υπέρτερη του ακυρωτικού ελέγχου.
Με βάση την νέα αυτή θεώρηση κρίθηκε πως από της θέσεως σε ισχύ του ΚΔΔ/μίας (17.7.1999) οι καταλογιστικές πράξεις, που δεν γεννούν διαφορές ουσίας, δεν υπόκεινται πλέον σε ένδικο βοήθημα ουσίας, ικανό να παράσχει ισοδύναμη προς την αίτηση ακυρώσεως δικαστική προστασία και, ως εκ τούτου, παραδεκτώς προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως, δεδομένου ότι η ανακοπή του 217 ΚΔΔ δεν αποτελεί παράλληλη προς την αίτηση ακύρωσης προσφυγή ,αφού δεν ακυρώνει το νόμιμο τίτλο (ΣτΕ 958/08, 2983/08, 253/05). Εάν όμως δεν ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως και δεν υπάρχει δεδικασμένο τότε η ανακοπή κατά της ταμειακής , μπορεί , όπως ανωτέρω αναφέρθηκε να περιέχει λόγου κατά του ακυρωτικού νόμιμου τίτλου , που στη περίπτωση αυτή το ΜΔΠ τον εξετάζει παρεμπιπτόντως με βάσει το άρθρο 224 ΚΔΔ.
Αντίθετα εάν η καταλογιστική πράξη είχε εκδοθεί προ της θέσεως σε ισχύ του ΚΔΔσιας ( 15-5-99) και κατ΄ αυτής δεν προβλεπόταν προσφυγή ουσίας, εάν ασκείτο αίτηση ακυρώσεως, παραπεμπόταν στο ΜΔΠ με το σκεπτικό ότι η ανακοπή του 127 ΚΔΔ θεωρείται παράλληλη προσφυγή και άρα εμποδίζεται το ακυρωτικό δικαστήριο να δικάσει την αίτηση ακυρώσεως κατά το νόμιμου τίτλου εφόσον δεν καταλείπονται άλλης διοικητικής φύσεως συνέπεις, συνεπώς το δικόγραφο επέχει θέση ανακοπής (ΣτΕ 169/07 ,ΣτΕ 3529/01, 7μ, πρβλ. συναφώς και ΣτΕ 3813/05 σκ 3).
Όμως με σειρά αποφάσεων του το Β’ τμ. εξακολουθούσε να δέχεται και μετά τον ΚΔΔσιας ότι η ανακοπή του 217 αποτελεί παράλληλη προσφυγή που εμποδίζει τον ακυρωτικό έλεγχο του νόμιμου τίτλου (ενδεικτικά 1859/09, 1860/2007 ΣτΕ, 1861/2007 ΣτΕ, 1862/2007 ΣτΕ, 1863/2007 ΣτΕ, 1864/2007 ΣτΕ, 1865/2007 ΣτΕ, 1866/2007 ΣτΕ, 1867/2007 ΣτΕ, 1868/207 ΣτΕ, 1869/2007 ΣτΕ. ) νομολόγησε το αντίθετο. Ειδικότερα με τις αποφάσεις αυτές νομολογήθηκε ότι η ανακοπή κατά του νομίμου τίτλου, αποτελεί παράλληλη προσφυγή, που κωλύει την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της αυτής πράξεως, όταν δεν καταλείπονται άλλες, διοικητικής φύσεως, συνέπειες, εξακολουθεί να προβλέπεται ως ένδικο βοήθημα, δοθέντος ότι με την εισαγωγή του εν λόγω Κώδικα δεν εσκοπήθη τέτοιας φύσεως και εκτάσεως νομοθετική μεταβολή, η οποία θα είχε ως συνέπεια την εκδίκαση εφεξής υποθέσεων αρμοδιότητας του διοικητικού πρωτοδικείου από το Συμβούλιο της Επικρατείας άλλωστε τέτοια βούληση δεν προκύπτει ούτε από την αιτιολογική έκθεση.
Εντούτοις, με τη ΣτΕ 1859/07 7μ το θέμα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια και εξεδόθη η 3842/2009 Ολομ. που επέμεινε στην αρχική θέση ότι η ανακοπή του 217 δεν αποτελεί πλέον μετά το ΚΔΔ παράλληλη προσφυγή .
Με τη ΣτΕ Ολομ. 828/2010 επιβεβαιώθηκε προηγούμενη νομολογία του Δ΄ Τμήματος (3529/2001) ως προς το ότι από της θέσεως σε ισχύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας οι μονομερείς εκτελεστές πράξεις της Διοικήσεως που συνιστούν νόμιμο τίτλο κατ άρθρ. 2 παρ. 1 και 2 του ΚΕΔΕ (και υπό την προϋπόθεση ότι κατά των πράξεων αυτών δεν προβλέπεται στο νόμο η άσκηση άλλου ενδίκου βοηθήματος, εκ της ασκήσεως του οποίου θα εγεννάτο διοικητική διαφορά ουσίας), δεν υπόκεινται πλέον σε ένδικο βοήθημα, ικανό να παράσχει ισοδύναμη προς την αίτηση ακυρώσεως δικαστική προστασία και, ως εκ τούτου, παραδεκτώς, από της απόψεως αυτής προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως.
«Ενδιάμεσο διάστημα».
Όταν ο νόμιμος τίτλος εκδόθηκε πριν την ισχύ του ΚΔΔ, η δε ταμειακή βεβαίωση και η κατ’ αυτής ασκηθείσα ανακοπή, έλαβαν χώρα μετά την έναρξη ισχύος του ΚΔΔ, τότε με την 3265/2013 απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε ότι δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος στα πλαίσια της ανακοπής του άρθρου 224 παρ. 4 του ΚΔΔ, διότι η οφειλέτρια εταιρεία είχε στη διάθεσή της κατά το χρόνο έκδοσης του τίτλου (της 161/15.6.1999 πράξης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς) την ανακοπή του ΚΕΔΕ που αποτελούσε ένδικο βοήθημα πλήρους δικαιοδοσίας.
Περαιτέρω, με τηνΣτΕ 4250/2012 7μελούς συνθέσεωςκρίθηκε ότι, στην περίπτωση που το προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα κατά του νόμιμου τίτλου είναι αίτηση ακυρώσεως, ο κατά νόμο έλεγχος από το δικαστήριο της ανακοπής είναι επιτρεπτός ακόμη και εάν δεν ασκήθηκε η τυχόν προβλεπόμενη από το νόμο ενδικοφανής προσφυγή κατά της πράξεως που αποτελεί το νόμιμο τίτλο της διοικητικής εκτελέσεως.
Αντιθέτως, εάν προβλέπεται από το νόμο άσκηση προσφυγής ουσίας κατά της καταλογιστικής πράξεως, δηλ. του τίτλου στον οποίο στηρίζεται η αναγκαστική εκτέλεση, τότε δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος του τίτλου αυτού επ’ ευκαιρία ασκήσεως ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαιώσεως (ΣτΕ 2605/2014).
Στο Ελεγκτικό Συνέδριο επειδή οι δημοσιολογιστικές καταλογιστικές πράξεις (νόμιμοι τίτλοι) προσβάλλονται με ένδικο βοήθημα ουσίας (έφεση) δεν επιτρέπεται κατά της ταμειακής βεβαίωσης η ανακοπή να έχει λόγους που αφορούν τον νόμιμο τίτλο.
Επίσης απορρίπτονται ως αλυσιτελείς λόγοι αναφερόμενοι στην οικονομικοί αδυναμία του καθού η εκτέλεση ,καθόσον και αληθείς υποτιθέμενοι, δεν ασκούν επιρροή στη δίκη επί της ανακοπής, ελλείψει διάταξης νόμου που να επιτρέπει την ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής είσπραξης, όταν συντρέχει οικονομική αδυναμία στο πρόσωπο των οφειλετών (ΕΣ 1782/2016, VII τμ.).
Όταν ο νόμιμος τίτλος είναι δικαστική απόφαση οριστική απόφαση του τμήματος εξοπλισμένη με δύναμη δεδικασμένου, για τη δημιουργία του οποίου έχει ασκηθεί το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας ως απόρροια της αρχής του κράτους δικαίου (άρθρο 20 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος και άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α.), δεν είναι επιτρεπτή η εξέταση παρεμπιπτόντως, επ’ ευκαιρία της εκδίκασης του ενδίκου βοηθήματος της ανακοπής, λόγων που πλήττουν τη βασιμότητα των νομικών και ουσιαστικών κρίσεων του τελεσίδικου νόμιμου τίτλου (απόφασης), πρωτίστως διότι η ανακοπή δεν συνιστά ένδικο μέσο δυνάμενο να πλήξει το εξοπλισμένο με δύναμη δεδικασμένου, νόμω ή κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαίτησης (ΕΣ 1782/2016, VII τμ.).
ΠΟΛΙΤΙΚΑ -ΑΝΑΚΟΠΗ Α.73 ΚΕΔΕ:Κατά το άρθρο 73 παρ. 1 εδ. β΄ του Κ.Ε.Δ.Ε. δια της ανακοπής «επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ’ ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου εφ’ όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου». Συνεπώς με την ανακοπή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, και κατ’ εφαρμογή του Κ.Ε.Δ.Ε., επιτρέπεται η προβολή οποιουδήποτε νομικού ή ουσιαστικού ελαττώματος των προσβαλλομένων πράξεων,καθώς και κάθε λόγου ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, ακόμη δε και η αμφισβήτηση της ίδιας της υπόστασης της απαίτησης του Δημοσίου.
ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΑΚΟΠΗΣ
Ασκείται με κατάθεση στη γραμματεία του αρμοδίου Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 126 ΚΔΔ. Επίδοση δεν απαιτείται να κάνει ο ανακόπτων διότι τις κάνει η γραμματεία του Δικαστηρίου κατά το άρθρο 128 ΚΔΔ (ανακριτικό σύστημα). Συνεπώς τα απαράδεκτα που αναφέρονται στο 219 παρ2 αφορούν την συζήτηση της ανακοπής και όχι την άσκηση της και το δικόγραφο της.
ΠΑΡΑΒΟΛΟ
Στα ΤΔΔ ισχύει το πάγιο παράβολο του 277 ακόμη και όταν ο νόμιμος τίτλος είναι φορολογικός.
Στο ΕΣ εφαρμόζεται ανάλογα το άρθρο 277 ΚΔΔ και άρα το παράβολο είναι πάγιο. Επίσης εάν παρίσταται ο διάδικος εφαρμόζεται αναλογικά του άρθρο 139Ατου ΚΔΔ (ΕΣ 3093/2014, Ι τμ.).
ΠΡΟΣΟΧΗ : Εάν όμως η οριστική απόφαση του τμήματος επι της ανακοπής προσβληθεί με αναίρεση στην Ολομέλεια του ΕΣ, τότε εφαρμόζεται το άρθρο 73 ΚΝΕΣ ως προς το παράβολο και όχι το 277 ΚΔΔ , ούτε το 139Α ΚΔΔ, διότι δεν χωρεί αναλογία , λόγω της σαφούς διατύπωσης του άρθρου 73 ΚΝΕΣ (ΕΣ 47/2016 Ολομ).
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
Η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της απόφασης και είναι 30 ημέρες, ενώ για απόφαση επι ανακοπής κατά προγράμματος πλειστηριασμού , η προθεσμία είναι 10 ημέρες . Η επίδοση πρέπει να γίνει στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ και όχι στον Υπουργό Οικονομικών (ΣτΕ 3859/2012, Στ).
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
Σύμφωνα με το άρθρο 226 ΚΔΔ οι αποφάσεις που εκδίδονται από την διαδικασία της εκτέλεσης κατά ΚΕΔΕ των ΤΔΔ υπόκεινται στα ένδικα μέσα των άρθρων 81-111 ΚΔΔ που εφαρμόζονται αναλόγως.
Η προθεσμία ασκήσεως των ενδίκων μέσων από την επίδοση της απόφασης ενώ ειδικά κατά του προγράμματος πλειστηριασμού είναι 10 ημέρες από την επίδοση.
2η ενότητα. Διαδικασία εκτελέσεως.
Ακατάσχετα
Θέμα : ανήκουν στην ιδ. Περιουσία του Δημοσίου τα έσοδα Δ.Ο.Υ Ενσήμων και εν γένει τα χρήματα , αξίες και υλικά που βρίσκονται στα χρηματοκιβώτια των Δ.Ο.Υ;
Νομολογία (με πραγματικά περιστατικά προ όμως του του Ν. 4270/28.6.2014) Ιδιώτης επιδίωξε την ικανοποίηση της απαίτησής του από καταψηφιστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου σε βάρος του Δημοσίου. Ειδικότερα, από πρόσκρουση στρατιωτικού οχήματος επιδικάσθηκε με απόφαση (η οποία κατέστη τελεσίδικη) του διοικητικού δικαστηρίου της ουσίας αποζημίωση στον τραυματισθέντα. Στο Ελλ. Δημόσιο κοινοποιήθηκε αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου. Στη συνέχεια ο ζημιωθείς προέβη σε κατάσχεση χρημάτων (κινητών) στο ταμείο της Δ.Ο.Υ. Ενσήμων, το οποίο κατατέθηκε στο ΤΠΔ (956 ΚΠολΔ). Το Ελλ.Δημόσιο άσκησε ανακοπή, η οποία απορρίφθηκε πρωτοδίκως (λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας) αλλά κατ’ έφεση, έγινε δεκτό ότι η διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση και δικάσθηκε η υπόθεση στην ουσία της. Με την ΣτΕ 819/2015 7μελούς συνθέσεως (Καραμανώφ), αφού λήφθηκε υπόψη το κριτήριο της υποκείμενης σχέσης, κρίθηκε ότι «εκτός από τις σχετικές με τη διοικητική εκτέλεση διαφορές (άρθρο 217 ΚΔΔ) και οι περί την αναγκαστική εκτέλεση διαφορές, όταν η εκτέλεση επισπεύδεται από ιδιώτη σε βάρος του Δημοσίου ή νπδδ, με βάση τις καταψηφιστικές αποφάσεις των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων που αποτελούν τίτλο εκτελεστό, εμπίπτουν (ως διοικητικές διαφορές ουσίας) στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία εφαρμόζουν αναλόγως, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 199 του ΚΔΔ, τις διατάξεις του ΚΠολΔ, για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων».Ακολούθως, εξετάσθηκε το ζήτημα εάν μπορεί να επιβληθεί κατάσχεση ταμειακών διαθεσίμων, χρημάτων δηλ. του Δημοσίου στην οικεία οικονομική υπηρεσία. Συγκεκριμένα τέθηκε το ερώτημα εάν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, στην οποία και μόνον επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική κατάσχεση (σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3068/2002), περιλαμβάνονται και τα χρηματικά διαθέσιμα του Δημοσίου, ανεξάρτητα από την πηγή από την οποία προέρχονται, η οποία άλλωστε, είναι αδύνατο να διαγνωσθεί. Το Δημόσιο υποστήριξε ότι δεν είναι επιτρεπτή η κατάσχεση των εσόδων από τη διαχείριση ενσήμων, αξιών και κάθε άλλου υλικού, η πώληση του οποίου έχει ανατεθεί στη Δ.Ο.Υ. Ενσήμων με το επιχείρημα ότι πρόκειται για δημόσια περιουσία αφιερωμένη στην εκπλήρωση δημοσίων σκοπών. Με την 819/2015 7μελούς συνθέσεως απόφαση, αφού λήφθηκε υπόψη η διάταξη του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο επιτάσσει τη συμμόρφωση προς τις δικαστικές αποφάσεις, σε περίπτωση εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως η οποία υποχρεώνει το Δημόσιο σε συμμόρφωση, ο ιδιώτης διάδικος δύναται, για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς του, να χρησιμοποιήσει τα μέσα αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Δημοσίου και, ειδικότερα να προβεί στην αναγκαστική κατάσχεση ταμειακών διαθεσίμων, χρημάτων δηλαδή του Δημοσίου, στην οικεία δημόσια οικονομική υπηρεσία. Και τούτο διότι, στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, στην οποία και μόνο επιτρέπεται να γίνει κατάσχεση, περιλαμβάνονται και τα χρηματικά διαθέσιμα του Δημοσίου, ανεξάρτητα από την πηγή από την οποία προέρχονται, η οποία άλλωστε είναι αδύνατο να διαγνωσθεί… Δεν συνιστά δε πρόσφορο, εν προκειμένω, κριτήριο διαφοροποιήσεως των χρηματικών διαθεσίμων του Δημοσίου σε κατασχετά ή μη η καθ’ ύλην ή κατά τόπο αρμοδιότητα των οικείων οικονομικών υπηρεσιών του ή ο κωδικός εσόδου, με τον οποίο καταχωρίζονται τα εισπραττόμενα από το Δημόσιο ποσά, διότι τα στοιχεία αυτά ανάγονται σε ζητήματα εσωτερικής οργανώσεως των υπηρεσιών του Δημοσίου, μη κρίσιμα εν προκειμένω ούτε δυνάμενα να παρακωλύσουν την τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεών του, που απορρέουν από το Σύνταγμα. Αντίθετο επιχείρημα δεν μπορεί να αντιταχθεί από την διάταξη του άρθρου 79 περ. 2 του Σ. διότι πάντως τα σχετικά ποσά έχουν εισαχθεί, αδιακρίτως της προέλευσής τους, στον προϋπολογισμό προς κάλυψη των υποχρεώσεων του Δημοσίου και εκπλήρωση των δημοσίων σκοπών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η συνταγματικώς κατοχυρωμένη υποχρέωση συμμορφώσεως του Κράτους προς τις δικαστικές αποφάσεις».
Ήδη όμως με το άρθρο 81 παρ.3 του Δημοσίου Λογιστικού (Ν. 4270/28-6-2014) ορίζεται ότι : «… 3. Οι εισπράξεις δημοσίων εσόδων που πραγματοποιούνται από τους διαχειριστές ή τους ταμίες των Δ.Ο.Υ., τους ειδικούς ταμίες ή τα πρόσωπα (φυσικά ή νομικά) στα οποία έχει ανατεθεί η είσπραξη, καθώς και το περιεχόμενο των χρηματοκιβωτίων των Δ.Ο.Υ. είναι ακατάσχετα.».
Κατάσχεση κινητών εις χείρας οφειλέτη.
Μη νόμιμη η κατάσχεση ως αντίθετη στην αρχή χρηστής διοίκησης.
Με την 848/2012 απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε ότι κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 9 ΚΕΔΕ, που εφαρμόζονται και για την είσπραξη των εσόδων του ΙΚΑ ΕΤΑΜ (άρθρο 27 παρ. 2 του αν 1846/1951, Α΄179), η κρίση του Διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου για τη λήψη των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης που προβλέπονται από τον ΚΕΔΕ, είναι μεν ελεύθερη, όμως δεν πρέπει να παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης, κατά την οποία η Διοίκηση οφείλει να απέχει από τη λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης τα οποία δεν είναι αναγκαία ούτε κατάλληλα για την επίτευξη του σκοπού της είσπραξης των εσόδων, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων. Στην περίπτωση που κρίθηκε με την απόφαση αυτή, το ΙΚΑ ΕΤΑΜ κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων για ρύθμιση οφειλής της εταιρείας από καθυστερούμενες εισφορές προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση κινητών και μάλιστα για ποσό κατώτερο του προταθέντος από την εταιρεία. Το ΣτΕ επικύρωσε την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ενόψει των περιστάσεων το μέτρο αναγκαστικής εκτέλεσης που υιοθετήθηκε δεν παρίστατο αναγκαίο ούτε κατάλληλο για την είσπραξη της επίδικης οφειλής.
Κατάσχεση κινητών εις χείρας τρίτου.
Στα άρθρα 30 επ.. ΚΕΔΕ ρυθμίζεται η διαδικασία λήψεως της κατάσχεσης κινητών και απαιτήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 9 του ΚΕΔΕ. Προς τούτο συντάσσεται κατασχετήριο έγγραφο κοινοποιούμενο στον τρίτο όχι όμως στον οφειλέτη.
Με την 2080/2014 απόφαση του ΣτΕ 7μελούς σύνθεσης κρίθηκε ότι η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Αντιθέτως έκρινε η μειοψηφία. Βασικό επιχείρημα της πλειοψηφίας είναι ότι η μη κοινοποίηση στον οφειλέτη οφείλεται στον προφανή λόγο ότι, αν αυτός επληροφορείτο την επικείμενη λήψη του μέτρου, θα έσπευδε να εισπράξει από τον τρίτο τα οφειλόμενα σ’ αυτόν χρήματα ή απαιτήσεις ή θα ανελάμβανε τα εις χείρας τρίτου κινητά του, με συνέπεια βέβαια να καθίσταται αδύνατη η εξ αυτών ικανοποίηση της αξιώσεως του Δημοσίου. Κατά παρόμοιο άλλωστε τρόπο οργανώνεται στον ΚΕΔΕ η διαδικασία κατασχέσεως εις χείρας του ιδίου του οφειλέτου. Αντιθέτως κατά τη μειοψηφία η διάταξη είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στο άρ. 20 παρ. 1 του Σ. , διοτι η παράλειψη αυτή έχει ως συνέπεια ο οφειλέτης να μη λαμβάνει γνώση ή να λαμβάνει γνώση τυχαίως και καθυστερημένα γνώση της εις βάρος του επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικώς προ της ολοκληρώσεως της εκτελεστικής διαδικασίας, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα είτε για την ακύρωση είτε για την αναστολή της πράξεως. Η κοινοποίηση του κατασχετηρίου εγγράφου στον οφειλέτη ουδαμώς βλάπτει τα συμφέροντα του Δημοσίου, αφού κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 30 ΚΕΔΕ, από της κοινοποιήσεως του κατασχετηρίου εις τον τρίτον, ο τελευταίος δεν δύναται να αποδώσει προς τον οφειλέτη του Δημοσίου τα κατασχεθέντα.
Κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Προθεσμία για τη δήλωση του τρίτου, μετά την οποία καθίσταται οφειλέτης. Ανακοπή τρίτου από κατάσχεση στα χέρια του. Ιδιωτικού δικαίου διαφορά.
Ο Προϊστάμενος του Τελωνείου επέβαλε κατάσχεση των καταθέσεων ενός οφειλέτη του Δημοσίου στην ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ, ως τρίτης.
Η Τράπεζα υπέβαλε δήλωση των ποσών που υπήρχαν, τα οποία πράγματι αποδόθηκαν στο Δημόσιο. Το Δημόσιο επέβαλε εκ νέου κατάσχεση για μειωμένο ποσό αυτή τη φορά. Η Τράπεζα δεν υπέβαλε δήλωση ότι δεν οφείλει όλα τα αναφερόμενα στο κατασχετήριο ποσά. Κατόπιν αυτού εκδόθηκε πράξη του Προϊσταμένου του Τελωνείου με την οποία βεβαιώθηκε ταμειακά το νέο ποσό σε βάρος της Τράπεζας (του τρίτου). Η υπόθεση εισήχθη ενώπιον του ΣτΕ με ένδικο βοήθημα επιγραφόμενο ως αίτηση ακυρώσεως και απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ελλείψει δικαιοδοσίας.
Ανακοπή του τρίτου κατά πράξης με την οποία βεβαιώθηκε ταμειακά σε βάρος του σε ποσό των χρημάτων του , που κατασχέθηκε στα χέρια του γιατί το όφειλε μεν στο Δανειστή του , ο οποίος όμως με τη σειρά του όφειλε στο Δημόσιο.
Δικαιοδοσία Πολιτικών εφόσον η οφειλή του τρίτου προς τον Δανειστή του (οφειλέτη όμως του Δημοσίου) , διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Τούτο διότι αντικείμενο της ανακοπής είναι η ύπαρξη και η έκταση της οφειλής του τρίτου προς τον Δανειστή του και οφειλέτη του Δημοσίου, ενώ δεν ασκεί επιρροή στη δίκη επί της ανακοπής, εάν η απώτερη σχέση επί της οποίας ερείδεται ο νόμιμος τίτλος συνιστά σχέση δημοσίου δικαίου. Η διατύπωση, εξάλλου, στο προπαρατεθέν άρθρο 33 του Κ.Ε.Δ.Ε., του κανόνα ότι ο τρίτος που δεν υπέβαλε τη σχετική δήλωση λογίζεται ως οφειλέτης του Δημοσίου δεν τρέπει την εν λόγω ιδιωτικού δικαίου σχέση σε σχέση δημοσίου δικαίου, αλλά απλώς καθιστά τον τρίτο οφειλέτη του Δημοσίου από σχέση ιδιωτικού δικαίου.
[ ΣτΕ 48/2014 Πλαπούτα 7μελούς].
Επίδοση πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας πριν την άσκηση ένδικου βοηθήματος της ανακοπής κατ’ αυτών.
Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας δεν περιλαμβάνει ρύθμιση για την επίδοση πράξεων της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης πριν από την άσκηση ένδικου βοηθήματος κατ’ αυτών. Δεδομένου ότι με το άρθρο 285 παρ. 1 αυτού, καταργήθηκαν μόνο οι διατάξεις που αφορούν θέματα ρυθμιζόμενα από τον ως άνω Κώδικα, με την ΣτΕ 241/2008 κρίθηκε ότι εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την ισχύ του εν λόγω Κώδικα οι διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2 του ΚΕΔΕ, που ορίζουν ότι, όταν ο προς ον η επίδοση είναι άγνωστης διαμονής, μπορεί να γίνει κοινοποίηση των πράξεων εκτελεστικής διαδικασίας στο Δήμαρχο ή τον Πρόεδρο της κοινότητας ή τον Ιερέα της Ενορίας της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής αυτού, αν δεν έχει διορισθεί αντίκλητος και αν δεν υπάρχουν οι αναφερόμενοι στη διάταξη αυτή σύζυγος και συγγενείς αυτού. Στην κριθείσα με την απόφαση αυτή περίπτωση, το Δημόσιο για απαίτηση από βεβαιωθέντες φόρους και φπα εταιρείας τελούσας υπό πτώχευση, προέβη σε κατάσχεση ακινήτου διευθύνοντος συμβούλου συνυπόχρεου για τα χρέη της εταιρείας. Το δικάσαν εφετείο είχε κρίνει ως εφαρμοστέες τις διατάξεις του ΚΔΔ, πλην η απόφαση αναιρέθηκε για να κριθεί εάν η επίδοση εχώρησε νομίμως προς τον Δήμαρχο.
Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης.
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΕΦΟΣΟΝ Ο ΝΟΜΙΜΟΣ ΤΙΤΛΟΣ ΠΟΥ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Η διαδικασία κατατάξεως των δανειστών στον πλειστηριασμό αποτελεί τμήμα της όλης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, οι δε διαφορές οι οποίες γεννώνται από την διαδικασία αυτή, περιλαμβανομένων και των διαφορών από τον πίνακα κατατάξεως, υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων εφόσον η υποκείμενη σχέση , στην οποία στηρίζεται ο αποτελών το θεμέλιο της εκτελέσεως τίτλος, είναι δημοσίου δικαίου. Άλλως, αν δηλαδή η υποκείμενη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου οι διαφορές από σύνταξη του πίνακα κατατάξεως υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ασχέτως της ειδικοτέρας φύσεως της απαιτήσεως που αναγγέλλεται προς κατάταξη στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, ανεξαρτήτως δηλ. εάν η εν λόγω απαίτηση, καθ’ εαυτή, προέρχεται από σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 18/1993, ΣτΕ 4408/2005, 3624/2002 κ.α). Εξάλλου, αν η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται βάσει τίτλου, ο οποίος στηρίζεται σε ετεροειδείς σχέσεις, δηλαδή τόσο σε σχέσεις δημοσίου όσο και σε σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, θα πρέπει να αναζητηθεί η προέχουσα απαίτηση στον εν λόγω τίτλο, δηλαδή εκείνη που υπερτερεί ποσοτικώς και βάσει αυτής να καθορισθεί τελικώς το δικαστήριο στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται η διαφορά (βλ. ΑΕΔ 23/1999, ΣτΕ 4409/2005, 3624/2002).
Με την ΣτΕ 297/2011 κρίθηκε ότι διαφορά η οποία προέκυψε από αναγκαστική εκτέλεση η οποία ενεργείται επισπεύσει του ΙΚΑ, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του ΚΕΔΕ, βάση τίτλου με υποκείμενη σχέση δημοσίου δικαίου (απαίτηση από ασφαλιστικές εισφορές), οι διαφορές που γεννώνται από την εκτέλεση αυτή, υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων.
Δικαιούται ν’ ασκήσει ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως ο έχων γενικό προνόμιο;
Με την ΣτΕ 105/2017, Στ 7μ. (παρ. 560/2014), κρίθηκε ότι το άρθρο 219 παρ. 1 περ. α΄του ΚΔΔ πρέπει να ερμηνευθεί ευρύτερα από το γράμμα της και να θεωρηθεί ότι νομιμοποιείται να ασκήσει ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης όχι μόνο ο καθ’ ου η εκτέλεση ή ο ενυπόθηκος δανειστής αλλά και ο έχων γενικό προνόμιο δανειστής. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή ενισχύεται από το γεγονός ότι υπό το καθεστώς του ΚΕΔΕ (άρθρο 58) δεν προβλεπόταν αντίστοιχος προς το άρθρο 219 παρ. 1α΄ΚΔΔ περιορισμός των νομιμοποιούμενων προσώπων να ασκήσουν ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, αλλά και από το γεγονός ότι μεταγενεστέρως, με το άρθρο 30 του ν. 3659/2008 διευρύνθηκε ο κύκλος των νομιμοποιούμενων να ασκήσουν ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως προσώπων, καθώς διαπιστώθηκε, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του ν. 3659/2008, ότι η διάταξη του άρθρου 219 παρ. 1 ΚΔΔ ήταν ελλιπής και έπρεπε να αντιμετωπισθεί η δικονομική ασάφεια της διατάξεως αυτής. Υπό την ερμηνευτική αυτή εκδοχή η διάταξη του άρθρου 219 παρ. 1 ΚΔΔ δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. [ΣτΕ 560/2014]. Κατά τη μειοψηφία του Προέδρου του Τμήματος, ο στενός αυτός προσδιορισμός του κύκλου των προσώπων που μπορούν να ασκήσουν ανακοπή κατά του συγκεκριμένου πίνακα, δεν αντίκειται στις ανωτέρω διατάξεις, διότι οι κατατασσόμενοι στο πίνακα βάσει γενικών προνομίων συνιστούν διακεκριμένη κατηγορία έναντι των ενυποθήκων δανειστών.
Η «χρυσή γέφυρα» του άρθρου 45 και 47 ΚΕΔΕ
Με την υπ΄αριθμ. ΣτΕ 4672/2014, Στ. τμ., κρίθηκε ότι υπάρχει διάσταση του ΚΠολΔ αρθ. 1004 και 47 ΚΕΔΕ. Στον ΚΕΔΕ η κατακύρωση τελεί υπο την εξουσιαστική αίρεση του άρθρου 47 ΚΕΔΕ που δίδει δικαίωμα στον οφειλέτη να καταβάλει τα χρέη του προς το δημόσιο εντός 30 ημέρων μετά τον πλειστηριασμό. Δηλαδή μόνο μετά την παρέλευση των 30 ημέρων αρχίζει η δεκαήμερος προθεσμία του υπερθεματιστή για την καταβολή του πλειστηριάσματος. Συνεπώς ναι μεν ο υπερθεματιστής μπορεί να καταβάλει το μετά την υπέρ αυτού κατακύρωση του πλειστηριασμού το πλειστηρίασμα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, αλλά ηττημένης της αιρέσεως ο Σ/φος , υπάλληλος του πλειστηριασμού, απαγορεύεται για το διάστημα αυτό των τριάντα ημέρων να του χορηγήσει την περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης που αποτελεί τίτλο εκτελεστό και δύναται να μεταγραφεί. Σε αντίθετη περίπτωση θα είναι άκυρη η μεταγραφή χωρίς την επίκληση βλάβης απο τον ανακόπτοντα οφειλέτη –καθού η εκτέλεση, διότι υπο την αντίθετη εκδοχή θα ματαιωνόταν ο σκοπός θέσπισης της αιρέσεως των 30 ημέρων που δίδει δικαίωμα στον οφειλέτη.