3095/10, Α΄τμ., Αστική ευθύνη, Αγωγή, Παράνομη προσωπική κράτηση για ιδιωτικά χρέη – ευθύνη του Δημοσίου λόγω έλλειψης ειδικών χώρων κράτησης των αστικών οφειλετών.

ΣΤΕ

Αριθμός 3095/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Αναπληρωτής Πρόεδρος, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Σύμβουλοι, Σ. Κτιστάκη, Αικ. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Κολιοπούλου.
Για να δικάσει την από 19 Οκτωβρίου 2009 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τον Γ. Γρυλωνάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του Δημητρίου Αμοργιανιώτη, κατοίκου Αγίου Δημητρίου Αττικής (Μενελάου 24), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ανδρ. Κουτσολάμπρο (Α.Μ. 12589), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή το Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1601/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Σ. Κτιστάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον πληρεξούσιο του αναιρεσίβλητου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται, κατά το νόμο (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α΄ 31), καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1601/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, η οποία εκδόθηκε μετά την 2893/2008 αναιρετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, συνεκδικάσθηκαν αντίθετες εφέσεις του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου και του αναιρεσιβλήτου, απερρίφθη η έφεση του Δημοσίου, ενώ έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση του αναιρεσιβλήτου και εξαφανίσθηκε η 12722/1999 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, καθ’ ο μέρος απέρριπτε το αίτημά του να αναγνωρισθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να του καταβάλει νομιμοτόκως το επιδικασθέν με αυτή ποσό 29.347 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή αγωγή του αναιρεσιβλήτου και αναγνωρίσθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να του καταβάλει για την παραπάνω αιτία το ανωτέρω ποσό ατόκως.
3. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Ο ήδη αναιρεσίβλητος καταδικάστηκε με την 5918/1996 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών να καταβάλει ποσό 21.500.000 δραχμών σε ανώνυμη εταιρεία λόγω απαιτήσεώς της από αδικοπραξία (έκδοση ακάλυπτων επιταγών), επιβλήθηκε δε εις βάρος του με την ίδια απόφαση, ως μέσο εκτέλεσεώς της, προσωπική κράτηση δώδεκα μηνών. Η εταιρεία επέσπευσε την εκτέλεση της ανωτέρω αποφάσεως και στις 6.3.1997 ο αναιρεσίβλητος συνελήφθη και οδηγήθηκε στη δικαστική φυλακή Κορυδαλλού, κρατήθηκε δε στην Α΄ πτέρυγα αυτής μαζί με άλλους κρατουμένους για οικονομικά κυρίως αδικήματα, καθόσον στην εν λόγω φυλακή δεν υπήρχε ειδικός χώρος προς εγκλεισμό των κρατουμένων για χρέη προς ιδιώτες ή προς το Δημόσιο. Ακολούθως, ο αναιρεσίβλητος άσκησε ανακοπή ισχυριζόμενος ότι από την κράτησή του στον ίδιο χώρο με κρατουμένους για αξιόποινες πράξεις και όχι σε ιδιαίτερο χώρο, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 1050 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του. Η ανακοπή του αναιρεσιβλήτου έγινε τελικώς δεκτή με την 798/1997 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία κηρύχθηκε άκυρη η ανωτέρω δωδεκάμηνη κράτησή του και διατάχθηκε η απόλυσή του από τη φυλακή την 23.6.1997. Ο αναιρεσίβλητος, μετά την αποφυλάκισή του, άσκησε την από 15.9.1997 αγωγή, με την οποία, επαναλαμβάνοντας τους ίδιους ισχυρισμούς σχετικά με την προσβολή της προσωπικότητάς του λόγω της παράνομης κρατήσεώς του στην δικαστική φυλακή Κορυδαλλού, ζήτησε τελικώς να αναγνωρισθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να του καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό των 30.000.000 δραχμών ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε ότι το Δημόσιο όφειλε να του καταβάλει, για την παραπάνω αιτία, ποσό 10.000.000 δραχμών. Κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως άσκησαν αντίθετες εφέσεις ο αναιρεσίβλητος και το Δημόσιο. Το Διοικητικό Εφετείο με την 3133/2001 απόφαση απέρριψε την έφεση του αναιρεσιβλήτου, έκανε δεκτή την έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και, ακολούθως, δίκασε και απέρριψε την αγωγή του αναιρεσιβλήτου. Η τελευταία απόφαση, κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως του αναιρεσιβλήτου, αναιρέθηκε με την 2893/2008 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και παρεπέμφθη η υπόθεση στο διοικητικό εφετείο για νέα κρίση. Ειδικότερα το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε μη νόμιμη την κρίση του διοικητικού εφετείου, κατά την οποία δεν έπρεπε να επιδικασθεί στον αναιρεσίβλητο η ένδικη χρηματική ικανοποίηση για την ανόρθωση της ηθικής βλάβης του από την κατά παράβαση του άρθρου 1050 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. κράτησή του σε χώρο της δικαστικής φυλακής Κορυδαλλού μαζί με ποινικούς κρατουμένους. Τούτο διότι, σύμφωνα με την αναιρετική απόφαση, η μεν έλλειψη ειδικού χώρου κράτησης αποτελεί το γενεσιουργό λόγο της παρανομίας και δεν μπορεί να συνεκτιμηθεί ως λόγος άρσης ή περιορισμού της ευθύνης του Δημοσίου, η δε πρόωρη απόλυση του ήδη αναιρεσιβλήτου από τη φυλακή είχε μεν ως συνέπεια την άρση της προσβολής της προσωπικότητάς του για το μέλλον, δεν συνιστούσε όμως και νόμιμο λόγο εξαλείψεως της επελθούσας ήδη προσβολής για όσο χρόνο αυτός είχε παρανόμως κρατηθεί. Τέλος, σύμφωνα με την ίδια απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Διοικητικό Εφετείο μπορούσε να λάβει υπόψη τις λοιπές συνθήκες κρατήσεως του αναιρεσιβλήτου στη δικαστική φυλακή Κορυδαλλού προκειμένου να προσδιορίσει το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως που θα του επιδίκαζε, όχι όμως και προκειμένου να μην επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση, δεδομένου ότι η παράνομη στέρηση της προσωπικής του ελευθερίας, καθ’ αυτή, προσέβαλε την προσωπικότητά του και είχε προκαλέσει ηθική βλάβη σε βάρος του, για την ανόρθωση της οποίας υφίστατο αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση από το Δημόσιο. Με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν εφετείο έκρινε ότι η κράτηση του αναιρεσιβλήτου το ανωτέρω χρονικό διάστημα στη δικαστική φυλακή Κορυδαλλού στον ίδιο χώρο με ποινικούς κρατουμένους, κατά παράβαση του άρθρου 1050 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ήταν παράνομη, εξαιτίας δε αυτής προκλήθηκε ηθική βλάβη στην προσωπικότητά του, αφού στερήθηκε παράνομα την ελευθερία του, για την αποκατάσταση της οποίας εδικαιούτο εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Για τον προσδιορισμό του ύψους της το δικάσαν εφετείο έλαβε υπόψη α) το υπ’αριθ. 38567/16.11.1987 έγγραφο του Προϊσταμένου της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού, στο οποίο αναφερόταν ότι ο αναιρεσίβλητος κρατήθηκε στην Α΄ Πτέρυγα της φυλακής αυτής, όπου κρατούνται ως επί το πλείστον – και συνεπώς όχι αποκλειστικά – υπόδικοι ή κατάδικοι για οικονομικά αδικήματα, από το οποίο προέκυπτε, κατά την κρίση του διοικητικού εφετείου, ότι ο ανωτέρω κρατήθηκε στον ίδιο χώρο και με ποινικούς κρατουμένους, αδιακρίτως του είδους του αδικήματος στο οποίο είχαν υποπέσει, β) ότι για τον ανωτέρω λόγο, οι συνθήκες κρατήσεως του αναιρεσιβλήτου κατέστησαν ιδιαιτέρως επαχθείς, «καθόσον αναγκάσθηκε να συγχρωτίζεται και με φονείς, κλέπτες, εμπόρους ναρκωτικών, απατεώνες, που παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες συμπεριφοράς, να υφίσταται τους χλευασμούς, τους εξευτελισμούς, τις ύβρεις και τις απειλές τους και να εκθέτει σε κίνδυνο τη ζωή και τη σωματική του ακεραιότητα, αφού, όπως είναι γνωστό από τα διδάγματα της κοινής πείρας, οι ανωτέρω εκδηλώνουν βίαιη συμπεριφορά, προς τους άλλους κρατουμένους και κυρίως προς εκείνους που δεν έχουν σχέση με το έγκλημα, όπως οι κρατούμενοι για την εκπλήρωση αστικών χρεών», γ) το είδος της προσβολής την οποία υπέστη ο αναιρεσίβλητος στην ψυχοσωματική του συγκρότηση ενόψει των ανωτέρω συνθηκών και δ) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διήρκεσε η παράνομη κράτησή του και η προσβολή της προσωπικότητάς του (από 6.3.1997 έως 23.6.1997). Με τα δεδομένα αυτά, το δικάσαν εφετείο έκρινε ότι η χρηματική ικανοποίηση που εδικαιούτο να λάβει ο αναιρεσίβλητος ανερχόταν στο ποσό των 10.000.000 δραχμών (ήδη 29.347 ευρώ) και επικύρωσε την κρίση του διοικητικού πρωτοδικείου.
4. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι, όσον αφορά την έκταση της βλάβης του αναιρεσιβλήτου, το δικάσαν εφετείο αναποδείκτως κατέληξε στην κρίση ότι οι συνθήκες κρατήσεως του αναιρεσιβλήτου ήταν ιδιαιτέρως επαχθείς, δεδομένου ότι το γεγονός ότι αυτός συγχρωτίσθηκε με μη οικονομικούς εγκληματίες διαφόρων κατηγοριών δεν στηριζόταν σε οποιαδήποτε απόδειξη. Ο λόγος όμως αυτός, που είναι ο μόνος συναφώς προβαλλόμενος με το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήσσει την ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση κατ’ εκτίμηση των αποδείξεων εξενεχθείσα κρίση του δικάσαντος εφετείου για τις συνθήκες κρατήσεως του αναιρεσιβλήτου, που προσδιορίζουν την έκταση της βλάβης του (πρβλ. ΣτΕ 2732/2004, 1818/2009, 1215/2010).
5. Επειδή, εξάλλου, με την προσβαλλόμενη απόφαση το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι κατά την έννοια του άρθρου 21 του Κώδικος Νόμων περί δικών του Δημοσίου, ως προς το ζήτημα της οφειλής τόκων δεν συντρέχει λόγος διαφοροποιήσεως της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή, γιατί η τελευταία δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης. Το ζήτημα όμως της εννοίας της διατάξεως αυτής που ανακύπτει στην παρούσα υπόθεση, εκκρεμεί ήδη ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου κατόπιν της 833/2010 αποφάσεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραπεμπτικής στο ΑΕΔ, σύμφωνα με άρθρα 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του ν. 345/1976, προς άρση της αμφισβητήσεως η οποία ανέκυψε λόγω αντιθέτου επί του ζητήματος αυτού αποφάσεως του Αρείου Πάγου (10/2008). Για το λόγο αυτόν πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί του ζητήματος αυτού εωσότου δημοσιευθεί η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 50 του πιο πάνω Κώδικα (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3670/2006, 3603/2009, 7μ., 2072/2010).
6. Επειδή, εν όψει όλων των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να απορριφθεί. Κατά τα λοιπά, πρέπει να αναβληθεί η λήψη οριστικής αποφάσεως μέχρι της αποφάνσεως του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου επί του ζητήματος της εννοίας του άρθρου 21 του Κώδικος Νόμων περί δικών του Δημοσίου.
Διά ταύτα