Αριθμός 3409/2013, Ολομελείας
Περίληψη: Άρθρα 113 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999) & 53 παρ. 1 του π.δ. 18/1989. Από την συνδυασμένη ερμηνεία των προαναφερόμενων διατάξεων προκύπτει ότι τρίτος ο οποίος έχει μετάσχει σε ουσιαστική δίκη ως προσθέτως παρεμβάς υπέρ ορισμένου (κυρίου) διαδίκου, ή, περαιτέρω, ως εκ-καλών ή ως καθ’ ου στον αντίστοιχο δεύτερο βαθμό, συνιστά, κατά το άρθρο 53 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, διάδικο που, εφ’ όσον ηττηθεί, δικαιούται να α-σκήσει αίτηση αναιρέσεως κατά της οικείας δικαστικής αποφάσεως. Εν προ-κειμένω, ως καθ’ ού η έφεση του Δημοσίου παρέστη στο διοικητικό εφετείο, εκτός του κυρίως διαδίκου, και το παρεμβάν πρωτοδίκως υπέρ αυτού σωματεί-ο. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την εν λόγω συμμετοχή του σωματεί-ου στη δίκη και μετά την αποδοχή της έφεσης του Δημοσίου εκδίκασε την προ-σφυγή και την παρέμβαση και τις απέρριψε. Επομένως, αφού το ως άνω σωμα-τείο κατέστη διάδικος στις δίκες της ουσίας νομιμοποιείται να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως. Εφόσον, κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως από τον κύριο διάδικο της κατ’ έφεση δίκης, η δε αίτηση αυτή κρίθηκε ότι θέτει, κατά το άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 [35 παρ. 1 ν. 3772/2009], «σπουδαίο νομικό ζήτημα», που δικαιολογεί, κατ’ εξαίρεση την άσκησή της, παρότι το χρηματικό της αντικείμενο υπολείπεται του νομίμου κα-τωτάτου ορίου, παραδεκτώς, από την άποψη αυτή, ασκείται και η κρινόμενη αίτηση, με την οποία προβάλλεται ομοίως η συνδρομή της εν λόγω προϋποθέ-σεως. Εξάλλου, το ζήτημα του κατά πόσον το αναιρεσείον σωματείο ενομιμο-ποιείτο να παρέμβει ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου κατά το άρθρο 113 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αναγόμενο στις προϋποθέσεις πα-ραδεκτού της παρεμβάσεως που ήταν ερευνητέες από το πρωτοβάθμιο δικα-στήριο αρχικά, και, ακολούθως, από το διοικητικό εφετείο μετά την αποδοχή της εφέσεως του Δημοσίου, δεν μπορεί να ελεγχθεί αυτεπαγγέλτως από τον α-ναιρετικό δικαστή. Συνεπώς, στην δίκη της αναιρέσεως πρέπει να θεωρηθεί ως δεδομένη η νομιμοποίηση του εν λόγω σωματείου ως παρεμβαίνοντος στα δι-καστήρια της ουσίας, όπως κρίθηκε από τα δικαστήρια αυτά (Μειοψ.).
Πρόεδρος: Π. Πικραμμένος
Εισηγητής: Ι. Γράβαρης, Σύμβουλος
Δικηγόροι: Γρ. Μεντής, Χρ. Αυγερινού (ΝΣΚ)
4. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1123/2010 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την εν λόγω απόφαση, αφού κατ’ αποδοχήν εφέσεως του Δημοσίου εξαφανίσθη-κε η 18440/2009 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκαν, αφ’ ενός μεν προσφυγή του Σ.Χ. κατά του 2961/30.6.2009 εκκαθαριστικού σημειώματος του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Ψυχικού, με το οποίο επιβλήθηκε εις βάρος του έκτακτη εισφορά 10.000 ευρώ κατά το άρθρο 18 του ν. 3758/2009, αφ’ ετέρου δε πρόσθετη παρέμβαση που άσκη¬σε υπέρ του εν λόγω προσφυγόντος, κατά το άρθρο 113 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το ήδη αναιρεσείον σωματείο. Με την πρωτόδικη απόφαση είχαν γίνει δεκτές η προσφυγή και η παρέμβαση, είχε ακυρωθεί το εκκαθαριστικό σημείωμα, και είχε διαταχθεί η επιστροφή στον προσφυγόντα της καταβληθείσης ως άνω εισφοράς.
5. Επειδή, στο άρθρο 113 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας [ν. 2717/ 1999 (Α΄ 97)], υπό τον τίτλο «Πρόσθετη παρέμβαση», ορίζονται τα εξής: «1. Σε δίκη που εκκρεμεί ύστερα από άσκηση προσφυγής ή αγωγής, μπορεί να πα-ρέμβει τρίτος, προς υποστήριξη του διαδίκου υπέρ του οποίου έχει έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη. 2. Ο παρεμβαίνων επιχειρεί όλες τις διαδικαστι-κές πράξεις που προβλέπει ο νόμος εφόσον δεν αντιτίθενται στο συμφέρον και τις πράξεις του διαδίκου υπέρ του οποίου παρεμβαίνει, έχει δε δικαίωμα να ασκήσει όλα τα ένδικα μέσα. 3. Παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί το πρώτο και στην κατ’ έφεση δίκη». Εξ άλλου, κατά το άρθρο 53 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 για το Συμβούλιο της Επικρατείας, «δικαίωμα να ασκήσει αίτηση α-ναιρέσεως έχει κάθε διάδικος που μετέσχε στην ουσιαστική δίκη, κατά την οποία έχει εκδοθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και έχει ηττηθεί εν όλω ή εν μέρει». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, τρίτος ο οποίος έχει μετά-σχει σε ουσιαστική δίκη ως προσθέτως παρεμβάς υπέρ ορισμένου (κυρίου) διαδίκου, ή, περαιτέρω, ως εκκαλών ή ως καθ’ ου στον αντίστοιχο δεύτερο βαθμό, συνιστά, κατά το άρθρο 53 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, διάδικο που, εφ’ όσον ηττηθεί, δικαιούται να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως κατά της οικείας δι-καστικής αποφάσεως.
6. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ως καθ’ ου η έφεση του Δημοσίου παρέστη στο διοικητικό εφετείο, εκτός του κυρίως ως άνω διαδίκου Σ.Χ., και το παρεμβάν πρωτοδίκως υπέρ αυτού και ήδη αναιρεσείον σωματείο. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την εν λόγω συμμετοχή του αναιρεσείοντος στη δίκη, περαιτέρω δε, μετά την αποδοχή της εφέσεως του Δημοσίου, εκδίκασε την προσφυγή και την παρέμ-βαση, και τις απέρριψε. Με τα δεδομένα αυτά, και σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το αιτούν σωματείο, ως ηττηθείς διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, νομιμοποιείται στην άσκηση της κρινόμενης αίτησης.
7. Επειδή, κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως και από τον κύριο ως άνω διάδικο στην κατ’ έφεση δίκη, Σπήλιο Χαραμή. Όπως έχει δε κριθεί (ΣτΕ, Ολομ., 1685/2013), η αίτηση εκείνη θέτει, κατά το άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 [35 παρ. 1 ν. 3772/2009], «σπου-δαίο νομικό ζήτημα», που δικαιολογεί, κατ’ εξαίρεση την άσκησή της, παρότι το χρηματικό της αντικείμενο υπολείπεται του νομίμου κατωτάτου ορίου. Πα-ραδεκτή, ως εκ τούτου, από την άποψη αυτή, είναι και η κρινόμενη αίτηση, με την οποία προβάλλεται ομοίως η συνδρομή της εν λόγω προϋποθέσεως.
8. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται και κατά τα λοιπά παραδεκτώς.
9. Επειδή, στη δίκη επί της προσφυγής του ως άνω Σπήλιου Χαραμή κατά του εκκαθαριστικού σημειώματος με το οποίο επιβλήθηκε εις βάρος του η έ-κτακτη εισφορά κατά τις διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 3758/2009, παρενέβη προσθέτως υπέρ του προσφεύγοντος το αναιρεσείον σωματείο, προβάλλοντας ότι οι εν λόγω διατάξεις είναι αντισυνταγματικές, και επικαλούμενο για τη νο-μιμοποίησή του το χαρακτήρα του ως «πρωτοβάθμιας επιστημονικής επα¬γ-γελματικής οργάνωσης των φοροτεχνών – λογιστών ελευθέρων επαγγελματιών της χώρας», τον καταστατικό σκοπό του περί συμβολής «στη μελέτη και προ-βολή θεμάτων που αφορούν την προαγωγή της επιστήμης του Φορολογικού Δικαίου, την ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου των μελών […], την πρό¬οδο της Εθνικής Οικονομίας στα πλαίσια θεσμοθετημένων δίκαιων φορολογικών νόμων […] κ.λπ.» και, τέλος, την ιδιότητα του υπέρ ου η παρέμβαση ως «αρω-γού μέλους» του. Με την πρωτόδικη απόφαση η παρέμβαση του αναιρεσείο-ντος, λόγω των καταστατικών ως άνω σκοπών του, κρίθηκε παραδεκτή, πε-ραιτέρω δε έγινε και επί της ουσίας δεκτή, όπως και η προσφυγή, καθώς κρί-θηκαν βάσιμοι οι λόγοι περί αντισυνταγματικότητας. Με την αναιρεσιβαλλο-μένη, εξ άλλου, έγινε, κατά τα προεκτεθέντα, και πάλι δεκτή η συμμετοχή τού αιτούντος στη δίκη και, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, απορ-ρίφθηκε η παρέμβασή του, όπως και η προσφυγή, επί της ουσίας.
10. Επειδή, υπό τα ως άνω δεδομένα, το ζήτημα του κατά πόσον το αναι-ρεσείον σωματείο ενομιμοποιείτο να παρέμβει ενώπιον του διοικητικού πρω-τοδικείου κατά το άρθρο 113 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, α-ναγόμενο στις προϋποθέσεις παραδεκτού της παρεμβάσεως που ήταν ερευνη-τέες από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αρχικά, και, ακολούθως, από το διοικη-τικό εφετείο μετά την αποδοχή της εφέσεως του Δημοσίου, δεν μπορεί να ε-λεγχθεί αυτεπαγγέλτως από τον αναιρετικό δικαστή. Συνεπώς, κατά την πα-ρούσα δίκη πρέπει να θεωρηθεί ως δεδομένη η νομιμοποίηση του εν λόγω σωματείου ως παρεμβαίνοντος στα δικαστήρια της ουσίας, όπως κρίθηκε από τα δικαστήρια αυτά. Μειοψήφησαν ο προεδρεύων Αντιπρόεδρος Φ. Αρναού-τογλου και οι Σύμβουλοι Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζο-λίδου, Ι. Γράβαρης, Γ. Τσιμέκας, Κ. Πισπιρίγκος και Δ. Μακρής, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Το πιο πάνω ζήτημα, καθώς αφορά την ι-διότητα του διαδίκου σε διοικητική δίκη, αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως και, ως εκ τούτου, ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, και κατ’ αναίρεση. Περαιτέρω, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 113 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, νομιμοποιείται να παρέμβει προσθέτως σε εκκρεμή ουσιαστική δίκη για να υποστηρίξει ορισμένο διάδικο, εκείνος για τον οποίο η έκβαση της δίκης υπέρ του διαδίκου αυτού συνεπάγεται άμεσα ευ-νοϊκές έννομες συνέπειες σε συγκεκριμένα του δικαιώματα ή υποχρεώσεις. Επί φορολογικής, μάλιστα, δίκης, που αφορά απόρρητα προσωπικά δεδομένα του πολίτη, η άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του προσφεύγοντος προϋ-ποθέτει, πάντως, ότι ο παρεμβαίνων σχετίζεται ο ίδιος κατά το νόμο με την ε-πίδικη φορολογική υποχρέωση. Συνεπώς, δεν αρκεί, προκειμένου περί νομι-κού προσώπου, μόνο το, ως εκ των καταστατικών σκοπών του, ενδιαφέρον του για την υπόθεση ή το συμφέρον των μελών του. (Βλ. και τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του Κ.Δ.Δ. για την εν λόγω διάταξη, ότι ελήφθη υπ’ όψη το άρθρο 30 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, κατά το οποίο δικαί-ωμα παρεμβάσεως σε φορολογική δίκη είχε μόνον ο τρίτος κατά του οποίου μπορούσε, σύμφωνα με το νόμο, να αξιωθεί η εκπλήρωση της συγκεκριμένης φορολογικής υποχρέωσης, καθώς και, επί πτωχεύσεως, ο πτωχός σε προσφυγή του συνδίκου.). Εν όψει των ανωτέρω, κατά τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, η παρέμβαση του αιτούντος σωματείου, ανεξάρτητα από τις αιτιολογίες της α-ναιρεσιβαλλομένης απο¬φάσεως, ήταν εν πάση περιπτώσει απορριπτέα, διότι, μόνα τα στοιχεία επί των οποίων, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέ-ψη, θεμελίωσε την άσκησή της το αναιρεσείον, δεν αρκούσαν για τη νομιμο-ποίησή του. Κατόπιν αυτού, οι λόγοι της κρινόμενης αίτησης με τους οποίους πλήσσονται οι αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, θα έπρεπε, κα-τά τη γνώμη αυτή, ν’ απορριφθούν ως αλυσιτελείς, καθώς και η αίτηση στο σύνολό της.
11. Επειδή, στο άρθρο 78 του Συντάγματος ορίζεται, στην παράγραφο 1 ότι «κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες α-ναφέρεται ο φόρος»• και στην παράγραφο 2 ότι «φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπο-ρεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγού-μενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε».
12. Επειδή, στο ανωτέρω άρθρο 18 του ν. 3758/2009 («Εταιρίες Ενημέρωσης οφειλετών για λη-ξιπρόθεσμες απαιτήσεις και άλλες διατάξεις», Α΄ 68/5.5.2009), υπό τον τίτλο «Έκτακτη Οικονομική Ει-σφορά», ορίζονται τα εξής: 1.α. Επιβάλλεται έκτακτη εφάπαξ εισφορά στο εισόδημα των φυσικών προ-σώπων που φορολογούνται κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Φο-ρολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994), καθώς και στο εισόδημα σχολάζουσας κληρονομιάς. Επίσης στο εισόδημα των φυσικών προσώπων τα οποία φορολογούνται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975 (ΦΕΚ 23 Α΄). β. Για την επιβολή της εισφοράς λαμβάνεται υπόψη το συνο-λικό καθαρό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο του φυσικού προ-σώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2008 εφόσον αυτό είναι εξήντα χιλιάδες ευρώ (60.000 €) και άνω. γ. Για την εξεύρεση του συνολικού εισοδήματος δεν προσμετρούνται τα εισοδήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. 2. Η έκτακτη εφάπαξ εισφορά καθορίζεται στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 €) για ετήσιο συνολικό ατομικό εισόδημα από εξήντα χιλιάδες ένα ευρώ (60.001 €) έως ογδόντα χιλιάδες ευρώ (80.000 €), στο ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) για εισό-δημα από ογδόντα χιλιάδες ένα ευρώ (80.001 €) έως εκατό χιλιάδες ευρώ (100.000 €), στο ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €) για εισόδημα από εκατό χιλιάδες ένα ευρώ (100.001 €) έως εκατόν πενή-ντα χιλιάδες ευρώ (150.000 €), στο ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €) για εισόδημα από εκατόν πενήντα χιλιάδες ένα ευρώ (150.001 €) έως τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (300.000 €), στο ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) για εισόδημα από τριακόσιες χιλιάδες ένα ευρώ (300.001 €) έως πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500.000 €), στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €) για εισόδημα από πεντα-κόσιες χιλιάδες ένα ευρώ (500.001 €) έως εφτακόσιες χιλιάδες ευρώ (700.000 €), στο ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €) για εισόδημα από εφτακόσιες χιλιάδες ένα (700.001 €) έως εννιακόσιες χιλιά-δες ευρώ (900.000 €) και στο ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (25.000 €) για εισόδημα άνω των εννιακοσίων χιλιάδων ένα ευρώ (900.001 €). 3.α. Η εισφορά του παρόντος βεβαιώνεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς με βάση τους τίτλους βεβαίωσης που αναφέρονται στην πα-ράγραφο 1 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. β. Για τον υπολογισμό της εισφοράς εκδίδεται εκκαθαριστικό ση-μείωμα, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στον υπόχρεο, γ. Η προθεσμία άσκησης της προσφυγής ή υποβολής αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη της οφειλής που βεβαιώνεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1. δ. Οι διατάξεις των άρθρων 66, 67, 68, 69, 70, 71, 74, 75, 84 και 85 του Κ.Φ.Ε., καθώς και του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄), όπως ισχύουν, εφαρμόζονται ανα-λόγως και για την επιβολή αυτής της εισφοράς, επιφυλασσομένων όσων ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους. Η εισφορά που προκύπτει μετά από έλεγχο που διενεργείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να επιβάλλεται και με το οικείο φύλλο ελέγχου της φορολογίας εισοδήματος. 4.α. Η εισφορά που επιβάλλεται με αυτόν το νόμο καταβάλλεται σε τρεις (3) ίσες διμη-νιαίες δόσεις […] β. Υπόχρεος σε καταβολή της εισφοράς είναι το φυσικό πρόσωπο στο όνομα του οποί-ου βεβαιώνεται αυτή. […]».
13. Επειδή, η κατά τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3758/2009 έκτακτη οικονομική εισφορά, επιβλή-θηκε, όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση, ως αναγκαίο μέτρο για την αντιμετώπιση των συνεπειών τής οικονομικής κρίσης, έτσι ώστε «να συνεισφέρουν περισσότερο τα υψηλότερα εισοδήμα-τα»• το δε ύψος της καθορίζεται, κατά τα προεκτεθέντα, στον ίδιο το νόμο, σε συγκεκριμένα ποσά που βαίνουν αυξανόμενα σε αντιστοιχία με κλιμάκια –υψηλών πράγματι (άνω των 60.000 ευρώ)– καθαρών εισοδημάτων, όπως αυτά έχουν προκύψει για το οικονομικό έτος 2008 από τους οικείους τίτλους και α-νεξάρτητα εάν είναι ή όχι φορολογητέα κατά τη νομοθεσία περί φορολογίας τού εισοδήματος. Υπό τα δεδομένα αυτά, όπως παγίως έχει κριθεί σε ανάλογες περιπτώσεις επιβολής εκτάκτων εισφορών (ΣτΕ 1317, 1318/1979, Ολομ., 3098, 3653/1981, 3202/1982, 116, 2209, 3515/1983, 357/1984, επταμ., 3639/1984, 797, 2729/1986), η εν λόγω εισφορά δεν έχει ως αντικείμενο τα πιο πάνω εισοδήματα του οικονομικού έτους 2008, ώστε να τίθεται ζήτημα αναδρομικής φορολόγησής τους κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος. Απλώς, τα εισοδήματα αυτά, εν όψει και του ότι, όταν ανέκυψε η έκτακτη, λόγω της κρίσεως, δημοσιονομική ανάγκη και επιβλήθηκε η επίμαχη εισφορά με τον δημοσιευθέντα στο ΦΕΚ Α΄ 68/5.5.2009 ως άνω νόμο, δεν είχε καν ολοκληρωθεί η υποβολή των σχετικών δηλώσεων, θεωρήθηκαν –ευλόγως– από το νομοθέτη ως τα πλέον πρόσφατα ασφαλή στοιχεία διαγνώσεως της αυ-ξημένης οικονομικής δυνάμεως στην οποία απέβλεψε, απετέλεσαν δηλαδή το κριτήριο και, συνακόλου-θα, τη βάση επιβολής της έκτακτης εισφοράς, έτσι ώστε και το ποσό που θα συγκεντρωνόταν να μπορεί να προϋπολογισθεί, και να επιβαρυνθούν με την εισφορά οι κατά τεκμήριο πλουσιότεροι πολίτες. Υπό τα δεδομένα δε αυτά, το εν λόγω κριτήριο δεν παρίσταται απρόσφορο ούτε αντίθετο με την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας και δεν αντίκειται, συνεπώς, στο Σύνταγμα. (Βλ. την ως άνω απορριπτική τής αιτήσεως αναιρέσεως του κυρίως διαδίκου ΣτΕ, Ολομ., 1685/2013).
14. Επειδή, στο άρθρο 79 (παρ. 1-4) του Συντάγματος ρυθμίζονται τα της ψηφίσεως του ετήσιου, «για το επόμενο έτος», κρατικού προϋπολογισμού, και ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι πρέπει να αναγράφο-νται σ’ αυτόν όλα τα έσοδα και τα έξοδα του κράτους και ότι αν για οποιονδήποτε λόγο είναι ανέφικτη η διοίκηση των εσόδων και εξόδων βάσει του προϋπολογισμού, αυτή ενεργείται με βάση ειδικό κάθε φο-ρά νόμο. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες αποσκοπούν στην καλή δημοσιονομική διαχείριση (ΣτΕ, Ολ. 3668/2006 κ.ά.), δεν εμποδίζεται ο κοινός νομοθέτης, όταν παρίσταται ανάγκη, να επιβάλλει κατά τη διάρκεια του έτους και νέα (μη προϋπολογισθέντα) δημόσια βάρη, στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται από την προμνημονευθείσα συνταγματική διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 78. Συνεπώς, οι ως άνω διατάξεις περί επιβολής της επίδικης έκτακτης εισφοράς δεν είναι αντισυνταγματικές εκ μόνου του ότι δεν υπήρχε, κατά την ψήφιση του νόμου, σχετική εγγραφή στον οικείο τακτικό προϋπολογισμό. (Βλ. την ως άνω επί της αιτήσεως του κυρίως διαδίκου ΣτΕ, Ολομ., 1685/2013).
15. Επειδή, κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Από τη διάταξη αυτή, με την οποία θεσπί-ζεται η αρχή της φορολογικής ισότητας και της καθολικότητας του φόρου, δεν αποκλείεται η διαφορετική φορολογική μεταχείριση κατηγοριών φορολογουμένων, εφ’ όσον η μεταχείριση αυτή δεν είναι αυθαίρε-τη αλλά στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια ανταποκρινόμενα στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κατηγορίας, ενόψει και των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών συνθηκών. Παρέχεται δε ευρεία σχετική ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να διαμορφώνει το κατάλληλο, κατά την εκτίμησή του, φορολογικό σύ-στημα. (ΣτΕ 4354/1985, 1135/1991, επταμ., 3423/1991, 444/1995, επταμ., 2974/2001, επταμ., 3485/2007 κ.ά.).
16. Επειδή, η επίδικη έκτακτη εισφορά επεβλήθη, κατά τ’ ανωτέρω (σκέψη 12) με το ν. 3758/ 2009 (Α΄ 68/5.5.2009), σε υψηλά ετήσια εισοδήματα (60.000 ευρώ και άνω) φυσικών προσώπων και σχολαζουσών κληρονομιών, όχι δε και σε εισοδήματα νομικών προσώπων. Και τα τελευταία όμως αυ-τά, στο πλαίσιο της ίδιας οικονομικής συγκυρίας, υπήχθησαν σε αντίστοιχες έκτακτες εισφορές, αφ’ ενός μεν με το άρθρο 2 του ν. 3808/2009 («Έκτακτη οικονομική ενίσχυση κοινωνικής αλληλεγγύης,
έ¬κτα¬κτη εισφορά κοινωνικής ευθύνης των μεγάλων επιχειρήσεων και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας και άλλες διατάξεις», Α΄ 227/10.12.2009), αφ’ ετέρου δε με το άρθρο πέμπτο («έκτακτη εισφορά στα κέρδη των νομικών προσώπων») του ν. 3845/2010 («Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμεί-ο», Α΄ 65/6.5.2010). Υπό τα δεδομένα αυτά, η μη υπαγωγή στην επίδικη εισφορά των εισοδημάτων των νομικών προσώπων δεν υπερβαίνει, πάντως, τα όρια της κατά την προηγούμενη σκέψη ευχέρειας του νομοθέτη να καθορίζει με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια τον ενδεδειγμένο εκάστοτε τρόπο και χρό-νο φορολόγησης διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων, και δεν παραβιάζει, ως εκ τούτου, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, ανε-ξάρτητα από τη λυσιτέλειά τους για το επιβαρυνθέν με την εισφορά ως άνω φυσικό πρόσωπο, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέα ως αβάσιμα. (Βλ. την ως άνω επί της αιτήσεως του κυρίως διαδίκου ΣτΕ, Ολομ., 1685/2013).
17. Επειδή, στο πλαίσιο της ως άνω, κατ’ άρθρ. 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ευρείας ευχέρειας του νομοθέτη να θεσπίζει φορολογικές ρυθμίσεις σε συνάρτηση με τη φοροδοτική ικανότητα των φορολο-γουμένων, είναι, κατ’ αρχήν, συνταγματικώς ανεκτό το προβλεπόμενο στην ανωτέρω διάταξη του άρ-θρου 18 παρ. 2 του ν. 3758/2009 σύστημα καθορισμού του ύψους της επίδικης έκτακτης εισφοράς ανά κλιμάκιο εισοδήματος, με το ποσό της εισφοράς να αυξάνει κατά τη μετάβαση από χαμηλότερο σε υψη-λότερο κλιμάκιο. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης στα όρια των προβλεπόμενων κλιμακίων έχει ως αποτέλεσμα να καταλείπεται μετά τη φορολογία μεγαλύτερου εισοδήματος, διαθέσιμο ποσόν μικρότερο του καταλειπομένου μετά τη φορολόγηση μικρότερου εισο-δήματος και ότι, ως εκ τούτου, επέρχεται «ανισότητα της δημοσιονομικής θυσίας». Ο λόγος όμως αυτός είναι, πάντως, απορριπτέος, καθώς δεν προβάλλεται από το αναιρεσείον ότι η φορολόγηση εν προκειμέ-νω του ένδικου εισοδήματος συνιστά τέτοια περίπτωση. (Βλ. την ως άνω επί της αιτήσεως του κυρίως διαδίκου ΣτΕ, Ολομ., 1685/2013). Εξ άλλου, ισχυρισμός περί άνισης φορολόγησης του εισοδήματος αυ-τού εντός του οικείου κλιμακίου, λόγω φθίνουσας προοδευτικότητας του φόρου, είναι εν πάση περιπτώ-σει απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον, συνιστάμενος στο μερικότερο τούτο ζήτημα της επίδικης περιπτώσεως, προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα που κατέθεσε το αναιρεσείον μετά τη συζήτηση της υποθέσεως.
18. Επειδή, όπως προελέχθη, (σκέψη 12), σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 περ. β΄ και γ΄ του ν. 3758/2009, αντικείμενο της επίδικης εισφοράς αποτελεί το «συνολικό καθαρό εισόδημα» των δηλώσε-ων οικονομικού έτους 2008, «φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο», εξαιρέσει των εισοδημάτων της πα-ραγράφου 1 του άρθρου 14 και της περίπτωσης γ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορο-λογίας Εισοδήματος. (Πρόκειται, αντιστοίχως, για την αυτοτελή φορολόγηση αποζημιώσεων στο πλαί-σιο μισθωτών υπηρεσιών και την απαλλαγή ορισμένων εφάπαξ ασφαλιστικών παροχών). Όπως συνάγε-ται από τις διατάξεις αυτές, στην επίδικη εισφορά, πλην των συγκεκριμένων ως άνω εξαιρέσεων, υπό-κειται κάθε έσοδο που εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήμα-τος, άρα και οι «αυτοτελώς φορολογούμενες ειδικές περιπτώσεις» των άρθρων 11 κ.επ. αυτού. Συνεπώς, ισχυρισμός που είχε προβληθεί εν προκειμένω ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας ότι δεν έπρεπε να υπαχθεί στην επίδικη εισφορά ορισμένο κονδύλιο «που αφορά αυτοτελώς φορολ. ποσά», χωρίς να διευ-κρινίζεται ειδικότερα η φύση των εν λόγω ποσών, δεν ήταν ουσιώδης και ορθώς κατ’ αποτέλεσμα δεν ελήφθη υπ’ όψη από το διοικητικό εφετείο, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα. (Βλ. την ως άνω επί της αιτήσεως του κυρίως διαδίκου ΣτΕ, Ολομ., 1685/2013). Ομοίως, παράπονα της κρινόμενης αίτησης σχετικά με τον ενιαίο τρόπο εμφανίσεως στις οικείες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, αφ’ ενός μεν των αυτοτελώς φορολογουμένων εσόδων των υπαγομένων στην εισφορά, αφ’ ετέρου δε των κατά τ’ ανωτέρω εξαιρουμένων από αυτήν, έτσι ώστε τα τελευταία να μη διακρίνονται και να υπόκεινται, ως μη έδει, σε εισφορά, προβάλλονται άνευ εννόμου συμφέροντος, καθώς το αναιρεσείον δεν ισχυρίζεται ούτε προκύπτει ότι στα ένδικα εισοδήματα περι-λαμβάνονται και τέτοια εξαιρούμενα της εισφοράς έσοδα. Εξ άλλου, το ότι τα υποκείμενα στην εισφορά ως άνω αυτοτελώς φορολογούμενα έσοδα δηλώνονταν, όπως ισχυρίζεται το αιτούν σωματείο, προαιρε-τικώς στις αντίστοιχες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, δεν άγει, από πλευράς επιβολής της επίδικης εισφοράς, σε άνιση ευνοϊκή μεταχείριση όσων δεν προέβησαν σε σχετική δήλωση, αφού και στους τε-λευταίους, πάντως, «βεβαιώνεται οίκοθεν» η εισφορά κατόπιν ελέγχου (παρ. 3 περ. α΄, β΄ και δ΄ ανωτ. άρθρου 18 ν. 3758). Συνεπώς, και οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και απορρι-πτέοι. (Βλ. την ως άνω ΣτΕ, Ολομ., 1685/2013).
19. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999), δεν επιβάλλεται η κατά τις διατάξεις αυτές προηγούμε-νη ακρόαση του ενδιαφερομένου, όταν το σε βάρος του διοικητικό μέτρο δεν συνδέεται κατά νόμον με υποκειμενική του συμπεριφορά αλλά λαμβάνεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων. (Παγία η νομολογί-α, βλ., μεταξύ άλλων, 1505/2010, 4254/2009, 2968/2007). Τέτοια είναι, κατ’ αρχήν, και η περίπτωση της επίδικης εισφοράς, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, επιβάλλεται βάσει των δεδομένων των οικείων δη-λώσεων φορολογίας εισοδήματος. Ορθώς, επομένως, απερρίφθη εν προκειμένω από το διοικητικό εφε-τείο ισχυρισμός κατά τον οποίο πριν από την έκδοση του επίδικου εκκαθαριστικού σημειώματος έπρεπε σε κάθε περίπτωση να κληθεί ο βαρυνόμενος σε ακρόαση κατά τις ανωτέρω διατάξεις, αντιστοίχως δε απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο προβαλλόμενος ήδη περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως. Κατά το μέρος, άλλωστε, που με το λόγο αυτό προβάλλεται ότι η υποχρέωση προηγουμένης ακροάσεως επι-βαλλόταν ειδικότερα από την, κατά το αναιρεσείον, ανάγκη να διευκρινισθεί ποιά από τα δηλωθέντα ως αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα ήσαν από εκείνα που απαλλάσσονται από την επίδικη εισφορά (βλ. προηγούμενη σκέψη), ο λόγος είναι, πάντως, απορριπτέος ελλείψει εννόμου συμφέροντος, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, ούτε προβάλλεται ούτε προκύπτει ότι ο βαρυνόμενος είχε δηλώσει εν προκειμέ-νω τέτοια απαλλασσόμενα της εισφοράς εισοδήματα. (Βλ. την ως άνω ΣτΕ, Ολομ., 1685/2013, με την οποίαν απερρίφθη σχετικός λόγος αναιρέσεως του κυρίως διαδίκου.). Κατά τη γνώμη, εξ άλλου, του Α-ντιπροέδρου Φ. Αρναούτογλου, των Συμβούλων Μ. Βηλαρά, Π. Ευστρατίου, Α. Ντέμσια, Μ. Σταματε-λάτου και Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, και των Παρέδρων Β. Κίντζιου και Χρ. Μπολόφη, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι, ως εκ της φύσεώς του, μόνον ο ί-διος ο φορολογούμενος θα μπορούσε να τον επικαλεστεί.
20. Επειδή, κατόπιν αυτών, η περί της συνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων κρίση της α-ναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ανεξαρτήτως της ειδικότερης αιτιολόγησής της, δεν ελέγχεται εσφαλμέ-νη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Δε-δομένου δε ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Αν και κατά τη γνώμη του προεδρεύοντος Αντιπροέδρου Φ. Αρναούτογλου, η δίκη θα έπρεπε να κηρυχτεί κατηργημένη κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989. Και τούτο, γιατί μετά την ΣτΕ Ολομ. 1685/2013, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως του φορολογούμενου και, συνεπώς, οριστικοποιήθηκε αμετάκλητα η απόρριψη της προσφυγής του, εξέλιπε το αντικείμενο της παρούσης δίκης επί αιτήσεως αναιρέσεως προσθέτως παρεμβάντος.