4. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΤΕ ΕΩΣ ΙΟΥΛΙΟ 2016

Νομολογία Σεμινάρια Επιμόρφωσης Νομικών

 

Αναρτήσεις Ιουλίου 2016

 

 

ΣτΕ Γ΄ Τμ. 1420/2016 επταμ.
Αρχή της ισότητας – Ισότητα των φύλων κατά την πρόσβαση στην απασχόληση (Οδηγίες 76/207/ΕΟΚ και 2006/54/ΕΚ)– Πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις – Ζήτημα έμμεσης διάκρισης λόγω φύλου – Απαίτηση ελάχιστου ύψους 1.70 μ. για την εισαγωγή στις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Αστυνομίας 
Διατυπώνεται προς το ΔΕΕ το εξής προδικαστικό ερώτημα, χωρίς να λαμβάνεται θέση επ’ αυτού: Η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003, με την οποία τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 2 του π.δ. 4/1995 και ορίζεται ότι οι ιδιώτες υποψήφιοι για τις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας πρέπει, μεταξύ άλλων προσόντων, «να έχουν ανάστημα (άνδρες και γυναίκες) τουλάχιστον 1,70μ.», είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των Οδηγιών 76/207/ΕΟΚ, 2002/73/ΕΚ και 2006/54/ΕΚ, οι οποίες απαγορεύουν κάθε έμμεση διάκριση λόγω φύλου όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας στον δημόσιο τομέα (εκτός εάν η διαφορετική αυτή, κατ’ αποτέλεσμα, μεταχείριση οφείλεται σε παράγοντες, οι οποίοι δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου, δεν βαίνει δε πέραν του κατάλληλου και αναγκαίου για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρου);

ΣτΕ 1570/2016 

Ένδικη προστασία – Έκταση δικαιοδοτικού ελέγχου – Βαθμολόγηση στις γραπτές εξετάσεις εισαγωγής στη Σχολή Δικαστών 
(Α) Προβάλλεται ότι, για να είναι νόμιμη η βαθμολογία της αιτούσης στο επίμαχο γραπτό δοκίμιο (β΄ θέμα συνταγματικού δικαίου, γενικού διοικητικού δικαίου και δικαίου διοικητικών διαφορών) και προκειμένου να διασφαλισθεί η δυνατότητα να της παρασχεθεί αποτελεσματική έννομη προστασία στο πλαίσιο του ακυρωτικού δικαστικού ελέγχου από την άποψη της ενδεχόμενης πλάνης περί τα πράγματα, θα έπρεπε να προηγηθεί τεχνική κρίση των εξεταστών με τη μορφή επισημειώσεων επί του γραπτού δοκιμίου, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση ελλείπουν εντελώς – Ωστόσο, με τις διατάξεις του ν. 3689/2008 δεν ορίζεται ρητώς ούτε μπορεί να συναχθεί από αυτές ότι επιβάλλεται στους βαθμολογητές η υποχρέωση να αιτιολογούν την κρίση τους, δηλαδή τη θέση των συγκεκριμένων βαθμών στα γραπτά δοκίμια – Πέραν τούτου, και από τη φύση της πράξεως της βαθμολογήσεως προκύπτει ότι δεν απαιτείται σχετικώς αιτιολογία, διότι η βαθμολόγηση, καθώς και η εκτίμηση του περιεχομένου των γραπτών δοκιμίων από την άποψη του ορθού ή μη των σχετικών απαντήσεων, συνιστά τεχνική-επιστημονική κρίση, η οποία διενεργείται βάσει επιστημονικών γνώσεων, που προσιδιάζουν στο αντικείμενο του εξεταζόμενου κάθε φορά μαθήματος – Επομένως, ο έλεγχος της βαθμολογίας που τίθεται με βάση την παραπάνω εκτίμηση, ως προς την οποία δεν καταλείπεται στάδιο διακριτικής ευχέρειας στον εξεταστή, εκφεύγει καταρχήν του ακυρωτικού ελέγχου, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα, εάν προκύπτει δηλαδή ότι η κρίση του βαθμολογητή στηρίχθηκε σε ανύπαρκτα ή ανακριβή στοιχεία – Σε περίπτωση εξάλλου που, όπως εν προκειμένω, ο τύπος της βαθμολογίας καθορίζεται ως αμιγώς αριθμητικός (με κλίμακα 0-15) και μάλιστα ο νόμος απαγορεύει ρητώς οποιεσδήποτε σημειώσεις των βαθμολογητών επί των γραπτών δοκιμίων, ώστε να μην τίθεται υπό αμφισβήτηση η αυτοτελής και αδιάβλητη βαθμολόγηση των γραπτών δοκιμίων από κάθε έναν βαθμολογητή (άρ. 13 παρ. 1 και παρ. 2 περ. α΄ και περ. β΄  ν. 3689/2008), η ως άνω τεχνική κρίση διατυπώνεται αποκλειστικώς με τον αριθμητικό βαθμό που θέτει κάθε βαθμολογητής, η δε απουσία των – άλλωστε ρητώς απαγορευμένων – επισημειώσεων επί του γραπτού δεν συνιστά, καθ’ εαυτήν, έλλειψη τεχνικής κρίσης ούτε στερεί τον ενδιαφερόμενο από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη δικαστική του προστασία στο πλαίσιο της ακυρωτικής δίκης, εφόσον προβληθεί και διαπιστωθεί, κατά τις ειδικότερες περιστάσεις, ότι συνέτρεξε πράγματι πλάνη περί τα πράγματα υπό την εκτεθείσα έννοια. Κατά συνέπεια, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
(Β) Προβάλλεται ότι κατά τη βαθμολόγηση της αιτούσης στο επίμαχο μάθημα (με βαθμό κάτω του έξι) εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα, καθόσον, όπως ισχυρίζεται η αιτούσα, “[οι] απαντήσεις [της] τεκμηριώνονται με αναφορά σε πάγια νομολογία του ΣτΕ και παραδεδεγμένους κανόνες της νομικής θεωρίας”, “[για] κάθε ερώτημα καταστρώνεται ένας συγκροτημένος νομικός συλλογισμός με μείζονα/ελάσσονα πρόταση και υπαγωγή στα πραγματικά περιστατικά του θέματος”, “[οι] δε απαντήσεις χαρακτηρίζονται από πληρότητα λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης έκτασης του θέματος και του όγκου των δεδομένων που δόθηκαν” – Συναφώς παρατίθενται αποσπάσματα αποφάσεων του ΣτΕ προς υποστήριξη του ισχυρισμού της αιτούσης ότι οι απαντήσεις που έδωσε στο επίμαχο γραπτό δοκίμιο στηρίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου – Με τις ως άνω όμως αιτιάσεις η αιτούσα, παρότι χαρακτηρίζει τις προβαλλόμενες πλημμέλειες ως πλάνη περί τα πράγματα, δεν επικαλείται βαθμολόγηση του γραπτού της βάσει ανύπαρκτων ή ανακριβών στοιχείων υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά αμφισβητεί την ορθότητα της βαθμολογίας της σε σχέση με το δεδομένο περιεχόμενο του γραπτού αυτού, αναφέρεται δηλαδή σε ζήτημα που εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου

ΣτΕ 1569/2016
Ένδικη προστασία – Έκταση δικαιοδοτικού ελέγχου – Αρχή της ισότητας – Βαθμολογία στις προφορικές εξετάσεις επιλογής δικαστικών λειτουργών  
(Α) Από τις διατάξεις του ν. 3689/2008 προκύπτει ότι το τελικό στάδιο (προφορική δοκιμασία) του εισαγωγικού διαγωνισμού στη Σχολή Δικαστών διεξάγεται δημοσίως, ώστε όλα τα κρίσιμα περιστατικά της προφορικής εξετάσεως των υποψηφίων να είναι φανερά και προσιτά σε κάθε ενδιαφερόμενο, ενώ δεν απαιτείται οι βαθμολογητές να αιτιολογούν την κρίση τους ως προς την επιλογή συγκεκριμένου βαθμού για κάθε υποψήφιο – Πέραν τούτου, και από τη φύση της πράξεως της βαθμολογήσεως προκύπτει ότι δεν απαιτείται σχετικώς αιτιολογία, διότι η βαθμολόγηση, καθώς και η εκτίμηση του περιεχομένου των απαντήσεων, συνιστά τεχνική-επιστημονική κρίση, η οποία διενεργείται βάσει επιστημονικών γνώσεων που προσιδιάζουν στο αντικείμενο του εξεταζόμενου κάθε φορά μαθήματος – Επομένως, ο έλεγχος της βαθμολογίας που τίθεται με βάση την παραπάνω εκτίμηση, ως προς την οποία δεν καταλείπεται στάδιο διακριτικής ευχέρειας στον εξεταστή, εκφεύγει καταρχήν του ακυρωτικού ελέγχου, εκτός αν συντρέχει περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα, εάν προκύπτει δηλαδή ότι η κρίση του βαθμολογητή στηρίχθηκε σε ανύπαρκτα ή ανακριβή στοιχεία
(Β) Εξάλλου, ο νομοθέτης, θεσπίζοντας ιδιαίτερη βαθμολόγηση της προφορικής δοκιμασίας από κάθε μέλος της Επιτροπής του Διαγωνισμού, συνεκτίμησε το ενδεχόμενο οι τεχνικές κρίσεις των εξεταστών να διαφέρουν και σημαντικά μεταξύ τους, αντιμετώπισε δε το ενδεχόμενο αυτό αφενός με την πρόβλεψη ότι τη βαθμολογία του υποψηφίου κατά την προφορική δοκιμασία αποτελεί ο μέσος όρος των βαθμολογιών των πέντε μελών της Επιτροπής του Διαγωνισμού και αφετέρου με την καθιέρωση μειωμένου συντελεστή βαρύτητας (30%) για τη βαθμολογία του προφορικού σταδίου (έναντι συντελεστή βαρύτητας 70% για τη βαθμολογία του γραπτού σταδίου του Διαγωνισμού) – Με τις ρυθμίσεις αυτές επιτυγχάνεται σημαντικός περιορισμός της επιρροής των τυχόν αποκλίσεων μεταξύ της μεγαλύτερης και της μικρότερης βαθμολογίας και εξασφαλίζεται επαρκής αντικειμενικότητα, σε αρμονία με την αρχή της ισότητας, στην αξιολόγηση του υποψηφίου κατά το προφορικό στάδιο του Διαγωνισμού – Τέλος, από την τυχόν σημαντική απόκλιση μεταξύ της βαθμολογίας ορισμένου εξεταστή από τις βαθμολογίες των λοιπών κατά την προφορική δοκιμασία των υποψηφίων δεν μπορεί να συναχθεί, κατά νόμο, άνευ ετέρου ότι η αποκλίνουσα βαθμολογία δεν αφορά την εξέταση του υποψηφίου στο σύνολο της εξεταστέας ύλης, όπως επιβάλλει ο νόμος, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στις απαντήσεις του στα ερωτήματα του συγκεκριμένου εξεταστή

ΣτΕ 1566/2016
Επιλογή δικαστικών λειτουργών – Αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας – Αρχή της αναλογικότητας – Ελάχιστο βαθμολογικό όριο 6/15 για κάθε γραπτή δοκιμασία εξετάσεων εισαγωγής στη Σχολή Δικαστών 
(Α) Η κατοχυρούμενη στο άρ. 87 παρ. 1 Σ. λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών, στην οποία θεμελιώνεται σειρά εγγυήσεων που περιβάλλουν όλη τη σταδιοδρομία τους, ήδη από την πρώτη τοποθέτησή τους, συνεπάγεται αυξημένες εγγυήσεις αξιοκρατικής επιλογής των δικαστών, καθώς αυτή έχει πρόδηλη και καθοριστική σημασία για τη στελέχωση ανεξάρτητης Δικαιοσύνης – Ειδικότερα, κατά το άρ. 88 παρ. 1 Σ., ο κοινός νομοθέτης είναι αρμόδιος να θεσπίζει τα προσόντα και τη διαδικασία επιλογής των υποψηφίων δικαστικών λειτουργών με τρόπο που να διασφαλίζεται, αφενός, η επιλογή προσώπων ικανών να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στα δικαστικά καθήκοντα, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας όλων των Ελλήνων κατά την πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα (άρ. 4 παρ. 1 και 4 Σ.), και αφετέρου η τήρηση των συνταγματικών εγγυήσεων (άρ. 87 επ. Σ.) της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών – Εντός του πλαισίου τούτου, ο νομοθέτης έχει ευχέρεια να θεσπίζει, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, βαθμολογικά όρια προκειμένου να θεωρηθεί επιτυχής η συμμετοχή του υποψηφίου στον οικείο διαγωνισμό – Τα όρια αυτά είναι δυνατό να αφορούν τόσο την επίδοση του υποψηφίου στις επιμέρους δοκιμασίες, όσο και στο σύνολο αυτών, εφόσον η συνθετική αυτή αξιολόγηση προκρίνεται από τον νομοθέτη ως η ενδεδειγμένη, κατ’ αρχήν, μέθοδος για την επιλογή των ικανοτέρων από τους υποψηφίους τόσο σε κάθε εξεταζόμενο αντικείμενο όσο και συνολικά, τούτο δε χάριν τόσο της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών με την τήρηση της αρχής της αξιοκρατίας κατά την πρόσβαση στο δικαστικό λειτούργημα, όσο και της προστασίας του γενικού συμφέροντος, που επιβάλλει επίσης τη στελέχωση του δικαστικού σώματος με βάση τις προαναφερθείσες αρχές
(Β) Ενόψει των ανωτέρω, το θεσπιζόμενο με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 περ. γ΄ εδ. δεύτερο του ν. 3689/2008 ελάχιστο βαθμολογικό όριο έξι (6) μονάδων για κάθε γραπτή δοκιμασία, το οποίο είναι εύλογο εν σχέσει και με το εύρος της βαθμολογικής κλίμακας (0-15) του Διαγωνισμού, αποσκοπεί προδήλως στην εξυπηρέτηση των πιο πάνω σκοπών, οι οποίοι δεν χρήζουν περαιτέρω εξειδίκευσης από τον νομοθέτη, και δεν αντίκειται στην αρχή της αξιοκρατίας ούτε εξέρχεται των ορίων που επιβάλλονται από την αρχή της αναλογικότητας

ΣτΕ 1566/2016
Επιλογή δικαστικών λειτουργών – Αρχή της αμεροληψίας
(Α) Από το άρ. 88 παρ. 1 Σ. προκύπτει ότι η διαδικασία επιλογής των δικαστών πρέπει να είναι αυτοτελής, να αφορά δηλαδή αποκλειστικά στην επιλογή δικαστών, και να προσιδιάζει στη φύση του λειτουργήματός τους ως οργάνων που απολαύουν ανεξαρτησίας έναντι των λοιπών λειτουργιών του κράτους, προσιδιάζει δε στη στελέχωση ανεξάρτητου δικαστικού σώματος διαδικασία περιβεβλημένη με εγγυήσεις ανεξάρτητης και εξειδικευμένης επαγγελματικής κρίσης κατά την επιλογή των υποψηφίων δικαστών, όπως είναι η διενεργουμένη μέσα στους κόλπους της Δικαιοσύνη – Εξ άλλου, σύμφωνα με την αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων, η οποία αποτελεί ειδική έκφραση της συνταγματικώς κατοχυρούμενης γενικής αρχής του Κράτους Δικαίου, αποτυπώνεται δε και στο άρθρο 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, τα όργανα της Διοίκησης, είτε ενεργούν ατομικώς είτε ως μέλη συλλογικού οργάνου, πρέπει να παρέχουν τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης, ώστε να δημιουργείται στους πολίτες πεποίθηση για το αδιάβλητο των πράξεων που εκδίδονται από αυτά, πράγμα που δεν συμβαίνει όταν υπάρχουν ιδιαίτεροι δεσμοί ή ιδιάζουσα σχέση μέλους συλλογικού οργάνου προς κρινόμενο υποψήφιο – Κατά συνέπεια, άσχετα από την ύπαρξη διάταξης που να προβλέπει για ειδικούς λόγους την εξαίρεση του συγκεκριμένου μέλους του διοικητικού οργάνου, η ενέργειά του που έγινε παρά τη συνδρομή τέτοιων λόγων είναι ελαττωματική και συνεπάγεται την ακυρότητα της σχετικής διοικητικής πράξης λόγω του τεκμηρίου επηρεασμού του που δημιουργείται έτσι, έστω και αν δεν αποδεικνύεται ότι η πράξη αυτή υπήρξε πραγματικά μεροληπτική –  Για τη στοιχειοθέτηση της ιδιάζουσας σχέσης ή ιδιαίτερου δεσμού μέλους συλλογικού οργάνου προς κρινόμενο υποψήφιο δεν αρκεί οποιαδήποτε προσωπική ή επαγγελματική σχέση, αλλά τέτοια που, ενόψει των συντρεχουσών περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, είναι πρόσφορη να δημιουργήσει εύλογες υπόνοιες ότι το μέλος του οργάνου έχει ήδη σχηματισμένη και, συνεπώς, προκατειλημμένη γνώμη για τον υποψήφιο τον οποίο πρόκειται να κρίνει
(Β) Εν προκειμένω, (α) η Α, υποψήφια στο διαγωνισμό, ήταν  συνεργάτιδα στο δικηγορικό γραφείο και συνέταιρος του Β, καθηγητή της Νομικής, που ήταν μέλος της Επιτροπής Διαγωνισμού εισαγωγής στη Σχολή Δικαστών και συμμετέσχε τόσο στο στάδιο της γραπτής όσο και στο στάδιο της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, (β) η επαγγελματική σχέση του Β με την Α διήρκεσε επί δεκαεπτά περίπου μήνες από 25.7.2014 μέχρι 31.12.2015, οπότε λύθηκε η εταιρία, το χρονικό δε τούτο διάστημα δεν είναι μεγάλο, ενώ, κατά το μεγαλύτερο μέρος του (όλο το έτος 2015), (γ) η επαγγελματική  σχέση τους δεν ήταν ενεστώσα κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, διακοπείσα δύο περίπου μήνες πριν από τη συγκρότηση της επιτροπής – Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν στοιχειοθετείται ύπαρξη ιδιάζουσας σχέσης μεταξύ του Β και της Α, δημιουργούσα τεκμήριο επηρεασμού του Β, η περί της οποίας καταφατική κρίση, ενόψει και του διακυβεύματος της υπόθεσης, πρέπει να είναι τεκμηριωμένη πέρα από κάθε αμφιβολία [με μειοψηφία, στην οποία σημειώνεται ότι η συνεργασία μεταξύ δικηγόρων προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τη διάρκειά της ή τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες αναπτύσσεται, τη συνδρομή του στοιχείου της ιδιαίτερης προσωπικής εμπιστοσύνης μεταξύ των συνεργαζομένων]

ΣτΕ Δ΄ Τμ. 1593/2016 επταμ.
Ιδιωτικός βίος (άρ. 9 Σ. και άρ. 8 ΕΣΔΑ) – Απαραβίαστο των επικοινωνιών (άρ. 19 Σ.) – Έκταση προστασίας – Υποχρεώσεις παρόχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών
(Α) Με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. α΄ Σ. κατοχυρώνεται ως «απόλυτα απαραβίαστο», υπό την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της ίδιας παραγράφου, το δικαίωμα στην απόρρητη ελεύθερη επικοινωνία, ως ειδικότερη έκφανση των δικαιωμάτων της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ.) και του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 9 παρ. 1 Σ.) – Ειδικότερα, με τη διάταξη αυτή του Συντάγματος το απόρρητο της επικοινωνίας προστατεύεται έναντι πάντων (ιδιωτών ή φορέων δημόσιας εξουσίας), από κάθε είδους προσβολή και εκτείνεται στο σύνολο του επικοινωνιακού γεγονότος, καλύπτει, δηλαδή, όχι μόνο το περιεχόμενο της επικοινωνίας (φωνή, κείμενο, εικόνα, ήχο, ιστοσελίδα κ.λπ.), αλλά και τα συναφώς παραγόμενα δεδομένα επικοινωνίας (εφεξής: «δεδομένα επικοινωνίας») που προσδιορίζουν τις συνθήκες επικοινωνίας και την εξατομικεύουν (όπως πληροφορίες για τον τόπο, το χρόνο, τη διάρκεια, τη μορφή και το είδος επικοινωνίας, στοιχεία προσδιοριστικά του μέσου με το οποίο διεξήχθη η επικοινωνία, στοιχεία ταυτότητας και διευθύνσεων επικοινωνούντων μερών κ.λπ.) – Με την προστασία του συνόλου του επικοινωνιακού γεγονότος (περιεχόμενο και δεδομένα επικοινωνίας) από το απόρρητο της επικοινωνίας, ο συνταγματικός νομοθέτης εγγυάται ένα περιβάλλον ιδιαίτερα αυξημένης προστασίας της εμπιστευτικότητας κατά τη διεξαγωγή της επικοινωνίας και, συνακόλουθα, της ιδιωτικής ζωής – Τούτο καθίσταται ιδιαίτερα σημαντικό εν όψει της διακινδύνευσης που συνεπάγεται για την ιδιωτική ζωή και την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης επικοινωνίας η συστηματική επεξεργασία, ειδικώς, των δεδομένων επικοινωνίας, από ιδιωτικούς ή και κρατικούς φορείς και για διάφορους σκοπούς, η οποία είναι ικανή να οδηγήσει όχι μόνο στην άντληση πληροφοριών για όλο το δίκτυο των ιδιωτικών και κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπων, αλλά και στην ανίχνευση των προσωπικών, πολιτικών, φιλοσοφικών και θρησκευτικών στάσεων ή πεποιθήσεών τους – Συναφώς το ΕΔΔΑ έχει κρίνει, κατά την ερμηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει το δικαίωμα σεβασμού της επικοινωνίας και της ιδιωτικής ζωής, ότι όχι μόνο η παρακολούθηση του περιεχομένου της επικοινωνίας, αλλά και η συλλογή, αποθήκευση και γνωστοποίηση των παραγομένων δεδομένων επικοινωνίας (π.χ. αριθμοί εισερχόμενων και εξερχόμενων τηλεφωνικών κλήσεων, ημερομηνία και διάρκεια τηλεφωνικών συνδιαλέξεων), τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της επικοινωνίας, συνιστούν επέμβαση στην απόλαυση των ανωτέρω δικαιωμάτων
(Β) Από τις σχετικές διατάξεις που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο (ν. 2225/1994, ν. 3115/2003 και π.δ. 47/2005, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιδότηση των νόμων αυτών) συνάγεται ότι οι πάροχοι τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών οφείλουν, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, να διασφαλίζουν το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας και δεν επιτρέπεται να παρέχουν δυνατότητα πρόσβασης  στο περιεχόμενο και τα δεδομένα της επικοινωνίας ούτε να γνωστοποιούν σχετικά στοιχεία, παρά μόνο αν εκδοθεί, με τη διαδικασία που ορίζεται στο ν. 2225/1994, διάταξη άρσης του απορρήτου α) από το αρμόδιο δικαστικό Συμβούλιο Εφετών ή Πλημμελειοδικών ή β) σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, από τον Εισαγγελέα που διενεργεί προανακριτική εξέταση ή τον Ανακριτή που διενεργεί τακτική ανάκριση – Προκειμένου δε οι πάροχοι να εκτελέσουν διάταξη άρσης του απορρήτου θα πρέπει να προκύπτει σαφώς από το ίδιο το σώμα της διατάξεως, με μνεία των σχετικών άρθρων, ότι αυτή εκδόθηκε βάσει των ειδικών διατάξεων του ν. 2225/1994, που διέπουν την διαδικασία άρσης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας – Περαιτέρω, ειδικώς στην περίπτωση κατά την οποία την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας διατάσσει ο Εισαγγελέας που διενεργεί προανακριτική εξέταση ή ο Ανακριτής που διενεργεί τακτική ανάκριση, ο πάροχος τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών οφείλει να εκτελέσει τη σχετική διάταξη εντός τριών ημερών από την έκδοσή της, δηλαδή εντός του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο πρέπει, κατά νόμον, να εισαχθεί το σχετικό ζήτημα στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο και θα αποφασίσει τελικώς – Σύμφωνα δε με το άρθρο 4 παρ. 6 του ν. 2225/1994, η ισχύς της διάταξης του εισαγγελέα ή του ανακριτή για την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας, παύει αυτοδικαίως με τη λήξη της τριήμερης αυτής προθεσμίας ή, αν το ζήτημα εισαχθεί στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο εμπροθέσμως, εντός δηλαδή των ανωτέρω τριών ημερών, από την έκδοση της σχετικής διάταξης του δικαστικού συμβουλίου – Επομένως, μετά την πάροδο της ανωτέρω τριήμερης προθεσμίας από την έκδοση της διάταξης του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή, και εφόσον δεν έχει γνωστοποιηθεί η εμπρόθεσμη εισαγωγή της προς επικύρωση στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, οι πάροχοι οφείλουν να μην επιτρέπουν, στηριζόμενοι στη διάταξη αυτή, πρόσβαση στο περιεχόμενο της επικοινωνίας ούτε να γνωστοποιούν τα σχετικά δεδομένα επικοινωνίας – Αν παραβούν την υποχρέωση αυτή, υπόκεινται σε κύρωση επιβαλλόμενη από την ΑΔΑΕ
(Γ) Οι προπαρατεθείσες σε εκτέλεση του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, διατάξεις του ν. 2225/1994, οι οποίες θεσπίζουν τους κανόνες υπό τους οποίους η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο της επικοινωνίας, αποτελούν διατάξεις ειδικές όσον αφορά την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας και, ως εκ τούτου, κατισχύουν των γενικών διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (συμπεριλαμβανομένου του άρ. 251 ΚΠΔ) –  Επομένως, οι αρμόδιες ανακριτικές αρχές μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στο περιεχόμενο και στα συναφώς παραγόμενα δεδομένα τηλεφωνικής επικοινωνίας, με σκοπό τη διακρίβωση των ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων που αναφέρονται στο ν. 2225/1994, μόνο κατόπιν τηρήσεως των όρων και της διαδικασίας για την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας που προβλέπουν οι διατάξεις του νόμου αυτού

ΣτΕ Ολομ. 1469/2016 (με ψήφους 9-8)
Ανώτατη εκπαίδευση – Ακαδημαϊκή ελευθερία και αυτοδιοίκηση Α.Ε.Ι. (άρ. 16 Σ.) – Αρχή της ισότητας στην πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις – Κλινικοί καθηγητές Ε.Σ.Υ., στους οποίους ανατίθεται εκπαιδευτικό έργο Ιατρικών Σχολών Α.Ε.Ι.
Με την παράγραφο 7 του άρθρου 29 του ν. 4025/2011 (που αντικατέστησε την παράγραφο 15 του άρθρου 11 του ν. 2889/2001 με την οποία προβλέφθηκε, το πρώτον, ο θεσμός του κλινικού καθηγητή του Εθνικού Συστήματος Υγείας) αναγνωρίζεται η δυνατότητα να απονεμηθεί σε ιατρούς του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) με βαθμό συντονιστή διευθυντή ο τίτλος του κλινικού καθηγητή του Εθνικού Συστήματος Υγείας, εφόσον συγκεντρώνουν στο πρόσωπό τους προσόντα ανάλογα με αυτά που απαιτούνται για την εκλογή σε θέση αναπληρωτή καθηγητή Πανεπιστημίου – Κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων της παραγράφου αυτής εκδόθηκε η επίδικη ΚΥΑ, περί καθορισμού, ιδίως, του εκλεκτορικού σώματος και τα ειδικότερα κριτήρια και διαδικασία εφαρμογής της ρύθμισης – Με τις εν λόγω νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις ο νομοθέτης θέλησε να μπορεί να απονεμηθεί ο τίτλος του κλινικού καθηγητή του ΕΣΥ σε ιατρούς με βαθμό συντονιστή διευθυντή που διαθέτουν προσόντα ανάλογα του αναπληρωτή καθηγητή Πανεπιστημίου μετά από κρίση πρωτίστως μεν του κλινικού και εκπαιδευτικού έργου τους και δευτερευόντως δε του επιστημονικού και διοικητικού τους έργου – Όσον αφορά το καθεστώς του κλινικού καθηγητή, αυτός διατηρεί την υπηρεσιακή σχέση του με του ΕΣΥ, χωρίς να καθίσταται μέλος του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ως κάτοχος δε του τίτλου, και χωρίς την κατοχή οργανικής θέσεως στην οικεία Σχολή, παρέχει εκπαιδευτικό έργο, το οποίο του ανατίθεται, κατ’ έτος, από τις Ιατρικές Σχολές, ενώ δεν συμμετέχει στις διαδικασίες λήψεως αποφάσεων σχετικών με την διοίκηση του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος – Ωστόσο, η ανωτέρω κατηγορία προσώπων παρουσιάζει ουσιώδεις διαφοροποιήσεις από άποψη προσόντων και διαδικασίας επιλογής αλλά και καθηκόντων και ευθύνης σε σχέση με τα μέλη του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού των εν λόγω Ανωτάτων Σχολών, τα οποία, εξάλλου, παρέχουν κλινικό, ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο στις πανεπιστημιακές κλινικές – Ειδικότερα: α) οι υποψήφιοι συντονιστές του ΕΣΥ αποκτούν τον τίτλο του κλινικού καθηγητή κατόπιν αυτοτελούς κρίσεως των προσόντων όλων όσοι υποβάλλουν σχετική αίτηση και κατά την σειρά αρχαιότητάς τους στη θέση του Διευθυντή του ΕΣΥ από τα προβλεπόμενα στις ανωτέρω διατάξεις ειδικά εκλεκτορικά σώματα και όχι μετά από προκήρυξη, ανοικτή διαδικασία και ακαδημαϊκά κριτήρια επιλογής, που διασφαλίζουν αντικειμενική κρίση και αξιοκρατική επιλογή των καταλληλοτέρων για την παροχή ακαδημαϊκού έργου υψηλού επιπέδου, β) μόνη η υποβολή της υποψηφιότητας αρκεί για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας προς απόκτηση του τίτλου του κλινικού καθηγητή, από τον οποίο απορρέουν υποχρεώσεις και δικαιώματα παροχής διδακτικού και ερευνητικού έργου χωρίς την προηγούμενη εκτίμηση και αξιολόγηση εκ μέρους των αρμοδίων πανεπιστημιακών οργάνων των εκπαιδευτικών αναγκών και του προγραμματισμού αυτών σε σχέση με το γνωστικό αντικείμενο ή την ειδικότητα των διευθυντών συντονιστών και γ) τέλος, σε περίπτωση δύο απορρίψεων της υποψηφιότητας για την απόκτηση του τίτλου του κλινικού καθηγητή, ο υποψήφιος δύναται να προσφύγει σε ειδικό εκλεκτορικό σώμα που, αυτή τη φορά, ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και πρόταση του ΚΕΣΥ και όχι από όργανα της οικείας Ιατρικής Σχολής – Οι ανωτέρω ρυθμίσεις που αφορούν τον θεσμό του κλινικού καθηγητή προσκρούουν στο Σύνταγμα και ειδικότερα στις αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της αυτοδιοίκησης των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, που κατοχυρώνονται στις διατάξεις του άρθρου 16 αυτού, όσο και προς τις αρχές της ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και σταδιοδρομίας εκάστου κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας, εφόσον με την εισαγωγή του θεσμού αυτού το εκπαιδευτικό και διδακτικό έργο των Ιατρικών Σχολών επιτελείται πλέον από πρόσωπα που παρουσιάζουν ανομοιογένεια από άποψη προσόντων, καθηκόντων και ευθύνης

ΣτΕ 1512/2016 (επί εφέσεως υπέρ του νόμου)
Ένδικη προστασία – Παραδεκτό αιτήσεως ακυρώσεως – Ενδικοφανής προσφυγή – Διαδικασία σύναψης σύμβασης δημόσιας προμήθειας που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/17 – Ενδικοφανής προσφυγή του άρθρου 15 π.δ. 118/2007 – Αίτηση ακυρώσεως διαγωνιζόμενου κατά πράξης αποδοχής της προσφυγής άλλου υποψήφιου προμηθευτή, που αφορούσε στον αποκλεισμό του τελευταίου – Απαιτείται η άσκηση της ανωτέρω προσφυγής μόνον καθόσον προβάλλονται άλλες αιτιάσεις από εκείνες που αποτέλεσαν το αντικείμενο της ενδικοφανούς διαδικασίας  
Η πρόβλεψη και η άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής του άρ. 15 του π.δ. 118/2007 σκοπεί στην (αιτιολογημένη) επανεξέταση από τη Διοίκηση της απόφασής της επί ορισμένου ζητήματος της διαγωνιστικής διαδικασίας, ώστε είτε να επιλυθεί το πρόβλημα, ταχέως, από την ίδια τη Διοίκηση είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα τιθέμενα νομικά, πραγματικά ή/και τεχνικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνεται ασκόπως ο φόρτος των δικαστηρίων και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς και του ασκούμενου στο πλαίσιό της ελέγχου του ακυρωτικού δικαστή – Εξάλλου, προκειμένου περί διαγωνισμού ανάθεσης δημόσιας προμήθειας που διέπεται από τις διατάξεις του π.δ. 118/2007, χωρίς να εμπίπτει, λόγω του ύψους της προϋπολογιζόμενης δαπάνης της, στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ και, περαιτέρω, του ν. 3886/2010, σε περίπτωση που με πράξη του αρμόδιου διοικητικού οργάνου αποκλεισθεί από το διαγωνισμό ορισμένος προμηθευτής, λόγω απόκλισης των ειδών που αυτός προσφέρει από τεχνικές προδιαγραφές της διακήρυξης, αλλά στη συνέχεια, κατόπιν άσκησης εκ μέρους του ενδικοφανούς προσφυγής (έστω κατ’ εσφαλμένη επίκληση του άρθρου 4 του ν. 3886/2010, που προβλέπει ενδικοφανή προσφυγή στις διαγωνιστικές διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων προμηθειών οι οποίες διέπονται από την Οδηγία 2004/18/ΕΚ), ακυρωθεί η εν λόγω πράξη και γίνει δεκτή η τεχνική προσφορά του, με απόφαση της αναθέτουσας αρχής, που δέχεται κατ’ ουσίαν την προσφυγή του, πληρούται κατ’ αρχήν ο προαναφερόμενος νομοθετικός σκοπός της ενδικοφανούς προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 15 του π.δ. 118/2007 και, συνεπώς, για την παραδεκτή άσκηση από άλλον προσφέροντα αιτήσεως ακυρώσεως της τελευταίας απόφασης, δεν απαιτείται η προηγούμενη άσκηση εκ μέρους του ενδικοφανούς προσφυγής κατά της απόφασης αυτής, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη του π.δ. 118/2007, παρά μόνον εάν (και στο μέτρο που) αμφισβητείται η αποδοχή της επίμαχης προσφοράς του ανταγωνιστή του για άλλους λόγους, διαφορετικούς από εκείνους βάσει των οποίων εχώρησε ο αρχικός αποκλεισμός του, οι οποίοι δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της ανωτέρω ενδικοφανούς διαδικασίας

ΣτΕ Ολομ. 1466/2016 
Δικαιοδοτική λειτουργία και δικαίωμα ένδικης προστασίας (άρθρα 26 και 20 παρ. 1 Σ. – άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ ) – Επαγγελματική ελευθερία και αρχές της αναλογικότητας και της απαγόρευσης κατάχρησης δικαιώματος (άρθρα 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 και 3 Σ.) – Δικηγόροι – Εκτελεστότητα απόφασης δικηγορικού συλλόγου για αποχή των μελών του από τα καθήκοντά τους – Επαναλαμβανόμενες αποφάσεις περί αποχής, περιορισμένης χρονικής διάρκειας – Κριτήρια νομιμότητας – Χρόνος διάρκειας της αποχής –  Έκταση δικαστικού ελέγχου – Πρόσφατη αποχή διαρκείας (άνω των 4 μηνών) των δικηγόρων Δ.Σ.Α. – Η συνολική διάρκεια κρίνεται ότι έχει υπερβεί τον επιτρεπόμενο βραχύ χρόνο αποχής 
(Α) H απόφαση δικηγορικού συλλόγου (ΝΠΔΔ) για την αποχή των μελών του από τα καθήκοντά τους συνάπτεται προς την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, έχει δε υποχρεωτικό χαρακτήρα για τους δικηγόρους που αφορά, ενώ η μη τήρησή της από αυτούς θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσει στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος τους – Συνεπώς, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη
(Β) Η νομιμότητα της απόφασης περί αποχής των δικηγόρων εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τον χρόνο διάρκειας της αποχής (ΣτΕ 2512/1997) – Για την εκτίμηση του βραχέος ή μη του χρόνου αυτού συνυπολογίζονται στο χρονικό διάστημα που καθορίζει η τελικώς προσβαλλόμενη απόφαση και τα χρονικά διαστήματα αποχής που έχουν ήδη διαδράμει βάσει προγενέστερων, ομοίου περιεχομένου, διαδοχικών αποφάσεων του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου – ανεξάρτητα αν η έναρξη της επόμενης αποχής συμπίπτει με τη λήξη της προηγούμενης – με αποτέλεσμα κάθε προηγούμενη απόφαση περί κήρυξης ή συνέχισης της αποχής, παρότι έχει λήξει η ισχύς της, να καταλείπει έννομες συνέπειες στις επόμενες αποφάσεις – Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η τελευταία απόφαση περί αποχής που ισχύει κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, έχουσα ενσωματώσει κατά τούτο τις προηγούμενες αποφάσεις, είναι η μόνη που προσβάλλεται παραδεκτά – Οι διαδοχικές αποφάσεις του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. από 11.1.2016  έως 6.5.2016 έχουν όμοιο περιεχόμενο, καθώς περιέχουν τα ίδια αιτήματα, βασίζονται στο ίδιο κατ’ αρχήν πλαίσιο χορήγησης αδειών, δεν μεταβάλλουν τους όρους της αποχής, μεταθέτουν δε τον χρόνο λήξης ισχύος της βλαπτικής για τον αιτούντα ρύθμισης – Με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών προσέβαλε εμπροθέσμως την από 31.3.2016 απόφαση του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α., με την οποία αποφασίστηκε η συνέχιση της αποχής μέχρι 15.4.2016· ακολούθως, εκδόθηκαν οι από 15.4.2016, 25.4.2016 και 6.5.2016 αποφάσεις του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α – Η τελευταία από 6.5.2016 απόφαση, ισχύουσα κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης (13.5.2016), πρέπει να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη με την προσβληθείσα από 31.3.2016 απόφαση και αποτελεί τη μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη, ενώ δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989
(Γ) Οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων που κηρύσσουν αποχή των μελών τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, ερειδόμενες κυρίως στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 89 παρ. 1, 90 περ. γ΄ και δ΄ του Κώδικα Δικηγόρων, συνιστούν νόμιμο μέσο δράσης των συλλόγων και δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα ή σε άλλες υπερνομοθετικές διατάξεις – Υπόκεινται όμως σε περιορισμούς που επιβάλλονται από  τη φύση της δικαιοδοτικής λειτουργίας ως μιας από τις τρεις κρατικές λειτουργίες (άρθρο 26 του Συντάγματος), η οποία δεν νοείται να παραλύει σε ένα Κράτος Δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των δικηγόρων, οι οποίοι συμβάλλουν στην απονομή της Δικαιοσύνης ως συλλειτουργοί της (άρθρο 2 Κώδικα Δικηγόρων) – Οι περιορισμοί αυτοί ερείδονται και σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και ειδικότερα: α) στο άρθρο 20 παρ. 1 Σ. που καθιερώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και θεμελιώνει, από κοινού με το άρθρο 26, την υποχρέωση του Κράτους να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης· β) στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ που καθιερώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα των διαδίκων να υπερασπίζουν τις υποθέσεις τους με δικηγόρο της εκλογής τους· γ) στο άρθρο 5 παρ. 1 Σ. που κατοχυρώνει την επαγγελματική ελευθερία και το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας· δ) στο άρθρο 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, όπου αποτυπώνονται η αρχή της αναλογικότητας και η απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος – Οι ως άνω περιορισμοί   ανάγονται ιδίως στη διασφάλιση διενέργειας των αναγκαίων (διαδικαστικών και λοιπών) πράξεων κατά τη διάρκεια της αποχής, στην, κατ’ αρχήν, πρόβλεψη εύλογου χρόνου μεταξύ κήρυξης και πραγματοποίησης της αποχής, στην υποχρέωση άμεσης γνωστοποίησης στις Αρχές (Δικαστήρια, Υπουργείο Δικαιοσύνης κ.ά.) αλλά και δημοσιοποίησης της απόφασης κατά τρόπο πρόσφορο εξασφαλίζοντα γνώση της αποχής από το ευρύτερο κοινό, στον χρόνο διάρκειας της αποχής που πρέπει να είναι όχι μόνον ορισμένος αλλά και βραχύς, κατά τα προεκτεθέντα, και στη φύση της απόφασης περί αποχής, η μη τήρηση της οποίας δεν μπορεί να συνεπάγεται, καθ’ εαυτή, πειθαρχική ευθύνη για τα μέλη του συλλόγου που τυχόν δεν συμμορφώνονται – Ειδικά δε, η αδυναμία κατάθεσης γραμματίου προκαταβολής εισφορών κατά το άρθρο 61 του Κώδικα Δικηγόρων κατά τη διάρκεια της αποχής οδηγεί σε άρση του απαραδέκτου της αντίστοιχης διαδικαστικής πράξης, η οποία διενεργείται χωρίς να γεννάται πειθαρχική ευθύνη του δικηγόρου· οι οφειλόμενες δε εισφορές είναι καταβλητέες ευθύς μετά τη λήξη της αποχής – Τέλος, ο χρόνος διάρκειας της αποχής ελέγχεται ακυρωτικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, ασκώντας έλεγχο ορίων, σταθμίζει αφενός τους λόγους που οδήγησαν στην κήρυξη της αποχής, αφετέρου την έκταση (δηλαδή το εύρος και τη σημασία των κατηγοριών υποθέσεων τις οποίες αφορά η αποχή) και το είδος των πράξεων που επιτρέπεται να διενεργούνται από τους δικηγόρους κατά τη διάρκεια της αποχής, καθώς και τα δικαιώματα και συμφέροντα των θιγομένων (συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου) από την απόφαση περί αποχής
(Δ) Εν προκειμένω, ο Δ.Σ.Α. επικαλείται ως λόγο των διαδοχικών αποχών κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 12.1.2016 έως 14.5.2016 την κατάρτιση προσχεδίου και, ακολούθως, σχεδίου νόμου, η ψήφιση του οποίου θα επέφερε: α) κατάργηση του ασφαλιστικού φορέα, όπου, μεταξύ άλλων, ασφαλίζονταν οι δικηγόροι, β) επί τα χείρω μεταβολή του τρόπου προσδιορισμού της σύνταξης των δικηγόρων, χωρίς πρόβλεψη μεταβατικών διατάξεων, γ) καθορισμό των ασφαλιστικών τους εισφορών σε ιδιαίτερα αυξημένο ποσοστό επί του εισοδήματός τους και παροχές αναντίστοιχες προς τις εισφορές, καθώς και πρόβλεψη ελάχιστης εισφοράς ανεξαρτήτως εισοδήματος – Το νομοσχέδιο τούτο κατέστη τελικά νόμος (ν. 4387/2016, Α΄ 85/12.5.2016) – Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το ως άνω διακύβευμα για τους δικηγόρους μέλη του Δ.Σ.Α. ήταν ιδιαιτέρως σοβαρό· ο συνολικός όμως χρόνος αποχής, ο οποίος είναι μεγαλύτερος των τεσσάρων μηνών, έχει υπερβεί κατά πολύ τον επιτρεπόμενο βραχύ χρόνο αποχής· και τούτο, ανεξαρτήτως του οικείου περιοριστικού πλαισίου διενέργειας διαδικαστικών πράξεων κατά τη διάρκεια της αποχής
(Ε) Ακυρώνεται η από 6.5.2016 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών περί αποχής των δικηγόρων Αθηνών έως 14.5.2016
 

EA ΣτΕ 122/2016 πενταμ.
Ένδικη προστασία – Ασφαλιστικά μέτρα – Δικαιοδοσία – Διαφορές από διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/17 (ειδικοί τομείς) 
(Α) Κατά την έννοια των διατάξεων του άρ. 3 (παρ. 1 και 3) του ν. 3886/2010, σε περίπτωση διαγωνισμού, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ, για την ανάθεση περισσότερων της μιας συμβάσεων προμήθειας ειδών, εκάστη των οποίων αποτελεί διακριτό αντικείμενο της διαγωνιστικής διαδικασίας (ενόψει όρων της διακήρυξης που επιτρέπουν την υποβολή προσφοράς και για ένα ή μερικά μόνο από τα ζητούμενα είδη και προβλέπουν ως κριτήριο κατακύρωσης τη χαμηλότερη τιμή ανά υπό προμήθεια είδος) και έχει ιδιαίτερο προϋπολογισμό, αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών διαφορών είναι το Διοικητικό Εφετείο της έδρας της αναθέτουσας αρχής (που μπορεί να είναι και ΝΠΙΔ), εφόσον η προϋπολογισθείσα δαπάνη της σύμβασης προμήθειας της προκηρυσσόμενης ποσότητας εκάστου ζητούμενου είδους δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο στο άρθρο 16 της ανωτέρω Οδηγίας όριο (414.000 ευρώ, χωρίς ΦΠΑ)
(Β) Εν προκειμένω, ενόψει της φύσης της διαφοράς και της ανάγκης αποτροπής περαιτέρω καθυστέρησης στην εκδίκασή της, κατόπιν της παραπομπής της αίτησης από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και της επανειλημμένης αναβολής της συζήτησής της, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της αποχής των δικηγόρων από την άσκηση των καθηκόντων τους, η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ κρίνει ότι πρέπει, κατ’ εξαίρεση και κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 34 του ν. 1968/1991, να διακρατήσει και να δικάσει την παρούσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αντί να την αναπέμψει, λόγω αρμοδιότητας, στο Διοικητικό Εφετείο

Αναρτήσεις Ιουνίου 2016

 
ΣτΕ Β΄ Τμ. 1445/2016 επταμ. (πιλοτική δίκη)
Δικαίωμα περιουσίας – Δικαίωμα ιδιωτικού και οικογενειακού βίου – Φορολογία εισοδήματος – Υποκείμενος στο φόρο – Προϋπόθεση ύπαρξης φορολογικής κατοικία στην Ελλάδα – Έννοια και κριτήρια φορολογικής κατοικίας (άρ. 4 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 4172/2013 – ΚΦΕ) – Βάρος απόδειξης της ύπαρξης (φορολογικής) κατοικίας στην Ελλάδα – Έκταση ελέγχου διοικητικού δικαστή – Σύζυγοι με χωριστή κατοικία – Αλλοδαπός που ζει και εργάζεται στη Γερμανία, ενώ η σύζυγος (δικαστική λειτουργός) και το τέκνο τους κατοικούν στην Ελλάδα 
(Α) Για τη θεμελίωση της φορολογικής εξουσίας ενός κράτους προϋποτίθεται η ύπαρξη επαρκούς συνδετικού στοιχείου του φορολογουμένου με αυτό – Η κατοικία αποτελεί τέτοιο στοιχείο, στο οποίο στηρίζεται, κατά γενικό κανόνα, το διεθνές φορολογικό δίκαιο και, ιδίως, το πρότυπο της Σύμβασης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σχετικά με τη διπλή φορολόγηση, με σκοπό την κατανομή μεταξύ των κρατών της φορολογικής αρμοδιότητας – Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 παρ. 1 του ν. 4172/2013, σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα για το παγκόσμιο εισόδημά του, ήτοι για εκείνο που προκύπτει τόσο στην ημεδαπή όσο και στην αλλοδαπή, υπόκειται, μεταξύ άλλων, το φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει την κατοικία του στην Ελλάδα, έχει δηλαδή σ’ αυτήν μόνιμη και κύρια πραγματική εγκατάσταση, την οποία έχει καταστήσει, σύμφωνα με τη βούληση του, το κέντρο των εν γένει βιοτικών του σχέσεων και ζωτικών συμφερόντων, το οποίο αποτελεί στοιχείο προσδιοριστικό της έννοιας της κατοικίας – Το κέντρο αυτό υφίσταται εκεί όπου το φυσικό πρόσωπο αναπτύσσει τους προσωπικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς δεσμούς του – Εξάλλου, προκειμένου να κριθεί εάν ένα φυσικό πρόσωπο έχει (ή πολλώ μάλλον μεταβάλλει την επί μακρόν διατηρούμενη από αυτό) κατοικία, πρέπει να συνεκτιμώνται όλα τα πρόσφορα στοιχεία, όπως ιδίως η ύπαρξη στέγης, η φυσική παρουσία του ίδιου, των μελών της οικογένειάς του (στην οποία δεν περιλαμβάνονται μόνον ο ή η σύζυγος και τα τέκνα αυτού), ο τόπος άσκησης των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, ο τόπος των περιουσιακών συμφερόντων, ο τόπος των διοικητικών δεσμών με τις δημόσιες αρχές και φορείς (ασφαλιστικούς, επαγγελματικούς, κοινωνικούς), ο τόπος ανάπτυξης πολιτικών, πολιτισμικών ή άλλων δραστηριοτήτων – Συνεπώς, για τη θεμελίωση της προαναφερόμενης φορολογικής υποχρέωσης ενός φυσικού προσώπου, η φορολογική αρχή πρέπει να προβαίνει σε ειδικώς αιτιολογημένη κρίση αναφορικά με το εάν το πρόσωπο αυτό έχει κατοικία στην Ελλάδα, φέρουσα κατ’ αρχήν και το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που τεκμηριώνουν, επαρκώς, ενόψει των συνθηκών, την ύπαρξή της – Συναφώς, το δικαστήριο της ουσίας, όταν εκδικάζει προσφυγή κατά πράξης περί της εν λόγω φορολογικής υποχρέωσης φυσικού προσώπου, οφείλει να ερευνήσει το ίδιο, κατ’ ενάσκηση πλήρους δικαιοδοσίας, αν συντρέχει η αμφισβητούμενη πραγματική βάση της, δηλαδή η ύπαρξη ή μη κατοικίας αυτού στην Ελλάδα, και να κρίνει το ζήτημα, στο πλαίσιο δε αυτό, έχει την εξουσία, κατ’ άρθρο 152 επ. του Κ.Δ.Δ., να διατάξει συμπλήρωση των αποδείξεων και, τελικώς, αν δεν βεβαιώνεται στον αναγκαίο βαθμό για τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, να αποφανθεί, αφού κατανείμει το βάρος αποδείξεως μεταξύ των διαδίκων
(Β) Ενόψει του ότι, βάσει των γενικότερων κοινωνικών και ηθικών αντιλήψεων της εποχής αλλά και ανάλογα με τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα των συζύγων, είναι νοητή η χωριστή κατοικία αυτών, σε περίπτωση που έγγαμο φυσικό πρόσωπο δεν είναι υπόχρεο σε υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος στην Ελλάδα, για τον λόγο ότι το ίδιο δεν έχει τη φορολογική κατοικία του σ’ αυτήν, δεν τίθεται εν πάση περιπτώσει ζήτημα υποβολής κοινής δήλωσης φόρου εισοδήματος, κατ’ άρθρο 67 παρ. 4 του ν. 4172/2013, με τον ή τη σύζυγό του, αποκλειστικώς και μόνον επειδή ο ή η σύζυγος πληροί τα κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του εν λόγω νόμου κριτήρια για να χαρακτηρισθεί φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, και τούτο ανεξαρτήτως αν η υποχρέωση υποβολής κοινής δήλωσης είναι ή όχι σύμφωνη με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος – Εξάλλου, από την εξεταζόμενη άποψη δεν ασκούν επιρροή -υπό την έννοια ότι δεν συνεπάγονται υποχρέωση υποβολής κοινής δήλωσης- περιορισμοί τυχόν ανακύπτοντες από τις τεχνικές ρυθμίσεις και δυνατότητες του συστήματος της κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου 67 ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος (μη πρόβλεψη στο εν λόγω σύστημα της δυνατότητας υποβολής δήλωσης από τον ένα μόνο σύζυγο, όταν ο άλλος δεν είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας), διότι το σύστημα αυτό θα πρέπει αντιθέτως να προσαρμόζεται στους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας και να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ορθής εφαρμογής της και όχι η εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας να προσαρμόζεται στις δυνατότητες του συστήματος
(Γ) Η επίδικη κρίση της φορολογικής αρχής, με την οποία αποδόθηκε στον προσφεύγοντα η ιδιότητα του φορολογικού κατοίκου Ελλάδας (με συνέπεια να του επιβληθεί η υποχρέωση να δηλώσει στην ελληνική φορολογική αρχή το παγκόσμιο εισόδημά του και να της υποβάλει συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος, για το φορολογικό έτος 2014) εξηνέχθη κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 περ. α του ν. 4172/2013, απλώς κατ’ επίκληση της κατοικίας της συζύγου και του τέκνου του προσφεύγοντος στην Ελλάδα, ήτοι στοιχείων που δεν είναι, αυτά μόνα, καθοριστικά και επαρκή για την τεκμηρίωση της ύπαρξης κατοικίας του προσφεύγοντος στην Ελλάδα, κατά το φορολογικό έτος 2014, χωρίς να συνεκτιμηθούν όλα τα ως άνω αναφερόμενα νόμιμα κριτήρια για την ύπαρξη κατοικίας στην Ελλάδα, ενόψει των ισχυρισμών και των αποδεικτικών στοιχείων που της έθεσε υπόψη ο προσφεύγων (όπως, ιδίως, πιστοποιητικού της Finanzamt Bruhl, περί της ιδιότητάς του ως κατοίκου Γερμανίας) – Άλλωστε, η φορολογική αρχή παραδέχεται ότι ο προσφεύγων είχε, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, τον τόπο της επαγγελματικής του εγκατάστασης και κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων στη Γερμανία, τούτο δε επιβεβαιώνεται και από τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει προσκομίσει ο προσφεύγων

ΣτΕ Β΄ Τμ. 1445/2016 επταμ. (πιλοτική δίκη)
Ένδικη προστασία – Δικαιοδοσία και έκταση ελέγχου – Φορολογικές διαφορές – Διάκριση μεταξύ διαφορών ουσίας και ακυρωτικών
Όπως γίνεται παγίως δεκτό, καθ’ ερμηνεία των άρθρων 1, 2, 63 παρ. 1, 285 παρ. 1 του ΚΔΔ, 1 και 73 του ΚΦΔ και 8 παρ. 4 του ν.δ. 4486/1965, φορολογική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων γεννάται από ατομικές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες είτε επιβάλλεται αμέσως φορολογικό βάρος ή φορολογική κύρωση είτε κρίνεται αντικείμενο ευθέως συναπτόμενο με συγκεκριμένη φορολογική ή συναφή υποχρέωση συνδεόμενη με φορολογητέα ύλη ατομικώς ορισμένη, η οποία αμφισβητείται εν όλω ή εν μέρει με την προσφυγή – Εν προκειμένω, γεννάται τέτοια διαφορά από την προσβαλλόμενη πράξη, καθόσον συνάπτεται με την επιβληθείσα στον προσφεύγοντα υποχρέωση να δηλώσει, συνεπεία της αποδοθείσας σε αυτόν ιδιότητας του φορολογικού κατοίκου Ελλάδας, στην ελληνική φορολογική αρχή το παγκόσμιο εισόδημά του, ήτοι συγκεκριμένη φορολογική ύλη, και να της υποβάλει συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος, για το φορολογικό έτος 2014 – Ως εκ τούτου, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, αποτελεί προσφυγή ουσίας, η εκδίκαση της οποίας υπάγεται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια 

ΣτΕ 85/2016 παρεμπίπτουσα απόφαση (επί αιτήματος αναβολής)
Ένδικη προστασία – Δικαίωμα άμυνας και ακρόασης – Δικαίωμα επιλογής δικηγόρου – Αποχή των δικηγόρων – Δεκτό (κατά πλειοψηφία) αίτημα αναβολής λόγω της αποχής του δικηγόρου του παρεμβαίνοντος, ενώ ο δικηγόρος του αιτούντος έχει λάβει και κοινοποιήσει άδεια χορηγηθείσα από το ΔΣΑ 
Το κατά το άρ. 20 Σ. και 6  ΕΣΔΑ  δικαίωμα υπεράσπισης του πολίτη ενώπιον των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών περιλαμβάνει και το ειδικότερο δικαίωμα του πολίτη να ορίζει δικηγόρο της δικής του επιλογής για την προάσπιση των δικαιωμάτων και των εννόμων συμφερόντων του – Προς διασφάλιση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας των διαδίκων πρέπει η συζήτηση της υπόθεσης να αναβάλλεται όταν δεν παρίστανται όλα τα μέρη διαρκούσης της αποχής των δικηγόρων, αυτό δε επιβάλλεται και στην περίπτωση που ο παριστάμενος πληρεξούσιος δικηγόρος του ενός των διαδίκων έχει λάβει από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο άδεια παράστασης επ’ ακροατηρίου υπό τον όρο γνωστοποίησής της στον δικηγόρο του αντιδίκου, την οποία και έχει γνωστοποιήσει σ’ αυτόν (ΣτΕ 3982/1992, 1121/2008, 3508/2011, 666/2016 και παρεμπίπτουσες αποφάσεις 214, 229/1992 Ολομ., 65/2016)
[με μειοψηφία ενός Συμβούλου, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση που χορηγηθεί από το όργανο, με απόφαση του οποίου έχει κηρυχθεί η αποχή, άδεια σε ένα από τα διάδικα μέρη να παραστεί κατά την εκδίκαση συγκεκριμένης υπόθεσης, η υπόθεση αυτή δεν καλύπτεται πλέον από την απόφαση του συλλογικού οργάνου για αποχή και, συνεπώς, η αποχή δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο αναβολής της συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν ασκεί δε νομική επιρροή η τυχόν μη λήψη αδείας από τους δικηγόρους των λοιπών διαδίκων μερών, η δε συζήτηση της υπόθεσης χωρίς την παράσταση κάποιου  διαδίκου μέρους  δεν μπορεί στην περίπτωση αυτή να θεωρηθεί ότι συνιστά παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, ως πλήττουσα την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως (ή το δικαίωμα του πολίτη να ορίζει δικηγόρο της επιλογής του), διότι η τυχόν μη παράσταση είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής μη ενταγμένης στο πλαίσιο της αποχής (πρβλ. ΑΠ 1255/2014, σύμφωνα με την οποία η εμμονή του δικηγόρου στην άσκηση του δικαιώματος αποχής από τα καθήκοντά του για την προστασία εργασιακών και συναφών συμφερόντων του είναι μικρότερης σημασίας έννομο αγαθό από την απονομή της δικαιοσύνης και πρέπει να υποχωρεί όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής ποινικού αδικήματος, ΑΠ 1384/2011)]

ΣτΕ Ολομ. 1323/2016
Αρχή της ισότητας – Ισότητα των φύλων – Πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις – Μόνιμες Επαγγελματίες Οπλίτες Στρατού – Αποκλεισμός των γυναικών από επιχειρησιακές και τεχνικές ειδικότητες
(Α) Οι διατάξεις των άρθρων 4 (παρ. 1 και 2), 25 (παρ. 1) και 116 (παρ. 2) του Συντάγματος, καθώς και εκείνες των άρθρων 2 (παρ. 1-3) και 3 (παρ. 1) της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, οι οποίες είναι άμεσα εφαρμοστέες από τα εθνικά δικαστήρια, διέπουν δε και την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, θεσπίζουν την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών – Για την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής αυτής, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 Σ., όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της, ο συντακτικός νομοθέτης παρέχει ρητώς τη δυνατότητα λήψεως θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών με σκοπό να καταστήσει ακόμη ευνοϊκότερο, σε σχέση με το διασφαλιζόμενο από το αναθεωρηθέν Σύνταγμα, το νομικό καθεστώς προστασίας τους και προσβάσεώς τους στα διάφορα επαγγέλματα και, συνεπώς, αυστηρότερες τις προϋποθέσεις αποκλίσεων από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, προκειμένου να εξασφαλιστεί πραγματική ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών – Περαιτέρω, όμως, ο συντακτικός νομοθέτης, δεν απαγόρευσε απολύτως, σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη συνδρομή συγκεκριμένων και σοβαρών (αποχρώντων) λόγων, που ανάγονται στη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, οποιαδήποτε απόκλιση από την πιο πάνω αρχή της ισότητας των φύλων – Εξάλλου, δικαιολογημένες αποκλίσεις δεν απαγορεύονται, κατ’ αρχήν, ούτε από τις προεκτεθείσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου – Ενόψει των ανωτέρω απόκλιση από την αρχή αυτή, πέρα από την περίπτωση των θετικών μέτρων, τα οποία αποβλέπουν στην επίσπευση της αποκατάστασης μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, είναι κατ’ εξαίρεση συνταγματικά θεμιτή μόνον εφόσον προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει από το νόμο αυτό ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι η απόκλιση αυτή θεσπίστηκε με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν η εισαγόμενη απόκλιση δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους και είναι αναγκαία και πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού – Ειδικότερα, η απόκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, την οποία θεσπίζει ο κοινός νομοθέτης με τον περιορισμό ή και με τον αποκλεισμό της πρόσβασης των γυναικών σε ορισμένες θέσεις υπηρεσιών του Δημοσίου, δεν αντιβαίνει στις προαναφερόμενες διατάξεις ούτε σε άλλες διατάξεις ή αρχές του συνταγματικού δικαίου ή του δικαίου της ΕΕ και, γενικότερα, του διεθνούς δικαίου, εφόσον προκύπτει ότι ο παράγοντας του φύλου διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην άσκηση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης, ενώ, απεναντίας, η εν λόγω απόκλιση δεν δικαιολογείται και αντιβαίνει στις προαναφερόμενες διατάξεις, αν προκύπτει ότι ο παράγοντας του φύλου δεν παίζει κανένα ρόλο ή έχει ασήμαντη επιρροή στην άσκηση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1988/2005, 3018/2014)

(Β) Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2936/2001, με την οποία προβλέπεται η κατάταξη των γυναικών Επαγγελματιών Οπλιτών μόνο σε ειδικότητες διοικητικής μέριμνας και υποστήριξης και ο αποκλεισμός τους από το σύνολο των επιχειρησιακών και τεχνικών ειδικοτήτων συνιστά απόκλιση από την αρχή της ισότητας των φύλων κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα ΕΠ.ΟΠ. και την εκπαίδευση που απαιτείται για την άσκησή του – Από το περιεχόμενο, όμως, των διατάξεων του νόμου αυτού δεν προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης, για τη θέσπιση της ως άνω απόκλισης, έλαβε υπόψη του και εκτίμησε συγκεκριμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες δραστηριότητες και τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στις αρμοδιότητες των επιχειρησιακών και τεχνικών ειδικοτήτων των ΕΠ.ΟΠ., όπως περιγράφονται αναλυτικά στον Στρατιωτικό Κανονισμό (ΣΚ 105-2/1999), για την άσκηση των οποίων, λόγω της φύσης τους και των συνθηκών υπό τις οποίες ασκούνται, θεώρησε ότι ο παράγοντας του φύλου διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο – Επομένως, δεν προκύπτουν κριτήρια συγκεκριμένα και πρόσφορα να δικαιολογήσουν τον θεσπιζόμενο με τις προαναφερόμενες διατάξεις πλήρη αποκλεισμό των γυναικών από το σύνολο των επιχειρησιακών και τεχνικών ειδικοτήτων των ΕΠ.ΟΠ και να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να ελέγξει αν η πρόσβαση αποκλειστικά και μόνον των ανδρών στις συγκεκριμένες δραστηριότητες δικαιολογείται πράγματι από τη φύση των καθηκόντων αυτών, δηλαδή αν πρόκειται για καθήκοντα, η άσκηση των οποίων απαιτεί δυνατότητες που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, διαθέτουν κατά κανόνα σε μεγαλύτερο βαθμό οι άνδρες –  Τέτοια δε κριτήρια συγκεκριμένα και πρόσφορα να δικαιολογήσουν τον ανωτέρω αποκλεισμό σε βάρος των γυναικών δεν προκύπτουν ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 2936/2001 και, συγκεκριμένα, από την εισηγητική έκθεση και τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή – Και ναι μεν από την εισηγητική έκθεση προκύπτει ότι ο θεσμός των ΕΠ.ΟΠ. συνδέεται και με τη μείωση της στρατιωτικής θητείας, η οποία βαρύνει μόνο τους άνδρες, τούτο, όμως, δεν αρκεί να δικαιολογήσει την εν λόγω απόκλιση, καθόσον στα πρακτικά των συζητήσεων αναφέρεται σαφώς ότι δεν πρόκειται να υποκαταστήσει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, ενώ ο εν λόγω θεσμός αποβλέπει εξίσου και στη στελέχωση των Ενόπλων Δυνάμεων με εξειδικευμένο μόνιμο προσωπικό για το χειρισμό και τη συντήρηση των νέων προηγμένων οπλικών συστημάτων – Άλλωστε σε χρόνο μεταγενέστερο από τον κρίσιμο για την ένδικη υπόθεση, μετά την δημοσίευση του ν. 3488/2006 «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά στην πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και ανέλιξη, στους όρους και στις συνθήκες εργασίας και άλλες συναφείς διατάξεις» και σε εφαρμογή του, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας του έτους 2007 προβλέφθηκαν ενιαία, χωρίς διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών, ειδικότητες επαγγελματιών οπλιτών Στρατού – Συνεπώς, ο θεσπιζόμενος με τις προαναφερόμενες διατάξεις πλήρης αποκλεισμός των γυναικών από τις εν λόγω ειδικότητες ΕΠ.ΟΠ. συνιστά απόκλιση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, η οποία βαίνει πέραν αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας των ενόπλων δυνάμεων – Με τα δεδομένα αυτά, οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2936/2001 προσκρούουν στις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ [με μειοψηφία ενός Συμβούλου]

 

 

 

 

Μαΐου 2016.

ΣτΕ 1108/2016
Ένδικη προστασία – Έννομο συμφέρον – Δίκαιο του ανταγωνισμού 
Αγελαδοτρόφος δεν έχει (άμεσο και προσωπικό) έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή κατά πράξης της Επιτροπής Ανταγωνισμού περί επιβολής κυρώσεων σε γαλακτοβιομηχανίες, για σύμπραξή τους όσον αφορά τις τιμές, ισχυριζόμενος ότι οι κυρώσεις έπρεπε να είναι βαρύτερες, εφόσον δεν έχει την ιδιότητα του ανταγωνιστή ή του καταγγέλοντος – Τούτο δεν αντίκειται στο άρ. 20 παρ. 1 Σ. ή στο άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ

ΣτΕ 1085/2016 επταμ.
Δικαίωμα περιουσίας – Αγωγή αποζημίωσης κατά του Δημοσίου – Ζημία (ανήλικου ή ενήλικου) τέκνου, λόγω στέρησης διατροφής, συνεπεία θανάτου του πατέρα – Συνυπολογισμός ωφέλειας από χορηγηθείσα σύνταξη λόγω θανάτου – Τοκογονία σε περίπτωση τμηματικής καταβολής αποζημίωσης, για μελλοντική ζημία  
(Α) Ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει κατά το άρ. 105 ΕισΝΑΚ όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία και τους οικείους κανονισμούς, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως – Εξάλλου, κατά την έννοια των άρθρων 928 και 930 του ΑΚ, το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης του, να αποζημιώσει εκείνον που είχε αξίωση διατροφής έναντι προσώπου που θανατώθηκε εξαιτίας παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του – Η εν λόγω αξίωση αποζημιώσεως, αποσκοπούσα να αποκαταστήσει τον δικαιούχο της διατροφής, ούτως ώστε ο τελευταίος να επανέλθει στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν θανατωνόταν ο υπόχρεος να τον διατρέφει, περιλαμβάνει ό,τι και για όσο χρόνο θα όφειλε να καταβάλει ο θανατωθείς στο δικαιούχο της διατροφής – Στους ανωτέρω δικαιούχους περιλαμβάνονται η σύζυγος και το τέκνο του θανόντος – Επίσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486 παρ. 1 και 1489 παρ. 2 του ΑΚ, δικαίωμα διατροφής έχει και το ενήλικο τέκνο, εφ’ όσον δεν μπορεί να αυτοδιατραφεί από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, εν όψει και των αναγκών εκπαιδεύσεώς του – Η διατροφή αυτή περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 1493 ΑΚ, όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του, υπό την προϋπόθεση ότι στερείται επαρκών περιουσιακών στοιχείων για να εξασφαλίσει την εκπαίδευση αυτή, ενώ αδυνατεί να μετέλθει κατάλληλη εργασία που να του επιτρέπει την απρόσκοπτη συνέχιση των σπουδών του – Οι ανάγκες εκπαιδεύσεως εξαρτώνται από τις λοιπές βιοτικές συνθήκες του δικαιούχου, ως εκπαίδευση δε νοείται όχι μόνο η κατώτερη, αλλά και η μέση και η ανώτερη ή ανώτατη – Σχετικώς λαμβάνονται υπόψη οι επιδόσεις του δικαιούχου, ήτοι η ικανότητά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ορισμένου βαθμού και επιπέδου σπουδών
(Β) Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 του ΕισΝΑΚ και 298 του ΑΚ, η αποζημίωση, την οποία οφείλει το Δημόσιο, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός – Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας – Τέτοιος σύνδεσμος δεν υπάρχει όταν ζημία και ωφέλεια στηρίζονται σε διαφορετική η καθεμία αιτία  – Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη – Από την ανωτέρω γενική αρχή περί συνυπολογισμού ωφέλειας και ζημίας εισάγει εξαίρεση η διάταξη του τρίτου εδαφίου του άρθρου 930 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, ιδίως για τις περιπτώσεις θανατώσεως ή βλάβης του σώματος ή της υγείας κάποιου προσώπου, η υποχρέωση προς αποζημίωση δεν αποκλείεται εκ του λόγου ότι άλλος είναι υπόχρεος να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον ζημιωθέντα, υπό την έννοια ότι ο ζημιωθείς δικαιούται να απαιτήσει, στην τελευταία αυτή περίπτωση, αμφότερες τις παροχές, δηλαδή και την αποζημίωση και την ωφέλεια και όταν αυτές έχουν ως αιτία το ζημιογόνο γεγονός – Περαιτέρω, ειδικώς στην περίπτωση κατά την οποία ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεoς να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, όπως συμβαίνει στην περίπτωση, κατά την οποία, το Δημόσιο οφείλει αποζημίωση λόγω διατροφής στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, συγχρόνως δε οφείλει και σύνταξη λόγω θανάτου, είναι μεν δυνατόν, από τις γενικές διατάξεις του δικαίου, να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός εν όλω ή εν μέρει της ωφέλειας στη ζημία, όπως όταν η καλή πίστη δεν ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός, εκτιμωμένων των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως, να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος, αλλά μπορεί η καλή πίστη να επιτρέπει ή ακόμα και να επιβάλλει , ενόψει πάντοτε των συγκεκριμένων συνθηκών, κατά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως λόγω διατροφής που καταβάλλει το Δημόσιο κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, να χωρήσει συμψηφισμός εν όλω ή εν μέρει με την καταβαλλόμενη από το ίδιο το Δημόσιο σύνταξη λόγω θανάτου, ενόψει, άλλωστε, και των παρόμοιων σκοπών τους οποίους αποβλέπει να εξυπηρετήσει και των αναγκών τις οποίες επιδιώκει να ικανοποιήσει τόσο η αποζημίωση λόγω διατροφής όσο και η σύνταξη λόγω θανάτου, έτσι ώστε το ζημιογόνο γεγονός να μην οδηγήσει τελικώς στον πλουτισμό του ζημιωθέντος
(με μειοψηφία δύο Συμβούλων και ενός Παρέδρου, σύμφωνα με την οποία δεν χωρεί συμψηφισμός της οφειλόμενης αποζημιώσεως λόγω διατροφής με τη σύνταξη λόγω θανάτου, για την οποία, άλλωστε, ο θανατωθείς έχει υποβληθεί σε θυσίες κατά τη διάρκεια της ζωής του, καταβάλλοντας εισφορές, δεν ασκεί δε επιρροή το γεγονός ότι η ιδιότητα του υποχρέου σε αποζημίωση συμπίπτει με την ιδιότητα του οφείλοντος τη σύνταξη)
(Γ) Κατά την έννοια της διατάξεως του δευτέρου εδαφίου του ως άνω άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (ΚΝΔΔ), ως προς την έναρξη της τοκογονίας αρκεί η γένεση της επιδικίας, από την οποία αρχίζει η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη της απαιτήσεως για χρηματική παροχή με την άσκηση της αγωγής και η επίδοση της αγωγής προς το Ελληνικό Δημόσιο, από την οποία λαμβάνει αυτό γνώση της αμφισβητήσεως – Περαιτέρω, ειδικώς στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει ενιαία αξίωση κατά του Δημοσίου για την καταβολή αποζημιώσεως προκειμένου να αποκατασταθεί μελλοντική ζημία, η οποία εξοφλείται, κατά νομοθετική πρόβλεψη, τμηματικά (άρθρο 930 παρ. 1 εδαφ. α΄) και συγκεκριμένα σε χρηματικές δόσεις κατά μήνα, για την τοκογονία απαιτείται αλλά και αρκεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του ΚΝΔΔ, η επίδοση στο Δημόσιο αγωγής με αίτημα την αναγνώριση ή την επιδίκαση της αποζημιώσεως αυτής, νομιμοτόκως, δεν ασκεί δε επιρροή για την κατά τα ανωτέρω τοκογονία το γεγονός ότι η τοκογονία της σχετικής οφειλής, ειδικώς στην περίπτωση αυτή, ως εκ της φύσεως της αξιώσεως σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανάγεται στην αποκατάσταση μελλοντικής ζημίας και ικανοποιείται με την καταβολή χρηματικών δόσεων στο μέλλον, κατά μήνα, επέρχεται εν τοις πράγμασι όχι από το χρονικό σημείο της επιδόσεως της αγωγής με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα αλλά σε μεταγενέστερα της επιδόσεως της αγωγής χρονικά σημεία και συγκεκριμένα κατά τη δήλη ημέρα καταβολής κάθε μιας απαιτητής – ληξιπρόθεσμης μηνιαίας παροχής (δόσεως), από την παρέλευση της οποίας και θα επιδικαστούν τόκοι, εφόσον κατά την ημέρα εκείνη δεν καταβληθεί η απαιτητή δόση – Εξάλλου, δεν απαιτείται ειδικώς στην ως άνω περίπτωση, ο αιτών να ασκεί και να επιδίδει στο Δημόσιο αγωγή για καταβολή τόκων κάθε φορά που η απαίτησή του για την καταβολή της χρηματικής αυτής δόσεως καθίσταται ληξιπρόθεσμη με την πάροδο της δήλης ημέρας κατά την οποία η δόση αυτή είναι απαιτητή, αλλά αρκεί η επίδοση αγωγής για την κύρια οφειλή με αίτημα την καταβολή της οφειλής αυτής νομιμοτόκως, από τo χρονικό δε σημείο της επιδόσεως της αγωγής για την καταβολή της κύριας οφειλής, γεννιέται και η παρεπόμενη αυτής υποχρέωση καταβολής τόκου 

ΣτΕ 1114/2016 επταμ.


Ένδικη προστασία – Δικαίωμα ακρόασης διαδίκων
Αναβάλλεται η εκδίκαση της υπόθεσης, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στο αιτούν σωματείο να διατυπώσει τις απόψεις του επί του ζητήματος της επιρροής μεταγενέστερων διοικητικών πράξεων (με τις οποίες έγινε επαναφορά στο Λύκειο μαθήματος που είχε καταργηθεί με την επίδικη απόφαση) επί του αντικειμένου της δίκης (βλ. ΣτΕ Ολ. 1464/2013)

ΣτΕ 1086/2016 επταμ.


Δικαίωμα περιουσίας – Αποζημίωση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη – Έκταση αναιρετικού ελέγχου
Ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί, κατά το άρθρο 932 του Α.Κ., να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου, λόγω ψυχικής οδύνης – Με την τελευταία διάταξη παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η εξουσία, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, αν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη – Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, πραγματικών περιστατικών που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για το σχηματισμό της κρίσεως αυτής ή η παράλειψή του να συνεκτιμήσει πραγματικά περιστατικά που είχαν τεθεί υπόψη του, τα οποία επιδρούν στον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, ελέγχεται κατ’ αναίρεση – Αντιθέτως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθώς και ο προσδιορισμός από αυτό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο, δοθέντος ότι σχηματίζονται από την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου – Κατ’ εξαίρεση, ο προσδιορισμός του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, που καθορίζεται από το δικαστήριο της ουσίας υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για παράβαση της διατάξεως του άρθρου 932 του Α.Κ. μόνο αν κριθεί ότι το δικαστήριο αυτό υπερέβη τα άκρα όρια της διαγραφόμενης από την εν λόγω διάταξη εξουσίας του

ΣτΕ 1084/2016 επταμ.


Δημόσιοι υπάλληλοι – Δικαίωμα περιουσίας – Αρχή της ισότητας – Αξίωση αποζημίωσης λόγω παράνομης παράλειψης αναδρομικού διορισμού σε θέση δημοτικού υπαλλήλου – Διετής παραγραφή 
Από τις διατάξεις των άρθρων 91 (παρ. 1 και 3) του ν.δ. 321/1969 και 90 (παρ. 1 και 3) του ν. 2362/1995 προκύπτει ότι οι οιασδήποτε φύσεως μισθολογικές αξιώσεις των υπαλλήλων ή πάσης φύσεως προσωπικού κατά του Ελληνικού Δημοσίου, συνεπώς και οι τυχόν αξιώσεις δημοτικών ή κοινοτικών υπαλλήλων κατά του Δημοσίου, είτε αυτές βασίζονται σε παρανομία των οργάνων αυτού είτε στις διατάξεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό, δηλαδή είτε πρόκειται για ευθεία αγωγή κατά του Δημοσίου, είτε για αγωγή αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, εξαιτίας παραλείψεως οφειλομένης νόμιμης ενέργειας οργάνων του Δημοσίου, ως προϋποθέσεως για τη θεμελίωση των σχετικών αξιώσεων, υπόκεινται σε διετή παραγραφή, η οποία, όσον αφορά τη διαφοροποίηση αυτής από την γενικά προβλεπόμενη για όλες τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου, πενταετή παραγραφή, τόσο στην παράγραφο 1 του άρθρου 90 όσο και στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 86 του ν. 2362/1995, δεν αντίκειται στην από το άρθρο 4 παρ. 1 Σ. της ισότητας (βλ. ΑΕΔ 1/2012)

ΣτΕ 1073/2016


Δευτεροβάθμια εκπαίδευση – Συγχώνευση σχολικών μονάδων – Κριτήρια – Έκταση δικαστικού ελέγχου  
Η κατά το άρθρο 11 του ν. 1966/1991, όπως έχει ήδη αντικατασταθεί με την παρ. 15 του άρθρου 59 του ν. 3966/2011, κατάργηση και συγχώνευση σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως με την έκδοση υπουργικής απόφασης έχει ως σκοπό την αρτιότερη λειτουργία τους αλλά και τον εξορθολογισμό των δαπανών και συνιστά, αφενός, ειδικότερο θέμα σε σχέση με το γενικό πλαίσιο οργάνωσης της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο τίθεται κατά κύριο λόγο με τις διατάξεις του ν. 1566/1985, αφετέρου, θέμα με τοπικό ενδιαφέρον, αφού για τις καταργήσεις και συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων λαμβάνονται υπόψη οι τοπικές ανάγκες και συνθήκες παροχής εκπαίδευσης – Ο αρμόδιος υπουργός, μετά και από απλή γνωμοδότηση του οικείου δημοτικού συμβουλίου και του περιφερειακού διευθυντή εκπαίδευσης, εκτιμά, λαμβάνοντας υπόψη πρόσφορα κριτήρια και, ιδίως, τον αριθμό των μαθητών και την εξέλιξη του μαθητικού δυναμικού, τις κτιριακές υποδομές και τον εξοπλισμό των σχολείων, καθώς και τις συνθήκες πρόσβασης των μαθητών στο νέο σχολείο, εάν είναι σκόπιμη η διατήρηση περισσότερων σχολικών μονάδων ή επιβάλλεται η συγχώνευσή τους (ΣΕ 4799/2012 7μ.) – Η υπουργική αυτή απόφαση έχει κανονιστικό χαρακτήρα και, συνεπώς, δεν ελέγχεται από την άποψη της αιτιολογίας, αλλά μόνο από την άποψη της συνδρομής των όρων της εξουσιοδότησης με βάση την οποία εκδίδεται, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της – Εξάλλου, η αξιολόγηση από τη Διοίκηση των προαναφερόμενων κριτηρίων, η οποία δεν είναι απαραίτητο να περιέχεται στην ίδια την κανονιστική ρύθμιση, αλλά μπορεί να προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές πράξεις ή και άλλα στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 1210/2010 Ολομ.), ανήκει στην ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως, η οποία εκφεύγει, κατ’ αρχήν, του ακυρωτικού ελέγχου και ελέγχεται μόνο αν προβάλλεται με συγκεκριμένους ισχυρισμούς ή προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η συγκεκριμένη συγχώνευση σχολικών μονάδων έγινε κατά πρόδηλη παραγνώριση των κριτηρίων και των όρων της εξουσιοδοτικής διάταξης – Εν προκειμένω, δεν προβάλλονται τέτοιοι ισχυρισμοί και επομένως  ο σχετικός λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος

ΣτΕ Ολομ. 1120/2016


Αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρ. 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 παρ. 1 και 7 Σ.) – Αντισυνταγματικότητα της διάταξης του άρ. 12 του ν. 3899/2010 περί πρόσληψης στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ των επιτυχόντων σε διαδικασία πρόσληψης στην Αγροτική Τράπεζα Α.Ε. 
(Α) Με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 103 Σ., με τις οποίες κατοχυρώνονται συνταγματικά οι αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά το διορισμό στο Δημόσιο, οι οποίες, άλλωστε, συνάγονται, κατ’ αρχήν και από τις γενικότερες διατάξεις της παρ. 1 του ίδιου άρθρου και αποτελούν ειδικότερη έκφραση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και του δικαιώματος για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και συμμετοχή στην οικονομική ζωή της Χώρας (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Σ.), ορίζεται ότι η πρόσληψη των υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή, βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (ΑΣΕΠ) – Εξάλλου τα κριτήρια αυτά πρέπει να είναι κατάλληλα για την άσκηση των καθηκόντων της θέσεως, ο δε καθορισμός τους επαφίεται, κατ΄ αρχήν, στο νόμο και περαιτέρω, στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση
(Β) Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 12 του ν. 3899/2010, στην οποία ορίζεται ότι οι υποψήφιοι της υπ’ αριθμ. 9Κ/2008 προκηρύξεως του ΑΣΕΠ, των κλάδων ΤΕ και ΔΕ, οι οποίοι επέτυχαν σε διαδικασία επιλογής με σειρά προτεραιότητας για να προσληφθούν σε ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας, προσλαμβάνονται σε φορέα του δημοσίου, στο ν.π.δ.δ. ΙΚΑ – ΕΤΑΜ., αποκλειομένης της εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 11 του ν. 3833/2010 (περί περιορισμού των προσλήψεων στο δημόσιο τομέα), εισάγει ρύθμιση αποκλίνουσα από την συνταγματική αρχή της ισότητας, τούτο δε, διότι χωρίς αποχρώντα λόγο δημοσίου συμφέροντος εξαιρεί τους επιτυχόντες της ανωτέρω προκηρύξεως από τον ισχύοντα για όλους περιορισμό των προσλήψεων, δηλαδή την αναλογία μιας προσλήψεως προς πέντε (ή δέκα) αποχωρήσεις, που αποσκοπεί στην «περαιτέρω μείωση των λειτουργικών δαπανών» του δημόσιου τομέα για την αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης, ενώ διατηρείται ο περιορισμός αυτός για τους επιτυχόντες της υπ’ αριθμ. 8Κ/2008 προκηρύξεως (αφορώσας στην πλήρωση, με σειρά προτεραιότητας, θέσεων τακτικού προσωπικού σε διάφορους τομείς του δημοσίου τομέα, μεταξύ των οποίων και του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ) , οι οποίοι με βάση τα προσόντα τους ήταν καταλληλότεροι για τις θέσεις του φορέα, για τον οποίο διαγωνίσθηκαν, σε αντίθεση με τους υποψήφιους της υπ’ αριθμ. 9Κ/2008 προκηρύξεως, οι οποίοι, κατά παράβαση, μάλιστα, του άρθρου 103 παρ. 7 Σ., προσελήφθησαν στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, αφού κρίθηκαν επιτυχόντες σε άλλες ειδικότητες και κατόπιν συνεκτιμήσεως διαφορετικών, εν μέρει, προσόντων, κατάλληλων για άλλο φορέα από αυτόν στον οποίο, τελικά, προσελήφθησαν – Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά λόγο δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί την άμεση και κατά προτεραιότητα έναντι των εφεσιβλήτων πρόσληψη των επιτυχόντων της υπ’ αριθμ. 9Κ/2008 προκηρύξεως του ΑΣΕΠ στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ η αναφορά της αιτιολογικής εκθέσεως ότι η ρύθμιση του άρθρου 12 του ν. 3899/2012 συνδέεται με την βιωσιμότητα της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας και αποτελεί μέρος του σχεδίου εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης της εν λόγω Τράπεζας

ΣτΕ Ολομ. 1129/2016 (με μειοψηφία)


Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας – Περιβάλλον – Κοινόχρηστα πράγματα – Λιμένες – Επιτρεπτή η μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ του δικαιώματος παραχώρησης ιδιαίτερων δικαιωμάτων επί λιμένων 
(Α) Τα κοινόχρηστα πράγματα, στα οποία περιλαμβάνονται οι λιμένες και οι τουριστικοί λιμένες, ανήκουν στη δημόσια κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην κοινοχρησία τους, η δε διαχείρισή τους αντιδιαστέλλεται προς την διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και συνιστά άσκηση δημοσίας εξουσίας – Στο πλαίσιο όμως της διαχειρίσεως των εν λόγω πραγμάτων από τη Διοίκηση είναι δυνατόν, σύμφωνα με τον βασικό, δημοσίου δικαίου, κανόνα του άρθρου 970 του Α.Κ., να παραχωρούνται επ’ αυτών ιδιαίτερα δικαιώματα προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφ’ όσον με την παραχώρηση των ιδιαιτέρων αυτών δικαιωμάτων, – τα οποία έχουν χαρακτήρα δημοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου και αποσκοπούν, κατά κύριο λόγο, στην εξυπηρέτηση της εμπορικής, επιβατικής, ναυτιλιακής, τουριστικής και αλιευτικής κίνησης και γενικότερα των λειτουργικών αναγκών του λιμένα, – εξακολουθεί να εξυπηρετείται ή, τουλάχιστον, δεν αναιρείται η κοινή χρήση – Με την εν λόγω παραχώρηση δεν αποκλείεται η επιδίωξη και ταμιευτικού σκοπού, εφ’ όσον εξυπηρετούνται οι λειτουργικές ανάγκες του λιμένα και δεν αναιρείται ο κατά τα ανωτέρω προέχων σκοπός (ΣτΕ 1211/2010 Ολομ.)
(Β) Εν προκειμένω, με τους ορισμούς των διατάξεων της νομοθεσίας περί ΤΑΙΠΕΔ, οι οποίες αποσκοπούν στην ικανοποίηση συγκεκριμένου σκοπού δημοσίου συμφέροντος δηλαδή την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους βάσει σχετικού συνολικού προγράμματος, δεν αίρεται, με την μεταβίβαση του δικαιώματος παραχώρησης των δικαιωμάτων, ο κοινόχρηστος χαρακτήρας των προς παραχώρηση πραγμάτων, ενώ το ίδιο το ΤΑΙΠΕΔ, στο οποίο μεταβιβάζεται το δικαίωμα, διέπεται από ιδιαίτερο νομικό καθεστώς που εξασφαλίζει τον έλεγχό του εκ μέρους του Δημοσίου – Στο ΤΑΙΠΕΔ δεν μεταβιβάζονται νέα δικαιώματα επί των λιμένων, αλλ’ απλώς η άσκηση ήδη προβλεπόμενων από την κείμενη νομοθεσία δικαιωμάτων, τα δε μεταβιβαζόμενα δικαιώματα εξακολουθούν να τελούν υπό όλους τους περιορισμούς και τα βάρη που συνεπάγεται η εφαρμογή των διατάξεων της νομοθεσίας για την κοινοχρησία των λιμένων και των τουριστικών λιμένων, η οποία διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, με την κρατική εποπτεία – Τυχόν, με τη μεταγενέστερη παραχώρηση δικαιωμάτων επί κινητών και ακινήτων στοιχείων που βρίσκονται εντός των λιμένων και των τουριστικών λιμένων από το ΤΑΙΠΕΔ σε τρίτους μέσω συμβάσεων παραχώρησης, καθορισμός όρων που ενδεχομένως θα παρακώλυαν την κοινή χρήση και τις λειτουργικές ανάγκες των λιμένων θα ήταν δικαστικά ελεγκτός στο στάδιο εκείνο, δεν μπορεί δε από τη φύση του, αφού ανάγεται σε περιστατικά μέλλοντα και υποθετικά, να εξεταστεί στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως ακυρώσεως – Συνεπώς, η επίμαχη μεταβίβαση είναι επιτρεπτή και δεν προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 106 παρ. 3, 25 παρ. 1 εδ. α και 2, 5 παρ. 1 και 1 παρ. 2 Σ. (με μειοψηφία δύο Συμβούλων)

ΣτΕ Ολομ. 1125/2016 (με μειοψηφία)


Αποδοχές στρατιωτικών υπαλλήλων – Αρχή της ισότητας ενώπιον της δημοσίων βαρών –  Υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ – Αντισυνταγματικότητα των περιπτώσεων 31 – 33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων από 1.8.2012 (ΣτΕ Ολομ. 2193/2014) – Διαπίστωση μη συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις σχετικές ακυρωτικές αποφάσεις (πρακτικά 10-13/2014 και 18-21/2015 Συμβουλίου Συμμόρφωσης ΣτΕ) – Αντισυνταγματικότητα του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, κατά το μέρος που αφορά (α) στην αναπροσαρμογή των αποδοχών των στρατιωτικών υπαλλήλων σε επίπεδα κατώτερα εκείνων που είχαν διαμορφωθεί πριν την 1.8.2012 και (β) στην περικοπή κατά 50% της επιστρεπτέας στους στρατιωτικούς διαφοράς αποδοχών για το χρόνο από 1.8.2012 έως και 31.12.2014  
(Α) Από το συνδυασμό των άρθρων 95 παρ. 5 Σ., 50 παρ. 4 και 5 του π.δ. 18 /1989 και 3 παρ. 1 του ν. 3068/2002, συνάγεται ότι η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποχρεούται όχι μόνον να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στο νομικό κόσμο την νομοθετική πράξη που κρίθηκε αντίθετη προς συνταγματικές διατάξεις ή τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, αλλά και να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής καταστάσεως που προέκυψε αμέσως ή εμμέσως από τις πράξεις αυτές, ανακαλώντας ή τροποποιώντας τις σχετικές στο μεταξύ εκδοθείσες πράξεις ή εκδίδοντας άλλες με αναδρομική ισχύ, για να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν, αν από την αρχή δεν είχε ισχύσει η κριθείσα αντίθετη προς το Σύνταγμα νομοθετική πράξη ή η ακυρωθείσα διοικητική πράξη – Το ειδικότερο, εξ άλλου, περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων της Διοικήσεως προσδιορίζονται από το αντικείμενο της ακυρώσεως, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζεται από το είδος και τη φύση της ακυρωθείσης πράξεως, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις πάνω στα ζητήματα τα οποία εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το δικαστήριο στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του – Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 Σ. και και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, συνάγεται ότι η Διοίκηση υποχρεώνεται να συμμορφώνεται απροφασίστως, και προς τις δεσμευτικές αποφάσεις των δικαστικών οργάνων που ο ειδικός νόμος, προς εκπλήρωση της επιταγής του άρ. 95 παρ. 5 Σ., κατέστησε αρμόδια, με τον τρόπο που εκείνα κρίνουν, βάσει της δικαστικής αποφάσεως, ως προσήκοντα – Ως εκ τούτου, ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί, εφόσον τα αρμόδια δικαστικά όργανα έχουν ήδη υποδείξει στην Διοίκηση τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ, να καθιστά, με ειδικές διατάξεις, ανενεργή την εκκρεμή διαδικασία συμμορφώσεως, καταστρατηγώντας την υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις, η οποία αποτελεί ειδικότερη πτυχή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης
(Β) Mε την ΣτΕ Ολομ. 2193/2014 ακυρώθηκε, η από 14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τίτλο “Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222/Α’/12-11-2012)”, κατά το μέρος που αφορούσε την αναδρομική, από 1-8-2012 έως την εφαρμογή του νόμου αυτού, μείωση των αποδοχών των εν ενεργεία στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων, συνεπεία της οποίας υποχρεώθηκαν αυτοί  να επιστρέψουν αποδοχές τις οποίες είχαν ήδη εισπράξει, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες – Ειδικότερα με την εν λόγω ακυρωτική απόφαση κρίθηκε ότι οι διατάξεις των περιπτώσεων 31 – 33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και, μάλιστα, αναδρομικώς από 1.8.2012, καθώς και της απολύτου συναφούς προς αυτές διατάξεως της περιπτώσεως 37 της αυτής υποπαραγράφου, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβληθείσα ΥΑ, ήταν αντίθετες τόσο προς την αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών, όσο και προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος – Εξάλλου, με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολομ. 2194, 2195, 2196 και 2192/2014 έγινε δεκτές παρόμοιες αιτήσεις των Πανελληνίων Ομοσπονδιών Αστυνομικών Υπαλλήλων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Προσωπικού Λιμενικού Σώματος κ.λ.π. και των Ενώσεων Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού, Ναυτικού και το Δικαστήριο προέβη σε ακύρωση της ανωτέρω κανονιστικής ΥΑ, για το αντίστοιχο, κάθε φορά,  μέρος.
(Γ) Περαιτέρω, με τα 10-13/2014 πρακτικά του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμορφώσεως του ΣτΕ κρίθηκε ότι συνέτρεχε περίπτωση μη συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς τις ανωτέρω ακυρωτικές αποφάσεις, κλήθηκε δε το Υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 3 παρ. 1 του ν. 3068/2002 και 2 παρ. 2 του π. δ/τος 61/2004, να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις του ΣτΕ εντός διμήνου από της επιδόσεως των οικείων πρακτικών – Ειδικότερα, έγινε δεκτό ότι από τις υπ΄αριθμ. 2193-6/2014  ακυρωτικές  αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρρεε εν πρώτοις η υποχρέωση καταβολής των αποδοχών που τα μέλη των αιτουσών ενώσεων και ομοσπονδιών υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, συνεπεία της εφαρμογής των αντισυνταγματικών διατάξεων του ν. 4093/2012 – Πέραν της υποχρεώσεως αυτής, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια του ακυρωτικού αποτελέσματος, ευθεία, δηλαδή, συνέπεια της ακυρώσεως κανονιστικής πράξεως, το περιεχόμενο της οποίας εξαντλείτο στο παρελθόν, η κήρυξη της διαγνωσθείσης αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4093/2012 δημιούργησε την πρόσθετη υποχρέωση της Διοικήσεως να μεριμνήσει για τον τρόπο επιστροφής των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούσαν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που οι στρατιωτικοί ελάμβαναν προ της εφαρμογής του ν. 4093/2012 και των αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν μετά τις περικοπές που υπέστησαν κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του νόμου αυτού – Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στα ανωτέρω πρακτικά, η υποχρέωση αυτή αφορά το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της ενάρξεως ισχύος του ν. 4093/2012 και της δημοσιεύσεως των αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, κρίθηκε, επίσης, ότι η Διοίκηση, μετά τη δημοσίευση των ακυρωτικών αποφάσεων, υποχρεούτο να θεωρήσει ως ισχύουσες τις προ του ν. 4093/2012 μισθολογικές διατάξεις και να καταβάλει στους στρατιωτικούς και τους υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας για τον εφεξής χρόνο τις αποδοχές που δικαιούνταν βάσει των τελευταίων αυτών διατάξεων – Με τα ίδια πρακτικά έγινε, τέλος, δεκτό ότι ήταν επιτρεπτή η κατάρτιση νέου μισθολογίου για τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας επί τη βάσει των κριτηρίων που τέθηκαν με τις αποφάσεις της Ολομέλειας, αλλά, κατά τη διαμόρφωσή του, οι αποδοχές των στρατιωτικών και των στελεχών των σωμάτων ασφαλείας δεν μπορούν να καθορισθούν σε επίπεδα αντίστοιχα και, κατά μείζονα λόγο, κατώτερα εκείνων που είχαν διαμορφωθεί κατ’ εφαρμογή των αντισυνταγματικών διατάξεων του ν. 4093/2012, διότι μία τέτοια ενέργεια θα ισοδυναμούσε με παραβίαση του δεδικασμένου που απορρέει από τις ακυρωτικές αποφάσεις και θα συνιστούσε, κατ’ επέκταση, περίπτωση μη συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς τις αποφάσεις αυτές, με τις οποίες, μεταξύ άλλων, κρίθηκε ότι οι επιβληθείσες δυνάμει του νόμου αυτού μειώσεις υπερέβησαν, λόγω της σωρευτικής επιβαρύνσεως των στρατιωτικών, τα όρια που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη
(Δ) Μετά την έκδοση των πρακτικών αυτών και ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία συμμορφώσεως της Διοικήσεως δημοσιεύθηκε ο ν. 4307/2014, στο άρθρο 86 του οποίου περιελήφθησαν ρυθμίσεις σχετικά με τη μισθολογική αποκατάσταση των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας – Στη συνέχεια, το Τριμελές Συμβούλιο Συμμορφώσεως του ΣτΕ, επιλαμβανόμενο εκ νέου της υποθέσεως, εξέδωσε τις υπ. αριθμ.18-21/2015 αποφάσεις του, με τις οποίες έκρινε ότι η Διοίκηση εν μέρει μόνον συμμορφώθηκε προς τις εν λόγω αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ, διότι οι νεότερες μισθολογικές ρυθμίσεις δεν συνιστούν πλήρη συμμόρφωση, ούτε κατά το μέρος που αφορά στην υποχρέωση της Διοικήσεως να καταβάλει στους στρατιωτικούς τις αποδοχές που υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, λόγω των αναδρομικών μειώσεων που υπέστησαν κατ’ εφαρμογήν του ν. 4093/2012, ούτε κατά το μέρος που αφορά στην υποχρέωση επιστροφής προς αυτούς των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που ελάμβαναν προ της εφαρμογής του ν. 4093/2012 και των αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν, μετά τις γενόμενες περικοπές, κατά το χρονικό διάστημα από της ενάρξεως ισχύος του ν. 4093/2012 και μέχρι της δημοσιεύσεως του ν. 4307/2014, καθόσον σε αμφότερες τις περιπτώσεις προβλέφθηκε μερική μόνον, κατά το ήμισυ περίπου, επιστροφή των αντίστοιχων ποσών – Καθ’ όσον αφορά, εντούτοις, τις μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4307/2014 εφεξής καταβαλλόμενες αποδοχές των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας (μετά την 15.11.2014), το Τριμελές Συμβούλιο έκρινε ότι δεν μπορούσε να υπεισέλθει στο ζήτημα, το οποίο δεν αποτελούσε αντικείμενο της διαδικασίας συμμορφώσεως
(Ε) Με τις διατάξεις του άρθρου 86 παρ. 2 του ν. 4307/2014 θεσπίζεται ιδιότυπο μισθολόγιο των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, προκειμένου να συμμορφωθεί η Διοίκηση στις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ – Στο νέο αυτό μισθολόγιο προσδίδεται αναδρομική ισχύς, η οποία ανατρέχει στον χρόνο ενάρξεως ισχύος των διατάξεων του ν. 4093/2012, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές και ανίσχυρες με τις υπ΄ αριθμ. 2192-6/2014 αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ, με συνέπεια να εκδοθεί η προσβαλλόμενη κανονιστική ΚΥΑ, περί καθορισμού του χρόνου και του τρόπου επιστροφής, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως 30.11.2014, των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν στην διαφορά μεταξύ των αναπροσαρμοζομένων αποδοχών του ν. 4307/2014 και των αποδοχών που πράγματι είχαν λάβει, τα οποία είναι μειωμένα σε ποσοστό περίπου 50% σε σχέση με τις προ της 1.8.2012 αποδοχές τους – Οι ρυθμίσεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, κατά το αναδρομικό αυτό κεφάλαιο περί επιστροφής ποσών, αποτελούν ρύθμιση ατομικών περιπτώσεων, συνιστούν δε πλημμελή συμμόρφωση προς τις ακυρωτικές αποφάσεις διότι: α) για το χρονικό διάστημα από 1-8-2012 μέχρι 31-12-2012, το οποίο αφορά τα ποσά των αποδοχών που οι στρατιωτικοί υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν ως αχρεωστήτως καταβληθέντα λόγω των αναδρομικών μειώσεων που επέβαλε ο ν. 4093/2012, προβλέπεται ότι θα καταβληθούν μόνον κατά το ήμισυ και β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 μέχρι 15-11-2014 που αφορά τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούν στην διαφορά μεταξύ των αποδοχών που ελάμβαναν προ της εφαρμογής του ν. 4093/2012 και των αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν, προβλέπεται, επίσης, μερική, κατά το ήμισυ περίπου καταβολή – Εξάλλου, η μερική μόνον συμμόρφωση “ομολογείται” και από τον ίδιο τον νομοθέτη στην αιτιολογική έκθεση, ο οποίος επιχειρεί να την δικαιολογήσει, με την παράθεση αποκλειστικώς δημοσιονομικού χαρακτήρα λόγων, οι οποίοι καθιστούν προς το παρόν ανέφικτη την πλήρη συμμόρφωση – Οι λόγοι όμως αυτοί δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικές τις επίμαχες αναδρομικές ρυθμίσεις αφενός μεν διότι όμοιοι λόγοι είχαν προσβληθεί και είχαν αξιολογηθεί από το Δικαστήριο στις δίκες επί των οποίων εκδόθηκαν οι επίμαχες ακυρωτικές αποφάσεις, αφετέρου δε και εν πάση περιπτώσει διότι τέτοιοι λόγοι δεν απαλλάσσουν τον κοινό νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση από την υποχρέωση τηρήσεως της συνταγματικής διατάξεως για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων – Κατ΄ακολουθίαν, οι επίμαχες διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, κατά το αναδρομικό τους μέρος, καθώς και της απολύτως συναφούς της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, αντίκεινται στο άρθρο 95 παρ. 5 Σ. (με μειοψηφία)
(ΣΤ) Με τις υπ΄αριθμ. 2192-6/2014 ακυρωτικές αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ κρίθηκε ότι η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών, η οποία ευρίσκει έμμεσο έρεισμα σε πλείονες συνταγματικές διατάξεις, αποτελεί πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, αλλά και δικαίωμα των στρατιωτικών, το οποίο τους απονέμεται αφενός μεν ως αντιστάθμισμα του καθεστώτος απαγορεύσεων και περιορισμών, στο οποίο υπόκεινται κατά τη διάρκεια της υπηρεσιακής τους απασχόλησης, και των ειδικών συνθηκών εργασίας τους, οι οποίες συνεπάγονται αυξημένους κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα, αφετέρου δε ως αναγνώριση της σημασίας που η εκπλήρωση της αποστολής τους έχει για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη – Από την αρχή αυτή απορρέει η υποχρέωση του νομοθέτη να διαμορφώνει το μισθολόγιο των στρατιωτικών κατόπιν συνεκτιμήσεως κριτηρίων που, πέραν του κλάδου, του βαθμού και των καθηκόντων τους, ανάγονται στις ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως και την επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους, καθώς και την επιβαλλόμενη αποκλειστική αφιέρωσή τους στο επάγγελμα αυτό – Ο νομοθέτης πρέπει, περαιτέρω, να λαμβάνει μέριμνα, ώστε οι αποδοχές των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους για το κράτος, προκειμένου, κατά τα ήδη εκτεθέντα, να αποτρέπεται η εξωυπηρεσιακή απασχόλησή τους και να μειώνονται οι συνδεόμενοι με την άσκηση των καθηκόντων τους αυξημένοι κίνδυνοι διαφθοράς – Και ναι μεν στο πλαίσιο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών ο κοινός νομοθέτης δύναται να προβεί σε μείωση του βασικού μισθού και των επιδομάτων των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, δεδομένου, μάλιστα, ότι από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου ύψους, η μεταβολή, όμως, του μισθολογικού καθεστώτος των στρατιωτικών με τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως μείωση των αποδοχών τους, που να επιφέρει ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος σε  σχέση με τις επιπτώσεις που η μείωση αυτή μπορεί να έχει στη λειτουργία των ενόπλων αυτών σωμάτων, καθώς και αν η μείωση είναι αναγκαία ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας – Κατά την άσκηση, εξάλλου, του οριακού ακυρωτικού ελέγχου νομοθετικών μέτρων που  επιφέρουν μειώσεις στις αποδοχές των στρατιωτικών, πρέπει αφενός μεν να εξετάζεται αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνεκτιμήθηκαν από τον νομοθέτη τα προαναφερόμενα κριτήρια ή αν, αντιθέτως, ελήφθησαν υπόψη άλλα κριτήρια, μη συναφή προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως ή προδήλως απρόσφορα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, αφετέρου δε αν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, κατ’ επίκληση των οποίων τα μέτρα αυτά ελήφθησαν, καθιστούν δικαιολογημένη την κατ’ αρχήν πρόβλεψή τους και συνταγματικώς ανεκτή την ένταση της επιχειρούμενης με αυτά επεμβάσεως
(Ζ) Με τις διατάξεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014 ο νομοθέτης προβαίνει σε αναπροσαρμογή των τρεχουσών αποδοχών των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας για λόγους, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση της σχετικής τροπολογίας και τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή, αμιγώς δημοσιονομικού χαρακτήρα, οι οποίοι, κατά την ειδικότερη εκτίμησή του, καθιστούν προς το παρόν ανέφικτη την πλήρη μισθολογική αποκατάσταση των στρατιωτικών  στα προ του αντισυνταγματικού ν. 4093/2012 επίπεδα – Οι λόγοι αυτοί, επαναλαμβανόμενοι ομοιομόρφως και κατά τις προηγηθείσες μειώσεις, δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικώς ανεκτές τις επίμαχες ρυθμίσεις, διότι ουδόλως προκύπτει ότι το νεότερο μισθολόγιο αποτέλεσε προϊόν πραγματικής εκ μέρους του αξιολογήσεως, κατόπιν σταθμίσεως των κριτηρίων που ετέθησαν με τις αποφάσεις ΣτΕ, σε συμμόρφωση προς τις οποίες θεσπίσθηκε, με αποτέλεσμα οι σχετικές ρυθμίσεις να εμφανίζονται ως μη πληρούσες τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών – Συνεπώς, οι διατάξεις της  παραγράφου 2 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, με τις οποίες αναπροσαρμόζονται οι τρέχουσες αποδοχές των εν ενεργεία στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας αντίκεινται προς την απορρέουσα εμμέσως από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 9 Σ. αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών (με μειοψηφία)

ΣτΕ 834/2016 επταμ.


Αρχή της ισότητας – Επεκτατική εφαρμογή – Αποδοχές υπαλλήλων  
Η διαφοροποίηση που εισάγεται με τις επίμαχες κανονιστικές ρυθμίσεις, μεταξύ των οδηγών ή τεχνιτών της ΣΤΑ.ΣΥ. Α.Ε. και αυτών της Ο.ΣΥ. Α.Ε., κείται, ενόψει των διαφορετικών συνθηκών εργασίας τους, εντός των ορίων που διαγράφονται από τη συνταγματική αρχή της ισότητας, στην οποία δεν μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα των διοικουμένων και αντίστοιχη υποχρέωση της Διοικήσεως για την επέκταση της εξαιρετικής ευνοϊκής κανονιστικής ρυθμίσεως, που αφορά όλους τους υπαλλήλους της Ο.ΣΥ. Α.Ε. με ειδικότητα οδηγού και τεχνίτη και σε υπαλλήλους των εκπαιδευτικών κατηγοριών ΔΕ, ΤΕ και ΠΕ της αυτής ειδικότητας των οδηγών ή τεχνιτών της ΣΤΑ.ΣΥ. Α.Ε. 

ΣτΕ 940/2016 


Προηγούμενη ακρόαση – Ενδικοφανής προσφυγή
Ζήτημα παράβασης του συνταγματικώς κατοχυρωμένου τύπου της προηγούμενης ακρόασης δεν τίθεται σε περίπτωση κατά την οποία η Διοίκηση αποφαίνεται επί ενδικοφανούς προσφυγής του ενδιαφερομένου κατά προγενέστερης διοικητικής πράξης

ΣτΕ 1042/2016 


Ενδικοφανής προσφυγή – Έναρξη προθεσμίας άσκησης – Αποφάσεις πρωτοβάθμιου συμβουλίου κρίσεων αξιωματικών Πυροσβεστικού Σώματος 
Κατά την έννοια της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 41 του π.δ. 305/1992, για την έναρξη της προθεσμίας προς άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής κατά των αποφάσεων του πρωτοβάθμιου συμβουλίου κρίσης, απαιτείται, καταρχήν, νομότυπη κοινοποίηση της απόφασης στον δυσμενώς κριθέντα αξιωματικό, εκτός εάν από άλλα στοιχεία προκύπτει, κατά τρόπο αναμφίβολο, ότι αυτός είχε ήδη λάβει πλήρη γνώση της απόφασης κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή (πρβλ. ΣτΕ 556/2007) – Η πλήρης αυτή γνώση η οποία περιλαμβάνει και τις αιτιολογίες της πρωτοβάθμιας απόφασης, μπορεί να συναχθεί από την πάροδο μακρού χρόνου, σε συνδυασμό με το εύλογο ενδιαφέρον αυτού τον οποίο αφορά η απόφαση, καθώς και με τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης – Η ερμηνεία αυτή προκύπτει από το σκοπό της ανωτέρω διάταξης, ο οποίος συνίσταται στην παροχή δυνατότητας στον ενδιαφερόμενο να ασκήσει αποτελεσματική προσφυγή, έχοντας πλήρη γνώση της απόφασης του πρωτοβάθμιου συμβουλίου και επαρκή χρόνο για τη σύνταξη της προσφυγής του· οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται τόσο με την κοινοποίηση της απόφασης, όσο και με την πλήρη γνώση αυτής. Διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε σε διαιώνιση της διοικητικής διαδικασίας κατά τη βούληση του ενδιαφερομένου, χωρίς να συντρέχει κάποιος αποχρών λόγος προστασίας των δικαιωμάτων αυτού – Εξάλλου, διάφορο είναι το ρυθμιζόμενο από άλλες διατάξεις ζήτημα της έναρξης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου
[με μειοψηφία μίας Συμβούλου και των δύο Παρέδρων]

ΣτΕ 660/2016 επταμ.


Κοινωνική ασφάλιση (άρ. 22 παρ. 5 Σ.) – Δικαίωμα περιουσίας (άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ) – Αξιοπρέπεια του ανθρώπου (άρ. 2 παρ. 1 Σ.) – Συνδικαλιστική ελευθερία (άρ. 23 Σ.) – Αρχή της ισότητας (άρ. 4 παρ. 1 και 5 Σ.) – Νομοθετική κατάργηση επικουρικής σύνταξης εκπροσώπων συνδικαλιστικών οργανώσεων
(Α) Με την επίμαχη ρύθμιση του ν. 4093/2012, περί διακοπής από 1.12.2013 της καταβολής της (επικουρικής) συντάξεως στους εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, ο νομοθέτης, απέβλεψε, πρωτίστως, στον εξορθολογισμό του ασφαλιστικού συστήματος με την κατάργηση μιας προνομιακής παροχής, σε μια συγκεκριμένη κατηγορία συνταξιούχων που λαμβάνει και συνταξιοδοτικές παροχές λόγω απασχολήσεως, δευτερευόντως δε στην εξοικονόμηση πόρων από την κατάργηση της συντάξεως αυτής – Η εν λόγω διακοπή μειώνει μεν το ύψος του εισοδήματος των δικαιούχων αυτών από συντάξεις δεν θίγει όμως τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 παρ. 5 Σ., διότι οι δικαιούχοι αυτών εξακολουθούν να λαμβάνουν συνταξιοδοτικές παροχές λόγω απασχολήσεως –Ενόψει των παραπάνω, είναι απορριπτέοι οι προβαλλόμενοι λόγοι ότι (α) η ρύθμιση αυτή παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, διότι το μέτρο παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη του στόχου της δημοσιονομικής εξυγίανσης, αφού το όφελος για τον κρατικό προϋπολογισμό εμφανίζεται μικρό έως ασήμαντο σε σχέση με τη θυσία στην οποία υποβάλλονται οι ενάγοντες, (β) το επίμαχο μέτρο δεν συνοδεύεται από αναλογιστική μελέτη που να τεκμηριώνει την προσφορότητά του για τη βιωσιμότητα των ταμείων ή την προαγωγή της κοινωνικής ασφαλίσεως, (γ) ότι η ρύθμιση παραβιάζει το άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ και την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης – Επιπλέον αβασίμως προβάλλεται ότι η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 70 του Μέρους XII της Διεθνούς Συμβάσεως «περί του Ευρωπαϊκού Κώδικος Κοινωνικής Ασφάλειας», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1136/1981, διότι με τις εν λόγω διατάξεις απευθύνονται απλές κατευθυντήριες υποδείξεις προς τα συμβαλλόμενα κράτη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας τους όσον αφορά την περιοδική εκπόνηση των οικονομικών και αναλογιστικών μελετών αναγκαίων για την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των οργανισμών που παρέχουν κοινωνικοασφαλιστικές παροχές
(Β) Το μέτρο δεν αντίκειται ούτε στην αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οποία πηγάζει από το άρθρο 2 παρ. 1 Σ., δεδομένου ότι αυτοί λαμβάνουν και άλλες συνταξιοδοτικές παροχές λόγω απασχολήσεως, για το λόγο δε αυτόν, δεν απαιτείτο περαιτέρω εκτίμηση από το νομοθέτη των επιπτώσεων του επίμαχου νομοθετικού μέτρου στο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων αυτών με τη σύνταξη σχετικής μελέτης – Εξάλλου οι ενάγοντες δεν προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία για το ύψος των κύριων και επικουρικών συντάξεων που λαμβάνουν ώστε να μπορεί να κριθεί εάν υπάρχει κίνδυνος για την αξιοπρεπή διαβίωσή τους, όπως ισχυρίζονται – Άλλωστε, μετά τις 2287-8/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου, με τις οποίες κρίθηκε ότι οι διατάξεις των ν. 4051/2012 και 4093/2012 περί μειώσεως συνταξιοδοτικών παροχών (κύριων και επικουρικών) είναι αντισυνταγματικές, οι κύριες και επικουρικές συντάξεις λόγω απασχολήσεως που λαμβάνουν οι ενάγοντες θα επανέλθουν στο επίπεδο που ήταν πριν από τις περικοπές με τους ως άνω νόμους, και, επομένως, θα υπάρξει αύξηση των εισοδημάτων τους από συντάξεις
(Γ) Ο νομοθέτης ανταποκρίθηκε στην κατά το άρ. 23 παρ. 1 Σ. υποχρέωση να λάβει τα κατάλληλα νομοθετικά μέτρα για την προστασία της δράσης των συνδικαλιστικών στελεχών – Ειδικότερα, με το άρθρο 17 του ν. 1264/1982 θέσπισε τις συνδικαλιστικές άδειες και ο χρόνος απουσίας των συνδικαλιστικών στελεχών κατά τη διάρκεια της αδείας τους θεωρείται χρόνος πραγματικής εργασίας για όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από την εργασιακή και ασφαλιστική σχέση και το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών για το χρόνο της συνδικαλιστικής άδειας καταβάλλεται από την οικεία συνδικαλιστική οργάνωση – Επιπλέον, μεγάλο μέρος των συνδικαλιστικών στελεχών (συνδικαλιστές ΓΣΕΕ, Πρόεδροι και Γενικοί Γραμματείς Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών) λαμβάνουν κατά τον χρόνο απουσίας τους λόγω συνδικαλιστικής άδειας το σύνολο των αποδοχών τους – Τέλος, με το άρθρο 14 του ν. 1264/1982 τα συνδικαλιστικά στελέχη προστατεύονται από τυχόν παράνομες απολύσεις, διώξεις κλπ. εξαιτίας της συνδικαλιστικής τους δράσης – Ενόψει δε των μέτρων αυτών που έχει λάβει ο κοινός νομοθέτης για την προστασία της συνδικαλιστικής ελευθερίας, στην οποία (προστασία) δεν περιλαμβάνεται και η χορήγηση συνταξιοδοτικής παροχής στους εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ως άνω λόγος ότι η διακοπή καταβολής της εν λόγω συντάξεως στους εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων αντίκειται στο άρθρο 23 παρ. 1 Σ.
(Δ) Η δέσμευση του νομοθέτη από το άρ. 4 παρ. 1 Σ. υφίσταται και κατά την εκδήλωση της κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Σ. κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων και επιβάλλει τη συμμετοχή αυτών με ίσους όρους στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφαλίσεως – Λόγος ότι η επίμαχη ρύθμιση είναι αντίθετη στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Σ.) και στην ειδικότερη έκφανση αυτής που αφορά την ισότητα στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 Σ.), διότι εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο για τη συγκεκριμένη κατηγορία συνταξιούχων, η οποία καλείται, έτσι, να συνεισφέρει με τρόπο υπέρμετρο στα δημόσια βάρη έναντι των άλλων κατηγοριών συνταξιούχων αλλά και έναντι άλλων κατηγοριών αιρετών συνταξιούχων (βουλευτές – αιρετοί των ΟΤΑ), στους οποίους δεν διακόπτεται η καταβολή της συντάξεως αλλά μειώνονται μόνο τα ποσά αυτής (άρθρο πρώτο παρ. Β, περ. 1α του ν. 4093/2012), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι (α) οι ενάγοντες δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες με τις λοιπές κατηγορίες των συνταξιούχων, οι οποίες, άλλωστε, με τον ίδιο νόμο υφίστανται μειώσεις στις συντάξεις τους, αφού αυτοί (οι ενάγοντες) ελάμβαναν, μέχρι την εισαγωγή της επίμαχης ρυθμίσεως, πέραν των συνταξιοδοτικών παροχών λόγω απασχολήσεως, που λαμβάνουν και οι άλλες κατηγορίες συνταξιούχων, επιπλέον σύνταξη λόγω της ιδιότητάς τους ως συνδικαλιστικών στελεχών και (β) οι κατηγορίες των συνταξιούχων βουλευτών και των αιρετών των ΟΤΑ δεν είναι όμοιες με εκείνη των εναγόντων και, επομένως, είναι επιτρεπτή η διαφορετική αντιμετώπιση αυτών σε σχέση με τους ενάγοντες

ΣτΕ 877/2016 επταμ.


Φυσικό περιβάλλον (άρ. 24 Σ.) – Δικαίωμα περιουσίας (άρ. 17 Σ.) – Ιαματικές πηγές (άρ. 18 Σ.) – Στοιχεία της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, που δεν έχουν κοινόχρηστο χαρακτήρα –  Μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ ακινήτου ιαματικών πηγών της ιδιωτικής περιουσίας του ΕΟΤ
Ο συντακτικός νομοθέτης αποβλέποντας στην φύση, τον χαρακτήρα και την σπουδαιότητα ορισμένων αγαθών – μεταξύ των οποίων και τα ιαματικά ύδατα – που αποτελούν σημαντικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους της χώρας, προέβλεψε με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 18 Σ. (αλλά και με την αντίστοιχη διάταξη της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου αναφορικά με τις λιμνοθάλασσες, τις μεγάλες λίμνες και τις εκτάσεις που προκύπτουν από την αποξήρανσή τους) την δυνατότητα θεσπίσεως αποκλίσεων από τις προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 17 Σ. με ειδικούς νόμους, οι οποίοι μπορούν να θεσπίζουν ρυθμίσεις που να αποκλίνουν από το άρθρο 17 Σ., τόσο σχετικά με την δυνατότητα απαλλοτριώσεως των ως άνω πλουτοπαραγωγικών πηγών, χωρίς την τήρηση ή την πλήρη τήρηση των εγγυήσεων του άρθρου τούτου, όσο και αναφορικά με τον καθορισμό του περιεχομένου της ιδιοκτησίας και την έκταση των περιορισμών της που μπορούν να υπερβούν τα όρια που τίθενται από το άρ. 17 Σ. – Με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 Σ. δεν καθίστανται ανεπίδεκτα ιδιωτικής κτήσεως τα ιαματικά ύδατα, ούτε προσδίδεται σε αυτά εκ του Συντάγματος ο χαρακτήρας των κοινοχρήστων πραγμάτων, αλλά ο νόμος μπορεί να προβλέψει την σύσταση και διαμόρφωση ιδιωτικών δικαιωμάτων επί των ιαματικών υδάτων, υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα για την διατήρηση του χαρακτήρα των ως πλουτοπαραγωγικών πηγών αλλά και ως αναπόσπαστων (από κοινού με τον περιβάλλοντα χώρο τους) στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος, τα οποία χρήζουν μάλιστα, λόγω της σπανιότητάς τους, ειδικής προστασίας κατά το άρθρο 24 Σ. –Περαιτέρω, και κατά την ισχύουσα ειδική νομοθεσία, τα ιαματικά ύδατα είναι δεκτικά ιδιωτικής κτήσεως (άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 3498/2006, άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 2188/1920) – Αλλά και προκειμένου περί των ιαματικών φυσικών πόρων, μεταξύ των οποίων και τα ιαματικά ύδατα, που ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο και ήδη στον Ε.Ο.Τ., προέβλεψε μεν ο νόμος δεσμεύσεις και περιορισμούς ως προς την διάθεσή τους, οι οποίοι, όμως,  δεν αναιρούν τον χαρακτήρα τους ως στοιχείων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου υπό τον ν. 2188/1920, και ήδη του Ε.Ο.Τ. – Και τούτο διότι αντιμετωπίζονται από τον νόμο ως προσοδοφόρα πράγματα και προβλέπεται ήδη ότι η διαχείρισή τους, με τη χρήση τους σε εγκαταστάσεις του Ε.Ο.Τ, τη διάθεση και διανομή τους σε τρίτους, την παραχώρηση της εκμετάλλευσής τους για ορισμένο χρόνο κ.λπ., αποσκοπεί πρωτίστως στην κάλυψη των αναγκών ανάπτυξης του ιαματικού τουρισμού και διενεργείται έναντι ανταλλάγματος, το οποίο αποτελεί έσοδο του Ελληνικού Δημοσίου – Ως στοιχεία δε της ιδιωτικής περιουσίας νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (του Ε.Ο.Τ.) οι ιαματικές πηγές (η φυσική δηλαδή ανάβλυση ή άντληση ιαματικού φυσικού πόρου με τεχνικό έργο, άρθρο 1 ν. 3498/2006) με τον περιβάλλοντα αυτές χώρο και τις αναγκαίες για την εκμετάλλευσή τους εγκαταστάσεις, νομίμως κατ’ αρχήν μεταβιβάζονται κατά κυριότητα στο Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ. προς αξιοποίηση, δυνάμει του νεωτέρου ν. 3986/2011 – Ούτε ανακύπτει ζήτημα αντιθέσεως προς το άρθρο 18 παρ. 1 Σ., εφ’ όσον η περαιτέρω αξιοποίηση των ως άνω περιουσιακών στοιχείων, για την οποία άλλωστε θα απαιτηθούν και άλλες διοικητικές πράξεις, που υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, καθώς και δικαιοπραξίες του ιδιωτικού δικαίου, τελεί, κατά την έννοια του ανωτέρω ν. 3986/2011, υπό τους όρους και περιορισμούς που προβλέπονται από την ειδική νομοθεσία και αφορούν την προστασία των ιαματικών πηγών και την χρήση των ιαματικών φυσικών πόρων (βλ. ιδίως άρθρα 9, 13 παρ. 3 και 20 του ν. 3498/2006)

ΣτΕ Δ΄ Τμ. 880/2016 επταμ.


Ένδικη προστασία – Έκταση ελέγχου/Eίδος ενδίκου βοηθήματος – Διάκριση ακυρωτικής διαφοράς από διαφορά ουσίας – Διαφορές από τη σύναψη ή την εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων – Τροποποίηση, βάσει συμβατικού όρου, σύμβασης κυρωθείσας με νόμο – Αμφισβήτηση από τρίτους μη συμβληθέντες
(Α) Οι μονομερείς εκτελεστές πράξεις των διοικητικών αρχών, οι οποίες εντάσσονται στην διαδικασία που προηγείται της συνάψεως διοικητικής συμβάσεως, ως αποσπαστές από την σύμβαση πράξεις, προσβάλλονται με το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως – Αντιθέτως, οι συμβάσεις που συνάπτονται από την Διοίκηση δεν συνιστούν μονομερείς πράξεις και δεν προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως – Ωστόσο, επί απαραδέκτου προσβολής συμβάσεως με αίτηση ακυρώσεως, μπορεί, υπό τις συγκεκριμένες εκάστοτε περιστάσεις, να θεωρηθεί ως προσβαλλόμενη η μονομερής πράξη με την οποία το αρμόδιο διοικητικό όργανο εκδηλώνει την βούλησή του για την σύναψη της σύμβασης, τέτοια δε πράξη (όπως η πράξη κατακύρωσης του αποτελέσματος του διαγωνισμού ή η πράξη ανάθεσης σύμβασης), η οποία αποτελεί κατά κανόνα μέρος της προβλεπομένης από τον νόμο διαδικασίας προς διαμόρφωση της συμβατικής βουλήσεως της Διοικήσεως, δεν αποκλείεται να συνάγεται και από αυτήν την υπογραφή της σύμβασης
(Β) Με την διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 51 του ν. 3659/2008 προσετέθη παράγραφος 6 στο ως άνω άρθρο 1 του ν. 1406/1983, με την οποία ορίσθηκαν τα εξής: «Στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, όλες οι διαφορές που αναφύονται στις περιπτώσεις των παραγράφων 2, 3 και 4 [του ν. 1406/1983] ανεξάρτητα από την ιδιότητα εκείνου που ασκεί το ένδικο βοήθημα» – Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, από την έναρξη της ισχύος της (7.6.2008) οι διαφορές, οι οποίες ανακύπτουν από την αμφισβήτηση της νομιμότητας των ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται μετά την κατάρτιση της διοικητικής συμβάσεως, έχουν ως αιτία την σύμβαση και αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στην ερμηνεία, την εκτέλεση, την τροποποίηση και την λύση αυτής, αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας υπαγόμενες στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (και ήδη των διοικητικών εφετείων, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 περ. α΄ του Κ.Δ.Δ.), ανεξαρτήτως του αν το σχετικό ένδικο βοήθημα ασκείται από συμβαλλόμενο ή από τρίτο που δεν μετέσχε στην κατάρτιση της σύμβασης
(Γ) Η νομοθετική κύρωση συμβάσεως, η οποία είναι επιβεβλημένη όταν η σύμβαση περιέχει διατάξεις που δημιουργούν υποχρεώσεις για τους τρίτους ή όταν η κύρωση είναι αναγκαία για την έγκυρη συμβατική δέσμευση του Δημοσίου από τα όργανά του που ενήργησαν σχετικώς, δεν προσδίδει στην σύμβαση την ισχύ κανόνα εξ αντικειμένου δικαίου έναντι των συμβαλλομένων μερών, ούτε αλλοιώνει τον συμβατικό χαρακτήρα της πράξης, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί την αποκλειστική πηγή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβληθέντων – Τα αυτά ισχύουν και στις περιπτώσεις που ο νόμος δεν περιορίζεται στην κύρωση της σύμβασης, αλλά, προκειμένου ιδίως να ισχυροποιήσει τους συμβατικούς όρους, το περιεχόμενο των οποίων τυχόν αντιτίθεται προς την ισχύουσα κατά τον χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης νομοθεσία, ορίζει, περαιτέρω, ότι οι όροι της σύμβασης αποκτούν ισχύ νόμου, διότι με την προσθήκη αυτή δεν δημιουργούνται, από την εξεταζόμενη άποψη, και άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες τις οποίες προκαλεί η νομοθετική κύρωση της σύμβασης – Κατά συνέπεια, γεννάται διοικητική διαφορά ουσίας και στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος της Διοίκησης εγείρει αμφισβήτηση περί την νομιμότητα της ρητής ή συναγομένης πράξεως, με την οποία τροποποιείται διοικητική σύμβαση κυρωθείσα διά νόμου, κατ’ εφαρμογήν όρου αυτής, έστω και αν με τον κυρωτικό νόμο ορίσθηκε ότι οι όροι της συμβάσεως αποκτούν ισχύ νόμου – Στην περίπτωση, όμως, που η αμφισβήτηση εγείρεται από τρίτους μη συμβληθέντες, η προκαλούμενη διαφορά δεν έχει ως αιτία την σύμβαση αλλά τον κυρωτικό της νόμο, και συνιστά, ως εκ τούτου, ακυρωτική διαφορά – Και υπό το κράτος, άλλωστε, του άρθρου 51 παρ. 3 του ν. 3659/2008 έχει κριθεί ότι έχουν ακυρωτικό χαρακτήρα οι διαφορές που δεν έχουν αιτία την σύμβαση, όπως οι προκαλούμενες από την αμφισβήτηση της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, οι οποίες ανάγονται στην διαδικασία κατάρτισης της σύμβασης, ανεξαρτήτως του χρόνου εκδόσεως της προσβαλλόμενης πράξης (βλ. ΣτΕ 2751/2013, 3072/2015 για την ακυρωτική διαφορά που αναφύεται σε περίπτωση ανάκλησης της κατακυρωτικής πράξεως δημοσίου διαγωνισμού, εφ’ όσον αυτή επιχειρείται βάσει διατάξεως του διοικητικού νόμου και των γενικών αρχών περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων και όχι βάσει όρου της διοικητικής συμβάσεως ή νομοθετικής διάταξης που έχει περιληφθεί στην σύμβαση)
(Δ) Με το άρθρο 3 του ν. 3886/2010 δεν θίγεται η αρμοδιότητα του δικαστού της συμβάσεως (ήτοι του διοικητικού εφετείου, ως δικαστηρίου επί διαφορών ουσίας προκειμένου περί των διοικητικών συμβάσεων, και του αρμοδίου κατά τις οικείες διατάξεις πολιτικού δικαστηρίου προκειμένου περί των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου που εμπίπτουν στον ν. 3886/2010) εν σχέσει με τις διαφορές εκ της συμβάσεως, ήτοι, κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, τις διαφορές που έχουν ως αιτία την σύμβαση και αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στην ερμηνεία, την εκτέλεση, την τροποποίηση και τη λύση αυτής – Περαιτέρω, με το άρθρο 8 του ν. 3886/2010 θεσπίζεται ένδικο βοήθημα, το οποίο χαρακτηρίζεται στην παράγραφο 6 του εν λόγω άρθρου ως «προσφυγή» και κατατείνει στην κήρυξη της ολικής ή μερικής ακυρότητας υπογραφείσης συμβάσεως ή στην επιβολή, ως εναλλακτικής κυρώσεως, προστίμου στην αναθέτουσα αρχή, το οποίο περιέρχεται στον ενδιαφερόμενο – Η εισαγομένη με το εν λόγω ένδικο βοήθημα διαφορά ουσίας, εν όψει των λόγων κηρύξεως της ακυρότητας της σύμβασης, οι οποίοι απαριθμούνται περιοριστικώς στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του ν. 3886/2010 και συναρτώνται αποκλειστικώς με την διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης δεν έχει ως αιτία την σύμβαση και δεν υπάγεται, συνεπώς, στην αρμοδιότητα του δικαστού της συμβάσεως, αλλά ισχύουν και εν προκειμένω, ως προς τον καθορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου για την εκδίκαση του ειδικού ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 8 του ν. 3886/2010, οι ρυθμίσεις περί κατανομής της αρμοδιότητας μεταξύ των διοικητικών εφετείων και του Συμβουλίου της Επικρατείας – Κατά συνέπεια, συνιστά προσφυγή του άρθρου 8 του ν. 3886/2010 και ανήκει στην αρμοδιότητα του ΣτΕ σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του νόμου αυτού, το ένδικο βοήθημα με το οποίο ενδιαφερόμενος, που έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί η σύμβαση, ζητεί την κήρυξη της ακυρότητας σύμβασης παραχώρησης δημοσίου έργου, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ και του παραχωρησιούχου οικονομικού φορέα, για λόγο από τους περιοριστικώς προβλεπομένους στο νόμο, κατά τα προεκτεθέντα – Είναι δε σύμφωνες κατά τούτο (κατά το μέρος δηλαδή που προβλέπουν την ανάθεση της αρμοδιότητας εκδικάσεως διαφοράς ουσίας στο ΣτΕ) οι διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3 και 8 του ν. 3886/2010 με την συνταγματική πρόβλεψη κατά την οποία ανήκει στην αρμοδιότητα του ΣτΕ και η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ’ αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους (βλ. το άρθρο 95 παρ. 1 περ. γ΄ Σ.)
(Ε) Σύμφωνα με τα παραπάνω, ως προσβαλλόμενες με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα πρέπει να θεωρηθούν οι, συναγόμενες από την υπογραφή, εκ μέρους του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, των επίμαχων τεσσάρων τροποποιητικών συμφωνιών αντίστοιχες μονομερείς πράξεις της Αρχής, με τις οποίες αποφασίσθηκε η σύναψη συμφωνιών με τους παραχωρησιούχους για την τροποποίηση των κυρωθεισών με τους ν. 3555/2007, 3597/2007, 3605/2007 και 3621/2007 αρχικών συμβάσεων παραχώρησης δημοσίων έργων, κατ’ επίκληση των οικείων συμβατικών όρων, χωρίς να διενεργηθούν νέοι διαγωνισμοί – Κατά το μέρος δε τούτο το ασκηθέν ένδικο βοήθημα αποτελεί, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αίτηση ακυρώσεως της αρμοδιότητος του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφ’ όσον ζητείται από τρίτο, μη συμβληθέντα, η ακύρωση πράξεων ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης δημοσίων έργων κατά τροποποίηση προηγουμένων σχετικών συμβάσεων, οι οποίες έχουν κυρωθεί και αποκτήσει ισχύ νόμου με νομοθετικές πράξεις – Εφ’ όσον δε λογίζονται ως προσβαλλόμενες οι συναγόμενες από την υπογραφή των ανωτέρω τροποποιητικών συμφωνιών πράξεις της Αρχής, με τις οποίες εκδηλώθηκε η άρνηση της Διοίκησης να προβεί στην προκήρυξη διαδικασιών ανάθεσης των εν λόγω συμβάσεων, απαραδέκτως προσβάλλεται αυτοτελώς η – κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσης – παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας του αρμοδίου Υπουργού να προκηρύξει τις αντίστοιχες διαδικασίες ανάθεσης – Περαιτέρω, κατά το μέρος που η αιτούσα, επικαλούμενη το ενδιαφέρον της να της ανατεθούν οι επίμαχες συμβάσεις, ζητεί την ακύρωση των ως άνω τεσσάρων τροποποιητικών συμφωνιών, διότι, αν και επέφεραν ουσιώδεις τροποποιήσεις στις αρχικές συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων, ανατέθηκαν στους ήδη παραχωρησιούχους οικονομικούς φορείς χωρίς την προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης διαδικασίας επιλογής αναδόχου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για λόγο δηλαδή προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3386/2010 (και αντιστοίχως στο άρθρο 2δ παρ. 1 περ. α΄ της Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε), το κρινόμενο ένδικο βοήθημα έχει τον χαρακτήρα της προσφυγής της εν λόγω διατάξεως και ανήκει στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας – Εξ άλλου, οι προσβαλλόμενες συναγόμενες μονομερείς πράξεις είναι συναφείς, όπως άλλωστε είναι συναφείς και οι επίδικες τροποιητικές συμφωνίες, εφ’ όσον έχουν έρεισμα, ομοίου κατ’ ουσίαν περιεχομένου, όρους των αρχικών συμβάσεων παραχώρησης και προβάλλονται κατ’ αυτών κοινές αιτιάσεις – Παραδεκτώς, συνεπώς, από την άποψη αυτή, προσβάλλονται με ένα δικόγραφο, στο οποίο επιτρεπτώς, εν όψει των δεδομένων της υποθέσεως, σωρεύονται τα δύο ένδικα βοηθήματα της αιτήσεως ακυρώσεως και της προσφυγής του άρθρου 8 του ν. 3886/2010
 
ΣτΕ Δ΄ Τμ. 880/2016 επταμ.


Οικονομική ελευθερία – Συμμετοχή σε διαγωνισμούς ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων – Υποχρέωση υποβολής βεβαίωσης φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας 
Η επιβολή από τον νομοθέτη ή την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση περιορισμών, όπως η επίμαχη, περί υποχρέωσης κατάθεσης αποδεικτικού φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, για τη συμμετοχή στην διαδικασία ανάθεσης συμβάσεων με αντικείμενο την εκτέλεση δημοσίων έργων, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα (πρβλ. ΣτΕ 3438/1998 Ολομ., 1198/2012) – Εξ άλλου, ναι μεν η ειδική διάταξη του άρθρου 45 παρ. 2 περ. στ΄ της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ (με την οποία παρέχεται στα κράτη μέλη η ευχέρεια να προβλέψουν τον αποκλεισμό από την συμμετοχή σε διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων οποιουδήποτε οικονομικού φορέως δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την πληρωμή των φόρων και των τελών, σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος ή με τις νομοθετικές διατάξεις της χώρας της αναθέτουσας αρχής) δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων, όμως, εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις, όπως οι επίμαχες, συνιστούν, πάντως, εν όψει του κατά τα προεκτεθέντα σκοπού τον οποίο επιδιώκουν, κατ’ αρχήν, θεμιτούς περιορισμούς της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που διασφαλίζονται με τα άρθρα 49 και 56 της ΣΛΕΕ (βλ. ΔΕΕ C-358/12)

ΣτΕ 1047/2016 (παραπεμπτική στην επταμελή)


Δικαίωμα περιουσίας – Ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών – Αποζημίωση λόγω πρόδηλου σφάλματος οργάνου ενταγμένου στη δικαστική λειτουργία – Εφαρμογή και για σφάλμα συμβολαιογράφου, ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού στο πλαίσιο αναγκαστικής εκτέλεσης 
(Α) Η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών (άρ. 4 παρ. 5 Σ.) επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία – Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία – Εν όψει της φύσεως του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσεως οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη (ΣτΕ Ολομ. 1501/2014)
(Β) Οι συμβολαιογράφοι, ως υπάλληλοι του πλειστηριασμού στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, ενεργούν, ως δημόσια όργανα και, συγκεκριμένα, ως όργανα εντεταγμένα στην δικαστική λειτουργία, ως πρόσωπα, δηλαδή, βοηθητικά κατά την παροχή δικαστικής προστασίας – Επομένως, συμφώνως προς τα ανωτέρω εκτεθέντα, το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των συμβολαιογράφων, όταν ενεργούν ως υπάλληλοι του πλειστηριασμού στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία (ζημία) μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο – εν όψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως – σφάλμα τους και εφ΄ όσον έχουν εξαντληθή από τον ζημιωθέντα τα παρεχόμενα από την νομοθεσία ένδικα μέσα και βοηθήματα προς προστασία των συμφερόντων του στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, τούτο δε, ανεξαρτήτως της προβλέψεως, κατά τα ανωτέρω, στο άρθρο 73 ΕισΝΚΠολΔ της ασκήσεως αγωγής κακοδικίας, για την οποία απαιτείται συνδρομή δόλου ή βαρείας αμελείας του συμβολαιογράφου
[παραπομπή στην επταμελή σύνθεση]


 Απριλίου 2016 .


ΣτΕ 865/2016 (Γ΄ Τμ. επταμελούς, παραπεμπτική στην Ολομέλεια)
Αρχές της ισότητας και της διαφάνειας – Πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις – Επιλογή διευθυντών σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατόπιν μυστικής ψηφοφορίας του συλλόγου διδασκόντων, χωρίς αιτιολογημένη αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων 
(Α) Ως εγγύηση τηρήσεως των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας και, ειδικότερα, της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας (άρθρο 4 παρ. 1 και 4 και άρθρο 5 παρ. 1 Σ.), της διαφάνειας (άρθρο 103 παρ. 7 Σ.), που κατά την έννοιά της, καταλαμβάνει όχι μόνο την διαδικασία εισόδου στο υπαλληλικό σώμα αλλά και, περαιτέρω, εν γένει τις διαδικασίες εξελίξεως (προαγωγής και αναθέσεως καθηκόντων) των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Σ.), επί διαδικασίας εξελίξεως υπαλλήλων του Δημοσίου με επιλογή υποψηφίων κατόπιν αξιολογήσεως των ουσιαστικών προσόντων και της προσωπικότητάς τους, επιβάλλεται να προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου η διενεργηθείσα από το αρμόδιο όργανο σχετική κρίση και τα δεδομένα εν όψει των οποίων αυτή εξηνέχθη – Ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία προβλέπεται ότι η αξιολόγηση της προσωπικότητας, της ικανότητας και της εν γένει καταλληλότητας για την άσκηση των καθηκόντων διενεργείται μέσω συνεντεύξεως των υποψηφίων, πρέπει να τηρείται πρακτικό στο οποίο να αναφέρεται, έστω συνοπτικά, το περιεχόμενο της συνεντεύξεως με μνεία των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν από το αρμόδιο όργανο και των απαντήσεων που δόθηκαν από τους υποψήφιους – Περαιτέρω πρέπει να εκφέρεται εξατομικευμένη για κάθε υποψήφιο κρίση από το αρμόδιο όργανο ως προς την αξιολόγηση της παρουσίας του και, ειδικότερα, για την προσωπικότητά του και την εν γένει ικανότητά του να ασκεί τα κρίσιμα καθήκοντα που απαιτούν ανάλογες ικανότητες και προσόντα (επί διευθυντικών στελεχών: ευχέρεια προγραμματισμού, συντονισμού, αναλήψεως πρωτοβουλιών, λήψεως αποτελεσματικών αποφάσεων και διαχειρίσεως κρίσεων) – Με την αιτιολόγηση της αναφερθείσας κρίσεως σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου αφενός εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις αμερόληπτης και αξιοκρατικής κρίσεως και αφετέρου καθίσταται γνωστή στους υποψήφιους και ελέγξιμη από τον ακυρωτικό δικαστή, εν όψει των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 Σ., η αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την σχετική διαδικασία
(Β) Κατά την προβλεπόμενη στο ν. 4327/2015 διαδικασία επιλογής και τοποθετήσεως διευθυντών σχολικών μονάδων ο σύλλογος διδασκόντων της οικείας σχολικής μονάδας έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα για την αποτίμηση μέσω μυστικής ψηφοφορίας της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεως του υποψηφίου, κριτήριο το οποίο λαμβάνει συνολικά το ένα τρίτο (1/3) περίπου της μέγιστης συνολικά βαθμολογίας που μπορεί να συγκεντρώσει ο υποψήφιος – Μέσω της εν λόγω μυστικής ψηφοφορίας αποτιμώνται η προσωπικότητα, το ήθος, η εντιμότητα, το αίσθημα δικαιοσύνης, η δημοκρατική συμπεριφορά, η επαγγελματική ανάπτυξη και συνέπεια, καθώς και οι ικανότητες του υποψηφίου (όπως: ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας, ικανότητα ανάπτυξης πρωτοβουλιών και επίλυσης προβλημάτων, ικανότητα δημιουργίας κατάλληλου παιδαγωγικού περιβάλλοντος), δηλαδή με τον τρόπο αυτό αποτιμάται τόσο η προσωπικότητα του υποψηφίου όσο και προσόντα του, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προσόντων που συνεκτιμώνται κατά την μοριοδότηση των λοιπών προβλεπόμενων κριτηρίων – Η διαδικασία όμως της μυστικής ψηφοφορίας ως διαδικασία αναδείξεως οργάνων εν γένει διοικήσεως προσιδιάζει σε αυτοδιοικούμενες μονάδες ή είναι πρόσφορη σε περίπτωση αναδείξεως εκπροσώπων στα όργανα αυτά, όχι όμως στις σχολικές μονάδες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως οι οποίες ανήκουν εκ του Συντάγματος (άρ. 16) στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κράτους (ως αδιαίρετου και ενιαίου), η διοίκηση των οποίων πρέπει να αναδεικνύεται στο πλαίσιο διαφανούς και αντικειμενικής διαδικασίας, κατάλληλης για την διασφάλιση της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής των οριζομένων κριτήριων – Περαιτέρω τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και προσόντα του υποψηφίου που σχετίζονται με το κριτήριο της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεώς του, δεν αξιολογούνται με αιτιολογία, αφού η επίδικη διαδικασία καταλήγει στην βαθμολογική αποτίμηση του κριτηρίου αυτού, η οποία προκύπτει από την αναγωγή του ποσοστού των ψήφων που έλαβε αυτός κατά την μυστική ψηφοφορία σε ποσοστό επί του αριθμού των κατ’ ανώτατο όριο μονάδων που αναλογούν στο εν λόγω κριτήριο – Η έλλειψη αιτιολογίας και ειδικότερα πρακτικού ή άλλου στοιχείου, στο οποίο διατυπώνονται ειδικές σκέψεις και κρίσεις που τεκμηριώνουν την αποτίμηση του κριτηρίου αυτού σύμφωνα με τον φάκελο, καθιστά την επίδικη διαδικασία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αντίθετη στις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας και δη στην αρχή της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας – Επί πλέον ειδικά η σχετική διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας στην οποία μετέχουν όλοι οι υπηρετούντες στην οικεία σχολική μονάδα μόνιμοι και αναπληρωματικοί εκπαιδευτικοί, κατά το μέρος που αφορά την αποτίμηση της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο του υποψηφίου, δεν διασφαλίζει την έγκυρη αξιολόγηση με αντικειμενική και αξιοκρατική διαδικασία, δηλαδή από κατάλληλο όργανο και κατά τρόπο που καθίσταται ελέγξιμη η ουσιαστική αποτίμηση, και άρα δεν είναι πρόσφορη για την αξιοκρατική επιλογή των ικανοτέρων
[με μειοψηφία μίας Συμβούλου και ενός Παρέδρου – παραπομπή της υπόθεσης στην Ολομέλεια]

ΣτΕ 902/2016


Ισότητα – Πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις – Προστασία πολυτέκνων (άρ. 21 Σ.) – Μοριοδότηση για την πρόσληψη ειδικών φρουρών
Με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 21 Σ. παρέχεται έντονη υπόδειξη προς τον κοινό νομοθέτη για τη λήψη μέτρων κοινωνικής προστασίας για τις πολύτεκνες οικογένειες, με σκοπό την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της Χώρας, χωρίς να επιβάλλεται η λήψη συγκεκριμένων μέτρων (ΣτΕ 2391/2013, 3503/2004) – Καταλείπεται, αντιθέτως, στον κοινό νομοθέτη η ευχέρεια να σταθμίζει τις εκάστοτε ισχύουσες κοινωνικές συνθήκες και επί τη βάσει αυτών να θεσπίζει, να επεκτείνει ή να περιορίζει τα κατά την κρίση του ληπτέα ευεργετικά μέτρα ειδικής φροντίδας των μελών των πολύτεκνων οικογενειών, διαθέτοντας ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς τη μορφή και την έκταση της παρεχόμενης προστασίας (ΣτΕ 2391/2013) – Περαιτέρω, από την ίδια συνταγματική διάταξη δεν επιτάσσεται ούτε η εξομοίωση των τέκνων πολυτέκνων με τους πολύτεκνους γονείς ούτε η ευεργετική μεταχείριση των τέκνων πολυτέκνων σε κάθε ανεξαιρέτως διαγωνισμό για την επιλογή και πρόσληψη υπαλλήλων του Δημοσίου (ΣτΕ 2391/2013, 43/2009) – Εξάλλου, ενόψει της παρ. 5 του άρθρου 21 Σ., σύμφωνα με την οποία αποτελεί υποχρέωση του Κράτους η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της Χώρας, δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος o νομοθέτης να θεσπίζει ευνοϊκές ρυθμίσεις (λ.χ. μοριοδότηση κατά την πρόσληψη σε δημόσιες θέσεις), υπέρ όχι μόνο των μελών των πολύτεκνων οικογενειών αλλά και υπέρ των τριτέκνων και των τέκνων τους, εφόσον τούτο δεν οδηγεί στον περιορισμό ή την υποβάθμιση της παρεχομένης στους πολυτέκνους ειδικής φροντίδος, άνευ αποχρώντος λόγου – Συνεπώς, η προβλεπόμενη με ΥΑ και με τη σχετική προκήρυξη διαγωνισμού πρόσληψης ειδικών φρουρών προσθήκη πέντε μονάδων στον υποψήφιο γονέα πολύτεκνης οικογένειας και τεσσάρων μονάδων στον υποψήφιο γονέα τριών τέκνων, έναντι τριών μονάδων στο τέκνο πολύτεκνης οικογένειας, όπως ο εκκαλών (και δύο μονάδων στα τέκνα τρίτεκνων οικογενειών) δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 Σ.

ΣτΕ 978/2016 επταμ.


Ισότητα των φύλων – Πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις – Πυροσβεστικό σώμα – Όρια αθλητικών δοκιμασιών
Ο καθορισμός με το άρθρο 7 του π.δ. 19/2006 κοινών – και για τα δύο φύλα – ορίων των επιδόσεων στις αθλητικές δοκιμασίες των υποψηφίων για πρόσληψη στο Πυροσβεστικό Σώμα (σύμφωνα με τη γενική πρόβλεψη του άρθρου 12 παρ. 3 του ν.3387/2005, κατά την οποία τα προσόντα των υποψηφίων και οι προκαταρκτικές εξετάσεις, στις οποίες υποβάλλονται οι υποψήφιοι των Σχολών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας είναι κοινές και για τα δύο φύλα) βρίσκεται σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρύθμισης και του επιδιωκόμενου από τον κανονιστικό νομοθέτη σκοπού, ο οποίος συνίσταται στη στελέχωση του Πυροσβεστικού Σώματος με προσωπικό που διαθέτει ορισμένα σωματικά προσόντα αναγκαία, κατά την ουσιαστική του εκτίμηση, για την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής του – Η ρύθμιση αυτή, ναι μεν ενέχει έμμεση διάκριση λόγω φύλου, η οποία προκύπτει από το δεδομένο της κοινής πείρας ότι οι γυναίκες, λόγω βιολογικών διαφορών, υστερούν κατά κανόνα των ανδρών στα σωματικά και φυσικά προσόντα, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνουν χαμηλότερες επιδόσεις στα αθλητικά αγωνίσματα, αλλά δικαιολογείται αντικειμενικά από λόγους δημοσίου συμφέροντος άσχετους προς το φύλο των υποψηφίων, συναπτόμενους προς τις απαιτήσεις του επαγγέλματος του εν λόγω προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος, δεδομένου ότι η ύπαρξη ορισμένων αναγκαίων, κατά τα ανωτέρω, σωματικών προσόντων, που διαπιστώνεται με τις εν λόγω αθλητικές δοκιμασίες, αποτελεί προϋπόθεση αναγκαία και πρόσφορη για την αποτελεσματική εκτέλεση του έργου του, το οποίο, κατά την εκπλήρωση της αποστολής του, ασκεί δραστηριότητες που απαιτούν ιδιαιτέρως καλή φυσική κατάσταση –Ειδικότερα, οι περιγραφόμενες στο ως άνω άρθρο 7 του π.δ. 19/2006 αρμοδιότητες του Πυροσβεστικού Σώματος και τα αντίστοιχα καθήκοντα, καθώς και οι συνθήκες άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών, συνιστούν κριτήρια συγκεκριμένα και πρόσφορα που δικαιολογούν, κατά κοινή πείρα, τη θεσπιζόμενη ως άνω έμμεση διάκριση σε βάρος των γυναικών κατά τη διαδικασία πρόσληψης, διότι και οι γυναίκες υποψήφιες πρέπει να έχουν τα αυτά σωματικά προσόντα με τους άνδρες, ώστε να μπορούν να ασκούν, όπως και αυτοί, με την ίδια επιτυχία τα κύρια καθήκοντα του εν λόγω προσωπικού (πρβλ. ΣτΕ 1247/2008) – Υπό τα δεδομένα αυτά η επίμαχη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του π.δ. 135/2006 δεν εισάγει ανεπίτρεπτη, κατά το Σύνταγμα και την Οδηγία 76/207/ΕΟΚ, έμμεση διάκριση σε βάρος των γυναικών, διότι δεν είναι απρόσφορη και δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού

ΣτΕ 986/2016 επταμ.


Ένδικη προστασία – Προθεσμίες – Γνωστοποιήσεις – Ελλιπής μνεία ιδιότητας επιδίδοντος οργάνου 
(Α) Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 66 παρ. 1 περ. Α υποπερ. α του Κ.Δ.Δ., προβλέπεται μεν ως αφετηρία της προθεσμίας ασκήσεως ένδικης προσφυγής καταρχήν η σύννομη κοινοποίηση της πράξεως στον ενδιαφερόμενο, δεν αποκλείεται όμως η σχετική προθεσμία να αρχίζει από την αποδεδειγμένη πλήρη γνώση του περιεχομένου της προσβαλλομένης πράξεως σε περίπτωση που είτε δεν έγινε η προβλεπόμενη κοινοποίηση είτε αυτή που έγινε δεν ήταν νόμιμη, ακόμη και αν πρόκειται για πράξη κοινοποιητέα, σύμφωνα με τη σχετική ειδική νομοθεσία που την διέπει (ΣτΕ 169/2015 7μ., 1828/2015)
(Β) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 217 περ. α και 224 παρ. 1, 3 και 4 του Κ.Δ.Δ., ερμηνευομένων σε συνδυασμό προς το άρθρο 20 παρ. 1 Σ., συνάγεται ότι η άσκηση προσφυγής κατά πράξεων βεβαιώσεως φόρων, καθώς και η προθεσμία ασκήσεως αυτής αναστέλλει την εν στενή εννοία βεβαίωση της σχετικής οφειλής
(Γ) Από τις διατάξεις των άρθρων 56 παρ. 1 και 2 και 44 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. προκύπτει ότι η μνεία στην έκθεση επιδόσεως της ιδιότητας του οργάνου που την διενεργεί αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για το κύρος της επιδόσεως – Κατ’ ακολουθία, αν η εν λόγω ιδιότητα δεν προκύπτει από την έκθεση επιδόσεως, η επίδοση είναι άκυρη και δεν κινεί την προθεσμία προς άσκηση προσφυγής κατά της ούτως επιδοθείσης πράξεως, η έλλειψη δε αυτή δεν δύναται καταρχήν να αναπληρωθεί, προς άρση της ακυρότητας, με άλλα αποδεικτικά μέσα περί της ιδιότητας του επιδόσαντος οργάνου – Όμως, σε περίπτωση κατά την οποία στην έκθεση επιδόσεως γίνεται καταρχήν μνεία της ιδιότητας του επιδίδοντος οργάνου, ελλείπουν, όμως, κρίσιμοι προσδιορισμοί για τον καθορισμό της εν λόγω ιδιότητας, η ως άνω ελλιπής αναγραφή, η οποία διακρίνεται της παντελούς ελλείψεως αναγραφής, δύναται, προς αποφυγή άκρας τυπολατρείας, να συμπληρούται από στοιχεία του φακέλου, καθιστώντας έτσι έγκυρη την επίδοση, η οποία έγινε, πάντως, από το προβλεπόμενο κατά τον νόμο όργανο
 
ΣτΕ 1052/2016 επταμ.


Δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί  – Αποδοχές – Δικαίωμα περιουσίας – Μηνιαία αποζημίωση μελών Συμβουλίου Α.Ε.Ι. για συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις του
Κατ’ επίκληση των εξουσιοδοτικών διατάξεων της παρ. 12 του άρθρου 8 του ν. 4009/2011 και της παρ. 2 του άρθρου 21 του ν.4024/2011, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ΚΥΑ με την οποία καθορίστηκε η «κατ’ αποκοπήν» μηνιαία αποζημίωση που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν.4009/2011, για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις των Συμβουλίων των Α.Ε.Ι. της χώρας, για τον Πρόεδρο, τακτικό ή αναπληρωματικό, σε 200 ευρώ, για τα μέλη των Συμβουλίων των Α.Ε.Ι. σε 100 ευρώ και για τον Γραμματέα σε 100 ευρώ, με την προϋπόθεση συμμετοχής εκάστου σε τέσσερις (4) τουλάχιστον συνεδριάσεις το μήνα – Με τις διατάξεις αυτές ο νομοθέτης απέβλεψε στην ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία των Συμβουλίων Α.Ε.Ι. που ασκούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν.4009/2011, τις σημαντικότερες αρμοδιότητες διοίκησης και χάραξης στρατηγικής για την ανάπτυξη και λειτουργία των Ιδρυμάτων αυτών, εξασφαλίζοντας στον Πρόεδρο και τα μέλη των εν λόγω Συμβουλίων μηνιαία «κατ’ αποκοπήν» αποζημίωση, για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου – Ο καθορισμός του ύψους της αποζημίωσης αυτής, ανήκει, κατ’ αρχήν, ενόψει και των ορισμών του άρθρου 80 παρ. 1 Σ., κατά το οποίο μισθός ή αμοιβή δεν παρέχεται χωρίς ειδικό νόμο, στην εκτίμηση του νομοθέτη, υποκείμενη σε οριακό συνταγματικό έλεγχο –  Ειδικότερα, ο κοινός νομοθέτης, ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση κατ’ εξουσιοδότηση τυπικού νόμου, μπορεί να καθορίζει την ως άνω αποζημίωση, με βάση το μέγεθος της απασχόλησης των μελών του συλλογικού οργάνου Ν.Π.Δ.Δ., και της σπουδαιότητας του αντικειμένου της απασχόλησης αυτής, καθώς και τα στοιχεία του προϋπολογισμού του Ν.Π.Δ.Δ., διαθέτει δε, κατ’ αρχήν, ευρύ περιθώριο εκτίμησης κατά τη διαμόρφωση της εν λόγω αποζημίωσης, που υπόκειται σε οριακό, μόνον, δικαστικό έλεγχο (βλ. ΣτΕ 668/2012 Ολομ. σκέψη 35, 3406/2014 Ολομ. σκέψη 17, Ε.Δ.Δ.Α. Ιωάννα Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, της 7.5.2013, σκέψη 39) – Οφείλει, πάντως, να καθορίσει την αποζημίωση αυτή εντός των ορίων της ακολουθούμενης δημοσιονομικής πολιτικής, συνεκτιμώντας και την εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών, καθώς και το γενικότερο κόστος διαβίωσης στη Χώρα – Εξάλλου, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ
1210/2010Ολομ., 3155/2014 7μ. κ.ά.), οι κανονιστικές πράξεις δεν απαιτείται να φέρουν, κατ’ αρχήν, αιτιολογία, αλλά ελέγχονται μόνον από την άποψη της συνδρομής των όρων της εξουσιοδότησης με βάση την οποία εκδίδονται, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της – Η δε αξιολόγηση από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση των κριτηρίων που θέτει η εξουσιοδοτική διάταξη, η οποία δεν είναι απαραίτητο να περιέχεται στην ίδια την κανονιστική ρύθμιση, αλλά μπορεί να προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές πράξεις ή και άλλα στοιχεία του φακέλου, ανήκει στην ουσιαστική κρίση της Διοίκησης, η οποία εκφεύγει, κατ’ αρχήν, του δικαστικού ελέγχου και ελέγχεται μόνον αν προβάλλεται με συγκεκριμένους ισχυρισμούς ή προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση θεσπίστηκε κατά πρόδηλη παραγνώριση των κριτηρίων και των όρων της εξουσιοδοτικής διάταξης (ΣτΕ 3155/2014 7μ. 2992/2014) – Απορρίπτεται η αίτηση ακυρώσεως

ΣτΕ ΕΑ Δ΄ Τμ. 373/2016 πενταμ. (με ψήφους 3-2)


Ένδικη προστασία – Προσωρινή προστασία – Περιορισμοί – Αρχή της σαφήνειας – Υποχρέωση καταβολής παραβόλου – Αναλογικό παράβολο αίτησης ασφαλιστικών μέτρων κατά πράξης διαγωνιστικής διαδικασίας σύναψης σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας – Υπολογισμός σε περίπτωση που δεν έχει προϋπολογισθεί με τη διακήρυξη η συνολική αξία της σύμβασης 
(Α) Η διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 3886/2010, ερμηνευόμενη ενόψει και του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει η υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων  έχει την έννοια ότι σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει με τη διακήρυξη προϋπολογισθεί η συνολική αξία της σύμβασης, για το λόγο ότι η υψηλότερη προσφερόμενη τιμή, η οποία αποτελεί και το κριτήριο κατακύρωσης, θα προκύψει μέσω πλειοδοτικής δημοπρασίας, ως βάση για τον υπολογισμό του ποσού του παραβόλου λαμβάνεται υπόψη η οριζόμενη ειδικώς στη διακήρυξη ελάχιστη προσφερόμενη τιμή (τιμή εκκίνησης της πλειοδοτικής δημοπρασίας) για όλη τη διάρκεια της σύμβασης – Η ρύθμιση περί καταβολής του προβλεπόμενου στις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 ν. 3886/2010 αναλογικού παραβόλου ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, είναι σύμφωνη με τα άρθρα 20 παρ. 1 Σ. και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Σ.) και την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του δικαίου της ΕΕ – Εξ άλλου, το ΔΕΕ, με την απόφασή του στην υπόθεση Orizzonte Salute, C-61/14, έκρινε ότι ένα δικονομικό σύστημα προβλέψεως δικαστικών τελών που πρέπει να καταβάλλονται για την άσκηση προσφυγής στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας επί  διαφοράς σχετικής με δημόσιες συμβάσεις και τα οποία δεν υπερβαίνουν το 2 % της αξίας του αντικειμένου της οικείας συμβάσεως, δεν δύναται να καταστήσει πρακτικώς αδύνατη ή υπερμέτρως δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης όσον αφορά τον τομέα των δημοσίων συμβάσεων (βλ. σκ. 58), δεν εισάγει διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα (βλ. σκ. 63) και δεν αντίκειται στις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (βλ. σκ. 48, 49 και 69) – Κατόπιν αυτών, δεν καταλείπονται στην Επιτροπή Αναστολών εύλογες αμφιβολίες ως προς την συμβατότητα της ρύθμισης καταβολής του αναλογικού παραβόλου του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 3886/2010, όπως ισχύει, σε ποσοστό 1% επί της προϋπολογισθείσης αξίας της υπό ανάθεση συμβάσεως, και, πάντως, μέχρι ποσού που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ, με το δίκαιο της ΕΕ, ειδικότερα δε με το άρθρο 47 του Χάρτη ΘΔΕΕ, και ως εκ τούτου δεν ανακύπτει υποχρέωση διατύπωσης προδικαστικού ερωτήματος προς το ΔΕΕ
(Β) Ο επίμαχος διαγωνισμός, ο οποίος αποβλέπει, μέσω της εκμισθώσεως ακινήτου (αποτεφρωτήρα) μετά του παγίου εξοπλισμού του στον ανάδοχο («Μισθωτή» κατά τη διακήρυξη), στην παραχώρηση της υπηρεσίας διαχείρισης των επικίνδυνων ιατρικών αποβλήτων των υγειονομικών μονάδων, προκηρύχθηκε και διεξάγεται υπό τη νομική μορφή της πλειοδοτικής δημοπρασίας, ως τιμή δε εκκίνησης/ελάχιστο όριο πρώτης προσφοράς  έχει οριστεί ειδικώς στη διακήρυξη το ποσό των 100.000 ευρώ μηνιαίως (το οποίο θα πρέπει να καταβάλει κάθε μήνα ως μίσθωμα ο ανάδοχος) και συνολικώς, για όλη τη διάρκεια της υπό σύναψη, τριετούς διάρκειας, συμβάσεως, το ποσό των 3.600.000 ευρώ – Το συνολικό αυτό ποσό της ελάχιστης πρώτης προσφοράς για όλη τη διάρκεια της μίσθωσης αποτελεί, κατά τη διακήρυξη, τη βάση υπολογισμού τόσο του ύψους της εγγύησης συμμετοχής στο διαγωνισμό όσο και του ύψους του ποσού της εγγύησης καλής εκτέλεσης της σύμβασης – Υπό τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το εν λόγω ποσό αποτελεί και τη βάση υπολογισμού του αναλογικού παραβόλου του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 3886/2010, το οποίο απαιτείται να καταβληθεί ως προϋπόθεση του παραδεκτού της κρινομένης αιτήσεως
[με μειοψηφία ενός Συμβούλου και μίας Παρέδρου, σύμφωνα με την οποία (α) οι περιορισμοί του δικαιώματος δικαστικής προστασίας πρέπει να διατυπώνονται σαφώς ώστε να μην καταλείπεται περιθώριο αμφιβολίας στους ενδιαφερομένους ως προς το περιεχόμενο και την έκταση των συναφών υποχρεώσεών τους, (β) το άρθρο 5 παρ.1 του ν. 3886/2010, ερμηνευόμενο σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Χάρτη ΘΔΕΕ, έχει την έννοια ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου επί της προϋπολογισθείσης αξίας της υπό σύναψης σύμβασης γεννάται, εφ’ όσον η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης έχει καθορισθεί κατά τρόπο ειδικό με την πράξη με την οποία προκηρύσσεται η οικεία διαδικασία ανάθεσης ή με τα τεύχη που συνοδεύουν την προκήρυξη, (γ) εν προκειμένω, δεν καθορίσθηκε από την αναθέτουσα αρχή  προϋπολογιζόμενη αξία συγκεκριμένου ύψους της υπό ανάθεση σύμβασης, αλλά καθορίζεται στη διακήρυξη μόνο το ελάχιστο προσφερόμενο από τους διαγωνιζόμενους ποσό μισθώματος (100.000 ευρώ μηνιαίως), το οποίο, όμως, πολλαπλασιαζόμενο επί τον προβλεπόμενο χρόνο διάρκειας της σύμβασης (36 μήνες) δεν αντιστοιχεί στην αξία της σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 3886/2010, διότι, εφ’ όσον η διάταξη αυτή δεν προβλέπει τρόπο υπολογισμού της αξίας της προς ανάθεση σύμβασης, δεν συντρέχει λόγος αποκλίσεως, ως προς τον υπολογισμό της αξίας των συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών, από τις διατάξεις των Οδηγιών, με τις οποίες, προκειμένου περί των λοιπών κατηγοριών δημοσίων συμβάσεων (έργων, προμηθειών και υπηρεσιών καθώς και παραχώρησης δημοσίων έργων) επιβάλλεται ο καθορισμός της συνολικής, και όχι της ελάχιστης, εκτιμώμενης αξίας της υπό σύναψη σύμβασης]
(Γ) Δεδομένου, ότι για τον ίδιο διαγωνισμό έχει κριθεί με προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών ότι δεν απαιτείται η καταβολή του ως άνω αναλογικού παραβόλου, η Επιτροπή Αναστολών κρίνει ότι δεν πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 20 παρ. 1 Σ., 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 47 του Χάρτη ΘΔΕΕ, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπό κρίση αίτηση λόγω μη καταβολής παραβόλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 3886/2010, αλλά να ταχθεί προθεσμία για την καταβολή των 2/3 του οφειλομένου παραβόλου για την κατάθεση και τη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως, δηλαδή, ποσού 24.000 ευρώ 

ΣτΕ 666/2016


Ένδικη προστασία – Συνδρομή δικηγόρου – Αποχή δικηγόρων – Αυτεπάγγελτη αναβολή
Το άρθρο 20 Σ. κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, το οποίο περιλαμβάνει και το ειδικότερο δικαίωμα επιλογής δικηγόρου για την προάσπιση των δικαιωμάτων και των εννόμων συμφερόντων των διαδίκων – Προς διασφάλιση δε του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας των διαδίκων πρέπει, κατά τα ήδη κριθέντα (ΣτΕ 3508/2011, 1121/2008), να αναβάλλεται η εκδίκαση της υπόθεσης όταν, διαρκούσης της αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους, δεν παρίστανται όλα τα μέρη κατά τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου

ΣτΕ 669/2016 επταμ.


Οικονομική ελευθερία – Τράπεζες – Θέσπιση ελαχίστου ορίου ρευστών διαθεσίμων – Όρια δικαστικού ελέγχου
Λόγος ότι με την κανονιστική 2560/1.4.2005 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος παραβιάζεται η αρχή της οικονομικής ελευθερίας και αναλογικότητας, διότι, όπως υποστηρίζεται, με την εν λόγω απόφαση θεσπίζεται αυθαίρετα μοναδικός μαθηματικός τρόπος υπολογισμού της ρευστότητας πιστωτικού ιδρύματος και συνεπώς καταστρατηγείται ουσιαστικά η οικονομική και εμπορική ελευθερία πολιτικής των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς θίγεται ουσιωδώς το δικαίωμα του επιχειρηματία – τραπεζίτη να επιλέγει ο ίδιος τις πλέον ασφαλείς και κατά την κρίση του κερδοφόρες επενδύσεις από το πλήθος των διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων και αντίστοιχα την αξιοποίηση των μικρότερου κόστους πηγών κεφαλαίων – Ο λόγος κρίνεται αβάσιμος, διότι (α) η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση αποβλέπει προδήλως στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στην προστασία των καταθετών και την σταθερότητα και εύρυθμη λειτουργία του πιστωτικού συστήματος, (β) η ρύθμιση έχει περιεχόμενο γενικό και αντικειμενικό, χωρίς να προκύπτει ότι καθιστά αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερή την επιχειρηματική δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων, (γ) οι θεσπιζόμενοι περιορισμοί στην άσκηση της οικονομικής ελευθερίας δεν παρίστανται καταδήλως απρόσφοροι ή μη αναγκαίοι για την επίτευξη του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, τον οποίο υπηρετούν – Εξ άλλου, απαραδέκτως αμφισβητείται η ορθότητα του τρόπου και της μεθόδου υπολογισμού του δείκτη ρευστών διαθεσίμων, ισχυριζόμενη ότι ο δείκτης αυτός, όπως έχει θεσπισθεί και υπολογίζεται, δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική κατάσταση της ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, διότι, η σκοπιμότητα καθώς και η ουσιαστική ορθότητα και τεχνική κρίση των επιλογών του κανονιστικού νομοθέτη διαφεύγει του ελέγχου του ακυρωτικού δικαστή

ΣτΕ 675/2016


Ελευθερία έκφρασης – Ραδιοτηλεόραση – Σάτιρα – Πρόστιμο λόγω διακωμώδησης Μητροπολίτη σε τηλεοπτική εκπομπή
Σατιρική εκπομπή στο πλαίσιο της οποίας έγιναν σχόλια για την Εκκλησία και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης χαρακτηρίσθηκε ως «Μπατμάνθιμος» και προβλήθηκαν, αφενός, εικόνες του, με τον υπότιτλο «ΕΝΑΣ ΣΟΥΠΕΡ ΗΡΩΑΣ ΜΕ ΡΑΣΑ», επεξεργασμένες σε υπολογιστή, όπου αυτός έφερε μαύρη αμφίεση «Μπάτμαν» και, αφετέρου, εικόνα του, ομοίως επεξεργασμένη σε υπολογιστή, όπου η φωτογραφία του μετασχηματίσθηκε σε δαιμονική μορφή, η οποία κάνει περιπαικτικό μορφασμό, με κόκκινη προτεταμένη γλώσσα, μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια και μακιγιάζ τύπου «heavy metal», ενώ είχε εκτείνει τα δάκτυλα των χεριών του με τρόπο που να υποδηλώνουν δαιμονικά κέρατα – Νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η πράξη επιβολής προστίμου, αφενός μεν, για παράβαση του δεοντολογικού κανόνα ο οποίος επιτάσσει να σέβονται οι κάθε είδους εκπομπές των τηλεοπτικών σταθμών την προσωπικότητα κάθε προσώπου, η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη και, αφετέρου, παράβαση των υποχρεώσεων του σταθμού για τήρηση της απαιτουμένης από το Σύνταγμα ποιοτικής στάθμης των εκπομπών και για τήρηση των γενικώς αποδεκτών κανόνων ευπρέπειας στην συμπεριφορά, διότι η πρώτη από τις πιο πάνω παρουσιάσεις κατ’ αυτόν τον τρόπο («υπερήρωας») ενέχει γελοιοποίηση του Μητροπολίτη [με μειοψηφία ενός Παρέδρου], ενώ η δεύτερη (άμεση πρόσδοση δαιμονικών χαρακτηριστικών) τον εμφανίζει να αθετεί θεμελιώδεις επαγγελίες του ως θρησκευτικού λειτουργού

ΣτΕ 686/2016 


Δικαίωμα άμυνας – Ένδικη προστασία – Δικαίωμα λήψης γνώσης των στοιχείων του φακέλου – Έναρξη προθεσμίας ένδικης προσφυγής 
Από το άρ. 20 παρ. 1 Σ. απορρέει μεν δικαίωμα πλήρους γνώσεως του περιεχομένου της πράξεως χρεώσεως δασμών και φόρων, με βάση το ποσό των οποίων υπολογίζεται το ύψος του πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας που επιβλήθηκε με την επίδικη πράξη, αλλά δεν επιβάλλεται, και δη ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας, τεθειμένος επί ποινή ακυρότητος της πράξεως επιβολής πολλαπλών τελών, η ενσωμάτωση σε αυτήν της πράξεως χρεώσεως – Άλλωστε, αν μεν η πράξη  χρεώσεως είναι προγενέστερη της κλήσεως σε απολογία, αυτή καθίσταται προσιτή μαζί με τα λοιπά στοιχεία του φακέλου στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος και μπορεί να αξιώσει να λάβει γνώση της, για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, αν δε η πράξη αυτή είναι μεταγενέστερη, η τυχόν μη συγκοινοποίησή της με την πράξη επιβολής πολλαπλών τελών, καθ’ ο μέρος θα είχε ως συνέπεια την μη πλήρη γνώση του περιεχομένου της εν λόγω βλαπτικής πράξεως, μόνη συνέπεια έχει ότι δεν κινείται η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής

ΣτΕ 707/2016


Δικαίωμα περιουσίας – Αγωγή αποζημίωσης – Προϋποθέσεις – Αιτιώδης σύνδεσμος – Είδος και έκταση ζημίας – Διαφυγόν κέρδος – Απόδειξη – Έκταση ελέγχου του δικαστή 
(Α) Κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων τους κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας – O αιτιώδης σύνδεσμος υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει τη ζημία
(Β) Σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υποχρεούνται να αποκαταστήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, κάθε θετική ζημία, καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή, το οποίο προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (ΣτΕ
451/2013επταμ.) – Ειδικότερα, από την διάταξη του άρθρου 298 εδ. β΄ του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι το διαφυγόν κέρδος αποτελεί ζημία η οποία κατ’ ανάγκη συνδέεται με την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων και δεν εμφανίζει τη βεβαιότητα της θετικής ζημίας – Για την απόδειξή της, που είναι δύσκολη για τον ζημιωθέντα συγκριτικά με τη θετική ζημία, ο νόμος αρκείται σε απλή πιθανολόγηση – Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή έχει και ουσιαστικό χαρακτήρα, εφόσον καθορίζει τα στοιχεία της αξίωσης αποζημίωσης, και δικονομικό χαρακτήρα, εφόσον επιτρέπει στο δικαστή να αρκεστεί σε απλή πιθανολόγηση – Επιπλέον, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής του άρθρου 298 του Α.Κ. αρκεί η πραγματική δυνατότητα του ζημιωθέντος προς πορισμό εισοδήματος, με την προϋπόθεση ότι τούτο δεν πρέπει να οφείλεται σε αιτία παράνομη ή ανήθικη, δηλαδή σε παραβίαση νόμιμης απαγόρευσης που αφορά αυτήν την ίδια τη δραστηριότητα από την οποία ο πορισμός του διαφυγόντος κέρδους – Το τελευταίο αυτό δεν συμβαίνει προκειμένου για επαγγελματική ή άλλη δραστηριότητα για την άσκηση της οποίας ο νόμος απαιτεί τη χορήγηση άδειας της διοικητικής αρχής – Επομένως, εκείνος που αξιώνει το διαφυγόν κέρδος από την εκμετάλλευση οικοδομής, μέλλουσας να ανεγερθεί, δεν είναι αναγκαίο να επικαλείται ότι αυτός ή τρίτος είχε εφοδιαστεί με την σχετική οικοδομική άδεια, παρά αρκεί ότι είχε τη δυνατότητα πορισμού του εν λόγω διαφυγόντος κέρδους με βάση την πιθανότητα, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί για την απόκτηση  της οικοδομικής άδεια – Περαιτέρω, τα περιστατικά τα οποία προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα πρέπει, κατά το άρθρο 73 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., να εκτίθενται στην αγωγή, δηλαδή απαιτείται εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να μπορεί να διαταχθεί απόδειξη

ΣτΕ 748/2016


Αρχή της ισότητας – Παραγραφή αξιώσεων από αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων – Σχέση μεταξύ Συντάγματος, ΕΣΔΑ και ΔΣΑΠΔ
Η ρύθμιση του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 περί διετούς παραγραφής δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας – Δεδομένου δε ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα, όπως έχει κριθεί, το Σύνταγμα δεν έχει στενότερη έννοια από την ΕΣΔΑ ούτε από το κυρωθέν με το ν. 2462/1997 Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα  είναι απορριπτέος ο λόγος περί παράβασης των άρθρων 6, 13 και 14 της ΕΣΔΑ εν λόγω Συμβάσεως και των άρθρων 2 παρ. 3 α, β, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου

ΣτΕ 751/2016 


Δημόσιοι υπάλληλοι – Αποδοχές – Άσκηση καθηκόντων δημόσιου κατήγορου
Οι δημόσιοι κατήγοροι σε πταισματοδικεία δεν είναι Εισαγγελικοί Λειτουργοί αλλά αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας ή πολιτικοί υπάλληλοι, κατηγορίας ΠΕ του κλάδου Διοικητικού – Οικονομικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, και, συνεπώς, εφόσον δεν ανήκουν στα πρόσωπα αναφέρονται στα άρθρα 88 παρ. 1 και 100 Α του Συντάγματος, δεν δικαιούνται τις αποδοχές που λαμβάνουν οι Δικαστικοί Λειτουργοί

ΣτΕ 817/2016 επταμ.


Οργάνωση της Διοίκησης – Νησιωτικές περιοχές
Δεν αποκλείεται από τα άρθρα 101 (παρ. 4) και 106 (παρ. 1) Σ., η Διοίκηση συνεκτιμώντας το γενικότερο δημόσιο συμφέρον, να προβεί στη συνένωση των Δ.Ο.Υ. ορισμένων νησιών με τις Δ.Ο.Υ. γειτονικών νησιών ή ηπειρωτικών περιοχών

ΣτΕ 826/2016 


Ισότητα των δύο φύλων – Πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (ένστολο προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας) – Έμμεση διάκριση – Αθλητικές δοκιμασίες
Ο καθορισμός με την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του π.δ. 135/2006   κοινών – και για τα δύο φύλα – ορίων των επιδόσεων στις αθλητικές δοκιμασίες των υποψηφίων για πρόσληψη στο ειδικό ένστολο προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας, βρίσκεται σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρύθμισης και του επιδιωκόμενου από τον κανονιστικό νομοθέτη σκοπού, ο οποίος συνίσταται στη στελέχωση της Δημοτικής Αστυνομίας με προσωπικό που διαθέτει ορισμένα σωματικά προσόντα αναγκαία, κατά την ουσιαστική του εκτίμηση, για την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής του – Η ρύθμιση αυτή δεν συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου, διότι εφαρμόζεται αδιακρίτως σε άνδρες και γυναίκες – Η έμμεση, όμως, διάκριση, η οποία προκύπτει από το δεδομένο της κοινής πείρας ότι  οι γυναίκες, λόγω βιολογικών διαφορών, υστερούν κατά κανόνα των ανδρών στα σωματικά και φυσικά προσόντα, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνουν χαμηλότερες επιδόσεις στα αθλητικά αγωνίσματα, δικαιολογείται αντικειμενικά από λόγους δημοσίου συμφέροντος άσχετους προς το φύλο των υποψηφίων, συναπτόμενους προς τις απαιτήσεις του επαγγέλματος του ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας, δεδομένου ότι η ύπαρξη ορισμένων ανάλογων ή κατάλληλων, κατά τα ανωτέρω, σωματικών προσόντων, που διαπιστώνεται με τις εν λόγω αθλητικές δοκιμασίες, αποτελεί προϋπόθεση αναγκαία και πρόσφορη για την αποτελεσματική εκτέλεση του έργου του ως άνω προσωπικού, το οποίο, κατά την εκπλήρωση της αποστολής του, ασκεί δραστηριότητες που απαιτούν πολύ καλή φυσική κατάσταση – Ειδικότερα, οι – περιγραφόμενες στο ως άνω άρθρο 2 του π.δ. 23/2002 – αρμοδιότητες του ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας και τα αντίστοιχα, αστυνομικής φύσεως, καθήκοντα, καθώς και οι συνθήκες άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών, συνιστούν κριτήρια συγκεκριμένα και πρόσφορα που δικαιολογούν, κατά κοινή πείρα, τη θεσπιζόμενη ως άνω έμμεση διάκριση σε βάρος των γυναικών κατά τη διαδικασία πρόσληψης, διότι και οι γυναίκες υποψήφιες πρέπει να έχουν τα αυτά σωματικά προσόντα με τους άνδρες, ώστε να μπορούν να ασκούν, όπως και αυτοί, με την ίδια επιτυχία τα κύρια καθήκοντα του εν λόγω προσωπικού (πρβλ. ΣτΕ 1247/2008, 2368/2010), ενώ, άλλωστε τα προβλεπόμενα κοινά όρια στα επί μέρους αγωνίσματα δεν είναι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας,  ιδιαιτέρως υψηλά, ώστε να μην μπορούν οι γυναίκες να τα επιτύχουν – Υπό τα δεδομένα αυτά, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του π.δ. 135/2006 δεν εισάγει ανεπίτρεπτη, κατά το Σύνταγμα και την Οδηγία 76/207/ΕΟΚ, έμμεση διάκριση σε βάρος των γυναικών, διότι δεν είναι απρόσφορη και δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτήν, κατά τα προεκτεθέντα, σκοπού
[με μειοψηφία ενός Παρέδρου, σύμφωνα με την οποία οι ποικίλες αρμοδιότητες του ειδικού ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας και οι συνθήκες άσκησής τους, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν απαιτούν ιδιαίτερα φυσικά και σωματικά προσόντα, όπως, άλλωστε, έγινε δεκτό και με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολομ. 146, 147/2013) 

ΣτΕ Β΄ Τμ.  884/2016 επταμ. (επί προδικαστικών ερωτημάτων)


Ασφάλεια του δικαίου – Αρχές της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας – Φορολογία – Δικαίωμα περιουσίας – Απαγόρευση αναδρομικής επιβολής φόρου (άρ. 78 παρ. 2 Σ.) – Φορολογική ισότητα (άρ. 4 παρ. 5 Σ.) και νομοθετικά τεκμήρια δαπανών – Αρχές επιβολής κυρώσεων – Δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης – Τεκμήριο αθωότητας – Απόδειξη παράβασης (ανακρίβειας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος) – Βάρος απόδειξης – Διάκριση από είδος και βαθμό απόδειξης – Έμμεση απόδειξη (“τεκμήρια”) – Ιδιωτικός βίος – Κλήση του διοικούμενου για παροχή στο φορολογικό έλεγχο εξηγήσεων και στοιχείων σχετικά με ποσά τραπεζικών λογαριασμών του, τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ τα δηλωθέντα εισοδήματά του – Συναγωγή συμπερασμάτων από τη μη παροχή των πληροφοριών που ζήτησε η φορολογική αρχή ή από την παράλειψη του φορολογούμενου να τεκμηριώσει επαρκώς  τους ισχυρισμούς του περί δικαιολόγησης των επίμαχων ποσών – Μη δηλωθέν εισόδημα άγνωστης πηγής ή αιτίας – Έννοια και κρίσιμος χρόνος φορολόγησής του – Έκταση ελέγχου του διοικητικού δικαστή – Υπολογισμός του ύψους τέτοιου εισοδήματος – Συνυπολογισμός (με ανάλωση διαθέσιμου κεφαλαίου) τεκμαρτών δαπανών διαβίωσης και κτήσης περιουσιακών στοιχείων –  Προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με το άρ. 48 παρ. 3 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ – ν. 2238/1994)
(Α) Ως “εισόδημα” κατά τις  διατάξεις των άρθρων 4 και 48 παρ. 3 του ΚΦΕ, νοείται και φορολογείται η πρόσοδος που παράγεται περιοδικά, από διαρκώς εκμεταλλεύσιμη πηγή, και αποτελεί το αντάλλαγμα της προσωπικής εργασίας ή τον καρπό των περιουσιακών στοιχείων του φορολογούμενου, όχι και κάθε άλλη, μη έχουσα τα παραπάνω γνωρίσματα, προσαύξηση της περιουσίας του, εκτός κι αν με ειδική διάταξη νόμου θεωρείται εισόδημα, για την υπαγωγή του στο φόρο Ο φορολογούμενος (τεκμαίρεται ότι) γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την αληθή αιτία ή την πηγή της εισαγωγής στην περιουσία του των μεγάλων ποσών που περιέχουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του και, συνεπώς, μπορεί ευχερώς και υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να υποδείξει στη φορολογική αρχή την εν λόγω αιτία ή πηγή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 66 παρ. 1 περιπτ. α του ΚΦΕ και, ήδη, εκείνη του άρ. 14 παρ. 1 του ν. 4174/2013, δεδομένου, άλλωστε, ότι πρόκειται για μη ευαίσθητο ή, γενικότερα, μη χρήζον αυξημένης προστασίας προσωπικό δεδομένο, για την πρόσβαση στο οποίο, στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου και της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής, το κράτος διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης (πρβλ. ΕΔΔΑ 22.12.2015, G.S.B. κατά Ελβετίας, 28601/11, σκέψεις 92-93) – Επομένως, οφείλει, κατ’ αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της φορολογικής ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, πληροφοριακά στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα (μη απορριφθέντα από τη φορολογική αρχή) στοιχεία των δηλώσεών του φορολογίας εισοδήματος – Και ναι μεν μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να αντιταχθεί, εν όλω ή εν μέρει, στην εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρέωσής του, επικαλούμενος κάποιο υπέρτερο δικαίωμά του, όπως, ιδίως, το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησής του (πρβλ. ΕΔΔΑ 3.5.2001, 31827/96, J.B. κατά Ελβετίας, σκέψεις 65-71, ΕΔΔΑ 5.4.2012, 11663/04, Chambaz κατά Ελβετίας, σκέψεις 53-58 – πρβλ. επίσης ΔΕΚ 18.10.1989, 374/87, Orkem, σκέψεις 35-41), αλλά, πάντως, η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς που προβάλλει προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς του λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή (και περαιτέρω, σε περίπτωση άσκησης ένδικης προσφυγής, από το διοικητικό δικαστήριο) των αποδείξεων σε βάρος του και επιτρέπεται να οδηγήσει στη συναγωγή συμπερασμάτων προς θεμελίωση της ύπαρξης παράβασης ανακρίβειας της δήλωσής του και αντίστοιχης φοροδιαφυγής (πρβλ. ΕΔΔΑ 8.2.1996, 18731/91, John Murray κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 47 και ΕΔΔΑ 20.3.2001, 33501/96, Telfner κατά Αυστρίας, σκέψεις 15-17)
(Β) Η καταστολή της φοροδιαφυγής (και, ιδίως, της μεγάλης από απόψεως ποσού), μέσω της διαπίστωσης των οικείων παραβάσεων και της επιβολής από τη Διοίκηση των αντίστοιχων διαφυγόντων φόρων, καθώς και των προβλεπόμενων στο νόμο διοικητικών κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 5 και άρθρο 106 παρ. 1 και 2), επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος – Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του σεβασμού της αξιοπρέπειας του ανθρώπου (άρ. 2 παρ. 1 Σ.), του κράτους δικαίου (άρ. 25 παρ. 1 εδ. α΄ Σ.), της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ Σ.) και του τεκμηρίου αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και βρίσκει εφαρμογή και σε διοικητικές διαδικασίες καταλογισμού παραβάσεων και συναφών κυρώσεων (πρβλ. ΔΕΕ 21.1.2016, C-74/14 Eturas, σκέψη 38 και ΔΕΕ 23.12.2009, C-45/08, Spector Photo Group, σκέψεις 42-44), το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε ορισμένο πρόσωπο φορολογική παράβαση, η οποία επισύρει την επιβολή σε βάρος του των διαφυγόντων φόρων και συναφών κυρώσεων, φέρει, κατ’ αρχήν, το κράτος, ήτοι η φορολογική Διοίκηση (πρβλ. ΣτΕ 4049/2014, 2442/2013, 886/2005 κ.ά.) – Ωστόσο, τούτο δεν έχει την έννοια ότι η φορολογική αρχή υποχρεούται να τεκμηριώσει την παράβαση με αδιάσειστα στοιχεία, που αποδεικνύουν άμεσα και με πλήρη βεβαιότητα την τέλεσή της, διότι μια τέτοια απαίτηση θα επέβαλε στη Διοίκηση ένα υπέρμετρο και συχνά αδύνατο να επωμισθεί βάρος, ασύμβατο με την ανάγκη ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των προαναφερόμενων θεμελιωδών αρχών (και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αντλούν από αυτές οι φορολογούμενοι) και, αφετέρου, του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος της πάταξης της φοροδιαφυγής, που από τη φύση της είναι συνήθως δυσχερώς εντοπίσιμη – Συγκεκριμένα, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής επιβάλλει να μην καθιστούν οι αρχές ή οι κανόνες που διέπουν το είδος και το βαθμό απόδειξης της ύπαρξής της αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας από τη Διοίκηση – Τούτων έπεται ότι η τέλεση φορολογικής παράβασης, όπως η επίδικη, που συνίσταται στην παράλειψη δήλωσης φορολογητέου εισοδήματος, και, περαιτέρω, η ύπαρξη αντίστοιχης φορολογητέας ύλης μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας φορολογικής αρχής, όχι μόνο με βάση άμεσες αποδείξεις, αλλά και από έμμεσες αποδείξεις (άλλως, “τεκμήρια”), ήτοι από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης [πρβλ. ΣτΕ 2316/1991, 2961/1980 (φορολογία εισοδήματος), ΣτΕ 43/2006 επταμ., 4134/2001, 428/1996, 4026/1983, 954/1982 (φορολογία δωρεών), ΣτΕ 2046/1985, 2193/1958 (φορολογία κληρονομιών), ΣτΕ 2136/2012, 2967/2004, 1275/1985 (παραβάσεις μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων), ΣτΕ 1404/2015 (παράβαση λήψης εικονικού τιμολογίου), ΣτΕ 2768/2015, 747/2015, 1351/2014 επταμ., 2951/2013, 117/2005 (τελωνειακές παραβάσεις) – πρβλ. ακόμα ΣτΕ 2780/2012 επταμ., 1934/2013 επταμ., 2365/2013 επταμ., 3103/2015, σχετικά με παραβάσεις των κανόνων περί ανταγωνισμού) – Τούτο δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά κανόνα που αφορά στη φύση και στον τρόπο εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων (πρβλ. ΣτΕ 2365/2013 επταμ., 2780/2012 επταμ.) – Ειδικότερα, τέτοια στοιχεία έμμεσης απόδειξης (ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος) μπορούν να θεωρηθούν ότι συντρέχουν σε περίπτωση, όπως η επίδικη, στην οποία τραπεζικός λογαριασμός του φορολογούμενου, μέσω του οποίου πραγματοποιείται έμβασμα στο εξωτερικό, περιλαμβάνει μεγάλο ποσό το οποίο δεν καλύπτεται από τα (νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου) εισοδήματα που αυτός έχει δηλώσει στη φορολογική αρχή ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία, την οποία είτε αυτός επικαλείται, κατόπιν (υποχρεωτικής) κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών εξηγήσεων (σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 περιπτ. α του ΚΦΕ και, ήδη, του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 4174/2013) ή στο πλαίσιο διαδικασίας προηγούμενης ακρόασης, είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, επιδεικνύοντας την οφειλόμενη, σε χρηστή Διοίκηση, επιμέλεια και λαμβάνοντας τα αναγκαία, κατάλληλα και εύλογα, ενόψει των περιστάσεων, μέτρα ελέγχου και διερεύνησης της υπόθεσης, που προβλέπονται στο νόμο (άρθρα 66 επ. του ΚΦΕ και άρθρα 13 επ. του ν. 4174/2013), καθόσον τα παραπάνω στοιχεία, συνολικώς ορώμενα, είναι, κατ’ αρχήν, ικανά να δικαιολογήσουν, ενόψει και των διδαγμάτων της λογικής και της κοινής πείρας, την εκτίμηση ότι το επίμαχο ποσό άγνωστης προέλευσης (αλλά, πάντως, κατά το συνήθως συμβαίνον, προερχόμενο από  οικονομική δραστηριότητα επιτρεπτή κατά το νόμο) αντιστοιχεί σε μη δηλωθέν, υποκείμενο σε φόρο εισόδημα του δικαιούχου του λογαριασμού (πρβλ. ΣτΕ 2136/2012 και αποφάσεις του γαλλικού Conseil d’Etat της 20.12.1978 στην υπόθεση 5486, Rec. Lebon 1978 σελ. 519, της 5.4.1978, Rec. Lebon 1978 σελ. 178, της 5.3.1999 στην υπόθεση 176799 και της 19.3.2001 στην υπόθεση 187012) – Άλλωστε, η ανωτέρω, υπό το καθεστώς του ΚΦΕ, δυνατότητα έμμεσου προσδιορισμού φορολογητέας ύλης με βάση το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων του φορολογούμενου επιβεβαιώθηκε με τη ρύθμιση του άρθρου 67Β παρ. 1 του Κώδικα αυτού και, στη συνέχεια, με τη  διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 περιπτ. ε του νόμου 4174/2013, η οποία εφαρμόζεται και σε διαφορά όπως η κρινόμενη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 66 και ήδη 72 του ίδιου νόμου – Πράγματι, τέτοιες υποθέσεις είναι κατεξοχήν πρόσφορες για έμμεση απόδειξη της ύπαρξης φορολογητέου εισοδήματος και σχετικής φορολογικής παράβασης ανακριβούς δήλωσης και αντίστοιχης φοροδιαφυγής, λαμβανομένου υπόψη ότι το επίμαχο ποσό είτε (α) αποτελεί φορολογητέο μη δηλωθέν εισόδημα, περίπτωση που είναι και η συνήθης, κατά τα κοινώς γνωστά, στην ελληνική οικονομική πραγματικότητα είτε (β) συνιστά απαλλασσόμενο του φόρου εισόδημα, οπότε ο φορολογούμενος βαρύνεται ούτως ή άλλως με την απόδειξη της συνδρομής των όρων της σχετικής φοροαπαλλαγής (βλ. λ.χ. ΣτΕ 387/2015) είτε (γ) προέρχεται από κάποια άλλη, μη περιλαμβανόμενη στη δήλωσή του φορολογίας εισοδήματος αλλά κατ’ αρχήν νόμιμη, πηγή ή αιτία (που μπορεί και να γεννά φορολογική υποχρέωση, με βάση διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας διαφορετικές από εκείνες της φορολογίας εισοδήματος), την οποία, πάντως, ο φορολογούμενος (τεκμαίρεται ότι) γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει και, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να υποδείξει στη φορολογική αρχή, παρέχοντάς της σχετικά στοιχεία, δυνάμενα να ελεγχθούν ως προς την ακρίβεια και την επάρκειά τους και, αναλαμβάνοντας, σε διαφορετική περίπτωση, τον κίνδυνο να συναχθούν σε βάρος του συμπεράσματα περί τέλεσης της προαναφερόμενης φορολογικής παράβασης είτε (δ) σε εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρέει από συμπεριφορά που συνιστά ποινικό αδίκημα (λ.χ. εμπόριο ναρκωτικών ή δωροδοκία), με συνέπεια να υπόκειται (όχι σε φόρο εισοδήματος αλλά) σε δήμευση, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 76 του Ποινικού Κώδικα και με ειδικές διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας – Περαιτέρω, σε υπόθεση όπως η παρούσα, το προαναφερόμενο, εμμέσως αποδεικνυόμενο, εισόδημα, ως άγνωστης πηγής ή αιτίας, λογίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 48 παρ. 3 (εδ. α΄) του ΚΦΕ, η οποία είναι, κατά τούτο, αρκούντως σαφής και προβλέψιμη στην εφαρμογή της, για το μέσο επιμελή φορολογούμενο, ο οποίος δεν θα μπορούσε να έχει τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι τέτοιο εισόδημά του μένει αφορολόγητο
(Γ) Απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα:  Κατά την αρκούντως σαφή και προβλέψιμη έννοια της διάταξης (του εδαφίου α΄) της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ΚΦΕ (όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε πριν από την προσθήκη σε αυτήν εδαφίου β΄ με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3888/2010), ερμηνευόμενης σε συνδυασμό, αφενός, με τις διατάξεις του άρθρου 66 (παρ. 1) του ίδιου νόμου και ήδη των άρθρων 14 (παρ. 1), 15 (παρ. 3) και 27 (παρ. 1) του ν. 4174/2013 και, αφετέρου, με τον κανόνα περί δυνατότητας έμμεσης απόδειξης ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος και αντίστοιχης φορολογικής παράβασης, ποσό τραπεζικού λογαριασμού και αντίστοιχου εμβάσματος μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα του δικαιούχου του λογαριασμού και χορηγήσαντος την εντολή διενέργειας του εμβάσματος, εφόσον δεν καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, την οποία είτε αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου
(Δ) Σκοπός της απαγόρευσης της διάταξης του άρ. 78 παρ. 2 Σ. (που ορίζει ότι δεν μπορεί να επιβληθεί φόρος με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέραν του προηγουμένου της επιβολής του φόρου οικονομικού έτους) είναι η ασφάλεια του δικαίου και η σταθερότητα των έννομων καταστάσεων, όσον αφορά τις φορολογικές υποχρεώσεις των διοικούμενων, ζήτημα ιδιαίτερα σημαντικό τόσο για τους ίδιους και την ανάπτυξη των οικονομικών τους δραστηριοτήτων, όσο και, γενικότερα, για την εθνική οικονομία – Όπως προκύπτει τόσο από το γράμμα όσο και από το σκοπό της, η εν λόγω συνταγματική διάταξη αφορά στη νομοθετική επιβολή το πρώτον φορολογικού βάρους, συμπεριλαμβανόμενης της επαύξησης ήδη προβλεπόμενου φόρου, σε κατηγορία προσώπων που δεν βαρύνονταν προηγουμένως με αυτόν, μέσω της εισαγωγής νέου κανόνα σε σχέση με (τουλάχιστον) ένα από τα οριζόμενα στις παράγραφους 1 και 4 του ίδιου άρθρου στοιχεία του φόρου, δηλαδή το αντικείμενο του φόρου, το υποκείμενο του φόρου, το φορολογικό συντελεστή και τις απαλλαγές ή εξαιρέσεις από το φόρο – Όσον αφορά το αντικείμενο του φορολογικού βάρους, το πεδίο εφαρμογής της παραπάνω συνταγματικής απαγόρευσης καταλαμβάνει τον προσδιορισμό όχι μόνο του είδους αλλά και του ύψους της υποκείμενης στο φόρο ύλης (βάσης επιβολής) – Συναφώς, καταλαμβάνει και τους κανόνες που εισάγουν ειδικές ρυθμίσεις καθορισμού της βάσης επιβολής, οι οποίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι ήδη προκύπτουν, κατά τρόπο αρκούντως ασφαλή και σαφή, από το νομοθετικό πλαίσιο του οικείου φόρου, στο μέτρο που τέτοιες ρυθμίσεις, οι οποίες δεν αποκλείεται να λαμβάνουν και τη μορφή τεκμηρίων ύπαρξης ορισμένης φορολογητέας ύλης (λ.χ. λόγω δαπανών), συνιστούν κατ’ ουσίαν τμήμα της κανονιστικής ρύθμισης του αντικειμένου του φόρου (πρβλ. ΣτΕ 4355/1985, 2785/1985, Ολομ. 2860/2003) – Αντίθετα, νομοθετικές διατάξεις που δεν μεταβάλλουν το κανονιστικό καθεστώς (τουλάχιστον ενός εκ) των προαναφερόμενων στοιχείων ήδη προβλεπόμενου φόρου, όπως είναι εκείνες που ρυθμίζουν το είδος και το βαθμό απόδειξης φορολογικής παράβασης και της ύπαρξης αντίστοιχης φορολογητέας ύλης, δεν επιβάλλουν φόρο, κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 78 Σ. και, συνεπώς, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. 
(Ε) Η προστεθείσα με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3888/2010 διάταξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ΚΦΕ, κατά το κρίσιμο, εν προκειμένω, σκέλος της, που αναφέρεται σε περιουσιακή προσαύξηση προερχόμενη «από άγνωστη […] πηγή ή αιτία», έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι η φορολογική διοίκηση δεν κατορθώνει να διαπιστώσει, κατά τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο και ασφαλή, τη συγκεκριμένη προέλευση της προσαύξησης (που, σε υπόθεση όπως η παρούσα, υπερβαίνει τα εισοδήματα που της έχει δηλώσει ο φορολογούμενος), παρά τη λήψη των προβλεπόμενων στο νόμο αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων, ενόψει των περιστάσεων, μέτρων ελέγχου και διερεύνησης της υπόθεσης, συμπεριλαμβανόμενης, ιδίως, της κλήσης του φορολογούμενου για παροχή σχετικών πληροφοριών και στοιχείων, που, αν υποβληθούν, ελέγχονται ως προς την ακρίβεια και την επάρκειά τους – Εξάλλου, ναι μεν η εισαγωγή (κατάθεση) χρηματικού ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου ενδέχεται να συνιστά ή να αντιστοιχεί σε «προσαύξηση [της] περιουσίας» του, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, αλλά, πάντως, είναι εμφανές ότι η μεταφορά χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου σε άλλον τραπεζικό λογαριασμό του ίδιου προσώπου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επαυξάνει την περιουσία του (πρβλ. αποφάσεις του γαλλικού Conseil d’Etat της 19.6.2014 στην υπόθεση 371099 και της 20.10.2010 στην υπόθεση 317565), τουλάχιστον εφόσον αυτός είναι ο μοναδικός δικαιούχος του πρώτου λογαριασμού – Ενόψει και των μνημονευόμενων στην αιτιολογική της έκθεση, η διάταξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994, ως προς το σκέλος της που αφορά σε προσαύξηση περιουσίας από τραπεζική κατάθεση σημαντικού χρηματικού ποσού «άγνωστης πηγής ή αιτίας», αποδίδει κατ’ ουσίαν κανόνα που μπορούσε ήδη να συναχθεί, κατά τρόπο αρκούντως σαφή και προβλέψιμο, από το ισχύον πριν από τη δημοσίευση του ν. 3888/2010 νομικό πλαίσιο, σχετικά με τη δυνατότητα έμμεσης απόδειξης της ύπαρξης μη δηλωθέντος, φορολογητέου εισοδήματος, λογιζόμενου, συνεπεία της άγνωστης προέλευσής του, ως εισοδήματος από ελευθέριο επάγγελμα, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά παραπάνω – Συνεπώς, κατά το μέρος της αυτό, η εν λόγω διάταξη, σύμφωνα με την αληθή έννοιά της, εφαρμόζεται και σε υπόθεση, όπως η επίδικη, όπου οι κινήσεις μεγάλων ποσών τραπεζικού λογαριασμού που λαμβάνονται υπόψη από τη φορολογική αρχή για τη διαπίστωση διαφυγούσας φορολογητέας ύλης πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της (30.9.2010) – Εξάλλου, η διάταξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994, με το προαναφερόμενο αντικείμενο και εννοιολογικό περιεχόμενο, δεν επιβάλλει φόρο (εισοδήματος), κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 78 Σ. και, ειδικότερα, δεν θεσπίζει (και, δη, το πρώτον) νομοθετικό τεκμήριο εισοδήματος ίσου με πραγματοποιηθείσες δαπάνες διαβίωσης ή κτήσης περιουσιακών στοιχείων, πέραν των προβλεπόμενων στα άρθρα 16 και 17 του ΚΦΕ.
(ΣΤ) Απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα: H (προστεθείσα με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3888/2010) διάταξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν (εφόσον, βέβαια, δεν έχει παρέλθει ο προβλεπόμενος στην κείμενη νομοθεσία χρόνος παραγραφής της εξουσίας του Δημοσίου για καταλογισμό του φόρου), και σε υπόθεση, όπως η παρούσα, στην οποία η επίμαχη περιουσιακή προσαύξηση (κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό), άγνωστης πηγής ή αιτίας, που λογίζεται ως φορολογητέο εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα, προκύπτει σε χρόνο προγενέστερο της 30.9.2010, η έννοια δε αυτή δεν δημιουργεί ζήτημα αντίθεσης της διάταξης προς την παράγραφο 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος ούτε, άλλωστε, προς τη θεμελιώδη αρχή της ασφάλειας δικαίου
(Z) Απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα: Οι διατάξεις των εδαφίων α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994, όπως ερμηνεύθηκαν ανωτέρω, έχουν, περαιτέρω, την έννοια ότι, σε περίπτωση όπως η επίδικη, το ποσό τραπεζικού λογαριασμού που τροφοδότησε  έμβασμα και λογίζεται ως φορολογητέο εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα του δικαιούχου του λογαριασμού φορολογείται ως εισόδημα της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία προκύπτει ότι εισήχθη το ποσό αυτό στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμού, η δε μεταφορά (με έμβασμα) χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου, στον οποίο δεν υπάρχει συνδικαιούχος, σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του ίδιου προσώπου δεν ενέχει προσαύξηση της περιουσίας του – Συνεπώς, κρίσιμος είναι, κατ’ αρχήν, όχι ο χρόνος διενέργειας του εμβάσματος, με αφορμή το οποίο έγινε ο έλεγχος και διαπιστώθηκε η περιουσιακή προσαύξηση, αλλά είτε ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού (ή, σε περίπτωση τμηματικής κατάθεσής του, ο χρόνος που κατατέθηκε καθένα από τα τμήματά του) στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, μέσω του οποίου έγινε το έμβασμα, είτε ο προγενέστερος αυτού χρόνος κατά τον οποίο προκύπτει ότι επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του.
(H) O προσδιορισμός του ως άνω κρίσιμου χρόνου, που συνιστά πραγματικό ζήτημα (διακριτό της ύπαρξης περιουσιακής προσαύξησης άγνωστης πηγής ή αιτίας) και διενεργείται κατ’ ενάσκηση δέσμιας αρμοδιότητας, πρέπει να γίνεται από τη φορολογική αρχή με βάση πρόσφορα και επαρκή στοιχεία, συλλεγέντα κατόπιν της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων, ενόψει των περιστάσεων, μέτρων ελέγχου και διερεύνησης της υπόθεσης, από την ανωτέρω άποψη, στα οποία συμπεριλαμβάνονται, ιδίως, η κλήση του φορολογούμενου για παροχή εξηγήσεων και η αναζήτηση πληροφοριών και εγγράφων από τα εμπλεκόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αν η εντός ευλόγου χρόνου συλλογή τέτοιων στοιχείων καθίσταται αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής, γεγονός που πρέπει να βεβαιώνεται από τη φορολογική αρχή με ειδική αιτιολογία, αυτή μπορεί να διαπιστώσει τον κρίσιμο, κατά τα προεκτεθέντα, χρόνο με βάση όσα στοιχεία κατάφερε να συγκεντρώσει ο έλεγχος και, στην εξαιρετική περίπτωση παντελούς έλλειψης τέτοιων στοιχείων, να θεωρήσει κατά τεκμήριο ως κρίσιμο χρόνο εκείνον του εμβάσματος – Kαταλογιστική πράξη της φορολογικής αρχής η οποία, σε υπόθεση όπως η παρούσα, φορολογεί το (άγνωστης πηγής ή αιτίας) ποσό τραπεζικού λογαριασμού, που τροφοδότησε έμβασμα, ως εισόδημα της χρήσης/διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία πραγματοποιήθηκε το έμβασμα, χωρίς να εξετάζεται ο κατά τα προεκτεθέντα κρίσιμος χρόνος της επέλευσης της αντίστοιχης περιουσιακής προσαύξησης, αιτιολογείται (κατ’ αρχήν) ελλιπώς, αλλά η τοιαύτη πλημμέλεια δεν άγει κατ’ ανάγκη στην ακύρωση της πράξης από το διοικητικό δικαστήριο, το οποίο αποφαίνεται επί ένδικης προσφυγής κατά του κύρους της, διότι η πραγματική βάση της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία συνίσταται, κατά τούτο, στο ότι η επίμαχη, άγνωστης προέλευσης, περιουσιακή προσαύξηση, που φορολογείται ως εισόδημα, επήλθε σε χρονικό σημείο ευρισκόμενο εντός της διαχειριστικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας διενεργήθηκε το αντίστοιχο έμβασμα, είναι (κατ’ αποτέλεσμα) ορθή, αν το επίμαχο ποσό (προκύπτει ότι) εισήχθη στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμού, αυξάνοντάς την, κατά την προαναφερόμενη διαχειριστική περίοδο, δηλαδή στην περίπτωση που το έτος της γένεσης της περιουσιακής προσαύξησης συμπίπτει με εκείνο της πραγματοποίησης του εμβάσματος – Το διοικητικό δικαστήριο που εκδικάζει την προσφυγή κατά της εν λόγω πράξης έχει εξουσία πλήρους ελέγχου της ουσιαστικής ορθότητας της ανωτέρω πραγματικής βάσης της, στο πλαίσιο δε αυτό, προκειμένου να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση για το ζήτημα εάν η περιουσιακή αυτή προσαύξηση επήλθε εν όλω ή εν μέρει εντός της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, μπορεί και να διατάξει συμπλήρωση των αποδείξεων, κατά τα άρθρα 152 επ. του ΚΔΔ – Σε περίπτωση που κρίνει ότι η επίμαχη περιουσιακή προσαύξηση, στο σύνολό της,  δεν επήλθε κατά τη διαχειριστική περίοδο εντός της οποίας πραγματοποιήθηκε το οικείο έμβασμα, το δικαστήριο προβαίνει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης, ενώ αν κρίνει ότι η εν λόγω προσαύξηση επήλθε εν μέρει μόνο στην ανωτέρω διαχειριστική περίοδο, το δικαστήριο προβαίνει, κατά τούτο, στη μεταρρύθμιση της επίδικης πράξης
(Θ) Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος, η φορολογούμενη ύλη (εν προκειμένω, εισόδημα) δεν επιτρέπεται να είναι πλασματική, αλλά πρέπει να είναι πραγματική – Η ανεύρεση και ο προσδιορισμός του ύψους του πραγματικού φορολογητέου εισοδήματος χωρεί και με την εφαρμογή προβλεπόμενων στο νόμο τεκμηρίων, εφόσον αυτά συνάδουν προς τα δεδομένα της κοινής πείρας, συνδυαστικά ως προς τη βάση τους και το συμπέρασμά τους, ώστε να καταλείπεται στο φορολογούμενο εύλογη δυνατότητα επίκλησης και τεκμηρίωσης του αδικαιολόγητου της εφαρμογής τους στην περίπτωσή του και ενόψει των ιδιαίτερων συνθηκών της, διότι, άλλως, καθίστανται ασύμβατα προς τις θεμελιώδεις αρχές της αναλογικότητας (των περιορισμών του δικαιώματος περιουσίας) και της φορολογικής ισότητας – Τα ανωτέρω τεκμήρια μπορούν να αφορούν και σε δαπάνες διαβίωσης, σε δαπάνες κατοχής και χρήσης ακινήτων ή κινητών ή σε δαπάνες κτήσης περιουσιακών στοιχείων, από τις οποίες τεκμαίρεται αντίστοιχο αναλωθέν εισόδημα (ή άλλο κεφάλαιο) – Τέτοιες δαπάνες, που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του φορολογητέου πραγματικού εισοδήματος, είναι επίσης πραγματικές, έστω κι αν η φύση και το ύψος τους καθορίζονται με νόμιμα τεκμήρια, που πληρούν τους προαναφερόμενους όρους, όπως είναι, κατ’ αρχήν, τα τεκμήρια που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 περιπτ. α, β, γ και θ και του άρθρου 17 περιπτ. γ του ΚΦΕ – Αυτό συνεπάγεται, σε υπόθεση όπως η κρινόμενη, ότι το αθροιστικό ποσό των ανωτέρω τεκμαρτών δαπανών συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό του ύψους της φορολογητέας (ως εισοδήματος) περιουσιακής προσαύξησης, δηλαδή αφαιρείται, κατ’ αρχήν (καθόσον οι σχετικές δαπάνες δεν αμφισβητηθούν επιτυχώς από το φορολογούμενο), από το δηλωθέν εισόδημα του αντίστοιχου οικονομικού έτους και επιπλέον, στο μέτρο που το υπερβαίνουν, από το κεφάλαιο που προέρχεται από οποιαδήποτε άλλη νόμιμη πηγή ή αιτία, το οποίο (εισόδημα ή κεφάλαιο) λαμβάνεται υπόψη για να δικαιολογήσει, εν όλω ή εν μέρει, την επίμαχη περιουσιακή προσαύξηση (ποσό τραπεζικής κατάθεσης και αντίστοιχου εμβάσματος) – Η ερμηνεία αυτή τελεί σε αρμονία τόσο προς τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 περιπτ. ζ του ν. 2238/1994, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, σε υπόθεση όπως η παρούσα (αφορώσα στις χρήσεις 2010 και 2011), όσο και προς τις επιταγές των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 Σ.
(Ι) Απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα: Oι διατάξεις των εδαφίων α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994, ερμηνευόμενες υπό το φως των επιταγών των άρθρων 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος, έχουν την έννοια ότι, σε υπόθεση όπως η κρινόμενη, τα ποσά των οριζόμενων στα άρθρα 16 (παρ. 1 περιπτ. α, β, γ και θ) και 17 (περιπτ. γ) του ΚΦΕ τεκμαρτών δαπανών διαβίωσης και κτήσης περιουσιακών στοιχείων αφαιρούνται, κατ’ αρχήν, από το δηλωθέν εισόδημα του αντίστοιχου οικονομικού έτους και επιπλέον, στο μέτρο που το υπερβαίνουν, από το κεφάλαιο που προέρχεται από οποιαδήποτε άλλη νόμιμη πηγή ή αιτία, το οποίο (εισόδημα ή κεφάλαιο) λαμβάνεται υπόψη για να δικαιολογήσει, εν όλω ή εν μέρει, την επίμαχη περιουσιακή προσαύξηση (ποσό τραπεζικής κατάθεσης)
 
ΣτΕ 886/2016 επταμ.


Επιβολή κυρώσεων – Βάρος απόδειξης – Έμμεση απόδειξη – Παράβαση (Κ.Β.Σ.) μη έκδοσης απόδειξης παροχής υπηρεσιών – Πλάσμα δικαίου άρ. 48 παρ. 3 ΚΦΕ περί υπαγωγής εισοδήματος άγνωστης πηγής ή αιτίας στη φορολογία εισοδήματος από ελευθέρια επαγγέλματα 
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 (παρ. 1) και 13 (παρ. 1-3) του Κ.Β.Σ. καθώς και του άρθρου 5 (παρ. 1) του ν. 2523/1997, η φορολογική Διοίκηση φέρει, καταρχήν, το βάρος απόδειξης των στοιχείων που συγκροτούν παράβαση της προβλεπόμενης από τον Κ.Β.Σ. υποχρέωσης ελεύθερου επαγγελματία για έκδοση απόδειξης παροχής υπηρεσιών – Σε υπόθεση όπως η επίδικη (που τέτοια παράβαση αποδίδεται αφού λαμβάνεται υπόψη το ποσό που ανευρίσκεται σε τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου επιτηδευματία και σε σχέση με το οποίο δεν έχει εκδοθεί από αυτόν φορολογικό στοιχείο), η φορολογική αρχή πρέπει, ιδίως, να διαπιστώσει, κατά τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο (ακόμα και με έμμεσες αποδείξεις: πρβλ. ΣτΕ 2136/2012), ότι ο επιτηδευματίας εισέπραξε το επίμαχο ποσό ως αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας – Ωστόσο, η φορολογική αρχή δεν ανταποκρίνεται στο εν λόγω βάρος της σε περίπτωση, όπως η επίδικη, που δεν προβαίνει στην κατά τα ανωτέρω (τεκμηριωμένη) κρίση, αλλά απλώς θεωρεί ότι πρόκειται για περιουσιακή προσαύξηση άγνωστης προέλευσης (επομένως, δυνάμενη να προέρχεται και από πηγή ή αιτία μη αναγόμενη στην άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος) και, συνακόλουθα, βάσει των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 48 παρ. 3 του ΚΦΕ, για εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων – Και τούτο, διότι οι τελευταίες αυτές διατάξεις, εντασσόμενες στη νομοθεσία περί φορολογίας εισοδήματος (και όχι περί φορολογικών στοιχείων), στο μέτρο που προβλέπουν ότι εισόδημα άγνωστης πηγής ή αιτίας λογίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων, απλώς υπάγουν, κατά πλάσμα δικαίου και για τις ανάγκες της επιβολής του φόρου εισοδήματος (όχι και για την εφαρμογή του Κ.Β.Σ. ή της νομοθεσίας περί επιβολής κυρώσεων, λόγω παραβίασης των διατάξεών του), το εισόδημα άγνωστης προέλευσης στη φορολογία εισοδήματος από την άσκηση ελευθέριων επαγγελμάτων, η υπαγωγή δε αυτή δεν έχει την έννοια ότι το επίμαχο εισόδημα συνιστά πράγματι καρπό της άσκησης ελευθέριου επαγγέλματος, ώστε να επιβάλλεται η υποχρέωση έκδοσης αντίστοιχης απόδειξης παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με το Κ.Β.Σ.

ΣτΕ 888/2016 (πενταμελούς – παραπεμπτική στην επταμελή σύνθεση)


Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Αρχές της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας – Δικαίωμα περιουσίας – Φορολογία – Απαγόρευση αναδρομικής επιβολής φόρου (άρ. 78 παρ. 2 Σ.) – Επιβολή κυρώσεων – Παραγραφή – Νομοθετική παράταση προβλεπόμενου χρόνου παραγραφής – Διαδοχικές παρατάσεις – Παράβαση (ΚΒΣ) μη έκδοσης απόδειξης παροχής υπηρεσιών – Ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων περί παραγραφής που ισχύουν στη φορολογία εισοδήματος (άρ. 9 παρ. 5 ν. 2523/1997 σε συνδυασμό με άρ. 84 παρ. 4 ΚΦΕ) 
(Α) Η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 2523/1997 (καθώς και οι προϊσχύσασες της παρ. 4 του άρθρου 34 του Κ.Β.Σ. αλλά και της παρ. 3 του άρθρου 47 του Κ.Φ.Σ.), θεσπίζοντας ανάλογη εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων που ισχύουν στη φορολογία εισοδήματος και επί επιβολής προστίμων για παραβάσεις του Κ.Β.Σ., έχει την έννοια, κατά το μέρος που παραπέμπει στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς ενέργεια συμπληρωματικής εγγραφής στη φορολογία εισοδήματος, ότι δύναται η φορολογική αρχή να εκδώσει πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις του Κ.Β.Σ., που διαπιστώνονται από συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης, στην οποία αφορά η παράβαση, ανεξαρτήτως αν πραγματοποιήθηκε σχετική εγγραφή, αρχική ή συμπληρωματική, στη φορολογία εισοδήματος ή αν η εγγραφή αυτή οριστικοποιήθηκε ή όχι, αρκεί η πράξη επιβολής προστίμου να εκδοθεί και κοινοποιηθεί εντός δεκαετίας από το τέλος της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου
(Β) Όπως έχει παγίως κριθεί (ΣτΕ 2033/1974, 2048/1985, 2866/1985 7μ., 3141/1985, 1070/1989, 618/1990, 3511/1996 7μ., 5460/1996, 139, 1143/1998, 523/2000, 691/2001, 1508/2002, 2962/2013), ο νομοθέτης δύναται να παρατείνει τον χρόνο παραγραφής της αξίωσης του Δημοσίου προς βεβαίωση και επιβολή φόρου, στην περίπτωση που ο αρχικά προβλεπόμενος χρόνος, εντός του οποίου μπορούσε ν’ ασκήσει την αξίωσή του αυτή, δεν είχε ακόμη συμπληρωθεί κατά την έναρξη ισχύος του νεότερου νόμου – Μια τέτοια παράταση, ωστόσο, πρέπει να χωρεί υπό προϋποθέσεις, ώστε να είναι σύμφωνη προς το καθεστώς ιδιαίτερης ασφάλειας δικαίου και προστασίας της εμπιστοσύνης που θεσπίζει για την επιβολή εν γένει των φορολογικών βαρών με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος ο συνταγματικός νομοθέτης (ΣτΕ 3174/2014 Ολ.), εξειδικεύοντας την απορρέουσα από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος αρχή του κράτους δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 2034/2011 Ολ., 3777/2008, 1508/2002) – Τούτο δε συμβαίνει, όταν η παράταση ορίζεται, με σαφείς και δυνάμενες επαρκώς να προβλεφθούν από τους φορολογουμένους διατάξεις, για εύλογη διάρκεια, ώστε, ενόψει και του αρχικώς προβλεπόμενου χρόνου παραγραφής και υπό την προϋπόθεση της συνδρομής ειδικώς τεκμηριωμένων περιστάσεων, αφενός να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο της εκ μέρους των φορολογουμένων τήρησης των φορολογικών τους υποχρεώσεων, χωρίς όμως να ενθαρρύνει απραξία των φορολογικών αρχών, και αφετέρου να μην αφήνει τους φορολογουμένους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονομίας- και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος τη φορολογία περιουσιακού οφέλους, όχι μόνον να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, αλλά και να καταβάλουν τυχόν βεβαιούμενα ποσά φόρου – Τα ανωτέρω ισχύουν πολύ περισσότερο προκειμένου περί αποδιδομένων παραβάσεων διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας και επιβολής σχετικών κυρώσεων (πρβλ. ΣτΕ 1976/2015 με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία ΔΕΕ και ΕΔΔΑ)
(Γ) Παράταση με το άρ. 12 παρ. 7 του ν. 3888/2010 των προθεσμιών παραγραφής (για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου και πράξεων επιβολής φόρου) που έληγαν στις 31-12-2010, λίγο μόλις χρόνο πριν από τη λήξη τους (30-9-2010) – Ανεξαρτήτως, όμως, του κατά πόσον με τη διάταξη αυτή η παράταση προβλέφθηκε κατά τρόπο σύμφωνο προς το απορρέον από το Σύνταγμα καθεστώς ιδιαίτερης ασφάλειας και προστασίας της εμπιστοσύνης, ενόψει του ότι ούτε από τη φύση του πράγματος προκύπτουν ούτε στις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης αυτής διαλαμβάνονται, πολύ δε περισσότερο τεκμηριώνονται ειδικώς, περιστάσεις περί του ευλόγου, ενόψει και του αρχικώς προβλεπομένου χρόνου παραγραφής, παρατάσεως αυτής, εν πάση περιπτώσει οι μεταγενέστερες διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 4002/2011 και της παρ. 1 του δεύτερου άρθρου του ν. 4098/2012, στις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης των οποίων γίνεται, άλλωστε, απλώς επίκληση λόγων που αφορούν προβλήματα στην οργάνωση των αρμοδίων για τους ελέγχους υπηρεσιών [ορισμένα, μάλιστα, των οποίων ανέκυψαν μετά τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής για τις υποθέσεις του κρίσιμου στην προκειμένη υπόθεση έτους 1999, βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4098/2012, ανωτέρω σκέψη 11], δεν καταλαμβάνουν περίπτωση παραγραφής που είχε ήδη παραταθεί με προηγούμενο νόμο, όπως είναι η ένδικη περίπτωση, εφόσον δεν διευκρινίζεται σ’ αυτές με σαφή και επαρκώς προβλέψιμο τρόπο ότι αφορούν όχι μόνον παραγραφές που έληγαν το πρώτον αλλά και περιπτώσεις προθεσμιών που είχαν ήδη παραταθεί – Συνεπώς, μη νομίμως έκρινε το δικάσαν διοικητικό εφετείο ότι η δεκαετής παραγραφή, παραταθείσα αρχικώς με το άρθρο 12 παρ. 7 του ν. 3888/2010, παρατάθηκε περαιτέρω με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 4002/2011 και την παρ. 1 του δεύτερου άρθρου του ν. 4098/2012
[παραπομπή στην επταμελή σύνθεση]

Μαρτίου 2016 

ΣτΕ 546/2016 επταμ.


Επαγγελματική ελευθερία – Πρόσβαση σε επαγγελματική δραστηριότητα – Άρνηση εγγραφής στο Μητρώο Διδασκόντων σε Κολλέγια / Κέντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης (ΚΕ.Μ.Ε.), λόγω μη προσκόμισης βεβαίωσης αναγνώρισης της ισοτιμίας του οικείου ακαδημαϊκού τίτλου από το ΔΟΑΤΑΠ 
(Α) Σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 11 του ν. 3328/2005, η διαδικασία αναγνώρισης από τον ΔΟΑΤΑΠ τίτλων σπουδών, που απονέμονται από εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης, πανεπιστημιακής και τεχνολογικής κατεύθυνσης της αλλοδαπής, αναπτύσσεται σε δυο στάδια – Στο πρώτο στάδιο κρίνεται αν το αλλοδαπό εκπαιδευτικό ίδρυμα, το οποίο χορήγησε τον υπό αναγνώριση τίτλο σπουδών, είναι ομοταγές, αν δηλαδή από την άποψη του είδους και των παρεχομένων γνώσεων, των προσόντων των διδασκόντων και των προϋποθέσεων εισαγωγής σπουδαστών σε αυτό, ανήκει στην ανώτατη βαθμίδα εκπαιδεύσεως και μάλιστα στον ίδιο ή ομοειδή κύκλο επιστημών – Σε καταφατική περίπτωση, έπεται το δεύτερο στάδιο, κατά το οποίο κρίνεται το ισότιμο του αλλοδαπού τίτλου σπουδών, κυρίως αν αυτός αποκτήθηκε με διαδικασία και ουσιαστικές προϋποθέσεις ανάλογες με αυτές που ισχύουν στην Ελλάδα και που αποδεικνύουν ότι ο τίτλος αυτός είναι πράγματι της αυτής επιστημονικής αξίας και του αυτού επιπέδου με τους τίτλους σπουδών των ελληνικών Α.Ε.Ι.
(Β) Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3696/2008 και των ανωτέρω διατάξεων του ν. 3328/2005  προκύπτει ότι για την εγγραφή στο Μητρώο Διδασκόντων ΚΕ.Μ.Ε. κατόχου τίτλου σπουδών ιδρύματος της αλλοδαπής απαιτείται να έχει αναγνωρισθεί η ισοτιμία του τίτλου κατά τις διατάξεις του ν. 3328/2005 περί ΔΟΑΤΑΠ –Η απαίτηση αυτή, η οποία σκοπεί στην εξασφάλιση της ποιότητας στην παρεχόμενης από τα ΚΕ.Μ.Ε. εκπαίδευσης, αποτελεί μεν περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας των προσώπων που επιδιώκουν να διδάξουν σε ΚΕ.Μ.Ε., ο περιορισμός όμως αυτός έχει τεθεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορος για την επίτευξη του παραπάνω δημοσίου σκοπού (διότι έτσι ελέγχεται η επιστημονική καταλληλότητα του διδακτικού προσωπικού των ΚΕΜΕ) και δεν παρίσταται δυσανάλογος, και μάλιστα προδήλως, σε σχέση με αυτόν – Συνεπώς, δεν αντίκειται στο άρ. 5 παρ. 1 Σ.

ΣτΕ 548/2016 


Αρχή της ισότητας – Πρόσβαση σε επαγγελματική δραστηριότητα – Επαγγελματικά δικαιώματα πτυχιούχων Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. – Άρνηση εγγραφής στο Τ.Ε.Ε. κατόχου πτυχίου Τ.Ε.Ι. που χορηγήθηκε πριν από το ν. 2916/2001
Ενόψει των διατάξεων του π.δ. από 27.11/14.12.1926 και του ν. 1225/1981, σύμφωνα με τις οποίες ως μέλη του Τ.Ε.Ε. εγγράφονται μόνο οι διπλωματούχοι των πολυτεχνικών σχολών των Α.Ε.Ι. της Χώρας και ισότιμων σχολών του εξωτερικού, με νόμιμη αιτιολογία το Τ.Ε.Ε. απέρριψε το αίτημα συμμετοχής του αιτούντος στις εξετάσεις και εγγραφής του, σε περίπτωση επιτυχίας σε αυτές, στο μητρώο των μελών του – Λόγος ότι κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 2916/2001, ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα της συνταγματικής αρχής της ισότητας, μετά την «ανωτατοποίηση» των Τ.Ε.Ι. οι πτυχιούχοι αυτών έχουν τα ίδια τυπικά προσόντα και, άρα, και τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με τους πτυχιούχους του πανεπιστημιακού τομέα και, ως εκ τούτου, δικαιούνται να εγγραφούν στο Τ.Ε.Ε. ως μέλη του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, ναι μεν με τον ανωτέρω νόμο τα Τ.Ε.Ι. εντάχθηκαν, επανιδρυόμενα ως ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, στη βαθμίδα της ανώτατης εκπαίδευσης, εξακολουθούν, όμως, να διαφοροποιούνται από τα Α.Ε.Ι. «Πανεπιστήμια» ως προς το ρόλο και την αποστολή τους, εξαιτίας δε της διαφοροποίησης αυτής ο νόμος (άρθρο 6 παρ. 6 περ. β΄ του ν. 2916/2001), σε συμφωνία με την αρχή της ισότητας, δεν εξομοιώνει τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων Τ.Ε.Ι. με αυτά των πτυχιούχων των Α.Ε.Ι.  – Λόγος ότι, εφόσον οι κάτοχοι πτυχίου αντίστοιχου προς αυτό του αιτούντος, που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ κατόπιν τριετών σπουδών σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του κράτους αυτού, εγγράφονται στο Τ.Ε.Ε. κατ΄ εφαρμογή της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ, η άρνηση εγγραφής στο Τ.Ε.Ε. του αιτούντος – ο οποίος, ως πτυχιούχος Τ.Ε.Ι., έχει τα ίδια προσόντα με τους ανωτέρω αποφοίτους – παραβιάζει την αρχή της ισότητας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η εγγραφή στο Τ.Ε.Ε. των κατόχων τίτλου σπουδών χορηγουμένου από τέτοια τμήματα διενεργείται βάσει της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ και των κανόνων μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη και δεν στηρίζεται στην ουσιαστική αξία της εκπαίδευσης που πιστοποιεί ο τίτλος αυτός, αλλά στο ότι ο τίτλος αυτός επιτρέπει, εντός του κράτους μέλους στο οποίο έχει χορηγηθεί, την πρόσβαση σε αντίστοιχο επάγγελμα

ΣτΕ 550/2016


Αρχή της ισότητας (ενώπιον των δημοσίων βαρών) – Ανταποδοτικό τέλος καθαριότητας και φωτισμού – Καθορισμός συντελεστή για στεγασμένους σταθμούς αυτοκινήτων
Σύμφωνα με το καθιερωθέν με το ν. 25/1975 σύστημα υπολογισμού, το συνολικό ποσό της δαπάνης των δημοτικών υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού, για την κάλυψη των οποίων επιβάλλεται  το επίμαχο τέλος, επιμερίζεται μεταξύ των υποχρέων όχι κατόπιν βεβαιώσεως ως προς έναν έκαστο του  βαθμού της υπ’ αυτού χρήσεως των παρεχομένων υπηρεσιών, αλλά με έμμεσο τρόπο επί τη βάσει, προκειμένου περί στεγασμένων χώρων, της επιφανείας του εξυπηρετουμένου ακινήτου σε συνδυασμό με συντελεστή, ο οποίος καθορίζεται, κατ’ εξουσιοδότηση του ιδίου νόμου,  με απόφαση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου  αναλόγως, κατ’ αρχήν, της χρήσεως των εξυπηρετουμένων ακινήτων, ενώ περαιτέρω παρέχεται η  δυνατότητα προσδιορισμού μειωμένου εμβαδού δια την πέραν των 1000 τετραγωνικών μέτρων επιφανείας και επιβάλλεται ηλαττωμένος συντελεστής για το πέραν των 6000 τετραγωνικών μέτρων  εμβαδόν – Η ως άνω ρύθμιση του νόμου αναφορικά με τον επιμερισμό της συνολικής δαπάνης μεταξύ των υποχρέων δεν παραβιάζει την αρχή της ανταποδοτικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, διότι (α) το επίμαχο  τέλος  καταβάλλεται κατά νόμο για την κάλυψη όχι μόνον της δαπάνης αποκομιδής των απορριμμάτων που παράγουν οι κατοικίες και οι επιχειρήσεις, αλλά και των δαπανών για την εν γένει καθαριότητα, καθώς και τον φωτισμό των κοινοχρήστων χώρων των δήμων, δηλαδή για υπηρεσίες οι οποίες, πέραν των κατοικιών που κείνται στην περιφέρεια του οικείου  δήμου, εξυπηρετούν και την λειτουργία των εγκατεστημένων στην ίδια περιοχή επιχειρήσεων και των προσώπων (προσωπικό, συνεργάτες, πελάτες) που αυτές συγκεντρώνουν, και (β) τα θεσπισθέντα ως άνω από το ν. 25/1975 κριτήρια κατανομής της ανωτέρω συνολικής δαπάνης μεταξύ των υποχρέων, ήτοι, κατ’ αρχήν, το εμβαδόν και  το είδος της χρήσεως των ακινήτων, είναι αντικειμενικά και συναρτώνται, κατά κοινή πείρα, προς την έκταση της χρήσεως, μικρής ή μεγάλης, των σχετικών δημοτικών υπηρεσιών – Εν προκειμένω, δεν προβάλλονται ειδικότερες αιτιάσεις ως προς το ύψος καθεαυτό των επί μέρους (μειωμένων σε σχέση με τα λοιπά επαγγελματικά κτίρια) συντελεστών που προβλέφθηκαν ειδικώς για τους στεγασμένους σταθμούς αυτοκινήτων, η λειτουργία των οποίων, προκαλούσα την συγκέντρωση τροχοφόρων και των χρησιμοποιούντων αυτά, συνεπάγεται, κατά κοινή πείρα, σημαντική χρήση των δημοτικών υπηρεσιών

ΣτΕ Ε΄ Τμ. 578/2016 (παραπεμπτική στην επταμελή)


Δικαίωμα ιδιοκτησίας (άρ. 17 Σ.) – Περιορισμοί για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος (άρ. 24 Σ.) – Αξίωση αποζημίωσης (άρ. 24 παρ. 6 Σ. και ν. 3028/2002) – Δυνατότητα άσκησης αγωγής αποζημίωσης για στέρηση της χρήσης στο παρελθόν
(Α) Οι περιορισμοί για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, βάσει του άρθρου 24 Σ., που μπορούν, κατ’ αρχήν, να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 Σ., δημιουργούν υποχρέωση αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη κατά το άρθρο 24 παρ. 6 Σ., όταν δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος – Και ναι μεν προβλέπεται από την τελευταία συνταγματική διάταξη ή έκδοση ειδικού νόμου, ο οποίος θα καθορίσει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης, που μπορεί να διαφέρει από τα οριζόμενα στο άρθρο 17 Σ., αλλά, και όταν δεν υπάρχει σχετική νομοθετική ρύθμιση, γεννάται ευθεία από το Σύνταγμα υποχρέωση της Διοίκησης να εξασφαλίζει διηνεκώς την προστασία του μνημείου και, παραλλήλως, να αποζημιώνει τον πληττόμενο ιδιοκτήτη – Πράγματι, το άρθρο 24 παρ. 6 Σ. καθορίζει τόσο την ανάγκη της χωρίς χρονικούς περιορισμούς προστασίας του εννόμου αγαθού του πολιτιστικού περιβάλλοντος, όσο και την αποζημίωση ως αντιστάθμισμα της επερχόμενης βλάβης στον ιδιοκτήτη, καταλείποντας στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να προσδιορίσει τη διοικητική διαδικασία καθορισμού της αποζημίωσης, υπό τον έλεγχο του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, καθώς και το είδος της αποζημίωσης, ως χρηματικής ή άλλης μορφής
(Β) Με τις διατάξεις του ν. 3028/2002, επιδιώκεται η συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και παραλλήλως η δυνατότητα ικανοποίησης της αξίωσης του ιδιοκτήτη ακινήτου βαρυνόμενου με περιορισμούς επιβαλλόμενους για λόγους προστασίας πολιτιστικής κληρονομιάς, η οποία γεννάται σε περίπτωση ουσιώδους δέσμευσης της ιδιοκτησίας και, υπό το προγενέστερο του ως άνω ν. 3028/2002 νομοθετικό καθεστώς, ελλείψει σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, απέρρεε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ευθέως από το άρ. 24 παρ. 6 Σ.  – Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η Διοίκηση, προκειμένου για ακίνητο εντός σχεδίου, για το οποίο κρίνεται απαραίτητη η επιβολή περιορισμών για την προστασία μνημείου, οφείλει να αναζητήσει τη βέλτιστη λύση που θα συνδυάζει την ανάδειξη – προστασία του μνημείου με τη δυνατότητα ανοικοδόμησης του ακινήτου, ώστε να μη θίγεται ουσιωδώς το δικαίωμα ιδιοκτησίας επ’ αυτού, σε περίπτωση δε, κατά την οποία κριθεί αναγκαία η απαγόρευση δόμησης, που όπως έχει κριθεί, συνιστά ουσιώδη περιορισμό της ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της, και εφόσον δεν χωρήσει απευθείας εξαγορά ή αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου, έχει την υποχρέωση να εξετάσει αν συντρέχει δικαίωμα αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη και να καθορίσει το ύψος της – Κατά συνέπεια, αν υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον ιδιοκτήτη του βαρυνομένου ακινήτου, η Διοίκηση οφείλει να διαλάβει ειδική κρίση εάν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής μιας από τις προβλεπόμενες στις ως άνω διατάξεις δυνατότητες, δηλαδή απευθείας εξαγοράς, αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή καταβολής αποζημίωσης, ενόψει και του ισχύοντος στην περιοχή του ακινήτου πολεοδομικού καθεστώτος – Κατά τη ρητή πρόβλεψη της παρ. 7 του άρθρου 19, όπως τονίζεται και στην εισηγητική έκθεση, αν το ύψος της αποζημίωσης προσεγγίζει την αξία του ακινήτου, τότε η απαλλοτρίωση είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση – Εξάλλου, σύμφωνα με την κρατήσασα άποψη, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όταν η στέρηση του ακινήτου του διοικουμένου είναι οριστική και κηρυχθεί τελικώς αναγκαστική απαλλοτρίωση, τότε ο διοικούμενος, με την διαδικασία αυτή, δεν μπορεί να ζητήσει σωρευτικά και αποζημίωση λόγω της στέρησης χρήσης του ακινήτου του αυτού στο παρελθόν αλλά και για το χρονικό διάστημα μέχρι τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, καθόσον, στην περίπτωση αυτή το ύψος της αποζημίωσης, η οποία, κατά το νόμο, ορίζεται ως πλήρης, ανταποκρίνεται στην κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης αξία του δεσμευμένου ακινήτου, οι δε τυχόν απαιτήσεις του διοικουμένου για την κατά το παρελθόν στέρηση της χρήσης του, εάν δεν είχαν ήδη υποβληθεί στα πλαίσια της διαδικασίας που προβλέπεται από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, υπό τη μορφή δηλαδή αιτήσεων αποζημίωσης λόγω ουσιώδους προσωρινού περιορισμού ή ουσιώδους προσωρινής στέρησης της χρήσης του ακινήτου, μπορούν να αναζητηθούν από τον διοικούμενο με την εκ μέρους του άσκηση αγωγής αποζημίωσης στα αρμόδια δικαστήρια, η οποία δεν παρεμποδίζεται, από το γεγονός ότι με τις ανωτέρω ρυθμίσεις εξέλιπε το νομοθετικό κενό για την κάλυψη του οποίου είχε γίνει δεκτή η δυνατότητα ευθείας αγωγής για αποζημίωση 
[με μειοψηφία ενός Παρέδρου, σύμφωνα με την οποία, εφόσον πλέον, μετά τις ρυθμίσεις του άρθρου 19 του ν. 3028/2002, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να ασκήσει το δικαίωμά του για αποζημίωση λόγω επιβολής περιορισμών στην ιδιοκτησία του για την προστασία πολιτιστικών στοιχείων με την τήρηση της θεσπιζόμενης από τις διατάξεις αυτές διαδικασίας και δεν δικαιούται να ασκήσει αγωγή ερειδόμενη ευθέως στο άρθρο 24 παρ.6 του Συντάγματος, κάθε είδος απαιτήσεών του που πηγάζουν από τους συγκεκριμένους περιορισμούς, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις για την κατά το παρελθόν στέρηση χρήσης της ιδιοκτησίας του, ανεξαρτήτως εάν ευσταθούν ή όχι, μπορεί να αναζητηθεί μόνον μέσω της διαδικασίας αυτής]
Παραπομπή του ζητήματος στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος

ΣτΕ Ολομ. 656/2016


Δημόσιοι υπάλληλοι – Αρχή της ισότητας – Αρχή της ορθολογικής και αποτελεσματικής λειτουργίας της Διοίκησης – Ανώτατη εκπαίδευση – Κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας ΑΕΙ – Κατάργηση οργανικών θέσεων υπαλλήλων ΑΕΙ
(Α) Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να καταργεί οργανικές θέσεις ή να τροποποιεί τις αρμοδιότητές τους, καθώς επίσης να επεκτείνει ή να συμπτύσσει την βαθμολογική κλίμακα, εφ’ όσον με τις ρυθμίσεις αυτές δεν παραβιάζεται ο κανόνας της οργανώσεως και στελεχώσεως της Διοικήσεως με μονίμους υπαλλήλους – Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφος 4 Σ., σε περίπτωση καταργήσεως της κατεχομένης από τον υπάλληλο θέσεως, είτε μεμονωμένως είτε με την κατάργηση ολόκληρης της δημοσίας υπηρεσίας στην οποία ανήκει η θέση, μπορεί ο υπάλληλος να απολυθεί ή να τοποθετηθεί σε άλλη υπηρεσία – Επί απολύσεως δημοσίου υπαλλήλου συνεπεία καταργήσεως όλων των ομοιοβάθμων θέσεων μιας υπηρεσίας δεν απαιτείται προηγούμενη απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου – Εξ άλλου ο κοινός νομοθέτης, κατά την επιλογή του τρόπου ρυθμίσεως των θεμάτων που σχετίζονται με την κατάργηση οργανικών θέσεων, πρέπει να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, δηλαδή να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των υπαλλήλων και να θεσπίζει κανόνες με αντικειμενικά κριτήρια (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3354/2013, 3226, 2587/2011, 2747/2010, 4237/2005) – Δημοσιονομικοί λόγοι μπορεί να αποτελέσουν κριτήριο των επιλογών του νομοθέτη για τον ανακαθορισμό των λειτουργιών του Κράτους και την διοικητική αναδιοργάνωσή του, πρέπει, όμως, οι σχετικές ρυθμίσεις αφ’ ενός να εισάγονται με τήρηση των συνταγματικών αρχών, σύμφωνα με τις οποίες επιβάλλεται να διασφαλίζονται η ορθολογική, αποτελεσματική και διαρκής λειτουργία της Διοικήσεως και η παροχή των υπηρεσιών που επιβάλλεται να εξασφαλίζονται για τους διοικουμένους στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου, και αφ’ ετέρου να εναρμονίζονται με τις αναφερθείσες συνταγματικές εγγυήσεις που αφορούν το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων (ΣτΕ Ολομ. 3354/2013)
(Β) Kατά την έννοια τoυ άρ. 90 παρ. 1 του ν. 4172/2013, είναι δυνατή η κατάργηση θέσεων προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών και φορέων, κατά την θεσπιζομένη με την εν λόγω διάταξη διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται υπ’ όψιν οι λειτουργικές και οργανωτικές ανάγκες της υπηρεσίας και τεκμηριώνεται από τις σχετικές εκθέσεις αξιολόγησης δομών και τα σχέδια στελέχωσης ότι, και μετά την κατάργηση των θέσεων, διασφαλίζονται η ορθολογική, αποτελεσματική και διαρκής λειτουργία της Διοικήσεως καθώς και η παροχή των υπηρεσιών που επιβάλλεται να εξασφαλίζονται για τους διοικουμένους στο πλαίσιο της αποστολής του Κράτους – Η ίδια διάταξη προβλέπει, άλλωστε, εκτός από την κατάργηση, και την δυνατότητα συστάσεως θέσεων σε δημόσιες υπηρεσίες και φορείς, με κοινές υπουργικές αποφάσεις – Επιδιώκεται, επομένως, με την ανωτέρω ρύθμιση η εξυπηρέτηση θεμιτών, εντός των πλαισίων της οργανωτικής εξουσίας του νομοθέτη, σκοπών, παραλλήλως δε και η θεραπεία δημοσιονομικών σκοπών – Εξ άλλου, δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, ο κοινός νομοθέτης από την συνταγματική αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης να προβεί στην κατάργηση θέσεων προσωπικού του Δημοσίου αλλά και να εισάγει ρυθμίσεις διαφορετικές από αυτές που ίσχυσαν στο παρελθόν και προς τις οποίες έχουν προσαρμοσθεί και αποβλέψει οι διοικούμενοι, έστω και αν θίγονται υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντα αυτών, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί – προϋπόθεση την οποία πληροί η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 1 του ν. 4172/2013 – κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό (ΣτΕ 2824/2002 Ολομ.).
(Γ) Η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 1 του ν. 4172/2013 είναι σύμφωνη με το άρθρο 43 παρ. 2 εδάφια α΄ και β΄ Σ., κατά το μέρος που παρέχει εξουσιοδότηση για την κατάργηση θέσεων προσωπικού των δημοσίων φορέων με κοινές υπουργικές αποφάσεις
(Δ) Κατά το άρ. 16 παρ. 5 Σ., τα ΑΕΙ έχουν πλήρη αυτοδιοίκηση, όχι αυτονομία – Η θέσπιση των γενικών κανόνων οργάνωσης και λειτουργίας της ανήκει στην περιοχή του νόμου ή της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού νομοθετούσας Διοικήσεως, στην οποία ανήκει άλλωστε και η οργάνωση όλων των δημοσίων υπηρεσιών, είτε κρατικών είτε αυτοδιοικουμένων – Επομένως, ο καθορισμός του αριθμού των θέσεων του διοικητικού προσωπικού των ΑΕΙ ανήκει στην εξουσία του νομοθέτη και της κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου και εντός των ορίων αυτής, κανονιστικώς δρώσας Διοικήσεως – Όριο, πάντως, της οργανωτικής εξουσίας του νομοθέτη αποτελεί η υποχρέωση του Κράτους όπως, εντός των πλαισίων των δημοσιονομικών του δυνατοτήτων, εξασφαλίζει την αναγκαία υποδομή, διαθέτει τα απαραίτητα οικονομικά μέσα και διασφαλίζει τις εν γένει προϋποθέσεις για την ακώλυτη άσκηση από τα μέλη του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού των ΑΕΙ της διδακτικής και ερευνητικής δραστηριότητάς τους (ΣτΕ 4113/2000)
(Ε) Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι, κατά την εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, οι λόγοι, οι οποίοι δικαιολογούν την μείωση των θέσεων διοικητικού προσωπικού του αιτούντος ΑΕΙ, τεκμηριώνονται επί τη βάσει ενός «ενιαίου Μοντέλου Δεικτών και Τιμών», που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τους υπολογισμούς της αρχής ως προς τις απαιτήσεις των ΑΕΙ σε διοικητικούς υπαλλήλους ανά τμήμα, ανά αριθμό εξυπηρετουμένων φοιτητών και ανά μέλη ΔΕΠ – Τεκμηριώνονται δηλαδή οι κατά τα ανωτέρω λόγοι κατ’ εφαρμογήν κριτηρίων που δεν παρίστανται ως προδήλως απρόσφορα για την επίτευξη των σκοπών του νόμου, ήτοι την ορθολογική οργάνωση της Δημοσίας Διοικήσεως και τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών – Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη ΚΥΑ έχει εκδοθεί κατά παράβαση των όρων της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 90 παρ. 1 του ν. 4172/2013, ενώ, κατά τα λοιπά, απαραδέκτως πλήττεται, ως ουσιαστική κρίση, η επιλογή των επί μέρους αριθμητικών δεικτών και των συντελεστών βαρύτητος εκάστου κριτηρίου από τον κανονιστικό νομοθέτη – Ούτε είχε, εξάλλου, κατά την ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση την υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικώς την απόκλισή της από τις προτάσεις του αιτούντος ΑΕΙ ως προς τον αριθμό των διοικητικών του υπαλλήλων, ενώ, τέλος, απορριπτέος, ως αναπόδεικτος, είναι και ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι, κατά παράβαση του άρθρου 16 Σ., με την επερχομένη, με την προσβαλλόμενη πράξη, μείωση των θέσεων διοικητικού προσωπικού του αιτούντος, καθίσταται αδύνατη η λειτουργία του και η άσκηση του έργου του
(ΣΤ) Η προσβαλλόμενη ΚΥΑ περιλαμβάνει, κατά το μέρος που αφορά το αιτούν ΑΕΙ, δύο ρυθμίσεις, αφ’ ενός περί της καταργήσεως «συνόλου θέσεων ανά κατηγορία και κλάδο» και αφ’ ετέρου περί της καταργήσεως θέσεων «με αποτίμηση προσόντων» – Εν σχέσει με την κατάργηση θέσεων «με αποτίμηση προσόντων» προέβλεψε η ένδικη απόφαση τα εξής: «Η φύση (οργανική ή προσωποπαγής) καθώς και η σχέση εργασίας (δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) των καταργούμενων ως άνω θέσεων θα προκύψει ύστερα από την αποτίμηση των προσόντων όλων των υπαλλήλων (μόνιμων και ΙΔΑΧ) που υπηρετούν στους ανωτέρω κλάδους/ειδικότητες, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 90 του ν. 4172/2013 και στην κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα υπ’ αριθμ. ΔΙΠΙΔΔ/Β.2/2/οικ. 21634/2.8.2013 [ΥΑ]». Με την διάταξη αυτή δεν ανατίθεται στο προβλεπόμενο από το άρθρο 90 παρ. 2 του ν. 4172/2013 τριμελές ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο  κανονιστική αρμοδιότητα καταργήσεως θέσεων διοικητικού προσωπικού του αιτούντος Ιδρύματος, κατ’ ανεπίτρεπτη υπεξουσιοδότηση, διότι έχει την έννοια ότι στις περιπτώσεις που με την προσβαλλόμενη πράξη καταργούνται ορισμένες (και όχι όλες οι) θέσεις κλάδου ή και ειδικότητας χωρίς να προσδιορίζεται αν πρόκειται για οργανικές ή προσωποπαγείς θέσεις καθώς και αν καταλαμβάνονται από υπαλλήλους με σχέση δημοσίου δικαίου ή από εργαζόμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ακολουθεί η αποτίμηση των προσόντων όλων των υπαλλήλων (μονίμων και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) του κλάδου και ειδικότητας, κατά τα προβλεπόμενα στον νόμο και την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότησή του, προμνησθείσα υπουργική απόφαση, εν τέλει δε η κατάργηση της θέσεως (οργανικής ή προσωποπαγούς, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατά περίπτωση) επέρχεται στην περίπτωση αυτή αυτοδικαίως με την επιλογή του εργαζομένου, ο οποίος θα τεθεί σε διαθεσιμότητα, από το ανωτέρω τριμελές ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο, κατ’ ενάσκηση της, ατομικής και όχι κανονιστικής φύσεως, αρμοδιότητάς του περί αποτιμήσεως των προσόντων του προσωπικού
[με μειοψηφία τριών μελών του Δικαστηρίου, κατά την άποψη των οποίων πρόκειται για ανεπίτρεπτη υπεξουσιοδότηση, αρμοδιότητα κανονιστικής και όχι ατομικής φύσεως, αφού, με την επιλογή από το συμβούλιο του υπαλλήλου που τίθεται σε διαθεσιμότητα βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στη εν λόγω διάταξη, καθορίζεται η φύση της καταργούμενης θέσεως, αν δηλαδή αυτή θα είναι νομοθετημένη οργανική ή προσωποπαγής θέση, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και η σχετική ρύθμιση κινείται εκτός του πλαισίου του άρ. 103 Σ., καθόσον προβλέπει την κατάργηση νομοθετημένων οργανικών θέσεων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με βάση όχι τις λειτουργικές και οργανωτικές ανάγκες της Διοικήσεως, όπως επιβάλλει η προαναφερόμενη συνταγματική διάταξη, αλλά ως συνέπεια, και μάλιστα αυτοδίκαιη, της κρίσεως του ανωτέρω συμβουλίου περί των προσόντων, των ικανοτήτων και της εν γένει υπηρεσιακής αποδόσεως των διοικητικών υπαλλήλων οι οποίοι κατέχουν τις θέσεις αυτές και οι οποίοι, κατόπιν της ανωτέρω κρίσεως, τίθενται σε διαθεσιμότητα] 

ΣτΕ Ολομ. 734/2016 (με ψήφους 9-8)


Κοινωνική ασφάλιση – Δικαίωμα περιουσίας – Αρχή της ισότητας – Αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και αναδρομικότητα νόμου – Αρχή της αναλογικότητας – Εφάπαξ παροχή – Αναδρομική μείωση εφάπαξ δημοσίων υπαλλήλων (συνταγματικότητα του άρθρου 2 παρ. 6 ν. 4024/2011 και του άρθρου πρώτου υποπαράγραφος ΙΑ.5. περ. 2 του ν. 4093/2012)


(A) Το ασφαλιστικό κεφάλαιο από το οποίο αντλούνται οι εφάπαξ παροχές, εφόσον σχηματίζεται αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο από εισφορές είτε μόνο των ασφαλισμένων είτε και του εργοδότη που τους απασχολεί, ανεξαρτήτως μάλιστα του ύψους των εισφορών του τελευταίου, φέρει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα – Η προστασία της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα και η διασφάλιση της ακεραιότητας του ασφαλιστικού του κεφαλαίου αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη, ο οποίος, όταν διαπιστώνει μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, η οποία μεταβολή εγκυμονεί κινδύνους για την βιωσιμότητα αυτού, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, όπως είναι η αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών, ο επανακαθορισμός των προϋποθέσεων θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος, καθώς και η διάθεση κρατικών πόρων για την στήριξή του είτε τακτικώς είτε εκτάκτως – Οι προς τούτο αναγκαίες, κατά την επιλογήν του νομοθέτη, επεμβάσεις επιτρέπεται, σε περίπτωση εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και την μείωση των απονεμόμενων ασφαλιστικών παροχών, μεταξύ των οποίων και των εφάπαξ παροχών, όταν το ασφαλιστικό κεφάλαιο δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών αυτών, το ύψος δε της κρατικής χρηματοδοτήσεως του οικείου κοινωνικοασφαλιστικού οργανισμού, το οποίο καθορίζεται, κατ’ αρχάς, από πολιτικές επιλογές για την διάθεση των κρατικών πόρων προς εκπλήρωση των ποικίλων σκοπών του κράτους και την ικανοποίηση των ανειλημμένων υποχρεώσεων αυτού, δεν επαρκεί για την βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού οργανισμού – Η μείωση δε αυτή είναι δυνατή όχι μόνον για το μέλλον, αλλά είναι δυνατή και για το παρελθόν, υπό την έννοια ότι μπορεί να καταλαμβάνει και εκκρεμείς αιτήσεις χορηγήσεως ασφαλιστικών παροχών, οι οποίες μέχρι την επέλευση της νομοθετικής μεταβολής δεν έχουν ικανοποιηθεί, διότι το Σύνταγμα δεν αποκλείει στον κοινό νομοθέτη, εκτός των ειδικώς σε αυτό προβλεπομένων περιπτώσεων (άρθρα 7 παρ. 1, 77 παρ. 2 και 78 παρ. 2 Σ.), εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 3613/2013), να ρυθμίζει αναδρομικώς έννομες σχέσεις με την έκδοση γενικών κανόνων – Εκ τούτων παρέπεται ότι ναι μεν με το άρθρο 22 παρ. 5 Σ. δεν απαγορεύεται η επί το δυσμενέστερο μεταβολή των προϋποθέσεων χορηγήσεως εφάπαξ παροχών, εφόσον προκύπτει αιτιολογημένως ότι η διατηρησιμότητα του ασφαλιστικού κεφαλαίου μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί, πλην οι επεμβάσεις αυτές, οι οποίες μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα και την μείωση εφάπαξ παροχών, ακόμη δε και ενώ είναι εκκρεμείς οι αιτήσεις χορηγήσεώς τους, πρέπει να είναι σύμφωνες με τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και, ιδίως, την αρχή της ισότητας των πολιτών γενικώς, αλλά και, ειδικότερα, την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά τη συμμετοχή τους στα δημόσια βάρη, ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους η τήρηση της υποχρεώσεως για κοινωνική αλληλεγγύη, στο σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, προσέτι δε να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας και να μην παραβιάζεται η αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης –  Μείωση δε απονεμομένων ασφαλιστικών παροχών υπό τους ως άνω όρους και προϋποθέσεις δεν προσκρούει στο άρθρο 17 Σ.
[με μειοψηφία οκτώ μελών, που υποστήριξαν τα ακόλουθα: Σε περίπτωση κρίσεως της οικονονομίας, δεν κωλύεται ο νομοθέτης να μειώσει τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους, αλλά υπόκειται τόσο σε ουσιαστικούς όσο και σε διαδικαστικούς περιορισμούς – Ειδικότερα, σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, οι ουσιαστικοί περιορισμοί συνίστανται στην αναγνώριση ορίων στην επιχειρούμενη χειροτέρευση της θέσεως των ασφαλισμένων, δηλαδή στη διατήρηση των ασφαλιστικών παροχών (μεταξύ των οποίων και η εφάπαξ παροχή) σε μεγέθη που να εξασφαλίζουν επίπεδο βίου που επιτρέπει όχι απλώς την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών των ασφαλισμένων για την επιβίωσή τους αλλά και την αξιοπρεπή διαβίωσή τους και την αξιοπρεπή συμμετοχή τους στην κοινωνική ζωή, το εξασφαλιζόμενο δε εισόδημα θα πρέπει να βρίσκεται κατά το δυνατόν εγγύς προς εκείνο του εργασιακού βίου του ασφαλισμένου, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της αναλογικότητας εν σχέσει με τις εισφορές που τον επιβάρυναν – Οι διαδικαστικοί περιορισμοί, εξ άλλου, συναγόμενοι από την ανάγκη οι μειώσεις να δικαιολογούνται και να υπηρετούν πράγματι τον σκοπό της βιωσιμότητας της κοινωνικής ασφαλίσεως και της δικαίας κατανομής των βαρών εντός αυτής, συνίστανται στην απαίτηση να υπάρξει, προ της νομοθετήσεως, μελέτη όλων των παραγόντων, στάθμιση και των συνολικών επιβαρύνσεων των πολιτών με άλλα κρατικά μέτρα (φορολογίες κλπ), ώστε να καθίσταται διαφανής και πειστική η νομοθέτηση, να αποδεικνύεται ότι ο νομοθέτης κινείται στο πλαίσιο της κρατικής αποστολής του άρθρου 22 παρ. 5 Σ., κατανέμοντας δίκαια τα βάρη μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών των ασφαλισμένων και των γενεών, και να διασφαλίζεται ότι οι επιχειρούμενες μειώσεις, ως στοιχείο ενός ορθολογικού σχεδίου, δεν θα επαναλαμβάνονται στο διηνεκές, πλήττοντας την κοινωνική ασφάλιση στον πυρήνα της, δηλαδή στο αίσθημα της ασφάλειας]
(Β) Η περιουσία, κατά την έννοια του άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, καλύπτει και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλομένου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλομένου κράτους – Συνεπώς, περιουσία, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, αποτελούν και οι έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως αξιώσεις για την χορήγηση προβλεπομένων από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, τόσο στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είχε καταβάλει στο παρελθόν υποχρεωτικώς εισφορές, όσο και στην περίπτωση που η χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής δεν εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή εισφορών, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται, κατά περίπτωση, από το εθνικό δίκαιο – Πάντως με το άρθρο 1 ΠΠΠ δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα συντάξεως ορισμένου ύψους, με συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ’ αρχήν, διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες – Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με το άρ. 1 ΠΠΠ επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο, ιδίως όταν πρόκειται για εκτιμήσεις σχετικά με τον καθορισμό των προτεραιοτήτων κατά τη διάθεση των περιορισμένων κρατικών πόρων – Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν – Ειδικότερα, καθ’ όσον αφορά τις περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών, ο δικαστικός έλεγχος λαμβάνει υπ’ όψη (α) εάν η περικοπή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης (β) εάν πρόκειται για διανεμητικό σύστημα, οπότε καθίστανται ανεκτές και έντονες επεμβάσεις στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ακόμη και αν για την απόληψη συνταξιοδοτικών παροχών καταβάλλονταν εισφορές, (γ) τον αναδρομικό ή μη χαρακτήρα της περικοπής, (δ) το τυχαίο και, άρα, αυθαίρετο κριτήριο των περικοπών, (ε) την φύση της παροχής, δηλαδή εάν έχει ή όχι προνομιακό χαρακτήρα, (στ) τη χρονική διάρκεια των περικοπών, (ζ) τον μέσο όρο των παροχών που λαμβάνουν οι υπόλοιποι συνταξιούχοι και (η) τη μέριμνα του εθνικού νομοθέτη για την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου των προσώπων που υφίστανται τις συνέπειες των κρατικών περιοριστικών μέτρων, ώστε να μην τίθεται ζήτημα παραβίασης και του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ – Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, μόνο το γεγονός ότι ένας νόμος έχει αναδρομική ισχύ, δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι επέρχεται ανεπίτρεπτη προσβολή του δικαιώματος στην περιουσία, υπό την αυτονόητη, βεβαίως, προϋπόθεση ότι η αναδρομή αυτή επιτρέπεται κατά το οικείο εσωτερικό δίκαιο, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να κρίνεται in concreto αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες εκάστης υποθέσεως η αναδρομική εφαρμογή του νόμου μπορεί να αποτελέσει υπέρμετρη επιβάρυνση της περιουσίας, ανατρέποντας τη δίκαιη ισορροπία, που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των διαφορετικών συμφερόντων
(Γ) Κατά την κείμενη νομοθεσία, το Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων προκειμένου να χορηγήσει εφάπαξ βοήθημα σε ασφαλισμένους του, οι οποίοι δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο, απαιτούνται αθροιστικώς δύο προϋποθέσεις: α) να έχει απονεμηθεί σε αυτούς η σύνταξη που δικαιούνται από το Δημόσιο Ταμείο και β) να έχουν συμπληρώσει τον προβλεπόμενο από τις ανωτέρω διατάξεις ελάχιστο χρόνο ασφάλισης στο Ταμείο – Η εν λόγω εφάπαξ παροχή έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, καθόσον καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο, το οποίο σχηματίζεται προεχόντως από εισφορές των ασφαλισμένων και από συνεισφορά του Δημοσίου ως εργοδότη του ασφαλισμένου [από 1.1.1994 δε το εν λόγω κεφάλαιο σχηματίζεται αποκλειστικώς από εισφορές των ασφαλισμένων] – Τέλος, κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό του εφαρμοστέου νομοθετικού καθεστώτος είναι ο χρόνος αποχωρήσεως του υπαλλήλου από την υπηρεσία
(Δ) Επειδή, οι επίμαχες περικοπές του εφάπαξ βοηθήματος, που επήλθαν δυνάμει του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 4024/2011 και του άρθρου πρώτου, υποπαράγραφος ΙΑ.5 περ. 2 του ν. 4093/2012, εντάσσονται, μαζί με τις περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα αφ’ ενός για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της Χώρας και, αφ’ ετέρου, για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του, μεταρρύθμιση η οποία ευρίσκει έρεισμα στο άρθρο 22 παρ. 5 Σ., η θέσπιση δε των περικοπών αυτών εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι απλώς το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως – Από τα μακροοικονομικά στοιχεία (δημοσιονομικά και μη), τα οποία εκτίθενται στις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις προκύπτει εναργώς ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων, το οποίο περιλαμβάνει και φορείς εφάπαξ παροχών κατά την συνταξιοδότηση, θα ήταν ανέφικτη χωρίς τη λήψη μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών μέτρων και χωρίς την μακροπρόθεσμη διαρθρωτική μεταρρύθμιση του θεσμού – Επομένως, η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή, η οποία εκδηλώθηκε με τις πιο πάνω διατάξεις και εντάσσεται στο δημοσιονομικό – διαρθρωτικό σκέλος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης (σε αντίθεση με το αμιγώς διαρθρωτικό), αιτιολογείται προσηκόντως, κατά τα λοιπά, δε, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, αντικείμενο του οποίου είναι μόνο η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 1094, 2289/1987 Ολομ.) – Κατ’ ακολουθίαν, απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος περί παραβιάσεως του άρθρου 22 παρ. 5 Σ., ενώ ο περαιτέρω λόγος ότι για την αιτιολογημένη επιβολή των επίμαχων περικοπών απαιτείτο η εκπόνηση οικονομικής ή αναλογιστικής μελέτης είναι επίσης αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, σύνταξη τέτοιας μελέτης απαιτείται πριν από την λήψη νομοθετικών επεμβάσεων σε ασφαλιστικούς οργανισμούς και χάριν της βιωσιμότητας αυτών και, πάντως, σύνταξη οικονομικής ή αναλογιστικής μελέτης δεν απαιτείται, όταν πρόκειται να ληφθούν μέτρα που έχουν και δημοσιονομικό χαρακτήρα, όπως οι επίμαχες περικοπές (ΣτΕ 1285/2012 Ολομ.), εν πάση όμως περιπτώσει τέτοιες μελέτες έχουν συνταχθεί και με το περιεχόμενό τους δικαιολογούν τις επίμαχες μειώσεις – Εξάλλου, εν όψει του διακηρυχθέντος στόχου του περιορισμού της αύξησης των κοινωνικών δαπανών, καθώς και του ότι οι επίμαχες μειώσεις, οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και είναι αναγκαίες για την επιβίωση του Ταμείου, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μη αναγκαίες, διότι ο πολιτικός στόχος του περιορισμού της αύξησης των κοινωνικών δαπανών από τη φύση του επιτυγχάνεται με την μείωση των επιχορηγήσεων και όχι με την περαιτέρω χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, διότι στη δεύτερη περίπτωση ο στόχος καθίσταται επαχθέστερος, δεδομένου ότι απολήγει στην περαιτέρω επιβάρυνση των υπολοίπων πολιτών με την επιβολή φορολογίας – Επιπλέον, ακόμη και μετά τις επίδικες περικοπές, οι οποίες αθροιστικά αντιστοιχούν σε ποσοστό περίπου 34,27% του συνολικού ποσού του εφάπαξ βοηθήματος, υπολογιζομένου σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του Ταμείου, το τελικώς καταβληθέν στην προσφεύγουσα – ενάγουσα εφάπαξ ποσό (31.267,81 ευρώ) υπερβαίνει σημαντικά τις καταβληθείσες από αυτήν εισφορές καθ’ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας της (24.727,03 ευρώ), όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά την κατά νόμο αξιοποίηση του κεφαλαίου αυτών είτε με έντοκη κατάθεσή του στην Τράπεζα της Ελλάδος ή σε ασφαλή εμπορική τράπεζα είτε με άλλη ασφαλή επένδυσή του, περαιτέρω δε μετά την τιμαριθμική αναπροσαρμογή αυτού – Τέλος, οι επίμαχες μειώσεις εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, η επιχειρούμενη δε δημοσιονομική προσαρμογή δεν στηρίζεται μόνο στη μείωση των δαπανών των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, αλλά και στη λήψη διάφορων δημοσιονομικών, διαρθρωτικών και χρηματοπιστωτικών μέτρων, η συνδυασμένη εφαρμογή των οποίων εκτιμάται από το νομοθέτη ότι θα συμβάλει στην έξοδο της Χώρας από την κρίση και στη βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών, κατά τρόπο που αναμένεται να διατηρηθεί και στο μέλλον, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης του Κράτους να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων ανάλογα με τις εκάστοτε ισχύουσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες – Εν όψει όλων αυτών, οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 4024/2011 και του άρθρου πρώτου, υποπαράγραφος ΙΑ 5 περ. 2 του ν. 4093/2012 δεν αντίκεινται στο άρθρο 22 παρ. 5 Σ. ούτε παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας δεδομένου μάλιστα ότι ειδικώς η δεύτερη μείωση του εφάπαξ βοηθήματος έγινε σε εφαρμογή  αποφάσεως του Συμβουλίου της ΕΕ και απέβλεπε στην εξομάλυνση της αναλογίας εισφορών και εφάπαξ παροχών – Ενόψει δε και του τελευταίου αυτού σκοπού και δεδομένου ότι το καταβληθέν ποσό υπερβαίνει το σύνολο των καταβληθεισών από την προσφεύγουσα εισφορών, δεν παραβιάζεται η αρχή της ανταποδοτικότητας, αλλά ούτε και η αρχή της ισότητας – Περαιτέρω, δεν παραβιάζεται η παρ. 5 του άρθρου 4 Σ., καθόσον το Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων αντιμετώπιζε άμεσα και πιεστικότατα οικονομικά προβλήματα, συνεπεία των οποίων αδυνατούσε να ανταποκριθεί επικαίρως στις υποχρεώσεις του, η αντιμετώπιση δε των προβλημάτων αυτών έπρεπε να γίνει με έκτακτη οικονομική ενίσχυση από το Κράτος, που ήδη έλαβε χώρα, αλλά και με περικοπές του χορηγούμενου εφάπαξ βοηθήματος και τούτο για την αποφυγή επιβολής φορολογίας και άλλων επιβαρύνσεων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου – Εξάλλου, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, η δια το παρελθόν μείωση της ανωτέρω εφάπαξ παροχής είναι σύμφωνη με το άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, αλλά και με το άρθρο 17 Σ., καθόσον η για το παρελθόν μείωση ασφαλιστικής παροχής είναι, κατ’ αρχήν, συμβατή με το εσωτερικό ελληνικό δίκαιο, περαιτέρω δε η εν προκειμένω μείωση της εφάπαξ παροχής της προσφευγούσας δεν συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της περιουσίας της ούτε ανατρέπεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος αυτής, εφόσον η μείωση αυτή έγινε για τους προεκτεθέντες σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και ιδίως λόγω της σοβαρής αδυναμίας του Ταμείου να ανταποκριθεί επικαίρως στις υποχρεώσεις του, εν πάση δε περιπτώσει το τελικώς καταβληθέν στην προσφεύγουσα εφάπαξ ποσό υπερβαίνει σημαντικά τις καταβληθείσες από αυτήν εισφορές, κατά τα προεκτεθέντα – Τέλος, οι αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου δεν εμποδίζουν τον νομοθέτη, ο οποίος υποχρεούται να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, να λαμβάνει μέτρα εντός του πλαισίου της συνταγματικής τάξεως, ακόμη και σε ήδη συνεστημένες έννομες σχέσεις ή καταστάσεις, όταν αδήριτες ανάγκες το επιβάλλουν, αντίθετη δε εκδοχή, κατά την οποία απαγορεύεται η μεταβολή του ευνοϊκού για τους ασφαλισμένους νομοθετικού καθεστώτος είτε για το μέλλον είτε για το παρελθόν, θα κατέληγε σε παράλυση της δράσης του νομοθέτη και, ειδικά στο πεδίο του οικονομικού προγραμματισμού, σε ματαίωση να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις σύμφωνα με τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος, ακόμη και τις ήδη γεννημένες
[με μειοψηφία οκτώ μελών του Δικαστηρίου, που υποστήριξαν ότι οι επίμαχες διατάξεις προσκρούουν αφ’ ενός μεν στις συνταγματικές αρχές της εγγυημένης από το Κράτος κοινωνικής ασφαλίσεως, της προστατευμένης εμπιστοσύνης και της ισότητος, αφ’ ετέρου δε στο ΠΠΠ ΕΣΔΑ, με το εξής σκεπτικό: Τα αλλεπάλληλα μέτρα μειώσεως της εφάπαξ ασφαλιστικής παροχής υπήρξαν αποτέλεσμα όχι κάποιου σχεδιασμού της ελληνικής Πολιτείας αλλά των συγκεκριμένων προδιαγραφών, οι οποίες περιέχονται σε κείμενα της Ε.Ε., τα οποία ο έλληνας νομοθέτης μετασχηματίζει σε διατάξεις τυπικών νόμων – Το γεγονός αυτό, μαζί με άλλα, εξηγεί γιατί δεν προηγήθηκε των εκάστοτε επίμαχων μειώσεων οιαδήποτε συγκεκριμένη συνθετική μελέτη με το περιεχόμενο το οποίο θα έπρεπε να έχει, σύμφωνα με τη μειοψηφία ανωτέρω υπό Α – Τέτοιες μελέτες δεν συνιστούν οι μελέτες στις οποίες αναφέρεται η πλειοψηφία – Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί της διοικήσεως περί  των αιτίων του ελλείμματος του ΤΠΔΥ και της καταστρατηγήσεως της αρχής της ανταποδοτικότητος με επί σειρά δεκαετιών επιχορηγήσεις από το κράτος και διάφορα ευεργετικά για διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων νομοθετήματα δεν δύνανται να αιτιολογήσουν τις επανειλημένες μειώσεις του εφάπαξ βοηθήματος, διότι ενώ αποσκοπούν να θεμελιώσουν την άποψη περί του αμιγώς – κατά δίκαιο – ανταποδοτικού χαρακτήρα του Ταμείου και επομένως της απαλλαγής του Κράτους από την υποχρέωση εγγυήσεως του ασφαλιστικού κεφαλαίου, επιτυγχάνουν το αντίθετο, καθόσον καταδεικνύουν ότι ο χαρακτήρας αυτός καθ’ οδόν είχε απολεσθεί με τις πράξεις του ίδιου του νομοθέτη, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στην ελλειμματικότητα του Ταμείου – Επιπλέον κατατείνουν οι ίδιοι ισχυρισμοί αλλά και οι αιτιολογικές εκθέσεις των επίμαχων νομοθετημάτων να επιρρίψουν τα βάρη των σφαλμάτων του κράτους στους ασφαλισμένους γενικώς και μάλιστα σε μία γενεά, αυτή που εξέρχεται του εργασιακού βίου στην περίοδο της κρίσεως, κατά παράβαση της αρχής της ισότητος και της προστατευομένης εμπιστοσύνης – Περαιτέρω η δια το παρελθόν μείωση, εις βάρος της αιτούσας, του ως άνω εφάπαξ βοηθήματος, σε ποσοστό μάλιστα 34,27%, ενώ το σχετικό δικαίωμα ήταν ήδη γεννημένο από την έξοδο της από την υπηρεσία (μείωση συντελεσθείσα μετά την πάροδο δύο και ήμισυ περίπου ετών) και ενώ εκκρεμούσε ενώπιον του Ταμείου η αίτηση χορηγήσεως της παροχής αυτής, συνιστά, υπό τις συνθήκες αυτές, ανεπίτρεπτη, κατά το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, επέμβαση στο σχετικό περιουσιακό δικαίωμα αυτής]
 
Φεβρουαρίου 2016


ΣτΕ 196/2016 


Οικονομική ελευθερία – Τηλεοπτικοί σταθμοί – Απαγόρευση δανειοδότησης από μετόχους τους και παρένθετα πρόσωπα – Αρχές της αναλογικότητας και της σαφήνειας των περιορισμών
(Α) Με τη διάταξη του εδαφίου γ΄ (και στη συνέχεια β΄) της παρ. 13 του άρθρου 1 του ν. 2328/1995 θεσπίσθηκε σημαντικός περιορισμός στη δανειοδότηση των εταιρειών που εκμεταλλεύονται τηλεοπτικούς σταθμούς από τους μετόχους τους, σκοπείται αφενός η αποτροπή της ενίσχυσης της θέσης ενός μετόχου μέσω της παροχής δανείων προς την εταιρεία, που εκμεταλλεύεται τηλεοπτικό σταθμό, και αφετέρου η αποτροπή της προσφυγής στη μέθοδο αυτή χρηματοδοτήσεως της εταιρείας, η οποία, κατά την κρίση του νομοθέτη, ενέχει κινδύνους για την οικονομική βιωσιμότητα της εκμεταλλευομένης τηλεοπτικό σταθμό επιχειρήσεως – Με τον εν λόγω περιορισμό δεν πλήττεται ο πυρήνας του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας, δεδομένου ότι δεν μπορεί, πάντως, να θεωρηθεί ότι με αυτόν καθίσταται αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής η άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας από την εκμεταλλευόμενη τηλεοπτικό σταθμό εταιρεία ή από τα πρόσωπα που συναλλάσσονται με αυτή, μετόχους της ή τρίτους, αφού η μεν εταιρεία μπορεί να χρηματοδοτείται απεριορίστως με άλλους τρόπους (τραπεζικά δάνεια, αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου κ.λπ.), η ευχέρεια δε μετόχου της εταιρείας ή τρίτου επιτηδευματία (φυσικού ή νομικού προσώπου) να χορηγεί δάνεια σε αυτή δεν μπορεί οπωσδήποτε να συνιστά αποκλειστική επαγγελματική και οικονομική δραστηριότητα – Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στο άρθρο 5 παρ. 1 Σ. – Απορρίπτεται λόγος περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας από την επιβολή προστίμου για παραβίαση της διάταξης αυτής
(Β) Εν όψει του ότι, όπως συνάγεται από την εισηγητική έκθεση του ν. 2328/1995, ο νομοθέτης ταυτίζει την ευθεία διενέργεια των απαγορευομένων από αυτόν δραστηριοτήτων με τη διενέργεια αυτών μέσω παρένθετου φυσικού ή νομικού προσώπου, δεν επιτρέπεται η πέραν του νομίμου ορίου χορήγηση δανείου σε τηλεοπτική επιχείρηση και από ανώνυμη εταιρεία, η οποία αποτελεί παρένθετο πρόσωπο του μετόχου, που χορηγεί το δάνειο στην τηλεοπτική επιχείρηση, δηλαδή πρόσωπο, το οποίο ενεργεί για λογαριασμό ή καθ’ υπόδειξη ή κατ’ εντολή του μετόχου – Επομένως, και η περίπτωση αυτή περιλαμβάνεται στον θεσπιζόμενο με την ανωτέρω διάταξη απαγορευτικό κανόνα – Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι επιδεικνύοντες τη συνήθη επιμέλεια δραστηριοποιούμενοι στον τομέα των επιχειρήσεων τηλεοπτικών μέσων δεν ήταν σε θέση να προβλέψουν ότι η παροχή σε τηλεοπτική επιχείρηση δανείου από εταιρεία, η οποία ενεργεί για λογαριασμό ή καθ’ υπόδειξη ή κατ’ εντολή μετόχου της τηλεοπτικής επιχείρησης, καταλαμβάνεται από την ρύθμιση της ανωτέρω διάταξης της παρ. 13 του άρθρου  1 του ν. 2328/1995 και, συνεπώς, ήταν δυνατόν να επιφέρει την επιβολή κυρώσεως
 
ΣτΕ 267/2016 


Επαγγελματική ελευθερία – Επαγγελματικά δικαιώματα μηχανικών Τ.Ε.Ι. – Αρχή της ισότητας – Πρόσβαση σε επαγγελματικές δραστηριότητες  
(Α) Όπως κρίθηκε με τη ΣτΕ Ολομ. 678/2005, ο προβλεπόμενος στο άρθρο 16 παρ. 7 Σ. νόμος δεν μπορεί να ορίσει τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων σχολών ανώτερης βαθμίδας κατά πλήρη εξομοίωση με τα αντίστοιχα δικαιώματα των αποφοίτων Α.Ε.Ι., που δραστηριοποιούνται στον ίδιο επαγγελματικό τομέα, διότι η εξομοίωση αυτή θα αναιρούσε την ποιοτική διάκριση μεταξύ πανεπιστημιακής και επαγγελματικής-τεχνικής εκπαίδευσης και θα καθιστούσε τα χορηγούμενα πτυχία ουσιαστικώς ισότιμα, ως αναγκαίους τίτλους για την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος, κατά καταστρατήγηση του Συντάγματος – Δεν απαγορεύεται όμως ο εν λόγω νόμος να χορηγήσει στους αποφοίτους αυτούς το δικαίωμα να ασκούν ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα που ασκείται και από αποφοίτους Α.Ε.Ι. (αυτοδυνάμως ή σε συνεργασία με αυτούς), υπό την προϋπόθεση όμως να καθορίζεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο το είδος των επιτρεπομένων επαγγελματικών πράξεων και να προκύπτει, από τα στοιχεία που συνοδεύουν την έκδοση του νόμου, ότι τα κριτήρια, με βάση τα οποία γίνεται ο καθορισμός αυτός, είναι αμιγώς γνωστικά, τελούν δηλαδή σε αντιστοιχία με τις θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις που οι εν λόγω απόφοιτοι έχουν πράγματι αποκομίσει από τις σπουδές τους
[με μειοψηφία ενός Συμβούλου, που υποστήριξε ότι, κατά την έννοια των άρθρων 5 παρ. 1 και 16 Σ., κριτήριο για την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων αποτελεί η κατοχή ενός ελαχίστου επιπέδου θεωρητικών γνώσεων και πρακτικών δεξιοτήτων,  οι οποίες καθιστούν δυνατή την άρτια άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος, με βάση το περιεχόμενο σπουδών, ανεξαρτήτως του είδους ή της βαθμίδας ή γενικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης, στο πλαίσιο της οποίας αποκτήθηκαν οι γνώσεις αυτές, η δε διαπίστωση της κατοχής των αναγκαίων προσόντων για την άσκηση αντιστοίχων επαγγελματικών δραστηριοτήτων έχει τεχνικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, υπόκειται σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο]

(Β) Μετά την ακύρωση, με την ΣτΕ Ολομ. 678/2005, των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 318/1994 δεν εκδόθηκε νέο π.δ., με το οποίο να καθορίζονται τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων μηχανικών Τεχνολογικής Εκπαίδευσης των Τμημάτων Πολιτικών Δομικών Έργων, Πολιτικών Έργων Υποδομής, και Τοπογραφίας, της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών των Τ.Ε.Ι. – Ενόψει και του ότι τα διατάγματα καθορισμού των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχιούχων των Τ.Ε.Ι. αποτελούν τον εκτελεστικό της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 7 Σ., με αποτέλεσμα να καθίσταται υποχρεωτική για τη Διοίκηση η έκδοσή τους, με την ΣτΕ 4917/2012 ακυρώθηκε η παράλειψη της Διοικήσεως να προβεί στην έκδοση του προβλεπομένου από το άρ. 25 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 1404/1983 και του άρ. 18 παρ. 2 του ν. 3794/2009 π.δ. περί καθορισμού των επαγγελματικών δικαιωμάτων των ανωτέρω πτυχιούχων μηχανικών, παράλειψη η οποία συνιστά παράβαση τόσο του άρθρου 16 παρ. 7 Σ. όσο και του άρθρου 5 παρ. 1 Σ.
(Γ) Ο προεκτεθείς υπό στοιχ. Α κανόνας ισχύει είτε τα  επαγγελματικά δικαιώματα των ανωτέρω πτυχιούχων καθορίζονται με πάγιες είτε με μεταβατικές ρυθμίσεις -για ορισμένη, δηλαδή, χρονική περίοδο, εν αναμονή θέσπισης των παγίων κανονιστικών διατάξεων – Σε τέτοια περίπτωση, μπορεί να επιτρέπεται από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση ή από το νομοθέτη η πρόσβαση σε επαγγελματικές δραστηριότητες για μια μεταβατική περίοδο, εξ αρχής, όμως, και υποχρεωτικώς, χρονικά προσδιορισμένης – Τέτοιου είδους προσωρινά  επαγγελματικά δικαιώματα δεν απονέμονται ad hoc, σε κάθε, δηλαδή, συγκεκριμένη ατομική περίπτωση, αλλά μόνο κανονιστικώς και, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 5 και 7 του άρθρου 16 Σ., υπό τους προεκτεθέντες όρους, δηλαδή, θα πρέπει να προηγείται της κανονιστικής ρυθμίσεως βεβαίωση του αρμοδίου επιστημονικού οργάνου ότι τα χορηγούμενα για μια μεταβατική περίοδο δικαιώματα διενέργειας επαγγελματικών πράξεων τελούν σε αντιστοιχία με τις θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις που οι εν λόγω πτυχιούχοι των Τ.Ε.Ι. έχουν πράγματι αποκομίσει από τις σπουδές τους, δεδομένου, μάλιστα, ότι τα επαγγελματικά δικαιώματα στον τομέα  της μελέτης, επίβλεψης  και κατασκευής δομικών έργων, ιδιωτικών ή δημόσιων, συνάπτονται, εξ αντικειμένου, με τη δημόσια ασφάλεια και υγεία
(Δ) Εν προκειμένω, η πολεοδομική υπηρεσία του Δήμου Νάουσας δεν διέθετε την προαναφερόμενη κανονιστική αρμοδιότητα, η οποία ασκείται με π.δ., ούτε, περαιτέρω, κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, υφίστατο στην έννομη τάξη τέτοιου περιεχομένου  κανονιστική ρύθμιση περί απονομής του δικαιώματος στους πτυχιούχους Τ.Ε.Ι., της ειδικότητας στην οποία ανήκει ο αιτών, διενέργειας εν όλω ή εν μέρει, των επαγγελματικών πράξεων που έχουν αναγνωρισθεί στους πτυχιούχους αντίστοιχων ειδικοτήτων της  προϋφιστάμενης της ιδρύσεως των Τ.Ε.Ι. ανώτερης επαγγελματικής-τεχνικής εκπαίδευσης (Κ.Α.Τ.Ε., Κ.Α.Τ.Ε.Ε., Σχολές Υπομηχανικών) – Ως εκ τούτου, με την έκδοση της επίδικης πράξης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Νάουσας (περί επιστροφής του φακέλου οικοδομικής άδειας, μεταξύ άλλων, διότι ορισμένο τοπογραφικό είχε συνταχθεί από τον αιτούντα μηχανικό, χωρίς αυτός να έχει επαγγελματικό δικαίωμα συντάξεώς του) δεν εκδηλώθηκε, παράνομη  άρνηση της Διοικήσεως, κατά παράβαση των άρθρων 16 παρ. 7 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος, να επιτρέψει στον αιτούντα, πτυχιούχο μηχανικό Τ.Ε.Ι. ειδικότητας πολιτικών δομικών έργων, να ασκεί, εωσότου εκδοθεί νέο προεδρικό διάταγμα καθορισμού των επαγγελματικών δικαιωμάτων της κατηγορίας των πτυχιούχων Τ.Ε.Ι. στην οποία ανήκει, «κάθε» επαγγελματικό δικαίωμα που έχει αναγνωρισθεί στους πτυχιούχους αντίστοιχων ειδικοτήτων της, προϋφιστάμενης της ιδρύσεως των Τ.Ε.Ι., ανώτερης τεχνικής εκπαίδευσης (ΚΑΤΕ, ΚΑΤΕΕ, Σχολές Υπομηχανικών)  και ειδικότερα, εν προκειμένω, το δικαίωμα να συντάσσει  τοπογραφικό διάγραμμα  για μελετηθέν από τον ίδιο οικοδομικό έργο, εφαρμόζοντας αναλογικώς τις διατάξεις του β.δ/τος 769/1972 που προέβλεπαν το επαγγελματικό δικαίωμα της διενέργειας τοπογραφικών εργασιών από τους πολιτικούς υπομηχανικούς[με μειοψηφία ενός Συμβούλου].

ΣτΕ 313/2016 επταμ.
Δικαίωμα περιουσίας – Δικαίωμα ένδικης προστασίας – Διακοπή παραγραφής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο
Κατά την έννοια του άρθρου 89 παρ. 1 του ν.δ. 321/1969, η διακοπή της παραγραφής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο επέρχεται με μόνη τη σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης και την έκδοση του προγράμματος πλειστηριασμού, χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση αυτών στον οφειλέτη και η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπονται, όσον αφορά το πρόγραμμα πλειστηριασμού, στη διάταξη του άρθρου 41 παρ. 2 του ΚΕΔΕ – Η ρύθμιση δε αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 Σ. και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, διότι ανεξαρτήτως του ότι δεν επιβάλλει περιορισμό στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας του οφειλέτη, πάντως του παρέχεται η δυνατότητα δικαστικής προστασίας κατά το στάδιο βεβαιώσεως του χρέους, και αρξαμένης της αναγκαστικής εκτελέσεως  δύναται αυτός  να ανακόψει τον πλειστηριασμό, στον οποίο κατατείνουν όλες οι πράξεις εκτελέσεως, στρεφόμενος κατά των πράξεων αυτών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το πρόγραμμα πλειστηριασμού

ΣτΕ 343/2016


Αρχή της ισότητας – Καθορισμός συντελεστών ανταποδοτικών τελών καθαριότητας και φωτισμού
Λόγος περί αναιτιολογήτου της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως,  καθ’ ό μέρος αναφέρονται στον καθορισμό για τις  “λοιπές χρήσεις” συντελεστού μεγαλυτέρου σε σχέση με τον ορισθέντα για τις κατοικίες, είναι απορριπτέα, διότι, εφ’ όσον ο νομοθέτης προβλέπει ευθέως  διαφορετικό συντελεστή για τις κατοικίες, δεν απαιτείτο ειδική αιτιολόγηση για την θέσπιση μεγαλυτέρου συντελεστή για τους χώρους άλλης χρήσεως, η διάκριση δε αυτή του νόμου δεν παρίσταται αδικαιολόγητη και δεν αντίκειται προς την αρχή της ισότητας εν όψει των κατά κοινή πείρα υφισταμένων διαφορών μεταξύ των κατοικιών και  των ακινήτων άλλης (επαγγελματικής) χρήσεως (πρβλ. ΣτΕ 4280/1980, 2867, 2064, 844/1978)

ΣτΕ 380/2016


Αρχή της ισότητας – Πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις


Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. γ΄ του Κώδικα Προσωπικού Λιμενικού Σώματος (ν. 3079/2002), ξεχωριστή κατηγορία υποψήφιων Δόκιμων Λιμενοφυλάκων, για την οποία επιφυλλάσσεται το 10% των προκηρυσσόμενων θέσεων, αποτελούν οι Εθελοντές Πενταετούς Υποχρέωσης (Ε.Π.Υ.), οι οποίοι έχουν απολυθεί από τις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων και όχι εκείνοι που εξακολουθούν να υπηρετούν σε αυτές – Η εν λόγω ειδική διάταξη, με το ανωτέρω περιεχόμενο, δεν εισάγει αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος των Ε.Π.Υ. που εξακολουθούν να υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις, ούτε αντίκειται στις αρχές της αξιοκρατίας και της αναλογικότητας ή σε άλλη συνταγματική διάταξη ή αρχή, διότι με την ανωτέρω διάκριση, η οποία αφορά στον προσδιορισμό μίας ειδικής κατηγορίας υποψηφίων, εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον της αξιοποίησης υποψηφίων που έχουν εμπειρία από την υπηρεσία τους ως Ε.Π.Υ., προς όφελος του Λιμενικού Σώματος, που αποτελεί Σώμα Ασφαλείας στρατιωτικά οργανωμένο, χωρίς όμως οι Ένοπλες Δυνάμεις να στερηθούν τις υπηρεσίες τους – Επιπλέον, η διάκριση αυτή είναι δικαιολογημένη και από την άποψη της διαφοράς της προσωπικής κατάστασης των Ε.Π.Υ. που έχουν απολυθεί και επιθυμούν να καταταγούν στο Λιμενικό Σώμα και αυτών που, υπηρετώντας στις Ένοπλες Δυνάμεις, εξακολουθούν να έχουν απασχόληση σε στρατιωτικές υπηρεσίες

ΣτΕ 391/2016 


Αρχή της ισότητας – Προστασία οικογένειας (άρ. 21 Σ.) – Αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων
Το επίδικο επίδομα εξομαλύνσεως μισθολογικών διαφορών χορηγείται αυξημένο στους διαζευγμένους μετά τέκνων υπαλλήλους των Ενόπλων Δυνάμεων, της Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού σώματος, μόνον εφόσον τα τέκνα αυτών αναγνωρίζονται ως προστατευόμενα μέλη της οικογένειας για τον προσδιορισμό του φόρου εισοδήματος, δηλαδή, όταν οι υπάλληλοι αυτοί συνοικούν μετά των τέκνων τους και όχι όταν απλώς καταβάλλουν στον (στην) πρώην σύζυγό τους διατροφή γι’ αυτά, χωρίς, όμως, να συνοικούν με αυτά – Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, αφού ο μη συγκατοικών με τα τέκνα του πρώην σύζυγος δεν τελεί υπό τις αυτές συνθήκες ούτε έχει τις αυτές υποχρεώσεις με τους εγγάμους ή διαζευγμένους οι οποίοι συγκατοικούν με τα τέκνα τους ώστε να λαμβάνει το αυτό ακριβώς με εκείνους επίδομα – Ούτε και στο άρθρο 21 παρ. 1 Σ. αντίκειται, δεδομένου ότι η συνταγματική προστασία της οικογένειας, του γάμου και της παιδικής ηλικίας κατ’ ουδέν συναρτάται με το ύψος ειδικού επιδόματος χορηγουμένου σε διαζευγμένους που δεν συγκατοικούν ούτε έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους, αλλά είναι απλώς υπόχρεοι καταβολής ορισμένου χρηματικού ποσού για την διατροφή τους

ΣτΕ 415/2016


Δικαίωμα (ακίνητης) περιουσίας – Περιορισμοί χάριν προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος – Απαγόρευση ανοικοδόμησης ακινήτου σε περιοχή αρχαιολογικού χώρου – Αξίωση προς αποζημίωση, μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου 
(Α) Οι επιβαλλόμενοι βάσει του άρ. 24 Σ περιορισμοί για τη διατήρηση μνημείων, που είναι δυνατόν να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρ. 17 Σ., δημιουργούν υποχρέωση αποζημιώσεως του θιγόμενου ιδιοκτήτη, όταν δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της, χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος – Η εν λόγω αξίωση προς αποζημίωση γεννάται, κατά την έννοια του άρ. 24 παρ. 6 Σ., ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως, μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την επιβολή του επαχθούς μέτρου, δοθέντος ότι στο πλαίσιο της επίδειξης της αναγκαίας κοινωνικής αλληλεγγύης, το οποίο δικαιούται το Κράτος να αξιώνει από τους πολίτες (άρ. 25 παρ. 4 Σ.), σε συνδυασμό με το κατά το άρ. 17 παρ. 1 Σ. κοινωνικό περιεχόμενο της ιδιοκτησίας, ο ιδιοκτήτης του βαρυνομένου ακινήτου οφείλει να ανεχθεί τον αποβλέποντα στην ικανοποίηση του, συνιστώμενου στην προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, δημοσίου συμφέροντος, περιορισμό της ιδιοκτησίας του για εύλογο χρονικό διάστημα – Ο εύλογος αυτός χρόνος, κρινόμενος με βάση τις περιστάσεις που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, εξειδικεύεται με αιτιολογημένη κρίση από τα δικαστήρια της ουσίας, τα οποία οφείλουν να λαμβάνουν υπ’ όψιν και να εκτιμούν τις συνθήκες εκάστης υποθέσεως, όπως είναι η συμπεριφορά της διοικήσεως, η πολυπλοκότητα του νομοθετικού καθεστώτος που διέπει το ακίνητο ή την περιοχή που αποτελούν αντικείμενα προστασίας, καθώς και το είδος και τη σοβαρότητα του επαχθούς για την ιδιοκτησία μέτρου – Περαιτέρω, η ως άνω αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει την πλήρη αξία του ακινήτου, διότι η δυνατότητα, έστω και περιορισμένης χρήσης και κάρπωσης αυτού, παραμένει, κατ’ αρχήν, στον θιγόμενο ιδιοκτήτη ή άλλο δικαιούχο, όπως επικαρπωτή – Για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημιώσεως πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν, ιδίως, ο προορισμός του ακινήτου, η δυνατότητα εκμεταλλεύσεως και οι νόμιμοι περιορισμοί δόμησης κατά τον χρόνο κτήσης του και κατά τον χρόνο επιβολής των περιορισμών, η τυχόν προηγουμένως ρητώς εκφρασθείσα ή προκύπτουσα βούληση του ιδιοκτήτη για εκμετάλλευση του ακινήτου καθ’ ορισμένο τρόπο, δυναμένη να συναχθεί και από τη χρήση αυτού κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, καθώς και η συμπεριφορά της Διοικήσεως, ειδικότερα δε η, κατόπιν ενεργειών της, δημιουργία εύλογης προσδοκίας στον ιδιοκτήτη ότι μπορεί να εκμεταλλευθεί το ακίνητό του καθ’ ορισμένο τρόπο – Πρέπει, ειδικότερα, να συνεκτιμάται η περιλαμβανόμενη στον τίτλο κτήσεως περιγραφή της μορφής και της φύσεως του ακινήτου, δεδομένου ότι η τυχόν περιγραφή του ως αγροτεμαχίου ή δασικής εκτάσεως έχει ως αναγκαία συνέπεια την παραδοχή ότι ο ιδιοκτήτης γνώριζε από τον χρόνο κτήσης τους περιορισμούς εκμετάλλευσης που το συνοδεύουν, οι οποίοι, άλλωστε, προφανώς, είχαν επίπτωση στο κόστος αγοράς – Συναφώς, πρέπει να συνεκτιμάται ο τυχόν χαρακτηρισμός του ακινήτου και ο προσδιορισμός της αξίας αυτού από τον ιδιοκτήτη ενώπιον της Διοικήσεως ή και των δικαστηρίων, επ’ ευκαιρία άλλων υποθέσεων που αφορούν το ακίνητο, ιδίως φορολογικών – Ομοίως, πρέπει να συνεκτιμάται, ως μειωτικός παράγοντας της αξίας, η τυχόν προκύπτουσα από την ιδιαίτερη μορφή και θέση του ακινήτου δυνατότητα πρόβλεψης της επιβολής ειδικών περιορισμών σ’ αυτό λόγω, μεταξύ άλλων, της δασικής μορφής ή της άμεσης γειτνίασής του με αρχαιολογικές περιοχές, που επίσης έχει, προφανώς, επίπτωση στο κόστος αγοράς αλλά και στις, εξ ορισμού, μειωμένες προσδοκίες εκμεταλλεύσεώς του κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που προκύπτει από τον κατά νόμο προορισμό του – Πρέπει, τέλος, να συνεκτιμάται το εύρος των επιτρεπτών χρήσεων μετά τον περιορισμό (ΣτΕ  2165/2013 επταμ.)


(Β) Aπό τον συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 24 και 17 Σ. προκύπτει ότι τα εμπράγματα δικαιώματα, προστατεύονται στο πλαίσιο του προορισμού του ακινήτου – Ο προορισμός αυτός περιλαμβάνει το φάσμα των επιτρεπτών χρήσεών του, οι οποίες καθορίζονται είτε απ’ ευθείας από συνταγματικές διατάξεις, είτε από το νομοθέτη ή, κατ’ εξουσιοδότησή του, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση – Τα ακίνητα διαχωρίζονται, ανάλογα με τον προορισμό τους, σε ευρισκόμενα εντός και εκτός οικιστικών περιοχών – Οι οικιστικές περιοχές καθορίζονται βάσει της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας, τα δε εντός αυτών ακίνητα προορίζονται να δομηθούν σύμφωνα με τους ισχύοντες σε κάθε περιοχή κανόνες – Τα εκτός οικιστικών περιοχών ακίνητα, εφ’ όσον δεν προστατεύονται πληρέστερα, όπως τα δάση ή οι αρχαιολογικοί χώροι, προορίζονται, κατ’ αρχήν, για γεωργική ή άλλη σχετική εκμετάλλευση, είναι δε δυνατόν να δομηθούν, εφ’ όσον τούτο επιτρέπεται από τον νόμο, υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις σε σχέση με τις προϋποθέσεις δόμησης εντός των οικιστικών περιοχών – Το τελευταίο στοιχείο επηρεάζει μειωτικά την αξία τους (ΣτΕ 2165/2013 επταμ.)


(Γ) Σε κάθε περίπτωση επέμβασης στην προστατευόμενη από το άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ περιουσία ενός προσώπου πρέπει να εξασφαλίζεται δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου – Για τη στάθμιση αυτή λαμβάνεται υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων κριτηρίων, και η αναγνώριση δικαιώματος αποζημίωσης του θιγομένου – Ειδικότερα, η θεμιτή επιδίωξη της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος με επιβολή περιορισμών στη χρήση των ακινήτων δεν απαλλάσσει το Κράτος από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τον θιγόμενο ιδιοκτήτη, το ακίνητο του οποίου κατά το χρόνο κτήσης του δεν υπέκειτο στους περιορισμούς αυτούς, για την ουσιώδη και υπερβαίνουσα το εκάστοτε προσήκον μέτρο στέρηση ορισμένων από τις νόμιμες χρήσεις που προβλέπονταν για το ακίνητο αυτό πριν από την επιβολή των περιορισμών – Για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημιώσεως πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν τα κριτήρια που μνημονεύονται στην δεύτερη και τρίτη σκέψη – Ειδικότερα, μόνο το γεγονός ότι το βαρυνόμενο ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή εκτός σχεδίου πόλεως, δεν δημιουργεί, σε σχέση με την αναγνώριση αξιώσεως προς αποζημίωση, αμάχητο τεκμήριο ότι η κατά προορισμό χρήση του περιορίζεται στην αγροτική, κτηνοτροφική ή δασοπονική εκμετάλλευση, δεν αποκλείεται δε και στην περίπτωση αυτή, εφ’ όσον η οικιστική εκμετάλλευση του ακινήτου ήταν επιτρεπτή κατά τους όρους του νομοθετικού καθεστώτος που εγκύρως ίσχυε στην περιοχή πριν την επιβολή απαγορεύσεων δόμησης για λόγους προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, να ανακύπτει υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις που συντρέχουν σε ορισμένη υπόθεση, υποχρέωση προς αποζημίωση λόγω των απαγορεύσεων αυτών (ΣτΕ 3419/2011 επταμ.)
(Δ) Η κρίση του Εφετείου ότι η αξίωση των αναιρεσειόντων είχε υποπέσει σε πενταετή παραγραφή, με την αιτιολογία ότι η αξίωσή τους γεννήθηκε μετά την πάροδο του ανερχόμενου σε πέντε έτη ευλόγου χρόνου από την άρνηση χορηγήσεως οικοδομικής άδειας,  του ευλόγου χρόνου υπολογιζομένου κατ’ εφαρμογή του α.ν. 261/1968 «Περί χρόνου ανακλήσεως παρανόμων διοικητικών πράξεων», δεν είναι νόμιμη, διότι, κατά τα προαναφερόμενα, ο εύλογος χρόνος από την πάροδο του οποίου γεννάται αξίωση προς αποζημίωση αποτελεί συνάρτηση περισσοτέρων παραγόντων που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, την συνδρομή των οποίων πρέπει αιτιολογημένως να αναζητεί κάθε φορά το δικαστήριο της ουσίας και δεν μπορεί να είναι ο ίδιος κάθε φορά, υπολογιζόμενος, μάλιστα, με αναφορά σε νομοθέτημα το οποίο ρυθμίζει τελείως διαφορετικό αντικείμενο και δη αυτό της ανακλήσεως των παρανόμων διοικητικών πράξεων, αν και εν προκειμένω πρόκειται περί ζημιάς που προκαλείται από νόμιμη πράξη


 
ΣτΕ 417/2016 επταμ.


Ένδικη προστασία – Έκταση εξουσίας του δικαστηρίου που δικάζει μετ’ αναίρεση – Σιωπηρές κρίσεις της αναιρετικής απόφασης – Ζητήματα αυτεπαγγέλτως ερευνώμενα κατ’ αναίρεση – Ζητήματα συμβατότητας τυπικού νόμου προς υπέρτερους κανόνες, όπως η ΕΣΔΑ  
(Α) Κατά την έννοια των διατάξεων του άρ. 57 (παρ. 2) του π.δ. 18/1989, το δικαστήριο της ουσίας που επιλαμβάνεται εκ νέου ορισμένης υποθέσεως κατόπιν αναιρετικής αποφάσεως του ΣτΕ δεσμεύεται ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν με την τελευταία αυτή απόφαση και οφείλει να μην αποστεί από τις κρίσεις αυτές, έστω και σιωπηρές, ως προς τα αυτεπαγγέλτως ερευνώμενα από το αναιρετικό δικαστήριο ζητήματα, όπως η συνταγματικότητα ή, γενικότερα, η συμβατότητα με υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου των διατάξεων που κρίθηκαν εφαρμοστέες στην επίδικη περίπτωση (βλ. σχετ. ΣτΕ 4186/1988 επταμ., 2798/2011, 3524/2013, 1480/2014, 596/2015) – Υποχρεούται δε πρωτίστως να εφαρμόσει τις διατάξεις που κρίθηκαν εφαρμοστέες στην επίδικη περίπτωση με την αναιρετική απόφαση, αποδίδοντας σ’ αυτές την ίδια ακριβώς έννοια που τους απέδωσε και το ΣτΕ – Την ίδια υποχρέωση έχει και το ΣτΕ, όταν δικάζει αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε από το δικαστήριο της παραπομπής – Ειδικότερα, ούτε το επιληφθέν μετ’αναίρεση δικαστήριο της ουσίας ούτε το ΣτΕ, δικάζοντας αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε από το δικαστήριο της παραπομπής, μπορούν να αρνηθούν την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων που κρίθηκαν εφαρμοστέες με την αναιρετική απόφαση, με την αιτιολογία ότι είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς το Σύνταγμα ή προς το δίκαιο της ΕΕ ή προς άλλες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, έστω και αν η αναιρετική απόφαση δεν περιέχει ρητές κρίσεις περί της συμβατότητας των διατάξεων που κρίθηκαν εφαρμοστέες από αυτή προς τους εν λόγω υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου (βλ. σχετ. ΣτΕ 4186/1988 επταμ., 3524, 3573/2013, 1480/2014, 309, 316-318, 1300/2015)


(Β) Νομίμως το δικάσαν εφετείο απέρριψε (ως αλυσιτελώς προβαλλομένους) τους εφέσεως της αναιρεσείουσας περί αντιθέσεως της διατάξεως του άρθρου 9 του ν. 2187/1994 για την αναδρομικότητα των ρυθμίσεών της προς το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, θεωρώντας ότι, εφόσον με την αναιρετική απόφαση κρίθηκε ότι ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση η εν λόγω νομοθετική διάταξη, το εφετείο όφειλε να την εφαρμόσει, δεδομένου ότι, με τη σχετική αναιρετική απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε πράγματι ότι η ανωτέρω διάταξη ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση και, συνεπώς, κρίθηκε σιωπηρώς το αυτεπαγγέλτως εξεταστέο από το δικαστήριο ζήτημα της συμβατότητάς της προς υπερκείμενους κανόνες δικαίου [με μειοψηφία μίας Συμβούλου και μίας Παρέδρου]


  
Βλ. όμως και contra ΔΕΕ μειζ. συνθ. 5.10.2010, C‑173/09, Εlchinov
Αρχή της πλήρους αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δίκαιου – Εθνικός δικονομικός κανόνας που υποχρεώνει τα κατώτερα δικαστήρια να συμμορφώνονται με τις αναιρετικές αποφάσεις ανώτερου δικαστηρίου οι οποίες δεν είναι σύμφωνες με το ενωσιακό δίκαιο
Η ύπαρξη εθνικού δικονομικού κανόνα όπως ο εφαρμοστέος στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν αναιρεί την ευχέρεια των εθνικών δικαστηρίων που δεν αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό να υποβάλλουν στο Δικαστήριο αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης, όταν έχουν αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Εξάλλου, το εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη εθνική διάταξη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση της διάταξης αυτής είτε διά της νομοθετικής οδού κατ’ εφαρμογή οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας. Αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης το να δεσμεύεται, κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο, στο οποίο έχει αναπεμφθεί η υπόθεση από ανώτερο δικαστήριο που είχε επιληφθεί κατ’ αναίρεση, από τις νομικές εκτιμήσεις του ανώτερου δικαστηρίου, εφόσον το κατώτερο αυτό δικαστήριο, που καλείται να αποφανθεί επί της υπόθεσης, κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνεία που έχει δώσει το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης του εν λόγω κατώτερου δικαστηρίου, ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης.
 
Βλ. σχετικά και ΣτΕ Β΄ Τμ. 2601/2015 επταμ., αναφορικά με την ύπαρξη ή μη νομολογίας του ΣτΕ, για ορισμένο νομικό ζήτημα, κατά την έννοια του άρ. 53 παρ. 3 του π.δ. 18.1989 


“Κατά την γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, εφ’ όσον αυτό, κρίνοντας με την ως άνω απόφασή του, ότι από την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ., η προσφυγή κατά πράξεως δημοτικής αρχής περί επιβολής οποιωνδήποτε δημοτικών τελών και φόρων κατατίθεται αποκλειστικώς, επί ποινή απαραδέκτου, εν όψει του αυστηρού χαρακτήρα της δικονομικού περιεχομένου διατάξεως του άρθρου 126 του Κ.Δ.Δ., στην αρμόδια δημοτική αρχή, και, περαιτέρω, ότι ορθώς, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε σχετική προσφυγή κατατεθείσα στην γραμματεία του διοικητικού πρωτοδικείου και όχι ενώπιον της οικείας δημοτικής αρχής, ως απαράδεκτη, είναι αναμφισβήτητο ότι, μολονότι δεν διετύπωσε σχετική ρητή σκέψη, έκρινε εμμέσως πλην σαφώς ότι η ως άνω διάταξη τυγχάνει εφαρμογής γιατί δεν είναι αντίθετη προς άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, όπως το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος (πρβλ. ΑΕΔ 
14/201327/20045/1999), είτε το αναλόγου εύρους, στο σημείο τούτο (πρβλ. ΣτΕ 3315/2014 Oλομ., 761/2014 7μ., 777/2013 Ολομ., 601/2012 Ολομ., 4301/2011, 3087-8/2011, 1583/2010 Ολομ., 1852/2009 Ολομ., 1325-7/2008 κ.ά.), άρθρο 6 παρ.1 της εχούσης την ισχύ του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ν.δ. 53/1974, ΦΕΚ Α΄ 256), που θα εμπόδιζαν την εφαρμογή της. Ως εκ τούτου, ο ως άνω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι δεν υπάρχει σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι αβάσιμος και η κρινομένη αίτηση απαράδεκτη. Αβάσιμος είναι ο ως άνω ισχυρισμός και, συνεπώς, η αίτηση απαράδεκτη και κατά την συγκλίνουσα γνώμη [μίας Συμβούλου], κατά την οποία, με την προαναφερθείσα απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας εδέχθη ως ισχυρά και εφαρμοστέα την ανωτέρω διάταξη, καταφάσκοντας έτσι σιωπηρώς την μη αντίθεση της επίμαχης δικονομικής ρυθμίσεως προς την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και, κατ’ ακολουθίαν, το συμβατό αυτής τόσο προς το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος όσο και το άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., που είναι οι διατάξεις οι οποίες, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στην οποία αναφέρεται και η πλειοψηφία, κατοχυρώνουν αμφότερες το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Μειοψήφησε [ένας Σύμβουλος], ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη άποψη, προς την οποία συντάχθηκαν οι δύο Πάρεδροι: Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, για να θεωρηθεί ότι υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει, καταρχήν, να έχει διατυπωθεί σε δικαστική απόφαση ρητή κρίση του επί του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, που τίθεται με το λόγο αναίρεσης. Και ναι μεν δεν αποκλείεται να συνάγεται εμμέσως κρίση του Δικαστηρίου για το ζήτημα αυτό, αλλά, για να δεχθούμε τότε ότι υπάρχει νομολογία, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, πρέπει η τοιαύτη κρίση να συνάγεται κατά τρόπο σαφή και αρκούντως προβλέψιμο και, δη, καταρχήν, από περισσότερες αποφάσεις του Δικαστηρίου (πρβλ. ΣτΕ 1041/2014). Διαφορετικά, η συναγωγή τέτοιας κρίσης δεν παρίσταται εύλογη, ο δε σχετικός περιορισμός του δικαιώματος άσκησης αίτησης αναίρεσης δεν συνάδει προς τη θεμελιώδη αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία επιβάλλει, μεταξύ άλλων, την προβλέψιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, και, περαιτέρω είναι αθέμιτος, καθώς αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, εάν η υπόθεση εμπίπτει ratione materiae στο πεδίο εφαρμογής του. Εν προκειμένω, η ανωτέρω απαίτηση δεν πληρούται, διότι από (μόνη) την υπ’ αριθμ. 1871/2008 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 126 παρ. 1 εδ. β΄ του ΚΔΔ, όσον αφορά την έννοια των “φορολογικών εν γένει διαφορών”, δεν μπορεί να συναχθεί σαφής και προβλέψιμη κρίση περί μη αντίθεσης της διάταξης αυτής στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, έστω κι αν η αντισυνταγματικότητα διατάξεων νόμου ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ούτε, πολύ περισσότερο, κρίση περί μη αντίθεσης στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεδομένου, άλλωστε, ότι δεν υπήρχε κατά την έκδοση της εν λόγω απόφασης σαφής και παγιωμένη νομολογία του Δικαστηρίου ότι εξετάζεται αυτεπαγγέλτως η συμβατότητα διατάξεων τυπικού νόμου προς την ΕΣΔΑ (πρβλ. ΣτΕ 2704/2014 εν συμβ. και 73/2015 εν συμβ.). Συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, η κρινομένη αίτηση ασκείται παραδεκτώς από την άποψη της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 12 παρ.1 του ν. 3900/2010.” 


 
ΣτΕ 423/2016


Προηγούμενη ακρόαση  – Πράξη Επιβολής Προστίμου Ακαταχώριστων Εργαζομένων (ΠΕΠΑΕ)
Κατά την έκδοση της ΠΕΠΑΕ δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 Σ. και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, εφόσον το επίδικο πρόστιμο επιβάλλεται με βάση αντικειμενικά δεδομένα, ύστερα, δηλαδή, από τη διαπίστωση της μη καταχώρισης ή της πλημμελούς καταχώρισης των μισθωτών στο ειδικό έντυπο νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού και ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του εργοδότη ή της εκ μέρους του τήρησης των λοιπών υποχρεώσεων που του επιβάλλονται εκ του νόμου ως προς την ασφαλιστική τακτοποίηση των μισθωτών του

ΣτΕ 456/2016 


Αρχή της ισότητας – Πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις – Σώματα Ασφαλείας – Εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων
Από τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 5 και 6 του Ν. 2734/1999, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, προκύπτει ότι ως προϋπόθεση για την πρόσληψη ειδικών φρουρών στην Ελληνική Αστυνομία τέθηκε η πραγματική εκπλήρωση από τους άνδρες υποψηφίους των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων, μη δυναμένης να θεωρηθεί ως τέτοιας της νόμιμης απαλλαγής των υποψηφίων αυτών από τις εν λόγω υποχρεώσεις για οποιονδήποτε λόγο – Η απαίτηση, εξάλλου, του νόμου για πραγματική εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων μόνο από τους άνδρες υποψηφίους δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών (άρθρο 4 παρ. 2 Σ.) ούτε σε άλλες, προστατευτικές της ίσης μεταχειρίσεως των δύο φύλων διατάξεις (όπως, ιδίως, οι διατάξεις της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, διότι, κατά την ισχύουσα στρατολογική νομοθεσία, οι Ελληνίδες δεν υπέχουν, κατά κανόνα, υποχρέωση στρατεύσεως σε καιρό ειρήνης και επομένως δεν τελούν, ως προς την εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων, υπό τις ίδιες συνθήκες με τους άνδρες υποψηφίους ειδικούς φρουρούς – Το δίκαιο, άλλωστε, της ΕΕ δεν απαγορεύει την επιβολή μόνο στους άνδρες υποχρεώσεως για εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας, δεδομένου ότι οι σχετικές αποφάσεις των κρατών μελών εκφράζουν εθνικές επιλογές ως προς τη στρατιωτική οργάνωση και τη διασφάλιση της άμυνας αυτών, και δεν έχει εφαρμογή ως προς τις αποφάσεις και επιλογές αυτές το δίκαιο της ΕΕ (βλ. ΔΕΚ C-186/01, Dory και ΣτΕ 2061/2006) – Ενόψει των ανωτέρω, νομίμως ανακλήθηκε ο διορισμός του εκκαλούντος ως ειδικού φρουρού με την αιτιολογία ότι δεν πληρούσε την προαναφερόμενη προϋπόθεση πραγματικής εκπληρώσεως των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, δεδομένου ότι είχε απαλλαγεί από αυτές (για λόγους υγείας)

ΣτΕ 473/2016


Δικαίωμα περιουσίας – Αγωγή αποζημίωσης – Προϋποθέσεις – Είδος και έκταση ζημίας –  Συντρέχον πταίσμα – Έλεγχος αναιρετικού δικαστή
Για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105, 106 ΕισΝΑΚ, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενεργείας οργάνων του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παρανόμου πράξεως ή παραλείψεως ή υλικής ενέργειας ή παραλείψεως υλικής ενέργειας και της επελθούσης ζημίας – Οι ως άνω προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, η ευθύνη δε του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, κατά τις ίδιες αυτές διατάξεις, είναι αντικειμενική, δηλαδή ανεξάρτητη από υπαιτιότητα των οργάνων τους – Εξ άλλου, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποχρεούνται να αποκαταστήσουν πάσαν θετικήν ή αποθετικήν ζημίαν εκ της ανωτέρω αιτίας, τα δε δικαστήρια της ουσίας δύνανται, επί πλέον, να επιδικάζουν εις βάρος των χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατά το άρθρο 932 ΑΚ – Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 300 ΑΚ, το οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε αποζημίωση από οποιαδήποτε αιτία και αν προέρχεται, άρα και στην περίπτωση αποζημιώσεως κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι αν, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας, διαπιστώνεται ότι συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος, – η ύπαρξη του οποίου αποτελεί νομική έννοια που ελέγχεται από το ΣτΕ όταν δικάζει κατ’ αναίρεση – απόκειται στην εξουσία του δικαστηρίου αυτού, μετά από ελεύθερη εκτίμηση των περιστάσεων, μεταξύ των οποίων είναι και ο βαθμός του πταίσματος του ζημιωθέντος, να επιδικάσει σ’ αυτόν ολόκληρη την αιτούμενη αποζημίωση ή να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση ή και να μειώσει το ποσό αυτής – Πρέπει όμως η πράξη του ζημιωθέντος να έχει συντελέσει και αυτή στην πρόκληση της ζημίας και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξεως του ζημιωθέντος με την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας – Επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας σχετικά με τη συμβολή ή μη πταίσματος του ζημιωθέντος στην επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του ΣτΕ ως προς το αν τα πραγματικά περιστατικά, που το δικαστήριο της ουσίας δέχεται ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος – Επίσης, υπόκειται στον έλεγχο του ΣτΕ και μάλιστα από την άποψη της παραβιάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της ορθής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συναφείας, κατά πόσον τα περιστατικά που συγκροτούν το πταίσμα του του ζημιωθέντος, τα οποία δέχτηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα το δικαστήριο της ουσίας, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθή αντικειμενικώς ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος – Η κρίση όμως σχετικά με τη βαρύτητα του πταίσματος και τον καθορισμό του ποσοστού κατά το οποίο πρέπει να μειωθή η αποζημίωση, ως αφορώσα την εκτίμηση πραγμάτων, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο
 
ΣτΕ 502/2016


Δικαίωμα περιουσίας – Περιορισμοί σε ακίνητα εντός της ζώνης διέλευσης οδικού άξονα
Τα προβλεπόμενα με το άρθρο 3 του π.δ. 209/1998 περιοριστικά μέτρα και ρυθμίσεις, διά των οποίων προστατεύεται η ζώνη διέλευσης συγκεκριμένου υπό κατασκευή οδικού άξονα (τήρηση ελαχίστων αποστάσεων των κτιρίων από τον άξονα της οδού, απαγόρευση έκδοσης οικοδομικών αδειών για ανέγερση κτιρίων και εκτέλεση οικοδομικών εργασιών στη ζώνη διέλευσης της οδού) αποβλέπουν στην εξασφάλιση της οδικής ασφάλειας, της δυνατότητας μελλοντικής διαπλάτυνσης των οδών της χώρας (διασφαλίζοντας τον απαιτούμενο χώρο διέλευσης της οδού και, όπου χρειάζεται, των παραπλεύρων οδών), στην ανεμπόδιστη εκτέλεση νέων έργων στο εθνικό ή επαρχιακό οδικό δίκτυο, καθώς και στη συνακόλουθη αύξηση της κυκλοφοριακής ικανότητας των οδικών δικτύων – Οι σκοποί αυτοί αποτελούν θεμιτούς κατά το Σύνταγμα σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και επομένως τα αντίστοιχα μέτρα συνιστούν συνταγματικώς ανεκτό περιορισμό του κατά το άρ. 17 Σ. δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν παραβιάζουν ούτε το άρθρο 1 του ΠΠΠ ΕΣΔΑ – Εξάλλου, δεν συνιστούν  απαλλοτρίωση ή αφαίρεση ιδιοκτησίας χωρίς αποζημίωση, αλλά επιτρεπτούς, προσωρινούς και ισχύοντες επί εύλογο, όχι ανώτερο της οκταετίας, χρονικό διάστημα, περιορισμούς της δυνατότητας εκμετάλλευσης ακινήτου κειμένου εκτός σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων οικισμού, επιβαλλόμενους από τους ανωτέρω λόγους ειδικού δημοσίου συμφέροντος

ΣτΕ 503/2016


Αρχές επιβολής κυρώσεων – Αρχή της αναλογικότητας – Πρόστιμο ΕΣΡ 
Νομίμως συνεκτιμήθη για την επιβολή του επίδικου προστίμου το ύψος της επένδυσης που έχει πραγματοποιήσει ο σταθμός, εφόσον το κριτήριο αυτό αποτελεί, εν όψει και του αποτρεπτικού σκοπού των προβλεπομένων από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2328/1995 κυρώσεων, γενικό, αντικειμενικό και πρόσφορο κριτήριο για την επίτευξη του βασικού σκοπού της νομοθεσίας περί υψηλής ποιοτικής στάθμης και τηλεοπτικών προγραμμάτων
 
ΣτΕ 503/2016 


Ραδιοτηλεόραση – Απαίτηση ποιοτικής στάθμης προγραμμάτων – Προστασία της αξίας του ανθρώπου – Χυδαίος λόγος

Το ένδικο πρόστιμο ΕΣΡ επεβλήθη προεχόντως λόγω του περιεχομένου των επίμαχων εκπομπών, οι οποίες περιελάμβαναν ανοίκειες εκφράσεις και χυδαία φρασεολογία, καθώς και ανάρμοστους υπαινιγμούς, προσβλητικούς για το γενετήσιο προσανατολισμό των συμμετεχόντων στην οικεία διαγωνιστική εκπομπή τραγουδιού, με συνέπεια την προσβολή της αξιοπρέπειας των τηλεθεατών και των διαγωνιζομένων – Με το περιεχόμενο αυτό οι ανωτέρω εκπομπές δεν έχουν την ποιοτική στάθμη που επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 2 Σ. και 1 παρ. 1 του ν. 2328/1995, ούτε δε επιδεικνύουν τον αξιούμενο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Σ. σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, για την εξασφάλιση των οποίων ο τηλεοπτικός σταθμός ώφειλε να μεριμνήσει, μέσω του μεταδιδόμενου από αυτόν προγράμματος – Συνεπώς, το ένδικο πρόστιμο αιτιολογείται νομίμως


 
ΣτΕ 504/2016


Ραδιοτηλεόραση – Προστασία δικαιωμάτων τρίτων – Προβολή εικόνας προσώπου χωρίς τη συναίνεσή του – Στάθμιση συμφερόντων 
Νομίμως επιβλήθηκε πρόστιμο για την επίμαχη εκπομπή, λόγω παραβίασης των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 3 του π.δ. 77/2003, οι οποίες θεσπίζουν, για λόγους προστασίας της προσωπικότητος του ατόμου σε όλες τις εκφάνσεις του βίου του, απαγόρευση μεταδόσεως εικόνων που έχουν ληφθεί, με χρήση κάμερας, άνευ προειδοποιήσεως και άνευ της συναινέσεως του προβαλλομένου προσώπου – Εξάλλου, όπως προκύπτει και από τις συνθήκες, υπό τις οποίες ετελέσθη η επίδικη παράβαση, η μετάδοση των εικόνων που είχαν ληφθεί άνευ προειδοποιήσεως και άνευ της συναινέσεως της υπαλλήλου της Δ.Ο.Υ. Παλλήνης, το πρόσωπο της οποίας κατέστη, σε κάθε περίπτωση, αναγνωρίσιμο, δεν αποσκοπούσε στη συλλογή πληροφοριών στο πλαίσιο δημοσιογραφικής έρευνας, αφορώσης σε ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, αλλά στο πλαίσιο απόπειρας του παρουσιαστή να πείσει τους υπαλλήλους της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. να λάβουν μέρος σε δικής του εμπνεύσεως διαγωνιστικό παίγνιο με έπαθλο  50 ευρώ, με συνέπεια να μη τίθεται ζήτημα σταθμίσεως της προσβολής της προσωπικότητος της ανωτέρω υπαλλήλου με κάποιο λόγο δημοσίου συμφέροντος

ΣτΕ Ολομ. 215/2016


Ένδικη προστασία – Έκταση ακυρωτικού ελέγχου – Ευθεία προσβολή διάταξης τυπικού νόμου που εισάγει ατομική ρύθμιση

Ο κατά το άρ. 95 παρ. 1 στοιχ. α΄ Σ. αποκλεισμός του ακυρωτικού ελέγχου των πράξεων της νομοθετικής λειτουργίας ισχύει και στην περίπτωση του τυπικού απλώς νόμου, δηλαδή στην περίπτωση κατά την οποία ο νόμος δεν θεσπίζει γενικούς κανόνες δικαίου, αλλά εισάγει ατομικές ρυθμίσεις, μη κωλυόμενος σε τούτο από το Σύνταγμα – Ακόμη δε και όταν η εκ του νόμου ατομική ρύθμιση εννόμου σχέσεως ή καταστάσεως είναι εξαντλητική και δεν καταλείπεται στην εκτελεστική λειτουργία αρμοδιότητα για την έκδοση εκτελεστών διοικητικών πράξεων, ο ακυρωτικός δικαστής αδυνατεί να ελέγξει ευθέως την, υπό μορφή τυπικού νόμου, ατομική ρύθμιση – Δύναται, όμως, στην περίπτωση αυτή, ενόψει των οριζομένων στο άρθρο 20 παρ.1 Σ., να δέχεται ως προσβλητή ενώπιον του κάθε πράξη οργάνου της Διοικήσεως η οποία εκδίδεται προς εκτέλεση των οριζομένων στον νόμο, έστω και αν η έκδοσή της δεν προβλέπεται ρητώς σ’ αυτόν, δεδομένου ότι η κατά το Σύνταγμα εξουσία του νομοθέτη να θεσπίζει και ατομικές ρυθμίσεις δεν παρέχεται ανεξαρτήτως των συνεπειών που μπορεί να έχει στην πραγμάτωση συνταγματικών επιταγών και, επομένως, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την στέρηση του δικαιώματος για παροχή δικαστικής προστασίας – Πάντως, στέρηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των θιγομένων από ατομικές ρυθμίσεις νόμου και μη δυναμένων να ζητήσουν ευθέως την ακύρωσή τους δεν υφίσταται, αν ο νόμος, πέραν των ατομικών αυτών ρυθμίσεων, προβλέπει την έκδοση, συναφών προς τις ρυθμίσεις αυτές εκτελεστών διοικητικών πράξεων, των οποίων οι θιγόμενοι δύνανται παραδεκτώς να ζητήσουν την ακύρωση και μέσω της προσβολής των οποίων μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως η προς το Σύνταγμα και τους υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου συμφωνία των ατομικών ρυθμίσεων του νόμου (ΣτΕ Ολομ. 3976/2009) 

Αναρτήσεις Ιανουαρίου 2016


ΣτΕ 4/2016

Συνταγματικό δικαίωμα στην υγεία – Απόδοση δαπάνης νοσηλείας
Με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 5 Σ. έχει κατοχυρωθεί το δικαίωμα των πολιτών στην προστασία της υγείας – Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 3 και 22 παρ. 5 Σ. συνάγεται ότι το Κράτος και οι οργανισμοί κοινωνικών ασφαλίσεων υποχρεούνται να παρέχουν στα ασφαλιζόμενα πρόσωπα υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου, οι οποίες πρέπει να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες διαγνώσεως και θεραπείας των σχετικών παθήσεων, τις χειρουργικές επεμβάσεις, εφόσον απαιτούνται, ως και γενικώς τις ανάγκες νοσηλείας των εν λόγω προσώπων – Η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, υπό τον όρο ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν οδηγούν στην ανατροπή του δικαιώματος στην προστασία της υγείας (ΣτΕ 1187/2009 Ολομ., 613/2012)
Με την διάταξη του άρθρου 4 του π.δ. 350/1976 και την ταυτοσήμου με αυτήν περιεχομένου διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του π.δ. 234/1980 ορίσθηκε ότι τα τιμολόγια νοσηλίων που καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις (ημερήσια νοσήλια, αμοιβές ιατρικών πράξεων και έξοδα χειρουργείου) για ασφαλισμένους, καθώς και για ασθενείς των οποίων η δαπάνη νοσηλείας βαρύνει το Δημόσιο, σε περιπτώσεις εκτάκτου εισαγωγής ασθενούς σε ιδιωτικές κλινικές και νοσηλευτικά ιδρύματα, εφαρμόζονται υποχρεωτικά από τις ιδιωτικές κλινικές και τα νοσηλευτικά ιδρύματα, ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι σύμβαση μεταξύ τούτων και των ασφαλιστικών οργανισμών – Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 4 του π.δ. 350/1976 και της ταυτοσήμου περιεχομένου με αυτήν διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του π.δ. 234/1980, η οποία ισχύει για το Δημόσιο και για όλους τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, σε περίπτωση που, λόγω επείγουσας ανάγκης, ασθενείς ασφαλισμένοι εισαχθούν αυτοβούλως σε νοσηλευτικά ιδρύματα ή ιδιωτικές κλινικές μη συμβεβλημένα με τους ανωτέρω φορείς, για τον λόγο ότι εκ της αναβολής απειλείται κίνδυνος διά τη ζωή ή την υγεία του ασθενή, οι φορείς αυτοί καταβάλλουν τα νοσήλια που ορίζονται από τα τιμολόγια νοσηλίων που καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις για τη νοσηλεία των ασφαλισμένων, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει σύμβαση μεταξύ των εν λόγω θεραπευτηρίων και των ασφαλιστικών φορέων – Στην όλως εξαιρετική όμως περίπτωση που οι ασφαλισμένοι ασθενείς εισάγονται μεν σε συμβεβλημένα με τους πιο πάνω φορείς θεραπευτήρια, τα θεραπευτήρια όμως αυτά αδυνατούν να παράσχουν στους ασφαλισμένους ασθενείς τις απαραίτητες υπηρεσίες υγείας είτε διότι υστερούν, ως προς τις σύγχρονες μεθόδους διαγνώσεως και θεραπείας, είτε λόγω ανεπαρκείας των αναγκαίων υποδομών για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες νοσηλείας των ανωτέρω προσώπων, είτε, τέλος, λόγω ελλείψεως του απαραίτητου εξειδικευμένου ιατρικού προσωπικού και, για τους λόγους αυτούς οι ασθενείς καταφύγουν αναγκαίως σε μη συμβεβλημένα με οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, θεραπευτήρια προκειμένου να αποφύγουν κίνδυνο της ζωής τους ή της υγείας τους, στην περίπτωση αυτή και για τον απολύτως αναγκαίο χρόνο νοσηλείας του ασθενούς σε τέτοιο θεραπευτήριο, το ΙΚΑ, όπως και κάθε ασφαλιστικός φορέας, υποχρεούται να αποδώσει στους ενδιαφερόμενους το σύνολο της δαπάνης νοσηλείας τους – Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα ανέτρεπε το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα στην υγεία και την αντίστοιχη υποχρέωση του Κράτους και των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως να μεριμνούν για την υγεία των πολιτών – Διαφορετικό δε είναι το ζήτημα ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το μη συμβεβλημένο με τον οικείο φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως ιδιωτικό θεραπευτήριο, στο οποίο αναγκάσθηκε, κατά τα ανωτέρω, να καταφύγει ο ασθενής ασφαλισμένος, εισέπραξε από αυτόν δαπάνη νοσηλείας ανώτερη από την επιτρεπόμενη κατά νόμον -μάλιστα δε και με βάση το ισχύον κατά το χρόνο νοσηλείας κρατικό τιμολόγιο- ο φορέας αυτός έχει τη δυνατότητα να αναχθεί κατά του θεραπευτηρίου και να αξιώσει την καταβολή σε αυτόν τη διαφορά του ποσού που κατέβαλε ο ασφαλισμένος στο παραπάνω θεραπευτήριο και του ποσού, με το οποίο έπρεπε να τον είχε χρεώσει το θεραπευτήριο, με βάση το ισχύον κατά τον ένδικο χρόνο κρατικό τιμολόγιο νοσηλείας (ΣτΕ 1187/2009 Ολομ., 613/2012)

ΣτΕ 7/2016


Πολιτιστικό περιβάλλον – Δικαίωμα περιουσίας – Δαπάνες αποκατάστασης διατηρητέου – Αγωγή αποζημίωσης


Από την πολεοδομική νομοθεσία προκύπτει ότι η κρατική προστασία των διατηρητέων οικοδομών ως στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος, που συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, αρχιτεκτονική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας, η οποία εκδηλώνεται με την επιβολή εις βάρος των ιδιοκτητών και νομέων τους της υποχρεώσεως επαναφοράς τους στην αρχική τους μορφή δεν περιλαμβάνει μόνο τη δυνατότητα αποκαταστάσεως της στατικής και δομικής τους επάρκειας εφόσον είναι δεκτικές επισκευών, όπως στην περίπτωση των απλώς ετοιμόρροπων οικοδομών, αλλά εκτείνεται και στην ολική και εξ υπαρχής ανακατασκευή τους μετά την κατεδάφιση των επικινδύνως ετοιμόρροπων
Το ζήτημα της αναλήψεως των δαπανών αποκαταστάσεως διατηρητέου κτίσματος ρυθμίζεται ειδικώς στις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ. της 15.-28.4.1988 – Οι διατάξεις του εν λόγω διατάγματος συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο πλέγμα ρυθμίσεων ως προς το ζήτημα της καλύψεως των δαπανών αποκαταστάσεως διατηρητέου κτίσματος, οι δαπάνες δε αυτές βαρύνουν, καταρχήν, τον ιδιοκτήτη ή νομέα του κτίσματος εκτός εάν πρόκειται για δαπάνες: α) που υπερβαίνουν ένα εύλογο όριο, οπότε ανακύπτει υποχρέωση του Δημοσίου ή των ΟΤΑ να αναλάβουν το σύνολο ή μέρος του υπερβάλλοντος, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 4 και εκδοθεί η απόφαση της παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ή β) που αφορούν στην πλήρη αποκατάσταση οικοδομής κατεδαφισθείσας δυνάμει νόμιμης άδειας. Ειδικώς δε στην τελευταία αυτή περίπτωση, κατά την οποία κατεδαφίζεται διατηρητέο κτήριο ύστερα από άδεια των αρμόδιων αρχών, αγωγή αποζημιώσεως κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που αντιστοιχεί στις δαπάνες αποκαταστάσεως του διατηρητέου κτίσματος κατ’ επίκληση της παρ. 3 του άρθρου 5 του ως άνω π.δ., ασκείται παραδεκτώς μόνον εφόσον έχει προηγηθεί άρνηση ή έχει στοιχειοθετηθεί παράλειψη της Διοικήσεως να ικανοποιήσει εν όλω ή εν μέρει σχετικό αίτημα του διοικουμένου, αίτημα, δηλαδή, για απόδοση της σχετικής δαπάνης, ύστερα από τον υπολογισμό της, δεν είναι δε παραδεκτή η άσκηση ευθείας αγωγής με αίτημα την απόδοση των σχετικών δαπανών αποκαταστάσεως του διατηρητέου κτίσματος χωρίς να έχει προηγηθεί η υποβολή σχετικού αιτήματος ενώπιον της Διοικήσεως (πρβλ. ΣτΕ 4627/2013 επταμ.) ούτε, άλλωστε, είναι παραδεκτή αγωγή με αίτημα την αναγνώριση της υποχρεώσεως των αρμοδίων οργάνων να προβούν στην ανακατασκευή του κατεδαφισθέντος κατόπιν νόμιμης άδειας διατηρητέου κτηρίου (και της αναγνωρίσεως αντίστοιχου δικαιώματος υπέρ των ιδιοκτητών του διατηρητέου κτίσματος)
 
ΣτΕ 7/2016

Δικαίωμα περιουσίας – Αγωγή αποζημίωσης – Είδος ζημίας που μπορεί να αποκατασταθεί – Έκταση εξουσίας του διοικητικού δικαστηρίου


Στην περίπτωση κατά την οποία ο κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ λόγος ευθύνης του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ είναι η έκδοση ευνοϊκής για τον ζημιωθέντα πράξεως παρά την έλλειψη των νόμιμων προϋποθέσεων εκδόσεώς της, στο κύρος της οποίας ο ζημιωθείς ανυπαιτίως πίστεψε, η ευθύνη του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ προς αποζημίωση εκτείνεται στην αποκατάσταση του αρνητικού διαφέροντος (διαφέροντος εμπιστοσύνης) που περιλαμβάνει τόσο την αποκατάσταση της περιουσίας του ζημιωθέντος στην θέση στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η έκδοση της μη νομίμου πράξεως (θετική ζημία), όσο και το κέρδος που ο ζημιωθείς θα αποκόμιζε εξ άλλης αιτίας, αν αυτός δεν είχε πιστέψει ανυπαιτίως στο κύρος της πράξεως (αποθετική ζημία) – Στην περίπτωση αυτή δεν νοείται αποκατάσταση θετικού διαφέροντος, δηλαδή αποζημίωση για ό,τι θα αποκόμιζε ο ζημιωθείς, αν η πράξη ήταν νόμιμη (πρβλ. ΣτΕ 866/2011 επτ.)
Κατά τα άρθρα 71 παρ. 1 και 73 παρ. 2 του ΚΔΔ, με την αγωγή δεν μπορεί να ζητηθεί η αναγνώριση της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας εννόμων σχέσεων ή δικαιωμάτων αλλά μόνο η αναγνώριση ή καταψήφιση χρηματικής αξιώσεως, η δε πράξη ή παράλειψη, την οποία έχει ως βάση η χρηματική αυτή αξίωση, ελέγχεται, ως προς την νομιμότητά της, όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 80 παρ. 2 του ως άνω Κώδικα, μόνο παρεμπιπτόντως, εφ’ όσον δεν υφίσταται δεδικασμένο, δεν είναι δε νοητή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η άσκηση αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας, η οποία να προέρχεται από έννομες σχέσεις ή δικαιώματα των οποίων ζητείται η αναγνώριση παρά μόνον η άσκηση αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας η οποία είναι απότοκος συγκεκριμένης παράνομης πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως με την οποία εκδηλώνεται άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει συγκεκριμένο αίτημα του διοικουμένου, το οποίο προβλέπεται από διάταξη νόμου

ΣτΕ 54/2016


Δικαίωμα περιουσίας – Αρχή της ισότητας – Παραγραφή αξιώσεων κατά του Δημοσίου, που βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη δικαστική απόφαση
Με το άρθρο 90 παρ. 6 του ν. 2362/1995 θεσπίσθηκε συντομότερη παραγραφή (5ετής) για τις αξιώσεις κατά του Δημοσίου που βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, σε σχέση με την παραγραφή (20ετή) που θεσπίσθηκε με το άρθρο 86 παρ. 3 του ιδίου νόμου για τις αντίστοιχες αξιώσεις του Δημοσίου κατά τρίτων αλλά και με την παραγραφή (20ετή), που θεσπίζει για τις αξιώσεις αυτές η γενική διάταξη του άρθρου 268 ΑΚ – Η διαφοροποίηση αυτή αποβλέπουσα στην ορθή άσκηση της δημόσιας εξουσίας μέσω της διαφύλαξης της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους, σε λόγους δηλαδή γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στο άρθρο 4 παρ. 1 Σ. ούτε στο άρθρο 26 ΔΣΑΠΔ – Εξάλλου, η προβλεπόμενη ως άνω 5ετής παραγραφή, είναι εύλογη και μέσα στα πλαίσια των συνήθη χρόνο παραγραφής, από την άποψη ότι παρέχει επαρκή χρόνο στον επιμελή διάδικο για την διεκδίκηση των αξιώσεών του, έτσι ώστε να μην καθίσταται εκ του λόγου αυτού αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματός του – Κατ’ ακολουθία η εν λόγω ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 17 Σ. και στο άρ. 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, ούτε στην κατοχυρωμένη με το άρθρο 25 παρ. 1 Σ. αρχή της αναλογικότητας, εφόσον το θεσπιζόμενο με αυτήν μέτρο που έχει ως σκοπό την ταχεία εκκαθάριση των υποχρεώσεων του Δημοσίου αλλά και των ΟΤΑ, προς αποφυγή ανατροπής, μετά την πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος, των οικονομικών δεδομένων, κατά συνεκτίμηση των οποίων αυτά προβαίνουν στο σχεδιασμό της οργανώσεως και του τρόπου λειτουργίας τους, αλλά και στην σύνταξη και εκτέλεση του προϋπολογισμού τους είναι κατάλληλο προς επίτευξη του σκοπού αυτού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο

 

ΣτΕ 85/2016


Πολιτιστικό περιβάλλον – Δικαίωμα περιουσίας – Δαπάνες στερέωσης μνημείου
(A) Σύμφυτη με την έννοια της προβλεπόμενης από το άρ. 24 Σ. κρατικής προστασίας των μνημείων και λοιπών στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομίας είναι η δυνατότητα επιβολής στους ιδιοκτήτες και νομείς και της υποχρεώσεως να τα αποκαταστήσουν στην αρχική των μορφή, όταν έχουν φθαρεί από τον χρόνο, ή από ανθρώπινες ενέργειες ή από άλλα οποιαδήποτε περιστατικά, όπως επίσης και η δυνατότητα επιβολής υποχρεώσεων να τα διατηρήσουν αναλλοίωτα – Τις δαπάνες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών επωμίζεται ο ιδιοκτήτης ή νομέας των εν λόγω ακινήτων εφ’ όσον δεν υπερβαίνουν ένα εύλογο, κατά την κρίση του δικαστή, όριο – Οσάκις όμως οι δαπάνες αυτές υπερβαίνουν το εύλογο όριο, πηγάζει απ’ ευθείας από το άρθρο 24 παρ. 6 Σ. αξίωση του ιδιοκτήτη ή νομέα του ακινήτου για συμμετοχή του Δημοσίου ή του οικείου ΟΤΑ στην εν λόγω δαπάνη, που το μέτρο της θα καθορισθεί από το δικαστή
(Β) Κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 3028/2002, ερμηνευομένων στο πλαίσιο των ανωτέρω συνταγματικών επιταγών, τις δαπάνες για την εκτέλεση των αναγκαίων εργασιών στερέωσης μνημείου και της αντιμετώπιση της επικινδυνότητάς του φέρει κατ’ αρχήν ο ιδιοκτήτης ή ο νομέας του ακινήτου, εφ’ όσον δεν υπερβαίνουν ένα εύλογο, κατά την κρίση του δικαστή, όριο, το οποίο καθορίζεται κατά τις περιστάσεις σε συνάρτηση, ιδίως, με το ύψος της δαπάνης, την οικονομική δυνατότητα του ενδιαφερομένου και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του ως προς την επέλευση της επικινδυνότητας – Εφόσον όμως οι δαπάνες στερέωσης και αποκατάστασης του κτιρίου υπερβαίνουν το ανωτέρω εύλογο μέτρο, ανακύπτει από το άρθρο 24 παρ. 6 Σ. αξίωση του ιδιοκτήτη, κατόπιν τεκμηριωμένης αιτήσεώς του προς τη Διοίκηση ως προς τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων, για συμμετοχή στη δαπάνη αυτή του Δημοσίου ή του οικείου ΟΤΑ στο μέτρο που θα καθορίσει ο δικαστής, χωρίς πάντως να αποκλείεται η διεκδίκηση, ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων, αποζημιώσεως, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωση, κατ’ ευθεία εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 6 Σ., ανεξαρτήτως αν έχει εκδοθεί το προβλεπόμενο στο άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 3028/2002 π.δ. που θα ρυθμίζει τα της συμμετοχής του Κράτους στις οικείες δαπάνες – Με την έννοια αυτή οι κρίσιμες διατάξεις ευρίσκονται σε αρμονία αφ’ ενός με τις διατάξεις του άρθρου 24 Σ. και αφ’ ετέρου με τις προστατευτικές της ιδιοκτησίας διατάξεις του άρθρου 17 Σ. και του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ (πρβλ. ΣτΕ 1097-1099/1987 Ολομ., 2034/2011 Ολομ., σκ. 24-26, βλ. και CC 16.12.2011, Sté GRANDE BRASSERIE, CE 7.1.2000, Lady Jane)
 
ΣτΕ 87/2016


Οικιστικό περιβάλλον (άρ. 24 παρ. 2 Σ.) – Δόμηση σε περιοχή εκτός σχεδίου
Το άρθρο 24 παρ. 2 Σ. έχει την έννοια ότι ο νομοθέτης, κοινός και συνταγματικός, επιχειρεί, από πλευράς δυνατότητος δομήσεως, μία θεμελιώδη διαφοροποίηση μεταξύ των περιοχών των αναπτυσσομένων με βάση οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο και των εκτός σχεδίου περιοχών, οι οποίες δεν έχουν ως προορισμό, κατ’ αρχήν, την δόμηση, αλλά την γεωργική ή δασοπονική εκμετάλλευση καθώς και την αναψυχή του κοινού – Στην μεν πρώτη κατηγορία περιοχών, που προορίζονται προς δόμηση, αυτή επιτρέπεται με μόνη προϋπόθεση την τήρηση των ορισμών του σχεδίου πόλεως και των όρων και περιορισμών δόμησης που το συνοδεύουν – Στη δεύτερη, όμως, κατηγορία περιοχών, ενόψει του ότι δεν είναι δυνατόν, από την φύση τους και την έλλειψη πολεοδομικής οργάνωσής τους, να εξασφαλισθεί η τήρηση των κατά τα ανωτέρω συνταγματικών σκοπών, η δόμηση μόνον κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, δυνάμενη και να απαγορεύεται εν όλω ή εν μέρει ή να επιτρέπεται υπό ιδιαιτέρως αυστηρούς όρους και περιορισμούς, προσαρμοσμένους στην ιδιαίτερη φύση κάθε περιοχής – Οι όροι, πάντως, αυτοί, εν όψει του ότι ρυθμίζουν την, κατά τα ανωτέρω, κατ’ εξαίρεση μόνον επιτρεπομένη δόμηση των εκτός σχεδίου γηπέδων, δεν επιτρέπεται να περιέχουν περαιτέρω εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις κατά περίπτωση εγκρινόμενες, ευνοϊκότερες για την δόμηση, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, παρέχεται εξ ορισμού η δυνατότητα δόμησης των περιοχών αυτών με αυξημένη πυκνότητα, η οποία θα προσέδιδε στην περιοχή οικιστικό χαρακτήρα 

ΣτΕ 92/2016


Αρχή της χρηστής διοίκησης – Υποχρέωση επίκαιρης άσκησης αρμοδιοτήτων και σύμπραξης με τους διοικουμένους 


Από την αρχή της χρηστής διοίκησης απορρέει ειδικότερα η υποχρέωση της Διοίκησης να ασκεί επικαίρως τις ανατιθέμενες σε αυτήν αρμοδιότητες και να συμπράττει, επίσης, σε ενέργειες από τις οποίες εξαρτάται η έκδοση διοικητικών πράξεων που ενδιαφέρουν τους διοικούμενους και η ικανοποίηση εν γένει εννόμων συμφερόντων των διοικουμένων
 
ΣτΕ 92/2016


Αρχές του κράτους δικαίου και της νομιμότητας – Αρχή της χρηστής διοίκησης – Υποχρέωση αποσαφήνισης νομικής κατάστασης –  Κανόνες ανάκλησης διοικητικών πράξεων 
Κατά γενική αρχή του δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να ανακαλεί πράξεις της, έστω και αν είναι παράνομες – Σύμφωνα, όμως, με τις αρχές του κράτους δικαίου και της νομιμότητας της δράσης της Διοίκησης, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις του άρ. 10 Σ. και του άρ. 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, σε περίπτωση κατά την οποία εκδόθηκαν, διαδοχικώς, αλλεπάλληλες διοικητικές πράξεις για να ρυθμιστεί η ίδια έννομη κατάσταση που αφορά την εγκατάσταση και λειτουργία δραστηριότητας σε ορισμένη θέση, οι εκδοθείσες δε πράξεις ερείδονται ως προς το κρίσιμο θέμα του επιτρεπτού της εγκατάστασης στην αυτή διάταξη του νόμου και αποτελούν έρεισμα η μια της άλλης και, παραλλήλως, ορισμένες εξ αυτών έχουν περιορισμένη χρονική ισχύ, με αποτέλεσμα επί προσβολής των πράξεων αυτών με διαδοχικές, επίσης, αιτήσεις ακυρώσεως να καταργηθεί η δίκη ως προς ορισμένες πράξεις, λόγω της αντικατάστασής τους από μεταγενέστερες, και να ακυρωθούν άλλες πράξεις, λόγω παράβασης του νόμου που εμφιλοχώρησε κατά την έκδοσή τους, η Διοίκηση, έχει, πάντως, την υποχρέωση, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις σε συνδυασμό και με την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, να εξετάσει αίτηση του διοικουμένου, που πέτυχε την έκδοση των ακυρωτικών αποφάσεων, με την οποία ζητείται η εκκαθάριση της υπόθεσης στο σύνολό της, προκειμένου να διαπιστωθεί αν παρέμειναν σε ισχύ ορισμένες πράξεις και σε καταφατική περίπτωση να εξετασθεί, με βάση τις συνθήκες της υπόθεσης, αν η διατήρηση σε ισχύ των πράξεων αυτών κατ’ επίκληση του τεκμηρίου της νομιμότητας προσκρούει στις αρχές του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης (πρβλ. ΣτΕ 1175/2008 Ολομ. σκ. 7, 2176/2004 Ολομ. σκ. 4, 2177/2004 Ολομ. σκ. 4, 370/1997 7μ. σκ. 4 κ.ά.)
 
ΣτΕ 112/2016 επταμ.


Φορολογία – Αναδρομική φορολόγηση αποθεματικών τραπεζών
Με το άρθρο 10 του ν. 3513/2006, που δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ την 5.12.2006, επιβλήθηκε ειδικώς στις ημεδαπές τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες και στα εγκατεστημένα στη χώρα υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών φόρος εισοδήματος επί των αποθεματικών τους, τα οποία εμφανίζονταν στον τελευταίο πριν από την 1.1.2006 ισολογισμό τους και  προήρχοντο  είτε από κέρδη απαλλασσόμενα κατά τον χρόνο που προέκυψαν δυνάμει διαφόρων διατάξεων είτε από εισοδήματα φορολογηθέντα κατ’ ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρεώσεως, δεν είχαν δε έως τότε διανεμηθεί ή κεφαλαιοποιηθεί και, ως εκ τούτου, παρέμεναν, κατά τα προεκτεθέντα,  αφορολόγητα – Η εν λόγω ρύθμιση του ν. 3513/2006, ασχέτως εάν θεσπίζονται με αυτήν συντελεστές (15% ή 10%) που είναι μικρότεροι των γενικώς ισχυόντων στη φορολογία εισοδήματος, συνιστά αναδρομική επαχθή μεταβολή τού φορολογικού καθεστώτος των εταιριών, στις οποίες αναφέρεται, διότι επιβάλλεται, πάντως, αμέσως και υποχρεωτικώς, φόρος εισοδήματος για ύλη, η οποία, κατά τον σχηματισμό της και μέχρι την δημοσίευση του ως άνω νόμου, ήταν  εν όλω ή εν μέρει αφορολόγητη, εξαρτωμένη, για την υπαγωγή της σε φόρο, από γεγονότα μελλοντικά και, κατ’ αρχήν, συναπτόμενα με την βούληση των εταιριών αυτών (διανομή ή κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών ή διάλυση της εταιρίας) – Συνεπώς, η επίμαχη διάταξη του ν. 3513/2006, καθ’ όσον η θεσπιζομένη με αυτήν ως άνω φορολογική υποχρέωση εκτείνεται πέραν του προηγουμένου της επιβολής της έτους, καταλαμβάνοντας αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί πριν από την 1.1.2006, αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 2 Σ. – Οριστική κρίση, δίχως παραπομπή στην Ολομέλεια, διότι πρόκειται για το αυτό κατ’ ουσίαν νομικό ζήτημα που επιλύθηκε με τη ΣτΕ Ολομ. 1912/2009, η οποία αφορούσε στο άρθρο 8 του ν. 2579/1998
 
ΣτΕ 197/2016 (παραπεμπτική στην Ολομέλεια)


Οικιστικό περιβάλλον (άρ. 24 Σ.) – Αρχές της ισότητας (άρ. 4 παρ. 1 Σ.) και του κράτους δικαίου (άρ. 25 παρ. 1 Σ.) – Νομοθετική ρύθμιση περί απευθείας εκποίησης δημοτικών πολεοδομούμενων εκτάσεων στους αυθαιρέτως κατόχους τους 
Η θεσπισθείσα κατά τις διατάξεις του άρθρου 44 του ν.3220/2004, στο πλαίσιο υλοποίησης του πολεοδομικού σχεδιασμού της περιοχής “Παρατάφρια„ της πόλης Πρέβεζας, απευθείας εκποίηση δημοτικών εκτάσεων της πολεοδομούμενης αυτής περιοχής στους αυθαίρετους κατόχους τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβάλει στον ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής, εφόσον η εν λόγω ρύθμιση δεν υπαγορεύεται από πολεοδομικά κριτήρια συναπτόμενα προς την υγιεινή, ασφάλεια, αισθητική και λειτουργικότητα του οικισμού, που θα ήσαν πρόσφορα και τα μόνα συνταγματικώς ανεκτά για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού του ορθολογικού σχεδιασμού, αλλά αποβλέπει, προεχόντως, στην εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, περιοριζόμενη στην αποδοχή, επ’ ευκαιρία του πολεοδομικού σχεδιασμού, πραγματικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν παρανόμως από ιδιώτες (αυθαίρετη δόμηση) – Με το περιεχόμενο αυτό οι επίμαχες διατάξεις του άρθρου 44 του ν. 3220/2004 έρχονται σε αντίθεση τόσο με τις διατάξεις του άρθρου 24 πα.1 και 2 Σ., που επιτάσσουν τον ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό προς εξασφάλιση της λειτουργικότητας των οικισμών, όσο και με τις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1) και της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου (άρθρο 4 παρ.1) (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 9521/2014, 1850-1/2009)
[παραπομπή στην Ολομέλεια]

ΣτΕ Ολομ. 1/2016 (με ψήφους 9-8)


Φορολογία – Έννοια του φόρου εισοδήματος – Έκτακτη εφάπαξ εισφορά που επιβλήθηκε με το άρθρο πέμπτο του ν. 3845/2010 στο συνολικό καθαρό εισόδημα (ή κέρδη) οικ. έτους 2010 νομικών προσώπων, εφόσον αυτό υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ – Επιβολή της εισφοράς σε εταιρείες που έχουν στην κυριότητά τους πλοία με ελληνική σημαία – Ειδικό καθεστώς, αυξημένης τυπικής ισχύος, της φορολόγησης κερδών από την εκμετάλλευση πλοίων (ν. 27/1975)


 Το άρθρο πέμπτο του ν. 3845/2010, ο οποίος αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση της οξύτατης κρίσης δημοσίου χρέους και ελλειμμάτων και περιελάμβανε και διάφορα άλλα μέτρα, για μεν τον προσδιορισμό των υποκειμένων της ένδικης εισφοράς παραπέμπει στα άρθρα 2 παρ. 4 και 101 παρ. 1 του ΚΦΕ, για δε τον προσδιορισμό της βάσης υπολογισμού της εισφοράς στα άρθρα 31 παρ. 19 και 105 παρ. 7 του ίδιου Κώδικα – Η  ένδικη εισφορά δεν αποτελεί φόρο εισοδήματος, το εισόδημα δε του οικονομικού έτους 2010 δεν αποτελεί αντικείμενο φορολογίας κατά την έννοια του άρθρου 78 παρ. 1 Σ., αλλά χρησιμοποιείται ως δείκτης της οικονομικής δυνάμεως των υποκειμένων στην εισφορά προσώπων, αποτελεί δηλαδή το κριτήριο και συνακόλουθα τη βάση επιβολής της εισφοράς
Στην εν λόγω εισφορά υπόκεινται και τα νομικά πρόσωπα που έχουν στην κυριότητά τους πλοία εγγεγραμμένα σε ελληνικά νηολόγια – Τούτο προκύπτει ιδίως από την ευρύτητα του κύκλου των νομικών προσώπων και επιχειρήσεων που υπόκεινται στην εισφορά και από το ότι οι σχετικές διατάξεις δεν εξαιρούν τις εν λόγω εταιρείες, καθώς και από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3845/2010 – Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από την παραπομπή του νόμου στις διατάξεις του ΚΦΕ για τον προσδιορισμό του εισοδήματος που λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού της εισφοράς, διότι η παραπομπή αυτή ρητώς μεν αναφέρει το συνήθως συμβαίνον, όμως αφορά προφανώς και τις περιπτώσεις των ειδικών διατάξεων περί φορολογίας εισοδήματος, που δεν είναι ενταγμένες στον ΚΦΕ, όπως είναι οι αυξημένης τυπικής ισχύος (δυνάμει του άρ. 107 Σ.) διατάξεις του ν. 27/1975, περί της φορολόγησης των κερδών από την εκμετάλλευση πλοίων με ελληνική σημαία – Καθ’ όσον αφορά τα εισοδήματα από την εκμετάλλευση πλοίου, η επίμαχη εισφορά παρέμεινε μεμονωμένη, δεν επιβλήθηκε δηλαδή αντίστοιχη εισφορά κατά τα επόμενα έτη και, συνακόλουθα, δεν δύνανται να θεωρηθεί ότι προσλαμβάνει το χαρακτήρα πρόσθετου φόρου επί του εισοδήματος – Μάλιστα, η συμμετοχή της ναυτιλιακής κοινότητας στη γενική προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κρίσης προσδιορίσθηκε για τα έτη 2014-2017 με συμβατικό τρόπο (βλ. άρ. 42 παρ. 1 του ν. 4301/2014, με το οποίο κυρώθηκαν και απέκτησαν ισχύ νόμου το από 18 Ιουλίου 2013 Συνυποσχετικό μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Ναυτιλιακής Κοινότητας και η από 31 Ιουλίου 2014 συνημμένη σε αυτό Πρόσθετη Πράξη) – Εν όψει των ανωτέρω, εφόσον δηλαδή η ένδικη εισφορά δεν αποτελεί φόρο εισοδήματος, δεν τίθεται ζήτημα αντιθέσεως των σχετικών διατάξεων προς τις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις των Κεφαλαίων Α έως και Δ του τμήματος Α΄ του ν. 27/1975 και απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι που εκκινούν από την εσφαλμένη εκδοχή ότι πρόκειται για φόρο επί του εισοδήματος [με αντίθετη μειοψηφία οκτώ μελών του Δικαστηρίου και των Παρέδρων, σύμφωνα με την οποία ο νομοθέτης δεν θέλησε να υπαγάγει στην ένδικη εισφορά και τα νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν κατά κυριότητα πλοία εγγεγραμμένα σε ελληνικά νηολόγια, ενόψει του ιδιαίτερου καθεστώτος φορολόγησης των κερδών από την εκμετάλλευση τέτοιων πλοίων, το οποίο έχει, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, αυξημένη τυπική ισχύ, κατά το Σύνταγμα, και υπηρετεί εξαιρετικά σημαντικό δημόσιο σκοπό]


 
ΣτΕ Ολομ. 166/2016 


Φορολογία – Δικαίωμα περιουσίας και ισότητα ενώπιον των φορολογικών βαρών – Φόρος κληρονομίας επί απαλλοτριούμενου( ρυμοτομούμενου) ακινήτου 
Αντικείμενο της φορολογίας κληρονομιών και μέτρο της φοροδοτικής ικανότητας του κληρονόμου αποτελεί η επαύξηση της περιουσίας του με την κληρονομιαία, ο δε ισχύων Κώδικας αποβλέπει για την επιβολή του φόρου στην αξία της κληρονομιαίας περιουσίας ως αντανακλώσα φοροδοτική ικανότητα τούτου – Όταν στην περιουσία αυτή περιλαμβάνονται ακίνητα που τελούν υπό ειδικές συνθήκες από άποψη πολεοδομικών βαρών και περιορισμών, όπως αστικά ακίνητα τα οποία έχουν κηρυχθεί αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα ή έχουν ρυμοτομηθεί, ο κληρονόμος στερείται του δικαιώματος χρήσεως και εκμεταλλεύσεως κατά τον προορισμό τους, που είναι, κατ’ αρχήν, η δόμηση, και, συνακόλουθα, της διαθέσεως αυτών στην πραγματική τους (αγοραία) αξία, εξουσίες που αναμφισβήτητα έχει ο κληρονόμος ακινήτων που δεν βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση – Στην πραγματικότητα, ο κληρονόμος ακινήτου που έχει κηρυχθεί, πριν από την επαγωγή, αναγκαστικώς απαλλοτριωτέο, κληρονομεί ουσιαστικά την προσδοκία καταβολής της αποζημιώσεως, δεδομένου ότι η επ’ αυτού κυριότητά του, με τα περιορισμένα κατά τα ανωτέρω δικαιώματα, τελεί υπό την διαλυτική αίρεση της συντελέσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως – Ως εκ τούτου, σε μια τέτοια περίπτωση που οι συνέπειες της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως του ακινήτου έχουν καταστήσει ουσιαστικά αδύνατη την κατά προορισμό χρήση και εκμετάλλευσή του για τον κληρονόμο, η επιβολή φόρου, έστω και μειωμένου (με μειωτικό συντελεστή 0,80 ή 0,75 κατά το “αντικειμενικό” σύστημα υπολογισμού του ν. 1249/1982), έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 4 παρ. 5 Σ., καθ’ ό μέρος καθιστά υποχρεωτική την επιβολή του οικείου φόρου κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού, υπό τις συνθήκες αυτές, η απόκτηση της κυριότητας του ακινήτου δεν αντανακλά αντίστοιχη επαύξηση της φοροδοτικής ικανότητας του κληρονόμου – Επιπλέον έρχεται σε αντίθεση και με το άρθρο 17 Σ., καθώς η επιβολή φόρου κληρονομίας σε ένα τέτοιο ακίνητο φαίνεται να στηρίζεται στην πεποίθηση του νομοθέτη περί επί μακρόν αδρανείας της Διοικήσεως σε σχέση με την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, πεποίθηση ασύμβατη με την κατά το Σύνταγμα επιβαλλομένη καταβολή της σχετικής αποζημιώσεως, η οποία, κατά την έννοιά του, πρέπει να γίνεται σε εύλογο χρονικό διάστημα, καταλήγοντας άλλως σε υπέρμετρη επιβάρυνση της ιδιοκτησίας που προστατεύουν τόσο η ως άνω συνταγματική διάταξη, όσο και το άρθρο 1 του ΠΠΠ ΕΣΔΑ – Εν όψει των ανωτέρω, οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 25Α παρ. 1 του ν. 3842/2010 και δη τόσο το εδάφιο α΄, που υπάγει υποχρεωτικώς σε φόρο κληρονομίας κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου κληρονομιαία ακίνητα που έχουν κηρυχθεί απαλλοτριωτέα, όσο και το απολύτως συναφές επόμενο εδάφιο (β΄), πού τάσσει προθεσμία προς υποχρεωτική υποβολή σχετικής φορολογικής δηλώσεως στις υποθέσεις στις οποίες, εκ του νόμου, είχε μετατεθεί ο χρόνος φορολογίας, είναι αντίθετες προς τις προαναφερθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις

ΣτΕ 4564/2015


Ένδικη προστασία – Ένδικα μέσα – Διαφορές από τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 2 και 47 παρ. 4 του ν. 3900/2010 συνάγεται ότι κατά αποφάσεων διοικητικών εφετείων επί ακυρωτικών διαφορών γεννωμένων από την προσβολή πράξεων του προσυμβατικού σταδίου δημόσιων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών δεν χωρεί έφεση – Η ρύθμιση αυτή δεν προσκρούει στο άρθρο 20 παρ. 1 Σ., που διασφαλίζει μεν την παροχή δικαστικής προστασίας αλλά δεν καθιερώνει ένδικα μέσα κατά δικαστικών αποφάσεων, ούτε στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 1028/2014)

ΣτΕ 4567/2015


Ραδιοτηλεόραση – Κύρωση λόγω υποβαθμισμένης ποιότητας (χυδαίων εκφράσεων κατά τη διάρκεια) μεταμεσονύχτιας εκπομπής για ποδοσφαιρικές ομάδες
Η υποχρέωση εξασφάλισης υψηλής ποιότητας των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών υφίσταται ανεξαρτήτως της ώρας μετάδοσης αυτών ή του ειδικότερου χαρακτήρα και της θεματολογίας τους

ΣτΕ 4568/2015 


Επιχειρηματική και συμβατική ελευθερία (άρ. 5 παρ. 1 Σ.) – Αρχή της αναλογικότητας των περιορισμών – Μονάδες αδυνατίσματος και γυμναστήρια – Κανονιστική ρύθμιση ΥΑ (έτους 2007) που επιτρέπει  στον καταναλωτή την καταγγελία της σύμβασης πριν από τη λήξη της και απαγορεύει προκαταβολή υπερβαίνουσα το 2,5% του συνολικού τιμήματος 
(Α) Η συνταγματική προστασία της οικονομικής ελευθερίας (άρ. 5 παρ. 1 Σ.), στην οποία περιλαμβάνονται η επαγγελματική και η συμβατική ελευθερία, δεν αποκλείει στον κοινό νομοθέτη ή, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού στη Διοίκηση, να θεσπίζει, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, περιορισμούς της ελευθερίας αυτής για λόγους δημόσιου συμφέροντος, δεδομένου άλλωστε ότι, κατά το άρθρο 106 παρ. 2 Σ., η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας – Οι περιορισμοί όμως αυτοί δεν επιτρέπεται να φτάνουν μέχρι του σημείου να καθίσταται αδύνατη ή υπερμέτρως δυσχερής η πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας, από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωση της επιχείρησης ως οικονομικής μονάδας  (ΣτΕ 1210/2010 Ολ., βλ. και 3888/2006, 1014/2011, 2227, 4172/2012) – Εξάλλου, σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, οι επιβαλλόμενοι από τον νόμο περιορισμοί στην επαγγελματική ελευθερία πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση προς αυτόν – Όσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας των μέτρων που θεσπίζονται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, ο κοινός ή ο κανονιστικός νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης, για τον καθορισμό των ρυθμίσεων που αυτός κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες και, ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο
(Β) Η καθιέρωση, με το άρθρο 3 παρ. 2 της προσβαλλόμενης ΥΑ του δικαιώματος του καταναλωτή να καταγγέλλει οποτεδήποτε τη σύμβαση πριν από  τη λήξη του συμφωνημένου προγράμματος συνιστά θεμιτό περιορισμό στην άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και εντεύθεν στην ελευθερία των συμβάσεων, εφόσον έχει τεθεί επί τη βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων και δικαιολογείται από λόγο δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενο στην διευκόλυνση των συμβαλλομένων με τις εν λόγω επιχειρήσεις καταναλωτών να αποδεσμεύονται αζημίως από την υπογραφείσα σύμβαση στην περίπτωση που κρίνουν ότι η επιχείρηση επέδειξε κατά τη σύναψή της καταχρηστική συναλλακτική συμπεριφορά ή ότι η πλήρης εκτέλεση του συμφωνημένου προγράμματος θα αποβεί οικονομικώς επιβλαβής γι’ αυτούς – Περαιτέρω, το επίμαχο μέτρο, ως εκ της φύσης του, αφενός μεν τελεί σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης και τον επιδιωκόμενο με αυτή σκοπό δημοσίου συμφέροντος, εφόσον τούτο είναι πρόσφορο για τον περιορισμό των αρνητικών φαινομένων που εμφανίζονταν στο παρελθόν κατά την υλοποίηση των σχετικών συμβάσεων, και αφετέρου δεν καθιστά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την άσκηση της σχετικής επαγγελματικής δραστηριότητας, ενόψει άλλωστε και του ότι με το ως άνω άρθρο της προσβαλλόμενης απόφασης ορίστηκε ταυτόχρονα ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης ο καταναλωτής υποχρεούται να καταβάλει το αντίτιμο των υπηρεσιών που του έχουν αποδεδειγμένα παρασχεθεί και παράλληλα να αποζημιώσει την αντισυμβαλλόμενη επιχείρηση (σε ποσοστό μέχρι 2,5% επί της αξίας του υπολοίπου ανεκτέλεστου προγράμματος, κατά τα ρητώς προβλεπόμενα στη σύμβαση) – Με τα δεδομένα αυτά, η υπό κρίση ρύθμιση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Σ. ούτε στην αρχή της αναλογικότητας, είναι δε ανέλεγκτη ακυρωτικώς η σκοπιμότητα της επιλογής του συγκεκριμένου μέτρου
(Γ) Επιπλέον, δεν είναι αντίθετη προς την κατοχυρούμενη από το άρθρο 5 παρ. 1 Σ. ελευθερία των συμβάσεων και προς την αρχή της αναλογικότητας η πρόβλεψη ότι απαγορεύεται και είναι άκυρη η προκαταβολή, πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης, ποσοστού που υπερβαίνει το 2,5% του συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος, διότι με την εν λόγω διάταξη υπηρετείται επίσης σκοπός δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή η προστασία των καταναλωτών, καθώς επιδιώκεται να παύσει το φαινόμενο να υποχρεώνονται οι απευθυνόμενοι στις μονάδες αδυνατίσματος και τα γυμναστήρια καταναλωτές να προκαταβάλλουν, χωρίς εύλογη αιτία, μεγάλο μέρος ή και ολόκληρο το τίμημα για τις υπηρεσίες που περιλαμβάνει το πρόγραμμα που επέλεξαν, ενώ άλλωστε η ρύθμιση αυτή αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα της θέσπισης της ελεύθερης καταγγελίας της σύμβασης από τον καταναλωτή, δοθέντος ότι θα ήταν αμφίβολης αποτελεσματικότητας το μέτρο αυτό αν ο καταναλωτής είχε προηγουμένως προκαταβάλει τίμημα που αντιστοιχούσε σε υπηρεσίες που τελικώς, λόγω της καταγγελίας, δεν έλαβε και οφείλει να αναζητήσει ως αχρεωστήτως καταβληθέν


(Δ) Λόγος ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση θεσπίζονται νέα δικαιώματα των καταναλωτών καθώς και νέα κείμενα συμβάσεων χωρίς να προβλέπονται μεταβατικές διατάξεις που θα επέτρεπαν στις επιχειρήσεις να εκπονήσουν ένα νέο επιχειρηματικό σχέδιο και να επανασχεδιάσουν τα προσφερόμενα προγράμματα, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος λειτουργίας που θα προκαλέσουν οι νέες ρυθμίσεις, απορρίπτεται ως αβάσιμος διότι οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης απόφασης τέθηκαν κατά τρόπο απρόσωπο και αντικειμενικό και για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, μόνη δε η ανατροπή ήδη διαμορφωμένων εννόμων σχέσεων και καταστάσεων που υφίστανται για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1 Σ. ούτε άλλης συνταγματικής διάταξης ή αρχής

ΣτΕ 4583/2015


Ραδιοτηλεόραση – Ποιοτική στάθμη – Σάτιρα και χυδαία έκφραση 
Μεταμεσονύχτια τηλεοπτική σατιρική εκπομπή Μαρτίου 2010, στην οποία προβλήθηκε κατ’ επανάληψη η εικόνα του κυβερνητικού εκπροσώπου ν’ αναγγέλει  οικονομικές ρυθμίσεις, για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ομαλότητας, εναλλάξ με σκηνή ερωτικής συνεύρεσης (με πρωταγωνίστρια γνωστή ηθοποιό), διανθισμένη με χυδαίες φράσεις – Νομίμως αιτιολογημένη η επιβολή κύρωσης σε βάρος του τηλεπτικού σταθμού, αφενός, για παράβαση του δεοντολογικού κανόνα ο οποίος επιτάσσει ν’  απολαύουν δίκαιης, ορθής και αξιοπρεπούς μεταχειρίσεως τα πρόσωπα που αναφέρονται στις τηλεοπτικές εκπομπές και αφετέρου για παράβαση των κανόνων περί των υποχρεώσεών του για τήρηση της απαιτουμένης ποιοτικής στάθμης των εκπομπών και για ευπρεπή εκφορά του λόγου, λαμβανομένου υπόψη ότι, προκειμένου για τη σάτιρα, αλλά και για κάθε μορφή τέχνης που επιλέγεται να μεταδοθεί μέσω της τηλεοράσεως, αποκτώντας έτσι μεγάλη διείσδυση και δραστικότητα ακριβώς ως εκ του μέσου που χρησιμοποιείται, τυγχάνουν εφαρμογής οι ειδικότερες έναντι του άρ. 16 Σ. παρ. 1 εδ. α’ διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 2 Σ., με τους περιορισμούς που προβλέπονται εκεί, καθώς και στην σε εκτέλεση του άρθρου αυτού ειδική νομοθεσία  

 
 
ΣτΕ 4680/2015


Προηγούμενη ακρόαση – Πρόστιμο για καλλιέργεια αναδασωτέας έκτασης
Κατά το άρ. 20 παρ. 2 Σ., επιβάλλεται η αρχή της προηγουμένης ακροάσεως του ενδιαφερομένου πολίτου, οσάκις λαμβάνονται από την Διοίκηση μέτρα εις βάρος των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων του, όταν τα μέτρα συνδέονται, κατά την πρόβλεψη του νόμου, με υπαίτια συμπεριφορά του καθού το μέτρο
Η προβλεπομένη  από τις διατάξεις του άρθρου 70 παρ. 1 του ν. 998/1979   διοικητική κύρωση συνάπτεται αφ’ ενός με το αντικειμενικό γεγονός της αναδασώσεως ορισμένης εκτάσεως και αφ’ ετέρου με την υποκειμενική συμπεριφορά συγκεκριμένου προσώπου, στο οποίο αποδίδονται οι πράξεις της εκχερσώσεως, της υλοτομίας ή της καλλιεργείας της αναδασωτέας εκτάσεως – Συνεπώς, προ της επιβολής  της διοικητικής ποινής του  προστίμου, απαιτείται, ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας εκδόσεως της πράξεως, να καλείται το πρόσωπο, στο οποίο αποδίδεται η παράνομη ενέργεια, προς παροχή εξηγήσεων