ΝΑ ΛΥΘΟΥΝ ΓΙΑ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ 25.4.2017 ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ . ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΕΩΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΚΗ 24.4.2017.
Σύνθετα πρακτικά Αστικού -Εμπορικού -Πολιτικής δικονομίας τεθέντα στην ΕΣΔΛ το 2011
ΠΡΩΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ
Μεγάλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ Β που εδρεύει στην Αθήνα παράγγειλε τηλεφωνικά στη γερμανική ανώνυμη εταιρεία S που εδρεύει στο Μόναχο ποσότητες νωπού κρέατος για τις ανάγκες των υποκαταστημάτων της στη Βόρεια Ελλάδα. Η παράδοση της παραγγελίας θα έπρεπε να γίνει στη Θεσσαλονίκη. Για την προσήκουσα πληρωμή των σχετικών τιμολογίων η S ζήτησε και έλαβε εγγυητική επιστολή της τράπεζας Ε για το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (300.000€). Η συμφωνία δεν λειτούργησε ομαλά και ζητήθηκε η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής. Στη συζήτηση της αγωγής που ασκήθηκε στο πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών η εναγόμενη τράπεζα Ε υποστήριξε ότι η εγγυητική επιστολή εμφανίστηκε προς πληρωμή μετά τη λήξη της αναφερόμενης στην ίδια διάρκεια της ισχύος της. Και ναι μεν δηλώθηκε από την ίδια την τράπεζα παράταση της ισχύος της εγγυητικής επιστολής πλην όμως η παράταση αυτή έγινε με τηλετύπημα (φαξ) στο οποίο δεν υπήρχε ιδιόχειρη υπογραφή των αρμοδίων οργάνων της. Το δικαστήριο ύστερα από σχετική ένσταση της Sδέχθηκε ότι η επίκληση της ακυρότητας της παρατάσεως οδηγεί σε συνέπειες προφανώς αντίθετες στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και επομένως η Ε δεν είχε δικαίωμα να προβάλει την ακυρότητα. Κατόπιν αυτού δέχθηκε ολοκληρωτικά την αγωγή. Η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εξαφανίστηκε ύστερα από την άσκηση εφέσεως από το Εφετείο Αθηνών ύστερα από την έκβαση αυτή η Sενήγαγε στο πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης την Β ζητώντας να της καταβάλει το ποσό των 80 χιλιάδων ευρώ ως υπόλοιπο τιμήματος της πωλήσεως. Λίγο πριν τη συζήτηση της αγωγής η ενάγουσα παραιτήθηκε από αυτήν με εξώδικη δήλωση που κοινοποιήθηκε με δικαστικό επιμελητή στην εναγόμενη. Με νέα αγωγή της που την απευθύνει αυτή τη φορά στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ίδια ενάγουσα ζητεί να της επιδικαστεί το ίδιο ποσό νομιμοτόκως από το χρόνο της κατάθεσης της πρώτης αγωγής στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Στη συζήτηση της νέας αυτής αγωγής η Β ισχυρίζεται : α) ότι η νέα αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης πρέπει να απορριφθεί λόγω της εκκρεμοδικίας της πρώτης αγωγής στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης , β) ότι το δικαστήριο δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς, γ) ότι η ενάγουσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της αγωγής διότι από πληροφορίες της η S εκχώρησε ήδη την απαίτησή της στην εδρεύουσα στην Αθήνα Ο.Ε «Ω», δ) ότι η πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο που παραστάθηκε στη δίκη δόθηκε στο Μόναχο με ιδιωτικό έγγραφο έγκυρο μεν κατά το γερμανικό όχι όμως κατά το Ελληνικό Δίκαιο, ε) ότι η αγωγή είναι αόριστη αφού αναφέρει με τις πωληθείσες και παραδοθείσες ποσότητες και την τιμή τους χωριστά όχι όμως και τον αριθμό των τιμολογίων με βάση των οποίων διακινήθηκαν τα προϊόντα, στ) ότι το αίτημα της καταβολής τόκων από το χρόνο ασκήσεως της αγωγής στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δεν είναι νόμιμο . Το δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις της Β και έκανε δεκτή την αγωγή. Εναντίον της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης άσκησε έφεση η Β και την κατηγορεί ότι δεν έλαβε υπόψη την κατάθεση του νόμιμου εκπροσώπου της που διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις και απέδειξε περίτρανα ότι η Γερμανική εταιρεία είχε προβεί σε άφεση χρέους επειδή και τα κρέατα που της παρέδωσε δεν ήταν της ποιότητας που παραγγέλθηκαν, β) ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη έκθεση γραφολόγου που απέκρουσε τους ισχυρισμούς της Β περί πλαστότητας των τιμολογίων και ότι αυτή κατατέθηκε στο δικαστήριο μετά τη συζήτηση με την προσθήκη αντίκρουση. Το Εφετείο Αθηνών θεώρησε αβάσιμες τις αιτιάσεις.
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ:
Να κρίνετε με σύντομες και σαφείς αναπτύξεις:
Α) Την ορθότητα της αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών .
Β) Την ορθότητα της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και της αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης και να σταθμίσετε εάν έχει ελπίδες ευδοκίμησης τυχόν άσκηση αναιρέσεως εκ μέρους της Β , προσδιορίζοντας συγχρόνως τον επώνυμο λόγο αναιρέσεως.
Γ) Μπορεί η S να προχωρήσει σε εκτέλεση της Β και με βάση ποιόν εκτελεστό τίτλο;
2Ο ΠΡΑΚΤΙΚΟ
Με το από 1.5.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό που συντάχθηκε στις Θεσσαλονίκη ο Α υποσχέθηκε να πωλήσει και να μεταβιβάσει στην Ο.Ε. «Β» μια πλεκτομηχανή αξίας 30 χιλιάδων ευρώ τύπου “P” που θα εισάγονταν από την Ιταλία με τους εξής ειδικότερους όρους : α) η Β κατέβαλε αμέσως το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ από το συμφωνηθέν τίμημα το δε υπόλοιπο συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε τέσσερις ισόποσες δόσεις των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000€), β) για την εξασφάλιση της πληρωμής των δόσεων η Β εξέδωσε τέσσερις ισόποσες τραπεζικές επιταγές σε διαταγή του Α, γ) η παράδοση της μηχανής θα γινόταν σε τρεις μήνες ενώ η κυριότητα θα παρέμενε στον Α μέχρι την πλήρη αποπληρωμή του πιστωθέντος τιμήματος , δ) σε περίπτωση καθυστέρησης έστω και μίας δόσης ο Α επιφύλαξε στον εαυτό του το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση και παρακράτησης των δόσεων που κατεβλήθησαν λόγω ποινικής ρήτρας και αναποδείκτου αποζημιώσεως. Η πλεκτομηχανή παραδόθηκε την 1. 8. 2008 πλην όμως η Β δεν κατέβαλε τις δύο τελευταίες δόσεις που έληξαν 10.9. 2008 και 10. 11. 2008. Ενώ οι αντίστοιχες προς τις δώσεις αυτές επιταγές δεν πληρώθηκαν κατά την εμπρόθεσμη εντός 8 ημερών από τη λήξη τους εμφάνισή τους προς πληρωμή. Κατόπιν ο Α κατέθεσε αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης την 18η .5. 2009 με την οποία αφενός υπαναχώρησε από τη σύμβαση και αφετέρου ζήτησε από την εναγομένη εταιρεία λόγω καθυστερήσεως : α) να του αποδώσει την πωληθείσα πλεκτομηχανή, β) να του καταβάλει το ποσό των 10 χιλιάδων ευρώ (10.000€) νομιμοτόκως από τη λήξη των δύο επίμαχων δόσεων , κυρίως μεν με βάση τις σχετικές επιταγές, επικουρικώς δε ως οφειλόμενο υπόλοιπο τιμήματος που κατά τη σύμβαση δικαιούται να ζητήσει και λόγω συμφωνημένης ποινής. Στη συζήτηση της αγωγής ο Α ζήτησε με τις προτάσεις του να κηρυχθεί η σχετική απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, η δε εταιρεία Β που αμφισβήτησε την αρμοδιότητα του δικαστηρίου ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η μηχανή είχε κατασκευαστικό ελάττωμα για αυτό και με εξώδικό της ζήτησε ήδη από τον Α να αντικαταστήσει τη μηχανή με άλλη όμοια απαλλαγμένη του ελαττώματος. Αρνήθηκε έτσι την καταβολή των δύο οφειλόμενων δόσεων μέχρι την αντικατάσταση της μηχανής, θεωρώντας ανίσχυρη την υπαναχώρηση και αβάσιμο το αίτημα αποδόσεως της ,ενώ ζήτησε και την απόρριψη της αγωγής κατά την κύρια βάση λόγω παραγραφής της αξίωσης.
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ :
Α) Να αξιολογήσετε την αρμοδιότητα του δικαστηρίου.
Β) Να αξιολογήσετε το νόμω βάσιμο της αγωγής και τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων προεξοφλώντας και το τελικό περιεχόμενο της απόφασης.