ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ .
ΠΡΩΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ
Ο Δήμος Αθηναίων έχει στην κυριότητά του χίλιες οθόνες ηλεκτρονικών υπολογιστών παλαιάς τεχνολογίας, αξίας 50 ευρώ εκάστη. Με πρόχειρο μειοδοτικό διαγωνισμό κατακυρώνει αυτές στην πλειοδότρια εταιρία Ε έναντι 50.000€ και αναλαμβάνει να παραδώσει αυτούς στην εταιρία στη 1.2. 2019. Την 23.10.2018 ο μόνιμος υπάλληλος του Δήμου Υ υπεύθυνος της αποθήκης που φυλάσσονται οι οθόνες μέχρι να παραδοθούν στην αγοράστρια Ε και διαχειριστής του λογαριασμού «οθόνες, υπολογιστές κλπ», ξεχνάει αναμμένο το τσιγάρο, αν και απαγορευόταν να καπνίζει στο χώρο εκείνο και έτσι καίγονται ολοσχερώς οι οθόνες αυτές. Ερωτάται: α) Είναι καταλογιστέος ο Υ και αν ναι από ποιόν , με ποια ιδιότητα και σε τι ποσό; Εάν δεν είχε συναφθεί η σύμβαση με την Ε αλλά βρισκόμασταν στο στάδιο των διαπραγματεύσεων και ήταν 90% βέβαιο ότι θα έκλεινε η συμφωνία πωλήσεως, β) θα άλλαζε κάτι εάν αντί του Δήμου οι οθόνες ανήκαν στο Υπουργείο πολιτισμού και ο Υ ήταν μόνιμος υπάλληλος του Υπουργείου; Ή εάν οι οθόνες ανήκαν στο ΕΚΠΑ και ο Υ ήταν υπάλληλος του;
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ
Ο Α υπηρετούσε στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών – Πειραιώς/Νομαρχία Αθηνών από το έτος 1996, αρχικά με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και από το έτος 2000, ως μόνιμος υπάλληλος. Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ήτοι κατά τα έτη 2001 έως 2010, ο εν λόγω υπάλληλος υπηρετούσε στο Τμήμα Προϋπολογισμού και Λογιστικής Διαχείρισης της Διεύθυνσης Οικονομικών της Νομαρχίας Αθηνών. Λόγω δε των ειδικών γνώσεων που εθεωρείτο ότι είχε στη χρήση των ηλεκτρονικών συστημάτων και ελλείψει υποστήριξης του συγκεκριμένου Τμήματος από το Τμήμα Πληροφορικής της Νομαρχίας, είχε ανατεθεί σ’ αυτόν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου η διαδικασία της πληρωμής, μέσω της Εμπορικής Τράπεζας, των επιδομάτων ΑΜΕΑ που δεν είχαν καταβληθεί στους δικαιούχους κατά το πρώτο στάδιο πληρωμής τους. Στο πλαίσιο της διερεύνησης καταγγελιών η επιθεωρήτρια-ελεγκτή Μ.Τ του Σώματος Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης ζήτησε από την Εμπορική Τράπεζα αντίγραφα καταστάσεων πληρωμής στο όνομα «Μ.Β.» για τα έτη 2000 και εντεύθεν, καθώς επίσης και κατάλογος με τους κωδικούς των καταστημάτων της Τράπεζας, προκειμένου να εντοπισθούν αυτά στα οποία η εν λόγω φερόμενη ως δικαιούχος είχε εξοφλήσει τις επιταγές της. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της εν λόγω επιθεωρήτριας, οι οποίες διαλαμβάνονται στην 476/Α/2011 Έκθεση Επιθεώρησης Ελέγχου, από τα ανωτέρω στοιχεία που απέστειλε η Εμπορική Τράπεζα, διαπιστώθηκε υπήρχαν όμως εγγραφές για το όνομα «Μ.Β» . Ειδικότερα, από τα ανωτέρω στοιχεία προέκυψε ότι η Μ.Β, η οποία ήταν θεία του Α και πιθανολογείται ότι διέμενε στην ίδια διεύθυνση με αυτόν, κατά το χρονικό διάστημα από 9.2.2001 έως 22.12.2010 είχε εισπράξει συνολικά το ποσό των 723.364,97 ευρώ (713.794,32 + 9.570,65 ευρώ) δυνάμει 334 εντολών πληρωμής του Α , ενώ δεν ήταν εγγεγραμμένη στα μητρώα των ανωτέρω υπηρεσιών, ήτοι δεν ήταν δικαιούχος κανενός είδους επιδόματος κοινωνικής πρόνοιας. Στις ενέργειες αυτές προέβη ο Α με δόλο, εκμεταλλευόμενος, αφενός μεν το γεγονός ότι είχε αναλάβει σχεδόν εξ ολοκλήρου και κατ’ αποκλειστικότητα την κίνηση της διαδικασίας πληρωμής ανεξόφλητων επιδομάτων ΑΜΕΑ, αφετέρου δε την πλημμελή οργάνωση της εν λόγω διαδικασίας, η οποία, ελλείψει ασφαλιστικών δικλείδων, κατέλειπε σ’ αυτόν το περιθώριο να προβαίνει συστηματικά και επί σειρά ετών στις προεκτεθείσες παράνομες ενέργειες. Από τα ανωτέρω, συνεπώς, προκύπτει ότι ο Α με τις προεκτεθείσες δόλιες ενέργειές του, στις οποίες προέβη κατά κατάχρηση της ασκήσεως των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί, προκάλεσε την παράνομη εκταμίευση από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών του συνολικού ποσού των 723.364,97 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω και με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, Ο Γενικός Επίτροπος κατόπιν σχετικού αιτήματος του Νομάρχη ζήτησε τον καταλογισμό του Α από το αρμόδιο τμήμα του ΕΣ με το προαναφερόμενο ποσό προς αποκατάσταση της ισόποσης θετικής ζημίας που προξένησε στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών-Πειραιώς (ήδη Περιφέρεια Αττικής) με δόλο κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων του νομιμοτόκως από της επομένης επιδόσεως της αιτήσεως του στον Α.
Κατά την επ΄ακροατηρίου συζήτησε ο Α υποστήριξε ότι : α) την αίτηση αναρμοδίως την υπέβαλλε αντί του Νομάρχη ο Γενικός Επίτροπος του ΕΣ, β) Ο Α ζητεί να αποφανθεί το Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για καταλογισμό επειδή για την ίδια υπόθεση εκκρεμεί η από 15-12-2003 αίτηση πολιτικής αγωγής της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ενώπιον του Γ΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών , γ) δεν του έγινε προηγούμενη ακρόαση. Δ) ασκεί επιρροή ότι στην σχετική δίκη το δημόσιο προσεκόμισε εκδοθείσα πράξη καταλογισμού κατά του Α για έλλειμμα;
Το Δημόσιο με το υπόμνημά του ζήτησε και την καταδίκη στη δικαστική δαπάνη του καθού.
Να κριθεί κάθε αναφυόμενο ζήτημα (Βλ. ΕΣ 2384/2016,IV ΤΜ., για δικαστική δαπάνη βλ. 2273/2011 Ολομ., για τόκους 3385/2015 Ολομ., για την εκκρεμή ποινική ΕΣ 1488/2013, για την π΄ραξη καταλογισμού 3479/2012)
ΤΡΙΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας το πρωί της Κυριακής στις 14-9-2008, ο Α ο οποίος τότε είχε την ιδιότητα του Πρύτανη του Πολυτεχνείου Κρήτης, οδηγούσε το ΚΗΥ 4824 υπηρεσιακό αυτοκίνητο τύπου MERCEDES C180, κυριότητας του Πολυτεχνείου Κρήτης, με προορισμό τη Βιάννο Ηρακλείου, προκειμένου να παραστεί στο μνημόσυνο του Ολοκαυτώματος του Σεπτεμβρίου 1943 από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής. Ο ανωτέρω, ο οποίος είναι κάτοχος ερασιτεχνικής άδειας οδήγησης και είχε εγκριθεί, με σχετική απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κρήτης, η κατ’ εξαίρεση άδεια οδήγησης από αυτόν του ως άνω υπηρεσιακού οχήματος, περί την ώρα 10:15 και ενώ εκινείτο στην επαρχιακή οδό Αρκαλοχωρίου – Ηρακλείου με κατεύθυνση τη Βιάννο, παρά την ύπαρξη προειδοποιητικών πινακίδων έχασε σε μία αριστερή απότομη στροφή τον έλεγχο του αυτοκινήτου, το οποίο εξήλθε του οδοστρώματος και προσέκρουσε σε ανάχωμα που βρισκόταν στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Εξαιτίας της ανωτέρω σύγκρουσης προκλήθηκαν εκτεταμένες ζημιές στο υπηρεσιακό όχημα, το κόστος για την αποκατάσταση των οποίων ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 14.000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ). Δεδομένου, όμως, ότι το κόστος αποκατάστασης των ζημιών υπερέβαινε την εμπορική αξία του οχήματος, η οποία κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ανερχόταν σε 8.000 ευρώ, η επισκευή του κρίθηκε ασύμφορη και συνεπώς η ζημία του Πολυτεχνείου Κρήτης ανέρχεται στο ποσό των 8.000 ευρώ. Κατόπιν του από 1.6.2010 αιτήματος του μετέπειτα εκλεγέντος πρυτάνεως Β , με τον οποίο ο Α είναι άσπονδος φίλος , ο Γ ενικός Επίτροπος του ΕΣ ζήτησε από το αρμόδιο τμήμα του ΕΣ τον καταλογισμό του Α καταθέτοντας την από 1.6.2015 αίτηση του στις 2.1.2016.
Ο Α υποστήριξε με το υπόμνημά του : α) δεν είναι δημόσιος υπάλληλος αλλά δημόσιος λειτουργός , β) Δεν τον βαραίνει υπαιτιότητα διότι δεν είχε πρόθεση να προκαλέσει την ζημία, γ) έχει απαλλαγεί λόγω αμφιβολιών από το ποινικό Δικαστήριο με την υπ΄αριθμ. 1/2013 αμετάκλητη απόφασή του. (ΕΣ Ολ. 479/2016) και πρέπει να ληφθεί υπόψη το τεκμήριο αθωότητας κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και ν΄ απορριφθεί η αίτηση. Ο Επίτροπος υποστήριξε ότι υπάρχει αυτοτέλεια του δικαιοδοσίας του δημοσιονομικού δικαστηρίου και των ποινικών και περαιτέρω είναι η δημοσιολογιστική ευθύνη ενός υπολόγου και εν προκειμένω του αναιρεσιβλήτου, η οποία κατά την πάγια μέχρι τούδε νομολογία του Δικαστηρίου τούτου είναι εντελώς διάφορη και επί παντελώς διαφορετικών διατάξεων και προϋποθέσεων ερειδόμενη ποινική ευθύνηκαι όχι παρακολούθημα αυτής (ΕΣ 271/2019 Ολομ).
ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 1997
Κατ’ εντολή του Υπουργού Εθνικής Άμυνας ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο άσκησε κατά του τέως έφεδρου Αξιωματικού Α.Π. στις 26-11-1996 την υπό την αυτήν ημερομηνία αίτηση ενώπιον του 5ου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την οποία ιστορούσε, ότι ο καθού η αίτηση, ο οποίος υπηρετούσε, ως έφεδρος Αξιωματικός, στο 486 Τάγμα Πεζικού τραυμάτισε την 3-10-1993 τον υπηρετούντα στο αυτό Τάγμα στρατιώτη Δ.Σ. με τις ακόλουθες συνθήκες: Κατά την ως άνω ημερομηνία ο καθού εκτελών διατεταγμένη υπηρεσία ως επικεφαλής ομάδας στρατιωτών, στο φυλάκιο ΑΣΩΠΟΥ για την συντήρηση του μόνιμου στρατιωτικού κυκλώματος των γραμμών του προαναφερθέντος φυλακίου. Μετά το πέρας της εργασίας τους ο καθού μαζί με τους τρεις στρατιώτες Δ.Σ., Γ.Ρ. και Κ.Λ. οι οποίοι αποτελούσαν την ομάδα του συνεργείου επιβιβάσθηκαν σε στρατιωτικό φορτηγό αυτοκίνητο για να επιστρέψουν στην Λαμία, όπου η έδρα της Μονάδας τους. Ο Α.Π. (καθού) κάθισε στην θέση του συνοδηγού, οι δε οπλίτες Δ.Σ. και Γ.Ρ. στέκονταν όρθιοι επι της καρότσας του ως άνω αυτοκινήτου. Ο καθού παρά την ρητή απαγορευτική διαταγή του διοικητού του έφερε μαζί του και το κυνηγετικό όπλο του, το οποίο κρατούσε οπλισμένο με την κάνη στραμμένη προς την καρότσα του αυτοκινήτου, όπου στεκόταν όρθιοι ως αναφέρθηκε, οι ως άνω στρατιώτες. Καθ’ οδόν προς Λαμία, το όπλο του καθού εκπυρσοκρότησε με αποτέλεσμα να βληθεί και να τραυματισθεί ο στρατιώτης Δ.Σ., που στεκόταν όρθιος στην δεξιά πλευρά της καρότσας. Στο 404 Γεν. Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου διακομίσθηκε ο τραυματισθής στρατιώτης, υποβλήθηκε σε νεφρεκτομή αριστερά, σωληνεκτομή και αφαίρεση πολλών ξένων σωμάτων από το χώρο της κοιλίας του θώρακα. . Από όλο το αποδεικτικό υλικό της προανακρίσεως και ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων και τις διεξαχθείσης πραγματογνωμοσύνης, αποδείχθηκε, ότι μοναδικό αίτιο πυροδοτήσεως του ως άνω όπλου του καθού η αίτηση αποτέλεσε η πίεση της σκανδάλης του με το δάκτυλο του χεριού αυτού του ιδίου του καθού. Για τον ως άνω τραυματισμό του στρατιώτου Δ.Σ. Καταδικάσθηκε ο Α.Π. από το Διαρκές Στρατοδικείο Λάρισας σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους και τριών μηνών. Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη. Περαιτέρω με την 7844/1996 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεώθηκε να καταβάλει στον παθόντα Δ.Σ., ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 2.000.000 δραχμών για τις θετικές ζημίες του, το οποίο πράγματι κατέβαλε στον ως άνω παθόντα. Στην συνέχεια ο Γενικός Επίτροπος με την αυτήν αίτησή του, ζήτησε τον καταλογισμό του προαναφερθέντος τέως έφεδρου Αξιωματικού Α.Π. με το προαναφερθέν χρηματικό ποσό, διότι από αποκλειστική του υπαιτιότητα και συγκεκριμένως κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του τον τραυματισμό του Δ.Σ.
Κατά την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του 5ου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο καθού, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ζ.Η. αρνήθηκε γενικώς την αίτηση και προέβαλε ειδικότερα με το εμπροθέσμως κατατεθέν υπόμνημά του τους ακόλουθους ισχυρισμούς: 1) Η ως άνω υπόθεση δεν ανήκει στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διότι αυτός, όταν ασκήθηκε η ένδικη αίτηση ενώπιον του 5ου Τμήματος αυτού, είχε προ πολλού απολυθεί από τις τάξεις του στρατεύματος και ήταν ιδιωτικός υπάλληλος, ως εκ τούτου Δε η υπόθεση αυτή βάσει των κειμένων διατάξεων έχει ανατεθεί στα διοικητικά, άλλως στα πολιτικά δικαστήρια. 2) Η αίτηση είναι παθητικώς ανομιμοποίητη, καθόσον αυτός δεν μπορεί να είναι διάδικος στην δίκη αυτή ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφού η ως άνω απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών δεν εκδόθηκε υπέρ ή κατ’ αυτού κάποια συνέπεια.. 3) Είναι απαράδεκτη η συζήτηση της αιτήσεως, καθόσον δεν έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη συζητήσεως. 4) Πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση, ως μη νόμιμη, καθόσον, τα ως άνω εκτιθέμενα σ’ αυτή πραγματικά περιστατικά υπό τα οποία φέρεται, ότι έλαβε χώρα ο τραυματισμός του παθόντος δεν στοιχειοθετούν την έννοια του δόλου ή της βαριάς αμέλειας, αλλά του τυχερού γεγονότος. 5) Αποκλειστικός υπαίτιος άλλως συνυπαίτιος του τραυματισμού του παθόντος κατά ποσοστό 95% είναι ο ίδιος ο παθών Δ.Σ., ο οποίος από αμέλειά του, ήτοι λόγω ελλείψεως της προσοχής την οποία αυτός όφειλε να καταβάλει και την οποία μπορούσε να καταβάλει κάθε συνετός στρατιώτης στεκόταν σε απαγορευμένο σημείο του αυτοκινήτου και μάλιστα παρότι έβλεπε την κάνη του ως άνω όπλου στραμμένη προς το μέρος του. 6) Έπρεπε να προσεπικληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο στην ενώπιον των Διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ αυτού (Ελληνικού Δημοσίου και του παθόντος Δ.Σ., δίκη για να προβάλει τους ως άνω υπό τον αριθμό 5 καταλυτικούς (εν όλω και εν μέρει) ισχυρισμούς του. 7) Άλλως, στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτή η αίτηση, πρέπει να καταλογισθεί σε μέρος μόνο της αποζημιώσεως του Δημοσίου, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 300.000 δραχμές, καθόσον, ως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις συντρέχουν περιστάσεις που δικαιολογούν τον μερικό καταλογισμό του, ήτοι ο μηνιαίος μισθός του ανέρχεται στο ποσό των 150.000 δραχμών, δεν έχει εισοδήματα και άλλους πόρους και είναι έγγαμος με δύο ανήλικα παιδιά.
Καλείστε να απαντήσετε αιτιολογημένα για το παραδεκτό και την νομική βασιμότητα τόσον της αιτήσεως, όσον και του καθενός από τους ως άνω ισχυρισμούς του καθού η αίτηση.
ΠΕΜΠΤΟ ΘΕΜΑ
Ο Θ.Α (δημοσιογράφος και μέτοχος εταιρειών που εκδίδουν έντυπα πανελλήνιας κυκλοφορίας) κατέθεσε σε μετρητά, στο υποκατάστημα της Τράπεζας BNPPARIBAS στο Κολωνάκι, στις 20-7-2007, το συνολικό ποσό των 4.973.500 ευρώ, επικαλούμενος ως πηγή προέλευσής του την πώληση προς τον εφοπλιστή Π. Λ μετοχών της ανώνυμης εταιρείας που εξέδιδε την εφημερίδα ”Π.Θ”, γεγονός για το οποίο δεν προσκόμισε νόμιμα παραστατικά στοιχεία. Ενόψει του ύψους του ποσού, η Διεύθυνση Κανονιστικής Συμμόρφωσης της Τράπεζας ενημέρωσε σχετικώς, στις 2-8-2007, την Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητας (άρθ. 7 του ν. 3424/2005), ενώ έρευνα διενεργήθηκε από την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε. και ήδη Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος – ΣΔΟΕ) του Υπουργείου Οικονομικών (άρθ. 30 του ν. 3296/2004 και 2 παρ. 1 και 2 του π.δ. 85/2005). Στο πλαίσιο της εν λόγω έρευνας, ο Α κατέθεσε το από 23-1-2008 υπόμνημα, ισχυριζόμενος ότι το κατατεθέν χρηματικό ποσό προέρχεται από νόμιμα και φορολογηθέντα εισοδήματά του. Επισύναψε δε πίνακα με τίτλο «Ανακεφαλαίωση εισοδημάτων και τεκμηρίων», ο οποίος αφορούσε στα οικονομικά του στοιχεία για τα οικονομικά έτη από το 1997 έως και το έτος 2007 (καθώς και το πρώτο εξάμηνο του οικονομικού έτους 2008, που επρόκειτο να δηλωθεί στην τότε έτι μη κατατεθείσα φορολογική του δήλωση) και απεικόνισε τα εισοδήματά του, τις αγοραπωλησίες του, τα φορολογικά του τεκμήρια και το κατ’ έτος υπόλοιπο. Κατά τον εν λόγω Πίνακα, το υπόλοιπο προς ανάλωση ποσό ανήρχετο στο ύψος των 7.150.345,75 ευρώ και υπερκάλυπτε τις επίμαχες καταθέσεις, λαμβάνοντας πάντως ως υπόλοιπο έναρξης (υπόλοιπο από τα οικονομικά έτη 1981 έως 1996) το ποσό των 1.500.000 ευρώ.
Εν συνεχεία, διατάχθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προς διακρίβωση τυχόν τέλεσης αξιόποινων πράξεων και ιδίως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (άρθρ. 1 και 2 του ν. 2331/1995, ως ίσχυε) ή της φοροδιαφυγής (άρθρ. 17 παρ. 1 του ν. 2523/1997). Παραλλήλως με τη διενεργηθείσα, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, προκαταρκτική εξέταση, διενεργήθηκε από την (τότε) αρμόδια Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 3213/2003, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο), έλεγχος για τη διαπίστωση τυχόν παραβάσεων της νομοθεσίας περί δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Από το διεξαχθέντα έλεγχο η Επιτροπή, στην 300/26.6.2009 έκθεσή της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το συνολικό ποσό των επίμαχων καταθέσεων (4.973.500 ευρώ σε μετρητά) είναι άδηλης προέλευσης, διότι αφενός «σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν νοείται η κατοχή ενός τόσο σημαντικού χρηματικού ποσού εκτός τραπεζικού συστήματος», αφετέρου δεν προκύπτει ανάληψη αντίστοιχου με τις επίμαχες καταθέσεις ποσού από τους τραπεζικούς λογαριασμούς του καθ’ ου ή της συζύγου του κατά τον χρόνο που προηγήθηκε της πραγματοποίησης αυτών, ενώ δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη αντίστοιχων τραπεζικών καταθέσεων κατά το πρόσφατο παρελθόν, ούτε εξάλλου ο καθ’ ου είχε δηλώσει κατοχή εις χείρας του οποιουδήποτε χρηματικού ποσού ως προϊόντος αποταμίευσης προηγούμενων ετών . Έκρινε δε, μεταξύ άλλων, η Επιτροπή ότι τα κατατεθέντα ποσά αποτελούν νέα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν εντός της χρήσης του έτους 2007 (οικον. έτος 2008), πλην όμως δεν δηλώθηκαν στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που ο καθ’ ου υπέβαλε το έτος 2008, ως έσοδα του προηγούμενου έτους και, ως εκ τούτου, η εν λόγω δήλωση κρίθηκε ως ανακριβής. Επίσης, ως ανακριβής κρίθηκε και η, προηγηθείσα της ανωτέρω, δήλωση περιουσιακής κατάστασης του έτους 2007, καθόσον δεν δηλώθηκε, κατά την ημέρα υποβολής της δήλωσης του έτους αυτού (25.6.2007), το ποσό των 4.973.500 ευρώ, το οποίο, όπως ο καθ’ ου ισχυρίζεται, κατείχε τότε ως «μαξιλάρι ασφαλείας» εις χείρας του ή οπουδήποτε αλλού, πριν από την πραγματοποίηση των επίμαχων καταθέσεων.Βάσει της ανωτέρω έκθεσης ελέγχου, ασκήθηκε κατά του Θ.Α. ποινική δίωξη για το αδίκημα της υποβολής ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης κατά συρροή. Με την 5874/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών ο Θ.Α.καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή 60.000 ευρώ, ως ενεργήσας εξ αμελείας, ενώ έγινε δεκτή η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδαφ. α΄ (έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή) του Ποινικού Κώδικα. Κατόπιν αυτών, το σύνολο των σχετικών εγγράφων (ως άνω 300/2009 έκθεση, εκθέσεις και αναφορές της ΥΠ.Ε.Ε. και του Σ.Δ.Ο.Ε., οι φορολογικές δηλώσεις του Θ..Α κ.λπ.) διαβιβάστηκαν από τον Πρόεδρο της αρμόδιας πλέον (άρθ. 7 του ν. 3691/2008) Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο (05/22.7.2011 έγγραφο).
Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, με την από 17-11-2011 αίτησή του, ζήτησε τον καταλογισμό του Θ.Α με το ποσό των 4.973.500 ευρώ (ποσό που κατατέθηκε στην Τράπεζα στις 20-7-2007), το οποίο αντιστοιχεί σε περιουσιακό όφελος του οποίου η προέλευση δεν δικαιολογείται.
Ο Θ.Α με υπόμνημα του υποστήριξε ότι :
Α) ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει δικαιοδοσία εκδικάσεως των εκ του ΄΄πόθεν έσχες΄΄ αναφυομένων διαφορών όταν η υπόθεση αφορά σε έλεγχο της περιουσιακής καταστάσεως ιδιωτών
β) ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3213/2003, με τις οποίες καθιερώνεται ο καταλογισμός για το μη δυνάμενο να δικαιολογηθεί περιουσιακό όφελος εις βάρος των δημοσιογράφων και μετόχων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο χώρο του τύπου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ως προς τους οποίους δεν προκύπτουν οικονομικές συναλλαγές με το Δημόσιο και τα εν γένει δημόσια νομικά πρόσωπα, είναι αντίθετες προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 περί οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας, 14 παρ. 2 περί προστασίας της ελευθεροτυπίας, καθώς και προς τα άρθρα 17 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος και 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί προστασίας της ιδιοκτησίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
γ) Παραβίαση της αρχής NEBISINIDEM.
δ) ¨Εχει ήδη διαταχθεί η δήμευση του εριζόμενου ποσού με την ως άνω ποινική απόφαση.
(ΕΣΟλομ. 390/2017)
.