ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΛΟΓΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ
Άρθρο 88
Παρακολούθηση της ροής των υποθέσεων
Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου παρακολουθεί τη ροή των υποθέσεων που εισέρχονται και εκκρεμούν σ’ αυτό, προκειμένου να διασφαλίσει την εκδίκασή τους σε εύλογο χρόνο.
Άρθρο 89
Ορισμός και καθήκοντα εισηγητή δικαστή
- Αν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου προσδιορίσει σύ-ντομη δικάσιμο της υπόθεσης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 109, δύναται συγχρόνως να ορίσει τον εισηγητή δικαστή της υπόθεσης.
- Ο εισηγητής δικαστής σε υποθέσεις που υπάγονται στη δικαιοδοσία Τμήματος φροντίζει, ώστε, πριν από τη δικάσιμο, να είναι πλήρης ο διοικητικός φάκελος της υπόθεσης, συντάσσει δε συνοπτική έκθεση, η οποία διαλαμβάνει το ιστορικό της διαφοράς, τα στοιχεία που βεβαιώνονται από τα έγγραφα και τα ζητήματα που ανακύπτουν.
- Σε υποθέσεις που υπάγονται στη δικαιοδοσία Τμή-ματος, οι αρχές προς τις οποίες απευθύνεται ο εισηγητής για τη συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών χρήσιμων για τη διερεύνηση της υπόθεσης έχουν την υποχρέωση να αποστέλλουν τα στοιχεία και τις πληροφορίες που τους ζητεί εντός τριάντα (30) ημερών από την αποστολή του σχετικού εγγράφου.
Αν κρίνει ότι η υπόθεση υπάγεται στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 91, ο εισηγητής δικαστής ενημερώνει σχετικώς τον Πρόεδρο.
- Ο εισηγητής, πέντε (5) ημέρες πριν από τη δικάσιμο που έχει ορισθεί με την οικεία πράξη του Προέδρου, οφείλει να δηλώσει στη γραμματεία του Δικαστηρίου αν η υπόθεση είναι ώριμη για συζήτηση. Η παράλειψη της δήλωσης αυτής επάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή της υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο.
Άρθρο 90
Μέτρα για διασφάλιση της εκδίκασης εντός ευλόγου χρόνου
Αν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κρίνει, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων, ότι οι αιτήσεις που εκκρεμούν στο Δικαστήριο είναι ανέφικτο να εκδικασθούν και να περατωθούν εντός ευλόγου χρόνου, μπορεί να λάβει ένα από τα ακόλουθα μέτρα ή συνδυασμό τους:
(α) Κατατάσσει τις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει προσδιορισθεί ακόμη δικάσιμος ανά θεματική κατηγορία, ανάλογα με την ταυτότητα ή ομοιότητα των νομικών ζητημάτων που τίθενται σ’ αυτές και για όσες από αυτές υφίσταται απόφαση της Ολομέλειας ή πάγια νομολογία Τμήματος που επιλύουν το κύριο ζήτημα που τίθεται σ’ αυτές εκδίδει πράξη συνεκδίκασης και τις εισάγει προς εκδίκαση σύμφωνα με την ειδική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 91.
(β) Αν έχει εντοπίσει κατηγορία όμοιων θεματικώς υποθέσεων μεγάλου αριθμού στις οποίες τίθεται νομικό ζήτημα που, αν επιλυθεί από την Ολομέλεια, θα καταστεί δυνατή η εισαγωγή τους προς εκδίκαση στη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 91, κινεί τη διαδικασία της παραπομπής στην Ολομέλεια σοβαρού ζητήματος σύμφωνα με τις παρ. 1 του άρθρου 162 και 1 του άρθρου 163.
(γ) Ορίζει δικαστή για να εξετάσει αν υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων που εκκρεμούν στο Δικαστήριο υπάγονται στις περιπτώσεις της παρ. 1 του άρθρου 91.
(δ) Επί αγωγών που υπάγονται στην περ. α’, ζητεί, πριν από την εισαγωγή τους προς εκδίκαση, την παροχή πληροφοριών και στοιχείων από την αρμόδια διοικητική αρχή, ώστε να αποφευχθεί η έκδοση προδικαστικής απόφασης.
(ε) Εισάγει υπόθεση απευθείας στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, όταν συντρέχει περίπτωση από αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 296.
Άρθρο 91
Διαδικασία σε συμβούλιο
- Προφανώς απαράδεκτες ή προφανώς αβάσιμες, καθώς και προφανώς βάσιμες αιτήσεις δικαστικής προστασίας μπορεί να απορρίπτονται ή, αντίστοιχα, να γίνονται δεκτές με ομόφωνη απόφαση δικαστικού σχηματισμού που λαμβάνεται σε συμβούλιο, το οποίο συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και απαρτίζεται από τον ίδιο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, τον πρώτο κατά σειρά αρχαιότητας Σύμβουλο που υπηρετεί στο Δικαστήριο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του και τον δικαστή που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο ως εισηγητής της υπόθεσης. Επί υποθέσεων που εκκρεμούν σε Τμήμα, μέλη του σχηματισμού μπορεί να ορισθούν και Πάρεδροι που συμμετέχουν με αποφασιστική ψήφο.
- Προφανώς απαράδεκτες ή αβάσιμες αιτήσεις δικαστικής προστασίας μπορούν να απορρίπτονται ακόμη και αν ο υπογράφων δικηγόρος δεν έχει νομιμοποιηθεί, με ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 237.
3. Η απόφαση κοινοποιείται στους διαδίκους, οι οποίοι μπορούν, με αίτησή τους που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από την κοινοποίηση, να ζητήσουν τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, συμπληρώνοντας τυπικές ελλείψεις και καταβάλλοντας επιπλέον παράβολο, εφόσον έχουν τέτοια υποχρέωση, τριπλάσιο από το κατά περίπτωση προβλεπόμενο. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που ελήφθη σε συμβούλιο, παύει να ισχύει και ο Πρόεδρος εισάγει την υπόθεση για συζήτηση στο ακροατήριο. Την υπόθεση μπορεί να εισαγάγει στο ακροατήριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέσα στην ίδια προθεσμία. Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο, αν κατά την εκτέλεση της απόφασης που ελήφθη με τη διαδικασία του παρόντος διαπιστωθεί ότι η απόφαση εμπεριέχει ελλείψεις που καθιστούν αδύνατη την εκτέλεσή της.
- Ο γραμματέας του Δικαστηρίου με πράξη του δι-απιστώνει την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών της παρ. 3. Από την ημερομηνία σύνταξης της πράξης αυτής παράγεται το αποτέλεσμα της απόφασης. Αν διαπιστώσει πλημμέλεια στην κοινοποίηση, διατάσσει τη διενέργεια νέας.
- Κατά της απόφασης που εκδίδεται σε συμβούλιο δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναίρεσης και ανακοπής ερημοδικίας.
Άρθρο 92
Συνεκδίκαση ή χωρισμός δικογράφων
Για την ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων, το Δικαστήριο, με πράξη του Προέδρου του, μπορεί να διατάσσει τη συνεκδίκαση περισσότερων ένδικων βοηθημάτων ή μέσων ή αιτήσεων καταλογισμού, εφόσον τίθενται όμοια ζητήματα. Για τον ίδιο λόγο μπορεί να διατάσσει τον χωρισμό δικογράφων, στα οποία έχουν σωρευθεί πλείονες αιτήσεις δικαστικής προστασίας.
Άρθρο 93
Ειδική εκδίκαση αγωγών σε συμβούλιο
- Αν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κρίνει, αφού συνεκτιμήσει το σύνολο των περιστάσεων, ότι αγωγή που εκκρεμεί στο Δικαστήριο δεν μπορεί να δικασθεί εντός εύλογου χρόνου, ενημερώνει εγγράφως τους διαδίκους για την ενδεχόμενη καθυστέρηση και τους γνωρίζει ότι, εφόσον δεν διατυπώσουν αντίρρηση εντός ενός (1) μήνα από την επίδοση του εγγράφου του, η υπόθεση θα εισαχθεί για εκδίκαση στο συμβούλιο που προβλέπεται στο άρθρο 91.
Αν δεν διατυπωθεί η αντίρρηση που αναφέρεται στην παρ. 1, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν στο Δικαστήριο υπόμνημα με τους ειδικότερους ισχυρισμούς τους, καθώς και κάθε στοιχείο που, κατά την κρίση τους, διευκολύνει την ταχύτερη εκδίκαση της αγωγής. Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται της αγωγής σε συμβούλιο
- και αποφαίνεται επί του ουσιαστικώς βάσιμου αυτής με βάση τις αρχές για την κατανομή του βάρους της απόδειξης και τα στοιχεία που υφίστανται στον φάκελο, χωρίς να διατάξει περαιτέρω αποδείξεις.
- Η απόφαση κοινοποιείται στους διαδίκους, οι οποίοι μπορούν, με αίτησή τους που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από την κοινοποίηση, να ζητήσουν τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που ελήφθη σε συμβούλιο παύει να ισχύει και ο πρόεδρος εισάγει την υπόθεση για συζήτηση στο ακροατήριο. Την υπόθεση μπορεί να εισαγάγει στο ακροατήριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέσα στην ίδια προθεσμία. Σε κάθε περίπτωση η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο, αν κατά την εκτέλεση της απόφασης που ελήφθη με τη διαδικασία του παρόντος διαπιστωθεί ότι η απόφαση εμπεριέχει ελλείψεις που καθιστούν αδύνατη την εκτέλεσή της.
- Κατά της απόφασης που εκδίδεται σε συμβούλιο δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναίρεσης και ανακοπής ερημοδικίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18
ΠΑΡΟΧΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Άρθρο 94
Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων
- Η προθεσμία και η άσκηση έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου κατά πράξης της διοίκησης δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης αυτής, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο.
- Η αναστολή, ολικώς ή μερικώς, της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης μπορεί να διαταχθεί, ύστερα από αίτηση του εκκαλούντος ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου που εκδίδεται πριν αυτό αποφανθεί για την έφεση.
Σχετικές διατάξεις : προϊσχύσαντα αρθ. 51 π.δ 1225/81 και 84 ΚΝΕΣ, ΚΔΔ : 200-215, Π.Δ 18/89: αρθ. 52 ΚΑΙ 5Α , ΚΠολΔ: 591-738Α.
Ερμηνεία
Η προσωρινή δικαστικής προστασία είναι κρίσιμο χαρακτηριστικό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας (20§1Σ) ως άμεσου και αποτελεσματικού. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος αυτού έχουν διακηρυχθεί σε σειρά αποφάσεων του ΕΔΔΑ επ΄ ευκαιρία εφαρμογής του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, που συμπληρώνει το άρθρο 20§1 του Συντάγματός μας.
Στη διοικητική δικονομία η ανάγκη για προσωρινή δικαστική προστασία , είναι εντονότατη, διότι ισχύει η γενική δικονομική αρχή κατά την οποία η εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης δεν αναστέλλεται με την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος. Απαιτείται οπωσδήποτε ν’ ασκηθεί αίτηση αναστολής , που αποτελεί την βασική μορφή της προσωρινής δικαστικής προστασίας στο χώρο του δημοσίου δικαίου.
Αυτό ανεξαρτήτως ότι στη χώρα μας η οριστική δικαστική προστασία στη χώρα μας, αλλά όχι μόνο, παρέχεται με μεγάλες καθυστερήσεις, οφειλόμενες σε πολλούς παράγοντες. Ειδικά στο χώρο του ευρύτερου διοικητικού δικαίου στην επιβράδυνση από απονομής συντελεί και ότι αν και είναι δίκαιο αυστηρά τεχνοκρατικό και φορμαλιστικό, μεγάλο τμήμα του είναι ακωδικοποίητο και συνεχώς μεταβαλλόμενο και επηρεαζόμενο από τη διεθνή και εσωτερική νομολογία. Εάν τώρα προστεθεί και ο μικρός αριθμός των διοικητικών δικαστών σε αναλογία με την συνεχώς αυξανόμενη ύλη του δημοσίου δικαίου, τότε είναι εύκολα εξηγήσιμο ότι μια υπόθεση αγωγής κατά του κράτους μπορεί να χρειαστεί και 10 χρόνια για να συζητηθεί σε πρώτο βαθμό. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι στο ειδικότερο χώρο της δημοσιονομικής δίκης , τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα , λόγω κυρίως της εξειδίκευσης του αντικειμένου. Όμως και εκεί συνεχώς προστίθεται σοβαρός όγκος νέας ύλης για παράδειγμα ο προσυμβατικός έλεγχος των δημοσίων συμβάσεων, νέες ελεγκτικές αρμοδιότητες κλπ. Παράλληλα ο παράγων χρόνος στις δημοσιονομικές δίκες έχει να κάνει και με την απομείωση της αξίας του χρήματος που επιβάλλει την ταχεία εκδίκαση της υπόθεσης για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος. Εξ΄άλλου σε αντίθεση με την πολιτική δίκη, η διοικητική δίκη έχει ως κύριο αντικείμενο της την νομιμότητα της διοικητικής πράξης που είναι άμεσα εκτελεστή, αφού παράγει κανόνα δικαίου και εισάγει εξαναγκαστική ρύθμιση με την έκδοσή της αλλά και τεκμαίρεται για όλα τα κρατικά όργανα έως την ακύρωσή της με οριστική απόφαση σαν νόμιμη. Άρα ο διοικούμενος πρέπει να προστατευθεί αμέσως από αυτή την εκτελεστότητα και δεν πρέπει να υποστεί τις συνέπειες τους διοικητικού καταναγκασμού πριν κριθούν με οριστική δικαστική απόφαση οι αιτιάσεις τους περί παρανομίας της πράξης.
Η ανάγκη λοιπόν μιας γρήγορης διαδικασίας προσωρινής τουλάχιστον προστασίας κυρίως από την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης, δηλαδή από τις αμέσως εκτελεστές ενέργειες του άλλου αντιδίκου, του κράτους, είναι επιβεβλημένη , στα δημοκρατικά κράτη είτε είναι κράτη Δικαίου ( Rechtsstaat) είτε κράτη του Νόμου (ruleoflow). Όμως και η προσωρινή δικαστική προστασία, δεν παρέχεται σε χρόνο αντίστοιχο με την ταχύτητα ενεργειών που παρέχει στο κράτος η εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης. Κατά μέσο όρο από την κατάθεση της αίτησης παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας έως την έκδοση της απόφασης μεσολαβούν πολλοί μήνες μέσα στους οποίους η διοίκηση μπορεί ή συνήθως υποχρεούται να έχει προβεί σε πράξεις εκτελέσεως, όπως για παράδειγμα η ταμειακή βεβαίωση. ‘Έτσι στις μέρες μας η κρίσιμη παροχή της προσωρινής δικαστικής προστασίας για την ασφάλεια των έννομων συμφερόντων του διοικούμενου αλλά και του κράτους , γίνεται με την διαδικασία του «αστυνομικού» χαρακτήρα μέτρου της προσωρινής διαταγής, που δίδεται, κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος διαδίκου, στην καλύτερη περίπτωση μέσα σε λίγες ημέρες από την κατάθεση του ένδικου βοηθήματος της προσωρινής δικαστικής προστασίας, από το δικαστή υπηρεσίας. Η προσωρινή διαταγή λοιπόν αναβιβάζεται, μόνη της εκ των πράγματων και όχι με βάση την αληθή βούληση του Νομοθέτη, στο κεντρικό βάθρο παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας. Όμως η προσωρινή δικαστική προστασία αν και έχει το αναμφισβήτητο πλεονέκτημα της μεγάλης ταχύτητας έχει και το μειονέκτημα της έλλειψης αξιόλογων εγγυήσεων σωστής κρίσης. Για το λόγο αυτό έχει η απόφαση της και προσωρινή ισχύ και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση. Εύκολα λοιπόν γίνεται κατανοητό ότι περαιτέρω η προσωρινή διαταγή έχει πολλαπλάσιο κίνδυνο λαθών και χωρίς καμία εγγύηση αποφυγής αυθαιρεσίας. Μόνη εγγύηση η νομική κατάρτιση αλλά κυρίως η εμπειρία και ικανότητα του εκάστοτε δικαστή να συλλάβει το κέντρο της υπόθεσης σε λίγο χρόνο , χωρίς βεβαίως να έχει την πλήρη εικόνα της υπόθεσης, αφού συνήθως ελλείπει ο διοικητικός φάκελος, σταθμίζοντας εμπειρικά από τη μια τη βλάβη του αιτούντος και από την άλλη το δημόσιο συμφέρον ή τυχόν δικαιώματα τρίτων που διαβλέπει να θίγονται. Σε αντίθεση με την στατιστική των διοικητικών δικαστηρίων, που μετά την δημοσιονομική κρίση είναι φειδωλά , το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά κανόνα με τις προϊσχύσας διατάξεις, ήταν θετικό τόσο στην παροχή προσωρινής διαταγής , όσο και στην προσωρινή αναστολή της καταλογιστικής πράξης.
Ειδικά στις διοικητικές διαφορές η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας και μάλιστα με εκκίνηση το στάδιο της προσωρινής διαταγής, είναι ο κανόνας κάθε διοικητικής δίκης, παρά το ότι στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο κατά βάση η προσωρινή προστασία προβλέπεται ως επικουρική. Πρέπει δηλαδή πρώτα ν΄ ασκήσουμε το κυρίως ένδικο βοήθημα και μετά την αίτηση προσωρινής δικαστικής προστασίας, που στις περισσότερες περιπτώσεις έχει κύριο αίτημα την αναστολή της εκτελεστότητας της διοικητικής πράξης και για το λόγο αυτό στη πρακτική δικηγορία αποκαλείται «αίτηση αναστολής». Σε αντίθεση με την προσωρινή διαδικασία της πολιτικής δίκης, τα γνωστά «ασφαλιστικά μέτρα» , στη διοικητική δίκη , ο διοικούμενος είναι σε μειονεκτική θέση αφού έχει διπλό βάρος : α) αφενός πρέπει να ετοιμάσει σε λίγο χρόνο, συνήθως εντός 60 ημερών από την γνώση ή κοινοποίηση της διοικητικής πράξης, το κυρίως ένδικο βοήθημα και αφού το ασκήσει εν συνεχεία να ετοιμάσει και να καταθέσει την αίτηση προσωρινής δικαστικής προστασίας, β) αφετέρου η διοικητική πράξη ήδη από της εκδόσεως της παράγει εκτελεστότητα. Ο διοικούμενος βρίσκεται δηλαδή για αρκετές ημέρες κυριολεκτικά απροστάτευτος , σε «κενό δικαίου».
Από την άλλη πλευρά , βέβαια, η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας στις διοικητικές δικονομίες είναι λιγότερη σύνθετη απ’ ότι στην πολιτική δίκη. Ο διοικητικός δικαστής απλώς στις περισσότερες των περιπτώσεων διαπιστώνει, βάσει των οικονομικών και άλλων στοιχείων που οφείλει να του προσκομίσει ο αιτών διοικούμενος, εάν η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα του προξενήσει δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη , χωρίς να κρίνει τα πολλές φορές δαιδαλώδη ζητήματα του παραδεκτού και βάσιμου της κύριας υπόθεσης.
Με την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας ο Νομοθέτης διώκει να καλυφθούν κυρίως οι εξής ανάγκες :
Α) Ο πρωτογενής στόχος είναι ν’ αποτραπεί η δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη στην οικονομική θέση και εν γένει στη διαβίωση του διοικούμενου, από την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης που μπορεί προ της οριστικής δικαστικής κρίσης να δημιουργήσει κατά ανεπανόρθωτο τρόπο τετελεσμένα γεγονότα. Συνεπώς ακόμη και εάν έχει εκτελεστεί η πράξη , εφόσον δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν έχει δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός , μπορεί να διαταχθεί η μη συνέχιση της εκτελέσεως της. Εδώ είναι καθοριστικός ο ρόλος της προσωρινής διαταγής. Η ανάγκη προστασίας του ασθενέστερου διαδίκου, που κατά κανόνα είναι ο διοικούμενος, αποτελεί τον άξονα του στόχου αυτού.
Β) δευτερογενής στόχος στο κράτος δικαίου είναι η προστασία του Δημοσίου συμφέροντος, ιδίως από τον κίνδυνο να καταδολιεύσει την υπάρχουσα περιουσία του ο οφειλέτης, αλλά και εν γένει ν’ ασκήσει τα όποια δικαιώματα του εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Ειδικά στην δημοσιονομική δίκη λαμβάνει και την μορφή διαφύλαξης και προστασίας του «ιερού» δημοσίου χρήματος.
Γ) Η αποφυγή προστριβών και εντάσεων μεταξύ των αντιδίκων και ευρύτερα στην κοινωνία, αφού σε πολλές υποθέσεις του δημοσίου δικαίου τίθεται θέμα διατάραξης της κοινωνικής ειρήνης. Ο στόχος αυτός πολλές φορές επειδή έχει πολιτικό χαρακτήρα , πρέπει να αυτονομείται από την νομική έννοια του δημοσίου συμφέροντος και ν΄ αξιολογείται , ενδιάθετα από τον δικαστή της προσωρινής δικαστικής προστασίας, εάν θέλει η λύση που δίνει με την απόφασή του να είναι συμβατή με τον κοινωνικό παλμό, να είναι εν πολλοίς άμεσα χρηστική.
Στις διοικητικές δικονομίες διακρίνουμε τα εξής είδη προσωρινής δικαστικής προστασίας :
Α) Την ακυρωτική που προβλέπεται στο άρθρο 52 του π.δ 11/89 αλλά και τις ειδικές των άρθρων 52Α επι οικοδομικών αδειών εκτός σχεδίου πόλεως, η διάταξη του άρθρου 15§6 του Ν.3068/2002 που καθιερώνει αυτοτελή προσωρινή δικαστική προστασία κατά πράξεων αφορόντων το καθεστώς αλλοδαπού και πρόσφυγα και τέλος τα ασφαλιστικά μέτρα του Ν. 4412/2013 επι δημοσίων και λοιπών υπαγομένων συμβάσεων , η λεγόμενη και αυτοτελής προδικαστική προσφυγή των άρθρων 360 επ. που αντικατέστησε το σύστημα του Ν. 3886/2010.
Β) Στις διαφορές ουσίας των Διοικητικών Δικαστηρίων με τις διατάξεις 200 έως 215 του ΚΔΔ και 228 επι ανακοπής και
Γ) την δημοσιονομική ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου που διέπεται κατά βάση από τα παρακάτω άρθρα.
Έννομο συμφέρον για την άσκηση της αίτησης αναστολής έχουν : α) εκκαλών : γίνεται δεκτό ότι αίτηση αναστολής επί ομοδικίας μπορεί αν ασκήσει και έκαστος των ομοδίκων ή και όλοι μαζί (ΕΣ 37/2017, VII).
Κατά τα λοιπά το έννομο συμφέρον κρίνεται σε συνάρτηση με την προσβαλλόμενη πράξη και τις έννομες συνέπειες που αυτή παράγει κατά του αιτούντος τόσο κατά χρόνο εκδόσεως της όσο και κατά το χρόνο άσκηση της εφέσεως αλλά και της αίτησης αναστολής και έως το χρόνο συζήτησης της έφεσης. Συνεπώς εάν μετά το χρόνο συζήτησης της αίτησης αναστολής έχει εκλείψει το έννομο συμφέρον του αιτούντος , για παράδειγμα λόγω κατάργησης της προσβαλλόμενης πράξης , πρέπει η αίτηση αναστολής ν΄ απορριφθεί , αφού υπάρχει λόγος εκλείψεως εννόμου συμφέροντος του αιτούντος σε σχέση με την προσβαλλόμενη πράξη , εφόσον το δικαστήριο έλαβε γνώση αυτής ακόμη και μετά την συζήτηση της αίτησης αναστολής.
Η ισχύς της απόφασης της αναστολής εξαρτάται δηλαδή από την έφεση και εν γένει το ασκηθέν ένδικο βοήθημα και την εκδοθησόμενη επ΄αυτού οριστική απόφαση. Δηλαδή εφόσον εκδοθεί οριστική απόφαση επι του κυρίως ενδίκου βοηθήματος παρέλκει η εξέταση της αιτήσεως αναστολής.
Η αίτηση αναστολής δηλαδή αν και είναι απρόθεσμη έχει ως χρονικό όριο ασκήσεως την ύπαρξη εκκρεμοδικίας. Απαραίτητη δηλαδή προϋπόθεση για το παραδεκτό της αίτησης αναστολής αλλά και της επ΄αυτής εκδοθησομένης απόφασης είναι η ύπαρξη εκκρεμοδικίας του κυρίως ενδίκου βοηθήματος. Καθίσταται έτσι απαράδεκτη εάν έχει ήδη εκδοθεί απόφαση επι του κυρίως ενδίκου βοηθήματος η αίτηση αναστολής και η σχετική δίκη θεωρείται καταργημένη (ΕΣ 812/2011, Ι τμ.).
Άρθρο 95
Αρμοδιότητα
Αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το Τμήμα στο οποίο εκκρεμεί η έφεση, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας, η αίτηση αναστολής παραπέμπεται στο αρμόδιο Τμήμα, υποχρεωτικά μαζί με την έφεση, με τη διαδικασία του άρθρου 91. Στην περίπτωση αυτή, και για την αποτροπή άμεσου κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης του αιτούντος, επιτρέπεται η έκδοση σύμφωνα με το άρθρο 99 προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης από τον Πρόεδρο ή τον οριζόμενο απ’ αυτόν δικαστή του Τμήματος, στο οποίο έχει αναρμοδίως εισαχθεί η αίτηση αναστολής.
Σχετικές διατάξεις : άρθρο 201 και 204§3 ΚΔΔ, 34 Ν. 1968/1991 για την ακυρωτική δίκη, αρθ. 6 και 99 ΚΔΕΣ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Η αρμοδιότητα των Τμημάτων καθορίζεται από την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου του 2013 της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η διάταξη επιβεβαιώνει τον επικουρικό χαρακτήρα της προσωρινής δικαστικής προστασίας στη δημοσιονομική δίκη. Συνήθως το Δικαστήριο της αναστολής είναι το πρώτο που ελέγχει την δικαιοδοσία και αρμοδιότητα και συνακόλουθα εφόσον κριθεί ότι έχει δικαιοδοσία οφείλει να εκδώσει παραπεμπτική απόφαση προ το αρμόδιο Τμήμα , τόσο για την αίτηση αναστολής όσο και για την κύρια υπόθεση. Βεβαίως μπορεί να συμβεί και το αντίθετο στις σπάνιες περιπτώσεις που έχει ήδη εκδικαστεί η κύρια υπόθεση και μετά ασκήθηκε αίτηση αναστολής, αφού αυτή μπορεί ν’ ασκηθεί έως την έκδοση οριστικής απόφασης. Η διάταξη νοεί την αρμοδιότητα με ευρεία έννοια ώστε να περιλάβει και την δικαιοδοσία. Συνεπώς σε περίπτωση που κριθεί ότι δεν υφίσταται δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου εφαρμογή έχει το άρθρο 6 του ΚΔΕΣ. Δηλαδή λόγω του επικουρικού χαρακτήρα του ενδίκου βοηθήματος της αίτησης αναστολής σε σχέση με το κύριο ένδικο βοήθημα αυτή δεν δύναται να εξεταστεί επί της ουσίας παρά μόνο εφόσον αποδεικνύεται ότι έχει ασκηθεί από τον αιτούντα και εκκρεμεί παραδεκτώς το κυρίως ένδικο βοήθημα για το οποίο, εκτός των άλλων, υφίσταται δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΣ 594/2016,VI τμ.).
Η μεταφορά της υπόθεσης από το ένα Τμήμα στο άλλο ή πολλώ δε μάλλον η παραπομπή κατά το άρθρο 6 του ΚΔΕΣ στα διοικητικά δικαστήρια , απαιτεί χρόνο. Όλα αυτό το διάστημα ο διοικούμενος μένει χωρίς δικαστικής προστασία, αφού φαίνεται να υπάρχει ρήγμα στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Γι΄αυτό και είναι σημαντική η καινοτομία που εισάγει η νεοπαγής ρύθμιση του τρίτου εδαφίου του άρθρου , όπου για να διαφυλαχθεί από την εκτελεστότητα της πράξης ο διοικούμενος , ο δικαστής υπηρεσίας του Τμήματος , ακόμη και εάν είναι αναρμόδιος , μπορεί να δώσει προσωρινή διαταγή, ώστε ο διοικούμενος να διαφυλαχθεί από την εκτελεστότητα της πράξης έως ότου επιληφθεί το αρμόδιο τμήμα. Η διάταξη θεωρώ ότι νοεί εν ευρεία εννοία την έννοια της αρμοδιότητας, δηλαδή τα αυτά ισχύουν και επι παραπομπής στα διοικητικά δικαστήρια, αφού το σύστημα προσωρινής δικαστικής προστασίας είναι κατά βάση ενιαίο και με κοινό στόχο της προσωρινή διακοπή της εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης.
Άρθρο 96
Προϋποθέσεις αναστολής
- Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή, αν πιθανολογηθεί ότι από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα επέλθει στον αιτούντα βλάβη δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της έφεσης. Ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν πιθανολογείται ως δυσχερώς επανορθώσιμη, το Δικαστήριο χορηγεί την αναστολή αν εκτιμά ότι η έφεση είναι προδήλως βάσιμη.
2. Στις διαφορές από καταλογισμούς το Τμήμα μπορεί, με την απόφασή του, να ορίσει ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν καταλαμβάνει τη λήψη αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος, τα οποία αναφέρονται στην απόφαση.
3. Σε κάθε περίπτωση η αίτηση αναστολής απορρίπτεται αν:
(α) η έφεση είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης είναι δυσχερώς επανορθώσιμη,
(β) κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημόσιου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή της αίτησης αναστολής θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος.
4. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί. Η ταμειακή βεβαίωση του καταλογισθέντος ποσού δεν συνιστά εκτέλεση της καταλογιστικής πράξης κατά την έννοια της παρούσας.
Σχετικές διατάξεις : αρθ. 52 π.δ 18/1989, αρθ. 51 προϊσχύσαντος π.δ 1225/1981 και 84 ΚΝΕΣ βλ. και προϊσχύσαν αρθ.52 π.δ 774/80, ΚΔΔ αρθ. 202 ,203§1 και 204§3.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Σε αντίθεση με την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 51 του π.δ 1225/1981 που όριζε γενικώς και αορίστως ότι η αίτηση αναστολής πρέπει να διαλαμβάνει τους λόγους που δικαιολογούν αυτή, το νέο άρθρο 96 του ΚΔΕΣ σαφώς ορίζει ως μόνο παραδεκτό λόγο της αιτήσεως αναστολής την επίκληση δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης , η οποία μπορεί να συνίστατο και στο σημαντικό περιορισμό της διαβιώσεως του αιτούντος και της οικογενείας του. Ο αιτών όφειλε να υποβάλλει τον σχετικό ισχυρισμό με πληρότητα και να προσκομίζει τα σχετικά οικονομικά στοιχεία της περιουσιακής του κατάστασης, το δε Δικαστήριο, που κατ΄ αντίθεση με την διαδικασία αναστολής του ΣτΕ και των Διοικητικών Δικαστηρίων , δίκαζε επ΄ακροατηρίου, εφόσον πιθανολογούσε την ευδοκίμηση του μοναδικού αυτού λόγου , έδιδε την αναστολή. Λόγω του επείγοντως χαρακτήρα τη αίτησης αναστολής το Δικαστήριο απέρριπτε ως αλυσιτελείς λόγους που αφορούσαν την πιθανολόγηση της ευδοκίμησης της έφεσης ή εν γένει του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ακόμη και εάν υποστηρίζετο ότι ήταν προδήλως βάσιμοι (ΕΣ 121/2017, Ολομ, ΕΣ 168/2016 Ι τμ., 661, 1181/2009, 1298/2010, 1536/2011, 1741, 3153/2014).
Ομοίως απορρίπτονταν και λόγοι που πιθανολογείται απλή βλάβη, όπως η μείωση της επαγγελματικής φήμης , εκτός εάν συνοδευόταν από στοιχεία που πιθανολογούσαν δυσχερώς επανορθώσιμη οικονομική βλάβη και αδυναμία πληρωμών (ΕΣ 1414/2012, Ι τμ.).
Κατά το προϊσχύσαν δίκαιο πάγια η νομολογία του Δικαστηρίου έκρινε ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 52 του π.δ/τος 774/1980 και 51 παρ. 1, 2 και 3 του π.δ/τος 1225/1981 προκύπτει ότι η έφεση που ασκείται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν επάγεται αυτεπαγγέλτως την αναστολή εκτελέσεως της εκκαλούμενης πράξεως ή αποφάσεως, εκτός αν ρητώς προβλέπεται το αντίθετο από διάταξη νόμου. Το αρμόδιο Τμήμα του Δικαστηρίου όμως μπορεί, μετά την υποβολή σχετικής αιτήσεως, να διατάξει με απόφασή του την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξεως ή αποφάσεως, εφόσον κατ΄ αυτής εκκρεμεί έφεση, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Η αναστολή χωρεί εφόσον ο αιτών επικαλείται και αποδεικνύει ότι από τη διατήρηση της πράξεως ή αποφάσεως θα υποστεί ευθέως και αμέσως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, η οποία μπορεί να συνίσταται και στη στέρηση ή τον ουσιώδη περιορισμό των αναγκαίων μέσων συντηρήσεως και βιοπορισμού του. Περαιτέρω, για τη βασιμότητα της αίτησης δεν ερευνάτο κατ’ αρχήν η πιθανότητα ευδοκίμησης ή μη της ασκηθείσας έφεσης, καθόσον η προβλεπόμενη από τις παραπάνω διατάξεις αναστολή εκτέλεσης αποτελεί μέτρο προσωρινής προστασίας με επείγοντα χαρακτήρα, μη συμβιβαζόμενο με τη χρονοβόρο διαδικασία έρευνας της ουσίας της υπόθεσης (ΕΣ623/2015, Ι τμ., 85/2011 V, ΙΙ ΤμΕλΣυν. 846/2007, 2665/2006).
Στη Διοικητική Δικονομία των δικαστηρίων ουσίας το άρθρο 200 του ΚΔΔ, μετά την τροποποίηση που επέφερε το άρθρο 34 του Ν. 3900/2010, προβλέπει ότι η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας εξαρτάται από την επίκληση ανεπανόρθωτης βλάβης σε αντίθεση με την ακυρωτική δικονομία που κατά το άρθρο 52 του π.δ 18/1989 είναι δυνατή η επίκληση και ανεπανόρθωτης βλάβης. Με την υπ΄αριθμ. 496/2011 απόφαση η Επιτροπή Αναστολής του ΣτΕ με πενταμελή σύνθεση είχε κρίνει ότι συνταγματικής την διάταξη του άρθρου 34 του Ν. 3900/2011. Κατά την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας η έννοια της ανεπανόρθωτης βλάβης εμπεριέχει και την έννοια της δυσχερώς επανορθώσιμης. Ως «ανεπανόρθωτη» βλάβη νοείται όχι μόνον η κατά κυριολεξία μη αναστρέψιμη, αλλά και εκείνη, της οποίας η αποκατάσταση, υπό τις συγκεκριμένες οικονομικές και λοιπές συνθήκες, είναι για τον διάδικο δυσχερής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αδυνατεί πράγματι να την επιτύχει. ¨Έτσι κρίθηκε ότι η επίμαχη νέα ρύθμιση απαλείφοντας την «δυσχερώς επανορθώσιμη» βλάβη από τους λόγους αναστολής, δεν επεδίωξε, κατ’ ουσίαν, περιορισμό των λόγων που, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλουν την παροχή προσωρινής προστασίας, αλλά απέβλεψε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων «εφαρμογής» που είχαν ανακύψει λόγω της έως τότε διατυπώσεως της επίμαχης διατάξεως, με την εφαρμογή της, δηλαδή, και σε περιπτώσεις «δυσχερώς επανορθώσιμης» βλάβης, οι οποίες δεν ισοδυναμούσαν με «ανεπανόρθωτη» κατά τ’ ανωτέρω βλάβη και δεν δικαιολογούσαν, ως εκ τούτου, στην πραγματικότητα την χορήγηση αναστολής. Υπό την έννοια, αυτή, συνεπώς, η συγκεκριμένη ρύθμιση, μη θίγουσα τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, δεν αντιβαίνει στην διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, λαμβανομένoυ μάλιστα υπ’ όψη ότι η συνδρομή της βλάβης στην συγκεκριμένη περίπτωση ανήκει πάντοτε στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
Ο ΚΔΕΣ σε αντίθεση με τις δυο αυτές δικονομίες αρκείται στην επίκληση δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, ήτοι βλάβης που βάσει των οικονομικών στοιχείων που προσκομίζει ο αιτών ενδέχεται να επιφέρει ουσιώδη περιορισμό των μέσων διαβίωσής αυτού και της οικογένειάς του και να του αποστερήσει, έστω και πρόσκαιρα, τη δυνατότητα αντιμετώπισης των βασικών βιοτικών αναγκών του (ΕΣ 85/2011, Vτμ.). Θα πρέπει δηλαδή να πιθανολογηθεί έστω και πρόσκαιρα ότι ο αιτών θα περιέλεθι σε κατάσταση οικονομική αδυναμίας, παύσης πληρωμών κλπ.
Παράλληλα ο κώδικας μόνο για τις διαφορές από καταλογισμούς, εισάγει και άλλη καινοτομία, κατ΄ αντιγραφή της παραγράφου 2 του άρθρου 202 ΚΔΔ, με την ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 96 . Το Τμήμα μπορεί, με την απόφασή του, να χορηγήσει μερική αναστολή ή αναστολή υπο όρο, δηλαδή να ορίσει ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν καταλαμβάνει τη λήψη συγκεκριμένων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης του καταλογιζομένου ποσού επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος, τα οποία πρέπει ν’ αναφέρονται κατά τρόπο ειδικό στην απόφαση.
Ο νέος κώδικας εισάγει καινοτομία ,εναρμονιζόμενος πλέον με τις λοιπές δικονομίες, έτσι ώστε μπορεί να δοθεί αναστολή και επι απλής βλάβης εάν το Δικαστήριο πιθανολογήσει την πρόδηλη βασιμότητα ενός λόγου του κυρίως ενδίκου βοηθήματος. Πρόδηλη βασιμότητα σημαίνει ότι ο λόγος αυτός μπορεί να κριθεί με μακροσκοπική θεώρηση του δικογράφου της εφέσεως σε συνδυασμό με την προσβαλλόμενη πράξη , χωρίς περαιτέρω έρευνα του φακέλου της υπόθεσης και βέβαια επι του λόγου αυτού υφίσταται πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Πάντως και με βάση την προϊστορία του λόγου αυτού στη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων και του ΣτΕ , είναι σαφές ότι θα εξακολουθήσει στην ουσία μοναδικός λόγος αναστολής να είναι η δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, αφού πολύ σπάνια θα γίνεται δεκτή με αυτή την έννοια η πρόδηλη βασιμότητα.
Για παράδειγμα είναι πρόδηλα βάσιμος ο λόγος ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης διότι ο αιτών όπως προκύπτει με απλή έρευνα επι του φακέλου της υπόθεσης δεν έλαβε γνώση της καταλογιστικής πράξης πριν την ταμειακή βεβαίωση και άρα αυτή κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου είναι άκυρη και συνακόλουθα πρόδηλα βάσιμη η ανακοπή. Συνεπώς πρέπει να για λόγους πρόδηλης βασιμότητας το κυρίως ενδίκου βοηθήματος να γίνει δεκτή και η αίτηση αναστολής (βλ. με το προϊσχυσαν άρθρο 73 ΚΕΔΕ που πιθανολογούσε ευδοκίμηση της ανακοπής για την χορήγηση αναστολής την ΕΣ 1439/2006, Ι τμ.) .
Σύμφωνα με την παράγραφο 3α εισάγεται οριακή εξαίρεση από τον κανόνα της παρ.1 , ήτοι ότι το Δικαστήριο της αναστολής δεν εξετάζει το παραδεκτό και βάσιμο του κυρίως ενδίκου βοηθήματος. Εάν λοιπόν η έφεση είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη , δηλαδή χωρίς ιδιαίτερη έρευνα , αλλά από το ίδιο το δικόγραφο σε αντιπαραβολή με την προσβαλλόμενη πράξη προκύπτει το απαράδεκτο ή αβάσιμο , σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Για παράδειγμα το δικόγραφο της εφέσεως και η αίτηση αναστολής στρέφεται κατά μη εκτελεστής πράξης , όπως είναι η πορισματική έκθεση ή το φύλλο μεταβολών και ελλείψεων (ΕΣ 294/2014, Ι τμ.) ή κατά γνήσια παραλειπτικής πράξης διότι η απόφαση της αναστολής θα ισοδυναμούσε με την έκδοση θετικής διοικητικής πράξης κατά παράβαση της διάκρισης των εξουσιών (ΕΣ 560/2017 Ολομ.). Ειδικά όμως για τις συνταξιοδοτικές διαφορές που δημιουργούνται από κανονισμό σύνταξης το άρθρο 104 προβλέπει την δυνατότητα αίτησης προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, που είναι παραδεκτό και επι γνήσια παραλειπτικών (αρνητικών) πράξεων. Αντίθετα εάν η πράξη παραλείπει να συνεχίσει υφιστάμενη νόμιμη κατάσταση είναι δεκτική αναστολής υπο την έννοια της εξακολουθήσεως συνεχίσεως της αρχικής ρητής θετικής εκτελεστής πράξης.
Η αίτηση αναστολής απορρίπτεται στις εξής περιπτώσεις :
α) Εάν έφεση είναι πρόδηλα απαράδεκτη ιδίως εάν προσβάλλει πράξεις γνήσια παραλειπτικού περιεχομένου ή κατά μη εκτελεστών πράξεων ή δεν προσδιορίζει την πράξη στρεφόμενη κατά κάθε συναφούς πράξεως (οπ. παρ.). Ο ΚΔΕΣ αναφέρεται μόνο στο ένδικο βοήθημα της έφεσης αλλά για την ταυτότητα του νομικού λόγου το αυτό ισχύει για κάθε ένδικο βοήθημα μέσο.
β) Εάν το Δικαστήριο κάνει στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημόσιου συμφέροντος και κρίνει ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή της αίτησης αναστολής θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος.
Το δημόσιο συμφέρον συνήθως θα είναι η εξασφάλιση μίας μεγάλης απαίτησης του Δημοσίου κατά του αιτούντος που πρέπει να συνδέεται με ζητήματα εθνικής άμυνας, εξωτερικής πολιτικής κλπ (ΕΣ 623/2015, Ι τμ.). Πάντως το δικαστήριο μπορεί να κάνει χρήση πλέον της νεοπαγούς ρύθμισης της παρ.2 του άρθρου 96 ΚΔΕΣ.
γ) Εάν η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί (§4). Η ρύθμιση αυτή αντιγράφει την παρ. 5 του άρθρου 202 του ΚΔΔ. Αντίθετα στην ακυρωτική δικονομία δεν προβλέπεται τέτοια ρύθμιση. Η διάταξη ενόψει του άρθρο 20§1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Δηλαδή μόνο στις περιπτώσεις που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αναβιώσει η κατάσταση που μεταβλήθηκε από την εκτέλεση της πράξης.
Ειδικά για την ταμειακή βεβαίωση η διάταξη προσθέτει σε σχέση με την αντίστοιχη του ΚΔΔ ότι δεν συνεπάγεται εκτέλεση της χρηματικού περιεχομένου πράξης, προδήλως για να μην χρειάζεται ερμηνεία της διάταξης , υπό το πρίσμα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και επαναληφθεί το πρόβλημα που είχε ανακύψει στα Διοικητικά Δικαστήρια και λύθηκε με την απόφαση 2040/2007 της Ολομέλειας του ΣτΕ. Πάγια ήδη και πριν την νέα διευκρινιστική διάταξη το Ελεγκτικό Συνέδριο , υπο το προϊσχύσαν δίκαιο, δεχόταν ότι η ταμειακή βεβαίωση δεν αποτελεί το τέλος της αναγκαστικής εκτέλεση του νόμιμου τίτλου, αλλά το αντίθετο , αφού είναι η πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και δεν καθιστά απαράδεκτη την αίτηση αναστολής (ΕΣ 3009/2009, VII).
Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται και η προσωρινή δικαστική προστασία, είναι δυνατή η αναστολή εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης, ακόμα και μετά την έναρξη της διαδικασίας για την αναγκαστική εκτέλεση αυτής, πρώτη πράξη της οποίας αποτελεί η ταμειακή βεβαίωση του καταλογισθέντος ποσού. Δοθέντος δε ότι η ταμειακή βεβαίωση συνιστά την εναρκτήρια πράξη της διαδικασίας είσπραξης του καταλογισθέντος ποσού, χωρίς να εξαντλείται με την έκδοση αυτής η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης του νομίμου τίτλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιφέρει τη δημιουργία μιας δυσχερώς αναστρέψιμης πραγματικής κατάστασης (πρβλ Ολ. Σ.τ.Ε. 2040/2007, βλ. IV Τμ. 1820/2008). Η χορήγηση δε της αιτούμενης αναστολής της εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης, μετά από άσκηση έφεσης κατ` αυτής, η οποία και παρέχει την πληρέστερη προστασία σε σχέση με τη χορήγηση αναστολής της εκτέλεσης επιμέρους πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης, όπως η ταμειακή βεβαίωση, καθιστά αυτοδικαίως ανενεργό την ταμειακή βεβαίωση του καταλογισθέντος ποσού, με περαιτέρω συνέπεια την αδυναμία λήψης μέτρων αναγκαστικής είσπραξης αυτού. Επομένως, σε περίπτωση χορήγησης της αιτούμενης αναστολής εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης επ΄ ευκαιρία εφέσεως , η τυχόν εκκρεμούσα αίτηση για αναστολή της εκτέλεσης της οικείας ταμειακής βεβαίωσης κατ΄άρθρο 99 ΚΔΕΣ, επ΄ ευκαιρία ασκηθείσης ανακοπής κατά το άρθρο 142 ΚΔΕΣ καθίσταται άνευ αντικειμένου.
Αίτημα δικαστικής δαπάνης είναι απορριπτέο διότι η αίτηση αναστολής υποβάλλεται αποκλειστικά για το συμφέρον του αιτούντος και έχει προσωρινό χαρακτήρα και άρα δεν δικαιολογεί την καταδίκη του καθού (ΕΣ 2261/2014, 1720/2006 Ολομ.).
Άρθρο 97
Προδικασία της αίτησης αναστολής
- Η αίτηση αναστολής, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 59, πρέπει να αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούν την αναστολή.
- Η αίτηση αναστολής κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η έφεση, και πρέπει να συνοδεύεται από δύο (2) απλά αντίγραφα, καθώς και επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης.
- Στις διαφορές από καταλογισμούς:
(α) αν ο αιτών την αναστολή είναι φυσικό πρόσωπο, δηλώνεται και το παγκόσμιο εισόδημα από κάθε πηγή, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή του ή της συζύγου και των ανήλικων τέκνων του,
(β) αν ο αιτών είναι νομικό πρόσωπο, δηλώνεται και το παγκόσμιο εισόδημα από κάθε πηγή, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή συνδεδεμένου νομικού προσώπου με το αιτούν, καθώς και των φυσικών προσώπων που ευθύνονται ατομικά για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου.
Ως συνδεδεμένο νομικό πρόσωπο για την εφαρμογή της περ. β’ νοείται το νομικό πρόσωπο με σχέση ουσιώδους διοικητικής ή οικονομικής εξάρτησης ή ελέγχου από το αιτούν νομικό πρόσωπο ή λόγω ουσιώδους εξάρτησης και των δύο από το ίδιο ή τα ίδια πρόσωπα.
- Η περιουσιακή κατάσταση κατά την έννοια της παρ. 3 περιλαμβάνει ιδίως τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε ακίνητα, τις καταθέσεις οποιουδήποτε είδους και τα συναφή τραπεζικά προϊόντα, τις επενδύσεις σε κινητές αξίες, τα μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς, τα δάνεια και τις δωρεές, τις μετοχές, τα μερίδια, τα δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής σε κεφάλαιο σε οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα, καθώς και τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε κινητά μεγάλης αξίας. Αν δεν υποβληθεί ή είναι ελλιπής η δήλωση της παρ. 3, μπορεί, λαμβανομένου υπόψη και του προβαλλόμενου λόγου αναστολής, να απορριφθεί η αίτηση.
- Με πράξη που συντάσσεται πάνω στο δικόγραφο της αίτησης αναστολής, ο Πρόεδρος του Τμήματος διατάζει τον αιτούντα να επιδώσει προς τη διοίκηση και τον τρίτο, ο οποίος έχει δικαίωμα να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση στη δίκη της αντίστοιχης έφεσης, αντίγραφα της αίτησης αναστολής και της έφεσης. Η διοίκηση υποχρεούται να αποστείλει στο Τμήμα αντίγραφο της πράξης ή απόφασης της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης, καθώς και τον σχετικό φάκελο με τις απόψεις της. Προς τούτο, με την ίδια πράξη, τάσσεται σ’ αυτήν προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε (5) ημερών. Μέχρι τη λήξη της ίδιας προθεσμίας ο αιτών οφείλει να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζει τους ισχυρισμούς του, καθώς και τα αποδεικτικά των επιδόσεων που διατάχθηκαν με την ανωτέρω πράξη του Προέδρου του Τμήματος.
Σχετικές διατάξεις : αρθ. 203 ΚΔΔ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Το δικόγραφο της αίτησης αναστολής πρέπει να έχει τα βασικά στοιχεία που πρέπει να φέρουν όλα τα δικόγραφα που κατατίθενται στο Ελεγκτικό Συνέδριο και αναφέρονται στο άρθρο 59 ΚΔΕΣ. Δεν απαιτείται η απόδειξη της πληρεξουσιότητας του υπογράφοντος δικηγόρου κατά την συζήτηση της αιτήσεως αναστολής , δεδομένου ότι η απόδειξη αυτή ρητώς απαιτείται μόνο κατά την επ΄ ακροατηρίου συζήτηση του κυρίως ενδίκου βοηθήματος κατά το άρθρο 39 ΚΔΕΣ (ΣτΕ επ. αναστολών 238/2014 πιλοτική) . Είναι πάντως απαράδεκτη η αίτηση αναστολής που υπογράφεται μόνο από το αιτούντα.
Σε κάθε περίπτωση δεν είναι απαράδεκτη η αίτηση αναστολής ένα δεν συνοδεύεται από τα προβλεπόμενα δυο αντίγραφα και την έφεση, αφού το Δικαστήριο μπορεί να προβεί σε έκδοση αντιγράφων αυτής και έχει ήδη στο αρχείο του ή στην διάθεσή του την ασκηθείσα έφεση.
Η παράγραφος 3 εισάγει καινοτομία για το δίκαιο της αναστολής στη δημοσιονομική δίκη κατ΄αντιγραφή της παρόμοιας διάταξης του άρθρου 203§2 του ΚΔΔ που ισχύει για τις φορολογικού και τελωνειακού περιεχομένου δίκες επι προσφυγής απαιτώντας να υποβάλλει ειδικά για τις διαφορές από καταλογιστικές πράξεις ο αιτών εάν είναι φυσικό πρόσωπο δήλωση παγκόσμιου εισοδήματος από κάθε πηγή αυτού , της συζύγου του και των ανηλίκων τέκνων του, ενώ εάν είναι νομικό πρόσωπο προσέτι και δήλωση παγκοσμίου εισοδήματος των συνδεδεμένων με αυτό νομικών προσώπων καθώς και των φυσικών προσώπων που ευθύνονται ατομικά για τις υποχρεώσεις του, όωπς για παράδειγμα διευθύνοντες σύμβουλοι Α.Ε, μέλη διοικητικού συμβουλίου κλπ. Ως συνδεδεμένο νομικό πρόσωπο νοείται το νομικό πρόσωπο με σχέση ουσιώδους διοικητικής ή οικονομικής εξάρτησης ή ελέγχου από το αιτούν νομικό πρόσωπο ή λόγω ουσιώδους εξάρτησης και των δύο από το ίδιο ή τα ίδια πρόσωπα.
Η υποβολή της δήλωσης παγκόσμιου εισοδήματος , σε αντίθεση με το ΚΔΔ , δεν άγει άνευ ετέρου σε απόρριψη τη αιτήσεως αναστολής ως απαραδέκτου. Αφήνεται στο κρίση του Δικαστηρίου να σταθμίσει το λόγο αναστολής και δύναται να απορρίψει την αίτηση λόγω μη υποβολής παγκοσμίου εισοδήματος ως απαράδεκτη κατά την παράγραφο 3.
Με το προϊσχύσαν δίκαιο η νομολογία του Δικαστηρίου δεν απαιτούσε ως προϋπόθεση παραδεκτού την δήλωση αυτή. Το Δικαστήριο όμως είχε προβεί σε απόρριψη αιτήσεως αναστολής σε μεγάλη υπόθεση που διακυβεύονταν πολλά εκατομμύρια ευρώ εις βάρος του Δημοσίου , υπονοώντας ότι έπρεπε να έχει υπάρξει από πλευράς του αιτούντος τέτοια δήλωση (ΕΣ 570/2014, IVτμ. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της διαφοράς από την οποία προέκυψε η επίδικη οφειλή (μη απόδοση του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.), καθώς και την ιδιότητα του αιτούντος ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου, κατά τον κρίσιμο χρόνο, της εταιρείας «ΚΕΝΤΩΡ ΕΜΠΟΡΙΟ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε.» (πρώην ΕΝΕRGA A.E.), η οποία φέρεται ότι δεν απέδωσε στο Ελληνικό Δημόσιο, ως όφειλε, το επίδικο ποσό, δεν πείθεται, από μόνη την υποβολή των παραπάνω στοιχείων, ότι ο αιτών θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. Τούτο, διότι, τα προσκομισθέντα στοιχεία, αφορούντα αποκλειστικά στο εισόδημά του και τις κατά δήλωσή του τραπεζικές καταθέσεις σε μία μόνο Τράπεζα, δεν δύνανται, εξ αντικειμένου, να θεωρηθεί ότι αποτυπώνουν πλήρως την εν γένει περιουσιακή του κατάσταση, δοθέντος ότι δεν υποβλήθηκαν, ενδεικτικά, στοιχεία για την ύπαρξη ή μη ακίνητης περιουσίας στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, δήλωση κατοχής μετοχών ή άλλων χρηματοοικονομικών προϊόντων (ομόλογα, ομολογίες, μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κ.λπ.), άλλων καταθέσεων στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, οχημάτων, δήλωση για τυχόν συμμετοχή του σε κάθε είδους επιχειρήσεις κ.λπ.].
Άρθρο 98
Κύρια διαδικασία
- Για την αναστολή αποφαίνεται το Τμήμα σε συμβούλιο, κατά τη συνεδρίαση του οποίου μπορεί να κληθούν να εμφανισθούν και οι διάδικοι.
- Αν η πράξη αφορά και σε τρίτο που έχει δικαίωμα να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση κατά τη δίκη της αντίστοιχης έφεσης, αυτός μπορεί, με υπόμνημα που κατατίθεται το αργότερο εντός της προθεσμίας της παρ. 5 του άρθρου 97, να εκθέσει τις απόψεις του, έστω και αν δεν έχει ασκήσει παρέμβαση.
Σχετικές διατάξεις : 204 ΚΔΔ, 52§2 π.δ 18/1989.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ο ΚΔΕΣ εισάγει νέα ρύθμιση ως προς την εκδίκαση της αίτησης αναστολής. Παύει πλέον η επ΄ακροατηρίου συζήτησή της και προδήλως για λόγους ταχείας απονομής της προσωρινής απόφασης προβλέπεται η εκδίκαση της σε Συμβούλιο (incamera, inchambers). Η παρουσία των διαδίκων είναι δυνητική και εναπόκειται στη κρίση του Συμβουλίου αναστολής. Τρίτοι προτιθέμενοι ν΄ ασκήσουν παρέμβαση , μπορούν ν΄ υποβάλλουν υπόμνημα ακόμη και εάν δεν άσκησαν παρέμβαση.
Άρθρο 99
Προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης
- Ο Πρόεδρος του Τμήματος ή ο οριζόμενος από αυτόν δικαστής μπορεί, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα με την αίτηση αναστολής ή αυτοτελώς μετά την κατάθεσή της, να εκδώσει προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης, η οποία καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση. Αποφαίνεται δε το ταχύτερο δυνατόν, μετά την προσκόμιση του αποδεικτικού επίδοσης στη διοίκηση, με τη φροντίδα του αιτούντος, της αίτησης αναστολής που περιέχει το σχετικό αίτημα ή της αίτησης αναστολής και της αυτοτελούς αίτησης, καθώς και της έφεσης. Η διοίκηση μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις της μέσα σε δύο (2) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση.
- Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις αποφαίνεται χωρίς τις πιο πάνω επιδόσεις, οι οποίες, αν εκδοθεί προσωρινή διαταγή, γίνονται από τον αιτούντα αμέσως. Σε διαφορετική περίπτωση, η προσωρινή διαταγή ανακαλείται κατά την παρ. 3.
- Η προσωρινή διαταγή ισχύει έως την έκδοση της απόφασης για την αίτηση αναστολής, μπορεί δε να ανακληθεί, μετά από αίτηση διαδίκου ή τρίτου που έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, από τον Πρόεδρο ή τον δικαστή που ορίστηκε, καθώς και από το αρμόδιο για την αναστολή Τμήμα.
- Η αίτηση ανάκλησης προσωρινής διαταγής επιδίδεται στον αιτούντα, ο οποίος μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του μέσα σε δύο (2) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση. Η επίδοση στον αιτούντα παραλείπεται σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις.
Σχετικές διατάξεις : 204§3 ΚΔΔ, 52§5 π.δ 18/1989.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Η διάταξη περί προσωρινής διαταγής θεσμοθετείται πρώτη φορά στη δημοσιονομική δικονομία. Όμως στη πρακτική του Δικαστηρίου λειτουργούσε με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 204§3 του ΚΔΔ. Για να δοθεί προσωρινή διαταγή θα πρέπει ο αιτών, κατ΄απόκλιση από το ανακριτικό σύστημα να επιδώσει πρώτα κεκυρωμένο αντίγραφο της αίτησης αναστολής αλλά και της έφεσης στη διοίκηση η οποία θα πρέπει να υποβάλλει τις απόψεις εντός 2 ημερών. Συνεπώς υφίσταται ένα κενό δικαίου και ενδεχόμενο εκτέλεσης στο διάστημα αυτό. Για το λόγο αυτό η διάταξη προβλέπει στη παράγραφο 2 ότι ένα κρίνει ο δικαστής υπηρεσίας ότι υπάρχει εξαιρετικός κίνδυνος εκτελέσεως να δώσει καταρχήν την προσωρινή διαταγή και ο αιτών να κάνει αμέσως μετά τις επιδόσεις, άλλως αυτή ανακαλείται.
Η προσωρινή διαταγή είναι μέτρο «αστυνομικού» χαρακτήρα, όλως προσωρινό και για το λόγο αυτό η διατύπωση της περιορίζεται συνήθως σε μια πρόταση χωρίς αιτιολογία και άλλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την δικαστική απόφαση. Δεν παράγει δεδικασμένο, αλλά η παραβίαση της από τους υπαλλήλους της διοίκησης μπορεί να συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα ή κατά το ποινικό δίκαιο το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος, ενώ τυχόν περαιτέρω πράξεις εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξεις αδρανοποιούνται. Αντίθετα η παραβίαση της από τρίτους διοικούμενους, που θα είναι βέβαια σπάνια περίπτωση, δεν φαίνεται να γεννά αξιόλογες νομικές κυρώσεις , κατ΄αντίθεση με τον ΚΠολΔ .
Συνεπώς είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας η πρόβλεψη της παραγράφου 4 κατά την οποία μπορεί χωρίς κλήτευση του αιτούντος ν΄ανακληθεί η δοθείσα προσωρινή διαταγή κατ΄ εκτίμηση του δικαστή ότι συντρέχουν εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις.
Άρθρο 100
Απόφαση
- Αν γίνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή η αίτηση, διατάσσεται η ολική ή μερική αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης με την έφεση πράξης.
- Η αναστολή, αν στη σχετική απόφαση δεν ορίζεται διαφορετικά, ισχύει έως τη δημοσίευση οριστικής απόφασης για την έφεση ή την κατάργηση της δίκης επί της τελευταίας.
- Με την απόφαση με την οποία διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης, το Τμήμα μπορεί, ακόμη και αν δεν έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα, να διατάξει και κάθε αναγκαίο για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος μέτρο, όπως:
(α) την κατάθεση στον καθ’ ου η αίτηση, μέσα σε τακτή προθεσμία, εγγυητικής επιστολής αναγνωρισμένης τράπεζας για ποσό που καθορίζεται με την απόφαση αυτή, ή (β) την εγγραφή από τον καθ’ ου η αίτηση προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο του αιτούντος για ποσό που καθορίζεται με την ίδια απόφαση, ή
(γ) την τήρηση οποιουδήποτε άλλου κατάλληλου όρου κρίνει αναγκαίο το Τμήμα για την προστασία των συμφερόντων του καθ’ ου η αίτηση από την αναστολή.
- Η απόφαση που εκδίδεται για την αίτηση αναστολής κοινοποιείται στους διαδίκους με τη φροντίδα της γραμματείας, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 297.
- Οι αποφάσεις που εκδίδονται για την αίτηση αναστολής μπορεί να ανακληθούν, ολικώς ή μερικώς, ύστερα από αίτηση διαδίκου ή τρίτου που έχει έννομο συμφέρον, αν η αίτηση ανάκλησης στηρίζεται σε νέα στοιχεία. Για την εκδίκαση της αίτησης αυτής εφαρμόζονται αναλόγως οι παρ. 1 έως και 4 του παρόντος και τα άρθρα 95 έως 99.
- Αν υποβληθεί παραίτηση από την αίτηση αναστολής, συντάσσεται σχετικό πρακτικό και αποδίδεται το παράβολο στον αιτούντα.
Σχετικές διατάξεις : αρθ. 205 ΚΔΔ, αρθ. 52§6,7 και8 του π.δ 18/1989.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Η απόφαση της αναστολής παράγει δεσμευτικό προσωρινό δεδικασμένο.
Προβλέπεται για πρώτη φορά η δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή αλλά με την παροχή εγγυήσεων ή όρων που θα κρίνει το δικαστήριο προς εξασφάλιση των συμφερόντων του καθού.
Η απόφαση της αναστολής επιφέρει συνεκδοχικά την αδρανοποίηση της προσβαλλόμενης με την έφεση πράξης. Συνεπώς η διοίκηση παρανόμως προβαίνει σε ταμειακή βεβαίωση του ποσού μετά την έκδοση της απόφασης επι της αναστολής λόγω ασκήσεως εφέσεως κατά του νόμιμου τίτλου. Περαιτέρω εάν ο αιτών έχει ασκήσει και ανακοπή κατά της ταμειακή βεβαίωσης, εφόσον ήδη επήλθε με την αναστολή η αδρανοποίηση των πράξεων διοικητικής εκτέλεσης, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η, δυνάμει αυτών, λήψη περαιτέρω νομικών ή υλικών μέτρων διοικητικής εκτέλεσης, όπως η ταμειακή βεβαίωση. Εάν έχει χωρήσει ήδη αναστολή του νομίμου τίτλου λόγω αναστολής επι ασκηθείσης αιτήσεως συνεπεία εφέσεως (μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί εφέσεως), κάθε πράξη διοικητικής εκτέλεσης που έχει προηγηθεί αυτής (ως τέτοιας νοούμενης της ταμειακής βεβαίωσης του χρέους και της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας) αδρανοποιείται, καθόσον η απόφαση επί της αναστολής παρέχει πλήρη δικαστική προστασία, η οποία καταλαμβάνει και το στάδιο της εκτέλεσης, κατά τρόπον ώστε να μην δύναται πλέον να ληφθεί σε βάρος του οφειλέτη οιοδήποτε περαιτέρω μέτρο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της σε βάρος του αξίωσης (πρβλ. αποφάσεις Ολομ.Ελ.Συν. 2503/2015, 2659/2013, 3023/2009, 2375/2007). Τυχόν δε λήψη τέτοιων μέτρων από τη Διοίκηση συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης συμμόρφωσης προς την απόφαση αναστολής, η οποία απορρέει από το άρθρο 95 παρ.5 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Ν. 3068/2002, που επιβάλλουν στη Διοίκηση, επ’ απειλή κυρώσεων, την υποχρέωση να προβαίνει με θετικές ενέργειες ή παραλείψεις σε αναμόρφωση των νομικών και πραγματικών καταστάσεων για την πραγμάτωση των κριθέντων με αποφάσεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας (Πρακτικά Ολομ.Ελ.Συν. της 16ης Γεν.Συν./19.9.2012, της 3ης Γεν.Συν./26.1.2011, της 9ης Γεν.Συν./19.5.2010, Ολομ.ΣτΕ 2040/2007, ΣτΕ 4436/2013, ΕΔΔΑ απόφαση της 16.9.2010 «Αναγνώστου – Δεδούλη κατά Ελλάδος», της 28.10.2010 «Βλαστός κατά Ελλάδος», της 10.5.2007 «Πανταλέων κατά Ελλάδος»). Επομένως, μετά τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης λόγω ασκηθείσης εφέσεως, το αίτημα για παροχή δικαστικής προστασίας λόγω αναστολής επ΄ ευκαιρία ασκηθείσης ανακοπής στερείται αντικειμένου, διότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή η μη διενέργεια πράξεων διοικητικής εκτέλεσης έχει ήδη επιτευχθεί με την αναστολή εκτέλεσης του νομίμου τίτλου (αποφάσεις Ελ.Συν. 1170/2017 Ολομ., 2675/2014 όπου και μειοψηφία, 2346/2014, 2336/2014, 1208/2014, 1205/2014, 1754/2012, 874/2012, 3009/2009, 1820/2008, contra αποφάσεις Ελ.Συν. 1059/2013, 2140/2013).
Η απόφαση της αναστολής έχει προσωρινό χαρακτήρα. Όμως πρέπει να φέρει τα τυπολογικά στοιχεία της δικαστικής απόφασης , σ΄ αντίθεση με την προσωρινή διαταγή και παράγει προσωρινό δεδικασμένο.
Η απόφαση αυτή μπορεί ν΄ ανακληθεί είτε είναι απορριπτική της αναστολής είτε την έχει κάνει δεκτή. Με τον ΚΔΕΣ λοιπόν δεν μπορεί να υποβληθεί μετά την απόρριψη της πρώτης αίτησης αναστολής νέα αίτηση αναστολής, αλλά μόνο αίτηση ανακλήσεως της απορριπτικής απόφασης, επι τη βάσει νεών στοιχείων , που θα πρέπει να είναι οψιγενή. Δηλαδή να είναι στοιχεία που δεν υπήρχαν κατά το χρόνο έκδοσης της απορριπτικής απόφασης.
Άρθρο 101
Αναστολή εκτέλεσης στις διαφορές από τη διοικητική εκτέλεση
- Η προθεσμία και η άσκηση ανακοπής εκτέλεσης δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, με την εξαίρεση της περ. ε’ της παρ. 2 του άρθρου 142, κατά την οποία η πράξη αναστέλλεται, ως προς τους δανειστές των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης του Τμήματος επί της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης.
- Στις περ. α’, β’ και δ’ της παρ. 2 του άρθρου 142 και για όσο χρόνο εκκρεμεί η ανακοπή, μπορεί να υποβληθεί από τον ανακόπτοντα ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση για την αναστολή της εκτέλεσης των προσβαλλόμενων πράξεων. Αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το Τμήμα στο οποίο εκκρεμεί η ανακοπή, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των άρθρων 94 έως και 100.
Άρθρο 102
Αναστολή εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων
- Η προθεσμία και η άσκηση των ένδικων μέσων της αίτησης αναίρεσης, της αίτησης αναθεώρησης, της ανακοπής ερημοδικίας, της τριτανακοπής και της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας κατά απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης αυτής.
- Η αναστολή, ολικώς ή μερικώς, της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης μπορεί να διαταχθεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου, πριν αυτό αποφανθεί για το ένδικο μέσο.
- Για την αναστολή της προσβαλλόμενης με αίτηση αναθεώρησης, ανακοπή ερημοδικίας, τριτανακοπή και αίτηση επανάληψης της διαδικασίας απόφασης, αρμόδιο είναι το Τμήμα στο οποίο εκκρεμεί το ένδικο μέσο. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 95 έως και 100.
- Για την αναστολή της προσβαλλόμενης με αίτηση αναίρεσης απόφασης, αρμόδια είναι Επιτροπή, η οποία αποτελείται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, επτά Συμβούλους, έναν από κάθε Τμήμα, που ορίζονται από την Ολομέλεια στην αρχή κάθε δικαστικού έτους, και τον εισηγητή της υπόθεσης. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 96, 97, η παρ. 1 του άρθρου 98, καθώς και τα άρθρα 99 και 100.
Άρθρο 103
Αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης
Για την αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης καταψηφιστικής απόφασης του Δικαστηρίου, που επισπεύδεται σε βάρος του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αποφαίνεται με τη διαδικασία των δύο πρώτων εδαφίων του άρθρου 95, των παρ. 1, 2 και 5 του άρθρου 97 και της παρ. 1 του άρθρου 98, το αρμόδιο, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 305 Τμήμα.
Άρθρο 104
Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης
- Στις διαφορές από τον κανονισμό σύνταξης, αν ασκηθεί έφεση, ο εκκαλών μπορεί με αίτησή του να ζητήσει τη λήψη μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης. Το Δικαστήριο, αν γίνει δεκτή εν όλω ή εν μέρει η αίτηση, μπορεί να διατάξει προς τούτο κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέτρο χωρίς δέσμευση από τις προτάσεις των διαδίκων.
- Αρμόδιο για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης είναι το Τμήμα, στο οποίο εκκρεμεί η έφεση.
- Η αίτηση για την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης γίνεται δεκτή μόνον όταν το Δικαστήριο κρίνει, ύστερα από πιθανολόγηση, ότι:
(α) υφίσταται θεμιτή προσδοκία δικαιώματος θεμελιωμένη σε αντικειμενικά στοιχεία προς αναγνώριση υπέρ του αιτούντος του δικαιώματος που διεκδικεί με την έφεση και
(β) από τη μη προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης ο αιτών κινδυνεύει να περιαχθεί σε κατάσταση από αυτές που απαγορεύονται από το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
- Αν η αίτηση για την προσωρινή ρύθμιση κατάστα-σης γίνει δεκτή, η υπόθεση προσδιορίζεται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, αν δεν έχει ήδη προσδιορισθεί, στην πιο σύντομη δυνατή δικάσιμο.
Κατά τα λοιπά, για την εκδίκαση της αίτησης προ-σωρινής ρύθμισης εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 95 και 97 έως 100.
Άρθρο 105
Μέτρα διασφάλισης της δημόσιας αξίωσης
- Αν ασκηθεί αίτηση καταλογισμού από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή άλλο αρμόδιο κατά νόμο όργανο, εκείνος που άσκησε την αίτηση, μπορεί, με αυτοτελή αίτησή του, να ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων διασφάλισης της αξίωσης του Δημοσίου ή του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπέρ του οποίου διώκεται ο καταλογισμός.
- Αρμόδιο για τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων είναι το Τμήμα, στο οποίο εκκρεμεί η αίτηση καταλογισμού, και για την εκδίκαση της αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων εφαρμόζονται αναλόγως τα δύο πρώτα εδάφια του άρθρου 95, οι παρ. 1, 2 και 5 του άρθρου 97 και η παρ. 1 του άρθρου 98.
- Η αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων γίνεται δε-κτή, αν πιθανολογηθούν τόσο η ευδοκίμηση της αίτησης καταλογισμού, όσο και ο κίνδυνος όπως η ικανοποίηση της αξίωσης του Δημοσίου ή του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, υπέρ του οποίου διώκεται ο καταλογισμός, καταστεί αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής αν δεν ληφθούν μέτρα. Πριν από τη λήψη της απόφασής του, το Τμήμα μπορεί να διατάξει τον καθ’ ου η αίτηση να υποβάλει στο Δικαστήριο δήλωση της περιουσιακής του κατάστασης, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 97.
- Αν η αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων γίνει δε-κτή, το Τμήμα μπορεί, σταθμίζοντας το συμφέρον του Δημοσίου ή του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για τη διασφάλιση της αξίωσής τους, τη βλάβη του καθ’ ου και τα συμφέροντα των τρίτων, να διατάξει, κατά την κρίση του και χωρίς δέσμευση από τις προτάσεις των διαδίκων, ένα ή περισσότερα από τα εξής μέτρα:
(α) την κατάθεση, μέσα σε τακτή προθεσμία, στο Δημόσιο ή τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, υπέρ του οποίου έχει ασκηθεί η αίτηση καταλογισμού, εγγυητικής επιστολής αναγνωρισμένης τράπεζας για ποσό που καθορίζεται με την απόφαση του Τμήματος,
(β) την εγγραφή από το Δημόσιο ή τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, υπέρ του οποίου έχει ασκηθεί η αίτηση καταλογισμού, προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο του καθ’ ου, για ποσό που καθορίζεται με την απόφαση
του Τμήματος,
(γ) τη συντηρητική κατάσχεση, σύμφωνα με τα άρθρα 707 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, κινητών, ακινήτων, εμπράγματων δικαιωμάτων επάνω σ` αυτά, απαιτήσεων και γενικά όλων των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, είτε βρίσκονται στα χέρια του είτε στα χέρια τρίτου, για ποσό που καθορίζεται με την απόφαση του Τμήματος.
- Τα ασφαλιστικά μέτρα, αν στη σχετική απόφαση δεν ορίζεται διαφορετικά, ισχύουν έως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης για την αίτηση καταλογισμού ή την κατάργηση της δίκης επί της τελευταίας.
- Η απόφαση που εκδίδεται για την αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, κοινοποιείται σε εκείνον που άσκησε την αίτηση καταλογισμού και στον καθ’ ου με τη φροντίδα της γραμματείας, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 297.
- Η απόφαση που εκδίδεται για την αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την αίτηση καταλογισμού ή του καθ’ ου ή τρίτου που έχει έννομο συμφέρον, αν η αίτηση ανάκλησης στηρίζεται σε νέα στοιχεία. Για την εκδίκαση της αίτησης αυτής εφαρμόζεται η παρ. 2.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΔΙΚΑΣΙΜΟΥ
Άρθρο 106
Πρόσβαση στα στοιχεία δικογραφίας
- Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας.
Οι διάδικοι δικαιούνται να λαμβάνουν, με δαπάνη τους:
(α) απλά ή επικυρωμένα αντίγραφα των εγγράφων που έχουν συνταχθεί επ’ ευκαιρία της δίκης και βρίσκονται στη δικογραφία και
(β) ύστερα από έγκριση του Προέδρου του Δικαστηρίου, απλά αντίγραφα των εγγράφων που έχουν συνταχθεί από όργανα δημόσιου φορέα και βρίσκονται επίσης στη δικογραφία.
- Ανάλογα δικαιώματα έχουν και οι τρίτοι, οι οποίοι νομιμοποιούνται να ασκήσουν παρέμβαση ή έχουν έννομο συμφέρον να λάβουν γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, εφόσον αποδεικνύουν τούτο.
- Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων της παρ. 2, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α’ 45).
Άρθρο 107
Τυπικές ελλείψεις στη δικογραφία
Πριν από τον προσδιορισμό δικασίμου από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, η γραμματεία του Δικαστηρίου εντοπίζει στον φάκελο της υπόθεσης τυπικές ελλείψεις που μπορεί να προκαλέσουν αναβολή στη συζήτηση της υπόθεσης. Μαζί με την κλήση στο ακροατήριο, ο διάδικος ενημερώνεται και για τις τυπικές ελλείψεις που η γραμματεία εντόπισε στον φάκελο, τις οποίες επαφίεται σ’ αυτόν να συμπληρώσει.
Άρθρο 108
Καταχώριση υποθέσεων στο πινάκιο
Μετά τον ορισμό της δικασίμου, οι προσδιορισθείσες υποθέσεις για κάθε δικάσιμο καταχωρίζονται σε πινάκιο τηρούμενο από τον γραμματέα, ο οποίος εν συνεχεία επιμελείται, υπό την εποπτεία του αρμόδιου προέδρου, την κλήτευση των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου για τη συζήτηση των υποθέσεων και τη σύνταξη για κάθε δικάσιμο εκθέματος συζητούμενων υποθέσεων.
Σχετικές διατάξεις : προϊσχύσασες αρθ.59 π.δ 1225/81, ΚΔΕΣ αρθ. 97§5, ΚΔΔ αρθ.127.
Ερμηνεία
Η διάταξη δεν ισχύει για την αίτηση προσωρινής δικαστικής προστασίας, όπου εφαρμογή το άρθρο 97§5 και 98§1 του ΚΔΕΣ όπου τις κλητεύσεις της αίτησης αναστολής κατά παρέκκλιση από το ανακριτικό σύστημα της κάνει ενώ στην εν συμβουλίω διαδικασία συζήτησης της αίτησης το Τμήμα μπορεί να διατάξει να κληθούν οι διάδικοι. Η παρέκκλιση αυτή δικαιολογείται από την ταχύτητα που πρέπει να χαρακτηρίζει την διαδικασία αναστολής και είναι σύμφωνη με το άρθρο 20§1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ (ΕΣ 1677/2006 Ολομ).
Άρθρο 109
Επίσπευση διαδικασίας
- Δύναται να ορισθεί δικάσιμος συντομότερη της αρχικώς ορισθείσας είτε αυτεπαγγέλτως από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου είτε με αίτηση διαδίκου.
- Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και κάθε διάδικος έχουν δικαίωμα να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου την επίσπευση της εκδίκασης της υπόθεσης. Μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, μπορεί να υποβληθεί αίτηση για την επίσπευση έκδοσης της απόφασης.
- Οι ως άνω αιτήσεις πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ειδικώς αιτιολογημένες και επαρκώς τεκμηριωμένες.
- Όταν την επίσπευση ζητεί ο διάδικος, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποδέχεται την αίτηση για επίσπευση μόνον αν πιθανολογήσει ότι, ενόψει του διακυβεύματος της υπόθεσης και της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος, η καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης εμπεριέχει τον κίνδυνο επέλευσης σοβαρής βλάβης στα συμφέροντα του διαδίκου. Για να αποφανθεί επί της αίτησης, ο Πρόεδρος συνεκτιμά τη συνολική επιβάρυνση του Δικαστηρίου, και ιδίως τον χρόνο εκκρεμότητας των λοιπών υποθέσεων αναφορικά με τον χρόνο εκκρεμότητας και τη φύση της υπόθεσης για την οποία ζητείται η προτίμηση στην εκδίκαση.
- Αν η αίτηση αφορά στην επίσπευση δημοσίευσης της απόφασης, ο Πρόεδρος την κοινοποιεί στον εισηγητή με σχετικές παρατηρήσεις του.
Σχετικές διατάξεις : π.δ 18/1989 αρθ. 33Α, ΚΔΔ αρθ.127§1 και 127Α .
Ερμηνεία
Για πρώτη φορά θεσμοθετείται στη δημοσιονομική δικονομία η αίτηση επιτάχυνσης δικασίμου καθώς και επίσπευσης εκδόσεως αποφάσεως, που εως τώρα λειτουργούσαν άτυπα.
Η αίτηση υποβάλλεται από κάθε διάδικο ή από τον Γενικό Επίτροπο. Πρέπει ν’ αναφέρει συγκεκριμένους λόγους επίσπευσης που θα πρέπει να συνοδεύονται με το κατάλληλο αποδεικτικό υλικό. Εφόσον την αίτηση υποβάλλει διάδικος θα πρέπει ν΄ αναφέρει και ν’ αποδεικνύει με προσκομιζόμενα στοιχεία ότι η καθυστέρηση σε συνάρτηση με το διακύβευμα της υπόθεσης θα του επιφέρει σοβαρή βλάβη στα συμφέροντά του, τα οποία εν προκειμένου κυρίως θα είναι οικονομικά . Μπορεί όμως να είναι και άλλου είδους, όπως δικονομικά, υπο την έννοια ότι η περαίωση της δημοσιονομικής δίκης θα εξαρτήσει την αθώωσή του σε εκκρεμεί ποινική δίκη κλπ.
Η αίτηση επιτάχυνσης σε αντίθεση με την συγγενή διάταξη της ακυρωτικής δικονομίας, δεν εξαρτά την υποβολή της από χρονικό όριο. Οπωσδήποτε όμως υπονοεί την πάροδο ενός ικανού χρόνου σε συνάρτηση με της φύση και το διακύβευμα της υπόθεσης και την πιθανολογούμενη βλάβη των συμφερόντων του διαδίκου. Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί και πριν τον ορισμό δικασίμου ακόμη και με τη κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος.
Άρθρο 110
Κλητεύσεις διαδίκων
- Η κλήση για συζήτηση επιδίδεται στους διαδίκους τριάντα (30) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση. Η προθεσμία αυτή μπορεί να συντμηθεί μέχρι οκτώ (8) πλήρεις ημέρες με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου.
- Κλήτευση είναι και η προφορική ανακοίνωση της δικασίμου από τη γραμματεία, εφόσον βεβαιώνεται με έγγραφο υπογραφόμενο από τον αρμόδιο υπάλληλο και αυτόν στον οποίο απευθύνεται η προφορική ανακοίνωση.
- Η κλήση για συζήτηση μπορεί να συντάσσεται και με χρήση ΤΠΕ και εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής. Η επίδοση της κλήσης του προηγούμενου εδαφίου γίνεται με χρήση ΤΠΕ, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από τον παραλήπτη ηλεκτρονική απόδειξη παραλαβής. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης καθορίζονται τα τεχνικά θέματα και οι λεπτομέρειες για τη διαδικασία ηλεκτρονικής επίδοσης, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
Σχετικές διατάξεις: προϊσχύσασες διατάξεις αρθ.59 π.δ 1225/81, Π.Δ 18/1989 αρθ. 21, ΚΔΔ αρθ.128.
Ερμηνεία
Η διάταξη προβλέπει τρείς τρόπους κλήτευσης των διαδίκων : α) γραπτώς με επίδοση κλήσης προ 30 ημέρων και κατά σύντμηση με πράξη του Προέδρου προ 8 ημερών. Ο νέος κώδικας αυξάνει την προθεσμία κλητεύσεως από 8 ημέρες που προέβλεπε το προϊσχύσαν άρθρο 59 του π.δ 1225/81 σε 30, β) προφορικά αλλά με σύνταξη εγγράφου που έχει υπογράψει ο κλητευθείς και γ) ηλεκτρονικά μέσω ηλεκτρονικού γράμματος ( e-mail) εφόσον φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή και ηλεκτρονική απόδειξη παραλαβής.
Οι προθεσμίες υπολογίζονται κατά τα άρθρα 84 και 85 του κώδικα.
Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στη διαδικασία της προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Η παραβίαση των τρόπων αυτών σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί επιδόσεων, συνιστά ουσιώδη τύπο και άγει σε αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενη ακυρότητα κατά το άρθρο 86§2 του ΚΔΕΣ.
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΔΙΚΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
ΕΝΔΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ
Άρθρο 111
Προσβαλλόμενες πράξεις
- Στο ένδικο βοήθημα της έφεσης σε Τμήμα υπόκεινται:
(α) οι πράξεις που εκδίδονται από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της ελεγκτικής αρμοδιότητας των οργάνων του,
(β) οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες εκδίδονται ή συντελούνται στο πλαίσιο (i) του ελέγχου των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των υπόχρεων σε δημόσια λογοδοσία, (ii) της απονομής των συντάξεων κατά την έννοια της περ. στ’ της παρ. 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος και της εκτέλεσης των σχετικών συνταξιοδοτικών πράξεων ή αποφάσεων ή της πληρωμής των συντάξεων γενικά, περιλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν σε καταλογισμό σύνταξης που εισπράχθηκε αχρεωστήτως και (iii) της αστικής ευθύνης των πολιτικών ή στρατιωτικών υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
- Παράλειψη συντρέχει όταν η διοικητική αρχή, ενώ υποχρεούται κατά τον νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για να ρυθμίσει ορισμένη έννομη σχέση. Η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τάσσει ο νόμος για την έκδοση, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, της πράξης αυτής. Αν από τον νόμο δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης στη διοίκηση. Η παράλειψη συντελείται, επίσης, με την έκδοση θετικής διοικητικής πράξης, από την οποία συνάγεται εμμέσως η βούληση της διοίκησης να μην προβεί στη ρύθμιση ορισμένης έννομης σχέσης.
- Στις περιπτώσεις που προβλέπεται από τον νόμο διοικητική προσφυγή κατά της πράξης ή της παράλειψης που πρέπει να ασκηθεί σε ορισμένη προθεσμία ενώπιον του ίδιου ή ιεραρχικώς προϊστάμενου ή άλλου ειδικώς κατεστημένου οργάνου και συνεπάγεται τον έλεγχο της πράξης ή της παράλειψης κατά τον νόμο και την ουσία (ενδικοφανής προσφυγή), η έφεση ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται επί της προσφυγής αυτής. Αν κατά της πράξης ή της παράλειψης προβλέπονται από τον νόμο περισσότερες από μια διαδοχικές ενδικοφανείς προσφυγές, η έφεση ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται επί της τελευταίας από τις προσφυγές αυτές. Το απαράδεκτο της έφεσης κατά τα προηγούμενα εδάφια δεν ισχύει, αν η αρμόδια διοικητική αρχή παρέλειψε να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο με οποιονδήποτε τρόπο πλήρως για την υποχρέωση και για τους όρους άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής.
- Αν παρέλθει η προθεσμία που τάσσει ειδικώς ο νόμος προς έκδοση απόφασης για την ενδικοφανή προσφυγή ή, εφόσον δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, αν παρέλθει άπρακτο τρίμηνο από την άσκησή της, η έφεση ασκείται κατά της τεκμαιρόμενης από την πάροδο της προθεσμίας απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής.
5. Η έφεση ασκείται παραδεκτώς και πριν από τη συντέλεση της παράλειψης ή της τεκμαιρόμενης απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, εφόσον όμως η συντέλεση αυτή έχει επέλθει κατά την πρώτη συζήτηση της έφεσης.
- Ρητή πράξη που εκδόθηκε μετά τη συντέλεση της παράλειψης ή της τεκμαιρόμενης απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής και έως την πρώτη συζήτηση της έφεσης, λογίζεται ως συμπροσβαλλόμενη. Μπορεί όμως και να προσβληθεί αυτοτελώς.
- Με την έφεση λογίζονται ως συμπροσβαλλόμενες και όλες οι μεταγενέστερες πράξεις ή παραλείψεις που είναι συναφείς με την προσβαλλόμενη, εφόσον έχουν εκδοθεί ή συντελεστεί αντιστοίχως έως την πρώτη συζήτηση. Στην περίπτωση αυτή, η αναβολή της συζήτησης για την υποβολή πρόσθετων λόγων, εφόσον ζητηθεί, είναι υποχρεωτική. Οι πράξεις ή οι παραλείψεις αυτές μπορεί να προσβληθούν και αυτοτελώς.
- Η διοικητική αρχή οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να χορηγεί ατελώς στον ενδιαφερόμενο βεβαίωση για την ημερομηνία υποβολής της κατά την παρ. 2 αίτησης ή για την ημερομηνία άσκησης της κατά την παρ. 4 ενδικοφανούς προσφυγής.
Σχετικές διατάξεις : προϊσχύσαν δίκαιο αρθ. 48 επ. π.δ 1225/81 και 82 -83 ΚΝΕΣ, ΚΝΕΣ 80 και 81.
Ερμηνεία
Ο κώδικας , σε αντίθεση με την προϊσχύσασα νομοθεσία που την χαρακτήριζε ως ένδικο μέσο , ονοματοδοτεί δικονομικά ορθά την έφεση στο Ελεγκτικό Συνέδριο ως ένδικο βοήθημα. Ουσιαστικά έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την προσφυγή του άρθρου 63 του ΚΔΔ, το οποίο κατά βάση αντιγράφει ο ΚΔΕΣ. Ο καταργηθείς όρος ένδικο μέσο είχε ιστορική προέλευση από το 1833. Δικονομικά η έφεση είναι ένδικο βοήθημα όπως η προσφυγή αφού ο εκκαλών προσβάλει την διοικητική πράξη του καταλογισμού ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού συνεδρίου και μπορεί με αυτήν να προτείνει νέους λόγους άσχετους με τους πραγματικούς ισχυρισμούς που ο αιτών τυχόν είχε προβάλλει ενώπιον του Επιτρόπου ή άλλου οργάνου καταλογισμού, αρκεί να μην μεταβάλλεται το αντικείμενο της δίκης (ΕΣ Ολομ. 1114/2007). Η έφεση είναι η «μητέρα» των ενδίκων βοηθημάτων της δημοσιονομικής δίκης.
Με την έφεση προσβάλλονται παραδεκτά κατά την φύση τους μόνο :
Α) Καταλογιστικές πράξεις από έλεγχο λογαριασμών των υπολόγων :
1) Ατομικές διοικητικές πράξεις , ρητές , αιτιολογημένες καταλογιστικές ελλείμματος , συστατικές οφειλής (νόμιμοι τίτλοι) που εκδίδονται από το Δικαστήριο δια των Επιτρόπων ή από άλλα όργανα της δημοσιονομικής διοίκησης. Αυτές έχουν ως περιεχόμενο τον καταλογισμό ελλειμμάτων μετά προσαυξήσεων ή τόκων, μετά από έλεγχο λογαριασμών κατά προσώπων που χαρακτηρίζονται σαν υπόλογοι ή συνευθυνόμενοι ή αχρεωστήτως λαβόντες (α. 1§1 περ. ιστ΄, 80 και 81 για ΕΛΚΕ σε ΚΝΕΣ) .
Από τη διατύπωση της διατάξεως της περιπτώσεως στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος συνάγεται ότι ως λογαριασμός νοείται, όχι μόνον η λογοδοσία, ως σύνολο, του υπόχρεου δημοσίου υπολόγου, αλλά και οποιαδήποτε, ανεξαρτήτως ειδικότερου τύπου, απεικόνιση των εσόδων και εξόδων δημοσίας διαχειρίσεως, ακόμη και η καταγραφή των συγκεκριμένων εκταμιεύσεων για την μισθοδοσία ενός και μόνου δημοσίου υπαλλήλου. Ως έλεγχος λογαριασμών νοείται, επίσης, και οποιαδήποτε αυτεπάγγελτος ή μη ενέργεια δημοσίας αρχής που έχει ως αντικείμενο ή συνέπεια την έστω και μερική επιβεβαίωση του ορθώς έχειν λογαριασμού δημοσίας διαχειρίσεως. Ως τέτοια επιβεβαίωση, κατά την έννοια της ως άνω συνταγματικής διατάξεως ερμηνευομένης ενόψει του ότι με αυτή θεσπίζεται δικαιοδοσία ανωτάτου δικαστηρίου, νοείται, όχι μόνον η επαλήθευση των λογιστικών πράξεων που περιέχει ο λογαριασμός, αλλά και κάθε έρευνα που διεξάγεται για να διαπιστωθεί η νομιμότητα των δεδομένων στα οποία στηρίζεται αυτός, όπως λ.χ. η έρευνα του αν έχει δικαίωμα να εισπράξει ο εκάστοτε λαβών το ποσό της εκταμιεύσεως.Οι πράξεις που έχουν ως αντικείμενο την τακτοποίηση δημοσίου λογαριασμού, εάν έχει διαπιστωθεί ότι τα στοιχεία που αυτός περιέχει είναι εσφαλμένα ή ότι τα δεδομένα στα οποία στηρίζεται είναι μη νόμιμα, προϋποθέτουν αναγκαίως την προηγούμενη διενέργεια ελέγχου των λογαριασμών δημοσίας διαχειρίσεως, διότι μόνο με αυτό τον τρόπο δύνανται να διαπιστωθούν τα ανωτέρω και, επομένως, οι διαφορές που αναφύονται από τις εν λόγω πράξεις υπάγονται στην κατ’ άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ΄ του Συντάγματος δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τέτοια δε πράξη τακτοποιήσεως λογαριασμού είναι η καταλογιστική, η οποία εκδιδόμενη εις βάρος του ανοικείως λαβόντος, τείνει στη κάλυψη ελλείμματος που διαπιστώθηκε κατά τον έλεγχο δημοσίου λογαριασμού (ΕΣ 3407/2014, 1104/2007, Ολομ).
2) Αρνητικές (απορριπτικές) διοικητικές πράξεις εκδοθείσες μετά από ασκηθείσα αναθεώρηση κατά της αρχικής πράξεως καταλογισμού κατά το άρθρο 152§12 του Δημοσίου Λογιστικού (τέως 56§12 ΚΔΛ) ή κατ΄άρθρο 48§1 του ΚΝΕΣ.
Β) Πράξεις «οιονεί» καταλογιστικές:
1) Ατομικές διοικητικές πράξεις καταλογισμού αστικής ευθύνης κατά δημοσίων και μονίμων υπαλλήλων , στρατιωτικών και λοιπών σωμάτων ασφαλείας, κατ΄άρθρο 68 και 69 ΚΝΕΣ, για θετική ζημία που προκάλεσαν στο κράτος, βάσει ειδικών διατάξεων (αρθ.1§1περ.ιε’ και ιη΄ ΚΝΕΣ).Σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1(ζ) του Συντάγματος, οι υποθέσεις που αναφέρονται στην αστική ευθύνη των δημοσίων υπαλλήλων για τις ζημίες που προκάλεσαν στο Κράτος ή σε άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία του (ΕΣ 156/2013 IVτμ., 2094/2004). Για παράδειγμα παραδεκτώς ασκείται έφεση κατά πράξεως καταλογισμού Ιατρού του ΕΣΥ από τον Διοικητή του ΟΓΑ για ζημίες που προκάλεσε στον οργανισμό από παράνομη συνταγογράφηση ή πράξεις καταλογισμού ζημίας των οργάνων του ΥΕΘΑ δυνάμει του Λογιστικού των Ενόπλων δυνάμεων ( Ν.Δ 721/1970) κατά στρατιωτικών που προκάλεσαν θετική ζημία κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας τους ή αστυνομικών δυνάμει του άρθρου 52 του β.δ/τος της 15.5.1959 «Περί Κυρώσεως του Κανονισμού Οικονομικής Υπηρεσίας Χωροφυλακής» (ΦΕΚ 151 Α΄), οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ. 2 του ν. 1481/1984 (ΦΕΚ 152 Α΄), με τον οποίο συστάθηκε η Ελληνική Αστυνομία, όπου οι ανήκοντες στα Σώματα Ασφαλείας, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η Ελληνική Αστυνομία, ευθύνονται έναντι του Δημοσίου και καταλογίζονται είτε με απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μετά από αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, είτε με πράξη του αρμόδιου Υπουργού ή των υπ’ αυτού εξουσιοδοτηθέντων οργάνων, για κάθε θετική ζημία που προξένησαν σ’ αυτό από δόλο ή βαριά αμέλεια κατά την άσκηση των υπηρεσιακών -μη διαχειριστικής φύσης – καθηκόντων τους (ΕΣ 762/2012, Vτμ., 273/2000 Ολομ., 2787/2009, 2532/2010 V Τμ. Ελ. Συν.).
2) Ατομικές διοικητικές πράξεις δημοσιονομικής διόρθωσης με σκοπό την ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών κατά την υλοποίηση έργων που χρηματοδοτούνται από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους , όπου ό έλεγχος ανήκει κατά βάση στα κράτη μέλη (αρχή επικουρικότητας, βλ. ΕΣ 878/2016 , 493/2014 ,2169/2010 Ολομ.,).
Με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1999 «Περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά Ταμεία» (Ε.Ε. L 161 της 26.6.1999) καθώς και με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 438/2-3-2001 της Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού του Συμβουλίου θεσπίστηκε, κατ’ εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, ένα αποκεντρωμένο σύστημα εφαρμογής και ελέγχου των χρηματοδοτικών παρεμβάσεων των Διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά το σύστημα αυτό, η αρμοδιότητα και ευθύνη για την εκτέλεση των συγχρηματοδοτουμένων από κοινοτικούς πόρους δράσεων καθώς και ο έλεγχός τους ανήκει κατά κύριο λόγο στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών (βλ. 26η αιτιολογική έκθεση). Τα τελευταία υποχρεούνται να θεσπίσουν ένα πρόσφορο νομοθετικό πλαίσιο ώστε αφενός μεν να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική και ορθή χρησιμοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων, αφετέρου δε να διασφαλίζεται ο εντοπισμός και η ανάκτηση των ποσών που ένεκα παρατυπιών έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως (σχ. άρθρα 38 και 39 του Κανονισμού). Στο πλαίσιο αυτό, ο εθνικός νομοθέτης, με τους νόμους 2362/1995 (άρθρα 96 έως και 105) και 2860/2000 καθώς και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσες κανονιστικές πράξεις, θέσπισε το αναγκαίο νομοθετικό πλαίσιο για τον έλεγχο των δαπανών και την ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων υπό μορφή χρηματοδοτήσεων εθνικών ή κοινοτικών πόρων.
3) Ατομικές διοικητικές πράξεις καταλογισμού των αρμοδίων οργάνων των Ενόπλων Δυνάμεων για ζημία που υπέστη το Δημόσιο λόγω της πρόωρης αποχώρησης στρατιωτικών, που εκδίδονται δυνάμει του άθρου 64 του ν.δ/τος 1400/1973 «Περί Καταστάσεων των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων» (Α΄ 114), όπως αυτές αντικαταστάθηκαν από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3257/2004 και άρθρου 33 του ν. 3883/2010 (ΕΣ 1426/2019, 1139/2017 Ολομ., 1795/2017 V τμ).
4) Κάθε ατομική διοικητική πράξη που έχει υπαχθεί με Νόμο στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ήθελε κριθεί ότι έχει εκτελεστό δημοσιονομικό χαρακτήρα καταλογισμού.
Τέτοιες διαφορές έχει κριθεί ότι αποτελούν ιδίως :
α) Διαχειριστές δημόσιας περιουσίας : Στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, λόγω του ενδεικτικού χαρακτήρα της απαρίθμησης των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου από το Σύνταγμα, ο οποίος δεν μεταβλήθηκε από την αναθεώρηση του 2001, μπορεί να ανατεθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο με ειδικό νόμο η εκδίκαση και άλλων διοικητικών διαφορών, οι οποίες όμως πρέπει να είναι συναφείς με τις ήδη ανατεθείσες από το Σύνταγμα στο Ελεγκτικό Συνέδριο υποθέσεις και να προσιδιάζουν με τη φύση του Δικαστηρίου ως του κατεξοχήν επιφορτισμένου με τον έλεγχο και τη διαφάνεια της διαχείρισης του δημοσίου χρήματος οργάνου (πρβλ. και Α.Ε.Δ. 5/1999, Αποφάσεις Ολ.Ελ.Συν. 2825/2006, Πρακτικά Ολ.Ελ.Συν. 3ης Γ.Σ./25.1.1978, 11ης Γ.Σ./4.5.1998). Η αναθεωρημένη δε παράγραφος 1γ΄ του άρθρου 98 έχει την έννοια ότι η υπαγωγή ενός νομικού προσώπου στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου συνεπάγεται και την υπαγωγή του στον κατασταλτικό έλεγχο, με συνέπεια τη δυνατότητα έκδοσης καταλογιστικών πράξεων από τα όργανα του Δικαστηρίου και δεν καθιστά αντισυνταγματικές γνωστές στον αναθεωρητικό νομοθέτη διατάξεις, με τις οποίες ανατίθεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο η αρμοδιότητα εκδίκασης διαφορών που ανακύπτουν από καταλογιστικές πράξεις των Οικονομικών Επιθεωρητών.
Τέτοιες διαφορές είναι και αυτές που αναφύονται κατά τη διενέργεια από τους Οικονομικούς Επιθεωρητές του προβλεπόμενου στο ανωτέρω άρθρο 2 παρ. 3 περ. α΄ και β΄ του ν. 2343/1995 και στο άρθρο 3 παρ. 1Γ περ. α΄ και γ΄ του π.δ. 211/1996 ελέγχου της οικονομικής κατάστασης και λειτουργίας των Επιχειρήσεων του Δημοσίου που λειτουργούν με τη μορφή Α.Ε. και των ΔΕΚΟ και την έκδοση πράξεων καταλογισμού τυχόν διαπιστωθείσας ζημίας σε βάρος των υπαίτιων προσώπων, οι οποίες υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου δυνάμει του άρθρου 12 παρ. 8 του ν.δ. 1264/1942 (ΕΣ 925/2013, VIτμ.). Τα πρόσωπα αυτά δεν είναι μεν υπόλογοι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 150 Δημοσίου Λογιστικού (Ν. 4270/2014) ή 54 του προϊσχύσαντος ΚΔΛ (Ν. 2362/1995) , πλην όμως είναι «διαχειριστές δημόσιας ή δημοτικής περιουσίας», αφού στο μέτρο της αρμοδιότητας διαχείρισης που τους έχει ανατεθεί έχουν υποχρέωση να διαθέτουν τη δημόσια περιουσία για το σκοπό που αυτή εξυπηρετεί και κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των ειδικότερων νόμων που διέπουν την ίδρυση και λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών ήτοι του Ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιριών (ΕΣ 2006/2017 , 7788/ 2016, VIIτμ.).
β) Διαχειριστές κληροδοτημάτων ( αρθ.1§1 περ.λ’ ΚΝΕΣ) : πρόκειται για διαφορές που προκύπτουν από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 32 παρ. 1, 63 παρ. 1, 64, 69 παρ. 1 και 2, 72, 73 παρ. 1, 80 και 82 του α.ν. 2039/1939 «περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των Νόμων περί εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 101 του Εισ.Ν.Α.Κ., από τις οποίες συνάγεται ότι ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να καταλογίσει εις βάρος εκκαθαριστή κληρονομίας, κληροδοσίας κ.λπ., που περιέρχεται στο Δημόσιο, τη ζημία που επέρχεται σ’ αυτές, η δε καταλογιστική αυτή αρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών εκτείνεται και εις βάρος των εκτελεστών διαθήκης υπέρ κοινωφελών σκοπών, οι οποίοι, δικαιούμενοι αντιμισθίας, ασκούν δημόσια λειτουργία (ΕΣ 1028/2011Ολομ.).
γ) πράξεις καταλογισμού αχρεωστήτως ληφθεισών αποδοχών λόγω πολυθεσίας στο δημόσιο τομέα κατά τις διατάξεις των άρθρων 1,3 και 6 του Ν. 1256/1982 (ΕΣ 24/2010 Ολομ.). Βλ. και αρθ. 1§1 περ.η και ιζ΄ του ΚΝΕΣ.
δ) πράξεις καταλογισμού , σύμφωνα με το άρθρο 21§15 Ν. 2190/1994, αχρεωστήτως ληφθεισών αποδοχών για προσωπικό που με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου προσέλαβαν το δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14§1 του Ν. 2190/1994 (βλ. αρθ.1§1 περ. κγ’ ΚΝΕΣ).
ε)πράξεις καταλογισμού του Διευθυντή Οικονομικού της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, ο οποίος έχει τις αρμοδιότητες επιθεωρητή δημοσίων υπολόγων του Υπουργείου Οικονομικών κατά φορέα που διέθεσε αθλητικές επιχορηγήσεις για σκοπό άλλο αλλότριο από τον προβλεπόμενο στην επιχορήγηση (αρθ. 50§5 Ν.2725/1999 βλ. και αρθ.1§1περ.κγ’ του ΚΝΕΣ).
Στ) πράξεις καταλογισμού του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης κατά προσώπων που θεωρούνται υπόλογοι για ποσά που εισέπραξαν παράνομα ή αχρεώστητα από την Ειδικό Λογαριασμό Εγγυήσεων γεωργικών Προϊόντων (ΕΛΕΓΠ) κατά το άρθρο 28 του Ν.2520/1997 ( αρθ.1§1 περ.κε΄ΚΝΕΣ, βλ. και ΕΣ 1561/2011 , ΙV τμ.).
Β) Ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις συνταξιοδοτικού χαρακτήρα και ειδικότερα περί τον κανονισμό ή την αναπροσαρμογή και εκτέλεση αυτών :
1) Ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου όταν η σύνταξη χορηγείται από τον κρατικό προϋπολογισμό κατά την έννοια του άρθρου 98§1 περ.στ΄ του Συντάγματος κατά τον Κώδικα Συντάξεων. Πρόκειται για διαφορές κανονισμού ή αναπροσαρμογής συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (και ήδη από 1.1.2017 του ΕΦΚΑ) καθώς και διαφορές από την εκτέλεση ή την αχρεώστητη λήψη συντάξεων (βλ. και αρθ.1§1 περ.ιθ΄ ΚΝΕΣ).
Ο συνταγματικός νομοθέτης έχει επιφυλάξει διαχρονικά ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους δημοσίους λειτουργούς, τους δημοσίους υπαλλήλους και τους στρατιωτικούς (άμεσα και έμμεσα όργανα του Κράτους) που συνδέονται με ειδική νομική σχέση με το Κράτος (βλ. μεταξύ άλλων τη νομοθετική πράξη ΧΝΒ΄ του 1861, άρθρα 94, 114 και 49 εδ. γ΄ του Συντάγματος του 1927, άρθρα 61, 87 επ., 98 εδ. δ΄ και 101 του Συντάγματος του 1952). Ειδικότερα, το Σύνταγμα του 1975, όπως ισχύει και μετά τις ύστερες αναθεωρήσεις του, περιλαμβάνει διατάξεις από τις οποίες απορρέει η ιδιαίτερη θέση των δικαστικών λειτουργών (άρθρα 87 και επ.), των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων (άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος), των πανεπιστημιακών (άρθρο 16 του Συντάγματος), των ιατρών που υπηρετούν σε κρατικούς φορείς για την προστασία της υγείας των πολιτών (άρθρο 21 του Συντάγματος) των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρα 103 και 104 του Συντάγματος), ενώ περιέχει και ειδικές διαδικαστικές ρυθμίσεις για την προπαρασκευή και την νομοπαραγωγική διαδικασία επί των συνταξιοδοτικών νομοσχεδίων (άρθρα 73 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος), την απονομή των συντάξεων (άρθρο 80 του Συντάγματος), αλλά και την ειδική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των διαφορών από την απονομή σύνταξης (άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ του Συντάγματος).
Από το σύνολο των ρυθμίσεων αυτών συνάγεται ότι το Σύνταγμα υποδέχεται ως ιδιαίτερο θεσμό το ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων (πρβλ ΑΕΔ 16/1983, ΑΠ 701/2014, 968/2013), η έννοια δε της «σύνταξης» στις ανωτέρω ρυθμίσεις είναι νομικώς προκαθορισμένη από τις ρυθμίσεις των προϊσχυόντων Συνταγμάτων και ιδίως των νομοθετημάτων που είχαν εκδοθεί σε εκτέλεσή του (πρβλ. ΑΕΔ 1/2004, 4/2001, 5/1999). Στο πλαίσιο αυτό, και όπως συνάγεται από το σύνολο των ισχυουσών κατά τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975 συνταξιοδοτικών διατάξεων (βλ. μεταξύ άλλων τις διατάξεις του α.ν. 1854/1951 της 23/23 Ιουνίου 1951 «Περί απονομής των Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων», Α΄ 182, του ν. 3163/1955 «περί συνταξιοδοτήσεως του προσωπικού του Ι.Κ.Α.» Α΄ 71), ως «σύνταξη» προεχόντως νοείται η περιοδική παροχή που καταβάλλεται σε δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο ή στρατιωτικό αντί μισθού και ως συνέχεια αυτού, μετά την αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία, το κόστος της οποίας βαρύνει κατ’ αρχήν τον κρατικό προϋπολογισμό, ήτοι το Δημόσιο Ταμείο (βλ. τους διαχρονικώς ισχύοντες συνταξιοδοτικούς κώδικες ειδικότερα άρθρο 1 του β.δ/τος της 31ης Οκτωβρίου 1935, Α΄ 505, άρθρο 1 του α.ν. 1854/1951, άρθρο 1 του π.δ/τος 1041/1979, Α΄ 292, άρθρο 1 του π.δ/τος 166/2000, Α΄ 153 και άρθρο 1 του π.δ/τος 169/2007, Α΄ 210 και βλ. ΑΕΔ 28, 2/2004), το βάρος δε αυτό δύναται να αναδέχεται και ο προϋπολογισμός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (βλ. μεταξύ άλλων τον ανωτέρω ν. 3163/1955, Ελ. Συν. Ολομ. 1510/1996), ενώ για την απονομή της εφαρμόζονται ενιαίοι κανόνες, προσαρμοσμένοι στην ιδιομορφία της σχέσης δημοσίου δικαίου που συνδέει τον δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο με την υπηρεσία. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε, χωρίς, όμως, να αλλοιωθεί ο πυρήνας της, με την προσθήκη και άλλων κατηγοριών δικαιούχων, είτε διότι οργανικά ή λειτουργικά προσομοιάζουν με τους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς είτε λόγω της ιδιαίτερης προσφοράς τους προς την Πολιτεία (βλ. μεταξύ άλλων π.δ. 167/2000 «Κώδικας Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων», Α΄ 154, π.δ. 168/2007 «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο, με τον τίτλο “Κώδικας Πολεμικών Συντάξεων” των διατάξεων που ισχύουν για την απονομή των πολεμικών συντάξεων», Α΄ 209, άρθρο 1 του ν. 3075/2002, Α΄ 297 για τις συντάξεις των καλλιτεχνών και Ελ. Συν. Ολομ. 1510/1996, 966/1999) ή με την δυνατότητα υπαλλήλων του δημοσίου ή ν.π.δ.δ. να επιλέγουν ως ασφαλιστικό καθεστώς εκείνο των κοινών ασφαλισμένων στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφάλισης (βλ. μεταξύ άλλων την παρ. 6 του άρθρου 11 του ν.δ. 4277/1962, Α΄ 191, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 4 του ν.δ. 4579/1966, Α΄ 234), χωρίς όμως να μεταβάλλεται ούτε η φύση του δικαιώματός τους ούτε η δικαιοδοσία επί των σχετικών διαφορών (βλ. Ελ. Συν. 1668/2003, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2491/1988, ΣτΕ 387/1990). Συνεπώς, η σύνταξη, υπό την προεκτεθείσα της έννοια, όπως αποτυπώθηκε και στο Σύνταγμα, φέρει τον χαρακτήρα της «αμοιβής», που καταβάλλεται ως συνέχεια του μισθού της κατηγορίας αυτής δικαιούχων στο πλαίσιο της ειδικής νομικής τους σχέσης με το Κράτος (πρβλ. ΑΕΔ 28/2004 για τη μισθολογική φύση των διαφορών από τις εισφορές που επιβάλλονται για την μελλοντική καταβολή σύνταξης), ο κύριος δε κορμός του συστήματος ασφάλισης της κατηγορίας αυτής συνταξιούχων και όσων έλκουν κατά νόμο από αυτούς δικαίωμα σύνταξης, παρά τις όποιες δευτερεύουσες εξαιρέσεις και αποκλίσεις, όπως διαχρονικά οργανώθηκε από τον νομοθέτη σε εκτέλεση των σχετικών συνταγματικών ρυθμίσεων προσιδιάζει στα συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης. Τα συστήματα αυτά αφορούν σε ιδιαίτερες κατηγορίες εργαζομένων, όπως οι ανωτέρω, στο πλαίσιο δε της λειτουργίας αυτών, η συνταξιοδοτική παροχή καταβάλλεται λόγω της ειδικής αυτής σχέσης των δικαιούχων με τον εργοδότη, αποτελώντας όρο της απασχόλησής τους, όπως και στην περίπτωση του κατοχυρωθέντος με το Σύνταγμα θεσμού, ενώ, όπως προεκτέθηκε, για την απονομή της και τον καθορισμό του ύψους της εφαρμόζονται κανόνες συνδεόμενοι με την ιδιοτυπία της σχέσης δημοσίου δικαίου που συνδέει τον δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο με την Υπηρεσία (Ελ. Συν. Ολομ. 244/2017, 4324/2014, 1571/2011, απόφ. ΔΕΕ της 26.3.2009, C-559/07 «Επιτροπή κατά Ελλάδος», σκ. 31, 32, 42, 52 της 1.4.2008, C-267/06 «Tadao Maruko κατά Versorgungsanstalt der deutschen Bühnen», αποφ. ΕΔΔΑ της 3.3.2011 «Klein κατά Αυστρίας», σκ. 57, της 2.2.2010 «Αizpurua Ortiz κλπ. κατά Ισπανίας», σκ. 38, της 22.10.2009 «Αποστολάκης κατά Ελλάδος», σκ. 29 και 35, απόφ. της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της 13.7.1988, «Sture Stigson»)
2) Ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις κανονισμού ή αναπροσαρμογής συντάξεων των Φ.Κ.Α , εφόσον αφορά μόνιμο υπάλληλο του Φ.Κ.Α ή άλλων ΝΠΔΔ που επέλεξε να συνταξιοδοτηθεί με το καθεστώς των συντάξεων του δημοσίου και όχι με το καθεστώς του Φ.Κ.Α που υπηρέτησε, όπως επι παραδείγματι μόνιμος υπάλληλος του ΙΚΑ, ή του ΟΛΠ που έχει κάνει αίτηση συνταξιοδότησής με βάση το καθεστώς του αρθ.1 του Α.Ν.599/68 και του Ν.3163/55 και όχι με το καθεστώς του ΙΚΑ ( ΕΣ , 121/2011, ΙΙ τμ., στην δίκη που ανοίγεται με την έφεση στο ΕΣ εφεσίβλητος είναι μόνο το ΙΚΑ και όχι το Ελληνικό δημόσιο ).
3) Ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις κανονισμού ή αναπροσαρμογής τιμητικών συντάξεων , όπως οι καλλιτεχνικές του Ν 2435/1996 οπο. τροπ. με το Ν. 3075/2002 και το άρθ. 2 του Ν. 3620/2007 (ΕΣ 1565/2016, ΙΙ τμ.) ή οι συντάξεις αγωνιστών εθνικής αντίστασης του Ν.1863/1989 σε συνδυασμό με το Ν. 1543/1985.
4) Ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις σχετικές με τον κανονισμό ή την αναπροσαρμογή χορηγιών στους χορηγιούχους Προέδρους Κοινοτήτων του Ν. 1518/2015 (ΕΣ 297/2017 Ολομ).
5) Διαφορές από ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις περί τον κανονισμό κλπ της βουλευτικής σύνταξης κατά το ν.δ.99/194 (ΕΣ 113/2017, 2936/2015,1576/2011, Ολομ).
ΔΕΝ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΜΕ ΕΦΕΣΗ:
Α) Πράξεις δημοσιονομικού ή συνταξιοδοτικού περιεχομένου που δεν έχουν εκτελεστότητα ή έχουν αποβάλλει αυτήν .
Για παράδειγμα είναι απαράδεκτη η έφεση κατά της πορισματικής έκθεσης ή κατά του Φύλλου Μεταβολών και Ελλείψεων (ΕΣ 294/2014, Ι τμ.). Ομοίως εάν στρέφεται κατά του εκκαθαριστικού σημειώματος καταβολής συντάξεως ή κατά παραλείψεως του Γενικού Λογιστηρίου να αναπροσαρμόσει σύνταξη όταν δεν είχε προηγουμένως υποβληθεί αίτηση περί οφειλόμενης ενέργειας του δικαιούχου (ΕΣ 1720/2009 Ολομ.).
Β) Πράξεις ταμειακής βεβαίωσης ή εν γένει διοικητικής εκτελέσεως δημοσιονομικού νόμιμου τίτλου. Αυτές προσβάλλονται μεν στο ΕΣ αλλά με ανακοπή του άρθρου 142 ΚΔΕΣ. Τυχόν ασκηθείσα έφεση θα λογιστεί ως ανακοπή.
Γ) Η άρνηση ενταλματοποίησης της δαπάνης (ΑΕΔ 29/2013 ΕΔΔΔ με παρατηρήσεις μου) και εν γένει πράξεις του προληπτικού ελέγχου δαπανών καθώς και πράξεις του προσυμβατικού ελέγχου . Τυχόν ασκηθείσα έφεση θα απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Δ) πράξη καταλογισμός Λιμενικού λόγω πρόωρης αποχώρησης από την υπηρεσία, γεννά ακυρωτική διαφορά κατά το άρθρο 1 του Ν. 702/77 (ΕΣ 2351/12, Vτμ.)
Με την παράγραφο 2για πρώτη φορά θεσμοθετείται η παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας στη δημοσιονομική δίκη, κατ΄ αντιγραφή της διατάξεως του άρθρου 63§2 του ΚΔΔ. Νομολογιακά ήδη με την Ολομέλεια 1720/2009 το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε κατά πλειοψηφία δεχθεί για πρώτη φορά επι συνταξιοδοτικών υποθέσεων ότι εφόσον κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, κατά τον κρίσιμο για την προκείμενη υπόθεση χρόνο, δηλαδή πριν την 4η-7-2006, που δημοσιεύθηκε ο ν. 3274/2006, με το άρθρο 12 παρ. 2 του οποίου γίνεται αναλογική εφαρμογή στις δίκες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, χρόνο κατά τον οποίο δεν προβλεπόταν από τη Δικονομία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ/γμα 774/1980 και 1225/1981), έφεση κατά παραλείψεως οφειλουμένης νομίμου ενεργείας της Διοικήσεως, εγένετο δεκτό, σύμφωνα με τα ισχύοντα στο χώρο του Διοικητικού Δικαίου, ότι στοιχειοθετείται τοιαύτη παράλειψη εφ’ όσον συντρέχουν σωρευτικώς οι εξής προϋποθέσεις: α) επιβαλλόμενη στη διοικητική αρχή υποχρέωση από το νόμο να ρυθμίσει συγκεκριμένη έννομη σχέση με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξεως, β) Υποβολή σχετικής αιτήσεως στην ως άνω αρχή από τον διοικούμενο, γ) άρνηση της ίδιας αρχής να εκδώσει την πράξη, η οποία (άρνηση) προκύπτει από την πάροδο άπρακτης της τασσόμενης από το νόμο προθεσμίας προς έκδοση της πράξεως, άλλως, από την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως (πρβλ.ΣτΕ 3573/2003 και ήδη όμοια ρύθμιση στο άρθρο 63 παρ.2 του Κ.Δ.Δ.). Επομένως, παράλειψη συνταξιοδοτικού οργάνου χωρίς την προηγούμενη υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον φορέα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, να προβεί στην έκδοση πράξεως για ανακαθορισμό της συντάξεως του δικαιουμένου προς τούτο, δεν θεμελιώνει παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως και ως εκ τούτου, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση, εκτός εάν τάσσεται από τον οικείο νόμο προθεσμία, εντός της οποίας η Διοίκηση οφείλει να εκδώσει σχετική πράξη.
Εξ΄άλλου με την 298/2017 Ολομ. κρίθηκε ότι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 66 παρ. 6 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000 και ήδη π.δ. 169/2007), παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του συνταξιοδοτικού οργάνου παραδεκτώς προσβαλλόμενη με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου στοιχειοθετείται, όταν η συνταξιοδοτική διοίκηση, αν και υποχρεούται κατά νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για τη ρύθμιση ορισμένης συνταξιοδοτικής φύσης έννομης σχέσης. Η παράλειψη αυτή συντελείται με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας που τυχόν τάσσεται από το νόμο για την έκδοση – είτε αυτεπαγγέλτως («οίκοθεν»), είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου – της πράξης αυτής ή όταν από το νόμο δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης του διοικούμενου προς τη συνταξιοδοτική διοίκηση (βλ. και Ολ. Ελ. Συν. 404, 1720, 1756/2010).
Η διάταξη προβλέπει και την περίπτωση παράλειψης με ρητή αρνητική πράξη ή πράξη τέτοιου περιεχομένου από το οποίο σαφώς να συνάγεται ότι η διοίκηση δεν προβαίνει σε οφειλόμενη ενέργεια. Η διάταξη επαναλαμβάνει την νομοτεχνικά άτεχνη διατύπωση του ΚΔΔ που κάνει λόγο για «θετική διοικητική πράξη» εννοώντας ρητή, διότι εάν είναι θετική σημαίνει ότι έγινε αποδεκτό το αίτημα του διοικουμένου και άρα δεν υφίσταται καμία άρνηση δια παραλείψεως τελουμένη.
Άρθρο 112
Νομιμοποίηση
- Η έφεση ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον ή από εκείνον στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου, καθώς και από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
- Όταν με έφεση προσβάλλονται πράξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 111, νομιμοποιούνται παθητικά το Δημόσιο, καθώς και ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ή το νομικό πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη. Όταν με έφεση προσβάλλονται εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 111, νομιμοποιούνται παθητικά το Δημόσιο, καθώς και ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στο οποίο ανήκει το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή που παρά τον νόμο παρέλειψε την έκδοσή της και το πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη.
- Αν η κατά την παρ. 2 εκτελεστή διοικητική πράξη ή παράλειψη έχει ενσωματωθεί σε μεταγενέστερη πράξη ή παράλειψη του Δημοσίου, του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, στη δίκη που δημιουργείται, ύστερα από άσκηση έφεσης κατά της τελευταίας αυτής πράξης ή παράλειψης, νομιμοποιείται παθητικά και το νομικό πρόσωπο, όργανο του οποίου εξέδωσε ή παρέλειψε να εκδώσει την πράξη που ενσωματώθηκε.
Σχετικές διατάξεις : προϊσχύσασες αρθ. 8, 48 π.δ 1225/81, 82-83 ΚΝΕΣ και 66§6 Καν.Πολ και Στρ. Συντάξεων π.δ 166/2000 , ΚΝΕΣ αρθ. 80-81.
Ερμηνεία.
Το έννομο συμφέρον , παρά την διατύπωση του άρθρου 112, είναι στενό, τόσο από πλευράς υποκειμένου όσο και από πλευράς χρονικών ορίων.
Έφεση ασκεί μόνο ο κατονομαζόμενος στη καταλογιστική πράξη ως καταλογιζόμενος υπόλογος ή αχρεωστήτως λαβών ή συνευθυνόμενος και παράλληλα υφίσταται βλάβη από το διατακτικό της καταλογιστικής πράξης (ΕΣ 988/2012, ΙΙ τμ). Επίσης και οι κληρονόμοι τους αλλά κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας. Συνεπώς δεν μπορεί να ασκήσει έφεση το ΝΠΔΔ για λογαριασμό των καταλογιζομένων μελών του (βλ. για ΑΕΙ και μέλη συγκλήτου ΕΣ IV τμ. , 870/12).
Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι περαιτέρω προσωπικό, υπό την έννοια της ύπαρξης ιδιαίτερου (ατομικού) δεσμού που να συνδέει τον εκκαλούντα με την προσβαλλόμενη πράξη και τις εξ αυτής απορρέουσες συνέπειες, επιπλέον δε να είναι άμεσο, δηλαδή η παραδοχή των λόγων της έφεσης να συνεπάγεται ευθέως ευμενή μεταβολή στη θιγείσα από την προσβαλλόμενη πράξη νομική ή πραγματική κατάσταση του εκκαλούντος, τέλος δε να είναι και ενεστώς, να υπάρχει δηλαδή στο πρόσωπο του εκκαλούντος, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Ειδικότερα, το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, πρέπει να υπάρχει σωρευτικά τόσο κατά την άσκησή της, όσο και κατά τη συζήτηση αυτής και έως την έκδοση οριστικής απόφασης (βλ. και ΕΣ 1762/2010 Ολομ). Δηλαδή σε αντίθεση με την ακυρωτική και διοικητική δικονομία που απαιτεί το έννομο συμφέρον να υφίσταται έως την συζήτηση.
Το συμφέρον αυτό, η ύπαρξη του οποίου ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, εκλείπει, όταν το επιδιωκόμενο με τη άσκηση της έφεσης έννομο αποτέλεσμα επέλθει νωρίτερα, με την ικανοποίηση της επίδικης αξίωσης του εκκαλούντος, οπότε η έφεση καθίσταται άνευ αντικειμένου και είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος. Για να εκλείψει όμως το έννομο συμφέρον, πρέπει να ικανοποιηθεί πλήρως η επίδικη αξίωση και όχι μέρος μόνο αυτής (βλ. Ε.Σ. Ολομ. 875/2019, 851/2006, πρβλ. Ε.Σ. Ολομ. 2070/2010, 1806/2007).
Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη της Δικονομίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ερμηνευόμενη υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, διά των οποίων κατοχυρώνεται η πλήρης και αποτελεσματική δικαστική προστασία (ΕΣ 1565/2016, ΙΙ τμ., βλ. ΕΣ Ολομ. 4326, 489, 488/2014, ΣτΕ 914/2013, 4775/2012, ΕΔΔΑ αποφ. της 28.10.2010 «Βλαστός κατά Ελλάδος», της 21.6.2007 «Γεωργούλης κλπ. κατά Ελλάδος», της 10.5.2007 «Πανταλέων κατά Ελλάδος», της 22.12.2005 «Ιερά Μονή Προφήτου Ηλίου Θήρας κατά Ελλάδος» και της 11.12.2003 «Καραχάλιος κατά Ελλάδος»), συνάγεται ότι το έννομο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεν εκλείπει στην περίπτωση κατά την οποία η προσβαλλόμενη πράξη έχει παύσει να ισχύει εν όλω ή εν μέρει κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου επειδή εκδόθηκε νέα πράξη αφορώσα στο αυτό αντικείμενο, χωρίς όμως να έχει επέλθει πλήρης ικανοποίηση των επιδίκων αξιώσεων του εκκαλούντος (πρβ. ΕΣ Ολομ. 325, 333/2006 και 2395/2005 όπου και μειοψηφίες και acontrarioEΣ απόφ. ΙΙ Τμ. 620/2011). Ειδικότερα, το έννομο συμφέρον διατηρεί τον άμεσο και ενεστώτα χαρακτήρα του, στον βαθμό που η προσβαλλόμενη πράξη δεν ανατρέπεται εξ υπαρχής και καθ’ ολοκληρίαν με την έκδοση νέας πράξης, οι τυχόν δε βλαπτικές για τον εκκαλούντα συνέπειες, που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια της ισχύος της διατηρούνται και μετά τη λήξη αυτής, δύνανται δε να ανατραπούν μόνον με την προσφυγή στο Δικαστήριο και την ακύρωση ή τη μεταρρύθμισή της (πρβ. ΣτΕ 1660/2009 Ολομ., 3962/2014, 484/2013, 273/2012, απόφ. ΕΔΔΑ της 14.2.2006 «Γιαννούσης κατά Ελλάδος», σκ. 26).
Το έννομο συμφέρον πρέπει να αποδεικνύεται προαποδεικτικά , εως την προτεραία της συζήτησης αλλά μπορεί το δικαστήριο ν΄ αναβάλλει για την απόδειξή του ή και να εκδώσει προδικαστική απόφαση για την απόδειξή του (ΕΣ 473/2010 Ολομ.).
Το έννομο συμφέρον δεν εκλείπει εάν ο καταλογιζόμενος καταβάλει τα ποσά προς συμμόρφωση εφόσον ασκήσει εν συνεχεία έφεση ή τα καταβάλει και μετά την άσκηση εφέσεως, διότι στη περίπτωση αυτή σκοπός του είναι η αποφυγή της ταμειακής βεβαίωσης και η καταβολή προσαυξήσεων ή τόκων.
Όταν η προσβαλλόμενη πράξη ανακαλείται από το όργανο που την εξέδωσε, χωρίς να καταλείπονται οποιεσδήποτε επαχθείς συνέπειες για τον εκκαλούντα, εκλείπει το έννομο συμφέρον προσβολής της για ακύρωση και η έφεση που τυχόν έχει ασκηθεί απορρίπτεται ( βλ. αποφ. IV τμ. 261/2011 Ι Τμ. 621/2002, 575, 1873, 1877/1998 και ΙV Tμ. 787/2002).
Το ΕΣ μπορεί ν’ αναβάλει προκειμένου να προσκομιστούν τα αποδεικτικά του εννόμου συμφέροντος (ΕΣ Ολομ. 473/10)
Έφεση ασκούν όχι μόνο οι έχοντες έννομο συμφέρον αλλά και τα πρόσωπα που περιοριστικά ορίζει ο Νόμος και τους προσδίδει υπο ειδικές περιστάσεις αρμοδιότητα , όπως για βλ. για παράδειγμα με το καταργηθέν άρθρο 83 ΚΝΕΣ ο Διοικητής του ΙΚΑ , ο Γενικός Επίτροπος και ο Υπουργός Οικονομικών (αν και στις δυο τελευταίες περιπτώσεις δεν υπάρχει νομολογιακό προηγούμενο). Ο νέος κώδικας προβλέπει μόνο τον Γενικό Επίτροπο.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ
Η παράγραφος 2 προβλέπει ότι επι πράξεων καταλογισμού ελλείματος υπέρ νομικού προσώπου τελεί ως αναγκαίος ομόδικος μαζί του πάντα και και το Ελληνικό Δημόσιο όπως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών. Δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί από άλλον Υπουργό διότι δεν ορίζει ειδικά άλλως ο Νόμος (ΕΣ Ι τμ., 1804/2011 για παράδειγμα δεν νομιμοποιείται ο Υπουργός Ανάπτυξης). Εάν η πράξη καταλογισμού αφορά έλλειμμα σε δημοτικό νομικό πρόσωπο διάδικος είναι ο οικείος Δήμος και το δημόσιο (ΕΣ3111/2011Ολομ). Πρόκειται για ειδική περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας κατά το άρθρο 45 επ. του ΚΔΕΣ.
Ο αναγκαίο ομόδικος αλλά και ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί να κλητεύσει με το άρθρο 46 ΚΔΕΣ κάθε και κάθε άλλο πρόσωπο που κρίνει ότι μπορεί να παρασταθεί ως αναγκαίος ομόδικος διάδικος, έτσι επί καταλογισμού υπέρ ομάδας περιουσίας που στερείται νομικής προσωπικότητας κλητεύεται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο ανήκει η περιουσία ( βλ. και παλαιό άρθρο αρ. 8 πδ 1225/81 και ΕΣ IVτμ.550/2012) ή εάν η πράξη καταλογισμού κριθεί ότι καταλόγισε λανθασμένα υπέρ άλλου προσώπου. Παράδειγμα : Καταλογισμός για έλλειμμα σε ΕΛΚΕ (ειδικό κονδύλιο έρευνας πανεπιστημίου) διάδικος είναι το υπερού ΑΕΙ και το δημόσιο.
Στις συνταξιοδοτικές δίκες συνταξιούχων μόνιμων υπαλλήλων Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης , νομιμοποιείται μόνο ο ΦΚΑ . Ειδικά στις συνταξιοδοτικές διαφορές του άρθρου 98§1στ Σ ομόδικοι είναι πάντα το Δημόσιο και ο ΕΦΚΑ που ανέλαβε από 1.1.2017 τις υποχρεώσεις του Δημοσίου για την καταβολή των συντάξεων που βαραίνουν το κρατικό προϋπολογισμό.
Άρθρο 113
Προθεσμία
- Η έφεση ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία εκκινεί για το Δημόσιο τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και όσα από τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή ενωσιακούς πόρους, από την περιέλευση της προσβαλλόμενης πράξης σ’ αυτούς. Το ίδιο ισχύει και για τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Για όποιον έχει έννομο συμφέρον, η προθεσμία αυτή εκκινεί από την επίδοση ή την με οποιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγμένα πλήρη γνώση από αυτόν της προσβαλλόμενης πράξης. Αν αυτός που έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης διαμένει στην αλλοδαπή, η αντίστοιχη προθεσμία ορίζεται σε ενενήντα (90) ημέρες. Σε περίπτωση παράλειψης, η προθεσμία εκκινεί από τη συντέλεσή της.
- Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης διακόπτεται για μια μόνο φορά με την άσκηση κάθε διοικητικής προσφυγής, πλην εκείνης που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου 111. Το κατά το πρώτο εδάφιο αποτέλεσμα επέρχεται, ακόμη και αν η διοικητική προσφυγή έχει απευθυνθεί σε αναρμόδιο διοικητικό όργανο. Η προθεσμία που διακόπηκε κατά το δεύτερο εδάφιο κινείται εξαρχής είτε από την επίδοση της απάντησης για την απλή ή την ειδική διοικητική προσφυγή είτε από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τάσσει ο νόμος για απάντηση, αλλιώς από την πάροδο άπρακτων τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης.
Σχετικές διατάξεις : βλ. προϊσχύσαντα άρθρα 30 π.δ 774 και 5 π.δ 1225/81 πρό του Ν. 4445/2012, 66 ΚΠΣΣ, 56 ΚΔΛ , 80 ΚΝΕΣ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Είναι 60 ημέρες ή 90 εάν ο εκκαλών διαμένει στην αλλοδαπή, από την επομένη της γνώσεως ή άλλως της κοινοποίησης της καταλογιστικής πράξης( ρύθμιση που ισχύει μετά την 16-9-2012 με το Ν. 4055/2012)
Για το Δημόσιο και τον Γενικό Επίτροπο 60 ημέρες από την περιέλευση της πράξης.
Πρέπει να θεωρηθούν με το άρθρο 356 ΚΔΕΣ καταργημένες οι ειδικές προθεσμίες που άλλοτε ίσχυαν και συγκεκριμένα :
Α) α.28 §6 Ν 2520/97 Καταλογισμοί αγροτικών προϊόντων ΕΛΕΓΕΠ= 30 ημέρες (ΕΣ IV τμ. 1561/11, 1261/2011)
Β) α.32§3 του ΑΝ 2039/1939 διαχειριστής κληροδοτήματος 30 ημέρες (α.31 §5του Ν. 4182/2013)
Γ) α.12 §8 ΝΔ 1262/1942 διαχειριστής φιλανθρωπικού σωματείου 1 μήνας (ΕΣ IV 1701/2007).
Πριν την ισχύ του Ν. 4055/2012 και ειδικά για όσες εφέσεις είχαν ασκηθεί προ της 16ης .9.2012 γινόταν διάκριση : εάν την καταλογιστική πράξη είχε εκδώσει το Ε.Σ η προθεσμία ήταν ετήσια , ενώ εάν την είχε εκδώσει η δημοσιονομική διοίκηση η προθεσμία δυνάμει του άρθρου 30 του πδ 774/80 ήταν εξάμηνη. Για δε τις συνταξιοδοτικές η προθεσμία αρχικώς ήταν ετήσια , μετά έγινε εξάμηνη και μετά με το Ν. 4055/2012 έγινε 60 ημερών . Η έναρξη της σε συνδυασμό με το άρθρο 66§10 του ΚΠΣΣ άρχιζε , εφόσον δεν προέκυπτε η ακριβής ημέρα κοινοποίησης της πράξης , μετά από 60 ημέρες από την ημέρα που ανέγραφε το έγγραφο κοινοποίησης που υποχρεωτικά κατά το νόμο έπρεπε να συνοδεύει την συνταξιοδοτική πράξη. Εάν δεν προέκυπτε κάτι από τα δύο , δηλαδή δεν υπήρχε ούτε αποδεικτικό κοινοποίησης της πράξης ούτε αποδεικτικό κοινοποίησης , η έφεση λογίζετο ότι είχε ασκηθεί εμπρόθεσμα (ΕΣ 887/2000, VIτμ.).
Άρθρο 114
Στοιχεία δικογράφου
- Το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, και τα εξής στοιχεία:
(α) τον αριθμό και τη χρονολογία της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης,
(β) την αρχή που εξέδωσε την πράξη ή που παρέλειψε την έκδοσή της,
(γ) τους λόγους έφεσης, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο,
(δ) σαφές και συγκεκριμένο αίτημα, και
(ε) διορισμό αντικλήτου, όταν η έφεση ασκείται από ιδιώτη διάδικο.
- Αίτημα της έφεσης μπορεί να είναι:
(α) η ολική ή μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, ή
(β) η τροποποίηση ή μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης πράξης.
- Αν η προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη αφορά σε τρίτους, στο δικόγραφο πρέπει να μνημονεύονται σαφώς οι διευθύνσεις της κατοικίας και του χώρου εργασίας ή της έδρας των τρίτων.
- Η αόριστη μνεία στο δικόγραφο ότι προσβάλλεται και κάθε συναφής πράξη ή παράλειψη δεν υποχρεώνει το Δικαστήριο, εφόσον δεν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 7 του άρθρου 111, να ερευνήσει και ως προς τούτο την υπόθεση.
- Στο δικόγραφο της έφεσης πρέπει να προσαρτάται και αντίγραφο της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης.
Σχετικές διατάξεις : προϊσχύσασες αρθ. 30 π.δ 1225/81, ΚΔΕΣ αρθ.59, 116.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Κατά το άρθρο 59§1 η έφεση πρέπει να φέρει την υπογραφή πληρεξουσίου Δικηγόρου με εξαίρεση τις συνταξιοδοτικές αγωγές έως 1500 € οπότε μπορεί να υπογράφεται από τον διάδικο ή ομόδικο του ή συγγενής του έως δευτέρου βαθμού.
Η υπογραφή δεν τάσσεται μεν από το νόμο με ποινή ακυρότητας, πλην, όμως, επιβάλλεται για την εξασφάλιση της γνησιότητας του δικογράφου. Αν η έφεση δεν φέρει την υπογραφή ενός εκ των ανωτέρω προσώπων, το δικόγραφό της είναι άκυρο και ως εκ τούτου απορριπτέο ως απαράδεκτο, αφού δεν καθίσταται βέβαιο ότι εκείνος που το κατέθεσε αναλαμβάνει την ευθύνη για όσα αναφέρονται σ’ αυτό.Η γνησιότητα δε του ανυπόγραφου δικογράφου της έφεσης, αναπληρώνεται είτε κατά την κατάθεσή του, με την υπογραφή που θέτει ο δικηγόρος του στην έκθεση κατάθεσης που συντάσσεται από τη γραμματεία του δικαστηρίου, είτε κατά τη συζήτηση της έφεσης στο ακροατήριο του δικαστηρίου με την παράσταση του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου και την υποστήριξη των λόγων που αναφέρονται στην έφεση (βλ.ΕΣ,VII, 279/12, ΙΙΙ τμ. 1964/2007 Α.Π. 333/1969, ΑρχΝ 20 σελ. 436, Α.Π. 845/1974, ΝοΒ 23 σελ. 474, Ειρ. Αθ. 3343/1995, ΑρχΝ 2000 σελ. 553).
ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΕΩΣ
Κάθε σφάλμα της καταλογιστικής πράξης είτε αφορά το παραδεκτό αυτής είτε το Νόμω και ουσία βάσιμο αποτελεί λόγο εφέσεως. Όπως προλέχθηκε το Δικαστήριο βάσει του άρθρου116 ΚΔΕΣ (τέως 49 του π.δ 1225/81) περιορίζεται από του λόγους εφέσεως και προσθέτων λόγων στα πραγματικά περιστατικά και τους συναρτώμενους με αυτά ισχυρισμούς. Αντίθετα ως προς τους νομικούς λόγους με το παλαιό άρθρο 49 του π.δ 1225/81 ήταν ελεύθερο και μπορούσε να λάβει αυτεπάγγελτά υπόψη κάθε νομικό σφάλμα της προσβαλλόμενης πράξης.
Πλέον περιορίζεται στις περιπτώσεις της παρ. 1 του άρθρου 116 ΚΔΕΣ και λαμβάνει αυτεπάγγελτα : α) την αναρμοδιότητα του οργάνου καταλογισμού : Ενδεικτικά επι πυροπαθών καταλογίζουν οι ΥΔΕ , πράξεις δημοσιονομικής διόρθωσης ο αρμόδιος Υπουργός, αποδοχές βάσει χρηματικών καταλόγων βλ. αρθ33 κδλ, ο Υπουργός Οικονομικών για τους εκκαθαριστές κληροδοτημάτων εκτός εάν την έχει μεταβιβάσει (ΕΣ 2503/10 στο ΓΓπεριφ.), οικονομικοί επιθεωρητές σε κληροδοτήματα , δημοτικές επιχειρήσεις κλπ., εκκλησιαστικά νπ (ΕΣ Ολομ. 196/10).
Β) Την παράβαση ουσιώδους τύπου εκδόσεως της πράξης.
Γ) Την εσφαλμένη νομική βάση της πράξης ή την έλλειψη νόμιμου εντελώς ερείσματος.
Δ) την παράβαση δεδικασμένου.
Εννοείται ότι εκ του Συντάγματος ελέγχει την αντισυνταγματικότητα Νόμου, την παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου ή του Ενωσιακού δικαίου, την έλλειψη νομοθετικής εξουσιοδότησης ή την υπέρβαση αυτής επι κανονιστικών πράξεων , την έλλειψη γνωμοδοτήσεως του ΕΣ επι συνταξιοδοτικών Νόμων καθώς και την ειδικότητα τους κλπ.
Ενδεικτικά μπορεί να είναι λόγοι εφέσεως :
Παράβαση Νόμου .
Υπαιτιότητα .
Αιτιώδης σύνδεσμος .
Ανωτέρα βία.
Απαλλαγή προσαυξήσεων.
Διακινδύνευση.
Ο Φόρτος εργασίας (ΔΕΝ ΚΡΙΝΕΤΑΙ ΠΟΤΕ ΒΑΣΙΜΟΣ)
Παραβίαση της αρχή της Αναλογικότητας από το νομοθέτη . Αντίθετα απορρίπτεται αναφορικά με την έκδοση της καταλογιστικής πράξης διότι εκδίδεται με δεσμία αρμοδιότητα.
Αδικαιολόγητος πλουτισμός ( ναι ως ισχυρισμός σε τυπικά ελλείμματα αλλά απορρίπτεται διότι η πράξη καταλογισμού αποτελεί νόμιμη αιτία, επίσης σε αχρεωστήτως ληφθείσες παροχές που αναζητούνται λόγω παράνομου διορισμού , αλλά απορρίπτεται με τον ίδιο λόγο βλ. σχετική νομολογία).
Το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να επιδοθεί κατά το άρθρο 58 ΚΔΕΣ και να καταβληθεί παράβολο κατά τα άρθρα 308 και 309 ΚΔΕΣ.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΣΚΗΣΕΩΣ
ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΤΙΚΟ : Μερικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα : η καταλογιστική πράξη μεταβιβάζεται στο αρμόδιο Τμήμα μόνο κατά τα πραγματικά περιστατικά και νομικά περιστατικά που αναφέρει η έφεση , εκτός από τα ως άνω αυτεπάγγελτα.
Ανασταλτικό ,Δεν έχει αυτόματο ανασταλτικό , απαιτείται μετά την άσκηση της εφέσεως και άσκηση αίτησης αναστολής με καταβολή παραβόλου.
Άρθρο 115
Πρόσθετοι λόγοι
- Πρόσθετοι λόγοι έφεσης επιτρέπεται να υποβληθούν με ξεχωριστό δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με σημείωση πάνω σ’ αυτό πράξης κατάθεσης.
- Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται με ποινή απαραδέκτου, δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επιμέλεια του εκκαλούντος, στον εφεσίβλητο και σε εκείνον που ήδη έχει ασκήσει παρέμβαση.
Σχετικές διατάξεις : προϊσχύσαν αρθ. 55 π.δ 1225/81.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Μόνο με τους πρόσθετους λόγους μπορεί παραδεκτά να προταθούν νέοι λόγοι και ισχυρισμοί επι της εφέσεως. Πάντως δεν μπορεί να διευρυνθεί ούτε το αντικείμενο της δίκης με την προσβολή άλλης πράξης από αυτή που προσβάλλεται με την έφεση , ούτε υποκειμενικά με την είσοδο νέου προσώπου , αφού τους προσθέτους λόγους ασκούν μόνο οι εκκαλούντες.
Με το προϊσχύσαν δίκαιο οι πρόσθετοι λόγοι έπρεπε να κατατεθούν 15 ημέρες πριν από την πρώτη δικάσιμο + επίδοση σε 8 ημέρες μετά την κατάθεση τους ή σε κάθε περίπτωση 7 ημέρες πριν την συζήτηση, ενώ δεν κάλυπτε την έλλειψη επίδοσης η συναίνεση των άλλων διαδίκων ( ΕΣ 1674/12,VII τμ., 1634/10, V τμ.,). Πρώτη δικάσιμος νοείτο αυτή που είχε ορίσει ο πρόεδρος και όχι αυτή μετά από αναβολή.
Ο ΚΔΕΣ επιλύει διαφορετικό το θέμα αφού οι πρόσθετοι λόγοι ασκούνται με κατάθεση προ 15 ημερών από την συζήτηση, εννοώντας την πρώτη πάντα συζήτηση, διότι άλλως θα υπήρχε κίνδυνος διεύρυνσης του αντικειμένου της δίκης. Νομοτεχνικά δεν είναι άρτιο που δεν το αναφέρει ρητώς , αλλά ισχύουν ακριβώς τα ίδια με τον ΚΔΔ που το αναφέρει ρητώς και με την νομολογία της ακυρωτικής δίκης. Η επίδοση πλέον πρέπει να γίνεται στους λοιπούς διαδίκους μέσα στην ίδια προθεσμία. Η τυχόν μεταγενέστερη επίδοση εως την πρώτη συζήτηση δεν αίρει το απαράδεκτο λόγω της ρητής διατύπωσης του απαραδέκτου αυτής.
Τα αυτά ισχύουν και για την εκδίκαση της υπόθεσης στο τμήμα μετά την αναίρεσή της και την αναβίωση της έφεσης (612/15,Ι τμ. ).
Απαραδέκτως ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι μπορούν ωστόσο να ληφθούν υπόψη για την ανάπτυξη των λόγων που ήδη προβάλλονται στην έφεση αλλά είναι απαράδεκτοι ως προς νέους λόγους μη περιλαμβανόμενους στην έφεση (612/150),
Άρθρο 116
Εξουσίες του Δικαστηρίου
- Το Δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά τον νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της έφεσης και των πρόσθετων λόγων. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά τον νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί αν:
(α) συντρέχουν οι λόγοι των περ. α’και γ’της παρ. 3, ή (β) η πράξη δεν έχει νόμιμο έρεισμα, ή (γ) υπάρχει παραβίαση δεδικασμένου.
- Αν η έφεση στρέφεται κατά ρητής πράξης, το Δικαστήριο κατά την επίλυση της διαφοράς είτε δέχεται την έφεση εν όλω ή εν μέρει και ακυρώνει ολικώς ή μερικώς την πράξη ή την μεταρρυθμίζει, είτε απορρίπτει την έφεση.
- Το Δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα αν:
(α) η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, ή
(β) το συλλογικό όργανο που εξέδωσε την πράξη δεν έχει νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση, ή
(γ) συντρέχει παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ο οποίος έχει ταχθεί για την έκδοση της πράξης, ή
(δ) η διοίκηση δεν έχει ασκήσει τη διακριτική της εξουσία.
4. Αν η έφεση στρέφεται κατά παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, το Δικαστήριο κατά την επίλυση της διαφοράς, είτε ακυρώνει ολικώς ή μερικώς την παράλειψη και αναπέμπει την υπόθεση στη διοίκηση για να προβεί στην οφειλόμενη ενέργεια, είτε απορρίπτει την έφεση.
- Με την απόφασή του το Δικαστήριο δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση του εκκαλούντος.
- Το Δικαστήριο εφαρμόζει τον κατά τον χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης ή της συντέλεσης της παράλειψης ισχύοντα νόμο.
- Στις διαφορές από καταλογισμούς, καθώς και από τον κανονισμό για πρώτη φορά σύνταξης, μπορεί να ζητηθεί με την έφεση και η επιδίκαση της χρηματικής αξίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας του εκκαλούντος από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη. Όταν ζητείται η καταψήφιση του ποσού της αξίωσης αυτής, επιπλέον του παραβόλου της έφεσης καταβάλλεται τέλος δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με το άρθρο 313.
Σχετικές διατάξεις : προϊσχύσαν δίκαιο αρθ.48.
Ερμηνεία
Για πρώτη φορά προβλέπεται η καταψήφιση ποσού με την παρ. 7.
Άρθρο 117
Απαράδεκτο δεύτερης έφεσης
- Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης έφεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής πράξης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο, ή κατά της αυτής παράλειψης.
- Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης έφεσης, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί για οποιονδήποτε τυπικό λόγο, εκτός της εκπρόθεσμης άσκησης. Η έφεση αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της απορριπτικής απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης. Δεύτερη έφεση δεν δύναται να ασκηθεί, αν έχουν παρέλθει τρία (3) έτη από τη δημοσίευση της απορριπτικής απόφασης.
- Έφεση από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο εκκαλών θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε.