ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ (ΕΝΝΟΙΑ-ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ)
Αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου είναι η παρεχόμενη από κανόνα δικαίου συγκεκριμένη εξουσία στο διοικητικό όργανο να εκδίδει νομικές πράξεις ή να προβαίνει σε υλικές ενέργειες ρυθμίζοντας έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου για δημόσιο σκοπό τηρώντας την προβλεπόμενη ειδική διοικητική διαδικασία.
Με την αρμοδιότητα κατανέμεται συγκεκριμένο ποσοστό της διοικητικής εξουσίας σε συγκεκριμένο διοικητικό όργανο το οποίο οφείλει να δράσει είτε με συγκεκριμένο τρόπο που ορίζει ο κανόνας δικαίου (δεσμία αρμοδιότης) είτε εάν ο κανόνας δεν ορίζει συγκεκριμένο τρόπο , να εναρμονίσει την δράση του μέσα στα όρια των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου (διακριτική ευχέρεια).
Συνεπώς ή αρμοδιότητα είναι άμεση απόρροια της αρχής της νομιμότητας και του κράτους δικαίου. Διοικητικό όργανο που δρα χωρίς να προβλέπει την δράση του ο νόμος είναι αναρμόδιο και η συγκεκριμένη πράξη του είναι άκυρη λόγω αναρμοδιότητας (α.48περ.1 πδ 18/89). Επίσης ως αναρμόδιο λογίζεται το αποφασιστικό συλλογικό διοικητικό όργανο για κάθε πράξη που εκδίδει με κακή συγκρότηση.
Δικονομικά η αναρμοδιότητα είναι λόγος που λαμβάνεται και αυτεπάγγελτα υπόψη από το Δικαστήριο ακυρωτικό ( κατά πάγια νομολογία βλ. 512/30,105/43) ή ουσίας (79 παρ.1 ΚΔΔ) με εξαίρεση τις φορολογικές διαφορές στις οποίες ο προσφεύγων πρέπει να επικαλεσθεί ως λόγο της προσφυγής του όχι μόνο την αναρμοδιότητα αλλά και την βλάβη που υφίσταται από αυτήν καθώς και ότι ο μόνος τρόπος αποκατάστασής της είναι η ακύρωση της πράξης (79 παρ.5β ΚΔΔ). Η αναρμοδιότητα εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Διοικητικό εφετείο στην περίπτωση που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν την εξήτασε είτε γιατί δεν προτάθηκε είτε γιατί απέρριψε σιγή τον σχετικό λόγο προσφυγής (97παρ.1 ΚΔΔ).
Εφόσον ο λόγος γίνει δεκτός το Δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη διοίκηση. Η διοίκηση στην περίπτωση συνήθως εκδίδει νέα πράξη ομοίου περιεχομένου αλλά με το αρμόδιο όργανο εφόσον βεβαίως αυτό υφίσταται και έχει χρονική αρμοδιότητα. Σε περίπτωση μεταβίβασης στο μεταξύ των αρμοδιοτήτων του η πράξη εκδίδεται από το αρμόδιο κατά τον νόμο της νέας έκδοσης όργανο.
Η Μεταβίβαση αρμοδιότητας.
Γίνεται με Νόμο (τυπικό ή κανονιστικό διάταγμα ή πράξη). Συνεπώς το αρμόδιο διοικητικό όργανο μπορεί να μεταβιβάσει την αρμοδιότητά του μόνο δυνάμει ειδικότερης νομοθετικής εξουσιοδότησης με κανονιστική πράξη του που πρέπει να δημοσιευθεί προσηκόντως κατά τους όρους που προβλέπονται από τις σχετικές με το οικείο όργανο διατάξεις (άρθρο 9 παρ. 2 του ΚΔΔσιας). Η μεταβίβαση αφορά την όλη αρμοδιότητα και δεν είναι νόμιμη η μεταβίβαση αρμοδιότητας για την έκδοση ad hoc συγκεκριμένων πράξεων ούτε η μεταβίβαση του συνόλου των αρμοδιοτήτων ενός οργάνου ή τόσων ώστε το όργανο πλέον να χάνει τον χαρακτήρα και το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε. Η γενική αυτή αρχή προκύπτει από τη φύση των κανόνων περί αρμοδιότητας των δημοσίων οργάνων, επιβάλλεται να γίνεται η μεταβίβαση αρμοδιότητας, με εξουσιοδοτικές διατάξεις, σε άλλα όργανα, μόνο με ρητή περιγραφή του αντικειμένου της ώστε για λόγους νομικής ασφάλειας πρέπει η σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση να είναι πλήρως εξειδικευμένη» (ΣτΕ Ολ 2309/1992, 1607/1997, μεταβίβαση στους ΟΤΑ κάθε ανεξαιρέτως αρμοδιότητας οργάνων της κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης αντισυνταγματική η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 και 4 του Ν. 1416/84 ).
Δηλαδή πρέπει να αναφέρει : α) ποιες αρμοδιότητες μεταβιβάζονται, β) υπό ποιές προϋποθέσεις και γ) για ποιό χρονικό διάστημα (ΣτΕ 1744/2000 ν. 2188/1994 η Σύγκλητος δεν δύναται να μεταβιβάζει συλλήβδην ακόμη και όλες τις αρμοδιότητές της, οι περισσότερες των οποίων είναι καθοριστικής σημασίας για την λειτουργία του Πανεπιστημίου, σε άλλα πανεπιστημιακά όργανα>)
Το μεταβιβάζον όργανο χάνει την αρμοδιότητα και πλέον αυτή ασκείται αποκλειστικά από το όργανο στο οποίο μεταβιβάστηκε, εκτός εάν οι σχετικές διατάξεις ορίζουν ότι, παράλληλα, μπορεί να ασκείται και από το όργανο που τη μεταβίβασε (παράλληλη ή επιφυλακτική μεταβίβαση). Η αρμοδιότητα ασκείται πλέον αποκλειστικά από το όργανο στο οποίο μεταβιβάσθηκε, εκτός εάν οι σχετικές διατάξεις ορίζουν ότι, παράλληλα, μπορεί να ασκείται και από το όργανο που τη μεταβίβασε. Τέτοια περίπτωση προβλέπει η … διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 9 του ΚΔΔσιας.
Εξουσιοδότηση υπογραφής.
Το αρμόδιο διοικητικό όργανο μπορεί, με κανονιστική πράξη του δύναται να εξουσιοδοτεί ιεραρχικά υφιστάμενο όργανο να υπογράφει με εντολή του πράξεις ή άλλα έγγραφα της αρμοδιότητάς του. Οι πράξεις αυτές, αν και φέρουν την υπογραφή του εξουσιοδοτημένου οργάνου, θεωρούνται πράξεις του οργάνου έδωσε την εξουσιοδότηση (ΣτΕ 4060/2012).
Στη διοικητική πρακτική έχουν δημιουργηθεί πολλά προβλήματα με την δημοσίευση αυτής της κανονιστικής πράξης , ιδίως τους καταργηθέντες Νομάρχες ως όργανα αποκέντρωσης και το Ν. 301/76 περί ΦΕΚ. Σύμφωνα με το τότε ισχύοντα Ν. 301/76 , α. 3, οι πράξεις των τότε Νομαρχών έπρεπε για να έχουν νόμιμη υπόσταση να καταχωρηθούν σε κεκυρωμένο αντίγραφο σε ειδικό βιβλίο ή φάκελο, τηρούμενο στην αρμόδια υπηρεσία και προσιτό στο κοινό, και να δημοσιευτούν σε μία τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της περιφερείας του νομού. Σε περίπτωση δε μη δημοσιεύσεώς της κατά τον ως άνω τρόπον, η εν λόγω νομαρχιακές πράξεις ήταν ανυπόστατες και δεν μπορούσαν να προσδώσουν αρμοδιότητα υπογραφής στο προς ό η εξουσιοδότηση υφιστάμενο όργανο (ΣτΕ Ολ 1581-2/2010, ΣτΕ 1440, 4205/2011, 2621, 4060/2012, 8/2013)
Η εξουσιοδότηση υπογραφής δεν στερεί από το όργανο που εξουσιοδοτεί την αρμοδιότητα να υπογράφει εκείνο, όταν το κρίνει σκόπιμο, τα έγγραφα . ΣτΕ 4060/2012: «κατά γενική αρχή, όταν πρόκειται για μεταβίβαση της αρμοδιότητας υπογραφής (σε αντίθεση με την περίπτωση της μεταβίβασης αρμοδιότητας) εκείνος που μεταβίβασε την αρμοδιότητα υπογραφής ορισμένων πράξεων που ανήκουν στην αρμοδιότητά του, ως οργάνου, εξακολουθεί να θεωρείται ως μόνος αρμόδιος προς έκδοση των πράξεων αυτών, ακόμη και όταν οι πράξεις αυτές υπογράφονται από τον εξουσιοδοτηθέντα προς τούτο, σε τρόπο ώστε ο εξουσιοδοτήσας να μπορεί οποτεδήποτε να υπογράφει ο ίδιος τις πράξεις αυτές, ανεξάρτητα από τη μεταβίβαση της αρμοδιότητας υπογραφής τους σε άλλο όργανο (ΣτΕ 4478/1987, 5797/1996).
Η κανονιστική πράξη της εξουσιοδότησης υπογραφής εξακολουθεί να ισχύει μέχρι να καταργηθεί από μεταγενέστερη όμοιά της και δεν συνδέεται με τυχόν μεταβολή του προσώπου του εξουσιοδοτούντος ή του εξουσιοδοτουμένου οργάνου, εκτός εάν η εξουσιοδότηση δοθεί ρητά στο συγκεκριμένο πρόσωπο (ΣτΕ 1885/2012, 3882/2008: κατά το άρθρο 29 παρ. 4 του Ν. 1558/1985 «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά όργανα», η απόφαση μεταβίβασης αρμοδιότητος ή του δικαιώματος υπογραφής κατά την παράγραφο 1 αυτού του άρθρου εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την ανάκληση της από το αρμόδιο όργανο, και αν αυτός που την εξέδωσε παύσει να υπάρχει»).
Διακρίσεις της αρμοδιότητας
Κριτήρια διακρίσεων αποτελούν ιδίως : οι ιεραρχικές σχέσεις των οργάνων, η χωρική δράση τους, η ποιότητα των αρμοδιοτήτων τους, το αντικείμενο της δράσης τους , ο χρόνος ασκήσεως και ο αριθμός των απαιτούμενων οργάνων, εύρος των αρμοδιοτήτων τους.
1.ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ :
Α) ΚΑΤΑ ΚΛΑΔΟΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΣ: Κλάδος νοείται μια ευρεία οργανωτική ενότητα της εκτελεστικής εξουσίας, συνήθως ένα Υπουργείο. Συνεπώς δεν επιτρέπεται όργανα ενός υπουργείου να ασκούν αρμοδιότητες άλλου υπουργείου. Τυχόν εκδοθείσα πράξη με τέτοιο περιεχόμενο είναι κατά Γενική αρχή του διοικητικού δικαίου ανυπόστατη ως εκδοθείσα από κατά κλάδον αναρμόδιο όργανο ( ΣτΕ 531/71 Ολομ.) Π.χ Παραχωρητήριο σε ακτήμονες γεωργούς που χορηγεί ο Υπουργός παιδείας και όχι ο Γεωργίας.
Η κλαδική αναρμοδιότητα δεν πρέπει να συγχέεται με την λειτουργική αναρμοδιότητα. Η τελευταία υφίσταται όταν όργανα της εκτελεστικής εξουσίας εκδίδουν πράξεις που ανήκουν στην νομοθετική ή δικαστική εξουσία. Πρόκειται για υπέρβαση εξουσίας αφού η πράξη αυτή προέρχεται μεν από διοικητικό όργανο αλλά ρυθμίζει ύλη που ανήκει στην νομοθετική ή δικαστική εξουσία και είναι ανυπόστατη διότι εξεδόθη καθ΄υπέρβαση εξουσίας (ΣτΕ 206-209/29, 365/30).
Β) ΚΑΘ΄ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΣ: Ο νόμος καθορίζει συγκεκριμένα θέματα στα οποία απονέμει εξουσία δράσεως στο διοικητικό όργανο. Η παραβίαση της καθ΄ύλην αρμοδιότητας απαγορεύεται και για τα ιεραρχικά όργανα σε σχέση με τα υφιστάμενα. Δηλαδή ο ιεραρχικός προϊστάμενος δεν μπορεί να παραγκωνίσει το υφιστάμενο όργανα και να ασκήσει αντ΄αυτού την αρμοδιότητα. Στη περίπτωση αυτή η πράξη του θα ακυρωθεί για ιεραρχική υποκατάσταση (ΣτΕ 237/31). Ο προϊστάμενος μπορεί βεβαίως εκ των υστέρων ασκώντας ιεραρχικό έλεγχο να ακυρώσει την πράξη ή εκ των προτέρων να δώσει εντολή στον υφιστάμενο να ασκήσει την αρμοδιότητά του. Πχ είναι άκυρο το προεδρικό διάταγμά εφόσον ο Νόμος προέβλεπε Υπουργική απόφαση ( ΣτΕ 1831/53). Ιεραρχική υποκατάσταση υπάρχει και όταν το αποφασιστικό όργανο υποκαθιστά το γνωμοδοτικό (ΣτΕ 3099-10/13, 1190-91/03,Στ.τμ.).
Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, όσες φορές ο νόμος αναθέτει την αποφασιστική αρμοδιότητα σε ορισμένη υπηρεσία, ως αρμόδιο για την έκδοση των σχετικών προς την αρμοδιότητα αυτή πράξεων νοεί τον επικεφαλής της υπηρεσίας και όχι οποιονδήποτε άλλο υπάλληλο της υπηρεσίας αυτής, επί Υπουργείου δε, νοείται ο Υπουργός αυτού, αρμόδιος καταρχήν για την έκδοση των πράξεων των σχετικών με την άσκηση των αρμοδιοτήτων που αναθέτει ο νόμος στο Υπουργείο στο οποίο προΐσταται, (ΣτΕ1419/1961, 207/1996, 5838/1996, 3659/1997, 815/2006,1359/2007,1885/2012).
2. ΧΩΡΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ.
Α.ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΑ ΟΡΓΑΝΑ- ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ.
Η διάκριση αυτή έχει ως κριτήριο εάν το διοικητικό όργανο ασκεί την αρμοδιότητα του σε ολόκληρη την επικράτεια ή σε ορισμένη εδαφική περιοχή αυτής. Τα κατά τόπον αρμόδιο όργανα είναι πάντα ομοιόβαθμα.
Κεντρικά όργανα είναι τα κυβερνητικά όργανα (ΠτΔ, Πρωθυπουργός, Υπουργοί κλπ). Σύμφωνα με το άρθρο 101 του Συντάγματος η δημόσια διοίκηση οργανώνεται κατά το αποκεντρωτικό σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι συστήνονται περιφερειακά όργανα στα μεταβιβάζονται από τα κεντρικά όργανα αποφασιστικές αρμοδιότητες για να ασκηθούν στις γενικές περιφέρειες. Η χώρα μετά τον Ν. 3852/10 (Καλλικράτης) διαιρείται σε επτά αποκεντρωμένες διοικήσεις και όργανο αποκέντρωσης είναι ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ο οποίος και είναι άμεσος προϊστάμενος όλων των υπαλλήλων των περιφερειακών υπηρεσιών ενώ υπάγεται προϊστάμενος του είναι ο Υπουργός Εσωτερικών καθώς και ανάλογα με την αρμοδιότητα που ασκεί ο καθ΄ύλη αρμόδιο Υπουργό ενώπιον του οποίου ασκείται κατά πράξεων του ΓΓΑΔ η ειδική προσφυγή του άρθρου 8 του Ν. 3200/55 (ο πρώτος νόμος που εφήρμοσε το αποκεντρωτικό σύστημα στη Ελλάδα) που διατηρήθηκε σε ισχύ με το α.1παρ.2 του Ν.2503/97.
Αυτοδιοικούμενα όργανα : Όταν οι κανόνες δικαίου προβλέπουν την δημιουργία ξεχωριστών νομικά προσώπων με δικά τους διοικητικά όργανα , που ασκούν δημόσια εξουσία και αρά είναι ΝΠΔΔ, για την ικανοποίηση συγκεκριμένης κατηγορίας εννόμων σχέσεων δημοσίου δικαίου κατ΄αποκλεισμό του κράτους και δημοσιονομική αυτοτέλεια με προϋπολογισμό διάφορο του κρατικού προϋπολογισμού. Θα πρέπει να προσεχθεί ότι τα αυτοδιοικούμενα ΝΠΔΔ δεν έχουν κανονιστική αυτονομία. Συνεπώς δεν μπορούν να θεσπίσουν κανόνες δικαίου παρά μόνο με ειδικότερη νομοθετική εξουσιοδότηση για τεχνικά, τοπικά , λεπτομερειακά θέματα (43παρ2βΣ).
Η αυτοδιοίκηση διακρίνεται σε τοπική και καθ΄ύλη.
Το άρθρο 102 του Συντάγματος προβλέπει τη ανάθεση των τοπικών υποθέσεων σε ΝΠΔΔ διακριτά από το νομικό πρόσωπο του κράτους με διοικητική και δημοσιονομική αυτοτέλεια , δηλαδή με δικά τους όργανα , που μάλιστα εκλέγονται από το εκλογικό σώμα (αιρετοί, σύστημα αυτοκυβέρνησης) και δικό τους προϋπολογισμό ( βλ. λογιστικό ΟΤΑ βδ 1958). Σήμερα προβλέπονται δυο βαθμοί τοπικής αυτοδιοίκησης με όργανα πρώτου βαθμού τους ΟΤΑ και δευτέρου τις Περιφέρειες.
Η καθ΄ύλην αυτοδιοίκηση δεν κατοχυρώνεται θεσμικά στο Σύνταγμά μας αλλά ειδικά μόνο για την Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΕΙ, α. 16παρ.5Σ) και του γεωργικούς και αστικούς συνεταιρισμούς (α.12παρ.4(5)Σ).
3. ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΤΗΤΑΣ.
Η αρμοδιότητα διακρίνεται σε:
Α) ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ: Όταν το διοικητικό όργανο μπορεί να προβεί σε νομική πράξη , δηλαδή να εκδώσει είτε διοικητική πράξη είτε να συνάψει διοικητική σύμβαση .
Β) ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ: Όταν το διοικητικό όργανο διατυπώνει γνώμη ή πρόταση για να διαφωτίσει το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα (άρθρο 20 ΚωδΔΔιαδ). Υπενθυμίζουμε ότι η έκδοση αρνητικής σύμφωνης γνώμης, όπως και υποχρεωτικής γνωμοδότησης, αποτελεί άσκηση αποφασιστικής και όχι γνωμοδοτικής αρμοδιότητας.
4. ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΑΡΙΘΜΟ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ.
Η αρμοδιότητα διακρίνεται σε:
Α) ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ, όταν οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν ως φορέα της ένα και μόνο διοικητικό όργανο και
Β) ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ, όταν οι διατάξεις προβλέπουν ότι για την έκδοση μιας πράξης απαιτείται η σύμπραξη δυο ή περισσότερων διοικητικών οργάνων, που έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα. Στην περίπτωση αυτή, τα περισσότερα όργανα λειτουργούν ως αυτοτελή όργανα, αποτελούν δε σύνθετο και όχι συλλογικό όργανο. Κλασικό παράδειγμα αποτελούν οι γνωστές ΚΥΑ , δηλαδή, Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις.
5. ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ : όταν ο νόμος ορίζει ρητώς ανατρεπτική προθεσμία εντός της οποίας το διοικητικό όργανο οφείλει να εκδώσει διοικητική πράξη. Θα πρέπει να προσεχθεί ότι επι χρονικής αναρμοδιότητας το όργανο δεν οφείλει να προβεί εν γένει σε ενέργεια, αλλά να εκδώσει διοικητική πράξη. Η πάροδος δε απράκτου της ανατρεπτικής προθεσμίας συνεπάγεται κατά λογική ακολουθία και σιωπηρά απόρριψη.
Αντιθέτως οσάκις ειδικές διατάξεις επιβάλλουν στο όργανο να προβεί σε μια ενέργεια , όπως να εκκαθαρίσει τα πραγματικά περιστατικά υποθέσεως , να προβεί σε αξιολόγηση αορίστων εννοιών και υπαγωγή , τότε η πάροδος προθεσμίας μπορεί να συνιστά ΠΝΟΕ όχι όμως και χρονική αναρμοδιότητα του οργάνου.
Το ζήτημα της χρονικής (αν)αρμοδιότητας μπορεί να ανακύψει στις εξής περιπτώσεις:
1. Όταν οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της αρμοδιότητας. Το πότε υφίσταται αποκλειστική προθεσμία είναι θέμα ερμηνείας της διάταξης ακόμη και σε περίπτωση που το ορίζει η ίδια ρητά.
Κατά το άρθρο 10 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας: «Οι προθεσμίες για τη Διοίκηση είναι ενδεικτικές, εκτός εάν από τις σχετικές διατάξεις προκύπτει ότι είναι αποκλειστικές. Οι προθεσμίες για την έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων, δυσμενών για το πρόσωπο το οποίο αφορούν άμεσα, είναι αποκλειστικές». Κατά την πάγια νομολογία η διάταξη αυτή δεν πρέπει να συσχετίζεται με το 2 του ΚΔΔσιας που ορίζει ότι : «….τα διοικητικά όργανα οφείλουν να προβαίνουν, αυτεπαγγέλτως, στις ενέργειες που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις εντός των οριζομένων, σχετικών, προθεσμιών» και ότι «σε περίπτωση που δεν προβλέπεται σχετική προθεσμία, η ενέργεια συντελείται εντός ευλόγου χρόνου, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβεί το τρίμηνο». Η διάταξη του άρθρου 2 αποσκοπεί μόνο στην επιτάχυνση των διοικητικών ενεργειών, δεν θεσπίζει γενική αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών για την έκδοση δυσμενών διοικητικών πράξεων, η υπέρβαση της οποίας θα καθιστούσε την οικεία αρχή άνευ ετέρου αναρμόδια κατά χρόνο, αλλά υπόδειξη προς την Διοίκηση για την εντός ευλόγου χρόνου ολοκλήρωση των αυτεπαγγέλτων ενεργειών της (βλ. ΣτΕ 1967/2011 επταμελούς, 3073/2012, ΔΕΦΑθ 5824/14).
Θέμα χρονικής αρμοδιότητας τίθεται όταν το διοικητικό όργανο ενεργεί εντός του χρόνου θητείας ή διορισμού του. Αντίθετα οι πράξεις που εκδίδονται μετά τη λήξη της θητείας ή διορισμού του είναι παράνομες και ακυρωτέες ελλείψει καθύλην αρμοδιότητας του οργάνου, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου υφίσταται από τη στιγμή που αυτό αποκτά νόμιμη υπόσταση και για όσο χρόνο τη διατηρεί οπότε και μπορεί να τεθεί ζήτημα χρονικής αναρμοδιότητας επι της υφισταμένης αρμοδιότητας του οργάνου.
Παραδείγματα αποκλειστικών προθεσμιών :
Α) Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 12 του ως άνω άρθρου 17 του Ν. 2190/1994 ΑΣΕΠ-διορισμός στο δημόσιο, ορίζεται ότι σε περίπτωση διαπίστωσης από το φορέα κωλύματος διορισμού ή μη αποδοχής διορισμού διατεθέντος υποψηφίου, το χρονικό διάστημα εντός του οποίου ο οικείος φορέας πρέπει να ζητήσει την αντικατάσταση των ανωτέρω υποψηφίων, μετά την πάροδο του οποίου το σχετικό αίτημα δεν γίνεται δεκτό, είναι ένα έτος από την αποστολή των πινάκων διοριστέων στον φορέα αυτόν. Ο ως άνω χρονικός περιορισμός για την υποβολή του αιτήματος αντικαταστάσεως, ετέθη για την ταχεία και αποτελεσματική κάλυψη των φορέων, για τους οποίους προκηρύσσονται οι θέσεις και για να μην παρατείνεται επί μακρόν η εκκρεμότητα μετά την κατάρτιση των πινάκων διοριστέων. Η προθεσμία αυτή, σε αντίθεση με τις περισσότερες διοικητικές προθεσμίες, δεν είναι ενδεικτική, αλλά σαφώς θεσπίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις, ως αποκλειστική (ΔΕΦΑΘ 2781/11)
Β) Η εξηκονθήμερη προθεσμία απαντήσεως του Υπουργού επι ειδικής προσφυγής κατά πράξης του ΓΓΑποκεντρωμένης Διοίκησης του άρθρου 8 του Ν 3200/55.
Γ) Η ρύθμιση του άρθρου 20 παρ. 2 του Ν. 4009/2011: « Ο Υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων ελέγχει τη νομιμότητα οποιασδήποτε εκλογής ή εξέλιξης [καθηγητή ΑΕΙ] είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από σχετική αναφορά που υποβάλλεται είτε από συνυποψήφιο του εκλεγέντος είτε από οποιοδήποτε μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας του ιδρύματος. Ο έλεγχος νομιμότητας από τον Υπουργό ολοκληρώνεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από την παραλαβή του φακέλου».
Σε περίπτωση που το όργανο παραβιάσει την ανατρεπτική προθεσμία και εκδώσει πράξη χρονικά αναρμοδίως, τότε θα πρέπει να διακρίνουμε από πλευράς δικονομικής : α) εάν η πράξη αυτή ακυρώνει ή ανακαλεί ή εν γένει εξαφανίζει διοικητική πράξη τότε είναι ακυρωτέα λόγω χρονικής αναρμοδιότητας, β) εάν όμως εμμένει στην αρχική διοικητική πράξη κατά τρόπο όχι βεβαιωτικό αλλά εκτελεστό (πχ μετά από νέα έρευνα πραγματικών περιστατικών ή λόγω ειδικής προσφυγής) τότε προσβάλλεται αλυσιτελώς δεδομένου ότι και να ακυρωθεί δεν μπορεί να αναπεμφθεί στη διοίκηση για να εκδοθεί νέα πράξη από ένα όργανο που είναι χρονικά αναρμόδιο. Ο χρόνος δεν γυρνάει πίσω.
6. ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΕΥΡΟΣ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ.
Ενώ για τον διοικούμενο βάσει του άρθρου 5 του Συντάγματος ότι δεν απαγορεύεται επιτρέπεται , για την διοίκηση ισχύει το αντίστροφο : επιτρέπεται να δράσει όταν και όπως ορίζουν οι κανόνες δικαίου. Αυτή η αντιφατικότητα της αυτοδέσμευσης της κρατικής εξουσίας είναι δυνατή μόνο στα κράτη δικαίου ως ένα καταρχήν ιστορικοκοινωνικό αποτέλεσμα της πάλης των εξουσιαζόμενων με την εκάστοτε εξουσία.
Στο χώρο του διοικητικού δικαίου το κράτος δικαίου βρίσκει εφαρμογή με την αρχή της νομιμότητας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή η δράση της διοίκησης εξαρτάται από το εύρος που της δίνει συγκεκριμένος κανόνας δικαίου. Θεωρητικά διακρίνουμε δυο μορφές : την στενή και την ευρεία δράση που ορολογικά αποκαλούμε δεσμία αρμοδιότητα και διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.
ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ:
Η διάκριση αυτή αφορά τις ατομικές διοικητικές πράξεις και τις υλικές ενέργειες της διοίκησης, ενώ δεν υφίσταται αναφορικά με την άσκηση της κανονιστική της δράση, η άσκηση της οποίας κατά κανόνα αποτελεί κυβερνητική απόφαση και πηδαλιουχείται από την νομοθετική εξουσιοδότηση. Κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ δεν νοείται κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης ή κατάχρηση εξουσίας επί κανονιστικών πράξεων (ΣτΕ 3998/2011).
[ΣτΕ Ολ 95/2013: «κατά την έννοια της διάταξης της παραγράφου 2 του ήδη καταργηθέντος άρθρου 14 του ν. 3016/2002, οι Υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ο κατά περίπτωση αρμόδιος Υπουργός δεν είχαν υποχρέωση, αλλά απλώς διακριτική ευχέρεια να εκδώσουν, μετά από εκτίμηση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, κοινές αποφάσεις, με τις οποίες να επεκτείνουν, «εν όλω ή εν μέρει», τις ευνοϊκές μισθολογικές ρυθμίσεις που προβλέπονται από υπουργικές αποφάσεις, εκδιδόμενες δυνάμει συλλογικών συμφωνιών κατά την παράγραφο 1, και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, που δεν συμμετείχαν στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών….». Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η χρήση της λέξης «διακριτική ευχέρεια» από την ως άνω απόφαση έχει το νόημα ότι η διοίκηση έχει κανονιστική ευχέρεια και δεν εννοεί την κατ΄ακριβολογία διακριτική ευχέρεια όπου κατά πάγια νομολογία αφορά τις ατομικές πράξεις.
Οι κανονιστικές πράξεις δεν ελέγχονται για υπέρβαση και κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης κατά τη θέσπιση των επίδικων ρυθμίσεων αυτής, αλλά μόνον από την άποψη της τήρησης των προϋποθέσεων που τάσσει η εξουσιοδότηση και της μη υπέρβασης των ορίων της [ΣτΕ 350/2013]. Ο έλεγχος, συνεπώς, των πράξεων αυτών, όταν προσβάλλονται ευθέως, είναι δυνατός μόνον ακυρωτικώς, κατ’ αυτόν δε εξετάζεται α) αν η εξουσιοδοτική διάταξη είναι σύμφωνη προς συνταγματικές ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, β) αν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από την εξουσιοδοτική διάταξη διαδικασία έκδοσης της κανονιστικής πράξης, γ) αν το περιεχόμενο της κανονιστικής ρύθμισης ευρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διάταξης και δ) αν η κανονιστική ρύθμιση είναι σύμφωνη προς συνταγματικές ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις [ΣτΕ Ολ 618-623/2013, Ολ 3919/2010].
Τεκμήριο υπέρ της διακριτικής .
Για τον χαρακτηρισμό της αρμοδιότητας καθοριστική σημασία έχει το γράμμα της διάταξης που την παρέχει. Η χρήση όρων όπως η Διοίκηση «οφείλει», ή «υποχρεούται» ή της οριστικής του ενεστώτα καθώς και η πρόβλεψη αυτοδίκαιης επέλευσης ορισμένης συνέπειας, εφόσον συντρέξουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, συνηγορεί υπέρ του χαρακτηρισμού της αρμοδιότητας ως δέσμιας. Η Διακριτική ευχέρεια ανιχνεύεται στον κανόνα δικαίου με εκφράσεις όπως η Διοίκηση «δύναται», «δικαιούται», «επιλέγει», «κρίνει», ενεργεί «κατά την κρίση της» κλπ.
Εάν ο νόμος δεν είναι απολύτως σαφής ως προς το είδος της αρμοδιότητας που παρέχει, δηλαδή εάν δεν προβλέπει υποχρέωση της Διοίκησης να εκδώσει διοικητική πράξη, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχεται τεκμήριο υπέρ της διακριτικής ευχέρειας.
Το τεκμήριο αυτό ισχύει στο πεδίο της παροχικής διοίκησης και γενικότερα στις πράξεις που εκδίδονται προς όφελος του διοικουμένου, εφόσον οι σχετικές διατάξεις δεν του παρέχουν ρητώς έννομη αξίωση για την έκδοσή τους. Περαιτέρω, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 10 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, οι προθεσμίες που τάσσονται στη Διοίκηση για την έκδοση των διοικητικών πράξεων είναι, κατά κανόνα, ενδεικτικές, εκτός ρητής πρόβλεψης περί του αντιθέτου, πράγμα που συνεπάγεται για το αρμόδιο διοικητικό όργανο περιθώρια επιλογής του χρόνου έκδοσης της πράξης. Αποκλειστικές είναι, αντίθετα, οι προθεσμίες για την έκδοση δυσμενών διοικητικών πράξεων για το πρόσωπο το οποίο αφορούν αμέσως.
Πάντως, το τεκμήριο υπέρ της διακριτικής ευχέρειας δεν μπορεί να ισχύσει όταν πρόκειται για περιορισμό ατομικού δικαιώματος. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για την προβληματική αυτή είναι η μεταστροφή της νομολογίας στο ζήτημα της συνταγματικότητας των αδειών σκοπιμότητας για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, η οποία δέχθηκε ότι αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος διάταξη νόμου που παρέχει σε διοικητικό όργανο διακριτική ευχέρεια για τη χορήγηση ή μη άδειας ίδρυσης καταστήματος ορισμένης κατηγορίας, η οποία δεν ασκείται βάσει αντικειμενικών (και, ως εκ τούτου, σταθερών κατά την εφαρμογή) κριτηρίων, αλλά βάσει εκτιμήσεων σκοπιμότητας που συνδέονται με την άσκηση ορισμένης οικονομικής ή κοινωνικής πολιτικής και διατυπώνονται με την ευκαιρία του εκάστοτε υποβαλλόμενου σχετικού αιτήματος [με την ΣτΕ Ολ 3037/2008, που εκδόθηκε επί της παραπεμπτικής ΣτΕ 2194/2006, κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 2323/1995 αντίκεινται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι υπάγουν την κατοχυρούμενη στη συνταγματική αυτή διάταξη ελευθερία ίδρυσης και εκμετάλλευσης εμπορικών καταστημάτων σε καθεστώς προηγούμενης διοικητικής αδείας, χωρίς να προκύπτει με σαφήνεια ο συγκεκριμένος σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπουν, και μάλιστα καταλείπουν ιδιαιτέρως ευρεία διακριτική ευχέρεια στη Διοίκηση κατά την εκτίμηση των σχετικών κριτηρίων. Τόνισε μάλιστα ότι θεμελιώδη επιδίωξη του κράτους δικαίου αποτελεί ο περιορισμός της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης στο αυστηρώς αναγκαίο μέτρο, οπότε η δια νόμου χορήγηση στη Διοίκηση διακριτικής ευχέρειας, και μάλιστα κατά την άσκηση αρμοδιότητας που απολήγει στην επιβολή περιορισμού στην άσκηση ατομικού δικαιώματος, είναι ανεκτή από το Σύνταγμα, μόνο κατά το μέτρο που η χορήγηση διακριτικής ευχέρειας δικαιολογείται επαρκώς από την ειδική φύση του αντικειμένου της ρύθμισης.
Η προσέγγιση αυτή είναι ορθή και πλήρως συμβατή με την τόνωση του ιδιωτικού τομέα που ασφυκτιά στη χώρα μας μέσα σε σχεδόν απόλυτα κρατικιστικό περιβάλλον. Σε ενωσιακό επίπεδο (βλ. ΔΕΚ της 4.3.1996, C-46/93 και C-48/93, Brasserie du Pecheur και Factortame, σκέψεις 43-45), η αναγνωριζόμενη στη Διοίκηση διακριτική ευχέρεια και μάλιστα ευρείας σε ζητήματα, σχετιζόμενα με οικονομικού χαρακτήρα πολιτικές επιλογές, προϋποθέτει την εναρμόνιση των διοικητικών συστημάτων των κρατών μελών με όσο το δυνατόν λιγότερες κρατικές επεμβάσεις και γραφειοκρατίες στην χορήγηση επαγγελματικών αδειών. Θυμίζω ότι η χώρα μας είναι η τελευταία στο τομέα της ιδιωτικής ανάπτυξης και πρωτοβουλίας από τις χώρες κράτη μέλη και πρώτη στην εν γένει δυσκολία επιχειρηματικής πρωτοβουλίας και σχετικής γραφειοκρατίας καθώς και στη διαφθορά των κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων (ιδίως εφοριακών, πολεοδομικών υπηρεσιών κλπ).
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ:
Στην περίπτωση των ατομικών πράξεων που εκδίδονται κατά διακριτική ευχέρεια και η διοίκηση πραγματοποιεί τεχνικές κρίσεις και μάλιστα με κατεστημένο όργανο , ο δικαστικός έλεγχος κατά κανόνα είναι ακυρωτικός προς αποφυγή του ενδεχομένου υποκατάστασης του δικαστή στην κρίση του διοικητικού οργάνου [ΣτΕ Ολ 3919/2010, Ολ 618-623/2013]. Συνεπώς η διοικητική πράξη που εξεδόθη κατά διακριτική ευχέρεια είναι ακυρωτέα για παράβαση κατ΄ουσίαν διάταξης Νόμου. Η παράβαση κατ’ουσία διάταξης νόμου έγκειται δηλαδή στην κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας, ειδικότερα δε στην υπέρβαση των άκρων ορίων της. Τα όρια αυτά καθορίζονται, κατ’αρχάς, από το λογικό περιεχόμενο των αορίστων αξιολογικών εννοιών που περιέχει ο κανόνας δικαίου που παρέχει τη διακριτική ευχέρεια και ο δικαστής ελέγχει μέσω των διδαγμάτων της λογικής και της κοινής πείρας και των πορισμάτων της επιστήμης και της τέχνης, που αποτελούν κτήμα του μέσου συνετού ανθρώπου. Καθορίζονται, περαιτέρω, από ορισμένες γενικές αρχές συνταγματικής περιωπής τις οποίες οφείλει να τηρεί το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας. Πρόκειται για τις αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, καθώς και της χρηστής διοίκησης, στην οποία, πάντως, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έχει αναγνωρίσει συνταγματική ισχύ.
1.ΔΕΣΜΙΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ: Η διοίκηση οφείλει να εκδώσει ατομική διοικητική πράξη θετικού ή αρνητικού περιεχομένου ελέγχοντας εάν συντρέχουν στην υπο εξέταση ατομική περίπτωση οι νόμιμες προϋποθέσεις. Το διοικητικό όργανο περιορίζεται σε τυπικό έλεγχο των προβλεπόμενων από τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου πραγματικών και νομικών προϋποθέσεων και στην υπαγωγή τους στη εξεταζόμενη ατομική περίπτωση. Εφόσον ο έλεγχος αποβεί θετικός τότε το διοικητικό όργανο είναι υποχρεωμένο για την εφαρμογή του, είναι υποχρεωμένο να εκδώσει διοικητική πράξη που περιέχει ρύθμιση, την οποία προκαθορίζει ο κανόνας αυτός. Εν προκειμένω, η Διοίκηση λαμβάνει αποφάσεις τις οποίες της έχει υπαγορεύσει εκ των προτέρων ο κανόνας δικαίου. Η αρμοδιότητας της εξαντλείται στην εφαρμογή του κανόνα δικαίου στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να έχει δυνατότητα αξιολογήσεως ή εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών ή των νομικών εννοιών (εν στενή εννοία δεσμία αρμοδιότης). Η στενότερη μορφή δεσμίας αρμοδιότητας υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου περιέχει πλήρες και λεπτομερές πραγματικό και τις σαφείς και συγκεκριμένες έννομες συνέπειες που αυτό επιφέρει. Η δράση της διοίκησής περιορίζεται στην συγκεκριμενοποίηση του κανόνα δικαίου σε συγκεκριμένη ατομική περίπτωση. Στην περίπτωση που η διοίκηση σιωπήσει τότε η σιωπή της συνεπάγεται σιωπηρά απόρριψη του αιτήματος του διοικουμένου. Δεν λογίζεται ΠΝΟΕ κατά κανόνα στις περιπτώσεις που η διοίκηση έχει εν στενή εννοία δεσμία αρμοδιότητα. Επίσης απαραδέκτως προβάλλονται λόγοι περί παραβιάσεως της χρηστής διοίκησης, της δεδικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της αρχής της αναλογικότητας κ.λ.π που αποτελούν όρια της άσκησης μόνο πράξεων εκδιδόμενων κατά διακριτική ευχέρεια.
ΣτΕ 1606/2015: “σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 7 του Ν. 2738/1999, με το οποίο προστέθηκαν εδάφια στο άρθρο 16 παρ. 6 του ν. 2190/1994, και τις επ’ αυτών ερειδόμενες διατάξεις της προκήρυξης, το Α.Σ.Ε.Π., ως ανεξάρτητη αρχή, η οποία ασκεί έλεγχο νομιμότητας, έχει δέσμια αρμοδιότητα να μη δέχεται εκπροθέσμως υποβαλλόμενα δικαιολογητικά, έστω και συμπληρωματικά ή διευκρινιστικά των αρχικώς υποβληθέντων, και δεν επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια η λήψη υπόψη τέτοιων δικαιολογητικών, κατά μείζονα δε λόγο, δεν έχει την εξουσία να ζητεί από τους υποψηφίους τη συμπλήρωση των δικαιολογητικών τους, διότι τούτο απαγορεύεται ρητά από τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες είναι σύμφωνες προς το Σύνταγμα (ΣτΕ 4483, 4839/2014). Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι το Α.Σ.Ε.Π. όφειλε, ενόψει του ότι ο αιτών υπέβαλε τα ανωτέρω δικαιολογητικά για την απόδειξη της ιδιότητας του δημότη και μόνιμου κατοίκου του Δήμου Αριδαίας, να του παράσχει, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 16 παρ. 4 και 6 και 18 παρ. 2 περ. Δ΄ του ν. 2190/1994, ερμηνευόμενων ενόψει των αρχών της χρηστής διοίκησης, της αξιοκρατίας και της αναλογικότητας, προθεσμία προκειμένου να προσκομίσει διευκρινιστική δήλωση για τη δέσμευσή του να υπηρετήσει στις ένδικες θέσεις, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος”. (Σ.Σ. ορθότερα απαράδεκτος δεδομένου ότι τέτοιος λόγος δεν προσήκει στην άσκηση δεσμίας αρμοδιότητας).
Καταρχήν πάντα η εξωτερική τυπική νομιμότητα της διοικητικής πράξης , δηλαδή η διαδικασία έκδοσης της και η μορφή , διέπονται από δεσμία αρμοδιότητα. Δεν έχει δηλαδή ευχέρεια επιλογής τύπου και διαδικασίας το διοικητικό όργανο. Μόνη ίσως φαινομενική εξαίρεση ότι μπορεί αν επιλέξει πριν την έκδοση της πράξης του να ζητήσει παροχή γνώμης. Αφού όμως το επιλέξει δεσμεύεται από τους κανόνες της απλής γνωμοδότησης. Συνεπώς το πρόβλημα δεσμία αρμοδιότητα ή διακριτική ευχέρεια ανακύπτει κυρίως στο περιεχόμενο της διοιηκτικής πράξης , την ρύθμιση της έννομης σχέσης δημοσίου δικαίου.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας της Διοίκησης είναι:
-Η πράξη χορήγησης ορισμένης κατά ποσό σύνταξης την οποία υποχρεούται να εκδώσει το αρμόδιο όργανο φορέα κοινωνικής ασφάλισης εφόσον διαπιστώσει ότι επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος και συντρέχουν οι προϋποθέσεις ηλικίας και συντάξιμου χρόνου.
-Η οικοδομική άδεια, εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι όροι αρτιότητας οικοπέδου που θέτει η πολεοδομική νομοθεσία, υπάρχουν τα τοπογραφικά διαγράμματα και οι τίτλοι κυριότητας [ΣτΕ 1483/2015, 1449/205, σκέψη 7· Βλ. και ΣτΕ 1678/2015, σκέψη 6].
-Η βεβαίωση του φόρου συνεπεία υποβολής φορολογικής δήλωσης (εκκαθαριστικό σημείωμα).
-Η ανάκληση της συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, μόνον, όμως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είτε έχει εκφραστεί ανενδοίαστα η βούληση να μην χρησιμοποιηθεί το απαλλοτριωθέν για τον σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε ή για άλλο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, είτε παρέλθει μακρό, κατά τις περιστάσεις, χρονικό διάστημα, χωρίς ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση να έχει μεριμνήσει για την πραγματοποίηση του σκοπού της απαλλοτριώσεως ή άλλου σκοπού δημόσιας ωφέλειας (ΣτΕ 1557/2012).
ΕΝ ΕΥΡΕΙΑ ΕΝΝΟΙΑ ΔΕΣΜΙΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ :Σε πολλές πάντως περιπτώσεις η διοίκηση έχει ευχέρεια αξιολογήσεως των πραγματικών περιστατικών ή εκτιμήσεως αυτών με δυνατότητες επιλογής μεταξύ και δεσμία αρμοδιότητα μόνο στην έκδοση διοικητικής πράξης το περιεχόμενο της οποίας είναι προϊόν εκτιμήσεως πραγματικών και νομικών περιστατικών. Στη περίπτωση αυτή πρόκειται για εν ευρεία εννοία δεσμία αρμοδιότητα . ,Η πρακτική σημαία είναι σημαντική διότι στις περιπτώσεις της ευρείας έννοιας της δέσμιάς αρμοδιότητας η διοίκηση εφόσον στηρίζεται σε υποκειμενικά -συμπεριφορικά στοιχεία του διοικουμένου θα πρέπει να τον καλεί σε ακρόαση εφόσον πρόκειται να εκδώσει δυσμενή πράξη γι΄αυτόν , θα πρέπει να αιτιολογεί πλήρως την πράξη της. Περίπτωση δεσμίας αρμοδιότητας εν ευρεία εννοία υπάρχει και όταν η διοίκηση πρέπει εντός αποκλειστικής προθεσμίας να εκδώσει πράξη , πλην όμως έχει ευρύτατο πεδίο εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών , ή επιλογής λύσεων μετά από αξιολόγηση νομικών εννοιών. Στις περιπτώσεις αυτές η παράλειψη της διοίκησης να εκδώσει πράξη κατά κανόνα θα συνιστά ΠΝΟΕ και όχι σιωπηρά απόρριψη.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ :
ΣτΕ 286/2012: κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 11 του Ν. 5607/1932 (ΦΕΚ Α΄ 300), «σε περίπτωση αργίας φαρμακείου άνευ αδείας ή καθ’ υπέρβασίν της, προβλέπεται ως κύρωση της παραβάσεως η επιβολή χρηματικών ποινών, όταν το φαρμακείο παρέμεινε κλειστό για χρόνο ελάσσονα των τριών μηνών, η οριστική δε ανάκληση της αδείας όταν το φαρμακείο διατηρήθηκε κλειστό επί χρόνο μείζονα του τριμήνου. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, περαιτέρω, ότι η ανάκληση της αδείας ιδρύσεως με βάση το δεύτερο εδάφιο του άρ. 11 παρ. 4 χωρεί κατά δέσμια αρμοδιότητα»].
ΣτΕ 4720/2012: η ανάκληση της άδειας εργασίας αλλοδαπού ερείδεται στο αντικειμενικό δεδομένο της έλλειψης νόμιμης προϋπόθεσης για την έκδοση της ανακαλούμενης πράξης και εχώρησε κατ’ ενάσκηση δέσμιας αρμοδιότητας της Διοίκησης, όπως αυτή προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση της εφαρμοστέας εν προκειμένω διάταξης (άρθρο 66 παρ. 6 περ. i. υποπερ. β΄ του ν. 2910/2001), κατά την οποία η άδεια εργασίας ανακαλείται, εφόσον από το πιστοποιητικό ποινικού μητρώου προκύπτει ότι ο αλλοδαπός έχει τελέσει αξιόποινη πράξη.
ΣτΕ 175/2012: η πράξη, με την οποία κηρύσσεται η αναδάσωση, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος και του Ν. 998/1979, δεν εκδίδεται κατά διακριτική ευχέρεια, αλλά αποτελεί δέσμια ενέργεια της Διοίκησης·
ΣτΕ 2211/2015: κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 71 του Ν. 998/1979 και 114 του Ν. 1892/1990, η διαπίστωση της ανεγέρσεως αυθαιρέτων κτισμάτων ή κατασκευών εντός εκτάσεων οι οποίες φέρουν τον χαρακτήρα δάσους ή δασικής εκτάσεως ή έχουν κηρυχθεί αναδασωτέες, επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση, κατά δέσμια αρμοδιότητα, να διατάξει την κατεδάφιση αυτών των κατασκευών, εάν δε έχουν πραγματοποιηθεί παρανόμως άλλου είδους εγκαταστάσεις, υπό ευρεία έννοια, όπως φύτευση μη δασικών ειδών και εναπόθεση υλικών, να διατάξει και την απομάκρυνση των εγκαταστάσεων αυτών.
ΣτΕ 1973/2013: κατά δέσμια αρμοδιότητα εκδίδεται η έχουσα εκτελεστό χαρακτήρα πράξη του Περιφερειάρχη με την οποία ανακοινώνεται ο πίνακας των φαρμακοποιών του οικείου φαρμακευτικού συλλόγου που υπέβαλαν δήλωση συμμετοχής στο προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 15 του ν. 4052/2012 διευρυμένο ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων για συγκεκριμενο εξάμηνο.
ΣτΕ Ολ 420/2012: οι διατάξεις της κοινής νομοθεσίας προβλέπουν ότι η ανέγερση ή η θέση σε λειτουργία ευκτηρίου οίκου, ως χώρου θρησκευτικής λατρείας ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων σεσχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι επιτρεπτή μόνον κατόπιν άδειας, η οποία χορηγείται στους ενδιαφερόμενους από όργανο της Διοίκησης κατά δεσμία αρμοδιότητα, κατόπιν διαπιστώσεως, επί τη βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι αυτοί τελούν θρησκευτική λατρεία υπό τους όρους του Συντάγματος.
2. Η ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΕΥΧΕΡΕΙΑ.
Το διοικητικό όργανο έχει με βάση τους εφαρμοστέους σε συγκεκριμένα η ατομική περίπτωση κανόνες δικαίου , ευχέρεια :
Α) Είτε να αξιολογήσει τα πραγματικά περιστατικά ή να ερμηνεύσει αόριστες νομικές έννοιες και εν συνεχεία να επιλέξει μεταξύ περισσότερων νομίμων λύσεων μεταξύ των οποίων κα να μην εκδώσει καν διοικητική πράξη (ΕΥΡΥΤΑΤΗ ΔΙΑΚΡΙΤΚΉ ΕΥΧΈΡΕΙΑ). Το διοικητικό όργανο δύναται αλλά δεν υποχρεούται να εκδώσει την πράξη. ΠΧ επι αιτήματος του διοικουμένου για ανάκληση δυσμενούς διοικητικής πράξης.
Β) Υποχρεούται να εκδώσει την πράξη αλλά δύναται να αξιολογήσει πραγματικά περιστατικά ή να ερμηνεύσει εφαρμόζοντας στην συγκεκριμένη περίπτωση αόριστες νομικές έννοιες. Η περίπτωση αυτή αποτελεί εν στενή εννοία διακριτική ευχέρεια και εν ευρεία εννοία δεσμία αρμοδιότητα (βλέπε ανωτέρω).
Γ) Υποχρεούται να εκδώσει την πράξη αλλά έχει ευχέρεια να καθορίσει τον χρόνο εκδόσεως καθώς και συγκεκριμένη έννομη συνέπεια από περισσότερες που προβλέπει ο νόμος.
Ειδικά ως προς την χρήση «αόριστων νομικών και τεχνικών εννοιών ή γενικών ρητρών»:Η ανάθεση από τον νόμο διακριτικής εξουσίας στα όργανα της Διοίκησης πραγματοποιείται και «δια της χρήσεως αορίστων νομικών ή τεχνικών εννοιών ή γενικών ρητρών χρηζουσών προσδιορισμού δια της συμπληρώσεως» [ΣτΕ 2313/1976). Πρόκειται για νομικές έννοιες (lato sensu) που αντιδιαστέλλονται από τις ακριβείς έννοιες των θετικών επιστημών αλλά και από τις νομικές έννοιες stricto sensu πχ ικανότητα δικαίου, δικαιοπρακτική ικανότητα, ενηλικότητα, σωματείο, δικαιοπραξία, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, γάμος, σύμβαση δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών κ.λπ.
Στην κατηγορία των αόριστων εννοιών υπάγονται έννοιες όπως «δημόσιο συμφέρον», «σπουδαίος λόγος» , «σοβαρός κίνδυνος», «αναγκαία μέτρα», «επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη», «ηθική και υλική εξύψωση του πληθυσμού», «διαταραχή της κοινωνικοοικονομικής ζωής», «εύλογος χρόνος», «ιδιαζόντως υψηλός βαθμός προσόντων», «πρόδηλη υπεροχή υπαλλήλου».
Στις ανωτέρω προστίθενται και οι καλούμενες τεχνικές έννοιες, όπως «αισθητική αξία κτιρίου», «σεισμική αντοχή και στατική επάρκεια», «αδήριτη πολεοδομική ανάγκη», «επικινδύνως ετοιμόρροπη οικοδομή» , λεκάνη απορροής ποταμού, υδροφόρος ορίζοντας, επιφανειακά ύδατα, υπόγεια ύδατα] τις εμπειρικές έννοιες [ταχύς, βραδύς, θερμός, ψυχρός, μακρός, βραχύς, συχνός, σπάνιος, διαρκής, προσωρινός, περιοδικός κλπ.
Πχ ΣτΕ 4198, 715/2012, 4028/2011: «με τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 1 του ν. 2910/2001 (ΦΕΚ Α΄ 91), ο νομοθέτης προέβλεψε κατά τρόπο ειδικό τις περιπτώσεις απέλασης αλλοδαπών και τις κατένειμε σε τρείς κατηγορίες. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στις δύο πρώτες κατηγορίες (περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001) καθιδρύεται δεσμία αρμοδιότητα της Διοίκησης για την έκδοση πράξης απέλασης, οπότε και δεν νοείται περίπτωση εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, παρά μόνο στις περιπτώσεις τις προβλεπόμενες ευθέως από το νόμο (άρθρο 46 ν. 2910/2001). Αντιθέτως, στην κατηγορία της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001 καθιδρύεται –λόγω και της χρησιμοποίησης αορίστων νομικών εννοιών– διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης προκειμένου να εκδώσει πράξη απέλασης».
Σε ορισμένες περιπτώσεις ο νομοθέτης δίδει ο ίδιος ορισμό όπως στην έννοια του δάσους και δασικής έκτασης (Σ.α.24 ερμηνευτική δήλωση μετά την αναθεώρηση του 2001) ή στην νομοθεσία των δημοσίων συμβάσεων.
Ορισμένες νομικές έννοιες εξελίσσονται, όπως αυτή του δημόσιου τομέα, ο οποίος διευρύνεται ή συρρικνώνεται κατά τις επιλογές του νομοθέτη. Στην περίπτωση αυτή ο ίδιος ο νομοθέτης δίνει τον δικό του ορισμό στην έννοια αυτή, ενόψει εφαρμογής του οικείου νόμου (π.χ. άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982, Για την πολυθεσία, την πολυαπασχόληση και την καθιέρωση ανωτάτου ορίου απολαβών στο δημόσιο τομέα, άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2190/1994, Σύσταση ανεξάρτητης αρχής για την επιλογή προσωπικού και ρύθμιση θεμάτων διοίκησης, άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 3861/2010, Ενίσχυση της διαφάνειας: Ανάρτηση νόμων-πράξεων στο διαδίκτυο κλπ.
Σε αντιδιαστολή προς τις ακριβείς προκαθορισμένες έννοιες των θετικών επιστημών (αξιώματα) οι νομικές έννοιες πλάθονται και εξειδικεύονται κατά περίπτωση με την έκδοση της ατομικής διοικητικής πράξης και με γνώμονα την καταρχήν και πρωτίστως εξυπηρέτηση του δημοσίου σκοπού.
Με την έκδοση της πράξης της η Διοίκηση καθορίζει το ακριβές περιεχόμενο της αξιολογικής έννοιας, την οποία περιέχει ο κανόνας δικαίου ως προϋπόθεση της εφαρμογής του, αλλά ηθελημένα δεν την προσδιορίζει επακριβώς, αναθέτοντας έτσι ρητά ή σιωπηρά τον ακριβή καθορισμό της στο αρμόδιο για την εφαρμογή του διοικητικό όργανο. Για τον καθορισμό αυτό, δεν αρκούν οι κανόνες και οι μέθοδοι της νομικής ερμηνείας, αλλά απαιτείται αξιολόγηση, σύμφωνα με αρχές και αξίες, κοινωνικού, οικονομικού, ηθικού ή επιστημονικού χαρακτήρα, που αναγνωρίζει αλλά δεν δημιουργεί πρώτο το δίκαιο.
Π.χ. Προκειμένου να χορηγήσει στον ενδιαφερόμενο αναβολή στράτευσης, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Ν. 3421/2005, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας θα πρέπει να κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη την εισήγηση της αρμόδιας γνωμοδοτικής επιτροπής, αν αυτός υπάγεται ή όχι στην κατηγορία των «διαπρεπόντων σε επιστημονικές εργασίες ή έρευνες στο εξωτερικό», προϋπόθεση που τάσσει ο νόμος για την έκδοση της σχετικής πράξης [ΣτΕ 1514/2009]. Το περιθώριο εκτίμησης και ελιγμών της Διοίκησης είναι αντιστρόφως ανάλογο της ακρίβειας των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου. Όσο πιο σαφείς και καθορισμένες είναι οι έννοιες του κανόνα δικαίου τόσο πιο δεσμευμένη είναι η Διοίκηση και αντιστρόφως. Η δέσμευση αμβλύνεται και η διακριτική ευχέρεια αρχίζει στο σημείο όπου ο καθορισμός των αορίστων εννοιών εκ μέρους της Διοίκησης δεν είναι πλέον ερμηνεία αλλά γίνεται αξιολόγηση [Μ. Στασινόπουλος, Δίκαιον των διοικητικών πράξεων, όπ. π., σ. 256].
Συχνά, τα δύο είδη αρμοδιότητας συμπλέκονται. Χαρακτηριστική περίπτωση συναφώς αποτελούν οι διοικητικές κυρώσεις. Έτσι, συχνά η επιβολή της διοικητικής κύρωσης του προστίμου δεν καταλείπεται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου, αλλά αποτελεί δεσμία ενέργεια, εφόσον διαπιστωθεί η συνδρομή των νομίμων προς τούτο προϋποθέσεων. Ο νόμος όμως ενδέχεται να καταλείπει περιθώρια για την επιμέτρηση του ποσού του προστίμου, για την οποία λαμβάνονται υπόψη η βαρύτητα και οι συνθήκες τέλεσης της παράβασης καθώς και λοιπές περιστάσεις που ασκούν επιρροή στον προσδιορισμό του ύψους του επιβλητέου προστίμου [ΣτΕ 452/2012, 1399, 4145/2009, 2289-2290, 2292, 2293/2008, 1251, 2861/2006, 1867/2005].
ΤΑ ΑΚΡΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΥΧΕΡΕΙΑΣ :
Η διακριτική ευχέρεια δεν αποτελεί αυθαίρετη εξουσία. Κατά την άσκησή της, η Διοίκηση εναρμονίζεται με το σώμα των νόμων που διέπουν την υπό κρίση υπόθεση αλλά και με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Σκοπός πάντα είναι η επιλεγείσα λύση να είναι η καλύτερη για το δημόσιο συμφέρον. Επομένως, η αρμόδια αρχή αποφαίνεται υπό το πρίσμα της σκοπιμότητας εκάστης των πιθανών λύσεων που είναι νόμιμες, δηλαδή της καλύτερης, κατά την κρίση της, με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Συνεπώς η πράξη της πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη και να προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία του φακέλου. Στην περίπτωση της διακριτικής ευχέρειας το δίκαιο περιορίζεται στη χάραξη του πλαισίου, των ορίων εντός των οποίων κινείται η διοικητική δραστηριότητα και την τήρηση των οποίων ελέγχει ο διοικητικός δικαστής.
Τά όρια αυτά τίθενται :
1.Από τους κανόνες που προβλέπουν τη διακριτική ευχέρεια και καθορίζουν σε τι ακριβώς συνίσταται (στην έκδοση ή μη της διοικητικής πράξης, στον καθορισμό του χρονικού σημείου της έκδοσής της, ή στην επιλογή μεταξύ περισσοτέρων ρυθμίσεων διαφορετικού περιεχομένου),
2. Από τον σκοπό δημοσίου συμφέροντος για την εξυπηρέτηση του οποίου παρασχέθηκε η αρμοδιότητα.
3.Εάν η διακριτική ευχέρεια συνίσταται στον προσδιορισμό του περιεχομένου μιας αόριστης αξιολογικής έννοιας που περιέχει η οικεία διάταξη, τα κριτήρια εντοπίζονται στο λογικό περιεχόμενο της έννοιας αυτής βάσει των διδαγμάτων της λογικής και της κοινής πείρας.Ως διδάγματα κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθ’ ημέρα παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν και των πορισμάτων της επιστήμης και της τέχνης (ΣτΕ 828/2012, 2720, 3861/2009). Πχ υγειονομικές επιτροπές του ΙΚΑ είναι αποκλειστικώς αρμόδιες για να αποφανθούν αιτιολογημένα επί των θεμάτων ιατρικής φύσης, έστω και αν λείπουν τα σχετικά στοιχεία, οπότε οφείλουν να πιθανολογήσουν με βάση τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης και τέχνης. Η κρίση των υγειονομικών επιτροπών δεσμεύει τα ασφαλιστικά όργανα και τα διοικητικά δικαστήρια, εφόσον είναι αιτιολογημένη.
4. Τέλος, τα άκρα νόμιμα όρια εντός των οποίων πρέπει να ασκείται η διακριτική ευχέρεια καθορίζονται από ορισμένες γενικές αρχές συνταγματικής περιωπής. Πρόκειται για τις αρχές της ισότητας, υπό την έννοια της ίσης κρίσης ομοειδών νομικών και πραγματικών καταστάσεων, της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι το επαχθές μέτρο που επιβάλλεται με τη διοικητική πράξη πρέπει να είναι πρόσφορο, αναγκαίο και ανάλογο προς το εξυπηρετούμενο δημόσιο συμφέρον ή ιδιωτικό προστατευόμενο αγαθό, στο πλαίσιο του επιδιωκόμενου με τον νόμο σκοπού [ΣτΕ 1315/2012: λόγοι δημόσιας τάξης υπερισχύουν στην προκειμένη περίπτωση των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών του εκκαλούντος του οποίου διατάχθηκε η απέλαση, η κρίση δε αυτή δεν υπερβαίνει τ΄ ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας ούτε παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας εν όψει της φύσης που έχει η διευκόλυνση της εισόδου και κίνησης άλλων αλλοδαπών στην Χώρα (βλ. ΣτΕ 2022, 3527/2011)], και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, η οποία απαγορεύει την αποδυνάμωση με νεότερες διοικητικές πράξεις δικαιωμάτων που απέκτησε ο καλόπιστος διοικούμενος από προηγούμενες διοικητικές πράξεις.
Στις αρχές αυτές προστίθενται και οι ευρέος περιεχομένου αρχές της χρηστής διοίκησης, στις οποίες το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έχει αναγνωρίσει συνταγματική ισχύ, και εκφράζουν την αγαθή κρίση και επιείκεια που πρέπει να διέπει τα διοικητικά όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, ενόψει της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος και της εύρυθμης λειτουργίας της Διοίκησης. Σημειώνεται ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης ως όριο της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, διαφέρει από το δικαίωμα χρηστής διοίκησης όπως γίνεται αντιληπτό στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτυπώθηκε στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Στην ενωσιακή έννομη τάξη, το δικαίωμα αυτό έχει διαδικαστικό χαρακτήρα και έγκειται στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεων κάθε προσώπου από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, περιλαμβάνει δε, ιδίως, το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και την υποχρέωσής της Διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της (βλ. συναφώς την ανάλυση της απόφασης ΣτΕ 92/2016).
Περιπτωσιολογία :
-ΣτΕ Ολ 982/2012: «εφόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 65 παρ. 5 του π.δ/τος 160/2008 «Πρότυπος Γενικός Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας των Α.Ε.Ι.» (Α΄ 220), η ψηφοφορία για την ανάδειξη πρυτανικών αρχών μπορεί να διεξαχθεί οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος των έξι ημερών από τη μη πραγματοποιηθείσα ψηφοφορία, νομίμως το πρυτανικό συμβούλιο όρισε την 8η Ιουνίου 2010 για την διενέργεια της ψηφοφορίας στα συγκεκριμένα οκτώ εκλογικά τμήματα φοιτητών…. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η ανωτέρω ρύθμιση αποβλέπει στην ταχεία περάτωση της εκλογικής διαδικασίας ο καθορισμός της 8ης Ιουνίου 2010, δηλαδή της επομένης ημέρας από την μη πραγματοποιηθείσα ψηφοφορία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του πρυτανικού συμβουλίου».
Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ.
Η υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας δεν πρέπει να συγχέεται με την κατάχρηση εξουσίας. Μια διοικητική πράξη που εξεδόθη καθ΄υπέρβαση των άκρων ορίων είναι παράνομη ενώ αντίθετα επι κατάχρησης εξουσίας η διοικητική πράξη έχει εκδοθεί με διακριτική ευχέρεια , είναι νόμιμη από πλευράς υπερβάσεως των άκρων ορίων αλλά εν τέλει τα κίνητρα εκδόσεως της και ο σκοπός της δεν ήταν η ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος αλλά η εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων κρυπτωμένων υπό τον μανδύα του δημοσίου συμφέροντος προσχηματικά ή σκοπών δημοσίου συμφέροντος μεν αλλά άλλων από τους προβλεπόμενους ή απορρέοντες από το σώμα των νόμων που απετέλεσαν το έρεισμα εκδόσεως της διοικητικής πράξης.Εν προκειμένω, η πράξη είναι παράνομη λόγω των κινήτρων εκδόσεως της και εν τέλει του αποδεικνυόμενου πραγματικού ιδιωτικού σκοπού της που υπεκρύπτετο κάτω από προσχηματικό δημόσιο σκοπό. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι εξωτικός δεδομένου ότι είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθούν τα πραγματικά κίνητρα εκδόσεως μιας πράξης κατά διακριτική ευχέρεια και μάλιστα εν συνεχεία να ενδυθούν τον μανδύα του ακυρωτικού λόγου. Είναι σχεδόν αδύνατον ο Δικαστής ακυρωτικός και ουσίας να εξιχνιάσει τα ψυχολογικά κίνητρα ή τις υπόγειες διασυνδέσεις της εκδόσεως μιας κατά τα άλλα νομιμότατης διοικητικής πράξης. Αυτό διότι εάν η πράξη έχει εκδοθεί κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας τότε είναι ακυρωτέα για παράβαση κατ΄ουσίαν διάταξης Νόμου. Η παραβίαση της κατάχρησης εξουσίας προϋποθέτει ότι η πράξη δεν πάσχει από πλευράς αμεροληψίας. ΣτΕ Ολ 1623/2012: «εφόσον διαπιστώθηκε αιτιολογημένα η ύπαρξη κινδύνου για την υγεία των κατοίκων των νησιών, η αντιμετώπιση του οποίου δικαιολογεί, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 εδ. β΄ του Συντάγματος, την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων [απόφασης του Πρωθυπουργού, με την οποία τα πληρώματα των δρομολογημένων επιβατηγών, επιβατηγών οχηματαγωγών και φορτηγών οχηματαγωγών πλοίων του Εμπορικού Ναυτικού κηρύχθηκαν σε κατάσταση «πολιτικής κινητοποίησης» και της ΥΑ, με την οποία επιτάχθηκαν οι υπηρεσίες των πληρωμάτων], πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εξεδόθησαν κατά κατάχρηση εξουσίας, με μόνο σκοπό να ματαιώσουν την άσκηση του απεργιακού δικαιώματος των ναυτεργατών».
Απαραδέκτως προτείνεται ως λόγος όταν η πράξη εκδίδεται με δεσμία αρμοδιότητα : ΣτΕ 175/2012: «η πράξη, με την οποία κηρύσσεται η αναδάσωση, κατ’ εφαρμογή των προαναφερομένων διατάξεων του Συντάγματος και του ν. 998/1979, δεν εκδίδεται κατά διακριτική ευχέρεια, αλλά αποτελεί δεσμία ενέργεια της Διοικήσεως. Είναι, συνεπώς, απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας»˙ ΣτΕ 3428/2011, 425/2010.
Κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του το ΣτΕ εδέχθη σε ορισμένες περιπτώσεις ακύρωση ατομικών διοικητικών πράξεων για κατάχρηση εξουσίας κυρίως όταν από τα στοιχεία του φακέλου προέκυπτε ότι η πράξη επεδίωκε να θάλψει άλλο σκοπό από αυτόν που προδιέγραφε ο Νόμος (ΣτΕ 41/1929 όπου η πράξη του υπουργού γεωργίας να υπογράψει σύμβαση παραχώρησης χρήσης λίμνης και παραλίμνιων εδαφών με την Μονή Βατοπεδίου (σ.σ και όχι κυριότητας που τάχα σήμερα ζητάει η ΜΟΝΗ αυτή, ενώ τότε αποδεχόταν ότι είχε ανταλλάξει τη λίμνη και τις γύρω περιοχές και ζητούσε μόνο σύμβαση παραχώρησης δηλαδή την κατοχή κοινόχρηστου κατά την ομολογία της) ακυρώθηκε μετά από αίτηση ακύρωσης της Μονής για κατάχρηση εξουσίας αφού από τα στοιχεία του φακέλου προέκυπτε ότι ο σκοπός που δεν υπέγραφε ήταν άλλος από αυτόν που επεδίωκε ο Νόμος και ειδικότερα ήταν γενικά να κρατηθεί ή έκταση υπέρ του δημοσίου διότι είχε οικονομική αξία). Επρόκειτο περί νομολογιακής τάσεως η οποία συντόμως συρρικνώθηκε στο ελάχιστο λόγω των προϋποθέσεων που η νομολογία έβαλε. Έτσι ο λόγος αυτός για να είναι παραδεκτός και ορισμένος θα πρέπει ο αιτών να προσδιορίζει τον σκοπό και τα πραγματικά κίνητρα που το διοικητικό όργανο είχε κατά την έκδοση της πράξης (ΣτΕ 1964/51,32/54,1640/54) και να τα αποδεικνύει (ΣτΕ 186/53) έτσι ώστε να προκύπτουν κατάδηλα (ΣτΕ 1341/56,1861/55). Το ΣτΕ δέχθηκε ότι συνιστά κατάχρηση εξουσίας η έκδοση πράξεως για να ματαιωθεί το αποτέλεσμα δικαστικού αγώνα μεταξύ της διοίκησης και του αιτούντος (ΣτΕ 193,194/51) καθώς και ακύρωσε για τον ίδιο λόγο απόλυση δήμαρχου που έγινε όχι χάριν του δημοσίου συμφέροντος αλλά για άλλο σκοπό (ΣτΕ 126/127/47,270/3392/31).
Η κατάχρηση εξουσίας βεβαίως δεν πρέπει να συγχέεται με την κατάχρηση δικαιώματος του άρθρου 25 παρ.3 Σ και 281ΑΚ δεδομένου ότι αφορά την δράση της διοίκησης ενώ η κατάχρηση δικαιώματος αφορά την υπό του ιδιώτου άσκηση δικαιώματος κατά τρόπο καταχρηστικό.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΑΥΤΟΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ .
Οι πράξεις της διοικήσεως πρέπει να προβλέπονται από το νόμο ή επί διακριτικής ευχέρειας , να εναρμονίζονται με αυτόν (αρχή της νομιμότητας). Στα πλαίσια αυτά και υπό το φως της αρχής του κράτους-δικαίου, έκφανση της οποίας στο χώρο του διοικητικού δικαίου αποτελεί η αρχή της νομιμότητας, η έννομη τάξη μας , οργανώνει τριπλό σύστημα ελέγχου της δράσεως της διοίκησης :
α) τον Κοινοβουλευτικό, που γίνεται από τους Βουλευτές με ερωτήσεις, επερωτήσεις κλπ, η ύλη του οποίου απασχολεί του κλάδο του Συνταγματικού δικαίου,
β) τον Δικαστικό, τον οποίο εξετάζει η διοικητική δικονομία και τέλος
γ) τον Διοικητικό Αυτοέλεγχο. Ο διοικητικός αυτοέλεγχος μπορεί να γίνεται είτε από το ίδιο το όργανο που την εξέδωσε, είτε από ειδικό διοικητικό όργανο ή ακόμη και από ειδικά όργανα με διοικητική αυτοτέλεια τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές. Ο διοικητικός αυτοέλεγχος γίνεται είτε αυτεπαγγέλτως με βάση την αρχή της ιεραρχίας, είτε συνεπεία ασκήσεως διοικητικής προσφυγής από διοικούμενο.
Οι διοικητικές προσφυγές διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες : τις απλές, τις ειδικές και τις ενδικοφανείς και δεν πρέπει να τις συγχέουμε με τις δικαστικές προσφυγές, αφού η διαφορά τους είναι προφανής , δεδομένου ότι οι διοικητικές προσφυγές ασκούνται ενώπιον διοικητικού οργάνου, ενώ οι δικαστικές είναι εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα, δηλ. απευθύνονται στα διοικητικά δικαστήρια (ένδικα βοηθήματα). Κατά την μάλλον κρατούσα άποψη δεν ασκούνται νομίμως διοικητικές προσφυγές κατά της παράλειψης νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας ή της σιωπηρής διοικητικής πράξης , εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος.
Αναστολή εκτέλεσης της διοικητικής πράξης από τη Διοίκηση (άρθρο 26 ΚΔΔιαδ)
Η άσκηση των διοικητικών προσφυγών, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, δεν συνεπάγεται την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης.
Η άσκηση όμως διοικητικής προσφυγής επιτρέπει στη Διοίκηση τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν άσκησης αυτοτελούς αίτησης από τον προσφεύγοντα διοικούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ΚΔΔιαδ.
Αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το αρμόδιο για την εξέταση της διοικητικής προσφυγής όργανο.
Προϋποθέσεις χορήγησης
– Άσκηση διοικητικής προσφυγής (αίτησης θεραπείας, ιεραρχικής, ειδικής ή ενδικοφανούς προσφυγής).
– Αίτηση του ενδιαφερομένου, που μπορεί να σωρευθεί στο δικόγραφο της διοικητικής προσφυγής ή να υποβληθεί χωριστά, ή και αυτεπαγγέλτως.
– Ανεπανόρθωτο ή δυσχερώς επανορθώσιμο της βλάβης του ενδιαφερομένου σε περίπτωση ευδοκίμησης της διοικητικής προσφυγής. Στάθμιση με το δημόσιο συμφέρον.
Η άσκηση ενδίκου μέσου ή η αίτηση δικαστικής αναστολής δεν εμποδίζει τη Διοίκηση να χορηγήσει αναστολή εκτέλεσης.
Διάρκεια ισχύος ανασταλτικού αποτελέσματος
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα διαρκεί μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας διοικητικής προσφυγής ή την παρέλευση της προθεσμίας απάντησης επί αυτής (δηλαδή 30 ημέρες από την άσκηση της αίτησης θεραπείας, της ιεραρχικής και της ειδικής διοικητικής προσφυγής και 3 μήνες από την άσκηση της ενδικοφανούς, εκτός εάν από ειδικές διατάξεις προβλέπεται ειδική προθεσμία).
Η αναστολή αίρεται αυτοδικαίως μετά την απάντηση της Διοίκησης ή τη λήξη της προθεσμίας απάντησης.
ΟΙ ΑΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Ι. ΑΠΛΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ (αρθ.10 §1,2 Σ και 24 ΚΔΔσιας).
Κάθε διοικούμενος, εφόσον βλάπτεται ολικά ή μερικά από ατομική διοικητική πράξη, μπορεί να καταθέσει έγγραφο είτε στο διοικητικό όργανο που εξέδωσε την πράξη (αίτηση θεραπείας, ανακλήσεως, αναθεωρήσεως) είτε στο ιεραρχικώς προϊστάμενο όργανο ( ιεραρχική προσφυγή), με αίτημα την ανάκληση ή την τροποποίηση της ατομικής διοικητικής πράξης για λόγους είτε νομιμότητας είτε ουσίας.
Επί κανονιστικών πράξεων δεν χωρεί απλή προσφυγή , δεδομένου ότι η Διοίκηση, είναι ελεύθερη να προβαίνει σε κανονιστική ρύθμιση και δεν υποχρεούται να την τροποποιήσει ή να την ανακαλέσει. Επομένως, πράξη απορρίπτουσα τέτοιου είδους αίτηση, δεν δύναται να έχει εκτελεστό χαρακτήρα (ΣτΕ 501/2009, 1818/2007, 2696/2003 επταμ., 3046/2002, 1817/1987, 2918/1984, 895/1977 – πρβλ. ΣτΕ 3767/1989, 312/1979).
Κατά την θεωρία δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση άτυπων προσφυγών κατά σιωπηρών πράξεων ( επιχείρημα από την αιτιολογική έκθεση ΚΔΔιαδ). Πάντως είναι θέμα του νομοθέτη να προβλέψει την δυνατότητα τυπικής προσφυγής που είναι απρόθεσμη και αρά απλή καθώς και ότι στρέφεται και κατά παραλείψεων.
Οι απλές προσφυγές δεν είναι αναγκαίο να προβλέπονται από κάποιο ειδικό νομοθέτημα, αν και αυτό δεν είναι ασύνηθες, διότι προβλέπονται ευθέως στο άρθρο 10§1 και 2 του Συντάγματος καθώς και από το σε εκτέλεση αυτού άρθρο 24 του ΚΔΔσιας. Αν δεν υπάρχει ρητή διάταξη που επιτρέπει την άσκηση αιτήσεως θεραπείας, αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν η Διοίκηση για πρώτη φορά εκδίδει ατομική διοικητική πράξη για συγκεκριμένη υπόθεση. (βλ. ΣτΕ 1054/2006, Α τμ. 7μ με μειοψ.)
Κατά την νομολογία η διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια και δεν υποχρεούται ν΄ απαντήσει επί απλής προσφυγής. Συνεπώς η αδράνεια της διοίκησης ν΄ απαντήσει δεν στοιχειοθετεί παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας (εφεξής π.ν.ο.ε, βλ. ΣτΕ 100/10, 2914/96, 2830/99, ΣτΕ 1979/2013, 1294/2011, 3207/2010, 4046/2008, 2819/2001).
Εφόσον όμως η διοίκηση εκδώσει πράξη επί του αιτήματος της απλής προσφυγής , τότε η εκτελεστότητα της εξαρτάται από το στοιχείο της νέας έρευνας της υπόθεσης (ΣτΕ ολομ1330/00).
Το διοικητικό όργανο επιλαμβανόμενο της απλής προσφυγής με την μορφή αιτήσεως θεραπείας δεν κάνει απλώς νέα έρευνα της υποθέσεως, αλλά στην ουσία ασκεί εκ νέου την αρμοδιότητα του (ΣτΕ 1303/01). Να σημειωθεί ότι επι ιεραρχικής προσφυγής γίνεται μόνο έλεγχος νομιμότητας, διότι εφόσον γίνει δεκτή τότε το προϊστάμενο όργανο ακυρώνει την πράξη και την αναπέμπει στο αρμόδιο για να προβεί σε έκδοση της νέας πράξης (ΣτΕ 2869/2012). Να σημειωθεί ότι όταν ασκείται ιεραρχική προσφυγή η αρχική πράξη δεν χάνει την εκτελεστότητα της και συμπροσβάλλεται με την αρχική, επειδή η ιεραρχική προσφυγή επάγεται μόνον έλεγχο νομιμότητας (ΣτΕ 2869/2012, 2814/2011, ΣτΕ 804/2011, 3711/2010, ΣτΕ Ολ 1321/1976).
Ειδικά στη περίπτωση που η απάντηση του διοικητικού οργάνου γίνεται μετά από νέα έρευνα των πραγματικών περιστατικών, τότε κατά την πάγια νομολογία, η απάντηση έχει πάντα εκτελεστό χαρακτήρα.
Νέα έρευνα θεωρείται ότι γίνεται στις εξής περιπτώσεις :
α) Όταν γίνεται επίκληση μεταγενέστερων νέων ουσιωδών πραγματικών στοιχείων. Νέα είναι τα πραγματικά στοιχεία που δεν υπήρχαν κατά την έκδοση της πράξεως, είναι δηλαδή μεταγενέστερα της εκδόσεως της (ΣτΕ 2460/97,644/99). Ως μεταγενέστερα πρέπει να θεωρηθούν και τα πραγματικά περιστατικά που υπήρχαν μεν κατά την έκδοση της πράξεως , αλλά εξ΄ αντικειμενικών λόγων δεν ήταν δυνατόν να είναι γνωστά στη διοίκηση. Οριακή πρέπει να θεωρηθεί η ΣτΕ 1915/86, που δέχεται ότι ο μεταξύ δυο αιτήσεων διαδραμών χρόνος αποτελεί νέο στοιχείο !
Αντίθετα δεν θεωρείται νέα έρευνα η από νομικής και μόνο πλευράς επανεξέταση της υπόθεσης (ΣτΕ 2/91,1585/97).
β) ¨Όταν επαναλαμβάνεται η διοικητική διαδικασία , είτε συνεπεία της προσφυγής είτε αυτεπαγγέλτως πχ γίνονται νέες εκθέσεις αυτοψίας, γνωμοδοτήσεις κλπ, χωρίς να είναι αναγκαία η επίκληση νέων στοιχείων (ΣτΕ ολομ. 970/98, 868/01, 1/00 αλλά και αντίθετη 2914/96). Ειδικά όμως επί κηρύξεως εκτάσεως ως αναδασωτέας, εκτελεστή είναι η πρώτη πράξη κήρυξης της αναδάσωσης , οι δε ακολουθούσες πράξεις μετά από νέες αυτοψίες ή διαδικασίες είναι βεβαιωτικές (ΣτΕ 1969/00).
γ) Όταν μεταβάλλεται η αιτιολογία της πράξεως (ΣτΕ 1303/01, 252/97).
δ) Όταν συνεπεία δικαστικής απόφασης που μετέβαλλε πραγματική ή νομική προϋπόθεση της υποθέσεως, επανεξετάζεται αυτή (ΣτΕ 2275/86).
Από τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι υφίσταται πάντοτε δυνατότητα του οργάνου ν΄ ανακαλέσει την πράξη του για λόγους νομιμότητας, ακόμη και εάν ο νόμος χαρακτηρίζει την πράξη αυτή ως οριστική (ανέκκλητη) ή εάν η πράξη αυτή εξεδόθη συνεπεία ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής (ΣτΕ 3261/98, 1654/98) με εξαίρεση τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής , όπου δεν μπορεί να γίνει ανάκληση ούτε για λόγους νομιμότητας (ΣτΕ 2148/99 7μ. μειοψ., 587/1999 παρ. 7μ .) ή τις περιπτώσεις που απαγορεύεται ανάκληση κατά το νόμο πχ φορολογικό δίκαιο.
Η απλή προσφυγή είναι απρόθεσμη εάν όμως ασκηθεί μέσα στην δικονομική προθεσμία ασκήσεως του ένδικου βοηθήματος, τότε την διακόπτει για 30 ημέρες (ΣτΕ 3859/97) ή μέχρι την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της απάντησης της Διοίκησης, εάν επέλθει νωρίτερα (άρθρο 46 παρ. 2 του πδ18/1989. Βλ. και ΣτΕ 2485/2013, 4525/2009, 457/2008, 3576/2005, 2863/2003).
Πρόκειται για δικονομική συνέπεια και εφόσον απαντήσει το διοικητικό όργανο εντός των τριάντα ημερών ή μετά την άπρακτη πάροδο αυτών, αρχίζει και τρέχει νέα και τελευταία δικονομική προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος. Τέτοιο διακοπτικό αποτέλεσμα δεν αναγνωρίζεται όμως εάν κατά της πράξεως προβλέπεται ειδική ή ενδικοφανής προσφυγή και ο διοικούμενος αντ΄ αυτών ασκήσει απλή προσφυγή (ΣτΕ 3259/2011).
ΕΜΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
ΙΙ. Η ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ (αρθ.25 ΚΔΔσιας).
Σε αντίθεση με την απλή, η ειδική προσφυγή, προβλέπεται πάντοτε από ειδική διάταξη νόμου, που ορίζει επίσης την προθεσμία ασκήσεως της καθώς και ότι η πράξη ελέγχεται μόνο ως προς την νομιμότητα της. Για το λόγο αυτό είναι δυνατή η άσκηση της ειδικής προσφυγής και κατά κανονιστικών πράξεων. Η ειδική προσφυγή ασκείται ενώπιον ειδικού διοικητικού οργάνου, συνήθως προϊστάμενου, το οποίο οφείλει ν΄ απαντήσει εντός του εκ του νόμου προβλεπόμενου χρόνου ή εάν δεν ορίζεται εντός 30 ημερών (αρθ. 25§2 ΚΔΔσιας). Οι τυπικές προσφυγές (ειδική και ενδικοφανής) δύνανται να ασκούνται και κατά παραλείψεων εάν το προβλέπει ο Νόμος (άρθρο 76 του Ν. 3669/2008, άρθρο 227 του Ν. 3852/2010, ΣτΕ 1316/2001, 1551/2006). Αντίθετα εφόσον δεν το προβλέπει κατά την μάλλον κρατούσα άποψη δεν ασκούνται (ΣτΕ 2517/2005).
Κατά Γενική Αρχή η τυχόν απάντηση του οργάνου μετά τον προβλεπόμενο χρόνο καθιστά το όργανο κατά χρόνο αναρμόδιο , εφόσον δεν ορίζει άλλως ο νόμος.
Εάν παρέλθει άπρακτο το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα , τότε τεκμαίρεται σιωπηρά άρνηση. Η ρητή απάντηση έχει πάντα εκτελεστό χαρακτήρα και εφόσον επικυρώνει την προσβαλλόμενη πράξη είναι συναφής με αυτήν και συμπροσβάλλεται.
Σε περίπτωση αναρμοδίως ασκηθείσας ειδικής διοικητικής προσφυγής υφίσταται υποχρέωση παραπομπής της στο αρμόδιο όργανο εντός 5 ημερών (άρθρο 25 ΚΔΔιαδ).
Δικονομική συνέπεια της εμπροθέσμου ασκήσεως της ειδικής προσφυγής είναι η διακοπή της προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος της αίτησης ακυρώσεως ή της προσφυγής. Τόσο στην απλή όσο και την ειδική προσφυγή , η προθεσμία του ενδίκου βοηθήματος διακόπτεται μόνο μια φορά (ΣτΕ 3259/98). Αντίθετα η εκπρόθεσμη άσκηση της ειδικής προσφυγής δεν διακόπτει την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 783/99). Πάντως η άσκηση ή όχι της ειδικής προσφυγής ανήκει στην ευχέρεια του διοικούμενου, αφού δεν αποτελεί , όπως η ενδικοφανής, αυτοτελή προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως (ΣτΕ 2097/00), ούτε και υπάρχει υποχρέωση της διοικήσεως να ενημερώσει τον διοικούμενο για την άσκηση της (ΣτΕ 1032/00, 2644/2011) εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος. Τέτοια περίπτωση έχουμε στην νεοπαγή ειδική προσφυγή του άρθρου 227 παρ.1-3 του Ν.3852/10 (Καλλικράτης) κατά πράξεων και παραλείψεων των ΟΤΑ ή των νπδδ αυτών, στον Ελεγκτή Νομιμότητας, όπου σύμφωνα με την παρ.3 η άσκηση της ειδικής αυτής προσφυγής αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού για την αίτηση ακυρώσεως ή την προσφυγή ουσίας. Την προσφυή ασκεί όποιος έχει έννομο συμφέρον εντός 15 ημερών από την επομένη της δημοσίευσης κλπ. και επί πνοε εντός 10 ημερών από την άπρακτη παρέλευση της ειδικής προθεσμίας που τάσσει ο νόμος για την έκδοση της πράξης ή από την παρέλευση του τριμήνου από της υποβολής της αιτήσεως του διοικουμένου. Ο Ελεγκτής αποφαίνεται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 2 μηνών η άπρακτη πάροδος των οποίων τεκμαίρει σιωπηρά απόρριψη. Επίσης προβλέπεται η δυνατότητα αίτησης αναστολής και προσωρινής διαταγής από τον Ελεγκτή Νομιμότητας.
Η απάντηση του διοικητικού οργάνου επί της ειδικής προσφυγής έχει πάντα εκτελεστό χαρακτήρα, ακόμη και εάν απορρίπτει την προσφυγή και επιβεβαιώνει την προσβαλλόμενη πράξη και συμπροσβάλλεται ή θεωρείται συμπροσβαλλόμενη με την αρχική πράξη (ΣτΕ 1996/00, 1127/99).
Η αρχική πράξη δεν ενσωματώνεται στην απόφαση επί της προσφυγής, δεδομένου ότι η προσφυγή επάγεται μόνον έλεγχο νομιμότητας, οπότε η αρχική πράξη δεν χάνει την εκτελεστότητά της (ΣτΕ 3678/2007. Έτσι και ΣτΕ 1323/2011, 3408, 428/2008).
Κατά την θεωρία δεν επιτρέπεται η reformatio in pejus.
Η προθεσμία απαντήσεως του οργάνου, εφόσον προβλέπεται στο νόμο , είναι ανατρεπτική (ΣτΕ 1214/93,1127/99) και μετά την πάροδο της τεκμαίρεται η σιωπηρά απόρριψη της ειδικής προσφυγής και αρχίζει να τρέχει η νέα και τελευταία δικονομική προθεσμία ασκήσεως του κατάλληλου ένδικου βοηθήματος. Το ένδικο βοήθημα στη περίπτωση αυτή θα στρέφεται κατά της αρχικής πράξεως αλλά και κατά της σιωπηράς απορρίψεως (ΣτΕ 1214/93,1319/93). Ως αιτιολογία της σιωπηράς απορριπτικής θεωρείται η αιτιολογία της αρχικής πράξης (ΣτΕ 1319/93). Επειδή η προθεσμία απαντήσεως είναι ανατρεπτική , το όργανο εφόσον απαντήσει εκπρόθεσμα και εκδώσει πράξη μετά την πάροδο της ανατρεπτικής προθεσμίας, η πράξη αυτή θα είναι παράνομη λόγω χρονικής αναρμοδιότητας. Εάν όμως αυτή η πράξη είναι απορριπτική της προσφυγής, τότε η αυτοτελής προσβολή της λόγω χρονικής αναρμοδιότητας , είναι αλυσιτελώς προβαλλόμενη. Αντίθετα εάν ήδη έχει ασκήσει κατά της σιωπηρής απόρριψης ένδικο βοήθημα , τότε θεωρείται συμπροσβαλλόμενη. Λυσιτελώς ομοίως προσβάλλεται η εκπρόθεσμη απάντηση του οργάνου επί ειδικής προσφυγής, εάν αυτή ακυρώνει την προσβαλλόμενη πράξη και την τεκμαιρόμενη σιωπηρά απόρριψη της προσφυγής (ΣτΕ 2145/99,783/99,1127/99,1319/99). Επίσης κατά της απαντήσεως δεν επιτρέπεται ν΄ ασκηθεί αίτηση θεραπείας, λόγω του ανατρεπτικού χαρακτήρα της προθεσμίας, διότι αυτό κατέστη χρονικά πλέον αναρμόδιο, ενώ και το ίδιο δεν μπορεί πλέον να επανέλθει οίκοθεν.
Εάν όμως από το νόμο δεν ορίζεται ειδική προθεσμία απαντήσεως , τότε το όργανο οφείλει ν΄ απαντήσει εντός 30 ημερών ή εντός ευλόγου χρόνου (κατά την νομολογία ΣτΕ 4546/97). Στην περίπτωση αυτή κατά μια άποψη το όργανο εάν παρέλθει ο εύλογος χρόνος στοιχειοθετεί ΠΝΟΕ και δεν τεκμαίρεται σιωπηρά απόρριψη.
Ο προσφεύγων δεν επιτρέπεται με την προσφυγή του να επικαλεστεί νέους πραγματικούς ισχυρισμούς, διότι το όργανο επί της ειδικής προσφυγής κάνει μόνο έλεγχο νομιμότητας και δεν μπορεί να εξετάσει νέους πραγματικούς ισχυρισμούς (ΣτΕ 1319/93).
Άλλο είναι το θέμα ότι όταν ο διοικούμενος προσφύγει στη δικαιοσύνη και ασκήσει αίτηση ακυρώσεως μπορεί να επικαλεστεί λόγους ακυρώσεως που δεν είχε επικαλεστεί στην ειδική προσφυγή, εφόσον όμως αυτή ερείδονται επί των ίδιων πραγματικών περιστατικών που έκρινε η διοίκηση (ΣτΕ 3256/01). Δεν απαιτείται δηλαδή ταυτότητα αιτιάσεων προσφυγής-αίτησης ακύρωσης (ΣτΕ 3526/2001).
Αντίθετα επί προσφυγής ενώπιον των Τακτικών Διοικ. Δικαστηρίων μπορεί να επικαλεστεί τόσον νέους λόγους όσον και ισχυρισμούς.
Η ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΟΥ Α. 8 ΤΟΥ Ν. 3200/55
Η πιο γνωστή ειδική προσφυγή, την οποία θ΄ αναλύσουμε στο κεφάλαιο της αποκεντρώσεως, είναι η ειδική προσφυγή του άρθρου 8 του ν. 3200/55.
(αρθ.1παρ.2 ν.2503/97 για τον ΓΓΠ), με την οποία προσβάλλεται κάθε πράξη του οργάνου αποκέντρωσης (τέως Νομάρχη, περιφερειακού διευθυντή, ΓΓΠ, έως την 31-12-2010) του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας και σήμερα μετά το Ν. 3892/10 (Καλλικράτης) Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή και των οργάνων της αποκεντρωμένης διοίκησης (ΣτΕ ολομ. 2762/89) ενώπιον του αρμοδίου Υπουργού. Αντίθετα όταν ο ΓΓΠ εκδίδει πράξεις ως όργανο εποπτείας του Νομάρχη (ως οργάνου της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης) συνεπεία ειδικής προσφυγής κατά πράξης του Νομάρχη, οι πράξεις αυτές δεν προσβάλλονται με ειδική προσφυγή στον καθύλη αρμόδιο Υπουργό. Επίσης δεν προσβάλλονται αρνητικές πράξεις των ΓΓΠ και πράξεις για τις οποίες είναι συναρμόδιοι δυο ή περισσότεροι Υπουργοί.
Η προσφυγή αυτή δεν μπορεί να μετατραπεί από το νομοθέτη σε προσφυγή ουσίας λόγω της παρ.3 του αρθ.103 του Σ.
Ο έχων έννομο συμφέρον πρέπει να καταθέσει την ειδική προσφυγή, εντός 30 ημερών από την δημοσίευση ή την πλήρη γνώση ή κοινοποίηση ,είτε στην Γενική Γραμματεία της Περιφέρειας , είτε στη γραμματεία του καθύλη αρμόδιου Υπουργείου. Ο αρμόδιος Υπουργός οφείλει να απαντήσει εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 60 ημερών. Η προθεσμία αυτή δεν είναι δικονομική και δεν αναστέλλεται κατά το διάστημα από 1/7/ έως 15/9 κατ΄έτος (ΣτΕ 308/06).
Μετά την άπρακτο πάροδό της τεκμαίρεται σιωπηρή άρνηση και ο Υπουργός καθίσταται χρονικά αναρμόδιος. Τυχόν μεταγενέστερη ρητή απόρριψη του έχει κατά μια άποψη επιβεβαιωτικό χαρακτήρα και δεν προσβάλλεται ενώ κατά άλλη άποψη η αίτηση ακύρωσης είναι αλυσιτελής αφού ο Υπουργός είναι πλέον χρονικά αναρμόδιος.
Εάν η ειδική προσφυγή κατατεθεί στην Περιφέρεια τότε η εξηκονθήμερη προθεσμία προσβολής με αίτηση ακύρωσης της αρχικής πράξης του ΓΓΠ και της σιωπηράς αρνήσεως αρχίζουν για τον προσφεύγοντα από την κοινοποίηση της ρητής απορριπτικής απόφασης το Υπουργού ή την γνώση της σιωπηράς αρνήσεως η οποία μπορεί να συναχθεί και από την πάροδο μεγάλου χρόνου σε συνδυασμό με το δεδικαιολογημένο ενδιαφέρον (ΣτΕ 1630/10, 2953/07). Αντίθετα εάν η ειδική προσφυγή κατατέθηκε στο Υπουργείο τότε ο αιτών θα περιμένει από την επομένη της καταθέσεως 60 ημέρες να απαντήσει ο Υπουργός και εφόσον παρέλθει άπρακτη η τελευταία ημέρα τότε από την επομένη αρχίζει η 60νθήμερη προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 2114,804/07). Ο τρόπος αυτός καθορισμού του χρόνου ενάρξεως της προθεσμίας δεν παραβιάζει διάταξη υπέρτερης τυπικής ισχύος και, ειδικότερα, τα άρθρα 10 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), δεδομένου ότι δεν καθιστά ιδιαιτέρως δυσχερή για τον ενδιαφερόμενο την εμπρόθεσμη άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, εφ’ όσον η έναρξη της προθεσμίας συνδέεται με δικές του ενέργειες και με γεγονότα γνωστά στον ίδιο, δηλαδή με το χρόνο ασκήσεως της διοικητικής προσφυγής και με το χρόνο συμπληρώσεως της κατά νόμο αποκλειστικής προθεσμίας αποφάνσεως επί της προσφυγής, ο οποίος, σε περίπτωση καταθέσεως της απ’ ευθείας στο Υπουργείο, είναι γνωστός στον προσφεύγοντα η δε εκ μέρους του τήρηση της προθεσμίας είναι ευχερής εφ’ όσον αυτή απόκειται αποκλειστικώς στον ίδιο, ο οποίος οφείλει να γνωρίζει τις κατά νόμο συνέπειες των διαδικαστικών ενεργειών του. Εξ’ άλλου, ειδικώς ως προς την προσβολή της υπουργικής αποφάσεως, θα έβαινε πέραν των ορίων του συστήματος διοικητικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων η δυνατότητα ασκήσεως αυτοτελούς δικαστικού ελέγχου πράξεως, η οποία περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας άλλης διοικητικής πράξεως της οποίας, όμως, δεν είναι πλέον δυνατός, λόγω εκπροθέσμου, ο δικαστικός έλεγχος και η οποία ως εκ τούτου, θα παρέμενε, ούτως ή άλλως, ισχυρή (ΣτΕ2144/07,2912/2005).
Η ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
Η ενδικοφανής προσφυγή (στις διαφορές του ν. 2522 και ήδη 3886/10 που αφορούν δημόσιες συμβάσεις λέγεται και προδικαστική προσφυγή), όπως και η ειδική πρέπει να προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου η οποία συγκεκριμένα θα πρέπει να καθορίζει τα εξής ειδικότερα στοιχεία :
Α) Το αρμόδιο ενδικοφανές όργανο, ή όργανα επί περισσοτέρων βαθμών κρίσεως (ΣτΕ 4406/96).
Β) Πρόβλεψη προθεσμίας ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής. Εάν ο νόμος προβλέπει προσφυγή , όργανο , αλλά δεν ορίζει προθεσμία ασκήσεως, τότε η προσφυγή είναι απλή.
Γ) Πρόβλεψη της αρμοδιότητας του ενδικοφανούς οργάνου να εξετάσει εκ νέου τόσον τα πραγματικά όσο και τα νομικά περιστατικά (ΣτΕ 3834/99).
Η προθεσμία απαντήσεως δεν είναι αναγκαίο στοιχείο της ενδικοφανούς προσφυγής και εάν δεν ορίζεται τότε το όργανο οφείλει ν΄ απαντήσει εντός τριμήνου (αρθ.45παρ.2 πδ 18/89 και αρθ.25 ΚΔΔσιας). Εάν παρέλθει άπρακτο το τρίμηνο τότε τεκμαίρεται σιωπηρά άρνηση.
Να σημειωθεί ότι οι ως άνω προθεσμίες είναι διοικητικές και όχι δικονομικές και δεν αναστέλλονται κατά το διάστημα από 1/7/ έως 15/9 κατ΄έτος (ΣτΕ 308/06).
Ασκείται κατά σιωπηρών απορρίψεων μόνο στις διπλές ενδικοφανείς διαδικασίες υπό την προϋπόθεση της ενημέρωσης: “ειδικώς εν όψει του ότι, κατά νόμον, εις την υπό του άρθρ. 12 του Ν. 1418/1984 διαγραφομένην διοικητικήν διαδικασίαν δεν υπόκειται μόνον η ρητή πράξις, δια της οποίας απορρίπτεται, εν λόγω ή μέρει, διοικητικόν μέσον ασκηθέν υπό του αναδόχου, αλλά, κατά ρητήν πρόβλεψιν της διατάξεως ταύτης, και η σιωπηρά απόρριψις, η οποία συντελείται δια μόνης της παρόδου απράκτου της αποκλειστικής προθεσμίας, εντός της οποίας το αρμόδιον διοικητικόν όργανον οφείλει να αποφανθή επί της υπό του αναδόχου υποβληθείσης ενδικοφανούς προσφυγής η κατά τα ανωτέρω εκ μέρους της Διοικήσεως ενημέρωσις του ενδιαφερομένου, προκειμένου περί πράξεως της Διευθυνούσης Υπηρεσίας, η οποία υπόκειται εις ένστασιν και, εν συνεχεία εις αίτησιν θεραπείας, χωρεί δια της πράξεως της Διευθυνούσης Υπηρεσίας, από της εκδόσεως της οποίας συντρέχει υποχρέωσις της Διοικήσεως προς γνωστοποίησιν προς τον ανάδοχον ότι η πράξις αυτή υπόκειται εις ένστασιν, η ρητή ή σιωπηρά απόρριψις της οποίας υπόκειται, ακολούθως, εις αίτησιν θεραπείας, το διοικητικόν όργανον, ενώπιον του οποίου ασκείται τόσον η ένστασις, όσον και η αίτησις θεραπείας, ως και την υπό του νόμου τασσομένην αποκλειστικήν προθεσμίαν προς άσκησιν εκατέρου των ενδικοφανών τούτων προσφυγών” (ΣτΕ 1269/2004, 3324/98, 837/99, 1636/99)
Η διοίκηση έχει υποχρέωση να ενημερώσει τον διοικούμενο για την ύπαρξη ενδικοφανούς προσφυγής, τις προϋποθέσεις ασκήσεως της, το χρόνο και τις συνέπειες μη ασκήσεως της , ήτοι ότι χάνει το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη για την ακύρωση της πράξεως (ΣτΕ 1846/08, ΣτΕ ολομ. 2892/93 ). Δεν χάνει βέβαια το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, διότι μπορεί κατά της παρανόμου πράξεως ν΄ ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως. Αντίθετα δεν υπάρχει υποχρέωση ενημέρωσης περί των δικονομικών προϋποθέσεων ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων ή των ειδικών προσφυγών (ΣτΕ 1337/07, 1032/00).Θα πρέπει όμως να γίνει δεκτό με ανάλογη εφαρμογή και για την ενότητα του νομικού λόγου ότι υπάρχει ταυτόσημη υποχρέωση για την ειδική προσφυγή του άρθρου 227 του ν. 3852/10 (Καλλικράτη).
Με άλλα λόγια σε αντίθεση με τις άλλες δυο διοικητικές προσφυγές , η ενδικοφανής προσφυγή αποτελεί αυτοτελή προϋπόθεση παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως και της προσφυγής (αρθ.45§ 2 πδ 18/89 και αρθ.63§3 ΚΔΔ) και ο διοικούμενος έχει δικονομικό βάρος , εφόσον έλαβε πλήρη ενημέρωση ,κατά την προεκτεθείσα έννοια, από την διοίκηση περί της ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής, να την ασκήσει, άλλως δεν μπορεί ενώπιον του Δικαστηρίου να ζητήσει την ακύρωση της πράξεως ως προλέχθηκε. Η ενημέρωση του διοικούμενου γίνεται είτε επί του εγγράφου της πράξεως είτε με το έγγραφο κοινοποίησης της πράξεως που όμως θα πρέπει αντίγραφο του να έχει υποχρεωτικώς συγκοινοποιηθεί με την διοικητική πράξη (ΣτΕ1846/08,227/06,5709/95). Η ενημέρωση πρέπει να είναι πλήρης δηλαδή πρέπει ν’ αναφέρονται : το ενδικοφανές όργανο, η προθεσμία και οι συνέπειες παραλείψεως της ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής (ΣτΕ 2255/96,5709/95). Εάν προβλέπονται δυο βαθμοί ενδικοφανούς διαδικασίας, τότε η ενδικοφανής απάντηση του πρώτου βαθμού πρέπει να περιέχει και την ενημέρωση για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής σε δεύτερο βαθμό με την ως άνω βέβαια πληρότητα (ΣτΕ 113/10).
Η ρητή αλλά εσφαλμένη ενημέρωση ότι κατά της πράξεως προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή, ενώ στην πραγματικότητα δεν προβλεπόταν με αποτέλεσμα ο διοικούμενος ν΄ ασκήσει μη προβλεπόμενη προσφυγή και να χάσει την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως, αίρει το απαράδεκτο λόγω εκπροθέσμου της αίτησης ακυρώσεως και αυτή τεκμαίρεται ότι ασκήθηκε εμπρόθεσμα (ΣτΕ 1237/99). Εξ΄ άλλου η ρητή αλλά εσφαλμένη ενημέρωση του διοικούμενου ότι κατά της πράξεως δεν προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή αίρει το απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως λόγω μη ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής, αφού τεκμαίρεται ότι δεν έγινε ενημέρωση του διοικουμένου (ΣτΕ 1815/97).
Ειδικά όμως στο στάδιο των αποσπαστών πράξεων, επί διοικητικών συμβάσεων άνω των 5.0000.000 € (Οι συμβάσεις προμήθειας νοσοκομείων υπήγοντο στα ασφαλιστικά μέτρα του 2522/99 με το άρθρο 8 του ν.2955/01 που όμως καταργήθηκε ,με το άρθ.36παρ.2 του ν.3772/09 και άρα πλέον και αυτές υπάγονται βάσει του χρηματικού κατωφλίου στα ασφαλιστικά μέτρα του 3886/10.), η προβλεπόμενη ενδικοφανής διαδικασία αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και όχι της αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία μπορεί ν΄ ασκηθεί χωρίς προηγουμένως να ζητήσουμε προσωρινή δικαστική προστασία κατά το ν. 3886/10 και συνεπώς χωρίς ν΄ ασκήσουμε ενδικοφανή προσφυγή.
Κατ’ εξαίρεση, κρίθηκε ότι δεν απαιτείται ενημέρωση για άσκηση προδικαστικής προσφυγής σε υποθέσεις δημοσίων συμβάσεων και, επομένως, δεν θεραπεύεται το απαράδεκτο του απευθείας ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος, δεδομένου ότι οι διατάξεις που προβλέπουν την ενδικοφανή προσφυγή, αφενός, χαρακτηρίζονται ως δικονομικές και, αφετέρου, απευθύνονται σε μικρό κύκλο αποδεκτών που οφείλουν να τις γνωρίζουν ενόψει της ιδιαιτερότητας του αντικειμένου (ΣτΕ Ολ 876/2013).
Η ενημέρωση, όπου απαιτείται, γίνεται με την ίδια την πράξη ή με αυτοτελές έγγραφο, με το οποίο γνωστοποιείται η δυνατότητα αυτή, το οποίο αρκεί να είναι διατυπωμένο με σαφήνεια στην ελληνική γλώσσα, διατηρουμένου βεβαίως ακεραίου του δικαιώματος του αλλοδαπού σε περίπτωση μη κατανόησης του επιδιδομένου σε αυτόν εγγράφου ή του σχετικού αποδεικτικού επίδοσής του να αρνηθεί την παραλαβή του επικαλούμενος άγνοια της ελληνικής γλώσσας, την οποία και οφείλει να αποδείξει (ΣτΕ 1592/2012).
Περαιτέρω δικονομικές συνέπειες της προβλέψεως ενδικοφανούς προσφυγής είναι οι εξής :
1.Με το ένδικο βοήθημα πάντα προσβάλλεται η απάντηση του ενδικοφανούς οργάνου, που θεωρείται ότι έχει πάντα εκτελεστό χαρακτήρα, ακόμη και εάν επικυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς η ενδικοφανής απάντηση προσβάλλεται αυτοτελώς οποτεδήποτε και εάν εκδοθεί. Αντίθετα εάν το όργανο δεν απαντήσει μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία ή εάν δεν προβλέπεται τέτοια, μετά την άπρακτη πάροδο τριμήνου, ο διοικούμενος πρέπει να προσβάλλει την τεκμαιρόμενη σιωπηρά απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής του. Στη περίπτωση αυτή αιτιολογία της σιωπηρής απόρριψης είναι η αιτιολογία της ενδικοφανώς προσβαλλόμενης πράξης (ΔΕφΑθ 238/05, ΣτΕ 1013/72).
2.Η προθεσμία απαντήσεως του ενδικοφανούς οργάνου κατά την νομολογία είναι ενδεικτική και όχι ανατρεπτική (ΣτΕ 1641/98). Συνεπώς το ενδικοφανές όργανο δεν καθίσταται χρονικά αναρμόδιο ( σε αντίθεση με την ειδική προσφυγή) αλλά μπορεί να εκδώσει την απάντηση και μετά την πάροδο της προθεσμίας. Εξ΄άλλου μπορεί να επανέλθει συνεπεία αιτήσεως θεραπείας ή επ΄ ευκαιρία δεύτερης ενδικοφανούς προσφυγής, οπότε η εκτελεστότητα θα εξαρτάται από το εάν έγινε νέα έρευνα της υπόθεσης (ΣτΕ 1654/98). Όμως εάν η ενδικοφανής απάντηση εκδοθεί μετά την συζήτηση της υποθέσεως στο αρμόδιο Δικαστήριο και προσβληθεί αυτοτελώς, η αίτηση ακυρώσεως θα απορριφθεί διότι στρέφεται κατά πράξεως εκδοθείσης αναρμοδίως κατά χρόνο (ΣτΕ 1382/06, αντίθετη 949/04). Επί δασικών αμφισβητήσεων σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν.998/79 και εάν μετά την άπρακτη πάροδο του τριμήνου ο ενδικοφανώς προσφεύγων ζητήσει από το ενδικοφανές όργανο βεβαίωση για την σιωπηρά απόρριψη της προσφυγής και εφόσον το ενδικοφανές όργανο εκδώσει την βεβαίωση , τότε καθίσταται χρονικά αναρμόδιο, ενώ διαπράττει π.ν.ο.ε εάν δεν απαντήσει στην αίτηση έκδοσης της βεβαίωσης σιωπηράς απόρριψης (ΣτΕ 3915/10, 1518/10, ΣτΕ 7μ. 3627/03).
3.Εάν πριν απαντήσει το ενδικοφανές όργανο ασκηθεί πρόωρα η αίτηση ακυρώσεως τότε μεν είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται ευθέως κατά της υποκείμενης σε ενδικοφανή προσφυγή πράξεως (αρθ. 45§4 εδαφ. γ΄), εφόσον όμως έως την συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως έχει παρέλθει το τρίμηνο ή έχει εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής, η αίτηση ακυρώσεως θεωρείται ότι στρέφεται παραδεκτώς κατά αυτών των πράξεων, δηλαδή κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης ή της απαντήσεως του ενδικοφανούς οργάνου. Ο κανόνας αυτός έχει αναπτυχθεί νομολογιακά για την ακυρωτική δίκη, ενώ για την δίκη ουσίας επί προσφυγής ρυθμίζεται ειδικά στο άρθρο 63§5 ΚΔΔ. Εάν όμως κατά της πράξεως προηγηθεί το ένδικο βοήθημα και εν συνεχεία ασκηθεί η ενδικοφανής προσφυγή, τότε, το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται στο σύνολο του ως απαράδεκτο.
4.Η κατά τόπον αρμοδιότης των Διοικητικών Δικαστηρίων όταν εκδικάζουν ακυρωτικές διαφορές προσδιορίζεται από την έδρα του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με ενδικοφανή πράξη και όχι από την έδρα του ενδικοφανούς οργάνου (αρθ. 3§2 ν. 702/77). Τα αυτά ισχύουν και για τις διαφορές ουσίας (αρθ.7§1 ΚΔΔ).
5.Εάν ο θιγόμενος από εκτελεστή πράξη δεν ασκήσει κατ΄ αυτής ενδικοφανή προσφυγή, δεν νομιμοποιείται εν συνεχεία ν΄ ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την ενδικοφανή προσφυγή που ασκήθηκε από άλλο θιγόμενο (ΣτΕ 2509/00).
6.Οι λόγοι της ενδικοφανούς προσφυγής αποτελούν και τους λόγους ακυρώσεως, δηλαδή δεν μπορεί να γίνει κατά το στάδιο ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως επίκληση νέων πραγματικών ισχυρισμών ή νέων λόγων ακυρώσεως, εκτός εάν οι τελευταίοι προέκυψαν μετά την έκδοση της ενδικοφανούς απαντήσεως . Δηλαδή είναι απαράδεκτος ο λόγος ακυρώσεως που δεν είχε ήδη αναφερθεί στην ενδικοφανή προσφυγή (ΣτΕ 98/2015, 3256/01).
Ως προς την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής ισχύουν επιπλέον και οι εξής κανόνες :
1. Η ύπαρξη ενδικοφανούς προσφυγής ερευνάται με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε όταν εξεδόθη η αρχική πράξη ή σε περίπτωση συμμορφώσεως σε ακυρωτική απόφαση, του χρόνου που αυτή ανατρέχει (ΣτΕ 279/95).
2.Η ενδικοφανής διαδικασία ασκείται μια φορά, ενώ επί της ενδικοφανούς απαντήσεως δεν χωρεί αίτηση θεραπείας (ΣτΕ 134/2009, 2231/94, 3920/00). Βλ. όμως και εξαίρεση παρακάτω σε παρ.6 , όπου μπορεί ο τρίτος θιγόμενος να ασκήσει αίτηση θεραπείας.
3.Με την ενδικοφανή προσφυγή μπορούν να προβληθούν νέα στοιχεία αναφερόμενα την ουσία της υποθέσεως (ΣτΕ 1319/93).
4.Πράξη που υπέκειτο σε ενδικοφανή προσφυγή και ανακλήθηκε, καθιστά και την ανακλητική πράξη υποχρεωτικώς προσβαλλόμενη με την ίδια ενδικοφανή προσφυγή (ΣτΕ 2167/93).
5. Η πρόβλεψη ενδικοφανούς προσφυγής ή ειδικής δεν θεραπεύει την έλλειψη της προηγούμενης ακρόασης (ΣτΕ 1027, 380/02). Πάντως, στην πρόσφατη απόφαση του ΣΤ΄Τμήματος, ΣτΕ 3521/2015, το δικαστήριο φαίνεται να δέχεται ότι εφόσον δεν προβλήθηκε η έλλειψη ακροάσεως ως λόγος της ενδικοφανούς προσφυγής καλύπτεται, θεωρώντας την ενδικοφανή διαδικασία το πέρας της διοικητικής διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση κατά πάγια νομολογία δεν υπάρχει υποχρέωση της διοίκησης να καλέσει τον διοικούμενο πριν την έκδοση της ενδικοφανούς απαντήσεως. Η έλλειψη κλήσης του ενδιαφερομένου για προηγούμενη ακρόαση πριν από την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου ( ΣτΕ 98/2015).
6.Την ενδικοφανή προσφυγή έχει δικονομικό βάρος ν΄ ασκήσει ο ενδιαφερόμενος και όχι τρίτοι , οι οποίοι προσφεύγουν παραδεκτώς απευθείας κατά της πράξεως. Πάντως εάν μετά την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής άλλαξε υπέρ του προσφεύγοντως και κατά τρίτου η αρχική πράξη τότε κατά μία νομολογιακή θέση που ισχύει στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ ο τρίτος δικαιούται να ασκήσει αίτηση θεραπείας ενώπιον του ενδικοφανούς οργάνου (ΣτΕ , Γ’ τμ. 7μ,1111/05 , ΔΕφΑθ 15/09), εφόσον επικαλεσθεί ότι δεν είχε κληθεί να αναπτύξει τις απόψεις του κατά την συζήτηση της ενδικοφανούς προσφυγής (βλ. ΣτΕ 1054/2006, Α τμ. 7μ άποψη μειοψ). Κατ΄άλλη όμως νομολογιακή θέση , αν δεν υπάρχει ρητή διάταξη που επιτρέπει την άσκηση αιτήσεως θεραπείας, αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν η Διοίκηση για πρώτη φορά εκδίδει ατομική διοικητική πράξη για συγκεκριμένη υπόθεση (βλ. ΣτΕ 1054/2006, Α τμ. 7, μειοψ).
7.Κατά μίαν άποψη της θεωρίας με την ενδικοφανή διαδικασία δεν μπορεί να καταστεί χειρότερη η θέση του προσφεύγοντος (reformatio non pejus) (ΣτΕ Ολ 927/1940, 19/62, 1067/1979, 4202/1986, 3424/2006, ΣτΕ ΕΑ 68/2009, ΣτΕ 236/2016).
8. Ενδικοφανείς διαδικασίες καθιερώνονται : α) στο ΙΚΑ κάθε πράξη του Δν/τη του υποκαταστήματος του ΙΚΑ προσβάλλεται με ενδικοφανή προσφυγή (αίτηση θεραπείας) εντός 3 μηνών από της κοινοποιήσεως στη κατά τόπο αρμόδια Τοπική Διοικητική Επιτροπή του ΙΚΑ. Γενικότερα στο κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο καθιερώνεται σε όλους τους ΟΚΑ ενδικοφανής διαδικασία.
Β) Κατά εκθέσεως αυτοψίας αυθαιρέτου ασκείται «ένσταση» στην τοπικά αρμόδια Επιτροπή Αυθαιρέτων (αρθ. 4 πδ 267/98). Η έκθεση αυτοψίας είναι πραγματοπαγής διοικητική πράξη και η τριακονθήμερη προθεσμία ασκήσεως της ως άνω ενστάσεως αρχίζει από την επομένη τα τοιχοκολλήσεως της έκθεσης στο φερόμενο αυθαίρετο, η δε ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (ΣτΕ 7Μ., 4585/2009, 1244/08 παραπ. σε 7μελη με μειοψ., Βλ. όμως και 1167/11 που παρ σε 7μ.) Η πλειοψηφούσα άποψη καταλήγει, ενόψει της ανάγκης προστασίας και ταχείας αποκατάστασης του οικιστικού περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ. 2 Συντ.), στην κρίση ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ/τος 267/1998 τοιχοκόλληση της έκθεσης αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής στο αυθαίρετο συνιστά πρόσφορο τρόπο γνωστοποίησης του περιεχομένου της προς οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, προκειμένου αυτός να ασκήσει την προβλεπόμενη ενδικοφανή προσφυγή .Αντίθετα, περισσότερο εναρμονισμένη με τις ως άνω διατάξεις με υπερνομοθετική ισχύ είναι η άποψη της μειοψηφίας, κατά την οποία το εν λόγω «τεκμήριο» γνώσης της πράξης είναι μαχητό. Πράγματι, θα ήταν, με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας, αυστηρό να θεωρηθεί ότι συντελείται γνωστοποίηση της πράξεως με την απλή τοιχοκόλληση στο αυθαίρετο, και, μάλιστα, όχι μόνον για τον ιδιοκτήτη (ο οποίος μπορεί να το χρησιμοποιεί απλά ως εξοχική κατοικία), αλλά και για κάθε ενδιαφερόμενο.
Γ) Η πράξη του Δασάρχη που χαρακτηρίζει έκταση ως δασική προσβάλλεται με ενδικοφανή προσφυγή (αντιρρήσεις) στη Πρωτοβάθμια Επιτροπή Δασικών Αμφισβητήσεων και εν συνεχεία στη Δευτεροβάθμια , εντός προθεσμίας 2 μηνών (αρθ.14 του ν. 998/79).
Δ) Στις φορολογικές διαφορές υπο το βάρος των μηνμονιακών υποχρεώσεων της χώρας προστέθηκαν στο Ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), τα άρθρα 70Α και 70Β που ρύθμιζαν τη σχετική διαδικασία. Ο Ν. 2238/1994 καταργήθηκε και από την 1/1/2014 ισχύει ο νέος κώδικας φορολογίας εισοδήματος (Ν. 4174/2013), το άρθρο 63 του οποίου ορίζει τα εξής:
Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή
1. Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση, « ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης» οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημα του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν.
2. Η Φορολογική Διοίκηση αποστέλλει την ενδικοφανή προσφυγή του υπόχρεου, συνοδευόμενη από σχετικά έγγραφα και τις απόψεις αυτής, εντός επτά (7) ημερών από την υποβολή, στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης, προκειμένου η τελευταία να αποφανθεί.
3. «Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%).»
4. Ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να υποβάλει, ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής της καταβολής που προβλέπεται στην παράγραφο 3. Η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης δύναται να αναστείλει την εν λόγω πληρωμή, μέχρι την “έκδοση” της απόφασης της [στον υπόχρεο], μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η πληρωμή θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης στη Φορολογική Διοίκηση, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί. Τυχόν αναστολή της πληρωμής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής “των τόκων” λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου.
5. Εντός εξήντα (60) ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής στη Φορολογική Διοίκηση, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης εκδίδει απόφαση, την οποία κοινοποιεί στον υπόχρεο, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που έλαβε από τον υπόχρεο και τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που είναι σχετική με την υπόθεση. Αν η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης το κρίνει απαραίτητο, δύναται να καλέσει τον υπόχρεο σε ακρόαση. Σε περίπτωση που προσκομισθούν νέα στοιχεία στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης ή γίνει επίκληση νέων πραγματικών ριστατικών, ο υπόχρεος πρέπει να καλείται σε ακρόαση. «Αν, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, δεν εκδοθεί απόφαση τότε θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης και ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής.»
Στην περίπτωση των ενδικοφανών προσφυγών που υποβάλλονται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέχρι τις 28.2.2014 η προθεσμία του πρώτου εδαφίου επεκτείνεται σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες.
6. Αν με την απόφαση ακυρώνεται, μερικά ή ολικά, ή τροποποιείται η πράξη της φορολογικής αρχής, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης οφείλει να αιτιολογεί την απόφαση αυτή επαρκώς με νομικούς ή και πραγματικούς ισχυρισμούς. Σε περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, η αιτιολογία μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή των διαπιστώσεων της οικείας πράξης προσδιορισμού φόρου. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση πρέπει να περιέχει τουλάχιστον την οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου, το καταλογιζόμενο ποσό και την προθεσμία καταβολής αυτού.
«Η φορολογική αρχή, της οποίας η πράξη ακυρώνεται για τυπικές πλημμέλειες, εκδίδει νέα πράξη σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης.»
7. Η Φορολογική Διοίκηση δεν έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης.
8. Κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά οποιασδήποτε πράξης που εξέδωσε η Φορολογική Διοίκηση είναι απαράδεκτη.
9. Ο Γενικός Γραμματέας δύναται να εκδίδει τις αναγκαίες κανονιστικές πράξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και ιδίως να καθορίζει τις λεπτομέρειες για τη λειτουργία της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης, την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων της.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
1. Ευρύ και ετερόκλητο πεδίο εφαρμογής
Από την επιχειρούμενη, στη συνέχεια, σύντομη απογραφή των συχνότερα ασκούμενων ενδικοφανών προσφυγών, η οποία έχει καθαρώς ενδεικτικό χαρακτήρα, καθίσταται σαφές ότι το πεδίο εφαρμογής του θεσμού καλύπτει διαφορές τόσον ακυρωτικές όσο και ουσίας.
Διαφορές από την εφαρμογή της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 περ. α΄ του Ν 702/1977.
Πρόκειται για την πολυπληθέστερη κατηγορία διαφορών που υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή, η οποία μάλιστα έχει αποδειχθεί ιδιαιτέρως αποτελεσματική. Ειδικότερα, για την αποφυγή της υπερφόρτωσης των διοικητικών δικαστηρίων με υποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης, καθιερώθηκε ένα υποχρεωτικό στάδιο διοικητικής επίλυσης των σχετικών αμφισβητήσεων από Τοπική Διοικητική Επιτροπή (ΤΔΕ) του ΙΚΑ, η οποία, ενόψει της συγκρότησής της και των εξουσιών ελέγχου που διαθέτει, παρέχει ικανοποιητικά εχέγγυα αμερόληπτης και αντικειμενικής κρίσης. Συγκεκριμένα, κατά την εκδίκαση των σχετικών ενστάσεων, η ΤΔΕ «ερευνά ελευθέρως τα πραγματικά και νομικά της υπόθεσης στοιχεία,… δύναται για την ανεύρεση της αλήθειας να καλέσει οποιονδήποτε για τη λήψη πληροφοριών, να εξετάσει μάρτυρες, να ενεργήσει αυτοψία, να προκαλέσει ιατρικές γνωματεύσεις, να ζητήσει πληροφορίες από κάθε αρχή και να λάβει υπόψη της οποιοδήποτε έγγραφο στοιχείο, χωρίς να δεσμεύεται από τα υποβληθέντα έγγραφα, αποφασίζει δε ελευθέρως και κατά συνείδηση, σύμφωνα, όμως προς τον νόμο και τους κανονισμούς του ΙΚΑ».
Κοινωνική νομοθεσία
Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ)
Κατά των αποφάσεων των οργάνων του ΟΕΚ με τις οποίες γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται αίτημα για χορήγηση στεγαστικής συνδρομής με τη μορφή της κλήρωσης κατοικίας ή παροχής σε δικαιούχο, είναι δυνατή, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 5 του Κανονισμού του ΟΕΚ , η διατύπωση αντιρρήσεων από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον εντός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης της αρμόδιας Διεύθυνσης Στεγαστικής Συνδρομής του ΟΕΚ προς αυτόν.
Προστασία ειδικών κοινωνικών ομάδων
Με τη διαδικασία του Ν 2643/1998, Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών, παρέχεται η δυνατότητα σε πρόσωπα που ανήκουν στις ειδικά προστατευόμενες ομάδες του νόμου να τοποθετηθούν σε θέσεις του ιδιωτικού ή δημοσίου τομέα. Κατά των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων πενταμελών Επιτροπών για την τοποθέτηση των ατόμων αυτών χωρεί η ενδικοφανής προσφυγή του άρθρου 9 ενώπιον των δευτεροβάθμιων Επιτροπών, οι οποίες μπορούν να ακυρώνουν εν όλω ή εν μέρει την πράξη ή να την τροποποιούν, προβαίνοντας αναλόγως και σε τοποθέτηση του προσφεύγοντος, ή να απορρίπτουν την προσφυγή.
Δημόσια έργα, προμήθειες, υπηρεσίες, εκπόνηση μελετών
Προσυμβατικό στάδιο (Ν 3886/2010)
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν 3886/2010, πριν από την άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, είναι υποχρεωτική η προηγούμενη άσκηση διοικητικής προσφυγής κατά οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης του φορέα διενέργειας του διαγωνισμού. Η συγκεκριμένη προσφυγή έχει ενδικοφανή χαρακτήρα και έχει επικρατήσει για τον χαρακτηρισμό της ο όρος «προδικαστική προσφυγή» , αποτελεί δε τη μοναδική περίπτωση στην ελληνική νομοθεσία όπου μία διοικητική προσφυγή είναι όρος του παραδεκτού για την υποβολή αίτησης προσωρινής δικαστικής προστασίας .
Στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης (Ν 1418/1984)
Υποχρεωτική διαδικασία διοικητικής επίλυσης με διπλή ενδικοφανή προσφυγή καθιερώνει το άρθρο 12 του Ν 1418/1984 περί δημοσίων έργων. Η προβλεπόμενη ενδικοφανής διαδικασία είναι ιδιαίτερα τυπική και λεπτομερής και αφορά την επίλυση αμφισβητήσεων που προκαλούνται από πράξεις ή παραλείψεις της Διευθύνουσας Υπηρεσίας και θίγουν έννομο συμφέρον αναδόχου σύμβασης εκτέλεσης δημοσίου έργου, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν 1418/1984, με αντισυμβαλλόμενο είτε το Δημόσιο είτε ΝΠΔΔ είτε ΝΠΙΔ . Παρεμφερή διαδικασία (ένσταση και αίτηση θεραπείας) προβλέπει και το άρθρο 41 του Ν 3316/2005, περί δημοσίων συμβάσεων, συμβάσεων εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών.
Φαρμακευτικό δίκαιο
Κυρώσεις σε φαρμακοποιούς
Οι πράξεις επιβολής των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 15 του ΠΔ 121/2008 και επιβάλλονται στους φαρμακοποιούς για παραβίαση των υποχρεώσεων του άρθρου 4 σχετικά με τη χορήγηση φαρμάκων σε ασφαλισμένους υπόκεινται στην προβλεπόμενη στην παρ. 18 του ιδίου άρθρου ενδικοφανή προσφυγή. Αυτή ασκείται εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της πράξης επιβολής κυρώσεων ενώπιον της αρμοδίας Επιτροπής του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημοσίου (ΟΠΑΔ, άρθρο 41 του Ν 3329/2005) ή ενώπιον του Διοικητή του Ιδρύματος για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή ενώπιον του ΔΣ του ασφαλιστικού φορέα, για τους λοιπούς οργανισμούς. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής καθώς και η υποβολή της έχουν εκ του νόμου ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Ίδρυση φαρμακείου ή φαρμακαποθήκης
Κατά των αποφάσεων του Νομάρχη (ήδη μετά τον Ν 3852/2010 ενν. Περιφερειάρχη) για ίδρυση φαρμακείου ή φαρμακαποθήκης, το άρθρο 10 του Ν 1963/1991 προβλέπει την άσκηση της διοικητικής προσφυγής του άρθρου 8 του Ν 3200/1955 ενώπιον του Υπουργού Υγείας, ο οποίος εξετάζει την απόφαση του Νομάρχη και κατ’ ουσίαν, δυνάμενος να την ακυρώσει ή να την τροποποιήσει. Της απόφασης του Υπουργού προηγείται γνωμοδότηση της Φαρμακευτικής Γνωμοδοτικής Επιτροπής. Η προσφυγή ασκείται από κάθε ενδιαφερόμενο εντός 30 ημερών από τη γνώση της απόφασης και έχει ενδικοφανή χαρακτήρα, αφού επιτρέπεται η πλήρης επανεξέταση της υπόθεσης . Η μη άσκησή της, εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει ενημερωθεί επαρκώς, καθιστά την απευθείας ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης απαράδεκτη. Ο Υπουργός πρέπει να αποφανθεί συναφώς εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των 60 ημερών, ειδάλλως στερείται της κατά χρόνο αρμοδιότητάς του για την τροποποίηση της προσβαλλόμενης πράξης .
Πειθαρχικό δίκαιο
Δημόσιοι Υπάλληλοι
Σύμφωνα με το άρθρο 141 του Υπαλληλικού Κώδικα , κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών προϊσταμένων και του πειθαρχικού συμβουλίου, όταν αυτό κρίνει σε πρώτο βαθμό, με τις οποίες επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές, επιτρέπεται ένσταση, τόσο του υπαλλήλου όσο και της Διοίκησης, ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ή του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου αντίστοιχα. Η ένσταση που αποτελεί ενδικοφανή προσφυγή, όταν στρέφεται κατά απόφασης πειθαρχικού προϊσταμένου, κατατίθεται στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, ενώ όταν στρέφεται κατά απόφασης πειθαρχικού συμβουλίου κατατίθεται στο συμβούλιο αυτό, το οποίο τη διαβιβάζει άμεσα στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο . Η ένσταση ασκείται εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, ενώ η προθεσμία για την άσκησή της και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Κατ΄ εξαίρεση, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει την άμεση εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος εκτός εάν με αυτή έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού .
Η άσκηση της ένστασης συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της υπαλληλικής προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφετείο. Σε περίπτωση, ωστόσο, ελλιπούς ή παράλειψης ενημέρωσης του υπαλλήλου ως προς την προβλεπόμενη ένσταση, το απαράδεκτο της απευθείας ασκηθείσας υπαλληλικής προσφυγής αίρεται .
Στελέχη των ενόπλων δυνάμεων
Κατά των πράξεων επιβολής των «συνήθων» πειθαρχικών ποινών που προβλέπονται στην παρ. 5 του άρθρου 40 του Ν 3883/2010 για στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, παρέχεται, κατά την παρ. 10 του ιδίου άρθρου, η δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής εντός προθεσμίας 15 ημερών, υπολογιζόμενης από την επομένη της ημέρας κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε νομίμως γνώση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή παράλειψης. Αντίθετα, για τις ποινές που χαρακτηρίζονται από τη νομοθεσία ως «καταστατικές» δεν προβλέπεται στάδιο ενδικοφανούς διαδικασίας και ως εκ τούτου το κατ’ αυτών απευθείας ασκηθέν ένδικό βοήθημα είναι επιτρεπτό.
Αστυνομικοί
Κατά των αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών οργάνων του ΠΔ 120/2008 (Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού) προβλέπεται στο άρθρο 51 η δυνατότητα άσκησης προσφυγής από τον τιμωρηθέντα αστυνομικό εντός 15 ημερών από την επίδοση της απόφασης. Η προσφυγή διαβιβάζεται στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, το οποίο εξετάζει εκ νέου την υπόθεση, χωρίς να μπορεί να καταστήσει δυσμενέστερη τη θέση του προσφεύγοντος. Κατά τη διαδικασία της εκδίκασης δεν είναι υποχρεωτική η εξέταση μαρτύρων και η παρουσία του προσφεύγοντος, χωρίς όμως αυτό να αποκλείεται. Δυνατή είναι και η παράσταση του προσφεύγοντος με δικηγόρο, εφόσον όμως υποβληθεί σχετικό αίτημα. Η απόφαση που εκδίδεται είναι τελεσίδικη και επιδίδεται στον προσφεύγοντα, αφού συνταχθεί σχετικό αποδεικτικό επίδοσης.
Ομοίως, κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων, σύμφωνα με το άρθρο 53 του ιδίου ΠΔ, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή εντός 20 ημερών ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο επανεξετάζει την υπόθεση, εφαρμόζοντας τη διαδικασία των άρθρων 41-46, χωρίς να μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του προσφεύγοντος. Η αρχική πειθαρχική απόφαση εφόσον παρέλθει η προθεσμία άσκησης έφεσης ή η απόφαση του Δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου εφόσον ασκηθεί η παρεχόμενη διοικητική προσφυγή είναι τελεσίδικες και εκτελούνται άμεσα από την Υπηρεσία του τιμωρηθέντος με τις προβλεπόμενες εκ του νόμου πράξεις.
Οι παραπάνω προσφυγές κατά των πειθαρχικών αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών οργάνων ή των πειθαρχικών συμβουλίων της Αστυνομίας συνιστούν ενδικοφανή προσφυγή. Μόνες προσβλητές πράξεις ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων είναι οι αποφάσεις που εκδίδονται επί των ως άνω προσφυγών, με αποτέλεσμα αίτηση ακύρωσης κατά πειθαρχικής απόφασης σε βάρος αστυνομικού να είναι απαράδεκτη, αν δεν έχει τηρηθεί η προηγούμενη ενδικοφανής διαδικασία .
Πυροσβέστες
Κατά των πειθαρχικών αποφάσεων του πρωτοβάθμιου Ανακριτικού Συμβουλίου του ΝΔ 935/1971 επιτρέπεται στον πειθαρχικώς εγκαλούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 30, η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Ανακριτικού Συμβουλίου. Η προσφυγή μπορεί να ασκηθεί από τον εγκαλούμενο εντός 10 ημερών από την κοινοποίησή της και εντός 20 ημερών από τον Αρχηγό του οποίου το ερώτημα πειθαρχικής δίωξης υπηρετούντος υπαλλήλου απορρίφθηκε. Το Δευτεροβάθμιο Ανακριτικό Συμβούλιο επανεξετάζει την υπόθεση στην ουσία της και μπορεί να διατάξει τη διενέργεια νέας έρευνας. Η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Ανακριτικού ή η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης της προβλεπόμενης προσφυγής καθιστούν την εκδοθείσα απόφαση τελεσίδικη .
Δικηγόροι
Στο άρθρο 77 του ΝΔ 3026/1954, Κώδικας περί Δικηγόρων, προβλέπεται ότι κατά απόφασης του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου του οικείου δικηγορικού συλλόγου, με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές, ο τιμωρηθείς δικηγόρος δικαιούται εντός 10 ημερών από την επίδοση της απόφασης να ασκήσει έφεση κατά αυτής ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκησή της έχουν ανασταλτική δύναμη. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 78 του ίδιου ΝΔ, επιλαμβανόμενο της υπόθεσης, δικαιούται να διατάξει νέα ανάκριση, να καλέσει τον τιμωρηθέντα δικηγόρο, να μεταρρυθμίσει ή και να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η απόφαση εκδίδεται εντός τριμήνου, είναι αμετάκλητη από την έκδοσή της και πρέπει να εκτελείται από τον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, χωρίς καθυστέρηση.
Μέχρι πρόσφατα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 78 του ΝΔ 3026/1954, κατά των αποφάσεων του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων δεν ήταν επιτρεπτή η άσκηση αίτησης ακύρωσης. Με την ΣτΕ Ολ 189/2007, η σχετική απαγορευτική διάταξη του Κώδικα περί Δικηγόρων κρίθηκε αντισυνταγματική και ως εκ τούτου ανίσχυρη, καθόσον το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν συνιστά δικαστήριο, ούτε αποτελεί όργανο εντεταγμένο στη δικαστική οργάνωση του Κράτους, ανεξάρτητα της προβλεπομένης από τον νόμο συμμετοχής στο πενταμελές Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων και δύο τακτικών δικαστών πέραν των τριών μετεχόντων σε αυτό δικηγόρων . Αντίθετα, τόσο το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο όσο και τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια αποτελούν πειθαρχικά όργανα της Διοίκησης, οι αποφάσεις των οποίων υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Ύστερα λοιπόν από την εξέλιξη αυτή, εφόσον το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των δικηγόρων κρίθηκε ότι συνιστά συλλογικό όργανο της Διοίκησης, η προβλεπόμενη έφεση ενώπιον αυτού έχει, χωρίς αμφιβολία χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής , της οποίας η άσκηση, υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί κατάλληλη και επαρκής ενημέρωση, συνιστά όρο του παραδεκτού του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος.
Ιατροί
Κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των ιατρικών συλλόγων σχετικά με τους ιατρούς-μέλη αυτών στο άρθρο 70 του BΔ 11 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1957 προβλέπεται η άσκηση έφεσης από τον τιμωρηθέντα ιατρό ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου που εδρεύει στην Αθήνα. Η έφεση ασκείται εντός δέκα ημερών από την επίδοση της πειθαρχικής απόφασης. Προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης είναι η καταβολή παραβόλου 100 ευρώ, το οποίο συνιστά πόρο του οικείου ιατρικού συλλόγου, ενώ το πειθαρχικό συμβούλιο που εκδίδει την καταδικαστική απόφαση αποφαίνεται για το αν η άσκηση της έφεσης έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα .
Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 71 του ιδίου ΒΔ, έχει τη δυνατότητα διενέργειας νέας ανάκρισης, ακρόασης του ιατρού και εξουσία για την μεταρρύθμιση ή την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης. Η έφεση έχει αναμφίβολα χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής και η απόφαση επ’ αυτής πρέπει να εκδίδεται εντός τριμήνου από τη διαβίβαση της στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, έχει δε αμετάκλητο χαρακτήρα. Η απόφαση αυτή είναι πλέον η μόνη εκτελεστή πράξη και εκτελείται άμεσα από τον Πρόεδρο του οικείου ιατρικού συλλόγου, δυνάμενη πλέον να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί μόνο ύστερα από προσφυγή ουσίας ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο Διοικητικού Πρωτοδικείου .
Όσον αφορά τις πειθαρχικές αποφάσεις σχετικά με το ιατρικό προσωπικό του ΕΣΥ, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν 3329/2005 μπορεί να ασκηθεί ένσταση ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που εδρεύει σε κάθε Υγειονομική Περιφέρεια. Ομοίως, κατά των αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου όταν αυτό κρίνει σε πρώτο βαθμό είναι δυνατή η άσκηση έφεσης ενώπιον του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου, το οποίο υποχρεούται να εκδώσει απόφαση σε δύο μήνες από την ημέρα παραλαβής του σχετικού φακέλου. Η ένσταση ή η έφεση ασκείται σύμφωνα με την παρ. 5 από τον τιμωρηθέντα ιατρό εντός 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης και από τον Υπουργό Υγείας εντός 30 ημερών από την έκδοση της απόφασης. Η ένσταση και η έφεση, όπως προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις, συνιστούν ενδικοφανή προσφυγή και όρο του παραδεκτού της προσφυγής που μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, εντός 30 ημερών ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο Διοικητικού Εφετείου.
Οδοντίατροι
Κατά των αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου των οδοντιατρικών συλλόγων επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Ν 1026/1980 (Περί Οδοντιατρικών Συλλόγων κ.λπ.), η άσκηση έφεσης από τον τιμωρηθέντα οδοντίατρο ή το Δ.Σ. του Συλλόγου ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου των Οδοντίατρων. Η έφεση κατατίθεται εντός 30 ημερών στη γραμματεία του πειθαρχικού συμβουλίου συνοδευόμενη από παράβολο που αποτελεί πόρο του οικείου Οδοντιατρικού Συλλόγου. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκηση αυτής αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, ενώ η επί της έφεσης εκδιδόμενη απόφαση εκτελείται άμεσα σύμφωνα με το άρθρο 72 από τον Πρόεδρο του οικείου Συλλόγου.
Φαρμακοποιοί
Κατά των αποφάσεων επιβολής κυρώσεων των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων των οικείων φαρμακευτικών συλλόγων, σύμφωνα με το άρθρο 67 παρ. 9 Ν 3601/1928, επιτρέπεται έφεση που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή και ασκείται εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ενώπιον του Ανωτάτου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η άσκηση της έφεσης συνεπάγεται την αναστολή εκτέλεσης των ποινών μέχρι την έκδοση της απόφασης από το δευτεροβάθμιο όργανο. Οι εφέσεις που ασκούνται ενώπιον του Ανώτατου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων των Φαρμακευτικών Συλλόγων εισάγονται και εκδικάζονται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών μηνών το αργότερο από την κατάθεση. Εάν παρέλθει άπρακτη η αποκλειστική αυτή προθεσμία, η έφεση θεωρείται ως σιωπηρώς απορριφθείσα.
Μηχανικοί ΤΕΕ
Οι μηχανικοί που ανήκουν στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΤΕΕ) υπόκεινται στην πειθαρχική δικαιοδοσία του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου του ΤΕΕ . Κατά των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 32 του ΠΔ 27 Νοεμ./14 Δεκ.1926, έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου που κατατίθεται στη Γραμματεία των οικείων Πειθαρχικών Συμβουλίων, εντός 15 ημερών από την κοινοποίησή τους. Δικαίωμα έφεσης έχει ο καταδικασθείς και ο Πρόεδρος του ΤΕΕ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει έφεση και κατά των ανεκκλήτων αποφάσεων του Συμβουλίου. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Κατά την εκδίκαση της έφεσης, το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να διατάξει νέα ανάκριση και έχει την εξουσία να επικυρώσει, να μεταρρυθμίσει ή να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση με τον εξής περιορισμό: σε περίπτωση έφεσης του διωκόμενου δεν μπορεί να χειροτερεύσει την θέση του, ενώ σε περίπτωση έφεσης του Προέδρου του ΤΕΕ, δεν μπορεί να την καταστήσει ευνοϊκότερη. Η εκδοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου χαρακτηρίζεται από τις κείμενες διατάξεις ως αμετάκλητη.
Κληρικοί, μοναχοί
Η απόφαση του πρωτοβάθμιου επισκοπικού δικαστηρίου με την οποία επιβάλλονται σε κληρικούς και μοναχούς οι κυρώσεις του άρθρου 133 του Ν 5383/1932 που επηρεάζουν την υφιστάμενη υπηρεσιακή σχέση του κληρικού με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος ή με άλλο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο μπορεί να προσβληθεί με έφεση που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας 10 ημερών. Σύμφωνα με το άρθρο 135, η προθεσμία της έφεσης καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης, εκτός αν με αυτήν επιβάλλεται η ποινή της αργίας από κάθε ιεροπραξία. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως ο κατηγορούμενος κληρικός, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 142, η απόφαση επί της έφεσης δεν μπορεί να οδηγήσει σε χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος. Αντίθετα, δεν προσβάλλονται ούτε δια της διοικητικής ούτε δια της δικαστικής οδού οι ποινές που έχουν συνέπειες καθαρά πνευματικής φύσης, όπως το επιτίμιο της ακοινωνησίας .
Νομοθεσία περί προστασίας καταναλωτών
Κατά των αποφάσεων των αρμοδίων αρχών περί ανάκλησης, απόσυρσης, διάθεσης υπό όρους, δέσμευσης, καταστροφής ακατάλληλων για την υγεία των καταναλωτών προϊόντων προβλέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 12 του Ν 2251/1994, περί προστασίας καταναλωτών, άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ενώπιον του Υπουργού Ανάπτυξης, ο οποίος αποφαίνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας 60 ημερών από την άσκησή της.
Νομοθεσία για την αναγνώριση τίτλων σπουδών
Κατά των αποφάσεων απόρριψης αιτήματος αναγνώρισης τίτλου σπουδών, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να υποβάλει στο οικείο Τμήμα του ΔΣ του ΔΟΑΤΑΠ εντός ενός έτους από την κοινοποίηση της απόρριψης, αίτηση για επανεξέταση του θέματος, παραθέτοντας τους λόγους της επανεξέτασης και προσκομίζοντας νέα στοιχεία. Αν ο Πρόεδρος του ΔΟΑΤΑΠ είναι αρνητικός στο αίτημα, οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση σε Ειδική Επιτροπή Επανεξέτασης, η οποία θα εισηγηθεί προς το αρμόδιο Τμήμα του ΔΣ του ΔΟΑΤΑΠ, το οποίο και θα αποφανθεί οριστικά επί της αίτησης επανεξέτασης. Η αίτηση επανεξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 13 του Ν 3328/2005 συνιστά, κατά την έννοια του άρθρου 25 παρ. 2 του ΚΔΔιαδ, ενδικοφανή προσφυγή, στην οποία υπόκεινται μόνον οι πράξεις οργάνων του ΔΟΑΤΑΠ που αφορούν την αναγνώριση της ισοτιμίας και της ισοτιμίας και αντιστοιχίας των τίτλων σπουδών της αλλοδαπής, και όχι αυτές που αφορούν στη διαπίστωση της βαθμολογικής τους αντιστοιχίας προς τη βαθμολογική κλίμακα των ελληνικών ΑΕΙ.
Περιβαλλοντική νομοθεσία
Σύμφωνα με το άρθρο 30 του Ν 3982/2011 , κατά των αποφάσεων της αδειοδοτούσας Αρχής με τις οποίες χορηγούνται άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας στις μεταποιητικές και συναφείς δραστηριότητες, καθώς επίσης και κατά των αποφάσεων με τις οποίες επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ιδίου νόμου, χωρεί προσφυγή για παράβαση νόμου. Ειδικώς όμως αν η αξία του μηχανολογικού εξοπλισμού υπερβαίνει το ποσό του 1.000.000 ευρώ ή η αποθηκευτική ικανότητα της αποθήκης υπερβαίνει τα 20.000 κ.μ., οι αποφάσεις της αδειοδοτούσας Αρχής, με τις οποίες απορρίπτονται αιτήματα για χορήγηση άδειας εγκατάστασης, υπόκεινται σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 31, που ασκείται μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της απορριπτικής απόφασης. Η άσκηση της προσφυγής κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου αποτελεί «προϋπόθεση για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων». Ωστόσο, για το παραδεκτό της άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής πρέπει να καταβάλλεται παράβολο ίσο προς το 0,5 % της αξίας του μηχανολογικού εξοπλισμού της δραστηριότητας ή το 2,5% της αποθηκευτικής ικανότητας της αποθήκης και μέχρι του ποσού των 1.500 ευρώ. Ενώπιον της επιτροπής εξέτασης της προσφυγής καλείται πάντοτε για την υποστήριξη της προσφυγής του ο ενδιαφερόμενος, ενώ η απόφαση εκδίδεται εντός 30 ημερών.
Νομοθεσία περί μεταλλείων και λατομείων
Μεταλλεία
Κατά των αποφάσεων του Επιθεωρητή Μεταλλείων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν 669/1977, περί εκμεταλλεύσεως λατομείων, και επιβάλλουν κυρώσεις εξαιτίας παράβασης όρων της άδειας εκμετάλλευσης ή του Κανονισμού μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών ή λόγω μη συμμόρφωσης σε υποδείξεις του Επιθεωρητή, προβλέπεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, η άσκηση διοικητικής προσφυγής. Η προβλεπόμενη προσφυγή έχει ενδικοφανή χαρακτήρα, ασκούμενη εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της πράξης επιβολής κυρώσεων, ενώπιον του Συμβουλίου Μεταλλείων, που αποτελεί συλλογικό διοικητικό όργανο, ενώ η άσκησή της δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Λατομεία
Κατά των απορριπτικών αποφάσεων του «Νομάρχου», ως οργάνου της αποκεντρωμένης διοίκησης, σχετικά με την εκμίσθωση και διαχείριση λατομείων (μετά τον Ν 3852/2010 νοείται ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης) προβλέπεται, στο άρθρο 22 του Ν 669/1977, ενδικοφανής προσφυγή, ασκούμενη εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης, ενώπιον του «Υπουργού Βιομηχανίας και Ενεργείας» (νυν Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής), ο οποίος, κατά τη ρητή διατύπωση της οικείας διάταξης, αποφαίνεται επ’ αυτής «κρίνων και ουσία» . Η προσφυγή αυτή ασκείται όχι μόνο κατά των ρητών απορριπτικών αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, αλλά και κατά οποιασδήποτε άλλης πράξης από την οποία μπορεί να συναχθεί απόρριψη αιτήματος .
Δασική νομοθεσία
Κατά των αποφάσεων του δασάρχη που αποφαίνονται για το χαρακτήρα μιας έκτασης ως δασικής ή μη επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν 998/1979 η υποβολή αντιρρήσεων , εντός δύο μηνών από τη νομότυπη δημοσίευση ή κοινοποίηση της απόφασης του δασάρχη, ενώπιον της πρωτοβάθμιας επιτροπής δασικών αμφισβητήσεων. Η επιτροπή δύναται να επανεξετάσει την υπόθεση, να διενεργήσει αυτοψία εφόσον το κρίνει αναγκαίο και να εκδώσει απόφαση εντός 3 μηνών. Κατά της απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής επιτρέπεται εντός 2 μηνών προσφυγή ενώπιον της δευτεροβάθμιας επιτροπής, η οποία οφείλει να εκδώσει ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση εντός 3 μηνών.
Πολεοδομική νομοθεσία
Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 391 του Κώδικα Πολεοδομικής Νομοθεσίας (άρθρο 4 του ΠΔ 267/1998 , επιτρέπεται άσκηση ένστασης που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή εντός 30 ημερών, από την τοιχοκόλληση της έκθεσης αυτοψίας για τον χαρακτηρισμό κτίσματος ως αυθαιρέτου στο αυθαίρετο κτίσμα . Μαζί με την ένσταση μπορούν να κατατεθούν και απόψεις και στοιχεία που αμφισβητούν την ορθότητα της εκτίμησης της αξίας του αυθαιρέτου και τον υπολογισμό των προστίμων, που αναφέρονται στην επίμαχη έκθεση. Η ένσταση εξετάζεται σε ημέρα και ώρα που υποχρεωτικά γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο, από τετραμελή επιτροπή υπαλλήλων της πολεοδομικής υπηρεσίας, η οποία μπορεί να την δεχθεί ή να την απορρίψει. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να αναγράφεται στο σώμα της ένστασης, υπογράφεται δε από όλα τα μέλη της επιτροπής.
Νομοθεσία περί αλλοδαπών
Απέλαση
Κατά της πράξης απέλασης του Αστυνομικού Διευθυντή που εκδίδεται δυνάμει του Ν 3386/2005 προβλέπεται η ενδικοφανής προσφυγή του άρθρου 77 του ιδίου νόμου ενώπιον του Υπουργού Δημόσιας Τάξης ή του εξουσιοδοτούμενου από αυτόν οργάνου (κατά κανόνα του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή) εντός προθεσμίας 5 ημερών. Η σχετική απόφαση εκδίδεται μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την άσκηση της προσφυγής. Εξ άλλου, κατά την ίδια διάταξη, η άσκηση της προσφυγής συνεπάγεται την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης απέλασης. Ειδικότερα, ο νομοθέτης με το ισχύον νομικό καθεστώς μετέφερε την αρμοδιότητα αυτή από τον Γενικό Γραμματέα της αρμόδιας κατά τόπο Περιφέρειας (ως βαθμού αποκεντρωμένης διοίκησης) σε όργανο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, δηλαδή σε όργανο που ανήκει στην ίδια διοικητική ιεραρχία με αυτό που αποφάσισε την απέλαση .
Παροχή ασύλου
Κατά αποφάσεων που απορρίπτουν ή ανακαλούν το αίτημα για διεθνή προστασία και εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του ΠΔ 114/2010 , προβλέπεται σε δεύτερο βαθμό επανάκριση του ζητήματος, ύστερα από την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 25 του ανωτέρω ΠΔ, εντός προθεσμίας που εξαρτάται από το είδος της προσβαλλόμενης πράξης. Οι προσφυγές κρίνονται από την Επιτροπή Προσφυγών του άρθρου 26 που συνιστάται και λειτουργεί στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και αποφαίνεται σε προθεσμία 3 ή 6 μηνών ανάλογα με την προσβαλλόμενη πράξη. Μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης από την Επιτροπή κατά την παρ. 2 του άρθρου 25 αναστέλλεται κάθε μέτρο απέλασης του αιτούντος.
Περαιτέρω, κατά των πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με το ΠΔ 220/2007 περί περιορισμού ή διακοπής της παροχής συνθηκών υποδοχής που αφορούν πρόσφυγες επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ως άνω ΠΔ, η άσκηση προσφυγής εντός 5 ημερών ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία του Κέντρου Φιλοξενίας. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται εντός 5 ημερών από την άσκησή της και είναι οριστική για τον ενδιαφερόμενο στον οποίο και επιδίδεται .
Φορολογική νομοθεσία
Για πράξεις από τις οποίες αναφύονται φορολογικές διαφορές όταν το αμφισβητούμενο ποσό είναι άνω των 300.000 ευρώ προβλέπεται στο άρθρο 70Α του Ν 2238/1994 η άσκηση αίτησης διοικητικής επίλυσης ενώπιον της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (ΕΔΕΦΔ), που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, στα μέλη της δύο πρώην ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς ή δύο πρώην Νομικούς Συμβούλους του Κράτους . Με το άρθρο 4 του Ν 4051/2012 προσδόθηκε στην αίτηση επίλυσης ενδικοφανής χαρακτήρας: «απαιτείται, επί ποινή απαραδέκτου ασκήσεως της προσφυγής, να έχει προηγηθεί η αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ….. και η ολοκλήρωση αυτής, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της». Καθοριστικής σημασίας είναι εν προκειμένω η εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης από τη Διοίκηση . Η αίτηση κατατίθεται στην αρμόδια φορολογική αρχή και διαβιβάζεται, μαζί με το σχετικό φάκελο, από αυτή στην ΕΔΕΦΔ, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κατάθεσή της και η σχετική απόφαση εκδίδεται το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την περιέλευση της αίτησης . Ιδιαίτερα πρέπει να επισημανθεί η διατύπωση του νόμου ότι απαιτείται «η ολοκλήρωση» της διαδικασίας επίλυσης, με αποτέλεσμα να συνάγεται το συμπέρασμα ότι ειδικά στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η πρόωρη άσκηση του ενδίκου βοηθήματος κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 63 του ΚΔΔ, εάν προηγουμένως δεν ολοκληρωθεί η διαδικασία της επίλυσης ή δεν παρέλθει ο χρόνος απόφανσης της αρμόδιας επιτροπής. Περαιτέρω, είναι αναγκαία η παρουσία του υποχρέου κατά τη συζήτηση, εφόσον άλλως «ματαιώνεται η εξώδικη επίλυση της διαφοράς και η αίτησή του απορρίπτεται με σχετική απόφαση της Επιτροπής που επιδίδεται σ’αυτόν μέσω της αρμόδιας φορολογικής αρχής» .
Έλεγχος εποπτείας επί των ΟΤΑ
Η προσφυγή νομιμότητας του άρθρου 227 του Ν 3852/2010 ενώπιον του Ελεγκτή Νομιμότητας για πράξεις των οργάνων των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων ΟΤΑ, της οποίας η προηγούμενη άσκηση είναι υποχρεωτική για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος, αποτελεί ένα είδος υποχρεωτικού διοικητικού προσταδίου κατά την αντίστοιχη λογική καθιέρωσης της ενδικοφανούς προσφυγής .
Ελλείψει αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων ως προς τα ποσοστά ευδοκίμησης αυτών των προσφυγών και δεδομένου ότι ενώπιον των δικαστηρίων καταλήγει ένα μέρος των αποφάσεων που απορρίπτουν εν όλω ή εν μέρει την ενδικοφανή προσφυγή, είναι δύσκολο να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα ως προς την αποτελεσματικότητα εκάστης εξ αυτών.
2. Διαφορετικό καθεστώς των κατ’ιδίαν προσφυγών
Όπως προκύπτει από την ανωτέρω ενδεικτική παράθεση των κυριότερων περιπτώσεων ενδικοφανούς προσφυγής, οι διατάξεις που την καθιερώνουν είναι, ως επί το πλείστον, λακωνικές, ελλειπτικές και ενίοτε ασαφείς, με συνέπεια να ανακύπτουν συχνά ζητήματα ερμηνείας, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται διαφορετικοί και, ενίοτε, αμφιλεγόμενοι όροι όπως «ένσταση» , «αντιρρήσεις», «έφεση», «προσφυγή», «αίτηση θεραπείας», «αίτηση αναθεώρησης», «αίτηση επανεξέτασης». Μάλιστα, στην πλειονότητα των ανωτέρω περιπτώσεων, ο χαρακτηρισμός της προσφυγής ως ενδικοφανούς δίδεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο στηρίζεται στα κριτήρια της αποκλειστικής προθεσμίας άσκησης και απόφανσης επί της προσφυγής, στην εξουσία πλήρους επανεξέτασης της υπόθεσης και στον καθορισμό συγκεκριμένου οργάνου ενώπιον του οποίου ασκείται η παρεχόμενη διοικητική προσφυγή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα προβληματικής ρύθμισης αποτελεί η νομοθεσία σχετικά με το δικαίωμα παραμονής και εργασίας των ελληνικής καταγωγής υπηκόων Αλβανίας, η οποία προβλέπει ότι με αιτιολογημένη απόφαση δεν χορηγείται και δεν ανανεώνεται το Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς (ΕΔΤΟ) σε άτομα σε βάρος των οποίων συντρέχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης και ιδίως σε άτομα που έχουν καταδικασθεί τελεσίδικα για κακούργημα σε οποιαδήποτε ποινή ή για πλημμέλημα που τελέστηκε με δόλο και επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Στην απόφαση απόρριψης αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης ΕΔΤΟ ενσωματώνεται απόφαση επιστροφής . Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της ανωτέρω απόφασης, να ασκήσει αίτηση θεραπείας ενώπιον της αρμόδιας Υπηρεσίας έκδοσης είτε προσφυγή ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου Αστυνομμικού Διευθυντή ή Διευθυντή Αλλοδαπών, οι οποίοι αποφασίζουν σχετικά εντός 30 ημερών. Με την άσκηση της προσφυγής και μέχρι την εξέταση αυτής, χορηγείται στον ενδιαφερόμενο η Ειδική Βεβαίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση ανάκλησης και αφαίρεσης του ΕΔΤΟ, με τη διαφορά ότι η μεν αίτηση θεραπείας ασκείται ενώπιον του Διευθυντή της κατά τόπον αρμόδιας Αστυνομικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης Αλλοδαπών και η προσφυγή ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή. Πρόκειται για ρυθμίσεις εντελώς ασαφείς, που δεν επιτρέπουν τη συναγωγή ασφαλούς συμπεράσματος ως προς τη νομική φύση των προβλεπόμενων προσφυγών ή τη μεταξύ τους σχέση.
Οι προγενέστερες διατάξεις όριζαν συναφώς ότι, σε περίπτωση κατά την οποία από τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιβεβαιώνεται η ελληνική καταγωγή, το αίτημα χορήγησης ΕΔΤΟ απορρίπτεται με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, κατά της οποίας ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα προσφυγής εντός 10 ημερών από την κοινοποίησή της, επί της οποίας αποφαίνεται ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, μετά από γνώμη Ειδικής Επιτροπής. Κατά τις ίδιες διατάξεις, το χορηγηθέν ΕΔΤΟ δύναται να ανακαλείται, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, με αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας. Κατά της απόφασης ανάκλησης ο ενδιαφερόμενος δύναται, εντός δεκαημέρου από την κοινοποίηση, να υποβάλει προσφυγή, επί της οποίας αποφαίνεται ο Προϊστάμενος Κλάδου Αστυνομίας και Ασφάλειας του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας. Η ερμηνεία των διατάξεων αυτών από το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν φαίνεται απολύτως πειστική. Με την πρόσφατη απόφαση ΣτΕ 2111/2012 δέχθηκε, κατ’αρχάς, ότι οι λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας, οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν στην ανάκληση χορηγηθέντος ΕΔΤΟ, αποτελούν λόγους που μπορούν επίσης να θεμελιώσουν την απόρριψη αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τέτοιου δελτίουκαι ότι η προβλεπόμενη ενδικοφανής προσφυγή αναφέρεται μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία αμφισβητείται η ελληνική καταγωγή του φερομένου ως ομογενούς όταν εξετάζεται το αίτημά του για χορήγηση ή ανανέωση του ΕΔΤΟ. Κατά συνέπεια, τέτοια ενδικοφανής προσφυγή δεν προβλέπεται στην περίπτωση απόρριψης του ως άνω αιτήματος για λόγους αναφερόμενους στη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Κατέληξε, πάντως, ότι η ενδικοφανής προσφυγή προβλέπεται μόνον επί ανάκλησης του ΕΔΤΟ. Λόγω όμως αντίθετης νομολογίας ως προς το ζήτημα του αν χωρεί ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον οργάνου του Αρχηγείου της Αστυνομίας και στις περιπτώσεις που το αίτημα για έκδοση ΕΔΤΟ απορρίπτεται για λόγους δημόσιας τάξης ή ασφαλείας, το Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση.
Εκτός των νομοθετικών κενών και ασυνεπειών, το νομικό καθεστώς κάθε ενδικοφανούς προσφυγής διαφέρει από αυτό των υπολοίπων. Ρυθμίζονται με διαφορετικό τρόπο η προθεσμία άσκησης, το αρμόδιο όργανο, και η προθεσμία απόφανσης. Ειδικότερα, ο νομοθέτης άλλοτε φαίνεται να δίνει προτεραιότητα στην ταχεία διευθέτηση της υπόθεσης με την πρόβλεψη σύντομης προθεσμίας άσκησης της διοικητικής προσφυγής και άλλοτε στον ενδελεχή έλεγχό της και στην επίλυση της διαφοράς με την πρόβλεψη πολύμηνης προθεσμίας, ούτως ώστε ο διοικούμενος να έχει τη δυνατότητα να προετοιμάσει πληρέστερα την άμυνά του . Περαιτέρω, ενίοτε προβλέπεται κοινοποίηση της προσφυγής στους θιγόμενους , καταβολή παραβόλου , γνωμοδότηση συλλογικού οργάνου , ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής, προθεσμία για την έκδοση απόφασης και συναγωγή τεκμηρίου απόρριψης ή αποδοχής μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής κ.λπ. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις οι διατάξεις που προβλέπουν την ενδικοφανή προσφυγή είναι λίαν διεξοδικές και ρυθμίζουν όλες σχεδόν τις λεπτομέρειες της σχετικής διαδικασίας , ενώ άλλοτε είναι ελλειπτικές, με συνέπεια πολλές πτυχές της διαδικασίας να παραμένουν αρρύθμιστες. Χαρακτηριστική περίπτωση λακωνικής και προβληματικής ρύθμισης αποτελεί το άρθρο 8 του ΠΔ 100/2010, Ενεργειακοί Επιθεωρητές κτιρίων, λεβήτων, εγκαταστάσεων θέρμανσης και κλιματισμού . Κατά τη διάταξη αυτή, επιτρέπεται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής εντός 40 ημερών ενώπιον του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής κατά των κυρώσεων που επιβάλλονται με απόφασή του στους Ενεργειακούς Επιθεωρητές, κατά των απορριπτικών αποφάσεων σε αιτήματα χορήγησης άδειας Ενεργειακών Επιθεωρητών και κατά των απορριπτικών αποφάσεων επί αιτημάτων αναβάθμισης άδειας Ενεργειακών Επιθεωρητών από Α΄ σε Β΄ τάξη. Ελλειπτικές είναι και οι ρυθμίσεις περί ενδικοφανών προσφυγών που προβλέπουν οι διατάξεις της αλιευτικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας των θαλασσίων μεταφορών. Ενώ το διαφορετικό περιεχόμενο των ρυθμίσεων δικαιολογείται από τις ιδιομορφίες κάθε κατηγορίας ενδικοφανούς προσφυγής, η διαφορετική κανονιστική πυκνότητα δεν συνάδει προς την κοινή ιδιότητά τους, αυτή της προϋπόθεσης του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος.
Εκτός από τα κενά των σχετικών, ειδικών διατάξεων, προβλήματα αναφύονται και ως προς το γενικότερο νομικό καθεστώς των ενδικοφανών διαδικασιών. Δυσχέρειες προκαλεί, κατ’αρχάς, η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της ενδικοφανούς προσφυγής, το κατά πόσον δηλαδή η εκδούσα την πράξη αρχή μπορεί να προβεί σε ανάκληση της πράξης ενόσω η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του αρμόδιου για την ενδικοφανή προσφυγή οργάνου, το οποίο όμως δεν έχει αποφανθεί ακόμη. Συναφές προς το μεταβιβαστικό αποτελέσμα είναι και το ζήτημα του επηρεασμού της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των διοικητικών οργάνων που συνεπάγεται η πρόβλεψη ενδικοφανούς προσφυγής. Ανακύπτει, ειδικότερα, το ερώτημα αν, σε περίπτωση άρνησης χορήγησης άδειας από το αρμόδιο όργανο, είναι επιτρεπτή η χορήγησή της από το επιλαμβανόμενο της ενδικοφανούς προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης οργάνου . Ατέρμονη φαίνεται και η συζήτηση ως προς τη δυνατότητα χειροτέρευσης της θέσης του ενδιαφερομένου σε περίπτωση μεταβολής του νομικού καθεστώτος, όχι όμως και διαφορετικών ουσιαστικών εκτιμήσεων της αρμόδιας αρχής. Διευκρινίσεων χρήζουν και ζητήματα σχετικά με το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της ενδικοφανούς προσφυγής, την έκταση της υποχρέωσης προσβολής και παραλείψεων οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, καθώς και την έναρξη της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής όσον αφορά τους τρίτους .