5.ΠΡΑΚΤΙΚΟ 2018 ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΛΚΕ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ.21.1.2020.

Πρακτικά Δημοσιονομικό Δικαιοσύνη

BANNER1

ΘΕΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ 2018

Στο ερευνητικό κέντρο Χ, το οποίο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου εποπτευόμενο από τον Υπουργό Παιδείας, συνεστήθη Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας( Ε.Λ.Κ.Ε) με σκοπό τη διάθεση και τη διαχείριση κονδυλίων για την κάλυψη δαπανών οποιουδήποτε είδους που είναι απαραίτητες για τις ανάγκες ερευνητικών έργων που εκτελούνται από το προσωπικό του Χ.

Μετά τον έλεγχο που διενεργήθηκε από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα διαπιστώθηκε ότι σε βάρος των πιστώσεων του Ε.Λ.Κ.Ε. πληρώθηκαν , μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες δαπάνες :

(α) Ημερήσια αποζημίωση στο προσωπικό του ερευνητικού κέντρου που μετακινήθηκε για τις ανάγκες ερευνητικών προγραμμάτων, η οποία υπερέβαινε κατά 10.000 ευρώ το οριζόμενο από το νόμο όριο.

(β) Ποσό 50.000 ευρώ στην εταιρεία « Λ Α.Ε» για την λογιστική υποστήριξη του Ε.Λ.Κ.Ε. βάσει εικονικών τιμολογίων. Όπως δε προέκυψε από τον έλεγχο, το ποσό αυτό ιδιοποιήθηκε ο Α, αρμόδιο κατά νόμο όργανο διαχείρισης του Ειδικού Λογαριασμού.

(γ) Ποσό 20.000 ευρώ για την οικονομική ενίσχυση των παιδιών των υπαλλήλων του ερευνητικού κέντρου που φοιτούσαν σε Α.Ε.Ι.

Με την 1/2015 αρμοδίως εκδοθείσα πράξη καταλογίστηκε εις βάρος του Α(όργανο διαχείρισης Ε.Λ.Κ.Ε) και υπέρ του Χ το συνολικό ποσό των 80.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στις ανωτέρω, μη νόμιμες κατά τον έλεγχο, δαπάνες. Με έφεση στρεφόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου , την οποία υπέγραψε ο ίδιος και κατέθεσε στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου επισυνάπτοντας παράβολο 30 ευρώ, ο Α ζήτησε την ακύρωση της καταλογιστικής πράξης προβάλλοντας ότι :

  1. Η καταλογιστική πράξη δεν αναφέρει εάν επιβαρύνεται με υπαιτιότητα και σε κάποιο βαθμό και για το λόγο αυτό δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη.
  2. Οι δαπάνες είναι νόμιμες διότι εξυπηρετούσαν τη λειτουργική δραστηριότητα του Ε.Λ.Κ.Ε και συντέλεσαν άμεσα ή έμμεσα στην εκπλήρωση των σκοπών.
  3. Πρέπει να απαλλαγεί από τον καταλογισμό κατ’ εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης , εν’ όψει αφενός μεν της οικονομικής του αδυναμίας να επιστρέψει το καταλογισθέν ποσό ( το ετήσιο εισόδημά του ανέρχεται σε 30.000 ευρώ) , αφ’ ετέρου δε των ειδικότερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης και συγκεκριμένα του γεγονότος ότι παρόμοιες δαπάνες καταβάλλονταν επί σειρά ετών από τις πιστωτικές του Ε.Λ.Κ.Ε και ότι ο ίδιος ασχολήθηκε πράγματι με τη λογιστική υποστήριξη του λογαριασμού εργαζόμενος υπερωριακά με αποτέλεσμα να μην υφίσταται καμία ζημία του Χ.
  4. Δεν υπέχει υποχρέωση καταβολής παραβόλου πλέον των 30 ευρώ καθόσον η διάταξη του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά το μέρος που προβλέπει την υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου αντιβαίνει στις διατάξεις περί παροχής δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στην αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική θέση και αδυνατεί να καταβάλει παράβολο πλέον του ήδη καταβληθέντος.

Εκκρεμούσης της εφέσεως του το ποσό των 80.000 ευρώ βεβαιώθηκε εις βάρος του με πράξη ταμειακής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ν κατά της οποίας (πράξης) ο Α άσκησε ανακοπή στο αρμόδιο του Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου επισυνάπτοντας επίσης παράβολο των 30 ευρώ, προβάλλοντας τους ίδιους ως άνω με την έφεση του λόγους, επιπλέον δε ότι δεν είναι νόμιμη η ταμειακή βεβαίωση ενόσω εκκρεμεί η έφεση του κατά της πράξης καταλογισμού.

Η συζήτηση της έφεσής του ορίστηκε για τις 10.5.2017 . Με δικόγραφο πρόσθετων λόγων που κατέθεσε στις 3.5.2017 ο Α ζήτησε α) την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 50 του ν. χχχ/2017, οποίος δημοσιεύτηκε και άρχισε να ισχύει στις 3.4.2017 , η οποία ορίζει : « Δαπάνες που διενεργήθηκαν εις βάρος των πιστώσεων του Ειδικού Λογαριασμού του ερευνητικού κέντρου Χ από τη σύσταση του έως τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, για οποιαδήποτε αιτία, και καταλογίστηκαν εις βάρος των οργάνων διαχείρισης αυτού, θεωρούνται νόμιμες» και β) τη μείωση, σε κάθε περίπτωση, του επιβληθέντος σε βάρος του καταλογισμού κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην πρώτη κατηγορία δαπανών (ημερήσια αποζημίωση) δεδομένου ότι το ποσό αυτό (10.000 ευρώ) καταλογίστηκε σε άλλη πράξη και σε βάρος όσων εκ του προσωπικού του κέντρου μετακινήθηκαν για τις ανάγκες των ερευνητικών προγραμμάτων.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο Α δεν παραστάθηκε. Το Ελληνικό Δημόσιο ζήτησε την απόρριψη της έφεσης και των πρόσθετων λόγων και ο δικαστικός πληρεξούσιος του Χ την παραδοχή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής.

Ερωτάται:

  1. Έχουν ασκηθεί παραδεκτώς η έφεση, οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και η ανακοπή; Απαντήστε μόνο με βάση τα δεδομένα του συγκεκριμένου ιστορικού.
  2. Ανεξαρτήτως της απάντησης που θα δώσετε στο προηγούμενο ερώτημα, ποια θα πρέπει, κατά τη γνώμη σας, να είναι η κρίση του Δικαστηρίου επί του παραδεκτού και βασίμου των προβαλλόμενων με την έφεση, δικόγραφο πρόσθετων λόγων αυτής και την ανακοπή λόγων;
  3. Έχει επίδραση στη δίκη το αίτημα του υπέρ ου ο καταλογισμός του ν.π.δ.δ. για παραδοχή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής;

Να θεωρήσετε δεδομένο ότι η διαχείριση του Ε.Λ.Κ.Ε αποτελεί δημόσια χρηματική διαχείριση υπαγόμενη στο έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Καλή επιτυχία

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

  1. 1.Ως προς το πρώτο ερώτημα : Έχουν ασκηθεί παραδεκτώς η έφεση, οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και η ανακοπή;

Με βάση τα δεδομένα του πρακτικού:

Α) Παραδεκτό εφέσεως: Ο Α με έννομο συμφέρον ως καταλογιζόμενος υπόλογος ασκεί την ένδικη έφεση. Υπογράφοντας ο ίδιος κατά το άρθρο 31 σε συνδυασμό με το άρθρο 16§2 πδ 1225/81, εφόσον κατά την συζήτηση αυτής παρεστάθη ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του. Περαιτέρω η έφεση παραδεκτώς ασκήθηκε δια καταθέσεως στη γραμματεία του αρμοδίου Τμήματος του ΕΣ (αρθ.52 πδ 1225/81 και 80 Ν.4129/2013 εφεξής ΚΝΕΣ).

Είναι όμως απαράδεκτη τόσον αυτή όσον και οι πρόσθετοι λόγοι, διττώς ήτοι τόσον κατά το άρθρο 16§2 πδ 1225/81 αφού ο Α δεν παραστάθηκε με πληρεξούσιο Δικηγόρο, όσο και από πλευράς μη καταβολής του νομίμου παραβόλου σύμφωνα με το άρθρο 72 ΚΝΕΣ, που στις υποθέσεις καταλογισμών ανέρχεται στο ποσό του 1% του καταλογιζόμενου ποσού και έως 1500 ευρώ. Εάν το 1% είναι κάτω των 70 € (30€ προς του Ν.4446/2016)   τότε καταβάλλεται το κατώτατο αυτό ποσό.

Ειδικότερα στο άρθρο αυτό ορίζεται ότι «1. Το ένδικο βοήθημα ή μέσο, πλην αυτού που ασκείται από τους Υπουργούς, τα Ν.Π.Δ.Δ. και το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αν, έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, δεν προσκομισθεί το προβλεπόμενο από τις οικείες διατάξεις αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Το δικαστήριο, αν μέχρι την πρώτη συζήτηση δεν καταβληθεί παράβολο ή αυτό που καταβλήθηκε είναι ελλιπές, κατ` αίτηση του υπόχρεου για την καταβολή, χορηγεί σ’ αυτόν προθεσμία μέχρι πέντε ημερών, η οποία αρχίζει από την επομένη της συζήτησης της υπόθεσης, για την καταβολή ή τη συμπλήρωση του παραβόλου και την προσκόμιση του αποδεικτικού καταβολής τους… 3. Το παράβολο ορίζεται: α) …… δ) για τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατά καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων και για τις χρηματικού αντικειμένου διαφορές σε ποσοστό ένα τοις εκατό του αμφισβητούμενου ποσού, χωρίς τις τυχόν προσαυξήσεις. Το αναλογικό παράβολο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριάντα ευρώ. Αν υπερβαίνει το ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ, καταβάλλεται το ποσό αυτό και το τυχόν επιπλέον οφειλόμενο παράβολο καταλογίζεται με την απόφαση, σε περίπτωση απόρριψης ή εν μέρει αποδοχής του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου.  4. Το παράβολο, αν το ένδικο βοήθημα ή μέσο γίνει δεκτό ή υποβληθεί παραίτηση ή καταργηθεί η δίκη για οποιονδήποτε λόγο, αποδίδεται σε αυτόν που το κατέβαλε. Αν το ένδικο βοήθημα ή μέσο απορριφθεί, καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου, ενώ αν γίνει δεκτό εν μέρει, το παράβολο αποδίδεται κατά ένα μέρος του, το οποίο καθορίζεται κατά την κρίση του δικαστηρίου. 5. Το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να διατάξει την απόδοση του παραβόλου ακόμα και όταν απορρίπτεται το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Επίσης, μπορεί να διατάξει το διπλασιασμό του παραβόλου αν το ένδικο βοήθημα ή μέσο είναι προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο…». 

Επειδή, από το σύνολο των προπαρατεθεισών διατάξεων συνάγεται ότι η υποχρέωση καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ασκουμένων ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενδίκων βοηθημάτων και μέσων από τους ιδιώτες διαδίκους, δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στο καθιερούμενο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, καθόσον αποβλέπει στην αποτροπή ασκήσεως απερίσκεπτων και αστήρικτων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας του δικαστηρίου και της ανάγκης αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης. Η ως άνω δε ρύθμιση είναι πρόσφορη για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, ενόψει μάλιστα του ότι: α) στις περιπτώσεις που θεσπίζεται η  υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου για την άσκηση του ενδίκου μέσου, οι σχετικές διατάξεις θέτουν ανώτατο όριο (οροφή) στο ποσό του καταβλητέου μέχρι την πρώτη συζήτηση παραβόλου (1.500 ευρώ), β) προβλέπεται η δυνατότητα αποδόσεως του κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών καταβληθέντος ποσού παραβόλου όχι μόνο επί παραδοχής του ενδίκου μέσου, αλλά και κατόπιν δικαστικής κρίσεως περί του δικαιολογημένου της ασκήσεως αυτής και γ) στις περιπτώσεις του αναλογικού παραβόλου, η σχετική οικονομική επιβάρυνση είναι ανάλογη με το οικονομικό αντικείμενο της υπόθεσης (ποσοστό ένα τοις εκατό -1%- του αμφισβητούμενου ποσού), προκειμένου να λειτουργήσει πράγματι αποτρεπτικά ως προς την άσκηση του ενδίκου μέσου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η προαναφερθείσα διάταξη δεν αντιβαίνει προς τις διατάξεις περί παροχής «δίκαιης» δικαστικής προστασίας των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της Συμβάσεως της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, ούτε προς την αρχή της αναλογικότητας που ρητώς προβλέπεται από το άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. δ΄ του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1035/2009, 1201, 1583/2010, 2969, 1266/2011, 136/2013). Εξάλλου, η σχετική διάταξη, ότι δηλαδή για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται με την κατάθεσή της η προσκόμιση αποδεικτικού καταβολής παραβόλου είναι απολύτως σαφής και δεν είναι αντικειμενικώς ικανή να γεννήσει αμφιβολίες ούτε ως προς την υποχρέωση προσκόμισης του σχετικού αποδεικτικού καταβολής του παραβόλου συγχρόνως με την κατάθεση της αιτήσεως ή εντός πέντε ημερών από την πρώτη συζήτηση αυτής ούτε ως προς την επερχόμενη έννομη συνέπεια του απαραδέκτου της αναιρέσεως λόγω μη προσκόμισης του ως άνω αποδεικτικού καταβολής του παραβόλου (ΕΣ 4327/2013 Ολομ , με μειοψ.).

          Συνεπώς η έφεση του εκκαλούντος είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί.

Τέλος, αίτημά του ότι σε κάθε περίπτωση βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική θέση και αδυνατεί να καταβάλει παράβολο πλέον του ήδη καταβληθέντος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αίτημα μερικής αδυναμίας καταβολής παραβόλου λόγω πενίας, οπότε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 276 Α΄ του ΚΔΔ (βλ. άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981 και 12 παρ. 2 ν. 3472/2006), εφόσον υποβλήθηκε με την άσκηση της εφέσεως , ήτοι τουλάχιστον είκοσι ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της συγκεκριμένης υπόθεσης, θα πρέπει να εξεταστεί , πλην όμως θα απορριφθεί ως αόριστο διότι δεν συνοδεύεται από τα αποδεικτικά στοιχεία της απορίας του αιτούντος (ΕΣ 1181/2015 Ολομ., 1501/2001 Ολομ.).

Περαιτέρω η έφεση του στρέφεται μόνο κατά του Δημοσίου ενώ το έλλειμα καταλογίστηκε υπέρ του ΝΠΔΔ (Χ) ερευνητικού κέντρου. Συνεπώς σύμφωνα με το άρθρο 8 του πδ 1225/81 διάδικος στη δίκη είναι το νπδδ Χ και αναγκαίος ομόδικος με την έννοια της παράστασης κατά την συζήτηση και το Δημόσιο, προς αποφυγή καταδολιεύσεων μεταξύ εκκαλούντος και Χ. Εξ΄άλλου ο πρόεδρος του τμήματος μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 48 του πδ 1225/81 μπορεί να καλεί και να καθιστά διαδίκους και πρόσωπα κατά των οποίων αρχικώς δεν στρεφόταν το ένδικο βοήθημα. Εν προκειμένω παραδεκτώς και νομίμως παρεστάθη και το ερευνητικό κέντρο κληθέν κατά τα ως άνω.

Β.ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΠΡΟΣΘΕΤΩΝ ΛΟΓΩΝ:

Σύμφωνα με το άρθρο 55 του π.δ/τος 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (Α΄ 304), οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης επιτρέπεται να υποβληθούν τουλάχιστον δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες προ της ορισθείσης πρώτης δικασίμου και κοινοποιείται στους αντιδίκους με επιμέλεια του εκκαλούντος εντός 8 ημερών από της καταθέσεως (άρθρα 55 και 117 του π.δ. 1225/1981). Ως  πρώτη δε δικάσιμος, πριν από την οποία δύναται παραδεκτώς να κατατεθεί δικόγραφο προσθέτων λόγων, νοείται αυτή που ορίζεται αρχικά με πράξη του Προέδρου και όχι εκείνη που ορίζεται μετά από αναβολή ή ματαίωση της συζήτησης ή κήρυξης της συζήτησης ως απαράδεκτης (Ε.Σ. Ολ. 854/1990, 1523/1991, 1049/1995, 191/2010, 4934/2013,612/2015, Iτμ.). Αυτό ισχύει ακόμη και σε περίπτωση αναιρέσεως της οριστικής απόφασης. Έτσι σε περίπτωση που με την εκδοθείσα κατ’ αναίρεση απόφαση παραπεμφθεί η υπόθεση στο αρμόδιο Τμήμα για νέα εξέταση αυτής, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την έκδοση της αναιρεθείσας απόφασης (άρθρο 116 π.δ. 1225/1981), συνεπώς, δύνανται να υποβάλουν πρόσθετους λόγους έφεσης ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής μόνον εφόσον είχαν το δικαίωμα αυτό και κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση. 

Στην προκειμένη περίπτωση, ως πρώτη δικάσιμος ορίσθηκε με πράξη του Προέδρου του Τμήματος ,η 10η .5.2017 κατά την ημερομηνία δε αυτή η υπόθεση συζητήθηκε.  Επομένως, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης που κατέθεσε       εκκαλών στις 3.5.2017 με δικόγραφα στη Γραμματεία του Τμήματος  ασκήθηκαν εκπρόθεσμα προ 7 ημερών αντί προ 15 της δικασίμου και είναι απαράδεκτοι, ανεξαρτήτως του απαραδέκτου του κυρίως ενδίκου βοηθήματος της εφέσεως τον οποίο αποτελεί πρώτιστη προϋπόθεση του παραδεκτού των προσθέτων λόγων, αφού αυτοί αποτελούν δικονομικό «δορυφόρο» του. Πάντως εάν ο Α παρίστατο νομοτύπως, θα λαμβάνοντο ωστόσο υπόψη για την ανάπτυξη των λόγων που ήδη προβάλλοντο με την ένδικη έφεση , ως δηλαδή υπόμνημα (ΕΣ 612/2015, Ι τμ.).

Γ. Ως προς το παραδεκτό της ανακοπής του 217 ΚΔΔ:

Σύμφωνα με το άρθρο 123 πδ 1225/81 επι ανακοπής ασκηθείσης λόγω δικαιοδοσίας ( νόμιμος τίτλος είναι πράξη που ανήκει στη δικαιοδοσία του ΕΣ) στο ΕΣ , ελλείψη ειδικών διατάξεων του π.δ 1225/81 και του ΚΝΕΣ, εφαρμογή έχουν αναλογικώς οι διατάξεις των άρθρων 217 επ. του ΚΔΔ. Αυτό ισχύει και για το παράβολο, δεδομένου ότι το άρθρο 73 ΚΝΕΣ δεν προβλέπει το ένδικο βοήθημα της ανακοπής του 217 ΚΔΔ. Συνεπώς σύμφωνα με το αναλογικώς εφαρμοζόμενο άρθρο 277§2 πρέπει να καταβάλει έως την πρώτη συζήτηση το πάγιο παράβολο των 100 €. Εφόσον δεν το κατέβαλε θα πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 139Α για να καταβάλει το παράβολο μετά την συζήτηση σε προθεσμία που θα του τάξει ο Πρόεδρος.

Περαιτέρω η ανακοπή του 217 όπως συνάγεται από τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 224 ΚΔΔ που εφαρμόζονται αναλόγως εφόσον κατά του νόμιμου τίτλου προβλέπεται ένδικο βοήθημα ουσίας, όπως εν προκειμένω η εκκρεμούσα έφεση, είναι απαράδεκτη κατά τους λόγους που βάλλουν κατά του νόμιμου τίτλου. Συνεπώς οι λόγοι ανακοπής που επαναλαμβάνουν τους λόγους της έφεσης είναι απαράδεκτοι.

2.Ως προς το δεύτερο ερώτημα, ήτοι ανεξαρτήτως της απάντησης που θα δώσετε στο προηγούμενο ερώτημα, ποια θα πρέπει, κατά τη γνώμη σας, να είναι η κρίση του Δικαστηρίου επί του παραδεκτού και βασίμου των προβαλλόμενων με την έφεση, δικόγραφο πρόσθετων λόγων αυτής και την ανακοπή λόγων;

Α). Βάσιμο λόγων εφέσεως:

  1. 1)Η καταλογιστική πράξη δεν αναφέρει εάν επιβαρύνεται με υπαιτιότητα και σε κάποιο βαθμό και για το λόγο αυτό δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη:

Από τα άρθρα 25 και 26 του π.δ. 774/1980 «Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ-Α΄, 189), 54 και 56 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ-Α΄, 247) και 32 του ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (ΦΕΚ-Α΄, 204) προκύπτει ότι όσοι διαχειρίζονται χρήματα που ανήκουν στο Δημόσιο και σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου αποκτούν την ιδιότητα του υπολόγου και υπέχουν ειδική ευθύνη προς αναπλήρωση του ελλείμματος που διαπιστώνεται στη διαχείρισή τους. Η ευθύνη αυτή τεκμαίρεται και θεμελιώνεται σε οποιουδήποτε βαθμού πταίσμα, έστω και σε ελαφρά αμέλεια, και η απαλλαγή τους είναι δυνατή μόνο αν αποδειχθεί ότι συμμορφώθηκαν πλήρως προς τα «κεκανονισμένα» και επέδειξαν αντικειμενική επιμέλεια, τη συμπεριφορά δηλαδή του μέσου συνετού και ευσυνείδητου ανθρώπου του κύκλου τους (ΕΣ Ολ. Απ. 765/1998, 1051/1995, 1187/1988).

Εξ’ άλλου ναι μεν σύμφωνα με την πάγια νομολογία και κατά τα άρθρα 16 ΚΔΔσιας και 56§3 ΚΔΛ , ήδη 152§3 Δ.Λ πρέπει να είναι αιτιολογημένη και μάλιστα να περιέχει τα κύρια σημεία της αιτιολογίας στο σώμα της, αλλά μεταξύ αυτών δεν περιλαμβάνεται η υπαιτιότητα, δεδομένου ότι αυτή δεν είναι καν στοιχείο, πολλώ δε μάλλον ουσιώδες για τον καταλογισμό του αντικειμενικώς ευθυνομένου υπολόγου.

Συνεπώς ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος κατά το σκέλος ότι έπρεπε να αναφέρεται η υπαιτιότητα στο έγγραφο της καταλογιστικής πράξης.

  1. 2)Οι δαπάνες είναι νόμιμες διότι εξυπηρετούσαν τη λειτουργική δραστηριότητα του Ε.Λ.Κ.Ε και συντέλεσαν άμεσα ή έμμεσα στην εκπλήρωση των σκοπών:

Κατά γενική αρχή του δημοσιολογιστικού δικαίου, που συνάγεται από τις προϊσχύουσες διατάξεις, όσο και από αυτές που ισχύουν τώρα (βλ. άρθρα 1, 26, 28 παρ. 3 και 83 του ν.δ/τος 321/1969, 40 του ν.δ/τος 496/1974, 1 παρ. 1 του ν.δ/τος 1265/1972, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 968/1979 και 79 του ν. 2362/1995), το Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α. και τα ν.π.δ.δ., δεν επιτρέπεται να προβαίνουν σε δαπάνες που δεν προβλέπονται από διάταξη νόμου, εκτός αν αυτές εξυπηρετούν λειτουργικές τους ανάγκες ή συμβάλλουν στην εκπλήρωση των σκοπών τους. Κατά τα γενόμενα δε παγίως δεκτά από το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. ενδεικτικά πράξεις 149/2004, 582/1990 Ι Τμήμ. και πράξεις 43, 94, 108/2004 IV Τμήμ. Ελ. Συν.), δαπάνη, η οποία δεν καθορίζεται ρητά από διάταξη νόμου, μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη, εφόσον ανάγεται στην λειτουργική δραστηριότητα του νομικού προσώπου ή εξυπηρετεί ή προάγει τους σκοπούς, οι οποίοι επιδιώκονται από αυτό, όπως αυτοί ορίζονται ειδικότερα στις οργανικές διατάξεις.

Λειτουργικές είναι οι αναγκαίες δαπάνες για την εκπλήρωση του σκοπού ή συναφούς έργου που διώκει ο ΕΛΚΕ. Θα πρέπει δηλαδή να συνδέονται αιτιωδώς, αμέσως και αναγκαίως με την λειτουργία του ΕΛΚΕ, ώστε χωρίς αυτές να μην είναι δυνατή η επίτευξη του διωκόμενου σκοπού. Περαιτέρω θα πρέπει να μην υπερβαίνουν το οριζόμενο από το Νόμο όριο και εν γένει διαδικαστικά θα πρέπει να έχει τηρηθεί το δημόσιο λογιστικό. Δεν νοείται δηλαδή λειτουργική δαπάνη χωρίς να είναι νόμιμη, με εξαίρεση την περίπτωση της συγγνωστής πλάνης διενέργειας αυτής.

Η έννοια της λειτουργικής δαπάνης δημιουργήθηκε νομολογιακά όχι ως εξαίρεση από την αρχή της νομιμότητας της δαπάνης, αλλά ως εξαίρεση από την αρχή της ρητής νομοθετικής πρόβλεψης της δαπάνης. Δηλαδή για την περίπτωση που ναι μεν η εξεταζόμενη δαπάνη δεν προβλέπεται από συγκεκριμένη διάταξη, όμως όπως προκύπτει από τα συνημμένα δικαιολογητικά αυτή απορρέει από τις γενικές και ιδρυτικές νομοθετικές διατάξεις που καθορίζουν τους σκοπούς του συγκεκριμένου φορέα και άρα ανάγεται στη λειτουργική δραστηριότητα του ή ότι συντελεί, αμέσως ή εμμέσως στην καλύτερη εκπλήρωση των σκοπών του φορέα.

Εν προκειμένω :

(α) Ημερήσια αποζημίωση στο προσωπικό του ερευνητικού κέντρου που μετακινήθηκε για τις ανάγκες ερευνητικών προγραμμάτων, η οποία υπερέβαινε κατά 10.000 ευρώ το οριζόμενο από το νόμο όριο. Πρόκειται για μη νόμιμη δαπάνη λόγω υπερβάσεως του ορίου και συνεπώς δεν τίθεται καν θέμα λειτουργικότητας της. Ανεξαρτήτως του ότι και λειτουργική να θεωρείτο σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε ότι το ποσό αυτό ήταν απολύτως αναγκαίο μέσο για την θεραπεία της λειτουργικής ανάγκης του οικείου φορέα (βλ. Ελ. Συν. πράξ. IV Τμ. 71/2012, 235, 167, 85/2010, 162, 147, 39/2009).

(β) Ποσό 50.000 ευρώ στην εταιρεία « Λ Α.Ε» για την λογιστική υποστήριξη του Ε.Λ.Κ.Ε. βάσει εικονικών τιμολογίων. Όπως δε προέκυψε από τον έλεγχο, το ποσό αυτό ιδιοποιήθηκε ο Α, αρμόδιο κατά νόμο όργανο διαχείρισης του Ειδικού Λογαριασμού. Συνεπώς πρόκειται για δαπάνη που είναι παράνομη στηριζόμενη σε εικονικά τιμολόγια και άρα δεν μπορεί να τεθεί θέμα λειτουργικότητας αυτής. Η έννοια της λειτουργικής δαπάνης δημιουργήθηκε νομολογιακά όχι ως εξαίρεση από την αρχή της νομιμότητας της δαπάνης, αλλά ως εξαίρεση από την αρχή της ρητής νομοθετικής πρόβλεψης της δαπάνης. Δηλαδή για την περίπτωση που ναι μεν η εξεταζόμενη δαπάνη δεν προβλέπεται από συγκεκριμένη διάταξη, όμως όπως προκύπτει από τα συνημμένα δικαιολογητικά αυτή απορρέει από τις γενικές και ιδρυτικές νομοθετικές διατάξεις που καθορίζουν τους σκοπούς του συγκεκριμένου φορέα και άρα ανάγεται στη λειτουργική δραστηριότητα του ή ότι συντελεί, αμέσως ή εμμέσως στην καλύτερη εκπλήρωση των σκοπών του φορέα. Εξυπακούεται λοιπόν ότι τα συνημμένα δικαιολογητικά πρέπει να είναι νόμιμα και όχι εικονικά, άλλως δεν μπορεί να γίνει λόγος για λειτουργική δαπάνη.

(γ) Ποσό 20.000 ευρώ για την οικονομική ενίσχυση των παιδιών των υπαλλήλων του ερευνητικού κέντρου που φοιτούσαν σε Α.Ε.Ι. Πρόκειται για δαπάνη άσχετη με τον επιδιωκόμενο ερευνητικό σκοπό μη σχετιζόμενη αμέσως και αιτιωδώς με αυτόν και άρα μη λειτουργική.

Το ανωτέρω συμπέρασμα είναι προφανές και οπωσδήποτε αντιληπτό από το μέσο άνθρωπο και επομένως και από το Χ, που ενόψει της συστηματικής επιστημονικής ενασχόλησής του με την εκπαίδευση και την έρευνα ήταν σε θέση να διακρίνει ότι οι ανωτέρω δαπάνες δεν συνιστούσαν ερευνητικό έργο ή οποιοδήποτε συναφή σκοπό.

Συνεπώς και ο δεύτερος λόγος εφέσεως είναι αβάσιμος.

  1. 2.Ως προς τον τρίτο λόγο,ήτοι οτι πρέπει να απαλλαγεί από τον καταλογισμό κατ’ εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης , εν’ όψει αφενός μεν της οικονομικής του αδυναμίας να επιστρέψει το καταλογισθέν ποσό ( το ετήσιο εισόδημά του ανέρχεται σε 30.000 ευρώ) αφ’ ετέρου δε των ειδικότερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης και συγκεκριμένα του γεγονότος ότι παρόμοιες δαπάνες καταβάλλονταν επί σειρά ετών από τις πιστωτικές του Ε.Λ.Κ.Ε και ότι ο ίδιος ασχολήθηκε πράγματι με τη λογιστική υποστήριξη του λογαριασμού εργαζόμενος υπερωριακά με αποτέλεσμα να μην υφίσταται καμία ζημία του Χ.

Ο εκκαλών γνώριζε ότι η αποφασιστική αρμοδιότητα διάθεσης χρηματικών ποσών από το Λογαριασμό ανήκε σε αυτόν τον ίδιο και συνεπώς το ότι παρόμοιες παράνομες δαπάνες  είχε ήδη διαχειριστεί και κατά το παρελθόν δεν αίρει την υπαιτιότητά του, καθόσον μπορούσαε να αντιληφθεί αφενός ότι ως διαχειριστής του Λογαριασμού έφερε αυτοτελή ευθύνη και αφετέρου τη μη νομιμότητα της.

Τέλος το άρθρο 36 παρ. 3 του ν. 3848/2010, το οποίο ήδη ενσωματώθηκε στο άρθρο 81 του ΚΝΕΣ προβλέπει μεν δυνατότητα μείωσης των καταλογισμών που επιβλήθηκαν σε βάρος των μελών των Επιτροπών Διαχείρισης των Ειδικών Λογαριασμών των Α.Ε.Ι. και των ερευνητικών κέντρων σε άμεση όμως σύνδεση με το βαθμό της υπαιτιότητάς τους και δεν αποσκοπεί στην άρση κάθε καταλογισμού που επιβλήθηκε σε βάρος των καταλογιζομένων, ανεξάρτητα από το μέγεθος της υπαιτιότητάς τους.

Η προσβαλλόμενη δε πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη καθόσον θεμελίωσε τη βαρεία αμέλεια του καταλογιζομένου πρωτίστως στο περιεχόμενο των επίμαχων δαπανών που ήταν καταφανώς απολύτως ξένο και άσχετο με τους σκοπούς του Ειδικού Λογαριασμού, στοιχείο που ο εκκαλών μπορούσε και όφειλε να αξιολογήσει. Συνεπώς δεν συντρέχει το στοιχείο της ελαφράς αμέλειας και παρέλκει η εξέταση της τυχόν οικονομικής του αδυναμίας καθώς και το στοιχείο της ζημίας ή όχι του ΕΛΚΕ , λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται ως προς τα ποσά (β) και (γ) περί ουσιαστικού ελλείμματος που προέκυψε από υπεξαίρεση και εικονικά τιμολόγια (ΕΣ 2679/2016 Ολομ).Ενδεχομένως , μόνο ως προς την (α) δαπάνη που δημιουργεί τυπικό έλλειμμα να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός αυτός.

Ως προς τον τέταρτο λόγο εφέσεως αυτός απαντήθηκε σε σχέση με το παράβολο.

Β. Βάσιμο λόγων ανακοπής: όπως προλέχθηκε είναι απαράδεκτοι οι λόγοι ανακοπής που βάλλουν κατά του νόμιμου τίτλου. Περαιτέρω αβάσιμος είναι και ο λόγος ότι δεν έπρεπε να χωρήσει ταμειακή βεβαίωση λόγω ασκήσεως της ένδικης εφέσεως, αφού η έφεση δεν έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα αλλά θα πρέπει να ασκηθεί αίτηση αναστολής κατά το άρθρο 51 του πδ 1225/81.

Γ. Παραδεκτό και Βάσιμο προσθέτων λόγων: εφόσον το δικόγραφο των προσθέτων λόγων ασκηθεί παραδεκτά, γεγονός που ως προεξετέθη δεν ισχύει, όμως λόγω του πρακτικού περαιτέρω θα εξετάσουμε και το παραδεκτό των λόγων. Με τους πρόσθετους δηλαδή λόγους μπορεί να προταθούν νέοι ισχυρισμοί αρκεί να μην διευρύνεται το αντικείμενο της δίκης αντικειμενικά ή υποκειμενικά. Δηλαδή να μην προσβάλλεται άλλη πράξη ή να μην αναφέρονται νέοι εκκαλούντες. Εν προκειμένω προτείνονται δυο νέοι λόγοι :

α) Η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 50 του ν. χχχ/2017, οποίος δημοσιεύτηκε και άρχισε να ισχύει στις 3.4.2017 , η οποία ορίζει : « Δαπάνες που διενεργήθηκαν εις βάρος των πιστώσεων του Ειδικού Λογαριασμού του ερευνητικού κέντρου Χ από τη σύσταση του έως τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, για οποιαδήποτε αιτία, και καταλογίστηκαν εις βάρος των οργάνων διαχείρισης αυτού, θεωρούνται νόμιμες» .

Ο νόμος αυτός έχει αναδρομική ισχύ καταλαμβάνων κάθε δαπάνη του Χ από τη δημοσίευση του. Με αυτό το περιεχόμενο είναι αντισυνταγματικός διότι παραβιάζει την κατά το άρθρο 98§1γ Συνταγματικά κατοχυρωμένη αρμοδιότητα του ΕΣ αφού νομιμοποιεί αδιάκριτα κάθε δαπάνη από κάθε αιτία, μη αφήνοντας στο Δικαστήριο εξουσία να κρίνει κατά περίσταση. Σε κάθε περίπτωση είναι και πρόδηλα φωτογραφικός αφού καταλαμβάνει τις εκκρεμείς δίκες και κατά συνέπεια παραβιάζει την διάκριση των εξουσιών κατά το άρθρο 26 Σ. Συνεπώς είναι μη εφαρμοστέος. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι έχει το νόημα ότι αφήνει ευχέρεια στο Δικαστήριο να κρίνει adhocκάθε σχετική δαπάνη επ΄ ευκαιρία δίκης, διότι: α) η διατύπωση του νόμου είναι σαφής και αδιάστικτη και β) δεν προκύπτει κάτι αντίθετο από προπαρασκευαστικές εργασίες, συζητήσεις στην Βουλή κλπ. Να σημειωθεί ότι ο Νόμος δεν κάνει καν διάκριση ανάμεσα σε παράνομες και νόμιμες δαπάνες, στο εάν αυτές έχουν πληρωθεί ή εαν έχει ακυρωθεί ή είναι ανύπαρκτη η γενεσιουργός αιτία τους κλπ.

Συνεπώς οι διατάξεις αυτές, αντίκεινται στο άρθρο 98 παρ.1 εδαφ.γ΄και στ΄του Συντάγματος διότι καταργούν και αναιρούν κατ’ ουσίαν τις συνταγματικά κατοχυρωμένες, ρυθμιζόμενες δε και ασκούμενες όπως νόμος ορίζει, αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που αναφέρονται στο έλεγχο των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων και των υπολόγων ο.τ.α. και λοιπόν νπδδ, καθώς και στην εκδίκαση των ενδίκων μέσων για διαφορές σχετικές με τον έλεγχο γενικά. Ωσαύτως, με τις διατάξεις αυτές, που δεν αποτελούν γενικούς κανόνες δικαίου και θεσπίζουν επεμβάσεις σε ατομικές περιπτώσεις  επέρχεται αντιποίηση του έργου της δικαστικής εξουσίας υπό της νομοθετικής και ως εκ τούτου  αντίκεινται προς τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 26 (παρ.1 και 3) εκ της οποίας συνάγεται η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε άλλες απαλλακτικές διατάξεις που κρίθηκαν σύμφωνες από την Ολομέλεια και αφορούσαν τους ΟΤΑ δεν ήταν ταυτοσήμου περιεχομένου με τις προεκτεθείσες διατάξεις το κρινόμενου ως άνω Νόμου, βλέπε για παράδειγμα διατάξεις του άρθρου 33 παρ.1 του ν.2130/1993 (Ολομ.Ελ.Συν.903/1995), καθώς και του άρθρου 26 του ν.3274/2004, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 29 παρ.8 του ν.3448/2006 (Ολομ.Ελ.Συν.1719, 2146/2010) και για το αρθ.34 του Ν. 3801/2009 την 2820/2011 Ολομ.

Η ολομέλεια με την υπ΄αριθμ. 981/2016 απόφασή της έκρινε την διάταξη Της παρ. 10 του άρθρου 36 του ν. 4186/2013 «Αναδιάρθρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 193/17.9.2013) που όριζε ότι «θεωρούνται νόμιμες» «οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας» του Ειδικού Λογαριασμού για την αξιοποίηση των κονδυλίων επιστημονικής έρευνας, που συστάθηκε με την Η/3273/27.4.1994 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας (Β΄ 352) στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, μεταφέρθηκε από την παύση της λειτουργίας του τελευταίου στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και τελικά καταργήθηκε με την προαναφερόμενη διάταξη.Το IV τμήμα με την υπ άριθμ. 1939/2015 απόφασή του είχε κρίνει την διάταξη αντισυνταγματική και προσκρούουσα στο άρθρο 98§1 γ’ και στ’ . Η ολομέλεια έκρινε ότι : «Με το άρθρο 98 παρ. 1 περ. γ΄ του Συντάγματος καθιερώνεται ο κατασταλτικός έλεγχος των δημοσίων εν γένει δαπανών και ανατίθεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο κοινός νομοθέτης πάντως δεν κωλύεται να εξειδικεύσει το περιεχόμενο του ελέγχου αυτού και να καθορίσει, ακόμη και αναδρομικώς, τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις άσκησής του. Στη ρυθμιστική αυτή εξουσία του κοινού νομοθέτη εμπίπτει και η θέσπιση διατάξεων για τη «νομιμοποίηση» δαπανών, εφόσον όμως οι σχετικές ρυθμίσεις δεν είναι τέτοιου είδους και τέτοιας έκτασης ώστε να καταλύεται ουσιαστικώς η ως άνω ελεγκτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να αναιρείται, συνακόλουθα, η δυνατότητα αναζήτησης, μέσω αντίστοιχου καταλογισμού, των χρηματικών ποσών που δαπανήθηκαν παρανόμως. Το δικαστήριο έθεσε κριτήρια ελέγχου της συμβατότητας τυχόν «νομιμοποιητικής» δαπανών διάταξης προς την προαναφερόμενη συνταγματική διάταξη . Αυτά εφόσον μπορεί να τα ασκήσει με ειδικό και συγκεκριμένο έλεγχο το Δικαστήριο επι του πραγματικού της υπόθεσης και δεν τα αποκλείει ο σχετικός Νόμος δεν συντρέχει ζήτημα αντισυνταγματικότητας του. Τα κριτήρια ελέγχου είναι :

α) το είδος και το ύψος των συγκεκριμένων κάθε φορά δαπανών που επιδιώκεται να «νομιμοποιηθούν»,

β) Η σχέση (αναλογία) των δαπανών αυτών με το σύνολο της οικείας διαχείρισης  και  τέλος

γ) Η βαρύτητα της πλημμέλειας (εύρος δημοσιολογιστικής απόκλισης).  

Εν προκειμένω από τις ρυθμίσεις του ως άνω Νόμου και με βάση την γενικότητα και αδιάστικτη διατύπωσή του συνάγεται ότι αποκλείει την χρήση των ως άνω κριτηρίων από το Δικαστήριο και άρα είναι αντισυνταγματικός.

         β) Ως προς το αίτημα του για μείωση, σε κάθε περίπτωση, του επιβληθέντος σε βάρος του καταλογισμού, κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην πρώτη κατηγορία δαπανών (ημερήσια αποζημίωση), δεδομένου ότι το ποσό αυτό (10.000 ευρώ) καταλογίστηκε σε άλλη πράξη και σε βάρος όσων εκ του προσωπικού του κέντρου μετακινήθηκαν για τις ανάγκες των ερευνητικών προγραμμάτων.

Ο λόγος αυτός είναι ομοίως απορριπτέος διότι το έλλειμμα καταλογίζεται εις ολόκληρον με μια πράξη ή με περισσότερες , όπως εν προκειμένω , τόσο στον υπόλογο Α όσο και στους αχρεωστήτως λαβόντες.

3.Ως προς το τρίτο ερώτημα : Έχει επίδραση στη δίκη το αίτημα του υπέρ ου ο καταλογισμός του ν.π.δ.δ. για παραδοχή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής;

Στο άρθρο 8 του π.δ. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ-Α΄, 304) ορίζεται ότι «1. Διάδικοι εις την ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκην είναι το Δημόσιον και το φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον, υπέρ ή καθ’ ων εξεδόθη ή έχει συνέπειας ή πράξις ή απόφασις. …» και στο άρθρο 116 του ν. 2717/1999 «Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας» (ΦΕΚ-Α΄, 97), που κατά το άρθρο 123 του ανωτέρω π.δ/τος εφαρμόζεται αναλογικά και στη δίκη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ότι  «1. Περισσότεροι ομοδικούν αναγκαστικώς, εφόσον: α) η διαφορά από τη φύση της επιδέχεται μόνο ενιαία ρύθμιση, ή β) η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται, σύμφωνα με το νόμο, σε όλους τους ομοδίκους ή … ή δ) λόγω των συνθηκών της συγκεκριμένης διαφοράς, δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις. 2. Οι διαδικαστικές πράξεις κάθε αναγκαστικώς ομοδίκου, … δεσμεύουν και τους λοιπούς αναγκαστικώς ομοδίκους. Για το κύρος όμως των πράξεων … αναγνώρισης, παραίτησης … απαιτείται ομοφωνία όλων των αναγκαστικών ομοδίκων. 3. Το δικαστήριο εκτιμά ελευθέρως τους τυχόν αντιφατικούς ισχυρισμούς των αναγκαστικώς ομοδίκων».

 Σύμφωνα με τα ανωτέρω, και δεδομένου ότι στη δίκη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι εκ του νόμου διάδικοι το νομικό πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και σε κάθε περίπτωση και το Δημόσιο, μεταξύ αυτών υφίσταται αναγκαστική ομοδικία και οι διαδικαστικές πράξεις καθενός από αυτούς δεσμεύουν και τους λοιπούς. Ειδικά για τις πράξεις αναγνώρισης και παραίτησης απαιτείται ομοφωνία, το δικαστήριο δε εκτιμά ελεύθερα τους τυχόν αντιφατικούς ισχυρισμούς τους.

Συνεπώς όπως προλέχθηκε το δημόσιο εφόσον αντιλέγει η υπόθεση θα εκδικαστεί ακόμη και εάν το ερευνητικό κέντρο υποστηρλίξει την παραδοχή της έφεσης (ΕΣ2679/2016 Ολομ.).