7. ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ

Πρακτικά Διοικητικό ΝΣΚ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΘΕΝΤΑ ΜΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

Β’ Ζήτημα 2009

1. Ο Ψ είναι κύριος ακινήτου επί του οποίου από το 1960 έχει επιβληθεί και συντελεστεί αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ του Δημοσίου για τον Α’ δημόσιο σκοπό, ο οποίος εξυπηρετήθηκε επί σειρά ετών και ήδη από το 2003 έχει πλέον εκλείψει. Την 10.12.2004 ο  Ψ υποβάλλει αίτηση ανάκλησης της απαλλοτρίωσης , επικαλούμενος ότι ο δημόσιος σκοπός έχει πλέον εκλείψει και επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του Α.Ν 1731/1939 (άρθρο 2α παρ. 1 εδαφ. α’) που ίσχυε κατά το χρόνο κήρυξης  της ως άνω απαλλοτρίωσης , η απαλλοτρίωση αυτή δύναται να ανακληθεί. Πράγματι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2α παρ. 1 εδαφ. α’ του Α.Ν 1731/1939 ορίζεται ότι «Οσάκις μετά την συντέλεσιν αναγκαστικής απαλλοτρίωσης υπέρ του Δημοσίου…………. Διαπιστούται ότι δεν συντρέχει το στοιχείο της δημοσίας ωφελείας, χάριν της οποίας η αναγκαστική απαλλοτρίωσης εκηρύχθη, είναι δυνατή η ανάκλησις της απαλλοτριώσεως και η επιστροφή του απαλλοτριωθέντος εις τον καθ’ ου η απαλλοτρίωσις ή τον καθολικόν ή ειδικόν αυτού διάδοχο».

2. Επίσης ο  Ψ επικαλείται, προς επίρρωση του ως άνω ισχυρισμού του, τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 4 του νυν ισχύοντος Ν. 2882/2001 «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», σύμφωνα με την οποία ορίζεται ότι: «Επί απαλλοτριώσεων που κηρύχθηκαν πριν από την 1η Φεβρουαρίου 1971 εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις από τις οποίες διέπονται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος».

3. Το ανωτέρω αίτημα περί ανάκλησης απορρίφθηκε την 9.2.2005 με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 2882/2001 ορίζεται ότι: «1. Συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ: α) του Δημοσίου, β) νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, γ) Ο.Τ.Α. Α’ και Β’ βαθμού, δ) επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ε) οργανισμών κοινής ωφέλειας δύναται να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς, εφόσον η αρμόδια υπηρεσία κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του αρχικού ή άλλου σκοπού που χαρακτηρίζεται από το νόμο ως δημόσιας ωφελείας και αποδέχεται την ανάκληση ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης. Το απαλλοτριωμένο ακίνητο δύναται να διατεθεί ελεύθερα, εάν ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης δηλώσει  ότι δεν επιθυμεί την ανάκληση ή δεν απαντήσει μέσα σε τρεις μήνες από τη λήψη σχετικής πρόσκλησης. Εάν το απαλλοτριωμένο ακίνητο χρησιμοποιήθηκε πραγματικά για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε και μεταγενεστέρως μόνον έπαψε για οποιονδήποτε λόγο να χρησιμοποιείται, τότε θεωρείται ότι εκπληρώθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και δεν είναι δυνατή η ανάκληση αυτής. Στην περίπτωση αυτή, το ακίνητο δύναται να διατεθεί ελεύθερα» και ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος ανάκλησης της συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.

4. Ο  Ψ προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας την ακύρωση της ως άνω απορριπτικής απόφασης, επικαλούμενος: i. Εφαρμογή εσφαλμένου νομικού καθεστώτος και ii. Προσβολή των άρθρων 17 του Συντάγματος και 1 Πρώτου προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

5. Με βάση τα ανωτέρω να κριθεί αν είναι βάσιμοι οι λόγοι ακύρωσης.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ  ΕΣΔΙ  2013

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

1Ο Θέμα . Συνταγματικού Δικαίου , Διοικητικού Δικαίου, και Δικαίου Διοικητικών Διαφορών.

Με την Υπουργική απόφαση ΧΧ/1980 κηρύχθηκε  αναγκαστικώς απαλλοτριωμένο ακίνητο ιδιοκτησίας του Ψ , εμβαδού 100 στρεμμάτων , για την ‘άμεση εξυπηρέτηση  της λειτουργίας παρακείμενης ιδιωτικής επιχειρήσεως  δηλαδή εργοστασίου ιδιοκτησίας της ανώνυμης εταιρείας ΑΕ. Η απαλλοτρίωση εχώρησε κατόπιν αιτήσεως της ΑΕ , κατ΄ επίκληση διατάξεως νόμου που χαρακτήριζε ως δημόσιας ωφέλειας τον παραγωγικό σκοπό εταιρειών , όπως  η ΑΕ , και επέτρεπε την , για τον λόγο αυτό , απαλλοτρίωση ιδιωτικών ακινήτων

Με την απόφαση ΧΧ /1980 ορίσθηκε ότι η απαλλοτρίωση κηρύσσεται υπέρ του Δημοσίου , το οποίο θα το διαθέτει χωρίς αντάλλαγμα στην ΑΕ για όσο χρόνο λειτουργεί το εργοστάσιό της , και με δαπάνη της ΑΕ.

Κατά της αποφάσεως αυτής ασκεί αίτηση ακυρώσεως ( αριθμός καταθέσεως 1111) στο Συμβούλιο της Επικρατείας  ο Ψ , προβάλλοντας ότι αντίκειται στο Σύνταγμα η στέρηση ιδιοκτησίας ιδιώτη , για την εξυπηρέτηση των σκοπών άλλου ιδιώτη , έστω και αν οι σκοποί αυτοί έχουν χαρακτηρισθεί ως δημοσίας ωφέλειας με νόμο , του οποίου , εν πάση περιπτώσει , αμφισβητεί την εν γένει συνταγματικότητα .

Κατά της αυτής αποφάσεως ασκεί αίτηση ακυρώσεως και η ΑΕ ζητώντας τη μερική ακύρωσή της  , δηλαδή κατά το μέρος που η απαλλοτρίωση κηρύχθηκε  υπέρ του Δημοσίου , προβάλλοντας ότι , αφού η απαλλοτρίωση κηρύχθηκε με δαπάνη της , έπρεπε να κηρυχθεί και υπέρ της ώστε το ακίνητο να περιέλθει σε αυτήν και όχι , τελικώς στο Δημόσιο.

Η προσωρινή τιμή μονάδος προσδιορίστηκε με δικαστική απόφαση της 30/6/1984. Ο Ψ αρνήθηκε να την εισπράξει , ισχυριζόμενος ότι το προσδιορισθέν ποσό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική αξία του ακινήτου , και το ποσόν της αποζημιώσεως παρακατατέθηκε την 30/6/1986 από την ΑΕ στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.

Ο Ψ άσκησε ενώπιον του κατά τόπο αρμόδιο Διοικητικού Πρωτοδικείου αγωγή αποζημιώσεως , κατ΄  άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ζητώντας την διαφορά μεταξύ της παρακρατηθείσης αποζημιώσεως και της , κατά τους ισχυρισμούς του, πραγματικής αξίας του ακινήτου , την οποία δεν έλαβε λόγω παράνομης ενέργειας οργάνων εν γένει του Δημοσίου , προσκόμισε δε και αποδεικτικά στοιχεία για την διαφορά αυτή.

Το απαλλοτριωθέν ακίνητο χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες της ΑΕ από το 1988 μέχρι το 1995 και έκτοτε εγκαταλείφθηκε.

Ο Ψ επιδιώκει την επιστροφή του  ακινήτου στην κυριότητα του. Προς τούτο το 2006 ασκεί Α) αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο Της Επικρατείας ( αριθμός κατάθεσης 2222) , επιδιώκοντας να αναγνωρισθεί ότι η απαλλοτρίωση ουδέποτε συντελέσθηκε, είτε α) λόγω παρακαταθέσεως της κατά τα ανωτέρω , ελλιπούς , κατά τους ισχυρισμούς του αποζημιώσεως την οποία άλλωστε ουδέποτε εισέπραξε και η οποία παραμένει στην διάθεση του Δημοσίου είτε β) διότι δεν έγινε προσηκόντως με τον προεκτεθέντα τρόπο , η συντέλεση , Β) προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο , με αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι, και με την εκδοχή ότι η απαλλοτρίωση συντελέσθηκε , πάντως αυτή πρέπει να ανακληθεί διότι το ακίνητο από μακρού χρόνο  δεν χρησιμοποιείται και είναι πλέον , άχρηστο για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού της απαλλοτριώσεως .Η Διοίκηση αντιλέγει με υπόμνημα ότι αφού , πάντως η απαλλοτρίωση συντελέσθηκε , δεν είναι νοητή η επάνοδος του ακινήτου στην κυριότητα του παλαιού ιδιοκτήτη , ο οποίος έχει πλήρως αποζημιωθεί . Με υπόμνημα αντικρούσεως , ο Ψ ανταπαντά ότι αυτό δεν μπορεί  πάντως να ισχύσει  για ακίνητα από μακρού εγκαταλειφθέντα.

Οι αποφάσεις επί των δύο αυτών ενδίκων βοηθημάτων εκδόθηκαν το έτος 2013.

Ερωτήματα :

  1. Είναι παραδεκτή και βάσιμη η αίτηση ακυρώσεως 1111 του Ψ και γιατί ;
  2. Είναι παραδεκτή και βάσιμη η αίτηση ακυρώσεως της ΑΕ και γιατί :
  3. Είναι παραδεκτή και βάσιμη η αίτηση ακυρώσεως 2222 του Ψ και γιατί ;
  4. Είναι παραδεκτή η αγωγή αποζημιώσεως του Ψ και γιατί ;
  5. Είναι παραδεκτή και βάσιμη η προσφυγή του Ψ στο Διοικητικό Πρωτοδικείο και γιατί ;
  6. Ο ψ προβάλει ότι η έκδοση αποφάσεων επί των ενδίκων βοηθημάτων 3 και 5 το έτος 2013 παραβιάζει το άρθρο 20 παρ 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και ότι οι αποφάσεις αυτές είναι , για τον ως άνω λόγο ανυπόστατες . Είναι βάσιμοι ή όχι οι ισχυρισμοί του αυτοί : Με την εκδοχή ότι θα ήταν βάσιμοι , εν όλο η εν μέρει , τι θα μπορούσε αυτός να κάνει;

Παρακαλώ , οι απαντήσεις να είναι συνοπτικές αλλά αιτιολογημένες .

Τυχόν κρίση για το αρχικό απαράδεκτο ή αβάσιμο δεν εμποδίζει την εξέταση τυχόν περαιτέρω τιθέμενων ζητημάτων.

Οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί θεωρούνται ακριβείς κατά την πραγματική τους βάση.

Να θεωρηθεί ότι δεν τίθεται ζήτημα αοριστίας των δικογράφων.

Οι απαντήσεις δεν είναι αναγκαίο να δοθούν με βάση , τυχόν νομοθεσία , πλην των δικονομικών ζητημάτων.

1ο  Πρακτικό θέμα Συνταγματικού – Διοικητικού Δικαίου Διοικητικών Διαφορών.2005

  1. Με απόφαση του Νομάρχη Αν. Αττικής, που δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ στις 18.6.1996, τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Χ., που βρίσκεται στην περιοχή της πρωτεύουσας και προβλέφθηκε ειδικότερα η διαπλάτυνση υφιστάμενης οδού, σε λεωφόρο με διαχωριστική νησίδα και η ανάπλαση του παράπλευρου χώρου κατά μήκος αυτής με δενδροφύτευση, δημιουργία διαδρόμου για ποδήλατα, καθώς και την κατασκευή «παιδικής χαράς», σε επακριβώς καθοριζόμενο σημείο του σχεδίου πόλεως. Ο  Α.Μ. είναι ιδιοκτήτης εκτάσεως εμβαδού 1.500 τ.μ. με πρόσοψη στην πιο πάνω οδό, εντός της οποίας υφίσταται διώροφη οικία 200 τ.μ., όπου κατοικεί, περιβαλλόμενη από κήπο. Μέρος της εκτάσεως αυτής, κατά μήκος της προσόψεώς της, ρυμοτομείται με την πιο πάνω τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου. Κατά της νομαρχιακής αποφάσεως ο Α.Μ. άσκησε στις 17.10.1996 αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με την οποία προέβαλε: α) Ότι η τροποποίηση του ρυμ. Σχεδίου αναρμοδίως εγκρίθηκε από το Νομάρχη Αν. Αττικής, β) Ότι η παιδική χαρά μπορούσε να κατασκευαστεί σε υφιστάμενη πλατεία, που βρίσκεται σε απόσταση 300 μ. από την ιδιοκτησία του και να αποφευχθεί έτσι η απαλλοτρίωση μέρους της ιδιοκτησίας του για το σκοπό αυτό, γ) Ότι η κατασκευή λεωφόρου ταχείας κυκλοφορίας, θα επιβαρύνει το οικιστικό περιβάλλον της περιοχής, με την αύξηση των καυσαερίων και του θορύβου.
  2. Στις 16.11.1996 ο Α.Μ. μεταβίβασε σε γονική παροχή την κυριότητα της εκτάσεώς του στα παιδιά του, Β.Μ. και Γ.Μ., παρακρατώντας την επικαρπία μόνο της διώροφης οικίας.
  3. Στις 15.1.1997 δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., με την οποία απαλλοτριώθηκε αναγκαστικώς, ευρύτερη έκταση για τις ανάγκες κατασκευής της «Αττικής Οδού», η οποία θα διήρχετο από την υπό διαμόρφωση λεωφόρο του Δήμου Χ, και του ανισόπεδου κόμβου σύνδεσης της Αττικής Οδού, με το τοπικό οδικό δίκτυο, που χωροθετήθηκε στον προβλεπόμενο από το ρυμοτομικό σχέδιο, χώρο της παιδικής χαράς. Για τις ανάγκες αυτές απαλλοτριώθηκε μεταξύ άλλων, το μείζον τμήμα της ιδιοκτησίας του Α.Μ. (συνολικού εμβαδού 1.340 τ.μ.). Επιπλέον, η απαλλοτρίωση αυτή, χαρακτηρίσθηκε ως επείγουσα και το Δημόσιο, αφού ανέλαβε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Δήμου Χ, κατέστη διάδικος στις σχετικές δίκες για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημιώσεως στους δικαιούχους. Προς τον σκοπό αυτό, η Διεύθυνση Τοπογραφήσεων και Απαλλοτριώσεων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. αναθεώρησε το κτηματολογικό διάγραμμα και τον κτηματολογικό πίνακα, που είχε αρχικώς συντάξει ο μηχανικός του Δήμου Χ., οι οποίοι συνόδευαν τη σχετική πράξη αναλογισμού αποζημιώσεως ιδιοκτησιών, βάσει της προαναφερθείσας τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου.
  4. Με αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών του έτους 1997 και του Εφετείου Αθηνών του 1998, αναγνωρίσθηκε ως δικαιούχος αποζημιώσεως, μεταξύ άλλων και ο Α.Μ. και προσδιορίστηκε οριστικώς η τιμή μονάδος για την απαλλοτριωθείσα έκτασή του σε  150.000 δρχ. ανά τ.μ. και σε 300.000 δρχ. ανά τ.μ. για τη διώροφη οικία. Ενώπιον του Εφετείου Αθηνών άσκησαν κύρια παρέμβαση οι Β.Μ. και Γ.Μ., με την οποία προέβαλαν ότι, δεν απαλλοτριώθηκε το σύνολο της ιδιοκτησίας τους, αλλά απέμεινε τμήμα αυτής, εμβαδού 160 τ.μ. περίπου, του οποίου όμως απομειώθηκε η αξία, εξαιτίας της απαλλοτριώσεως και ζήτησαν να αποζημιωθούν και για την έκταση αυτή, προς 150.000 δρχ. το τ.μ. Το Εφετείο Αθηνών με την απόφασή του, του έτους 1998, απόρριψε την παρέμβαση ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι, διευρύνθηκε με αυτήν το αντικείμενο της δίκης, διότι ο πατέρας τους Α.Μ., είχε ζητήσει με την αίτησή του, τον καθορισμό αποζημιώσεως, μόνο για το απαλλοτριούμενο τμήμα της εκτάσεως  και ότι εν πάση περιπτώσει, στο κτηματολογικό διάγραμμα και στον κτηματολογικό πίνακα της επίδικης απαλλοτριώσεως, δεν εμφανίζεται το μη απαλλοτριούμενο τμήμα της εκτάσεως των 160 τ.μ., όπως ισχυρίσθηκαν οι Β.Μ. και Γ.Μ.
  5. Στις 17.5.1999 δημοσιεύθηκε η απόφαση του ΣτΕ, με την οποία απορρίφθηκε η από 17.10.1996 αίτηση ακυρώσεως του Α.Μ., λόγω μη νομιμοποιήσεως του υπογράφοντος αυτήν δικηγόρου.
  6. Ακολούθως, οι Α.Μ., Β.Μ. και Γ.Μ., άσκησαν την 1.9.1999 ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κοινή αγωγή αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου, κατ’ επίκληση του άρθρου 105 του Εις.ΝΑΚ., με την οποία προέβαλαν: α) Ότι παρανόμως απαλλοτριώθηκε η διώροφη οικία, διότι αυτή είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, από το έτος 1985, β) Ότι κατά παράβαση του τροποποιηθέντος ρυμ. Σχεδίου του Δήμου Χ, διευρύνθηκε η απαλλοτριούμενη έκταση και συμπεριέλαβε και την διώροφη οικία των αιτούντων, επιπλέον δε, επιβαρύνθηκε το περιβάλλον με τη ματαίωση των προβλεπόμενων στο ρυμοτομικό σχέδιο έργων ανάπλασης της περιοχής, γ) Ότι η αποζημίωσή τους δεν ήταν πλήρης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος. Τούτο διότι από παράλειψη των μηχανικών που συνέταξαν το κτηματολογικό διάγραμμα και τον κτηματολογικό πίνακα, τα οποία συνοδεύουν την επίδικη απαλλοτρίωση, εμφανίσθηκε ως απαλλοτριούμενο, το σύνολο της ιδιοκτησίας τους, ενώ δεν αποτυπώθηκαν σε αυτά: αα) το μη απαλλοτριωθέν τμήμα της εκτάσεως (160 τ.μ.), του οποίου απομειώθηκε η αξία εξαιτίας της απαλλοτριώσεως, ββ) 4 φοινικόδενδρα, 10 αχλαδιές, 10 πορτοκαλιές και 10 λεμονιές που είχε φυτεύσει ο  Α.Μ. στο τμήμα του ακινήτου το οποίο απαλλοτριώθηκε. Ζήτησαν δε με την αγωγή αυτή: 1) Να κριθεί παράνομη η απαλλοτρίωση της οικίας, η οποία στο μεταξύ είχε κατεδαφιστεί, λόγω της έναρξης των έργων κατασκευής της Αττικής Οδού. 2) Να τους καταβληθεί αποζημίωση ύψους 10.000.000 δρχ. στον καθένα, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την κατεδάφιση της πατρογονικής διώροφης οικίας, η οποία είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα. 3) Να τους καταβληθεί νομιμοτόκως αποζημίωση για το μη απαλλοτριωθέν τμήμα της εκτάσεως των 160 τ.μ. προς 150.000δρχ. το τ.μ. και 4) Να τους καταβληθεί νομιμοτόκως αποζημίωση, για τα ανωτέρω δένδρα, σύμφωνα με τις τρέχουσες τιμές αυτών, όπως προβλέπονται από τη νομοθεσία του Ο.Γ.Α. και του Ε.Λ.Γ.Α.
  7. Το δημόσιο προέβαλε με υπόμνημά του ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου τα εξής: α) Οι υπό στοιχεία α΄ και β΄ λόγοι παρανομίας, απαραδέκτως προβάλλονται με την αγωγή, διότι έπρεπε να προβληθούν στο πλαίσιο της αιτήσεως ακυρώσεως με πρόσθετο λόγο ή με αυτοτελή αίτηση ακυρώσεως, β) Ότι δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την απόφαση του ΣτΕ ως προς τη νομιμότητα της απαλλοτριωτικής διαδικασίας, γ) Ότι ο υπό στοιχείο γ΄ λόγος της αγωγής και τα αντίστοιχα αιτήματα αποζημιώσεως για τα 160 τ.μ. και τα δένδρα, απαραδέκτως προβάλλονται στο Διοικητικό Δικαστήριο, διότι έπρεπε να προβληθούν ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων κατά τη διαδικασία καθορισμού της οφειλόμενης αποζημιώσεως και των δικαιούχων ιδιοκτητών, δ) Ότι ειδικότερα, για το αίτημα αποζημιώσεως του μη απαλλοτριωθέντος τμήματος των 160 τ.μ., υπάρχει δεδικασμένο από την απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ε) Ότι το ν.δ. 797/1971, υπό την ισχύ του οποίου κηρύχθηκε η επίδικη απαλλοτρίωση, δεν προβλέπει ρητώς ότι, στο κτηματολογικό διάγραμμα που απεικονίζει την απαλλοτριωτέα έκταση, πρέπει να αποτυπώνονται και τα εκτός απαλλοτριώσεως τμήματα των ακινήτων, των οποίων απομειώθηκε η αξία. Συνεπώς δεν υπάρχει παράνομη παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου, κατά την έννοια του άρθρου 105 του Εις.Ν.Α.Κ., ως προς το συγκεκριμένο θέμα.
  8. Διατάξεις: Στο άρθρο 13 του ν.δ/τος 797/1971 «περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων», ορίζεται ότι:

«1. Η αποζημίωσις καθορίζεται συμφώνως προς την πραγματικήν αξίαν του απαλλοτριουμένου, κατά τον χρόνον δημοσιεύσεως της αποφάσεως κηρύξεως της απαλλοτριώσεως…2…3. Εν περιπτώσει απαλλοτριώσεως τμήματος ακινήτου, ως εκ της οποίας το απομένον εις τον ιδιοκτήτην τμήμα, υφίσταται υποτίμηση της αξίας αυτού ή καθίσταται άχρηστον δια την δι’ ην προορίζεται χρήσιν, δια της αυτής περί καθορισμού της αποζημιώσεως αποφάσεως, προσδιορίζεται και  παρέχεται ιδιαιτέρα δι’ αυτήν αποζημίωσις, εις τον ιδιοκτήτην. Η ιδιαιτέρα αυτή αποζημίωσις, καταβάλλεται εις τον ιδιοκτήτην ομού, μετά της καταβαλλομένης δια το απαλλοτριούμενον τμήμα». Στο άρθρο 24 του ίδιου ν. δ/τος ορίζεται ότι: «1. Ο έλεγχος, η διόρθωσις και η τυχόν αναγκαία συμπλήρωσις του κατά το άρθρον 2 του παρόντος κτηματολογικού διαγράμματος της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ή και η εξ αρχής κατάρτισις τοιούτου δι’ αποτυπώσεως  επ’ αυτού, των επί μέρους ιδιοκτησιών…ενεργείται υπό διπλωματούχου μηχανικού, υπηρετούντος εν τη περιφερεία του νομού, εν ή το απαλλοτριούμενον ή το μείζον μέρος τούτου…οριζομένου δι’ αποφάσεως του Νομάρχου. 3. Ο έλεγχος, η διόρθωσις, η συμπλήρωσις, ή η εξ αρχής κατάρτισις του κτηματολογίου και του κτηματολογικού πίνακα, γίνονται βάσει των τίτλων και διαγραμμάτων ιδιοκτησίας ή των υποδειχθησομένων…ορίων ή οριοδεικτών. Ο μηχανικός έχων υπ’ όψιν την απόφασιν κηρύξεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, το κτηματολογικό διάγραμμα, τον κτηματολογικό πίνακα και άπαντα τα υπό των ενδιαφερομένων υποβληθέντα στοιχεία, προβαίνει, προσκαλών εν ανάγκη επί τόπου τούτους, εις επιτόπιων έρευναν και εφαρμογήν των τίτλων και καταρτίζει…εις τριπλούν: α) το κτηματολογικό διάγραμμα της απαλλοτριουμένης εκτάσεως, εις το οποίον αποτυπούνται δια χαρακτηριστικών στοιχείων αι επί μέρους ιδιοκτησίαι, καθ’ ο μέρος απαλλοτριούνται, ως και αι τυχόν αμφισβητήσεις δικαιωμάτων επί τούτων, β) τον σχετικόν κτηματολογικόν πίνακα, εις ον αναγράφεται ο αύξων αριθμός της ιδιοκτησίας, το ονοματεπώνυμον και πατρώνυμον εκάστου ιδιοκτήτου, το συνολικόν εμβαδόν της ιδιοκτησίας, ο όγκος των κτισμάτων ταύτης, κεχωρισμένως, αναλόγως του είδους της κατασκευής και της  ποιότητος αυτών, τα λοιπά επικείμενα, κατ’ είδος και κατηγορίαν, ως και πάσα ετέρα λεπτομέρεια, χρήσιμος δια την κατά μονάδα εκτίμησιν των απαλλοτριουμένων και γ) λεπτομερή έκθεσιν περί εκάστου απαλλοτριουμένου…5.  Άπαντα τα στοιχεία της ενεργηθείσης  κτηματογραφήσεως, ηλεγμένα και προσυπογεγραμμένα και υπό του Προϊσταμένου της υπηρεσίας, εις ην υπάγεται ο ενεργήσας ταύτην μηχανικός, ως και άπαντα τα λοιπά στοιχεία, υποβάλλονται υπό τούτου…εις την διεύθυνσιν τεχνικών υπηρεσιών του νομού, προς θεώρησιν του νομοτύπου της συντάξεώς των. Ο Διευθυντής τεχνικών υπηρεσιών, υποβάλλει ακολούθως, εντός δέκα πέντε ημερών, άπαντα τα στοιχεία εις τον Νομάρχην, όστις πάραυτα διαβιβάζει δύο μεν αντίτυπα του κτηματολογικού πίνακος και διαγράμματος και της επ’ αυτών εκθέσεως εις την Διεύθυνσιν Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Οικονομικών, τρίτον δε αντίτυπον τούτων, ως και άπαντα τα λοιπά στοιχεία, προς το κατά τις διατάξεις του παρόντος, αρμόδιον δικαστήριον δια την αναγνώρισιν δικαιούχων».

Να θεωρήσετε ότι οι ανωτέρω αρμοδιότητες, κατά τις διατάξεις του ν.δ.797/1971, του τότε μετακλητού Νομάρχη, έχουν μεταβιβασθεί στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, ενώ η αρμοδιότητα του Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών του νομού, έχει περιέλθει, για την «Αττική Οδό», στην Διεύθυνση Τοπογραφήσεων και Απαλλοτριώσεων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ.

  1. Καλείστε να απαντήσετε συνοπτικώς, αιτιολογώντας την άποψή σας:
  2. Στους λόγους της αιτήσεως ακυρώσεως, ανεξαρτήτως του ότι αυτή απορρίφθηκε ως ανομιμοποίητη, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει αοριστία των λόγων και ότι κατά τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας, ο Νομάρχης ήταν αρμόδιος για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου.
  3. Στους λόγους και τα αιτήματα της αγωγής αποζημιώσεως, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει αοριστία αυτών, καθώς και ότι αποδεικνύεται η πραγματική τους βάση.
  4. Στους ισχυρισμούς του Δημοσίου επί της αγωγής.
  5. Σε τυχόν άλλα ζητήματα που κατά τη γνώμη σας γεννώνται με την αγωγή, τα οποία το Διοικητικό Πρωτοδικείο οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως.

ΘΕΜΑ ΟΥΣΙΑΣ 1997

Ι)Ο Α, ο οποίος έχει κτηματική περιουσία κατά μήκος Εθνικής οδού, όπου και διατηρεί πρατήριο υγρών καυσίμων, ήγειρε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου δύο αγωγές, με βάση το άρθρο 105 του Εις. Ν του Αστικού Κώδικα: Με την πρώτη αγωγή, ζήτησε αποζημίωση από το Δημόσιο, προβάλλοντας σχετικώς σφάλματα των οργάνων της Διοικήσεως, κατά τη διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που κηρύχθηκε με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. για τη διαπλάτυνση της Εθνικής Οδού, δια της οποίας απαλλοτριώθηκε μέρος της ιδιοκτησίας του. Ειδικότερα  ο Α, προέβαλε σφάλματα των αρμοδίων μηχανικών του Δημοσίου, κατά τη σύνταξη του κτηματολογικού διαγράμματος και του κτηματολογικού πίνακα συνεπεία των οποίων, το απαλλοτριωθέν τμήμα της ιδιοκτησίας του, εμφανίσθηκε ότι έχει εμβαδόν, μικρότερο του πραγματικού (1608τ.μ.  2500τ.μ.). Αποτέλεσμα των σφαλμάτων αυτών ήταν, να λάβει ως αποζημίωση για την απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία του, ποσό 2.017.000δρχ. αντί 6.750.000δρχ. και έτσι υπέστη ζημία 4.733.000δρχ., το ισόποσο της οποίας ζήτησε να του επιδικασθεί με τους νόμιμους τόκους. Με τη δεύτερη αγωγή του ο Α, ως πρατηριούχος υγρών καυσίμων, ζήτησε να αναγνωρισθεί υποχρέωση αποζημιώσεώς του από το Δημόσιο, για ζημία την οποία υπέστη, εξαιτίας των έργων διαπλατύνσεως της Εθνικής Οδού, στο τμήμα της που εφάπτεται του πρατηρίου του. Ειδικότερα  προέβαλε ότι, κατά την κατασκευή του τμήματος αυτού, ο εργολάβος δεν έλαβε μέτρα για την πρόσβαση οχημάτων στο πρατήριό του, ούτε ο επιβλέπων το έργο, μηχανικός του Δημοσίου, του υπέδειξε να τα λάβει. Αποτέλεσμα της παραλείψεως αυτής ήταν, να καταστεί εξαιρετικά δυσχερής η πρόσβαση των οχημάτων, τούτου δε συνεπεία ήταν, η κατά το τελευταίο έτος εκμηδένιση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, με απώλεια εσόδων από την πώληση υγρών καυσίμων, ύψους 12.000.000 δρχ. τουλάχιστον. ΙΙ) Επί της δεύτερης αγωγής του Α άσκηση, ενώπιον του ιδίου Διοικητικού Πρωτοδικείου, παρέμβαση η ανάδοχος του ανωτέρω έργου, κοινοπραξία, η οποία ισχυρίσθηκε ότι: α)Δεν είχε υποχρέωση να μεριμνήσει για την προσπέλαση οχημάτων στο πρατήριο του Α, εφόσον ο τελευταίος δεν την όχλησε προς τούτο, αν και παρακολουθούσε την εκτέλεση των έργων. β)Για την τυχόν ζημία που υπέστη ο Α, ευθύνεται αποκλειστικώς το Δημόσιο, ως κύριος του έργου, του οποίου είχε και την επίβλεψη εκτελέσεως. Αντικρούοντας την παρέμβαση αυτή, ο Α προέβαλε με υπόμνημά του στο δικαστήριο ότι: α)Η κοινοπραξία δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο και επομένως έπρεπε η παρέμβαση να ασκηθεί από όλα τα μέλη της κοινοπραξίας για να είναι παραδεκτή. β)Επικουρικώς: ότι δεν χωρεί παρέμβαση στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με το νόμο. ΙΙΙ) Ισχυρισμοί του Δημοσίου: Το Δημόσιο προέβαλε τους εξής ισχυρισμούς Α: Επί της πρώτης αγωγής. 1)Με την αγωγή αυτή επιδιώκεται η συμπλήρωση της αποζημίωσης που έλαβε ο Α, λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας του και συνεπώς, η εκδίκασή της υπάγεται κατά το Σύνταγμα, αλλά και κατά την κειμένη νομοθεσία, στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων. 2) Επικουρικώς. Τα προβαλλόμενα από τον ενάγοντα, σφάλματα, δεν μπορούν να κριθούν από το διοικητικό πρωτοδικείο, διότι: α)ανάγονται σε τεχνικής φύσεως ζητήματα, β)περιέχονται σε διοικητικές πράξεις κατά των οποίων χωρεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον  του Συμβουλίου της Επικρατείας, γ) οι πράξεις αυτές (κτηματολογικό διάγραμμα και κτηματολογικός πίνακας), αποτελούν δημόσια έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, παρά μόνο με την προβολή τους ως πλαστών.  3) Επικουρικώς επίσης: οι σχετικές διατάξεις που προβλέπουν τη διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, υπάρχουν χάριν του γενικού συμφέροντος και από την παράβασή τους δεν γεννάται ευθύνη του Δημοσίου, προς αποζημίωση ιδιωτών. Επί της δεύτερης αγωγής, το Δημόσιο προέβαλε ότι: 1) Η τυχόν ζημία του Α προέκυψε από την εκτέλεση διοικητικής συμβάσεως δημοσίου έργου και η σχετική διαφορά έπρεπε να αχθεί με προσφυγή, ενώπιον του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, το οποίο οφείλει να την απορρίψει, λόγω αναρμοδιότητας. 2) Εν πάση περιπτώσει, το διοικητικό πρωτοδικείο, έπρεπε να απορρίψει το δικόγραφο της αγωγής αυτής, ως απαράδεκτο, λόγω μη καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου. 3) Επικουρικώς: Η προβαλλόμενη από τον ενάγοντα παράλειψη λήψεως μέτρων, για την προσπέλαση στο πρατήριό του, είναι σαφώς παράλειψη του αναδόχου του έργου, ο οποίος το εκτέλεσε με δικά του συνεργεία και μηχανήματα. Είχε δε αναλάβει, δυνάμει ρητής ρήτρας της μετά του δημοσίου συμβάσεως, την υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα κατά την εκτέλεση των εργασιών διαπλατύνσεως της Εθνικής Οδού, για την προστασία των παροδίων και της περιουσίας τους, ευθυνόμενος άλλως ο ίδιος προς αποζημίωση, έναντι των τελευταίων και όχι το δημόσιο. Καλείσθε να εξετάσετε τη νομική βασιμότητα όλων των προβαλλομένων από τους τρείς διαδίκους ισχυρισμούς, θεωρώντας ότι αυτοί αποδεικνύονται προσηκόντως ως προς την πραγματική τους βάση.