(ΔΔΙΚΗ 2006/1530) Ευθύνη του δημοσίου σε αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ. Προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης. Η αποζημίωση μπορεί να συνίσταται και σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Τι περιλαμβάνει η αποζημίωση. Πότε αποκαθίσταται η μελλοντική ζημία. Ο κληρονόμος από την επαγωγή της κληρονομίας αποκτά την κυριότητα των στοιχείων της κληρονομίας, με τη νομική αίρεση της μεταγραφής της αποδοχής κληρονομίας. Κάθε διάθεση που γίνεται πριν από τη μεταγραφή δεν επιφέρει αποτελέσματα. Μεταγενέστερη μεταγραφή της αποδοχής κυρώνει αναδρομικά τη διάθεση των στοιχείων της κληρονομίας. Η άρνηση του αρμοδίου οργάνου του υποθηκοφυλακείου να μεταγράψει το πωλητήριο συμβόλαιο, με την αιτιολογία ότι δεν είχαν μεταγραφεί δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας είναι μη νόμιμη και ορθή. Ο εκκαλών δεν υπέστη ζημία από την άρνηση αυτή, αλλά υπέστη ηθική βλάβη και τον επιδικάζεται χρηματική ικανοποίηση.
Διοικ. Εφετείο Αθηνών 627/2005
Πρόεδρος: Ν. Σοϊλεντάκης. Εισηγήτρια: Μ. Θεοδωράκη – Ρεντούμη, Εφέτης. Δικηγόροι: Γ. Σφυρής, Μ. Γερασίμου (Δικ. Αντ. ΝΣΚ).
Επειδή, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: “Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου, κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για τη θεμελίωση ευθύνης του Δημοσίου απαιτείται, μεταξύ άλλων, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατά τα ανωτέρω παράνομης πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας (ΣτΕ 3102/1999, 1222/2002). Ο εν λόγω δε αντικειμενικός σύνδεσμος υφίσταται, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει και των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός (ΣτΕ 4776/1997). Στην περίπτωση δε που συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, η αποζημίωση που οφείλεται μπορεί να συνίσταται, μεταξύ άλλων, και στην χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ` ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 του ΑΚ (ΣτΕ 740/2001). Επίσης από τις πιο πάνω διατάξεις συνάγεται ότι η αποζημίωση περιλαμβάνει τη δαπάνη αποκαταστάσεως ολόκληρης της ζημίας που υπέστη ο αμέσως ζημιωθείς και σε όλη την έκταση που εμφανίζεται κατά τη στιγμή της αδικοπραξίας, ανεξαρτήτως του χρονικού σημείου κατά το οποίο αποκαθίσταται η ζημία. Μελλοντική επέκταση της ζημίας αυτής αποκαθίσταται μόνον εφόσον αποτελεί άμεση και βεβαία συνέπεια της παρούσης καταστάσεως και μπορεί πλήρως να εκτιμηθεί (ΔιοικΕφΑθ 600/1996).
Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 13 του β.δ/τος 533/14/21.9.1963 (Α` 147) ορίζεται ότι: “Οσάκις ο φύλαξ των υποθηκών…. εκ της ελλείψεως τινών των εν άρθροις 1 και 3 στοιχείων δημιουργείται αμφιβολία περί της ταυτότητος των ενεχομένων ή του ακινήτου ή το προς καταχώρισιν προσαγόμενο έγγραφο δεν είναι γεγραμμένον κατά τα εν τω άρθρω 4 οριζόμενα ή δεν συνοδεύεται από τα αναγκαία δικαιολογητικά ή ταύτα δεν δικαιολογούσι την αιτουμένη καταχώρισιν δέον να απόρριψη την αίτησιν και αφού συντάξει επ` αυτής πράξιν δικαιολογούσαν την απόρριψιν, να ειδοποιήσει τον ενδιαφερόμενον, εάν υπάρχει διεύθυνσις αυτού και να παραδώση τα συνημμένα τη αιτήσει έγγραφα”. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1345 του Αστικού Κώδικα, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του ν.δ. 4201/1961, ορίζεται ότι: “Το Δημόσιο ευθύνεται δια πράξεις ή παραλείψεις των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων συμφώνως προς το άρθρον 105 εδ. α` του ΕισΝΑΚ του ΑΚ”.
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1199 του ΑΚ με τη μεταγραφή κατά το άρθρο 1193 η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο θεωρούνται ότι περιήλθαν στον κληρονόμο ή στον κληροδόχο από το θάνατο του κληρονομουμένου, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Με τη διάταξη αυτή εισάγεται εξαίρεση στον κανόνα της παραγωγής συνεπειών από την ημέρα εγγραφής της μεταγραφής, από την οποία και θεωρείται ότι μεταβιβάσθηκε ή συστάθηκε το εμπράγματο δικαίωμα πάνω στο ακίνητο. Ο κληρονόμος από την επαγωγή της κληρονομιάς αποκτά την κυριότητα των στοιχείων της κληρονομιάς, με την νομιτή αίρεση της μεταγραφής της αποδοχής της τελευταίας κατά τους όρους του νόμου. Κάθε διάθεση στοιχείου της κληρονομιάς πριν από τη μεταγραφή είναι διάθεση παρά μη δικαιούχου και δεν επιφέρει τα αποτελέσματα αυτής για το λόγο αυτό. Όμως, λόγω της αναδρομικότητας των συνεπειών της μεταγραφής που καθιερώνεται με τη πιο πάνω διάταξη του ΑΚ, η μεταγενέστερη μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομιάς έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική κύρωση της πιο πάνω διαθέσεως του στοιχείου της κληρονομιάς (βλ. Μπαλή Κληρ. Δικ. § 175).
Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με το 8940/15.12.1994 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μ.Ε.Μ., μεταβιβάσθηκε, λόγω πωλήσεως, στον εκκαλούντα από την πωλήτρια Ε., θυγατέρα Κ.Ν., σύζυγο Γ.Θ., ένα διαμέρισμα επιφανείας 48 τετραγωνικών μέτρων που βρίσκεται στην οδό Ε. αρ. 25 στην Αθήνα. Ο τίτλος κτήσεως της πωλήτριας ήταν κατά τα 3/8 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά της μητέρας της που πέθανε χωρίς να αφήσει διαθήκη το 1985, την οποία αποδέχθηκε με τη με αριθμό 2122/14.12.1994 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς και κατά τα 5/8 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του πατέρα της που πέθανε το έτος 1994 χωρίς να αφήσει διαθήκη, την οποία αποδέχθηκε με την 2123/14.12.1994 δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς, οι οποίες (δηλώσεις) έγιναν από την πωλήτρια στις 14.12.1994 ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Χ.Σ. Επίσημο αντίγραφο του πιο πάνω συμβολαίου με σχετική αίτηση μεταγραφής αυτού υποβλήθηκε από την πιο πάνω Συμβολαιογράφο στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών στις 20.12.1994. Όμως, ο αρμόδιος Υποθηκοφύλακας με την 41789/22.12.1994 πράξη του απέρριψε την αίτηση μεταγραφής, για το λόγο ότι οι προαναφερόμενες δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς δεν είχαν μεταγραφεί. Οι δηλώσεις δε αυτές μεταγράφηκαν στις 9.1.1995. Εξάλλου, ο εκκαλών αφού παρέλαβε τα δικαιολογητικά της μη μεταγραφής του πιο πάνω συμβολαίου στις 14.11.1996, επανακατέθεσε στο εν λόγω Υποθηκοφυλακείο την αίτηση μεταγραφής στις 15.11.1996, οπότε και έγινε και η μεταγραφή αυτού. Κατά το διάστημα, όμως, που μεσολάβησε μέχρι την πιο πάνω μεταγραφή και συγκεκριμένα στις 6.11. 1996, ενεγράφη σε βάρος του προαναφερομένου διαμερίσματος υποθήκη για ποσό 3.500.000 δραχμών υπέρ της “…………….”, προς εξασφάλιση χρέους της πωλήτριας. Εξάλλου, με την 3357/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήμα εκούσιας δικαιοδοσίας), έγινε δεκτή η από 2.7.1998 αίτηση του εκκαλούντος και διατάχθηκε ο Υποθηκοφύλακας του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών να προβεί στην εγγραφή στα βιβλία Μεταγραφών του πιο πάνω 8940/15.12.1994 συμβολαίου στις 20.4. 1994, δηλαδή την ημερομηνία που υποβλήθηκε η αίτηση μεταγραφής, με την αιτιολογία ότι μη νομίμως απορρίφθηκε η αίτηση αυτή επειδή δεν είχαν μεταγραφεί οι δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς.
Προς συμμόρφωση δε με την απόφαση αυτή τελικώς το εν λόγω συμβόλαιο μεταγράφηκε στις 24.4.1994. Στη συνέχεια, ο ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από 25.5.2000 αγωγή με την οποία ισχυρίσθηκε, ότι τα αρμόδια όργανα του εφεσίβλητου δεν ενημέρωσαν ούτε αυτόν ή την πιο πάνω συμβολαιογράφο, όπως είχαν υποχρέωση, για τη μη μεταγραφή του συμβολαίου του, ενώ όφειλαν να προβούν στις 24.4.1994 στη μεταγραφή αυτού, καθόσον η μη μεταγραφή των εν λόγω αποδοχών της κληρονομιάς που είχαν υπογραφεί από τη δικαιοπάροχο του και είχε καταβληθεί και ο φόρος κληρονομιάς δεν αποτελούσαν νόμιμο λόγο της μη μεταγραφής του συμβολαίου αυτού. Επίσης προέβαλλε ότι στις 6.11.1996 όλως τυχαίως ο πατέρας του έλαβε γνώση για τη μη μεταγραφή του συμβολαίου του, καθόσον εκείνος ήταν στρατιώτης στα Γιαννιτσά και ότι για την υποθήκη έλαβε γνώση με την από 27.1.1997 επίδοση του από 8.11.1996 απογράφου πρώτου εκτελεστού που προσαρτάται στην με αριθμό 8783/ 1996 συμβολαιογραφική πράξη και από της κοινοποιήσεως από την πιο πάνω Τράπεζα την ίδια ημέρα (27.1.1997) της με αριθμό 3759/1996 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της δικαιοπαρόχου του για επιδικασθέν ποσό 4.611.234 δραχμών εντόκως πλέον 179.000 δραχμών για δαπάνη επιδόσεως της και με εντολή να κατασχεθεί κάθε κινητή ή ακίνητη περιουσία της, στην οποία περιλαμβάνεται και το πωληθέν σ` αυτόν διαμέρισμα.
Για τους παραπάνω λόγους ζήτησε, όπως το αίτημα της αγωγής περιορίσθηκε με το από 10.12.2002 υπόμνημα, να υποχρεωθεί το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει: α) το ποσό των 9.827.185 δρχ. ή 28.839,87 ευρώ αποτελούμενο από ποσό 6.555.457 δραχμών, για το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, επισπεύδεται σε βάρος του η εκτέλεση από την πιο πάνω Τράπεζα και ευθύνεται ενοχικώς για την καταβολή του και ότι το ποσό αυτό πρέπει να αυξηθεί επιπλέον τουλάχιστον κατά ποσοστό 50% λόγω των οφειλομένων τόκων υπερημερίας για μια διετία και β) το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 14.673,51 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Περαιτέρω, το εφεσίβλητο με το υπόμνημα του που κατέθεσε πρωτοδίκως υποστήριξε ότι οι αρμόδιοι υπάλληλοι του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών ειδοποίησαν εγκαίρως και κατ` επανάληψη τηλεφωνικώς την Συμβολαιογράφο ΜΕ.Μ. περί της απορρίψεως της αιτήσεως για μεταγραφή του εν λόγω Συμβολαίου, όπως προκύπτει από την κατάθεση ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου της μάρτυρος Ε.Φ. και ότι νόμιμα και ορθά απορρίφθηκε η αίτηση μεταγραφής, καθόσον δεν είχαν μεταγραφεί οι πιο πάνω δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή του ήδη εκκαλούντος ως αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη παρανομίας των οργάνων του εφεσίβλητου για τη μη μεταγραφή του πιο πάνω συμβολαίου, δεν προέκυψε ότι ο εκκαλών έχει καταβάλει το χρέος της δικαιοπάροχου του έαις την άσκηση της αγωγής, ενώ δεν είναι βέβαιο ότι θα το καταβάλει στο μέλλον και ότι δεν υπέστη ηθική βλάβη από τις πιο πάνω ενέργειες των οργάνων του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών. Ήδη με την έφεση που κρίνεται, ο εκκαλών ζητάει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης ως μη νόμιμης και ορθής, επικαλούμενος τους ίδιους λόγους που είχε προβάλλει και με την αγωγή του. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι μη νόμιμα και ορθά θεώρησε η Πρωτόδικη απόφαση ότι δεν δικαιούται το πρώτο πιο πάνω ποσό, επειδή δεν το έχει ακόμη καταβάλει και ότι δεν θα υποχρεωθεί να το καταβάλει στο μέλλον, εφόσον η μεταγραφή του διαμερίσματος του έγινε αναδρομικώς με την απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου από της υποβολής της αρχικής αιτήσεως, αφού είναι υποχρεωμένος να προβεί στην καταβολή αυτού, προκειμένου να αρθεί η πιο πάνω υποθήκη. Επίσης προβάλλει ότι υπέστη ψυχική ταλαιπωρία από τις προαναφερόμενες παράνομες ενέργειες και μη νόμιμα και ορθά η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι δεν δικαιούται χρηματική αποζημίωση, λόγω ηθικής βλάβης.
Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, ο χρόνος κτήσεως του πιο πάνω διαμερίσματος που μεταβιβάσθηκε στον εκκαλούντα ανάγεται στο χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης μητέρας και πατέρα της πωλήτριας, ήτοι τα έτη 1985 και 1994 αντίστοιχα και ότι η μεταγενέστερη μεταγραφή των πιο πάνω δηλώσεων αποδοχής της κληρονομιάς που έγινε την 9.1.1995 είχε ως αποτέλεσμα την αναδρομική κύρωση της πωλήσεως του κληρονομιαίου ακινήτου που μεταβιβάσθηκε στον εκκαλούντα με το 8940/15.12.1994 συμβόλαιο. Επομένως, η άρνηση του αρμοδίου οργάνου του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών να μεταγράψει το πωλητήριο αυτό συμβόλαιο στις 22.12.1994, που υποβλήθηκε η αίτηση μεταγραφής αυτού, με την αιτιολογία ότι δεν είχαν μεταγραφεί οι δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς, είναι μη νόμιμη και ορθή, αφού για άλλο λόγο δεν έπασχε και κυρώθηκε αναδρομικά με την μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομιάς. Εξάλλου, ανεξάρτητα από το ότι δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ότι πράγματι για την απόρριψη της μεταγραφής ενημερώθηκε έστω τηλεφωνικώς η πιο πάνω συμβολαιογράφος και με το ενδεχόμενο ακόμη ότι αυτή ενημερώθηκε δεν αναιρείται η μη δικαιολογημένη και μη νόμιμη άρνηση του αρμοδίου οργάνου να προβεί στην μεταγραφή του συμβολαίου την 22.12.1994.
Επειδή, περαιτέρω, ως προς την πιο πάνω ζημία που προβάλλει ο ήδη εκκαλών ότι υπέστη από την παράνομη άρνηση της μεταγραφής του εν λόγω Συμβολαίου, λαμβανομένου υπόψη ότι: α) από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε αυτός επικαλείται ότι υποχρεώθηκε να καταβάλει ή κατέβαλε κανένα ποσό για το πιο πάνω χρέος της δικαιοπαρόχου του, για το οποίο ενεγράφη υποθήκη στο διαμέρισμα του και β) η μεταγραφή του Συμβολαίου κατόπιν της 3357/1999 αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου έγινε στις 22.12.1994 και ως εκ τούτου η υποθήκη που ενεγράφη στις 6.11.1996 στο ακίνητο του εκκαλούντος για χρέος της δικαιοπαρόχου του να είναι ακυρωτέα, καθόσον το ακίνητο δεν ανήκε κατά το χρόνο της εγγραφής της υποθήκης στην δικαιοπάροχο του εκκαλούντος και η υποθήκη αυτή δύναται να εξαλειφθεί, κατ` εφαρμογή του άρθρου 1328 του ΑΚ με απόφαση του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου (πρβλ. 156/1993 ΑΠ). Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο εκκαλών δεν υπέστη άμεσα καμία ζημία από την παραπάνω παράνομη άρνηση της μεταγραφής του Συμβολαίου την 22.12.1994 και ούτε μπορεί να επέλθει σ` αυτόν μετά βεβαιότητας μελλοντική τοιαύτη, αφού όπως προελέχθη ο εκκαλών δύναται να προβεί στην άρση της ακύρου εγγραφής της υποθήκης αυτής στο πιο πάνω ακίνητο του. Συνεπώς, νόμιμα και ορθά απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση το αίτημα του για καταβολή του ποσού των 28.839,87 ευρώ και ο αντίθετος λόγος της έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή, τέλος, όσον αφορά το αίτημα του εκκαλούντος για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη του ότι από την παράνομη άρνηση του αρμοδίου οργάνου του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών να μεταγράψει το εν λόγω Συμβόλαιο την ημέρα της αιτήσεως μεταγραφής αυτού, ήτοι την 22.12.1994, ο αιτών υπέστη ψυχική ταλαιπωρία (υπέβαλε ξανά την αίτηση μεταγραφής, εγγραφή υποθήκης, δίκη για τη μεταγραφή του ακινήτου, αγωνία για την έκβαση της δίκης αυτής και ενδεχόμενη δίκη για την άρση της υποθήκης), κρίνει ενόψει αυτών, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη του εκκαλούντος, το ύψος της οποίας ανέρχεται, στο ποσό των 2.000.000 δραχ., ήτοι 5.869,40 ευρώ, σύμφωνα με το εν μέρει βάσιμο λόγο της έφεσης.