ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Ο Α , τέως τακτικός υπάλληλος της ΙΘ΄ Αθηνών (τέως Κλάδου Εφοριακών με βαθμό Α΄), καταδικάστηκε με την 64600/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών σε πρόσκαιρη κάθειρξη για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας κατ΄ επάγγελμα για νόμιμες πράξεις κατά συναυτουργία (άρθρο 235 Π.Κ.) με τριετή αναστολή. Κατά την έκδοση της αποφάσεως αυτής ήταν παρόν ο κατηγορούμενος. Η απόφαση αυτή καθαρογράφηκε στις 6.3.2014 και ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του άσκησε αναίρεση στον Άρειο Πάγο δια κοινοποιήσεως σχετικής δηλώσεως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 30.6.2014.
Περαιτέρω με την 1/27-9-2014 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη έκπτωση του ανωτέρω από την υπηρεσία από τις 6-4-20104 και περίληψη της δημοσιεύθηκε αυθημερόν στο ΦΕΚ , ενώ με την 2/1.11.2014 πράξη του ιδίου Υπουργού που του κοινοποιήθηκε αυθημερόν με την πρώτη πράξη του καταλογίστηκε ποσό 9.000 ευρώ που αντιστοιχούσε στις αποδοχές που αυτός φέρεται να έλαβε από 6.3.2014 έως 1.9.2014 ημέρα κατά την οποία περιήλθε στην υπηρεσία η ως άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με την ίδια ως άνω πράξη 2/2014 καταλογίστηκε και ο εκκαθαριστής αποδοχών της υπηρεσίας Κ για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Κατά των ως άνω πράξεων 1 και 2 / 2014 άσκησε έφεση στο Ελεγκτικό Συνέδριο ο Α υποστηρίζοντας ότι :
- Δεν κατέστη αμετάκλητη η ως άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
- Δεν είχαν εκδικαστεί τα ένδικα μέσα που είχε ασκήσει κατά της διαπιστωτικής πράξης έκπτωσής της από την υπηρεσία.
- Η υπαλληλική της σχέση δεν είχε λυθεί τουλάχιστον προς της δημοσιεύσεως της πράξης του Υπουργού στο ΦΕΚ και της κοινοποιήσεως σε αυτόν και επομένως νόμιμα εισέπραξε τις αποδοχές έως την 1.9.2014, οι οποίες ως εκ τούτου δεν είναι αχρεώστητες.
- Παράβαση της αρχής της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, αφού πρόκειται για καλόπιστα εισπραχθείσες αποδοχές που αδυνατεί να επιστρέψει. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε ότι ο Δικηγόρος της είχε ασκήσει αναίρεση στη καταδικαστική απόφαση.
- Αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου, λόγω του καταλογισμού σε βάρος του δεδουλευμένων αποδοχών.
Στη δίκη αυτή άσκησε παρέμβαση υπέρ του Α ο Κ . Την παρέμβαση αυτή κατέθεσε στη γραμματεία του Ε.Σ. εντός 5 ημερών από την ημέρα που του κοινοποιήθηκε η καταλογιστική πράξη και υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι αυτός δεν ευθύνεται σε κάθε περίπτωση διότι πλήρωνε βάσει των καταλόγων αποδοχών εξετάζοντας όλα τα σχετικά παραστατικά.
Με υπόμνημα που κατέθεσε με άδεια του προέδρου μετά την συζήτηση της εφέσεως του ο Α υποστήριξε ότι ο καταλογισμός της είναι μη νόμιμος γιατί : α) με προεδρικό διάταγμα που εκδόθηκε στις 24.12.2004 (ΦΕΚ-Γ΄, 2/5.1.2005) της απονεμήθηκε χάρη, η οποία ήρε τις έννομες συνέπειες της ποινικής της καταδίκης και β) με το 6/25.6.1997 πρακτικό του πειθαρχικού συμβουλίου του ΥΠ.Ε.ΧΩ.Δ.Ε. απαλλάχθηκε από την πειθαρχική ευθύνη για την ίδια πράξη.
Το Δημόσιο στο υπόμνημά του υποστήριξε ότι ως προς τον Κ πρέπει μεν να απορριφθεί η παρέμβαση αλλά σε κάθε περίπτωση αυτός τηρούσε τις προβλεπόμενες διαδικασίες ελέγχου.
2. Περαιτέρω ο Α υπέβαλλε αίτηση στην αρμόδια Δνση του ΓΛΚ για την χορήγηση σύνταξης . Με την 18033/2015 πράξη της 42ηςΔιεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους απορρίφθηκε η αίτηση αυτού για κανονισμό σύνταξης κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, κανονίστηκε δε σύνταξη στη σύζυγό του Πολυξένη και στις δύο κόρες του Ευαγγελία και Γεωργία με την αιτιολογία ότι αυτός απώλεσε το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 62 του π.δ. 166/2000.
Κατά της πράξης αυτής ο ανωτέρω άσκησε έφεση στο αρμόδιο τμήμα του Ε.Σ. υποστηρίζοντας ότι το άρθρο 62 περ. β΄ του π.δ. 166/2000, που προβλέπει την απώλεια του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος, εισάγει δυσανάλογη στην ουσία κύρωση και δεν τελεί σε δίκαιη σχέση ισορροπίας προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, η πραγμάτωση του οποίου επιδιώκεται με τη ρύθμιση αυτή και ο οποίος μπορεί να επιτευχθεί με άλλο λιγότερο επαχθές και εξίσου αποτελεσματικό μέτρο, όπως είναι η επιβολή εις βάρος του ανωτέρω της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης (απόλυσης). Εξ΄άλλου υποστήριξε ότι βρίσκεται διάσταση με την σύζυγό του και δεν μιλάει με την κόρη του.
Το δημόσιο υποστήριξε ότι λόγω αμετάκλητης ποινικής του καταδίκης για τα ιδιαίτερης ηθικής απαξίας και συνδεόμενα με την υπηρεσία ποινικά αδικήματα του Α το μέτρο είναι μεν σκληρό μεν πλην όμως αναγκαίο και συνάμα πρόσφορο μέτρο αποτροπής τέλεσης αυτών των αδικημάτων, τα οποία τελούνται πάντοτε εκ δόλου, πλήττουν βάναυσα το δημόσιον συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου πρέπει να είναι ταγμένοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και αποσκοπούν στον αθέμιτο, παράνομο και προκλητικό πλουτισμό αυτών των υπαλλήλων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Εξ ΄ άλλου ουδείς μπορεί να γνωρίζει εάν ο συγκεκριμένος υπάλληλος έχει πλουτίσει από την εγκληματική του δράση και διατηρεί άδηλους πόρους.
3. Εάν υποθέσουμε ότι η έφεση του Α στο ΕΣ ευδοκίμησε και το ΓΛΚ του κανόνισε τελικά σύνταξη. Στη συνέχεια όμως με την 43910/1.8.2018 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που δημοσιεύθηκε σε περίληψη, ανακλήθηκε ο διορισμός του, επειδή, όπως διαπιστώθηκε κατόπιν σχετικού ελέγχου, ο τίτλος σπουδών που είχε υποβάλει κατά την πρόσληψή του ήταν πλαστός. Με την πράξη 4/2018 του Διευθυντή της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ανακλήθηκε η κανονισθείσα σύνταξη του Α με την αιτιολογία ότι ο χρόνος υπηρεσίας ως τακτικού δημοσίου υπαλλήλου δεν λογίζεται συντάξιμος καθόσον ανακλήθηκε ο διορισμός του.
Ο Α άσκησε έφεση κατά της πράξεως αυτής και κάθε άλλης συναφούς υποστηρίζοντας ότι παραβιάζετε η αρχή της αναλογικότητας και το δικαίωμα στην περιουσία του.
Το Δημόσιο υποστήριξε ότι τόσον το ΓΛΚ όσο και το Ε.Σ δεσμεύονται από την πράξη ανάκλησης του διορισμού του ως δημοσίου υπαλλήλου και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η έφεση.
Να κρίνετε κάθε ζήτημα που ανακύπτουν .
Απαντήσεις ( για την πρώτη έφεση βλ. ΕΣ Ι τμ. 1669/2009) , (ΕΣ ολομ. 477/2014).
Παραδεκτό : απαράδεκτη η έφεση κατά της διαπιστωτικής πράξης του υπουργού περί απολύσεως 1/2014. Παραδεκτή κατά της 2/2014 ως αχρεωστήτως λαβών.
Απαράδεκτη η παρέμβαση του Κ διότι ο μοναδικός λόγος που περιέχει δεν αφορά τον υπερού η παρέμβαση αλλά αποκλειστικά τον παρεμβαίνοντα και δεν σχετίζεται με το αντικείμενο της δίκης αλλά με τον καταλογισμό αυτού. Συνεπώς αλυσιτελώς προβάλλεται.
Λόγοι εφέσεως :
1.Δεν κατέστη αμετάκλητη η ως άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. :
καταδικαστική σε βάρος της εκκαλούσας, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών κατέστη αμετάκλητη, βάσει των άρθρων 473 και 505 του Κ. Ποιν. Δ., μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την καταχώρισή της καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο της Γραμματείας, αφού η μεν από 19.4.1999 αίτηση αναιρέσεως κατ’ αυτής αποσύρθηκε και διαγράφηκε και θεωρείται ως μηδέποτε ασκηθείσα, οι δε από 24.7.2000 και 14.3.2001 όμοιες αιτήσεις απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες. Επομένως, η εκκαλούσα από την ίδια ημερομηνία εξέπεσε αυτοδίκαια από την υπηρεσία της και λύθηκε η υπαλληλική της σχέση με το Δημόσιο, οι αποδοχές δε που της καταβλήθηκαν στη συνέχεια συνιστούν αχρεώστητη πληρωμή. Κατά συνέπεια το ποσό των αποδοχών αυτών, το ύψος του οποίου δεν αμφισβητείται από την ίδια, νόμιμα καταλογίστηκε σε βάρος της, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
- 2.Δεν είχαν εκδικαστεί τα ένδικα μέσα που είχε ασκήσει κατά της διαπιστωτικής πράξης έκπτωσής της από την υπηρεσία :
Είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον η άσκηση ενδίκων μέσων κατά της διοικητικής πράξης με την οποία διαπιστώνεται η έκπτωση υπαλλήλου, που όμως έχει ήδη επέλθει αυτοδίκαια εκ του νόμου, με μόνη τη συνδρομή των οριζόμενων αντικειμενικών προϋποθέσεων, δεν αναστέλλει την έκδοση της πράξης καταλογισμού των αχρεώστητα εισπραχθέντων εκ μέρους του αποδοχών. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση δεν απέδειξε ότι έχει ακυρωθεί η 185/20.6.2000 απόφαση, για την αυτοδίκαιη έκπτωσή της από την υπηρεσία.
- 3.Η υπαλληλική της σχέση δεν είχε λυθεί τουλάχιστον προς της δημοσιεύσεως της πράξης του Υπουργού στο ΦΕΚ και της κοινοποιήσεως σε αυτόν και επομένως νόμιμα εισέπραξε τις αποδοχές έως την 1.9.2014, οι οποίες ως εκ τούτου δεν είναι αχρεώστητες.
Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., όριζε τα εξής: Άρθρο 8: «1. Δεν διορίζονται υπάλληλοι: α) Όσοι καταδικάστηκαν για κακούργημα και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, … δωροδοκία, …». Άρθρο 41: «1. … 5. Η αξίωση του υπαλλήλου για μισθό παύει με τη λύση της υπαλληλικής σχέσης. …». Άρθρο 148: «Η υπαλληλική σχέση λύεται με … την έκπτωση … του υπαλλήλου». Άρθρο 150: «Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εφόσον με αμετάκλητη δικαστική απόφαση: α) καταδικασθεί σε ποινή τουλάχιστον πρόσκαιρης κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 … Η έκπτωση επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι η αμετάκλητη ποινική καταδίκη δημοσίου υπαλλήλου σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή λόγω τέλεσης συγκεκριμένων πλημμελημάτων, στα οποία συγκαταλέγεται και το αδίκημα της δωροδοκίας, συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έκπτωσή του από την υπηρεσία, η οποία επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής καταδικαστικής απόφασης αν κατ’ αυτής δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων, ή την ημερομηνία κατά την οποία αυτή καθίσταται αμετάκλητη, όταν προβλέπεται η άσκησή τους.
Από την ίδια ημερομηνία λύεται και η υπαλληλική σχέση και παύει οποιαδήποτε αξίωση του υπαλλήλου για μισθό, η διοικητική πράξη δε που εκδίδεται στη συνέχεια, για την εκτέλεση της υπηρεσιακής μεταβολής, έχει διαπιστωτικό μόνο χαρακτήρα. Εάν μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης εξακολουθήσουν να καταβάλλονται στον έκπτωτο υπάλληλο αποδοχές, η πληρωμή τους γίνεται αχρεώστητα και τα σχετικά ποσά καταλογίζονται σε βάρος του, σύμφωνα με το 96 Δ.Λ. ( βλ. και παλαιό άρθρο 33 του ν. 2362/1995, ΕΣ Ι Τμ. 1198/2004, 2479/2004, 2589/2006 και 1227/2007).
- 4.Παράβαση της αρχής της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, αφού πρόκειται για καλόπιστα εισπραχθείσες αποδοχές που αδυνατεί να επιστρέψει.
Κατά την πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η μετά την πάροδο μακρού χρόνου αναζήτηση μισθολογικών παροχών που καταβλήθηκαν αχρεώστητα, αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, μόνο όταν η λήψη τους έγινε καλόπιστα και η επιστροφή τους δημιουργεί σε εκείνους που τις εισέπραξαν απρόβλεπτες οικονομικές δυσχέρειες, με άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης αυτών και των οικογενειών τους (ΕΣ Ολ. 246/2003, 1142/2002, 154/1996, Ι Τμ. 2479/2004, 622/2002, 1529/2001 κ.α.).
Αβάσιμος και απορριπτέος είναι ο λόγος περί παράβασης της αρχής της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, γιατί εισέπραξε καλόπιστα τις ανωτέρω αποδοχές, τις οποίες αδυνατεί να επιστρέψει. Οι υπάλληλοι που καταδικάζονται σε κάθειρξη ή σε φυλάκιση για τα πλημμελήματα του άρθρου 8 παρ. 1 του ΥΚ, γνωρίζουν ότι είναι σφόδρα πιθανό η καταδίκη τους να καταστεί αμετάκλητη και να εκπέσουν τελικά της υπηρεσίας τους. Επομένως, μέχρι να εκδοθεί η διαπιστωτική διοικητική πράξη για την απόλυσή τους από την υπηρεσία, δεν εισπράττουν τις αποδοχές τους με την πεποίθηση ότι τις δικαιούνται και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εφαρμοστεί σ’ αυτούς η αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης. Σε κάθε περίπτωση όμως ο Α ήταν παρόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και πληροφορήθηκε άμεσα την καταδίκη της, αναπόδεικτα δε ισχυρίζεται ότι αγνοούσε την ενέργεια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ότι άσκησε αναίρεση . Ως εκ τούτου δεν νοείται καλόπιστη είσπραξη από μέρους της αποδοχών κατά το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης για την απόλυσή της και παρέλκει η εξέταση της επικαλούμενης από αυτήν οικονομικής αδυναμίας για επιστροφή του ως άνω καταλογισθέντος ποσού.
- 5.Αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου, λόγω του καταλογισμού σε βάρος του δεδουλευμένων αποδοχών.
Ο λόγος ότι οι αποδοχές που της καταλογίστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι «δεδουλευμένες» και η επιστροφή τους καθιστά το Δημόσιο πλουσιότερο, ερείδεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 επ. Α.Κ.) με παλαιότερη νομολογία του Ε.Σ. ήταν απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 98 του Συντάγματος, στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν υπάγεται η αναγνώριση αξιώσεων από διαφορές που ανακύπτουν κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, με υποκείμενη σχέση την παροχή εργασίας (ΕΣ Ολ. 961/2000, Ι Τμ. 1198/2004, 2479/2004, 2619/2006 και 2084/2007).
Με νεότερη νομολογία όμως μετά την υπ΄αριθμ.543/2013 απόφαση της Ολομέλειας παραδεκτά προτείνεται και τα τμήματα δέχονται (βλ. 1016/2017 Ι τμ.) ότι :
Από τη διάταξη του άρθρου 904 του Α.Κ. με την οποία ορίζεται ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία άλλου έχει την υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, συνάγεται ότι για να γεννηθεί η αξίωση ή να θεμελιωθεί η ένσταση αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να επέλθει περιουσιακή μεταβολή στις σχέσεις δικαιούχου και υπόχρεου σε βάρος της περιουσίας του υπόχρεου χωρίς νόμιμη αιτία, αρκεί ο πλουτισμός του λήπτη να είναι πραγματικός και συγκεκριμένος. (Α.Π. Ολ. 784/2005, 1161/2009, 401/2015). Ο πλουτισμός, την υποχρέωση για την απόδειξη περί τής ύπαρξης και της έκτασης του οποίου φέρει ο ενάγων ή ο ενιστάμενος, συνίσταται στην επαύξηση του ενεργητικού της περιουσίας του υποχρέου ή στη μείωση του παθητικού της περιουσίας του ή στην αποτροπή μειώσεως του ενεργητικού ή αυξήσεως του παθητικού, ενώ πρέπει να είναι πραγματικός, υπό την έννοια ότι ο λήπτης πράγματι αποκόμισε ωφέλεια, και δεν αρκεί η περιαγωγή του λήπτη σε κατάσταση η οποία έδινε δυνατότητα προσπορισμού ωφέλειας (βλ. απόφ. Ι Τμ. Ελ. Συν. 1122/2016).
Συνακόλουθα, στην περίπτωση κατά την οποία δημόσιος υπάλληλος καταλογίζεται με τις εισπραχθείσες από αυτόν αποδοχές του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί από την αυτοδίκαιη έκπτωσή του λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης μέχρι την έκδοση της σχετικής διαπιστωτικής πράξης, κατά το οποίο ο έκπτωτος υπάλληλος εξακολούθησε εν τοις πράγμασι να παρέχει τις υπηρεσίες του, συνεπάγεται μεν τον πλουτισμό του Δημοσίου, ο πλουτισμός, όμως, αυτός ως νόμιμη αιτία έχει την, κατ’ άρθρα 96 Δ.Λ., 33 παρ. 1 (β) και 56 παρ. 4 του ν. 2362/1995, υποχρέωση του λαβόντος σε αποκατάσταση του ελλείμματος στη δημόσια διαχείριση από τη συνέχιση της καταβολής σε αυτόν αποδοχών, παρά την παύση οποιασδήποτε αξίωσής του για μισθό, υποχρέωση που, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα στερείτο εκ προοιμίου κάθε συνέπειας , με συνέπεια η ερειδόμενη στα άρθρα 904 επ. του Α.Κ. ένσταση του εκπτώτου υπαλλήλου προς άρση του σε βάρος του καταλογισμού είναι νόμω αβάσιμη και για το λόγο αυτό απορριπτέα.
Άλλωστε, η υπηρεσία που παρέχει ο δημόσιος υπάλληλος μετά την ως άνω αυτοδίκαιη έκπτωσή του και μέχρι την έκδοση της οικείας διαπιστωτικής πράξης δε δημιουργεί καμιά αξίωση αμοιβής, αφού η εν λόγω υπηρεσία δεν παρέχεται σε καμιά περίπτωση με βάση υπάρχουσα έγκυρη υπαλληλική σχέση και ως εκ τούτου δεν δημιουργεί αξίωση ούτε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεδομένου ότι τέτοιος πλουτισμός δεν προκύπτει για το Δημόσιο, στο μέτρο που αυτό (Δημόσιο) στη θέση του διατηρηθέντος, παρά την αυτοδίκαιη έκπτωσή του, υπαλλήλου, δεν θα προσλάμβανε άλλον και δεν θα υποβαλλόταν έτσι αναγκαίως στις δαπάνες αμοιβής του (μισθούς κλπ.) με αντίστοιχη ωφέλεια (πρβλ. ΑΠ 401/2015).
Ως προς τους λόγους που αναφέρει στο υπόμνημα του :
Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι, δεδομένου ότι προβάλλονται το πρώτον με το υπόμνημα, με τα οποίο, κατά το άρθρο 29 του π.δ. 1225/1981, επιτρέπεται μόνο ανάπτυξη όσων λόγων προβλήθηκαν με το δικόγραφο της έφεσης ή των προσθέτων λόγων. Σε κάθε περίπτωση όμως η χάρη, που απονέμεται κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν επιφέρει την εξαφάνιση της καταδίκης, με την έννοια να θεωρούνται ότι ουδέποτε έλαβαν χώρα τα αποτελέσματά της, αλλά απλά αίρει για το μέλλον τις στερήσεις και ανικανότητες που επήλθαν εξαιτίας αυτής. Εξάλλου, η έκπτωση του δημοσίου υπαλλήλου λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης του δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή, αλλά περιλαμβάνεται στους λόγους λύσης της υπαλληλικής σχέσης, ως δυσμενές διοικητικό μέτρο, η επιβολή του οποίου επέρχεται αυτοδίκαια από τον νόμο με μόνη την συνδρομή των οριζομένων αντικειμενικών προϋποθέσεων και ως εκ τούτου είναι ανεξάρτητη από την τυχόν κίνηση σε βάρος του της πειθαρχικής διαδικασίας και την έκβαση της πειθαρχικής δίκης ((ΕΣ Αποφ. Ι Τμήμ. 245/2003, 754/2005, ΣτΕ 588, 2223, 2938/2003, 2588/2004).
Επι της δευτέρας εφέσεως (βλ. ΕΣ Ολομ. 477/2014)
Σύμφωνα με την απορρέουσα από την έννοια του κράτους δικαίου (άρθρα 1 παρ. 3 και 4, 25, 26, 87, 93, 94 και 95 του Συντάγματος) και προβλεπόμενη πλέον ρητώς στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6-4-2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, αρχή της αναλογικότητας, ο κοινός νομοθέτης οφείλει, όταν θεσπίζει δυσμενή μέτρα εις βάρος μιας κατηγορίας προσώπων που συνεπάγονται την εξαίρεσή της από έναν αντίστοιχο ευμενή γενικότερο κανόνα δικαίου, να χρησιμοποιεί αντικειμενικά κριτήρια που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, τα θεσπιζόμενα δε αυτά επαχθή μέτρα πρέπει να είναι μόνο τα αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να τελούν σε άμεση συνάφεια όχι μόνο προς αυτόν τούτον των επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά και προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως.
Με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια, τα επιβαλλόμενα μέτρα πρέπει να είναι αφενός μεν κατάλληλα, ώστε να επιφέρουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, αφετέρου δε τα απολύτως αναγκαία με την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού δεν ήταν δυνατή η επιλογή ενός άλλου εξίσου αποτελεσματικού αλλά λιγότερο επαχθούς μέτρου.
Σε αντίθετη περίπτωση, αν το επιβαλλόμενο μέτρο είναι τέτοιας έντασης και διάρκειας που υπερακοντίζει καταδήλως τον επιδιωκόμενο σκοπό, συνεπάγεται δηλαδή μειονεκτήματα που είναι δυσανάλογα προς τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την εξυπηρέτηση του δημόσιου αυτού σκοπού αντίκειται στην ως άνω συνταγματική αρχή και η διάταξη που το προβλέπει είναι, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέα (βλ. αποφ. Ολομ. 2797/2011, 44/2009, 1277/2007, 2287/2005, 1492/2002, ΙΙ Τμήμα Ελ. Συν. 1878/2008, 922/2006, 1085/2004, 1376, 1359, 422/2001, 283/2000 κ.ά.).
Στο άρθρο 1 εδάφιο α΄ του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) θεσπίζεται ο γενικός και απόλυτος κανόνας σύμφωνα με τον οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του ατόμου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας.
Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα νομίμως κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα» με συνέπεια, να καλύπτονται από τη διάταξη αυτή και τα ενοχικής φύσεως δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. (Πρακτικά 10ης Συν./24-2-1999 Ολ. Ελ. Συν.).
Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές (αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Αζίνας κατά Κυπριακής Δημοκρατίας της 20-6-2002, Ολομ. Ελ. Συν. 984, 502, 26/2010, 1347, 44/2009, 2442, 1623/2008, 1944/2005, ΙΙ Τμήμα 2072, 1252, 395/2009, 2479, 1989, 1850/2008, 574/2007, 2870, 2747/2006 κ.ά.).
Περαιτέρω, από την ίδια ως άνω διάταξη συνάγεται ότι η αναγνωριζόμενη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση του δημοσίου υπαλλήλου για λήψη συντάξεως, εφόσον αυτός πληροί τις νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις, η οποία (αξίωση) αποτελεί από τη γέννησή της στοιχείο της περιουσίας του, δεν επιτρέπεται να απολεσθεί με νομοθετική ρύθμιση, παρά μόνο εάν συντρέχουν λόγοι πραγματικοί δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογούν την απώλειά της, τηρουμένης πάντοτε μια δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των επιταγών της προασπίσεως του εν λόγω περιουσιακού δικαιώματος.
Η διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β΄ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000 και ήδη 169/2007) έχει τεθεί για λόγους δημόσιας ωφέλειας (αποτροπή των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων όταν είναι στην ενέργεια από τη διάπραξη των ανωτέρω αδικημάτων σε βάρος του Δημοσίου και των νπδδ, εξυπηρέτηση της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και εμπέδωση της εμπιστοσύνης του πολίτη στην αξιοπιστία και ακεραιότητα της δημόσιας υπηρεσίας), προβλέπεται η πλήρης απώλεια του δικαιώματος για σύνταξη των υπαλλήλων που καταδικάστηκαν αμετάκλητα, είτε όταν ήταν στην ενέργεια, είτε ως συνταξιούχοι, για τα προαναφερόμενα αδικήματα. Η οριστική όμως απώλεια του συνόλου της σύνταξης και όχι μόνο ποσοστού της, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι μέρος αυτής αντιστοιχεί σε καταβληθείσες από τον υπάλληλο εισφορές και μάλιστα αυτοδικαίως, ήτοι χωρίς να καταλείπεται κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας καθώς και η απώλεια όλων των παροχών κοινωνικής ασφάλισης συμπεριλαμβανομένων και των παροχών ασφαλίσεως λόγω ασθενείας, συνιστά μέτρο ιδιαίτερα επαχθές για τον εξελθόντα από την ενεργό υπηρεσία δημόσιο υπάλληλο που τον ακολουθεί μέχρι το πέρας του βίου του και θέτει σε κίνδυνο τη διαβίωσή του, στερώντας από αυτόν τα στοιχειώδη μέσα για την αντιμετώπιση των βιοτικών του αναγκών, σε μια ηλικία, κατά την οποία η δυνατότητα αναπλήρωσης της σύνταξής του, μέσω άλλων πόρων, είναι σε μεγάλο βαθμό αβέβαιη, αν όχι ανύπαρκτη.
Άλλωστε, η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά του υπαλλήλου, ανεξαρτήτως αν είναι πλημμεληματική ή κακουργηματική, δεν τελεί σε άμεση σχέση με το συνταξιοδοτικό καθεστώς αυτού, ώστε να μπορεί να καταστεί κριτήριο για την απώλεια του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος, αλλά σχετίζεται άμεσα με την υπηρεσιακή του κατάσταση δυνάμενη να οδηγήσει στην απόλυση του υπαλλήλου. Περαιτέρω, οι προαναφερθείσες δυσμενείς συνέπειες που συνεπάγεται η εν λόγω διάταξη είναι δυσανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, καθώς το επιβαλλόμενο μέτρο είναι τέτοιας έντασης και διάρκειας που τον υπερακοντίζει προδήλως, ενώ ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέτρα εξίσου αποτελεσματικά αλλά λιγότερο επαχθή. Συνιστά, εκ του λόγου τούτου, κύρωση, η οποία εκτείνεται χρονικά και μετά την έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε και προσβάλλει κατά τούτο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγμ.), ενώ πλήττει το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας αυτού(άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγμ.).
Άλλωστε, το γεγονός ότι η σύνταξη του υπαλλήλου μεταβιβάζεται στην οικογένειά του δεν αρκεί για να αποκαταστήσει την ως άνω οριστική και αυτοδίκαιη απώλεια του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος δεδομένου ότι, αφενός μεν, το ποσό της σύνταξης που μεταβιβάζεται στην οικογένειά του ανέρχεται στα 7/10 της δικαιούμενης από αυτόν σύνταξης, αφετέρου δε, τίποτε δεν εγγυάται ότι η οικογενειακή του κατάσταση θα συνεχιστεί έτσι στο μέλλον και δεν θα υποστεί μεταβολές.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ρύθμιση του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, η οποία επιβάλλει στην Διοίκηση να εκδώσει, κατά δεσμία αρμοδιότητα, πράξη που συνεπάγεται την αυτοδίκαιη, οριστική και πλήρη στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος η οποία συνιστά την αναγκαία και ικανή συνθήκη ανατροπής της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των ατομικών δικαιωμάτων και του δημοσίου συμφέροντος, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑκαι είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα Και αυτό διότι η πλήρης στέρηση της σύνταξης και μάλιστα με την ως άνω μορφή (οριστική και αυτοδίκαιη) δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από το δημόσιο συμφέρον, όσο επιτακτικό και αν ήταν αυτό, γιατί υποβάλλει τον συνταξιούχο σ’ ένα υπερβολικό και δυσανάλογο βάρος (βλ. ΕΔΔΑ υπόθεση KjartanAsmundssonκατά Ισλανδίας, προσφυγή 6069/00 Απόφ. 12.12.2004).
3. Ως προς την Τρίτη έφεση.
Απαράδεκτη κατά το σκέλος που στρέφεται κατά κάθε συναφούς πράξεως άρθρα 31 παρ. 1 δ΄ και 53 παρ. 1 και 2 του π.δ/τος 1225/1981.
Ως προς στο θέμα του τεκμηρίου νομιμότητας :
το Δικαστήριο κατά την κύρια διάγνωση της νομιμότητας των δυσμενών πράξεων των συνταξιοδοτικών οργάνων, με τις οποίες απορρίπτονται αιτήματα συνταξιοδότησης ή ανακαλούνται ήδη εκδοθείσες πράξεις κανονισμού συντάξεων, σύμφωνα με τη διαδικασία του προεκτεθέντος άρθρου 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, κατ’ επίκληση της ανάκλησης της πράξης διορισμού του αιτουμένου σύνταξης, υποχρεούται να ελέγξει τη συμβατότητα της πράξης αυτής του συνταξιοδοτικού οργάνου, με την οποία διαγιγνώσκονται ή επιβάλλονται οι συνταξιοδοτικές συνέπειες της ανακλητικής του διορισμού πράξης, αφενός με τον νόμο και αφετέρου με υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες και αρχές (βλ. ΕλΣυνΤμ.1566, 332/2017). Τούτο δε, καθόσον αντίθετη εκδοχή θα στερούσε από τον διοικούμενο την κατοχυρωμένη από τις ανωτέρω διατάξεις πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία, αφού τέτοιοι ισχυρισμοί ως προς τις συνταξιοδοτικές συνέπειες της ανακλητικής του διορισμού πράξης δεν θα μπορούσαν να προβληθούν παραδεκτώς ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ελλείψει δικαιοδοσίας αυτών (πρβλ. ΔιοικΕφΑθ 3117/2015), και να απαντηθούν επί της ουσίας (πρβ. αποφ. ΕΔΔΑ της 10.2.1983, Albert et Le Compte κατά Βελγίου, της 13.2.2003 Chevrol κατά Γαλλίας, της 21.7.2011Sigma Radio Television Ltd κατά Κύπρου,της 21.6.2016 AlDulimiandMontanaManagementIncκατά Ελβετίας). Εξάλλου, εκτός από την περίπτωση της δικαστικής ακύρωσης της ανακλητικής του διορισμού πράξης που θα υποχρέωνε τη συνταξιοδοτική διοίκηση σε συμμόρφωση λόγω του ακυρωτικού αποτελέσματος της απόφασης κατά τα άρθρα 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 50 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) και 65 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα και θα δέσμευε και το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τα άρθρα 95 παρ.1 και 98 του Συντάγματος και 1 του π.δ/τος 1225/1981, το δεδικασμένο που θα απέρρεε από την τυχόν απορριπτική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου επί σχετικής αίτησης ακύρωσης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 50 παρ. 5 του π.δ/τος 18/1989, θα δέσμευε το Ελεγκτικό Συνέδριο μόνον ως προς το κριθέν από αυτό διοικητικής φύσης ζήτημα της νομιμότητας της πράξης αυτής ως μεταβολής της υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου (βλ. σκέψη VΓ και ΣΤ) και όχι ως προς τις συνταξιοδοτικές επιπτώσεις της ανάκλησης διορισμού.
Ως προς το θέμα της παραβίασής της αναλογικότητας:
Η απορρέουσα από τα άρθρα 1, 11 παρ. 1 και 2 και 14 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα υποχρέωση της συνταξιοδοτικής διοίκησης να μην προσμετρήσει ως συντάξιμο χρόνο τον διανυθέντα σε υπηρεσία του Δημοσίου, σε περίπτωση αναδρομικής απώλειας της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας, όπως σε περίπτωση ανάκλησης της πράξης παράνομου διορισμού κατά το άρθρο 20 του Υπαλληλικού Κώδικα, απορρίπτοντας σχετικό συνταξιοδοτικό αίτημα ή ανακαλώντας σχετική συνταξιοδοτική πράξη της, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα , συνιστά διοικητικό μέτρο που, κατ’ αρχήν, δύναται, ενόψει των συνταγματικών αρχών της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας να συναχθεί με σαφήνεια και χωρίς αμφιβολία από τον νόμο και τη σχετική παγία νομολογία του Δικαστηρίου τούτου(βλ. ΕλΣυνΟλομ. 2015/2008, 373/1996, ΙΙ Τμ. 1566, 332/2017, 4741/2013, 2505/2004), ιδίως δε, στην περίπτωση που ο παρανόμως διορισθείς υπάλληλος προκάλεσε ή υποβοήθησε τον παράνομο διορισμό του (πρβλ. acontrario ΕλΣυνΙΙ Τμ. 1566, 332/2017).
Συνεπώς, τα μέτρα αυτά και ειδικότερα τα μέτρα που λαμβάνονται στο συνταξιοδοτικό σκέλος της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, ως απόρροια της ανάκλησης του παράνομου διορισμού, είναι πρόσφορα, κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δοθέντος ότι κατ’ αρχήν δεν υφίσταται εναλλακτικό μέτρο δυνάμενο να εξυπηρετήσει εξίσου αποτελεσματικά την αποκατάσταση των ως άνω συνταγματικών αρχών και των οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου.
Όμως υπό την επιφύλαξη του χρονικού σημείου στο οποίο συντελείται η ανάκληση σε σχέση με τον διορισμό, ενόψει και των επιπτώσεων που επιφέρουν στην προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαλλήλου που απώλεσε την δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, ώστε να διασφαλίζεται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του αποκαταστατικού σκοπού αυτής και των αντανακλαστικών συνταξιοδοτικών μέτρων και αφετέρου των συνταγματικώς προστατευόμενων ατομικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου .
Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που η ανάκληση της πράξης διορισμού, ακόμη και επί υπαίτιας συμπεριφοράς του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου, χωρεί μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από τον διορισμό, πολλώ δε μάλλον σε χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο υπάλληλος έχει εξαντλήσει τον υπηρεσιακό του βίο στο δημόσιο, έχοντας διανύσει μεγάλο μέρος του εν γένει εργασιακού του βίου και συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από το Δημόσιο , αυτό δε έχει καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα επωφεληθεί των υπηρεσιών του, χωρίς να έχει ασκήσει τη νόμιμη ευχέρειά του να προβεί σε έλεγχο της γνησιότητας των δικαιολογητικών διορισμού προς διασφάλιση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, η πλήρης στέρηση της σύνταξης από το Δημόσιο, που αντιστοιχεί στην de facto παρασχεθείσα αυτή υπηρεσία, παρ’ ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται στα τυπικά προσόντα της θέσης και η συνδεόμενη με αυτήν υγειονομική περίθαλψη , αντίκειται προς τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές θίγοντας τον πυρήνα ατομικών δικαιωμάτων . Ειδικότερα, η λήψη των μέτρων αυτών στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, κατά παράβαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας, αναιρεί τη σαφή και προβλέψιμη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που απαιτείται και επί υπαίτιων συμπεριφορών των διοικουμένων , αφού καθίσταται διαρκώς και επ’ αόριστον μετέωρη η συνταξιοδοτική κατάσταση του υπαλλήλου, τελούσα υπό τη διαρκή διαλυτική αίρεση του ελέγχου της νομιμότητας της αρχικής του πρόσληψης από τη Διοίκηση, επιφέροντας επαχθέστατες και ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην προσωπική του κατάσταση, θίγοντας τον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 2 του Συντάγματος, εάν ληφθεί υπόψιν η κατ’ αρχήν υποχρέωση της Διοίκησης να αναζητήσει και το σύνολο των μισθολογικών απολαβών που αυτός έχει εισπράξει.
Κατόπιν αυτών και δοθέντος ότι η στέρηση της σύνταξης σε υπάλληλο του οποίου ανακλήθηκε ο διορισμός μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτό, ενώ είχε συμπληρώσει τους όρους συνταξιοδότησης αντίκειται στις ανωτέρω συνταγματικής και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και αρχές, σε περίπτωση που αυτός υποβάλλει αίτημα για την παροχή σύνταξης από το Δημόσιο, η συνταξιοδοτική Διοίκηση οφείλει κατ’ εφαρμογή των άρθρων 1, 11 παρ. 1 και 2 και 14 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, ερμηνευόμενα υπό το φως των άρθρων 2 παρ.1, 17 παρ.1, 25 παρ.1 α΄ του Συντάγματος, των συνταγματικών αρχών της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της αναλογικότητας, καθώς και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, να εξετάσει εάν, με την αναγνώριση ως συντάξιμης της μακράς αυτής υπηρεσίας, συμπληρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και σε καταφατική περίπτωση να του κανονίσει τη σύνταξη που θα δικαιούτο εάν δεν είχε χωρήσει η ανάκληση της πράξης διορισμού.