8.ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ. 2.7.2017

Σημειώσεις Διοικητικό ΝΣΚ

BANNER1

ΕΝΝΟΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Χωροταξικό δίκαιο  είναι το σύνολο  κανόνων δικαίου δημοσίου δικαίου  που ρυθμίζουν το κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι σε συγκεκριμένο εκτεταμένο χώρο (φυσικού περιβάλλοντος).

Η προστασία του περιβάλλοντος, οι άριστοι δυνατοί όροι διαβιώσεως του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας (βιώσιμης αναπτύξεως) επιτυγχάνονται μόνο με τον καλά σχεδιασμένο και εφαρμόσιμο χωροταξικό σχεδιασμό. Τα ορθολογικά χωροταξικά σχέδια  μόνο μπορούν να θέτουν, με βάση την ανάλυση των δεδομένων και την πρόγνωση των μελλοντικών εξελίξεων, τους μακροπρόθεσμους στόχους της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως και να ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών, των περιοχών ασκήσεως παραγωγικών δραστηριοτήτων και των ελεύθερων χώρων στις εκτός σχεδίου περιοχές (ΣτΕ 2669/2007, 3175/2009, 4534/2009, 4073/2014).

Πρόκειται για τη διαδικασία επέμβασης του κράτους σε μεγάλες γεωγραφικές ενότητες ( περιφέρεια, νομός) ή και σε ολόκληρη την χώρα με σκοπό των συντονισμό τόσο των κρατικών και ιδιωτικών ενεργειών που επιδρούν στο χώρο ιδίως στα πεδία της πολεοδομίας, περιφερειακής και οικονομικής ανάπτυξης, αγροτικής πολιτικής, συγκοινωνιακών δικτύων, προστασίας του περιβάλλοντος (ΣτΕ 1421/13). Η χωροταξία χωροταξικό δίκαιο ρυθμίζουν το φυσικό σχεδιασμό σε κοινωνικοοικονομική βάση. Διαμορφώνουν έτσι το παρόν και προγραμματίζουν το μέλλον κατά τέτοιο τρόπο που εντάσσονται στους πρωταρχικούς σκοπούς του σύγχρονου κοινωνικού κράτους.

Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Ο χωροταξικός σχεδιασμός διακρίνεται:

 α) Στον υπερκείμενο χωροταξικό σχεδιασμό :  που είναι συνοπτικός , υπερέχων σχεδιασμός των παραγωγικών δυνατοτήτων σε υπερτοπικό επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο εθνικό ή περιφερειακό . Είναι γενικές προτάσεις χωροταξικής οργάνωσης του εθνικού και περιφερειακού χώρου (ΣτΕ Ολομ. 3920/10). Περιέχει επιλογές στρατηγικού χαρακτήρα εντασσόμενες στα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που κατά το άρθρο 79§8 εγκρίνονται από την ολομέλεια της Βουλής,  περιέχει όμως και ειδικότερες ρυθμίσεις  (ΣτΕ 2814/13).

 β) στον υποκείμενο ρυθμιστικό- πολεοδομικό σχεδιασμό που είναι τοπικός , αφού οργανώνει τις παραγωγικές δραστηριότητες σε επίπεδο δήμου ή δήμων ή  ακόμη και σε επίπεδο συνοικισμού. Σε αυτόν εντάσσονται ο Γενικός Πολεοδομικός σχεδιασμός (τοπικά χωρικά σχέδια- ειδικά χωρικά σχέδια) και τα ρυμοτομικά σχέδια (πολεοδομική μελέτη και πράξη εφαρμογής, νυν ρυμοτομικά σχεδία εφαρμογής).

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΏΣΗ

Από τις διατάξεις του άρθρου 24, καθώς και των άρθρων 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός ανατίθεται στην Πολιτεία, που οφείλει να θεσπίζει τις αναγκαίες ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος, οι άριστοι δυνατοί όροι διαβιώσεως του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας (βιώσιμης αναπτύξεως).

Η τήρηση αυτής της συνταγματικής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή ο οποίος πρέπει να διακριβώσει κάθε φορά αν με τις θεσπιζόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση ρυθμίσεις επέρχεται ή όχι υποβάθμιση του περιβάλλοντος (ΣτΕ 87/14,808/14).

Μετο Σύνταγμα του 1975, όπως αναθεωρήθηκε το 1986 και 2001, : 1.Αναγνωρίστηκε αφενός η υποχρέωση του Κράτους για την προστασία του περιβάλλοντος στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας, η οποία, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τη διεθνώς αποδεκτή άποψη, στοχεύει στην ισόρροπη ανάπτυξη των τριών πυλώνων της, της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής συνοχής και της προστασίας του περιβάλλοντος και αφετέρου το δικαίωμα του πολίτη στο περιβάλλον ως ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό δικαίωμα.

2.Στο πλαίσιο της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος προσδιορίστηκαν οι έννοιες του δάσους και των δασικών εκτάσεων, θεσπίστηκε ένα κοινό καθεστώς προστασίας των δημόσιων και ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων και διασφαλίστηκε ο αναδασωτέος χαρακτήρας δασών και δασικών εκτάσεων που έχουν καταστραφεί ή τελούν υπό καταστροφή, όπως και όσων αποψιλώνονται ή αποψιλώθηκαν με άλλο τρόπο (116).

3.Αποβλέποντας στην προστασία του περιβάλλοντος, ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 αναφέρθηκε στην υποχρέωση του Κράτους σύνταξης Κτηματολογίου και Δασολογίου, με αποτέλεσμα τη δυνατότητα στοιχειοθέτησης, βάσει της σχετικής συνταγματικής ρύθμισης,παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας εις βάρος της Διοίκησης σε περίπτωση μη ολοκλήρωσής τους σε εύλογο χρόνο (βλ. ΣτΕ 2818/97).

4. Επιπλέον, σε μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η έως τότε αδυναμία ορθολογικού σχεδιασμού και δημιουργίας των κοινόχρηστων χώρων, επιβλήθηκαν από τον συντακτικό νομοθέτη του 1975 αφενός η εισφορά γης, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, των ιδιοκτητών ακινήτων σε περιοχές που αναγνωρίζονται ως οικιστικές ή αναπλάθονται, με σκοπό τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων ή την παραχώρηση οικοπέδων σε πολίτες των οποίων οι ιδιοκτησίες ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου, και αφετέρου η συμμετοχή των άνω ιδιοκτητών στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων. Ως αντάλλαγμα της υποχρεωτικής παραχώρησης αστικών εκτάσεων θεωρείται η αξιοποίηση και ανατίμηση της περιοχής, οι οποίες προκύπτουν από την αναγνώρισή της ως οικιστικής ή την πολεοδομικής της ενεργοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό προβλέφθηκε μάλιστα η δυνατότητα της συμμετοχής σε γη με τη μορφή αντιπαροχής ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικώς ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της οικιστικής περιοχής. Στο ίδιο πνεύμα θεσπίστηκαν μέτρα χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής, όπως ο αστικός κυρίως αναδασμός και η αναγκαστική συνιδιοκτησία .

5.Προβλέφθηκε ένα ειδικό καθεστώς για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, τους αρχαιολογικούς χώρους και θησαυρούς, τα σπήλαια, τον υπόγειο πλούτο γενικά, καθώς και για τις λιμνοθάλασσες και τις μεγάλες λίμνες(18).

6.Ομοίως για λόγους δημόσιας ωφέλειας υπέρ του Δημοσίου εξελίχθηκε ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης με την πρόβλεψη ειδικών διατάξεων αναφορικά με την απαλλοτρίωση για την κάλυψη μελλοντικών αναγκών (τράπεζα γης) και την εκτέλεση έργων γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας (17).

7. Επιπλέον με το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 2001, σε μια προσπάθεια ορθολογικής κατανομής μεταξύ εθνικού και περιφερειακού σχεδιασμού και ανάθεσης της προστασίας του περιβάλλοντος στους τοπικά αρμόδιους φορείς, αφενός προβλέπεται η με νόμο ανάθεση στους ΟΤΑ της άσκησης «αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους» και αφετέρου καθιερώνεται τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ των ΟΤΑ για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων.

8.Τέλος, επιδιώκοντας τον περιορισμό του εύρους του ακυρωτικού ελέγχου, ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001, προέβλεψε ότι «οι τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις σε θέματα χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού γίνονται σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης»Αρ.24παρ2β Σ. Πρόκειται για μια αντίδραση στην ακολουθούμενη συχνά πρακτική του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος τη ρευστότητα των ορίων μεταξύ του ελέγχου των τεχνικών κρίσεων της Διοίκησης και της σκοπιμότητας, όπως και του ελέγχου της νομιμότητας, προβαίνει σε έλεγχο των προκείμενων κρίσεων δίχως να τις χαρακτηρίζει ως τεχνικές.

9. Ταυτόχρονα, σε αρμονία με τις ευρωπαϊκές τάσεις τις δεκαετίας του ’70 υπέρ της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, ο συντακτικός νομοθέτης προέβλεψε την ψήφιση νόμου για την επιβολή των περιοριστικών μέτρων της ιδιοκτησίας, του τρόπου και του είδους της αποζημίωσης των ιδιοκτητών, εισάγοντας με το άρθρο 24 παρ.6 μια καινοτόμο εξαίρεση από το άρθρο 17 του Συντάγματος. Εξάλλου, με σκοπό τη διεύρυνση του αντικειμένου και του περιεχομένου της σχετικής προστασίας, αυτός προέβη σε μια ενδεικτική απαρίθμηση των προστατευτέων αγαθών. Η θέση της νομολογίας υπήρξε ανέκαθεν υπέρ μιας συνδυαστικής προστασίας του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδιασμού, λόγω της αλληλεπίδρασης και της αλληλεξάρτησής τους .Η έννοια του πολιτιστικού περιβάλλοντος, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι ευρύτατη καθώς, εκτός των μνημείων, αυτή περιλαμβάνει κάθε στοιχείο προερχόμενο από την ανθρώπινη δραστηριότητα και το οποίο συνθέτει την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της χώρας(ΣτΕ 2801/98 Ολομ). Ανάλογη τάση διεύρυνσης του αντικειμένου της πολιτιστικής κληρονομιάς υιοθετήθηκε από τον νομοθέτη, από τη σύσταση του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους έως τον τελευταίο Ν 3028/2002 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς».

          Η νομολογία του ΣτΕ και ιδίως του Ε ΄τμήματος διαδραμάτισε κυριαρχικό ρόλο στην διαμόρφωση και προστασία περιβάλλοντος  ιδίως:

Α) Με την αναγνώριση και εφαρμογή της αρχής του πολεοδομικού ή οικιστικού κεκτημένου, σύμφωνα με την οποία οι τροποποιήσεις των ισχυουσών πολεοδομικών ρυθμίσεων πρέπει να επιδιώκουν τη βελτίωση των όρων διαβίωσης και σε περίπτωση υποβάθμισής από το απλό νομοθέτη  οι σχετικές τροποποιήσεις κρίνονται αντισυνταγματικές και ανεφάρμοστες από τον ακυρωτικό δικαστή.

Β) με την αρχή της προφύλαξης, σύμφωνα με την οποία η διαχείριση των οικολογικών διακινδυνεύσεων επαφίεται στη λήψη προληπτικών μέτρων, ακόμα και αν οι κίνδυνοι και τα αρνητικά αποτελέσματα ενός έργου ή μιας δραστηριότητας δεν μπορούν να θεμελιωθούν από επιστημονικής απόψεως κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο.

Στο χώρο του Διοικητικού Δικαίου για τις  ανάγκες των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων :

Α) διευρύνθηκαν αφενός η έννοια της διοικητικής πράξηςμε τη διαμόρφωση από τη νομολογία και τη θεωρία της ατομικής πράξης γενικού περιεχομένουκαι της σωρευτικής διοικητικής πράξης.

Β) Η έννοια του έννομου συμφέροντος διευρύνθηκε στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη . Στο επίπεδο των φυσικών προσώπων η άνω διεύρυνση, έχοντας ως άξονα τις έννοιεςτης οικολογικής γειτνίασης και του περίοικου, οριοθετήθηκε επί θεμάτωνιδιοκτητών και κατοίκων αρχικώς στη γεωγραφική έκταση του οικείου ΟΤΑόπου βρίσκεταιη ιδιοκτησία ή η κατοικία για να επεκταθεί στη συνέχεια, με αφορμή την προστασία του δασικού περιβάλλοντος, του αστικού πρασίνου και των ακτών, στα όρια ευρύτερων οικιστικών περιοχών, όπως αυτές του λεκανοπεδίου Αττικής και της Θεσσαλονίκηςσε συνδυασμό με τις δυσμενείς συνέπειες που τυχόν υφίστατο ο κάτοικος του λεκανοπεδίου από την π.χ άδεια κοπής δένδρων στην Πεντέλη. Μάλιστα είναι αδιάφορο εάν ο αιτών κατοικεί σε αυθαίρετο πολεοδομικά οίκημα.

Ειδικά στο επίπεδο των νομικών προσώπωνη διεύρυνση του έννομου συμφέροντος ακολούθησε δύο φάσεις. Σε μια πρώτη φάση αυτόαναγνωρίστηκε, με αποσύνδεση του χωρικού στοιχείου, δηλαδή του τόπου της έδρας του νομικού προσώπου,σε πάσης φύσεως ενώσεις και συλλόγους με άμεσο ή έμμεσο σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος και οι οποίοι διέθεταν νομική προσωπικότητα και κατά το καταστατικό τους είχαν σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος. Σε μια δεύτερη φάση  (από το 2009) έγινε δεκτό από τη νομολογία του ΣτΕ το έννομο συμφέρον ενώσεων προσώπων οι οποίες στερούνται νομικής προσωπικότητας, υπό την προϋπόθεση της αναγνώρισής τους από την έννομη τάξη ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε ορισμένο κύκλο σχέσεων ή δραστηριοτήτων στον οποίο εμπίπτει το συναφές με το περιβάλλον αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης.

Ειδικότερα στην περίπτωση των ΟΤΑ αρχικώς το έννομο συμφέρον αυτών έγινε δεκτό με βάση το χωρικό κριτήριο της ένταξης του προστατευτέου περιβαλλοντικού στοιχείου στα όριά τους για να επεκταθεί στη συνέχεια και σε ΟΤΑ οι οποίοι βρίσκονται στα όρια της ευρύτερης περιοχής όπου εκδηλώνεται η περιβαλλοντική βλάβη.

Γ) Εμπλουτίστηκαν οι λόγοι ακύρωσης για παράβαση νόμουστην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη,αφενός με τη διεύρυνση των περιπτώσεων της πλάνης περί τα πράγματα και της νομικής πλάνηςκαιαφετέρου με την προσθήκη γενικών αρχών δικαστικού ελέγχουκατά τον έλεγχο των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας. Πρόκειται για τιςαρχές της προφύλαξης,της στάθμισης κόστους-οφέλους,της αναζήτησης της προσφορότερης για το περιβάλλον τεχνικής λύσης,του πρόδηλου σφάλματος της διοικητικής πράξης, η οποία ελήφθη στο πλαίσιο της ευρείας διακριτικής ευχέρειας,και της εμπεριστατωμένης μελέτης του φακέλουσε συνδυασμό με την ανάγκη ελέγχου από τους αρμόδιους επιστήμονες.

Δ) Ομοίως εμπλουτίστηκαν οι περιπτώσεις χορήγησης αναστολής εκτέλεσης με τη θεώρηση της προσβολής του περιβάλλοντος είτε ως ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης είτε ως λόγου δημόσιου συμφέροντος, με αποτέλεσμα την αποδοχή ή, συνηθέστερα στη δεύτερη περίπτωση, την απόρριψη της αίτησης αναστολής ή ακόμα την επιβολή από την Επιτροπή Αναστολών άλλου καταλληλότερου μέτρου. 

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Ο ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1975 ΕΩΣ 1993)

ΤΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΑ

Ο πρώτος νόμος που ανέλαβε να εξειδικεύσει τις ως άνω συνταγματικές επιταγές ήταν ο ν. 360/1976 «Περί χωροταξίας και περι­βάλλοντος». Ο νόμος αυτός εισήγαγετρεις κατηγορίες χωρο­ταξικών σχεδίων και προγραμμάτων (Εθνικό, Τομεακά και Περιφε­ρειακά) που ήταν ιεραρχικά διαρθρωμένα μεταξύ τους, ώστε το κατώτερο γεωγραφικά ή το ειδικότερο να αναφέρεται πάντοτε και να ευθυγραμμίζεται προς το ανώτερο γεωγραφικά και το γενικό­τερο. Ο νόμος αυτός δεν λειτούργησε και μετά το 1985, εγκαταλείφθηκε από τη Διοίκηση η οποία προσέφυγε σε υποκατάστατα εργαλεία χωρο­ταξικού σχεδιασμού.

Τα σπουδαιότερα χωροταξικά υποκατάστατα εκείνης της περιόδου ήταν:   α) Η Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου (ΖΟΕ) του άρθρου 29 του ν. 1337/1983, μέσω της οποίας επιδιώχθηκε ο έλεγχος των χρήσεων γηςκαι της οικιστικής ανάπτυξηςσε περιαστικές περιο­χές και σε περιοχές που έχρηζαν ειδικής προστασίαςλόγω των ιδιαίτερων φυσικών ή πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους και

Β) Παράλ­ληλα,μετά την έκδοση της ΚΥΑ 69269/5387/1990 (ΦΕΚ 678 Β’), με την οποία μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο οι διατάξεις τηςοδηγίας 85/337/ΕΟΚ, γενικεύθηκε η χρήση του θεσμούτης προ­έγκρισης χωροθέτησηςως υποκατάστατου του ελλείποντος χω­ροταξικού σχεδιασμού.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1993 ΕΩΣ 2014)

Με τις κλασικές αποφάσεις του 1993 για τα ιχθυοτρο­φεία (ΣτΕ 304/1993 και 2844/1993), το Συμβούλιο της Επικρατείας εξήγγειλε απερίφραστα τον κανόνα, τον οποίο θεμελίωσε στο άρθρο 24 παρ.2 Συντ., ότι   δεν συγχωρείται ατομική (σημειακής ) χωροθέτηση εαν δεν έχει προηγηθεί ευρύτερος χωροταξικός σχεδιασμός, έστω και μερικού χαρακτήρα, όπως είναι αυτός που εμπεριέχεται σε Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου του άρθρου 29 του ν. 1337/1983 ή σε Ζώνη Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων του άρθρου 24 του ν. 1650/1986. Συνεπώς η προέγκριση χωροθέτησης και η έγκριση δεν αρκούν χωρίς ευρύτερη χωροταξική σχεδίαση , για να προσδώσουν νομιμότητα στην άδεια λειτουργίας της επιχείρησης.

Σύμφωνα με την Νομολογία του ΣτΕ εκείνης της περιόδου έως ότου η πολιτεία θεσπίσει  κατά ορθολογικό τρόπο τα ολοκληρωμένα, Εθνικό και Περιφερειακό, χωροταξικά σχέδια, ο κοινός νομοθέτης πρέπει να προσφεύγει ποικιλοτρόπως στο μερικό τουλάχιστον σχεδιασμό και προγραμματισμό των παραγωγικών δραστηριοτήτων, ούτως ώστε να διαφυλάσσονται οι δυνατότητες της ευρύτερης χωροταξικής οργανώσεως.

Τέτοια θεωρήθηκαν  π.χ. η έγκριση των Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε), των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων του ν. 1337/83, των Ρυθμιστικών Σχεδίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης (των ν. 1515/85 και 1561/85 αντιστοίχως κ.λ.π.), Ο θεσμός των Ζωνών Αναπτύξεως Παραγωγικών δραστηριοτήτων, που προβλέπεται στο άρθρο 24 του ν. 1650/86 . Οι Περιοχές Ελέγχου και Περιορισμού της Δόμησης που είναι περιοχές που θεσπίζονται μέσω των ΓΠΣ / ΣΧΟΟΑΠ προκειμένου να περιοριστεί και να ρυθμιστεί η εκτός σχεδίου δόμηση σε περιοχές που αντιμετωπίζουν πιέσεις από ασύμβατες χρήσεις γης ή την ένταση της οικοδομικής δραστηριότητας. Οι ΠΕΡΠΟ (Περιοχές Ειδικά Ρυθμιζόμενης Πολεοδόμησης) είναι περιοχές εκτός σχεδίου και εκτός οικισμών που ορίζονται μέσω των ΓΠΣ / ΣΧΟΟΑΠ και δύνανται να πολεοδομηθούν με ιδιωτική πρωτοβουλία, για την κάλυψη οικιστικών κυρίως αναγκών, αλλά και αναγκών παραγωγικών τομέων. Το .Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (ν. 1515/1985, Α´ 18), που αποτελεί κατ’ ουσίαν το πλαίσιο χωροταξικού σχεδιασμού της Περιφέρειας Αττικής, μαζί με τις οι ρυθμίσεις του προεδρικού διατάγματος περί καθορισμού ζώνης οικιστικού ελέγχου της εκτός σχεδίου περιοχής της Λαυρεωτικής (π.δ. της 17.2.1998, Δ´ 125).

Οι Ν.2508/1997 και  Ν.2742/99

Ο χωροταξικός σχεδιασμός, σύμφωνα με τον ν. 2742/1999, πραγματοποιείτο σε δύο επίπεδα:εθνικό και περιφερειακό. Στο πρώτο από αυτά, ο χωροταξικός σχεδιασμός ασκείτο μέσω του Γενικού και των Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (άρθρα 6-7), ενώ αντιστοίχως στο δεύτερο μέσω των Περιφερειακών Πλαισίων που καταρτίζονταν για κάθε μια από τις 13 Περιφέρειες της χώρας (άρθρο 8). Πρέπει να παρατηρηθεί πάντως ότι η διάρθρωση των επιπέδων του χω­ροταξικού σχεδιασμού δεν είχαν πλήρη αντιστοιχία με τη διοικητική διαίρεση της χώρας. 

Τα ΓΠΧΣΑΑ πλαίσια ήταν τριών κατηγοριών το Γενικό  που είχε θεσπιστεί το 2008,  το Περιφερειακό που αφορούσε 12 περιφέρειες πλην της αττικής, που θεσπίστηκε το 2003 και σε μερικές περιπτώσεις το 2004, και τα Ειδικά που αφορούσαν : τα καταστήματα κράτησης το 2001, τις ΑΠΕ το 2008, τη βιομηχανία του 2009, τουρισμό του2009.

Από τις τρεις κατηγορίες χωροταξικών πλαισίων τα ειδικά πλαίσια έχουν εφαρμοστεί με σχετική επιτυχία. Οι άλλες δύο κατηγορίες είχαν μικρή απόδοση μέχρι σήμερα , διότι το μεν γενικό πλαίσιο απέτυχε λόγω κυρίως του γενικού χαρακτήρα του και τις αδυναμίες του ως σχεδιαστικό εργαλείο , τα δε  περιφερειακά πλαίσια που αποτελούν διεθνώς την πιο συνήθη κατηγορία χωροταξικού σχεδιασμού στην Ελλάδα απέτυχαν κατά βάση , ενώ  χρησίμευσαν μόνο για την τροφοδότηση κάποιων περιφερειακών επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ 2000-2006. Να σημειωθεί μάλιστα οτι ακυρώθηκαν από το ΣτΕ οι χωροθετήσεως τριών μεγάλων έργων.

Τα Ειδικά Πλαίσια αντίθετα  ανεδείχθησαν αρκετά αποτελεσματικό σχεδιαστικό εργαλείο που επέτρεψε την προώθηση ορισμένων μεγάλων επενδύσεων και μάλιστα όχι με απαγορευμένες σημειακές ad hoc διαδικασίες αλλά με την ένταξή τους σε ένα συνολικό μακρό σχεδιασμό του εθνικού χώρου ειδικά στην περίπτωση των ΑΠΕ, δεδομένου ότι η νομολογία του ΣτΕ με την 2569/2004 τις είχε σταματήσει . Στην περίπτωση του τουρισμού χάρι στα Ειδικά Πλαίσια είχαμε την  εισαγωγή της έννοιας «συνθέτη και ολοκληρωμένη τουριστική υποδομή μικτής χρήσης» που λειτούργησε ως το πρώτο βήμα για την επιχειρησιακή ρύθμιση των μικτών τουριστικών επενδύσεων δηλαδή κλασικό ξενοδοχείο – τουριστική κατοικία -ειδική τουριστική υποδομή με το νόμο 4002/2011 και τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα. Παράλληλα χάρι σε αυτά υπήρξε ένας μερικός εξορθολογισμός της εκτός σχεδίου χωροθέτησης αν και η έξαρση το 2008 και μετά σε ΓΠΣ μείωσε την αποτελεσματικότητα τους.

Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ

Σε αντιδιαστολή προς τα κλασικά πολεο­δομικά σχέδια που περιέχουν λεπτομερείς ρυθμίσεις για τις προβλεπόμενες πολεοδομικές επεμβάσεις και τον έλεγχο της οικιστικής ανάπτυξης, τα χωροταξικά σχέδια που εισάγονται με τον ν. 2742/1999 χαρακτηρίζονται ως «πλαίσια», δηλαδή ως «σύνολα κειμένων ή/και διαγραμμάτων» με τα οποία καθορίζονται οι αρχές και κατευθύνσεις της ακολουθητέας χωροταξικής πολιτι­κής και παρέχονται οδηγίες προς τη Διοίκηση για τη σύνταξη ειδι­κότερων σχεδίων και προγραμμάτων ή για την έκδοση κανο­νιστικών και ατομικών διοικητικών πράξεων. Εν όψει του κατευθυ­ντηρίου χαρακτήρα τους, τα χωροταξικά σχέδια του ν. 2742/1999 χαρακτηρίζονται από ορισμένους συγγραφείς ως «στρατηγικά», ενώ, κατ’ άλλους, εξομοιώνονται προς τα προγράμματα οικονομι­κής και κοινωνικής ανάπτυξης. Υπό την εκδοχή αυτή, υποστη­ρίζεται μάλιστα ότι το Γενικό Πλαίσιο«προσεγγίζει πολύ περισ­σότερο την έννοια της πολιτικής, παρά αυτήν της έννομης τάξης».

Από τυπικής λοιπόν απόψεως, το Γενικό Πλαίσιο συνιστά μια sui generis νομική πράξη.

Από ουσιαστικής απόψεως, το Γενικό Πλαίσιο αποτελεί προϊόν συμφωνίας της Κυβέρνησης και της Βουλής με στοιχεία συμπράξεως των κοινωνικών και επιστημονικών φορέων της χώρας που μετέχουν στο Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξικού Σχεδιασμού.Ζήτημα γεννάται εν προκειμένω αν η συμφωνία αυτή, εν όψει και της ιδι­αίτερης διαδικασίας του άρθρου 79 παρ. 8 Συντ., έχει μόνον πο­λιτικό ή και νομικό περιεχόμενο, δηλαδή αν επάγεται συγκεκριμένες νομικές δεσμεύσεις για την Κυβέρνηση και τη Βουλή κατά την άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας σε θέματα που αφορούν τον εθνικό χωροταξικό σχεδιασμό. Ως προς το ζή­τημα αυτό έχουν υποστηριχθεί διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, η δέσμευση αυτή είναι προεχόντως πολιτική.

Η θέση του ΣτΕ

Στις λίγες πάντως περιπτώσεις στις οποίες το Δικα­στήριο ήρθε αντιμέτωπο με το ζήτημα της νομικής δεσμευτικότητας των χωροταξικών σχεδίων, φάνηκε να θεωρεί ανεπίτρεπτη οποιαδήποτε ρύθμιση ή έργο αποκλίνει από υφιστάμενα χωρο­ταξικά σχέδια, ακόμη και όταν οι επίμαχες προβλέψεις διατυπώ­νονται με τη μορφή συστάσεων και κατευθύνσεων και όχι πλήρων κανόνων δικαίου.

Το ΣτΕ σε σχέση με τις πράξεις έγκρισης των ειδικών χωροταξικών πλαισίων είχε δεχθεί ότι είναι δυνατή η προσβολή τους με αίτηση ακυρώσεως ως κανονιστικού χαρακτήρα .  Το δικαστήριο είχε δεχθεί τη νομική δεσμευτικότητα τόσο των γενικών κατευθύνσεων όσο και των ειδικότερων ρυθμίσεων όχι μόνο ρυθμιστικών και γενικών πολεοδομικών σχεδίων αλλά και κατά την έκδοση εγκρίσεων και αδειών για την εγκατάσταση και λειτουργία έργων ανάπτυξης των σχετικών παραγωγικών δραστηριοτήτων ( ΣτΕ 1421, 1422/ 2013. 2784 4013/ 13 επταμελής).

Έτσι, με την υπ’ αρ. 3488/2003 απόφασή του, το ΣτΕ έκρινε κατά πλειοψηφία ως παράνομη την πράξη χωροθέτησης νέου αεροδρομίου στη Μήλο σε άλλη θέση από αυτή που προέβλεπε το χωροταξικό σχέδιο του νησιού, το οποίο είχε εγκριθεί με απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περι­βάλλοντος του έτους 1981 κατ’ εφαρμογή του ν. 360/1976. Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο ερμήνευσε τη ρήτρα του σχετικού χωροταξικού σχεδίου περί διατήρησης, βελτίωσης και επέκτασης του υφιστάμενου αεροδρομίου ως απαγορευτική για τη δημιουρ­γία σε άλλη τοποθεσία νέου αεροδρομίου ή διαδρόμου προσγειώσεως-απογειώσεως (!!!).

Αντίστοιχα, με την υπ’ αρ. 3858/2007 απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε μη νόμιμη την εκτέλεση νέου υδροηλεκτρικού έργου στον ποταμό Άραχθο, στο νομό Άρτας, ως αντίθετη στο Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού της Περιφερείας Ηπείρου, στο οποίο, μεταξύ άλλων, είχε ορισθεί ότι «δεν συνιστάται η κατασκευή υδροηλεκτρικών έργων στα Τζου­μέρκα (Καλαρύτικος, Άραχθος) για λόγους περιβαλλοντικής προ­στασίας». Με τις αποφάσεις αυτές φαίνεται να επιβεβαιώνεται η τάση του Δικαστηρίου, που είχε διαγνωσθεί ήδη κατά την ερμηνεία των ν. 1515/1985 και 1561/1985 περί Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθή­νας και Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, να θεωρεί ευθέως δεσμευτικές για τη Διοίκηση τις εξειδικευμένες χωροταξικές προβλέψεις που διαθέτουν επαρκή σαφήνεια και κανονιστική πυκνότητα ώστε να παρίστανται δεκτικές άμεσης εφαρμογής.

Το πρόβλημα της εκτελεστότητας των ειδικών πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού

Τα ΕΠΧΣ εμφανίζουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό : εγκρίνονται από την επιτροπή συντονισμού της κυβερνητικής πολιτικής και αποτελούν εξειδίκευση ανά τομέα ή κλάδο παραγωγικής δραστηριότητας του γενικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης. Το τελευταίο εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 8 του Συντάγματος. Η εμπλοκή αυτή της Βουλής στον τομέα του εθνικού προγραμματισμού θα μπορούσε να δημιουργήσει αμφισβητήσεις στην νομική φύση των ειδικών πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού ως εκτελεστών διοικητικών πράξεων.

Κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας με τα ειδικά χωροταξικά πλαίσια τίθεται οι μακροπρόθεσμοι στόχοι οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και οι ρυθμίσεις τους έχουν έννομες συνέπειες όχι μόνον κατά την έγκριση ρυθμιστικών και γενικών πολεοδομικών σχεδίων και κάθε είδους χρήσεων γης αλλά και κατά την έκδοση εγκρίσεων και αδειών για την εγκατάσταση έργων ανάπτυξης, αναπτύσσουν δηλαδή κατά την πάγια νομολογία του δικαστηρίου πλήρη κανονιστική ισχύ και έχουν εκτελεστό χαρακτήρα. Το δικαστήριο επισημαίνει ότι ο έλεγχος του ακυρωτικού δικαστή σε σχέση με τη διοικητική πράξη που εκκρίνει  την ανάπτυξη συγκεκριμένης παραγωγικής δραστηριότητας δεν είναι έλεγχος συμβατότητας, αλλά έλεγχος μη  αντίθεσης( ΣτΕ 1421/ 2013 σκέψη 5).

Συνολικά έχουν εκδοθεί τριάντα τέσσερις αποφάσεις του ΣτΕ εκ των οποίων μόνο μία ήταν εν μέρει ακυρωτική (807/ 2014) που αφορούσε το ειδικό χωροταξικό πλαίσιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ακύρωσε την εγκριτική πράξη διότι δεν επέβαλε τη σύνταξη ειδικής ορνιθολογικής μελέτης για τις περιοχές εκτός ζωνών ειδικής προστασίας που χαρακτηρίζονται ως σημαντικές περιοχές για τα πουλιά

Με την ΣτΕ 1421/2013, τα προβλεπόμενα από το άρθρο 7 του ν. 2742/1999 ειδικά πλαίσια χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης, αποτελούν πράξεις της εκτελεστικής λειτουργίας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και αντικείμενο σε σχέση με τις πράξεις της Διοικήσεως που εκδίδονται με βάση εξουσιοδότηση τυπικού νόμου και έχουν αμιγώς κανονιστικό περιεχόμενο, διότι, όπως εκτίθεται ανωτέρω, περιέχουν στρατηγικές επιλογές, για την υλοποίηση των οποίων, μπορούν να εισάγονται συγκεκριμένες δεσμευτικές ρυθμίσεις, συναρτώμενες με τις αναγκαίες για το σκοπό αυτό τεχνικές εκτιμήσεις. Το αντικείμενο δε των ρυθμίσεων που επιτρέπεται να θεσπιστούν με τα εν λόγω ειδικά σχέδια προσδιορίζεται με το άρθρο 7 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του ν. 2742/1999. Περαιτέρω, ενόψει του κατά τα ανωτέρω ιδιόμορφου χαρακτήρα των ειδικών πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης και του αντικειμένου τους που αποτελεί εξειδίκευση κατά τομέα ή κλάδο παραγωγικών δραστηριοτήτων του Γενικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης, στο οποίο περιέχονται τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που εγκρίνονται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής με βάση την ειδική διαδικασία, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 79 παρ. 8 του Συντάγματος, επιτρεπτώς, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ορίζεται με το προαναφερόμενο άρθρο 7 του ν. 2742/1999, ότι τα ειδικά αυτά πλαίσια εγκρίνονται με απόφαση της Επιτροπής Συντονισμού της Κυβερνητικής Πολιτικής στον τομέα του χωροταξικού σχεδιασμού και της αειφόρου ανάπτυξης, ύστερα από γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΣτΕ 4966/2014 υδατοκαλλιέργειες).Δηλαδή επιτρεπτώς αποκλίνουν με ειδική συνταγματική πρόβλεψη από τον κανόνα της ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης προς τον ΠτΔ.

Ειδικότερα, τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, τα οποία αποτελούν, κατά το σύστημα του νόμου, το δεύτερο στάδιο χωροταξικού σχεδιασμού, περιλαμβάνουν, αφενός επιλογές στρατηγικού χαρακτήρα, συναρτώμενες με μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις εντασσόμενες στα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που εγκρίνονται από την Ολομέλεια της Βουλής κατά το άρθρο 79 παρ. 8 του Συντάγματος, και αφετέρου γενικές κατευθύνσεις   και     ειδικότερες ρυθμίσεις, συνδεόμενες αρρήκτως με τα ανωτέρω ζητήματα, για τη θέσπιση των οποίων παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στο παραπάνω κυβερνητικό όργανο με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 2742/1999 (βλ. ΣτΕ 4784, 4785, 1421, 1422/2013, 7/λούς, 4966, 4983/2014) (…) οι σχετικές δε ρυθμίσεις ελέγχονται κατά το κανονιστικό τους μέρος (ΣτΕ 4966/2014), (…) αναπτύσσουν νομική δεσμευτικότητα και προσβάλλονται παραδεκτώς (ΣτΕ 4189/2014, 3632/2015 Ολομ.).

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΩΝ Σ.Δ.Ο ΤΟΥ ΚΔΔ

Για το ειδικό χωροταξικό του Τουρισμού η Ολομέλεια έκρινε ότι «(…) Επί συλλογικών οργάνων η βούληση εκφράζεται από την πλειοψηφία των μελών (…)» και το ακύρωσε διότι δεν τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία γνωμοδότησης του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας: «(…) με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 4 και 4 παρ. 3 εδάφιο τρίτο του ν. 2742/1999, για την έγκριση των Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης από την Επιτροπή Συντονισμού της Κυβερνητικής Πολιτικής στον τομέα του Χωροταξικού Σχεδιασμού και της Αειφόρου Ανάπτυξης επιβάλλεται, ως ουσιώδης τύπος της σχετικής διαδικασίας η προηγουμένη γνωμοδότηση του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Συνεπώς, η παράλειψη του τύπου αυτού ή η πλημμελής τήρησή του επάγεται την ακυρότητα του τελικώς εκδιδομένου Ειδικού Πλαισίου. Το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης έχει τον χαρακτήρα συλλογικού διοικητικού οργάνου, του οποίου η συγκρότηση, η σύνθεση και η λειτουργία διέπονται από το ν. 2742/1999 και τον, κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού εκδοθέντα, Κανονισμό Λειτουργίας, περαιτέρω δε, για ζητήματα για τα οποία δεν υπάρχει ιδία ρύθμιση, από τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Εξ άλλου, κατά τα γενικώς παραδεδεγμένα (πρβλ. ΣτΕ 1068/1949) επί συλλογικών διοικητικών οργάνων η βούληση αυτών εκφράζεται κατόπιν ψηφοφορίας των μελών αυτού. Και ναι μεν στην ειδικότερη περίπτωση που το συλλογικό όργανο έχει αρμοδιότητα προς διατύπωση απλής γνωμοδοτήσεως, όπως έχει εν προκειμένω το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, δεν απαιτείται απαραιτήτως η διατύπωση τελικής ενιαίας κρίσεως, δεδομένου ότι σκοπός της γνωμοδοτήσεως είναι η διαφώτιση του αποφασίζοντος οργάνου επί των ανακυπτόντων ζητημάτων και διαμορφουμένων απόψεων, όμως, και στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 15 παρ. 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η οποία άλλωστε αποτυπώνει γενική αρχή (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2953/1967, 87/1947, 1423/1946) και έχει εν προκειμένω εφαρμογή ελλείψει ειδικής διατάξεως που να ρυθμίζει το σχετικό ζήτημα στο ν. 2742/1999 και τον Κανονισμό Λειτουργίας του Εθνικού Συμβουλίου, για το έγκυρο της γνώμης απαιτείται να παρατεθούν οι διατυπωθείσες περισσότερες γνώμες και να καταχωρισθούν οι ψήφοι που συγκέντρωσε κάθε γνώμη (ΣτΕ 3632/2015 Ολομ.)».

Επίσης με την ΠΕ 32 /2015 το Ε΄ τμήμα έκρινε ότι : (…) Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που συνοδεύουν το παρόν σχέδιο, η μνημονευόμενη στο προοίμιο γνωμοδότηση της Επιτροπής Φύση 2000 δεν ελήφθη σε κανονική συνεδρίαση των μελών της ή σε συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε με τηλεδιάσκεψη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω κ.υ.α. ΔΙΑΔΠ/Α/7841/2005, αλλά υπήρξε προϊόν ανταλλαγής απόψεων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (βλ. σχετικώς την από 6.10.2014 επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής προς το Υπουργείο ΠΕΚΑ, συνοδευόμενη από τα μηνύματα που αντηλλάγησαν ηλεκτρονικώς, στα οποία και διατυπώνονται οι επιφυλάξεις μελών ως προς τον προαναφερθέντα τρόπο λειτουργίας του οργάνου). Με τα δεδομένα, όμως, αυτά, δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος στο άρθρο 21 του ν. 1650/1986 ουσιώδης τύπος της διαδικασίας (πρβλ. ΣΕ 1785/2003). Συνεπώς, προεχόντως για τον λόγο αυτό, το παρόν σχέδιο διατάγματος δεν προτείνεται νομίμως (ΠΕ 32/2015).

ΤΟ ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ

Όπως προείπαμε από τις πρώτες αποφάσεις είναι και η  ολομέλεια 2281/92 με την οποία γίνεται δεκτό το έννομο συμφέρον κατοίκου των Αθηνών να προσβάλει οικοδομικές άδειες και κοπής δέντρων στις υπώρειες του Πεντελικού όρους.

Επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα η ολομέλεια 2152/15 με την οποίαν κατά πλειοψηφία γίνεται δεκτό έννομο συμφέρον όχι μόνο των κατοίκων της πόλης των Αθηνών και της Αττικής αλλά και της επαρχίας να προσβάλουν την έγκριση περιβαλλοντικών όρων της ανάπλασης της οδού Πανεπιστημίου ( βλ. και  ολομέλεια 3059/2009 για την διπλή ανάπλαση Ελαιώνα – λεωφόρο Αλεξάνδρας).

Παράλληλα με βάση τις διατάξεις της διεθνούς συμβάσεως του Άαρχους διευρύνθηκε και το έννομο συμφέρον των συλλογικών φορέων έγινε δεκτό δηλαδή ότι και οι ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα κυβερνητικές οργανώσεις οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης συνδικαλιστικοί φορείς μπορούν να ασκήσουν αίτηση ακύρωσης για θέματα περιβάλλοντος (ΣτΕ 3059/2009 και 1970/2012 ολομέλειες).

Ειδικά στην περίπτωση των ειδικών πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού πάντως το έννομο συμφέρον δεν ήταν εκ προοιμίου αυτονόητο κυρίως λόγω του περιεχομένου τους . Τα ειδικά πλαίσια χωροταξικού σχεδιασμού αποτελούν γενική πρόταση χωροταξικής οργάνωσης μιας παραγωγικής δραστηριότητας σε συγκεκριμένο εθνικό επίπεδο. Το ΣτΕ χωρίς ιδιαίτερη αιτιολόγηση δέχεται το έννομο συμφέρον ακόμη και σε περιπτώσεις ειδικών χωροταξικών πλαισίων με περιορισμένη κατά τόπο ή περιεχόμενο εμβέλεια ακόμη και για επαγγελματικά σωματεία όπως ο δικηγορικός σύλλογος. Μάλιστα για το  ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για τις υδατοκαλλιέργειες  προσέφυγαν 469 αιτούντες μεταξύ των οποίων η Κεντρική ¨Ενωση Δήμων Ελλάδας όσον αφορά το θέμα σε σχέση με την παράκτια περιοχή όλης της χώρας.

ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Ο Ν. 4269/2014

Ο πρόσφατος νόμος 4269/2014 εισάγει σημαντική αλλαγή , αφού διακρίνει το Χωρικό σχεδιασμό και  τα χωρικά σχέδια σε δυο κατηγορίες :

α)  Στρατηγικός σχεδιασμός (υπερκείμενος) :Είναι το πρώτο και υπερέχον σύστημα χωροταξικού σχεδιασμού με στρατηγικό χαρακτήρα και ενδεικτικό περιεχόμενο που αποσκοπεί στον σχεδιασμό του χώρου σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο καθαρά δηλαδή γεωγραφικά- μορφολογικά.

Καταργείται το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου αναπτύξεως καθώς και τα Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού σχεδιασμού και Αειφόρου Αναπτύξεως και προβλέπονται τα Εθνικά Χωροταξικά Πλαίσια.

Επίσης καταργούνται τα Περιφερειακά  Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού με τις 12 περιφέρειες και θεσπίζονται τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια (12) στα οποία εντάσσεται και το Ρυθμιστικό σχέδιο της Αθήνας. Τα λοιπά Ρυθμιστικά καταργούνται.

          β) Ρυθμιστικός σχεδιασμός (υποκείμενος- τοπικός): είναι ιεραρχικά κατώτερο σύστημα πολεοδομικού σχεδιασμού με κανονιστικό – ρυθμιστικό περιεχόμενο σε επίπεδο δημοτικό ή διαδημοτικό ή ανεξαρτήτως διοικητικών ορίων με κριτήρια τις ομοιότητες στη μορφολογία και στις ανάγκες ορισμένων περιοχών, καθορίζοντας χρήσεις γης και όρους και περιορισμούς δομήσεως σε εντός και εκτός σχεδίου περιοχές.

Καταργείται ο ΓΠΣ, από τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια και τα ΣΧΟΑΠ,ΠΟΤΑ,ΠΟΑΔΠκλπ από τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια. Η έγκριση τους πλέον γίνεται με Προεδρικό διάταγμα. Τα τοπικά χωρικά σχέδια και τα ειδικά σχέδια μπορεί να τροποποιούν όρους δόμησης και  ρυθμίσεις των  ΖΟΕ εφόσον συντρέχουν ειδικοί πολεοδομικοί λόγοι , σύμφωνα με το νέο άρθρο 8 παράγραφος 5 που εισάγει μία σημαντική διαφορά σε σχέση με τον προϊσχύσαντα Ν. 2.508/97. Να σημειωθεί ότι και η  νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει μετατοπίσει σταδιακά την απόλυτη μορφή πολεοδομικού κεκτημένου στην πιο σχετική μορφή. Δέχεται έτσι, υπό αυστηρές βέβαια προϋποθέσεις και εφόσον προκύπτουν ειδικοί πολεοδομικοί λόγοι ενδεχομένως και σε συνδυασμό με άλλους λόγους δημοσίου συμφέροντος , ότι μπορεί να δικαιολογηθεί η μεταβολή των πολεοδομικών χαρακτηριστικών μιας περιοχής . Είναι δηλαδή δυνατή η δυνατότητα τροποποίησης όρων και ρυθμίσεων των ζωνών οικιστικού ελέγχου εφόσον βεβαίως υπάρχει ειδική πολεοδομική τεκμηρίωση στα σχέδια αυτά ακόμα και αν υπήρχε την επιδείνωση των όρων εφόσον δικαιολογείται από τα στοιχεία που συνοδεύουν το σχέδιο ( ΣτΕ 376/2014 ολομέλεια, 415/2011 ολομέλεια , 3059 /2009.

Η Πολεοδομική Μελέτη και η Πράξη εφαρμογής από τα Ρυμοτομικά Σχέδια Εφαρμογής που θεσπίζονται με πράξεις των ΓΓΑΔ.

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ

Εκπονείται πριν την έγκριση ενός σχεδίου ή προγράμματος ή νόμου Εθνικού ή περιφερειακού ή Νομαρχιακού τοπικού χαρακτήρα που ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον (αρχή της προφύλαξης).

Δεν εκπονείται για σχέδια εθνικής άμυνας ή δημοσιονομικά ή συγχρηματοδοτούμενα.

Αρμόδια αρχή το ΥΠΕΚΑ ή σε επίπεδο περιφέρειας η Περιφέρεια.

Κατά την νομολογία πρέπει κατά την κατάρτιση της να συμμετέχουν και ειδικοί επιστήμονες με βάση το είδος των επιπτώσεων (ΣτΕ 2713/2013, ΣτΕ Ολομ. 674/10). Δεν απαιτείται πάντως η συγκεκριμένη αναφορά των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των επιμέρους εδαφικών υποδιαιρέσεων της περιοχής μελέτης και των προστατευόμενων περιοχών, ούτε η αναλυτική παρουσίαση των επιπτώσεων που αφορούν κάθε μια εξ΄αυτών (ΣτΕ 3874/14).

Με το νέο νόμο θεσπίζεται υποχρέωση υπαγωγής όλων των χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων εθνικού περιφερειακού και τοπικού χαρακτήρα στη διαδικασία της στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης εξαιρούνται : τα ρυμοτομικά σχέδια εφαρμογής.

 Οι σχετικές μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων εγκρίνονται πλέον με την πράξη έγκρισης του πλαισίου και όχι με αυτοτελή διοικητική πράξη όπως προβλεπόταν. Πρόκειται για γενίκευση του συστήματος ταυτόχρονης έγκρισης του σχεδίου και της σχετικής στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων με την ίδια διοικητική πράξη. Το σύστημα αυτό είχε εγκαινιαστεί επ’ευκαιρία της εγκρίσεως των ειδικών χωροταξικών πλαισίων για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας για την βιομηχανία και τον τουρισμό βλέπε (ΣτΕ 1421/2013 επταμελής, σκέψη 12). Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει νομολογήσει ότι δεν αποκλείεται η ταυτόχρονη έγκριση της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικής εκτίμησης και του σχεδίου ή προγράμματος. Στις περιπτώσεις αυτές οι σχετικές εγκριτικές πράξεις προσλαμβάνουν το χαρακτήρα έγκρισης περιβαλλοντικών όρων του πλαισίου ή του σχεδίου καθ’ εαυτού ενώ οι εγκρινόμενοι  όροι αποτελούν το ελάχιστο όριο προστασίας του περιβάλλοντος και καθίστανται δεσμευτικοί κατά την περιβαλλοντική αδειοδότηση των έργων που θα υλοποιήσουν το πλαίσιο ή το σχέδιο.

Ειδικά για το ρυθμιστικό σχέδιο της Αθηνάς το ΣτΕ νομολόγησε ότι δεν απαιτείται  ΜΠΕ. Διότι εφόσον η πράξη εντάσσεται σε μια ιεραρχία χωροταξικών πράξεων που έχουν αυτές αποτελέσει αντικείμενο Μ.Π.Ε. τότε το ρυθμιστικό σχέδιο αποτελεί κατά την κρατούσα γνώμη σχέδιο με ακριβείς κανόνες χρήσεως και δεν απαιτεί περαιτέρω στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση (ΣτΕ 2996/14 Ολομ.).