70/2006 ΔΠΡ ΡΟΔ
ΙΚΑ. Διαδοχική ασφάλιση. Αγωγή κατ΄ αρ. 105-106 ΕισΝΑΚ επιδίκασης μή απονεμομένων συντάξεων. Επιδικάζεται ως αποζημίωση το ποσό σύνταξης που το ΙΚΑ όφειλε λόγω θανάτου να καταβάλλει, μετά την παραπομπή του συνταξιοδοτικού φακέλου από το ΝΑΤ που ήταν ο κατ΄ αρχήν απονέμων τη σύνταξη ασφαλιστικός οργανισμός καθώς επίσης και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη της συζύγου και του ανηλίκου τέκνου του θανόντος ασφαλισμένου.
Αριθμ. Απόφασης: 70/2006
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ Τμήμα 1ο
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του (αίθουσα συνεδριάσεων Εφετείου Δωδεκανήσου) στις 13 Ιουνίου 2005, ημέρα Δευτέρα και ώρα 10.00 π.μ. με Δικαστές τους: Ελένη Παναγοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Χριστίνα Κατσαρού, Πρωτοδίκη Δ.Δ-Εισηγήτρια, Χρυσάνθεμη Κιούλου, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και Γραμματέα την Όλγα Βασιλοπούλου, Δικαστική Υπάλληλο.
Για να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία 20 Μαϊου 2003.
Της …………. χήρας ………….., κατοίκου Ρόδου, η οποία ενεργεί για το εαυτό της και για τον ανήλικο υιό της, …………., ως ασκούσα τη γονική μέριμνα αυτού, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Πολύβιου Γαλιουδάκη.
Κατά του ΝΠΔΔ «………………» που εκπροσωπείται από τον Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Ρόδου για το οποίο παραστάθηκε με δήλωση ο δικηγόρος Στέφανος Στρατής.
Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Η κρίση του είναι η εξής:
Με την κρινόμενη αγωγή, η οποία φέρεται σε νέα συζήτηση μετά την έκδοση της 349/2004 προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, η ενάγουσα, η οποία ενεργεί για τον εαυτό της και για τον ανήλικο υιό της ως ασκούσα τη γονική μέριμνα αυτού, επιδιώκει παραδεκτώς, μετά την μετατροπή του αιτήματός της με δήλωση στο ακροατήριο από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου Υποκαταστήματος ΙΚΑ Ρόδου να καταβάλλει στην ίδια και στο ανήλικο τέκνο της, βάσει των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, ποσό 20.209,91 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη σύνταξη που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της παρανόμως δεν τους καταβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρο 2 του ν.δ. 4202/61 για το χρονικό διάστημα από 1.12.1998 έως 31.5.2003, καθώς και 40.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας της κατά τους ισχυρισμούς της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την ανωτέρω αιτία, νομιμοτόκως με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή.
Στο άρθρο 2 του ν.δ. 4202/61 (ΦΕΚ Α΄ 175), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1405/1983 (ΦΕΚ Α΄ 180), και είναι εφαρμοστέο επί της υπό κρίση περίπτωσης, δεδομένου ότι οι νεότερες περί διαδοχικής ασφάλισης διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α΄) δεν ισχύουν ως το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, δυνάμει του άρθρου 43 παρ. 6 του ίδιου ν. 1902/1990, ορίζεται ότι: «1. Τα πρόσωπα τα οποία ασφαλίστηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς δικαιούνται σύνταξη από τον τελευταίο οργανισμό στον οποίο ήταν ασφαλισμένα, όταν επαλήθευσε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού, εφόσον πραγματοποίησαν χίλιες πεντακόσιες ημέρες εργασίας ή πέντε ολόκληρα έτη στην ασφάλισή του είτε την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησής τους είτε σε προγενέστερη περίοδο οποτεδήποτε. Ως νομοθεσία του οργανισμού για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής καθώς και των επόμενων παραγράφων 2 και 3 νοούνται οι διατάξεις που ορίζουν τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο, την ηλικία, την αναπηρία και το θάνατο. Ειδικές διατάξεις που αφορούν στην ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού, στη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σε δεδομένο χρόνο σε σχέση με το χρόνο διακοπής της εργασίας στην παραγραφή κ.λ.π. δεν ισχύουν για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. 2. Αν ο ασφαλισμένος δεν πραγματοποίησε, όταν επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, χίλιες πεντακόσιες ημέρες εργασίας ή πέντε έτη στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού, δικαιούται σύνταξη από τον οργανισμό στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας, εφόσον όμως συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του. 3. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, τότε το δικαίωμα του ασφαλισμένου κρίνεται από τους άλλους οργανισμούς στους οποίους ασφαλίστηκε, κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης, εκτός από τον τελευταίο. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία όλων των οργανισμών στους οποίους ασφαλίστηκε πριν από τον τελευταίο, τότε ο τελευταίος οργανισμός είναι αρμόδιος για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω … θανάτου, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλισή του οποτεδήποτε 300 ημέρες εργασίας. 4. Ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό του ποσού της σύνταξης. 5. . . .».
Όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις, που ερμηνεύονται εν όψει του βασικού σκοπού τον οποίον επιδιώκουν, δηλαδή της εξασφαλίσεως στα πρόσωπα που διετέλεσαν διαδοχικώς ασφαλισμένα σε διάφορους οργανισμούς της δυνατότητας λήψεως συντάξεως με συνυπολογισμό του συνολικού χρόνου ασφαλίσεώς τους, ο κατ` αρχήν καθορισμός του απονέμοντος τη σύνταξη ασφαλιστικού οργανισμού με τις οριζόμενες από τις εν λόγω διατάξεις προϋποθέσεις, οι οποίες αναφέρονται στις σχέσεις μεταξύ των οικείων φορέων, δεν έχει την έννοια αποκλεισμού της συνταξιοδοτήσεως, όταν ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να θεμελιώσει, κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού, δικαίωμα σε σύνταξη. Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή ο κατ` αρχήν υπόχρεος προς απονομή συντάξεως ασφαλιστικός οργανισμός, εφ` όσον διαπιστώσει ότι δεν θεμελιώνεται συνταξιοδοτικό δικαίωμα κατά τις διατάξεις της καταστατικής του νομοθεσίας με συνυπολογισμό των διαδοχικών χρόνων ασφαλίσεως του ενδιαφερομένου, οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση προς κρίση σε άλλο οργανισμό, στον οποίο διετέλεσε, επίσης, ασφαλισμένος ο ενδιαφερόμενος, έτσι ώστε η δυνατότητα απονομής συντάξεως να αναζητείται στους επόμενους, κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας ασφαλιστικούς οργανισμούς, έως ότου εξαντληθεί η έρευνα περί του ενδεχομένου της θεμελιώσεως συνταξιοδοτικού δικαιώματος, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ασφαλιστικού δεσμού του με τον απονέμοντα την παροχή ασφαλιστικό οργανισμό κατά το χρόνο επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου (ΣτΕ 3345/2001, πρβλ ΣτΕ 10/2001). Προς τούτο συνηγορεί, άλλωστε, και το ότι η υποχρέωση παραπομπής της υποθέσεως προς κρίση σε άλλο οργανισμό στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας του κατ` αρχήν υπόχρεου οργανισμού, η οποία ορίζεται ρητά με τη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 1902/1990 που αντικατέστησε την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/61, ισχύει πλέον, σύμφωνα με την παρ. 15 του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ Α 48) και για το Ν.Α.Τ. Σύμφωνα, εξάλλου, με τις ανωτέρω διατάξεις, η συνταξιοδότηση από τον ασφαλιστικό οργανισμό που τελικώς καθίσταται αρμόδιος για την απονομή της συντάξεως ενεργείται επί τη βάσει των δικών του οργανικών διατάξεων και επομένως, με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που προβλέπονται από αυτές.
Περαιτέρω, στο άρθρο 28 του α.ν. 1846/1951 ορίζεται ότι: «1…2…6. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου …. ή ασφαλισμένου που έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον χίλιες πεντακόσιες (1.500) ημέρες εργασίας, από τις οποίες τριακόσιες (300) τουλάχιστον κατά τα πέντε (5) έτη που προηγούνται άμεσα του έτους που επήλθε ο θάνατος, ή ασφαλισμένου που έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο κατά περίπτωση από την παράγραφο 4 εδάφιο α` αριθμό ημερών εργασίας, έχουν δικαίωμα για σύνταξη κατά τα επόμενα εδάφια: α) Η χήρα …. β) Τα νόμιμα τέκνα, γ)…. 7. Η χήρα (χήρος) δεν δικαιούται συντάξεως: Α`. Εάν ο θάνατος του συζύγου (της συζύγου) επήλθε προ της παρόδου εξ μηνών από της τελέσεως του γάμου ….. 8. Το ποσόν της συντάξεως εις ήν δικαιούται η χήρα (χήρος) ισούται προς τα εβδομήκοντα (70) εκατοστά του ποσού της συντάξεως του θανόντος (θανούσης). 9. Το ποσόν της συντάξεως εις ην δικαιούται έκαστον τέκνον, ισούται προς είκοσιν εκατοστά του ποσού της συντάξεως του θανόντος (θανούσης) ….. . Το σύνολον πάντως των συντάξεων της χήρας (χήρου) και των τέκνων, δεν δύναται να υπερβαίνη το ποσόν της συντάξεως του θανόντος (θανούσης) …… . Εάν το σύνολον των συντάξεων υπερβαίνη τα όρια του προηγουμένου εδαφίου, η σύνταξις εκάστου δικαιουμένου μειούται αναλόγως. 10… 11… 12. Ως σύνταξη του θανόντος (θανούσης) για τον υπολογισμό των ποσοστών των συντάξεων των μελών οικογενείας του παρόντος άρθρου λαμβάνεται υπόψη …. προκειμένου περί ασφαλισμένου το ποσό που εδικαιούτο να λάβει ο θανών εάν είχε κριθεί ανάπηρος κατά την έννοια της παραγράφου 5 εδάφ. α΄ του παρόντος.
Τυχόν προσαυξήσεις λόγω οικογενειακών βαρών και απολύτου αναπηρίας δεν συνυπολογίζονται. Κατ` εξαίρεση, σε περίπτωση που, κατά τον παραπάνω υπολογισμό, το ποσό της σύνταξης των μελών οικογένειας θανόντος συνταξιούχου υπολείπεται του πλήρους κατώτατου ορίου συντάξεως λόγω θανάτου, καταβάλλεται στους δικαιούχους το επιπλέον ποσό μέχρι τη συμπλήρωση του κατώτατου ορίου, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 14 του άρθρου 29 του α.ν.1846/1951, όπως ισχύει, καθώς και διατάξεων ειδικών νόμων, σύμφωνα με τις οποίες ο συνταξιούχος ελάμβανε οργανικό ποσό σύνταξης».
Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: …………., γεννηθείς το έτος 1949, με τον οποίο η ενάγουσα τέλεσε γάμο στις 20.2.1997, σύμφωνα με την υπ` αριθ. 20/1997 ληξιαρχική πράξη γάμου του Δήμου Κω και με τον οποίο απέκτησε ένα τέκνο στις 2.3.1997, σύμφωνα με το με αριθ. πρωτ. 16609/2003 πιστοποιητικό του Δήμου Κω, ασφαλίστηκε διαδοχικώς στους εξής ασφαλιστικούς οργανισμούς: στο ΙΚΑ από το έτος 1992 – 18.8.1993 και πραγματοποίησε 601 ημέρες εργασίας και στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο από 17.12.1965 – 24.11.1997 και πραγματοποίησε 3.102 ημέρες εργασίας, συνολικά δε πραγματοποίησε 3.703 ημέρες εργασίας. Στις 26.11.1998, όπως προκύπτει από την υπ` αριθ. 95/1998 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Δήμου Κω απεβίωσε. Η ενάγουσα, με την από 18.12.1998 αίτησή της προς το ΝΑΤ ζήτησε να της χορηγηθεί σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της με συνυπολογισμό και του χρόνου ασφάλισής του στο ΙΚΑ. Ο Διευθυντής Παροχών του ΝΑΤ, με την υπ` αριθ. 1756/2000 απόφασή του απέρριψε το αίτημά της, με την αιτιολογία ότι ο σύζυγός της δεν κάλυψε το τριπλάσιο όριο και δεν συμπλήρωσε, σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 1085/1980 συνολική συντάξιμη υπηρεσία (ΝΑΤ και ΙΚΑ) 15 χρόνων. Η ενάγουσα με την από 13.7.2000 αίτησή της προς το Υποκατάστημα ΙΚΑ Ρόδου, ζήτησε από αυτό τη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου. Ο Διευθυντής του εν λόγω Υποκαταστήματος με το αριθ. 6456/19.3.2001 έγγραφό του, έκρινε το αίτημά της ως άνευ αντικειμένου, εφόσον τούτο είχε εξεταστεί και απορριφθεί ήδη από το ΝΑΤ, που ήταν ο τελευταίος ασφαλιστικός φορέας του θανόντα, στην ασφάλιση του οποίου δεν επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος. Ακολούθως, το ΝΑΤ με το με αριθ. πρωτ. 56758/23.5.2001 έγγραφό του διαβίβασε στο Υποκατάστημα ΙΚΑ Ρόδου, ως επόμενου αρμόδιου ασφαλιστικού φορέα σύμφωνα με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης, αντίγραφο της ανωτέρω απορριπτικής απόφασης καθώς και τα σχετικά δικαιολογητικά προς εξέταση του συνταξιοδοτικού της αιτήματος. Κατόπιν τούτου, ενόψει της αμφισβήτησης που ανέκυψε μεταξύ ΙΚΑ και ΝΑΤ, επιλήφθηκε της υπόθεσης, μετά από αίτηση της ενάγουσας, βάσει των διατάξεων του άρθρου 11 του ν.δ/τος 4202/1961, ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος με την υπ` αριθ. Φ61/658/26.11.2001 απόφασή του απέρριψε το αίτημα συνταξιοδότησης της ενάγουσας, με την αιτιολογία ότι εφόσον ο σύζυγος αυτής δεν είχε πραγματοποιήσει στο ΝΑΤ τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του, και συγκεκριμένα εφόσον δεν είχε συμπληρώσει 15 χρόνια ασφάλισης και πενταετή πραγματική ναυτική υπηρεσία μέσα στο τριπλάσιο όριο, δεν είχε επαληθευθεί ο ασφαλιστικός του κίνδυνος και δεν ήταν δυνατό να διαβιβαστεί ο φάκελός του στον προηγούμενο φορέα για να κριθεί το αίτημά της από αυτό ως ο επόμενος ασφαλιστικός φορέας, σύμφωνα με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης. Η ενάγουσα, με την κρινόμενη αγωγή ισχυρίστηκε ότι παρανόμως το εναγόμενο Ίδρυμα, ως επόμενος ασφαλιστικός φορέας κατά τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης, δεν εξέτασε το συνταξιοδοτικό της αίτημα, με αποτέλεσμα, αν και ο σύζυγός της συγκεντρώνει τις απαιτούμενες χρονικές προϋποθέσεις με βάση τη νομοθεσία του ΙΚΑ για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, να στερηθεί η ίδια και το ανήλικο τέκνο της από τη σύνταξή της, που αποτελεί το μοναδικό πόρο διαβίωσή της. Για το λόγο αυτό επιδίωξε, μετά τη μετατροπή του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει, βάσει των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, ποσό 20.209,91 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό του κατώτατου ορίου σύνταξης για το χρονικό διάστημα από 1.12.1998 έως 31.5.2003 (έτος 1998 97.960 δρχ. + ΔΧ = 195.820 δρχ., έτος 1999 101.800 δρχ. Χ 12 μήνες + ΔΧ, ΔΠ και ΕΑ = 1.425.200 δρχ., έτος 2000 105.900 δρχ. Χ 12 μήνες + ΔΧ, ΔΠ και ΕΑ = 1.462.600 δρχ., έτος 2001 111.730 δρχ. Χ 12 μήνες + ΔΧ, ΔΠ και ΕΑ = 1.564.234 δρχ. έτος 2002 339,36 ευρώ Χ 12 μήνες + ΔΧ, ΔΠ και ΕΑ = 4.751,1 ευρώ και έτος 2003 352,93 ευρώ Χ 5 μήνες + ΔΠ = 1.941,11 ευρώ). Περαιτέρω, επιδίωξε 20.000 ευρώ για την ίδια και 20.000 ευρώ για το τέκνο της, για λογαριασμό του οποίου ενεργεί, ως χρηματική ικανοποίηση, διότι από την παράνομη ενέργεια του εναγομένου περιήλθαν σε ένδεια και κοινωνικό παραμερισμό. Τα ανωτέρω ποσά η ενάγουσα επιδίωξε νομιμοτόκως με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Ακολούθως, το Δικαστήριο, με την 349/2004 απόφασή του έκρινε, βάσει των όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ότι αν και η ενάγουσα δεν θεμελίωνε συνταξιοδοτικό δικαίωμα με συνυπολογισμό των διαδοχικών χρόνων ασφαλίσεως του συζύγου της κατά τις διατάξεις του ΝΑΤ, που ήταν ο κατ` αρχήν απονέμων τη σύνταξη ασφαλιστικός οργανισμός, το Υποκατάστημα ΙΚΑ Ρόδου όφειλε, μετά την παραπομπή του συνταξιοδοτικού της φακέλου σε αυτό, να αναζητήσει τη δυνατότητα απονομής συντάξεως σε αυτήν, σύμφωνα με τις διατάξεις της καταστατικής του νομοθεσίας και επομένως, ότι η ενάγουσα δικαιούται αποζημίωση από την παράνομη παράλειψη του εναγομένου να εξετάσει κατ` ουσίαν το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα. Όμως, δοθέντος ότι στα στοιχεία της δικογραφίας δεν περιλαμβανόταν ο συνταξιοδοτικός φάκελος της ενάγουσας, ούτε προέκυπτε το ποσό της σύνταξης που δικαιούταν να λάβει αυτή και το ανήλικο τέκνο της ως αποζημίωση, το Δικαστήριο με την ίδια απόφαση διέταξε τη συμπλήρωση των αποδείξεων. Σε εκτέλεση της απόφασης αυτής προσκομίστηκε στο Δικαστήριο ο συνταξιοδοτικός φάκελος της ενάγουσας καθώς και το με αριθ. πρωτ. 10100/05 έγγραφο του Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Ρόδου, στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η ενάγουσα και το ανήλικο τέκνο της δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου από το ΙΚΑ, καθόσον ο θανών είχε πραγματοποιήσει 3.102 ημέρες ασφάλισης στο ΝΑΤ και 601 ημέρες ασφάλισης στο ΙΚΑ εκ των οποίων πλέον των 300 ημερών ασφάλισης την τελευταία πενταετία και ότι το ποσό της σύνταξης που δικαιούται να λάβει ανέρχεται στα ακόλουθα ποσά: 1.12.1998 σε 287,48 ευρώ, 1.1.1999 σε 298,81 ευρώ, 1.1.2000 σε 310,79 ευρώ, 1.1.2001 σε 327,88 ευρώ, 1.1.2002 σε 339,36 ευρώ και 1.1.2003 σε 352,93 ευρώ.
Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ` όψη, ότι, όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο έγγραφο του Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Ρόδου, η ενάγουσα από την παράνομη παράλειψη του εναγομένου να εξετάσει κατ` ουσίαν το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα, στερήθηκε το ποσό της σύνταξης που δικαιούταν να λάβει, τόσο αυτή όσο και το ανήλικο τέκνο της, κρίνει ότι αυτή δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση ποσό 20.403,17 ευρώ, το οποίο ισούται με το ποσό της σύνταξης που στερήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.12.1998 έως 31.5.2003 (298,81 Χ 12 = 3.585,72, 310,79 Χ 12 = 3.729,48, 327,88 Χ 12 = 3.934,56, 339,36 Χ 12 = 4.072,32, 352,93 Χ 5 = 1.764,65, 287,48 + 3.585,72 + 3.729,48 + 3.934,56 + 4.072,32+ 1.764,65 = 17.374,21 + ΔΧ, ΔΠ και ΕπΑδ 298,81 + 597,62 + 621,58 + 655,76 + 678,72 + 176,47 = 3.028,96 17.374,21 + 3.028,96 = 20.403,17), το οποίο περιορίζεται στο ποσό των 20.209,91 που αυτή αιτείται.
Ακολούθως, ενόψει της ταλαιπωρίας που υπέστη η ενάγουσα κατά τη διεκδίκηση της σύνταξής της και της ένδειας, στην οποία περιήλθε από τη στέρησή της κατά το προαναφερόμενο διάστημα, της οικογενειακής, κοινωνικής και οικονομικής της κατάστασης, (μη εργαζόμενης με ανήλικο τέκνο), το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα καθώς και το ανήλικο τέκνο αυτής υπέστησαν ηθική βλάβη και επομένως πρέπει να επιδικασθεί υπέρ αυτών, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 2.000 ευρώ και 1.000 ευρώ αντίστοιχα.
Κατ` ακολουθία, ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου Υποκαταστήματος ΙΚΑ Ρόδου να καταβάλει στην ενάγουσα 23.209,91 νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ενώ, το αίτημά της για κήρυξη της παρούσας απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 80 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δεδομένου ότι αυτή δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι συντρέχει εξαιρετικός λόγος προς τούτο, ούτε ότι από την επιβράδυνση της εκτέλεσης θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και το παράβολο που καταβλήθηκε να επιστραφεί στην ενάγουσα ως μη οφειλόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ. 11 του ίδιου Κώδικα.
Με τις σκέψεις αυτές Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Ρόδου να καταβάλει στην ενάγουσα είκοσι τρεις χιλιάδες διακόσια εννέα ευρώ και ενενήντα ένα λεπτά (23.209,91 ) νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στην ενάγουσα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στη Ρόδο στις 12 Σεπτεμβρίου 2005 υπογράφεται σύμφωνα με το άρθρο 194 παρ.3 περ. α και β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, από την αρχαιότερη δικαστή της σύνθεσης Αναστασία Δημούλη, λόγω αδείας της Εισηγήτριας Χριστίνα Κατσαρού και μετάθεσης της Προέδρου Ελένης Παναγοπούλου.
Ο αρχαιότερος Δικαστής της σύνθεσης
Η απόφασης αυτή δημοσιεύτηκε στο ίδιο τόπο στις 28 Φεβρουαρίου 2006 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με σύνθεση τους: Χριστίνα Λέλου– Σαλμανίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Αναστασία Δημούλη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., Χρυσάνθεμις Κιούλου, Πρωτοδίκη Δ.Δ.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας