Α.Ε.Δ. 7/2009
(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)
Περίληψη: Άρση αμφισβητήσεως ως προς την έννοια διατάξεως τυπικού νόμου. Στο Α.Ε.Δ. υπάγεται η άρση της αμφισβητήσεως για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ως αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων που μπορούν να προκαλέσουν αμφισβητήσεις, για την άρση των οποίων έχει δικαιοδοσία το Α.Ε.Δ., θεωρούνται oι τελειωτικές αποφάσεις τους, οι οποίες δεν μπορούν να αμφισβητηθούν περαιτέρω με την άσκηση ενδίκου μέσου. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίες μπορούν να προσβληθούν με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως, που ασκείται ενώπιον της Ολομέλειας του Ελ.Σ., δεν μπορούν να δώσουν λαβή προς άρση αμφισβητήσεων, ακόμη και αν έχουν γί-νει αμετάκλητες, λόγω της παρόδου της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως.
Πρόεδρος: Γεώργιος Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος Σ.τ.Ε.
Εισηγητής: Χρ. Αλεξόπουλος, Αρεοπαγίτης
Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, που νόμιμα και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση μετά την ενέργεια των προβλεπομένων από τα άρθρα 10 παρ. 2, 49 παρ. 2 και 50 παρ. 1 και 2 του ν. 345/1976 δημοσιεύσεων και κοινοποιήσεων, η αιτούσα ζητεί την άρση της αμφισβητήσεως ως προς την έννοια των διατάξεων του Κανονισμού E.Ο.K. 1201/1989 (άρθρα 9 παρ. 1, 2, 6, 8, 9, 10, 11 και 12 παρ. 1 και 2), σε συνδυασμό προς το πρωτόκολλο «περί βάμβακος», που προσαρτήθηκε στην Πράξη Προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Η αμφισβήτηση αυτή κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, ανέκυψε από τις αντίθετες αποφάσεις 627/2008 του Συμβουλίου της Επικρατείας αφενός και 1582/2004 του Τετάρτου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφετέρου, που εκδόθηκαν σε δίκες, κατά τις οποίες η αιτούσα υπήρξε διάδικος, σχετικά με την έννοια των ως άνω διατάξεων του Κοινοτικού δικαίου, ως προς τον τρόπο υπολογισμού του ποσοστού αποδόσεως του εκκοκισθέντος σύσπορου βαμβακιού.
Επειδή, με το άρθρο 100 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι συνι-στάται Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στο οποίο, μεταξύ άλλων, υπάγεται και η άρση της αμφισβητήσεως για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 48 παρ. 1 του ν. 345/1976, το Ειδικό Δικαστήριο, σε περίπτωση εκδόσεως, περί της ουσιαστικής συνταγματικότητας ή της έννοιας τυπικού νόμου, αντιθέτων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίρει την αμφισβήτηση ύστερα από αίτηση των καθοριζομένων στο άρθρο αυτό προσώπων, καθώς και καθενός άλλου που έχει έννομο συμφέρον. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ως αποφάσεις των ανω-τάτων δικαστηρίων που μπορούν να προκαλέσουν αμφισβητήσεις, για την άρση των οποίων έχει καθιδρυθεί το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, θεωρούνται οι τελειωτικές αποφάσεις τους, οι οποίες δεν μπορούν να αμφισβητηθούν περαιτέρω με την άσκηση ενδίκου μέσου. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίες σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 52 επ. του π.δ/τος 774/1980 «Οργανισμός Ελεγκτικού Συνε-δρίου», μπορούν να προσβληθούν με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως, που ασκείται ενώπιον της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν μπορούν να δώσουν λαβή προς άρση αμφισβητήσεων, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου, ακόμη και αν έχουν γίνει αμετάκλητες, λόγω της παρόδου της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως (Α.Ε.Δ. 1/2006, 7/1999, 48/1995). Συνακόλουθα, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση ζητείται η άρση της αμφισβητήσεως που, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, ανέκυψε από απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και απόφαση Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η υπό δίκη αίτηση πρέπει, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επειδή, απορριπτομένης της αιτήσεως, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 2 και 3 του ν. 345/1976, αφενός να επιβληθούν στην αιτούσα τα έξοδα της αυτεπάγγελτης διαδικασίας, ανερχόμενα, κατά την εκκαθάριση του Εισηγητή, σε εκατόν εννέα ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (109,24), καθώς και η περιοριζόμενη, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, δικαστική δαπάνη του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου, που ανέρχεται σε τριακόσια πενήντα (350) ευρώ.