ΕΣ Ολομ. 2077/10, ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ, ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ, ΠΑΡΕΜΠΙΤΠΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ ΓΛΚ, Το ΕΣ και τα συνταξιοδοτικά όργανα ελέγχουν παρεμπιπτόντως την νομιμότητα του μισθολογικού κλιμακίου του αποχωρήσαντος υπαλλήλου.

ΕΣ Ολομ

Αριθμ. 2077/2010, Ολομελείας
Περίληψη: Τυχόν εσφαλμένη κατάταξη του υπαλλήλου σε Μ.Κ. ανώτερο εκείνου που ορίζουν οι οικείες διατάξεις, η οποία είχε ως συνέπεια να του καταβάλλεται κατά το χρόνο της αποχωρήσεώς του από την ενεργό υπηρεσία μισθός μεγαλύτερος του δικαιουμένου, ελέγχεται παρεμπιπτόντως κατά τον κανονισμό της σύνταξης του υπαλλήλου, από τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα ή από το Ελεγκτικό Συνέδριο, σε περίπτωση άσκησης έφεσης. Μειοψηφία.

Πρόεδρος: Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης
Εισηγήτρια: Μαρία Βλαχάκη, Σύμβουλος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Γεώργιος Σχοινιωτάκης

ΙΙ. Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, όπως συμπληρώνεται με το από 2.4.2008 παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα, η αιτούσα επιδιώκει την αναίρεση της πληττόμενης απόφασης προβάλλοντας, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου αυτής: α) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 9 του π.δ. 166/2000, με την αιτίαση, (καθ’ ερμηνεία), ότι κατά την αληθή έννοια αυτού, ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται υποχρεωτικά βάσει του μισθολογικού κλιμακίου, στο οποίο είχε καταταγεί πριν από την έξοδό του από την υπηρεσία, ενώ δεν επιτρέπεται στα συνταξιοδοτικά όργανα, κατά την κρίση του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος, ν’ ασκούν παρεμπίπτοντα έλεγχο των πράξεων της ενεργού διοίκησης περί της μισθολογικής κατάστασης αυτού, και συνεπώς, εφόσον η ίδια είχε καταταγεί από την υπηρεσία της, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 2470/1997, στο 1ο μισθολογικό κλιμάκιο και μισθοδοτείτο με το βασικό μισθό του ως άνω κλιμακίου, τα συνταξιοδοτικά όργανα δεν ηδύναντο ν’ ασκήσουν, κατά την κρίση του συνταξιοδοτικού της δικαιώματος, παρεμπίπτοντα έλεγχο της υπηρεσιακής της κατάστασης, και να κρίνουν ότι βάσει του άρθρου 3 παρ. 2 περ. α΄ του νεότερου νόμου 3205/2003, έπρεπε να κανονισθεί η σύνταξή της με βάση άλλο μισθολογικό κλιμάκιο, από αυτό στο οποίο κατετάγη εν ενεργεία, και β) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (άρθρο 115 περ. β΄ του π.δ. 1225/1981), με τις ειδικότερες, κατ’ εκτίμηση του οικείου δικογράφου, αιτιάσεις: α) ότι δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα με την έφεσή της πραγματικό ισχυρισμό περί δεδικασμένου που απορρέει από την 287/2000 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, την οποία προσκόμισε ενώπιον του δικάσαντος Τμήματος κατά την εκδίκαση της εφέσεώς της, με περαιτέρω επακόλουθο την παραβίαση του εξ αυτής προκύπτοντος δεδικασμένου, και β) ότι δεν λήφθηκαν υπόψη, άλλως δεν εκτιμήθηκαν επαρκώς οι προβαλλόμενοι με την έφεσή της ισχυρισμοί περί του πτυχίου της.
III. Το π.δ. 1225/1981 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων», ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Εις την δικαιοδοσίαν του Ελεγκτικού Συ¬νεδρίου ανήκουν πάσαι αι υπό των κειμένων διατάξεων ανατεθείσαι εις αυτό διαφοραί και υποθέσεις. Εν τη ενασκήσει της δικαστικής αυτού δικαιοδοσίας, το Συνέδριον δικαιούται να εξετάζη παρεμπιπτόντως τα ανακύπτοντα ζητήματα αρμοδιότητος των λοιπών δικαστηρίων, της επί τούτων αποφάσεως αυτού ισχυούσης μόνον επί της κριθείσης διαφοράς».
IV. Το άρθρο 9 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000), όπως ίσχυε τον επίδικο χρόνο, ορίζει ότι: «1. Ως μισθός, με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη, λαμβάνεται ποσοστό του μηνιαίου μισθού ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που έφερε και εμισθοδοτείτο ο υπάλληλος, κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά. … 2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου ως μισθός νοείται ο βασικός μισθός ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που έφερε κατά την έξοδό του από την υπηρεσία μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, … όπως αυτά ορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις. … 4. Το ποσοστό της παρ. 1 αυτού του άρθρου με βάση το οποίο κανονίζεται η σύνταξη του υπαλλήλου, ορίζεται στα 80% του συνόλου των απολαβών που αναφέρονται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου. …».
Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 9 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα συνάγεται, πλην άλλων, ότι η σύνταξη των αποχωρούντων υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. ή των ο.τ.α., στους οποίους συγκαταλέγεται η νυν αναιρεσείουσα, ως δημοτική συνταξιούχος, υπολογίζεται σε ποσοστό του συντάξιμου μισθού, που συγκροτείται από το βασικό μισθό ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού, που έφερε και βάσει του οποίου μισθοδοτείτο ο υπάλληλος κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, και από την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, όπως τα μεγέθη αυτά καθορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις. Για να υπολογισθεί, όμως, η σύνταξη του υπαλλήλου βάσει του μισθού του εν λόγω μισθολογικού κλιμακίου προϋπόθεση είναι ότι αυτός νόμιμα είχε καταταγεί στο κλιμάκιο αυτό και κατά συνέπεια νόμιμα μισθοδοτείτο βάσει αυτού. Τυχόν εσφαλμένη κατάταξη του υπαλλήλου σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερο εκείνου που ορίζουν οι οικείες διατάξεις, η οποία είχε ως συνέπεια να του καταβάλλεται κατά το χρόνο της αποχωρήσεώς του από την ενεργό υπηρεσία μισθός μεγαλύτερος του δικαιουμένου, ελέγχεται παρεμπιπτόντως, κατά τον κανονισμό της σύνταξης του υπαλλήλου, από τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα του Γ.Λ.Κ. ή, σε περίπτωση άσκησης έφεσης κατά των πράξεων ή αποφάσεων αυτών, από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Οφείλουν δηλαδή, κατά την αληθή έννοια της ως άνω διατάξεως, τα συνταξιοδοτικά όργανα και το Ελεγκτικό Συνέδριο να ελέγχουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της κατάταξης του υπαλλήλου στα μισθολογικά κλιμάκια, σύμφωνα με τον ισχύοντα κατά την έξοδό του από την υπηρεσία μισθολογικό νόμο, όπως και της πράξης χορήγησης σ’ αυτόν επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, καθόσον δεν δύνανται να λάβουν υπόψη τους για τον κανονισμό της σύνταξης το μισθολογικό κλιμάκιο, στο οποίο εσφαλμέ¬να κατετάγη από την υπηρεσία του ο υπάλληλος, έστω και αν αυτός κατά την έξοδό του από την υπηρεσία εμισθοδοτείτο βάσει της εσφαλμένης αυτής κατάταξης, παρά μόνο εάν περί της μισθολογικής κατάστασης αυτού έχει εκδοθεί απόφαση αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου που παράγει δεδικασμένο, το οποίο δεσμεύει τόσο τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους) όσο και το Ελεγκτικό Συνέδριο (Ολ. Ε.Σ. 409/1996, 1265/2006). Η υποχρέωση δε αυτή των συνταξιοδοτικών οργάνων ν’ ασκούν παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητας στα στοιχεία που απαρτίζουν το συντάξιμο μισθό και να καθορίζουν τη σύνταξη του υπαλλήλου βάσει του νόμιμου μισθολογικού κλιμακίου και χρονοεπιδόματος, δεν αντίκειται στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, καθόσον, ο κανονισμός της σύνταξης αποτελεί αυτοτελή διαδικασία διακεκριμένη απολύτως από την υπηρεσιακή και μισθολογική εξέλιξη του υπαλλήλου. Ούτε αντιβαίνει και στην ομοίου περιεχομένου αρχή του κοινοτικού δικαίου, αφού, τόσο το σύστημα προσδιορισμού του συντάξιμου μισθού, όσο και ο καθορισμός του εύρους των αρμοδιοτήτων των συνταξιοδοτικών οργάνων κάθε κράτους – μέλους δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του κοινοτικού δικαίου. Ούτε, τέλος, παραβιάζει το ανωτέρω άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., δεδομένου ότι δεν υφίσταται ήδη γεγενημένη βάσει διάταξης του εθνικού δικαίου απαίτηση του υπαλλήλου, η οποία αποτελεί μέρος της περιουσίας του.
V. Περαιτέρω, ο ν. 2470/1997 «Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις» (φ. Α΄ 40) ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι «Στις διατάξεις του νόμου αυτού υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι: α) του Δημοσίου, β) … γ) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.)», στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι «Το προσωπικό του προηγούμενου άρθρου εξελίσσεται, ανεξάρτητα από το βαθμό που κάθε φορά έχει, σε μισθολογικά κλιμάκια, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 3 του νόμου αυτού», στο άρθρο 3 ότι «1. Τα μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) των υπαλλήλων όλων των κατηγοριών (Π.Ε., Τ.Ε., Δ.Ε., Υ.Ε.) ορίζονται σε τριάντα έξι (36) και οι υπάλληλοι της κάθε κατηγορίας εξελίσσονται σε δεκαοκτώ (18) μισθολογικά κλιμάκια ως εξής: α. … β. Οι υπάλληλοι της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Ε.) με εισαγωγικό το 29ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 12ο Μ.Κ. … 2. Ειδικά οι υπάλληλοι που υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και ανήκουν στις κατηγορίες: α. Δ.Ε. και έχουν πτυχίο μέσων τεχνικών σχολών που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977 (ΦΕΚ Α΄ 102) εξελίσσονται στα Μ.Κ. με εισαγωγικό το 27ο και καταληκτικό το 10ο…» και στο άρθρο 22 παρ. 1 ότι: «Η κατάταξη των υπηρετούντων υπαλλήλων στα Μ.Κ. του άρθρου 3 του νόμου αυτού, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν, γίνεται με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας τους, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 17 του παρόντος, σε συνδυασμό με την 111624/4076/20.11.1985 κοινή υπουργική απόφαση (κ.υ.α.) των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών (ΦΕΚ 730 Β΄), που κυρώθηκε με το άρθρο 12 του ν. 1643/1986 (ΦΕΚ 126 Α΄)». Η ως άνω κ.υ.α., η οποία έχει αποκτήσει ισχύ νόμου από το χρόνο δημοσιεύσεως του κυρωτικού αυτή νόμου 1643/1986 (φ. Α΄ 126), ορίζει στην παρ. 16 ότι: «Η κατάταξη των υπαγομένων στο ν. 1505/1984 υπαλλήλων στα μισθολογικά κλιμάκια του νόμου αυτού, γίνεται με βάση τα τυπικά προσόντα, τα οποία απαιτούνταν από τις οικείες οργανικές διατάξεις για το διορισμό ή την ένταξή τους στον κλάδο στον οποίο ανήκουν κατά την έναρξη ισχύος του ν. 1505/1984, και όχι με βάση τυχόν αυξημένα τυπικά προσόντα που είχαν χωρίς να απαιτούνται για τον κατά τα ανωτέρω διορισμό ή ένταξη ή που απόκτησαν μεταγενέστερα».
Τέλος, ο ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. …» (ΦΕΚ Α΄ 297), που άρχισε να ισχύει κατά το άρθρο 56 αυτού από 1.1.2004, ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι: «Στις διατάξεις του Μέρους Α΄ υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι υπάλληλοι: α) του Δημοσίου, β) …, γ) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) …», στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι: «Το προσωπικό της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου εξελίσσεται, ανεξάρτητα από το βαθμό που κάθε φορά έχει, σε μισθολογικά κλιμάκια, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 3 του νόμου αυτού» και στο άρθρο 3 ότι: «1. Τα μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) των υπαλλήλων των κατηγοριών: Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ) … Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ) … Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) ορίζονται σε δεκαοκτώ (18) για κάθε κατηγορία και οι υπάλληλοι εκάστης κατηγορίας εξελίσσονται σε αυτά με εισαγωγικό το 18ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 1ο Μ.Κ. 2. Ειδικά, οι υπάλληλοι που υπηρετούσαν κατά την 1.1.1997 και ανήκουν στις κατηγορίες: α. ΔΕ και έχουν πτυχίο μέσων τεχνικών σχολών που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977 (ΦΕΚ Α΄ 102) και το πτυχίο αυτό αποτέλεσε τυπικό προσόν για το διορισμό τους, εξελίσσονται στα Μ.Κ. της ΔΕ κατηγορίας με εισαγωγικό το 17ο και καταληκτικό το 1ο…».
Από τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 2 εδ. α΄ και 22 παρ. 1 του ν. 2470/1997, ερμηνευομένων σε συνδυασμό προς τις διατάξεις της παρ. 16 της ως άνω κ.υ.α., συνάγεται ότι για την κατάταξη των υπαλλήλων της κατηγορίας ΔΕ στα μισθολογικά κλιμάκια 27ο-10ο δεν αρκεί η κατοχή πτυχίου μέσης τεχνικής σχολής που καταργήθηκε με το ν. 576/1977, αλλά επιπλέον απαιτείται το πτυχίο αυτό να αποτελούσε, σύμφωνα με τις οργανικές διατάξεις τυπικό προσόν διορισμού τους στην υπηρεσία (ΣτΕ 711/2008, 2008/2005). Συνεπώς, υπό την ισχύ του μισθολογικού νόμου 2470/1997 οι κατά την έναρξη ισχύος αυτού (1.1.1997) υπηρετούντες υπάλληλοι της ΔΕ κατηγορίας που είχαν πτυχίο μέσων τεχνικών σχολών, που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977, κατατάσσονται και εξελίσσονται στα αυξημένα μισθολογικά κλιμάκια της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 του νόμου αυτού (ήτοι με εισαγωγικό το 27ο και καταληκτικό το 10ο), μόνον υπό την προϋπόθεση ότι το ως άνω πτυχίο των καταργηθεισών μέσων τεχνικών σχολών, το οποίο κατείχαν, χρησίμευσε ως προσόν διορισμού τους, ενώ αντίθετα οι λοιποί υπάλληλοι της ΔΕ κατηγορίας που δεν έχουν παντάπασιν τέτοιο πτυχίο ή που ενώ κατείχαν τέτοιο πτυχίο, αυτό δεν αποτέλεσε προσόν διορισμού τους, κατατάσσονται και εξελίσσονται στα μισθο¬λογικά κλιμάκια της περ. β΄ της παρ. 1 του ίδιου ως άνω άρθρου (ήτοι με εισαγωγικό το 29ο και καταληκτικό του 12ο). Με τον επακολουθήσαντα δε μισθολογικό νόμο 3205/2003, ρυθμίστηκαν εξ αρχής τα μισθολογικά κλιμάκια και περιελήφθη στο κείμενο του νόμου η έως τότε προβλεπόμενη με παραπομπή στην κ.υ.α. πρόσθετη ως άνω προϋπόθεση για την ευνοϊκή μισθολογική μεταχείριση των υπαλλήλων της ΔΕ κατηγορίας που είχαν πτυχίο μέσων τεχνικών σχολών, που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977. Ειδικότερα, με το νόμο αυτό τέθηκε –ρητά πλέον στο ίδιο το κείμενο του νόμου– ως προϋπόθεση κατάταξης στα αυξημένα μισθολογικά κλιμάκια της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3205/2003 (με εισαγωγικό το 17ο και καταληκτικό το 1ο), των υπηρετούντων κατά την 1.1.1997 υπάλληλοι της ΔΕ κατηγορίας, το πτυχίο τους αυτό να είχε αποτελέσει τυπικό προσόν για το διορισμό τους. Σε περίπτωση δε που δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, οι ανωτέρω υπάλληλοι υπάγονται στη γενική ρύθμιση της παρ. 1 του ίδιου ως άνω άρθρου και κατατάσσονται και εξελίσσονται στα μισθολογικά κλιμάκια της ΔΕ κατηγορίας με εισαγωγικό το 18ο και καταληκτικό το 1ο.
VI. Στην προκειμένη υπόθεση το δικάσαν II Τμήμα, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε κατά τις ουσιαστικές παραδοχές του αποδεικτικού πορίσματος της, τα ακόλουθα: Ότι η εκκαλούσα και νυν αναιρεσείουσα, πρώην δημοτική υπάλληλος, διορίσθηκε σε κενή οργανική θέση γραφέως του κλάδου Β1 Διοικητικού του Δήμου Περάματος Αττικής το έτος 1973 (ΦΕΚ 61/ 24.5.1973, τεύχος Ν.Π.Δ.Δ.). Έκτοτε υπηρέτησε συνεχώς στη θέση αυτή μέχρι τις 24.5.2005, οπότε απο¬χώρησε από την υπηρεσία ύστερα από παραίτησή της. Κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας της η εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα, η οποία ήταν κάτοχος πτυχίου της μέσης ιδιωτικής επαγγελματικής σχολής λογιστών Σ.Ι., που καταργήθηκε με το ν. 576/1977, προσέφυγε ενώπιον του αρμοδίου Διοικητικού Δικαστηρίου, επιδιώκοντας τον προσδιορισμό των αποδοχών της με βάση τα αυξημένα μισθολογικά κλιμάκια της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 2470/1997 (ήτοι, με εισαγωγικό το 27ο και καταληκτικό το 10ο). Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά, με την 287/2000 απόφασή του, την δικαίωσε, δεχόμενο ότι, εφόσον αυτή ήταν κάτοχος του προαναφερόμενου πτυχίου, έπρεπε να καταταχθεί και να μισθοδοτηθεί από 1.1.1997 με βάση τα αυξημένα αυτά μισθολογικά κλιμάκια του ν. 2470/1997. Κατόπιν τούτου, ο Δήμος Π. προέβη στη μισθολογική κατάταξή της σύμφωνα με τις επιταγές της δικαστικής αυτής απόφασης. Εν συνεχεία, όμως, ο Δήμος Π., παρότι άλλαξε το νομοθετικό καθεστώς, καθόσον εκδόθηκε ο ν. 3205/2003, που όρισε εξαρχής νέα μισθολογικά κλιμάκια και προέβλεψε ρητά πλέον ότι προκειμένου να καταταγούν οι κατά την 1.1.1997 υπηρετούντες υπάλληλοι της ΔΕ κατηγορίας, οι οποίοι κατέχουν πτυχίο μέσης τεχνικής σχολής, που καταργήθηκε με το ν. 576/1977, όπως η ήδη αναιρεσείουσα, στα (αυξημένα) μισθολογικά κλιμάκια της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 του νέου αυτού νόμου 3205/2003 (με εισαγωγικό το 17ο και καταληκτικό του 1ο) και όχι στα μισθολογικά κλιμάκια της παρ. 2 του άρθρου 3 του ιδίου νόμου (με εισαγωγικό το 18ο και καταληκτικό το 1), πρέπει το πτυχίο τους αυτό να έχει αποτελέσει τυπικό προσόν για το διορισμό τους, προέβη μεν στην εκ νέου κατάταξη της νυν αναιρεσείουσας στα μισθολογικά κλιμάκια του νέου νόμου, χωρίς όμως να εξετάσει και διαπιστώσει τη συνδρομή της ως άνω προϋπόθεσης, θεωρώντας ότι δεσμεύεται από την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση. Συνέπεια τούτου ήταν ότι, κατά τον χρόνο εξόδου της από την υπηρεσία (24.5.2005), η νυν αναιρεσείουσα μισθοδοτείτο, ενόψει της από έτη 32-0-1 πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας της, με το βασικό μισθό του 1ου μισθολογικού κλιμακίου της ΔΕ κατηγορίας του ν. 3205/2003. Με την 16744/20.9.2005 πράξη της 43ης Διεύθυνσης Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και μετά την 8137/19.9.2005 βεβαίωση του Δημάρχου Π. ότι «το πτυχίο του τμήματος λογιστών που κατέχει η πρώην υπάλληλος του Δήμου Μ.Κ. δεν ήταν απαραίτητο τυπικό προσόν για την πρόσληψή της», κανονίσθηκε στην εκκαλούσα σύνταξη, βάσει της από έτη 32-0-1 συνολικής συντάξιμης και πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας της, ίση με τα 32/35 των 80% ή με τα 731/1000 του μηνιαίου μισθού ενεργείας του 2ου μισθολογικού κλιμακίου της ΔΕ κατηγορίας του ν. 3205/2003, πληρωτέα από 1.9.2005. Κατά της ως άνω πράξεως κανονισμού συντάξεως άσκησε η εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα την από 15.12.2005 ένστασή της, επιδιώκοντας τον καθορισμό του συντάξιμου μισθού της με βάση το βασικό μισθό του 1ου μισθολογικού κλιμακίου της ΔΕ κατηγορίας του ν. 3205/2003, τον οποίο ελάμβανε κατά τον χρόνο εξόδου της από την υπηρεσία, κατόπιν της 287/2000 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Η ένστασή της αυτή απορρίφθηκε, με την προσβληθείσα ενώπιον του Τμήματος υπ’ αριθμ. 727/10.4.2006 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, με την αιτιολογία ότι, εφόσον το κατεχόμενο από αυτήν πτυχίο μέσης τεχνικής σχολής, που καταργήθηκε με το ν. 576/1977, δεν αποτέλεσε τυπικό προσόν για το διορισμό της, ορθώς προσδιορίσθηκαν οι συντάξιμες αποδοχές της με βάση το 2ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ κατηγορίας του ν. 3205/ 2003, στο οποίο κατατάσσεται αυτή, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 α΄ του νόμου αυτού, με βάση την από έτη 32-0-1 πραγματική δημόσια υπηρεσία της, η δε επικαλούμενη 287/2000 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά δεν δημιουργεί δεδικασμένο που να δεσμεύει τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα, αφού η απόφαση αυτή εκδόθηκε υπό το καθεστώς του ν. 2470/1997, και όχι εκείνο του ν. 3205/2003, με συνέπεια να μην υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση ταυτότητα νομικής αιτίας και κατ’ επέκταση διαφοράς. Ακολούθως το δικάσαν Τμήμα, κατά νομική παραδοχή, έκρινε ότι ορθώς και με νόμιμη αιτιολογία απέρριψε η Ε.Ε.Π.Κ.Σ. την ένσταση της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, και αφού απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους λόγους εφέσεως, απέρριψε και εν τω συνόλω της την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας ως αβάσιμη.
VII. Ενόψει των προεκτεθεισών υπό στοιχ. IV και V νομικών σκέψεων, κατά τη γνώμη που κράτησε στην Ολομέλεια, από δεκαπέντε (15) μέλη του Δικαστηρίου, ορθώς τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, στο πλαίσιο άσκησης της αρμοδιότητάς τους για κανονισμό της συντάξεως της αναιρεσείουσας και προκειμένου να καθορίσουν τον κατά το άρθρο 9 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα «συντάξιμο μισθό» σύμφωνα με τις ισχύουσες από 1.1.2004 μισθολογικές ρυθμίσεις του ν. 3205/2003, εξέτασαν, αν το πτυχίο που έλαβε αυτή από μέση τεχνική σχολή που καταργήθηκε αποτέλεσε τυπικό προσόν για το διορισμό της, ώστε να προσδιορίσουν το νόμιμο μισθολογικό κλιμάκιο, με το βασικό μισθό του οποίου είναι κανονιστέα η σύνταξή της. Ορθώς δε, περαιτέρω, δεν έλαβαν υπόψη τους την από μέρους της υπηρεσιακής διοίκησης κατάταξη αυτής στα ειδικά (αυξημένα) μισθολογικά κλιμάκια της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3205/2003, καθόσον δεν συντρέχουν οι ως άνω πρόσθετες προϋποθέσεις που τάσσονται από τις μισθολογικές αυτές διατάξεις. Δεν ασκεί δε οποιαδήποτε έννομη επιρροή το γεγονός ότι η ίδια υπάλληλος υπό την ισχύ των προϊσχυουσών μισθολογικών διατάξεων του ν. 2470/1997 είχε καταταγεί στα αυξημένα μισθολογικά κλιμάκια του νόμου εκείνου βάσει δικαστικής αποφάσεως, η οποία είχε κρίνει ότι ως υπηρετούσα την 1.1.1997 δικαιούτο να καταταγεί στα αυξημένα Μ.Κ. της παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 2470/1977, εφόσον κατείχε πτυχίο καταργηθείσας με το ν. 576/1977 μέσης τεχνικής σχολής, χωρίς να εξετάσει –προφανώς κατ’ εσφαλμένη νομική παραδοχή– αν το πτυχίο αυτό απετέλεσε προσόν διορισμού στην υπηρεσία της, όπως απαιτείται, κατά την προεκτεθείσα νομική σκέψη υπό στοιχ. IV, από τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 2470/ 1977 σε συνδυασμό εμηνευόμενες με τις διατάξεις της 111624/4076/20.11.1985 κοινής υπουργικής απόφασης (φ. 730, Β΄), που κυρώθηκε με το άρθρο 12 του ν. 1643/1986 και εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 2470/1977, και για την κατάταξη στα Μ.Κ. του νόμου αυτού. Και τούτο διότι, έστω και αν με το νέο νόμο δεν αλλάζουν εν τέλει, σύμφωνα με τη δοθείσα στην υπό στοιχ. IV νομική σκέψη ερμηνεία, οι προϋποθέσεις λήψεως υπόψη του πτυχίου καταργηθείσας νομικής σχολής για την κατάταξη σε Μ.Κ., τις οποίες, όμως η 287/2000 απόφαση Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά δεν είχε εξετάσει παντάπασιν, πάντως, εφόσον η ενλόγω δικαστική απόφαση εκδόθηκε υπό το καθεστώς της προηγούμενης νομοθετικής ρυθμίσεως (του ν. 2470/1997), και όχι εκείνο του ν. 3205/2003, δεν υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση ταυτότητα νομικής αιτίας και κατ’ επέκταση ταυτότητα διαφοράς, καθόσον με το νέο νόμο ρυθμίζονται εξ αρχής η μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων, η κατάταξή τους στα νέα μισθολογικά κλιμάκια καθώς και το εύρος αυτών. Τα αυτά δεχθέν, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του και το δικάσαν Τμήμα, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, δεν έσφαλε, οι δε περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 9 του συνταξιοδοτικού κώδικα και περί παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, υπό την ειδικότερη αιτίαση της παράβασης δεδικασμένου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, από δέκα (10) μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι των Συμβούλων Ηλία Αλεξανδρόπουλου, Διονυσίου Λασκαράτου, Μιχαήλ Ζυμή, Ευάγγελου Νταή, Μαρίας Βλαχάκη, Γεωργίας Μαραγκού, Βασιλικής Ανδρεοπούλου, Μαρίας Αθανασοπούλου, Ασημίνας Σαντοριναίου και Δέσποινας Καββαδία – Κωνσταντάρα, τα συνταξιοδοτικά όργανα, κατά την άσκηση της αρμοδιότητος κανονισμού συντάξεως, και το Ελεγκτικό Συνέδριο, στο πλαίσιο ασκήσεως των δικαστικών του καθηκόντων, δεν δύνανται να εξετάσουν παρεμπιπτόντως αν υπάλληλος εξερχόμενος από την υπηρεσία υπό το μισθολογικό καθεστώς του ν. 3205/2003, νομίμως κατετάγη, ενόσω ήταν εν ενεργεία, στα αυξημένα Μ.Κ. του ν. 3205/2003, όταν με δικαστική απόφαση έχει κριθεί δεσμευτικά με δύναμη δεδικασμένου, υπό το καθεστώς του προγενέστερου ν. 2470/1997, ότι ο υπάλληλος, που κατείχε πτυχίο καταργηθείσας με το ν. 576/1977 μέσης τεχνικής σχολής, δικαιούται να καταταγεί στα αυξημένα Μ.Κ. του νόμου αυτού, καθόσον η κρίση αυτή δεσμεύει και για την εκ νέου κατάταξη του υπαλλήλου στα Μ.Κ. του ν. 3205/2003, αφού ο νεότερος αυτός νόμος δεν αλλάζει, όπως εκτέθηκε στην υπό στοιχ. IV νομική σκέψη, τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να ληφθεί υπόψη το εν λόγω πτυχίο, έστω και αν η εκδοθείσα υπό το καθεστώς του ν. 2470/1997 –προφανώς κατά εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου αυτού– δεν είχε θέσει ως προϋπόθεση και δεν εξέτασε αν το πτυχίο αποτέλεσε προσόν διορισμού. Πλην όμως, η γνώμη αυτή δεν εκράτησε.
VII. Περαιτέρω, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ενόψει του ότι δεν ελήφθη υπόψη από το Τμήμα ισχυρισμός αυτής περί του πτυχίου της, και ειδικότερα ο ισχυρισμός της ότι εφόσον το πτυχίο της ελήφθη υπόψη για την ανάθεση σ’ αυτήν καθηκόντων στην οικονομική υπηρεσία του Δήμου, έπρεπε να ληφθεί υπόψη και για την κατάταξή της στα Μ.Κ., καθόσον ο ισχυρισμός αυτός –ανεξαρτήτως του ότι αορίστως προβάλλετο με την έφεσή της– παρίσταται μη ουσιώδης, ως νόμω αβάσιμος, καθόσον η κατάταξη του υπαλλήλου σε μισθολογικά κλιμάκια κατά τις εφαρμοστέες στον κρίσιμο χρόνο διατάξεις του ν. 3205/2003 δεν εξαρτάται από την άσκηση συγκεκριμένων καθηκόντων, αλλά από τις προϋποθέσεις που θέτουν οι ενλόγω διατάξεις, τις οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, δεν πληρούσε η νυν αναιρεσείουσα.
IX. Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει ν’ απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 61 παρ. 3 και 117 π.δ. 1225/1981).