ΣτΕ 1444/08, ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ, ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Υπάλληλοι με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου , εφόσον η καταγγελία της σύμβασης δεν έγινε με διαδικασία του διοικητικού δικαίου , αρμόδια τα Πολιτικά

ΣΤΕ

1444/2008 ΣΤΕ 
 
 Υπάλληλοι του Δημοσίου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Η όλη διαδικασία της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο δεν αποτελεί ούτε συνδέεται με πειθαρχική ποινή. Μόνη η παρεμβολή του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου υπό τον τύπο της σύμφωνης γνωμοδότησης μπορεί να προσδώσει στην ανωτέρω διαδικασία χαρακτήρα ειδικής διοικητικής διαδικασίας. Η αναφυόμενη διαφορά διέπεται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και αρμόδια για την επίλυσή της είναι τα πολιτικά δικαστήρια. Δεκτή η έφεση, απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων.

  
Αριθμός 1444/2008

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

2. Επειδή, με την έφεση αυτή, η οποία συζητείται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος μετά την παραπεμπτική απόφαση 2483/2006 του Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση, ζητείται η εξαφάνιση της απόφασης 2795/2001 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος, υπαλλήλου του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ειδικότητας ηλεκτρονικού, κατά της πράξης 3913/8.12.1999 της Ειδικής Γραμματέως του ως άνω Υπουργείου. Με την τελευταία αυτή πράξη έγινε καταγγελία για σπουδαίο λόγο («αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων για 15 τουλάχιστον κατά συνέχεια ημέρες») της ως άνω σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, που είχε συνάψει ο εκκαλών με το Δημόσιο.

3. Επειδή, στο π.δ. 410/88 («Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, που αφορούν το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», Α` 191) και στο Τμήμα Ε` υπό τον τίτλο «Πειθαρχικό Δίκαιο» ορίζονται τα εξής: στο μεν άρθρο 38 παρ. 1 περ. ιε ότι «Μεταξύ των πειθαρχικών αδικημάτων περιλαμβάνονται ιδίως:…ιε)Η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων …», στο δε άρθρο 39 ότι «1. Πειθαρχικές ποινές είναι: α)η έγγραφη επίπληξη. β)Πρόστιμο μέχρι τις αποδοχές ενός μήνα. 2. Πειθαρχική ποινή επιβάλλεται εφόσον δεν δικαιολογείται καταγγελία της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο 3. …». Περαιτέρω, στο Τμήμα ΣΤ` του ίδιου π.δ. υπό τον τίτλο «Λύση της σύμβασης εργασίας-Αποζημίωση» αναφέρονται τα ακόλουθα: στο άρθρο 46 ότι «Η σύμβαση εργασίας λύεται: α)…, β)…, γ)…, δ) Με την καταγγελία, ε)…» και στο άρθρο 53 ότι «1. Η σύμβαση εργασίας μπορεί να καταγγελθεί από την υπηρεσία οποτεδήποτε για σπουδαίο λόγο. Σπουδαίο λόγο αποτελεί ιδίως: α)…, β)…, γ) Η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων για δεκαπέντε (15) τουλάχιστον κατά συνέχεια ημέρες. δ)…, ε)…, στ)…, ζ)…». 2. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου, μετά από σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Η λύση της σύμβασης εργασίας επέρχεται από την ανακοίνωση της απόφασης στον απασχολούμενο».

Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, συνάγεται ότι η όλη διαδικασία της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο δεν αποτελεί ούτε συνδέεται με πειθαρχική ποινή, αλλά εντάσσεται και λειτουργεί στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, που έχει συναφθεί ανάμεσα στο Δημόσιο και τον υπάλληλο. Ούτε, εξ άλλου, μόνη η παρεμβολή του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου υπό τον τύπο της σύμφωνης γνωμοδότησης μπορεί να προσδώσει στην ως άνω διαδικασία χαρακτήρα ειδικής διοικητικής διαδικασίας.

Κατά συνέπεια, η αναφυόμενη διαφορά διέπεται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου (ΣΕ 1893/05, πρβλ. ΣΕ 1892/05, 2874/88, 2012/86). Με τα δεδομένα αυτά, όμως, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε επί διαφοράς για την επίλυση της οποίας είναι αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια και για τον λόγο αυτό, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως κατ` έφεση, διότι αφορά την δικαιοδοσία του δικάσαντος δικαστηρίου, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση.

4. Επειδή, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, το Δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως του αιτούντος-εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 64 του π.δ. 18/1989 (Α` 8), την οποία και κρίνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων για την κρινόμενη διαφορά, κατά τα ήδη εκτεθέντα.

5. Επειδή το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις (στο άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ. 18/1989) κρίνει ότι πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Διά ταύτα

Δέχεται την έφεση

Εξαφανίζει την απόφαση 2795/2001 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών