ΕΣ Ολομ. 415/2010,ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ ΑΓΩΓΗ 105 ΕισΝΑΚ, ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΣ, Αγωγή 105 ΕσιΝΑΚ για σύνταξη πέραν της τριετίας.

ΕΣ Ολομ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ 415/2010

Αίτηση Αναίρεσης πολιτικού συνταξιούχου, Επίτιμου Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία αιτείται να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει, νομιμοτόκως αποζημίωση, που αντιστοιχεί σε διαφορές σύνταξης, τις οποίες στερήθηκε κατά το χρονικό διάστημα, στο οποίο δεν ανέτρεξε, λόγω της προβλεπόμενης από το νόμο περιορισμένης τριετούς αναδρομής, η καταβολή της αυξητικά αναπροσαρμοσθείσας σύνταξής του. Ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου για αποζημίωση από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, η οποία έχει ανατεθεί σ’ αυτά. Αξίωση αποκατάστασης ζημίας, που προκλήθηκε στο δικαιούχο από την παράνομη στέρηση συνταξιοδοτικών παροχών κατά το προγενέστερο της τριετίας χρονικό διάστημα, μόνο δε για τον προσδιορισμό του ύψους της οφειλόμενης αποζημίωσης λαμβάνεται απλώς υπόψη η σύνταξη. Δεκτή η αίτηση αναίρεσης λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2009, με την ακόλουθη σύνθεση : Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ευστάθιος Ροντογιάννης, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Γεώργιος Κωνσταντάς, Θεοχάρης Δημακόπουλος και Διονύσιος Λασκαράτος, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής (εισηγητής), Κωνσταντίνα Ζώη, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης και Αντώνιος Κατσαρόλης, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, και οι Σύμβουλοι Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Δημήτριος Πέππας και Αγγελική Μυλωνά απουσίασαν δικαιολογημένα).

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Γεώργιος Σχοινιωτάκης.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 10 Μαϊου 2007 (αριθμ. καταθ. …), για αναίρεση της … οριστικής αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αίτηση του ….

κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κων/νου Κατσούλα.

Με την από 15.11.2005 (αριθ. βιβλίου δικογράφων …) αγωγή του ο ήδη αναιρεσείων πολιτικός συνταξιούχος, Επίτιμος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζήτησε να υποχρεωθεί το αναιρεσίβλητο – εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει, νομιμοτόκως ως αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., το ποσόν των 4.540 ευρώ που αντιστοιχεί στις διαφορές σύνταξης, τις οποίες στερήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 1.6.1997, στο οποίο δεν ανέτρεξε, λόγω της προβλεπόμενης από το άρθρο 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000) περιορισμένης τριετούς αναδρομής, η καταβολή της αυξητικά αναπροσαρμοσθείσας, με την 1051/2000 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, σύνταξής του.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη … απόφαση του ΙΙ Τμήματος απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή ως νόμω αβάσιμη.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :

Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και,

Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την αναπομπή της υπόθεσης στο εκδόν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Τμήμα για την εκ νέου εξέτασή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Διονύσιο Λασκαράτο και τους Συμβούλους Ηλία Αλεξανδόπουλο, Νικόλαο Μηλιώνη και Ελένη Λυκεσά που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και το Σύμβουλο Αντώνιο Κατσαρόλη που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν.1968/1991.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής :

Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως της … οριστικής αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. 2745843, 1062700 και 2514598 Σειράς Α΄ έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου) έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατά το βάσιμο του λόγου αυτής, χωρίς να κωλύεται η πρόοδος της δίκης από τη δικονομική απουσία του αναιρεσείοντος, ο οποίος εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο στο ακροατήριο και δήλωσε ότι επιθυμεί τη συζήτηση της υποθέσεως (άρθρ. 65 παρ. 2 και 117 του π.δ. 1225/1981).

ΙΙ. Με την κρινόμενη αίτηση, ο αναιρεσείων επιδιώκει την ακύρωση της πληττόμενης αποφάσεως προβάλλοντας ως λόγο αναιρέσεως αυτής εσφαλμένη ερμηνεία των διεπουσών την επίδικη σχέση ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 105 Εισ.Ν.Α.Κ., 60 παρ. 1 και 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 1041/1979 και ήδη π.δ. 166/2000) και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α..

ΙΙΙ. Με το άρθρο 105 του Εισ. Ν.Α.Κ. θεσπίζεται η ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου για αποζημίωση από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, η οποία έχει ανατεθεί σ’ αυτά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι για να στοιχειοθετηθεί υποχρέωση αποζημίωσης εκ μέρους του Δημοσίου απαιτείται η πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια των οργάνων του να είναι παράνομη, δηλαδή με αυτή να παραβιάζεται κανόνας δικαίου με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον. Περιλαμβάνει δε η αποζημίωση αυτή, κατά το άρθρο 298 του Α.Κ., την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος. Ως εκ τούτου, στην αποζημίωση αυτή περιλαμβάνεται τόσο η αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η υπάρχουσα πριν από την παράνομη πράξη ή παράλειψη περιουσία του ζημιωθέντος όσο και η αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υπέστη διότι στερήθηκε, λόγω της παράνομης πράξης ή παράλειψης, παροχές, τις οποίες με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του Δημοσίου. Από τα ανωτέρω, ειδικότερα, παρέπεται ότι αν το Δημόσιο αρνηθεί παρανόμως να κανονίσει ή να αναπροσαρμόσει αναλόγως στο προσήκον ύψος τη σύνταξη πολιτικού συνταξιούχου και η άρνηση αυτή ακυρωθεί στη συνέχεια με απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ακολούθως δε η Διοίκηση, σε συμμόρφωση προς τις παραδοχές της απόφασης αυτής, καταβάλει στο συνταξιούχο την αυξημένη σύνταξή του υπό το χρονικό περιορισμό του άρθρου 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (Σ.Κ.), δηλαδή αναδρομικά επί τριετία από την έκδοσή της, ο τελευταίος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για να αποκατασταθεί η ζημία που υπέστη από τη στέρηση της αυξημένης σύνταξής του κατά το πέραν της τριετίας χρονικό διάστημα. Με την έγερση της αξίωσης αυτής, η οποία ερείδεται στο άρθρο 105 Εισ. Ν.Α.Κ., δεν επιδιώκεται η καταβολή συντάξεων, αλλά ζητείται η αποκατάσταση ζημίας, που προκλήθηκε στο δικαιούχο από την παράνομη στέρηση συνταξιοδοτικών παροχών κατά το προγενέστερο της τριετίας χρονικό διάστημα, μόνο δε για τον προσδιορισμό του ύψους της οφειλόμενης αποζημίωσης λαμβάνεται απλώς υπόψη η σύνταξη. Συνεπώς, η αγωγή για καταβολή αποζημίωσης σε συνταξιούχο του Δημοσίου, λόγω παράνομου κανονισμού της σύνταξής του από τα όργανα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία διαπιστώθηκε με απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμιγώς συνταξιοδοτικού περιεχομένου, αλλά συνέχεται με τη σύνταξη και έχει ως αφετηρία τον χρόνο καθορισμού της σύνταξης. Εξάλλου, η αγωγή αυτή δεν κωλύεται από το άρθρο 60 παρ. 1 του Σ.Κ., το οποίο περιορίζει μόνο τον χρόνο της αναδρομικής καταβολής συντάξεων, χωρίς ταυτοχρόνως να αποκλείει τη διεκδίκηση από το δικαιούχο της ζημίας επί της οποίας θεμελιώνεται η ειδική αδικοπραξία του άρθρου 105 Εισ. Ν.Α.Κ. Η θέση αυτή επικουρείται και από την εισηγητική έκθεση του ν. 1489/1984, από την οποία προκύπτει ότι ο νομοθέτης θεωρεί δεδομένη τη δυνατότητα άσκησης αποζημιωτικής αγωγής και για να αποφευχθεί αυτό παρέτεινε την αναδρομική καταβολή συντάξεων από ένα σε τρία έτη, κρίνοντας, υπό τις επικρατούσες τότε συνθήκες, το εν λόγω χρονικό διάστημα εύλογο για την περαίωση των συνταξιοδοτικών υποθέσεων. Επιπροσθέτως, ο αποκλεισμός, υπό την ισχύ του άρθρου 60 παρ. 1 του Σ.Κ., του ένδικου βοηθήματος της αποζημιωτικής αγωγής θα οδηγούσε σε παραβίαση του άρθρου 20 του Συντάγματος, αφού ο ενδιαφερόμενος θα στερείτο κάθε δικαστικής προστασίας για το χρονικό διάστημα από τη γέννηση της συνταξιοδοτικής του αξίωσης μέχρι το χρόνο της αναδρομικής έκτασης αυτής, δηλαδή κατά το πέραν της τριετίας από την έκδοση της περατώνουσας τη συνταξιοδοτική του υπόθεση πράξης ή απόφασης χρονικό διάστημα, στο οποίο δεν μπορούν να αναδράμουν τα οικονομικά αποτελέσματα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος (Ολ. Ελ. Συν. 2414/2007, 196, 1604/2008).

ΙV. Στην υπό κρίση υπόθεση από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα ακόλουθα: Ότι στον αναιρεσείοντα, πολιτικό συνταξιούχο, επίτιμο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αποχώρησε από την υπηρεσία στις 30.6.1993 λόγω ορίου ηλικίας, κανονίστηκε, με την … πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., μηνιαία σύνταξη. Η σύνταξή του αυτή αναπροσαρμόσθηκε οίκοθεν με την …πράξη του Διευθυντή της αυτής Διεύθυνσης. Κατά της ανωτέρω πράξης αναπροσαρμογής, ο ήδη αναιρεσείων άσκησε, ενώπιον του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έφεση, ζητώντας τον συνυπολογισμό στις συντάξιμες αποδοχές του της πάγιας αποζημιώσεως του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2521/1997. Η έφεσή του, με την …απόφαση του ανωτέρω Τμήματος, έγινε δεκτή και ανακαθορίστηκε, κατά τα αιτηθέντα, η μηνιαία σύνταξή του από 1.1.1997, συμπεριλαμβανομένης της παγίας αποζημιώσεως. Κατόπιν αιτήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, με την 1504/2002 απόφαση της Ολομέλειας του παρόντος Δικαστηρίου, αναιρέθηκε η ως άνω απόφαση του ΙΙ Τμήματος κατά το μέρος που όρισε πληρωτέα της σύνταξη του ήδη αναιρεσείοντος από 1.1.1997, ενώ όφειλε, κατά τα γενόμενα δεκτά, αφού η απόφαση εκδόθηκε στις 29.6.2000, να την ορίσει πληρωτέα για το χρονικό διάστημα από 1.6.1997, ένεκα του άρθρου 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο δεν επιτρέπεται η αναγνώριση οικονομικών δικαιωμάτων από συντάξεις για χρονικό διάστημα πέραν των τριών ετών από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση. Ακολούθως, ο ήδη αναιρεσείων, με την από 15.11.2005 αγωγή του ενώπιον του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ζήτησε την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από τη στέρηση της αυξημένης σύνταξής του για το απώτερο της τριετίας χρονικό διάστημα (1.1.1997 έως 1.6.1997), επικαλούμενος ότι η ζημία του αυτή υπήρξε απότοκος της παράλειψης των συνταξιοδοτικών οργάνων της Διοίκησης, που εκδηλώθηκε με την κριθείσα ως παράνομη και μεταρρυθμισθείσα … πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., να προβούν εγκαίρως στην αναπροσαρμογή της σύνταξής του για το ζητούμενο χρονικό διάστημα. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα το Τμήμα έκρινε ότι η παράλειψη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που εκδηλώθηκε με την … πράξη του οικείου Διευθυντή, να αναπροσαρμόσει τη σύνταξη του ανωτέρω, ακυρώθηκε τελικώς με την 1504/2002 απόφαση της Ολομέλειας από 1.6.1997 και εφεξής και όχι από 1.1.1997. Δοθέντος δε, κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η κατά το άρθρο 105 Εισ. Ν.Α.Κ. ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασκούμενη αποζημιωτική αγωγή δεν αποτελεί αυτοτελές ένδικο βοήθημα, ώστε να μπορεί να ερευνηθεί παρεμπιπτόντως η νομιμότητα των πράξεων των συνταξιοδοτικών οργάνων, αλλά απαιτείται να έχει προηγουμένως διαγνωσθεί, κατά την οριζόμενη στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα διαδικασία, η παρανομία της ζημιογόνου πράξεως της συνταξιοδοτικής διοίκησης, έκρινε ότι η ασκηθείσα αποζημιωτική αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος για αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από τη στέρηση της αυξημένης σύνταξής του κατά το χρονικό διάστημα πέραν της τριετούς αναδρομικής έκτασης της ανωτέρω απόφασης είναι νόμω αβάσιμη και εντεύθεν απορριπτέα.

V. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις εκτεθείσες αιτιολογίες της μείζονας πρότασης της παρούσης, η κρίση του Τμήματος ελέγχεται ως μη νόμιμη, αφού εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Συνεπώς, ο προς τούτο λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να διαταχθεί δε η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου αναιρέσεως στον αναιρεσείοντα (άρθρα 56 παρ. 2 π.δ. 774/1980, 61 παρ. 3 και 117 π.δ. 1225/1981). Περαιτέρω, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις και λόγω του δυσερμηνεύτου των σχετικών διατάξεων, κρίνει ότι συντρέχει κατ’ ουσίαν νόμιμη περίπτωση απαλλαγής εν όλω του ηττηθέντος αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου από τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 275 Κ.Διοικ.Δ. σε συνδ. με άρθρ. 123 π.δ. 1225/1981, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 του ν. 3472/2006).

VI. Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης για τον προεκτεθέντα λόγο η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο αρμόδιο ΙΙ Τμήμα, με διαφορετική σύνθεση, καθόσον αυτή χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό της μέρος (άρθρα 58 παρ. 4 του π.δ. 774/1980 και 116 του π.δ. 1225/1981).

Για τους λόγους αυτούς

Δικάζει ερήμην του αναιρεσείοντος.

Δέχεται την από 10.5.2007 αίτηση του … για αναίρεση της … αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Αναιρεί την ανωτέρω απόφαση.

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου αναιρέσεως στον αναιρεσείοντα.

Αναπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με διαφορετική σύνθεση και,

Απαλλάσσει εν όλω το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα.