ΕΣ Ολομ. 488/2010,ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΥΠΟΛΟΓΟΣ, ΝΠΔΔ, Υπόλογος Τράπεζα, έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου.ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ , ΕΛΛΕΙΜΜΑ

ΕΣ Ολομ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ 488/2010

Αίτηση Αναίρεσης. Δημόσιοι υπόλογοι είναι οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων του Δημοσίου καθώς και όσοι με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικά που ανήκουν στο Δημόσιο, επίσης δε και οποιοσδήποτε άλλος, που, εξαιτίας της φύσης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, θεωρείται από ειδική διάταξη νόμου ως υπόλογος. Ο υπόλογος ευθύνεται, σε περίπτωση που προκληθεί έλλειμμα από τις διαχειριστικές του ενέργειες, για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια. Δεκτή η αίτηση αναίρεσης.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2009, με την ακόλουθη σύνθεση : Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ευστάθιος Ροντογιάννης, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κανδρής, Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιος Κωνσταντάς, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Διονύσιος Λασκαράτος, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος (εισηγητής), Γεωργία Μαραγκού, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα και Αγγελική Μυλωνά, Σύμβουλοι (οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη απουσίασαν δικαιολογημένα).

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Άννα Λιγωμένου, Σύμβουλος ασκούσα καθήκοντα Αντεπιτρόπου κωλυομένων του Γενικού Επιτρόπου και του Επιτρόπου της Επικρατείας, που απουσίασαν δικαιολογημένα.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 5.2.2007 (αριθμ. καταθ. …) για αναίρεση της … οριστικής απóφασης του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα …,

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη,

Με την … απόφαση της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολοίπου Κεντρικής Μακεδονίας καταλογίστηκε υπέρ του Δημοσίου η ήδη αναιρεσείουσα τράπεζα με το ποσό των 96.025,18 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε ισόποσο χρηματικό έλλειμμα που προκλήθηκε από υπαιτιότητα του Δημοσίου, πλέον νόμιμων προσαυξήσεων ύψους 161.338,33 δραχμών, δηλαδή με το συνολικό ποσό των 257.363,51 ευρώ.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη … απόφαση του ΙV Τμήματος απορρίφθηκε η από 16.7.2009 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της ανωτέρω καταλογιστικής απόφασης.

Με την αίτηση που κρίνεται ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙV Τμήματος.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας τράπεζας, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.

Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που πρότεινε την απόρριψη της αίτησης

Την ασκούσα καθήκοντα Αντεπιτρόπου, Σύμβουλο Άννα Λιγωμένου, η οποία πρότεινε επίσης την απόρριψη της αίτησης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση εκτός από τους Αντιπροέδρους Ευστάθιο Ροντογιάννη, Νικόλαο Αγγελάρα, Ελένη Φώτη και Κωνσταντίνο Κανδρή που απουσίασαν λόγω κωλύματος.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής:

Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης της … οριστικής απόφασης του ΙV Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (βλ. τα 2503960, 944262 και 1945864, Σειράς …, έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατά το παραδεκτό και τη βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, όπως αυτοί αναπτύσσονται στο από 9.3.2009 υπόμνημα που κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΙΙ. Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 15, 17, 22, 25 27 και 33 του π.δ. 774/1980 «Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ … 189) καθώς και 54 παρ. 1 και 56 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ … 247) προκύπτει ότι δημόσιοι υπόλογοι είναι οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων του Δημοσίου καθώς και όσοι με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικά που ανήκουν στο Δημόσιο, επίσης δε και οποιοσδήποτε άλλος, που, εξαιτίας της φύσης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, θεωρείται από ειδική διάταξη νόμου ως υπόλογος (βλ. αποφ. Ολ. Ε.Σ. 1492/2000). Εξάλλου, ως έλλειμμα νοείται κάθε έλλειψη χρημάτων αξιών ή υλικού, που διαπιστώνεται με τη νόμιμη διαδικασία, ενώ έλλειμμα δημιουργεί και κάθε «ανοίκειος» πληρωμή, δηλαδή κάθε πληρωμή που είτε δεν ανάγεται στην αρμοδιότητα του υπολόγου, είτε δεν στηρίζεται σε πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά, είτε για την πραγματοποίησή της δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες εκ μέρους του υπολόγου, είτε έγινε αχρεωστήτως από υπαιτιότητα του υπολόγου, είτε είναι άσχετη προς το σκοπό της διαχείρισης. Ο υπόλογος ευθύνεται, σε περίπτωση που προκληθεί έλλειμμα από τις διαχειριστικές του ενέργειες, για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια. Η δε ύπαρξη της υπαιτιότητας αυτής τεκμαίρεται, πλην μαχητώς από πλευράς του υπολόγου. Για τον καταλογισμό δηλαδή του υπολόγου αρκεί η διαπίστωση του προκληθέντος ελλείμματος και δεν απαιτείται επιπροσθέτως η επισήμανση δόλου ή αμελείας του, ενώ απαλλάσσεται μόνο εάν ο ίδιος επικαλεστεί και αποδείξει ότι το έλλειμμα δημιουργήθηκε χωρίς να συντρέχει οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητά του (βλ. αποφ. Ολομ. Ε.Σ. 1187/1998 και IV Τμ. 1355/1994, 1444/1995, 1026/1998, 1516/2000, 851/2003, 158, 159 και 160/2004). Εξάλλου, στο σώμα της εκδιδόμενης κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.δ. 1264/1942 καταλογιστικής πράξης πρέπει και αρκεί να διαλαμβάνονται εκείνα τα στοιχεία, που συμπληρούμενα και από τα στοιχεία του φακέλου, δικαιολογούν, κατά το νόμο, τον καταλογισμό και ειδικότερα αφενός δικαιολογούν την ιδιότητα του υπόχρεου ως υπολόγου έναντι του δικαιούχου, αφετέρου θεμελιώνουν την ύπαρξη και το ύψος του ελλείμματος (βλ. αποφ. Ολ. Ε.Σ. 1396/2000, ΙV Τμ. 202/2003). Σε βάρος του υπολόγου καταλογίζονται, πέραν του ποσού του ελλείμματος, και οι εκάστοτε οριζόμενες από τις διατάξεις περί είσπραξης δημοσίων εσόδων προσαυξήσεις, υπολογιζόμενες από την ημέρα που εξακριβώθηκε ότι έλαβε χώρα το έλλειμμα και, αν τούτο είναι αδύνατο, από την ημέρα που ανακαλύφθηκε κατά την επιθεώρηση ή την παράδοση, απαλλάσσεται δε αυτός των προσαυξήσεων μόνο αν αποδείξει ότι το διαπιστωθέν έλλειμμα δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλειά του (άρθρο 10 του ν.δ. 1265/1972, που έχει κωδικοποιηθεί στην παρ. 3 του άρθρου 27 του π.δ. 774/1980, άρθρο 12 παρ. 1 του ν.δ.1264/1942, άρθρο 5 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων -ν.δ. 356/1974-, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 1 του ν. 1591/1986 και άρθρο 6 του ίδιου Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 50 παρ. 2 του ν. 1591/1986 και 28 παρ. 1 του ν. 1882/1990).

ΙΙΙ. Στην προκείμενη υπόθεση με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Τμήματος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ότι από την … Δ.Ο.Υ. … δόθηκαν, δια μέσου της Τράπεζας …, προς το Κατάστημα … της πρώην Τράπεζας …, της οποίας καθολική διάδοχος είναι ήδη η εκκαλούσα, οι … και …. εντολές μεταφοράς, για την πίστωση του λογαριασμού … της εταιρίας …, λόγω επιστροφής ΦΠΑ, με τα ποσά των 16.633.478 δρχ. και 16.087.102 δρχ. αντίστοιχα. Πλην όμως ούτε η ανωτέρω εταιρία τηρούσε λογαριασμό στο συγκεκριμένο κατάστημα, ούτε υφίστατο λογαριασμός με τον αριθμό που είχε υποδειχθεί, αλλά αντ’ αυτού υφίστατο ο λογαριασμός με αριθμό …, με δικαιούχο τον …. Ότι το συγκεκριμένο πάντως ψηφίο που διέφερε προσδιόριζε απλώς το είδος του λογαριασμού (το 40 αναφερόταν σε τρεχούμενο λογαριασμό ενώ το 90 δεν αντιστοιχούσε σε καμία κατηγορία λογαριασμού στη συγκεκριμένη Τράπεζα) και δεν ήταν κρίσιμο για την εξατομίκευση του λογαριασμού και την εκτέλεση των σχετικών εντολών. Η δε Τράπεζα αρκέστηκε στην προφορική διαβεβαίωση του … ότι ο ίδιος ήταν δικαιούχος των επίμαχων ποσών λόγω εκχωρήσεως από την ανωτέρω εταιρία και πίστωσε τον ως άνω λογαριασμό του με τα ποσά αυτά στις 15.2.1996 και στις 26.3.1996 αντίστοιχα. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο Οικονομικός Επιθεωρητής … προέβη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στον καταλογισμό της Τράπεζας με τα ως άνω ποσά και τις αναλογούσες σε αυτά προσαυξήσεις που υπολογίστηκαν μέχρι 31.3.2004 (με έναρξη της επιβολής τους την 1.3.1996 για το ποσό της πρώτης εντολής και την 1.4.1996 για το ποσό της δεύτερης εντολής), με την αιτιολογία ότι αντί να επιστρέψει ανεκτέλεστες τις ως άνω εντολές μεταφοράς προέβη αυθαίρετα σε πίστωση μη δικαιούχου, βάσει των εν λόγω εντολών, προσώπου. Ότι περαιτέρω, στη … κύρια και στη … συμπληρωματική πορισματική αναφορά του ΣΔΟΕ φέρεται ως αχρεώστητη η καταβολή ποσών συνολικού ύψους 99.854.109 δραχμών ή 293.042 ευρώ για επιστροφή ΦΠΑ προς την εταιρία … και ότι όπως ειδικότερα εκτίθεται ο μοναδικός εταίρος της … είναι πρόσωπο ανύπαρκτο, η έδρα της είναι εικονική, ενώ φέρεται να έχουν δηλωθεί ανύπαρκτες ενδοκοινοτικές παραδόσεις στην … Δ.Ο.Υ … και να έχουν εκδοθεί εικονικά τιμολόγια ενδοκοινοτικών παραδόσεων ύψους 627.735.543 δρχ., με αποτέλεσμα την παράνομη επιστροφή του αναλογούντος ΦΠΑ του προαναφερθέντος συνολικού ύψους. Επίσης από την … πορισματική έκθεση της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολοίπου Κεντρικής Μακεδονίας προκύπτει ότι, για τον προαναφερόμενο λόγο της επιστροφής ΦΠΑ προς την ως άνω εταιρία, είχαν προηγηθεί των επίμαχων εντολών τέσσερις εντολές μεταφοράς για πίστωση του τραπεζικού λογαριασμού της … προς το κατάστημα … … της Τράπεζας Κρήτης (ήδη Τράπεζας …) και μια πέμπτη προς το Κατάστημα … της πρώην Τράπεζας … (ήδη Τράπεζας …) για πίστωση του … λογαριασμού της εταιρίας …, της οποίας Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ήταν ο …, λόγω εκχωρήσεως σε αυτή της σχετικής απαίτησης από την εταιρία … και κατόπιν της υποβολής σχετικής αίτησης προς την … Δ.Ο.Υ. … από την εταιρία …. Ότι μεσολάβησαν οι επίμαχες εντολές μεταφοράς, οι οποίες εκτελέστηκαν χωρίς να προκύπτει η υποβολή αντίστοιχης αίτησης προς τη Δ.Ο.Υ. της εταιρίας … για εκχώρηση των φερόμενων ως δικαιούμενων από αυτή ποσών. Ότι ακολούθησαν οι … εντολές μεταφοράς προς το Κατάστημα … της πρώην Τράπεζας … (ήδη Τράπεζας …), στις οποίες δικαιούχος είχε οριστεί η εταιρία …, λόγω εκχωρήσεως σε αυτή από την εταιρία … των φερόμενων ως δικαιούμενων ποσών από επιστροφή ΦΠΑ, κατόπιν της υποβολής σχετικών αιτήσεων της εταιρίας … προς την … Δ.Ο.Υ. …. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το δικάσαν Τμήμα απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας δεχθέν, κατά πλειοψηφία: α) ότι είναι νόμιμος ο καταλογισμός της ήδη αναιρεσείουσας Τράπεζας με τα ανωτέρω ποσά, τα οποία, κατά παράβαση των εντολών που της δόθηκαν από την … Δ.Ο.Υ. …, πίστωσε αχρεωστήτως στο λογαριασμό του μη δικαιούχου προσώπου …, με αποτέλεσμα να προκληθεί ισόποσο έλλειμμα στο Δημόσιο, το οποίο μπορούσε να έχει αποφευχθεί εάν αυτή, λόγω της μη ανεύρεσης του υποδεικνυόμενου ως δικαιούχου των σχετικών ποσών είχε επιστρέψει, ως όφειλε, ανεκτέλεστες τις σχετικές εντολές, β) ότι δοθέντος για τη θεμελίωση της ευθύνης δημοσίου υπολόγου αρκεί η με οποιονδήποτε τρόπο διαχείριση δημοσίου χρήματος, ακόμα και μεμονωμένες διαχειριστικές ενέργειες, όπως εν προκειμένω, η από την Τράπεζα εκτέλεση των εντολών της Δ.Ο.Υ. για μεταφορά ποσών που ανήκουν στο Δημόσιο Ταμείο σε πίστωση τρίτου δικαιούχου προσώπου, αρκούν για να προσδώσουν την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου σε αυτόν που τις πραγματοποιεί, γ) ότι στις περιπτώσεις εκταμίευσης χρηματικών ποσών από το Δημόσιο Ταμείο, με σκοπό την πίστωση τρίτου προσώπου και ανεξάρτητα από την αιτία οφειλής τους, αυτά φέρουν την ιδιότητα του δημοσίου χρήματος μέχρι και την νόμιμη πίστωση του δικαιούχου προσώπου, εξ’ ου και σε κάθε περίπτωση παράνομης πίστωσης προκαλείται αντίστοιχο έλλειμμα στο Δημόσιο, δ) ότι η καταλογιστική απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, καθώς από αυτή προκύπτουν σαφώς προσδιορισμένα τα στοιχεία που δικαιολογούν τον καταλογισμό, δηλαδή η ιδιότητα της Τράπεζας ως υπολόγου, που απορρέει από την άσκηση των ανωτέρω διαχειριστικών ενεργειών εκτέλεσης των επίμαχων εντολών μεταφοράς, καθώς και η ύπαρξη και το ύψος του προκληθέντος από τις εν λόγω ενέργειες ελλείμματος, και ε) η ενέργεια της ήδη αναιρεσείουσας να πιστώσει αυθαίρετα πρόσωπο που δεν της υποδεικνυόταν στις σχετικές εντολές εκφεύγει των ορίων της ελαφράς αμέλειας, με αποτέλεσμα να παρίσταται νόμιμος και ο καταλογισμός της με τις αναλογούσες στο προκληθέν έλλειμμα προσαυξήσεις, οι οποίες έχουν νομίμως υπολογιστεί στο ποσό εκάστης εντολής για τα χρονικά διαστήματα που προαναφέρθηκαν.

IV. Κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο και την οποία υποστήριξαν δεκατέσσερα (14) μέλη της Ολομέλειας ήτοι, ο Πρόεδρος Γεώργιος-Σταύρος Κούρτης, οι Αντιπρόεδροι Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς και οι Σύμβουλοι Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Διονύσιος Λασκαράτος, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Κωνσταντίνα Ζώη και Αγγελική Μυλωνά, η προσβαλλόμενη απόφαση, εκφέροντας τέτοια κρίση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις που διέπουν την επίδικη υπόθεση. Συγκεκριμένα, όπως εκτίθεται στις προαναφερθείσες πορισματικές αναφορές του Σ.Δ.Ο.Ε., γενεσιουργός λόγος στη δημιουργία του επίμαχου ελλείμματος ύψους 32.720.580 δρχ. (16.633.478 + 16.087.102 δρχ.) – το οποίο αποτελεί μέρος του προκληθέντος στο Δημόσιο Ταμείο συνολικού ελλείμματος ύψους 99.854.109 δραχμών ή 293.042 ευρώ – είναι η αναγνώριση της εταιρίας … ως δικαιούχου επιστροφής ΦΠΑ βάσει εικονικών τιμολογίων ενδοκοινοτικών παραδόσεων και στη συνέχεια η, για το λόγο αυτό, αχρεώστητη πίστωση των λογαριασμών είτε της ίδιας είτε του εκδοχέα των σχετικών απαιτήσεων. Στην προκειμένη περίπτωση η ενέργεια της αναιρεσείουσας Τράπεζας να πιστώσει με τα επίμαχα ποσά το λογαριασμό του …, αρκούμενη σε προφορική διαβεβαίωση της γενόμενης εκχώρησης, ενώ θα έπρεπε να υπάρχει έγγραφη αναγγελία αυτής (άρθρο 95 παρ. 4 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις»), ναι μεν δεν είναι σύννομη, πλην όμως δεν αποτέλεσε αυτή καθαυτή την πρόσφορη αιτία δημιουργίας του επίμαχου ελλείμματος, το οποίο, αναγόμενο στην προαναφερθείσα αιτία, θα υπήρχε είτε πιστωνόταν η ίδια η φερόμενη ως δικαιούχος εταιρία …, όπως είχε ήδη γίνει σε τέσσερις εντολές μεταφοράς, είτε ο εκδοχέας της βάσει έγγραφης αναγγελίας εκχωρήσεως, όπως είχε ήδη γίνει στην εντολή που προηγήθηκε των επίμαχων εντολών και εξακολούθησε να γίνεται στις τέσσερις επόμενες εντολές μεταφοράς (εκδοχέας στις περιπτώσεις αυτές ήταν η …, της οποίας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο …). Οι επίμαχες πιστώσεις του λογαριασμού του … δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ από τη φερόμενη ως δικαιούχο εταιρία, ούτε από την … Δ.Ο.Υ. …, η οποία κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα 1995-1996 – πολύ προγενέστερο των διενεργηθέντων τα έτη 2003 και 2004 ελέγχων που κατέδειξαν αχρεώστητη επιστροφή ΦΠΑ στην ως άνω εταιρία βάσει εικονικών τιμολογίων- την αναγνώρισε επανειλημμένα ως δικαιούχο επιστροφής ποσών ΦΠΑ, συνολικού ύψους 99.854.109 δραχμών, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα επίδικα ποσά. Στο πλαίσιο αυτό και δεδομένης της ως άνω αναγνωρίσεως της εταιρίας … ως δικαιούχου, ακόμα και αν δεν συνέτρεχε η προαναφερόμενη πλημμέλεια κατά την εκτέλεση των επίμαχων εντολών, δεν θα μπορούσε, καθώς καταδεικνύει η πορεία των πραγμάτων κατά τον κρίσιμο χρόνο, να αποφευχθεί το επίδικο έλλειμμα, όπως δεν αποφεύχθηκε και το συνολικό έλλειμμα, στο οποίο αυτό εντάσσεται. Κατά συνέπεια η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι οι ως άνω δύο περιπτώσεις εκτέλεσης εντολών μεταφοράς από την Τράπεζα, επί τη βάσει της ως άνω πλημμέλειας, δημιούργησαν το επίμαχο έλλειμμα είναι εσφαλμένη, λόγω έλλειψης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ ζημιογόνου πράξεως και ζημίας, ανεξαρτήτως της ιδιότητας της Τράπεζας ως δημοσίου υπολόγου διαχειριζόμενης δημόσιο χρήμα. Επομένως η απόφαση … του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου πρέπει να αναιρεθεί. Μειοψήφησαν εννέα (9) μέλη της Ολομέλειας, ήτοι οι Σύμβουλοι Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Γεωργία Μαραγκού, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου Ελένη Λυκεσά, Δημήτριος Πέππας και Δέσποινα Καββαδία-Κωνσταντάρα οι οποίοι είχαν την ακόλουθη γνώμη: Η εκ μέρους της Τράπεζας εκτέλεση των εντολών της Δ.Ο.Υ. για μεταφορά χρηματικών ποσών που ανήκουν στο Δημόσιο Ταμείο σε πίστωση τρίτου δικαιούχου προσώπου συνιστούν πράξεις διαχείρισης δημοσίου χρήματος και αρκούν να προσδώσουν την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου σε αυτόν που τις πραγματοποιεί. Εξάλλου, η ενέργεια της αναιρεσείουσας Τράπεζας να πιστώσει αυθαίρετα μη δικαιούχο πρόσωπο, το οποίο δεν της υποδεικνυόταν στις σχετικές εντολές, οφείλεται σε βαριά αμέλεια, με αποτέλεσμα να παρίσταται νόμιμος και ο καταλογισμός της με τις αναλογούσες στο επίδικο έλλειμμα προσαυξήσεις. Επομένως, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, το Τμήμα ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις που διέπουν την υπόθεση, είναι δε απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας και η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί, πλην όμως η άποψη αυτή δεν κράτησε.

VI. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει κατά πλειοψηφία δεκτή η αίτηση αναίρεσης κατά το βάσιμο προβαλλόμενο σχετικό λόγο, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, στη συνέχεια δε να κρατηθεί από το Δικαστήριο η υπόθεση, δεδομένου ότι δεν χρήζει διευκρίνισης κατά το πραγματικό μέρος της (άρθρα 58 παρ. 4 του π.δ. 774/1980, 61 παρ. 3 και 117 π.δ. 1225/1981), και δικάζοντας επί της εφέσεως πρέπει να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να ακυρωθεί η 1767/20.5.2004 απόφαση της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολοίπου Κεντρικής Μακεδονίας, αιρομένου του εις βάρος της αναιρεσείουσας επιβληθέντος με την απόφαση αυτή καταλογισμού και να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στην αναιρεσείουσα (βλ. άρθρα 61 παρ. 3 και 117 π.δ. 1225/1981). Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, ότι πρέπει να απαλλαγεί εν όλω το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα συμψηφιζόμενα εν όλω (123 π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3472/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 275 παρ. 1 του ΚΔιοικΔικ).

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό ως απορριπτέο.

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την υπ’ αριθ. … απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Διακρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Δέχεται την έφεση.

Ακυρώνει την … απόφαση της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολοίπου Κεντρικής Μακεδονίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών (Οικ. Επιθεωρητή …),

Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του καταβληθέντος παραβόλου αναίρεσης. Και

Απαλλάσσει εν όλω το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα συμψηφίζοντας