ΕΣ Ολομ. 21/2010
Ελληνική Αστυνομία Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας – Θετική ζημία -. Οσοι ανήκουν στα Σώματα Ασφαλείας ευθύνονται έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για την ανόρθωση κάθε θετικής ζημίας που προξένησαν σ αυτό κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, εφόσον η ζημιογόνος συμπεριφορά τους αποδίδεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια. Οι οδηγοί υπηρεσιακών οχημάτων, στην περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, που έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, μετά την ισχύ του ν. 976/1979, δεν ευθύνονται έναντι του Δημοσίου για τη θετική ζημία που προκλήθηκε σ αυτό από το ατύχημα καθώς και για τις αποζημιώσεις που τυχόν υποχρεώθηκε να καταβάλει σε τρίτους, εφόσον αμέσως μετά το ατύχημα υπέβαλαν στην υπηρεσία τους έγγραφη δήλωση περί των συνθηκών του συμβάντος και δεν ενήργησαν κατά την τέλεσή του «από δόλο ή υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών».
——————————————————————————–
Κείμενο Απόφασης
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
21/2010
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2008, με την ακόλουθη σύνθεση : Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Ελένη Φώτη, Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιος Κωνσταντάς, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Διονύσιος Λασκαράτος, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου (εισηγήτρια), Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα και Αγγελική Μυλωνά, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης και Κωνσταντίνος Κανδρής και οι Σύμβουλοι Σωτηρία Ντούνη, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος και Ελένη Λυκεσά, απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Γεώργιος Σχοινιωτάκης. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 5 Ιουνίου 2006 (αριθμ. έκθ. κατάθ. 278/2006) αίτηση του …, κατοίκου Πειραιά (…) και ήδη κατοίκου Κω (…), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Βαΐου Σκαμπαρδώνη (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 20538), για αναίρεση: α) της 771/2006 οριστικής απόφασης του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και β) κάθε άλλης συναφούς διοικητικής πράξης,
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου.
Με την από 20.10.2003 αίτηση, που ασκήθηκε κατόπιν του 8053/20805/1-β/8.7.2003 εγγράφου του Διευθυντή της Διεύθυνσης Οικονομικών της Ελληνικής Αστυνομίας (Υπουργείου Δημόσιας Τάξης), ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ζήτησε να καταλογιστεί ο ήδη αναιρεσείων, αστυφύλακας, με το ποσό των 11.213,00 ευρώ, για την αποκατάσταση ισόποσης θετικής ζημίας την οποία προξένησε στο Ελληνικό Δημόσιο, λόγω των εκτεταμένων υλικών ζημιών που προκάλεσε από αποκλειστική του υπαιτιότητα, σε βαθμό βαριάς αμέλειας, στο Ε.Α.2085 υπηρεσιακό όχημα κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του ως οδηγού αυτού.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 771/2006 απόφαση του V Τμήματος έγινε δεκτή η ως άνω αίτηση και καταλογίστηκε ο ήδη αναιρεσείων με το ποσό των 11.213,00 ευρώ, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό αυτής.
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του V Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης,
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε ν απορριφθεί η αίτηση και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε, επίσης, ν απορριφθεί η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τις Συμβούλους Γεωργία Μαραγκού και Ευαγγελία-Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, που απουσίασαν λόγω κωλύματος.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 771/2006 οριστικής απόφασης του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως διευκρινίζεται με το από 1-10-2008 υπόμνημα του αναιρεσείοντος, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 2122995, 887360 και 2239071 ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου, σειράς Α΄), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το βάσιμο των λόγων της, οι οποίοι, κατ ορθή εκτίμηση του αναιρετηρίου, αναφέρονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου που διέπει την ένδικη υπόθεση και σε παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με την ειδικότερη μορφή της ελλιπούς αιτιολογίας, κατά τα κατωτέρω ειδικότερα εκτιθέμενα. Η ίδια αίτηση, όμως, κατά το μέρος που στρέφεται κατά κάθε άλλης συναφούς διοικητικής πράξης, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον, πέραν της αόριστης αναφοράς του προσβαλλόμενου εγγράφου, σε αναίρεση υπόκεινται μόνον οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όχι οι πράξεις των διοικητικών οργάνων (άρθρο 109 του π.δ.122571981).
ΙΙ. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει απ αυτήν, έγινε δεκτή η από 20.10.2003 αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο περί καταλογισμού του αναιρεσείοντος, αστυφύλακα της Ελληνικής Αστυνομίας, με το ποσό των 11.213,00 ευρώ, γιατί ως οδηγός υπηρεσιακού αυτοκινήτου, από βαριά αμέλεια κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, προκάλεσε σ αυτό βλάβες με ισόποση ζημία του Δημοσίου. Ήδη ο αναιρεσείων, με την ένδικη αίτηση επιδιώκει την ακύρωση, άλλως, τη μεταρρύθμιση της αναιρεσιβαλλομένης, ώστε να αρθεί ο γενόμενος σε βάρος του καταλογισμός ή, επικουρικά, να μειωθεί το καταλογισθέν ποσό. ΙΙΙ. Ο Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980, Φ.Ε.Κ. Α΄ 189) ορίζει, στο άρθρο 46 παρ.4 και 5 και 6, ότι: 4. «Δημόσιοι υπάλληλοι υπαγόμενοι εις τας διατάξεις του Ν. 1811/1951 «περί κώδικος καταστάσεως των Δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων», Στρατιωτικοί εν γένει οι ανήκοντες εις τα Σώματα Ασφαλείας και το Λιμενικόν Σώμα ως και οι εις τας Ενόπλους Δυνάμεις υπηρετούντες πάσης κατηγορίας υπάλληλοι ή εργατοτεχνίται, ευθύνονται έναντι του Δημοσίου δια πάσαν θετικήν ζημίαν, ην προξένησαν εις αυτό εκ δόλου ή βαρείας αμελείας κατά την εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτών ως και δια τας αποζημιώσεις εις ας υπεβλήθη τούτο έναντι τρίτων ένεκα παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων αυτών κατά την εκτέλεσιν των καθηκόντων των γενομένων επίσης εκ δόλου ή βαρείας αμελείας», 5. «Επί της κατά το παρόν άρθρον ευθύνης δικάζει το Ελεγκτικόν Συνέδριον τη αιτήσει του παρ αυτώ Γενικού Επιτρόπου ενεργούντος είτε κατόπιν εντολής του οικείου Υπουργού είτε οίκοθεν ( )», 6. το Δικαστήριο δύναται «( ) αναλόγως των περιστάσεων να καταλογίση τον υπάλληλον και εις μέρος μόνον της επελθούσης εις το Δημόσιον θετικής ζημίας ( )». Εξάλλου, ο ν. 976/1979 «περί ρυθμίσεως ζητημάτων σχετικών προς τροχαία ατυχήματα προκαλούμενα υπό μηχανοκινήτων οχημάτων του Δημοσίου» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 236) ορίζει, στο άρθρο 1, ότι: «Οι υφ΄ οιανδήποτε σχέσιν ή ιδιότητα οδηγοί των πάσης φύσεως μηχανοκινήτων οχημάτων του Δημοσίου εις περίπτωσιν τροχαίου ατυχήματος συμβάντος κατά την εκτέλεσιν ή ένεκα της υπηρεσίας των, δεν ευθύνονται έναντι τούτου δια την εκ του ατυχήματος θετικήν ή αποθετική ζημίαν του Δημοσίου ( ). Αι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου δεν εφαρμόζονται, εάν ο οδηγός παραλείψη υπαιτίως να προβή εις την κατά το άρθρον 2 εδαφ. 2 του παρόντος έγγραφον δήλωσιν ή εάν ο οδηγός ενήργησεν εκ δόλου ή υπό την επίδρασιν οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών». Περαιτέρω, το άρθρο 42 παρ. 1 του ν.2963/1999 «Κύρωση Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 57), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 43 παρ.2 του ν.2963/2001 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 268), ορίζει ότι: «Απαγορεύεται η οδήγηση κάθε οδικού οχήματος από οδηγό, ο οποίος κατά την οδήγηση του οχήματος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού. Ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 gr/l) και άνω μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Υγείας και Πρόνοιας, Δημόσιας Τάξης και Μεταφορών και Επικοινωνιών μπορεί να ορισθεί και μικρότερο ποσοστό από το αναφερόμενο στο προηγούμενο εδάφιο ». Κατ εξουσιοδότηση της ως άνω διάταξης εκδόθηκε η 43500/5691/24.07.2002 (ΦΕΚ Β΄ 1055) κοινή υπουργική απόφαση (Κ.Υ.Α.). Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ.1 της απόφασης αυτής, απαγορεύεται η οδήγηση επιβατηγών αυτοκινήτων από οδηγούς που κατέχουν άδεια οδήγησης επί χρονικό διάστημα μικρότερο των δύο ετών, στον οργανισμό των οποίων «υπάρχει οινόπνευμα σε ποσοστό μεγαλύτερο από 0,20 γραμ. ανά λίτρο αίματος (0,20 gr/lit), μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,10 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα (0,10 mg/lit) και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι όσοι ανήκουν στα Σώματα Ασφαλείας ευθύνονται έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για την ανόρθωση κάθε θετικής ζημίας που προξένησαν σ αυτό κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, εφόσον η ζημιογόνος συμπεριφορά τους αποδίδεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια. Συντρέχει δε βαριά αμέλεια όταν δεν καταβάλλεται όχι μόνο η απαιτούμενη στις συναλλαγές, αντικειμενικά και αφηρημένα, επιμέλεια του μέσου συνετού και ευσυνείδητου ανθρώπου, αλλά ούτε και η στοιχειώδης επιμέλεια την οποία αξιώνει ο νόμος από όλους τους ανθρώπους μέσα στον κύκλο της επαγγελματικής και κοινωνικής τους δραστηριότητας, ενώ η ζημιογόνος συμπεριφορά θεωρείται ότι έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του ζημιώσαντος και όταν αυτός ενεργεί κατ εκμετάλλευση ή επ ευκαιρία ή κατά κατάχρηση ή καθ υπέρβαση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί, αρκεί η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψή του να τελεί σε εσωτερική συνάφεια με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα. Ειδικά, οι οδηγοί υπηρεσιακών οχημάτων, στην περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, που έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, μετά την ισχύ του ν. 976/1979, δεν ευθύνονται έναντι του Δημοσίου για τη θετική ζημία που προκλήθηκε σ αυτό από το ατύχημα καθώς και για τις αποζημιώσεις που τυχόν υποχρεώθηκε να καταβάλει σε τρίτους, εφόσον αμέσως μετά το ατύχημα υπέβαλαν στην υπηρεσία τους έγγραφη δήλωση περί των συνθηκών του συμβάντος και δεν ενήργησαν κατά την τέλεσή του « από δόλο ή υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών» (Ολ. Ελ. Συν. 1528/2002, 140872000,122571996). Ο οδηγός δε που κατέχει άδεια οδήγησης επί χρονικό διάστημα μικρότερο των δύο ετών τελεί υπό την επήρεια οινοπνεύματος όταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διαπιστώνεται, με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή της μέτρησης του εκπνεόμενου αέρα με τη χρήση συσκευής αλκοολομέτρου, ότι η συγκέντρωση οινοπνεύματος υπερβαίνει τα 0,20 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος ή τα 0,10 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, αντιστοίχως.
IV. Περαιτέρω, ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας (ν.2696/1999) ορίζει, στο άρθρο 5 παρ.8, ότι: «Στους οδηγούς των οδικών οχημάτων απαγορεύεται: α) να διαβαίνουν την εκ μιας ή δύο συνεχών γραμμών, κατά μήκος, διαγράμμιση, ως και να κινούνται στην αριστερή πλευρά αυτής», στο άρθρο 12 παρ. 1, ότι «Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή ζώα ή να προκαλέσει ζημιές σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες. Οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή .», στο άρθρο 16 παρ.4, ότι «ο οδηγός δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί σε οδόστρωμα που προορίζεται για την αντίθετη προς την κατεύθυνσή του κυκλοφορία .εκτός από περιπτώσεις απολύτου ανάγκης ή όταν ειδικές ρυθμίσεις το επιτρέπουν», στο άρθρο 17, ότι «1.Ο οδηγός επιτρέπεται να προσπεράσει προπορευόμενο όχημα μόνον εφόσον μπορεί να το κάνει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση της κυκλοφορίας και εφόσον προειδοποιήσει έγκαιρα γι αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 του παρόντος Κώδικα .. 3.Το προσπέρασμα απαγορεύεται γενικά στις εξής περιπτώσεις: ..γ) όταν η λωρίδα κυκλοφορίας, την οποία θα χρησιμοποιήσει ο οδηγός κατά το προσπέρασμα, δεν είναι ελεύθερη σε αρκετή απόσταση μπροστά του, κατά τρόπο ώστε, λαμβανομένης υπόψη της ταχύτητας του οχήματός του, κατά το χρόνο του προσπεράσματος, και εκείνης των οχημάτων, τα οποία προτίθεται να προσπεράσει, να μην εκθέσει σε κίνδυνο ή παρεμποδίσει τους ερχόμενους αντίθετα».
V. Στην υπό κρίση υπόθεση, το V Τμήμα που δίκασε δέχθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα: Ότι ο ήδη αναιρεσείων, αστυφύλακας της Ελληνικής Αστυνομίας και κάτοχος της υπ αριθμ. 570052102/28-09-2000 άδειας οδήγησης οχημάτων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, κατηγορίας Β΄, υπηρετούσε στο Α΄ Αστυνομικό Τμήμα Πειραιά της Δ/νσης Αστυνομίας Πειραιά από 15.09.2001. Στις 07.09.2002 και κατά τις ώρες 14.00 έως 22.00 εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία εποχούμενης περιπολίας ως οδηγός του ΕΑ 20805 περιπολικού αυτοκινήτου με συνοδηγό τον αστυφύλακα Στύλιο Ιωάννη. Περί ώρα 15.30 κατά την οδήγηση του ως άνω οχήματος επί της οδού Χατζηκυριακού (η οποία είναι διπλής κατεύθυνσης, ευθεία με ανωφέρεια κατωφέρεια, δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, διπλή συνεχή διαχωριστική λωρίδα, συνολικού πλάτους οδοστρώματος 14 μέτρα) και με κατεύθυνση προς την περιοχή Βρυώνη, εξήλθε ξαφνικά από το ρεύμα κυκλοφορίας του στο αντίθετο ρεύμα και συγκρούστηκε με τα ΥΗΟ 3789 και ΥΚΤ 6085 ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα. Κατά το χρόνο του ατυχήματος η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν ξηρή, ο φωτισμός ήταν ημέρας και η κίνηση των οχημάτων κανονική. Στους οδηγούς των οχημάτων έγινε αλκοολομέτρηση (με συσκευή αλκοολομέτρου), η οποία απέβη θετική για τον αστυφύλακα Τίτη Νικόλαο, οδηγό του περιπολικού, που βρέθηκε υπό την επίδραση αλκοόλ σε ποσοστό 0,72 mg/lit εκπνεόμενου αέρα, ενώ για τους οδηγούς των ιδιωτικής χρήσης οχημάτων είχε αρνητικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, λήφθηκε ποσότητα αίματος του αναιρεσείοντος για να εξεταστεί περαιτέρω η ποσότητα του αλκοόλ και με την υπ αριθμ. 1488/8-10-2002 Έκθεση Τοξικολογικής Εξέτασης διαπιστώθηκε παρουσία οινοπνεύματος σε συγκέντρωση 1,67 γραμμ. ανά 1000 κ.εκ. (λίτρο) αίματος. Εξαιτίας της σύγκρουσης προκλήθηκαν βλάβες και φθορές και στα τρία ως άνω οχήματα. Όσον αφορά δε το ΕΑ 20805 υπηρεσιακό όχημα, το ύψος της ζημίας προσδιορίστηκε στο ποσό των 11.213,00 ευρώ. Ειδικότερα, για τον προσδιορισμό του ύψους αυτής συνυπολογίστηκε η δαπάνη για την προμήθεια παρόμοιου τύπου οχήματος, ύψους 12.413,00 ευρώ, που κρίθηκε αναγκαία, καθόσον, λόγω των εκτεταμένων και σοβαρών βλαβών που υπέστη, η επισκευή του θεωρήθηκε ασύμφορη για το Ελληνικό Δημόσιο και επισφαλής για την ομαλή λειτουργία του οχήματος, καθώς επίσης και η δαπάνη για την προμήθεια μιας χοάνης ηλεκτρονικής σειρήνας τύπου FEDERAL, αξίας 300,00 ευρώ, ενώ αφαιρέθηκε η υπολειμματική αξία εκποίησης του καταστραφέντος οχήματος, που ανήλθε στο ποσό των 1500,00 ευρώ. Περαιτέρω, το Τμήμα δέχτηκε ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος ο αναιρεσείων οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος, καθόσον από τη διενεργηθείσα, με ειδική συσκευή, στον τόπο του ατυχήματος αλκοολομέτρηση, διαπιστώθηκε η ύπαρξη οινοπνεύματος σε ποσοστό 0,72 χιλιοστά (0,72mg) του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, ενώ η μέτρηση με τη μέθοδο της αιμοληψίας έδειξε ύπαρξη οινοπνεύματος σε ποσοστό 1,67 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος, δηλαδή σε ποσοστά κατά πολύ υψηλότερα των επιτρεπόμενων για οδηγούς που είναι κάτοχοι άδειας οδήγησης επί χρονικό διάστημα μικρότερο των δύο ετών. Με βάση τα περιστατικά αυτά το Τμήμα έκρινε ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ατυχήματος, σε βαθμό βαριάς αμέλειας, ήταν ο αναιρεσείων, ο οποίος ανέλαβε το υπηρεσιακό όχημα για την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας αν και είχε καταναλώσει οινοπνευματώδη, ακολούθως δε, μολονότι δεν διέθετε, λόγω της επήρειας του οινοπνεύματος, την κατάλληλη σωματική και διανοητική κατάσταση, οδήγησε τούτο χωρίς σύνεση και με μειωμένη προσοχή, με αποτέλεσμα να μη δύναται να πραγματοποιήσει εγκαίρως και με επιτυχία τους απαραίτητους αποφευκτικούς ελιγμούς, ώστε να αποτραπεί η σφοδρή σύγκρουση, επιδεικνύοντας έτσι συμπεριφορά που αποκλίνει σημαντικά από τη συμπεριφορά του μέσου συνετού αστυνομικού οργάνου, αλλά και του μέσου συνετού οδηγού οχήματος. Με τις παραδοχές αυτές το Τμήμα, δεχόμενο περαιτέρω ότι δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση η ευνοϊκή διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 976/1979, καθόσον ο αναιρεσείων οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος, έκρινε ότι αυτός υποχρεούται να αποκαταστήσει την προκληθείσα σε βάρος του Δημοσίου ζημία από τη βλάβη του ως άνω υπηρεσιακού οχήματος και αφού έκανε δεκτή την αίτηση του Γενικού Επιτρόπου, τον καταλόγισε με το ποσό των 11.213,00 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Τμήμα, ορθά, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις και διέλαβε στην απόφασή του πλήρη, εμπεριστατωμένη και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία για τη συνδρομή των προϋποθέσεων καταλογισμού του αναιρεσείοντος, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με το σχετικό λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ειδικότερα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το Τμήμα εσφαλμένα συνέδεσε αιτιωδώς την πρόκληση του ατυχήματος με την κατανάλωση εκ μέρους του οινοπνεύματος, καθόσον σύμφωνα με την ορθή αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης, η ευθύνη του εστιάζεται στο γεγονός ότι οδηγούσε χωρίς σύνεση και με μειωμένη προσοχή, με συνέπεια να παραβιάσει την οδική σήμανση (διπλή διαχωριστική γραμμή) και να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, επιχειρώντας αντικανονική προσπέραση χωρίς ορατότητα. Η συμπεριφορά του δε αυτή, σε συνδυασμό με το ότι ανέλαβε την οδήγηση του υπηρεσιακού οχήματος αν και κατά νόμο βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος, συνιστά ιδιαιτέρως σοβαρή και αδικαιολόγητη απόκλιση από την οδική συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού, χωρίς να θεμελιώνεται ειδικότερη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ατυχήματος και της προηγούμενης κατανάλωσης οινοπνεύματος. Περαιτέρω, αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι το Τμήμα δεν έλαβε υπόψη του, για τον προσδιορισμό της βαρύτητας της ευθύνης του, τον ισχυρισμό του περί συνυπαιτιότητας των λοιπών οδηγών που ενεπλάκησαν στο ατύχημα (του οδηγού του προπορευόμενου οχήματος, κατά την προσπέραση του οποίου προκλήθηκε το ατύχημα και των οδηγών των αντιθέτως κινούμενων οχημάτων, με τα οποία συγκρούστηκε το υπηρεσιακό όχημα), εφόσον, με βάση την ορθή αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης, το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ιδίου του αναιρεσείοντος. Τέλος, η εφαρμογή ή μη της διάταξης του άρθρου 46 παρ.6 του π.δ.774/1980, δυνάμει της οποίας το δικαστήριο δύναται, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να καταλογίσει τον υπόχρεο και σε μέρος μόνο της επελθούσας στο Δημόσιο ζημίας, απόκειται στην κυριαρχική και ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Τμήματος, ενώ περαιτέρω, συνδέεται με την, επίσης ανέλεγκτη, εκτίμηση των αποδείξεων Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο εσφαλμένα το Τμήμα απέρριψε (σιωπηρά) το αίτημά του να περιοριστεί, λόγω της οικονομικής του αδυναμίας, το καταλογιστέο σε βάρος του ποσό, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον πλήττει την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση και εκτίμηση του Τμήματος.
VI. Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου αναίρεσης που κατατέθηκε για την άσκησή της υπέρ του Δημοσίου (άρθρ. 56 παρ. 2 του π.δ. 774/1980, 61 παρ. 3 και 117 του π.δ. 1225/1981).
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την από 5.6. 2006 αίτηση αναίρεσης του Νικολάου Τίτη του Θεοδώρου κατά της 771/2006 απόφασης του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης υπέρ του Δημοσίου.