ΕΣ Ολομ. 192/2010, ΑΚΡΟΑΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΟΣ, ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΥΝΤΡΕΧΟΥΣΑ ΚΛΙΜΑΚΙΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ, Προηγούμενη ακρόαση υπολόγου υπάρχει όταν του δίδεται το 48ωρο και έχει εκδωθεί η πορισματική έκθεση, δεν απαιτείται και ειδική πρόσκληση κατά το αρθ.

ΕΣ Ολομ

ΕΣ Ολομ.192/2010
Περίληψη

Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης – Δημόσιοι Υπόλογοι -. Εάν κατά τον χρόνο που προσκαλείται ο υπόλογος για να αναπληρώσει το έλλειμμα δεν έχουν τεθεί υπόψη του όλα τα κρίσιμα για τη θεμελίωση της ευθύνης του στοιχεία, η Διοίκηση υποχρεούται, εφόσον αυτά ζητηθούν, αφενός μεν να του τα χορηγήσει, αφετέρου δε να του παράσχει εύλογο χρόνο, ώστε, αφού ενημερωθεί πλήρως, να αναπτύξει τις απόψεις του σχετικά με το αποδιδόμενο σ’ αυτόν έλλειμμα. Κατά τη μειοψηφία όταν ο υπόλογος και οι μετ’ αυτού συνευθυνόμενοι, καλούνται, ακόμη και μετά τη σύνταξη των οικείων κατά περίπτωση πορισματικών εκθέσεων του ελέγχου, για την αναπλήρωση και μόνο του ελλείμματος, χωρίς να τους έχει προηγουμένως απευθυνθεί ειδική πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων, η καταλογιστική πράξη που εκδίδεται στη συνέχεια σε βάρος τους είναι πλημμελής και ακυρωτέα λόγω παραβίασης του ουσιώδους συνταγματικού τύπου της προηγούμενης ακρόασης.

Τα ανωτέρω ισχύουν και για τους υπαλλήλους Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Α΄ τάξης, που έχουν ορισθεί νόμιμα ως διαχειριστές – υπεύθυνοι του Γραφείου Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων που λειτουργεί σ’ αυτήν, που ως αυτοτελές γραφείο υπάγεται απευθείας στον Προϊστάμενο αυτής, οι οποίοι (διαχειριστές) φέρουν την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου, καθώς και για εκείνους που εκτελούν τα ανωτέρω καθήκοντα, εφόσον διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκουν στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και διενεργούν εισπράξεις και πληρωμές χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση (de facto υπόλογοι).

V. Στο άρθρο 56 του ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι «… 2. Οποιοδήποτε έλλειμμα αναπληρώνεται από τον υπόλογο μέσα σε σαράντα οκτώ (48) ώρες, διαφορετικά αυτός απομακρύνεται από τη διαχείριση αμέσως και καταλογίζεται με το ποσό του ελλείμματος … 3. Το έλλειμμα που παρουσιάζουν οι δημόσιοι υπόλογοι … καταλογίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση από τους διαπιστώσαντες αυτό οικείους διατάκτες και επιθεωρητές …», ενώ στο άρθρο 12 παρ. 1 του ν.δ. 1264/1942 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως», που κυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με την 312/1946 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, ορίζεται ότι «… οι Οικονομικοί Επιθεωρηταί Δημοσίων Υπολόγων και Νομικών Προσώπων …, εφ’ όσον κατά την ενέργειαν επιθεωρήσεως οιασδήποτε δημοσίας ή μη διαχειρίσεως … διαπιστώσωσι την ύπαρξιν ελλείμματος προερχομένου εξ ελλείψεως χρημάτων ή υλικού ή αξιών εν γένει, προβαίνουσιν εις την έκδοσιν ητιολογημένης καταλογιστικής αποφάσεως κατά του υπολόγου και των τυχόν αλληλεγγύως μετ’ αυτού συνευθυνομένων, εάν η εξακριβωθείσα έλλειψη δεν ήθελεν αναπληρωθεί εντός 24 ωρών συμφώνως προς τας διατάξεις του Νόμου περί Δημοσίου Λογιστικού». Από τις διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες υπό το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται ότι «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερόμενου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο, που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του», κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, προκύπτει ότι ο αρμόδιος Επιθεωρητής, που διαπιστώνει την ύπαρξη διαχειριστικού ελλείμματος, υποχρεούται πριν από την έκδοση σε βάρος του οικείου υπολόγου της δυσμενούς γι’ αυτόν διοικητικής πράξης του καταλογισμού να του παρέχει την ευχέρεια της προηγούμενης ακρόασης. Η ευχέρεια αυτή παρέχεται στον υπόλογο όταν προσκαλείται, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, πριν από την έκδοση της καταλογιστικής πράξης για να αναπληρώσει το έλλειμμα, αφού με την πρόσκληση αυτή ο υπόλογος έχει τη δυνατότητα να αντικρούσει την ευθύνη του ή να προβάλει τις αντιρρήσεις του ως προς την ύπαρξη και το ύψος του ελλείμματος. Η εν λόγω πρόσκληση του υπολόγου, ενόψει της ως άνω συνταγματικής επιταγής, αλλά και του δικαιολογητικού λόγου θέσπισής της, καθώς και της βαρύτητας των συνεπειών που επιφέρει ο καταλογισμός στα έννομα συμφέροντά του, αποτελεί ουσιώδη τύπο της καταλογιστικής διαδικασίας, η μη τήρηση ή η πλημμελής τήρηση του οποίου επάγεται την ακυρότητα της καταλογιστικής απόφασης που εκδίδεται σε βάρος του. Ο ουσιώδης αυτός διαδικαστικός τύπος τηρείται και δεν φαλκιδεύεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, όταν τίθεται υπόψη του προσώπου, από το οποίο ζητείται η αναπλήρωση του ελλείμματος, ο πλήρης φάκελος της υπόθεσης, ώστε να λάβει γνώση του συνόλου των στοιχείων, βάσει των οποίων προτίθεται η Διοίκηση να προβεί στον καταλογισμό του, και να μπορέσει να αμυνθεί αποτελεσματικά, να μπορέσει δηλαδή να αντικρούσει τα στοιχεία του ελέγχου, εκφράζοντας σχετικώς τις αντιρρήσεις του και προσκομίζοντας στοιχεία, που ενδεχομένως να οδηγήσουν στη μείωση του ποσού που επίκειται να του καταλογισθεί ή ακόμη και στη μη έκδοση της καταλογιστικής απόφασης σε βάρος του. Ουσιαστική δυνατότητα άμυνας δεν παρέχεται και υπάρχει, συνεπώς, παραβίαση του ουσιώδους διαδικαστικού τύπου της προηγούμενης ακρόασης όταν ο υπόλογος καλείται από τον αρμόδιο Επιθεωρητή για να καταθέσει μόνο στο πλαίσιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης, που διενεργείται από αυτόν για τη διακρίβωση της αιτίας και των συνθηκών δημιουργίας του ελλείμματος, αφού κατά το στάδιο αυτό δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί ο έλεγχος και δεν έχει οριστικοποιηθεί το έλλειμμα και οι αιτίες δημιουργίας του, ώστε να του αποδοθούν συγκεκριμένες ευθύνες και να τεθούν στη διάθεσή του όλα τα σχετικά στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, εάν κατά τον χρόνο που προσκαλείται ο υπόλογος για να αναπληρώσει το έλλειμμα δεν έχουν τεθεί υπόψη του όλα τα κρίσιμα για τη θεμελίωση της ευθύνης του στοιχεία, η Διοίκηση υποχρεούται, εφόσον αυτά ζητηθούν, αφενός μεν να του τα χορηγήσει, αφετέρου δε να του παράσχει εύλογο χρόνο, ώστε, αφού ενημερωθεί πλήρως, να αναπτύξει τις απόψεις του σχετικά με το αποδιδόμενο σ’ αυτόν έλλειμμα. Αν η Διοίκηση παραβεί την υποχρέωσή της αυτή και προβεί στην έκδοση της καταλογιστικής απόφασης, χωρίς να έχει ενημερωθεί προηγουμένως ο υπόλογος και χωρίς να του έχει παρασχεθεί ουσιαστική δυνατότητα άμυνας, η καταλογιστική απόφαση που εκδίδεται σε βάρος του είναι νομικά πλημμελής και ακυρωτέα (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 2445/2007). Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ευαγγέλου Νταή, Χρυσούλας Καραμαδούκη, Μαρίας Βλαχάκη, Κωνσταντίνου Κωστόπουλου, Γεωργίας Μαραγκού, Βασιλικής Ανδρεοπούλου, Μαρίας Αθανασοπούλου και Ελένης Λυκεσά, από τη συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, 12 παρ. 1 του ν.δ. 1264/1942, 56 παρ. 2 του ν. 2362/1995 και 6 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999, προκύπτει ότι, μετά την οριστικοποίηση των ευρημάτων του διαχειριστικού ελέγχου και πριν από την κλήση του υπολόγου και των μετ’ αυτού συνευθυνόμενων να αναπληρώσουν το διαπιστωθέν έλλειμμα, απαιτείται να απευθυνθεί αποδεδειγμένα ειδική πρόσκληση σ’ αυτούς, με την οποία θα τους τάσσεται εύλογη κατά περίπτωση προθεσμία, εξαρτώμενη από το ύψος και την πολυπλοκότητα της διαχείρισης, για να λάβουν γνώση των στοιχείων του ελέγχου και να διατυπώσουν τις απόψεις ή αντιρρήσεις τους ή να προσκομίσουν στοιχεία κρίσιμα για τη διαμόρφωση του ελλείμματος ή την αποδιδόμενη σ’ αυτούς ευθύνη. Μόνο με τον τρόπο αυτό πραγματώνεται ουσιαστικά η συνταγματική επιταγή για την προηγούμενη ακρόαση του διοικούμενου, σε βάρος του οποίου απειλείται η έκδοση δυσμενούς διοικητικής πράξης, όπως είναι ο καταλογισμός για την αποκατάσταση διαχειριστικού ελλείμματος. Γι’ αυτό, όταν ο υπόλογος και οι μετ’ αυτού συνευθυνόμενοι, καλούνται, ακόμη και μετά τη σύνταξη των οικείων κατά περίπτωση πορισματικών εκθέσεων του ελέγχου, για την αναπλήρωση και μόνο του ελλείμματος, χωρίς να τους έχει προηγουμένως απευθυνθεί ειδική πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων, η καταλογιστική πράξη που εκδίδεται στη συνέχεια σε βάρος τους είναι πλημμελής και ακυρωτέα λόγω παραβίασης του ουσιώδους αυτού συνταγματικού τύπου της προηγούμενης ακρόασης. Πλην όμως, η γνώμη αυτή δεν κράτησε.

VI. Στην προκειμένη υπόθεση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της, δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με την 2/22.5.1991 ημερήσια διαταγή του Προϊσταμένου της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Λάρισας τοποθετήθηκε η δεύτερη των αναιρεσειουσών …, υπάλληλος αυτής, παράλληλα με την άσκηση των λοιπών καθηκόντων της και ως διαχειρίστρια του Γραφείου Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων που νόμιμα λειτουργεί στην ως άνω Δ.Ο.Υ.. Στις 31.1.1992 και λόγω χορηγήσεως άδειας κυήσεως στην προαναφερόμενη υπάλληλο η διαχείριση του Γραφείου παραδόθηκε, με πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής, στην πρώτη των αναιρεσειουσών …, σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ/τος 25 Αυγ./ 5 Σεπτ. 1934 και τα άρθρα 175 και 176 του π.δ/τος 16/1989, ενώ με την 3/24.12.1993 διαταγή του Προϊσταμένου της ως άνω Δ.Ο.Υ. η διαχείριση του Γραφείου ανατέθηκε στην τελευταία με αναδρομική ισχύ από 28.12.1992 και η οποία συνέχιζε να ασκεί τα καθήκοντα του νόμιμου διαχειριστή κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (από 1.1.1993 έως 31.12.1993). Τον Ιούνιο του έτους 1992, η προαναφερόμενη δεύτερη των αναιρεσειουσών Κωνσταντίνα Παπαϊωάννου επέστρεψε από την άδειά της και, παράλληλα με την άσκηση των λοιπών καθηκόντων της, διενεργούσε διαχειριστικές πράξεις στο Γραφείο Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, οι οποίες ανάγονταν στην πληρωμή και είσπραξη τίτλων πληρωμών, υπογραφή τίτλων πληρωμών και επιταγών, χωρίς να έχει παραδοθεί σε αυτήν με πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής η διαχείριση του ως άνω Γραφείου. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 μέχρι 31.12.1993, κατά το οποίο ασκούσαν παράλληλα και οι δύο αναιρεσείουσες διαχειριστικές πράξεις στο Γραφείο του Ταμείου, διαπιστώθηκε στα πλαίσια τακτικής επιθεώρησης (10.12.1993) χρηματικό έλλειμμα, το οποίο, τελικώς, ύστερα και από νέα έκτακτη επιθεώρηση στη διαχείριση του Γραφείου και ενδελεχή έλεγχο ανήλθε στο συνολικό ποσό των 11.939.773 δραχμών. Επίσης αποδείχθηκε ότι κατά την άσκηση των διαχειριστικών πράξεων στο Γραφείο Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων οι αναιρεσείουσες, από κοινού ή ξεχωριστά η κάθε μία, προέβησαν στις ακόλουθες πράξεις ή παραλείψεις : α) δεν τήρησαν τις σχετικές διαταγές περί του ανωτάτου ορίου εισπράξεων και πληρωμών με μετρητά προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος πιθανού λάθους κατά την καταμέτρηση, β) ο χρηματικός εφοδιασμός του γραφείου ταμείου δεν γινόταν από την Τράπεζα Ελλάδος όπως προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις αλλά από τον προσωρινό διαχειριστή του δημοσίου, οι συναλλακτικές αυτές πράξεις παρακολουθούνταν με πρόχειρα σημειώματα και στο τέλος της ημέρας εκδιδόταν ισόποση επιταγή, γ) δεν γινόταν η καταχώρηση των παραστατικών στοιχείων στο βιβλίο ταμείου καθημερινά με αποτέλεσμα να μην ελέγχεται καθημερινά το υπόλοιπο Ταμείου παρουσία και του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., η δε καταχώρηση αυτών γινόταν πολύ αργότερα και πάντως όχι νωρίτερα των τριών μηνών, δ) προέβαιναν σε ανάμειξη των χρημάτων του γραφείου Ταμείου με τα χρήματα της Δημόσιας Διαχείρισης κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων και συγκεκριμένα της εγκυκλίου 717/1961 παρ. 1α του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ε) δεν έθεταν επί των εξοφλουμένων τίτλων την ενδεικτική σφραγίδα «εξοφλήθη» καθώς και την υπογραφή τους, ούτε γινόταν μνεία του τρόπου πληρωμής του τίτλου δηλαδή με επιταγή ή μετρητά, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η διπλή πληρωμή του ιδίου τίτλου, δεδομένου ότι οι πληρωμές γίνονταν και από τις δύο αναιρεσείουσες, στ) προέβησαν σε αναλήψεις μετρητών από την Τράπεζα Ελλάδος και σε εσωτερικό εφοδιασμό σε ημερομηνίες επάρκειας χρηματικού υπολοίπου, ζ) προέβησαν στην ανοίκεια πληρωμή δύο (2) κοινοτικών χρηματικών ενταλμάτων ποσού 1.164.979 και 495.600 δραχμών αντίστοιχα, τα οποία αφού αρχικά πληρώθηκαν στην συνέχεια ανακλήθηκαν και τα χρήματα επιστράφηκαν από τους δικαιούχους, πλην όμως δεν καταχωρήθηκαν σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία. Εξάλλου, μία ημέρα πριν από την επιθεώρηση (10.12.1993) κατά την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη ελλείμματος στη διαχείρισή τους, η πρώτη των αναιρεσειουσών …, στην προσπάθειά της να καλύψει το έλλειμμα αυτό, απέσυρε από το ταμείο επιταγές αξίας 5.000.000 δραχμών προκειμένου να προβεί στην κατάθεσή τους στην Τράπεζα Ελλάδος και αντί να καταχωρήσει τη σχετική απόδειξη στο βιβλίο Ταμείου στις 10.12.1993, την καταχώρησε στις 8.12.1993, το δε ποσό αυτό αφορούσε κοινοτικά έσοδα, τα οποία δεν είχαν εισαχθεί την ημέρα της κατάθεσης στο Ταμείο αλλά μεταγενέστερα δηλαδή στις 14.12.1993. Κατόπιν αυτών, με την 2126/29.6.1998 απόφαση του Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλίας Δημητρίου Κουσιά καταλογίσθηκαν οι αναιρεσείουσες, ως συνδιαχειρίστριες του Γραφείου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Λάρισας, από κοινού και εις ολόκληρον, με το ποσό του κατά τα άνω δημιουργηθέντος στη διαχείριση του ως άνω Γραφείου ελλείμματος κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως 31.12.1993, ήτοι με το ποσό των 11.939.773 δραχμών, με τις αναλογούσες προσαυξήσεις ποσού 15.879.898 δραχμών, ήτοι συνολικά με το ποσό των 27.819.671 δραχμών.

VI. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά το δικάσαν Τμήμα προέβη στις ακόλουθες παραδοχές : 1) Ότι νομίμως καταλογίστηκαν οι τότε εκκαλούσες και ήδη αναιρεσείουσες, ως συνδιαχειρίστριες του Γραφείου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως 31.12.1993, με το ποσό του ελλείμματος που διαπιστώθηκε κατά το ως άνω διάστημα στη διαχείριση του εν λόγω Ταμείου, ύψους 11.939.773 δραχμών, γιατί με τις ως άνω ενέργειές τους, οι οποίες συνιστούν πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους, φέροντας η μεν πρώτη (…) την ιδιότητα της de jure υπολόγου, η δε δεύτερη (…) την ιδιότητα της de facto υπολόγου, η οποία θεμελιώνεται αποκλειστικά στο υλικό γεγονός της άσκησης από αυτή διαχείρισης, προκάλεσαν, από ελαφρά αμέλειά τους, το ως άνω διαχειριστικό έλλειμμα. 2) Ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένη η καταλογιστική απόφαση που εκδόθηκε σε βάρος των τότε εκκαλουσών και ήδη αναιρεσειουσών και απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης, αφού αναφέρει τη νομική θεμελίωση και την ιστορική αιτία του καταλογισμού, τα πρόσωπα των τότε εκκαλουσών, την υπαλληλική και διαχειριστική τους ιδιότητα και την απασχόληση από την οποία προκύπτει η ιδιότητά τους ως υπολόγων, ο χρόνος και το αντικείμενο της διαχείρισης και το έλλειμμα και ο χρόνος διαπίστωσης αυτού. 3) Ότι είναι απορριπτέος ο λόγος έφεσης ότι η καταλογιστική απόφαση είναι νομικά πλημμελής και ακυρωτέα για παράβαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, αφού ο τύπος αυτός της διαδικασίας τηρήθηκε με τη νόμιμη επίδοση σ’ αυτές της 94/24.6.1998 ειδικής πρόσκλησης που απηύθυναν οι αρμόδιοι οικονομικοί επιθεωρητές στις ήδη αναιρεσείουσες για αναπλήρωση του ελλείμματος, μετά την οποία δεν προέβησαν σε απόκρουση της αποδιδόμενης σ’ αυτές ευθύνης για τη δημιουργία του ελλείμματος, καθώς και με τη λήψη της κατάθεσής τους στο πλαίσιο της διενεργηθείσας ένορκης διοικητικής εξέτασης, όπου αποδέχθηκαν την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους κατά τη διαχείριση. 4) Ότι είναι νόμω αβάσιμος ο λόγος έφεσης ότι ο Οικονομικός Επιθεωρητής ήταν αναρμόδιος να καταλογίσει τις αναιρεσείουσες αφού, μετά την υποβολή των σχετικών λογαριασμών των ταμιακών υπολόγων στο Ελεγκτικό Συνέδριο, μόνο αρμόδιο να καταλογίσει είναι αυτό, καθόσον το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε συντρέχουσα και όχι αποκλειστική αρμοδιότητα καταλογισμού. 5) Ότι είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος ο λόγος εφέσεως ότι η καταλογιστική σε βάρος τους απόφαση εκδόθηκε αποκλειστικά και μόνο με βάση την 720/94/30.4.1997 πορισματική έκθεση του πρώην Επιθεωρητή ΔΕΣ – Δ.Ο.Υ. Ν. Λάρισας Ελευθερίου Λιμνίδη, ο οποίος κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα διαπιστώσεως του ελλείμματος υπήρξε προϊστάμενος του Τμήματος Εσόδων της ανωτέρω Δ.Ο.Υ., όπου και διαπιστώθηκε το έλλειμμα ενώ παράλληλα είχε και δικαίωμα υπογραφής επιταγών χρηματοεφοδιασμού από την Τράπεζα Ελλάδος, γεγονός που καθιστά αυτήν νομικά πλημμελή και ακυρωτέα αφού δημιουργούνται υπόνοιες μεροληψίας σε βάρος του. Και τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση, η ως άνω καταλογιστική σε βάρος των τότε εκκαλουσών και ήδη αναιρεσειουσών απόφαση, δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στην προαναφερόμενη πορισματική έκθεση αλλά έλαβε υπόψη της και την 31/1998 πορισματική έκθεση της Οικονομικής Επιθεώρησης του Οικονομικού Επιθεωρητή Δημ. Κουσιά, ο οποίος διενήργησε νέα έρευνα της υπόθεσης, ενώ ο Επιθεωρητής Ελευθέριος Λιμνίδης με το από 23.4.1992 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Λάρισας είχε μεν οριστεί ως ελεγκτής εσόδων και αναπληρωτής διαχειριστής του Γραφείου Ταμείου Παρακαταθηκών με δικαίωμα υπογραφής των σχετικών επιταγών κατά τις ημέρες απουσίας του κανονικού διαχειριστή, πλην όμως από τα στοιχεία του φακέλου δεν αποδεικνυόταν ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα άσκησε τα καθήκοντα αυτά. 6) Ότι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι προβληθέντες λόγοι έφεσής τους ότι α) δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς των ήδη αναιρεσειουσών κατά την άσκηση των διαχειριστικών καθηκόντων τους και της δημιουργίας του ελλείμματος, αφού λόγω της ιδιότυπης λειτουργίας του Γραφείου Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων οι πληρωμές γίνονταν από ενιαία χρηματικά διαθέσιμα της Δημόσιας Διαχείρισης και της Διαχείρισης του Γραφείου Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων όχι με δική τους πρωτοβουλία αλλά των προϊσταμένων τους και β) ότι δεν είχαν καθοριστεί με σαφήνεια τα καθήκοντα της κάθε μιάς από αυτές στην άσκηση των διαχειριστικών πράξεων, ο μεν πρώτος γιατί από τα στοιχεία του φακέλου δεν αποδείχθηκε ότι οι Προϊστάμενοι έδωσαν εντολή να γίνονται οι πληρωμές από ενιαία χρηματικά διαθέσιμα της Δημόσιας Διαχείρισης και του Γραφείου Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, η δε γνώση των Προϊσταμένων για τον τρόπο πληρωμής δεν αίρει την ευθύνη τους ως υπολόγων, ο δε δεύτερος διότι είχαν καθοριστεί τα καθήκοντα τους καθώς ως διαχειρίστρια του Γραφείου Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων είχε ορισθεί νόμιμα η πρώτη (Πηνελόπη Μπαταγιάννη), ενώ η δεύτερη (Κωνσταντίνα Παπαϊωάννου) ασκούσε εν τοις πράγμασι διαχειριστικές πράξεις χωρίς να έχουν ανατεθεί σ’ αυτήν καθήκοντα διαχειρίστριας του ως άνω ταμείου και δεν αναιρεί την ευθύνη τους ως υπολόγων το αν αυτές ασκούσαν ή όχι την διαχείριση με νόμιμο ή όχι τίτλο αλλά αυτή στηρίζεται στο πραγματικό γεγονός της άσκησης διαχείρισης και από τις δύο, που επίσης όφειλαν να γνωρίζουν τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους κατά τη διαχείριση αυτή. 7) Ότι αλυσιτελώς προβάλλεται ο λόγος εφέσεως ότι είχαν δικαίωμα υπογραφής στοιχείων της και ειδικότερα των επιταγών και άλλοι συνάδελφοί τους (π.χ. Βάϊος Αλογάριαστος), καθόσον δεν αίρει την ευθύνη τους ως υπολόγων, ενώ, περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει η υπογραφή επιταγών από τον προαναφερόμενο υπάλληλο. 8) Ότι ο λόγος εφέσεως ότι η πρώτη από αυτές (Πηνελόπη Μπαταγιάννη) παρέλαβε αυθημερόν και με προφορική εντολή του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. τη διαχείριση του Γραφείου Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων χωρίς να ενημερωθεί έγκαιρα και προσηκόντως, πέραν του ότι της ανατέθησαν και άλλα καθήκοντα όπως του γραφείου προσωπικού (μισθοδοσίας, υπηρεσιακών μεταβολών, αδειών) με αποτέλεσμα να αποσπάται από τα κύρια καθήκοντα της διαχείρισης του Γραφείου Ταμείου και έτσι να καθίσταται επιπλέον επισφαλής η άσκηση των καθηκόντων της, είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ως προς τον λόγο αυτό εφέσεως ότι η παράδοση της διαχείρισης σ’ αυτήν (…) από την … έγινε στις 31.1.1992 με πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής, ανεξαρτήτως, όμως αυτού, το αν ασκούσε διαχείριση στο Γραφείο Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων με νόμιμο ή όχι τίτλο, η με οποιοδήποτε τρόπο ανάμειξη της στη διαχείριση αυτού, προσδίδει σ’ αυτήν την ιδιότητα του υπολόγου που ευθύνεται για κάθε πταίσμα και απαλλάσσεται μόνο αν αποδείξει ότι κατέβαλε την επιμέλεια που απαιτείται κατά την άσκηση διαχείρισης, η οποία δεν αποδείχθηκε. 9) Ότι είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι εκ των πραγμάτων εισέρχονταν στο γραφείο διάφοροι συνάδελφοι υπάλληλοι για την τακτοποίηση υπηρεσιακών θεμάτων τους έχοντας έτσι πρόσβαση στα χρήματα εντάλματα και αξιόγραφα, καθόσον από τα στοιχεία του φακέλου δεν αποδεικνύεται οποιαδήποτε ανάμειξη τρίτων στην επίδικη διαχείριση ικανή να συντελέσει στην δημιουργία του ελλείμματος και ακόμη και αν υποτεθεί ότι ευθύνονται και τρίτα πρόσωπα στην δημιουργία του επίδικου ελλείμματος δεν αίρεται, κατά τα ανωτέρω, η υφιστάμενη ευθύνη των αναιρεσειουσών, οι οποίες πλημμελώς ασκούσαν τη διαχείρισή τους. 10) Ότι δεν αποδεικνύεται και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο ισχυρισμός τους ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα και οι δύο εκκαλούσες είχαν μειωμένο ωράριο εργασίας ως εργαζόμενες μητέρες και ως εκ τούτου διαχειριστικά καθήκοντα ασκούσαν άλλοι συνάδελφοί τους με προφανή την πιθανότητα λάθους εκ μέρους τους. 11) Ότι ο λόγος εφέσεως ότι για την «επιεικώς κακή κατάσταση στη διαχείριση» του Γραφείου Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και για τη δημιουργία του ελλείμματος είχαν ενημερωθεί ο Προϊστάμενος και ο Αναπληρωτής Προϊστάμενος της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Λάρισας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι και αληθής υποτιθέμενος δεν αίρει την ευθύνη τους ως υπολόγων ούτε υπάρχει στα στοιχεία του φακέλου σχετική γραπτή αναφορά των αναιρεσειουσών στους Προϊσταμένους τους. 12) Ότι είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής ο λόγος εφέσεως ότι δεν υπήρξε προσπάθεια συγκάλυψης του πραγματικού ύψους του ελλείμματος από την πρώτη των ήδη αναιρεσειουσών (Πηνελόπη Μπαταγιάννη) και ως εκ τούτου δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό της δόλος, διότι η ευθύνη της για τη δημιουργία του ελλείμματος οφείλεται σε επιδειχθείσα ελαφρά αμέλεια αυτών κατά τη διαχείριση του Γραφείου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. 13) Ότι είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος εφέσεως ότι το ποσό του αρχικού ελλείμματος ανερχόταν στα 78.000.000 δραχμές, όπου μετά από εσωτερικό έλεγχο μειώθηκε και το ότι όπως διαπιστώθηκε χρηματικές εντολές του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων άγνωστο για ποιο λόγο βρέθηκαν στα συρτάρια του γραφείου των ελεγκτών Ο.Τ.Α., όπως επίσης δεν αποδείχθηκε βάσιμος ο λόγος ότι η εξόφληση ενταλμάτων αξίας άνω των 250.000 δραχμών με μετρητά αντί εκδόσεως ισόποσης επιταγής γινόταν με υπόδειξη και έγκριση του Προϊσταμένου της Γ΄ Δ.Ο.Υ και του Τμηματάρχη Εσόδων που ήταν αρμόδιος ο … για εσωτερικό εφοδιασμό από τη Δημόσια Διαχείριση και αυτό διότι υπήρχε πρόβλημα μεταφοράς και ανάληψης χρημάτων λόγω έλλειψης μέτρων ασφαλείας. 14) Ότι είναι απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι οι προβληθέντες λόγοι εφέσεως α) ότι ο … με τα 7720/30.6.1992 και 4436/6.4.1994 έγγραφά του ζήτησε την έγκριση τοποθέτησης διαχειριστή της Τράπεζας Ελλάδος, β) η πιστή τήρηση των ισχυουσών διαταγών και εγκυκλίων ήταν αδύνατη λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών του Γραφείου Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, την αποκλειστική ευθύνη των οποίων είχαν οι Προϊστάμενοι αυτών και ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα υπήρχαν δύο μόνο χρηματοκιβώτια τα οποία δεν χωρούσαν το υλικό της διαχείρισης με αποτέλεσμα να είναι τα διαχειριστικά έγγραφα εκτεθειμένα στον οποιοδήποτε, γ) ότι υπήρχε πολύμηνη καθυστέρηση στην αποστολή των στοιχείων στην Κεντρική Υπηρεσία από το έτος 1992 μέχρι και το έτος 1994, τα διαβιβαστικά των οποίων υπέγραφαν ή ο Προϊστάμενος ή Αναπληρωτής Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ., δ) η ανοίκεια πληρωμή δύο χρηματικών ενταλμάτων ανάγεται στην ευθύνη των ελεγκτών Ο.Τ.Α., οι οποίοι υπογράφουν το χρηματικό ένταλμα και ο διαχειριστής απλά το πληρώνει εκτός του ότι δεν γνώριζαν τη διαδικασία που ακολουθείται στην περίπτωση επιστροφής χρημάτων και δεν τους δόθηκαν σχετικές οδηγίες παρά το ότι τις ζήτησαν επανειλημμένως. 15) Ότι είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος εφέσεως ότι το διαπιστωθέν έλλειμμα είναι λογιστικό και όχι πραγματικό και τέλος 16) Ότι αλυσιτελώς γίνεται επίκληση από τις τότε εκκαλούσες και ήδη αναιρεσείουσες τόσον της 104/28.3.2003 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, όσον και του από 14.10.2003 Πρακτικού του Ζ΄ Υπηρεσιακού Συμβουλίου στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, με τα οποία κηρύχθηκαν αθώες, αφού τα στοιχεία αυτά απλώς συνεκτιμώνται με τα λοιπά στοιχεία της υπόθεσης και δεν αποτελούν δεδικασμένο δεσμεύον το Ελεγκτικό Συνέδριο ως προς τη δημοσιονομική ευθύνη των εκκαλουσών και ήδη αναιρεσειουσών, η οποία θεμελιώνεται σε άλλες διατάξεις. Με βάση τις προπαρατιθέμενες πραγματικές και νομικές παραδοχές το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι είναι νόμιμος ο καταλογισμός των τότε εκκαλουσών και ήδη αναιρεσειουσών με το συνολικό ποσό του ελλείμματος των 11.939.773 δραχμών. Περαιτέρω, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι δεν είναι νόμιμος ο καταλογισμός τους με το ποσό των προσαυξήσεων από 10.12.1993, ήτοι με το ποσό των 15.879.898 δραχμών, από το οποίο και πρέπει να απαλλαγούν, καθόσον δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το νόμο (άρθρο 27 παρ. 3 του π.δ/τος 774/1980) προϋποθέσεις επιβολής τους, αφού το έλλειμμα που δημιουργήθηκε στη διαχείρισή τους δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια αλλά μόνο σε ελαφρά αμέλεια αυτών. Ακολούθως έγινε δεκτή εν μέρει κατ’ ουσία η έφεσή τους, ακυρώθηκε η εκκαλούμενη καταλογιστική απόφαση κατά το μέρος που καταλογίσθηκε σε βάρος των εκκαλουσών και ήδη αναιρεσειουσών το ποσό των 15.879.898 δραχμών, που αντιστοιχεί στις προσαυξήσεις και περιορίστηκε το ποσό του καταλογισμού σε 11.939.773 δραχμές, που αντιστοιχεί στο έλλειμμα.

VII. Κρίνοντας έτσι το δικάσαν Τμήμα και απορρίπτοντας ως αβάσιμο το λόγο εφέσεως των τότε εκκαλουσών και ήδη αναιρεσειουσών ότι η καταλογιστική σε βάρος τους απόφαση είναι νομικά πλημμελής και ακυρωτέα γιατί στερήθηκαν αυτές το συνταγματικά κατοχυρωμένο (άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος) δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, με την αιτιολογία ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού υλοποιήθηκε «με την 94/24.6.1998 ειδική πρόσκληση που απηύθυναν οι αρμόδιοι οικονομικοί επιθεωρητές στις εκκαλούσες, η οποία επιδόθηκε νομίμως σ’ αυτές, ενώ συγχρόνως κλήθηκαν να προβούν, εντός 48 ωρών από την επίδοση της προσκλήσεως αυτής, στην κατάθεση του ποσού του ελλείμματος, προσκομίζοντας αντίγραφο του σχετικού διπλοτύπου εισπράξεως αυτού» και ότι «οι εκκαλούσες, και μετά την πρόσκληση αυτή, δεν προέβησαν σε απόκρουση της αποδιδόμενης σ’ αυτές ευθύνης για τη δημιουργία του ελλείμματος, ούτε σε αναπλήρωση του ισόποσου ποσού», ορθά κατά την κατά πλειοψηφία διαμορφωθείσα στο Δικαστήριο άποψη ερμήνευσε και εφάρμοσε τις σχετικές περί δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης διατάξεις και με ορθή και νόμιμη αιτιολογία απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης, καθόσον, δεδομένου ότι οι ήδη αναιρεσείουσες προσκλήθηκαν με την 94/24.6.1998 ειδική πρόσκληση που τους απηύθυναν οι αρμόδιοι Οικονομικοί Επιθεωρητές για να αναπληρώσουν το διαπιστωθέν έλλειμμα της διαχείρισής τους, χωρίς περαιτέρω να επικαλούνται οι ίδιες ή να προκύπτει από τα γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά ότι ζητήθηκαν από αυτές στοιχεία του ελέγχου, τα οποία αρνήθηκαν οι Επιθεωρητές να τους χορηγήσουν, παρασχέθηκε σ’ αυτές, πριν από την έκδοση της επίδικης καταλογιστικής απόφασης σε βάρος τους, η δυνατότητα να λάβουν γνώση των στοιχείων του ελέγχου και να τα αντικρούσουν και τηρήθηκε, συνεπώς, σύμφωνα με όσα έγιναν κατά πλειοψηφία δεκτά ανωτέρω (σκέψη ΙV), ο ουσιώδης διαδικαστικός τύπος της προηγούμενης ακρόασης. Επομένως, κατά την πλειοψηφούσα αυτή άποψη, δεν υπέπεσε η προσβαλλόμενη απόφαση στην αποδιδόμενη με το αναιρετήριο πλημμέλεια της παράβασης νόμου ούτε της παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας για πλημμελή αιτιολογία και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος αναίρεσης. Αν και κατά τη γνώμη των Συμβούλων Ευαγγέλου Νταή, Χρυσούλας Καραμαδούκη, Μαρίας Βλαχάκη, Κωνσταντίνου Κωστόπουλου, Γεωργίας Μαραγκού, Βασιλικής Ανδρεοπούλου, Μαρίας Αθανασοπούλου και Ελένης Λυκεσά, εφόσον δεν απευθύνθηκε στις αναιρεσείουσες, μετά την οριστικοποίηση των ευρημάτων του διαχειριστικού ελέγχου και πριν από την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης, ειδική πρόσκληση για την αντίκρουση των σχετικών στοιχείων και την παροχή εξηγήσεων, δεν τηρήθηκε ο ουσιώδης διαδικαστικός τύπος της προηγούμενης ακρόασης και είναι για το λόγο αυτό ακυρωτέα η εκδοθείσα σε βάρος τους καταλογιστική απόφαση. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή της μειοψηφίας, η προσβαλλόμενη απόφαση, δεχθείσα τα αντίθετα, έσφαλε, όπως βασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και είναι για το λόγο αυτό αναιρετέα. Πλην όμως η γνώμη αυτή δεν κράτησε. Περαιτέρω, το δικάσαν Τμήμα απέρριψε ως αβάσιμο το λόγο εφέσεως, σύμφωνα με τον οποίο η καταλογιστική σε βάρος των τότε εκκαλουσών και ήδη αναιρεσειουσών απόφαση, εκδόθηκε αποκλειστικά και μόνο με βάση την 720/94/30.4.1997 πορισματική έκθεση του πρώην Επιθεωρητή ΔΕΣ – Δ.Ο.Υ. Ν. Λάρισας …,ο οποίος κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα διαπιστώσεως του ελλείμματος υπήρξε Προϊστάμενος του Τμήματος Εσόδων της ανωτέρω Δ.Ο.Υ., όπου και διαπιστώθηκε το έλλειμμα, ενώ παράλληλα είχε και δικαίωμα υπογραφής επιταγών χρηματοεφοδιασμού από την Τράπεζα Ελλάδος και είναι, ως εκ τούτου, νομικά πλημμελής και ακυρωτέα, γιατί δημιουργούνται υπόνοιες μεροληψίας σε βάρος του, με την κύρια αιτιολογία ότι η καταλογιστική σε βάρος των τότε εκκαλουσών και ήδη αναιρεσειουσών απόφαση «δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στην προαναφερόμενη έκθεση αλλά έλαβε υπόψη της και την 31/1998 πορισματική έκθεση του Οικονομικού Επιθεωρητή …, ο οποίος διενήργησε νέα έρευνα της υπόθεσης» και με την επάλληλη αιτιολογία ότι «ο Επιθεωρητής Ελευθέριος Λιμνίδης με το από 23.4.1992 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Λάρισας είχε μεν οριστεί ως ελεγκτής εσόδων και αναπληρωτής διαχειριστής του Γραφείου Ταμείου Παρακαταθηκών με δικαίωμα υπογραφής των σχετικών επιταγών κατά τις ημέρες απουσίας του κανονικού διαχειριστού, πλην όμως από τα στοιχεία του φακέλου δεν αποδεικνύεται ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα άσκησε τα καθήκοντα αυτά». Κατά την ομόφωνη κρίση του Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του εάν ο συντάξας την 720/94/30.4.1997 πορισματική έκθεση πρώην Επιθεωρητής ΔΕΣ – Δ.Ο.Υ. Ελευθέριος Λιμνίδης εχρημάτισε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα διαπιστώσεως του ελλείμματος Προϊστάμενος του Τμήματος Εσόδων της ως άνω Δ.Ο.Υ. ή είχε ορισθεί και ως αναπληρωτής διαχειριστής του Γραφείου Ταμείου Παρακαταθηκών με δικαίωμα υπογραφής των σχετικών επιταγών κατά τις ημέρες απουσίας του κανονικού διαχειριστή, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, η εκδοθείσα σε βάρος των ήδη αναιρεσειουσών καταλογιστική απόφαση δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στην προαναφερόμενη έκθεση αλλά, όπως κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της αναιρεσιβαλλομένης έγινε δεκτό, και σε νέα πορισματική έκθεση (με αριθμό 31/1998) του Οικονομικού Επιθεωρητή …, ο οποίος διεξήγαγε νέα έρευνα, ορθώς και με πλήρη και νόμιμη, κατά το κύριο σκέλος αυτής, αιτιολογία, απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ο σχετικός λόγος εφέσεως, ο δε προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στις πλημμέλειες της παράβασης νόμου και της παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί. Τέλος, το δικάσαν Τμήμα κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διεπουσών την επίδικη υπόθεση διατάξεων και με πλήρη και νόμιμη αιτιολογία, όπως αδιστάκτως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε και τους λοιπούς λόγους εφέσεως, όπως αυτοί μαζί με την αιτιολογία απορρίψεώς τους αναλυτικά εκτίθενται και ανωτέρω (βλ. σκέψη VI της παρούσας). Συνεπώς η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν υπέπεσε ως προς την απόρριψη των λόγων αυτών εφέσεως στην πλημμέλεια της παράβασης νόμου ούτε της παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και όλοι οι σχετικοί περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ κατά το μέρος που πλήττουν την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

VIII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 61 παρ. 3 και 117 του π.δ/τος 1225/1981).