ΕΣ Ολομ. 742/2010
Περίληψη
Αίτηση αναίρεσης -. Η κατά αποβιώσαντος απευθυνόμενη αίτηση αναίρεσης, χωρίς ο αναιρεσείων να γνωρίζει το θάνατο του αντιδίκου του δεν είναι άκυρη και νόμιμα χωρεί η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται προς τούτο ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή, στη θέση του αναιρεσιβλήτου, και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς.
Για να δικάσει την από 6 Μαρτίου 2007 (αριθμ. κατάθ. 307/2007) για αναίρεση κατ ορθή εκτίμηση της 2563/2006 οριστικής απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα,
κ α τ ά της … χήρας …, κατοίκου εν ζωή Ν. Σμύρνης Αττικής (…), η οποία απεβίωσε την 14-11-2006 και τη δίκη συνεχίζουν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι τα τέκνα αυτής 1) …, κάτοικος Γαλατσίου Αττικής (…), 2) …, κάτοικος Ασπροπύργου Αττικής (…) και 3) …, κάτοικος Μόντρεαλ Κεμπέκ Καναδά (…), οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Ιωάννη Μυταλούλη (Α.Μ.Δ.Σ.Α. 22097).
Με την 14135/30-9-2003 πράξη της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους απορρίφθηκε η 22762/27-7-2002 αίτηση της αρχικώς αναιρεσίβλητης για κανονισμό σ αυτήν στρατιωτικής σύνταξης ως διαζευγμένη θυγατέρα αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ.1 περίπτ. γ΄ του π.δ./τος 166/2000 (Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων). Ένσταση αυτής κατά της ως άνω πράξης απορρίφθηκε με την 1372/2004 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την αιτιολογία ότι αυτή δεν τυγχάνει διαζευγμένη θυγατέρα του προαναφερόμενου στρατιωτικού, καθόσον δεν έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση λύσης του γάμου της, ούτε συντρέχει περίπτωση βίαιης διακοπής της δίκης (για τη λύση του γάμου) λόγω θανάτου του συζύγου της.
Έφεση από 3-6-2005 της ανωτέρω αποβιώσασας κατά της προαναφερόμενης απόφασης έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη 2563/2006 απόφαση του ΙΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία στη συνέχεια εξαφανίστηκε η απόφαση της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. και, κατόπιν παραδοχής της ένστασης αυτής, ακυρώθηκε η 14135/30-9-2003 απορριπτική ως άνω πράξη και αναπέμφθηκε η υπόθεση στην 44η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, προκειμένου να εξετασθεί αν συντρέχουν οι απαιτούμενες από τις προαναφερθείσες διατάξεις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης της αποβιώσασας μητέρας των ήδη αναιρεσιβλήτων ως διαζευγμένης θυγατέρας θανόντος στρατιωτικού συνταξιούχου, αφού έγινε δεκτό ότι εσφαλμένα η Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων θεώρησε ότι δε συντρέχει περίπτωση βίαιης διακοπής της δίκης για τη λύση του γάμου της λόγω θανάτου του συζύγου της, δεδομένου ότι κατόπιν του θανάτου αυτού επήλθε αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης διαζυγίου της, προς την οποία, κατά τη δοθείσα από το Τμήμα ερμηνεία, ισοδυναμεί η βίαιη διακοπή.
Με την αίτηση που κρίνεται ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος για τους λόγους που αναφέρονται σ αυτή.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την παραδοχή της αίτησης.
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των ήδη αναιρεσίβλητων, που ζήτησε την απόρριψη αυτής
και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Διονύσιο Λασκαράτο και τους Συμβούλους Νικόλαο Μηλιώνη και Ελένη Λυκεσά που απουσίασαν λόγω κωλύματος καθώς και το Σύμβουλο Αντώνιο Κατσαρόλη που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 2 του ν.1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Από τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 8 του π.δ.1225/1981 συνάγεται ότι ικανός να είναι διάδικος στην ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκη είναι αυτός που μπορεί να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ενόψει δε του ότι η δυνατότητα να είναι κανείς διάδικος αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση για την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας, το δικαστήριο υποχρεούται και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει τη συνδρομή αυτής (πρβλ. άρθρο 9 παρ.3 του π.δ. 1225/1981). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 34 και 35 Α.Κ. με τα άρθρα 31, 110 και 113 του π.δ. 1225/1981 συνάγεται ότι το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως που στρέφεται κατ ανυπάρκτου-συνεπώς και κατ αποβιώσαντος προσώπου είναι κατ αρχήν άκυρο και η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (πρβλ. άρθρο 31 Κ.Πολ.Δ.), υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι ο αναιρεσείων πριν από την άσκηση της αναιρέσεώς του είχε λάβει γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του θανάτου του αντιδίκου του, ώστε να διαπιστώσει του κληρονόμους του και ν απευθύνει κατ αυτών την αναίρεση. Όμως η κατά του αποβιώσαντος απευθυνόμενη αίτηση αναίρεσης, χωρίς ο αναιρεσείων να γνωρίζει το θάνατο του αντιδίκου του δεν είναι άκυρη και νόμιμα χωρεί η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται προς τούτο ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή, στη θέση του αναιρεσιβλήτου, και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (βλ. Αποφ. Ολ.Ελ.Σ. 409//1996, 1437/1994 και 659/1990).
Στην υπό κρίση υπόθεση η αίτηση αναιρέσεως, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό 307/16-3-2007, απευθύνεται κατά της … χήρας …, ως νικήσασας αντιδίκου του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 2563/2006 απόφαση κατ ορθή εκτίμηση του ΙΙΙ Τμήματος. Όμως, κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως, παραστάθηκαν διά πληρεξουσίου δικηγόρου τα τρία (3) τέκνα της αναιρεσίβλητης (…), τα οποία και αφού είχαν προσκομίσει προ της ως άνω συζητήσεως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 80/Κ/15-11-2006 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου Παλλήνης Αττικής, από την οποία προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη απεβίωσε στις 14-11-2006, ήτοι μετά τη συζήτηση κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και προ της ασκήσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, ζήτησαν να εκδικαστεί η υπόθεση (βλ. και το από 9-11-2009 υπόμνημα αυτών) επ ονόματι τους ως κληρονόμοι αυτής, όπως η ιδιότητά τους αυτή προκύπτει από την 7053/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί χορήγησης κληρονομητηρίου σ αυτούς, την οποία επίσης προσκόμισαν. Συνεπώς, εφόσον δεν ισχυρίζονται ταυτοχρόνως ότι γνωστοποίησαν τον ως άνω θάνατο στο αναιρεσείον πριν από την άσκηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης ή ότι το τελευταίο έλαβε οπωσδήποτε γνώση αυτού, δεν προκύπτει δε τέτοια γνώση και από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της δικογραφίας, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως δεν είναι απαράδεκτη, για το λόγο αυτό, νομίμως δε χωρεί η σχετική συζήτηση με τους κληρονόμους της αποβιώσασας. Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 2563/2006 απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρα 61 παρ.1 και 117 π.δ.1225/1981), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα και πρέπει να εξετασθεί ακολούθως κατά τους λοιπούς όρους του παραδεκτού αυτής.
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 113 στοιχ. β΄ και 31 παρ.1 στοιχ. δ΄ του π.δ/τος 1225/1981 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» προκύπτει ότι το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να περιέχει έναν τουλάχιστον νομικά βάσιμο αναιρετικό λόγο από εκείνους που περιοριστικώς αναφέρονται στο άρθρο 115 του ιδίου π.δ./τος. Η διατύπωση του αναιρετικού λόγου πρέπει να γίνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, χωρίς να καταλείπεται καμία αμφιβολία ως προς την αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια, που συνιστά τη νόμιμη προϋπόθεση για τη συνδρομή του αναιρετικού λόγου, με αναφορά συγκεκριμένων παραπόνων σε σχέση προς τις παραδοχές αυτής, που μπορούν να θεμελιώσουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, αλλιώς η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (Ολ.Ελ.Συν. 1961/2005).
ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασής του, το δικάσαν ΙΙΙ Τμήμα έκανε δεκτή την από 3-6-2005 έφεση της αποβιώσασας μητέρας των ήδη αναιρεσίβλητων κατά της 1372/2004 απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία απορρίφθηκε η από 3-12-2003 ένστασή της κατά της 14135/30-9-2003 πράξης της 44ης Διεύθυνσης αυτού, απορριπτικής ομοίως της 22762/27-7-2002 αίτησής της για κανονισμό σ αυτήν σύνταξης κατά μεταβίβαση ως διαζευγμένη θυγατέρα αποθανόντος στρατιωτικού συνταξιούχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ.1 περιπτ. γ΄ του π.δ/τος 166/2000 (Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων). Το Τμήμα ήχθη στην κρίση αυτή με την αιτιολογία ότι εσφαλμένα η ως άνω Επιτροπή θεώρησε ότι δε συντρέχει περίπτωση βίαιης διακοπής της δίκης για τη λύση του γάμου της ανωτέρω λόγω θανάτου του συζύγου της, δεδομένου ότι κατόπιν του θανάτου αυτού επήλθε αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης διαζυγίου της, προς την οποία, κατά το δικάσαν Τμήμα, ισοδυναμεί η βίαιη διακοπή. Ακολούθως, το Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εξαφάνισε την προσβληθείσα απόφαση της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. και, κατόπιν παραδοχής της ένστασης της θανούσας και συνακόλουθης ακύρωσης της προαναφερόμενης απορριπτικής της αίτησής της πράξης, ανέπεμψε την υπόθεση στην 44η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, προκειμένου να εξετασθεί αν συντρέχουν οι απαιτούμενες από το ως άνω άρθρο 31 παρ.1 περίπτ. γ΄ του π.δ.166/2000 προϋποθέσεις συνταξιοδότησης αυτής ως διαζευγμένης θυγατέρας θανόντος στρατιωτικού συνταξιούχου. Ήδη με την ένδικη αίτηση αναίρεσης, όπως προκύπτει από τη συνολική επισκόπηση του δικογράφου αυτής, το αιτούν Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι το Τμήμα, ακυρώνοντας με την προσβαλλόμενη απόφαση την απορριπτική της αίτησης της θανούσας για αναπροσαρμογή της σύνταξής της κατά τις διατάξεις του ν.2838/2000 πράξη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του ν.2838/2000 και του άρθρου 34 παρ.3 και 5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ.166/2000), αποφαινόμενο ότι οι προβλεπόμενες από το ν.2838/2000 μισθολογικές προαγωγές των εν ενεργεία στρατιωτικών προσαυξάνουν το βασικό μισθό και υπολογίζονται για την αναπροσαρμογή (αύξηση)της σύνταξης των στρατιωτικών που αποχώρησαν από την υπηρεσία πριν την έναρξη ισχύος τους. Πλήν όμως, ο αναιρετικός λόγος αυτός, υπό το ανωτέρω εκτεθέν περιεχόμενο, απαραδέκτως υποβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού το αντικείμενο της δίκης ενώπιον του Τμήματος δεν ήταν αυτό που εσφαλμένα υπολαμβάνει το αιτούν ούτε συνδέεται η ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων με την απόφανση του Τμήματος, που, όπως προαναφέρθηκε, αφορούσε στην πλήρωση ή μη των κατ άρθρο 31 παρ.1 περιπτ. γ΄ του π.δ/τος 166/2000 προϋποθέσεων συνταξιοδότησης της αρχικώς αναιρεσίβλητης ως διαζευγμένης θυγατέρας αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου. Κατ ακολουθία, εφόσον δεν προβάλλεται παραδεκτώς λόγος αναίρεσης σε σχέση με την προεκτεθείσα κρίση που εξέφερε το δικάσαν Τμήμα με την προσβαλλόμενη απόφαση και δεν πλήττεται η απόφαση αυτή κατά την ως άνω αιτιολογία αυτής, η ένδικη αίτηση τυγχάνει απαράδεκτη και ως εκ τούτου απορριπτέα.
ΙV. Κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει κατ αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την από 6-3-2007 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 2563/2006 οριστικής απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού.