ΣτΕ, 1217/2009, παρ.7μ, ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΚΑΙ ΑΓΩΓΗ , ΖΗΜΙΑ ΑΠΟ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ, ΟΤΑ, Θέτει θέμα αρμοδιότητας των πολιτικών διακστηρίων γιατι κατά την απαλλοτρίωση τα αρμόδια όργανα δεν συμπεριέλαβαν υπόλοιπο εκ΄τασεως που γίνεται πλέον άχρηστη contra αντίθετη

ΣΤΕ

 1217/2009 ΣΤΕ  
 (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Ευθύνη των ΟΤΑ σε αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη ιδιοκτήτης ακινήτου από τη μείωση της αξίας που προκλήθηκε στο εναπομείναν τμήμα απαλλοτριωθέντος ακινήτου, για το λόγο ότι το μη απαλλοτριωθέν τμήμα του ακινήτου τούτου παρανόμως δεν αποτυπώθηκε στο σχετικό κτηματολογικό διάγραμμα και τον αντίστοιχο κτηματολογικό πίνακα. Υποχρέωση των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στο πλαίσιο της διαδικασίας που προηγείται της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως υφίσταται μόνο για την ακριβή αποτύπωση της εκτάσεως, η οποία καταλαμβάνεται από την απαλλοτριωτική πράξη και όχι και των τμημάτων των ακινήτων, τα οποία απομένουν εκτός της καταλαμβανομένης εκτάσεως. Δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων υφίσταται μόνο για αγωγές του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ που αφορούν παράνομες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του Δημοσίου σχετικών με την αποτύπωση της απαλλοτριουμένης εκτάσεως. Στον ιδιοκτήτη ακινήτου που απαλλοτριώνεται, απόκειται να ισχυρισθεί και να αποδείξει ενώπιον των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων ότι το τμήμα του ακινήτου του που απομένει εκτός της απαλλοτριώσεως υφίσταται μείωση της αξίας του ή καθίσταται άχρηστο και ότι δικαιούται ιδιαιτέρας για το τμήμα αυτό αποζημιώσεως. Αν ο ιδιοκτήτης δεν δύναται να προβάλει τη σχετική αξίωσή του, τούτο δεν μπορεί να καταλογισθεί στα όργανα του Δημοσίου και δεν δημιουργείται θέμα ευθύνης του κατ` άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ και περαιτέρω δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά οι σχετικές αξιώσεις δύνανται να προβληθούν στα πολιτικά δικαστήρια, χωρίς μάλιστα τον χρονικό περιορισμό του άρθρου 19 παρ. 2 του Ν.Δ. 797/1971, εφόσον δεν του έχει κοινοποιηθεί η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου περί καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδος. Ο λόγος αναιρέσεως ότι τα αρμόδια όργανα του Δήμου παρέλειψαν να συμπεριλάβουν κατά τη σύνταξη του κτηματολογικού διαγράμματος και τα μη απαλλοτριωθέντα, αλλά απομειούμενα κατά την αξία τους τμήματα του ακινήτου τους, είχε προβληθεί με την αγωγή των αναιρεσειόντων. Ενόψει όμως του ότι τα διοικητικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας, εφόσον δεν υφίσταται ευθύνη των οργάνων του Δημοσίου, εάν παραλείψουν να αποτυπώσουν στον κτηματολογικό διάγραμμα τα τμήματα των ακινήτων που απομένουν εκτός της απαλλοτριουμένης εκτάσεως και των οποίων η αξία μειούται ή εκμηδενίζεται εξαιτίας της απαλλοτριώσεως, μόνα αρμόδια να αποφανθούν για την εν λόγω ιδιαίτερη αποζημίωση είναι τα πολιτικά δικαστήρια. Λόγω σπουδαιότητας του ζητήματος, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην 7μελή σύνθεση του Α΄ Τμήματος.

  Αριθμός 1217/2009

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Απριλίου 2008, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Μπριόλας, Δ. Μαρινάκης, Σύμβουλοι, Τ. Κόμβου, Π. Μπραΐμη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Κολιοπούλου.

Για να δικάσει την από 25 Σεπτεμβρίου 2006 αίτηση:

των: 1) .. .. .. και 2) …… , κατοίκων Βούλας (… ..), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Π. Λαζαράτο (Α.Μ. 14350), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

κατά του Δήμου .. .. … . , ο οποίος δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ` αριθ. 41/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Μαρινάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αναιρεσειόντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (1523997 έτους 2006 ειδικό έντυπο παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 12.2.2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 41/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία απορρίφθηκε έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 46/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί αγωγή αυτών [άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.)] κατά του Δήμου Αρταίων. Με την εν λόγω αγωγή είχε ζητηθεί από τους αιτούντες να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος Δήμος Αρταίων να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, νομιμοτόκως από την επίδοση αυτής έως την εξόφληση, το ποσό των 9.250,92 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστησαν από τη μείωση της αξίας που προκλήθηκε στο εναπομείναν τμήμα απαλλοτριωθέντος το έτος 1985 ακινήτου τους, το οποίο ευρίσκεται στο Δήμο Αρτας, για το λόγο ότι το μη απαλλοτριωθέν τμήμα του ακινήτου τούτου παρανόμως δεν αποτυπώθηκε στο σχετικό κτηματολογικό διάγραμμα και τον αντίστοιχο κτηματολογικό πίνακα.

3. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση παρά την μη παράσταση του αναιρεσιβλήτου Δήμου Αρταίων, εφόσον αντίγραφα της κρινόμενης αιτήσεως και της από 7.12.2006 πράξεως του Προέδρου του Τμήματος περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου επιδόθηκαν νομοτύπως εις αυτόν, (όπως προκύπτει από τη 315 Β΄ έκθεση επιδόσεως της 22.12.2006 του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Άρτας Ιωάννη Πανή).

4. Επειδή, το Ν.Δ. 797/1971 (ΦΕΚ Α΄ 1) το οποίο εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου κηρύξεως της επιδίκου απαλλοτριώσεως (1985) ορίζει στο άρθρο 2 ότι: «1. Διά την έκδοσιν αποφάσεως κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως απαιτούνται: α) Κτηματολογικόν διάγραμμα, εικονίζον την απαλλοτριωτέαν και τας περιλαμβανομένας επί μέρους ιδιοκτησίας. β) Κτηματολογικός πίναξ, εμφαίνων τους εικαζομένους ιδιοκτήτας των απαλλοτριουμένων ακινήτων, το εμβαδόν εκάστου τούτων, ως και πάντα τα κύρια προσδιοριστικά στοιχεία των επ` αυτών υφισταμένων κατασκευών … 2. Διά την κήρυξιν αναγκαστικών απαλλοτριώσεων προς εκτέλεσιν πάσης φύσεως έργων οικονομικής αναπτύξεως της χώρας ή έργων θεραπείας εκτάκτων κοινωνικών αναγκών, αρκεί απλούν διάγραμμα οριζοντιογραφίας, εικονίζον την απαλλοτριωτέαν έκτασιν, μετά μνείας εν τη αποφάσει κηρύξεως της τοιαύτης απαλλοτριώσεως περί της μη τηρήσεως των λοιπών όρων ή προϋποθέσεων … 3. …».

Στο άρθρο 13, όπως η παρ. 3 του άρθρου αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 47 παρ. 8 του Ν. 814/1978 (ΦΕΚ Α΄144) ορίζεται ότι : «1. Η αποζημίωσις καθορίζεται συμφώνως προς την πραγματικήν αξίαν του απαλλοτριουμένου κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως κηρύξεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. Ως κριτήριον προς διάγνωσιν της πραγματικής αξίας του απαλλοτριουμένου λαμβάνεται υπ` όψιν ιδία η κατά την τελευταία τριετίαν διαμορφωθείσα αξία παρακειμένων και ομοειδών ακινήτων, ως και η τυχόν ετησία πρόσοδος του απαλλοτριουμένου, προσηκόντως αποδεικνυομένη. 2. Προς διάγνωσιν της πραγματικής αξίας του απαλλοτριουμένου, δεν υπολογίζεται η τυχόν ανατίμησις ή υποτίμησις τούτου, η επελθούσα μετά την δημοσίευσιν της αποφάσεως κηρύξεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και συνεπεία ταύτης ή συνεπεία της εξαγγελίας της απαλλοτριώσεως ή λόγω της κατασκευής του δι` ό η απαλλοτρίωσις έργου. Ωσαύτως, δεν υπολογίζεται ανατίμησις προερχόμενη εξ ενεργειών του ιδιοκτήτου επί του απαλλοτριουμένου. Υπολογίζεται όμως μεταγενεστέρα της δημοσιεύσεως της περί απαλλοτριώσεως αποφάσεως, και μέχρι της πρώτης επ` ακροατηρίου συζητήσεως του προσδιορισμού της αποζημιώσεως, επελθούσα ανατίμησις του απαλλοτριουμένου, εκ λόγων ασχέτων προς την γενομένην αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν ή την εξαγγελίαν ταύτης ή τας ενεργείας του ιδιοκτήτου επί του απαλλοτριουμένου. 3. Εν περιπτώσει αναγκαστικής απαλλοτριώσεως τμήματος ακινήτου, ως εκ της οποίας το απομένον εις τον ιδιοκτήτην τμήμα υφίσταται σημαντικήν υποτίμησιν της αξίας αυτού, ή καθίσταται άχρηστον διά την δι΄ην προορίζεται χρήσιν, διά της αυτής περί καθορισμού της αποζημιώσεως αποφάσεως προσδιορίζεται και παρέχεται ιδιαιτέρα δι` αυτήν αποζημίωσις εις τον ιδιοκτήτην. Η ιδιαιτέρα αυτή αποζημίωσις καταβάλλεται εις τον ιδιοκτήτην ομού μετά της καταβαλλομένης διά το απαλλοτριούμενον τμήμα». Στο άρθρο 18 παρ. 1 ότι : Αρμόδιον να προσδιορίση προσωρινώς την αποζημίωσιν είναι το Μονομελές Πρωτοδικείον, εν τη περιφερεία του οποίου κείται το απαλλοτριούμενον ή το μείζον μέρος αυτού …, στο δε άρθρο 19 ότι «1. Αρμόδιον να προσδιορίση οριστικώς την αποζημίωσιν είναι το Εφετείον, εν τη περιφερεία του οποίου κείται το απαλλοτριούμενον ή το μείζον μέρος αυτού. 2. Εντός τριάκοντα ημερών το βραδύτερον από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, της προσδιοριζούσης προσωρινώς την αποζημίωσιν δικαιούνται οι ενδιαφερόμενοι δι` αιτήσεως των απευθυνομένης ενώπιον του εν τη προηγουμένη παραγράφω Εφετείου, να αιτήσωνται τον οριστικόν προσδιορισμόν της αποζημιώσεως. Εάν δεν επεδόθη απόφασις του Μονομελούς Πρωτοδικείου περί προσωρινού προσδιορισμού αποζημιώσεως, η προθεσμία υποβολής αιτήσεως προς τον οριστικόν προσδιορισμόν αυτής είναι, διά πάσαν περίπτωσιν, εξ μηνών από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. 3. … 4. … 5. … 6. Παρελθούσης απράκτου της κατά τας παραγρ. 2 και 5 προθεσμίας, η υπό του Μονομελούς Πρωτοδικείου προσδιορισθείσα προσωρινώς αποζημίωσις θεωρείται οριστική ως προς τον αμελήσαντα ενδιαφερόμενον. Πάσα εμπρόθεσμος αίτησις ενδιαφερομένου περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως αφορά αποκλειστικώς εις το συμφέρον τούτου, προς αύξησιν ή μείωσιν μόνον υπέρ αυτού της προσωρινώς προσδιορισθείσης …». Περαιτέρω, στο άρθρο 24 ότι : «1. Ο έλεγχος, η διόρθωσις και η τυχόν αναγκαία συμπλήρωσις του κατά το άρθρον 2 παρ. 1 του παρόντος κτηματολογικού διαγράμματος της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, ή και η εξ αρχής κατάρτισις τοιούτου δι` αποτυπώσεως επ` αυτού των επί μέρους ιδιοκτησιών, εάν η κήρυξις της απαλλοτριώσεως ταύτης εγένετο βάσει απλού διαγράμματος οριζοντιογραφίας, ενεργείται υπό διπλωματούχου μηχανικού, υπηρετούντος εν τη περιφερεία του νομού, εν η το απαλλοτριούμενον ή το μείζον μέρος τούτου …2. … 3. Ο έλεγχος, η διόρθωσις, η συμπλήρωσις ή η εξ αρχής κατάρτισις του κτηματολογίου και του κτηματολογικού πίνακος, γίνονται βάσει των τίτλων και διαγραμμάτων ιδιοκτησίας ή των υποδειχθησομένων υπό της δημοτικής ή κοινοτικής αρχής ή της υπηρεσίας αγροφυλακής ορίων ή οριοδεικτών. Ο μηχανικός έχων υπ` όψιν την απόφασιν κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, το κτηματολογικόν διάγραμμα, τον κτηματολογικόν πίνακα και άπαντα τα υπό των ενδιαφερομένων υποβληθέντα στοιχεία, προβαίνει, προσκαλών εν ανάγκη επί τόπου τούτους, εις επιτόπιον έρευναν και εφαρμογήν των τίτλων και καταρτίζει, εντός της ταχθείσης προθεσμίας εις τριπλούν : α) το κτηματολογικόν διάγραμμα της απαλλοτριουμένης εκτάσεως, εις το οποίον αποτυπούνται διά χαρακτηριστικών στοιχείων, αι επί μέρους ιδιοκτησίαι, καθ` ό μέρος απαλλοτριούνται, ως και αι τυχόν αμφισβητήσεις δικαιωμάτων επί τούτων, β) τον σχετικόν κτηματολογικόν πίνακα, εις ον αναγράφεται ο αύξων αριθμός της ιδιοκτησίας, το ονοματεπώνυμον και πατρώνυμον εκάστου ιδιοκτήτου, το συνολικόν εμβαδόν της ιδιοκτησίας, ο όγκος των κτισμάτων ταύτης κεχωρισμένως, αναλόγως του είδους της κατασκευής και της ποιότητος αυτών, τα λοιπά επικείμενα, κατ` είδος και κατηγορίαν, ως και πάσα ετέρα λεπτομέρεια, χρήσιμος διά την κατά μονάδα εκτίμησιν των απαλλοτριουμένων και γ) λεπτομερή έκθεσιν περί εκάστου απαλλοτριουμένου κατά κεχωρισμένην ιδιοκτησίαν και της επί τούτου γενομένης εργασίας επιτοπίου εφαρμογής των προσαχθέντων τίτλων ιδιοκτησίας». Τέλος δε, στο άρθρο 26 ότι : «1. Η αναγνώρισις των δικαιούχων της αποζημιώσεως γίνεται διά δικαστικής αποφάσεως, κατά την υπό των διατάξεων του παρόντος οριζομένην ειδικήν διαδικασίαν. 2. Αρμόδιον διά την αναγνώρισιν των δικαιούχων της αποζημιώσεως είναι το Μονομελές Πρωτοδικείον, εν τη περιφερεία του οποίου κείται το απαλλοτριούμενον ή το μείζον μέρος αυτού».

5. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων του Ν.Δ. 797/1971 που παρατίθενται ανωτέρω προκύπτει ότι υποχρέωση των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στο πλαίσιο της διαδικασίας που προηγείται της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως υφίσταται μόνον για την ακριβή αποτύπωση της εκτάσεως, η οποία καταλαμβάνεται από την απαλλοτριωτική πράξη και όχι και των τμημάτων των ακινήτων, τα οποία απομένουν εκτός της καταλαμβανομένης εκτάσεως και, επομένως, δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων υφίσταται μόνο για αγωγές του άρθρου 105 Εισ. Ν.Α.Κ. που αφορούν παράνομες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του Δημοσίου σχετικών με το ανωτέρω ζήτημα, την αποτύπωση, δηλαδή, της απαλλοτριουμένης εκτάσεως (βλ. Α.Ε.Δ. 13/1992, ΣτΕ 1318/2007, 2835/2002, 3139/2002, 700/2003). Και τούτο διότι, στον ιδιοκτήτη ακινήτου που απαλλοτριώνεται, απόκειται να ισχυρισθεί και να αποδείξει ενώπιον των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων ότι το τμήμα του ακινήτου του που απομένει εκτός της απαλλοτριώσεως υφίσταται μείωση της αξίας του ή καθίσταται άχρηστο και ότι, κατά συνέπεια δικαιούται ιδιαιτέρας για το τμήμα αυτό αποζημιώσεως, με τις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του Ν.Δ. 797/1971. Αν δε ο ιδιοκτήτης δεν δύναται, για οποιοδήποτε λόγο, να προβάλει τη σχετική αξίωσή του, τούτο δεν δύναται να καταλογισθεί στα όργανα του δημοσίου, ούτως ώστε να δημιουργηθεί θέμα ευθύνης του κατ` άρθρ. 105 Εισ. Ν.Α.Κ. και περαιτέρω δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά οι σχετικές αξιώσεις δύνανται να προβληθούν στα πολιτικά δικαστήρια, χωρίς μάλιστα τον χρονικό περιορισμό του άρθρου 19 παρ. 2 του Ν.Δ. 797/1971, εφόσον δεν του έχει κοινοποιηθεί η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου περί καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδος [ΣτΕ 1318/2007, Α.Π. 24/1994, 1227/2003, πρβλ. 1127/2003 – αντίθετη ΣτΕ 2733/2007 επταμ.].

6. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής : Με την από 10.5.2002 αγωγή των αναιρεσειόντων κατά του Δήμου Αρταίων ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων ιστορήθηκαν τα εξής : Οι ανωτέρω τυγχάνουν συγκύριοι κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος μιας διώροφης, κεραμοσκεπούς παλαιάς οικίας, η οποία ευρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως της Αρτας (επί της συμβολής των οδών …………… ……). Η οικία αυτή αποτελείται από ένα ισόγειο διαμέρισμα εμβαδού 51,88 τ.μ. και ένα διαμέρισμα στο πρώτο μετά το ισόγειο όροφο εμβαδού 90,12 τ.μ.. Η εν λόγω οικοδομή έχει ανεγερθεί με βάση την 58/1933 οικοδομική άδεια επί οικοπέδου συνολικού εμβαδού 236,29 τ.μ., τμήμα του οποίου (119,54 τ.μ.), όπως αναφέρεται στο σχετικό συμβόλαιο και εμφανίζεται στο προσαρτημένο σε αυτό τοπογραφικό διάγραμμα, ήταν ρυμοτομούμενο, σύμφωνα με το από 6.2.1961 β.δ. «Περί εγκρίσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Αρτης» (ΦΕΚ Δ 23) και το από 25.8.1973 π.δ. «Περί τροποποιήσεως του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως Άρτης», όπως επανεγκρίθηκε με το από 23.1.1985 π. διάταγμα. Με την Π1/1997 πράξη προσκυρώσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως ακινήτων του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Αρταίων, η οποία εκδόθηκε σε εκτέλεση του παραπάνω β.δ. και επικυρώθηκε με την 1616/1997 απόφαση του Νομάρχη Άρτας, καθορίσθηκαν οι εδαφικές εκτάσεις (ιδιοκτησίες) που απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά για την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως στις δημοτικές οδούς Τζουμέρκων (Β΄ Τμήμα), Βαμβακά και Αγίας Σοφίας από το οικοδομικό τετράγωνο 70 έως το οικοδομικό τετράγωνο 90. Μεταξύ των αναγκαστικώς απαλλοτριωθέντων ακινήτων τα οποία αποτυπώνονται στο από 31.11.1997 τοπογραφικό διάγραμμα και τον συνοδεύοντα αυτόν πίνακα, ο οποίος συνετάγη από τον τοπογράφο μηχανικό ……………. και θεωρήθηκε από τα αρμόδια όργανα του Δήμου Αρταίων, περιλαμβάνονται και τμήματα της φερόμενης στο εν λόγω κτηματολογικό διάγραμμα ιδιοκτησίας με αριθμό 4, η κυριότητα της οποίας ανήκει κατά το ½ εξ αδιαιρέτου σε καθέναν από τους αναιρεσείοντες. Περαιτέρω, με την ως άνω αγωγή τους οι αναιρεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι, εξ αιτίας της πιο πάνω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η οποία έγινε, κατά τα εκτεθέντα, για την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως της Αρτας στη συγκεκριμένη περιοχή, υπέστησαν ζημία συνισταμένη στη μείωση της αξίας του ακινήτου τους, καθόσον : α) σύμφωνα με το ΓΟΚ η κάλυψη του εναπομείναντος τμήματος του οικοπέδου τους είναι 70,05 τ.μ. και η δόμηση 142 τ.μ., ενώ η ήδη υπάρχουσα κάλυψη είναι 90,12 τ.μ. και η ήδη υπάρχουσα δόμηση είναι 142 τ.μ., με αποτέλεσμα 20,07 τ.μ. κτίσματος να υφίστανται καθ` υπέρβαση του ποσοστού καλύψεως, πράγμα το οποίο υποβαθμίζει την αξία της οικοδομής τους, β) περιορίσθηκε η αυλή της οικοδομής τους, η οποία αποτελούσε αναγκαίο και λειτουργικό χώρο αυτής, σε 12 τ.μ., μετά δε τη διάνοιξη της νέας δημοτικής οδού Τζουμέρκων, η κύρια είσοδος ευρίσκεται 1,25 μ. χαμηλότερα από το οδόστρωμα και γ) το ανώγειο διαμέρισμα που έχει πρόσοψη στην οδό Τζουμέρκων κατέστη ημιυπόγειο, λόγω της επαφής του στη βορειοανατολική γωνία απώλεσε το φωτισμό και τη θέα.

Περαιτέρω, οι αιτούντες ισχυρίσθηκαν ότι, ενόψει του ότι το εναπομείναν τμήμα του ακινήτου τους δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τον προορισμό του, τα αρμόδια όργανα του αναιρεσίβλητου Δήμου παρέλειψαν να διενεργήσουν τις οφειλόμενες νόμιμες ενέργειες και συγκεκριμένα είτε να προβούν σε απαλλοτρίωση ολοκλήρου του ισογείου διαμερίσματος μαζί με τον εκ 12 τ.μ. αύλειο χώρο αυτού είτε να λάβουν κάθε ενδεδειγμένο και κατάλληλο μέτρο, ώστε να μη ζημιωθούν από την απαλλοτρίωση του πιο πάνω τμήματος της ιδιοκτησίας τους. Για την αποκατάσταση δε της ζημίας τους λόγω των ανωτέρω παρανόμων, κατά τους ισχυρισμούς τους, πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του αναιρεσιβλήτου Δήμου, οι αναιρεσείοντες ζήτησαν να τους καταβληθεί ως αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Ακ., συνολικά το ποσό των 18.501,03 ευρώ. Το διοικητικό πρωτοδικείο, αφού έλαβε υπόψη του τα στοιχεία του φακέλου, καθώς και αυτά που προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους σε εκτέλεση της 27/2003 προδικαστικής αποφάσεώς του, έκρινε ότι στη προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες υπέστησαν ζημία από τις πιο πάνω πράξεις οι παραλείψεις και με τις σκέψεις αυτές απέρριψε την αγωγή τους. Κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως οι αναιρεσείοντες άσκησαν έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, το οποίο, αφού έλαβε υπόψη του τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, έκρινε ότι η αγωγή αυτών δεν ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. με τις παρακάτω σκέψεις. Η επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες ζημία για τη θεμελίωση της αγωγής τους στην προδιαληφθείσα πράξη αναγκαστικής απαλλοτριώσεως δεν είναι παράνομη, αντιθέτως δε είναι νόμιμη και μάλιστα κατά συνταγματική επιταγή. Εξ άλλου, στην προκειμένη περίπτωση δεν στοιχειοθετείται παράνομη παράλειψη των οργάνων του αναιρεσιβλήτου Δήμου, συνισταμένη στη μη λήψη μέτρων ώστε να μη ζημιωθούν οι αναιρεσείοντες, καθώς και στη μη κήρυξη αναγκαστικώς απαλλοτριωτέου και του εναπομείναντος τμήματος του ακινήτου τους, του οποίου μειώθηκε σημαντικά η αξία, διότι από καμιά διάταξη νόμου δεν θεσπίζεται τέτοια υποχρέωση για τον αναιρεσίβλητο.

Με τις σκέψεις αυτές το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι το διοικητικό πρωτοδικείο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθώς εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και επικύρωσε την απόφασή του, απορρίπτοντας τοιουτοτρόπως τον περί αντιθέτου προβληθέντα λόγο εφέσεως. Με την έφεσή τους οι αναιρεσείοντες είχαν προβάλει, περαιτέρω, ότι συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση αποζημιώσεώς τους με βάση τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., και δια τον λόγον ότι τα αρμόδια όργανα του αναιρεσιβλήτου παρέλειψαν να συμπεριλάβουν κατά τη σύνταξη του κτηματολογικού διαγράμματος όλα τα στοιχεία που οδηγούν στο καθορισμό πλήρους αποζημιώσεώς τους, δηλαδή δεν συμπεριέλαβαν στο εν λόγω διάγραμμα τα μη απαλλοτριωθέντα, αλλά απομειούμενα κατά την αξία τους τμήματα του ακινήτου τους. Ο λόγος αυτός της εφέσεως απορρίφθηκε από το διοικητικό εφετείο ως απαράδεκτος διότι προβλήθηκε το πρώτο κατ` έφεση, η προβολή του δε συνιστά ανεπίτρεπτη, κατά το άρθρο 96 παρ.1 εδ.α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μεταβολή και του αντικειμένου της διαφοράς στο δεύτερο βαθμό.

7. Επειδή, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως ότι τα αρμόδια όργανα του Δήμου παρέλειψαν να συμπεριλάβουν κατά τη σύνταξη του κτηματολογικού διαγράμματος και τα μη απαλλοτριωθέντα, αλλά απομειούμενα κατά την αξία τους τμήματα του ακινήτου τους, είχε προβληθεί με την από 10.5.2002 αγωγή των αναιρεσειόντων, όπως αυτή διευκρινίσθηκε με το από 14.10.2003 υπόμνημα αυτών ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, κατά τούτο δε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη. Ενόψει όμως των όσων έχουν αναπτυχθεί στις σκέψεις 4 και 5 περί της δικαιοδοσίας των διοικητικών και των πολιτικών δικαστηρίων επί ζητημάτων σχετικών με τη διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και ειδικότερα περί του ότι τα διοικητικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας, εφόσον, όπως προελέχθη, δεν υφίσταται ευθύνη των οργάνων του Δημοσίου και δη του αρμοδίου μηχανικού, εάν παραλείψουν να αποτυπώσουν στον κτηματολογικό διάγραμμα τα τμήματα των ακινήτων που απομένουν εκτός της απαλλοτριουμένης εκτάσεως και των οποίων η αξία μειούται ή εκμηδενίζεται εξαιτίας της απαλλοτριώσεως, μόνα αρμόδια να αποφανθούν για την εν λόγω ιδιαίτερη αποζημίωση είναι τα πολιτικά δικαστήρια. Επομένως, υπό την εκδοχή αυτή η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να αναιρεθεί λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας του δικάσαντος διοικητικού δικαστηρίου. Λόγω όμως σπουδαιότητας του ζητήματος της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων επί ζητημάτων σχετικών με την διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, το οποίο είναι και το μοναδικό που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, και της υφισταμένης αντιθέτου νομολογίας, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην 7μελή σύνθεση του Α΄ Τμήματος, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ.18/1989.

Διά ταύτα

Το Τμήμα απέχει να αποφανθεί οριστικώς. Και,

Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, κατά τα εκτεθέντα στο σκεπτικό.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας Π. Πικραμμένος Α. Κολιοπούλου

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 6ης Απριλίου 2009.

Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος Γ. Ανεμογιάννης Μ. Παπασαράντη