ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΙV
ΠΡΑΞΗ 2/2010
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ
Aποτελούμενο από τη Γεωργία Μαραγκού, Σύμβουλο, που αναπληρώνει νόμιμα τον κωλυόμενο Πρόεδρο του Τμήματος Διονύσιο Λασκαράτο, Αντιπρόεδρο, τα μέλη Μαρία Αθανασοπούλου και Ασημίνα Σαντοριναίου, Συμβούλους, και τους Κωνσταντίνο Εφεντάκη (εισηγητή) και Ευαγγελία Σεραφή, Παρέδρους με συμβουλευτική ψήφο.
Συνήλθε στην αίθουσα διασκέψεων του Καταστήματός του, που βρίσκεται στην Αθήνα, στις 12 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία της Γραμματέως του Διονυσίας Κεραμισάνου.
Για να αποφανθεί, ύστερα από σχετική διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.), αν πρέπει να θεωρηθεί το … χρηματικό ένταλμα πληρωμής, οικονομικού έτους 2009, του Οργανισμού αυτού.
Αφού μελέτησε τα στοιχεία του φακέλου
και
Έλαβε υπόψη
Την 230/2009 έγγραφη γνώμη του Επιτρόπου της Επικρατείας Ανδρέα Καπερώνη, σύμφωνα με την οποία το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.
Σκέφθηκε κατά το νόμο
I. Η Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο πρώην Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας (ήδη Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – βλ. το άρθρο 2 του π.δ/τος 185/2009, Α΄ 213/7.10.2009) αρνήθηκε, με την … πράξη της, να θεωρήσει το …, οικονομικού έτους 2009, χρηματικό ένταλμα του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.), ποσού 34.574,75 ευρώ, το οποίο εκδόθηκε κατόπιν της … απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά και αφορά στην επιστροφή, στο φερόμενο ως δικαιούχο …., μέρους των ασφαλιστικών εισφορών που ο τελευταίος είχε καταβάλει σε εκτέλεση της – τροποποιηθείσας από το Διοικητικό Πρωτοδικείο – … απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής Πειραιά του Οργανισμού. Ως αιτιολογία της άρνησής της, η Επίτροπος προέβαλε ότι η προαναφερόμενη δικαστική απόφαση ούτε εκτελεστό τίτλο σε βάρος του Ο.Α.Ε.Ε. αποτελεί, ούτε δεδικασμένο που να δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο παράγει, αφού δεν έχει κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή και κατά της απόφασης αυτής ο Οργανισμός έχει ήδη ασκήσει την από 14.10.2008 έφεση, η οποία επρόκειτο να συζητηθεί, ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, την 1.12.2009. Ο Ο.Α.Ε.Ε., με το … έγγραφό του, επανυπέβαλε το ένταλμα για θεώρηση, επισημαίνοντας ότι, σύμφωνα με το άρθρο 88 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, οι προθεσμίες και η άσκηση των ένδικων μέσων δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα και ότι, ως εκ τούτου, ο Οργανισμός ήταν υποχρεωμένος να προβεί στην εκτέλεση της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου, μολονότι αυτή δεν έχει ακόμη τελεσιδικήσει. Η Επίτροπος, όμως, ενέμεινε στις απόψεις της και έτσι ανέκυψε διαφωνία, για την άρση της οποίας νομίμως αυτή απευθύνεται, με την από 8.12.2009 έκθεσή της, στο Τμήμα τούτο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 1 του π.δ/τος 774/1980 και 139 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981.
II. Με το άρθρο 98 παρ. 1(α) του Συντάγματος έχει ανατεθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο η αρμοδιότητα του προληπτικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους και των νομικών προσώπων που, με ειδική διάταξη νόμου, υπάγονται στο καθεστώς αυτό. Αναφορικά δε με την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, το άρθρο 17 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980, Α΄ 189) ορίζει ότι: «1. Το Ελεγκτικόν Συνέδριον α) (…) β) Ασκεί τον κατά το άρθρον 98 του Συντάγματος έλεγχον των δαπανών του Κράτους, ως και των δι’ ειδικών νόμων εις τον έλεγχον αυτού υπαγομένων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου επί τω τέλει της βεβαιώσεως ότι υπάρχει διά ταύτας νομίμως κεχορηγημένη πίστωσις και ότι κατά την πραγματοποίησιν τούτων ετηρήθησαν αι διατάξεις του κώδικος «περί δημοσίου λογιστικού» και παντός άλλου νόμου ή διατάγματος ή κανονιστικής αποφάσεως. 2. (…) 3. Κατά τον υπό του Συνεδρίου ασκούμενον έλεγχον επιτρέπεται η εξέτασις και των παρεμπιπτόντως αναφυομένων ζητημάτων, επιφυλασσομένων των περί δεδικασμένου διατάξεων». Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του ν. 3068/2002 «Συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις (…) και άλλες διατάξεις» (Α΄ 274), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004 (Α΄ 263), ορίζεται ότι: «Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση θέτει. Δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ – ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 904 Κ.Πολ.Δ. πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων». Και στο άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182) ορίζεται ότι: «1. Αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο βάσει εκτελεστού τίτλου. 2. Εκτελεστοί τίτλοι είναι: α) οι τελεσίδικες αποφάσεις, καθώς και οι αποφάσεις κάθε ελληνικού δικαστηρίου που κηρύχθηκαν προσωρινά εκτελεστές, β) (…)». Συναφώς, τέλος, προς τα ανωτέρω, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζει στο άρθρο 88 ότι: «Εφόσον στον Κώδικα δεν ορίζεται ειδικώς διαφορετικά, οι προθεσμίες των ένδικων μέσων, καθώς και η άσκησή τους, δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα (…)». Στο άρθρο 197 παρ. 1 ότι: «Δεδικασμένο δημιουργείται από τις τελεσίδικες και τις ανέκκλητες αποφάσεις, εφόσον οι τελευταίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, ως προς το, ουσιαστικό ή δικονομικό, διοικητικής φύσης ζήτημα που με αυτές κρίθηκε, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με τις ίδιες έγινε δεκτό (…)» Και στο άρθρο 199 παρ. 1 ότι: «Οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινώς εκτελεστές καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την άσκηση αγωγής, αποτελούν τίτλο εκτελεστό κατά το άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (…)».
Κατά την έννοια των παρατεθεισών διατάξεων, το Ελεγκτικό Συνέδριο δικαιούται, ασκώντας τον προληπτικό έλεγχο των δημοσίων δαπανών, να επιλαμβάνεται της παρεμπίπτουσας εξέτασης της ύπαρξης του δικαιώματος του φερομένου ως πιστωτή του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, με εξαίρεση κατ’ αρχήν μόνο την περίπτωση που για το δικαίωμα αυτό υπάρχει δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου (βλ. Πρακτικά 7ης Γεν. Συν./19.3.2003 Ολομ. Ελ. Συν.). Ειδικώς, όμως, όταν η εντελλόμενη δαπάνη στηρίζεται σε καταψηφιστική οριστική απόφαση, εκδοθείσα επί αγωγής, που έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και, επομένως, αποτελεί εκτελεστό τίτλο, υφίσταται υποχρέωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου να προβεί, μετά τη διαπίστωση του τύποις υποστατού του τίτλου, στη θεώρηση του χρηματικού εντάλματος που εκδίδεται σε εκτέλεση της απόφασης αυτής (βλ. Πρ. IV Τμ. 105/2005, Ι Τμ. 190/2008).
Δεν ισχύει το ίδιο και για τις υποκείμενες σε έφεση αποφάσεις που εκδίδονται σε διαφορές αγόμενες προς επίλυση ενώπιον των Διοικητικών Πρωτοδικείων με την άσκηση προσφυγής, αφού – ασχέτως των οριζομένων στο άρθρο 88 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στο οποίο ο όρος «εκτέλεση» χρησιμοποιείται με ευρεία έννοια, σχετίζεται, δηλαδή, αφενός με την έναντι πάντων ισχύ των δικαστικών αποφάσεων, με τις οποίες απαγγέλλεται η ακύρωση ή τροποποίηση ατομικής διοικητικής πράξης, αφετέρου με την εν γένει υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις εκδιδόμενες επί προσφυγής αποφάσεις (βλ. τα άρθρα 196 και 198 του Κώδικα αυτού) – οι εν λόγω αποφάσεις ούτε δεδικασμένο, μέχρι της τελεσιδικίας τους, παράγουν, ούτε προσωρινά εκτελεστές μπορούν να κηρυχθούν (πρβλ. τα άρθρα 79 και 80 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). Κατά συνέπεια, στην περίπτωση που ως δικαιολογητικό της εντελλόμενης δαπάνης προσκομίζεται τέτοια απόφαση, το Ελεγκτικό Συνέδριο διατηρεί ακέραιη την εξουσία του παρεμπίπτοντος ελέγχου του, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, υπαρκτού της απαίτησης, σε εξόφληση της οποίας εκδίδεται το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα. Τούτο, ωστόσο, σημαίνει ότι, για την άρνηση θεώρησης του εντάλματος, δεν αρκεί η επίκληση του μεν ότι η οριστική απλώς απόφαση επί προσφυγής καμία απολύτως δέσμευση για το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν συνεπάγεται, του δε ότι δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο και ότι, με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για αυτοτελές νομιμοποιητικό της δαπάνης δικαιολογητικό, αλλά απαιτείται, περαιτέρω, η αναζήτηση και ανάδειξη από το διαφωνούντα Επίτροπο των πλημμελειών και αιτιάσεων που πλήττουν επί της ουσίας το δικαίωμα του φερομένου ως πιστωτή του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (πρβλ. Πρ. IV Τμ. 172/2008, 117/2002).
III. Στην προκειμένη περίπτωση, ο φερόμενος ως δικαιούχος … είχε υπαχθεί στην ασφάλιση του τότε Ταμείου Εμπόρων και Βιοτεχνών Ελλάδος (Τ.Ε.Β.Ε.) από του έτους 1982, αρχικά ως βιοτέχνης χρωμάτων, κατόπιν ως μέλος της ομόρρυθμης εταιρίας «…..» και, από του έτους 1989, ως μέτοχος κατά 50% και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας «…..». Στις 9.3.2005, υπέβαλε αίτηση στον Ο.Α.Ε.Ε. για τη συνταξιοδότησή του, λόγω γήρατος και με συνυπολογισμό του χρόνου ασφάλισής του στο Ι.Κ.Α., όπως, όμως, διαπιστώθηκε από τα αρμόδια όργανα, αυτός, παρά την ιδιότητά του ως μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου και μετόχου της παραπάνω ανώνυμης εταιρίας, δεν είχε καταβάλει καθόλου ασφαλιστικές εισφορές από το μήνα Μάιο του 1992 έως και το μήνα Ιανουάριο του έτους 2005, οπότε και ανακλήθηκε από το Νομάρχη Δυτικής Αττικής η άδεια σύστασης και έγκρισης του καταστατικού της εταιρίας. Έτσι, εκδόθηκε η … πράξη του Προϊσταμένου του Τμήματος Συντάξεων της Διεύθυνσης Πειραιά και Νήσων του Οργανισμού, με την οποία η συνολική οφειλή του … από εισφορές και τέλη καθυστέρησης προσδιορίσθηκε σε 38.868,92 ευρώ, και, αφού η από 25.10.2005 ένσταση του τελευταίου κατά της πράξης αυτής απορρίφθηκε, με την …. απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής Πειραιά του Ο.Α.Ε.Ε., ο ασφαλισμένος κατέβαλε τις οφειλόμενες εισφορές και του απονεμήθηκε σύνταξη από 1.5.2006. Κατά της προαναφερόμενης απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής, ο …. άσκησε την από 5.4.2006 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, ισχυριζόμενος ότι εσφαλμένως του είχαν καταλογισθεί εισφορές για το χρονικό διάστημα από 1.1.1995 έως 31.1.2005, κατά το οποίο η «…» βρισκόταν σε αδράνεια και δεν ασκούσε εν τοις πράγμασι επαγγελματική δραστηριότητα ασφαλιστέα στο τότε Τ.Ε.Β.Ε. και ήδη στον Ο.Α.Ε.Ε.. Ο ισχυρισμός αυτός κρίθηκε βάσιμος και, με την 127/2008 απόφαση του επιληφθέντος της προσφυγής Δικαστηρίου, τροποποιήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Οργανισμού και ακυρώθηκαν οι ασφαλιστικές εισφορές που είχαν επιβληθεί για το αμφισβητηθέν από τον προσφεύγοντα χρονικό διάστημα. Σε εκτέλεση δε της απόφασης αυτής, κατά της οποίας ο Ο.Α.Ε.Ε. έχει ασκήσει την από 14.10.2008 έφεση που εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, ο Οργανισμός προέβη αφενός στον ανακαθορισμό, μέχρι τις 31.12.1994, του χρόνου ασφάλισης του … (βλ. την …. απόφαση του Προϊσταμένου του Τμήματος Συντάξεων της Διεύθυνσης Πειραιά) – επικαλούμενος προς τούτο το άρθρο 21 παρ. 9 του ν. 1902/1990, σύμφωνα με το οποίο δεν αναστέλλεται η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων που αφορούν την πραγματοποίηση των ασφαλιστικών παροχών, την υπαγωγή στην ασφάλιση και τη διάρκεια της ασφαλιστικής σχέσης – αφετέρου στην έκδοση του ήδη ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος για την επιστροφή των εισφορών που, όπως έγινε δεκτό με την πρωτόδικη απόφαση, αχρεωστήτως ο ασφαλισμένος είχε υποχρεωθεί να καταβάλει για το χρονικό διάστημα από 1.1.1995 και εφεξής. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι ναι μεν η 127/2008 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά δεν παράγει δεδικασμένο, ούτως ώστε να δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο, και δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο σε βάρος του Ο.Α.Ε.Ε., τούτο, όμως, δεν αναιρεί κατ’ ανάγκην την αξίωση του φερομένου ως δικαιούχου ιδιώτη για την επιστροφή των εισφορών, των οποίων η επιβολή ακυρώθηκε με την απόφαση αυτή. Επειδή δε αιτίαση που να πλήττει, επί της ουσίας, την κτήση και ύπαρξη της εν λόγω αξίωσης δεν προσάπτεται από την Επίτροπο στην εντελλόμενη δαπάνη, ο σχετικός λόγος διαφωνίας αλυσιτελώς προβάλλεται και το επίμαχο χρηματικό ένταλμα θα μπορούσε να θεωρηθεί, εάν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει.
Για τους λόγους αυτούς
Αποφαίνεται ότι το …, οικονομικού έτους 2009, χρηματικό ένταλμα του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.), ποσού 34.574,75 ευρώ, δεν πρέπει να θεωρηθεί κατά το σκεπτικό.