Αριθμός 2490/2006 Ολομ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Πολύ σημαντική για την οριοθέτηση της δικαιοδοσίας μεταξύ πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων είναι η απόφαση 2490/2006 της Ολομελείας. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι ο έλεγχος της ορθότητας της αποφάσεως του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, που δέχθηκε την αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής για απαίτηση εργολάβου από σύμβαση εκτέλεσης δημοτικού έργου, ανήκει αποκλειστικά στα πολιτικά δικαστήρια, δεδομένου, κατά το άρθρο 93 του Συντάγματος, ότι ο έλεγχος των αποφάσεων και των λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο και ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής από πολιτικό δικαστή, κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας
Αριθμός 2490/2006
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Φεβρουαρίου 2006, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Φ. Αρναούτογλου, Π. Πικραμμένος, Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Ρόζος, Α. Γκότσης, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Κ. Βιολάρης, Γ. Σγουρόγλου, Α. Καραμιχαλέλης, Α. Γ. Βώρος, Ε. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, , Π. Καρλή, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Δ. Κυριλλόπουλος, Θ. Αραβάνης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Γ. Σακελλαρίου.
Για να δικάσει την από 24 Δεκεμβρίου 2001 αίτηση:
του Δήμου Βύρωνα Αττικής, ο οποίος δεν παρέστη, αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε στην πρώτη επ΄ ακροατηρίου συζήτηση,
κατά του Βασιλείου Θεοδωράκη, κατοίκου Π. Πεντέλης Αττικής (Ασκητών 9), ο οποίος δεν παρέστη.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 114/2005 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Δήμος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ΄ αριθμ. 5586/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από την Εισηγήτρια, Σύμβουλο Ε. Νίκα.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου (άρθρο 36 παρ.1 π.δ. 18/1989, ΦΕΚ Α΄8).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5586/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ανακοπή του αναιρεσείοντος Δήμου κατά της εκδοθείσης σε βάρος του υπ’ αριθμ. 17713/1999 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
3. Eπειδή, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ’ αριθμ 114/2005 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.2 εδαφ. β΄ του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄8), λόγω της μείζονος σπουδαιότητας, αφ’ ενός μεν, του ζητήματος της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων προς έλεγχο της ορθότητας της αποφάσεως δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, που δέχθηκε την αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής για απαίτηση από σύμβαση δημοτικού έργου, αφ’ ετέρου δε του ζητήματος του αρμοδίου προς εκδίκαση της υποθέσεως σχηματισμού.
4. Επειδή, νομίμως εχώρησε η συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως παρά την απουσία των διαδίκων, εφ’ όσον, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά επιδόσεως της Επιμελητού του Δικαστηρίου Μαρίνας Σταυροπούλου, με ημερομηνία 13.4.2005, και τα αποδεικτικά επιδόσεως του Επιμελητού του Δικαστηρίου Γεωργίου Μπαντζή, με ημερομηνία 7.4.2005, αντίγραφα της παραπεμπτικής αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και της πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού δικασίμου της αιτήσεως αυτής επεδόθησαν νομοτύπως στον αναιρεσείοντα Δήμο και στον αναιρεσίβλητο, αντιστοίχως.
5. Επειδή, από τα δύο ζητήματα τα οποία, κατά τα προαναφερθέντα, παρεπέμφθησαν από το Δ΄ Τμήμα στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας προς επίλυση, προηγείται η εξέταση και επίλυση του ζητήματος της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων προς έλεγχο αποφάσεως (διαταγής πληρωμής) εκδοθείσης υπό πολιτικού δικαστού για απαίτηση από σύμβαση δημοτικού έργου, δοθέντος ότι, σε περίπτωση μη υπάρξεως τοιαύτης δικαιοδοσίας, παρέλκει ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως αλυσιτελής, η εξέταση του ζητήματος του αρμοδίου να επιληφθεί της υποθέσεως Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ν. Ρόζος, Χρ. Ράμμος, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Σκαλτσούνης, Ε. Αναγνωστοπούλου, Ευ. Νίκα και Δ. Γρατσίας, προς την γνώμη των οποίων συνετάχθη και ο Πάρεδρος Θ. Αραβάνης, οι οποίοι υπεστήριξαν ότι, ανεξάρτητα από την δυνατότητα την οποία έχει η Ολομέλεια, του Συμβουλίου της Επικρατείας να επιλύσει απ’ ευθείας στην προκειμένη υπόθεση, το ζήτημα της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, πρέπει να προηγηθεί η εξέταση του ζητήματος του αρμοδίου σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου αυτό να επιλυθεί. Τούτο δε λόγω της μείζονος σπουδαιότητος που παρουσιάζει αυτοτελώς το εν λόγω ζήτημα, το εάν, δηλαδή, υπάγεται στο ΣΤ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, βάσει των ισχυουσών διατάξεων του π.δ. 361/2001 (ΦΕΚ Α΄244), η νέα κατηγορία διαφορών, που ανακύπτουν, εν όψει της αναγνωρίσεως της δυνατότητας αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος του Δημοσίου και των εξομοιουμένων προς αυτό, ως προς την εις βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση, νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου.
6. Επειδή, στο άρθρο 93 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους» ενώ στο άρθρο 94 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει».
7. Επειδή το Σύνταγμα, με τις ως άνω διατάξεις, οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντιστοίχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Εξ άλλου, εν όψει του προβλεπομένου από το Σύνταγμα οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και των λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο, υπό την επιφύλαξη ότι δεν πρόκειται για πράξεις που συνιστούν άσκηση αρμοδιότητας διοικητικής φύσεως (πρβλ. ΑΕΔ 23/1990). Ως εκ τούτου και δεδομένου ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής από πολιτικό δικαστή, κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας, ο έλεγχος της ορθότητας της αποφάσεως του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, που δέχθηκε την αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής για απαίτηση από σύμβαση δημοτικού έργου, ανήκει, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, αποκλειστικά στα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 18/2005).
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος ανέλαβε, βάσει συμβάσεως, την εκτέλεση δημοτικού έργου, με αντικείμενο την τοποθέτηση νέων ασφαλτοταπήτων σε διάφορους δρόμους του αναιρεσείοντος Δήμου Βύρωνος. Ο εν λόγω εργολάβος, κατ’ επίκληση της από 29.12.1998 εντολής πληρωμής, ποσού 47.475.737 δραχμών, που εκδόθηκε μετά την ανεπιφύλακτη παραλαβή του έργου, πληρωτέας σε διαταγή του, η οποία, όμως, τελικώς, δεν πληρώθηκε από τον εκδόσαντα Δήμο, ζήτησε με την από 22.11.1999 αίτησή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και επέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθμ. 17713/1999 διαταγής πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων Δήμος να του καταβάλει το ποσό των 47.475.737 δραχμών, νομιμοτόκως από την επομένη της εκδόσεως της εντολής πληρωμής μέχρι την εξόφλησή της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα, αντίγραφο δε της ως άνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στον Δήμο Βύρωνος στις 14.3.2000. Κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή της ο Δήμος Βύρωνος άσκησε ανακοπή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ως απαράδεκτη, ελλείψει δικαιοδοσίας, με την ειδικότερη αιτιολογία ότι με την εκδοθείσα από τον δικαστή του πολιτικού δικαστηρίου, κατά την διαδικασία των άρθρων 624-634 του Κ.Πολ.Δ., διαταγή πληρωμής, η οποία προσομοιάζει με δικαστική απόφαση, δεν ασκείται αρμοδιότητα διοικητικής φύσεως.
9. Επειδή, εν όψει όσων έγιναν δεκτά στην έκτη σκέψη, νομίμως απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ως απαράδεκτη για έλλειψη δικαιοδοσίας η ανακοπή του Δήμου Βύρωνα κατά της υπ’ αριθμ. 17713/1999 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και, συνεπώς, είναι απορριπτέα όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινομένη αίτηση, η οποία, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί.
10. Επειδή, μετά την κατά τα ανωτέρω επίλυση του παραπεμφθέντος ζητήματος της δικαιοδοσίας του δικάσαντος διοικητικού δικαστηρίου και την απόρριψη εν όλω της υπό κρίση αιτήσεως, παρέλκει, κατά τα γενόμενα δεκτά στην πέμπτη σκέψη, η επίλυση του ζητήματος του αρμοδίου για την εκδίκαση της υποθέσεως Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινομένη αίτηση